Μια αστυνομευόμενη ζωή σε μετανάστευση: Από την Αλβανία του Εμφυλίου στη Θεσσαλονίκη του ΠΑΟΚ και από εκεί στον Μυλοπόταμο της Κρήτης

Ε.Π.

[00:00:00]Καλησπέρα. 

V.S.

Γεια σας.

Ε.Π.

Θα μου πεις το όνομά σου;

V.S.

Viktor Salja.

Ε.Π.

Είναι Κυριακή, 20 Φεβρουαρίου, είμαι με το Viktor Salja, βρισκόμαστε στα Αγγελιανά Μυλοποτάμου στην Κρήτη, εγώ ονομάζομαι Εμμανουήλ Παπαγεωργίου, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για τον εαυτό σου;

V.S.

Ναι, μένω εδώ από το 2000 στα Αγγελιανά, Μυλοπόταμο. Πρώτη φορά είχα έρθει στην Ελλάδα το ‘98, όπως όλοι τότε, είμαστε χωρίς χαρτιά και ερχόμαστε με τα πόδια από τα βουνά και εγώ ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1999, 11 Φεβρουαρίου και ήρθα νόμιμα, είχα κάνει κάτι χαρτιά εκεί στον δήμο, στον δικό μας στην Αλβανία, στο Ελμπασάν, ότι, σαν να είμαι παιδί του θείου μου για να με βάλει στην ακαδημία στη Θεσσαλονίκη, στον Απόλλωνα Καλαμαριάς. Και έκαναν τα χαρτιά, πήγα στην πρεσβεία, πήρα τη σφραγίδα και μπήκαμε κανονικά στα σύνορα το ‘99 και περάσαμε, πήγαμε με το λεωφορείο στην Κατερίνη, Αιγίνιο, ένα χωριό πριν να φτάσεις στην Κατερίνη και κάτσαμε έναν μήνα εκεί και μετά φύγαμε από εκεί και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και καθόμαστε στην Τούμπα. Ε, τώρα δεν τη θυμάμαι την περιοχή γιατί είναι το ‘99, Τούμπα την πλατεία, δεν θυμάμαι, ήταν κοντά σε μία πλατεία και μετά ήρθε ο προπονητής του Απόλλωνα Καλαμαριάς, λέει: «Αύριο», ήταν Σάββατο, «τη Δευτέρα θα έρθεις να σε δούμε τι παίκτης είσαι, πώς τέτοιο». Και πάω στην Καλαμαριά κάτω και ξεκινάμε την προπόνηση και παίζουμε. Πήγαν όλα καλά, μου λέει: «Εντάξει, θα σε πάρουμε στην ακαδημία». Εγώ ήμουν δεκατέσσερα χρονών τότε και ξεκινήσαμε κανονικά, μου βρήκαν αυτοί σπίτι στην Καλαμαριά. Μετά ο θείος μου έφυγε αυτός γιατί αυτός καθόταν στο Αιγίνιο Κατερίνης και εγώ καθόμουν εκεί μαζί με έναν φίλο. Δεν δουλεύαμε, γιατί εγώ ήμουν μικρός. Μόνο που καθάριζα εκεί στα αποδυτήρια που ήταν στο γήπεδο εκεί, όταν γινόταν αγώνες, τα πλαστικά που άφηναν και βοηθούσα και μου πλήρωνε κατιτίς για το φαΐ, ο πρόεδρος, και μετά παίζαμε αγώνες με τους νέους του ΠΑΟΚ, του Άρη, του Ηρακλή, της Κατερίνης, του Πανσερραϊκού -πώς τον λένε- της Καβάλας και πηγαίναν όλα καλά. Μία μέρα παίζαμε με τον Παναθηναϊκό και μας λέει ένας ότι: «Σήμερα θα έρθουν από την Αθήνα. Ήταν 24 Απριλίου του ‘99, λέει: «Να σας δούνε, θα έχει μάνατζερ και από τον Ολυμπιακό και από τον Παναθηναϊκό, από όλες τις καλές ομάδες και από τον ΠΑΟΚ θα σας δούνε», λέει, «και όποιον διαλέγουν θα σας πάρουν». Και παίζαμε με την Καβάλα, 15:00 το απόγευμα, ξεκινάμε και μου λέει ο προπονητής: «Θα σε βάλω βασικό», πριν μία ώρα, «Εντάξει», λέω εγώ και μετά έρχεται και μου λέει ότι πρέπει να αλλάξουμε την ομάδα, να μην παίζουμε αυτό το σύστημα, να μην παίζουμε 4-3-3, να παίξουμε το 4-4-2 και «Δε θα παίξεις», μου λέει.  «Δε γίνεται», του λέω, «αφού όλους τους αγώνες έχω παίξει, τώρα που ήρθαν οι μάνατζερ να μας δουν, τώρα δεν θα παίξω;». Μου λέει: «Θα σε βάλω στο δεύτερο ημίχρονο», του λέω εγώ: «Εντάξει, τι να σας πω». Έκατσα στον πάγκο και παίζανε, όχι μόνο εγώ, άλλοι τέσσερις φίλοι μου, είχαμε κάτσει στον πάγκο που παίζαμε βασικοί στην ομάδα. Αυτοί το έκαναν για ποιον λόγο; Γιατί οι γονείς από τα άλλα παιδιά είχαν πληρώσει για να δουν αυτά τα παιδιά οι μάνατζερ. Όχι εμάς, γιατί είχαν δώσει λεφτά και πάει το '70, στο εβδομήντα λεπτό και χάναμε, 1 - 0, με τα παιδιά της Καβάλας και λέει ένας: «Μωρέ, εσύ δεν θα βάλεις τα κοπέλια που παίζουν συνέχεια; Γιατί χάνουμε μέσα στο γήπεδο μας και έχουν έρθει από την Αθήνα να μας δουν» και μετά λέει: «Σηκωθείτε για ζέσταμα». Σηκωνόμαστε, ήταν στο '75, μόλις κάναμε δύο, τρία βήματα μας φωνάζει: «Ελάτε. Βγάλτε τις μπλούζες» και μπαίνουμε και όπως μπήκαμε -οι τρεις μπήκαμε, όχι τέσσερις- και στο '83 ισοφαρίσαμε με 2-2 και μετά πήγε στην παράταση και μετά στα πέναλτι και κερδίσαμε. Και κλείνουμε και όπως καθαρίζαμε μετά το γήπεδο του λέω εγώ του προπονητή, γιατί αυτός με βοηθούσε πολύ. Του λέω: «Ρε συ, μπάρμπα Αποστόλη, να σε ρωτήσω κάτι;», μου λέει: «Έλα, παιδί μου, ρώτηξε». Γιατί αυτός ήταν εβδομήντα χρονών, του λέω: «Ρε μπάρμπα, γιατί δεν με έβαλες; Γιατί μου είχες πει ότι είσαι ο πιο καλύτερος», μαζί με έναν Παππά, έναν Έλληνα. Μου λέει: «Παιδί μου, θα στα πω άλλη ώρα». Του λέω: «Όχι άλλη, άμα είναι εγώ να μην παίζω. Εγώ άφησα το σχολείο μου -γιατί έφυγα από το σχολείο, από το Λύκειο- και ήρθα για αυτόν τον λόγο», του λέω. «Για να παίξω ήρθα», του λέω, «Γιατί εγώ δεν μπορώ να δουλέψω». Μου λέει: «Θα σ' τα πω άλλη ώρα. Μην αγχώνεσαι. Θα 'ρθει και η σειρά σου, θα παίξεις». Του λέω: «Πότε θα παίξω; Όταν έρχονται τα μάνατζερ, εσύ δεν με βάζεις». Μου λέει: «Θα σου πω, έλα, κάτσε εδώ, στον πάγκο» και καθόμαστε, ήταν ώρα 18:00, απόγευμα και μου λέει: «Όχι πως σε βλέπουμε ξένο, αλλά που δεν έχεις κανέναν εδώ. Αφήσαμε και άλλους έξω και βάλαμε αυτούς. «Που εγώ», λέει, «τους ξέρω, εγώ που σας κάνω προπόνηση, ξέρω», λέει, «και ποιος έχει την ποιότητα, αλλά είναι άλλα στη μέση». Λέω: «Εντάξει». Και την άλλη ήταν μετά Μάης, πήγαιναν όλα καλά. Εγώ ήμουνα στην Καλαμαριά κάτω και μου λέει να παίξω με του ΠΑΟΚ, με τα νέα στην Τούμπα. Εντάξει. Εκεί δεν είχε μάνατζερ και τέτοια, ήταν μόνο του ΠΑΟΚ ο Πρόεδρος, και της Καλαμαριάς. Φιλικό και πάμε, παίζουμε κι αυτός μας βάζει ο προπονητής, αυτός που έβλεπε αυτός ότι παίζαμε. Και στο '70 με βγάζει αυτός αλλαγή και του λέω: «Έλα, Μπάρμπα Αποστόλη, τι; Γιατί με έβγαλες;». «Έλα», μου λέει, «Θέλει να σου μιλήσει ένας από τον ΠΑΟΚ, ανέβα πάνω στα γραφεία». Εγώ του λέω: «Δεν ξέρω πολύ καλά Ελληνικά. Πώς θα μιλήσω εγώ;». «Έχει απάνω», λέει, «που θα μεταφράζει τη γλώσσα. Πήγαινε απάνω» και ανεβαίνω εγώ στα γραφεία του ΠΑΟΚ και μου λένε: «Από πού είσαι;», λέω εγώ: «Από την Αλβανία», μου λένε: «Πόσο καιρό είναι που έχεις έρθει;», λέω εγώ: «Από τον Φλεβάρη, είναι τρεις-τέσσερις μήνες», του λέω. «Και ποιον έχεις εδώ;», λέω εγώ: «Έναν θείο, αλλά αυτός μένει Κατερίνη», «Και εσύ», λέει, «μένεις μοναχός σου;». Λέω: «Ναι». «Δέχεσαι», λέει, «να πάρεις σπίτι, να έρθεις κοντά στην Τούμπα;». Λέω: «Είχα εγώ ένα σπίτι εδώ, όταν ήρθα, στην αρχή. Αλλά», του λέω, «μόλις πήγα στην Καλαμαριά μου πήραν αυτοί, μου βρήκαν άλλο σπίτι». Μου λέει: «Θα σε δούμε εμείς, αλλά πρέπει να έρθεις να κάνουμε τα χαρτιά». «Να ‘ρθεις εδώ στην ακαδημία». Και εγώ το χαιρόμουν, πιο μεγάλη ομάδα. Του λέω: «Δέχομαι». «Εντάξει;» «Εντάξει». «Αυτά», λέει, «θα γίνουν τον Αύγουστο, που ανοίγουν τις μεταγραφές». Λέω: «Εντάξει». Και κάνουμε, μετά παίρνουμε τέτοιο... [00:10:00]Καλοκαιρινές... Δεν είχε πρωτάθλημα, τέλειωσε και εγώ φεύγω έναν μήνα, μετά πάω στην Κατερίνη που ήταν ο θείος μου και δούλευα εκεί στα βαμβάκια. Και βαμβάκια... Σκαλίζαμε εκεί τα βαμβάκια. Είχε τεύτλα, μαζεύαμε ντομάτες και μετά, ένα βράδυ, το απόγευμα, χτυπάει το τηλέφωνο. «Είμαι», λέει, «ο δικηγόρος του ΠΑΟΚ. Εσύ είσαι ο Salja Viktor;». Του λέω: «Ναι». «Αύριο», λέει, «στις 8:00 να 'ρθεις», λέει, «στα γραφεία». «Ξέρεις πού είναι τα γραφεία;». Λέω: «Θα τα βρω». Λέει: «Εντάξει, θα σε περιμένουμε». Και πάω απ' την ίδια βραδιά εγώ -γιατί κοντά είναι το Αιγίνιο με τη Θεσσαλονίκη είναι κοντά- παίρνω ένα τρένο, φτάνω στη Θεσσαλονίκη. Παίρνω έναν φίλο τηλέφωνο, πάω, μένω σε αυτόν αυτή τη βραδιά. Ξημερώνει το πρωί, πάω στα τέτοια του ΠΑΟΚ και μου λένε: «Τα έχουμε φτιάξει όλα τα χαρτιά». «Πρέπει», λέει, «να πας στην πρεσβεία». Εκεί που είναι αυτή στη Θεσσαλονίκη, σαν μικρή πρεσβεία. Λέει: «Να πάρεις μία σφραγίδα, μόνο αυτό σου λείπει. Όλα τα άλλα λέει τα έχουμε κάνει εμείς». Λέω εγώ: «Εντάξει». Μόλις βγαίνω εγώ από τα γραφεία, θωρώ εγώ έναν θόρυβο, ένα ελικοπτεράκι, «βουυυυβ». «Τι γίνεται;». Θωρώ από κάτω πολλή αστυνομία και ρωτάω έναν εκεί: «Τι γίνεται;» και μου λέει: «Δεν ξέρω και εμείς τώρα βλέπουμε πολύ αστυνομία». Και βγαίνω πιο κάτω, ρωτώ έναν εκεί: «Ρε φίλε, ρε φίλε, τόση αστυνομία; Ελικοπτεράκι; Τι γίνεται;». Μου λέει: «Ένας Αλβανός έχει απαγάγει ένα λεωφορείο και περνά από τη Θεσσαλονίκη να το πάει απάνω λέει σε σας», του λέω «Έχει απαγάγει;», μου λέει: «Ναι». Του λέω: «Εντάξει» και φεύγω. Όπως προχωρούσα να πάω στην πρεσβεία, μόλις έφυγα, διακόσια, τριακόσια μέτρα, έρχεται ένα Citroen και με ρωτάνε: «Φίλε, από που είσαι;» και λέω εγώ: «Από την Αλβανία», λέει: «Έχεις χαρτιά;». Λέω εγώ: «Όχι» και κατεβαίνουν από το βαν κάτω. Του λέω: «Μωρέ συ, εγώ έχω τα χαρτιά, πρέπει να πάω να πάρω μία σφραγίδα, είμαι παίκτης του ΠΑΟΚ, βλέπετε τα χαρτιά». «Όχι, όχι, δεν έχει. Ποιος παίκτης ΠΑΟΚ; Εσείς έχετε απαγάγει το λεωφορείο. Μπες μέσα, μαλάκα!». «Ποιο λεωφορείο;», του λέω, «Δεν ξέρω εγώ από λεωφορείο. Πάρε τηλέφωνο τον δικηγόρο», του λέω. «Όχι, φέρε το τηλέφωνο εδώ». Μου το παίρνουν το τηλέφωνο, το κλείνουν. Μου βάζουν τις χειροπέδες και του λέω εγώ -γιατί δεν ήξερα εγώ από χειροπέδες, δεκατέσσερα χρόνων, κουνούσε το αμάξι και αυτά σφίγγανε, ναι, και του λέω: «Ρε φίλε, κύριε», δεν ήξερα και καλά Ελληνικά, του λέω: «Αυτά, αυτά όπως κουνάω σφίγγουν» και μου λέει: «Μην κουνάς, μαλάκα, μην κουνάς. Γιατί άμα κουνάς», λέει, «θα σου σφίξουν πιο χειρότερα». Και πάω εκεί, ένα δωμάτιο 4 επί 5 μέτρα. Θωρώ εγώ εκεί μέσα εξήντα νοματαίους. Λέω εγώ: «Τι γίνεται εδώ; Που με πάνε;». Εγώ δεν είχα δει ποτέ φυλακή. Λέει: «Κατέβα». Κατεβαίνω, μου βγάζουν τις χειροπέδες, «Μπες μέσα εκεί». Μπαίνω μέσα, ούτε είχες να κάτσεις, ένα δωμάτιο 4Χ5, εξήντα, εβδομήντα νοματαίοι. Όρθιοι όλοι εμείς εκεί και ρωτούσα εγώ εκεί μέσα: «Παιδιά, τι γίνεται; Τι μας κάνουν;». «Ένας έχει πιάσει το λεωφορείο, έχει δώσει κάτι όπλα σε έναν αστυνομικό εδώ, στη Θεσσαλονίκη, και αυτός», λέει, «δεν του έχει γυρίσει τα λεφτά. Αυτός του λέει σου έχω πουλήσει τόσα ένα όπλα και μου χρωστάς έξι εκατομμύρια» - δραχμές ήταν τότε, όχι ευρώ, και του λέω: «Ά, για αυτό μας πιάνουν; Πού θα βρω», του λέω, «ένα τηλέφωνο να πάρω στα γραφεία του ΠΑΟΚ τον δικηγόρο, γιατί μου είπε τα χαρτιά που μου δώσε να πάω να πάρω μία σφραγίδα και να είμαι εντάξει μετά». Λέει: «Δεν μας αφήνουν τηλέφωνο». Φωνάζω εγώ εκεί, κάνεις. Φωνάζω, φωνάζω εκεί. «Είναι κανείς εδώ;». Έρχεται ένας μπάτσος, λέει: «Τι θέλεις;». «Ένα τηλέφωνο», του λέω, «να πάρω τον δικηγόρο». «Δεν έχει», λέει, «δικηγόρο σήμερα». Του λέω: «Πώς δεν έχει δικηγόρο σήμερα;». Μου λέει: «Δεν έχει». Και έρχεται, ήταν 11:00 η ώρα όταν με πιάσανε. Μετά, κατά τις 12:00 λέει: «Να ετοιμαστείτε, γιατί έρχεται το λεωφορείο». «Τι λεωφορείο λένε τώρα;», του λέω εγώ. Μας βάζουν στη σειρά, ανεβαίνουμε στο λεωφορείο. Όλοι, εβδομήντα, ογδόντα άτομα ανεβαίναμε στο λεωφορείο. Πηγαίναμε για Καστοριά, Κρυσταλλοπηγή. Μας αφήνουν στα σύνορα, εκεί κατεβαίνουμε. Εμείς δεν είχαμε ούτε τσάντες, τίποτα. Ξανοίγαμε, τι μας πιάσανε στα καλά καθούμενα έτσι; Και μετά βλέπω εγώ ένα παιδί δεκαέξι χρονών, «Ρε φίλε, από που είσαι;», τον ρωτάω. Μου λέει: «Από μία πόλη, εδώ». Του λέω: «Να γυρίσουμε πάλι πίσω», μου λέει: «Πού; Εμείς δεν ξέρουμε τον δρόμο». Του λέω: «Να γυρίσουμε, να πάμε από τα σύνορα από πάνω, από τις Μοίρες». Ήταν ένα χωριό που είναι στα σύνορα με την Ελλάδα. Του λέω: «Μπαίνουμε από εκεί και προχωράμε να φτάσουμε στην Καστοριά, μετά να πάρουμε ένα λεωφορείο». Μου λέει: «Πάμε, αλλά πρέπει πρώτα να πάμε στην Κορυτσά, να πάρουμε κάνα μπισκότο, γιατί δεν έχουμε φάει από το πρωί». Και πήγαμε στην Κορυτσά, πήραμε κάτι μπισκότα και λέει και ένα άλλο παιδί: «Θα ‘ρθω και εγώ με σας». Του λέω: «Έλα» και μπήκαμε το απόγευμα 18:00, μπήκαμε από τις Μοίρες, ένα χωριό. Σιγά-σιγά πηγαίναμε, πηγαίναμε και φτάσαμε στην Καστοριά. Πάμε σε έναν ποταμό εκεί, δεν είχαμε ούτε καθρέφτες, πλύναμε λίγο τα μούτρα, κοσκινίζαμε λίγο τα παντελόνια, τις μπλούζες. Και κρυφά μετά μπήκαμε στην πόλη και σιγά-σιγά, κρυφά-κρυφά φτάσαμε στο ΚΤΕΛ και είδαμε εκεί έναν Αλβανό, του λέμε: «Φίλε, θα μας κόψεις λίγο τα εισιτήρια, γιατί δεν ξέρουμε πολύ καλά να μιλήσουμε». Και λέει: «Θα σας τα κόψω εγώ». Του δίνουμε τα λεφτά και πάει αυτός, τα κόβει. Έρχεται και λέει: «Μην βγαίνετε τώρα, γιατί πριν να φύγει το λεωφορείο κάνουν έλεγχο. Εσείς μόλις έρθει το λεωφορείο, θα κάτσετε από πίσω απ’ το λεωφορείο. Όχι από μπροστά που ανεβαίνουν και βλέπει ο οδηγός τα εισιτήρια που μπαίνουν πάνω. Γιατί έρχεται η αστυνομία και βλέπει. Κάνει έναν γύρο, έναν έλεγχο. Μόλις θα βλέπετε ότι θα φύγει, εσείς θα βγείτε που είστε από πίσω για να ανεβείτε. «Εντάξει;», «Εντάξει». Και πήγαμε εμείς στ’ αλήθεια, μόλις ήρθε το λεωφορείο έρχονται δύο Jeep, σταματούν αυτοί. Βλέπουμε εμείς από πίσω, από την άλλη μεριά του λεωφορείου. Φεύγουν, βγαίνουμε εμείς μόλις ήταν να κλείσει, μπαίνουμε, λέει ο οδηγός: «Εσείς γιατί αργήσατε;». Του λέω: «Πήγαμε, εδά, τελευταία στιγμή, κόψαμε εισιτήριο». Δεν ξέραμε να μιλήσουμε και καλά. Λέει: «Εντάξει, μπείτε». Μπήκαμε μέσα. Πάμε Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε, 19:00 η ώρα φύγαμε, 22:00, δεν θυμάμαι καλά. Κατεβαίνω, παίρνω έναν φίλο εκεί τηλέφωνο που είχα. Και μου λέει: «Πάλι γύρισες;». Του λέω: «Τι να κάνω;». Εμένα μου είχανε πάρει τα χαρτιά που μου είχαν δώσει του ΠΑΟΚ τα τέτοια, ο δικηγόρος και ο πρόεδρος. Σαν πρόεδρος ήταν και αυτός. Και γυρνάμε σε αυτή τη βραδιά, σε αυτόν τον φίλο. Παίρνω τον θείο μου τηλέφωνο που ήταν στην Κατερίνη. Του λέω ότι ξαναήρθα πάλι. «Εντάξει», μου λέει, «Μόνο να προσέχεις, γιατί ο άλλος που είχε πάρει το λεωφορείο, είχε φτάσει στην Αλβανία και τον σκότωσαν αυτόν. Αλλά έχει σκοτώσει η αστυνομία και έναν Έλληνα κατά λάθος και έχει γίνει μπάχαλο και να προσέχεις, να μην βγαίνεις πολύ. Εντάξει;», «Εντάξει». Και γυρνάω εγώ αυτή τη βραδιά εκεί, ξυπνάω το πρωί, πάω στα γραφεία και μου λέει ένας: «Πού είσαι εσύ;». «Τι πού είμαι;» του λέω. «Με πιάσανε». «Δεν πήρες τηλέφωνο;», μου λέει. «[00:20:00]Ποιο τηλέφωνο να έπαιρνα; Ούτε τηλέφωνο, μου το πήρανε», του λέω. «Και τα χαρτιά;». Του λέω: «Και τα χαρτιά». Μου λέει: «Έλα να πάμε στο τμήμα». Του λέω εγώ: «Δεν έρχομαι να πάμε στο τμήμα, γιατί φοβάμαι». «Όχι, είμαι εγώ δικηγόρος, δεν σε πιάνει κανείς», μου λέει. Του λέω: «Δεν έρχομαι εγώ». Μου λέει: «Θα ‘ρθεις». Και πάμε στο τμήμα. Μου λέει: «Σε ποιο τμήμα;». «Δεν ξέρω», του λέω, «πώς το λένε το τμήμα. Εγώ τέσσερις μήνες έχω εδώ, πέντε. Δεν ξέρω καλά τη Θεσσαλονίκη». Πάμε σε ένα τμήμα, λέει: «Το τάδε όνομα ήταν εδώ;». «Όχι», λέει. Γυρίσαμε δυο - τρία. «Όχι, όχι, όχι». Μου λέει: «Δεν θυμάσαι;». Λέω: «Όχι». Μου λέει: «Έλα να ξανακάνουμε πάλι χαρτιά». Του λέω: «Εντάξει». Αλλά αυτά αργούσαν, αυτά τα χαρτιά και ξανακάναμε πάλι. Και μετά είχαμε έναν φιλικό αγώνα, παίζαμε στην Κοζάνη, με τα παιδιά του ΠΑΟΚ. Είχε βρέξει, ήταν Σεπτέμβριος μήνας. Το ‘99. Είχε βρέξει λίγο και όπως παίζαμε εκεί γλιστράει ένας, όχι πως ήθελε να με χτυπήσει, έρχεται και μου βάζει το τακούνι στο γόνατο, αλλά καρφώνει το σίδερο. Πέφτω εγώ κάτω, με παίρνουν, με πάνε στο νοσοκομείο στην Κοζάνη. Μου του δέσανε και μου είπαν: «Ότι δεν πρέπει να παίξεις για έξι μήνες. Πρέπει να κάτσεις, θα σε φροντίζουν οι γιατροί του ΠΑΟΚ». Το σπίτι ήταν πληρωμένο στην Τούμπα. Εγώ τώρα που μένω εδώ, στην Κρήτη, εγώ δεν έχω πάει ποτέ, είκοσι χρόνια δεν έχω πάει ποτέ στη Θεσσαλονίκη και δεν θυμάμαι καλά, αλλά ήταν ωραίο σπίτι, ήταν κοντά στα γραφεία του ΠΑΟΚ. Και πάω εκεί, φεύγουμε από την Κοζάνη, πάμε Θεσσαλονίκη. Και μου λένε: «Σε δύο, τρεις μέρες θα είναι έτοιμα τα χαρτιά». Και τους λέω εγώ: «Εντάξει». Μου τα φτιάχνουν και παίρνω εγώ όλα πάλι τα χαρτιά για να πάω να πάρω μία σφραγίδα στη πρεσβεία τη δικιά μας. Όπως πάω πάλι στο δρόμο, τακ, πάλι η ασφάλεια. «Έ, ρε πούστη μου!». «Γεια σας». «Γεια σας». Μου λέει: «Από πού είσαι;». Του λέω: «Αλβανός». Μου λέει: «Έλα, μπες μέσα στο αμάξι». Του λέω: «Μωρέ συ, έχω τα χαρτιά». Επειδή εγώ είχα μάθει λίγο τότε τα ελληνικά, λίγα από τον Φλεβάρη, ήταν τέλος Σεπτεμβρίου. Και μου λέει: «Πού πας;», με ρωτούσαν πάνω στο αμάξι. Λέω: «Πάω να πάρω μία σφραγίδα, είμαι παίκτης του ΠΑΟΚ». Μου λέει: «Κοροϊδεύεις, πλαστά τα έχεις, μας κοροϊδεύεις». Του λέω: «Δεν κοροϊδεύω, περίμενε να πάρω το δικηγόρο πάλι τηλέφωνο να έρθει». «Εντάξει-μου λέει-όταν σε πάμε στο τμήμα, να πάρεις όποιον θέλεις τηλέφωνο». Πάμε στο τμήμα. Του λέω εγώ: «Κύριε, να πάρω τηλέφωνο που μου είπατε;». «Εντάξει, περίμενε ένα λεπτό να πάρεις, με τη σειρά». Και έρχεται. «Έλα, να πάρεις τηλέφωνο». Βγαίνω, παίρνω τηλέφωνο τον δικηγόρο. Έρχεται αυτός. Μιλάνε εκεί μέσα. Μπουρ, μπουρ, μπουρ, στο τμήμα. Εγώ ήμουνα στο κρατητήριο. Και έρχεται μου λέει: «Δύσκολα τα πράγματα». Του λέω: «Γιατί δικηγόρε;». «Όταν σε πιάσανε την προηγούμενη φορά, εσύ ξαναήρθες πάλι, αλλά σου είχανε βάλει απέλαση, οι μαλάκες. Αυτοί οι αστυνομικοί που έχουμε εμείς σε βάλανε απέλαση. Σαν να πήγες εσύ και έκλεψες ή έκανες κάτι. Για αυτό μαλώναμε τόση ώρα μέσα, για κάτι νόμους που εσύ δεν τους ξέρεις». Λέω εγώ: «Δεν ξέρω». Και στο τέλος: «Τι θα γίνει;». Μου λέει: «Τι θα γίνει; Εσύ είσαι παράνομος σε αυτή τη χώρα, για πέντε χρόνια». Του λέω: «Τι;». Μου λέει: «Ναι, με την τέτοια που σε έχουνε βάλει απέλαση σε όλη την Ευρώπη, τρως φυλακή». Του λέω εγώ: «Τι έκανα;». Μου λέει: «Έτσι σου βάλανε» και φωνάζω εγώ. «Θα δούμε, θα πάρω τον πρόεδρο τηλέφωνο, μήπως γίνει κάτι». Και δεν γίνεται μετά τίποτα. Και μετά, όπως καθόμαστε, γιατί έκατσα σαράντα πέντε μέρες στα κρατητήρια, γιατί πήγαινε η εγγύηση σε δις και γιατί κάνανε οι δικηγόροι, κάνανε κάθε μέρα δικαστήρια για να μου βγάλουν την απέλαση. «Γιατί, για ποιον λόγο το βάλατε; Αυτός είναι ανήλικος. Δεν τον πιάσατε σε κάτι που έχει τέτοιο στη χώρα μας, ούτε έχει κάνει κανένα έγκλημα ή έχει κλέψει». Και έκατσα εγώ σαράντα πέντε μέρες. Και έλεγα εγώ με τον εαυτό μου, όπως καθόμουν στη φυλακή και ζωγράφιζα στους τοίχους κι έγραφα το όνομα μου, κανένα αμάξι, στα κρατητήρια. Ήταν δύο Βούλγαροι, δύο από τη Νιγηρία και έλεγα εγώ: «Τελείωσε το όνειρό μου για ποδόσφαιρο, μόνο να κάνω κάτι άλλο τώρα στη ζωή μου». Και φώναζα εκεί εγώ σε έναν μπάτσο: «Μωρέ συ», του λέω, «πότε θα μας πάτε στα σύνορα;». Μου λέει: «Δεν ξέρουμε ακόμα, γιατί οι δικηγόροι προσπαθούν να σου βγάλουν την απέλαση, γιατί άμα δεν βγάλουν την απέλαση, δεν μπορείς να φτιάξεις τα χαρτιά, να γίνεις παίκτης σε μία χώρα που δεν σε θέλει», λέει. «Εσύ την έχεις σε όλη την Ευρώπη την απέλαση». Λέω: «Μα ποιος το έβαλε;». Μου λέει: «Δεν ξέρω. Ένας μπάτσος εκεί που σε πιάσανε τότε, νευρίασε με εσάς γιατί ο άλλος απήγαγε το λεωφορείο». Του λέω: «Εντάξει». Και καθίζω πενήντα οκτώ ημέρες στα κρατητήρια. Έρχονται αυτοί, μου φέρνουν όλα, την τσάντα, τα ρούχα, τα τέτοια. Μου λένε: «Δεν γίνεται πράμα, γιατί η απέλαση έχει περάσει από τέτοιο και έχει μπει σε όλο το σύστημα της Ευρώπης». Δεν ξέρω πώς τα λέγανε αυτά. Και μου λένε ότι: «Για πέντε χρόνια δεν είσαι δεχούμενος σε αυτή τη χώρα». Λέω: «Εντάξει». Τους λέω: «Θα με βγάλετε από εδώ; Να φύγω από εδώ και μετά θα δούμε, άμα θα ξαναέρθω ή όχι».  Και φεύγω, μετά μας βγάζουν. Πάω στη Καστοριά, παίρνω ένα λεωφορείο, πάω στο χωριό μου εκεί στην Αλβανία. Εκεί είχαν χάσει, πάω στο σχολείο, μου είχαν πάει έναν χρόνο πίσω, γιατί έλειπα εγώ εφτά μήνες. Είχα φύγει τον Φλεβάρη, εγώ πήγα τέλος Οκτωβρίου. Και μετά, εγώ, ξεκίνησα... Είχα γίνει δεκαπέντε χρονών με την παρέα και είχα ξεκινήσει τα τσιγάρα και πίναμε κανένα ρακί τα βράδια, σχολείο δεν πήγαινα. Και δύο φίλοι, όπως ήμασταν ένα βράδυ, πίναμε ένα ρακί, του λέω: «Να πάμε Ελλάδα; Και να γίνει ό,τι είναι να γίνει;». Μου λέει αυτός: «Εμένα δεν με νοιάζει πάμε, αλλά εσύ που έχεις απέλαση, πώς θα πάμε;». «Και εμένα δεν με νοιάζει». Μου λέει: «Άσ' το να βρούμε άλλα δυο και να φύγουμε», μου λέει. «Εντάξει;». «Εντάξει». Πάμε, ήταν Μάης και φεύγουμε τέσσερις νοματαίοι. Και φεύγουμε από τον Γράμμο. Γιατί ήταν το 2000, ήταν Μάιος, 5 Μαΐου. Και όλοι αυτοί μου λέγανε εμένα: «Εσύ θα έχεις πρόβλημα, γιατί άμα σε πιάσουνε μπορείς να φας φυλακή». Του λέω: «Σιγά, την απέλαση που έφαγα εγώ δεν μπορώ να φτιάξω χαρτιά. Μόνο αυτό. Όχι ότι θα με βάλουν φυλακή για είκοσι χρόνια». Και φύγαμε από τον Γράμμο, ανεβήκαμε απάνω -που ήταν το βουνό- ήθελε τέσσερις ώρες να το ανέβεις από τη δική μας πλευρά, τέσσερις ώρες με τα πόδια να ανεβαίνουμε το βουνό. Και άλλες τέσσερις ώρες μετά από την ελληνική πλευρά να το κατεβαίνουμε. Πού... Ψηλά, χιόνια. Και φεύγαμε, ανεβήκαμε βράδυ. Φτάσαμε 00.00, γιατί εμείς στα σύνορα πήγαμε 20.00 η ώρα.  Το βράδυ, για να μην μας βλέπουν οι αστυνομικοί, και οι δικοί μας και οι Έλληνες. Και ανεβήκαμε σιγά-σιγά απάνω, φτάσαμε 00.00 η ώρα, τη νύχτα απάνω. Και μετά βρήκαμε ένα δέντρο εκεί στην τρούλα που ήμασταν και μπήκαμε από κάτω από το δέντρο, μην μας βρει η υγρασία και κάτσαμε μέχρι που ξημέρωσε, κατά τις 05.30 ήταν; 06:00. [00:30:00]Σηκωθήκαμε, πήραμε τις τσάντες που είχαμε στην πλάτη και κατεβαίναμε και όπως πηγαίναμε μετά, βλέπαμε ρουκέτες, τάφους. Που είχε γίνει τότε, εμείς δεν τα ξέραμε, όταν ήρθαμε μετά στην Ελλάδα τα έμαθα ότι είχε γίνει τότε εμφύλιος. Και βλέπαμε πολύ παλιά τότε της εποχής, ρούχα, ό,τι ήθελες, πάνω στο βουνό. Και κατεβήκαμε. Πήγαμε στα Γρεβενά, περπατούσαμε δύο μέρες. Πήγαμε στα Γρεβενά, εκεί ήταν ένας ταξιτζής, αυτός που μας πήγαινε με ταξί όπου ήθελες εσύ. Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κατερίνη, Βόλος. Και πήγαμε εκεί. Τον λέγανε Μάκη, πήγαμε στο σπίτι του. Ήταν 19:00 η ώρα το απόγευμα και τον φωνάξαμε: «Κύριε Μάκη, θα μας πας μέχρι στη Λάρισα;». Και λέει: «Τώρα δεν μπορώ, γιατί με έχουν πιάσει, θα σας βρω έναν άλλον φίλο». Του λέμε εμείς: «Εντάξει». Και περιμέναμε, φύγαμε από την αυλή του. Περιμέναμε έξω εκατό μέτρα. Περιμέναμε, περιμέναμε, πάει 00.00 η ώρα τη νύχτα. Και όπως καθόμασταν εκεί, είχαμε φάει κάτι κονσέρβες, και ένας φίλος μας λέει: «Δεν είμαι καλά». Του λέμε: «Τι έχεις;». Λέει «Πονάει η κοιλιά μου». «Ρε», του λέγαμε εμείς, «μήπως κρύωσες;». «Όχι, δεν είμαι καλά, ζαλίζομαι» και έκανε εμετό. Και λέγαμε εμείς: «Πού να τον πάμε τώρα, 00.00 η ώρα». Σε κάτι πεύκα εκεί στα Γρεβενά, σε ένα χωριό ήταν, όχι στην πόλη. Του λέγαμε: «Σήκω να πάμε στο χωριό, να δούμε πού έχει κανένα νοσοκομείο». Και δεν ξέραμε εμείς καλά ελληνικά, να μιλήσουμε. Και πάμε σε ένα σπίτι, φωνάζαμε εκεί, φωνάζαμε. Και βγαίνει μια γιαγιά, μας βλέπει. Τρομάζει αυτή, σου λέει: «Τι ήρθανε αυτοί 00.00 η ώρα τη νύχτα». Ήταν λογικό. Και εμείς κάτι με τα χέρια, με νόημα, κάτι μιλούσαμε ότι πονάει η κοιλιά του, γιατί δεν ξέραμε καλά. Και λέει αυτή: «Στο χωριό δεν έχει κέντρο υγείας. Πρέπει να κατεβείτε κάτω» λέει. Αυτή νόμιζε ότι μέναμε εκεί εμείς, στο χωριό. Του λέω: «Εμείς δεν μένουμε εδώ, εμείς είμαστε περαστικοί με τα πόδια. Αλλά έφαγε μία κονσέρβα, μάλλον τον έχει δηλητηριάσει». Και λέει: «Το μόνο που μπορώ είναι να του κάνω ένα ζεστό νερό με αλάτι -δεν ξέρω, δεν θυμάμαι- να το πιει και να του δώσω ένα ντεπόν. Κάτι άλλο δεν μπορώ, πρέπει να πάτε κάτω». «Και πόσο μακριά είναι;». «Είναι μακριά». Βράζει αυτή λίγο νερό, του το δίνει, πίνει αυτός, μόνο έκανε εμετό. Συνέχεια έκανε εμετό, έκανε και εμείς ξεκινήσαμε μετά και φοβηθήκαμε και λέμε: «Πάει αυτός, θα πεθάνει». Και αυτή η γιαγιά έλεγε: «Περίμενε, να πάρω έναν ξάδερφο, αν μπορεί και δέχεται να τον πάρουν τηλέφωνο, να 'ρθει να σας πάει». Λέμε εμείς: «Θεία, σας παρακαλώ», μόνο αυτό ξέραμε εμείς, «Πάρ' τον! Πάρ' τον!». Και τον παίρνει τηλέφωνο και λέει αυτός: «Πόσα άτομα είναι;». Του λέει αυτή: «Τέσσερις». «Φοβάμαι», λέει αυτός, «άμα με πιάσει η αστυνομία, θα με βάλει πρόστιμο». Θα με πει ότι: «Εσύ κάνεις εμπόριο, λαθρομετανάστες». «Όχι», του λέμε εμείς, «να έρθει αυτός, να πάρει μόνο αυτόν». Να μην πάμε εμείς. Και μετά μιλάμε εμείς μεταξύ μας. Μας λέει αυτός: «Εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Θα πάω στο νοσοκομείο, μετά να έρθει η αστυνομία να με πιάσει, να με γυρίσει πίσω». Του λέμε εμείς: «Σίγουρα;». Λέει: «Σίγουρα». Έρχεται ο ανιψιός, της θείας, τον παίρνει, τον πάει στο νοσοκομείο. Λέμε εμείς: «Σίγουρα να μην έρθουμε εκεί να σε περιμένουμε;». «Όχι, πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα γυρίσω πάλι πίσω, δεν μπορώ». «Εντάξει;». «Εντάξει». Πήγαμε εμείς οι τρεις, πήγαμε πάλι μετά στον ταξιτζή. «Κύριε Μάκη, κύριε Μάκη;». Τίποτα αυτός. Γυρνάμε σε ένα βουνό με μία παράγκα, εκεί μία πομπόνα ήταν. Το σπάμε την πόρτα, μπαίνουμε μέσα. Ίσα ίσα μη μας πιάνει η υγρασία και μας είχε πάρει ο ύπνος βαριά, ήταν 10.00 η ώρα. Ανοίγουμε τα μάτια, βγαίνουμε έξω, ήλιος. «Ωωω». Και πιο κάτω ήταν άνθρωποι της περιοχής, δούλευαν, σκάβανε και εμείς φοβόμασταν μην μας δούνε γιατί παίρναν τηλέφωνο την αστυνομία. Ότι: «Είδαμε κάτι, εδώ, που περάσανε». Και φύγαμε, πήραμε έναν ποταμό, φύγαμε, φύγαμε, φύγαμε. Και δεν ξέραμε, από τους τρεις, ούτε ένας τον δρόμο πού πηγαίναμε, αλλά πηγαίναμε εμείς όπου μας έβγαζε. Φεύγαμε, φεύγαμε στον ποταμό. Μόλις βγήκαμε από τον ποταμό, πήραμε έναν δρόμο, έτσι, χωματόδρομο, ήταν κάτι στάρια, θωρούμε δύο τζιπ της αστυνομίας να έρχονται. Και τρέχουμε εμείς, ο ένας πάει δεξιά και εμείς οι δύο πάμε αριστερά. Βγήκαμε πάλι στον ποταμό. Τρέχαμε, είδαμε ένα δέντρο καμένο και μπήκαμε εκεί, κρυφτήκαμε στο δέντρο και καθόμαστε περίπου μία ώρα. Και ήρθαν οι αστυνομικοί, ξανοίγαν από πάνω, έφυγαν αυτοί και εμείς καθόμαστε εκεί από τον φόβο. Ήταν μεσημέρι, καθόμαστε, καθόμαστε και ακούμε μετά στα φύλλα, έρχεται, σαν να ήταν κανένας άνθρωπος. «Φραου, πράου, πρου». Ερχόταν. Λέγαμε εμείς μεταξύ μας: «Μας πιάσανε, είναι οι μπάτσοι». Και μόλις βγάζει την κεφαλή, τι να έβλεπες; Ένα φίδι, μπορεί να ήταν πέντε, τέσσερα μέτρα στο μάκρος και ήταν χοντρό σαν ένα μπουκάλι του νερού, με το ενάμισι λίτρο, χοντρό και το είδαμε εμείς «Ουυυυ». Φοβηθήκαμε και μαζευτήκαμε εκεί στην κουρμούλα και αυτός σηκώθηκε ένα μέτρο να κάνει επίθεση και έκανε ένα θόρυβο, φσσσσσσσς, και σφύριζε. Εγώ με άλλον έναν, φώναζε του αλλουνού. «Έλα δω, γιατί μας έχει κυκλώσει ένα φίδι μεγάλο, αλλά όταν θα έρθεις, πρόσεχε, πάρε καμία πέτρα». Και φωνάζαμε εμείς, κλαίγαμε. Αυτός μόλις φωνάζαμε, γινόταν πιο δραστήριος, πιο χειρότερα. Και πήραμε ένα κλαδί εμείς, το βάλαμε μπροστά και δεν έφευγε. Το βάλαμε μπροστά και στα εκατό, διακόσια μέτρα, μας είχε ακούσει ένας που ήταν βοσκός, αυτός ήταν μεγάλος, εξήντα χρονών, κάτι τέτοιο. Άκουγε το θόρυβο, αυτό που φωνάζαμε εμείς. Σου λέει: «Ωχ, αυτό το φίδι είναι». Και ήρθε ο φίλος μας, γιατί άκουγε που φωνάζαμε εμείς, ήρθε. Βγαίνει. «Τι είναι αυτό;», λέει. Και το φίδι γύρισε στο ένα μέτρο, ενάμισι, να τον πιάσει και σπάει αυτός κάτω, τρέχει, φωνάζει: «Αστυνομία, αστυνομία πού είστε; Ελάτε! Ελάτε!». Και σε λίγα λεπτά έρχεται αυτός ο βοσκός, είχε στην τσάντα του ένα σαν πιθάρι που είχε κάτι φύλλα μέσα και το άναβε και έβγαζε σκόνη αυτό, καπνό. Μεγάλο καπνό και μετά εκεί το φίδι δεν… Γιατί αυτός μας έλεγε μετά, μόλις έφυγε το φίδι, μας εξηγούσε ότι δεν τον ήθελε αυτόν τον καπνό το φίδι και έφυγε.  Και του λέγαμε εμείς μετά: «Πού είμαστε εδώ;». «Μόλις έχετε περάσει τα Γρεβενά, πάτε για Τρίκαλα, αλλά είναι πολύ μακριά ακόμα». Όχι, Ναι. «Για Τρίκαλα, μετά άμα πάτε αριστερά, πιάνεις Ελασσόνα, μετά βγαίνεις Λάρισα». [00:40:00]Και του λέμε εμείς: «Πόσες μέρες θέλει;». Και λέει: «Άλλες πέντε μέρες». Και λέμε: «Τι;». Και λέει: «Πόσες μέρες έχετε κάνει;». Του λέγαμε εμείς: «Έξι». Λέει: «Από πού μπήκατε;». Του λέμε: «Από τον Γράμμο». Λέει: «Να προσέχετε σε αυτή την περιοχή εδώ δεν θα κινηθείτε, γιατί αυτό το φίδι τα τρώει τα πρόβατα όπως είναι». Και «Εντάξει;». «Εντάξει». Μας δίνει, αυτός είχε λίγο ψωμί με τυρί, το παίρνουμε εμείς. Από που φύγαμε από τον παππού, είκοσι ώρες, ούτε σταματούσαμε, μόνο τρέχαμε από τον φόβο και φυσούσε αέρας και κάνανε τα κλαδιά από πίσω και εμείς νομίζαμε ότι μας κυνηγάει και τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε, τρέχαμε. Φύγαμε πολύ. Φτάσαμε σε ένα χωριό, δεν ξέραμε πώς το λέγανε. Δεν είχαμε ούτε φαΐ, τίποτα. Και λέγαμε μεταξύ μας, ότι να μπούμε μέσα και άμα έρθει η αστυνομία και μας πιάσει, δεν πειράζει. Να ζητήσουμε φαΐ. Ήταν 21:00 η ώρα το βράδυ. Και πάμε, πάμε σε ένα σπίτι εκεί. Ήταν ένας, έκοβε κάτι δέντρα έξω, γιατί ήταν καλοκαίρι, Μάης και νύχτωνε αργά. Ήταν 21:00, 21:00 παρά. Και του λέγαμε εμείς: «Κύριε, κύριε!». Αυτός πρέπει να ήταν, κάπου στα πενήντα πρέπει να ήταν. Λέγαμε εμείς: «Φαΐ!». «Εδώ μένετε;», λέει. «Όχι. Περνάμε με τα πόδια. Είμαστε περαστικοί, αλλά δεν έχουμε φαΐ, ούτε λεφτά». Και λέει αυτός: «Εντάξει, περίμενε να πάω μέσα». Και εμείς μεταξύ μας μετά πάλι λέγαμε ότι περίμενε να φύγουμε μήπως πάρει την αστυνομία. Να πάμε στα είκοσι, τριάντα μέτρα, κάτω κάτω και να βλέπουμε. Αν βγαίνει με τσάντες, θα πάμε. Αν δεν βγαίνει, ότι θα έχει πάρει τηλέφωνο. Και φύγαμε εμείς στα πενήντα μέτρα, κάτω-κάτω. Ίσα ίσα που βλέπαμε την αυλή και το σπίτι του. Και βγαίνει αυτός με δύο τσάντες, είχε βάλει μέσα σαλάμια, είχε βάλει κάτι κονσέρβες κονσέρβες, που ήταν τότε με κλειδί, εμείς δεν ξέραμε ούτε να τις ανοίγουμε, τις ανοίγαμε με πέτρες, δεν ξέραμε πώς ανοίγουμε με κλειδί, είχε βάλει αυτός πολύ. Και τα παίρναμε, μας έδωσε και πέντε χιλιάρικα, τότε ήταν δραχμές. «Πάρτε τα αυτά για τον δρόμο. Πού πάτε;». Του λέμε εμείς: «Λάρισα». «Ωωω, είστε πολύ μακριά ακόμα». Του λέω: «Και πού είμαστε εδώ;». Λέει: «Στα χωριά της Κοζάνης». «Και πού ύπνος;». Λέμε εμείς: «Όπου βρούμε καμία μπομόνα, σπάμε την πόρτα και μπαίνουμε μέσα». Λέει: «Εντάξει». Και φύγαμε, πήραμε αυτά, κάτσαμε κάτω, φάγαμε και προχωρούσαμε μετά την άλλη μέρα, προχωρούσαμε, φτάσαμε στην Ελασσόνα. Εννιά μέρες, όχι δέκα, με τα πόδια. Και φτάσαμε εκεί και δεν μπορούσαμε άλλο, μας πονούσαν τα πόδια, είχαν μαυρίσει από κάτω. Γιατί δεν είχαμε αλλάξει τις κάλτσες και είχαν γίνει εκεί… Ήταν δέκα μέρες και δεν μπορούσαμε άλλο να περπατήσουμε. Και λέγαμε μετά όπως είχαμε ξαπλώσει, ήταν κάτι αμυγδαλιές… Ήταν 12.00 η ώρα, μεσημέρι. Όπως είχαμε σταματήσει το βράδυ 10.00 η ώρα, γιατί εμείς μόνο μέρα φεύγαμε, νύχτα δεν φεύγαμε, γιατί δεν ξέραμε δρόμο και φεύγαμε μέρα εμείς και τη νύχτα κοιμόμαστε. Από την πολλή κούραση, ξυπνήσαμε στις 00.00 η ώρα, έξω, εκεί στο χώμα, ούτε κουβέρτα, ξαπλωμένοι εκεί εμείς. Και ανοίγουμε τα μάτια, βλέπουμε στα πενήντα μετρά ήταν ένα χωριό. Χωριό κοντά. Πού φτάσαμε, ούτε το είδαμε τη νύχτα λέγαμε εμείς: «Τα φώτα, πώς δεν το είδαμε». Και να πάμε για να ζητήσουμε ψωμί πάλι, και λέει ο ένας:  «Μην χαλάς το πεντοχίλιαρο που μας έδωσε ο άλλος, κράτα το, άμα δεν μας δίνει κανείς φαΐ, να πάμε στο σούπερ μάρκετ. Μόνο να ζητήσετε». Και πάμε εμείς, βλέπουμε έναν φούρνο εκεί και μπαίνουμε μέσα. Και λέμε: «Κύριε, ήρθαμε με τα πόδια, αλλά δεν έχουμε λεφτά, θα μας δώσεις ψωμί;». Ήταν σαν μίνι μάρκετ, είχε ψωμί, είχε… Ήταν εκεί τρία άτομα, ήταν μια γυναίκα και ένας, δυο παππούδες. Και λέει αυτός: «Ψωμί θα σας δώσω, αλλά μην μου ζητάτε και όλο το μίνι μάρκετ». «Όχι», λέει, «μόνο ψωμί ζητάμε εμείς». Και λέει ένας παππούς εκεί: «Δώσε και κονσέρβες, αυτά θα τα πληρώσω εγώ». Και εμείς πήραμε οκτώ ψωμιά, γιατί ρωτούσαμε εκεί: «Πόσο είναι η Λάρισα ακόμα;». Λέει: «Ε, Ελάσσονα, θα βγείτε στον Τύρναβο και μετά θα φτάσετε, δεν είναι πολύ μακριά ακόμα, θέλετε ακόμα μία μέρα να πάτε». Και όπως είχαμε τις σακούλες, εγώ περίμενα στην πόρτα, ο άλλος τα έβανε και αυτό ήταν στον κάμπο, η Ελασσόνα. Ήταν ένα χωριό και ήταν ένας δρόμος έτσι, και θωρώ εγώ δύο τζιπάκια. Και ερχότανε αυτά. Του λέω εγώ του αλλουνού: «Μωρέ συ, η αστυνομία έρχεται, μόνο γρήγορα να φύγουμε». Και βγαίνουμε έξω, αλλά πού… Αυτοί ήρθανε, έφταναν. Εμείς δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, σαν να κουτσαίνουμε από τα πόδια μας, είχαν γίνει τα πόδια από κάτω όλο μαύρα. Αυτή η γυναίκα που ήταν εκεί, ήταν Αλβανίδα, ήταν παντρεμένη με έναν Έλληνα. Και μας μιλάει αυτή αλβανικά και λέει: «Βλέπετε αυτή την πόρτα;». Γυρίζουμε εμείς το κεφάλι. «Αφού δεν μας μιλούσε μέσα, τώρα ξέρετε», λέγαμε εμείς, «αλβανικά;». Λέμε: «Ποια πόρτα;». «Να πάτε απέναντι, ανοίγετε την πόρτα είναι το δικό μου σπίτι». Και πήγαμε εμείς εκεί ντούκου. Ήρθανε οι μπάτσοι, ξανοίγανε. «Πού πήγαν; Πού πήγαν;». Φωνάζανε. Εμείς πήγαμε σε μία αυλή με μία συκιά, μπήκαμε εκεί μέσα, μπήκαμε μέσα στο σπίτι της, περάσαμε την αυλή, κρυφτήκαμε εκεί. Πέρασαν αυτοί μία ώρα... Γυρεύαν στο χωριό. Και αυτή η γυναίκα ερχόταν, ήταν αυτή πενήντα χρονών και μας έλεγε: «Μη βγείτε, όταν σας πω εγώ θα βγείτε». Και εμείς είχαμε τον άλλο, που είχαμε αφήσει στο χωράφι, στις αμυγδαλιές. Και φύγανε πέρασε μία ώρα. Και λέει αυτή: «Βγείτε». Βγήκαμε εμείς και λέμε: «Από πού είσαι;». Και λέει αυτή: «Από την Αλβανία, αλλά είμαι παντρεμένη με ντόπιο εδώ». Και της λέγαμε: «Ευχαριστούμε για τη βοήθεια». «Πού πάτε, πού θέλετε να πάτε;». Λέγαμε εμείς: «Λάρισα, γιατί εκεί έχουμε κάτι φίλους». «Όχι, θα περιμένετε εδώ να πάρω τον άντρα μου, γιατί αυτός είναι ταξιτζής και έχει πάει κάτι δικούς σας στη Λαμία, για να δω πού φτάνει. Άμα είναι θα σας πάει και εσάς στη Λάρισα». «Ωωω», της λέγαμε εμείς, «ευχαριστούμε, πάρ' τον τηλέφωνο. Αλλά περίμενε γιατί έχουμε και το άλλο παιδί». «Ποιο παιδί;», λέει αυτή. «Έχουμε έναν άλλο που τον έχουμε αφήσει στις αμυγδαλιές γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει αυτός ο άλλος». Και αυτός μας είχε πει: «Πηγαίνετε στο σούπερ μάρκετ, γιατί εγώ δεν μπορώ να περπατήσω». Λέει: «Θα πάω εγώ να τον πάρω». Λέμε: «Κάτι αμυγδαλιές στο τέλος του χωριού. Δεν ξέρουμε καλά το χωριό εδώ. Θα πας κάτω, είναι αμυγδαλιές». Λέει: «Αυτά που είναι εκατό ρίζες μαζί;». Λέμε: «Ναι». Και πάει τον βρίσκει, τον φέρνει και αυτόν εκεί. Μας βγάζει μία λεκάνη με βραστό νερό μέχρι που περιμέναμε να έρθει ο ταξιτζής, ο άντρας της, ήρθε. Πλύναμε εμείς λίγο τα πόδια μας, μας έδωσε κάτι κάλτσες. Γιατί είχαμε έντεκα μέρες να τα βγάλουμε και ήρθε αυτός. Λέει: «Εγώ θέλω μέχρι τη Λάρισα δεκαπέντε χιλιάρικα. Δεκαπέντε χιλιάρικα σε κάθε κεφάλι». «Εντάξει;». «Εντάξει». Και του λέμε εμείς: «Κοντά είναι...». «Όχι», λέει, «δεν μπορώ, είστε τρία άτομα, άμα ήσασταν πέντε, έξι θα ήταν πιο λίγα τα λεφτά».  Τόσα βάσανα, που είχαμε τραβήξει εμείς του λέγαμε: «Εντάξει, να μας πας». Πήγαμε στη Λάρισα, φτάσαμε νύχτα. Φύγαμε από την Ελασσόνα 21:00 και φτάσαμε... Πήραμε τηλέφωνο εμείς εκεί, βγήκαν δύο φίλοι που περίμεναν. [00:50:00]Τον πλήρωσαν σαράντα πέντε χιλιάρικα τότε. Να σε πάει αυτός, έφυγε. Κάτσαμε εμείς εκεί, στο σπίτι τους. Ξυπνήσαμε την άλλη μέρα το πρωί, όλα τα πόδια ήταν σαν να τα είχαμε χτυπήσει με βαριοπούλα. Μαύρα από κάτω και κάτσαμε μία εβδομάδα, δεν δουλεύαμε. Εκεί είχε μήλα, είχε κεράσια. Ήταν ένα χωριό στη Γιαννούλη. Άμα ξέρεις από Λάρισα μόλις περνάς τον Τύρναβο. Και μας λέει ένας ότι: «Έχει πολλή δουλειά, να πάτε στην Αγιά» και πήγαμε στην Αγιά εμείς μετά, σε δέκα μέρες. Όπως ήμασταν οι τρεις, κάτσαμε εκεί έναν χρόνο. Μετά ήρθε το 2001 και μετά ήταν ο πρόεδρος, τότε ήταν ο Σημίτης και είπε να ανοίξει πάλι τα χαρτιά. Τα είχε ανοίξει μία φορά το ‘98, αλλά δεν πρόλαβαν όλοι να τα φτιάξουν και τα άνοιξε πάλι το 2001. Και έδινες δεκαπέντε χιλιάρικα στον δήμο εκεί, κάτι άλλα σε φωτοτυπίες και έφτιαχνες τα χαρτιά. Και πάω εγώ, βλέπει, μπαίνει στο σύστημα, μου λέει: «Εσύ έχεις απέλαση, πώς ήρθες εδώ;». Μου λέει ένας στον Δήμο. «Τι απέλαση; Πού πήρα εγώ απέλαση;». Μου λέει: «Στη Θεσσαλονίκη σου έχουν βάλει πέντε χρόνια. Εδώ είμαστε στο ‘99. Έχεις ακόμα τρία χρόνια». «Τι λες; Και δεν θα φτιάξω εγώ τα χαρτιά;». «Όχι, δεν μπορείς». «Εντάξει», του λέω, φεύγω. Οι άλλοι δύο, οι φίλοι μου, τα κάνανε. Και πάω εκεί στο αφεντικό που δουλεύαμε και μου λέει: «Έχω ένα δικηγόρο, αλλά αυτός μου λέει ότι είναι μία γυναίκα και δουλεύει σε έναν άλλο δικηγόρο, μεγάλο, στην Αθήνα. Αν αυτή θα σου κάνει κάτι, εντάξει, καλώς ή αλλιώς...». Έρχεται αυτή και της λέω εγώ, Κατερίνα τη λέγαν: «Κυρία Κατερίνα, έτσι και έτσι, εγώ έχω απέλαση». Της τα είπα όλα. Μου λέει: «Εντάξει. Εγώ θέλω τριακόσια χιλιάρικα δραχμές». Της λέω: «Πόσα; Τριακόσια χιλιάρικα;». Αυτά, ήταν τότε πολλά λεφτά, εμείς δουλεύαμε με τρία χιλιάρικα, ήταν το μεροκάματο. «Πού να βρω εγώ τριακόσια χιλιάρικα να σου δώσω;». Μου λέει: «Πρέπει εγώ να δώσω στην Αθήνα, πάει πολύ, για να στο βγάλουν». Της λέω: «Εντάξει, θα τα δώσω, αλλά τουλάχιστον να γίνει η δουλειά». «Εντάξει;». «Εντάξει». Παίρνει αυτή από πάνω την υπόθεση, τα κάνει όλα. Την έβγαλε την απέλαση, που είχε μείνει τρία χρόνια. Μου φέρνει τα χαρτιά. Ήταν το 2001. Φτιάχνω εγώ τα χαρτιά και μετά, μόλις φτιάχνουν τα χαρτιά, εμείς μετά πήραμε λίγο ανάσα. Γιατί καθόμαστε έξω, μας κυνηγούσε η αστυνομία, δεν βγαίναμε. Δεν ξέραμε τι ήταν τα καφενεία. Πηγαίναμε στο σουπερμάρκετ, ο ένας καθόταν έξω, φύλακας, και έβλεπε μόλις ερχόταν οι μπάτσοι, τρέχαμε. Παίζαμε κρυφτό με τους μπάτσους, πριν να φτιάξουμε τα χαρτιά και μετά τα φτιάξαμε τα χαρτιά και είπαμε μαζί με έναν με έναν φίλο να πάμε στη Ζάκυνθο που είναι ωραία. Τώρα είχαμε τα χαρτιά, να βρούμε δουλειά. Πήγαμε στη Ζάκυνθο, όπως είμαστε, οι τρεις, και δουλέψαμε εκεί τρεις μήνες σε μία ταβέρνα. Εκεί πλέναμε κατσαρόλια, μετά όταν δεν είχα δουλειά με τις κατσαρόλες, ξεφλουδίζαμε πατάτες, κρεμμύδια και μετά μπήκε το ευρώ. Ήταν μόλις άλλαξε η δραχμή με το ευρώ. Το ‘01, το 2001. Του λέγαμε: «Πώς θα μας πληρώσεις τώρα;». Αυτός μας έδινε πέντε χιλιάρικα και εμείς δεν ξέραμε πόσα ευρώ θα μας δώσει. Εμείς δεν ξέραμε πόσα ευρώ θα μας δώσει. Αυτός μας έλεγε: «Θα σας δώσω είκοσι πέντε ευρώ, τον μήνα εφτακόσια πενήντα». Και εμείς δεν ξέραμε πόσο κάνουν τα πέντε χιλιάρικα και πόσο κάνουν τα ευρώ. Και δουλεύαμε, εκεί δουλέψαμε, βγάλαμε τη σεζόν. Ήρθε το 2002 και μετά ένα βράδυ είμαστε σε ένα καφενείο. Λέει ένας φίλος μου, λέει: «Πάμε να φύγουμε, να πάμε Αγγλία, γιατί έχει πολλά λεφτά». Του λέω: «Πώς θα περάσουμε;» «Θα περάσουμε από την Πάτρα αλλά θέλουν εφτακόσια ευρώ, για να περάσουμε από εκεί». «Εντάξει;». «Εντάξει». Πήραμε το καραβάκι, πάμε στον Πειραιά, Αθήνα. Καθόμαστε δύο μέρες στην Αθήνα και εμείς είχαμε κάνει λεφτά, είχαμε από οκτώ χιλιάρικα στην τσέπη. Κάτσαμε δυο, τρεις μέρες στην Αθήνα, βγαίναμε επειδή είχαμε τα χαρτιά. Πίναμε καφέ, βγαίναμε. Πάμε στην Πάτρα, βρίσκουμε έναν Έλληνα και έναν Αλβανό και μας λένε ότι: «Εμείς θέλουμε χίλια πεντακόσια ευρώ. Να σας βγάλουμε κάτι χαρτιά, πλαστά. Θα μπείτε στο καράβι και θα πείτε ότι πάμε Ιταλία». Τόσο λέει. «Εντάξει;». «Εντάξει». «Και τα λεφτά», του λέγαμε εμείς, «πώς; Άμα μας πιάσουν; Πού θα σας βρούμε εμείς εσάς;». «Θα μας βρείτε», λέει. «Πού θα σας βρούμε εδώ στην Πάτρα εμείς; Που δεν σας ξέρουμε; Να σας δώσουμε χίλια πεντακόσια ευρώ και άμα δεν περάσουμε;». «Ναι, εντάξει μόλις θα φτάσετε από εκεί, θα σας περιμένει ένας Έλληνας όταν φτάσετε στο Μπρίντιζι ή Ανκόνα, θα δούμε σε ποιο καράβι θα μπείτε. Θα πληρώσετε από εκεί». «Εντάξει;» «Εντάξει». «Αλλά πρέπει να μας αφήσετε ένα ποσό». Τους αφήνουμε εμείς διακόσια ευρώ και μας το φτιάχνουν αυτοί κάτι... Δεν ξέρω πώς τα λέγανε, κάτι ιταλικά, πλαστά, ότι εμείς σαν να μέναμε στην Ιταλία, αλλά ήρθαμε στην Ελλάδα για διακοπές και να ξαναγυρίζουμε πάλι στην Ιταλία. Και τα βγάλαμε αυτά τα χαρτιά στην Πάτρα. Πλαστά αυτά, όλα. Πάμε, ήταν 21:00 το βράδυ, πάμε εμείς σιγά-σιγά. Όπως μας είπαν αυτοί με τις τσάντες, με γυαλιά, με καπέλο. Σαν τουρίστες, όχι να πάμε έτσι, αγοράσαμε και καλά ρούχα, για να μην φαινόμαστε και μόλις μας βλέπει ο αστυνομικός στα τέτοια, μόλις πάμε, η ασφάλεια. «Ελάτε, λίγο εδώ, να σας δούμε, εμείς τα χαρτιά. Τι χαρτιά έχετε; Τι γυρεύατε εδώ; Πού είστε και πού πήγατε;». «Εμείς εδώ ήρθαμε στην Πάτρα. Μας άρεσε η Πάτρα». Μόνο τέτοια λέγαμε. «Σε ποιο ξενοδοχείο μένατε;». Δεν το θυμόμασταν. Λέει: «Εντάξει, ελάτε και οι τρεις. Αυτά τα χαρτιά πού, ποιος τα βγάλε;» λέει. «Στην Ιταλία τα βγάλανε». «Στην Ιταλία τα βγάλατε; Εντάξει, μπείτε μέσα στο αμάξι». Μπαίνουμε στο αμάξι, πήγαμε στο τμήμα. Λέει: «Πού μένατε;». «Εδώ, στην Πάτρα». «Σε ποιο ξενοδοχείο;». «Δεν το ξέρουμε». «Δεν το ξέρετε;». Σφαλιάρες. Αυτοί. «Θα πείτε ποιος σας τα έβγαλε αυτά τα χαρτιά». «Δεν το γνωρίζουμε», λέγαμε. Αυτοί το καταλάβανε ότι ήταν πλαστά, γιατί μας ρωτούσαν, μας έκαναν ερωτήσεις. «Πού μένετε στην Ιταλία; Πόσες μέρες έχετε που ήρθατε;». Εμείς σαν τα, καθόμασταν, δεν ξέραμε. «Πού πήγατε στην Ελλάδα; Τι βλέπατε; Πού γυρίσατε στην Αθήνα; Πού μένατε; Με ποιο; Τι είδατε;». Εμείς δεν είχαμε δει τίποτα και το κατάλαβαν αυτοί ότι εμείς είμαστε και λίγο από τον φόβο μας και μας πιάσανε. «Βγάλτε τα διαβατήρια», τα βγάλαμε. Λέει: «Ποιος σας έβγαλε τα χαρτιά;». Έτσι μας είπαν και οι άλλοι ότι: «Μην πείτε, γιατί μετά θα έχετε μπέρδεμα, μπορεί να σας σκοτώσουν, άμα πείτε ότι μας τα έδωσε ο τάδε». «Δεν ξέρουμε», του λέγαμε εμείς. «Πόσο πληρώσατε;». «Χίλια πεντακόσια ευρώ». «Χίλια πεντακόσια ευρώ να περάσετε από 'δω, να πάτε εκεί;». [01:00:00]«Ναι». «Μπράβο, καλούς μαλάκες σας βρήκανε, να πάτε με τόσα λεφτά από 'δω, να περάσετε, να πάτε Ιταλία». Μας κράτησαν εκεί τρεις μέρες. Εμείς ήμαστε νόμιμοι, είχαμε βγάλει τα χαρτιά. Μας έβγαλαν, «πάτε πάλι πίσω στην Λάρισα, μη σας δούμε εδώ γύρω-γύρω στην Πάτρα, γιατί θα σας βάλουμε μέσα». Και φεύγουμε από το τμήμα, πάμε να ψάξουμε αυτούς να τους πάρουμε τα τριακόσια ευρώ που τους αφήσαμε, γιατί είχαμε κάνει συμφωνία ότι άμα περνάμε από εκεί θα πληρώσουμε και τα άλλα χίλια διακόσια για να γίνει πληρωμή. Εμείς δεν περάσαμε και θέλαμε τα λεφτά πίσω και ψάχναμε, ψάχναμε... Πήγαμε εκεί, σε ένα σπιτάκι κρυφό, πήγαν αυτοί υπόγειο κοντά στο λιμάνι -εγώ το 2002 δεν θυμάμαι και καλά από την Πάτρα- χτυπάμε την πόρτα εκεί, κλειστό. Θωρούμε από πίσω έναν με καπέλο, έτσι, με μαύρο μπουφάν. Όπου πηγαίναμε εμείς στην Πάτρα, αυτός από πίσω και μεταξύ μας λέγαμε: «Τι είναι αυτός που μας κυνηγάει έτσι;». Γιατί από τότε που φύγαμε από το τμήμα και μέχρι που γυρίσαμε εμείς, γιατί ψάχναμε πού ήπιαμε καφέ με αυτούς, για να τους βρούμε να  πάρουμε τα λεφτά. Αυτός ήταν ασφαλίτης, εμείς δεν μας πήγε στο μυαλό, λέω: «Τι είναι αυτός που μας κυνηγάει, έτσι από πίσω;». Αυτός ήθελε να μάθει πού θα πάμε... Πού, να μας πιάσουν μαζί όλους. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, πουθενά αυτοί. Ψάχνουμε εκεί, τίποτα. Κάτσαμε εκεί πάλι εμείς, γιατί πληρώναμε ένα ξενοδοχείο εννιά ευρώ κοντά στο λιμάνι. Τίποτα. Εκεί, όπως καθόμαστε, ένας από τους μαύρους που πουλάει τέτοια, ρολόγια, ακουστικά τέτοια, έρχεται κοντά: «Πού θέλετε να πάτε; Θέλετε να πάτε Ιταλία με εφτακόσια ευρώ; Θα σε βάλω εγώ σε φορτηγό να πάτε». Του λέγαμε εμείς: «Μωρέ, συ μας παίζεις; Εσύ πουλάς τέτοια ρολόγια και θα μας βάλεις εσύ στο φορτηγό να πάμε εμείς Ιταλία; Το γνωρίζεις τον τάδε-τάδε», του είπαμε εμείς το όνομα. «Όχι, δεν τον γνωρίζω». «Γιατί;». «Για τα τριακόσια ευρώ». Λέει: «Καλά, αυτοί τώρα θα έχουνε βγει στην Ηγουμενίτσα. Μην περιμένετε πως κάθονται εδώ. Τα κάνουν επίτηδες, ψέματα, βρίσκουν έτσι ανθρώπους μόλις τους βλέπουν ότι είναι νέοι. Πάνε το βράδυ που κάθονται στα καφενεία, τους λένε: "Πού θα πας εσύ, Ιταλία; Σου βάλω εγώ χαρτιά. Είναι σίγουρο θα περάσεις". Άμα εσύ το τρως το παραμύθι μπορεί να τα δώσεις και όλα τα λεφτά και μετά δεν τους βρίσκεις ή σου λένε να αφήσεις ένα-δύο, διακόσια ή τριακόσια ευρώ ή πεντακόσια για να, τα υπόλοιπα να τα δώσεις από την άλλη μεριά. Είναι μαϊμού, στα τρώνε τα λεφτά. Μην ψάχνετε γιατί αυτοί έχουνε φύγει». «Πού, ρε γαμώτη», εντάξει, πάνε αυτά τα λεφτά. «Εσύ πώς θα μας πας;». «Εγώ γνωρίζω οδηγούς εδώ, μόνο αυτοί μπορεί να σας να περάσουν. Αυτοί που έρχονται με καρπούζια από τον Πύργο Ηλείας, με φράουλες, αυτοί μπορεί...». «Και πώς τους γνωρίζεις;». «Εγώ γνωρίζω έναν. Και παίρνει έναν αυτός, «Έχουμε τρία άτομα εδώ μπορείς να τους περάσει στην Ιταλία;». Αυτός λέει: «Πες τους από εφτακόσια πενήντα ευρώ θέλω». «Εντάξει;». «Εντάξει». Του δίνουμε. Έρχεται αυτός από τον Πύργο Ηλείας, σταματά, κάνουμε τη συμφωνία, λέει: «Θα μπείτε στη μέση του φορτηγού, θα κρυφτείτε έχω βάλει τα peels, τα γεμίζει με καρπούς. Έχει θέση στη μέση. Θα μπείτε στο τέτοιο». «Εντάξει;». «Εντάξει». «Τα λεφτά θα μου τα δώσετε μόλις θα κατέβουμε στην Ανκόνα. Θα σας βγάλω από το λιμάνι εκεί, θα σας αφήσω στον δρόμο, όπου θέλετε εσείς. Εγώ πάω Μιλάνο. Άμα θέλετε, θα σας πάρω μέχρι εκεί». Εφτακόσια πενήντα. «Να σας βλέπω τα λεφτά, αν τα έχετε». Τα δίνουν, τα βλέπει αυτός. «Εντάξει». Λέει ότι: «Κρατήστε τα, μπορεί να κάνουν έλεγχο και, χτύπα ξύλο, να μη γίνει κανένα κακό και μας πιάσουνε». Ανεβαίνουμε απάνω, σιγά-σιγά ανεβαίνει το φορτηγό απάνω, τίποτα. Πάμε Ανκόνα, κατεβαίνουμε, μας βγάζει αυτός μακριά από το λιμάνι. Πήγαινε-πήγαινε, αφού εμείς χτυπούσαμε το τέτοιο, πηγαίναμε εκεί και του χτυπούσαμε. «Σταμάτα». Πού μας πάει; Κατεβαίνουμε, του δίνουμε όλοι από τα εφτακόσια πενήντα, μας αφήνει εκεί σε μια, στο Μπάρι και βγαίνουμε και πού να πάμε; Ξανοίγουμε ο ένας τον άλλο. «Γιατί κατεβήκαμε εδώ;» λέγαμε. «Γιατί δεν πήγαμε στο, πιο μακριά;». Μετά ήτανε απόγευμα, 17:00 η ώρα, βλέπουμε έναν πατριώτη μας εκεί. Του λέμε: «Μωρέ, συ για να πάμε Τορίνο...». Γιατί εμείς ήθελε να πάμε Τορίνο, να βγαίναμε, να πηγαίναμε Γαλλία, μετά Γαλλία, Βέλγιο να πηγαίναμε Αγγλία. Λέει: «Έχετε χαρτιά εσείς; Γιατί εδώ λέει πιάνει η αστυνομία στο Μπάρι. Πώς κυκλοφορείτε έτσι;». Λέμε εμείς: «Πιάνει η αστυνομία εδώ;». Λέει: «Πώς δεν πιάνει. Από πού ήρθατε εσείς;». «Από την Ελλάδα», του λέω, «εμείς πληρώσαμε εφτακόσια πενήντα ευρώ». Λέει: «Και πού θέλετε πάτε;». Του λέγαμε εμείς στο τέτοιο... Λέει: «Ω ρε συ, πολύ μακριά είναι. Από 'δω το Τορίνο, ξέρετε πού είναι;». Λέμε εμείς: «Όχι». «Στην βόρεια, την άλλη μεριά». «Ε, θα μας τα κόψεις τα εισιτήρια;». Τα κόβει αυτός και μας λέει, εμείς δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο τρένο που δεν είχαμε δει, τι ήταν binar, πώς τα λέγανε οι Ιταλοί... Ήταν με γραμμές τα τρένα εκεί και εμείς δεν ξέραμε. Λέει αυτός: «11:15 έρχεται το τρένο, θα πάει Μιλάνο, μετά θα κατεβείτε εκεί, θα πάει Τορίνο». Δεν το θυμάμαι και καλά... Και έρχεται, εμείς δεν πήγαμε από κάτω, υπόγεια, πώς βγαίνει, μόνο περάσαμε από πάνω, από τις γραμμές. Δεν ξέραμε εμείς, περάσαμε από πάνω και σφυρίζει ο φύλακας εκεί και γίνεται χαμός, γιατί εμείς είδαμε το τρένο από την άλλη μεριά και θέλαμε να περάσουμε... Δεν μπήκαμε από κάτω που έβγαινε εκεί που έφευγε Φλωρεντία-Τορίνο-Μιλάνο, που ήταν τις γραμμές -δεν θυμάμαι καλά πώς τα λέγανε- μόνο περάσαμε από πάνω εμείς. Και έρχεται η αστυνομία, μας πιάνει. Την τύχη μας. Μας μιλάνε Ιταλικά, κουνούσαμε τα χέρια, δεν ξέραμε τίποτα, μας πάνε στο τμήμα, μας έφεραν έναν που μεταφράζει. Λέει: «Από πού είστε;». «Από την Αλβανία». «Και τι θέλετε εδώ, στην Ιταλία;». «Ήρθαμε από την Ελλάδα για να πάμε Γαλλία». Λέει: «Πώς μπήκατε;». «Με καράβι», λέγαμε εμείς. Λέει: «Πάλι πίσω θα πάτε, Πάτρα». Εμείς μετά φοβόμασταν, γιατί οι αστυνομικοί στην Πάτρα μας είπαν ότι: «Μη σας δούμε εδώ. Γιατί θα σας διαλύσουμε στο ξύλο». Του λέγαμε εμείς του μεταφραστή εκεί που ήμαστε στο Μπάρι, στο τμήμα ότι να μας βγάλουν καλύτερα στην Ηγουμενίτσα, γιατί στην Πάτρα φοβόμαστε. Λέει: «Όχι, ο νόμος λέει από εκεί που ήρθατε, θα ξανά, θα σας πάνε πάλι πίσω». Πω... Τι θέλαμε εμείς... Και μας πήγαν εκεί μετά, εκεί μας παραδίνουν πάλι στην αστυνομία από δω. Και πάλι αυτοί οι μπάτσοι. Λέει: «Πάλι εσείς; Τι σας είπαμε εμείς;». Λέει ένας: «Άσ' τους, άσ' τους. Δεν σας αρέσει η Ελλάδα;». «Μας αρέσει, αλλά θέλαμε να πάμε Αγγλία, γιατί έχει πάει ένας φίλος μας και μας λέει ότι έχει λεφτά πολύ». «Ναι, αλλά εδώ είστε στην Πάτρα. Πώς θα πάτε στην Αγγλία; Με τι; Πώς θα πάτε;», μας λέγανε μετά στο αμάξι, το περιπολικό. Του λέγαμε εμείς πως θα πηγαίναμε Γαλλία, Βέλγιο και μετά θα βλέπαμε πώς θα περνούσαμε. [01:10:00]Λέει: «Εντάξει, εντάξει. Ελάτε στο τμήμα». Πάμε εκεί και μας έβαλαν ένα, σαν απέλαση, αλλά όχι να φύγουμε από την Ελλάδα, ότι μη μας βλέπουν στην Πάτρα για έναν χρόνο, λέει: «Και θα ανεβείτε στο λεωφορείο, θα πάτε Αθήνα και θα πάτε Λάρισα. Δεν ξέρω το πού θέλετε εσείς να πάτε». Λέγαμε εμείς: «Εντάξει» και μας έδωσαν το χαρτί και φύγαμε. Ανεβήκαμε με το λεωφορείο, πήγαμε πάλι στην Αθήνα και κάτσαμε εκεί δύο μέρες. «Πού να πάμε;», πήγαμε στη Θήβα. Πήγαμε εκεί, δουλέψαμε δέκα μέρες. Στη Θήβα. Είχε κρεμμύδια, ντομάτες, τέτοια δουλειά και μετά παίρνω τον θείο μου, τον Βασίλη, που μένει εδώ, στα Αγγελιανά, ήταν Νοέμβρης. Του λέω -ήμουν στο καφενείο- του λέω: «Βασίλη, έχει δουλειά πάνω; Τι λέει η Κρήτη;». Μου λέει: «Δεν έφυγες εσύ Ιταλία;». Του λέω: «Εγώ έφυγα, με πιάσανε», άρχισα να του λέω, τα λεφτά, «ξαναγύρισα». Μου λέει: «Έχει δουλειά. Ελιές έχει, ό,τι δουλειά θες εσύ έχει. Άμα θες, έλα». «Εντάξει;». «Εντάξει». Πάμε από τη Θήβα, μετά πάμε στη, πώς το λένε, στην Κόρινθο, μας παίρνει ένας άλλος φίλος εκεί, λέει: «Να σας βρω μία δουλειά να δουλέψετε σε ένα εργοστάσιο» που παράγει, έβγαζε, δεν ξέρω πώς το λέγανε τότε, συσκευασίες με φρούτα, σαν compost, σαν τέτοιο ήταν. Ναι, και λέει: «Να πάτε εκεί», μετά εκεί δεν τα βρήκαμε σε συμφωνία με τα λεφτά και πήγα Πειραιά, πήρα το καράβι και ήρθα εδώ, στην Κρήτη. Κατεβαίνω στο Ηράκλειο και παίρνω τον Βασίλη τηλέφωνο, μου λέει: «Πάρε το λεωφορείο για Πάνορμο» και ξαναήρθα εδώ στην... Ήρθα εδώ στην Κρήτη, ήρθα εδώ στο χωριό, στα Αγγελιανά, που μένω τώρα εδώ. Τέτοιο... Δεν μπορούσα να κάτσω στην αρχή. Δεν γνώριζα... Γιατί οι δύο φίλοι μου δεν ήρθαν, που είμαστε από παιδί, που είχαμε ξεκινήσει όλον τον δρόμο. Μου φαινόταν λίγο στην αρχή, λίγο άσχημα, δεν είχα μάθει, η νοοτροπία εδώ ήταν αλλιώς και μου 'λεγε ο θείος το βράδυ: «Τι έχεις;». Λέω: «Θα φύγω πάλι». Μου λέει: «Δεν θα κουνήσεις πουθενά. Θα κάτσεις εδώ». Και μετά σιγά-σιγά μπήκα στο κλίμα εδώ. Έκατσα εδώ τώρα και είκοσι χρόνια. Έχω από το 2002 που ήρθα. Νοέμβρη, 9 Νοεμβρίου ήταν. Ήρθα εδώ, έκατσα δυο χρόνια χωρίς να φύγω πουθενά, ούτε Αλβανία. Έκατσα εδώ και δούλευα. Μετά πήγα πάνω, Αλβανία, μετά ξαναγύρισα πάλι εδώ, το 2010 μετά παντρεύτηκα απάνω, ξαναήρθα πάλι εδώ το ‘11. Μετά, από το ‘10 μέχρι το ‘11, εγώ έβγαινα πολύ τα βράδια και δεν είχα δίπλωμα και είχα πάρει ένα αμάξι, μία κούρσα, αλλά εγώ δεν είχα δίπλωμα και γύριζα πολύ τα βράδια, όπως όλη η νεολαία. Είχα κάνει εδώ μετά παρέες, φίλοι και με είχαν σταματήσει μία φορά στο Ρέθυμνο στη μεγάλη πόρτα που μένουν... Εκεί που είναι τα ταξί τώρα, εκεί, η αστυνομία και μου είχανε βάλει ένα πρόστιμο και να πάω στα δικαστήρια επειδή δεν έχω δίπλωμα. Κι εγώ δεν το είχα πάρει χαμπάρι, ήμουν μεθυσμένος και δεν το ήξερα ότι μάλλον αυτοί μου έδωσαν το χαρτί και εγώ το πέταξα. Γιατί ήμουν μεθυσμένος. Πάω εγώ μετά στην Αλβανία, παντρεύομαι, όλα καλά. Το ‘11 ξαναέρχομαι εδώ μετά με τη γυναίκα, βρήκα ένα σπίτι και με παίρνει ένας εδώ από το χωριό που δουλεύει στο ΕΛ.ΤΑ., που μοιράζει τα τέτοια. Μου λέει: «Viktor, σου έχει έρθει μία κλήση». Του λέω: «Τι κλήση;». Βλέπω εγώ χίλια εξακόσια ευρώ, το ανοίγω το χαρτί και λέω: «Τι είναι αυτό;». Δεν μπορούσα να το διαβάσω καλά, το δίνω σε έναν ντόπιο, το διαβάζει, μου λέει: «Δεν έχεις πάει στα δικαστήρια λέει εδώ, δεν έχεις πάει, όταν έχει γίνει λέει το δικαστήριο το δικό σου επειδή δεν έχεις δίπλωμα. Σε έχουνε καλέσει και εσύ δεν έχεις, δεν ήσουν στα δικαστήριο». Και του λέω: «Δεν με έχουνε πάρει τηλέφωνο», του έλεγα αυτουνού. «Δεν ξέρω, είναι χίλια εξακόσια ευρώ και σου έχουν να βγάλει ένταλμα». Του λέω: «Πάλι θα μπερδέψω εγώ; Μία είχα την απέλαση, τώρα...». Και του λέω: «Εντάξει». Και μία μέρα, όπως πήγαινα στη δουλειά, εδώ, στη διακλάδωση του χωριού, ήταν δύο τζιπάκια και με σταματούν. Μου λένε: «O Salja Viktor;». Τους λέω εγώ: «Ναι». Λέει: «Ξέρεις ότι έχεις ένταλμα, ότι χρωστάς χίλια εξακόσια ογδόντα ευρώ;». Του λέω: «Δεν ξέρω, γιατί δεν μου έχει στείλει κανείς χαρτί, ούτε με έχουν πάρει τηλέφωνο. Δεν ξέρω πού, πότε έγινε το δικαστήριο. Εσείς μπορεί να κάνετε και αύριο πάλι δικαστήριο χωρίς να με καλέσετε». «Αποκλείεται να μη σε κάλεσαν, αφού είχες δικαστήριο». Λέω: «Δε... Πού; Δεν μου στείλανε χαρτί. Πού είναι το χαρτί; Άμα εγώ το πήρα και το έκαψα;». Μου λέει: «Δεν ξέρω, αυτά να τα πεις στο δικαστήριο, γιατί τώρα είσαι αυτόφωρο και σε ψάχναμε, σου έχει βγει ένταλμα» και με πήραν, με πήγαν στο τμήμα στο Πέραμα. Εγώ μόλις είχα γίνει με παιδί. Ο Ματέο, ο γιος μου, ήταν τότε έξι μηνών και πάω στο Πέραμα και μου λένε ότι: «Για να σε αφήσουμε να βγεις αμέσως, πρέπει να πληρώσεις το ποσό που είναι χίλια εξακόσια ογδόντα ευρώ». Του λέω: «Εγώ δεν έχω τόσα λεφτά καταρχήν και να μιλήσω με ποιον, με δικηγόρο ή να πάρω... Γιατί δεν με καλέσατε, ούτε τηλέφωνο με πήρατε, ούτε με καλέσατε, πώς το κάνατε τη δίκη χωρίς να ήμουν εγώ εκεί παρών». Μου λέει: «Δεν ξέρουμε, εμείς μόνο αυτό που βλέπουμε στο χαρτί εδώ ότι έχεις τόσα να χρωστάς και πρέπει να πληρωθεί αυτό το ποσό για να σε αφήσουν ελεύθερο». Λέω εγώ: «Δεν πληρώνω ούτε ένα ευρώ». Μου λέει: «Εντάξει, έχεις αυτόφωρο να πάμε δικαστήριο». Πάμε δικαστήριο στο Ρέθυμνο, αυτόφωρο. Πάμε εκεί, μου λέει: «Ο Salja Viktor;». «Ναι». «Ορκίζεσαι;» «Ορκίζομαι». Στο δικαστήριο μου λέει: «Ξέρετε ότι χρωστάτε στο ελληνικό κράτος τα χίλια εξακόσια ογδόντα ευρώ;». Του λέω: «Το έμαθα με το χαρτί που μου είχατε στείλει, αλλά εγώ δεν ξέρω πότε έγινε η δίκη... Δεν με πήρατε καταρχήν τηλέφωνο, δεν μου στείλατε χαρτί. Πώς το κάνατε αυτή τη δίκη;». «Τριακόσια ογδόντα ευρώ είναι το δικαστήριο που σου κάναμε. Εσύ στη δίκη δεν ήσουν παρών, είναι το πρόστιμο, οχτακόσια ευρώ είναι το πρόστιμο που δεν έχεις δίπλωμα, κάτι άλλα που εσύ δεν ήσουν παρών. Όλα κάνουν χίλια εξακόσια ογδόντα ευρώ. Αλλιώς τρως τριάντα μέρες φυλακή». Εγώ του λέω: «Εντάξει, τριάντα μέρες φυλακή. Λεφτά δεν πληρώνω ούτε ένα δραχμή». Μου λέει: «Εντάξει, πάρτε τον μέσα να κάνει φυλακή». Πάω πάνω στα δικαστήρια, υπογράφω, μπαίνω στο αμάξι, στον ηλεκτρικό, με πάνε στο Ρέθυμνο, στο τμήμα. Μου λέει: «Περίμενε θα ‘ρθει το... Από το Ηράκλειο, από την Νεάπολη απ΄ το Ηράκλειο, αυτή που μαζεύει αυτούς που τους πάνε φυλακή». [01:20:00]Εκεί που μιλούσαμε, μου λέει ένας αστυνομικός, που ήταν φύλακας εκεί στα κρατητήρια, μου λέει: «Πόσες μέρες σου βάλανε;». Του λέω εγώ: «Τριάντα». Μου λέει: «Μη φοβάσαι, τρεις μέρες θα κάνεις», μου λέει. Και μετά του λέω: «Εγώ είμαι καθαρός;». Μου λέει: «Ναι, αφού έκανες το δικαστήριο, δεν τα πλήρωσες, τώρα πας φυλακή. Αλλά είναι μία μέρα σαν δέκα μετριέται. Θα κάνεις από τις τριάντα τρεις μέρες που σου βάλανε, κάνεις τρεις, τέσσερις μέρες, θα βγεις» και του λέω εγώ: «Άμα είναι τρεις μέρες ή για πέντε, για να γλυτώσω τα χίλια εξακόσια ογδόντα, είναι... Ε, πώς; Καλιά να κάτσω εκεί, παρά να τα δώσω αέρα». Και έρχεται, μας παίρνουν, πάμε στα Χανιά, είμαι στις δικαστικές φυλακές. Εγώ είχα μάθει με τα κρατητήρια που είχα μπει στη φυλακή, εκεί ήταν κανονική φυλακή. Ανοίγει η πόρτα, μπαίνω μέσα, πάω εγώ για να μπω στη φυλακή, μου λέει ένας: «Πού πας; Έλα εδώ», μου λέει. Ήταν ένα δωμάτιο των δύο και μισή, είχανε δύο ξύλα περίπου ενάμισι μέτρο και μου λέει: «Τώρα γδύσου». «Τι να γδύνομαι;». Μου λέει: «Βγάλε τα όλα, όλα». «Δεν τα βγάζω». «Βγάλ' τα όλα, γιατί αλλιώς θα σου βάλουμε άλλον έναν μήνα παραπάνω, γιατί εδώ είσαι φυλακή, δεν είσαι κρατητήρια». Και εγώ τα έβγαλα όλα τα ρούχα, μετά μου έδωσαν κάτι ρούχα αυτοί. «Τα δικά σου θα τα αφήσεις εδώ» και μου έδωσαν αυτοί κάτι ρούχα και πάω. Μου λέει: «Πού θες να πας, μωρέ; Να μένεις με τους δικούς σου ή να πας να μείνεις με άλλους που είναι όλες τις ράτσες μέσα, που έχει Γεωργιανούς...». «Θα πάω να μένω με τους δικούς μου, τους Αλβανούς». Μου λέει: «Εντάξει. Πας στη δεύτερη πόρτα, όχι στο πρώτο, στο δεύτερο κελί». Και εγώ μόλις πήγα και είδα τα ρούχα έτσι, βλέπω εγώ ήταν με ρεύμα. Με το κομπιούτερ που άνοιγε η πόρτα και έβλεπα εγώ. Λέω: «Εγώ θα μπαίνω εδώ, αλλά θα βγω σε τρεις μέρες τώρα που...». Έβλεπα την πόρτα που ήτανε παράξενη, μόλις, ένιωθες εκεί ότι άμα έμπαινες, δεν θα ξαναέβγαινες μετά. Και μπαίνω μέσα, μου λέει αυτός: «Μπες» και κλείνει η πόρτα. Μπαίνω εκεί ήταν 13, Αύγουστος ήταν. Και μου έπεφτε κακά, γιατί έπεφτε 15 Αυγούστου, της Παναγίας και δεν δουλεύανε οι γραμματείες εκεί, τα τέτοια. Έκατσα εγώ, πέρασαν τρεις μέρες, περάσανε τέσσερις, περάσανε πέντε και εδώ... Από το τμήμα εδώ, του Περάματος, έψαχναν έναν άλλο Viktor, αλλά αυτός ήταν ένας Ρώσος και είχαν μπερδευτεί και κάτι άλλες υποθέσεις, εδώ, πλέγματα, κάτι πρόβατα που είχαν κλέψει, κάτι... Και μου τα είχαν βάλει όλα εμένα, αυτοί. Φωνάζω εγώ εκεί στη φυλακή, να πάω στον γραμματέα να πω ότι: «Έχω έξι μέρες εδώ. Τι γίνεται;» και μου δίνουν άδεια, ανεβαίνω πάνω στον γραμματέα, του λέω: «Μωρέ, εσύ, έξι μέρες τι γίνεται;». Μου λέει: «Περιμέναμε από το Ρέθυμνο ότι εσύ είσαι μπλεγμένος σε κάτι πρόβατα, κλοπές, κάτι πλέγματα και σε μία χασισοφυτεία που πιάσανε εδώ, στην Αλφά. Λέω: «Εγώ σε φυτεία; Εγώ είμαι παντρεμένος με τέτοια...». Μου λέει: «Περίμενε, σε δυο, τρεις μέρες θα βγεις». Και ένα ντόπιος εδώ μαζί με τον αδερφό μου, ένας Γιώργης Παπαγεωργίου μαζί με τον αδερφό μου είχαν πιάσει έναν δικηγόρο από το Ρέθυμνο.  Ήταν τρεις μέρες, εγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί εγώ μέσα εκεί έπεσα σε γιορτή. Αυτοί ερχόταν, ο Παπαγεωργίου με τον αδερφό μου, για να με δούνε στη φυλακή και δεν τους αφήνανε. Είχαν έρθεις δυο τρεις φορές, αλλά ούτε μία φορά δεν με... Στα Χανιά ούτε μία φορά δεν με είδανε, γιατί δεν τους άφηναν και μετά, την έβδομη μέρα, με ζητάνε τηλέφωνο, πάω εγώ. Ήταν ο δικηγόρος που είχε πάρει ένας γείτονάς μου, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με τον Γιάννη, τον αδερφό μου, ο δικηγόρος, ο Παγώνης, ένας από το Ρέθυμνο, δεν το θυμάμαι καλά το όνομα. Μου λέει: «Ο Salja Viktor;». Του λέω: «Ναι». «Εγώ είμαι ο δικηγόρος σου. Θα έρθω σε δύο ώρες στο Χάνια μαζί με τον Γιώργη, με τον Γιάννη και θα βγεις, θα πάμε δικαστήριο. Γιατί σου έχουνε φορτωθεί άλλες υποθέσεις το τμήμα του Περάματος. Για αυτό δεν έχεις βγει από τη φυλακή και θα σου κάνω ένα αυτόφωρο δικαστήριο και για να δούμε αν αυτά που λένε αυτοί αληθεύουν ή έχουν φορτωθεί σ' εσένα κατά λάθος ή θέλουν κάτι να κρύψουν». Λέω εγώ: «Εγώ δεν έχω μπλεχτεί με πλέγματα ή με πρόβατα», του λέω. «Εντάξει;». «Εντάξει». Έρχεται, με παίρνουν, πάμε δικαστήριο κάτω, στα Χανιά. Είχε ο δικηγόρος όλα τα τέτοια, μιλούσε εκεί... Αυτοί δεν είχαν αποδείξεις, ούτε αποτυπώματα, τίποτα. Λέει: «Για ποιον λόγο κρατείται αυτός ο άνθρωπος εδώ και τέσσερις μέρες μέσα τζάμπα; Αφού ο τάδε νόμος ότι έπρεπε να είχε βγει». Λέει: «Εμείς περιμέναμε σαν φυλακή που είμαστε, περιμέναμε τι είχαμε στον δικό σου... Ότι είχε μπλεχτεί σε υποθέσεις, ναρκωτικά και πλέγματα, πρόβατα» και λέει: «Από όλα αυτά που λέτε, ισχύει ότι αυτός είναι μπλεγμένος;». Λέει: «Όχι». «Ε, τότε τι θα γίνει; Θα τον κρατήσετε ή θα βγει;». «Αφού δεν βρίσκουμε ούτε αποτυπώματα, ούτε στοιχεία, θα αφεθεί ελεύθερος, θα βγει». Τελειώνει και με ξαναπάνε πάλι στο κελί. Μου λέει: «Θα βγεις την άλλη μέρα». Και έγιναν εννιά μέρες μέσα και την άλλη μέρα μετά κατά τις 11:00 με βγάζουν και έξω μετά με περίμενε ο Γιάννης με τον Γιώργη και βγαίνουμε μαζί με έναν Πολωνό, βγαίνουμε, ανεβαίνουμε στο αμάξι και φύγαμε από τα Χανιά και ήρθαμε πάλι στο χωριό, εδώ στα Αγγελιανά. Και μετά μιλούσαμε εδώ με τον αδερφό μου και με τον γείτονα και έλεγαν ότι όλη εδώ η ασφάλεια του Περάματος, που έχει πολλές υποθέσεις, δεν έχει πού να τα φορτώσει, πώς να τα καλύψει. Άμα πιάνουν κανέναν ξένο ή κανέναν τέτοιο, και τα φορτώνουν, τα ρίχνουν... Λέει: «Για αυτό άργησες να βγεις απ’ τη φυλακή». Και βγήκα εγώ και από τότε, από το 2000, μέχρι τώρα μετά δεν είχα τίποτα με τις αρχές, ούτε με το χωριό, μετά είχα κάτσει ήσυχα-ήσυχα... Όχι πως παλιά έκανα εγώ κάτι, αλλά πάντα τύχαινα σε, που δεν έφταιγα, σε πράγματα που... και μετά βγήκα, όλα καλά και συνέχιζα τη δουλειά μου, τη ζωή μου εδώ που μένω είκοσι χρόνια και είμαι και ακόμα και τώρα εδώ, στα Αγγελιανά.

Ε.Π.

Ωραία, να σου κάνω και εγώ μία, δύο ερωτήσεις. Η πρώτη είναι τότε που ήσουνα μικρός δεκατεσσάρων χρόνων...

V.S.

Ναι.

Ε.Π.

Πώς αποφάσισες να αφήσεις την Αλβανία; Τι αισθανόσουν, τι σκεφτόσουν;

V.S.

Εμείς τότε ήταν... Είχαμε έρθει από το κομμουνισμό και ήταν -όχι πως ήταν φτωχοί εντελώς- είχε καταστραφεί από τον εμφύλιο που είχαμε εμείς το ‘97 και καταστροφή και μετά ακούγαμε ότι Ελλάδα, Ιταλία είναι πιο καλές. [01:30:00]Δηλαδή πιο καλά η ζωή και μετά εμείς, παιδιά, δεν ξέραμε πολύ καλά από τη ζωή δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων που είμαστε. Και λέγαμε να πάμε Ελλάδα ή Ιταλία για πιο καλύτερη ζωή, γιατί εκεί σε εμάς από το ‘90 μέχρι τότε που ήμουν εγώ, το ‘99, ήταν η καταστροφή, ήταν πόλεμος, είχε εμφύλιο. Δεν ήταν καλά και όλοι φεύγανε, φεύγανε για μία καλύτερη ζωή. Η Ελλάδα ήταν δίπλα και δεν ήθελες... Ότι έμπαινες δηλαδή παράνομα, δεν ήθελες χαρτιά να περάσεις με αεροπλάνο ή, έμπαινες κρυφά με τα πόδια και ήρθαμε για μία καλύτερη ζωή.

Ε.Π.

Τον εμφύλιο εσύ τον έζησες στην Αλβανία; 

V.S.

Ναι, ναι, εγώ ήμουν τότε... Ήταν το ‘90, ήμουν δεκατρία χρονών, ξημερώνει και λέγανε άνθρωποι ότι μας πήρανε τα λεφτά. Ο Μπερίσα τότε ήταν, μας πήραν τα λεφτά και σηκώθηκε ο κόσμος και ήταν καταστροφή και πηγαίνανε πού ήτανε ο Στρατός και άνοιγαν, έσπαζαν τα σχολεία, τα εργοστάσια, τα πάντα. Ό,τι ήταν κρατικά. Μετά ξεκίνησαν και κάνανε τέτοιες, γκρουπ, δηλαδή ομάδες και μάλωναν με άλλες ομάδες. Δηλαδή σαν να μαλώνει τα Αγγελιανά με την Αλφά. Δεν αφήνανε στους δρόμους να περνούν λεωφορεία και εμείς μετά σαν παιδιά που καθόμαστε, δεν πηγαίναμε σχολείο έναν χρόνο, γιατί δεν είχε σχολεία. Και λέμε όπως είμαστε πέντε νοματαίοι, να πάμε και εμείς στο στρατόπεδο, μήπως έχεις μείνει κανένα καλάσνικοφ να πάρουμε και εμείς κανένα. Και πήγαμε εκεί δυο, τρεις φίλοι, πήγαμε εκεί. Ήταν μακριά το στρατόπεδο, δεκαπέντε χιλιόμετρα και πήγαμε... Βλέπαμε εκεί ήταν ένας στρατιώτης και καθόταν και λέει: «Πού πάτε;». Και λέμε εμείς: «Ήρθαμε και εμείς εδώ μήπως βρούμε πράγμα να πάρουμε» και αυτός ούτε μας μίλησε, ούτε όταν μπαίναμε, ούτε να φύγουμε, ούτε να βγαίναμε και έκατσε πάλι αυτός έτσι και προχωρούσαμε εμείς. Πήγαμε σε κάτι τούνελ και πάμε, σηκώσαμε κάτι κουβέρτες και βλέπουμε ανθρώπους εκεί, έβγαιναν με βαλίτσες, με σφαίρες που είχανε οι σφαίρες μέσα, με όπλα, ο ένας είχε δέκα, ο άλλος πέντε και βγαίνανε και εμείς μπαίναμε μέσα. Μιλούσαμε μεταξύ μας, να πάρουμε και εμείς ένα όπλο και πήγαμε, βρήκαμε ένα σωρό που ήταν μαζεμένα τα καλάσνικοφ και τα πήραμε και εμείς δεν ξέραμε πώς λειτουργούσε και δεν πήρα τον γεμιστήρα και πήρα μόνο το όπλο και το βάλαμε έτσι και φύγαμε. Μόλις βγαίναμε και στην πόρτα μας λέει ένας: «Πού πάτε; Πώς θα πυροβολήσετε έτσι; Τη γεμιστήρα πού την έχετε;». Και ξαναγυρνά ένας πίσω από 'μας, παίρνει δυο τρεις γεμιστήρες, παίρνει και μία κούτα, αλλά αυτή η κούτα ήταν βαριά γιατί είχε μέσα χίλιες πεντακόσιες σφαίρες, η κούτα. Και το παίρνουμε, παίρνουμε τέσσερα και προχωράμε, φεύγουμε- φεύγουμε με τα πόδια στα χωράφια και κουραζόμαστε. Λέει ένας: «Να το πετάξω το ένα όπλο, γιατί δεν μπορώ να τα κρατήσω», γιατί αυτός ήταν δώδεκα χρονών, εγώ δεκατρία και ο άλλος δεκατρία και του λέω: «Άμα δεν μπορείς να το βαστάς, πέταξε το ένα, κράτα το ένα». Τα πήραμε και φοβόμαστε τους γονείς και τα κρύψαμε, όχι στο σπίτι, πάνω, είναι κάτι ελιές εκεί, σε έναν βάτο και μετά βλέπουμε το βράδυ, μετά εκεί στο χωριό, που γινόταν βράδυ και βγαίναν όλοι και πυροβολούσαν οι μεγάλοι. Εμείς δεν ξέραμε και πηγαίναμε από κοντά να βλέπουμε πώς το γεμίζουν, πώς το βάζουν και πώς πυροβολάνε. Και τα είχαμε κρύψει, χωρίς να ξέρουν βέβαια οι γονείς και πάμε μετά μία μέρα, μεσημέρι, πάμε, γεμίζουμε το όπλο. Δεν ξέραμε μετά πώς να το βάλω μπροστά για να πυροβολήσει. Κουνάμε από δω, κουνάμε δεξιά, κουνάμε αριστερά και, για καλή μας τύχη, γιατί εμείς το είδαμε το όπλο έτσι... Το γυρνούσαμε πάνω στον άλλο, έτσι το κάναμε, έτσι. Άμα ήταν η σφαίρα έτοιμη μπορούσες να το πατήσεις, θα σκότωνες το άλλο παιδί που ήταν δίπλα. Ο άλλος το βαστούσε, μου το φέρνε εμένα στα μούτρα έτσι, το έφτιαχνε και αυτός, γιατί δεν ξέραμε πώς φτιάχνει και το αφήνουμε πάλι εκεί όπως ήταν. Φεύγουμε στο χωριό, βρίσκουμε έναν πιο μεγάλο, δεκαεπτά χρονών και του λέμε: «Μωρέ ‘συ, πώς φτιάχνουν τα καλάσνικοφ; Πώς τα γεμίζουν; Εσύ που είσαι πιο μεγάλος... Που βαστάς...». Γιατί αυτός βαστούσε στο, μαζί του. «Εύκολο είναι, γεμίζεις τη γεμιστήρα, κρατάει τριάντα ένα, ένα κρατάει μέσα το καλάσνικοφ, τριάντα δύο. Κάνεις αυτό το, έτσι, κατεβάζετε την ασφάλεια και ρίχνεις. Έχει εδώ σκάλες που λέει με ένα, έχει εδώ που λέει γρήγορο, που αδειάζει...». Εμείς με αυτό το μυαλό πάμε κάτω... Το είχαμε βάλει, το είχαμε γεμίσει, ήταν έτοιμο και στα εκατό μέτρα ήταν ένας που είχε για γαλοπούλες. Είχε διακόσιες; Εκατό; Αυτός, ήταν ξαπλωμένος, αυτός σε μία ελιά έτσι, σε ένα δέντρο και βάζει ο ένας από μας, ο φίλος μου, ο πρώτος. «Τακ», κατεβάζει την ασφάλεια, αλλά αυτός χωρίς να ξέρει, το πάει στο γρήγορο, που αδειάζει όχι στο ένα ένα, στο γρήγορο και αυτός δεν ήξερε να κρατήσει το όπλο και το πατάει αυτός και του κάνει «Μπαπ, μπαπ, μπαπ» και του φεύγει κάτω, τον σπρώχνει και φεύγουν οι σφαίρες και πιάνουν δυο, τρεις γαλοπούλες, αλλά παραλίγο να σκοτώσει τον άνθρωπο και το σπρώξει και σε μας. Το όπλο έφυγε δύο μέτρα και σηκώνεται αυτός, λέει: «Πολύ δυνατό, πώς σπρώχνει έτσι» και μου λέει ο άλλος: «Μην το γυρίζετε προς τις γαλοπούλες, γύρισε από την άλλη μεριά». Εμείς όπως μιλούσαμε και σηκώνεται το άνθρωπος, λέει: «Τι κάνετε, ρε κωλόπαιδα, θα μας σκοτώσετε. Ποιος σας έδωσε τα όπλα εσάς; Πού τα βρήκατε;» και μας κυνηγάει αυτός, αλλά αυτός ήταν μεγάλος άνθρωπος, δεν μπορούσε. Μετά πάει το βράδυ, λέει στον πατέρα μου και στους άλλους ότι: «Έχουν όπλα τα παιδιά και παραλίγο να με σκοτώσουν». Μας πιάνουν, λέει: «Πού τα έχετε κρύψει;». Εμείς λέμε ότι δεν τα είχαμε εμείς, τα είχε ένας φίλος μας που μας το έδωσε. «Ποιος είναι ο φίλος;» και δεν μπορούσα να λέγαμε ότι είναι ο τάδε, γιατί θα τον έβρισκαν και θα τους έλεγε αυτός ότι: «Δεν τους έδωσα εγώ όπλο». Μετά, στο τέλος, τους είπαμε ότι εμείς τα έχουμε κρύψει στον τάδε τόπο, πήγανε, τα πήρανε, πήραν και τις σφαίρες οι μεγάλοι, πήραν και τα όπλα. Εμείς μετά μας άρεσε το τέτοιο και θέλαμε όπλο. Μετά ήτανε, σιγά-σιγά έμπαινε, δεν άφηναν να πηγαίνουν στα στρατόπεδα και τα κλείνανε. Ήρθε η αστυνομία και πήγαμε εμείς, έριξαν στον αέρα. «Φύγετε, μακριά-μακριά, μην σιμώνετε κοντά στο στρατόπεδο» και μετά φύγαμε, ήρθαμε στο χωριό και είχα ξεκινήσει το τσιγάρο. Λεφτά δεν είχαμε, χαμός, εμφύλιος. Ένα βράδυ είμαστε τέσσερα παιδιά, ο ένας ήταν πιο μεγάλος. Λέει: «Πού θα βρούμε λεφτά; Πώς θα βρούμε λεφτά να αγοράζουμε τσιγάρα, τσίχλες, δεν έχουμε λεφτά. Έχουμε όπλα και να μην έχουμε λεφτά;». Αυτός είχε, εμείς... Οι δύο είχαν, εμείς οι άλλοι δεν είχαμε και λέει ένας: «Άμα», ήταν ένα χωριό σαν το Πέραμα, πιο μεγάλο και είχε λαϊκή. Γινόταν λαϊκή, μεγάλη λαϊκή. Λέει:[01:40:00] «Άμα βγαίνω στον δρόμο, όπως πως θα έρχονται οι λαΐκατζήδες που πάνε 06:00 το πρωί ή 05:00, θα τους βγούμε στον δρόμο με όπλα και θα τους πάρουμε τα λεφτά. Ένα χιλιάρικο, όσο είναι, και να αγοράζουμε τσιγάρα» και λέει ένας: «Καλή ιδέα, να βγαίνουμε, αλλά τι θα βάλουμε... Να κρυφτούμε, να μην μας γνωρίσουν». Ήταν Πέμπτη, η λαϊκή γινόταν το Σάββατο. Κάθε Σάββατο. Λέει ένας: «Εγώ ξέρω, γιατί μου έχει πει ένας πιο μεγάλος ότι να πάρουμε τις κάλτσες που βάζουν οι γυναίκες, αυτές τις, που είναι μεγάλες -δεν ξέρω πώς τα λένε- πάνω τις κάλτσες, άμα τα βάλουμε, δεν φαίνεται το πρόσωπο». Παιδιά εμείς, όπως ήταν όλοι τότε, χαμός, βγαίνουμε 5:00 η ώρα που θα ερχόταν οι κακομοίρηδες οι λαϊκατζήδες που πηγαίναν στη λαϊκή. Βγαίνουν οι δύο μπροστά, ήταν ένα στροφή έτσι, εκεί στο χωριό μας. Βγαίνει, λέει: «Σταμάτα». Σταματάει αυτός, ήταν με τη γυναίκα, πήγα εγώ με έναν άλλο. Ο ένας από την άλλη μεριά, ο άλλος από εδώ. Λέει: «Τα λεφτά». «Μα, δεν έχω κάνει λεφτά. Εγώ τώρα πάω στη λαϊκή». «Ό,τι έχεις εδώ, κέρματα, ό,τι έχεις. Τα λεφτά, γιατί σου ‘ρίξα». Μας τα δίνει αυτός, πέντε χιλιάρικα δικά μας. Ο άλλος, ο άλλος. Κάναμε εμείς έναν μήνα αυτή τη δουλειά, αλλά εμείς, παιδιά, δεν ξέραμε ότι σιγά-σιγά έστρωναν τα πράγματα, έφτιαχνε η αστυνομία σιγά-σιγά, σιγά-σιγά έφτιαχναν τα πράγματα και μας έλεγαν οι χωριανοί ότι: «Ποιος, παιδιά, βγαίνει εκεί το πρωί και παίρνει τα λεφτά από τους λαϊκατζήδες που πάνε; Ότι τους έχει βάλει η αστυνομία να τους πιάσει. Τους έχει βάλει στο μάτι». Και ένα Σάββατο, για καλή μου τύχη, εγώ έφυγα με τη μάνα μου στης γιαγιάς μου το σπίτι. Είναι πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Μου λέει: «Θα πάμε στη γιαγιά, θα πάμε στη γιαγιά». Εγώ έλεγα: «Όχι, όχι». Ήταν Παρασκευή και ήθελα να βγω το Σάββατο, να παίρναμε λεφτά, να αγόραζα τσιγάρα. «Όχι, όχι, όχι, θα έρθεις, θα πάμε μαζί». Γιατί ο πατέρας μου έλειπε, ήταν στην Ελλάδα, ο Γιάννης ήταν μικρός, ο αδερφός μου και αδερφή μου μικρή και λέει: «Εσύ που είσαι πιο μεγάλος, θα πάμε». Και πήγαμε και εγώ δεν ήμουν αυτή τη φορά, είχαν βγει οι φίλοι μου και είχε έρθει ένα αμάξι, όπως μου είπαν αυτοί μετά. Γιατί εγώ δεν ήμουν. Μία κλούβα, λέει, και είχε βάλει αυτός... Σαν να πουλούσε ρούχα, Γύφτος. Σαν γύφτοι, ρούχα και αυτό ήταν γεμάτο με μπάτσους μέσα. Γιατί αυτοί... Εμείς το κάναμε έξι Σάββατα, δηλαδή ενάμιση μήνα. Κάθε Σάββατο γινόταν η λαϊκή και είχανε βγει τα παιδιά. Εγώ έλειπα, ευτυχώς. «Σταμάτα». Σταματάει, λέει: «Τι θέλετε, ρε παιδιά;». Λέει: «Λεφτά». «Εντάξει, θα σας δώσουμε λεφτά» και βγάζει αυτός μία σακούλα, όπως είχε. «Περίμενε, γιατί τα έχω βάλει σε σακούλα, τα κέρματα, δεν έχουμε χιλιάρικα, χάρτινα. Θέλετε...;» και όπως τα βγάζει, τα πετά έτσι έξω, κάτω, πέφτουν όλα τα κέρματα. «Και εμείς», λέει, «δεν ξέραμε ότι ήταν αστυνομία». Γιατί μου λέγαν τα παιδιά μετά ότι δεν τους κρατήσανε μέσα, τους πήρανε, τους δώσανε ένα ξύλο, πήραν τα όπλα και: «Πέσανε τα κέρματα και εμείς ξαπλώσαμε. Ψάχναμε να μαζέψουμε τα κέρματα και ξεχάσαμε τα όπλα. Αφήσαμε τα όπλα έτσι κάτω και μαζεύαμε τα κέρματα. Όπως είμαστε κάτω, «τακ» ένας στο κεφάλι, «τακ» ο άλλος και μας πιάσανε η αστυνομία. Μας έκαναν παγίδα, μας τα ρίξανε κάτω και εμείς μέχρι να τα μαζέψουμε από κάτω ούτε είδαμε και βγήκαν οι άλλοι από πίσω, μας πιάσανε, μας έδεσαν με το κεφάλι ανάποδα. Μας σηκώναν με το σκοινί και ξύλο». Οι δύο που ήταν δεκαεπτά, δεκαοκτώ χρονών, ο ένας ήταν δεκαεπτά, ο άλλος δεκαοκτώ είχαν γίνει από την πλάτη -όταν είχα έρθει εγώ από τη γιαγιά μου- όλο μαύρο-μαύρο ήταν η πλάτη από πίσω. «Εσείς φταίτε που βάλατε και τους δεκατετράχρονους». Γιατί οι δύο ήταν μεγάλοι και εμείς, άλλοι τέσσερις, ήμασταν δεκατεσσάρων χρόνων. «Εσείς φταίτε που τραβήξατε και τους άλλους». Αυτούς τους κράτησαν έναν μήνα και ξύλο. Όταν βγήκαν αυτοί, είχαν γίνει ολόμαυροι. Μετά έφυγε μετά το ‘97, μετά ήρθε το ‘98 πάλι ήταν... Δεν είχε ζωή, ήτανε καταστροφή, δουλειά δεν είχε και μετά μόνο σκεφτόμαστε πώς θα φύγουμε Ελλάδα. Μας μπήκε από τότε, μας μπήκε η ιδέα όπως φεύγανε οι δικοί μας, οι μεγάλοι, πηγαίνανε Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Βέροια αυτοί. ερχόταν αυτοί, τότε η δραχμή, το ένα χιλιάρικο σ' εμάς έκανε εννιά χιλιάρικα. Ήτανε λεφτά, υπόθεση και εμείς βλέπαμε «Ωωω, στην Ελλάδα έχει πολύ λεφτά. Κοίτα πόσο λεφτά έφερε ο τάδε ή ο Γιάννης, ο Γιώργος, κοίτα πόσα λεφτά έφερε». «Πόσους μήνες -τους λέγαμε εμείς- έκατσες στη Βέροια;». Έλεγε αυτός: «Δύο μήνες και μάζευα τέτοια... Ροδάκινα ή αχλάδια και πήρα εκατόν ογδόντα χιλιάρικα», τα εκατόν ογδόντα χιλιάρικα ήταν λεφτά και εμείς δεν είχαμε ούτε δέκα λεπτά για να αγοράσουμε τσίχλα και: «Πώς θα φύγουμε;» μας έμπαινε, μετά καθόμαστε, γιατί στα σχολεία μετά τον εμφύλιο δεν λειτουργούσαν καλά. Μία μέρα ερχόταν οι δάσκαλοι, μία μέρα δεν έρχονταν, εμείς δεν τους ακούγαμε και ήταν μπάχαλο, όλο το σύστημα και μετά εγώ, το ‘97 όπως είπα και ύστερα, το ‘98, έφυγα για Ελλάδα. Μετά χειροτερεύαν τα πράγματα, πιο χειρότερα, γιατί έγινε και ο πόλεμος μετά, στο Κόσοβο. Μετά πιο φτώχεια, πιο πολλή μετά φτώχεια. Γιατί ερχόταν όλοι οι Κοσοβάροι, γιατί εκεί που ήμασταν εμείς ήταν ένα κάμπος, μεγάλος, είχαν ανοίξει camping, πώς τα λένε, κάτι στρατιωτικά τέτοια. Γεμάτος ο κάμπος, γεμάτος. Και όλο πιο χειρότερα και εγώ με τα παιδιά που είχαμε μπει λίγο στο κλίμα της ζωής, δηλαδή θέλαμε να βγαίναμε, να καπνίζαμε ή να τρώγαμε καμία τσίχλα, θέλαμε να φύγουμε, δεν θέλαμε να κάτσουμε και μετά βλέπαμε αυτό το χάος που ήτανε, γιατί εγώ είχα έρθει στην Ελλάδα έξι μήνες, μετά που με πιάσανε ξαναγύρισα και δεν μπορούσα μετά, μετά μου άρεσε πολύ η Θεσσαλονίκη και έλεγα μετά στα παιδιά «Να δεις μία πόλη, πού, να τρελαθείς». Μου λέγαν: «Πόσο ήταν το κρουασάν; Πόσα λεφτά;». Του λέω εγώ: «Με δραχμές -δεν θυμάμαι- ένα χιλιάρικο έτρωγες μία κούτα κρουασάν» και έλεγα: «Πω, να φύγουμε, να φύγουμε, μην καθόμαστε εδώ» και έτσι μετά φύγαμε με τα πόδια.

Ε.Π.

Και άλλη μία, τελευταία μάλλον, ερώτηση θα σου κάνω. Είπες ότι όταν ερχόσουν, ας πούμε... Ότι υπήρχε ένας θείος σου, δεν θυμάμαι πού, ίσως στη Θεσσαλονίκη. Μετά, όμως, όταν πήγατε στη Λάρισα υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, φίλοι, ξέρω 'γω, που δώσανε χρήματα. Πάλι εδώ πέρα υπήρχε πάλι ένας θείος. Ήθελα να σε ρωτήσω είναι, αν υπήρχαν κάποια δίκτυα βοήθειας μεταξύ των ανθρώπων που έφευγαν την Αλβανία και ερχόντουσαν εδώ; Αν βοηθούσε ένας τον άλλον... Αν επικοινωνούσαν...

V.S.

Ναι, ήταν αυτό το δίκτυο γιατί εγώ για να έφευγα... Δηλαδή όταν ξεκινούσα από την Αλβανία να πάω Λάρισα ή Πάτρα, έπαιρνα τηλέφωνο έναν. Ότι: «Θα 'ρθω με τα πόδια, αλλά δεν ξέρω αν θα με πιάσουν ή θα περάσω, αλλά θα με περιμένεις, θα έρθω». Δηλαδή όλοι που ερχόσουν είχαν ένα φίλο, δεν πήγαιναν τυχαία. Είχαν για πού να σταματήσουν... Μία στάση. [01:50:00]Αυτό που δεν ήξεραν πού πήγαιναν ήταν το ‘90, όχι την εποχή που ήρθα εγώ, όπως είχε έρθει ο πατέρας μου το ‘90. Ε, τότε πηγαίναν αυτοί όπου τους πήγαινε το λεωφορείο, γιατί το ‘90 που έπεσε σε εμάς το σύστημα, ο κομμουνισμός, που άνοιξαν τα σύνορα, γιατί ήταν κλειστά πενήντα χρόνια τα σύνορα με την Ελλάδα. Δεν μπορούσε να περάσει ούτε μία μύγα, όχι άνθρωποι και τότε μου λέει ο πατέρας μου: «Όταν μπήκα, δεν ξέραμε πού πηγαίναμε». Και στην Καστοριά άμα έβγαινες εσύ, του έλεγες: «Έχω δουλειά», σταματούσε αυτός. Δούλευε. Δεν πήγαινε Θεσσαλονίκη ή Λάρισα. Η εποχή που ήρθα εγώ, μετά το 2000, δηλαδή εμείς μιλούσαμε εκεί που είμαστε στο χωριό και λέγαμε ότι θα πάμε στην Κρήτη. Θα πάρουν τηλέφωνο να μας περιμένει ο τάδε εκεί. Στην αρχή ήταν που δεν ξέραν πού πήγαιναν.

Ε.Π.

Άλλη μία ερώτηση. Όταν ήσουν δεκατεσσάρων και ήσουν στη Θεσσαλονίκη, όταν ήταν να σε πάρουν στον ΠΑΟΚ, είπες ότι σε έπιαναν επειδή ένας που είχε καταγωγή από την Αλβανία πήρε ένα λεωφορείο και σε ξαναπιάνανε, σε ξαναπιάνανε. Αυτό συνέβαινε γενικά, δηλαδή μπορεί να έκανε κάποιος κάτι και επειδή ήταν από την Αλβανία, μετά να πιάνανε όλους τους Αλβανούς.

V.S.

Αυτό συνέβαινε και χωρίς να έφταιγε ένας ή να έπαιρνε λεωφορείο ή να 'κλεβε. Τότε γινόταν πιο πολύ μετά. Αλλά αυτό ήταν, δηλαδή εγώ που είχα κάτσει Θεσσαλονίκη τέσσερις μήνες, γιατί έναν μήνα έκατσα στην Καλαμαριά κάτω και δεν τους θυμούμαι και καλά, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια και έναν μήνα στο Αιγίνιο Κατερίνης, αλλά τέσσερις μήνες είχα κάτσει Τούμπα, στην περιοχή. Δηλαδή εγώ έβγαινα για καφέ, αλλά έβγαινα κρυφά. Δεν έβγαινα... Να φεύγω με την ησυχία μου, έβλεπα αστυνομικούς και άλλαζα τον δρόμο. Τους κυνηγούσαν αυτοί. Μέχρι το ‘98 που, μέχρι το ‘98. Μέχρι το 2001 που έκανα εγώ τα χαρτιά. Γιατί το ‘98 είχανε κάνει χαρτιά, αλλά όχι όλοι, αυτοί μετά όποιον έβρισκαν χωρίς χαρτιά, τον πιάνανε. Αυτό ήταν, δηλαδή κυνηγούσαν αυτοί... Δεν ήταν το θέμα ότι πήρε ο άλλος το λεωφορείο και μας πιάσανε, αυτό μετά ήταν πιο πιο πολύ. Δηλαδή ψάχνανε μετά πιο πολύ. Αυτοί ξέραν, π.χ., ότι εγώ έμενα σε αυτό το σπίτι και δεν ερχόντουσαν, αλλά όταν έφταιγε ένας ή όταν έκλεβε, όταν σκότωνε, όταν απήγαγε κανένα λεωφορείο... Μετά έμπαιναν στα σπίτια όπου μένανε, όπου ήξεραν που... Και είχανε πιάσει και με χαρτιά. Δηλαδή όταν τους έπαιρνε η σκούπα... Γιατί έτσι το λέγανε τότε, σκούπα, δηλαδή τους έπαιρνε όλους... Και χαρτιά να είχες εσύ μπορεί να έρθει και κανένας μπάτσος που ήταν φασίστας, εσύ του λες: «Έχω τα χαρτιά». «Ποια χαρτιά, μπες μέσα» και εγώ είχα τύχει με ανθρώπους στα κρατητήρια και έκλαιγε... «Εγώ είχα τα χαρτιά και μου τα έσκισαν» και του λέω: «Και με χαρτιά;». «Ναι, τα είχα φτιάξει το ‘98». Και λέω: «Πώς στα έσκισαν». «Ε, δεν ξέρω, πήρε ο άλλος αυτό... Φταίμε τώρα όλοι». Αυτό ήταν. 

Ε.Π.

Ωραία, τώρα θα σου κάνω πραγματικά την τελευταία ερώτηση...

V.S.

Ό,τι θες εσύ, εμένα δεν με νοιάζει.

Ε.Π.

Ανέφερες ότι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που σε βοήθησαν κάποιες στιγμές. Μία γυναίκα που δούλευε σε ένα μίνι μάρκετ και κάποιους που έδιναν κάτι φαγητό, αλλά...

V.S.

Όχι, αυτό που ερχόμαστε εμείς εκεί... Εγώ είπα δυο, τρεις στιγμές, αλλά εμείς σταματούσαμε, όλους στον δρόμο, όλοι μας βοηθούσαν. Σπάνια να βρήκες άνθρωπο... Εγώ προσωπικά δεν είχα τύχει, γιατί έχω έρθει οκτώ φορές με τα πόδια επειδή με είχανε πιάσει, είχα ξαναφύγει, είχα ξανάρθει. Από το ‘98 μέχρι το 2001 που έφτιαξα τα χαρτιά, με πιάνουν, ξαναρχόμουν, ξαναέφευγα, αλλά όποτε ρωτούσαμε σε όποιον τόπο πάμε και θέλαμε φαΐ μας το δίναν.

Ε.Π.

Αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω είναι, όμως, ότι ανέφερες και κάποιες στιγμές, ας πούμε, ότι φοβόσασταν να πάτε σε ένα σπίτι, γιατί δεν ξέρατε αν θα πάρει κάποιος τηλέφωνο την αστυνομία. Υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις;

V.S.

Ναι, γιατί μας λέγανε οι άλλοι φίλοι μας ότι αυτοί που πήγαιναν συνέχεια από το ‘90, δηλαδή στις αρχές του ‘93-94, πηγαίναν στα σπίτια στις αυλές φωνάζανε και λέγανε: «Κύριε, φίλε, θέλω φαΐ ή νερό ή depon». Γιατί μπορεί να σε έκανε πυρετό και αυτοί λέγαν: «Εντάξει. Περίμενε να φτιάξω τη σακούλα, να σας τα φέρω». Παίρνανε τηλέφωνο και λέγανε: «Εδώ είναι μία ομάδα. Μόνο ελάτε». Για την αστυνομία. Μου λέγανε οι άλλοι, εμένα δεν μου έχει τύχει, εμένα σαν προσωπικά, αλλά οι άλλοι τους είχαν πιάσει έτσι. «Γιατί εμείς περιμέναμε ότι θα μας φέρει το φαΐ αλλά ερχόταν οι μπάτσοι και μας πιάνανε». Αυτό.

Ε.Π.

Δηλαδή πέρα από την αστυνομία δεν έχεις ακούσει επιθέσεις που μπορεί να κάνανε;

V.S.

Οι άνθρωποι; Όχι, όχι, όχι. Στα σύνορα ποτέ δεν είχε τέτοια θέματα. Στις πόλεις μετά είχε, σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη που ήτανε έτσι πλατείες, ομάδες, αλλά στα σύνορα αυτό ποτέ, δεν είχε, όχι. Πιο πολύ αυτοί μας έδιναν ρούχα, χωρίς να το πούμε εμείς. Εμένα, όταν είχα έρθει εγώ, δεν είχε πολύ τέτοια, αλλά μου λένε οι γονείς, που, ο πατέρας μου είχε έρθει, οι φίλοι: «Όταν ερχόμαστε στην αρχή, μας βοηθούσαν πολύ». Πάρα πολύ στις αρχές. Μετά μπήκανε και πολλοί... Τα χρόνια από το ‘90 μέχρι το ‘94 ήταν πολύ, μας αγαπούσανε. Μας έβαζαν τα σπίτια, μετά όταν ανοίξανε το ‘97 που έγινε ο εμφύλιος έφυγαν πεντακόσιες χιλιάδες από τις φυλακές. Διαλύθηκαν οι φυλακές και μπήκαν μετά -αυτό ήταν το λάθος εδώ του κράτους, του Ελληνικού και του Αλβανικού- γιατί μπήκανε πολλοί εγκληματίες και το λάθος ήταν ότι αυτοί δηλαδή δεν τους κάναν με χαρτιά, να βλέπουν ποιος είσαι εσύ. Γιατί άμα τους κάναν νόμιμα, θα φαινόταν ότι εσύ έχεις φύγει από τη φυλακή, ότι εσύ σε αυτήν τη χώρα θα κάνεις κακό. Δεν ήρθες να δουλεύεις ή να φτιάξεις τη ζωή σου. Αυτοί μπήκαν του ‘97-‘98, γιατί μέχρι το ‘97 μου λένε οι πιο μεγάλοι, περνούσαμε, λέει, πολύ καλά. Δεν είχε φασιστική, στις ειδήσεις δεν άκουγες: «Ω, ο Αλβανός έκλεψε το περίπτερο ή έκλεβε αυτό ή έσπασε αυτό». Μετά το ‘98, μόλις μπήκαν κλέφτες, που άνοιξαν οι φυλακές, μετά άνοιγες τα κανάλια, ο Αλβανός στο Περιστέρι, ο Αλβανός εκεί, ο Αλβανός εκεί. Έκλεβαν, όπως βάζανε τα ρούχα στις απλώστρες, που τα άπλωναν στα μπαλκόνια, πηγαίναν, τα κλέβανε και μετά ξεκίνησε όλο αυτή... Μετά βγήκε στη φόρα: «Οι Αλβανοί, μετά οι Αλβανοί». Χάλασε αυτό το κλίμα που ήταν από το ‘90 μέχρι ‘97, ήταν πολύ καλά. Δεν είχε τέτοια. Μόλις μπήκαν αυτοί, έγινε και μετά όλο αυτό το που μπήκανε οι κακοί, δηλαδή οι κλέφτες. Κακοί άνθρωποι. Δεν μπήκαν οι άνθρωποι, όπως είμαι εγώ, ή ο άλλος που ήρθε για μία καλύτερη ζωή. Γιατί εσύ, άμα φύγεις από το πού πας στην Ελλάδα ή στη Γερμανία, στην αρχή δεν πας για να, για τουρισμό, πας ή για να δουλεύεις ή για να φτιάξεις τη ζωή σου. Αυτό ήταν το λάθος της κυβέρνησης, ότι αφήσανε πολλοί εγκληματίες που μπήκαν και χάλασαν και το όνομα. Δηλαδή είναι αυτή η ερώτηση που ρώτησες... Έκανε ένας σε ένα χωριό, έκλεβε ένα περίπτερο, ερχόταν η αστυνομία και τους έπιανε όλους μετά. Χωρίς φταίνε οι εκατό, αυτοί μαζεύαν αχλάδια ή καρπούζια, επειδή για έναν ηλίθιο τους έπιαναν όλους. Αυτό ήταν το τέτοιο στις αρχές και μετά σιγά-σιγά γινήκαν με χαρτιά.

Ε.Π.

Ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ.

V.S.

Κι από μένα, Μάνο.

Ε.Π.

Και... ναι, θα τα πούμε.

V.S.

Ευχαριστώ. 

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.

Περίληψη

Ο Viktor Salja ήρθε από δεκατεσσάρων χρονών στην Ελλάδα από την Αλβανία για να παίξει ποδόσφαιρο στη Θεσσαλονίκη. Με αφορμή μία απαγωγή λεωφορείου από έναν άνθρωπο με αλβανική καταγωγή, συλλαμβάνεται και απευλάνεται. O Viktor περιγράφει όλες τις προσπάθειες του ταξιδιού μέχρι να καταφέρει να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, να αποκτήσει χαρτιά, αλλά και να μπορέσει να ξεφύγει από το διαρκές κυνηγητό της ελληνικής αστυνομίας. Μέσα σε όλα αυτά, ξετυλίγονται και οι εμπειρίες του ως έφηβος στον Αλβανικό εμφύλιο.


Αφηγητές/τριες

Viktor Salja


Ερευνητές/τριες

Εμμανουήλ Παπαγεωργίου


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

19/02/2022


Διάρκεια

120'