Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Αναμνήσεις μιας ζωής: Από την Κατοχή στην εποχή της «Αλλαγής»
Ενότητα 1
Σύντομη αναδρομή ζωής
00:00:00 - 00:26:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Θα μου πεις το όνομά σου; Καλημέρα. Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς. Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, του Γεωργίου και της Ειρήνης, το γένος Δρόσου. Είν…ονή μου, να 'ναι γερά, αυτό παρακαλάω τον Θεό, εγώ έγινα 86 χρονών μπήκα, δεν περιμένω χαΐρια πολλά. Περιμένω πότε θα κλείσω τα μάτια μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Παιδικά χρόνια, Κατοχή και Εμφύλιος
00:26:23 - 01:02:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να το πάρουμε από την αρχή, γιατί μας είπες όντως μια πολύ ωραία ιστορία της ζωής σου, μας το διηγήθηκες αυτή την ώρα. Θέλω να το πάρου…ς, επάνω. Ε, από την άλλη μεριά, απ' τη φάτσα. Εκεί τρύπια ήταν όλα τα κεπένια. Ρίχναν από το… από πού; Από το Ντερβένι ρίχνανε τη Νεάπολη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Διάφορες εργασίες και η δουλειά στο λιμάνι
01:02:43 - 01:24:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κατάλαβα. Και με είπες για τη δουλειά, πάλι στην περίοδο του Εμφυλίου, γιατί είναι η πρώτη φορά που πιάνεις δουλειά ουσιαστικά το '47, ότι β… 10 σιδεράς; Πόσα χρόνια είναι; 50. Τι νομίζεις; Λένε τώρα, τώρα εδώ. Έτσι δουλεύαμε, ρε, τότε, με φώτα. Φως άναβε, φως έσβηνε. Πρωί βράδυ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο Τίτο στα Συμμαχικά, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο Ηρακλής
01:24:18 - 01:50:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καταλαβαίνω. Η Θεσσαλονίκη γενικά εκείνη την εποχή πώς ήταν; Τη θυμάσαι; Βέβαια. Εκεί πέρα δεκαετία '60-'70. Πώς ήταν εκείνη η πόλη; Ε πώ…λον άγχος με πιάνει, άγχος ύστερα. Καταλαβαίνω. Κύριε Μιχάλη, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη. Να 'σαι καλά, αγόρι μου, να 'σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα. Θα μου πεις το όνομά σου;
Καλημέρα. Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς. Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, του Γεωργίου και της Ειρήνης, το γένος Δρόσου.
Είναι Δευτέρα 7 Μαρτίου του 2022. Είμαι ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, ερευνητής για το Istorima, και βρίσκομαι με τον Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς. Αρχικά πες μας πότε γεννήθηκες.
Το '36, 1936. Ημέρα Σάββατο, βαφτίστηκα στη σέρβικη εκκλησία.
Και γεννήθηκες στη Νεάπολη;
Νεάπολη, Νεάπολη.
Ήθελα να σε ρωτήσω. Βασικά πες μας λίγα πράγματα για σένα αρχικά, πού μεγάλωσες, την οικογένειά σου.
Μεγάλωσα στη Νεάπολη. Ήμουνα ενούς χρονού όταν πήγαμε στα σέρβικα νεκροταφεία, σέρβικα. Τότες τελείωσε και το σπίτι μέσα και φύγαμε, γιατί το βομβαρδίσανε, έπεσε οβίδα στο σπίτι που μέναμε και γκρέμισε το μισό σπίτι, είχε γκρεμίσει, και ήρθε η ώρα να πάμε στο σπίτι που θα κατοικούσαμε, που ήταν ο μπαμπάς φύλακας. Εκεί γράφεται όλη η ιστορία, ας πούμε, από τα Συμμαχικά νεκροταφεία ξεκινήσαμε. Κηρύσσεται ο πόλεμος ύστερα, το '40, το '40 ήμουνα 4 χρονών, και από κει ξεκινάει, ας πούμε, όλη η περιπέτεια της ζωή μας. Γνώρισα έναν φίλο τότες μικρό. Ο πρώτος μου φίλος, ο οποίος δεν υπάρχει τώρα, πέθανε νέος, και προχωρούσαμε, ας πούμε, σαν παιδάκια που ήμασταν, ήρθε η Κατοχή, μπήκαν οι Γερμανοί. Θυμάμαι είχαμε εκεί πασχαλιές ωραίες, ο πατέρας μου. Ήρθανε τρεις να πάρουνε και κλέβανε τις πασχαλιές για να τις ρίξουν στους Γερμανούς, και είχε κάνει παρατήρηση ο πατέρας και την άλλη μέρα ήρθε η Γκεστάπο εκεί πέρα. Λέει: «Στους ήρωές μας δεν θα ρίξουμε λουλούδια;». Ποιοι ήρωες; Κατακτητές ήταν, ήρωες ήταν; Και αρχινήσαμε την ιστορία από εκεί, μεγαλώνοντας. Είχανε τότες οι Γερμανοί, όταν ήρθανε, 5 χρονών, έμπαινα στα 5, θυμάμαι είχε και χιόνια. Είχα τον αδερφό μου τον Βασίλη, τον συγχωρεμένο, και αυτός πήγαινε στον σταθμό κάτω, πουλούσε πράγματα, κάτι τρύπιες κάλτσες, κάτι αυτά του δίνανε, το γυρνούσανε εκεί πέρα, μικρός ήτανε κι εκείνος, 4 χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Ήρθανε οι Γερμανοί, επιτάξανε ένα κομμάτι από τα σέρβικα μέσα, το οποίο βγάλανε που ήταν θαμμένοι Σέρβοι πολίτες και Ρώσοι είχε εκεί, τα χαλάσανε και το κάνανε γερμανικό νεκροταφείο. Εκεί ο πατέρας μου έφερε μία αντίρρηση σε έναν ταγματάρχη που ήταν, Γερμανό, γιατί ήθελε και στην εκκλησία τους πολυελαίους να πάρει, γιατί τα μπρούτζα για να τα κάνουν σφαίρες, και τον χτύπησε αυτός ο Γερμανός, ταγματάρχης ήταν; Ταγματάρχης μου φαίνεται, τον έριξε κάτω και πήγε να τον πατήσει με την μπότα, αλλά τι έτυχε τότες, κάτι, και τη γλίτωσε. Α, τους είχε πει ότι: «Εδώ έχει και Γερμανούς μέσα» και έτσι κι έτσι, τα μπάλωσε ο μπαμπάς και τη γλίτωσε τότες. Εντέλει ήρθαν, τα κατακτήσαν και ερχόντουσαν και αρχίσαν να θάβουνε τους δικούς τους εκεί οι Γερμανοί. Εμείς πηγαίναμε, ρίχναν αυτοί σφαίρες, κάθε κηδεία που γινόταν, ρίχναν σφαίρες, πηγαίναμε εμείς τα μαζεύαμε. Μία, δυο, τρεις, πήραν χαμπάρι αυτοί, νομίζαν ότι τις σφαίρες εμείς τις μαζεύαμε, παιδάκια ήμασταν, για να τις δώσουμε να τις κάνουνε όπλα, να βαράνε αυτοί, αλλά εμείς για παιχνίδι τα παίρναμε. Και στείλαν δυο Γερμανοί και τα μάζευαν ύστερα αυτά. Τα στεφάνια που φέρνανε τα κάναμε εμείς στοίβες, στρόγγυλα ήτανε, τα κάναμε στοίβες, ήταν από πεύκο, και μπαίναμε μέσα εκεί, είχαμε και κάτι ξύλινα τουφέκια και παίζαμε πόλεμο, δυο τρία παιδάκια από τη μια, δυο τρία παιδάκια από την άλλη, μπαίναμε μέσα εκεί, τα στεφάνια σαν αυτά ήταν μέσα, και παίζαμε πόλεμο. Και προχωρούσε. Ύστερα κάνανε το γερμανικό νεκροταφείο επάνω στην Πυλαία και αρχίσανε να πηγαίνουν εκεί να θάβουν ύστερα τους Γερμανούς. Και από κει ο μπαμπάς έφερνε κάνα κομμάτι ψωμί, από την Πυλαία, να 'ναι καλά, για να τη βγάλουμε, αλλιώς... Εδώ όταν ήτανε, είχε εργάτες που δουλεύανε εδώ, εδώ στα Συμμαχικά, εδώ, και τους δίνανε συσσίτιο κάθε μέρα, πηγαίναν το κουβαλούσαν από κάτω, από τον Βαρδάρη, ήταν ένα αυτό και το φέρνανε, τα μαγειρεία εκεί ήταν, και φέρνανε φαΐ για τους εργάτες, μ' έναν τενεκέ, κάθε μήνα τους δίνανε τρόφιμα, τους πληρώναν κάθε βδομάδα, εντάξει, εμείς ήμασταν μικροί, με δίναν κι εμένα κανένα χαρτζιλίκι, με βγάζανε, κάνα ταλιράκι, κάνα 5 μάρκα, 10 μάρκα, και παίρναμε εκεί πέρα και μεγαλώναμε. Ύστερα πηγαίναμε παίρναμε καναβούρι τρώγαμε, καναβούρι, γιατί δεν είχε τίποτα να πάρουμε. Ναι, μόλις είχαμε κάνα φράγκο στην τσέπη, καμιά δεκάρα, πηγαίναμε στον Παρασκευά και παίρναμε καλαμπόκι, αυτό, καναβούρι, και ήμασταν όλοι ζαλισμένοι και δεν ήταν και καβουρντισμένο.
Μου είχες πει κάποτε για το Παύλου Μελά, ότι είχαν αιχμαλώτους μέσα;
Ναι. Στάσου, δεν φτάσαμε εκεί. Ύστερα έγινε το Παύλου Μελά, το κάνανε κέντρο συγκεντρώσεως αιχμαλώτων. Είχε διάφορους αιχμάλωτους μέσα. Ύστερα έγινε η μάζωξη των Ιταλών, τους πολίτες που ήταν με υπηκοότητα ιταλικιά τους είχαν βάλει μέσα στο Παύλου Μελά, και πηγαίναμε μέσα, εμείς μικρά ήμασταν και πηγαίναμε μέσα, τον κυρ Νοέλ τον πηγαίναμε φαγητό, παρ' όλα που τους δίναν φαγητό, εμείς πηγαίναμε απ’ το σπίτι φαγητό, μπαίναμε μέσα ελεύθερα, δεν μας πείραζε κανένας, μικροί ήμασταν. Έγινε η ομάδα ο Παύλου Μελάς, που παίζανε για να βγάζουν, εδώ οι Νεαπολίτες την κάνανε τον Παύλο Μελά, δεν είναι η Σταυρούπολη, η Νεάπολη την έκανε τον Παύλου Μελά, Ένωση Παύλου Μελά, ποδοσφαιρική ομάδα, για να βγάζει τους Εγγλέζους, τους Εγγλέζους, ναι, τους Εγγλέζους να τους βγάζει, οι Ιταλοί, οι αιχμάλωτοι ήταν αυτοί, κάνανε ομάδα οι Έλληνες εδώ και τους βγάζαν κάθε Κυριακή και παίζανε μπάλα, για να ξεσκάνε και αυτοί έξω. Και εκεί που παίζανε μπάλα, χτυπούσαν οι σειρήνες συναγερμό. Χτυπούσαν οι σειρήνες και όπου φύγει φύγει ο καθένας οι άλλοι, γιατί είχε πολύ κόσμο μέσα, πηγαίναμε βλέπαμε. Η σέρβικια ομάδα είχε ανθρώπους που έγιναν παρτιζάνοι ύστερα. Ήταν ο Τζαμαλούκας, ωραίο μπακ, ήταν το Πίκολο σέντερ φορ, ήταν ο Μίρκος τερματοφύλακας, και άλλα ονόματα είχε, αυτά θυμάμαι, ας πούμε, και πηγαίναμε εκεί πέρα εμείς, είχε και λουκουμάδες. Δίναμε ένα πενηντάρικο χάρτινο τότες, πόσο, παίρναμε πέντε, ήμασταν [00:10:00]πέντε φίλοι, παίρναμε από ένα πιρούνι και από τον νταβά παίρναμε από ένα λουκουμάκι και τρώγαμε. Από εκεί, με τα ματς που γινόντανε και την μπάλα κάθε αυτό, όταν παίζανε Εγγλέζοι με τους Γερμανούς εκεί γινόταν το σώσε, το σώσε γινότανε. Τα μαγειρεία μέσα στο Παύλου Μελά ήτανε στην άκρια από αυτή τη μεριά, το οποίο είχε ένα ποτάμι, κατέβαινε ένα ποτάμι και τρέχαν τα νερά από τα μαγειρεία όλα εκεί και οι αποχετεύσεις του αυτού, από κει πέρα φεύγανε οι Εγγλέζοι, αυτοί, οι αιχμάλωτοι τη σκαπουλέρνανε από κει. Βγαίνανε, είχανε μία ομάδα η οποία ήτανε στην αντίσταση, γιατί τότες είχαμε συμμαχία, οι Εγγλέζοι ήταν. Τους έπαιρναν και τους φέρναν στα Συμμαχικά, κάτω στο υπόγειο. Εκεί η συγχωρεμένη η μητέρα μου και ο πατέρας μου ετοιμάζανε νερά, πράγματα, για να τους κάνουν μπάνιο, τους κάναν μπάνιο, τους δίναμε ρούχα, τους δίναμε να φάνε και ύστερα τους περιλάβαινε μία ομάδα άλλη, και ύστερα τους φυγαδεύανε από την Πυλαία επάνω και την κοπανούσαν για το βουνό, τους παίρναν άλλοι. Ε, τότες είχαμε έναν καλό δημοκράτη, γείτονας του συγχωρεμένου του κυρ Αντώνη, πώς τον λέγανε το επίθετο. Τέλος πάντων, Παπαρδέλα τον λέγαμε, γιατί έλεγε πολλά. Λοιπόν, εκείνος είχε έναν γείτονα, έμαθε που γίνεται αυτό το πράγμα, πήγε στη Γκεσπάπο και την αμόλησε τη ρουκέτα. Κάθε Σάββατο ερχόντανε, έπαιρναν τον μπαμπά μου και τη μαντάμ Μαρί του Γάλλου. Τους έπαιρναν για ανάκριση στη Γκεστάπο κάτω. Τέλος πάντων, εντάξει, πέρασε η μπόρα, γιατί άλλα είπε αυτός, άλλα ήτανε, και εντάξει, την κάναν τη δουλειά, ότι φυγαδεύανε τα αυτά, αλλά εκείνο σκεπάστηκε. Ο Μουσουζάν, είπαμε, ήτανε ο Γάλλος, στα Γαλλικά φύλακας, η Ριζού ήταν η κόρη του, και η μαντάμ Μαρί ήτανε η γυναίκα του, οι οποίοι είναι εδώ θαμμένοι, μέσα στα πολιτικά, μέσα δω είναι θαμμένοι αυτοί. Ερχόντανε, περνούσαν τους αιχμαλώτους τους Εγγλέζους από δω, μπροστά από τα Συμμαχικά μνήματα περνούσαν, ήταν η άσφαλτος, η οδός Λαγκαδά, με εφ' όπλου λόγχες οι Γερμανοί, τους είχανε στη μέση, κάτι κακομοίρηδες ήταν, κάτι με σκισμένα ρούχα, με αυτά, και ο κόσμος μαζευότανε και ρίχναμε ό,τι είχαμε. Εγώ τώρα μικρός ήμουνα, οι πιο μεγάλοι μας δίνανε από το σπίτι, πηγαίναμε από εκείνο που δεν είχανε, τους δίναμε να φάνε, αφού δεν είχανε και αυτοί, ήτανε του χαμού, τους πηγαίνανε στο Παύλου Μελά, τους περνούσαν από κάτω, επάνω, εφ' όπλου λόγχη ήτανε, θυμάμαι εκείνο, και ύστερα άρχισαν εκείνοι να δραπετεύουν από μέσα. Είχαμε τους Σέρβους ύστερα. Τους έφερναν και καθαρίζανε τα μνήματα μέσα. Ο Γκόικος, οι δυο φίλοι, ο Γκόικος και ο Μπόικος, Βόικος ήταν, ναι, αυτοί οι δυο, τον έναν τον σκοτώσανε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Απέναντι ακριβώς από το Παύλου Μελά ήταν η τούμπα, εκεί γινόνταν οι εκτελέσεις, όλους, όποιος ήταν, και ξένους και Έλληνες και αυτό εκεί τους εκτελούσανε, το οποίο τώρα υπάρχει ένα άγαλμα στο δημαρχείο της Σταυρουπόλεως μπροστά, το οποίο είναι για Έλληνες γράφει μόνο, που τουφεκίστηκαν. Ύστερα το κάναμε γήπεδο εκείνο, παίζαν μπάλα μέχρι τελευταία, και έγινε η ομάδα του Παύλου Μελά Σταυρουπόλεως. Τα παιδιά εδώ της Νεάπολης, πόσοι ήταν αυτοί, ήταν οργανωμένοι στο ΕΠΟΝ, στο ΕΛΑΣ. Στο ΕΠΟΝ, το ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, οι τρεις ήτανε. ΕΑΜ, ΕΠΟΝ και ΕΛΑΣ. Από εκεί άρχισε ύστερα, είχαν φέρει και τους ταγματασφαλίτες, οι οποίοι ήτανε οι χειρότεροι από όλους, προδόται Έλληνες ήτανε, όλοι Έλληνες. Και άρχισαν οι διαμάχες με τα παιδιά, ας πούμε. Ο Γιαννάκης ο Ξεπαπαδάκης, ο Κωνσταντίνος ο Σαραντόπουλος, οι οποίοι σπουδάζαν στο πανεπιστήμιο τα παιδιά, είχαν έναν προδότη εκεί πέρα στη γειτονιά τους, υπάρχει ακόμα το καφενείο, πήγαν και τους προδώσαν στους ταγματασφαλίτες τα παιδιά, και πάνε μία μέρα και τα μαζεύουνε τα παιδιά μόλις σχολάσανε από το πανεπιστήμιο, τη στήσαν απόξω και τα μαζεύουνε και πάνε και τα εκτελάνε, και ο πατέρας μου όλη νύχτα έψαχνε με τον μπαμπά του παιδιού να το βρούνε, και το βρήκαν στο 4,5 χιλιόμετρο, στη σουλήνα κρεμασμένο, έτσι τον είδανε, τον σκοτώσανε εκεί τον Γιαννάκη, Γιαννάκη τον λέγανε. Τον άλλον Κωνσταντίνο, στην Αμερική η μαμά του, έφυγαν, η κυρά Σμαρώ. Ύστερα αρχινάει το δικό μας. Μεγαλώσαμε λιγάκι, τι μεγαλώσαμε; Πόσο ήμουνα τότες; Το '45 φύγανε. Ε, πήγαμε το '46 με '47 σχολείο, πηγαίναμε δουλειά, πήγα να δουλέψω, δουλεύαμε εδώ και εκεί για τζάμπα, για 10 φράγκα, ούτε 10 φράγκα δεν παίρναμε, τέλος πάντων. Και αρχινάμε ύστερα η καριέρα η δικιά μας. Τότες δουλειά δεν είχε. Λίγες δουλειές. Ύστερα άνοιξαν οι δουλειές. Οι δουλειές ανοίξανε όταν ήρθανε αυτοί, πώς τους λέγανε, απ' τα χωριά, που καίγαν τα χωριά, μωρέ, στον Εμφύλιο, τότες ανοίξαν οι δουλειές και βρήκαμε, πήγαμε, δούλευα σιδεράς. Δούλεψα σιδεράς, ύστερα προχωρήσαμε, πήγαμε σε καπνομάγαζα, πήγαμε σε σωληνουργεία, πήγαμε σε γιαπιά, και πού δεν πήγαμε; Μικρός, στα 16 μου χρόνια πήγα στον Πελάζη, αλουμινένια σκεύη κάναμε, και στο καρφάδικο, άλλο εργοστάσιο, δίπλα δίπλα ήταν, δουλέψαμε κι εκεί. Και το '58, που πέθανε ο αδελφός μου, δούλευε στο εργοστάσιο που με πήραν εμένα, μίλησε ο πατέρας μου, ήταν γνωστός εκεί με τους αυτούς και με πήρανε εμένα στη θέση του αδελφού μου που πέθανε, πήραν εμένα και μπήκα στον Άντζελ. Στον Άντζελ δούλεψα 9 χρόνια, αλλά ήμουνα ατσίδας και δούλευα πολύ, δεν ήμουνα λούφας, κι από εκεί το '60, που πέθανε ο πατέρας μου, το '60 πέθανε ο πατέρας μου, πήρανε τον αδελφό μου, δεν δούλευε τότες ο αδερφός μου, και τον βάλαμε στα σερβικά νεκροταφεία, να δουλέψει αυτός, γιατί εγώ δούλευα, δεν είχα, δούλευα 9 χρόνια στον Άντζελ. Και ύστερα δούλευα εγώ στον Άντζελ, εκείνος ήταν φύλακας εκεί, και μιλήσαμε με τον πρόξενο και με πήρανε στη Σερβική Ζώνη και πήγα στη Σερβική Ζώνη. Από εκεί αρχινάει το άλλο. Ωραία, καλά, καλά, αλλά με αυστηρές συνθήκες ήταν. Τότες ήτανε το κοινωνικών φρονημάτων, το οποίο το κοινωνικών φρονημάτων δεν το [00:20:00]δίνανε άμα ήσουνα δημοκρατικός, έπρεπε να 'σαι βασιλόφρονας. Εκεί στη σερβική δεν χρειαζόταν κοινωνικών φρονημάτων και μπήκα εκεί πέρα, αλλά έκανα άλλες τρεις δουλειές εγώ την ημέρα, γιατί δεν έφταναν τα λεφτά που έπαιρνα. 2,5 χιλιάρικα ήταν τότες. Με 2,5 χιλιάρικα πού να… Είχα παντρευτεί τότες και εγώ, είχα κάνει οικογένεια. Και δουλεύαμε με συνθήκες κακές. Δουλειά, δουλειά, αλλά από ανθρώπους κακές συνθήκες. Ε, εκεί περιμέναν τι να πεις, τι να κάνεις, να πάνε αμέσως να σε καρφώσουνε. Ούτε να μιλήσεις μπορούσες ούτε τίποτα, και το πρωί, καλά εμείς ήμασταν υπάλληλοι, ας πούμε, οι εργάτες που δούλευαν μέσα στο λιμάνι εκείνη την εποχή, τους στήνανε στα ντουβάρια και διαλέγανε ποιος θα δουλέψει την άλλη μέρα το πρωί. Όποιος έδινε ρέφα, εκείνο τον έβαζαν και την άλλη μέρα να δουλέψει, αν δεν έδινες ρέφα δεν σε έπαιρναν. Έπαιρναν εκείνο που θέλανε, ήταν κάποιοι ειδικοί δικοί μας που την κάναν τη δουλειά και η ασφάλεια κάθε μέρα οργίαζε μέσα. Πιο πολλοί ήτανε της ασφάλειας παρά οι εργάτες που θα δουλεύανε, ήμασταν πολλοί, ήταν πολλοί. Τελειώσαμε κι εκεί, πήγαμε στα τρακτέρια, πήγαμε παντού. Φύλακας, αυτά, εντάξει. Ύστερα, το '75 έκλεισε η Ζώνη, την πήρε ο Ελληνικός Οργανισμός. Εμείς μείναμε απόξω και ύστερα ήρθανε σε επαφή Εσωτερικών Σερβίας με τον υπουργό, καλή του ώρα και Θεός σχωρέσ' τον Παπαδόγγονα, τον παππού, τον μπαμπά. Αυτός ήτανε, όχι ο μπαμπάς, στάσου, ο μπαμπάς του, ο μπαμπάς του ήτανε, και μας πήρανε στον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης. Εκεί εγώ επειδής δεν ξέρω, δεν είχα κανέναν, ούτε γνωστό ούτε αυτά, παρ' όλα όταν μας βάλανε στη σειρά και λέγανε, δεκατρία άτομα ήμασταν, έρχεται αυτός, ο προσωπάρχης, και με αγκαλιάζει και γυρνάει και λέει σε όλους: «Ο πιο γνήσιος και σωστός είναι αυτός», χωρίς εγώ να έχω ιδέα. Λέω: «Πού με ήξερε ο κύριος Γιορτζής;». Θεός σχωρέσ' τον κι αυτόνα. Λέει τους προϊσταμένους μου: «Αυτό το παιδί θα το προσέχετε», χωρίς να έχουμε κανένα γνωστό. Και ήτανε αλήθεια, με αγαπούσε, με υποστήριζε. Με λέει: «Εσύ θα πας στο τεχνικό», γιατί ήξερε που δούλευα στις μηχανές, τραχτέρια. «Θα πας στο τεχνικό». Και με στέλνει στο συνεργείο γερανών και πας είδη εργαλεία. Εκεί ειδικεύτηκα πολύ, είχα τον φίλο μου τον Χορτατσάνη, τον είχαμε επικεφαλής εκεί, ο οποίος με υποστήριζε και πάντα με ήθελε κοντά του, γιατί όπου με λέγανε, έτρεχα. «Πάνε εκεί. Χάλασε το αυτό στο αμπάρι», πήγαινα εγώ, δεν έλεγε άλλους, γιατί ήξερε ποτέ δεν θα έλεγα όχι, και με αγαπούσαν όλοι, και οι προϊσταμένοι μου και όλοι με αγαπούσανε. Ε, εκεί δούλεψα μέχρι που βγήκα σύνταξη. Εκεί ήτανε πιο καλά ήτανε, ας πούμε, δεν είχαμε εκείνα που είχαμε στη Σερβική Ζώνη, με ασφάλειες και τέτοια. Είχε στον οργανισμό, ήταν η ασφάλεια λιμένος αυτή, αλλά ήταν διαφορετικά, δεν είχαμε κανένα να φοβόμαστε. Από κει ήμουνα στο συνεργείο, είχα κουραστεί πλέον, γιατί με πήραν και τα χρόνια λίγο, και είπα τον προϊστάμενό μου: «Δεν με στέλνεις στις αρπάγες;». Οι αρπάγες ήταν αυτές έξω που δουλεύουν στους γερανούς, που παίρνουνε εμπορεύματα και αυτά, «Για να είμαι με το αμάξι», λέω, «έξω, και το CB, να 'χω μαζί μου το CB, κι όταν με θέλουν, να με παίρνουν στο CB, να τρέχω». Και πήγα εκεί, μέχρι τελευταία που βγήκα σύνταξη ήμουνα εκεί, γιατί είχα κουραστεί, πολύ κουράστηκα στους γερανούς μέσα όταν ήμουνα, όλο στα κουβούκλια και στα αυτά με βάζανε. Και έτσι περνούσε, μεγαλώσαμε το παιδί μας ύστερα, το σπουδάσαμε, πήγε στο ναυτικό, πήρε, έγινε νηπιαγωγός, δόξα τω Θεώ, καλό παιδί ήτανε και είναι ακόμα. Έκανε και τον εγγονό μου καλό παιδί και την εγγονή μου, να 'ναι γερά, αυτό παρακαλάω τον Θεό, εγώ έγινα 86 χρονών μπήκα, δεν περιμένω χαΐρια πολλά. Περιμένω πότε θα κλείσω τα μάτια μου.
Θέλω να το πάρουμε από την αρχή, γιατί μας είπες όντως μια πολύ ωραία ιστορία της ζωής σου, μας το διηγήθηκες αυτή την ώρα. Θέλω να το πάρουμε από την αρχή, κάποια κενά που θα υπάρχουν, έτσι; Αρχικά θέλω να μου πεις πώς έρχεται η οικογένειά σου στην Ελλάδα, με το επίθετο Μιχαήλοβιτς, να ξεκινήσουμε από αυτό, από τα πολύ, πολύ παλιότερα, ας πούμε.
Ο πατέρας μου ήρθαν το '22 εδώ. Ο παππούς μου ήταν από το Μαυροβούνι, το Κότορ, και τον είχανε στείλει στη Σμύρνη, στην πρεσβεία τη σερβική, κλητήρα, καβάσης ήταν, γιατί ήταν Μαυροβουνιώτης και οι Μαυροβουνιώτες ήταν παλικάρια. Λοιπόν, όταν έγινε το '22 που έγινε αυτή και φεύγανε, οι Τούρκοι τους σφάζανε, αυτοί βγάλανε, τους ειδοποίησε το προξενείο: «Να βάλετε σέρβικη σημαία στα σπίτια», ο άλλος ιταλικιά, ο άλλος εγγλέζικη, για να μην τους πειράξουνε, και ύστερα τους στείλανε εδώ εκείνοι. Και έτσι βάλαν τη σερβική σημαία και η πρεσβεία από κει, όταν ήρθαν εδώ, τον βάλανε φύλακα στα Συμμαχικά, μέσα στα σέρβικα. Τότες εδώ δεν ήτανε έτσι τα νεκροταφεία, ήταν χωράφι, και τότες ήτανε οι αυτοί, οι Βούλγαροι οι κομιτατζήδες. Κομιτατζήδες, ξέρεις, ήτανε χειρότεροι. Και είχανε μία παράγκα και μένανε ο μπαμπάς με τον παππού, οι δυο τους ήτανε, μένανε. Τον παππού δεν τον γνώρισα γιατί πέθανε, δεν τον γνώρισα, ένας αντρούκλαρος ήτανε, και ανάλαβε ο μπαμπάς ύστερα εκεί. Ήταν ένα χάος, φωτογραφίες να το δεις θα πεις: «Τι ήταν εδώ;». Ναι, και ανάλαβε ο πατέρας εκεί, πέρασαν τα χρόνια, τα αδέλφια του είχανε φύγει, πήγανε ο άλλος στη Λάρισα, άλλοι στην Αθήνα, αλλά δυο αδέλφια, ο θείος Βάγγελος έμεινε εδώ, της Ρίτας, εδώ έμεινε εκείνος. Εκείνος ήξερε και γλώσσες, έντεκα δώδεκα γλώσσες ήξερε, μορφωμένος ήτανε. Ο θείος Λάζαρος έφυγε με την οικογένειά του Λάρισα και απ' τη Λάρισα πήγαν Αθήνα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εμείς μείναμε εδώ με τον μπαμπά μου. Ύστερα μας είχανε ο Ερυθρός Σταυρός Ολλανδίας, Ολλανδίας, ναι, Ολλανδίας ήτανε, λόγω που γλιτώναμε τους Εγγλέζους, Ολλανδίας, Ολλανδίας ήτανε, λόγω που γλιτώναμε τους Εγγλέζους, μας υποστήριξαν, θέλανε να πάμε οικογενειακώς, να φύγουμε, να πάμε στην Ολλανδία, με σπίτι, με δουλειές, με όλα, να εγκατασταθούμε εκεί, αλλά τώρα, ο θείος ο Γιώργος δεν μπορούσε να 'ρθει, γιατί εκείνος είχε ελληνική υπηκοότητα, εμείς είχαμε σερβική υπηκοότητα, και έτσι παραμείναμε εδώ.
[00:30:00]Τα θυμάσαι όσο ήσουνα μικρός τα Συμμαχικά πώς άλλαζαν, πώς διαμορφώθηκαν; Δηλαδή έχουν αλλάξει από τότε;
Βεβαίως! Αφού σου λέω χωράφι ήτανε, δεν είχε έτσι, γιατί υπάρχουν και φωτογραφίες τέτοιες. Μία κοπέλα στην Αγγλία πήγε έβγαλε το βιβλίο για ακριβώς για εδώ μέσα και το είχε η Μαρία, η Μαρία μπορεί να το 'χει ακόμα, δεν ξέρω, η βιβλιοπώλισσα. Το 'βγαλε, έψαξε πολύ εκείνη και τα έχει φωτογραφίες, εκεί ήταν χάος, ήταν δάσος, χωράφι. Ύστερα τα κλείσαν, τα κάνανε. Ο νονός μου όταν ήρθε, τότες έγιναν η εκκλησία αυτή και φέρανε γρανίτη από το Μαυροβούνι, γρανίτη φέρανε και κάναν την εκκλησία.
Επειδή μου είπες η οικογένειά σου καταγόταν από τη Σερβία, από το Μαυροβούνιο, για την ακρίβεια.
Ο πατέρας μου.
Ο πατέρας σου. Είχατε σερβικές παραδόσεις; Κρατούσατε στην οικογένεια κάποιες σέρβικες παραδόσεις;
Κοίταξε, αυτοί, πιο καλή γιορτή απ' όλα ήταν του Αγίου Σάββα, κάνανε σλάβα. Σλάβα ήταν ένα πράγμα σαν κόλλυβο ήτανε και μαζευόντουσταν και γιορτάζανε. Αυτή τη γιορτή τη θυμάμαι. Εγώ μικρός ήμουνα, με παίρνανε μαζί τους.
Μιλούσατε καθόλου Σερβικά στο σπίτι;
Σέρβικα μιλούσε ο μπαμπάς και ο αδερφός μου ο Βασίλης πήγαινε στο σχολείο το σέρβικο. Εμείς δεν μιλούσαμε, εγώ δεν ήξερα, γιατί όταν πήγα στη Σερβική Ζώνη με λέγαν: «Α, Σέρβος που δεν ξέρει Σέρβικα» με λέγανε. Ε, δεν ήξερα. Ο θείος Γιώργος εδώ τα 'μαθε, από εδώ που ερχότανε, που έδινε, αλλά και εγώ όταν πήγα στο λιμάνι, στη Σερβική Ζώνη, άρχισε η γλώσσα μου να σπάνει, γιατί είχα νταλαβέρι με Σέρβους, με αυτά μέσα, όλο με Σέρβους, και άρχισε η γλώσσα μου να σπάνει, αλλά δεν τα… ύστερα πήγαμε στον οργανισμό, άμα έμενα ακόμα λίγο, αφού προϊστάμενο με ετοιμάζαν να με κάνουνε.
Θέλω με αφορμή αυτό, επειδή με είπες για Σέρβους και τα λοιπά, για τη σερβική εκκλησία. Υπήρχε κοινότητα Σέρβων στη Θεσσαλονίκη;
Βέβαια υπήρχε! Και σχολείο υπήρχε. Ο αδερφός μου πήγε, στο σέρβικο σχολείο πήγαινε ο Βασίλης, αλλά δεν κράτησε πολύ, πόσο, δεν θυμάμαι πόσο είχε πάει. Κάνα 2 χρόνια πήγε. Φορούσαν και τραγιάσκες.
Αυτό το σχολείο, η εκκλησία, θυμάσαι πού βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη;
Στο Σιντριβάνι κάτω. Εκεί είναι ακόμα, είναι ακόμα, δεν ξέρω αν λειτουργάει κιόλας, τη φτιάξανε, δεν ξέρω. Αυτά τώρα τα ξέρει η καθηγήτριά σου. Αν υπάρχει, γιατί αυτή προς τα εκεί μένει.
Και θέλω, επειδή μου είπες για τα παιδικά σου χρόνια, θέλω να μου πεις βασικά πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Τι παιχνίδια παίζατε;
Α! Εμείς τότες το παιχνίδι μας, ήμασταν, τότες ήμασταν αθώα παιδιά, βρε, αγαθά παιδιά. Δεν ήμασταν… Τα παιχνίδια μας ήτανε ο μπίκος, ήταν το τσιλίκι, ήταν το περνά, περνά η μέλισσα, ήταν η μακριά γαϊδούρα. Αυτά ήταν τα δικά μας παιχνίδια, δεν είχαμε εμείς πονηριές και χασίσια και τέτοια πράγματα. Είχαμε την ασετιλίνη, κάναμε ασετιλίνη, το βάζαμε και πήγαινε ένας σιγά σιγά, του 'βαζε φωτιά και μπαμ έκανε. Μία φορά πήγε και ένας φίλος μου, ο Γιάννης, δεν έσκασε, πάει από πάνω να δει, εκείνη την ώρα σκάνει και του ρίχνει μια στα μούτρα. Είχαμε τέτοια παιχνίδια εμείς, καλά παιδιά. Παίζαμε όλα, τα κοριτσάκια, τα αγοράκια, ήμασταν σαν να 'μασταν αδέρφια, και ακόμα μέχρι τελευταία που έκανα μία συγκέντρωση, ο μπαμπάς σου σπούδαζε ακόμα, τους έκανα μία συγκέντρωση σε ένα κέντρο, μαζευτήκαμε 80 άτομα, με τις γυναίκες τους βέβαια, πρώτα ήμασταν μόνοι. Όλα αυτά ήμασταν σαν αδέρφια, τόσο πολύ.
Και το σχολείο εκείνης της εποχής; Που πήγαινες σχολείο, ας πούμε, εκείνη τη δεκαετία '40, όχι με τους Γερμανούς, και αργότερα και πιο πριν, πώς ήτανε;
Το σχολείο πώς να ήτανε; Α, εμείς πήγαμε στου Σαρζετάκη και ύστερα πήγα στο άλλο σχολείο, πιο κάτω που είναι, Αναγεννήσεως. Πώς να 'ναι; Μουρουνέλαιο μας δίνανε, συσσίτιο μας δίνανε, σταφιδόψωμα μας δίνανε, γραβιέρα μας δίνανε. Τι να...;
Εννοώ ο δάσκαλος, ας πούμε, το πώς μαθαίνατε;
Μας δίναν ξύλο. Βαρούσαν άσχημα, μπαμ μπουμ, μπαμ μπουμ, πολύ ξύλο δίνανε. Άμα δεν ήξερες, φαπ, κάτι σκαμπίλια, αμάν, Παναγιά μου!
Κατάλαβα. Θέλω να πάμε στην περίοδο των Γερμανών, γιατί είχες πει και αρκετά και πριν. Θέλω να μου πεις πώς ήτανε εκείνη η περίοδος για σένα. Με είπες τι τρώγατε, εντάξει, πάνω κάτω, ας πούμε. Πώς ήταν να ζει ένα παιδί στην Κατοχή; Με τους Γερμανούς;
Μικρά ήμασταν. Σάματις καταλαβαίναμε κιόλας τι γίνεται; Ένα μικρό παιδάκι τι μπορεί να σκεφτεί; Πηγαίναμε σπίτι να δούμε αν έχει να φάμε τίποτα. Δεν είχαμε τίποτα. Περνούσαν τους αιχμαλώτους, τα αυτά, αυτά. Τα άλλα, σαν παιδάκι όπως όλα τα παιδάκια παίζαμε, πετροπόλεμο κάναμε. Πετροπόλεμος ήτανε στρατεύματα. Εδώ είχαμε, σε μία παράγκα είχαμε το ανάκτορό μας, που μαζευόμασταν, εβραίικια παράγκα, εδώ ήταν Εβραίοι όλο. Δεν είχαμε τίποτα, εντάξει, ο κόσμος ήταν πιο αγαπημένος, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ήμασταν ολόκληρη η Αναγέννηση, μπορεί να γιορτάζαμε όλοι μαζί, ντυνόμασταν καρναβάλια, πηγαίναμε, οι γονείς μας μεγάλοι και εμείς μικρά, βάζαμε ένα σεντόνι. Ο πατέρας μου, να τον δεις να ντύνεται καρναβάλι και να πηγαίνουμε σε άλλα σπίτια γειτόνων πάλι, δεν είχαμε παρέες. Στα σπίτια μαζευόμασταν, γλέντια τέτοια στο σπίτι, φτωχικά, φτωχικά. Τότες γυρνούσε θυμάμαι η μάνα μου, την Τερέζα είχαμε, την Ιταλίδα, με τον δίσκο, η μία έδινε το ούζο, έπαιρνε, πίνανε, «στην υγειά σας» και η άλλη με το πιρούνι γυρνούσε τον άλλο δίσκο, είχε τους μεζέδες. Έπαιρνε ένα τυράκι, μία ελίτσα, ένα κεφτεδάκι μικρό τέτοιο. Αυτά ήτανε, αλλά είχαμε και ακορντεόν και κιθάρα και αυτά. Είχαμε ωραία πράγματα, καλαμπούρια καλά, γέλια. Ναι, και περνούσαμε τότες χρόνια δύσκολα. Κατάλαβες;
Και μου είχες πει για ένα γερμανικό οπλουργείο που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη;
Το οπλουργείο το γερμανικό ήταν απέναντι από τα Συμμαχικά μνήματα, που ήτανε... αρχή ήταν οι Ιταλοί. Ύστερα από τους Ιταλούς, φύγανε, ήρθαν οι Γερμανοί, το κάνανε οπλουργείο, οι Γερμανοί το κάναν οπλουργείο, οι Ιταλοί δεν το 'χαν οπλουργείο. Ύστερα όταν φύγαν και οι Γερμανοί καίγανε τα όπλα, τα καίγανε, κι όλοι είχαμε πάρει από ένα περίστροφο, χωρίς το κοντάκι, αλλά έσκαναν σφαίρες, και παίζαμε, με τα πιστόλια παίζαμε, παιδάκια. Μπαλόνια είχαμε, καντηλιάζαμε, αυτά τα μπαλόνια, τους αετούς, με τέτοια ασχολούμασταν. Σχολνούσαμε από το σχολείο και τρέχαμε, με τα πουλάκια ασχολούμασταν, πηγαίναμε, στήναμε και πιάναμε καρδερίνες, φλώρους, τέτοια πράγματα κάναμε.
Και μου είχες πει θυμάμαι για έναν Γερμανό; Έναν Τζορτζ;
Α, τον Τζορτζ; Ο Τζορτζ εκείνος αυτοκτόνησε. Ο Τζορτζ ήταν τόσο αγαπητό παιδί, τόσο καλό παιδί. Τη μαμά μου την έλεγε «μαμά», τον μπαμπά μου «μπαμπά». Όμορφος σαν τον άγγελο, ωραίο, ωραίο παλικάρι. Είχε οικογένεια στη Γερμανία, σκοτώθηκαν όλοι.
Τι έγινε; Πώς τον γνωρίσατε αυτόν; Πώς έγινε η ιστορία του;
Ο Τζορτζ, κοίταξε, ήτανε η γιορτή. Αυτοί γιορτάζανε, οι Γερμανοί ήτανε, τα σεβόντουσαν τα μνήματα, δεν ήτανε σαν τους δικούς μας, τα σεβόντανε. Όταν ήτανε η ημέρα που γιόρταζαν, κρατούσε μία εβδομάδα. Στέλνανε από όλα τα τμήματα, ας πούμε, μαυροσκούφηδες, αεροπόρους, ναύτες. [00:40:00]Τι άλλοι ήταν; Σαν τους λοκατζήδες τους δικούς μας, είχαν κι αυτοί τάγμα θανάτου, που ήταν στα άρματα, τάγμα θανάτου τους λέγανε αυτούς. Από αυτούς επιτάσσανε ένα δωμάτιο σε μας, φέρνανε και κάρβουνα, μπασκέτες φέρνανε, ναι, πήγαινα εγώ τους έπαιρνα με το κουβαδάκι, τα 'κλεβα, αλλά είχανε πολλά, και φυλούσανε στρατιώτες, δυο δυο πηγαίνανε. Είχε ένα νεκροταφείο πίσω από τα Συμμαχικά εδώ, ένα νεκροταφείο γερμανικό, το δικό μας, τα σερβικά, τα ιταλικά. Δύο δύο πηγαίνανε, αλλάζανε σκοπιές, δύο δύο όλη μέρα εκεί φυλούσανε. Και ερχόντανε, επιτάσσανε το μέρος, ας πούμε, το δωμάτιο, το γραφείο το δικό μας και μέναν εκεί, και συσσίτια και αυτά κάναν εκεί, καζάνι, και τρώγανε και τους είχαμε εκεί. Καθόντουσαν σχεδόν μία εβδομάδα, και έτσι ήρθε ο Τζορτζ να φυλάει εκεί πέρα και γνωριστήκαμε. Και από κείνη την ημέρα ερχότανε συνέχεια, κάθε Σαββάτο θα ερχόταν με την τσάντα του ο φουκαράς. Μια φορά η κυρα-Κοναρίνη τον ξεμάτιαξε. Αυτή μαμή ήτανε. Τον ματιάξανε, τον ματιάξανε και πήγε να σκάσει από το μάτι, και ύστερα ήρθε και τον ξεμάτιαξε και έγινε καλά. Αυτοί πήγανε σε αποστολή στην Κρήτη, δύο αεροπλάνα, ο Τζορτζ και ένα άλλο αεροπλάνο. Το άλλο το αεροπλάνο το ρίξανε φαίνεται κάτι, έπεσε, του Τζορτζ γύρισε. Γιατί να γυρίσει και ρίξαν εκείνο; Γύρισε το αεροπλάνο του Τζορτζ, τον πιάνουν τον φουκαρά, τον βάζουνε μέσα κράτηση, τον περνάνε στρατοδικείο και τον καταδικάζουν εις θάνατο, αλλά δεν πρόλαβε να τον σκοτώσουνε. Πήρε το όπλο και… Αυτά μας τα είπε ο οδηγός του, αυτός που τον πήγαινε εδώ και εκεί, ήταν ιπτάμενος ήταν ο Τζορτζ, ήταν βαθμοφόρος. Είχε τρεις πουλάδες εδώ, μικρές, τις θυμάμαι ακόμα τις πουλάδες, τη φωτογραφία την πετάξαμε, την είχαμε. Τη βάλαμε στα κόκαλά του, στην Αγία Παρασκευή τον βάλανε, δεν τον βάλαν μέσα εκεί, τον βάλαν στην Αγία Παρασκευή, γιατί είχε αυτοκτονήσει, δεν τους βάζανε τους Γερμανούς μαζί με τους πεσόντες, τους βάζανε αυτοί που αυτοκτονούσαν, κι άλλους είχε, τους βάζαν στην Αγία Παρασκευή. Κλάμα που ρίξαμε τότες, και η μάνα μου, όλοι, όλοι. Ήταν άνθρωπος, ρε, άνθρωπος ήταν. Είχε και καλούς ανθρώπους, δεν ήταν όλοι… Γιατί όπως ήταν ο λοχαγός που ήτανε στο ΕΜΑΒΕ, που μάζεψε όλους εκεί την Αναγέννηση για να τους βάλει στο ντουβάρι, τους βάλανε να τους καθαρίσουν, και ήρθε αυτός και λέει: «Όχι. Αυτοί είναι όλοι καλοί ανθρώποι, οικογενειάρχοι, άλλοι ήταν που σας χτυπήσανε», και γλιτώσαν όλοι. Κατάλαβες;
Με είχες πει και για κάποιους Σέρβους αιχμαλώτους στα Συμμαχικά μέσα, έτσι;
Ε ναι, τον Γκόικο, αφού σ' το είπα.
Που σε φώναζαν. Κάποτε μου είχες πει αυτό.
Να αυτή η ομάδα αυτή του Παύλου Μελά που παίζανε, αυτοί ήτανε που ήτανε και που φύγανε στα βουνά ύστερα, μερικοί, όχι όλοι, και αυτοί, ήμουνα την ποδίτσα, ε ρε, έπρεπε να 'χα τη φωτογραφία να τη δεις. Τότες είχαν κάνει το νεκροταφείο του Παύλου Μελά, το πάνω, στην Πυλαία, και πηγαίνανε εκεί το πρωί, ερχόνταν δύο αμάξια, τους παίρναν και τους πήγαιναν επάνω, να σκάψουν, να κάνουν, να ανοίξουν λάκκους και άμα πέφτανε αεροπλάνα, είχε πολλή δουλειά. Ε αυτοί, για να φύγουν εκεί, ερχόντουσαν, καθαρίζανε μέσα και ύστερα άρχισαν να πηγαίνουν επάνω, αλλά από δω ξεκινούσε η δουλειά. Εγώ είχα μία ποδίτσα, έχω ποδίτσα, φωτογραφία με ποδιά έχω, να τη δεις, φορούσα την ποδίτσα και ένα βρακάκι άσπρο από μέσα, αυτό ντυνόμασταν, δεν είχαμε παντελόνια, μικρά. Πήγαινα, καθόντουσαν, ήταν τα πεζούλια εκεί του σπιτιού, απ' τη μια και απ' την άλλη. Καθόντουσαν οι τέσσερις πέντε από κει, πέντε έξι από δω, και τρώγαν το ψωμί τους, η ώρα 10:00. Πήγαινα εγώ, αυτοί είχανε γραμμένο ποιοι θα δραπετεύσουνε. Με φώναζαν: «Μιχάιλο!», Μιχάιλο με λέγανε, «Όντι βάμο», «οβάμο, οβάμο», έλεγε, έτσι; Πήγαινα, με δίνανε μπομπόνια, μ' έβαζαν το χαρτί μέσα στην τσέπη. Εγώ δεν ήξερα. Με φώναζαν οι άλλοι. «Μιχάιλο». Πήγαινα στους άλλους, μπομπόνια, μπομπόνια, παίρναν το χαρτί, διαβάζανε ότι: «Αύριο θα φύγω εγώ, εγώ, εγώ, εσύ και αυτός». Αυτό ήτανε. Την άλλη μέρα πάει ο Τζαμαλούκας. «Πού, ρε πατέρα;». «Έφυγε, δραπέτευσε». Πάει ο Μίρκος, πάει ο αυτός, φεύγανε. Τους έπαιρνε ομάδα πάνω, τους πήγαινε στο βουνό. Παρτιζάνοι ήταν, και τώρα που γιορτάζανε, μέχρι τελευταία, ερχόντουσαν, δυο τρεις ερχόνταν ακόμα, παρτιζάνοι. Μπορεί να έχει και φωτογραφίες μέσα ο θείος Γιώργος. Παρτιζάνοι. Ερχόνταν με πολιτικά, γέροι πλέον, ε; Γέροι ήτανε.
Έκανες εσύ, με είπες την ΕΠΟΝ, την ΕΛΑΣ, ήσουνα μικρός βέβαια εκείνη την εποχή, αλλά κάποιες πράξεις, έτσι μικρές, αντίστασης στους Γερμανούς εσύ έκανες;
Κοίταξε, πράξεις, μας λέγαν οι μεγάλοι, καλά, καταλαβαίναμε, ήμασταν τσακάλια, δεν ήμασταν μπούφοι. Όταν ήτανε κάπου να εμφανιστούν ταγματασφαλίτες, τους το λέγαμε. Είχαμε εκεί ανθρώπους, τους το λέγαμε: «Έτσι κι έτσι», γιατί μικροί δεν μας δίνανε και πολλή σημασία οι μεγάλοι. Τους λέγαμε, ωπ, αυτός το μετάδιδε στους άλλους, ωπ, στήνανε το μπλόκο. Κατάλαβες; Κάτι τέτοια κάναμε, βέβαια, βέβαια!
Είχε ταγματασφαλίτες εδώ πέρα η Νεάπολη;
Είχε, είχε.
Πώς ήταν;
Όχι η Νεάπολη, η Θεσσαλονίκη, όχι η Νεάπολη μόνο. Όταν περνούσε το κάρο του δήμου το πρωί, ήταν πράσινο κάρο, πράσινο με δυο ρόδες, με δυο ρόδες, με σούστα ήτανε, με τιμόνια μπροστά. Περνούσε το κάρο, να δεις τα πτώματα μέσα, οι ταγματασφαλίτες ήταν πολύ άτιμοι ανθρώποι, Έλληνες ήταν, Έλληνες ήταν και πήγαν δουλεύαν για τους Γερμανούς, ντυμένοι, ντυμένοι με στολή, ταγματασφαλίτες. Πω, Παναγία μου! Γιατί το λέω ακόμα και ανατριχιάζω. Ρουφιάνοι μεγάλοι ήταν.
Και επειδή μου ανέφερες για Εβραίους, έτσι;
Ναι.
Στη Θεσσαλονίκη. Στη Νεάπολη με είπες ότι υπήρχε μια γειτονιά εβραϊκή.
Ναι, απέναντι εδώ.
Είχες φίλους εσύ Εβραίους;
Όχι, βρε, τι δουλειά είχα με τους Εβραίους εγώ; Εγώ τι δουλειά είχα με τους Εβραίους; Ο πατέρας μου γνώριζε μεγάλους άντρες, μεγάλους, αλλά εκείνος τους γνώριζε, εκείνος έκανε και δουλειές, έκανε και αυτά, εδώ και εκεί, εγώ με τους Εβραίους δεν είχα καμιά δουλειά.
Και όταν έρχεται η απελευθέρωση και έρχονται οι αντάρτες και μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη, τη θυμάσαι εκείνη την ημέρα που έρχονται οι αντάρτες;
Οι αντάρτες όταν ήρθανε, σου είπα, μία ήτανε τότες που θυμάμαι και μία ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν μίλησε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και βγήκε. Τον κόσμο που είχε, από όλους τους συνοικισμούς, χιλιάδες κόσμος, να πεις, είχε κοκκινίσει η Θεσσαλονίκη. Από εδώ περάσανε, από δω, οδός Λαγκαδά, που περάσανε και τραγουδούσαν: «Στους κάμπους βροντάει το κανόνι» και κάτι εμβατήρια ρώσικα είναι αυτά, αλλά γινότανε χαμός. Χειροκροτήματα, λουλούδια, ο κόσμος ενθουσιασμένος, παιδάκια, τι, πόσο, 14 χρoνών, 14 χρονών, με πιστόλια εδώ, σειρά κι αυτοί στην παρέλαση [00:50:00]πηγαίνανε. Γινότανε χαμός! Αλλά ένα δεν μ' άρεσε απ' αυτούς όταν πρωτομπήκανε. Ήρθε μία ομάδα μέσα στα σέρβικα, μέσα, που ήταν τα γερμανικά νεκροταφεία. Είχε σταυρούς εκεί, είχαν ένα μεγάλο κράνος, γερμανικό, τέτοιο, και είχαν ένα τσιμέντο έτσι και εκεί ήταν το μνημείο τους. Πήγανε με ένα μίσος, πήραν τον σταυρό, τον πετάξανε, το κράνος το ξεπατώσανε και τους σταυρούς που ήταν οι πεθαμένοι πήγαν και τους σπάσανε με τα πόδια. Αυτό δεν ήταν, ασεβείς ήταν αυτό, ενώ ο Γερμανός να κάνεις τέτοιο πράγμα σε σκότωνε, σε σκότωνε, κι ας μην ήταν Έλληνας, οτιδήποτε. Μία μέρα είμαι εκεί στο πορτάκι μπροστά και κάθομαι. Βγαίνουνε δυο Ιταλοί αξιωματικοί, βαθμοφόροι μεγάλοι, και εκείνη την ώρα μπαίνει ένας ταγματάρχης Γερμανός. Ω ρε, πώς τους θυμάμαι, σ' τα λέω και τους βλέπω μπροστά μου! Αυτοί μπήκανε μέσα, σεργιανίσανε και κόψανε από έναν πανσέ, λουλούδι, και το είχανε. Μπαίνοντας ο Γερμανός, μόλις είδε κομμένο το λουλούδι που το είχαν, τους πατάει από έναν μπάτσο, πατ, κιουτ, και αρχινάει να τους βρίζει. Όπου φύγει φύγει οι Ιταλοί, πού να κάνουν το παλικάρι οι Ιταλοί για τότες; Ήταν οι Γερμανοί, αλλά εκείνο δεν το ξέχασα. Λέω: «Κοίτα ρε, βαθμοφόροι είναι», δεν λογάριασε τίποτα, πατ, κιουτ, και να βρίζει ο Γερμανός. Να πήγαινες να πειράξεις μνήματα, θα σε σκότωναν. Εγώ κυνηγούσα με τη σφεντόνα πουλάκια, κι ένα πουλάκι πήγε και έκατσε σε έναν σταυρό, σέρβικο, μαρμάρινοι, αυτοί που είναι ακόμα. Έκατσε πάνω, τσιμτσίκι, και βαράω με τη σαΐτα και δεν το χτύπησα, χτύπησε στον σταυρό, και εκείνη την ώρα να ένας μεγάλος πάλι Γερμανός, μόνος του ήταν, αλλά βαθμοφόροι. Ω, ρε φίλε, βγάζει το πιστόλι, βγάζει το πιστόλι να με ρίξει, αλλά την κοπάνησα εγώ, έφυγα. Πω πω, και να σε πάω και τώρα στη γωνία ακριβώς που έστριψα. Ο άλλος ο Βούλγαρος πάλι, που πουλούσανε, που ερχόντανε και κάνανε στάση στου Σάκη του Μπαλτζανού το καφενείο, το μαγαζί, το είχε καφενείο ήτανε και μαγειρείο και μπακάλικο ήταν, απ' όλα. Και ερχόντουσαν και τρώγανε εκεί οι Βούλγαροι και αφήναν απέναντι τα άλογά τους, στη σειρά τα κάρα. Τα βάζανε χόρτο να φάνε και εμείς πηγαίναμε, παίρναμε το χόρτο, πηγαίναμε το πουλούσαμε στον Γιαρμαντζή, να πάρουμε κάνα φράγκο, να πάρουμε να φάμε. Και μια μέρα βγαίνει ένας Βούλγαρος, παίρνουμε δρόμο, μόλις στο ντουβάρι Αποστόλου ακριβώς, είναι το αυτό, η καφετέρια είναι, το αυτό, ρε, πώς το λένε την καφετέρια, τέλος πάντων, είναι ακόμα, τώρα την έκανε απέναντι, ακριβώς στη γωνία εκεί, εκεί ήταν διώροφο σπίτι. Στρίβω τη γωνία και η σφαίρα τζιιιν! από το ντουβάρι δίπλα. Φεύγουμε, πάμε από δω, οι Βούλγαροι πήγανε δυο τρεις από κει, πήγαμε, μπροστά τους βρεθήκαμε, μας μαγκώνουνε. Μας πάνε μέσα στο μπακάλικο, εκεί ήταν ο λοχίας τους, αρχηγός της ομάδος τους. Μας βλέπει, βγάζει μία κουραμάνα βουλγάρικια, την κόβει, πέντε ήμασταν, πέντε κομμάτια, βγάζει ένα κασκαβάκι τέτοιο, κασέρι ήταν το κασκαβάκι, το κόβει, μας δίνει ψωμί και κασέρι και λέει: «Άλλη φορά όταν μας δείτε και ερχόμαστε, να 'ρχεστε να σας δίνω ψωμί και κασέρι. Να μην παίρνετε το χόρτο από τα άλογα». Δεν κλέβαμε μόνο το χόρτο, είχαν και καρότα αυτοί, κλέβαμε και τα καρότα. Ε ρε, τι γινότανε τότε, ρε; Ε ρε! Πού ρε; Ολόκληρη... Τι να πρωτοθυμηθείς και τι να πρωτοπείς, ρε;
Άλλους Βούλγαρους είχες συναντήσει εκτός από αυτούς που μου είπες τώρα; Είχε άλλους Βούλγαρους εδώ πέρα στη Θεσσαλονίκη;
Τα σχολεία επιταγμένα τα είχανε, για. Το σχολείο που πήγαινα Βούλγαροι ήτανε. Ε βέβαια.
Είχες έτσι καθόλου σχέσεις με αυτούς;
Όχι, αγόρι μου, όχι, όχι, όχι, σχέσεις με αυτά δεν είχα. Με φιλίες και τέτοια, όχι. Άσε, ήμασταν παιδιά του σχολείου, εγώ πήγαινα έστηνα να πιάνω καρδερίνες και τέτοια. Άλλα είχαμε εμείς. Τσιλίκια να παίζουμε, και να δεις μίσος γειτονιά με γειτονιά, πετροπόλεμο. Να δεις να έρχεται τόσο κοντά με τη σαΐτα, σε χτυπούσε. Ύστερα άμα πιάναμε κανένα αιχμάλωτο, άκου, αιχμάλωτο, τον καθίζαμε στην καρέκλα. Ε ρε, τα παιδικά τα χρόνια, προχθές πέθανε ο Ζαχαρίας. Ο Ζαχαρίας μαζί μου ήτανε, προχτές πέθανε, τον κάναν την κηδεία. Στην ίδια ηλικία μου ήτανε. Οι παππούδες βγαίνανε στον ήλιο να κάτσουν, εμείς πετροπόλεμο κάναμε. Μια μέρα έναν παππού του δίνει μια με την πέτρα εδώ, μας κυνηγούσανε. Άλλα, ρε, χρόνια, ρε γαμώτη, άλλα, άλλος κόσμος. Κόσμος καλός, ρε, ήτανε, αδελφωμένοι ήμασταν, ρε. Δεν είναι όπως τώρα. Τώρα δεν είναι, δεν μου αρέσουν εμένα αυτά τα χρόνια καθόλου. Σέβαση. Είχαμε και σέβαση εμείς, σεβόμασταν, δεν ήμασταν σκόρπιοι. Θα μπεις στο λεωφορείο, θα μπει άνθρωπος μεγάλος, αμέσως.
Θυμάμαι μου είχες πει για κάτι βομβαρδισμούς που είχανε γίνει.
Στις παράγκες;
Ναι.
Οι παράγκες... έγινε ο βομβαρδισμός, καναδέζικα αεροπλάνα ήτανε, Καναδοί, οι πιο πολλοί ήταν Καναδοί για αεροπορία, αυτή που μας βομβάρδιζε, απ' τον Καναδά ήταν οι πιο πολλοί. Είχε γάμο εκείνη την ημέρα. Τότες ήμουνα, πόσο να 'μουνα, 5 χρονών; Η 5 χρονών ήμουνα ή 6 χρονών. 4, 5, 6, ναι, εκεί μέσα ήμουνα. Εκείνη την ημέρα που έγινε ο βομβαρδισμός, αυτοί οι σερσερήδες είδανε τις παράγκες που γυαλίζανε, αυτοί ήρθανε να βομβαρδίσουνε με πολεμοφόδια στρατώνα και τέτοια, και είδαν, γυάλιζαν και είχε έναν ήλιο ωραίο, γυάλιζαν οι παράγκες και νόμιζαν ότι είναι, και αρχίσαν να βομβαρδίζουνε. Και γινόταν ένας γάμος, φουκαράδες, εκείνο δεν θα το ξεχάσω, από μπροστά μου πέρασαν. Θα το φέρνανε το ζευγάρι στην Αγία Παρασκευή, και μαζευτήκαμε εκεί κόσμος ουρά, να δούμε. ‘Ήταν νύφη ντυμένη, γαμπρό το παιδί, και μοιράζανε κουφέτα αντί για κόλλυβα, και τους βάλανε εδώ μπροστά μέχρι τελευταία, τους βγάλανε, τελευταία τους βγάλαν, πότε έγινε το ντουβάρι Αγίας Παρασκευής που χωρίσανε, μέχρι τελευταία ήταν εκεί. Τους έβλεπα, γιατί έμπαινα, έβγαινα εγώ, και είχαμε μαζευτεί εκεί, τους φέρανε εκεί το ζευγάρι εκείνο, τα λέω και τα βλέπω, ρε, τώρα, ό,τι σε είπα τα βλέπω μπροστά μου.
Στην απελευθέρωση μετά, όταν έγινε, είπες ότι είχατε Γερμανούς στα Συμμαχικά, είπες ότι είχατε Ιταλούς, ήρθαν μετά την απελευθέρωση Άγγλοι ή κάποιοι άλλοι Σύμμαχοι να στρατοπεδεύσουνε πάλι μέσα;
Όχι, όχι, όχι. Οι πρώτοι που είχαν έρθει ήταν στον αλβανικό πόλεμο, στρατός που έφευγε για την Αλβανία, και ήρθανε και κάναν και καζάνι εκεί πέρα και μαγειρεύανε, η πρώτη παρτίδα ήταν αυτή. Από κει και ύστερα οι Γερμανοί επιτάξανε, ύστερα όταν φύγαν και ισιάξαν τα πράγματα, τους βγάλανε τους Γερμανούς πάλι. Πάλι βάλανε τους Ρώσους, τους αυτούς. Εκεί κάτω που στρίβουμε για Ζάκκα, απέναντι δεν είναι ένα κλειστό, που το έχει ο δήμος [Δ.Α.]; Ε εκείνο εκεί όλο μέσα άμα το ψάξεις, όλο κόκαλα θα βρεις, εκεί ήταν το πολιτικό νεκροταφείο των Σέρβων. Σέρβοι πολίτες, όπως ήμασταν [01:00:00]εμείς, πολίτες, υπήκοοι. Όλο τέτοιοι είναι εκεί. Και τον θείο μου τον Βάγγελο εκεί τον βάλαμε, ύστερα τον βγάλαμε.
Και περνάν τα χρόνια, έρχεται η απελευθέρωση και έρχεται ο Εμφύλιος μετά, έτσι;
Ε ναι.
Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια του Εμφυλίου στη Θεσσαλονίκη και εσύ πώς τα έζησες;
Δεν ήτανε καλά χρόνια, δεν ήταν καλά χρόνια. Ο μπαμπάς σκότωνε το παιδί, το παιδί τον μπαμπά και τα αδέλφια. Ήταν μοιρασμένοι. Ήμασταν δηλαδή εγώ και εσύ. Εσύ ήσουνα στο ΕΛΑΣ, εγώ ήμουνα ο Εθνικός Στρατός. Τι θα πει ΕΛΑΣ και Εθνικός Στρατός; Αφού οι αντάρτες λέγανε… ποιοι αντάρτες; Κατσαπλιάδες ήτανε. Οι αντάρτες ήτανε που πολέμησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο, εκείνοι ήταν οι αντάρτες, που πολεμούσαν τον κατακτητή, όχι αυτοί. Αυτοί ήταν κλέφτες, ρε, τσουβάλια ήταν. Ο καπετάν αλήτης και ο καπετάν κοπρόσκυλος. Αυτοί ήτανε. Καθένας πήρε μία τουφέκα και σκότωνε όποιον να 'τανε. Πόσα παιδιά πήγανε έτσι ξέρεις; Όλοι οι ταγματασφαλίτες έγιναν ταγματαυτοί. Πήγαν και έγιναν τέτοιοι. Δεν τους χώνεψα ποτέ εγώ αυτούς. Οι κουκουλοφόροι πάλι; Έβαζε την κουκούλα και πρόδινε. Αυτός, αυτός, αυτός. Να και σε έργα άμα τα βλέπεις ακόμα φαίνονται. Τα είδαμε με τα μάτια μας αυτά, τα ζήσαμε. Βλέπεις τώρα τον άλλο, φίλος σου να 'ναι και να 'ρχεται να σε προδίνει. Ρε, μαζί ήμασταν. Γιατί με προδίνεις τώρα; Τι πας; Εσύ πού ήσουνα; Και όμως γίνονταν αυτά τα πράγματα.
Είχαν βομβαρδίσει κιόλας τη Θεσσαλονίκη κάποια στιγμή οι αντάρτες, αν δεν κάνω λάθος.
Όχι.
Το '48.
Ναι.
Το θυμάσαι εκείνο;
Όχι τη Θεσσαλονίκη, τη Νεάπολη.
Το θυμάσαι εκείνο το σκηνικό;
Πήγαμε και βρήκαμε τρύπια τα κεπένια. Εδώ, το σχολείο Νεαπόλεως, επάνω. Ε, από την άλλη μεριά, απ' τη φάτσα. Εκεί τρύπια ήταν όλα τα κεπένια. Ρίχναν από το… από πού; Από το Ντερβένι ρίχνανε τη Νεάπολη.
Κατάλαβα. Και με είπες για τη δουλειά, πάλι στην περίοδο του Εμφυλίου, γιατί είναι η πρώτη φορά που πιάνεις δουλειά ουσιαστικά το '47, ότι βοηθούσες και τέτοια. Μου είπες ότι είχε δυσκολίες και τα λοιπά. Πόσο δύσκολο βασικά ήταν να βρεις δουλειά; Με είπες ότι είχαν ήδη λίγες δουλειές. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα;
Εγώ έβρισκα δουλειά γιατί έψαχνα. Άμα έψαχνες έβρισκες δουλειά, άμα δεν έψαχνες, τι δουλειά να σε δώσουν; Εγώ πήγαινα, είχα ανοίξει την καντίνα, 16 χρονών ήμουνα, 15-16 χρονών άνοιξα και έκανα δέκα φαγητά στη Σερβική Ζώνη, πρωτοάνοιξα εγώ το κυλικείο, κυλικείο, μαγειρείο το είχα, και μαγείρευα δέκα φαγιά και πήγαινα στον φούρνο και περπατούσα από εδώ μέχρι την Αγία Παρασκευή για να τα πάω, δεν είχα μέσον.
Και οι μισθοί εκείνης της εποχής πώς ήτανε; Πώς σας πληρώνανε εκείνη την εποχή; Τι μισθό είχατε;
Κοίτα, αναλόγως, αναλόγως. Εγώ δεν με πλήρωναν μισθό εμένα όταν είχα την καντίνα, έβγαζα λεφτά καλά. Κοίταξε, αναλόγως πού, σε τι δουλειά θα πήγαινες. Εγώ έτυχε, γιατί σε λέω έψαχνα παντού, δεν καθόμουν, έψαχνα δουλειά, έβρισκα, δούλευα. Δεν έβρισκα, καθόμουνα. Δεν είχα σίγουρη δουλειά, δεν είχα. Στη σερβική μέσα παίρνανε κονσέρβες Βουλγαρίας, πιπέρια, πιπεριές κόκκινες σε κονσέρβες. Τα παίρνανε εδώ, τα φέρνανε, αυτός που τα πουλούσε και που τα έκανε εξαγωγή στην Αγγλία, στην Αγγλία τα κάνανε, τα φέρνανε, είχανε αποθήκη, δουλεύαμε πολλά άτομα, βγάζαμε τις ετικέτες τις βουλγάρικες και βάζαμε σέρβικες και πηγαίνανε στην Αγγλία. Εκεί 80 φράγκα μεροκάματο έπαιρνα τότες. 80 φράγκα ξέρεις τι ήτανε; Ενώ έξω άμα δούλευες αυτό… Στο σιδεράδικο δούλευα, με έδινε 10 φράγκα. Άντε, 20 με το 'κανε. Τι ήταν 20 φράγκα; Ενώ τέτοιες δουλειές έψαχνα εγώ, πού έχει μασούρι. Εκεί πήγαινα. Πήγα σε πολλές δουλειές, σου είπα, πάρα πολλές δουλειές έκανα, μέχρι τελευταία που βγήκα σύνταξη.
Μας είπες και για έναν Άντζελ, όπου έμεινες 9 χρόνια; Τι δουλειά έκανες εκεί πέρα, στον Άντζελ που με είπες;
Στον Άντζελ; Τα μαχαιροπήρουνα. Εβραίος δεν σε είπα ήτανε, Εβραίος. Αυτός έσωσε τον αδερφό του, όταν τους πήγαν εκεί, αυτό το εργοστάσιο ήταν αλλουνού, ενός νέου, τον γνώρισα και κείνον σε φωτογραφία. Όταν φύγανε, τον είπε τον Άντζελ, λέει: «Κοίταξε, άμα πάμε τώρα εκεί», στο Νταχάου τους πήγανε, «έτσι και δεν γυρίσω, σ' το γράφω το εργοστάσιο, να έρθεις να το παραλάβεις», κι έτσι έγινε. Αλλά όταν τους πήγαν εκεί, ο μικρός ο Άντζελ, ο Αλμπέρτος, αυτός κάτι είχε πάθει και τον κουβαλούσε ο αδερφός του ο Λέων στην πλάτη, για να μην τον σκοτώσουνε, γιατί άμα έκανε, δεν μπορούσε να περπατήσει, εκείνη την ώρα σ' την άναβε ο Γερμανός, και τον φόρτωσε, αυτά μας τα έλεγε ο ίδιος ο Άντζελ. Και όταν πήγανε, ήρθαν, πήραν το εργοστάσιο αυτό.
Και εκεί πέρα οι συνθήκες πώς ήτανε;
Ε;
Οι συνθήκες πώς ήτανε εκεί πέρα στο εργοστάσιο που δούλευες;
Όλα καλά, όλα καλά ήταν, αλλά είχανε το κακό ιδίωμα οι δυο, αφεντικά ήτανε, ο μικρός προπαντός. Τη Δευτέρα θα σχολάσω. Όλο τη Δευτέρα θα σχολνούσε αυτός, όλο έτσι μας την έβγαζε, για να φοβάσαι και να δουλεύεις. Έτσι, θα σχολάσω, ερχόταν Δευτέρα δεν πείραζε κανέναν. Χρόνια δουλέψαμε, δεν πείραζε κανέναν, αλλά όλο το είχε αυτό. Θα σχολάσω, θα σχολάσω. Όχι, με αγαπούσαν. Μ' αγαπούσαν γιατί δούλευα, ρε, ήμουνα δουλευταράς εγώ. Εγώ ό,τι μου 'λεγαν το 'κανα. «Πάνε, ρε, εκεί». Παπ! «Πάνε εκεί». Παπ! «Ανέβα, ρε, πάνω». Παπ! Όχι καμιά φορά δεν είπα, γι' αυτό μ' αγαπούσανε και οι προϊσταμένοι μου, γι' αυτό και έβριζα κιόλας. Δεν λογάριαζα κανέναν!
Ξέρεις τι;
Είχα όπλο κι εγώ στα χέρια μου.
Θέλω προτού μπούμε στην περίοδο της Σερβικής Ζώνης, η οποία ήταν πολύ σημαντική για τη ζωή σου από ό,τι μας είπες και κατάλαβα, θέλω να μείνουμε λίγο σε εκείνα τα χρόνια πριν το '67, όπου υπήρχαν, όπως είπες, τα κοινωνικά φρονήματα, υπήρχε η αντιπαλότητα Δεξιάς με την Αριστερά, εσείς ως Γιουγκοσλάβοι, εσύ βασικά, οι οποίοι Γιουγκοσλάβοι ήταν τότε κομμουνιστές, είχατε κάποιο θέμα στην Ελλάδα; Αντιμετωπίσατε κάποιο θέμα από την ασφάλεια ή από κάποιον άλλο;
Κοίταξε, αυτοί που ήταν ήσυχοι, καλοί, δεν είχανε κανένα θέμα. Οι άλλοι που μπλέξανε με τους Βουλγάρους, τους έδωσαν δρόμο, γιατί είχε πολλούς που μπλέξαν με Βουλγάρους, δεν είχανε άδεια να 'ρθούνε στην Ελλάδα, τους διώξανε και ξανά Ελλάδα όχι. Μόνο η αδερφή τους ερχόταν με άδεια. Άμα δεν έμπλεκες πουθενά, εμείς δεν μπλέξαμε πουθενά, ήμασταν [Δ.Α.], ενώ οι άλλοι πήγανε για να είναι καλοί, ότι είναι Βούλγαροι, πηγαίνανε και βουλγαρίζανε. Κατάλαβες; Αυτούς πειράξανε, τους διώξανε. Όσοι ήταν έτσι, δρόμο.
Και μπαίνεις στη Σερβική Ζώνη το '67, έτσι;
Το '67. Τι, εγώ; Ναι. Αρχές '67, αρχές, δηλαδή Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο μπήκα. Όλο Μάρτιο πήγαινα παντού, όλο τον Μάρτη. Και στον Άντζελ Μάρτη πήγα.
Πώς είναι εκείνη η μέρα που σε προσλαμβάνουν; Τη θυμάσαι, όταν σε παίρνουν πρώτη φορά στο λιμάνι, στη Σερβική Ζώνη;
Να σου πω. Γιόρταζα και είχα τραπέζι το βράδυ, στο υπόγειο έμενα, Κρατερού, πέρα. Έρχεται ο Μιχάλης ο γαμπρός μου, ο οποίος δούλευε εκεί, λογιστής ήτανε, βράδυ. Με λέει: «Μιχαλάκη, φύγε, πάνε, έχεις υπηρεσία». «Τι υπηρεσία;» λέω. Λέει: «Αναλαμβάνεις από σήμερα». «Τώρα, ρε Μιχάλη; [01:10:00]Γιορτάζουμε σήμερα, τώρα βρήκανε;». «Τώρα σήκω και φύγε». Και τους παρατάω τους καλεσμένους όλους σπίτι και πάω και πιάνω υπηρεσία. Τον θείο Γιώργο είχα καλεσμένο και τον είχα κάνει ψαρόσουπα και αυτά, τους παράτησα και έφυγα και πήγα και έπιασα δουλειά νύχτα, νύχτα, νυχτερινός. Πήγα το βράδυ και μέχρι το πρωί, και σε πόσο καιρό έγινε η χούντα. Τρεις μήνες δεν είχα, η χούντα έγινε.
Τη θυμάσαι εκείνη την ημέρα όταν γίνεται το πραξικόπημα;
Ε, τι να θυμηθώ; Μέσα ήμουνα, φύλακας, και πήγα να φύγω, δεν είχα ταυτότητα, ήταν ο Μπάμπης, αυτός ήτανε σημαιοφόρος του ναυτικού, βαθμό είναι ο σημαιοφόρος της ασφαλείας. Με λέει: «Ταυτότητα;». «Δεν έχω», λέω. Λέει: «Καλά, ρε, εδώ δεν βλέπεις τι γίνεται;». «Μέσα ήμουνα, υπηρεσία. Πού θα την έβρισκα την ταυτότητα;». Το απόγευμα έπρεπε να γυρίσω πάλι. Έφυγα, ήμουνα νυχτερινός και θα γυρνούσα πάλι νυχτερινός, και πήγαινα πιο νωρίς για να φύγει ο άλλος, έτσι αλλάζαμε. Όταν γύρισα, πήγα σπίτι, τελείωσε, εντάξει, πάλι γυρνάω να πάω στο λιμάνι. Ταυτότητα; Δεν την πήρα. Με λέει: «Ταυτότητα;». Αλλά με γνώριζε, λέω: «Την ξέχασα, την έβγαλα να την πάρω και την ξέχασα». «Καλά, ρε, δεν βλέπεις τι γίνεται; Χωρίς ταυτότητα πού γυρνάς; Άντε πήγαινε», λέει. «Έχω βάρδια, έχω υπηρεσία νυχτερινή», του λέω. «Άντε πήγαινε μέσα». Με γνώριζε. Αν δεν με γνώριζε; Δεν θα μπορούσα να πάω, γιατί δεν έβαζαν, δεν τους βάζανε μέσα. Όλοι με χαρτί, αλλιώς μέσα δεν έμπαινες και έξω, τότες. Όλα εκείνα με βρήκανε μέσα εκεί, όλα, όλα.
Γενικά τη χούντα πώς την έζησες; Πώς το 'νιωθες όλο αυτό το κλίμα της δικτατορίας, ως εργαζόμενος, από τη μία, και ως–
Δεν είχαμε προβλήματα, μωρέ, δεν είχαμε προβλήματα. Πηγαίναμε μέσα στο λιμάνι, κλεινόμασταν εκεί με τα βαπόρια, με τα αυτά, και δεν είχαμε με τον έξω κόσμο πάρε-δώσε πολύ. Δεν είχαμε, δεν πείραξε κανέναν, παρόλο εγώ που ήμουνα οργανωμένος με το ΠΑΣΟΚ, δεν με πείραξε κανένας.
Και πες μας βασικά πώς είναι, μας είπες πώς είναι η πρώτη σου μέρα, πώς είναι η μέρα που ξεκινάς από το σπίτι σου και πας να δουλέψεις στο λιμάνι, μία μέρα εργασίας σου πώς είναι;
Εξαρτάται τι δουλειά θα έκανες και πώς θα πήγαινα, αν έτρωγα πατσά πρώτα, θα έπινα και ένα μπουκάλι ρετσίνα. Αυτό θα 'κανα και ύστερα πήγαινα τραγουδώντας, Πήγαινα, έπιανα δουλειά, όλη μέρα μες στη χαρά ήμουνα, αφεντικό ήμουνα εκεί, στη σερβική, ε; Αφεντικό ήμουνα. Αφού εγώ έκανα κουμάντο όλο το… τρακτέρια, μακτέρια, συνεργεία, αυτά, όλα εγώ, όλα εγώ.
Είχε Σέρβους αστυνομικούς μέσα η Σερβική Ζώνη;
Όχι.
Τελωνειακούς, Σέρβους γενικά.
Τελωνειακούς είχε, τελωνειακούς είχε, εντάξει. Σιδηροδρομικούς είχα, τέτοιοι. Αυτοί ήτανε. Τελωνειακούς τι είχαμε; Ένας ήταν ο διευθυντής και ένας ο υποδιευθυντής, γραμματέας που ήταν, αυτοί ήταν οι τελωνειακοί, δεν είχε άλλους, να είναι πολλοί τελωνειακοί. Όχι, πολύ πράμα δεν είχε, όλοι πολίτες. Τον Σωκράτη είχαν που είχε τσίπουρα και πηγαίναν και πίναν.
Θυμάμαι έλεγες πολύ για τον διευθυντή σου εκεί πέρα, έναν Πέρο;
Ο Πέρος. Ο Πέρος ήταν στα γραφεία επάνω.
Οι σχέσεις σου με αυτόν πώς ήταν;
Καλές, καλές, καλές σχέσεις είχα. Ήταν καλό παλικάρι ο Πέρος. Ο Πέρος ήταν καλό παλικάρι, νευρικός πολύ ήτανε, αλλά ήτανε παίδαρος, παίδαρος. Πάνω στο δίκαιο ήτανε… Είχαμε και τον άλλο, ο άλλος ο Μόμας; Ο Μόμας κάθε γιορτή έσφαζε μία αγελάδα, γιατί κουβαλούσαν και ζώα μέσα εκεί. Μια αγελάδα τη μοίραζε, έπαιρνε και μία ζυγαριά και μοίραζε στους εργάτες κρέας. Όχι, από αυτά αφθονιά είχε.
Και είχαν νομίζω κάποιες εταιρείες μέσα στο λιμάνι, στη Σερβική Ζώνη, έτσι;
Ε, ναι, η Magošped και η Jugošped.
Αυτές τι ακριβώς κάναν εκεί πέρα;
Ε τι ήταν; Το εμπόριο ήτανε, τα εμπορεύματα που ερχόντανε. Άλλα ήταν η Magošped και άλλη ήταν η Jugošped. Εμείς ήμασταν στη Jugošped, ήταν στη Σερβία, στο Βελιγράδι η Jugošped. Η Magošped τώρα τι; Η μία ήτανε των Σκοπίων, Σκοπιανοί ήτανε, ο Αβραάμ διευθυντής, και του Πέρου ήτανε οι Σέρβοι. Μαυροβουνιώτης ήταν ο Πέρος, το Μαυροβούνι ήταν, Crna Gora ήτανε.
Σε είπανε ποτέ να ανέβεις προς τα πάνω, προς Σερβία, να δουλέψεις;
Βέβαια, βέβαια. Όταν έκλεισε η Ζώνη, πριν ακόμα ο οργανισμός να μας προσλάβει, ο Πέρος ήρθε με είπε. Ήθελε να με στείλει στη Zastava, στο εργοστάσιο της Zastava, να πάρω ειδικότητα και να γυρίσω στον Χολίδη, να δουλέψω εκεί πέρα στο γκαράζ του Χολίδη, στην εταιρεία. Είχαν μαζέψει και λεφτά, να με κάνουν τα έξοδα, αλλά ήμουν με το παιδί μικρό, παντρεμένος ήμουνα. Λέω: «Πού να πάω, ρε Πέρο, τώρα; Γίνεται;», λέω. Τώρα άμα δεν γυρνούσα υπηκοότητα και είχα τη σερβική, δεν θα πήγαινες ούτε εσύ ούτε ο μπαμπάς, αλλά δεν θα μπορούσες να σπουδάσεις πανεπιστήμιο. Κατάλαβες;
Σκέφτηκες ποτέ να γυρίσεις πίσω;
Πού;
Να πας κάποια στιγμή έτσι στη Γιουγκοσλαβία;
Μπα.
Να δεις πώς είναι εκεί τα μέρη που καταγόσασταν, ας πούμε.
Ήθελα βόλτα να πάω, αλλά δεν μπορούσα να πάω. Θα μ' αρπάζανε.
Καταλαβαίνω. Και θυμάμαι ένα περιστατικό με είχες πει από το λιμάνι. Θυμάσαι πολύ έντονα ένα περιστατικό που ήσουνα φύλακας; Από την Κύπρο, αν δεν κάνω λάθος, μου έλεγες ότι ήτανε.
Α, για το αυτό λες, για τους σκοτωμένους που φέρνανε απ' την Κύπρο. Ε, ναι, εκείνο ήτανε, χούντα πρέπει να 'τανε τότες.
Τι είχε γίνει τότε; Τι είχες δει;
Το πραξικόπημα δεν είχε γίνει στην Κύπρο; Που έπεσε ο Παπαδόπουλος, βγήκε ο Ιωαννίδης και αρπαχτήκαμε με τους Τούρκους τότες, πότε. Όλα σειρά ήτανε, μωρέ, αυτά. Τότε σκοτώθηκαν πολλοί και δεν τα λέγανε αυτά. Και ένα απόγευμα βλέπω, είναι Σάββατο απόγευμα, είμαι υπηρεσία. Λέω: «Τι βαπόρια είναι αυτά, ρε, που έρχονται;». Αυτά τα φεριμπότ. Ήρθαν, αράξανε τέσσερα βαπόρια στη σειρά έτσι. Βλέπω απ' την άλλη έρχονται νοσοκομειακά αυτοκίνητα, ένα κάρο. Βλέπω επιτελάρχες, στρατηγοί, αυτοί, ω ντε, βλέπω νέκρα έξω. Δεν επιτρεπόταν κανένας, αστυνομία σε όλα τα μέγαρα, σε κάθε πάτωμα αστυνομία, στην πόρτα μέσα, ούτε στο μπαλκόνι θα πας. Και κατά τις 15:00 που αρχίνισαν να αδειάζουνε, μπαίναν τα αυτοκίνητα μέσα τα νοσοκομειακά, γεμίζαν φέρετρα, βγαίναν έξω, γιατί πήγα και είδα, πήγα και είδα. Ήταν δίπλα ακριβώς στο ντουβάρι η πόρτα και αυτό που γινότανε. Ήρθε ο Εσατζής, με λέει: «Περάστε από κει». Λέω: «Φύλακας είμαι». «Περάστε από εκεί». «Εντάξει, πάω από κει», του λέω. Πήγα από κει, αλλά πάλι έβλεπα. Να, έτσι, έκανα έτσι να βλέπω, και παίρνανε όλο φέρετρα, και αυτούς όλους τους είχαν αγνοούμενους, ενώ τα παιδιά είχαν σκοτωθεί. Ξέραν, αλλά δεν το λέγανε αυτό, ούτε βγήκε καμιά φορά στη φόρα έξω. Κανένας δεν το έχει αναφέρει αυτό.
Καταλαβαίνω.
Φωτογραφική μηχανή απαγορευόταν να 'χεις εκεί.
Με είπες ότι κλείνει το '75 η Ζώνη, έτσι, η Σερβική Ζώνη.
Τι;
Με είπες ότι το '75 κλείνει η Σερβική Ζώνη, έτσι; Το 1975.
Ναι, βρε, ναι, τότες που φύγαμε.
Μετά, όταν είσαι στο κενό, στο μετέωρο, μέχρι να όντως να μπεις στον οργανισμό.
Ναι.
Του λιμανιού. Πώς ήσουνα;
Πού;
Όταν έκλεισε η Σερβική Ζώνη, ας πούμε, πώς ένιωσες; Τι ένιωσες;
[01:20:00]Καλά. Μια χαρά ένιωσα. Πουλούσα έξω από τα Συμμαχικά στους Σέρβους μπιμπελό, ρολόγια, εργαλεία, αυτά. Έβγαζα πιο πολλά. Πήρα και τον κυρ Κώστα, τον φίλο μου, τον έβαλα, τον είχα βοηθό και ύστερα τον πήρα και αυτόν. Κάνει έναν πάγκο εδώ. Εκεί μας γράψανε καμιά έντεκα πταίσματα είχα. Όχι ότι ερχόνταν οι ανθρώποι να μας γράψουνε. Ρουφιανεύανε άλλοι, ρε, από ζήλια, ναι, αφού μου το είπε εμένα καθαρά ο αστυνομικός. Λέει: «Εμείς δεν φταίμε», λέει. «Ντάξει, ρε φίλε, κάνε τη δουλειά σου εσύ», του λέω.
Και μετά μπήκες στον οργανισμό, έτσι; Στον Οργανισμό Λιμένος.
Ναι. Ε τι ρε; Χωρίς δουλειά κάνα μήνα, αλλά πουλούσα και δεν είχα ανάγκη, ρε. Πουλούσα, εκεί έβγαζα καλά λεφτά, είχε και δουλειά τότες, και ούτε να δουλέψω δεν πήγαινα σε δουλειά. Σιδεράς, είχε δουλειά, να δουλέψω σιδεράς, ήταν η τέχνη μου, αλλά εγώ αφού εκεί οικονομούσα πιο πολλά. Ο Άντζελ, όταν έφυγα ο Άντζελ με παρακαλούσε να πάω στο εργοστάσιο πάλι.
Στον οργανισμό πλέον ποια ήταν η δουλειά σου; Τι έκανες εκεί πέρα στο λιμάνι;
Μηχανοτεχνίτης.
Και η φύση της δουλειάς πώς ήταν, το να 'σαι εκεί πέρα με τα μηχανικά, να εργάζεσαι; Πώς ήταν η φύση της δουλειάς σου, ας πούμε;
Ε τι; Άμα χαλνούσε κάτι, το έφερναν και το φτιάχναμε, δεν είχε τίποτα. Μόνο τα δικά μας φτιάχναμε; Τα του Οργανισμού; Ολωνών των διευθυντών από όλες τις υπηρεσίες τα φέρνανε εκεί τα αυτοκίνητα. Τα κάναμε εμείς.
Και το λιμάνι πώς ήταν εκείνη την εποχή γενικά; Το '75 που είμαστε, και πιο πριν, και πόσο έχει αλλάξει σήμερα βασικά;
Ε, άλλαξε το λιμάνι. Όταν το πήρε ο ελληνικός, που πήρανε οι Έλληνες, ας πούμε, αλλάξανε πολύ. Εκεί έγινε dock άλλο, χτίστηκε. Πρώτα ήταν ένα μακρύ, τόσο φαρδύ, πόσο, όσο είναι το σπίτι, και ο φάρος μπροστά. Ύστερα έγινε όλο προβλήτα εκείνο, μπήκανε γερανοί, δεν είχε γερανούς εκεί. Μπήκανε γερανοί. Άλλαξε, βέβαια. Οι αποθήκες μείνανε, είναι ακόμα. Οι αποθήκες είναι, η μεγάλη αποθήκη είναι εκεί. Η μόνη που έμεινε αυτή είναι και η άλλη, δύο αποθήκες είναι που μείνανε έτσι.
Και δουλεύεις εκεί πέρα μέχρι το '95.
Όχι, όχι, η άλλη μάλλον την γκρεμίσανε, την γκρεμίσανε την άλλη. Τη μία έχει, τη μεγάλη, την κεντρικιά αποθήκη. Έχει το λιμεναρχείο κάνει εκεί το συνεργείο του. Είναι, τα βλέπω τώρα που πάω.
Και δουλεύεις μέχρι το '95 εκεί πέρα, έτσι;
Ε;
Και δουλεύεις μέχρι το '95 έτσι.
Εγώ;
Στον οργανισμό.
Στη Σερβική Ζώνη ή…;
Στον οργανισμό.
Ε, μέχρι το '95. Το '95 έφυγα. 19 χρόνια είναι; Και 9 στη σερβική; Μία ζωή. Και 9 στον Άντζελ;
Καταλαβαίνω.
Και 10 σιδεράς; Πόσα χρόνια είναι; 50. Τι νομίζεις; Λένε τώρα, τώρα εδώ. Έτσι δουλεύαμε, ρε, τότε, με φώτα. Φως άναβε, φως έσβηνε. Πρωί βράδυ.
Καταλαβαίνω. Η Θεσσαλονίκη γενικά εκείνη την εποχή πώς ήταν; Τη θυμάσαι;
Βέβαια.
Εκεί πέρα δεκαετία '60-'70. Πώς ήταν εκείνη η πόλη;
Ε πώς ήτανε; Έτσι ήτανε.
Έχει αλλάξει;
Έγιναν, βρε, κάτω στον Λευκό Πύργο, οι δήμαρχοι που αλλάξανε τις αυτές. Τι ήτανε; Εκεί στον Λευκό Πύργο επάνω, εγώ δεν ήμουνα βέβαια τότε στον οργανισμό, ήμουνα στη Σερβική Ζώνη. Οι μπουλντόζες που δουλέψανε και κάνανε, που στρώνανε κάτω το χώμα και τα αυτά, όλα ήταν του οργανισμού, συνάδελφοι δούλεψαν εκεί, μεγάλοι ήταν όταν πήγα εγώ, και τώρα ακόμα, πιο κάτω, ο άλλος δήμαρχος φτιάχνει πάλι άλλη προβλήτα. Πιο κάτω φτιάχνει άλλη προβλήτα. Ε, αυτά ύστερα. Πρώτα δεν ήτανε. Παίρναμε το μοτοράκι, μας έκανε βόλτα, ερχόταν ο στόλος ο αμερικάνικος, άλλος για τον στόλο, μας πήγαιναν βόλτα, πληρώναμε. Είχαμε και τους Αμερικάνους, ερχόταν ο στόλος, ερχόντανε πολεμικά αμερικάνικα. Οργίαζαν κάτω τα καμπαρέ. Εντάξει, αυτά ήτανε εύκολα. Εμείς ήμασταν παλικαράκια, εμείς πηγαίναμε να κάνουμε κάνα πακέτο τσιγάρα αμερικάνικα, να καπνίσουμε. Πήγαινα και σε μπαρ τότες εγώ, ήμουν αρκετά μεγάλος.
Πώς ήταν η νυχτερινή ζωή, επειδή αναφέρεις για μπαρ, έτσι;
Ναι.
Η νυχτερινή ζωή πώς ήταν εκείνη την εποχή;
Ωραία. Ωραιότατη.
Τα μαγαζιά; Πώς έβγαινε ο κόσμος;
Πολύ ωραία ήτανε. Πολύ ωραία. Άνετος. Γλεντούσες μια χαρά και φθηνά κιόλας. Τώρα μπορείς να πας; Το ουίσκι το πληρώνεις για χρυσό τώρα, τότες 50 δραχμές και πιο λίγο. Ύστερα έγινε 50 δραχμές. Πιες πενήντα ουίσκι. Εγώ όταν δούλευα στον Άντζελ, το '59, αρχές '59 πήγα, παίρναμε 3,5 κατοστάρικα την εβδομάδα, και όταν είχε υπερωρίες έπιανα 900, δεν τις έχανα τις υπερωρίες. Με τα 3,5 κατοστάρικα γυρνοκοπούσα νυχτερινά κέντρα, είχα και έναν φίλο, τον Θανάση, με 3,5. Όταν παίρναμε τα 900, δεν μας έπιανε… ένα βράδυ είκοσι πέντε μπουζουξίδικα πήγα. Φθηνά ήταν, φθηνά, φθηνά, φθηνά. Γλεντούσαμε με το παραπάνω, με το παραπάνω γλεντούσαμε. 25 φράγκα, θυμάμαι, τελευταία, που είχα φύγει από τον Άντζελ, 25 φράγκα το κιλό το κρέας είχε, 25 δραχμές, όχι ευρώ. Πάνε πάρ' το τώρα. 25 δραχμές. Πες τον Στάθη τον φίλο μου να σε λέει πολλά πράγματα. Ναι, ρε, τον Στάθη έπρεπε να σε πω.
Θυμάσαι κάποιο μεγάλο όνομα, μιας που λέμε για νυχτερινή Θεσσαλονίκη;
Τον Τίτο!
Πες μας για τον Τίτο.
Τι; Όταν ήρθε στα Συμμαχικά, δυο φορές ήρθε.
Το θυμάσαι εκείνο το σκηνικό, το περιστατικό;
Ποιον κυνηγό;
Το περιστατικό που έρχεται ο Τίτο στα Συμμαχικά.
Ε ναι.
Εσύ πού ήσουν;
Μια βδομάδα, τι μια βδομάδα, έναν μήνα μας κάνανε έλεγχο εκεί. Ναρκοσυλλέκται και αυτά, να μην έχει τίποτα, του βάλουν να τον ανατινάξουνε. Και όταν ήρθε ο Τίτο, εκείνη την ημέρα εγώ κοιμόμουνα μέσα, δεν μας άφηναν να πάμε κοντά, από το σπίτι. Και ήρθε ο τελετάρχης, αφού ψάξανε, όλα μέσα τα ψάξανε με ναρκοσυλλέκτες, με αυτά, πάει ο μπαμπάς μου και λέει τον επιτελάρχη, λέει: «Καλά, όλα τα ψάξατε, όλα τα κάνατε. Αυτό το στιλό το ελέγξατε, που θα υπογράψει;». «Ωωω, αμάν, κύριε Γιώργο», λέει. «Αμ, παιδιά, μπορεί αυτό να την κάνει τη δουλειά». Θυμάμαι δυο φορές ήρθε ο Τίτο, και ο Ντε Γκολ ήρθε μια φορά.
Πώς ήταν εκείνη τη φορά, τη θυμάσαι, όταν έρχεται ο Ντε Γκολ;
Κόσμος πολύ. Απαγορευόταν, η αστυνομία, ρε, έμπαινε στη σειρά αστυνομία, κάθε τόσο και αστυνομικός, κάθε τόσο και αστυνομικός. Τι; Έτσι δεν τους αφήναν αυτούς. Σου λέει: «Να κάνουν κάνα σαμποτάζ, θα τραβιόμαστε εμείς».
Πέραν του Τίτο, του Ντε Γκολ, άλλοι σημαντικοί έτσι ηγέτες, και Σέρβοι βασικά, γιατί ήταν σερβικά τα νεκροταφεία, είχαν έρθει;
Ε, ήρθαν, πώς;
Τους θυμάσαι;
[01:30:00]Ήρθαν. Τι ήταν; Αυτοί ήταν μηδαμινοί. Μόνο τα μεγάλα πρόσωπα. Ήρθανε. Και πρέσβεις ήρθανε και αυτά, αλλά δεν δίναμε πολλή, πολλή σημασία.
Πριν επιστρέψουμε στο κομμάτι της νυχτερινής ζωής, γιατί με είπες κάτι πολύ ωραίο τώρα, και επειδή λέμε για Σέρβους, για μεγάλα ονόματα, εσείς ως οικογένεια, ως φύλακες των Συμμαχικών, με το προξενείο είχατε σχέσεις; Γνωρίζατε τους προξένους;
Ε, πώς δεν είχε; Ο μπαμπάς μου δεν είχε; Από πού πληρωνόταν; Ο πατέρας πληρωνόταν εκεί. Ύστερα πέθανε ο πατέρας μου, ανάλαβε ο Γιώργος, πληρώνεται αυτός από κει. Όταν είχε γιορτές, που κάναν γιορτή κάθε χρόνο, χορούς και τέτοια, δεξιώσεις, ήμασταν καλεσμένοι, πηγαίναμε, βέβαια, παίρναμε και την κυρα-Ζοζέφα μαζί, την Ιταλίδα. Να δεις τον πατέρα μου με την κυρα-Ζοζέφα με τα κουταλάκια να χορεύουν μέσα εκεί σμυρναίικο χορό. Ε, γινότανε χαμός. Και η μαμά μου ήταν και ο αδερφός μου και εγώ, όλοι. Όλοι πηγαίναμε. Βέβαια, πηγαίναμε. Γινότανε χαμός. Και τελευταία πήγα, που ήταν ο θείος ο Γιώργος. Όταν άλλαξα, δεν πήγα ξανά.
Και επειδή, για να κλείσουμε αυτή την παρένθεση και να συνεχίσουμε αυτό που έλεγες πριν για τη νυχτερινή ζωή, θυμάσαι κάποιο έτσι μεγάλο όνομα να το έχεις δει από κοντά, που έγινε μετά, ας πούμε, διάσημο στην Ελλάδα;
Τον Παπανδρέου!
Για νυχτερινή ζωή, εννοώ για διασκέδαση, για μπουζούκια, γι' αυτό.
Τι μεγάλο πρόσωπο;
Τραγουδιστή, ας πούμε, να έχεις δεις από κοντά.
Ε πώς, τραγουδιστές δεν είδαμε; Έναν μόνο; Έναν από κοντά; Και φίλους. Τον Γιάννη τον Πάριο. Τι τώρα; Ένα κάρο είναι, ρε, όλους θα σ' τους πω; Ποιον; Και ποιον δεν έχει; Τον Μητροπάνο, τον Τσιτσάνη, τη Νίνου, την Μπέλλου, όλους. Τον Κατέβα, τον άλλονα… πολλοί, ρε, όλους, τους πιο πολλούς φίλους. Τον Διονυσίου; Με αυτούς παρέα κάναμε. Γιατί εγώ πήγαινα στην Αθήνα, φωτογραφίες, δεν τις βλέπεις μέσα; Τον άλλο τον Κύπριο πώς τον λέγανε, τον Βιολάρη. Με κείνον με σύστησε ο Κώστας στον γάμο του. «Ο θείος μου ο Σαλονικιός» λέει. Έχουμε αυτά.
Πες μου ένα σκηνικό που να σου έχει μείνει από αυτούς. Ένα ωραίο σκηνικό που να σου έχει μείνει.
Τι να με έχει μείνει; Ο Διονυσίου; Όλα τα τραγούδια «Θεσσαλονίκη μου, γλυκιά μου φτωχομάνα», όλα της Θεσσαλονίκης τα τραγούδια ένα βράδυ μου τα 'παιξε στην μπουάτ, με τον Ηλία πήγαμε να εισπράξουμε απ' τα άλογα λεφτά και γλεντήσαμε κιόλας εκεί. Ο Ηλίας ο Πολυκανδρίτης ήτανε προπονητής στα άλογα στον ιππόδρομο. Τι να με πεις; Τον Νταϊφά, του Ολυμπιακού τον πρόεδρο; Εγώ έκανα με μεγάλους παρέα κάτω. Όταν πήγαινα με τον Ηλία, ήμασταν όλο με προσωπικότητες. Τον τραπεζίτη τον Κωστόπουλο. «Φάε με τα χέρια, η γυναίκα και το κοτόπουλο με το χέρι τρώγεται», έτσι με έλεγε. Λεφτά πολλά έχει, τράπεζα έχει. Τώρα ποια είναι, η Πειραιώς είναι, συνέταιρος, πού είναι; Σε λέω. Δεν έχουμε, είχαμε πρώτα.
Καταλαβαίνω. Μου είπες κάτι πολύ ενδιαφέρον πριν, για τον Παπανδρέου, ότι ήσουνα στο ΠΑΣΟΚ και τα λοιπά. Εκείνα τα χρόνια που έρχεται το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το '81, που ήσουνα και εσύ οργανωμένος, όπως είπες, πώς ήτανε, τι ένιωθες όταν τον έβλεπες;
Ενθουσιασμό, ενθουσιασμό, ενθουσιασμό είχαμε, και λεφτά να δώσουμε και τα πάντα να δώσουμε, και την ψυχή μας. Εγώ πόσες φορές ήρθα πρωί εδώ, πόσες φορές δεν ήρθα;
Συμμετείχες άρα στο ΠΑΣΟΚ, στις κινήσεις του, σε αυτά που γίνονταν στη Θεσσαλονίκη, στις ομιλίες;
Στα συνέδρια; Αντρέας. Το σήμα να το κρατήσεις αυτό που έχω, που σου είπα. Του Αντρέα δώρο είναι. Τριακόσια έφερε και μας τα μοίρασε στη νομαρχιακή μέσα, στην ΠΟΑΕΑ μας τα μοίρασε, στην ΠΟΑΕΑ. Ένα ήταν τότε.
Θυμάσαι, πες μου για εκείνη την ομιλία. Μου είχες πει ότι ήταν οι αντάρτες, από τη μία, ήταν η πορεία της απελευθέρωσης, ας πούμε, όταν είχαν έρθει οι αντάρτες, και από την άλλη ήταν η πορεία όταν είχε βγει ο Αντρέας Παπανδρέου, το '81. Πώς ήταν εκείνη η πορεία, πού ήσουνα, πώς το έζησες;
Ενθουσιασμός υπήρχε πάλι. Πάλι υπήρχε ενθουσιασμός. Κατεβαίναμε όλο το δημοτικό συμβούλιο και όλος ο νεαπολίτικος λαός ήμασταν, όλοι κάτω. Ενθουσιασμός μεγάλος υπήρχε τότες που βγήκε ο Αντρέας την πρώτη φορά. Και η δεύτερη καλή ήτανε, αλλά η πρώτη ήταν ο μεγάλος ενθουσιασμός, που δεν είχε μέρος να περπατήσεις. Εμείς ήμασταν γνήσιοι ανθρώποι, δεν ήμασταν να πάμε στο ένα κόμμα, στο άλλο.
Και πώς και προέκυψε και οργανώθηκες στο ΠΑΣΟΚ και μπήκες εκεί;
Δημοκρατικός ήμουνα εγώ, σοσιαλδημοκράτης. Ο σοσιαλδημοκράτης πού θα πάει; Ο Παπαντρέου σοσιαλιστής ήταν, μην κοιτάς που ύστερα, μωρέ, δεν μπορούσε να δουλέψει αλλιώς. Ο Παπαντρέου, ζητούσαν οι Αμερικάνοι ένα πράγμα, «εντάξει» τους έλεγε, ήξερε, ήταν πολιτικάντζας, βρε. «Έγινε, αλλά θέλω κι εγώ εκείνο, αλλιώς όχι». Ήξερε και έκανε αγορές, δεν ήταν πουλημένα τομάρια, που δίνουνε τώρα. Πάρτε τα όλα και τίποτα δεν παίρνουμε. Να! Πολιτικοί! Αντρέας. Εγώ να 'μαι ειλικρινής, δύο περάσανε και αν πούμε και τον τρίτο, γιατί σαν κεφάλι ήταν γερό κεφάλι. Ήτανε ο Καραμανλής ο γέρος, ο Αντρέας ο Παπαντρέου και ο Μητσοτάκης. Μπορεί να τον βρίζουν, να τον κάνουνε, αλλά η κεφάλα του ήταν γερή, έκοβε πολλά, αλλά άμα δεν συμφέρουν. Αυτά που μας συμφέρουν είναι καλά, αυτά που δεν μας συμφέρουνε, βρίζουμε, έτσι δεν είναι;
Από τον Παπανδρέου κάτι άλλο που να σου 'χει μείνει έτσι σαν περιστατικό στη Θεσσαλονίκη;
Όλα με μείναν του Αντρέα και είναι μες στην καρδιά μου ακόμα. Και ακόμα είναι μες στην καρδιά μου. Και τρισάγιο τον έκανα κάτω που κατεβήκαμε με την ΠΟΑΕΑ.
Αυτή η ΠΟΑΕΑ τι ήτανε;
Η ΠΟΑΕΑ ήτανε μια οργάνωση η οποία ήταν οι αγωνισταί του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ήτανε οι αντάρτες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δεν ήτανε οι κουράδες οι κατσαπλιάδες. Γιατί εδώ είχαμε αρπαχτεί πολλές φορές, και σε μια παρέλαση είχαμε έναν τέτοιο κουρελή και πήγε να μιλήσει και Δ.Α. Δεν μπερδευόμαστε με τον Εμφύλιο, όχι. Λυτρωτές τους λέγανε. Ποιοι είναι οι λυτρωταί, ρε; Ποιοι ήταν οι λυτρωταί, ρε; Λυτρωταί ήταν εκείνος ο στρατός που πήγε και αγωνίστηκε για την Ελλάδα. Γιατί; Μόνο αριστεροί ήτανε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που πολεμούσανε; Πιο πολλοί ήτανε δημοκρατικοί ανθρώποι, βασιλόφρονες, δεξιοί, είχε πολλούς, δεν είχε σημασία. Όλοι ήτανε για την πατρίδα, αγωνιζόνταν για έναν σκοπό, δεν αγωνιζόντανε για τα κουρέλια. Αυτά τα ακούω και με πιάνουν τα νεύρα ορισμένες φορές, γιατί δεν ξέρουν.
Στην ΠΟΑΕΑ πώς και οργανώθηκες; Πώς έτυχε και οργανώθηκες;
[01:40:00]Κοίταξε, στην ΠΟΑΕΑ, είχαμε τον κυρ Βασίλη εδώ, τον κυρ Βασίλη τον είχες γνωρίσει, τον Σκορδά, που λέγαμε; Αυτός ήταν στην ΠΟΑΕΑ, μεγάλος πέθανε, και ήμουν εγώ εδώ, ο Περικλής, θέλαμε την ομάδα να την ανανεώσουμε, να βάλουμε πιο νέους, και ήμουνα εγώ, ήτανε ο Σάββας, πιο νέοι, ο Περικλής, και μας έγραψε. Έχουμε ταυτότητες, μέσα τις έχω τις ταυτότητες, και τη μαμά και τη γιαγιά σου έχω, και έτσι ξεκινήσαμε. Ύστερα ήρθε ο Μακρής, ήρθε ο Θόδωρος, τους γράψαμε. Ο κυρ Βασίλης έκανε την αρχηγία εκεί. Ο δάσκαλος. Ήμασταν διακόσια άτομα, αλλά είχαμε και κάτι ντολμέδες. Είχε ντολμέδες, παντού είναι οι ντολμέδες, παντού. Πόσες φορές αρπάχτηκα εγώ. Χωνόντουσαν για να μπουν σε καμιά δουλειά, να βάλουν κάναν δικό τους, για γλείψιμο. Πιο πολύ για γλείψιμο χωνόντουσαν, δεν πηγαίναν για παλικαριά, σαν κι εμάς. Εγώ στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ που ήμουνα, 5 χιλιάρικα έδινα κάθε μήνα. Κάθε μήνα 5 χιλιάρικα με κρατούσανε. Τους εργάτες 500 φράγκα, εμένα 5 χιλιάρικα.
Είχε στη Νεάπολη εδώ κάτι το ΠΑΣΟΚ, μια τοπική, ας πούμε;
Είχε τοπική, είχε εδώ τοπική. Τρίχες ήταν. Στο τέλος που βγήκα σύνταξη, διαγράφηκα από τη δικιά μου κάτω και είχα γραφτεί εδώ. Ντολμέδες. Όλοι κερδοσκόποι ήτανε, κερδοσκόποι όλοι τους.
Και όταν πέθανε ο Ανδρέας τι ένιωσες; Το '96, όταν πέθανε.
Μεγάλη θλίψη.
Τη θυμάσαι εκείνη την ημέρα πώς ήτανε, ας πούμε, όταν το έμαθες;
Αν το θυμάμαι; Το θυμάμαι. Είχαμε το τραπέζι έξω από το γραφείο, εδώ που ήταν τα γραφεία μας απόξω με λουλούδια και αυτά και μαζεύτηκαν μύγες. Λέω: «Ρε συ». «Ε, στις κηδείες μύγες μαζεύονται», λέει. Και είχαμε λουλούδια μεγάλα και την είχαμε εκεί πέρα, πόσο καιρό μέσα εκεί. Την ημέρα της κηδείας του ήθελα να πάω κάτω, δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσα. Δούλευα τότες.
Ξέρεις τι; Πριν έτσι να κλείσουμε αυτή την πολύ ωραία πορεία της ζωής σου, θέλω να μου πεις και κάτι άλλο τελευταίο, θέλω να μου πεις για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης. Τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, τον Ηρακλή. Εσύ τι ήσουν; Τι ομάδα ήσουν;
Ηρακλάρα!
Πώς ήταν τότε; Είχες πάει ποτέ γήπεδο εκείνα τα χρόνια; Πώς ήτανε;
Ο Ηρακλής το γήπεδό του ήταν στα πανεπιστήμια, απέναντι από το νοσοκομείο του Γεννηματά ακριβώς. Η κερκίδα του ήταν ξύλινη. Πήγα εκεί πέρα μικρός και ύστερα παίζαμε δίπλα, που λένε του ΠΑΟΚ και του ΠΑΟΚ, δεν ήταν του ΠΑΟΚ εκείνο. Εκείνο ήταν το μαιευτήριο, και ήταν το γήπεδο εκεί δίπλα και παίζαν όλοι εκεί πέρα. Και πάλες κάνανε και μποξ παίζανε και ομάδες παίζανε. Τι του ΠΑΟΚ και του ΠΑΟΚ, κάναν όλα δικά τους. Πηγαίναμε από την Αγία Φωτεινή και ανεβαίναμε πάνω και κάναμε σκαλάκια, σκαλάκια, σκαλάκια τις πέτρες και ανεβαίναμε από κει πάνω. Απ' τον Βαρδάρη παίρναμε το τραμ Σκαλομαρία, πηγαίναμε εκεί, κατεβαίναμε στο Σιντριβάνι και άιντε. Πηγαίναμε βλέπαμε Ηρακλάρα! Εγώ τον Ηρακλή, άλλη ομάδα δεν πόνεσα. Ο Άρης ήταν γάιδαρος και ο ΠΑΟΚ το σαμάρι ανέβηκε ο Ηρακλής να πάει στο παζάρι για να αγοράσει πέδιλα, να πάει στην Αθήνα να παίξει με τον Ολυμπιακό, να βάλει μια ντουζίνα. Αυτά τραγουδούσαμε εμείς.
Θυμάσαι τον πρώτο αγώνα που πήγες στον Ηρακλή;
Κοίταξε, τώρα ποιος ήταν ο πρώτος αγώνας. Ο Ηρακλής είχε ιδρυθεί πολύ πιο μπροστά από ό,τι γεννήθηκα εγώ. Πόσο ήτανε, θυμάσαι;
Το 1908 ήτανε.
'08, 1908. Εγώ το '36 γεννήθηκα, άρα υπήρχε ο Ηρακλής, αλλά η πρώτη ομάδα που φώναξα ήταν Ηρακλής, γιατί τους είδα, ήρθανε κι εδώ παίξανε μια φορά, εδώ. Κάτι ήθελα να σου πω και το ξέχασα.
Λέγαμε για τον Ηρακλή, για τους αγώνες.
Είδα πολλούς αγώνες, πολλούς αγώνες.
Είχαν έρθει και εδώ να παίξουνε, μας είπες.
Εδώ ήρθαν να παίξουνε με ποιον, δεν θυμάμαι με ποια ομάδα. Με Έλληνες θα 'παιζε, γιατί παίζαν και Έλληνες, ή με αιχμαλώτους, δεν θυμάμαι, εδώ. Μπορεί με αιχμαλώτους να 'τανε, δεν το θυμάμαι καλά.
Θυμάσαι έτσι κάποιον αγώνα με τις μεγάλες ομάδες, ας πούμε, η των Αθηνών ή τον ΠΑΟΚ, τον Άρη;
Ε πώς δεν θυμάμαι; Θυμάμαι με τον Παναθηναϊκό. Που τους είχε κάνει κουρκούτι ο Κωνσταντίνου, ο Κωνσταντίνου έτρεχε και κυνηγούσε τον Χατζηπαναγή, αλλά δεν την έβαζε μέσα. Πήγαινε με την μπάλα μέχρι μέσα και την έριχνε έξω ο Χατζηπαναγής, τον είχε κάνει ρεζίλι. Μόνο εκείνον; Και πόσους άλλους αγώνες είδα. Αν είδα; Ακόμα τον βλέπω τον Ηρακλή στους αγώνες!
Το γήπεδο το θυμάσαι;
Ε βέβαια!
Το Καυτατζόγλειο το παλιό πώς ήτανε, και ο κόσμος πώς ήτανε τότε;
Ε το Καυτατζόγλειο; Έτσι ήταν το Καυτατζόγλειο, ρε, όταν έγινε. Το γήπεδό μας ήταν εδώ στο μαιευτήριο, εδώ παίζαμε, δεν είχαμε άλλο γήπεδο. Ύστερα μας δώσαν στη Μίκρα, αλλά δεν παίξαμε εκεί. Του Άρεως το γήπεδο να με πεις, ναι. Του Άρεως το γήπεδο ήτανε ακριβώς τώρα που είναι η Έκθεση. Πρώτα η Έκθεση ήταν στο στρατιωτικό θέατρο απέναντι, η παλιά η Έκθεση, η καινούρια η Έκθεση, και ύστερα την Έκθεση τη φέρανε, όταν φτιάξανε στου Άρεως το γήπεδο, το ισιώσανε, έγινε η Έκθεση. Εκείνο τούμπα ήτανε, ρε. Έτσι, έτσι ήταν, και παίζαν εδώ επάνω παίζανε. Εδώ όλο μαρμαράδικα ήτανε γύρω γύρω, παράγκες, μαρμαράδικα κάνανε στην Καμάρα. Έτσι ήταν, τι νομίζεις ήταν; Ύστερα έγινε ίσιο, που το κάνανε ίσιο, και ήρθε η Έκθεση εδώ και εκεί το κάνανε το Γ' Σώμα στρατώνα. Τα θυμάμαι, πώς δεν τα θυμάμαι; Αυτά δεν θυμάμαι;
Μιας που είμαστε στο θέμα των ομάδων, τον Χατζηπαναγή στο Καυτατζόγλειο–
Καλά, αυτοί ύστερα είναι, μωρέ, καινούριοι είναι, μωρέ.
Και πιο πριν οπότε, πιο πριν.
Ε παλιά ήτανε ο Παράσχος, ήτανε άλλοι παλιοί, δεν τους θυμάμαι τα ονόματα. Ο Λευτέρης ο Τσαγανιάς ήτανε. Είχε παιχταράδες γερούς, καλούς παίχτες είχαμε. Δεν τους θυμάμαι τα ονόματα τώρα. Είχα ένα βιβλίο μια φορά, έβλεπα τα ονόματά τους, τι το 'κανα, δεν ξέρω, το πήρε ο Μιχαήλ.
Και όταν έπεσε πρώτη φορά ο Ηρακλής το '80; Το θυμάσαι εκείνο όταν είχε πέσει;
Που πέσαμε;
Το θυμάσαι; Πώς ένιωσες, ας πούμε, ως οπαδός του Ηρακλή, ως φίλαθλος του Ηρακλή, τι ένιωσες όταν το είδες αυτό και μαθαίνεις ότι έπεσε η ομάδα;
Μας πουλήσανε. Τότες ήταν που μας πουλήσανε; Τώρα χρονολογίες δεν θυμάμαι. Τότες με την ανθοδέσμη μήπως; Ο ΠΑΟΚ μας πούλησε, τα κοπρόσκυλα. Δυο φορές μας έχουνε πουλήσει, τον Ηρακλή.
Καταλαβαίνω.
Ήτανε, ρε, έβλεπες και ενθουσιαζόσουνα με τον Ηρακλή. Μπαίνανε μες στο γήπεδο και δεν ξέραμε από τις φωνές και από τα αυτά, δεν ξέραμε, τρέλα μας έπιανε. Έβλεπες εκεί απ' την Αλβανία όλα τα παλικάρια σακατεμένα, με τα καροτσάκια να τους έχουν οι νοσοκόμες, γύρω γύρω απ' το γήπεδο, τους έβαζαν μπροστά μπροστά. Όχι μόνο στον Ηρακλή, και σε άλλες ομάδες, όταν παίζανε αυτοί είχαν προτεραιότητα, οι ανάπηροι.
Καταλαβαίνω. Κύριε Μιχάλη, γιατί μας έχεις πει μια πολύ ωραία ιστορία της ζωής σου και μια πολύ ωραία ιστορία της Θεσσαλονίκης ταυτόχρονα, από όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι σήμερα, που έχεις φτάσει 86, από όλες αυτές τις εμπειρίες που μας είπες, ποια είναι αυτή, ή μάλλον πόσο νιώθεις να έχεις αλλάξει αυτά τα χρόνια, που τις θυμάσαι αυτές τις εμπειρίες τώρα; Να έχεις αλλάξει ως άνθρωπος εννοώ όλα αυτά τα χρόνια;
Ώρες ώρες κλαίω όταν τα θυμάμαι, και πολλές φορές κλαίω. Αυτά, κάτι παλιά τραγούδια που ακούω, κάτι καντάδες, κάτι έργα που βλέπω στο σινεμά που παίζει, κάτι παλιές ταινίες, συγκινούμαι εκεί, δεν αντέχω. Όλα με θυμίζουνε παλιές [01:50:00]αναμνήσεις. Τα γλέντια μας, τα αυτά μας. Όλα τα ωραία μας ήτανε. Πού είναι τώρα; Τώρα δεν έχει.
Και τώρα που μας τα διηγήθηκες, όλη αυτή τη ζωή σου ουσιαστικά, πώς νιώθεις;
Αγχωμένος, στεναχωρεμένος. Μάλλον άγχος με πιάνει, άγχος ύστερα.
Καταλαβαίνω. Κύριε Μιχάλη, ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη.
Να 'σαι καλά, αγόρι μου, να 'σαι καλά!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Μιχαήλοβιτς, κάνoντας μια αναδρομή στη ζωή του, αφηγείται βιώματα και αναμνήσεις από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, μιλάει για τις δυσκολίες και τις πολλές δουλειές που άλλαξε κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60, αλλά και για την εργασία του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, πρώτα στη Σερβική Ζώνη και έπειτα στον ενοποιημένο Ο.Λ.Θ. Ακόμα θυμάται έντονα τα χρόνια του ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ανακαλεί πρόσωπα και καταστάσεις της νυχτερινής ζωής, αλλά και της αγαπημένης του ομάδας, του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Αφηγητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Ερευνητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2022
Διάρκεια
110'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Πρόκειται για τον παππού του Ερευνητή.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Μιχάλης Μιχαήλοβιτς, κάνoντας μια αναδρομή στη ζωή του, αφηγείται βιώματα και αναμνήσεις από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, μιλάει για τις δυσκολίες και τις πολλές δουλειές που άλλαξε κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60, αλλά και για την εργασία του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, πρώτα στη Σερβική Ζώνη και έπειτα στον ενοποιημένο Ο.Λ.Θ. Ακόμα θυμάται έντονα τα χρόνια του ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ανακαλεί πρόσωπα και καταστάσεις της νυχτερινής ζωής, αλλά και της αγαπημένης του ομάδας, του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Αφηγητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Ερευνητές/τριες
Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2022
Διάρκεια
110'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Πρόκειται για τον παππού του Ερευνητή.