Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Έχω τον δικό μου δρόμο»: Βίος και πολιτεία του Ασημάκη Παγίδα
[00:00:00]Πες μου ολόκληρο το όνομά σου.
Ονομάζομαι Ασημάκης Παγίδας.
Τέλεια. Βρίσκομαι λοιπόν με τον Ασημάκη Παγίδα στα Κατάπολα στην Αμοργό, την 23η Φεβρουαρίου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Πέππα Ελένη και ξεκινάμε. Καλημέρα Ασημάκη.
Καλημέρα.
Από πού θα ήθελες να ξεκινήσεις;
Ωραία. Θα ξεκινήσω με κάποια συμπεράσματα μετά από γύρω στα -μπορώ να πω- 35 χρόνια συνειδησιακής ανάπτυξης και μετά θα το πάρω λίγο χρονολογικά. Αλλά βρίσκομαι σε μια στιγμή όπου προσπαθώ να ενσωματώσω κάποιες απ’ τις εμπειρίες μου στο παρόν μου και να δημιουργήσω ένα νέο μέλλον. Όποτε η συνέντευξη ήρθε σε καλή στιγμή. Λοιπόν, οι γονείς μου ήτανε, κατάγομαι από Αϊβαλί και Κρήτη, οπότε Μικρά Ασία και Κρήτη. Έχουμε μια, έτσι, ημι-ιστορική οικογένεια απ’ την πλευρά του πατέρα μου. Για την οποία θα μιλήσουμε μετά. Οι γονείς μου έφυγαν 18-19 για Αμερική, μάλλον λίγο αργότερα. 23 νομίζω, έκατσαν Νέα Υόρκη μια δεκαετία, σπούδασαν εκεί, δουλέψαν εκεί. Και γεννήθηκα εκεί. Οπότε γεννήθηκα Νέα Υόρκη. Αλλά γύρω στους 8 μήνες ο πατέρας μου, που ήταν έτσι πολύ παραδοσιακός, δεν ήθελε να μεγαλώσει τα παιδιά του στη Νέα Υόρκη, οπότε φύγαμε. Οπότε στην ουσία Ελλάδα μεγάλωσα, θυμάμαι αμυδρά δηλαδή τη Νέα Υόρκη του τότε. Αλλά με μεγάλωσε μια μητέρα η οποία ήτανε παθιασμένη με το εξωτερικό. Συγκεκριμένα με τη Νέα Υόρκη. Οπότε ήξερα από πολύ μικρό παιδί… Η μάνα μου ήταν κάτι σαν την Ολυμπία του Αλέξανδρου. Συνέχεια μού έλεγε ότι: «Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για σένα, δεν κάνεις για εδώ, πρέπει να φύγεις», και όλα τα σχετικά. Οπότε το οιδιπόδειο άρχισε από τότε και ήξερα -ας πούμε- ότι θα φύγω κάποια στιγμή. Παρ’ όλα αυτά μεγάλωσα στην ουσία στα νότια προάστια, δηλαδή όταν γυρίσανε οι γονείς μου, μετακομίσαμε Άνω Γλυφάδα για κάποια χρόνια. Και μετά ακόμα πιο νότια, Βούλα. Ένα περιβάλλον, εντάξει, -δεν θα κάτσω πολλή ώρα σ’ αυτό το θέμα-, αλλά έχει σημασία. Ήτανε… Ο πατέρας μου και η μάνα μου προέρχονται από πολύ φτωχές οικογένειες. Πειραιά και Φάληρο, αντίστοιχα. Με τα αντίστοιχα τραύματα της φτώχειας, ιδίως επειδή κατάγονται από μετανάστες. Και η μητέρα μου είναι μισή Κρητικιά και μισή απ’ τη Μικρά Ασία. Οπότε όταν τα πράγματα γίνανε λίγο καλύτερα γι' αυτούς μετά τις Αμερικές και πιάσανε δουλειές και άρχισαν να υπάρχουν χρήματα και μετακομίσαμε εν τέλει στα νότια προάστια, εγώ στην ουσία μεγάλωσα σε μια φούσκα μιας Ελλάδας που είχε μια απίστευτα ανοδική πορεία τότε και συγκεκριμένα, σ’ αυτά τα προάστια κατά 95% της γειτονιάς ήτανε νεόπλουτοι. Δηλαδή είτε από πολύ φτωχές οικογένειες που καταφέραν να βγάλουν χρήματα και μετακομίσαν εκεί είτε κληρονομιές. Αλλά οπότε μάξιμουμ δεύτερη γενιά λεφτά φαντάσου. Κάτι το οποίο εγώ δεν το ήξερα φυσικά μεγαλώνοντας, αλλά έπαιξε μεγάλο ρόλο στη μεταγενέστερη στιγμή της ζωής μου. Έφερε μαζί του -έτσι- μια τύψη για το ότι εγώ είχα κάποια, ξέρεις κάποιο οικονομικό, λιγότερο οικονομικό άγχος από άλλους ανθρώπους. Το οποίο δεν το καταλάβαινα μεγαλώνοντας εκεί. Επίσης, δημιούργησε μια ανάγκη να εξελιχθώ πνευματικά, διότι ο κύκλος μου -θυμάμαι από μικρό παιδί- μίλαγε μόνο, ας πούμε, για τα χρήματα, την επιτυχία, ξέρεις, αξίες φουλ νεοπλουτικές. Και, συγκεκριμένα, θυμάμαι λεπτομέρειες του στυλ «τι αμάξι οδηγάς, τι ρούχα έχεις», δηλαδή πολύ απλές αντιστοιχίες -ξέρω 'γω- που αποδεικνύουν ότι ο κύκλος μου ήτανε τέτοιος. Αλλά ήμουνα σχετικά πιο ήσυχος τότε. Δηλαδή άκουγα πιο πολύ. Το ‘χα ρίξει με τα μούτρα στον αθλητισμό. Έκανα μπάσκετ, έπαιξα επαγγελματικά μόνο ένα-δύο χρόνια, καθώς έκανα -ξέρεις- γυμνάσια, λύκεια και τέτοια. Και όταν ήρθε η στιγμή για τις ανώτερες σπουδές, ήξερα ότι θέλω να φύγω έξω. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να με αφήσει, γιατί φοβόταν ότι θα ξεμείνω στο εξωτερικό. Και αναγκάστηκα να πάω… Α, σημαντική πληροφορία είναι ότι μεγαλώνοντας άλλαξα πάρα πολλά σχολεία. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου είχαν αυτό το θέμα ότι αλλάζαν σπίτια, από νοίκι σε νοίκι. Και πάντα στα νότια προάστια, αλλάζαν σπίτια. Οπότε έχανα φίλους κι έφτιαχνα καινούργιους φίλους. Που είναι ένα γεγονός που επηρέασε και τις φιλίες μου στο μέλλον, τις σχέσεις μου φουλ. Δεν ένιωθα άνετα σ’ ένα μέρος. Δηλαδή ήθελα πάντα να φεύγω. Αλλά, εντάξει, με βοήθησε και τρελά να ενσωματωθώ μετά στην Αμερική και όλα τα σχετικά. Οπότε και καλό και κακό. Αλλά ο λόγος που το λέω αυτό είναι ότι όταν ήρθε η στιγμή για μια ανώτερη σπουδή, αποφάσισε σαν ενδιάμεση λύση να με γράψει σ’ ένα... Δηλαδή εγώ πήγα ελληνικό σχολείο μέχρι Α' Λυκείου και Β' Λυκείου πήγα σ’ ένα ιδιωτικό, αγγλικό σχολείο. Το οποίο μέσα σε 2-3 χρόνια έκανες κάποιου είδους εξετάσεις με σκοπό να πας Πανεπιστήμιο στην Ευρώπη, ξέρω 'γω. Saint Lawrence, νομίζω λεγόταν -όχι νομίζω- θυμάμαι. Κι αυτό νότια προάστια. Το απόλυτο κολέγιο νεόπλουτων Ελλήνων εκείνη την εποχή. Αλλά με φήμη, έτσι λίγο πιο κατευνασμένη σε σχέση με το ACS στο Ψυχικό, αν έχεις ακουστά, ή -ποια είναι;- η Μωραΐτη, ξέρεις παραδοσιακές σχολές. Παρόλ' αυτά ήτανε, άρχισε να δημιουργεί έναν περίεργο ψυχισμό, γιατί μιλούσα πιο πολύ αγγλικά κατ' αρχήν, οπότε ξαφνικά εγώ άρχισα να μιλάω δύο γλώσσες και άρχιζε μια διαδικασία που ακόμα προσπαθώ να ξεκάνω μέσα μου, όπου κάποιες λέξεις μου βγαίνουνε στα αγγλικά, άλλες δεν μου βγαίνουν. Αλλά ταυτόχρονα ήτανε και μια λύση γιατί ένιωθα ότι οκέι, δεν μπορώ να φύγω έξω αλλά είμαι κάπου που ίσως είναι μεταβατικό στάδιο για μετά. Έκατσα, τελείωσα το Saint Lawrence και μετά που ήθελα να φύγω για αμερικάνικο κολέγιο, ο πατέρας μου πάλι μου έλεγε ότι: «Α, κάτσε εδώ». Και ο συμβιβασμός ήταν το Deere, το Αμερικάνικο Κολέγιο Ελλάδας. Εγώ, εν τω μεταξύ εκείνη την εποχή, μέσα απ’ τον αθλητισμό άρχισα να βλέπω ένα κομμάτι της Ελλάδας, που δεν μ’ άρεσε καθόλου. Δηλαδή ρουσφέτια, συμφέρον, ποιος έπαιζε στην ομάδα -ας πούμε-, ήτανε ποιος χρηματοδοτούσε -ξέρεις- την ομάδα. Δεν υπήρχε αξιοκρατία. Δηλαδή άρχισα να βλέπω, λίγο να ξυπνάω μέσα μου σαν άτομο. Πολιτικά, η οικογένειά μου ήτανε κομμουνιστές λόγω παππούς και γιαγιάς κι απ’ τις δύο πλευρές. Αλλά ο παππούς μου, εν τω μεταξύ, έκανε εξορία Μακρόνησο, ξύλο -ξέρεις- πολύ… Ήτανε μαζί με τον Ρίτσο, Θεοδωράκη, έχει πολύ ενδιαφέρον ζωή. Αλλά στιγμάτισε και την οικογένεια, γιατί κανείς δεν ήθελε να τον απογοητεύσει όταν βγήκε απ’ την εξορία, οπότε ψηφίζαν όλοι κόκκινο. Άσχετα αν υπήρχανε και λίγο πιο φιλελεύθερες -ξέρεις- ιδέες μέσα στην οικογένεια κλπ. Παρόλ' αυτά, εγώ ήμουνα -μπορώ να πω- έτσι πιο μη πολιτικοποιημένος. Με ενδιέφερε -ας πούμε- η φύση πάρα πολύ. Όπως είπα πριν ο αθλητισμός. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η θάλασσα. Έκανα φουλ ψαροντούφεκο, ελεύθερη κατάδυση, μετά κατάδυση. Πλαστογράφησα την υπογραφή της μάνας μου για να μπορώ να κάνω κατάδυση μικρός, από 14, ξέρω 'γω πότε ήταν. Και ήξερα -ας πούμε- είχα επηρεαστεί πάρα πολύ απ’ το ντοκιμαντέρ του Κουστώ, γιατί είχε μέσα ταξίδια, εξερεύνηση και όλα, και φάλαινες, δελφίνια κι αυτά που με ενδιέφεραν. Και κάποια στιγμή βλέπω -έρχεται και δένει και καπάκι- ένα έργο που έχει σχέση και με το νησί τώρα στο οποίο βρισκόμαστε. Βλέπω και το «Απέραντο Γαλάζιο» και για κάποιο λόγο συνδύασε όλα τα στοιχεία της μέχρι τότε ζωής μου. Δηλαδή είχε ένα ερωτικό κομμάτι μέσα, μάλλον ένα είδος σχέσης με την οποία εγώ -ξέρεις- είχα αναπτύξει μια ιδέα στο μυαλό μου. Είχε τη θάλασσα, εννοείται, και την ελεύθερη κατάδυση. Είχε ένα πνευματικό υπόβαθρο του αγνώστου, του σκοτεινού, ξέρεις οτιδήποτε είναι βαθύ, ξέρω 'γω. Και ήταν γυρισμένο στην Ελλάδα, οπότε άρχισα να αναπτύσσω μια έτσι σχέση με τα ελληνικά νησιά, συγκεκριμένα με την Αμοργό. Δηλαδή ανάγκασα τον πατέρα μου να με φέρει εδώ το ‘95-‘96 για να δω το νησί. Κι αυτό το κρατάμε για μετά, γιατί σαν κύκλος, τέλος πάντων, ερχόμουν κάθε καλοκαίρι. Δηλαδή μεταξύ Κρήτης και Αμοργού μοίραζα τα καλοκαίρια μου. Ως αποτέλεσμα πολλά χρόνια μετά να μετακομίσω μόνιμα εδώ, πρώτη χρονιά. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Α ναι, οπότε κάποια στιγμή με όλες αυτές τις ανησυχίες, είπα στον πατέρα μου: «Οκέι, θα πάω στο Αμερικάνικο Κολέγιο Αθήνας, αλλά να ξέρεις ότι εγώ δεν θα σπουδάσω...». Ο πατέρας μου είναι επιχειρηματίας. Διοικητικός υπάλληλος ακριβώς, όχι επιχειρηματίας. Η μητέρα μου σπούδασε γλωσσολογία και δούλεψε για λίγο σε τράπεζα. Μετά ασχολήθηκε μόνο με την οικογένεια και μετά, αργότερα στη ζωή της, ήτανε, έγινε συμβουλευτική ψυχολόγος, ξέρω 'γω στα 50 της. Πολύ αργά. Οπότε αυτό ήταν το background λίγο των γονιών μου ως προς τις καριέρες. Και του είπα, τέλος πάντων, βρήκα το θάρρος να του πω, γιατί δεν μιλούσα και πολύ έτσι ανοιχτά με τον πατέρα μου τότε, ότι εγώ θέλω να ασχοληθώ με θαλάσσια βιολογία. Ξέρω ότι είναι ένας χώρος που δεν υπήρχε ούτε καν να σπουδάσω τότε στην Ελλάδα, πόσο μάλλον να βγάλεις και χρήματα απ’ αυτό. Επειδή, λοιπόν, η σχέση του πατέρα μου με τα χρήματα ήταν ένα πολύ σημαντικό στοιχείο κι επειδή από μικρό παιδί ακούγαμε συνέχεια εγώ κι ο αδελφός μου ότι: «Δεν ξέρεις την αξία των χρημάτων, έχεις γεννηθεί σε μία φούσκα, ξέρεις, πρέπει να βελτιωθείς πν[00:10:00]ευματικά, πρέπει να δουλέψεις σκληρά», όλο το σχετικό. Παρόλ' αυτά, ενώ μας τα ‘λεγαν όλα αυτά, ταυτόχρονα συντηρούσαν τη ζωή μας και δεν μας αφήναν να δουλέψουμε στην ουσία. Οπότε υπήρχε αυτό το περίεργο, ο συνδυασμός μεταξύ «δεν ξέρεις την αξία των χρημάτων», αλλά «θα σε προστατέψουμε απ’ την κοινωνία με το να σου δίνουμε εμείς χρήματα». Και οι μόνες παρακάμψεις ήτανε ότι «δεν θα σου δώσουμε ποτέ χρήματα για ακριβά ρούχα κι ακριβά ρολόγια κι ακριβά αμάξια», που ήταν όλη η παρέα μου εντωμεταξύ. Εγώ ήμουνα ο πιο φτωχός της παρέας μου εν μέρει. Ενώ είχαμε χρήματα. Αλλά «ό,τι θέλεις για εκπαίδευση, μόρφωση κλπ. δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα σε φροντίσουμε». Οπότε με όλο αυτό το κομμάτι τούς λέω: «Θαλάσσια Βιολογία». Τρώει ένα φρικάρισμα ο πατέρας μου. Λέει: «Όχι, κάνε καλύτερα -ξέρω 'γω τι μου είπε- Business Administration, τέλος πάντων, Διοίκηση Επιχειρήσεων κλπ. σαν βάση και μετά το σκέφτεσαι». Πάω πρώτη χρονιά εκεί, δεν είχα καμία όρεξη να ασχοληθώ με το θέμα. Δηλαδή φαντάσου ότι πήρα -επειδή σου δίνουνε κάτι τύπου "Βακαλορεά" στην αρχή με γενικά μαθήματα- πήρα ξέρω 'γω ψυχολογία, ιστορία τέχνης, καμία σχέση με επιχειρήσεις. Πήρα και στατιστική, ένα μάθημα, ξέρω 'γω. Αλλά επειδή ήξερα ότι δεν είμαι για εκεί, πήγαινα χάλια. Ενώ ήμουνα καλός μαθητής μεγαλώνοντας, στο κολλέγιο είχα πολύ κακούς βαθμούς. Ε, πέρασε ένας χρόνος είδαν ότι θα ‘πεφτα σε κατάθλιψη αν συνέχιζα και έσπασε λίγο ο πατέρας μου και λέει: «Εντάξει, άρχισε να ψάχνεις πανεπιστήμια για έξω». Οπότε βρήκα τότε -για να ‘μαι και πιο κοντά- ένα πανεπιστήμιο στη Φλόριντα. Ο σκοπός ήτανε να κάνω Βιολογία σαν γενικό πτυχίο και μετά να εστιαστώ -ίσως σε μεταπτυχιακό- Θαλάσσια Βιολογία. Οπότε πήγα Φλόριντα, έφυγα 18,5, 19 για Φλόριντα. Είδαμε το πανεπιστήμιο, με δέχτηκαν με υποτροφία μπάσκετ, επειδή έπαιζα τότε, οπότε ήταν και πολύ φτηνά αυτό το σχολείο. Και τρώω το πρώτο, φυσικά, σοκ, γιατί φτάνω -ξέρω 'γω- Έλληνας που είχε μεγαλώσει στα ηλιοσκαλοπάτια με τις μανάδες, τους πατεράδες, όλοι σε φροντίζουν, σ’ αγαπάνε κλπ. και είμαι τώρα σε μια κοινωνία που είναι όλοι είτε Πορτορικάνοι, μαύροι, Αφροαμερικάνοι δηλαδή, από ό,τι έθνος και φυλή -ξέρω 'γω- καταγωγή. Καμία σχέση με την ελληνική κουλτούρα και καμία σχέση με την ιδέα που ‘χα εγώ για την Αμερική. Γιατί, εντάξει, εγώ σκεφτόμουνα Νέα Υόρκη -ξέρεις-, άλλους προορισμούς, όχι Φλόριντα. Φλόριντα είναι πολύ, δηλαδή πάρα πολύ διαφορετική ενέργεια και υποκουλτούρα σε σχέση με άλλες περιοχές. Δηλαδή δεν υπάρχει Αμερική, απλά σε ρωτάνε: «Πού ήσουνα; Σικάγο, Φλόριντα, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο;». Κάθε μέρος είναι και διαφορετικό. Τέλος πάντων, αρχίζω τα μαθήματα, αλλά εντάξει γούσταρα πάρα πολύ ότι ήμουν σ’ ένα κολλέγιο με νέους ανθρώπους, ξένους πλέον, άρχισα να ζω λίγο την ιδέα ότι θα κάνω Θαλάσσια Βιολογία. Άρχισα να εντείνω πιο πολύ τις προσπάθειές μου με καταδύσεις και τέτοια. Μέχρι τότε, εν τω μεταξύ ένα κομμάτι που έχει σχέση για τον υπόλοιπο, τέλος πάντων, ρου της ζωής μου, είναι... Οι γυναίκες για μένα ήτανε λίγο στο background. Δηλαδή ήξερα ότι έλκομαι φυσικά απ’ το γυναικείο φύλο, αλλά δεν έκανα κινήσεις προς αυτό. Βασικά, προετοιμαζόμουν να φύγω από πολύ μικρό παιδί και οτιδήποτε θα με κράταγε στην Ελλάδα δεν ήθελα να ‘χα καμία σχέση μ’ αυτό. Οπότε εστιαζόμουνα σε πράγματα που θα δημιουργούσαν αυτήν την εκτόξευση -ας πούμε- εκτός της χώρας. Οπότε ό,τι ψιλομικροσχέση είχα σαν παιδί και μετά σαν δεκαπεντάχρονο, σαν έφηβος, ήταν περιστασιακές, δεν ήμουν παρών. Εν τω μεταξύ, όπως σας είπα πριν, έπαιζε και η σχέση στο «Απέραντο Γαλάζιο» -απλά το φέρνω σαν παράδειγμα- είναι τρομερά δυσλειτouργική. Δηλαδή ο τύπος φτάνει σε σημείο να προτιμήσει -ξέρεις- να αυτοκτονήσει παρά να είναι με τη γυναίκα που είναι έγκυος με το παιδί του, τέλος πάντων. Ε και σ’ εμένα αυτό το φευγιό κι αυτή η απόδραση και το κάτω απ’ το νερό κι όλο αυτό το πράγμα, δηλαδή η "αποστολή" μου -θα σ' το πω έτσι- ήταν πολύ πιο σημαντική από μια σχέση, οικογένεια κλπ. Όταν άκουγα πατρίδα και οικογένεια, σκεφτόμουνα άγκυρα. Δεν σκεφτόμουνα ποτέ… εντάξει, δεχόμουν και θαλπωρή φυσικά και κάποια καλά πράγματα, αλλά αυτό δυστυχώς μεταφέρθηκε λίγο πάνω στο σύμβολο της γυναίκας για μένα. Και επειδή η μάνα μου ήταν μια πολύ προστατευτική, έτσι εντάξει, γεμάτη αγάπη, αλλά πολύ έτσι με τα παιδιά, με τους γιους της, και συγκεκριμένα μ’ εμένα, ήτανε ασφυκτικό όλο αυτό το κομμάτι και δημιούργησε μια κατάσταση, όπου φτάνω, λοιπόν, στην Αμερική… Ξαφνικά εκεί, επειδή κανείς δεν ήξερε την οικογένειά μου, κανείς δεν με ήξερε εμένα και οι σχέσεις εκεί είναι λίγο πιο χαλαρές, υπήρξε μια φάση όπου ένιωσα και ελεύθερος και μ’ αυτό το κομμάτι. Οπότε μπορούσα να γνωρίσω κόσμο, ήξερα ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω Ελλάδα, οπότε δεν με ένοιαζε -ξέρεις- να κάνω κάποιες κινήσεις με σχέση και τέτοια, γιατί… Θυμάμαι, το ‘λεγα κι απ’ την αρχή ότι: «Εγώ δεν είμαι για εδώ, αλλά θα ‘θελα να περάσουμε κάποιες στιγμές μαζί», κάπως έτσι. Πράγμα, όμως, το οποίο δυστυχώς σαν πλαίσιο μετά μεταφέρθηκε λίγο και σ’ αυτά που έκανα ως καριέρα ή σπουδές. Οπότε κάποια στιγμή όταν είχα φτάσει νομίζω στον πρώτο χρόνο… Κατ’ αρχήν είχα χάσει ένα χρόνο, γιατί ήμουν στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, οπότε ήμουνα ήδη μεγαλύτερος από τους πρωτοετείς της Αμερικής. Και στον δεύτερο αντίστοιχα χρόνο τώρα στο κολλέγιο συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να κάνω επιστήμη, δηλαδή δεν μιλάγανε καθόλου καν ούτε για δελφίνια, ούτε για φάλαινες, δηλαδή ήταν πολύ μαθηματικό και έτσι χημικό όλη η κατεύθυνση. Με πιάνει έτσι μια μικροκατάσταση και γυρνάω καλοκαίρι για Ελλάδα και λέω στον πατέρα μου: «Μου ‘χες κάποτε πει ότι αν θέλω να ψάξω κάτι άλλο ν’ ασχοληθώ, αν υπάρχει θέμα μόρφωσης, ότι θα με βοηθούσες, τέλος πάντων. Οπότε δεν σου ζητάω ούτε χρήματα ούτε -ξέρω- 'γω αμάξια και τέτοια, αυτό που θέλω είναι να πάρω έναν χρόνο εκτός πανεπιστημίου, έχω βρει…». Είχα βρει ένα πρόγραμμα στη Χαβάη που στην ουσία έκανες τη δουλειά του θαλάσσιου βιολόγου σαν εθελοντής κάτω από κάποιον επιστήμονα ή μια επιστημόνισσα και μπορούσες να δεις τη δουλειά πώς είναι. Και αυτό το κομμάτι της δουλειάς που εμένα με ενδιέφερε τότε ήτανε ευφυΐα, νοημοσύνη σε ζώα, συγκεκριμένα στα θαλάσσια θηλαστικά. Και αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι έχουνε πλαίσιο συναισθηματικό πολύ κοντά στο ανθρώπινο. Κοίταξε, αυτό το κομμάτι εμένα με ενδιέφερε. Με ενδιέφερε πάντα το άλλο, βασικά, οτιδήποτε σημαίνει αυτό. Ο πατέρας μου, τέλος πάντων, συμφώνησε μετά από χίλια ζόρια, αλλά ήμουνα σίγουρος ότι θέλω να πάω. Και ξαφνικά βρίσκομαι δηλαδή από Φλόριντα Ελλάδα καλοκαίρι και ξαφνικά πετάω -πόσες είναι; Δεκαπεντέμισι ώρες; Δεν θυμάμαι κι εγώ- βρίσκομαι Χαβάη, στο νησί της Οάχου, στο κέντρο αυτό το συγκεκριμένο. Ο μόνος Έλληνας που υπήρξε ποτέ εκεί, κάνοντας δουλειά, πειραματική δουλειά πάνω στα δελφίνια σαν εκπαιδευτής, μάλλον βοηθός εκπαιδευτή, για συναισθηματικές αποσβέσεις -ξέρω 'γω- και θεραπεία σε δελφίνια. Και μέσα από αυτό υπήρχε μια έρευνα, την οποία μάζευες στοιχεία, καταγραφή, οπότε μάθαινες και λίγο τη δουλειά στην ουσία. Αλλά εγώ, εντάξει, ξετρελάθηκα. Τώρα ήμουνα -να φανταστείς- σ’ ένα γκρουπάκι με νέους ανθρώπους πάλι σ’ ένα πολύ μακρινό μέρος. Η Ελλάδα ήτανε μια ανάμνηση για μένα. Είχα φύγει, ξεφύγει τελείως από και τον κλοιό της οικογένειας, αλλά και τους παλιούς μου φίλους -ξέρεις- όλο αυτό το κομμάτι. Και μ’ άρεσε πάρα πολύ. Ήξερα, δηλαδή, κατάλαβα ότι οκέι, μ’ αυτό θα ασχοληθώ. Μετά δοκίμασα κι έναν μήνα, ένα άλλο πρόγραμμα που ‘χαν οι ίδιοι με φάλαινες σε ανοιχτή θάλασσα. Οπότε χωρίς αιχμαλωτισμένα δελφίνια και τέτοια και μ’ άρεσε ακόμα παραπάνω. Δηλαδή μ’ άρεσε πάρα πολύ τα στοιχεία της έρευνας πάνω στο πεδίο. Οπότε γυρνώντας προς τα πίσω έκανα μια στάση σ’ ένα πανεπιστήμιο στη Δυτική Ακτή, που ήτανε ίσως το καλύτερο τότε για Θαλάσσια Βιολογία με εστίαση στα θαλάσσια θηλαστικά, που λέγεται Santa Cruz. Και αυτό για μένα ήτανε η αρχή μιας πολύ διαφορετικής πορείας, τέλος πάντων, γιατί ήτανε ένα φουλ φιλελεύθερο πανεπιστήμιο. Δηλαδή φαντάσου ότι έφτασα εκεί, τα πρώτα δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο ο ρουχισμός ήτανε εθελοντικός. Δηλαδή μπορούσες να πας γυμνός στο μάθημα. Δηλαδή φαντάσου ότι όταν είχε οργανική χημεία -δεν θα το ξεχάσω ποτέ- ακροατήριο 250 άτομα ξέρω 'γω, σκάει ο καθηγητής τελείως γυμνός, μ' ένα τεράστιο τατουάζ στο στήθος του μ’ έναν ήλιο πάνω στο στήθος. Μακριά ράστα, μούσια, φουλ σκουλαρίκια ξέρω 'γω, και παρουσίαζε το μάθημα και λέει, αυτοσυστήθηκε ως: «Ο ένας Ήλιος». Αυτό ήταν το όνομά του. Είχε το δικό του όνομα στην ουσία. Οπότε όπως καταλαβαίνεις, εντάξει τώρα, έφυγα από συντηρητική σχετικά οικογένεια. Φλόριντα που ‘ταν το πρώτο σοκ. Αλλά είναι συντηρητική Αμερική εκεί πέρα. Και μετά σκάω Χαβάη που είναι, εντάξει, ένας άλλος κόσμος τελείως. Πάλι Αμερική, αλλά πολύ διαφορετική κουλτούρα. Και καταλήγω Βόρεια Καλιφόρνια, σ’ ένα μέρος που θεωρείται τότε ως ο παράδεισος των χίπις, των λεσβιών, της ομοφυλοφιλίας, που δεν υπήρχε σ’ άλλες πολιτείες τόσο ανοιχτά πια. Ένα πανεπιστήμιο που φαντάσου δεν είχε καν βαθμούς. Οπότε τι γίνεται; Όταν έκανες μάθημα, ο καθηγητής έγραφε έκθεση για σένα. Τρεις-τέσσερις σελίδες. Και βάσει της έκθεσης ήταν pass ή no pass, όπως λένε οι Αμερικάνοι, οπότε πέρναγες το μάθημα. Αλλά αυτό τι σήμαινε; Ότι επειδή δεν υπήρχε βαθμολογία, οποιοδήποτε άλλο πανεπιστήμιο στην Αμερική... Εγώ ήθελα να κάνω μεταπτυχιακό, υπήρχε πρόβλημα. Δεν υπήρχε εξίσωση βαθμών. Οπότε ήξερα απ’ την αρχή ότι θα υπάρχουν προβλήματα μ’ αυτό, αλλά μ’ άρεσε τόσο πολύ το περιβάλλον, δηλαδή εκεί έμαθα, ας πούμε είδα καταστάσεις που δεν θα γνώριζα ποτέ για τότε, για μένα. Δηλαδή εθισμούς φυσικά σε ναρκωτικά φουλ, ήταν μια περίοδος που ήταν φυσικά παράνομα εκεί, αλλά ήταν πολύ ελεύθερα. Όταν λέμε ο ρουχισμός εθελοντικά, καταλαβαίνεις. Σεξ, ό,τι μπορείς να φανταστε[00:20:00]ίς ως μη νορμάλ μπορούσες να το βρεις εκεί. Αλλά ταυτόχρονα μια απίστευτη ελευθερία, ξέρεις νέες ιδέες, άνθρωποι πραγματικά απ’ όλες τις φυλές κι απ’ όλες τις κουλτούρες και εκεί έκανα την πρώτη μου επαφή με τις πνευματικές μου, τέλος πάντων, ανησυχίες. Δηλαδή γνώρισα γκουρού, κατ’ αρχήν έκανα γιόγκα, που δεν υπήρχε πουθενά αλλού τότε. Ούτε και στην Αμερική δεν είχε αρχίσει. Άρχισα απ’ τις πολεμικές τέχνες, που πάντα μ’ άρεσε σαν στοιχείο του χαρακτήρα μου τέλος πάντων. Γνώρισα γυναίκες που ήτανε πολύ ερωτικές, παραδείγματος χάριν. Οπότε, ξέρεις, οι σχέσεις ήταν ανοιχτές. Όλα τα κομμάτια μέσα μου για το πώς έβλεπα τη γυναίκα ξαφνικά άρχισαν να αλλάζουν, γιατί το πρότυπό μου εντάξει, ήταν η μάνα μου, κι ό,τι κοπέλες -πολύ λίγες- είχα γνωρίσει στην Ελλάδα. Και μέσα στο πλαίσιο της Ελλάδας. Οπότε εγώ -ας πούμε- δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε πατριαρχία -θα σ' το πω- στη χώρα μου, όταν έφυγα. Δεν είχα ιδέα, εντάξει. Πήγα στη Φλόριντα κι εκεί δεν είχα ιδέα, γιατί ήταν το ίδιο στην ουσία. Και σκάω εκεί πέρα και τώρα άρχισαν... Δηλαδή φαντάσου ότι κάναμε μαθήματα κοινωνικής ελευθερίας -όπως τα ‘λεγαν αυτοί- που είχαμε λεσβίες καθηγήτριες με τις συντρόφισσές τους -ξέρεις- στο πάλκο. Και λέγανε -ξέρω 'γω- για σχέσεις, μιλάγαν για σχέσεις ανοιχτά, ξέρεις, μπροστά σε όλους και άκουσα πράγματα τα οποία πραγματικά άνοιξαν το μυαλό μου για το τι είναι εφικτό. Ξέροντας ότι είναι εφικτό μόνο εκεί, βέβαια. Ήταν φούσκα, όπως λέμε. Ε φαντάσου ότι ακόμα δεν μπορούσες να παντρευτείς νόμιμα, όλα αυτά. Δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο για αυτά. Αλλά γούσταρα φουλ. Θυμάμαι, φαντάσου ότι γύρναγα καλοκαίρια στην Ελλάδα όσο ήμουν εκεί, που τελικά έκατσα σ’ αυτή τη σχολή τεσερσήμισι χρόνια. Σύνολο, η πρώτη φάση της Αμερικής για μένα ήταν 7 χρόνια, από 18 μέχρι 24, δηλαδή 6-7 χρόνια. Δηλαδή νομίζω ‘96-‘97 μέχρι 2000. Και γύρναγα καλοκαίρι και είχα χάσει, δεν μπορούσα να μιλήσω με τους Έλληνες φίλους μου, κατά κύριο λόγο. Οι άνδρες συγκεκριμένα, με τους άνδρες Έλληνες φίλους μου. Δηλαδή μ’ έβλεπαν ως εξωγήινο πλέον. Δηλαδή αυτά που τους έλεγα για τις σχέσεις μου με τις γυναίκες στην Αμερική, για το πώς είναι οι γυναίκες εκεί, που άρχισε να γίνεται ένα στοιχείο τεράστιο πια στη ζωή μου αυτό το κομμάτι. Μετά τους έλεγα τι σπούδαζα κι αυτοί όλοι, εντάξει, ή θα ήσουν ηλεκτρολόγος, μηχανολόγος, δικηγόρος, γιατρός, ξέρεις τα κλασικά. Μεγαλώνοντας τώρα στην Ελλάδα του ’90, ξέρω 'γω ’80-’90. Επίσης, άρχισα να βλέπω για πρώτη φορά την οικογένειά μου ως ένα και συλλογικό τραύμα, αλλά και το κάθε μέλος της οικογένειας είχε και το δικό του τραύμα. Και ήταν και εποχή που άρχισα να διαβάζω πάρα πολλή φιλοσοφία, κοινωνιολογία. Άρχισα όντως να χτίζω το πνευματικό μου κρεβάτι, θα σ' το πω έτσι. Επηρεασμένος κι απ’ τον αδερφό μου, ο οποίος είχε, το πρώτο του πτυχίο ήτανε φιλοσοφία κι είχε ήδη προχωρήσει πολύ σ’ αυτά. Και είδα κιόλας τις αλλαγές μ’ εμένα και αυτόν. Δηλαδή ενώ δεν ήμασταν μονιασμένοι αρχίζοντας, απ’ τα 16 και μετά αρχίσαμε να είμαστε πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον. Και δημιουργήσαμε μια -έτσι- ομάδα, όχι ενάντια στους γονείς μας, αλλά… Ας πούμε, ο αδερφός μου φαντάσου απευθυνόταν στη γιαγιά μου, στον παππού μου, στους συγγενείς μας, σαν χιμπατζήδες. Δεν μίλαγε, δεν τους μίλαγε σαν ανθρώπους. Είχε φύγει, είχε ξεφύγει τελείως σαν αντίδραση. Ενώ εγώ ήμουν φοβικός, δηλαδή δεν το εξέφραζα αυτό, ο αδερφός μου ήταν φουλ αντιφοβικός. Οπότε ήταν ο παράξενος της οικογένειας, εγώ ήμουν το μαύρο πρόβατο που είχε φύγει. Και οι γονείς μου προσπαθούσανε κάπου να μαζέψουν τα μπόσικα. Ήμασταν κι οι δύο κάπως τρελοί για όλους. Ο αδελφός μου -ας πούμε- θυμάμαι κλειδωνόταν στο δωμάτιό του με πινακίδα απ’ έξω: «Μην ενοχλείτε», ώρες. Δηλαδή και έφερνε η μάνα μου το φαγητό και χτύπαγε την πόρτα και δεν μίλαγε, ας πούμε. Κι άφηνε το φαγητό απ’ έξω. Οπότε έβαλε τα δικά του όρια, που κάπως με ενέπνευσε σ’ αυτό, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα. Οπότε η δικιά μου αποφυγή ήτανε... Εγώ ήμουνα στο εξωτερικό, αναπτύσσομαι εκεί, δυστυχώς όχι παράλληλα με την Ελλάδα, ανεξάρτητα απ’ την Ελλάδα και την οικογένειά μου και κάθε καλοκαίρι ένιωθα όλο και πιο ξένος. Επειδή όμως μίλαγα τα ελληνικά χωρίς προφορά και επειδή είχα μεγαλώσει εκεί, όλοι μου συμπεριφερόντουσαν σαν να είμαι Έλληνας. Αλλά δεν ήμουν. Δηλαδή και τα βιώματά μου άρχισαν να αλλάζουν. Δηλαδή όταν έλεγα -ας πούμε- ότι εγώ... Φαντάσου τώρα μέχρι τα 19 -μάλλον μέχρι τα 21- είχα πάρει δίπλωμα ανοιχτής θαλάσσεως, ήμουνα divemaster στις καταδύσεις, είχα πάρει αθλητικά βραβεία, έκανα πολεμικές τέχνες, έκανα γιόγκα. Άρχισα να μαθαίνω για δίαιτες ξέρω 'γω, άρχισα βιολογικές τροφές πριν... Δεν υπήρχαν καν εδώ πέρα. Δεν έτρωγα κάποια πράγματα. Οπότε πραγματικά άρχισα να είμαι εξωγήινος στον χώρο μου, αλλά, εντάξει, υπήρχε αγάπη φυσικά. Δεν τη μισούσα ποτέ την Ελλάδα, ίσα ίσα πάντα αναζητούσα την Αμοργό ή τα νησιά, την Κρήτη συγκεκριμένα, αλλά ποτέ τα νότια προάστια. Και αυτό είναι κομμάτι ίσως της ντροπής ότι ένιωθα σαν, άμα είμαστε όλοι ψυχές -να σ' το πω κι έτσι- και ερχόμαστε σε ζωές -θα σ' το πω χύμα- ήταν σαν να με πήρε κάποιος απ’ τη φυλή των ψυχών μέσα στην οποία ανήκω και με πέταξε σε μια άλλη φυλή, τελείως διαφορετική. Κι εγώ έπρεπε να μεγαλώσω μέσα σ’ αυτήν τη φυλή, μαθαίνοντάς την, αλλά ξέροντας ότι δεν ανήκω σ’ αυτή. Οπότε η σχέση μου με τα χρήματα, η σχέση μου με τις γυναίκες, η σχέση μου με την οικογένειά μου, η σχέση μου με τον χώρο μου ήταν πάντα σε μια αντιξοότητα. Με αποτέλεσμα να μεγαλώνω χωρίς ποτέ να ξέρω ακριβώς τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, αλλά ξέροντας τι δεν θέλω να κάνω. Οπότε η Θαλάσσια Βιολογία ήτανε ένα κομμάτι που ήξερα ότι τουλάχιστον θα με αναγκάσει να μην κάνω αυτά που δεν θέλω, εντάξει; Οπότε το Santa Cruz, λοιπόν, ήταν σταθμός. Μεγάλωσα, άρχισα να μαθαίνω διάφορα πράγματα και όταν άρχισε να τελειώνει... Έκανα πολύ δυνατές φιλίες με ξένους, οπότε άρχισαν οι καλύτεροι φίλοι μου να ‘ναι ξένοι. Είχα και κάποιες σχέσεις πιο μακρόχρονες, σχέση πάνω από 6 μήνες θεωρώ μακρόχρονη, τότε τουλάχιστον. Και, στην ουσία, ερωτεύτηκα για πρώτη φορά -έτσι- πιο έντονα. Κάθε φορά που γύρναγα Ελλάδα, και τώρα κρίνω τον εαυτό μου κοιτώντας φυσικά προς τα πίσω, αλλά στην ουσία εγώ είχα καταντήσει κάπως σαν Αιγαίος Πάνας. Πώς είναι ο Πίτερ Παν; Εγώ ήμουνα ο Aegean Pan στην ουσία. Οπότε ερχόμουν από τη μαγική χώρα που δεν γερνάς ποτέ -θα σ' το πω έτσι- και μπορούσα να πετάξω, μπορούσα να κάνω πράγματα εκεί. Έσκαγα στην Ελλάδα σαν Πίτερ Παν -ας πούμε- σαν Αιγαίος Παν. Αφηνόμουν τελείως. Δηλαδή μ’ άρεσε πολύ, ξέρεις, το φαγητό, το να είμαι ο ξένος στην ίδια μου τη χώρα. Το να γνωρίζω τouρίστες και να μπορώ... Δηλαδή ένα απ’ τα αγαπημένα μου πράγματα, όταν ήμουνα -ξέρω 'γω- ακόμα σχετικά νέος ήτανε, ερχόμουν στο νησί, για οποιοδήποτε νησί, γνώριζα κάποια ξένη ή ξένο, κάναμε παρέα κατά τη διάρκεια των διακοπών και ήμουν κάτι σαν οδηγός στην ελληνική κουλτούρα και στο νησί, συγκεκριμένα. Αλλά, φυσικά άνευ πληρωμής εννοείται και με κάποια απ’ αυτά τα άτομα ερωτεύτηκα κιόλας. Οπότε άρχισε το καλοκαιρινό κομμάτι της ζωής μου στην Ελλάδα να γίνεται κάτι σαν πλατφόρμα έρωτα και δίψα, όμως, για ζωή και φαγητό και… Αυτή ήταν η εικόνα της Ελλάδας που άρχισα εγώ να σχηματίζω. Ταυτόχρονα, εν τω μεταξύ, επειδή -σου λέω- δεν είχα πολιτικοποιηθεί, δεν είχα ανησυχίες καθόλου του στυλ, ξέρεις, τις επιρροές που έχει η Ελλάδα, τα κόμματα, δηλαδή όλο αυτό το πολιτικό κομμάτι ήταν πιο πολύ ότι αυτό το έζησε ο παππούς μου. Και ο μπαμπάς μου. Δεν το ζω εγώ. Εντάξει; Και αυτό με ξάφνιασε αργότερα στη ζωή μου για το πόσο εκτός της πραγματικότητας αυτής υπήρξα. Αλλά, ταυτόχρονα, με βοήθησε κιόλας, γιατί μιλούσα... Εγώ -ας πούμε- φαντάσου ότι τότε, εκείνη την εποχή, άρχισα να παίρνω μαθήματα απ’ τους μαθητές του Όσο, ο οποίος ήταν ένας, τέλος πάντων γκουρού, πολύ ανατρεπτικός για τη δεδομένη εποχή, που δυστυχώς, εντάξει, είχε δημιουργήσει μια αίρεση, αντικειμενικά. Ήξερα ότι ήτανε τέτοιος, αλλά μ’ άρεσαν πάρα πολύ αυτά που έλεγε. Οπότε άρχισα να διαβάζω τέτοια πράγματα εγώ. Άρχισα να ψάχνω -ας πούμε- ινδουισμό, βουδισμό, συγκεκριμένα εξωσωματικές εμπειρίες. Τώρα, δημοσίως πρώτη φορά το αναφέρω αυτό, αλλά… Βασικά, εγώ είχα μεγαλώνοντας κάποια όνειρα, τα οποία θεωρούσα ότι ήταν όνειρα, αλλά όσο το ‘ψαχνα περαιτέρω άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτά είναι ένα κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας, τα οποία δεν κατηγοριοποιούνται ως όνειρα. Αλλά δεν ήξερα τι ήταν. Κι ένα παράδειγμα, το κλασικό παράδειγμα, ότι «ξύπναγα» -ας πούμε- το βράδυ και έβλεπα το σώμα μου να αναπνέει επάνω στο κρεβάτι, αλλά δεν ήμουν μέσα σ’ αυτό. Αλλά έβλεπα την κρεβατοκάμαρά μου, μπορούσα να περάσω μέσα από τοίχους, σαν φάντασμα βασικά κάτι, μπορούσα να δω τους γονείς μου να κοιμούνται. Μπορούσα να πετάξω, δηλαδή μπορούσα να κάνω κάποια πράγματα αστρονομικά. Αλλά τα θεωρούσα όνειρα, γιατί δεν υπήρχε κατηγορία. Και όντας, λοιπόν, σ’ αυτή την κατάσταση τώρα στο πανεπιστήμιο αυτό, το Santa Cruz με τους γκουρού και όλα φουλ, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτοί το αποκαλούν κάτι άλλο αυτό. Και άρχισα να μαθαίνω πολλά πράγματα γι’ αυτό. Άρχισα να πηγαίνω σε διάφορες κλινικές που ‘καναν πειράματα γι’ αυτό το θέμα. Και άρχισα, βασικά, να χτίζω μια νέα δομή συνείδησης πάνω στο τι είναι ζωή και ποιοι θα είναι οι στόχοι μου και πώς θα διαμορφωθούν. Άρχισα να έχω μια δυσπιστία πια σιγά σιγά, όμως, προς την επιστήμη. Δηλαδή ως το μόνο φίλτρο και εργαλείο για την τρισδιάστατη πραγματικότητα. Άρχισα να γίνομαι πιο δημιουργικός. Άρχισα να γράφω πιο πολύ. Να σκέφτομαι έτσι πιο καλλιτεχνικά. Με αποτέλεσμα τελειώνοντας το πτυχίο μου, είχα βέβαια να πάρω μια απόφαση τι θα κάνω. Δουλειά και τέτοια. Και έκλεισα, με διάλεξαν μέσα σε πολλούς για μία έρευνα -σαν μεταβατικό στάδιο φαντάσου, για είτε μεταπτυχιακό είτε δουλειά- όπου μπορούσες να ταξιδέψεις με μια ομάδα επιστημόνων στον Νότιο Ειρηνικό -στην Ταϊτή, δίπλα στην Ταϊτή υπάρχει ένα νησί- στη Μουρέα, τέλος πάντων, και να διαλέξεις κάποιου είδους διατριβής φαντάσου. Το οποίο, εντάξει, για άλλη μια φορά -θα σ' το πω έτσι- άλλαξα ένα... Δηλαδή ανακοίνωσα στ[00:30:00]ους γονείς μου, εν τέλει, ότι δεν γυρνάω Ελλάδα και πάω Πολυνησία, που γι’ αυτούς, εντάξει, είχαν ακούσει πολλά, αλλά αυτό ήταν λίγο πιο extreme, γιατί μιλάμε για τεράστιες αποστάσεις τώρα. Και ιδίως τότε φαντάσου ότι δεν υπήρχαν τα κινητά έτσι. Δηλαδή, φαντάσου, για να με πάρει τηλέφωνο η μητέρα μου στο εργαστήριο που ήμουνα εγώ στο νησί αυτό, έπρεπε να πάρει την πρεσβεία της Ελλάδας -συγγνώμη το προξενείο της Ελλάδας εκεί-, που δεν υπήρχε εν τέλει και υπήρχε ένας Έλληνας που τα ‘κανε αυτά. Και να πει ο Έλληνας: «Θα τον βρω για να σας πάρει τηλέφωνο». Οπότε ήταν η απόλυτη απόσταση -ας το πούμε έτσι- απ’ οτιδήποτε θυμίζει Ελλάδα ή οικογένεια. Αλλά έμαθα πάρα πολλά. Εκεί πραγματικά κατάλαβα τι είναι να ‘σαι επιστήμονας, πώς δουλεύεις. Το τερμάτισα με τις καταδύσεις τότε με τις μπουκάλες κάνοντας έρευνα. Ανακάλυψα, έκανα μια μικροανακάλυψη, εντάξει, δυστυχώς δεν πήρα εγώ ποτέ το credit -όπως λένε οι Αμερικάνοι-, αλλά το πήρε ο από πάνω μου. Αλλά βρήκα… Μια απ’ τις έρευνες... Οι Αμερικάνοι, γενικά, δεν θέλανε να ρισκάρουν πολύ. Οι άλλοι -ξέρεις- οι «συμμαθητές» μου, οι συνερευνητές μου. Οπότε δεν βουτάγαν ποτέ τη νύχτα. Οι περισσότεροι. Κι εγώ, μ’ άρεσε πάρα πολύ το σκοτεινό -όπως είπαμε- το βαθύ, οπότε είχα -μας είχανε δώσει- μια πλατφόρμα πλωτή πάνω απ’ τον κοραλλιογενή ύφαλο -ξέρω 'γω- κάτω στο εργαστήριο που είχες -είναι το όνειρο κάθε δύτη- δηλαδή είχες άπλετο, είχε κομπρεσέρ αέρα, είχες όλο τον εξοπλισμό, μπορούσες να βουτήξεις όσες φορές θέλεις, υπήρχε γιατρός πάνω. Φουλ επαγγελματίες σ’ αυτό το κομμάτι. Κι άρχιζα να ψάχνω τώρα εγώ μες στη νύχτα ένα θέμα για να κάνω τη διατριβή κι ανακάλυψα ένα είδος θαλάσσιου αγγουριού που είναι παρόμοιο, υπάρχει στην Ελλάδα, αλλά άλλο είδος, τέλος πάντων. Τώρα, αυτό το πιο ακραίο για τη συνέντευξη, αλλά τα θαλάσσια αγγούρια αναπνέουν απ’ τον πρωκτό τους και τρώνε απ’ τον πρωκτό τους, εντάξει; Λοιπόν, εμένα αυτό με τρέλανε, όταν το έμαθα. Και είναι και μεγάλα, μπορούν να φτάσουν μέχρι κι ένα μέτρο. Και τα παρατηρούσα -ας το πούμε έτσι- που αναπνέουν, πώς το κάνουν κι όλα τα σχετικά. Κάποια στιγμή παρατηρώ ότι ένα ψαράκι απ’ έξω έρχεται πάνω στο θαλάσσιο αγγούρι και χτυπάει με τη μουσούδα του πάνω εκεί στην οπή, ανοίγει ο πρωκτός και μπαίνει μέσα. Και λέω: «Εντάξει…», το ‘χασα εκεί το μπαλάκι και λέω: «Απίστευτο», ξέρω 'γω. Οπότε τι έκανα; Μου δώσανε ενυδρεία, άρχισα να μαζεύω θαλάσσια αγγούρια εγώ και τα έβαζα στα ενυδρεία και είχα κάμερες κι έβλεπα τώρα τι θα γίνει. Κι ανακάλυψα, λοιπόν, αυτό το ψαράκι είχε δημιουργήσει μια συμβιωτική ζωή με το θαλάσσιο αγγούρι, όπου το θαλάσσιο αγγούρι του έδινε προστασία -ξέρεις, σαν σπίτι- κι αυτό έτρωγε τα παράσιτα μέσα στα εντόσθια -ας το πούμε έτσι- του αγγουριού, χωρίς να το βλάψει, το οποίο μάς έβγαλε ένα ωραίο αρθράκι, που όπως είπα δεν πήρα ποτέ δυστυχώς εγώ το credit, αλλά ένιωσα ότι, οκέι, μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα ρε παιδί μου, εντάξει. Και μέσα σε αυτό το κομμάτι έκανα ίσως το καλύτερο ταξίδι της ζωής μου, γιατί προσπαθούσα να βρω τρόπο να φτάσω στους νήσους του Πάσχα, που είναι τεράστια απόσταση στην Πολυνησία, παρόλο που φαίνονται, είναι στο ίδιο πλάτος, ας το πούμε έτσι. Και δεν υπήρχε... Τότε υπήρχε ένα αεροπλάνο κάθε 10 μέρες από κει. Και ο άλλος τρόπος ήταν να ταξιδέψεις με τάνκερ. Αλλά ήσουν τώρα σε συνθήκες κατσαρίδα, ποντίκια, Πολυνήσιοι μέσα που δεν μιλάγαν γρι αγγλικά. Και ήξερα ότι θα πάρει αρκετές μέρες οπότε το υπολόγισα έτσι ούτως ώστε να κάνω το ταξίδι, να φτάσω, μετά θα κάτσω τις 11 μέρες και μετά θα πάρω το αεροπλάνο να γυρίσω πίσω. Οπότε ξαφνικά άρχισα επιτέλους να ζω αυτήν την ιδέα της περιπέτειας, ρε παιδί μου, που υπήρχε κίνδυνος να πεθάνεις, που αυτό εμένα με παρακινούσε πάρα πολύ. Γνώριζες νέους ανθρώπους, δεν μιλούσες τη γλώσσα τους γρι. Θυμάμαι η σχέση τους με τα λεφτά είναι πολύ διαφορετική εκεί, οπότε μπορούσες να ανταλλάξεις πράγματα. Εγώ το ήξερα αυτό, είχα πάρει μαζί μου -ας πούμε- καπνό σε σακούλες και τον έκανα, τον αντάλλαζα για φρούτα, ξέρω 'γω. Ή ήξερα ότι θα φτάσω, υπήρχε μόνο ένα χωριό -Χάνγκα Ρόα λέγεται- και δωμάτια μένεις όπως στην Αμοργό που το ’70 -ξέρω 'γω- που έμενες στις αυλές κάποιου, είναι το αντίστοιχο εκεί. Και ήθελα να κάνω τον γύρο του νησιού, οπότε υπήρχε ένα αμάξι μόνο να νοικιάσεις τότε σ’ όλο το νησί και το ‘χε μια ξένη, μια Αμερικάνα. Οπότε την έπεισα να αφήσει -δεν υπάρχει νερό στο νησί γενικά- και την έπεισα να αφήσει μπουκάλια σε διάφορα σημεία στον χάρτη και θυμάμαι εγώ περπάταγα κι έψαχνα τα μπουκάλια -ξέρω 'γω- να βρω νερό. Τρέλα. Εν τω μεταξύ, έχουνε -η κουλτούρα τους εκεί- έχουνε κόψει όλα τα δέντρα, οπότε είναι το νησί τελείως -κάπως σαν την Αμοργό- δεν υπάρχει δέντρο γρι. Αλλά τα χρησιμοποίησαν όλα για να χτίσουν αυτά τα τεράστια αγάλματα που έχουν εκεί από ηφαιστειακή πέτρα. Και οπότε φαντάσου περπατάς σ’ ένα νησί, δεν υπάρχει... Η πυξίδα σου είναι off, γιατί δεν βλέπεις κανένα σημάδι πέρα από αυτά τα αγάλματα. Δεν υπάρχει κόσμος, γιατί δεν περπατάνε αυτοί. Είναι μόνο στο χωριό. Δεν υπάρχουν αμάξια, εννοείται. Και το βράδυ που κοιμόμουνα μ’ ένα sleeping bag -ξέρω 'γω- κάτω, είναι φουλ κατσαρίδα και ποντίκι και έντομα. Οπότε δεν κοιμάσαι σχεδόν ποτέ δηλαδή. Οπότε ήταν αρκετά δύσκολο, ιδίως για μένα τότε. Αλλά ήταν φανταστική περιπέτεια με αποτέλεσμα ότι, τέλος πάντων, γυρνάω τον γύρο του νησιού, καταλήγω την τελευταία μου μέρα σε μία... Εντάξει, ίσως μιλάω παραπάνω γι’ αυτό, αλλά έχω συνειδητοποιήσει τώρα που έχω την ευκαιρία να το κοιτάξω, ήταν ίσως ένα απ’ τα κομμάτια της ζωής μου που ένιωθα ότι είχα απόλυτη ευθυγράμμιση με αυτό που είμαι, εντάξει; Οπότε, δηλαδή όχι μόνο ζούσα το όνειρο, αλλά το όνειρο ζούσε μέσα μου. Κατάλαβες; Ταυτόχρονα. Κι ήτανε πολύ... Κι ήμουν και νέος ακόμα, οπότε δεν υπήρχε το βάρος της υπευθυνότητας ακόμα σε κάποια πράγματα. Και θυμάμαι ότι, την τελευταία μέρα, δεν μ’ είχε πιάσει η βροχή ακόμα και δεν είχα ούτε αδιάβροχο ούτε τίποτα. Και σκάει μια -στη μόνη παραλία του νησιού, που έχει άμμο ροζ φαντάσου, ειδυλλιακό τοπίο, να δύει ο ήλιος όλα ροζ γύρω μας, με ροζ άμμο και τέτοια- κι είχαν μαζευτεί οι ντόπιοι, σχεδόν ημίγυμνοι στην ουσία, και κάνανε κάτι - έφηβοι όλοι - κάτι αγώνες πάνω σε άλογα. Τα οποία τα φέρνανε απ’ τη Χιλή, γιατί ανήκει στη Χιλή το νησί. Και είχαν -ας πούμε- βάλει φαντάσου μια ευθεία και όποιος κέρδιζε -ήτανε δύο-τρία άλογα, κάνανε αγώνα ξέρω 'γω- και όποιος κέρδιζε τον αγώνα, έπαιρνε ένα φιλί -ξέρω 'γω- από μια κοπέλα, εντάξει; Οπότε στην άκρη, στο τέλος της γραμμής, ήταν αυτές οι κοπέλες που ήταν ντυμένες με τα λουλούδια, με αυτές τις παραδοσιακές τέτοιο. Και, ξαφνικά, σκάει ο τρελός με -εν τω μεταξύ, ήμουν πολύ ψηλός για το νησί- με φουλ μούσια, τότε είχα σγουρά, πολύ φουντωτά μαλλιά, μ’ ένα τεράστιο σακίδιο, κατακαμένος, είχα καεί απ’ τον ήλιο. Σκάω τώρα στην παραλία και δεν μιλάω, δεν μιλούσα ισπανικά. Οπότε με σπαστά ισπανικά και ράπα νούι αυτοί, τη γλώσσα τους, άρχισα να τους λέω αν υπάρχει κάπου να κοιμηθούμε, αν θα βρέξει, εντάξει; Άρχισαν να σπάνε, εν τω μεταξύ, αυτοί και θυμάμαι ότι -δεν θα το ξεχάσω ποτέ- άρχισε να βρέχει και γι’ αυτούς η βροχή είναι πολύ φυσικό. Κατ’ αρχήν, δεν φορούσαν ρούχα οι περισσότεροι, δηλαδή ήτανε με κάτι μαγιό και τέτοια. Και θυμάμαι ότι ξαφνικά άρχισαν να βγαίνουν κατσαρίδες από παντού λόγω της βροχής και σου λέω να ‘ναι μια θάλασσα. Δηλαδή τα πόδια σου… Δεν ανέβαιναν πάνω σου, αλλά πάταγες σαν ποπ κορν ρε παιδί μου κάτω. Από τότε δεν το ‘χω ξαναδεί και έχω ταξιδέψει και δεν το ‘χω ξαναδεί. Και κάποιοι ήταν πάνω στα άλογά τους και κοιμόντουσαν με τη βροχή πάνω στα άλογα. Χωρίς σέλες, χωρίς τίποτα. Και κάποιοι που με είδαν, τέλος πάντων, έψαχνα να βρω κάπου να -δεν υπάρχουν δέντρα έτσι, δεν μπορούσες να πας κάπου- μου λένε: «Έλα, έλα μαζί μας». Και άρχισα να ακολουθώ τώρα κάτι αγνώστους, εντάξει τώρα, δεν ήξερα κιόλας, θα με κλέψουν, κλπ. Και πήγαιναν προς τη θάλασσα σε κάτι βράχια. Και λέω: «Ρε πούστη, πού με πάνε;». Ξέρεις, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, κάνουμε μια δεξιά στροφή πίσω από ένα ακρωτήρι και βλέπω -ας πούμε- μια τρύπα μέσα στον βράχο, όπου είχαν αυτοί τραβήξει τα κανό τους -μέσα σ' αυτήν την τρύπα- κι όσο πιο πολύ έμπαινες μέσα, άρχιζες να… Κατ’ αρχήν, άρχισα να μυρίζω σαν κάποιος να μαγείρευε φαγητό, φαντάσου. Σου λέω ήτανε πραγματικά όνειρο. Και σκάω βαθύτερα και βλέπω έναν θόλο -ξέρω 'γω- κάτω απ’ το έδαφος μες στα βράχια. Με μια φωτιά στη μέση που ένας μαγείρευε σε... Είχανε ξεκαθαρίσει τα κουτιά με τις μπογιές που βάφεις τους τοίχους, φουλ χημικά μέσα, αλλά εκεί βάλανε το νερό και το βράζανε, φαντάσου, και είχαν βάλει κοτόπουλο μέσα, τσάι σ’ ένα άλλο κουτί. Και τρώγανε με τις μπογιές τώρα, έτσι; Δηλαδή πώς να το καθαρίσεις αυτό το πράγμα; Και φτιάχνανε φαγητό και με -είχανε φουσκωτά στρώματα μέσα και στάχυα ξέρω 'γω, άχυρα και τέτοια- και με προσκαλούσανε να κάτσω εκεί να φάω μαζί τους, είχανε αλκοόλ, ένα απαίσιο πράγμα που λέγεται πίσκο εκεί που είναι σαν το δικό τους ουίσκι, αλλά είναι δράμα, φουλ αλκοόλ και δράμα γεύση. Και θυμάμαι ότι κάθομαι -άρχισα να συνειδητοποιώ τι έχει γίνει βασικά με όλη τη φάση- τους εξηγώ… Ήταν η πιο πρωτόγονη κατάσταση, γιατί είχε άμμο κάτω σε κάποια σημεία, και με ρώτησαν, κατάλαβα ότι με ρώτησαν από πού είμαι και είπα Ελλάδα, ξέρω 'γω «Greece», δεν κατάλαβαν, είπα: «Grecia» στα ισπανικά, δεν ξέρανε, δεν είχαν ιδέα. Και ζωγράφισα τον χάρτη του κόσμου, ξέρεις δηλαδή ηπείρους και στο περίπου πού είναι το νησί τους και έδειξα από πόσο μακριά έρχομαι. Και ήτανε όπως στον Indiana Jones, ρε παιδί μου, που βρίσκει μια φυλή που δεν έχει ξαναδεί λευκό άνθρωπο, είχαν εντυπωσιαστεί ότι ήρθα από τόσο μακριά, με ρωτάγαν αν ήρθα με κανό, μέχρι ένα σημείο και μετά αεροπλάνο. Το αεροπλάνο το ξέρανε φυσικά, γιατί είχαν αεροδρόμιο, αλλά γι’ αυτούς ήμουν πραγματικά εξωγήινος. Και εκεί που λέω την ιστορία, κοιτάζω, μόνο άνδρες, εν τω μεταξύ, στη σπηλιά. Εν τω μεταξύ, έχουνε πολύ θηλυκά χαρακτηριστικά όλοι και υπάρχει ομοφυλοφιλία στο νησί και ήτανε μια ενέργεια που άμα δεν είχα πιστεύω την εκπαίδευση του Santa Cruz θα ‘ταν πολύ άβολη για έναν Έλληνα, γιατί η απόσταση μεταξύ σου και των άλλων είναι πολύ κοντινή -ήταν και μικρός ο χώρος- και υπήρχε αυτή η ενέργεια ότι θα μπορούσε και να γίνει κάτι. Πώς να σ' το εξηγήσ[00:40:00]ω; Δηλαδή θυμάμαι ήταν πολύ χαρακτηριστική για μένα αυτή η στιγμή ότι ξαφνιάστηκα που ένιωθα άνετα μ’ αυτό, να σ' το πω έτσι. Και κοιτάω θυμάμαι πάνω στο ταβάνι -ξέρεις, στο ταβάνι;- στον θόλο και απ’ το, απ’ το φως της φωτιάς μπορούσα να δω ότι μας παρατηρούσαν χιλιάδες μάτια. Ήταν σαν να λαμπύριζε -ας το πούμε έτσι- όλο, σαν Disney εκεί μέσα, και τι ήτανε; Ήταν ένα είδος κάβουρα, που μπαίνει στις εσοχές κάθε τρύπας όταν βρέχει ή όταν υπάρχει κακή θάλασσα και τα μάτια τους είναι σα φωσφοριζέ, οπότε ήτανε -τώρα μιλάμε- εκατομμύρια κάβουρες από πάνω μας, να μας κοιτάνε, ξέρω 'γω. Να ‘μαι εγώ με αυτούς τους ανθρώπους ημίγυμνους σε φουσκωτά στρώματα που πίναμε αλκοόλ κλπ., φουλ πρωτόγονοι. Και, τέλος πάντων, μεθύσαμε, κοιμηθήκαμε και την επόμενη μέρα θυμάμαι ότι ξύπνησα ανάμεσα σε ανδρικά κορμιά, ήταν όλοι δηλαδή λιπόθυμοι πάνω μου, ξέρεις κλπ. Και τους κουνούσα να φύγουμε, γιατί εγώ είχα αεροπλάνο εκείνη την ημέρα. Και μου λέει: «Μην ανησυχείς -ξυπνάνε ξέρω 'γω- θα σε φέρουμε εμείς πίσω». Και ζω μια τρελή στιγμή όπου μου κάνουνε ένα ιδιωτικό tour καθώς γυρνάμε πίσω, γιατί μου δείξανε -ας πούμε- κάτι σπηλιές που ξέρεις, το νησί ήτανε κανίβαλοι. Οπότε τρώγανε ανθρώπους. Φουλ. Και κάποια στιγμή σταμάτησε αυτό. Αλλά με πήγανε στις σπηλιές των κανιβάλων και είχανε πετρογραφίες. Δηλαδή πετρογραφίες πάνω στις σπηλιές με ιστορίες από διάφορα κυνήγια, που κυνηγούσαν ανθρώπους. Με κεφάλια κομμένα και τέτοια, δηλαδή πολύ θρίλερ, τρόμου ταινία. Αλλά, εντάξει, ένιωσα ότι με εμπιστευτήκανε μ’ αυτό, είναι φουλ μη τourιστικό, δεν ήτανε, ούτε πινακίδες υπάρχουνε ούτε τίποτα. Τέλος πάντων, όταν κάνουμε κι αυτό θυμάμαι ότι γυρνάω και προς το τέλος μου ζήτησαν να -είχαμε δύο άλογα μαζί μας- και μου ζήτησαν να ανεβώ σ' ένα από αυτά. Και σκάμε τώρα στο χωριό... Α, ο ένας έφευγε μπροστά με το ένα άλογο και έχω μείνει εγώ τώρα πάνω στο άλογο και 4 ιθαγενείς από κάτω μου για κάποιον λόγο. Και ξέρεις, με παραξένεψε, γιατί λέω, γιατί να...; Αφού είμαι ξένος. Και σκάμε στο χωριό και έχει ο άλλος πει ότι ένας τρελός περπάτησε τον γύρο του νησιού, έρχεται από πολύ μακριά, είναι ξένος κλπ. και όλο το χωριό είχε προετοιμάσει -φαντάσου- κάτι σαν επιτροπή υποδοχής, κάτι φάση, απίστευτο τέτοιο. Οπότε να σκάω εγώ τώρα σαν το Χριστό πάνω στον γάιδαρο με τα ωσαννά και να μου δίνουν -ξέρω 'γω, θυμάμαι- κολιέ από κοχύλια, ένα κράνος που ‘χανε φτιάξει από... Ένα στέμμα -συγγνώμη- που ‘χανε φτιάξει από -ο κόκορας είναι πολύ πολύτιμος εκεί- οπότε με φτερά κόκορα. Βάφανε κάτι πράγματα στα χέρια μου, τέλος πάντων, με ντύσανε, ήταν μια φοβερή εμπειρία. Και μετά, με πήραν από το σημείο που έφτασα όλα αυτά τα άτομα σαν πομπή μέχρι το αεροδρόμιο, τραγουδώντας. Σου λέω αυτοί ήτανε... Εντάξει, σου λέω, ζούσα, ήταν τόσο παράνοια, βασικά. Και όταν φτάνω πλέον στο αεροδρόμιο κλπ., επειδή εκεί, εντάξει, είναι χύμα το αεροδρόμιο -όπως καταλαβαίνεις- είχα αυτήν την τρομερή εμπειρία που ανεβαίνω τις σκάλες του αεροπλάνου και κοιτάω προς τα πίσω και βλέπω όλον αυτόν τον λαό, που σε αποχαιρετάει σαν Θεό, ξέρω 'γω. Και λέω: «Μαλάκα, δεν γίνεται αυτό». Μπαίνω στο αεροπλάνο, κλείνει η πόρτα και μετά πας προς την Ταϊτή. Αλλά δεν ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος για αρκετό διάστημα. Γιατί αυτό το πράγμα, δεν ξέρω, [Δ.Α.] σαν ψυχεδελική εμπειρία για μένα. Αλλά γιατί αυτή η ιστορία είναι σημαντική για εμένα; Μετά από αυτή την εμπειρία ξαναγυρνάω πανεπιστήμιο, καταθέτω τη διατριβή μου και μου λένε: «Τώρα είτε θα αποφασίσεις αν θα κάνεις μεταπτυχιακό ή φεύγεις». Και ήταν 2000, τέλος 2000. Ήθελα να συνεχίσω τη Θαλάσσια Βιολογία, αλλά η Ελλάδα -ξέρεις- μου φαινόταν πολύ μακριά. Και σκάει -είχα κάνει εθελοντής ένα απ’ τα καλοκαίρια που γύρναγα Ελλάδα σ’ ένα ΜΚΟ εδώ που είχε σχέση με φάλαινες και δελφίνια, λεγόταν «Πέλαγος»- και σκάει ένα email από τον επιστήμονα και πρόεδρο του ΜΚΟ και μου είπε: «Αν θέλεις να έρθεις να εργαστείς φέτος ή να συνεργαστείς μαζί μας κλπ., θα θέλαμε πολύ». Και καταφέρνω, λοιπόν, με αυτό ως κίνητρο, λέω: «Εντάξει, αφού υπάρχει κάτι σαν δουλίτσα και έκλεισα έναν κύκλο εδώ, ας κάνω τη μετάβαση για Ελλάδα». Λοιπόν, από όλο αυτό, λοιπόν, το πράγμα που περιγράφω τώρα με φιλελεύθερες καταστάσεις και ταξίδια κλπ., σκάω τώρα εγώ σε μια κατάσταση που οι γονείς μου έχουν μετακομίσει πλέον ακόμα πιο μακριά, στην Ανάβυσσο, δηλαδή φύγανε από Βούλα που ήταν όλοι οι φίλοι μου και μεγάλωσα, έχουν πάει Ανάβυσσο. Υπάρχουνε κάποια ψιλοπροβληματάκια με τη σχέση τους κιόλας, οπότε αυτό το κομμάτι τώρα ήταν νέο για μένα. Παππούδες, γιαγιάδες όλοι μεγαλύτεροι. Πρέπει μετά να περιγράψω να εξηγήσω εγώ ποιος έχω γίνει. Ξέρεις, ενώπιον της οικογένειας. Φαντάσου ότι έφτασα θυμάμαι τις πρώτες μέρες κι εγώ ακόμα σηκωνόμουν κάθε πρωί κι έκανα γιόγκα -ξέρω 'γω- στα γρασίδια εκεί και μου λέγανε: «Τι μαλακίες κάνεις; Κόψ’ τα αυτά. Είσαι εδώ πέρα». Και δεν καταλάβαινα τίποτα. Και δεν ήξερα πού βρίσκομαι. Φαντάσου ότι πολλές φορές ξύπναγα κι άκουγα ακόμα τροπικά πουλιά εγώ, νόμιζα ότι ήμουν εκεί -ξέρεις- είχα σαλτάρει τελείως. Κι εκείνη η περίοδος ήτανε δύσκολη για μένα. Παρόλο που βρήκα έναν ψιλοπαράδεισο με το ΜΚΟ, γιατί ξαφνικά άρχισα να κάνω Θαλάσσια Βιολογία στη χώρα μου, σ’ όλα τα ελληνικά νησιά, ξαναδέθηκα λίγο με την Ελλάδα. Τέσσερις μήνες τον χρόνο ήμουν εκτός, δηλαδή, πάνω σ’ ένα ιστιοπλοϊκό. Έκανα και τον skipper, που μ’ άρεσε πάντα εμένα αυτό, και την έρευνα πάνω στους φυσητήρες, που ήταν το αγαπημένο μου είδος τότε. Οπότε ένα κομμάτι με γέμιζε πάρα πολύ. Ένα άλλο ταυτόχρονα… Ήταν κι η εποχή που έσκασε λίγο -ας πούμε-, το 2001, τα αεροπλάνα στον πύργο και όλη η Αμερική άλλαξε. Κι εγώ ένιωθα περίεργα που δεν ήμουνα εκεί, γιατί ήμουν κομμάτι της για ένα διάστημα και αναρωτιόμουν ποιος έχω γίνει εν τέλει και αν θα συνεχίσω εκεί πέρα. Εν τέλει, ο τρόπος που ζούσα είναι: Κάναμε χορηγίες, ζητούσαμε λεφτά από εταιρείες και έπαιρνα ένα ποσοστό απ’ τις χορηγίες, γιατί έκανα εγώ τις παρουσιάσεις. Έτσι ζούσα στην ουσία. Αλλά ζούσα ακόμα με τους γονείς μου, πράγμα το οποίο ήταν περίεργο πλέον για μένα. Ενώ όλοι οι φίλοι μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Εγώ είχα συνηθίσει να ‘μαι μόνος ή με συγκάτοικους -ξέρεις- εκτός τώρα. Είχα συνηθίσει να πηγαίνω βαθιά στη φύση να κάνω κάτι κάμπινγκ, να φεύγω 4-5 μέρες, ξέρω 'γω, με σκηνές στα δάση και ξαφνικά βρίσκομαι στην Ανάβυσσο χωρίς όλες τις αποσβέσεις τις ψυχολογικές. Τότε άρχισε να με ρίχνει, αλλά, εντάξει, επειδή ξέφευγα τον μισό χρόνο με τέτοια πράγματα, ερωτεύτηκα κιόλας μια Ελληνίδα, που κάπως καταλάβαινε τις ανησυχίες μου και ήμασταν -ξέρεις- για μένα τότε ήταν μια δυνατή σχέση. Με παρότρυνε να φύγω απ’ τους γονείς, να νοικιάσω δικό μου χώρο, στο Μαρούσι τότε θυμάμαι. Οπότε υπήρχανε και κάποια πράγματα στην Ελλάδα που με βοήθησαν πολύ, αλλά άρχισα σιγά σιγά να πέφτω ψυχολογικά και να αναρωτιέμαι ξέρεις αν είναι η στιγμή να ξανακάνω κάτι, να φύγω, να πάω για κανένα μεταπτυχιακό. Και εκείνη τη φάση επειδή ήθελα να ξεκόψω απ’ την επιστήμη, είχα απογοητευτεί με το νομικό πλαίσιο της Ελλάδας, τώρα είναι μια χώρα που, εντάξει, η διαφθορά παίζει φουλ, δεν καταλαβαίνουν τον όρο -τότε τουλάχιστον- τον όρο «περιβαλλοντισμός». Δηλαδή φαντάσου ότι θεωρούσαν ότι η οικολογική, τέλος πάντων, αντίληψη της φύσης ήτανε μόνο για τη Greenpeace. Δηλαδή τότε μόνο αυτό υπήρχε, βέβαια κιόλας, αλλά ήμασταν πολύ πίσω σ’ αυτό το θέμα. Κι όταν μία, δύο, τρεις φορές που προσπαθούσαμε να περάσουμε ένα νομικό πλαίσιο για θαλάσσια πάρκα εμείς με τη δουλειά μας, πάντα μάς τα πετάγαν τα χαρτιά στον αέρα και δεν ασχολήθηκαν ποτέ. Θεώρησα ότι δεν θα υπήρχε μέλλον για μένα εδώ σ’ αυτό το κομμάτι κι έφυγα ξανά γι’ άλλη μια φορά. Αλλά αυτή τη φορά πήγα Αγγλία για ένα μεταπτυχιακό πάνω σε φιλοσοφία και περιβαλλοντικές αξίες που ήταν το μοναδικό πανεπιστήμιο που συνδύαζε κάτι τέτοιο. Άρχισα να διαβάζω πιο πολύ. Άρχισα να κατανοώ για μένα τι σημαίνει περιβάλλον. Τι σημαίνει περιβαλλοντισμός. Άρχισα να σχηματίζω νέα γνώμη για όλο το κίνημα γενικά αυτό. Αγγλία, πολύ διαφορετική εμπειρία, φυσικά, απ’ την Αμερική. Διατηρούσα σχέσεις με τους Αμερικάνους φίλους μου αλλά, εντάξει, η Αγγλία ήταν ένα άλλο. Είχα αρκετά όμορφες στιγμές, αλλά αυτό το βάρος των ιδεών που υπάρχει στην Ελλάδα, υπάρχει και στην Αγγλία. Δηλαδή και εκεί δεν υπάρχουν προοπτικές να ανοιχτείς να κάνεις δικά σου ή το σύστημα είναι πολύ δυνατό. Πρέπει να είσαι πάνω σε ράγες, ας πούμε. Οπότε με προβλημάτιζε αυτό, αλλά την είχα βρει με τα βιβλία μου και με τη διατριβή μου και την έρευνά μου, οπότε μάθαινα. Μπήκα πάλι σε μια φάση περίεργη Αιγαίου Πάνα, απλά στην Αγγλία, όπου πλέον ήμουν και μεγαλύτερος. Ήμουν και 30, νομίζω 28-30, πόσο ήμουν; Και οι κοπέλες εκεί ήταν νεότερές μου. Ήταν όλες Erasmus, ξέρεις, κλπ. και άρχισα να κάνω παρέα με πιο νέους ανθρώπους. Πάντα είχα αυτό το θέμα, βέβαια, γιατί οι ιδέες μου ήταν ίσως λίγο πιο -έτσι- περίεργες και επειδή οι νέοι άνθρωποι αυτό κάνανε, είχα πάντα νεότερους φίλους, σχέσεις με νεότερες γυναίκες. Ξέρεις. Και στην Αγγλία το τερμάτισα. Δηλαδή θυμάμαι, απ’ το μεταπτυχιακό μου δεν ήτανε κανένας, η παρέα μου ήταν όλοι νέοι άνθρωποι, 19-20 χρονών κι εγώ ήμουν 30, ξέρω 'γω. Οπότε αυτό άρχισε για άλλη μια φορά να με βάζει σε σκέψεις ως προς τη… οκέι, ποια είναι η σχέση σου με το γυναικείο φύλο, με τις σχέσεις σου, με την καριέρα σου, με το πώς βλέπεις τον κόσμο. Τελειώνω το πτυχίο μου και γυρνάω Ελλάδα και με πιάνει φουλ κατάθλιψη. Εντάξει, δεν διεγνώσθη ποτέ κλινικά, αλλά θυμάμαι ότι άρχιζα να διαβάζω βιβλία ψυχολογίας, δηλαδή άρχισα να νιώθω ότι κάτι, έχω κάποιο πρόβλημα, βασικά. Οι γονείς μου μπορώ να πω ότι ήταν πολύ υποστηρικτικοί τότε. Κατά τη διάρκεια, βασικά, όλου αυτού του ταξιδιού πάντα εγώ γυμναζόμουν, οπότε έκανα αποσβέσεις τέτοιες. Αν ποτέ ένιωθα down ή κάτω ξέρω 'γω -εννοώ σε βάρος ψυχικό[00:50:00]- έκανα τη γυμναστική μου, έκανα τις καταδύσεις μου -ξέρεις- ξέφευγα, με το γιόγκα, ξέφευγα λίγο. Αλλά δεν με κάλυπτε απόλυτα, δηλαδή θυμάμαι ότι άρχισα για πρώτη φορά να παραδέχομαι ότι ίσως όλα ήταν ένα ψέμα που ‘χα χτίσει γύρω από μια περσόνα, η οποία ήταν φτιαγμένη για να ξεφύγει λίγο απ’ τον κλοιό της οικογένειας. Ήτανε μια περσόνα που μισούσε την επιτυχία στον κόσμο της ύλης, ας σ' το πω έτσι. Ήταν μια περσόνα, τελείως ουτοπιστική, του εξερευνητή που νιώθει, όμως, θλίψη και μελαγχολία ότι γεννήθηκε σε μια εποχή που ήταν πολύ αργά για να εξερευνήσει τον κόσμο, γιατί τα ‘χουμε βρει όλα και τα ‘χουμε ανακαλύψει όλα, αλλά πολύ νωρίς να εξερευνήσει άλλους κόσμους, τα άστρα, άλλους πλανήτες και τέτοια. Οπότε ήμουνα κάτι σαν εξερευνητής χωρίς δουλειά, να σ' το πω έτσι. Και γι’ αυτό και ίσως άρχισα να ασχολούμαι πιο πολύ με ψυχολογία και τα εσωτερικά κομμάτια, γιατί ένιωθα ότι οκέι… Και, εν τω μεταξύ, δεν αναφέρω, έχω κάνει κι άλλα ταξίδια κατά τη διάρκεια του πανεπιστημίου. Πήγα σ’ άλλες χώρες, είδα άλλους πολιτισμούς, αλλά πάντα με ενδιέφεραν τα μέρη τα οποία δεν είχαν αγγιχτεί πάρα πολύ από τον δυτικό πολιτισμό. Γιατί δεν συμφωνούσα με πολλές απ’ τις αξίες του. Παρόλ' αυτά, εκείνη την περίοδο που ήμουνα down, άρχισα να παραδέχομαι ότι ναι, προέρχομαι από αυτή την οικογένεια, άρχισα να βλέπω την ιστορία της οικογένειάς μου. Άρχισα να παραδέχομαι ότι ναι, είμαστε νεόπλουτοι και δεν πρέπει να νιώθεις κι άσχημα γι’ αυτό, έτυχε. Τι μπορείς να κάνεις με αυτά που σου ‘χουν δοθεί; Άρχισα να σκοτώνω -έτσι- λίγο το εγώ μου. Δηλαδή δεν ήμουν ποτέ -πώς το λένε;- δεν καυχιόμουν για τον εαυτό μου και τέτοια. Ούτε είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Αλλά, όπως είπαμε και πριν, ντρεπόμουν λίγο για τις εμπειρίες μου, γιατί ήταν πολύ διαφορετικές και φοβόμουνα, ανησυχούσα τι θα πούνε άλλοι για μένα, που ‘ναι αυτό το κλασικό ελληνικό στοιχείο. Παρόλο που ‘χα ζήσει σε μια -έτσι- φούσκα που κανείς, σε κανέναν, δεν τους ενδιέφερε, ρε παιδί μου, ποιος είσαι και από πού ερχόσουνα εκεί που ήμουν. Αλλά όσο ήμουν στην Ελλάδα θυμάμαι ψιλοκρυβόμουνα. Δηλαδή δεν μοιραζόμουνα άνετα τις εμπειρίες μου, όποτε τις μοιραζόμουν, τις μείωνα επίτηδες. Δεν ήθελα ποτέ να φανώ ανώτερος απ’ τον άλλον ως προς το τι έζησα, γιατί δεν ήθελα να ξέρουν οι άλλοι ότι ίσως είχα λεφτά ή ότι μεγάλωσα με λεφτά. Άρχισαν να μπαίνουν πλέον κάποια πολιτικά στοιχεία στη ζωή μου που -ξέρεις- ένιωθα ντροπή ότι εγώ, ενώ είχα λίγο πιο αριστερές ιδέες, καταγόμουνα από μια οικογένεια, που ενώ ήταν αριστερή στο παρελθόν, δημιούργησαν χρήματα με καπιταλιστικούς τρόπους εν τέλει, γιατί ο πατέρας μου σε εταιρείες δούλευε και τέτοια. Και δεν στέριωσε αυτό ποτέ μέσα μου καλά. Δηλαδή, θυμάμαι μίλαγα και με τον πατέρα μου γι’ αυτό. Και τότε και πρόσφατα. Και πώς το άντεξε αυτός και… Άρχισα, επιπλέον, να ανακαλύπτω λίγο πιο βαθιά όλο αυτό το κομμάτι του τραύματος, ας πούμε. Στην οικογένειά μου, όπως και σε πολλές ελληνικές οικογένειες, υπάρχει αυτό το τριπλό τραύμα. Δηλαδή είναι το τραύμα γενεών, π.χ. για τους πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία όπου ξέρεις, τους ‘διωξαν απ’ τα σπίτια τους, χάσανε τα λεφτά τους, ήρθαν εδώ, μετά τους συμπεριφερόντουσαν οι άλλοι σαν ξένους. Μέχρι να καταφέρουν αυτό, μετά όταν καταφέρανε και βγάζανε λεφτά όλοι ζηλεύαν, γιατί θεωρούσαν «γιατί αυτοί οι πρόσφυγες να ‘χουνε χρήματα κι όχι εμείς;». Τέλος πάντων, όλο αυτό το κομμάτι έχει επηρεάσει φουλ εννοείται τη γενιά που έφυγε απ’ τη μικρά Ασία, αλλά και τον πατέρα μου, που ήτανε το δεύτερο κομμάτι της γενιάς. Και τώρα έρχεται η τρίτη γενιά -εγώ δηλαδή- κάπως είτε να αποφασίσει να στηρίξει αυτό το βάρος και να ασχοληθεί μ’ αυτό είτε να το αγνοήσει τελείως ή να το βγάλει από πάνω της. Κι εγώ κι ο αδερφός μου είμαστε η δεύτερη κατηγορία. Αλλά επειδή μόνο γι’ αυτό μιλάγαμε στην οικογένεια, στην ουσία, για το από πού ερχόμαστε, ότι από πού καταγόμαστε, έπρεπε να το ξέρουμε. Κι έπρεπε να το ακούσουμε. Κι εμένα μιλάμε ο πατέρας μου συνέχεια μιλάει γι’ αυτό, η μάνα μου το μισεί, γιατί ήθελε να ‘ναι στο εξωτερικό. Οπότε υπήρχε αυτή -ξέρεις- η αντιμαχία πάντα με τους… Η μάνα μου ήταν πάντα στο νέο, το φρέσκο, το καινούργιο, το ταξίδι, που ‘μαι κι εγώ λίγο πιο επηρεασμένος απ’ αυτό. Ο πατέρας μου ήταν πιο πολύ πάντα στις ρίζες, στη μνήμη, παράδοση, ξέρεις. Εξού και ενώ είχε ταξιδέψει πολύ κι αυτός στη ζωή του, το μισούσε το ταξίδι. Ήθελε πάντα να ‘ναι στη χώρα του. Δηλαδή -φαντάσου- του έλεγα, να τον παίρνω τώρα εγώ τηλέφωνο απ’ το Grand Canyon και να του λέω: «Μπαμπά, μόλις είδα το ομορφότερο φαράγγι της ζωής μου», ξέρω 'γω. Κι, εν τω μεταξύ, ερχόμαστε απ’ την Κρήτη κιόλας, οπότε ξέρουμε από φαράγγια. Και να μου λέει: «Ναι, τα ‘χουμε κι αυτά στην Ελλάδα». Του εξηγούσα ότι είναι ένα απ’ τα 7 θαύματα του κόσμου ξέρω 'γω σε υγειονομικό επίπεδο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο και η απάντησή του ήτανε αυτή πάντα ότι «το ‘χουμε και στην Ελλάδα. Γύρνα». Οπότε αυτό εμένα με εκνεύριζε φυσικά, γιατί ένιωθα ότι δεν έβλεπε ο πατέρας μου ότι ο καθένας είμαστε παραπάνω από τη χώρα μας, είμαστε παραπάνω από την οικογένειά μας, είμαστε παραπάνω απ’ το πολίτευμά μας. Ξέρεις, αυτό το ‘χει ο πατέρας μου. Αλλά, εντάξει, μπορώ να πω ότι τώρα, μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια τον καταλαβαίνω αρκετά πιο πολύ και έχω -ξέρεις- συμμεριστεί κι εγώ λίγο το βάρος του κλπ. Αλλά τότε θυμάμαι, εκείνη την περίοδο, που άρχισα να μαθαίνω πιο πολλά για την οικογένειά μου, άρχισε να βγαίνει λίγο το πρώτο κομμάτι ενσωμάτωσης. Ότι δεν έβλεπα πια τον εαυτό μου σαν ο απόγονος μιας νεόπλουτης οικογένειας. Έβλεπα τον εαυτό μου ως απόγονο μιας οικογένειας που είχε κάποια ιστορία. Μέσα από πολιτικές και ιστορικές καταστάσεις καταλήξαμε εδώ που είμαστε. Μαθαίνοντας την ιστορία αρχίζεις να σέβεσαι κάποια πράγματα. Και ίσως να θεραπεύεις και κάποια τραύματα -ξέρω 'γω- για την οικογένειά σου. Σου είπα λίγα κομμάτια, μπορώ να τα αναφέρω ξανά, για το από πού είμαστε κλπ. Αλλά είμαστε, η μεριά του πατέρα μου, που αυτή στην ουσία ήτανε η μεριά της οικογένειας που επηρέασε πιο πολύ εμένα και τον αδερφό μου, κατάγεται απ’ το Αϊβαλί. Στην ουσία ο πατέρας του εκδιώχτηκε απ’ το Αϊβαλί με την οικογένειά του. Και καταλήξανε Πειραιά και σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του ο παππούς μου -ο πατέρας του πατέρα μου δηλαδή- κατέληξε στην Κρήτη, όπου γνώρισε Κρητικιά και δεθήκανε κι η Κρητικιά αποφάσισε να φύγει απ’ την Κρήτη και να αρχίσουν σπιτικό μαζί στον Πειραιά, όπου εξού και γεννήθηκε ο πατέρας μου εκεί. Οπότε τα δύο ισχυρά, ας πούμε, ενώ όλη μου τη ζωή ξέρεις η Κρήτη για μένα και η Μικρά Ασία ήτανε κάπως, είτε για διακοπές είτε ένα σημείο αναφοράς, άρχισα να ψάχνω πιο πολύ το θέμα Κρήτη και το θέμα Αϊβαλί. Η οικογένεια του πατέρα μου κατάγεται από μια οικογένεια κοντραμπατζήδων -όπως λέγονται, πειρατές στην ουσία-, που κάνανε λαθρεμπόριο καπνά στο Αϊβαλί και ήταν έτσι πολύ επεισοδιακοί χαρακτήρες. Γράφτηκε ένα βιβλίο γι’ αυτούς, λέγεται «Αιολική Γη», του Βενέζη και έχει μια δικιά του, τέλος πάντων, ιστορία, η οποία έχει και τα καλά της, έχει και τα μαύρα της. Αλλά αυτό που πάντα μου έκανε εντύπωση είναι ότι το μαύρο κομμάτι το βλέπανε σαν -ο πατέρας μου κι ο θείος μου ξέρω 'γω συγκεκριμένα- το βλέπανε σαν τιμή παρά σαν κάτι το οποίο πρέπει να κρύψεις ή δεν πρέπει να ‘σαι περήφανος γι’ αυτό. Οπότε, τέλος πάντων, με λίγα λόγια υπήρχαν δύο αδερφοί, ήταν πειρατές. Ο ένας ήταν ψιλο-Ρομπέν των Δασών, έδινε πίσω στους φτωχούς, ο άλλος ήτανε λίγο πιο πειρατής πειρατής, δηλαδή με εγκλήματα, βιασμούς, σκοτωμούς και τέτοια. Σκληρός άνθρωπος, πολύ σκληρός. Και κάποια στιγμή ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα, την οποία την έκλεψε και την πήγε πάνω σε μία σπηλιά και της είπε ότι: «Θα σε παντρευτώ και θα προσπαθήσω να σ’ αγοράσω απ’ τον άνδρα σου». Αυτή, στην αρχή, φυσικά ήθελε να ξεφύγει, αλλά απ’ ότι φαίνεται ανέπτυξε σύνδρομο Στοκχόλμης και τον ερωτεύτηκε αυτόν τον άνθρωπο. Εντάξει, ήταν ένας όμορφος άνδρας, φυσικά, πολύ έτσι ισχυρός, δυνατός κλπ Οπότε κατέβηκε αυτός απ’ τη σπηλιά κάποια στιγμή και προσέφερε ένα τεράστιο ποσό στον άνδρα της, όπου τη χώρισε κιόλας. Και παντρεύτηκε τώρα αυτός αυτήν τη γυναίκα. Και έκαναν παιδιά. Ένα από αυτά τα παιδιά είναι και ο προ-, προ-, προ-, ξέρω 'γω, προπάππους. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτός στο τέλος της ζωής του -κι αυτό έχει και σχέση μετά με τον Κόντογλου, έναν άλλον συγγραφέα που έγραψε, τέλος πάντων, για την οικογένειά μας- όπου αυτός άρχισε να νιώθει τύψεις συνειδήσεως για όλα αυτά που είχε κάνει και είχε ανοίξει και μία ταβέρνα που λεγόταν «Ο διάβολος», ξέρω 'γω να φανταστείς έβλεπε τον εαυτό του σαν πολύ κακό άνθρωπο. Και άρχισε να κάνει ταξιδάκια απ’ το Αϊβαλί στα Μοσχονήσια, που είναι ακριβώς απέναντι, να μιλάει με τον Κόντογλου -ήταν ζωγράφος τότε- και να του λέει κάποιες ιστορίες του κλπ. και τον ρώταγε πάντα στο τέλος της ιστορίας: «Να σου πω, θα πάω στην κόλαση γι’ αυτά που έκανα;». Κι έλεγε ο Κόντογλου: «Δεν ξέρω, δεν είμαι Θεός. Θα κρίνει ο Θεός». Κάποια στιγμή, όμως, μετά απ' όλα αυτά που του είπε, ο Κόντογλου τού είπε: «Κοίταξε να δεις, από όλα αυτά που έχω διαβάσει και ξέρω, θα πας στην Κόλαση, ναι. Πρέπει να προετοιμαστείς». Οπότε αυτός το πήρε κατάκαρδα. Άφησε και τα υπάρχοντά του στη γυναίκα του και ήταν ο πρώτος εν ιστορία άνθρωπος που αυτοκτόνησε με όπλο στο Αϊβαλί, στην περιοχή, σαν Έλληνας, ας πούμε. Δηλαδή έβαλε τη σκανδάλη, έβαλε το όπλο στο στόμα και ξάπλωσε και αυτοκτόνησε. Δεν μπορούσαν να τον θάψουν, εν τω μεταξύ. Οπότε δεν ξέρουμε ποτέ πού θάφτηκε, τι έγινε μ’ αυτόν τον άνθρωπο μετά. Αυτό που ξέρουμε, όμως, είναι ότι έμειναν ιστορίες και ξέρουμε ότι οι γιαγιάδες -ξέρω 'γω- μετά τις μετέφεραν στα παιδιά τους και, τέλος πάντων, τις μάθαμε εμείς. Λοιπόν, αυτή η ιστορία εμένα -ένα κομμάτι της έχει κάτι ρομαντικό, φυσικά- και με τράβαγε, αλλά ένα κομμάτι της είναι φριχτό, όπως καταλαβαίνεις. Οπότε δεν ένιωθα ότι μπορούσα να παινευτώ απαραίτητα για την ιστορία της οικογένειας. Κι ενώ ο πατέρας μου κι ο θείος μου -ξέρω 'γω- το εκθείαζαν αυτό το πράγμα και το βρίσκανε νορμάλ ότι ξέρεις, ναι, εκδιωχθήκαμε κλπ., αλλά κάποτε είχαμε ισχύ σ’ αυτήν την περιοχή και κάναμε και κάποια κακά πράγματα, αλλά κάναμε και κάποια καλά. Σαν κάρμα για μένα ήτανε πολύ βαρύ, ας το πούμε έτσι. Και επειδή έβλεπα[01:00:00] και τη μάνα μου ότι τα μισούσε όλα αυτά, δηλαδή η μάνα μου δεν ήθελε να ‘χει καμία... Η μάνα μου, κατ’ αρχήν, δεν ήθελε να παντρευτεί Έλληνα. Απλά έτυχε, ερωτεύτηκε Έλληνα, ας το πούμε έτσι, εντάξει. Η μάνα μου ήθελε να παντρευτεί -ξέρεις- κάνα γελαδάρη στο Τέξας να φύγει απ’ την Ελλάδα. Οπότε υπήρχε πάντα η κόντρα στο τραπέζι -ας πούμε- θυμάμαι άπειρα δείπνα με την οικογένεια, όπου ο πατέρας μου κι ο παππούς μου λέγανε ιστορίες γι' αυτά τα πράγματα, η μάνα μου μιλώντας μισά, βρίζοντας στα αγγλικά -πρόσεξε- μπροστά τους, γιατί δεν καταλάβαιναν κιόλας πολύ, με κοίταζε κι έλεγε: «Καλά, εσύ δεν είσαι γι’ αυτά, ξέχασέ τα». Οπότε υπήρχε ένα μπέρδεμα γενικά με το ποιο κομμάτι της οικογένειας μπορούσαμε να κρατήσουμε εμείς ως άθικτο ή όχι. Αλλά εν τέλει, εντάξει, τώρα πια έχω έρθει σε ειρήνη μ’ όλο αυτό το κομμάτι, αλλά αυτό που δεν έχω έρθει ειρήνη σε κομμάτι είναι ότι κάποιους απ’ τους σκοτεινούς, κι αν υπάρχει κάτι σαν -πώς να σ' το πω;- παραγενετική θα σ' το πω έτσι, αν μπορούν δηλαδή οι ιδιότητες των ψυχών των οποίων εσύ έχεις συγγένεια -ας το πούμε έτσι- αν μπορούν να έχουνε κάποια επίδραση πάνω σου, σαν γενετική μεταφορά -θα σ' το πω έτσι- είναι ότι αναγνώριζα κι εγώ ότι κάποια κομμάτια του σκοτεινού μου εαυτού, όχι μόνο άκουγαν αυτά που έλεγε ο πατέρας μου, αλλά μ’ άρεσαν κιόλας. Δηλαδή, ας πούμε το κούρσεμα, αυτή είναι μια περίεργη λέξη, στην ουσία είναι η δράση μέσα στην οποία βγαίνεις απ’ το πλοίο, ιδίως αν... Θα πάρω ένα παράδειγμα στις Κυκλάδες. Κατεβαίναν στις ακτές, ανεβαίναν στις Χώρες, που εντάξει, ήταν πολύ πιο δύσκολες και μη προσβάσιμες τότε, κλέβανε, σκοτώναν καμιά φορά, βιάζαν και μετά κατεβαίναν με τα λάφυρα κάτω στο πλοίο και φεύγανε, εντάξει; Αυτό το κομμάτι, όσο και να είναι φρικτό, εμένα κάπως με τράβαγε, εντάξει; Δηλαδή ένιωθα ότι είναι ένα κομμάτι του ανδρισμού μου, να σ' το πω έτσι. Και μου έβγαινε και στο κομμάτι των σχέσεών μου. Δηλαδή ήμουνα λίγο πιο, ρε παιδί μου, ήμουν πάρα πολύ τρυφερός και τέτοια, αλλά μέσα μου κρατούσα κάποιες αποστάσεις. Ενώ δηλαδή είχα τρελά φιλελεύθερες ιδέες περί σχέσεων, προσανατολισμού κλπ., κάποια παραδοσιακά πράγματα μεταξύ άνδρα και γυναίκα μού άρεσαν. Και βγαίνανε δηλαδή έμπρακτα, μέσα σ’ αυτά που έλεγα, στον τρόπο που σκεφτόμουνα. Και είναι κάτι το οποίο ακόμα με βασανίζει λίγο ως πολύ. Δηλαδή δεν το ‘χω τελείως ξεπεράσει, γιατί με τις Αμερικάνες -ή τις ξένες, ας το πούμε έτσι- μπορείς λίγο να ξεφύγεις, γιατί σου δίνανε λίγο το δικαίωμα ότι οκέι, ο άνθρωπος είναι από άλλη χώρα, οπότε καταλαβαίνω ότι έχει άλλα ήθη και έθιμα. Αλλά, στην Ελλάδα, δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό. Οπότε εν μέρει, πέρα από δύο σοβαρές σχέσεις που είχα με Ελληνίδες γυναίκες, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να νιώσω τον ανδρισμό μου σε αυτήν τη χώρα καθαυτό. Γιατί ήμουνα πάντα μεταξύ δύο πολιτισμών. Και εν τέλει, τέλος πάντων, γυρνώντας πίσω στη γενική ιστορία, αυτό που κατέληξε να γίνει είναι ότι σκεφτόμουν για άλλη μια φορά, τώρα 2004, καθώς η Ελλάδα πέταγε -ας το πούμε έτσι-, εγώ είχα τελειώσει και μεταπτυχιακό, αλλά ήμουν πολύ down και δεν έβλεπα καμία διέξοδο, τέλος πάντων, σαν επαγγελματικό προσανατολισμό και δεν είχα καμιά ένωση, δηλαδή φαντάσου δεν έβγαινα έξω, κατ’ αρχήν, δεν κάπνιζα, δεν έπινα, δεν έβγαινα έξω, δεν έκανα καταχρήσεις καθόλου. Δεν ξενυχτούσα. Εγώ πήγαινα για ύπνο 10 παρά τέταρτο -ας πούμε- σ’ όλη μου τη ζωή. Γιατί -σου λέω- σεβόμουν πάρα πολύ το σώμα μου και, γυμναστικά, δεν ήθελα να πάρω ποτέ βάρος. Είχα αυτό το ότι όλοι οι φίλοι μου ήταν χοντροί μετά και είχαν σταματήσει τον αθλητισμό. Και, ξέρεις εγώ, αν υπήρχε ένα ιδεατό της Ελλάδας, ήταν πιο πολύ το αρχαίο. Δεν είχα καμία σχέση, κατ’ αρχήν μεγαλώσαμε από κομμουνιστική οικογένεια, οπότε η Εκκλησία κι η θρησκεία για μας ήτανε κάτι το αναγκαίο κακό, ας το πούμε έτσι. Παρόλ' αυτά, επειδή εγώ είχα αρχίσει την πνευματική μου διεργασία, φαντάσου ότι στα 28 μου -ξέρω 'γω- άρχισα να ξαναδιαβάζω απ’ την αρχή Καινή Διαθήκη, Παλαιά Διαθήκη, να ανακαλύψω ποιος είναι ο χριστιανισμός, για ποιους λόγους -ξέρεις- είναι αυτό που είναι. Κι άρχισε να μ’ αρέσει. Μπορώ να πω ότι δηλαδή κάποια απ’ τα κομμάτια του Χριστού, ξέρεις, κατάλαβα γιατί η Ελλάδα είναι αυτό που είναι χάρη σ’ αυτή τη θρησκεία. Οπότε άρχισα να βρίσκω μια ειρήνη μ’ αυτό. Παρόλ' αυτά, η χώρα για μένα ήταν ακόμα δύσκολη. Και μέσα σ’ όλο αυτό… Άρχισα, εν τω μεταξύ, τότε να ξεφεύγω με τρόπους περίεργους, άρχισα να παίζω βιντεοπαιχνίδια. Βιντεοπαιχνίδια που πάλι -ξέρεις- είχαν, υπήρχε μια πρόκληση πάλι με τον ανδρισμό, δηλαδή έκανα -όπως σου είπα πριν- πολεμικές τέχνες, εντάξει; Μετά, ακόμα κι ο χορός που μάθαινα είχε σχέση με -είχα διαλέξει έναν αφροβραζιλιάνικο χορό, που λέγεται capoeira- που έχει κι αυτό ένα κομμάτι μέσα ανδρισμού, που είναι λίγο πιο πατριαρχικό, παραδείγματος χάριν. Μετά, ακόμα και τα βιντεοπαιχνίδια που έπαιζα είχαν να κάνουν με πόλεμο, ξέρω 'γω. Και άρχισα να ανακαλύπτω ότι υπάρχει ένα θέμα με τη θηλυκή μου πλευρά, να σ' το πω έτσι. Υπάρχει ένα θέμα, εντάξει; Το οποίο, όμως, δεν παραδεχόμουν. Και -ας πούμε- άρχισα, λοιπόν, να ζω μια παράλληλη ζωή μ’ αυτή τη φάση. Εν τω μεταξύ, έκανα μια ψευτοαίτηση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόδρης, γιατί όπως είπα υπήρχαν λεφτά, και σκεφτόμουν μήπως κάνω διδακτορικό να πάω ξανά στη Ζωολογία. Αλλά έπιανε το χέρι μου, είχα ήδη αρχίσει να γράφω πιο πολύ, ήθελα να κάνω κάτι πιο καλλιτεχνικό και ξαφνικά ένας απ’ τους κολλητούς μου στην Αμερική, μου λέει: «Κοίταξε να δεις, μόλις μετακόμισα πίσω στο Λος Άντζελες – από εκεί αυτός ερχόταν – το Santa Cruz τελείωσε για μένα. Έχει η γιαγιά μου κάτι διαμερίσματα τα οποία θα τα τρέχω, οπότε υπάρχει και χώρος σε καναπέ να μείνεις όπου θέλεις κλπ. Γιατί δεν έρχεσαι εδώ πέρα να..», γιατί ήξερε ότι πέρναγα δύσκολες στιγμές. «Έλα ρε παιδί μου να ξεφύγεις ένα τρίμηνο, τετράμηνο». Εν τω μεταξύ, είχα τα αμερικάνικα χαρτιά εγώ και τέτοια, διαβατήρια. Κι απ’ το πουθενά ξαφνικά ανακοινώνω στην οικογένειά μου ότι φεύγω ξανά, θα πάω όμως για ένα τρίμηνο, τετράμηνο να δω έτσι πώς είναι και θα δω. Οπότε αρχίζει στην ουσία ο δεύτερος κύκλος της Αμερικής για μένα. 2006. 2005 ήταν το δοκιμαστικό. Σκάω -ξέρω 'γω- σε μια παραθαλάσσια γειτονιά του Λος Άντζελες, που λέγεται Σάντα Μόνικα, η οποία ήτανε τότε φουλ προοδευτική, ας το πούμε έτσι. Ήταν ακόμα φτηνά. Έμεινα σε έναν οικισμό, που λέγεται Venus Beach που ήτανε ιστορικά -ξέρεις- φουλ rock n’ roll, πάλι κι εκεί ναρκωτικά και τέτοια, συμμορίες, υπήρχε δηλαδή έγκλημα φουλ, αλλά ήτανε ρέμπελοι και είχε χαρακτήρα η γειτονιά, πάρα πολύ. Και νοίκιαζα -ξέρω 'γω- ένα στουντιάκι μικρό μ’ έναν φίλο, δεν είχα λεφτά… Α, τότε άρχισε η οικογένειά μου να υπάρχει κάποιο μικρό οικονομικό θέμα. Αλλά όχι φουλ. Μπορούσαν να βοηθήσουν λίγο. Αλλά προσπαθούσα εγώ να δημιουργήσω το δικό μου εισόδημα. Και επειδή, εντάξει, είχα ικανότητες, τις οποίες δεν μπορούσα να διοχετεύσω, δηλαδή δεν ήθελα να πάω πάλι σ’ ένα πανεπιστήμιο και να δουλέψω σαν θαλάσσιος βιολόγος, εκεί ανακάλυψα για πρώτη φορά τρελά επαγγέλματα, τα οποία μπορούσες να κάνεις στην Αμερική. Ένα άλλο στοιχείο της Ελλάδας που δεν υπάρχει. Όπου, ρε παιδί μου, πληρώναν χαζά λεφτά για δουλειές ασύλληπτες. Δηλαδή άρχιζα να βγάζω βόλτα σκύλους για τέσσερα χιλιάρικα τον μήνα. Και μπορούσα να ζήσω σαν βασιλιάς. Και έβγαζα -ξέρω 'γω- για part-time, που για την Αμερική θεωρείται κάτω από 30 ώρες τη βδομάδα, έβγαζες αυτά τα λεφτά. Η δουλειά ποια ήταν στην ουσία; Είχες ένα βαν, ένα βανάκι, πήγαινες- ήταν κάτι σαν οδηγός σχολικού φαντάσου- πήγαινες από σπίτι σε σπίτι, μάζευες τα σκυλιά, τα έπαιρνες, τα πήγαινες στο βουνό, τα ‘κανες βόλτα -ξέρω 'γω- στη φύση, χωρίς λουριά για μία ώρα, τα έφερνες, τους τα άφηνες. Αυτό ήτανε η δουλειά. Και κράταγε γύρω στο τρίωρο αυτό το τέτοιο, οπότε μπορούσες να κάνεις 2 βάρδιες αν ήθελες. Και ξαφνικά άρχισα να έχω ένα εισόδημα και να ζω σε μια γειτονιά που ήτανε φουλ ανάπτυξη, πάλι κατάσταση τύπου, όπως ήταν στο πανεπιστήμιο. Δηλαδή νέα μυαλά σε μια πόλη που η βιομηχανία της είναι 85% βιομηχανία του show business, στην ουσία entertainment. Με πολύ όμορφους ανθρώπους. Δηλαδή αντικειμενικά το Λος Άντζελες έχει τους ομορφότερους ανθρώπους στον κόσμο, γιατί έρχονται όλοι να γίνουν ηθοποιοί εκεί πέρα, βασικά. Οπότε ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια νέα φούσκα, όπου κανείς δεν γερνάει, ακόμα κι αυτοί που γερνάνε κάνουν πλαστικές και σκέφτονται νέα, κάνουν τρελές γυμναστικές, διατροφές. Και μπαίνω λίγο σ’ αυτό το λούκι. Και αποφάσισα να κάνω κάποια μαθήματα στο πανεπιστήμιο, στο UCLA, αλλά πιο καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Οπότε άρχισα να παίρνω δημιουργική συγγραφική, ζωγραφική, μουσική, ποίηση και σενάριο μέσα σ’ όλα αυτά. Και για κάποιον λόγο το σενάριο άρχισε να κολλάει, βασικά, και να μ’ αρέσει και σαν δομή, μπορούσα να συνδυάσω γνώσεις επιτέλους απ’ όλους τους τομείς της ζωής μου και να τους βάλω μέσα σ’ αυτό. Και άρχισα να γράφω. Και να δουλεύω με τα σκυλιά και στον ελεύθερό μου χρόνο να γράφω -ξέρω 'γω- και δημιούργησα ένα σενάριο το οποίο έμαθα μετά ότι μπορούσα να το υποβάλλω σε μια, τέλος πάντων, σε μια υποτροφία φαντάσου που ήταν φτιαγμένη απ’ τα Oscars, απ’ την ακαδημία των Oscars, που -ξέρω 'γω- έστελνες 7.000 σενάρια υποβολή και τα τελευταία 15 παίρνανε κάποιο χρηματικό ποσό και το πιο σημαντικό, παίρνανε μάνατζερ και ατζέντη που χρειάζεσαι σ’ αυτόν τον χώρο για να προχωρήσεις μπροστά. Και, τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, εγώ δεν περίμενα φυσικά κάτι, αλλά έφτασα στους τελευταίους 15 απ’ τους 6.000 και αυτός ο οργανισμός με έκανε ένα tour σ’ όλα τα στούντιο, στα γραφεία παραγωγής, ξέρεις γνώρισα κόσμο, βρήκα μάνατζερ. Και ξαφνικά απ’ το πουθενά βρέθηκα κάνοντας μια δουλειά που δεν -εντάξει, ήξερα ότι θέλω να γράψω- αλλά δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να βγάλω λεφτά απ’ αυτό. Και μου κλείνει ο μάνατζερ την πρώτη μου δουλειά, ήταν μια μεταφορά ενός βιβλίου, οπότε αρχίζω να βγάζω και χρήμα[01:10:00]τα. Και τα χρήματα εκεί, εντάξει είναι, δηλαδή φαντάσου ότι ένα σενάριο 90 σελίδες είναι γύρω στα 60.000-70.000 ευρώ. Οπότε ξαφνικά εγώ βρέθηκα… Και δουλειά τώρα 2-3 μηνών μόνο, έτσι; Οπότε βρέθηκα με απίστευτο χρηματικό όφελος, με πολύ λίγη εμπειρία, αλλά σχετικά ακόμα νέος, σ’ έναν νέο κύκλο που όλοι διψάνε να ‘ναι κομμάτι αυτής της βιομηχανίας. Και άρχισα να φοράω, λοιπόν, μία άλλη περσόνα πάνω μου -ας το πω έτσι- άρχισα να δημιουργώ ένα νέο εγώ, του καλλιτέχνη πλέον. Με ένα άλλο φίλτρο πάλι προς την οικογένεια. Καλά, ο πατέρας μου είχε χάσει το μπαλάκι εκεί. Σου λέει: «Έφυγες από Θαλάσσια Βιολογία, μετά έκανες Φιλοσοφία στην Αγγλία, τα ‘κοψες, μετά κάνεις σενάρια, στην Ελλάδα δεν… εντάξει. Θα γίνεις καλλιτέχνης τώρα, τι θα γίνει μ’ εσένα, βασικά» η κατάσταση, αλλά παρόλ' αυτά, εντάξει, μπορώ να πω ότι είχε αρχίσει να αποδεχτεί ότι εγώ είμαι διαφορετικός. Εν τω μεταξύ, τότε άρχισα να δένομαι και πιο πολύ με τον αδελφό μου σιγά σιγά οπότε- που ‘χε κι αυτός πλέον δεύτερο πτυχίο στη Φιλοσοφία και είχε ξεφύγει κι αυτός, δηλαδή σπούδαζε Νίτσε, ξέρεις, είχε αναπτύξει δικές του ξέρεις ανησυχίες και αυτός πολύ ιδιαίτερος στον τομέα των σχέσεων κλπ.- και ένιωθα ότι με την οικογένεια είχα ένα σύνδεσμο με τον αδερφό μου πιο πολύ και μετά με τη μητέρα μου και τελευταία με τον πατέρα μου. Τέλος πάντων, άρχισα να ζω, λοιπόν, αυτή τη ζωή και άρχισα να βλέπω την Αμερική που όλοι θεωρούμε ότι ο μέσος Αμερικάνος ζει. Δηλαδή διασημότητες, άρχισε η εποχή των celebrities τότε, άρχισε σιγά σιγά το instagram, το facebook και όλα αυτά τα τέτοια. Εγώ ήμουνα πάντα φουλ εναντίον των κοινωνικών media, που μου στοίχισε στην καριέρα μου γενικά. Αλλά ήξερα ότι άμα το προϊόν είναι δωρεάν, τότε εσύ είσαι το προϊόν. Το ‘χα καταλάβει βασικά. Τώρα αποδεικνύεται πια. Οπότε άρχισα να γίνομαι έτσι λίγο αποκεντρωτικός και περίεργος, εκκεντρικός μ’ αυτά τα πράγματα. Δεν είχα ποτέ facebook, δεν είχα ποτέ instagram, δεν έκανα ποτέ τέτοιες κινήσεις. Είχα μόνο ένα resume -ξέρω 'γω- στο LinkedIn, που ήταν. Και μετά με προωθούσε ο μάνατζερ για τις δουλειές κλπ. Και άρχισα να ζω κάτι τρελές καταστάσεις, όπου υπήρχε και -έτσι- μια σκοτεινή περίοδος. Δεν έπεσα ποτέ στα ναρκωτικά κι αυτά, αλλά είχα πολλούς Έλληνες φίλους που ερχόντουσαν κατά διαστήματα και -ξέρεις- έβλεπα πόσο διαφορετικό υπόβαθρο υπάρχει πλέον στην καινούρια Ελλάδα που εγώ γνώριζα μέσω αυτών. Άρχισα να νιώθω για πρώτη φορά μετανάστης, γιατί το LA είναι πολύ σκληρό όταν έχει να κάνει με δουλειά. Δηλαδή σε ρώταγαν από πού είσαι, αν έχεις προφορά μετράει, στον χώρο του entertainment ιδίως. Όλες οι σχέσεις είναι καθαρά… Δηλαδή άμα έχεις λεφτά στο LA, οι σχέσεις είναι ελεγχόμενες φουλ απ' το τι δυνατότητες έχεις για τον άλλον ή την άλλη να προωθήσεις την καριέρα του. Οπότε φαντάσου να σκας σε πάρτι, γιατί συνήθως υπάρχουνε άνθρωποι με πάρα πολλά χρήματα εκεί και οι μισές γυναίκες παρών στο πάρτι ήταν πληρωμένες, εντάξει; Οπότε αρχίζεις να δημιουργείς σαν άνδρας μια... Και ξαναγυρνάμε πάλι στο θέμα του ανδρισμού, γιατί, βασικά, στο τέλος της συνέντευξης, όταν πια θα ‘χω φτάσει εδώ που είμαστε... Α, το μεγαλύτερο πράγμα που ακόμα επεξεργάζομαι είναι αυτό. Τι σημαίνει να ‘σαι άνδρας της γενιάς της δικιάς μου στη σημερινή εποχή; Αυτό είναι πλέον και το αντικείμενο το οποίο θα διαλέξω, που έχω διαλέξει ήδη, για την επόμενή μου δουλειά, συγγραφική δουλειά. Διότι ακόμα δεν το ΄χω απαντήσει για τον εαυτό μου, κατ’ αρχήν, πρώτον. Δεύτερον, έχει αλλάξει τόσο πολύ το θέμα γυναίκα-άνδρας στο εξωτερικό, και πλέον και στην Ελλάδα σιγά σιγά, μιλώντας φυσικά για θέματα τύπου #metoo ή θέματα ισοτιμίας φύλων, θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, νομικά πλαίσια γι’ αυτό. Όλο αυτό το κομμάτι άρχισε να με μπερδεύει ακόμα πιο πολύ, γιατί ήδη εγώ προσπαθούσα να ανακαλύψω τι σημαίνει αυτό για μένα. Έχει θέματα και ο κόσμος και με το δίκιο τους κιόλας οι γυναίκες λένε: «Μέχρι εδώ, υπάρχουν κάποια θέματα, πρέπει να αρχίσουμε να τα μιλάμε». Μετά, αρχίζουν να βγαίνουν στη φόρα όλα αυτά που βλέπουμε, τύπου απαίσιες συμπεριφορές -ξέρεις- διασήμων προς τις γυναίκες, εκμετάλλευση, σεξουαλική παρενόχληση, όλο αυτό το κομμάτι. Οπότε αυτό το αντικείμενο όταν άρχισα να το ζω εγώ -φαντάσου 2008 περίπου- να βλέπω πόσο εύκολο είναι να αγοράσεις μια ανθρώπινη ψυχή, άμα έχεις χρήματα. Πόσο εύκολο είναι να ζήσεις έναν ψεύτικο έρωτα, τον οποίον, όμως, μπορείς να τον δημιουργήσεις ακριβώς όπως θέλεις εσύ, γιατί πληρώνεις. Και δεν εννοώ εντωμεταξύ escort ή πουτάνες, εννοώ αυτό που τώρα πλέον αποκαλούμε sugar babies, ξέρω 'γω. Δηλαδή γυναίκες τις οποίες μπορείς να ‘σαι μαζί τους, γιατί δέχονται πληρωμή για να ‘ναι μαζί σου. Εγώ το απεχθάνομαι αυτό, αλλά επειδή αυτά είναι η πραγματικότητα του LA, πολλές φορές έβγαινα ραντεβού και κάποια στιγμή στο ραντεβού μέσα έφτανε η συζήτηση σ’ αυτό. «Οκέι, λοιπόν, εγώ δέχομαι τόσα λεφτά τον μήνα, μπορούμε να 'μαστε ζευγάρι». Και ξέρεις, όλος ο ρομαντισμός που είχες χτίσει μέχρι τότε σαν άνθρωπος, και συγκεκριμένα σαν άνδρας, και συγκεκριμένα σαν Έλληνας άνδρας, Αιγαίος Πάνας, ξέρεις με όλα αυτά που έχω περάσει εγώ, με επηρέασε βαθιά. Δηλαδή άρχισα να κλείνομαι ακόμα πιο πολύ στον εαυτό μου σ’ αυτό το θέμα και φαίνεται και στη δουλειά μου. Δηλαδή ένα απ’ τα σενάρια που ‘χει πάρει -ξέρω 'γω- βραβείο είναι για έναν άνδρα ο οποίος πληρώνεται για να διαλύει σχέσεις. Είναι κάτι σαν ερωτικός δολοφόνος, να σ' το πω έτσι. Όπου μέσα από αυτό ήταν λίγο, προσπαθούσα να ξορκίσω τους δαίμονές μου -να σ' το πω έτσι- και να δω τη γυναίκα μέσα απ’ το φίλτρο της πλευράς του κύκλου μου. Αλλά μ’ έβαλε σε μια λούπα τρελή. Δηλαδή μ’ επηρέασε αυτή η δουλειά πολύ. Αλλά κατάλαβα πόσο δυνατή είναι αυτή η -ας πούμε- καλλιτεχνική μου ορμή. Δηλαδή άρχισα επιτέλους να εξερευνώ τη ζωή μέσα από το αντικείμενό μου, απ' το γράψιμο. Άρχισαν, λοιπόν, κάποιες μικροεπιτυχίες, και φτάνουμε σ’ ένα σημείο -2010-'12 φαντάσου- που εγώ οικονομικά είμαι καλά και από την πλευρά της οικογένειας και απ’ αυτά που έκανα εγώ. Άρχιζαν να αναγνωρίζουν τη δουλειά μου και άρχισα να συνεργάζομαι με κάτι ωραίους, δυνατούς σκηνοθέτες με αποτέλεσμα ένα απ’ τα σενάριά μου να γίνει ταινία, η οποία τίθεται ως υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Οπότε κάνω και μια ευρωπαϊκή -ξέρεις- εισαγωγή, που θα μ’ έδενε λίγο πάλι με την Ελλάδα και την... Η ταινία λέγεται «Μετέωρα». Έχει να κάνει με έναν μοναχό και μια μοναχή που ερωτεύονται, παρανόμως εννοείται, η οποία δημιουργεί τώρα μια τρελή κατάσταση μετά με την Ελλάδα, γιατί έχουμε φτάσει κοντά σε αφορισμό πλέον λόγω της ταινίας μου. Και, τέλος πάντων, το θεωρώ τιμή πλέον. Αλλά, εντάξει, στην αρχή ήταν δύσκολο. Τέλος πάντων, αυτό που γίνεται εν μέρει είναι ότι φτάνω σε μια κομβική στιγμή της ζωής μου, όπου έρχομαι τώρα στο Βερολίνο, έχω λεφτά, ζω σ’ ένα πανέμορφο φαράγγι -ξέρω 'γω- λίγο έξω απ’ το LA, με τον τρόπο που θέλω εγώ. Έχω αναπτύξει ικανότητες αθλητικές και διατροφικές, όπου έχω βρει μια φοβερή αρμονία στη ζωή μου. Αφιερώνω χρόνο για την πνευματική μου καλλιέργεια. Είχα φτιάξει -φαντάσου- έναν μονόχωρο, όπου εκεί μέσα υπήρχαν μόνο βιβλία και αντικείμενα που ‘χουν σχέση με αυτό. Και αφιέρωνα ένα κομμάτι του χρόνου μου μελετώντας -ξέρεις- τι εστί συνείδηση, αν θα μπορούσε ο τομέας της ψυχής να είναι κάτι το αληθινό και το χειροπιαστό, αν υπάρχει μετενσάρκωση, είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι πολύ μ’ αυτά. Και απ’ όλο αυτό το κομμάτι φτάνω, λοιπόν, στο Βερολίνο και συνειδητοποιώ πόσο τεράστιο φεστιβάλ είναι, κατ’ αρχήν. Δεν είχα ιδέα, ας πούμε, ότι… γνώρισα απίστευτο κόσμο, είδωλά μου του κινηματογράφου, ανέπτυξα και μια φιλία με τον Werner Herzog, γνώρισα ηθοποιούς και ηθοποιούς που θαύμαζα. Και έρχονται οι γονείς μου στην πρεμιέρα τώρα, ξέρεις μεγαλύτερη οθόνη της Ευρώπης, 3.000 άτομα -ξέρω 'γω- αίθουσα. Ανοίγουμε το φεστιβάλ, ήμασταν η δεύτερη ταινία που άνοιξε το φεστιβάλ. Και έχω την απίστευτη κομβική στιγμή όπου ο πατέρας μου, για πρώτη φορά, επειδή είδε κάτι που μπορούσε να καταλάβει… Δηλαδή στο μυαλό του η απόφαση εγώ που πήρα να γίνω συγγραφέας και μπόρεσε να τη δέσει με το μέγεθος της τελετής εκείνης και να νιώσει λίγο μια μεγαλύτερη ασφάλεια ότι μπορεί και να μπορώ να εργαστώ μ’ αυτό και να πετύχω και να συνεχίσω τη ζωή μου. Και θυμάμαι ότι δεν είπε κάτι. Αλλά θυμάμαι ότι είχαμε το δικαίωμα να καλέσουμε -ξέρω 'γω- κάποια άτομα και υπήρχαν 5 θέσεις για τους γονείς μας κλπ. Και είχανε ονόματα πάνω στις καρέκλες. Αλλά δεν ήταν χάρτινα, είχαν βάλει πλακάτ. Ξέρεις ήταν πολύ οργανωμένα. Και -ξέρεις- τώρα σκάει μέσα, βλέπει 3.000 άτομα, βλέπει την τεράστια οθόνη, είμαστε όλοι με σμόκιν -ξέρω 'γω- και του δίνουν τη θέση κι έρχομαι να του πω γεια και απλά με κοιτάει και θυμάμαι ότι απλά με κοίταξε στα μάτια και μου έδωσε το χέρι του. Δεν είπε ούτε συγχαρητήρια, ούτε σ’ αγαπώ, ούτε τίποτα. Απλά ένιωσα εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, με παραδέχτηκε εμένα σαν άνδρα ότι μπορώ να καταφέρω κάτι μόνος μου. Κατάλαβες; Φοβερή δυνατή στιγμή. Παρόλ' αυτά , τέλος πάντων, γίνεται το έργο, [Δ.Α.] πάει καλά, μου ανακοινώνει στο τέλος του φεστιβάλ, λοιπόν, ο πατέρας μου -θυμίζω είναι 2012- ότι: «Κοίταξε να δεις, η Ελλάδα έχει αλλάξει, έχουμε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και έχουμε χάσει τα λεφτά μας στην ουσία. Δηλαδή δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας καθόλου». Ο πατέρας μου είχε ακόμα ένα-δύο χρόνια δουλειά πριν βγει σε σύνταξη, οπότε μόλις είχε πάρει όλα τα λεφτά της οικογένειας και τα ‘χε επενδύσει σ’ ένα σπίτι στην Ανάβυσσο πάλι, το οποίο τύπου όνειρο ότι θα μείνουν τα παιδιά μου μαζί μου με τις οικογένειές τους κι εμείς στο γεροντικό. Τέτοια φάση. Μια έτσι σαν πολύχωρο, σαν πολυκατοικία, μονοκατοικία, πολύ περίεργο τέτοιο. Οπότε ξαφνικά είμαστε αυτό που λένε οι Αμερικάνοι cash poor, δε[01:20:00]ν υπάρχει ρευστό. Είμαστε πάλι, είμαστε νεόπτωχοι στην ουσία, αλλά με ύλη γύρω μας φουλ νεόπλουτη. Δηλαδή ωραία αμάξια, ο πατέρας μου τουλάχιστον. Φανταστικό σπίτι. Μιλάμε χάλασε τρελά λεφτά -ξέρω 'γω- για να το φτιάξει. Με τη μάνα μου να υπάρχουν προβλήματα στη σχέση και να είναι τώρα σ’ ένα άδειο σπίτι, τα παιδιά της δεν είναι κει, ο αδελφός μου έχει φύγει Αγγλία για το δικό του ταξίδι, εγώ είμαι Αμερική και ζουν τώρα μόνοι τους σ’ ένα άδειο σπίτι στη μέση του πουθενά. Γιατί όλοι οι φίλοι τους ήτανε νότια προάστια, δεν ήταν Ανάβυσσο, αλλά για κάποιον λόγο το χτίσανε αυτό το σπίτι όπως το χτίσανε. Και μου ανακοινώνει, λοιπόν, στο Βερολίνο ότι έχουμε ξεμείνει από λεφτά και θα αρχίσουν τώρα θέματα. Εγώ δεν είχα, δεν θα είχα καμία βοήθεια πια από την Ελλάδα, κι όχι μόνο αυτό, μπορεί να χρειαζόταν να βοηθήσω κι εγώ. Οπότε παθαίνω ένα σοκ. Και γυρνάω… Και τι δημιουργεί αυτό; Δημιουργεί για πρώτη φορά ένα πλήγμα όπου εγώ στον κόσμο που ‘χα δημιουργήσει στο μυαλό μου και στην πορεία αυτή που βάδιζα θεώρησα ότι πρέπει να τ’ αφήσω τώρα όλα αυτά, δηλαδή να βάλω στην άκρη τη μοναδική μου εργασία, να κοιτάξω πιο πολύ το οικονομικό κομμάτι, σαν καλλιτέχνης, όχι μόνο την -ξέρεις- την πορεία μου σαν καλλιτέχνης. Να μετακομίσω από κει που έμενα, γιατί ήταν ακριβό το νοίκι και να κάνω downsize, όπως λένε έξω, δηλαδή να πάω σε μικρότερο χώρο. Και άρχισα να ψάχνω -να σ' το πω έτσι- ένα δεύτερο εισόδημα, γιατί... Α, ξέχασα να πω ότι κάποια στιγμή που άρχισα να βγάζω λεφτά απ’ τα σενάρια σταμάτησα τα σκυλιά, έτσι; Σταμάτησα να σκέφτομαι αυτό το κομμάτι, γιατί ζούσα από τα χρήματα που έβγαζα. Και φτάνουμε, λοιπόν σ’ ένα σημείο που αρχίζω να μπαίνω για πρώτη φορά στον «πραγματικό» κόσμο, άρχιζαν να τελειώνουν τα λεφτά και έμενα, αρχίζω να μην πουλάω σενάρια. Γιατί, εντάξει, αυτή η δουλειά -ξέρεις- είναι ρώσικη ρουλέτα. Και οπότε τι κάνω; Το παιδί τώρα που μεγάλωσε -ξέρεις- νεόπλουτος στη Βούλα, Γλυφάδα με χρήματα, είχα ταξιδέψει όλον τον κόσμο, είχα κάνει τρελά πράγματα κλπ., αρχίζω τώρα να δουλεύω δουλειές φουλ "μπλε κολάρο" όπως λένε οι Αμερικάνοι, δηλαδή εργατικής τάξης. Για να έχω κάποια... Γιατί; Αν έπιανα δουλειά σε γραφείο παραγωγής, που είχα την εμπειρία να το κάνω, είναι τρελή δουλειά, δηλαδή δουλεύεις δεκατριάωρα, πολύ λίγα λεφτά και δεν σ’ αφήνουν να γράφεις τα δικά σου. Γράφεις τα δικά τους. Οπότε εγώ δεν το ήθελα αυτό το πράγμα. Οπότε λέω θα πιάσω μια δουλίτσα δεύτερη, θα δουλεύω κάποιες ώρες, θα βγάζω τα προς το ζην και θα γράφω με το υπόλοιπο του χρόνου μου. Αλλά αυτές οι δουλειές πρέπει να... Έψαχνα δουλειές που δεν χρησιμοποιούσαν το μυαλό μου. Γιατί θα με κούραζε αυτό. Οπότε άρχισα να -θυμάμαι η πρώτη δουλειά που- άρχισα να ψάχνω σαν μπάρμαν πρώτα, γιατί είναι το κλασικό στο Λος Άντζελες, είσαι μπάρμαν, υπάρχει έκθεση προς τον κόσμο που μπορείς να μιλήσεις με κόσμο, παραγωγούς, ηθοποιούς και τέτοια. Βγάζεις αρκετά χρήματα, γιατί εκεί δουλεύεις με το φιλοδώρημα κι όλοι δίνουν όλοι γύρω στα 20% πάνω στο ποτό τους. Οπότε βασικό μισθό ζεις, αλλά με το φιλοδώρημα μπορεί να βγάλεις -ας πούμε- και 1000 δολάρια την ημέρα. Οπότε, βασικά, πήγα σε μια σχολή, εγώ δεν έπινα καν αλκοόλ, έτσι; Οπότε, ξαφνικά, απ’ το πουθενά, πάω τώρα πιάνω, κάνω, αρχίζω μαθήματα μπαρτέντερ -ξέρω 'γω- μπάρμαν, σε μια σχολή, εθνική σχολή μπαρτέντερ, υπάρχει φαντάσου εθνική σχολή και τέτοια. Μαθαίνω τα πάντα γι’ αυτό. Έχουνε φαντάσου ένα ψεύτικο μπαρ με ψεύτικα ποτά, πώς τα αναμειγνύεις, μαθαίνεις συνταγές, μαθαίνεις τα πάντα. Ιστορία του αλκοόλ. Και τελειώνω. Αυτοί άρχισαν να με στέλνουνε σε διάφορες δουλειές τύπου πάρτι, συγκεντρώσεις κλπ., οπότε άρχισα να ‘χω λίγη εμπειρία. Κι αρχίζω να ψάχνω, όμως, μόνιμη δουλειά και εκείνη την εποχή, λοιπόν, στα πιο φτωχά μου -θα σ' το πω έτσι- μέσα σε όλα αυτά που είχαμε πει λίγο πολύ με γυναίκες κλπ., είχαμε ένα… Ξέχασα να πω, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, τέλος πάντων, αισθηματικό της ζωής μου ήτανε μια γυναίκα που ‘χα γνωρίσει το 2008, η οποία τύχαινε να είναι η πρώην φίλη του κολλητού μου, του Αμερικάνου φίλου, στο κολέγιο δηλαδή. Την οποία την ήξερα φυσικά κλπ., αλλά είχαν χωρίσει πλέον -ο φίλος μου είχε άλλη φίλη, βέβαια- την ερωτεύτηκα. Αρχίσαμε να μιλάμε και ερωτευτήκαμε, τέλος πάντων. Αυτή έμενε Σαν Φρανσίσκο, εγώ έμενα στο LA, οπότε άρχισε μια περίεργη σχέση που ήτανε στην αρχή κρυφή κι επειδή, εγώ, ήταν πολύ κολλητός ο άλλος, έπρεπε να πάω τώρα να πω στον φίλο μου ότι: «Ξέρεις, ερωτεύτηκα την πρώην σου». Και, εντάξει, δεν είναι ακριβώς ότι ζήταγα άδεια, αλλά έπρεπε να του το πω πριν κάνω κάτι, τέλος πάντων, και στην αρχή ήταν πολύ άβολο όλο αυτό. Δηλαδή τώρα κι ήταν ο φίλος που με προσκάλεσε και έμενα, αυτός με βοήθησε να ξεκινήσω στο Λος Άντζελες τώρα, φαντάσου. Οπότε πέρασα σκληρά στην αρχή, αλλά, τέλος πάντων, αυτός αναπτύχθηκε ως ο πιο δυνατός έρωτας της ζωής μου, τέλος πάντων. Άρχισα, πήγαινα εκεί κάθε Σαββατοκύριακα, δεθήκαμε, γνώρισα την οικογένειά της, ήταν η πρώτη γυναίκα που άρχισα να σκέφτομαι άμα θα μπορούσα να κάνω οικογένεια. Γιατί μέχρι στιγμής το θέμα της οικογένειας για μένα ήτανε κατάρα, δεν ήτανε... Δεν το κυνήγαγα καθόλου. Δηλαδή από 13 έλεγα θυμάμαι ότι ξέρεις δεν ήρθα εδώ για να κάνω παιδιά, ήρθα εδώ να εκπληρώσω μια μεγαλύτερη αποστολή κλπ. Τέλος πάντων, μ’ αυτήν τη γυναίκα, όμως, το σκέφτηκα. Άρχισα να πηγαίνω κυνήγια με τον μπαμπά της, άρχισα να δένομαι πάρα πολύ με τον πατέρα της, ήταν ένα πρότυπο άνδρα που με επηρέασε πολύ στη ζωή μου. Καθαυτό Αμερικάνος. Ήταν κάτι σαν Αμερικάνος απ’ την Άγρια Δύση φαντάσου, δηλαδή με όπλα, ξέρεις μέσα σε δέντρα, τεράστιες φάρμες, άρχισα να μαθαίνω να καβαλάω άλογα -ξέρω 'γω-, να κάνω ιππασία, δούλεψα σε ράντζα μαζί του με αγελάδες και τέτοια. Άρχισα να ζω τον Αμερικάνο από μία πολύ διαφορετική πλευρά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μ’ αυτή την κοπέλα δεν την ήθελε καθόλου τη ζωή που ζούσα εγώ. Τώρα Λος Άντζελες, σενάρια, παραγωγή, ξέρεις φιλμ κλπ., αυτή ήθελε κάτι πολύ πιο απλό, να έχει τα άλογά της, είχε σπουδάσει να ‘ναι νοσοκόμα, ήθελε να δουλέψει κάπου ντόπια εκεί που ζούσε. Εν τω μεταξύ, οι αποστάσεις τρελές τώρα, έτσι; Ήτανε με το αμάξι 10 ώρες πάνω βόρεια. Οπότε φαντάσου, έφευγα -ξέρω 'γω- Πέμπτη βράδυ, οδήγαγα σερί όλη τη νύχτα να φτάσω εκεί πέρα, έμενα -ξέρω 'γω- δυόμισι μέρες και ξανακατέβαινα κάτω. Οπότε, εντάξει, πολύ δύσκολο. Αλλά εντέλει κράτησε αυτό 4 χρόνια, ήταν η πιο μεγάλη σχέση της ζωής μου. Δεν βγήκε, δυστυχώς χωρίσαμε. Μπορώ να πω ότι ένα κομμάτι μου ακόμα είναι θαμμένο εκεί, δεν το ‘χω ξεπεράσει φουλ, αλλά εντάξει. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά ο λόγος που το αναφέρω αυτό είναι ότι από το 2008 μέχρι το ’12 ήμουνα λίγο ως πολύ μ’ αυτή τη γυναίκα και τα δύο χρόνια απ’ το ‘12 μέχρι το ’14 ήμουνα φουλ αποκομμένος -ξέρεις- απ’ τα αισθήματά μου και δεν είχα... Προσπαθούσα να δουλέψω, προσπαθούσα να βρω δουλειά, ξέρεις ήμουνα σε κατάσταση παράνοιας. Και μέσα σ’ όλο αυτό γνωρίζω μια κοπέλα, 2004 κοντά… Α, εν τω μεταξύ, δεν μπορούσα, δεν υπήρχαν λεφτά να γυρίσω Ελλάδα. Οπότε άρχισα να μη γυρνάω στη χώρα μου. Δεν υπήρχαν και λεφτά όχι μόνο να γυρίσω για τα εισιτήρια, αλλά δεν υπήρχαν λεφτά απ’ την οικογένεια για να πάω διακοπές, να κάτσω μαζί τους κι όλα τα σχετικά. Γιατί όλα αυτά ήταν έξτρα πάντα για μένα και δεν τα πλήρωνα εγώ, ξέρεις τότε είχαμε λεφτά. Και -όπως είπαμε- Αιγαίος Πάνας. Θυμάμαι ότι γνωρίζω, λοιπόν, μια… Θυμάμαι τελείωνα ένα σενάριο το οποίο πίστευα ότι θα με ξαναβάλει πίσω μες στο παιχνίδι λίγο ως πολύ και κάνω ξέρεις αίτηση και βλέπω μια γυναίκα που κάπνιζε -ξέρω 'γω- που είναι σπάνιο στην Αμερική. Δεν βλέπεις τώρα, δεν καπνίζει κανένας εκεί πέρα. Φαινόταν ξένη. Και κάτι μου... Έβαλα στην κυριολεξία την τελεία στο σενάριο -ξέρεις- τελείωσα το σενάριο και σηκώνομαι, τελείως μηχανικά, και πάω και της λέω -εν τω μεταξύ δεν καπνίζω εγώ- της λέω, ξέρεις: «Θες να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί;». Και χαμογελάει -ξέρω 'γω- πάμε λίγο πιο έξω, αρχίζουμε να μιλάμε. Ανακάλυψα ότι ήταν απ’ την Γαλλία, είχε ρίζες απ’ την Καμπότζη, οπότε ήτανε μίξη, ήταν ζωγράφος. Φαινόταν πάρα πολύ κοντά στα νερά μου. Σε μια κατάσταση τώρα που εγώ -ξέρεις- δεν ήξερα πώς θα βρω το νοίκι μου, ήμουνα σε χάλια κατάσταση, αλλά ξαφνικά άρχισε να αναπτύσσεται, τέλος πάντων, ένας έρωτας. Και μαζί με αυτή τη γυναίκα αρχίζω να... Κατ’ αρχήν, ζούσε σε ξενοδοχείο, που μου φαινόταν παράξενο, έτσι; Και -ξέρεις- φαινόταν ότι είχε λεφτά από κάπου και θεώρησα ότι θα ‘τανε η οικογένειά της -ξέρω 'γω- πλούσια. Αλλά, ξέρεις, μπαίνανε -καθώς ήμασταν μαζί- φαντάσου τώρα να τρώμε room service στο ξενοδοχείο της, σε μια κατάσταση που ήμουν άφραγκος τελείως. Εγώ φαντάσου ότι ζούσα με badget στην Αμερική 60 δολάρια τη βδομάδα, που ήτανε αρκετό για ν’ αγοράσεις ρύζι και λουκάνικα. Και τώρα ρύζι, λουκάνικο, σαλάτα μήνες τώρα, έτσι; Και να είμαστε και τώρα με φουά γκρα, room service και τέτοια μ’ αυτήν. Και το χειρότερο απ’ όλα -εγώ να υποπτεύομαι ότι ξέρεις- δεν μπορώ να τη βγάλω έξω αυτή την κοπέλα. Δηλαδή δεν έχω καθόλου την οικονομική τέτοια και δεν είμαι και σίγουρος αν ξέρει ακριβώς σε τι κατάσταση βρίσκομαι. Αλλά, εντάξει, μ’ άρεσε κιόλας και -ξέρεις- είναι τώρα πάλι το θέμα του ανδρισμού, δηλαδή: «Ρε πούστη -έλεγα- δεν είμαι ικανός ούτε να πάμε για γεύμα». Και, τέλος πάντων, πάλευα λίγο μ’ αυτό και σκάγανε κούριερ στο δωμάτιο με κάτι πάκους μέσα, κάτι φάκελους, λέω: «Ποια είναι αυτή, ρε πούστη, δηλαδή τι γίνεται εδώ πέρα;». Και μου ‘λεγε: «Α, ξέρεις πρέπει να φύγω για 2-3 ωρίτσες, ,μείνε εσύ στο ξενοδοχείο, ό,τι θέλεις, λέει, παράγγειλε μη σε νοιάζουν τα λεφτά». Και οπότε επειδή ήταν λίγο μια καινούρια φούσκα πάλι στη ζωή μου, ένα όνειρο, δεν ρώτησα και πολλά, εντάξει; Οκέι. Περνάγαν, λοιπόν, οι… Εγώ τότε έγραφα φουλ και έγραφα και λίγο ποίηση και, εντάξει φουλ έρωτας τότε, σου λέω, η πρώτη φορά μετά τη μεγάλη σχέση που είχα. Και συνειδητοποιώ, τη λέγαν Βερενίκη αυτή, και γράφω ένα ποίημα -ξέρω 'γω-, γιατί ήξερα ότι υπήρχε κι ένας αστερισμός, η κόμη της Βερενίκης κι ήθελα κάπως να συνδυάσω τα άστρα με το όνομα. Εντάξει, μαλακίες τώρα δικές μου. Και μπαίνω στο ίντερνετ, γιατί ήθελα να μάθω πιο πολλά γι’ αυτόν τον αστερισμό. Και πατάω Berenice και σκάει στο google [01:30:00]η δικιά μου παντού, δηλαδή μιλάμε τώρα, όταν λέμε παντού, παντού. Kαι παθαίνω σοκ. Έναν μήνα ήμασταν μαζί εν τω μεταξύ, δεν την είχα ρωτήσει καν, τι δουλειά κάνεις κλπ. Και κάτι είχα υποπτευθεί ότι μπορεί να ‘ταν μοντέλο ρε παιδί μου γιατί φαντάσου ότι σκάγανε οίκοι τύπου Dior, Chanel και τέτοια, με ρούχα σε ρόδες και τα φέρνανε στο δωμάτιο όλα και δοκίμαζε αυτή και λέω: «Εντάξει, θα ‘ναι κάνα μοντέλο -ξέρω 'γω-, θα ‘χει κάνα…». Και, τέλος πάντων, ανακαλύπτω ότι η τύπισσα είχε μόλις κλείσει και τελειώσει, γυρίσει ταινία το «James Bond», ήτανε "Bond girl" στην ουσία, στο «Skyfall» με τον Daniel Craig και τον Bardem και είναι στο τέλος του tour της, γι’ αυτό ήταν και στο LA για να προωθήσει το έργο κλπ. Είναι μ’ έναν Έλληνα, εντάξει, που δεν ήμουν πουθενά κοντά σε επίπεδο καριέρας, είχα πληρωθεί για σενάρια, αλλά ρε παιδί μου ακόμα πάσχιζα, δεν είχα τέτοιο επίπεδο, ας το πούμε έτσι. Άφραγκο, που δούλευα σε ψιλοδουλειές μπαρ τότε και έψαχνα -αυτό που σου ‘πα- το επόμενό μου γεύμα. Φαντάσου ότι είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο που ενώ πριν είχα εγώ πιστωτικές κάρτες και τέτοια, δεν τις χρησιμοποιούσα σχεδόν ποτέ, γιατί είχα λεφτά. Τι έκανα; Έβρισκα φίλους και φίλες Ελληνίδες ή Έλληνες, που ‘χαν λεφτά και τους έλεγα: «Κοίταξε, πάρτε την κάρτα μου και δώστε μου τα χρήματα που θα χαλάτε σε ρευστό για να μπορώ εγώ να…», γιατί, το να τραβήξεις χρήματα από την κάρτα σου έχει απίστευτο επιτόκιο εκεί, εντάξει; Και δεν μπορείς να πληρώσεις νοίκι με πιστωτική κάρτα στην Αμερική. Οπότε να ‘ναι καλά, όπου να ‘ναι, υπήρχε μια τύπισσα που τη λέγανε Καλογεροπούλου, όλοι έτσι τη φωνάζαμε με το επώνυμο, η οποία είχε χρήματα και ξηγήθηκε τρελά, γιατί της έδωσα τρεις… Αυτή είχε τρελά χρήματα, εντάξει; Είχα τρεις πιστωτικές κάρτες που μου ‘φερε -δεν θα το ξεχάσω ποτέ- της λέω: «Ρε συ, όσο μπορείς να ξοδέψεις, βάλ’ τις κάρτες μου και φέρ’ τα μου σε χρήματα εμένα μετά. Και 'γω θα μπορώ να τις δώσω μετά». Και θυμάμαι ότι σκάει σ’ ένα καφέ, που τώρα έχει κλείσει, λεγόταν «Το καθημερινό ψωμί», «Le Pain Quotidien» στα γαλλικά. Και σκάει μες στο... Υπήρχε ένα πίσω μέρος, τώρα LA, ήταν οι μισοί θαμώνες εκεί όλοι ηθοποιοί -ξέρεις- συγγραφείς κλπ., και αυτή, εντάξει, ήθελε να μπει λίγο στον χώρο, καινούργια ήτανε, την είχα βοηθήσει λίγο -τίποτα, αστεία πράματα- και ξηγήθηκε, έφερε δύο πλαστικές σακούλες με εικοσαδόλαρα, μιλάμε τώρα τα ‘βγαλε απ ‘το ΑΤΜ, εντάξει; Και πρέπει να ΄ταν γύρω στα 15 χιλιάρικα, ξέρω 'γω. Φουλ. Όλες οι κάρτες μου, εντάξει; Και μου λέει: «Έλα σ' τα έφερα». Λέω: «Ρε συ τι έφερες, δυο σακούλες πλαστικές». «Δεν μπορούσα να πάω -λέει- στην τράπεζα και τράβαγα απ’ την Ελλάδα -ξέρω 'γω-, οπότε πάρε αυτά». Της δίνω τις κάρτες, οπότε ζούσα -τα ‘χα βάλει κάτω απ’ το στρώμα- και ζούσα έτσι. Στην ουσία μέχρι να βρω δουλειά εγώ, πληρώνοντας τις μηνιαίες δόσεις στην κάρτα μου και να βλέπω -ήταν πολύ αστείο- γιατί να βλέπω -ας πούμε- τις κάρτες να λένε -ξέρω 'γω- ζάντες. Αυτή είχε Lamborghini και να λέει τώρα ζάντες Lamborghini, ένα χιλιάρικο το λάστιχο, ξέρω 'γω. Να λέει -ξέρω 'γω- 500 δολάρια room service στο τάδε ξενοδοχείο, μια ζωή που δεν ζούσα εγώ, αλλά τα χρέωνε αυτή. Γέλαγα δηλαδή, εντάξει, εγώ να ‘μαι μ’ ένα κρεβάτι σ’ ένα πάτωμα, μαζί μ’ έναν Έλληνα συγκάτοικο που ‘χε φτάσει κι αυτός εκείνη την εποχή, μου ζήτησε σαν χάρη να τον βοηθήσω, είχε φτάσει, ήταν αθλητής και τον βοήθησα να βγάλει τα χαρτιά του -ξέρω 'γω- με τη βίζα, σε ανταλλαγή με βοήθησε κι αυτός λίγο με τα νοίκια για να συγκατοικήσουμε μαζί, Σάββας λέγεται, πολύ εντάξει άτομο, απ’ τους πολύ κολλητούς μου φίλους Έλληνες. Οπότε ζούσα μια παράνοια και μέσα σ' αυτήν την παράνοια συνειδητοποιώ ότι η φίλη μου που ένα μήνα τώρα είμαστε μαζί είναι αυτή που είναι και τώρα νιώθω μαλάκας, γιατί αναρωτιέμαι: «Καλά, αυτή δεν παραξενεύεται ότι δεν έχω ρωτήσει ποτέ τι κάνει;». Και, τέλος πάντων, θυμάμαι, πάμε για ένα δείπνο, πάμε για ένα δείπνο στο «Four Seasons« που τότε -για να καταλάβεις την τέτοια- υπήρχε ένα πρωινό εκεί, που προπλήρωνες για να φας, που ήταν 500 δολάρια. Που 500 δολάρια ήτανε γύρω στις 10 βδομάδες φαγητό για μένα, εντάξει; Και σκάμε εκεί και μου λέει: «Α, δεν έχω λεφτά». Έτυχε να μην είχε. Δεν ήταν το ξενοδοχείο της, ήταν άλλο. Και θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα που θα τη ρώταγα εγώ: «Να σου πω, ξέρεις ανακάλυψα κάτι -ξέρω 'γω- και νιώθω βλάκας», θυμάμαι ότι 500 δολάρια ήτανε ανυπέρβλητο ποσό και είχαν μείνει στην κάρτα μου θυμάμαι 600 δολάρια να σ' το πω έτσι. Θυμάμαι ότι πλήρωσα εγώ κιόλας. Αλλά θυμάμαι ότι της λέω: «Ξέρεις τι; Πήγα να γράψω ένα ποίημα και βρήκα τι κάνεις και νιώθω μαλάκας, ελπίζω να μην αλλάξει κάτι μεταξύ μας, αλλά πρέπει να ξέρεις, εντάξει, εγώ δεν είμαι σε αυτήν τη φάση που βρίσκεσαι εσύ αυτήν τη στιγμή. Αν υπάρχει θέμα, στο λέω από τώρα, εντάξει καταλαβαίνω ότι μπορεί να μην δουλέψει για σένα αυτή η κατάσταση». Γιατί ήτανε ψιλολαίδη και αλήτης, φάση εκείνη τη στιγμή. Και μου λέει: «Όχι ρε συ, ίσα ίσα το εκτιμώ», ήταν πολύ ανθρώπινη η απάντησή της, «το εκτιμώ, έχω βαρεθεί τώρα όλο αυτό που… Έχω περάσει μια απίστευτη φάση, έχω ταξιδέψει σε 40 χώρες για την προώθηση του έργου, δεν ξέρω πού ξυπνάω, δεν ξέρω τι ώρα είναι, με πληρώνουν τρελά λεφτά απλά για να κάθομαι σ’ ένα αμάξι για μία ώρα». Φαντάσου ότι έβγαζε -δεν θα το ξεχάσω ποτέ- έβγαζε για μία ώρα δουλειά 30.000 δολάρια. Δηλαδή καθόταν μέσα σ’ ένα Land Rover κι έβγαζε τέτοια λεφτά. Και εγώ έβγαζα τότε σύνολο 35.000 δολάρια όλο τον χρόνο, που δεν ζούσες μ’ αυτά τα λεφτά, γι’ αυτό ήμουν και με τις πιστωτικές. Οπότε αρχίζω να ζω τώρα ένα τρελό πράγμα. Απ’ τη μία η οικογένειά μου έχει χάσει όλα της τα λεφτά, οπότε τεράστιες ανησυχίες με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Εγώ δεν πουλάω σενάρια, οπότε αρχίζω να αναρωτιέμαι, μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα; Είμαι καλός; Δεν είμαι καλός; Δεν έχω βρει δουλειά, έχω μπει φουλ μέσα, πιστωτικές κάρτες μαξ, έχω γνωρίσει αυτήν την τύπισσα που ζει μια πραγματικότητα που -ξέρεις- αρχίζει να πληρώνει φυσικά, γιατί εγώ δεν μπορούσα να πάω έξω δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Να μας καλούν τώρα σε πάρτι και να ‘μαι τώρα με ηθοποιούς, Brad Pitt και τέτοια, και να είμαι… Να ‘χω χάσει το μυαλό μου τελείως. Να ντρέπομαι να πω ότι είμαι σεναριογράφος. Ήμουνα πάντα πολύ κακός στο να προωθήσω τον εαυτό μου. Και να είμαι μέσα σ' αυτόν τον χώρο και να βλέπω ταυτόχρονα πόσο ψεύτικος είναι, πόσες ανησυχίες υπάρχουν, φουλ ναρκωτικά, φουλ σεξουαλική παρενόχληση. Δηλαδή, φαντάσου τον Weinstein που, εντάξει, τώρα πια τον πιάσανε, το "Τέρας του Hollywood", όπως τον αποκαλούνε, ήταν εκεί και την έπεφτε στη δικιά μου, σε άλλες, δηλαδή όλο αυτό το έζησα φουλ εγώ το κομμάτι. Δεν το ‘χα πει σε κανένα φίλο μου, γιατί ήτανε ιδιαίτερο, δεν μπορούσε... Φαντάσου ότι αυτές οι τύπισσες και οι τύποι, οι ατζέντηδές τους τούς λένε ότι: «Κοίταξε να δεις, πρέπει να ανακοινώσεις στον Τύπο ότι είσαι ελεύθερη. Δεν μπορεί να ‘χεις οικογένεια και παιδιά και φίλο, γιατί άμα εσύ είσαι η Bond girl και υποτίθεται το πιο περιζήτητο θηλυκό του πλανήτη δεν μπορείς να λες ότι ναι, έχω έναν φίλο, μόνιμη σχέση κλπ., γιατί αυτό τους χαλάει». Οπότε ήταν κρυφή η σχέση μας φουλ και στους φίλους μου, τους γονείς μου κλπ. Και επειδή ξόδευα πολύ χρόνο μαζί της, όλοι μού λέγανε: «Καλά ρε μαλάκα πού πας, έχεις εξαφανιστεί, τι κάνεις;». Οπότε ζούσα μια απίστευτα ψυχολογικά φορτισμένη κατάσταση. Δηλαδή απ’ τη μία ήμουνα απένταρος και τσίγκλαγε τον ανδρισμό μου. Απ’ την άλλη, είχα μια γυναίκα που ήθελε η μισή υφήλιος, οπότε εκεί ανέβαινε το εγώ μου, εντάξει; Απ’ την άλλη, ήταν όλο μυστικό, οπότε αναρωτιόμουν: «Είναι αλήθεια ή όχι;». Άφραγκος, είπαμε. Η καριέρα δεν πήγαινε πουθενά. Οι γονείς μου υπέφεραν στην άλλη άκρη του κόσμου. Και, ευτυχώς, δεν έπινα ούτε έκανα ναρκωτικά, οπότε δεν υπήρχε απόσβεση από κει καθόλου για μένα και κάποια στιγμή μου λέει αυτή: «Πάμε ένα ταξίδι». Και φεύγουμε, όλα πληρωμένα -ξέρω 'γω- για 10 μέρες στη Γαλλία, που ήτανε η βασίλισσα της Γαλλίας τότε, εκείνη την εποχή, από αυτά που είχε καταφέρει. Και μέσα σε όλο αυτό, τη φούσκα, που τώρα αρχίζω να ζω εγώ σαν celebrity βασικά, είχα τους παπαράτσι παντού, μας παίρνανε φωτογραφίες και λέγανε, ξέρω 'γω: «Ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης άνδρας μαζί με την τάδε, γαμιούνται ή όχι;», sorry -ξέρεις- τέτοιες φάσεις. Να τα βλέπουμε στα νέα και να μου λέει: «Ρε συ πρέπει να κρύβεσαι, πρέπει να φοράς κι εσύ ένα…», μαλακίες τώρα σκουφιά και τέτοια, «γιατί εντάξει, θα υπάρχει πρόβλημα», οπότε ένιωθα περίεργα, να σ' το πω έτσι. Και άρχισα να μουδιάζω γενικά και αυτό το ταξίδι στη Γαλλία λίγο έτσι μ’ έσπασε. Δηλαδή φαντάσου ότι τρώγαμε τώρα σε 3 αστέρια Michelin εστιατόρια, σε ακριβά ξενοδοχεία, γνωρίζοντας φοβερούς ανθρώπους, αλλά εγώ ένιωθα μέσα μου λίγος. Πάρα πολύ λίγος. Χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα. Κι εκεί που είναι να γυρίσουμε σκάει ένα τηλέφωνο από έναν φίλο που ‘χα βοηθήσει, μου λέει: «Ρε μαλάκα, φεύγει η γυναίκα μου από ένα μπαρ σ’ ένα ξενοδοχείο 4 αστέρων, είναι καλή δουλίτσα, για κοίταξέ το έχει και benefits». Γυρνάω πίσω και ξαφνικά προσγειώνομαι σε μια δουλειά καινούργια. Με μηδέν εμπειρία μπαρ τότε, εν τω μεταξύ. Πούλησα λίγο το παρουσιαστικό μου και το background μου σαν ξένος, ότι μιλούσα άλλες γλώσσες, γιατί, τέλος πάντων, μιλάω ιταλικά, αγγλικά, ελληνικά και λίγα γερμανικά. Και αρχίζω τώρα απ’ το πουθενά να δουλεύω μπάρμαν, όπου η ζωή του μπάρμαν, εντάξει, η Ελλάδα την ξέρει φυσικά. Εγώ δεν την ήξερα. Όντας Έλληνας, αλλά την έμαθα. Σε ξενοδοχείο τώρα με φοβερά... Πρέπει να ‘σαι ντυμένος στην πένα, κοινό έτσι ψιλομπίζνες κοινό, οπότε πρέπει να ‘σαι πολύ formal. Έμαθα τα πάντα για ποτά, άρχισα να σερβίρω, άρχισα να κοιμάμαι και να δουλεύω ώρες τρελές. Φαντάσου ότι έφευγα απ’ το μπαρ -ξέρω 'γω- 02:00-03:00 τα ξημερώματα κι έσκαγα καπάκι στο διαμέρισμα της φίλης μου, όπου δεν την είχα δει όλη μέρα, γιατί δούλευα, και είχε κάποιες προσδοκίες ότι πρέπει να ‘μαι παρών κι εγώ στη σχέση -αυτή ήταν νυχτοπούλι φουλ-, οπότε δεν κοιμόμουνα καν. Είχα χάσει 15 κιλά φαντάσου απ’ τη δουλειά κι από την όλη πίεση. Και φτάνω στην απόγειο της φάσης ότι οκέι, δεν μπορώ να συνεχίσω την κατάσταση. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν και [01:40:00]προβλήματα, αρχίσαν να υπάρχουν προβλήματα στη σχέση μου γενικά. Άρχισα να αναζητάω κι εγώ τι θέλω. Είχα ξεφύγει λίγο με τα πνευματικά φουλ, γιατί είχα αποφασίσει -ξέρεις- με το μυαλό μου ότι πάει αυτό, πρέπει να αφοσιωθείς στην επιβίωση, να βγάλεις λεφτά. Εν τω μεταξύ, παρεμπιπτόντως κάνω κι ένα ταξίδι μαζί της κάποια στιγμή Ελλάδα, γνωρίζει τους γονείς μου, ερχόμαστε και εδώ στο νησί. Και, εντάξει, περάσαμε όμορφα, αλλά ήμασταν ήδη στα τελειώματα, βασικά. Απλά μέχρι εκείνη την εποχή κάποια στιγμή φανέρωσα στους φίλους μου και στην οικογένειά μου με ποιον είμαι κλπ. Εντάξει, υπήρχαν θέματα εκεί, γιατί κάποιοι φίλοι μου -δεν το περίμενα- άρχισαν να ζητάν χάρες, άρχισαν να λένε: «Ρε μαλάκα, δεν μας το ‘χες πει από πριν, γιατί; Δεν μας εμπιστεύτηκες;». Υπήρχαν τέτοιου είδους κολλήματα. Μετά, η μάνα μου, το εγώ της εκτοξεύτηκε, γιατί ξέρεις είχα μια γυναίκα, της άρεσε πάρα πολύ η ομορφιά της μάνας μου και το Χόλυγουντ κι όλα αυτά, οπότε άρχισε όλο αυτό το κομμάτι που -ξέρεις- εμένα με κούραζε πολύ. Να μην τα πολυλογώ, γιατί τα ‘παμε λίγο ήδη. Και φτάνουμε σ’ ένα σημείο που χωρίζω. Sorry... Γυρνάμε απ’ την Ελλάδα, εγώ κόβω τη δουλειά, γιατί δεν άντεχα πια το μπαρ και τα ξενύχτια κλπ. Και φαντάσου τώρα, χωρίζω, ακόμα τα σενάρια -ενώ είχα κλείσει δύο μικροδουλίτσες- πάλι όλο πληρωνόμουνα λίγα, πήγαινε λίγο μπροστά η δουλειά, έπεφτε μετά, εντάξει; Και αρχίζω να οδηγάω ταξί. Πρόσεξε τώρα, από κει που ήμουνα σε τριών, πεντάστερα ξενοδοχεία και Michelin γεύματα και τέτοια, το αντίστοιχο του ταξιού εκεί ήταν το uber, που ήρθε για ένα διάστημα στην Ελλάδα, αλλά δεν έκατσε, τέλος πάντων. Που χρησιμοποιούσες το δικό σου αμάξι, ξέρεις με ένα application. Και αρχίζω τώρα να γνωρίζω ένα κομμάτι του LA, που δεν είχα καμία επαφή εγώ, γιατί έπαιρνα τα πάντα. Από άστεγους μέχρι πόρνες, μέχρι… Δούλευα νύχτα φουλ, εν τω μεταξύ, εγώ. Δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω στα κανονικά ωράρια, οπότε δούλευα -ξέρω 'γω- απ’ τις 18:00 το απόγευμα μέχρι τις 03:00 τα ξημερώματα. Έχω χωρίσει φουλ, οπότε έχει αρχίσει αυτή η ζωή να φεύγει με όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, που είχε αυτή η ζωή με τη φίλη μου. Σε φάση -ρε συ- να δουλεύω και να αρχίζω να αναπολώ από πού κατάγομαι, ποιος είμαι, τι έχω περάσει, όλο αυτό το κομμάτι, ξέρεις Ελλάδα, μετά Χόλυγουντ κλπ. Και υπήρχαν στιγμές που έσκαγαν στο αμάξι μέσα -δηλαδή μπορεί το πρωί να είχα ραντεβού σε στούντιο για να μιλήσω για το σενάριό μου και -ξέρεις- ντυμένος καλά, νομίζουν αυτοί ότι είμαι full-time συγγραφέας, εντάξει;- και υπήρχαν στιγμές που την ίδια νύχτα έτυχε αυτοί οι τύποι να μπαίνουν στο αμάξι μου. Ευτυχώς, κάποιοι απ’ αυτούς δεν με θυμόντουσαν, γιατί είμαι και μπροστά, δεν με βλέπανε καλά κλπ. Αλλά ζούσα τελείως διπλή, τριπλή πραγματικότητα και άρχισα σιγά σιγά να αποσπάω κιόλας κομμάτια της φιλίας, δηλαδή κάποιοι φίλοι μου που ‘χανε χρήματα δεν μπορούσα να κάνω παρέα πια. Δηλαδή δεν μπορούσα να ακολουθήσω καν. Δηλαδή τώρα να σκάνε σε εστιατόρια και τέτοια, που δεν ήθελα να πληρώνουν για μένα, εγώ. Οπότε άρχισα να δουλεύω όλο και πιο πολλές ώρες και να χάνομαι τώρα, άρχισα να χάνω λίγο το μυαλό μου. Δηλαδή ένιωσα λίγο taxi driver. Ξέρεις, άρχισα να έχω τρελά κουρέματα, δηλαδή άρχισα να ξυρίζω το κεφάλι μου, να αφήνω κάτι goatie, έβαλα τα σκουλαρίκια μου πίσω, άρχισα να ντύνομαι διαφορετικά. Άρχισα να έχω λίγο μια περσόνα -έτσι- πιο επιθετική, είχα ξεχάσει τι μάσκα φόραγα πια. Όπου -ξέρεις- δεν μίλαγα πολύ, κοίταζα αυστηρός. Εν τω μεταξύ, συμπληρωματικά, καθώς έκανα ταξί, είχα έναν Έλληνα φίλο -να ‘ναι καλά κι αυτός-, που ήτανε kick boxer και δούλευε προστασία σε κλαμπ τη νύχτα και τέτοια. Οπότε έσκαγα, μου ‘λεγε: «Έλα, σήμερα θα σου δώσουμε 300 δολάρια» και κάναμε ιδιωτικά πάρτι σε Kardashian -ξέρω 'γω-, ηθοποιούς και τραγουδιστές και τέτοια. Κλείνανε έναν χώρο κι εμείς κάναμε προστασία, τύπου πόρτα και bouncer, όπως λένε εκεί. Σωματοφύλακες. Τέτοια δουλειά. Οπότε φοράγαμε, φαντάσου εγώ οδήγαγα όλη μέρα ταξί, άλλαζα, πήγαινα εκεί με ξεφτισμένα ρούχα, αλλά κρυβόντουσαν λόγω του κουστουμιού κλπ. Βάζαμε τις μαλακίες αυτές στο αυτί μας -ξέρω 'γω- τον ασύρματο για να μπορείς να μιλήσεις με την ομάδα. Ήμασταν 8 άτομα. Μουσική φουλ, ραπ συνήθως, ξέρω 'γω όλοι μαύροι μέσα. Ήμασταν οι μόνοι λευκοί εμείς, γιατί ήμασταν μια ομάδα με Έλληνες κυρίως. Να πέφτει ξύλο ξαφνικά. Ξέρεις ξύλο, να σπάνε μπουκάλια, να φωνάζουμε τις αστυνομίες. Και να αρχίζω να ζω μια ένταση τρελή. Νευρώδες άγχος. Να μην μπορώ να κοιμηθώ. Οπότε όλο το ευαίσθητο κομμάτι της ψυχής μου άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά. Εν τω μεταξύ, ξεπερνούσα λίγο τη σχέση μου με τη φίλη μου, αλλά είχε καεί ένα κομμάτι σίγουρα. Εν τω μεταξύ, σεξουαλικά δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναδώ τις γυναίκες με τον ίδιο τρόπο, γιατί είχα συνηθίσει σ’ έναν ρυθμό και σε μια μορφή σεξ που είναι περίεργη, θα σ' το πω έτσι. Και αποφάσισα για να μην... Δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου -θα σ' το πω έτσι- πια, είχα φτάσει σε σημείο που δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου με το γυναικείο κορμί, θα σ' το πω έτσι. Δηλαδή αν δεν ήταν κομμάτι αυτής της γλώσσας της σεξουαλικής δεν μπορούσα να εκφραστώ αλλιώς. Οπότε αποφάσισα να μην βγαίνω ραντεβού και τέτοια. Άρχισα να γίνομαι μοναχός λίγο. Και άρχισα να γίνομαι καλλιτεχνικά λίγο -έτσι- πικρός, δηλαδή άρχισα να μην πιστεύω πια ότι μπορεί να γίνει όλο αυτό για μένα. Άρχισα να πιστεύω ότι δεν θα τα καταφέρω. Άρχισα να δένομαι πιο πολύ με την εργατική τάξη, θυμάμαι άρχισα να βάζω μυϊκό όγκο, άρχισα να κάνω πιο πολλή γυμναστική. Άρχισα να διαμορφώνομαι -ξέρεις- πιο… Ήθελα λίγο να γίνω σκληρός, δηλαδή το κομμάτι το ευχάριστο της Ελλάδας, έξω καρδιά, που είχα εδώ στα νησιά, του Αιγαίου Πάνα, ήθελα να το σκοτώσω. Γιατί ένιωσα ότι με πρόδωσε. Δεν με πήγε πουθενά, εντάξει; Άρχισα να κάνω προπόνηση -καλά πάντα έκανα πολεμικές τέχνες-, αλλά άρχισα να κάνω προπόνηση με όπλα. Δηλαδή επειδή εκεί είναι νόμιμα, τέλος πάντων, και πήγαινα σε σκοπευτήρια. Ξέρεις, είχα προσφορές φαντάσου να κάνω προστασία που σε πληρώνανε -θυμάμαι ακόμα τις τιμές- 150.000 δολάρια να φύγεις μια βδομάδα στη Νιγηρία με φουλ εξοπλισμό, όπλα και τέτοια, για να προστατεύσεις ένα κομβόι -ουσιαστικά μισθοφόρος- από το σημείο Α μέχρι το Β. Και θυμάμαι υπήρχαν πολλές φορές που λέω: «Ρε πούστη, θα έλυνα το πρόβλημά μου το οικονομικό μ’ αυτά τα λεφτά», αλλά ευτυχώς εντάξει, δεν πήγα προς τα κει. Που είναι ειρωνεία, γιατί εδώ δεν είχα πάει καν ελληνικό στρατό εγώ, εντάξει. Αλλά έμαθα πολλά απ’ αυτό. Σίγουρα, εντάξει, δηλαδή η στρατιωτική εκπαίδευση που είχα εγώ είναι 10 φορές ανώτερη απ’ ότι άμα πήγαινα στον ελληνικό στρατό. Αλλά, εντάξει, ήταν ένα κομμάτι της ψυχής μου που ακόμα το εξερευνώ γιατί και πώς και γιατί με τράβηξε κλπ. Τέλος πάντων, οπότε άρχισα να ζω τώρα τη ζωή του ταξιτζή και του πορτιέρη, απ’ το πουθενά. Συνέχισα να γράφω, αλλά, εν τω μεταξύ, ο κύκλος της φιλίας μου με τους Έλληνες, που είχαμε έναν ωραίο καλλιτεχνικό κύκλο, άρχισε να σπάει, γιατί όλοι είχαν οικονομικό πρόβλημα. Οπότε άρχισαν να φεύγουν. Και έμεινα ο τελευταίος των Μοϊκανών. Δηλαδή δύο Αμερικάνοι φίλοι που είχα απ’ το κολέγιο -ξέρω 'γω- 20 χρόνια φιλία, ο Έλληνας ο συγκάτοικος που δεν είχε σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο, αυτός ήταν γυμναστής. Και εγώ μόνος μου, στην ουσία, που πάλευα ξέρεις να πουλήσω σενάρια. Να ξαναβρώ λίγο τον εαυτό μου. Και κάποια στιγμή, το 2015, σκάει το αφεντικό, που κάποτε με είχε προσλάβει με τα σκυλιά που λέγαμε -το 2005, 10 χρόνια μετά- και μου λέει: «Να σου πω, δεν ξέρω τι κάνεις πια στη ζωή σου, αλλά έχω ένα γκρουπάκι αν θες να πάρεις με σκυλιά και τέτοια. Θες να το κάνεις;». Και ρε συ, πραγματικά ευχαριστώ το Θεό για εκείνη τη στιγμή, γιατί ήταν ένα τέτοιο αλεξίπτωτο απ’ τη ζωή που ζούσα. Δηλαδή, φαντάσου τώρα πώς είναι να οδηγάς τεσσερισήμισι χιλιάδες μίλια τον μήνα. Δηλαδή γύρω στα 8 με 9 χιλιάδες χιλιόμετρα, όχι ψέματα, λιγότερα, 7.000 χιλιόμετρα, μες στο αμάξι, τον μήνα. Δηλαδή μιλάμε τώρα 12 ώρες την ημέρα, 10 ώρες την ημέρα, για τα προς το ζην. Δεν μένανε και τίποτα. Και, εν τω μεταξύ, το σύστημα αυτό, το uber, ήτανε κάτι σαν να χρησιμοποιούσες το αμάξι σου σαν πιστωτική κάρτα, γιατί έβγαζες απ’ την αξία του αμαξιού οδηγώντας το τόσο πολύ και το ‘βαζες στην τσέπη σου. Οπότε έχανες το αμάξι κάποια στιγμή, εντάξει; Γιατί θα το κατέστρεφες, φαντάσου τώρα, τόσα χιλιάδες μίλια. Και φεύγω, λοιπόν, κάνω την κίνηση και αλλάζω. Και αρχίζω, ξαναμπαίνω πια στον χώρο, φαντάσου σ’ ένα επίπεδο, σε ανοιχτή φύση με ζώα -σκυλιά στη συγκεκριμένη περίπτωση-, με ανθρώπους που με εμπιστευόντουσαν με τα παιδιά τους, να σ' το πω έτσι. Γιατί έτσι τα μεταχειρίζονται οι Αμερικάνοι. Και άρχιζα να βγάζω σιγά σιγά χρήματα ξανά και να ξεπληρώνω χρέος και να κάνω μια δουλειά που ‘ναι πολύ πιο ευχάριστη και να ξαναβρίσκω τους ρυθμούς μέρα με νύχτα. Φαντάσου ότι για να ξεπεράσω το σωματικό κόστος, τέλος πάντων, των προηγούμενων 2-3 χρόνων, πήγα και βρήκα ειδικούς διαιτολόγους και γυμναστές και ξαναέχτισα το κορμί μου ξανά μ’ ένα πρότυπο υγείας. Ξεπέρασα λίγο έτσι το θέμα με τις γυναίκες στο σεξουαλικό κομμάτι, άρχισε να υπήρχε μια εξυγίανση και σ’ αυτό το κομμάτι. Αλλά μ’ έβαλε σε μια ροή όπου έβλεπα πιο πολύ -πέρναγα πιο πολλές ώρες- με σκυλιά παρά με ανθρώπους. Γιατί εκεί μου βγήκε υγεία, ας το πούμε έτσι. Και μέσα σ’ όλο αυτό το κομμάτι, σκάει η μάνα μου από την Ελλάδα και λέει: «Κοίταξε να δεις, εντάξει, με τον πατέρα σου είμαστε 50 χρόνια μαζί. Εγώ δεν αντέχω αυτή τη φτώχεια και αυτή την προσπάθεια που γίνεται πίσω». Γιατί πίσω στην Ελλάδα συνεχίζει το βατερλό, έτσι; Προσπαθούμε να διατηρήσουμε το σπίτι, χρωστούσαμε σε δάνεια, ο πατέρας μου δεν είχε δουλειά, τζίραρε απ’ τη μία στην άλλη. Δεν ήθελε να σκοτώσει το σπίτι, να το πουλήσει ντιπ παρά, οπότε, τέλος πάντων, υπήρχε κι ένας εγωισμός μέσα σ’ όλο αυτό το παιχνίδι. Και ξαφνικά η μάνα μου ανακοινώνει ότι θέλει να κυνηγήσει λίγο στη ζωή της κάτι διαφορετικό. Αγαπάει τον πατέρα μου, αλλά δεν μπορεί να ζήσει μαζί του. Και αποφάσισε να ‘ρθει σε μένα στην ουσία. Στη [01:50:00]φάση που εγώ είμαι ταξιτζής ακόμα και κάνω μετάβαση προς τα σκυλιά, όπου αρχίζω τώρα εγώ -με τον συγκάτοικό μου- να ζω με τη μάνα μου στο ίδιο κρεβάτι. Να κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι. Δεν υπήρχανε λεφτά για κάτι άλλο. Η οποία είχε κάνει ένα ταξιδάκι πριν έρθει βέβαια, αλλά κατέληξε σε μένα -ας πούμε- και αποφάσισε να αρχίσει τώρα στα 70 της να ψάχνει για δουλειές part-time, τύπου σε εμπορικά κέντρα και τέτοια. Αλλά γι’ αυτήν ζούσε το όνειρό της. Γιατί ξαναγύρισε επιτέλους στη χώρα που πάντα αγαπούσε, κοντά στον γιο της που ‘χαμε, εντάξει, αποξενωθεί λίγο, λίγο ως πολύ. Και αρχίζει, λοιπόν, ένας τρελός κύκλος όπου εγώ στην αρχή κλώτσησα πάρα πολύ, αλλά καταλάβαινα ότι δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού η μητέρα μου. Μετά κάνει ένα τρελό μπραφ η μάνα μου και βρίσκει ένα τρόπο, επιχορήγηση ενοικίου απ’ την κυβέρνηση και κλείνει τον δικό της χώρο. Και εγώ με το που κάνω τη μετάβαση από το ταξί στα σκυλιά, στην αρχή δεν έβγαζα αρκετά λεφτά και δεν μπορούσα να πληρώσω ούτε το νοίκι μου και αναγκάζομαι, χωρίς άλλη λύση, να πάω να μείνω τώρα στης μάνας μου εγώ, το οποίο ήτανε μια κρεβατοκάμαρα. Οπότε ήσουν σ’ ένα χώρο -τι να σου πω τώρα;- 30 τετραγωνικά, 40 τετραγωνικά. Μια κουζίνα, μια κρεβατοκάμαρα κι ένα σαλόνι, όπου ζούσα στον καναπέ στην αρχή εννοείται, αλλά μετά διαλύθηκε ο καναπές και μοιραζόμαστε ένα κρεβάτι, με την ίδια μου τη μάνα κοιμόμουνα. Οπότε όπως καταλαβαίνεις σχέσεις κι αυτά δεν υπήρχαν τότε. Δεν μπορούσα να φέρω κανέναν σπίτι. Κι όποτε εγώ έβγαινα τα ψευτοραντεβού που έβγαινα, έβγαινα μεταξύ του ταξί και… Κατάσταση τρέλας. Οπότε όταν έσκασαν τα σκυλιά, τι κατάφερα να δημιουργήσω; Δημιούργησα μια δουλειά, όπου οι ιδιοκτήτες των σκυλιών που τα ‘βγαζα βόλτα μ’ εμπιστευόντουσαν με το σπίτι τους, γιατί φεύγανε διακοπές ή είχαν δουλειές κλπ. Κι άρχισα σιγά σιγά τώρα εγώ να ζω, σε κάτι σπίτια της τάξης από 5 μέχρι 20.000.000 δολάρια, χωρίς νοίκι, κι όποτε δεν έκλεινα δουλειά, ζούσα με τη μάνα μου. Οπότε όταν προσκαλούσα φίλους κλπ. δεν ήταν ποτέ το σπίτι μου, δεν ήταν ποτέ ο χώρος μου, δεν είχα έπιπλα δικά μου, δεν είχα τίποτα. Είχα τα σκυλιά, όμως. Δίνανε τρελά λεφτά. Δηλαδή έβγαζα ασύλληπτα λεφτά, δηλαδή φαντάσου τις ελληνικές μου διακοπές τις μάζευα με 2-3 σπίτια. Δηλαδή μπορεί να ‘βγαζα και 10 χιλιάρικα -ξέρω 'γω- σε 2 μήνες και τα έβαζα στην άκρη κι έτσι ερχόμουνα τα καλοκαίρια μου στην Ελλάδα και ζούσα. Έστελνα, βοήθησα και κάποιες καταστάσεις και τη μητέρα μου. Με τη μητέρα μου, εν τω μεταξύ, περνώντας μια τρελή ανάπτυξη, δηλαδή άρχισε να ενδιαφέρεται πολύ για τον πνευματικό της κόσμο, άρχισε να κάνει κι αυτή τα γιόγκα της, να πηγαίνει στα μαθήματα που έκανα κάποτε κι εγώ με όνειρα, αστρολογίες, όλα τα σχετικά. Άρχισε να... Εν τω μεταξύ, καταλαβαίνεις τώρα με τον πατέρα μου, να υπάρχουν τηλεφωνήματα τώρα: «Τι κάνει η μάνα σου εκεί και πότε θα γυρίσει πίσω; Εδώ έχουμε καταστραφεί, η άλλη κάνει αστρολογίες». Δηλαδή, εντάξει, μπάχαλο φουλ. Ο αδελφός μου, εν τω μεταξύ, κάποια στιγμή αποφασίζει κι αυτός ότι οκέι... Α, εν τω μεταξύ, είχε τη δικιά του διαδρομή, πολύ αξιόλογη. Αυτός κυνήγησε -όπως είπαμε- Φιλοσοφία, αλλά μετά κάποια στιγμή πέρασε κι αυτός στο πνευματικό κομμάτι. Και άρχισε να κάνει διάφορα, πήγε στην Κίνα, στο Χονγκ Κονγκ, και έκανε μια έτσι πολυμαθική προσέγγιση προς το τι είναι πνευματικότητα σε διαφορετικές κουλτούρες και είχε δημιουργήσει ένα καραβάνι στην ουσία, όπου πήγαινε από χώρα σε χώρα και έβρισκε 2-3 ανθρώπους, είτε καθηγητές, είτε λόγιους, είτε μυστικιστές και κάνανε παρουσιάσεις πάνω στο θέμα αυτό. Και είχε κάποια λεφτά απ’ αυτό. Και κάποια στιγμή λήγει αυτό το ταξίδι και ανακοινώνει και σ’ εμένα και στη μάνα μου ότι: «Παιδιά εγώ, έρχομαι κι εγώ στο Λος Άντζελες». Πρόσεχε, ετοιμάσου. Το απόλυτο οιδιπόδειο. «Δεν έχω πού να μείνω. Οπότε θα μείνουμε όλοι μαζί». Και βρισκόμαστε τώρα σε φάση να είναι ο πατέρας μου μόνος του σ’ ένα σπίτι φτιαγμένο με 7 κρεβατοκάμαρες για 3 οικογένειες. Το οποίο είναι φουλ άδειο και μπατιρημένο -να σ' το πω έτσι- να παλεύει τώρα σταυρό αυτός να κρατήσει το σπίτι, τέλος πάντων. Και εγώ να είμαι, ο αδερφός μου στον καναπέ, εγώ με τη μάνα μου μέσα, ο αδερφός μου να έχει επεκτείνει τη δράση του τώρα πλέον στον τομέα της πνευματικότητας φουλ, γιατί μόλις άρχιζε το mindfulness movement στο Λος Άντζελες, που, τέλος πάντων, είναι ένα κίνημα που όχι μόνο έχει γιόγκα μέσα, έχει τα πάντα περί ανθρώπινης συνείδησης, πνευματικότητα κλπ. Και άρχισε να μπαίνει σ’ αυτούς τους κύκλους, οπότε να βγαίνει κάθε μέρα να ξενυχτάει και να πηγαίνει σε κάτι τρελά πάρτι με πολυερωτικότητες, με ναρκωτικά, ψυχεδελικά, όχι ναρκωτικά. Και να φέρνει -ξέρεις- πίσω τη γνώση αυτή μαζί του και ν’ αρχίζει να κάνει διάφορα FaceTime και Zoom κλπ. sessions, που είχαν σχέση μ’ αυτό το πράγμα. Οπότε φαντάσου τώρα εγώ να γυρνάω από δουλειά όλη μέρα με σκυλιά, που εγώ ξύπναγα 05:00 τα ξημερώματα για να γίνει όλο αυτό το πράγμα, gιατί ζούσα μακριά από κει που ‘ταν τα σκυλιά. Οπότε έπαιρνα το αμάξι, οδήγαγα μία ώρα, άλλαζα, έπαιρνα το βαν, με το βαν έκανα τον κύκλο, έπαιρνα τα σκυλιά μία ώρα, μετά πήγαινα στο βουνό και ξαναγύρναγα, τα άφηνα, και ξαναγύρναγα πίσω. Οπότε μιλάμε μπορεί να ήμουν 3 ώρες στο αμάξι πάλι, εντάξει; Και να ‘μαι κομμάτια, γιατί ήμουν κουρασμένος εννοείται. Kαι να μπαίνω μες στο σπίτι και να βλέπω τον αδερφό μου ξάπλα στον καναπέ με τα μάτια του καλυμμένα, με ακουστικά noise cancelling, να κάνει διαλογισμό στον καναπέ, με κουβέρτες πάνω κλπ. Την μάνα μου στα αριστερά με το τηλέφωνό της να βλέπει σαπουνόπερες -ξέρω 'γω- ή αμερικάνικες σειρές. Ξέρεις ένα τείχος από χαρτιά, λογαριασμούς κλπ. Έμπαινα μέσα, εγώ πανβρώμικος εννοείται, μπάνια. Φουλ, το μόνο που με κράταγε σε ψυχική ηρεμία ήταν η γυμναστική μου και η διατροφή μου, οπότε έκανα φουλ στρατιωτικό πρόγραμμα. Δηλαδή αγόραζα από λαϊκές αγορές κρέατα, λαχανικά κλπ. Τα ‘φτιαχνα, τα προετοίμαζα και με βοηθούσε κι η μάνα μου -δεν λέω- μαγείρευε κάποια. Αλλά πάντα προετοίμαζα την τροφή μου εγώ. Οπότε έμπαινα λίγο στον κύκλο αυτόν και για να ξεφύγω, ξαναγύρισε στη ζωή μου το κομμάτι αυτό που είπα και νωρίτερα των εικονικών κόσμων είτε αυτό λέγεται βιντεοπαιχνίδια, είτε αυτό λέγεται να έβλεπα ταινίες, είτε να… Να ξέφευγα δηλαδή. Όπου είχε, φαντάσου τώρα ας πούμε, άμα μας έβλεπε κάποιος από έξω, φαντάσου ο αδερφός μου με τους διαλογισμούς του στον καναπέ. Εγώ μπροστά σε μια οθόνη με ακουστικά παίζοντας Xbox. Η μάνα μου με σαπουνόπερες στο κινητό, ξέρεις… Ζούσαμε δηλαδή 3 άτομα, αλλά, ενώ ήμασταν μαζί σε πολύ κλειστό χώρο, ήμασταν όλοι καλωδιωμένοι. Κάπως αλλιώς. Και αυτό το πράμα συνεχίστηκε αρκετά. Α, εν τω μεταξύ, εγώ ξεχρέωνα σιγά σιγά κι είχα βάλει αυτόν τον στόχο ότι ό,τι και να γίνει, αν φύγω απ’ αυτήν τη χώρα, δεν θέλω να χρωστάω. Οπότε είχα μπει σ’ αυτόν τον κύκλο ότι θα δουλέψω πολύ σκληρά και θα ξεπληρώνω. Ξεπληρώνω, αλλά ήτανε δώρον άδωρον. Δηλαδή το να ζήσεις αυτήν τη ζωή που ζούσα εγώ, συν τα έξοδα της ζωής σου, συν τις κάρτες και συν να έχεις και λίγα λεφτά, ρε παιδί μου, να βγεις έξω κλπ. Δηλαδή έκανα δύο βήματα μπροστά, ένα βήμα πίσω στην ουσία. Οπότε κοντά κοντά έκλεινα και μικροδουλειές με τα σενάρια, αλλά ποτέ αρκετά για να ‘μαι πάνω στο επίπεδο και κάποια στιγμή, μέσα σ’ όλο αυτό, σκάει μια πολύ μεγάλη δουλειά, την οποία εγώ κι ένας φίλος προσπαθούσαμε να κλείσουμε. Οπότε τι κάναμε; Κάποια κομμάτια απ’ τη ζωή μου τα βάλαμε σαν υπόθεση μιας σειράς φαντάσου και άρχισε να πιάνει αυτό κι αρχίσαμε να κάνουμε ραντεβού με τρελά… Α! Και καθώς γίνεται όλο αυτό, λοιπόν, και βλέπω ότι τα πράγματα πάνε [Δ.Α.], ανακοινώνει φυσικά η κυβέρνηση ότι υπάρχει ένας ιός στην Κίνα, που ‘χει ξεφύγει, έτσι; Έχουμε φτάσει τώρα κορωνοϊό κατάσταση. Κι είμαστε όλοι μέσα. Το lockdown το πρώτο έρχεται. Και δεν μπορείς να βγεις έξω. Εν τω μεταξύ, ήμουν εγώ ο μόνος που… Έπρεπε κάθε οικογένεια να δηλώσει ποιος θα πάει να ψωνίσει και τέτοια. Οπότε άρχισα εγώ να βγαίνω με τις μάσκες -δεν ξέραμε τότε- γάντια, μάσκες κλπ. Είχα και το αμάξι μου, ήμουν ο μόνος με αμάξι. Και να πηγαίνω τώρα να περιμένω σε ουρές, τεράστιες ουρές και να βλέπω τι; Είδα το χειρότερο πρόσωπο της Αμερικής. Γιατί στην Ελλάδα όλοι είχανε οικογένεια ρε παιδί μου, οπότε κάποιος θα φρόντιζε τον άλλον. Κάποιος θα ‘χε λίγο φαγάκι. Μπορεί να ‘σαι κι από χωριό, πιο εύκολες καταστάσεις. Εκεί μόνο σούπερ μάρκετ υπάρχει και να περιμένεις -ξέρω 'γω- δύο ώρες τώρα στην ουρά για κωλόχαρτα, για βασικές τροφές, ρύζια και τέτοια. Να μαλώνουν μανάδες -ξέρω 'γω- για το τελευταίο μωρομάντηλο. Πολύ άσχημη κατάσταση. Και γενικά εμένα μου έβγαλε μια… Ήταν η- μπορώ να παραδεχτώ- ότι εκεί έσπασα για πρώτη φορά και είπα οκέι, πρέπει να φύγω. Αν και επειδή ερχόμουνα κάποιες φορές -όπως είπα- τα καλοκαίρια Αμοργό και ζούσα τον παράδεισό μου εδώ για έναν μήνα, όσο άντεχα, και έβλεπα ότι -ξέρεις- αυτή τη ζωή θέλω να ζήσω άμα μπορώ. Και μου ‘λεγε ο Θοδωρής: «Ρε συ έλα, θα βρεις κάποιο -ένας φίλος ειν’ ο Θοδωρής- θα βρεις κάποιον τρόπο να ζήσεις εδώ, είναι πολύ φτηνή η ζωή». Φαντάσου ότι εγώ έβγαζα 4 χιλιάρικα τον μήνα και δεν έβγαινα και στην Αμοργό μπορείς να ζήσεις με 8.000 ευρώ όλον τον χρόνο, ξέρω 'γω. Οπότε έλεγα: «Ρε πούστη, πρέπει να το κάνω, πρέπει να το κάνω». Απ' το ’16 το σκεφτόμουνα, αλλά όταν έσκασε και ο κορωνοϊός τώρα ’19, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να τα παρατήσω. Που ήταν πολύ δύσκολο για μένα, γιατί το εγώ μου με κράταγε ακόμα εκεί, δεν ήθελα να παραιτηθώ, εντάξει; Και εκεί που λέω να φύγω, έρχεται μια σκηνοθέτιδα και μου λέει: «Να κάνουμε κάτι μαζί κι έχω πολλά μέσα», και με ψήνει να κάτσω άλλη μια χρονιά κι έρχεται κι ένας φίλος μου και μου λέει: «Να σου πω έλα, κάτσε στο σπίτι μου», αυτός έχεις πάρα πολλά χρήματα. Οπότε είχα και χώρο δικό μου ξαφνικά. Αυτό ήτανε λίγο, την αρχή του ’19, εντάξει; ’18 προς ’19. Οπότε είχα μια ωραία χρονιά εκεί και με κράτησε λίγο στην Αμερική. Παρόλο που ακόμα δούλευα σκληρά κλπ. Αλλά με το που τελειώνει αυτό το κομμάτι κι έρχεται ο κορωνοϊός κι αρχίζω να συνεργάζομαι μ’ αυτή τη σκηνοθέτιδα, αρχίζουν τώρα τα Zoom, τηλέφωνα, γιατί δεν μπορούσες να βρεθείς. Αρχίζω να συνειδητοποι[02:00:00]ώ ότι δεν ταιριάζουμε μαζί, και αυτή. Αλλά ενώ είχαμε συμβόλαια και τέτοια με πουλάει στην ουσία, δεν δέχεται να με πληρώσει για τον χρόνο μου. Δεν ζήτησα ποτέ κάποια δικαιώματα παραπάνω. Απλά να πληρωθώ για τον χρόνο μου. Οπότε είχα κάνει ήδη 3-4 μήνες δουλειά εγώ δωρεάν και δεν είχα πληρωθεί. Σπάστηκα τρελά, άρχισε πάλι το όνειρό μου να καταστρέφεται λίγο στο μυαλό μου. Εκεί που πάω να πέσω, έρχεται ο φίλος μου και μου λέει: «Πάμε να πουλήσουμε αυτή τη σειρά τηλεοπτική και να βάλουμε και στοιχεία της ζωής σου μέσα», γιατί ήταν κωμωδία αυτό που ζούσα, εντάξει, τώρα με τη μάνα μου κλπ. Και αρχίζει αυτό να ανεβαίνει και να είμαι τώρα σε φάση που φαντάσου ότι τώρα στο Zoom, ο άλλος δεν βλέπει τι γίνεται γύρω σου, εντάξει; Και να ‘μαι τώρα εγώ στην οθόνη να μιλάω τώρα με τον πρόεδρο της MGM, της Panama, της Warner Bros κλπ, και να ‘ναι δίπλα η μάνα μου με τον αδελφό μου να χαριεντίζονται -ξέρω 'γω- να ‘ναι με τις πιτζάμες τους, να με κοροϊδεύουνε… Τρέλα. Τρέλα. Και να ‘μαι εγώ σοβαρός και -ξέρεις- το να μπορείς να πουλήσεις ένα έργο ή μια τηλεοπτική σειρά υπάρχει μια ολόκληρη μεθοδολογία. Οπότε κάνεις πρόβες με τον φίλο σου, έχεις μόνο 15-18 λεπτά να το παρουσιάσεις. Υπάρχει μια ολόκληρη μορφή πώς το παρουσιάζεις. Να μιλάμε με μάνατζερ, ατζέντηδες. Να οργανωνόμαστε. Και να ‘ρχεται το ραντεβού, να κάνεις την παρουσίαση και να σε παίρνουνε να λένε: «Δεν μας ενδιαφέρει». Οπότε αρχίζεις τώρα ν’ ακούς «όχι», «όχι» το ένα μετά το άλλο, να ζεις αυτήν την τρέλα με την οικογένειά σου, να δουλεύεις με τα σκυλιά ταυτόχρονα, μια άλλη πραγματικότητα. Να ζεις σ’ αλλωνών σπίτια. Δηλαδή είχα γίνει πλέον σμπαράλια, ας το πούμε έτσι. Και κάποια στιγμή μετά τα πόσα «όχι» είχαμε ακούσει, συνειδητοποιώ ότι ξέρεις τι; Δεν πρόκειται να γίνει αυτό το πράγμα. Εν τω μεταξύ, αναγκάζομαι να μπω σε δικαστικές κινήσεις με τη σκηνοθέτιδα, γιατί δεν θα προχώραγε ούτε αυτό και δεν με πλήρωνε. Και μου βγαίνει ένα κομμάτι μέσα μου -έτσι- πολύ του πολεμιστή -θα σ' το πω έτσι- όπου παραδέχεται πλέον ο πολεμιστής ότι: «Οκέι, δεν θα την κερδίσω αυτόν τον πόλεμο. Αυτήν τη μάχη, συγγνώμη». Αλλά τι σημαίνει το να παραιτηθείς; Και άρχισα να σκέφτομαι τακτική υποχώρησης στο μυαλό μου, πώς θα το κάνω, ξέρεις χωρίς να γαμηθεί το εγώ μου τελείως κλπ. Και μέσα σε όλη αυτή τη φάση άρχισα ξανά να σκέφτομαι τα πνευματικά που ‘χα παρατήσει πλέον και πόσο έχω αλλάξει και πόσο έγινα κι εγώ πίσω απ’ το χρήμα κι απ’ την καριέρα -ξέρεις- και όλο αυτό το κομμάτι, πόσο έχω αφεθεί, το κομμάτι της σχέσης μου, δεν κάνω πια σωστές σχέσεις. Α, εν τω μεταξύ, μέσα σ’ όλη αυτή τη φάση, την τρέλα, έβγαινα και ραντεβού με applications, με app. Όχι Tinder, αλλά ένα αντίστοιχο, τέλος πάντων, που λέγεται Hinge, που είναι λίγο πιο κόσμιο, ας το πούμε έτσι. Αλλά ξέρεις, γνωρίζοντας κόσμο, βγαίνοντας ραντεβού έβλεπα κατ’ αρχήν αυτή τη… Εγώ ήμουν μεγάλος πια σε ηλικία, συγκριτικά. Οπότε όταν βγαίνεις με κάποια που είναι 10 χρόνια νεότερη, εντάξει, εννοείται ότι έχει διαφορετικές ανάγκες και βλέψεις κλπ. Αλλά μάθαινα πολλά, άκουγα πολλά, αλλά, εντάξει, δεν μου έβγαινε τώρα να κάνω κάτι με αυτόν τον άνθρωπο. Πέρα από το να έχω κάποιες ερωτικές στιγμές μαζί του, αλλά ούτε κι αυτό μού έβγαινε, γιατί το ένιωθα ψιλοεκμετάλλευση. Εμένα, αυτό πάντα το είχα γενικά, δεν ήθελα ποτέ να εκμεταλλεύομαι το σώμα ή τον χρόνο του άλλου. Εν τω μεταξύ, είχα και ένα τρανταχτό -ας πούμε- παρελθόν σχέσεων και με πολύ όμορφες ήπιες καταστάσεις και με ρομαντισμό στο Αιγαίο και με την τύπισσα που ήμουν μαζί την ηθοποιό. Οπότε είχα μπερδευτεί φουλ, να σ' το πω έτσι. Και τι έκανα; Έβγαινα ραντεβού, άκουγα, μετά δούλευα, δεν πήγαιναν πουθενά τα ραντεβού, μετά προσπαθούσα να πουλήσω τη σειρά, δεν πήγαινε πουθενά αυτό, μετά ζούσα με τη μάνα μου στο ίδιο κρεβάτι -τώρα 5 χρόνια, πόσα είχαν περάσει, 4-5 χρόνια;-, μετά κορωνοϊός, μέσα σε όλο αυτό. Ο αδελφός μου να ζει τον δικό του παράδεισο, ο αδερφός μου πέρναγε φοβερά εν τω μεταξύ. Να είναι φουλ, γιατί μαγειρεύαμε εμείς, ξέρεις αυτός έκανε τα δικά του. Είχε και κάποιες εμπειρίες με ψυχεδελικά, που τον βοήθησαν πάρα πολύ αυτόν και τον διαμόρφωσαν και του έδωσαν νέες ιδέες κλπ. Όπως και εγώ είχα, σιγά σιγά μέσα σ’ αυτές τις χρονιές άρχισα να εξερευνώ αυτό το κομμάτι και μου έδειξε πάρα πολλά, με βοήθησε πάρα πολύ στο να ξεδιαλύνω λίγο ποιοι είναι οι στόχοι μου και σαν άνθρωπος. Οπότε παίρνω την απόφαση ότι οκέι, σταματάω, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Δεν είχα ξεπληρώσει τα χρέη μου και κει βρέθηκαν δύο πολύ δυνατοί φίλοι που ξέρανε ότι υπέφερα πολλά χρόνια και εκτιμούσαν την όλη μου προσπάθεια και μου πρόσφεραν να μου ξεπληρώσουν ένα κομμάτι απ’ το χρέος μου για να μπορέσω μετά εγώ να κάνω κάποιες κινήσεις, να ξεφύγω, να σ' το πω έτσι. Οπότε με αυτό συν είχα αρχίσει να ασχολούμαι με κρυπτονομίσματα και τέτοια και έκανα διάφορες επενδύσεις οι οποίες, δηλαδή, ήταν λεφτά απ’ το πουθενά για μένα. Γέλαγα, δηλαδή φαντάσου ότι εγώ δούλευα -τι να σου πω τώρα;- στο ταξί έβγαζα -ξέρω 'γω- 100 δολάρια την ημέρα, άντε δηλαδή 800 το πολύ να ‘βγαζα, μετά με τα σκυλιά άντε να ‘βγαζα 1000 τη βδομάδα και πάλι δεν έβγαινα, γιατί είχε ακριβύνει το LA. Και ξαφνικά αγοράζοντας ένα εικονίδιο -ξέρω 'γω- για 150 δολάρια μπορούσα να το πουλήσω σε 500-600 και άρχισα να βγάζω λεφτά απ’ το πουθενά, να σ' το πω έτσι. Οπότε σε συνδυασμό με όλα αυτά που πέρναγα, είπα: «Οκέι. Βάζω τα πράγματά μου σε μια αποθήκη, περιμένω τον κορωνοϊό λίγο…», γιατί εντάξει, γινόταν χαμός. Εγώ την ασθένεια αυτή δεν την ένιωσα καθόλου, δηλαδή δεν υπήρχε καθόλου φόβος, γιατί ήμουν ήδη σε τέτοιο συναισθηματικό πόλεμο μέσα μου και σε τέτοια ένταση, που -να σου πω την αλήθεια- ο κορωνοϊός εμένα ήτανε απ’ τις καλύτερες χρονιές. Δηλαδή ήταν σαν ο κόσμος επιτέλους να έφτασε κάτω στο επίπεδό μου. Κατάλαβες; Και στο επίπεδο που ζούσα εννοώ, όχι το ψυχικό επίπεδο. Οπότε επειδή, ολωσδιόλου τύχη, η οικονομική υποστήριξη που έδωσε η κυβέρνηση στους πολίτες σε συνδυασμό με τη δουλειά που έκανα εγώ, που θεωρήθηκε αναγκαία, γιατί τα σκυλιά έπρεπε ακόμα να βγαίνουν βόλτα, οπότε εγώ μπορούσα να δουλέψω ακόμα. Γιατί δεν είχα επαφή με ανθρώπους και έβγαινα στη φύση. Οπότε φαντάσου να δουλεύεις σε μια πόλη φάντασμα, να οδηγάω τώρα με άδειους δρόμους φουλ έτσι, να είμαι εγώ και τα σκυλιά μόνο. Να μην υπάρχει ψυχή στον δρόμο, ρε παιδί μου. Και ήταν σαν να είχε σκάσει zombie ταινία και ήμουνα -ξέρεις- μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, όλοι με μάσκες μετά όποιους έβλεπες, ξέρω 'γω. Αλλά έβγαζα χρήματα. Και είχα αρκετό χρόνο να σκεφτώ πώς θα αποδράσω, ας το πω έτσι. Και, εν τω μεταξύ, είχα μια αποθήκη με πράγματα, γιατί φαντάσου ότι ζούσαμε με όλα μας τα πράγματα στον ίδιο χώρο και κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο κι επειδή είχα κάποια έξτρα χρήματα, έβγαλα τα πράγματά μου εγώ έξω και τα έβαλα σε μια αποθήκη. Σκάει ο κωρονοϊός, κλείνουν τα γυμναστήρια. Εγώ χωρίς γυμναστική δεν αντέχω, τρελαινόμουν, οπότε τι κάνω; Πάω στην αποθήκη μου, μοιράζω τα πράγματα και βάζω μια κωπηλατική και κάποια βάρη μέσα κι έσκαγα παρανόμως στην αποθήκη να κάνω γυμναστική. Και να είμαι τώρα σε φάση που έβλεπα κάτι Αφρικάνους μετανάστες που ‘χανε όλη τους την πραμάτεια μέσα στις αποθήκες και την φτιάχνανε και να είμαι τώρα εγώ να κάνω βάρη και κωπηλατική και να με βλέπουν αυτοί, να προσεύχονται στον Αλλάχ, ήταν όλοι μουσουλμάνοι, και να λένε: «Μα τι κάνει αυτός;». Ξέρεις να ‘μαι χωρίς μπλουζάκι εγώ μέσα σ’ ένα γυμναστήριο φουλ για να μη σκοτώσω και κανέναν απ’ τα νεύρα μου. Και άρχισα να αναπτύσσω φιλίες με έναν, ήταν παιδιά απ’ τη Ζάμπια, απ’ την Γκάνα και τέτοια και ζούσα σουρεάλ καταστάσεις εκεί μέσα στην αποθήκη και γύρναγα μετά πίσω, έβλεπα τη μάνα μου, τον αδερφό μου. Σου λέω υπήρχανε οικονομικές δυσκολίες, τέλος πάντων, παίρνω την απόφαση, αρχίζω να στέλνω τα πράγματά μου πίσω. Αρχίζω να αποσυνδέομαι από ό,τι ήτανε να κάνω στην Αμερική και σκάω τώρα σε μια κατάσταση, δεύτερο χρόνο κωρονοϊού στη χώρα μου, μ’ έναν πατέρα, που έχει τρελαθεί όπως καταλαβαίνεις, 8 χρόνια μόνο, 7 χρόνια μόνο -ξέρω 'γω- πάλευε το δικό του Γολγοθά. Εντάξει, υπήρχε αγάπη ακόμα και ακόμα υπάρχει με τη μάνα μου, αλλά ο καθένας ψιλοζούσε τη ζωή του, ας το πούμε έτσι. Και βρίσκω μια Ελλάδα που δεν αναγνωρίζω εννοείται. Δεν μπορούσε κανείς να μου πει, δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να μοιραστώ το παρελθόν μου με κάποιον μετά απ’ αυτό που έζησα. Δηλαδή δεν θα το καταλάβαινε κανείς, την πραγματικότητα που έζησα και με τις περιπέτειες και με τις εμπειρίες και με τα ψυχεδελικά και με τις φτώχειες και με όλο το κομμάτι αυτό, τέλος πάντων. Και το μόνο που θα μπορούσα να σκεφτώ -ας πούμε- σ’ όλη την κατάσταση είναι ότι δεν πρόκειται να ζήσω Αθήνα. Δεν πρόκειται να ζήσω σ’ αυτό το σπίτι με τον πατέρα μου, γιατί μ’ έπιανε το στομάχι μου, να σ' το πω έτσι. Αλλά εντάξει. Τον βοήθησα σε κάποια πράγματα που ήτανε αναγκαστικά. Φαντάσου ότι κάθισα και ασχολήθηκα με… Οι γονείς μου είχανε πάντα πάρα πολλά πράγματα, εντάξει; Και δεν τα πετάγανε ποτέ. Κι ήτανε σε αποθήκες, σε διάφορα, φαντάσου ήτανε τόσα πολλά, που δεν χωράγαν στις αποθήκες μας και τις είχαμε σ’ αποθήκες άλλων φίλων. Και κάποια στιγμή που χτίσαμε αυτό το τεράστιο μεγαθήριο, ήρθαν όλα τα πράγματα αυτά στο υπόγειο. Δεν τα 'βλεπε κανείς, έτσι; Και με πιάνει ένα τρελό εμένα, και ήταν και λίγο και σαν ίαση ότι θα κάτσω και τα κατηγοριοποιήσω, θα φτιάξω όλες τις αποθήκες, τα υπάρχοντα τεσσάρων ανθρώπων απ’ όλη τους τη ζωή. Μιλάμε τώρα κειμήλια απ’ τη Μικρά Ασία, χαλιά, φωτογραφίες ασπρόμαυρες, ό,τι μπορείς να φανταστείς, τα οποία ήταν σε χύμα, πλαστικές σακούλες. Πασπαρτού σε υπόγειο, στο parking, σε διάφορες αποθήκες. Και κάθισα και έφτιαξα κούτες, τα ‘φτιαξα όλα, πέταξα τρελό υλικό, που ‘ξερα ότι δεν θα το πετάξουν ποτέ. Να βγαίνω τη νύχτα δηλαδή, να ‘χω μαζέψει φαντάσου, 10 κούτες με άχρηστα πράγματα. Δηλαδή τώρα είχαν κρατήσει αποδείξεις απ’ το 1998. Μόνο αυτό θα σου πω. Μέσα στο σπίτι μας, ρε συ. Και ζούσαν σ’ αυτά, πάνω απ’ αυτά τα πράγματα. Και τρελαινόμουν εγώ που τα ‘βλεπα αυτά, εντάξει; Γιατί τρελαινόμουν και μετά... Αλλά τι γίνεται; Άμα μ’ έβλεπαν να τα πετάω, αντιδρούσαν. Και η μάνα μου και ο πατ[02:10:00]έρας μου. Τώρα που ήρθε το καλοκαίρι η μάνα μου, ξέρω 'γω. Οπότε μάζευα τις κούτες κρυφά, περίμενα τη νύχτα και ξύπναγα το βράδυ και έπαιρνα 10 κούτες στ’ αμάξι και τις πετούσα σε διάφορα, ξέρεις σκουπιδοκατάσταση, σε άλλες γειτονιές και τέτοια. Και έφτιαχνα και πέταγα έναν μήνα, εντάξει; Έναν μήνα. Και ό,τι έμεινε, τέλος πάντων, που θεωρούσαν αυτοί πολύτιμο και δεν μπορούσα να το πετάξω και κάποια δικά μου πράγματα και του αδελφού μου. Τουλάχιστον ένιωσα ότι έκανα ένα έργο που, τέλος πάντων, ξέρεις, για την οικογένειά μου. Μετά βοήθησα τον πατέρα μου στο να διευθετήσει κάποιες οικονομικές και νομικές καταστάσεις. Τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα τώρα. Και πιστεύω θα συνεχίσουν να ‘ναι καλύτερα. Αλλά τον είδα για πρώτη φορά, εκεί στην ουσία αντιμετώπισα τον πατέρα μου γι’ αυτό που είναι, ποια κομμάτια δικά του είναι μέσα μου, ξέρεις τι έχει υποστεί αυτός ο άνθρωπος. Μοιραζόμαστε πάρα πολύ αυτήν την πτώση -ας το πούμε έτσι- απ’ την τάξη μας, να σ' το πω έτσι. Μάλλον γι’ αυτόν, επειδή υπήρξε φτωχός είχε τη νοοτροπία ότι «κοίταξε να δεις, εγώ δεν είχα τίποτα, έφτασα να έχω τόσα πολλά, τα ξανάχασα, τι έγινε; Τι είχαμε, τι δεν είχαμε;». Για μένα, που μεγάλωσα πρίγκιπας στην ουσία, ήταν πολύ πιο βαρύ, εντάξει; Αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ, γιατί δεν ήθελα να αφήσω τον εαυτό μου, το εγώ μου να θεωρηθεί ως υλιστής ή ότι μ’ άρεσαν τα χρήματα και τα όμορφα ρούχα κλπ., οτιδήποτε είναι αυτό. Οπότε -ξέρεις- δεν το επεξεργάστηκα μέχρι που γύρισα σπίτι και άρχισα να πετάω αυτά τα πράγματα και θυμήθηκα τις αναμνήσεις του σπιτιού κλπ. και είδα τον πατέρα μου πλέον να κουτσαίνει, γιατί είχε ένα πρόβλημα με το γόνατό του, είχε πάρει βάρος, είχε γεράσει και είχε… Η ελευθερία του ήτανε ότι ανακαλούσε, αναπολούσε τις μνήμες και τη μνήμη είτε της άμεσης οικογένειας, δηλαδή τον παππού, την γιαγιά, εμάς και τη γυναίκα του. Ή την προϊστορία της οικογένειας. Μικρά Ασία, Κρήτη. Ο πατέρας μου έχει απίστευτη συλλογή βιβλία Μικρά Ασίας και εξορία Μακρονήσου, κάπως γιατί προσπαθεί να τιμήσει τον πατέρα του. Δηλαδή, ενώ πάντα πίστευε ότι πάλευε με τη σκιά της μάνας του, γιατί η μάνα του ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, που τον ανάγκασε στην ουσία να πετύχει για χάρη της οικογένειας. Και ο πατέρας του ήταν ένας ζαμανφουτίστας, κυνηγός, ξέρεις πολιτικάντης, εντάξει ωραίος τύπος, φουλ καρδιά, έπαιζε κιθάρες κλπ., αλλά, ξέρεις, είχε γυναίκες, είχε τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου, λοιπόν, είχε πάρει απ’ την πλευρά της μάνας του. Αλλά στο τέλος της ζωής του, τώρα δηλαδή, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τιμήσει τον πατέρα και δεν είχε καταλάβει τον πατέρα του, οπότε μπήκε σ’ αυτό το τρυπάκι. Και ήταν ενδιαφέρον πώς αυτός στην ηλικία που είναι τώρα αντιμετωπίζει τη σκιά του πατέρα, καθώς εγώ αντιμετωπίζω τη σκιά του πατέρα. Και ξαφνικά βρισκόμαστε μαζί, αφού έχω ζήσει 5 χρόνια με τη γυναίκα του, σαν σύζυγος εν μέρει, φαντάσου, και γίναμε και συγκάτοικοι και φίλοι, εντάξει γνώρισα πολλά για τη μάνα μου, δεν το συζητάω, αλλά επειδή άκουγα συνέχεια απ’ αυτηνής την πλευρά την κατάσταση, είδα λίγο απ’ τη δικιά του πλευρά την κατάσταση και υπήρξε μια ισορροπία. Αλλά με διέλυσε εμένα. Κατ’ αρχήν, σου λέω ότι έφυγα από Αμερική με φουλ πρόγραμμα γυμναστικής και διατροφές τρελά -τι να σου πω τώρα;- φρούτα απ’ τα Ιμαλάια ξέρεις και ξηρούς καρπούς -ξέρω 'γω- απ’ την Κίνα και τέτοια πράγματα και συμπληρώματα και τέτοια. Και ξαφνικά γυρνάω και τρώμε πίτες Κανάκη -ξέρω 'γω- με τον πατέρα μου και μακαρόνια με κιμά και ξαφνικά έφυγα από ένα σώμα ξέρεις 98 κιλά, 10% λίπος, fit, σε μια κατάσταση που έχω χάσει βάρος, έχω πάρει βάρος, δεν ξέρω κι εγώ τι γίνεται. Και με πιάνει το στομάχι μου και το έντερό μου απ’ τα άγχη κι όλα αυτά και με τις διατροφές τις άλλα ντ’ άλλων. Κι αρχίζω να κάνω κάτι χειμερινές κολυμβήσεις, να μπαίνω μέσα σε κρύα νερά για ν’ αντέξω -ξέρω 'γω- την όλη πίεση. Που το ‘χα αναπτύξει σαν ικανότητα αυτό απ’ την Αμερική, που με βοήθησε πολύ, αλλά πολύ περίεργη φάση της ζωής μου με πολύ άγχος και πολλή λύπη, ας το πούμε μελαγχολία. Αλλά ταυτόχρονα με μια φανταστική ελπίδα ότι αρχίζω απ’ την αρχή και τώρα αυτή είναι η κατάσταση. Και εγώ δεν ζω με τον πατέρα μου, αποφάσισα να ζήσω στην Αμοργό, αυτός ήταν ο στόχος. Είχα έρθει εδώ το καλοκαίρι φυσικά, τη χρονιά που μετακόμισα, να βρω διαμέρισμα στη Χώρα κλπ. Και ξαφνικά καταλήγω στο ότι αφήνω τον πατέρα μου σε καλύτερη κατάσταση. Εντάξει, με τους δαίμονές τους και τα προβλήματα, γνωρίζοντας πλέον φουλ εγώ ποια είναι η κατάσταση εδώ και ποια είναι η κατάσταση εκεί. Η μάνα μου δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Οπότε τώρα βρίσκεται αυτή σε μια φάση ότι και εγώ κι ο αδερφός μου γυρίσαμε Ελλάδα, αλλά αυτή είναι μόνη της Αμερική και κάνει αυτό που κάνει, τέλος πάντων. Ο αδελφός μου ζει στο εξοχικό μας, μόνος κι αυτός. Εγώ ζω πλέον Αμοργό με επισκέψεις στην Αθήνα. Βασικά, είναι σαν να είχα πάρει, τέλος πάντων, 15 χρονών μια πολύ γερή δόση ψυχεδελικών, που κράτησαν 30 χρόνια, και ξαφνικά βρίσκομαι τώρα 45 ετών, με όλο αυτό το κομμάτι -ξέρω 'γω- που άκουσες και πέρασα, να προσπαθήσω να βρω κομμάτια του πάζλ τα οποία δουλεύουν τώρα για μένα και άλλα τα οποία δεν δουλεύουν να μην τα έχω πια στη ζωή μου. Αλλά ξέρεις, ξυπνάω ας πούμε το πρωί και συνειδητοποιώ ότι ξυπνάω, δεν ξέρω πού βρίσκομαι βασικά, το πιο σημαντικό, ακόμα. Ακόμα. Δηλαδή έχουν περάσει μήνες, έχω έρθει τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου Ελλάδα. Είναι τώρα Φεβρουάριος. Μπορώ να πω αυτές τις τελευταίες δύο βδομάδες αρχίζω να νιώθω ότι επιτέλους είμαι στο νησί. Νοίκιασα ένα αμάξι. Βρήκα μία, δύο μικροδουλίτσες. Δεν έχω γράψει ακόμα, δεν έχω μπει ακόμα, αρχίζω, δηλαδή, προσπαθώ να ξεπεράσω λίγο το μίσος. Έχω αναπτύξει ένα μίσος γι’ αυτή την δουλειά, όπως καταλαβαίνεις, οπότε σκέφτομαι πώς θα δημιουργήσω ξανά. Καλά, εννοείται ότι φαντάσου είμαι 45 χρονών κι εγώ και ο αδερφός μου σχεδόν -42 πόσο είναι;- δεν έχουμε οικογένεια και παιδιά, δεν έχουμε σχέση καν. Κι έχουμε σχέσεις που δεν θα μπορούσαμε να… Δηλαδή έχουμε μια αντίληψη για το τι εστί σχέση και γυναίκα που είναι πάρα πολύ δύσκολο να ενσωματώσω εδώ. Απ’ την άλλη, αρχίζω να ανακαλύπτω ότι δεν ξέρω αν θα ήθελα να μοιραστώ την υπόλοιπη ζωή μου με μια ξένη. Όχι ότι έχω βλέψεις ξέρεις για παιδιά και τέτοια κι ανησυχώ πού θα μεγαλώσουν και όλα αυτά. Είναι πιο πολύ ότι μου είναι περίεργο ότι είμαι ξένος στην ίδια μου τη χώρα, νούμερο ένα. Νούμερο δύο, βλέπω ότι -ας πούμε- οι ανάγκες εδώ του κόσμου είναι πολύ πιο απλές και με ηρεμεί αυτό το πράγμα. Δεν υπάρχουν ούτε βλέψεις να βγάλουν τρελά χρήματα. Έχουνε αποδεχτεί, έχουμε όλοι αποδεχτεί λίγο ως πολύ ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα μπατιρημένη βασικά, που δίνει κάποιες δυνατότητες σε κάποια πράγματα, σε άλλες όχι. Οπότε πλέον ο στόχος μας ποιος είναι; Να περνάμε καλά όσο μπορούμε, να μην ανησυχούμε για πράγματα που δεν είναι στον έλεγχό μας. Που δεν λέω ότι αυτό είναι απαραίτητα καλό για τη χώρα, αλλά για μένα αυτή τη στιγμή είναι το τέλειο περιβάλλον. Δηλαδή, έχω φαντάσου πιο καλή κοινωνική ζωή εδώ απ’ ότι είχα σε μια πόλη 15 εκατομμυρίων ανθρώπων. Μετά απ’ όλο αυτό που πέρασα ούτε με νοιάζει το τι ρούχα φοράς, τι αμάξι έχεις. Δηλαδή τα ‘χω ζήσει όλα αυτά, τα 'χω βγάλει τελείως πάνω απ’ το σύστημά μου, ξέρω ότι είναι δεκανίκια φουλ, δεν τα χρειάζομαι. Απ’ την άλλη είναι ωραίο να έχεις χρήματα και επιλογές και στο νησί δεν υπάρχουν πολλά από ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οπότε, ξέρεις, είμαι λίγο στην επιβίωση. Αλλά αυτήν τη στιγμή, επειδή ο τρόπος της επιβίωσης και ο τρόπος της ζωής έχει γίνει μια ξέρεις ανάγκη για ευτυχία κι όχι μια ανάγκη για φήμη, επιτυχία, οτιδήποτε τέτοιο. Και πιο πολύ μάλλον όχι ευτυχία, μια ανάγκη χαράς. Ξέρεις να χαρείς ξανά, να χαρώ ξανά τη ζωή μου, ας πούμε. Εντάξει, νιώθω ότι -ξέρεις- μπορώ να ξαναρχίσω λίγο ως πολύ, απλά έχω… Τιμώντας το γεγονός ότι είμαι διαφορετικός, ταυτόχρονα τιμώντας το γεγονός ότι δεν μπορώ να μοιραστώ, ρε παιδί μου, κάποια πράγματα εδώ πέρα, είτε απ’ αυτά που πέρασα είτε απ’ αυτά που αναπτύσσω μέσα μου. Απ’ την άλλη, έχουν πάρα πολλά να μου δώσουνε πλέον οι φίλοι μου, οι άνθρωποι γύρω μου, ξέρεις η κοινωνία γύρω μου κλπ. Οπότε το δέχομαι αυτό. Ας πούμε, μ’ αρέσει πάρα πολύ το γεγονός ότι λέω: «Γεια» και ξέρεις, καθώς οδηγάω στον δρόμο -ξέρω 'γω- σε ανθρώπους που ξέρω φατσικά πλέον, γιατί πόσα άτομα είναι, εντάξει, τον χειμώνα εδώ; Οι ίδιοι κι οι ίδιοι. Και μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό, γιατί στο LA, φαντάσου τώρα στο αμάξι μου, μπαίνανε, όταν έκανα ταξί -επί δυόμισι-τρία χρόνια, πόσο το ‘κανα;- γύρω στα μπορεί και 400 άτομα την ημέρα, εντάξει; Όλοι άγνωστοι. Εκτός απ’ αυτούς που καμιά φορά… Α, μια φανταστική στιγμή στο ταξί που ‘χα ξεχάσει είναι... Είχα χωρίσει με την ηθοποιό φίλη μου, η οποία μετά έκανε κι άλλα έργα οπότε είχε ήδη ψιλοαπογειωθεί. Και οδήγαγα τώρα ήταν ξημερώματα 01:30 το βράδυ, ξέρω 'γω, 01:30 το πρωί. Και τελείωνα, ήμουνα έτοιμος να κλείσω το μηχανάκι -ξέρω 'γω- κι άρχισε να χτυπάει και λέω: «Δεν γαμιέται, θα πάρω άλλη μια κλήση». Και κάνω μία έτσι, ξέρεις σ’ έναν άδειο δρόμο τώρα, κανείς τώρα κι είναι αυτή, ρε συ. Δηλαδή έναν χρόνο αφού έχουμε χωρίσει, τυχαίνει τώρα αυτή να καλέσει uber και να είμαι εγώ οδηγός. Και με βλέπει, τη βλέπω, χαμογελάμε, εντάξει, μπαίνει στο αμάξι εννοείται. Κλείνω εγω τώρα, εντάξει, τι να χρεώσω; «Θα σε πάω σπίτι», ξέρω πού μένει εννοείται. Και -ξέρεις- ήτανε ένα πολύ όμορφο αντίο, γιατί μου είπε, στο τέλος, ξέρεις: «Θες να ‘ρθεις πάνω να έχουμε άλλη μία βραδιά μαζί;» κλπ. Και, ξέρεις, ήτανε πολύ ενδιαφέρον ότι μετά από όλα αυτά και πέρασα και πέρασε κι αυτή και χωρίσαμε και τα σχετικά, το γεγονός ότι την είδα τυχαία και της είπα ένα αντίο μ’ έναν γλυκό τρόπο, χωρίς επίσης να εκμεταλλευτώ τη στιγμή, θα σ' το πω έτσι, τέλος πάντων, έκλεισε πολύ ωραία αυτό το κομμάτι. Δηλαδή πάντα με κάνει να νιώθω καλά ότι, ξέρεις, είπαμε αντίο μ’ αυτόν τον τρόπο. Τέλο[02:20:00]ς πάντων, οπότε τώρα ξέρεις, σ’ αυτήν τη φάση αυτό που προσπαθώ να ανακαλύψω ξανά είναι τη σχέση μου με τη χώρα μου, απ’ την οποία κατάγομαι, αλλά τη χώρα που εγώ πλέον αναγνωρίζω, μάλλον τα στοιχεία της χώρας που εγώ αναγνωρίζω ως δικά μου, ας το πούμε έτσι. Σίγουρα, δεν υπάρχει ακόμα οικονομική ευκολία, οπότε εντάξει, αυτό το κομμάτι, δεν με φοβίζει πια, γιατί εντάξει, έχω επιβιώσει πολύ χειρότερα, αλλά, εντάξει, είναι ένα θέμα. Ακόμα δεν έχω λύσει καθόλου το κομμάτι της σωματικής ακεραιότητας. Δηλαδή πονάει το στομάχι μου, δεν τρώω καλά, ξέρεις έχω όλο αυτό το πράγμα. Εν τω μεταξύ, εγώ πάντα -ξέρεις- φουλ μαγείρευα και τέτοια, αλλά, εντάξει, η Αμερική, η αφθονία της τροφής είναι απίστευτο. Δεν είναι ότι δεν έχουμε, έχουμε φανταστικά προϊόντα εδώ, απλά ο τρόπος που ‘χα συνηθίσει να μαγειρεύω -ξέρεις- και ο χώρος που είχα να μαγειρέψω σε σχέση με αυτό που έχω εδώ είναι πάρα πολύ διαφορετικός και μου ‘χει βγάλει λίγο δυσκολία. Πάλι καλά που υπάρχει κι ο «Φωτοδότης», το εστιατόριο εδώ. Αλλά βρίσκομαι σε μια περίοδο που δεν θέλω να κάνω τίποτα, πέρα απ’ τα βασικά που χρειάζομαι. Να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου, η ψυχή μου. Να καταλάβω προς τα πού πάμε λίγο σαν λαός και ιδίως ο κύκλος μου, ας το πούμε έτσι. Επαγγελματικά, δεν ξέρω αν θα ασχοληθώ με τα σενάρια. Δεν ξέρω. Μπορεί. Με το γράψιμο ναι, αλλά με τα σενάρια δεν ξέρω ακόμα. Καλά, σχέσεις κι αυτά, δεν ξέρω, νιώθω φουλ μοναχός, δηλαδή έχω λίγο τόσο ξεχάσει αυτό το κομμάτι μετά απ' όλο αυτό που πέρασα που το δέχομαι, θα σ' το πω έτσι. Εν τω μεταξύ, πάλι εδώ και όλοι οι φίλοι μου εδώ είναι νεότεροι, οι περισσότεροι, εκτός από 2-3 άτομα που ήξερα στο νησί, οπότε παίζει και αυτό το περίεργο ότι βρίσκονται σε τελείως διαφορετική φάση της ζωής τους. Αλλά το ενδιαφέρον της Αμοργού είναι ότι είναι ένα νησί για ναυαγούς λίγο ως πολύ. Οπότε όλοι που σκάνε εδώ είναι αποδεκτό ότι έχεις περάσει κάτι ίσως στη ζωή σου κι έχεις έρθει εδώ κι έχεις βρει έναν μικρό παράδεισο και, εντάξει, βοηθάει να υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσένα, ας το πω έτσι. Αλλά πραγματικά, από δω και πέρα νιώθω ότι, ξέρεις, θέλω να δημιουργήσω μια κατάσταση tabula rasa, που όσο μπορώ αφήνω λίγο κάποια κομμάτια απ’ το παρελθόν πίσω μου, φτιάχνω ένα καινούριο παρόν για μένα τώρα. Εντάξει, δεν έχω ακόμα, φαντάσου ότι μόλις τώρα νιώθω ότι έφυγα από κει, ας το πούμε έτσι. Οπότε ναι, πρέπει να περάσει λίγο -πιστεύω- ο καιρός να ξαναβρώ λίγο την κατάσταση. Τώρα, σε λογικό κομμάτι νιώθω ότι ζούμε σ’ ένα πολύ διαφορετικό κόσμο πια. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου πλέον φουλ στο περιβαλλοντικό κίνημα, πιστεύω ότι οι περισσότεροι είναι υποκριτικά… Αυτό το πράσινη ενέργεια δεν το αντέχω να το ακούω. Οπότε ένα κομμάτι του παρελθόντος μου ως προς την επιστήμη έχει λίγο χαθεί για μένα. Δεν πιστεύω σ’ αυτό το κομμάτι πια. Νιώθω ότι αυτό που έχει σώσει, ό,τι έχει παραμείνει στον κόσμο, είναι μια καλοήθης αδιαφορία. Απ’ τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι υπάρχει, αυτή είναι η απόλυτη διάσωση. Και προστασία. Με το που βάζουμε τη συνείδησή μας πάνω σ’ αυτό και προσπαθούμε να το ελέγξουμε, να το μανατζάρουμε, το κάνουμε χειρότερο. Οπότε πρέπει να, εντάξει, θέλω να ξεφορτωθώ λίγο τον κυνισμό, αλλά αυτήν τη στιγμή μου βγαίνει αυτό, δυστυχώς. Και μ’ αρέσει ν’ ακούω -ξέρεις- πλέον όλο και λιγότερο άλλους και να… Καλά, αυτή η συνέντευξη εννοείται είναι το πιο πολύ που ‘χω μιλήσει εδώ και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, εντάξει. Παρόλο που μ’ αρέσει να μιλάω, εντάξει, αλλά μ’ αρέσει και ν’ ακούω ιστορίες άλλων στο νησί, ξέρεις πώς περνάνε κλπ. Αλλά δεν έχω ιδέα για την επόμενη κίνηση. Δηλαδή και το προτιμώ, ας το πούμε έτσι. Θυμάμαι ότι πριν έρθω εδώ έλεγα ότι θέλω να είμαι σ’ έναν χώρο που θα φυσάει -εντάξει, Αμοργός φουλ- θα φυσάει, θα ‘μαι στα στοιχεία της φύσης, το παρελθόν μου δεν θα μετράει εδώ, γιατί δεν μπορώ να το εξασκήσω ούτως ή άλλως. Και θα κάνω πορείες -ξέρω 'γω- και θα προσπαθήσω να κάνω απόσβεση όλο αυτό που πέρασα και μετά θα εμφανιστεί μέσα σ’ όλο αυτό το κομμάτι -ξέρεις- απομόνωσης και μπορώ να πω ευτυχισμένης ζωής συγκριτικά, τι θα υπάρξει μετά. Δεν έχω ιδέα. Αλλά το προτιμώ κιόλας λίγο, να σου πω. Αυτά, νομίζω, πιστεύω ότι το συμπλήρωσα όλο το κομμάτι. Α, ίσως ένα τελευταίο που λέω πιο πολύ στον εαυτό μου, που δεν το ‘χω βιώσει ακόμα, αλλά έχω αρχίσει να επιστρέφω λίγο στην πραγματικότητα του, ξέρεις όταν είσαι σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό το νησί, στην Ελλάδα του τώρα, μ’ έναν κόσμο που δεν ξέρουμε πού θα πάει κλπ., αναγκάζεσαι επειδή δεν έχεις δικαιολογίες ότι… Ας πούμε όταν ήμουνα Αμερική, χρησιμοποιούσα την Αμερική ως δικαιολογία ότι είμαι εδώ και έχω αυτόν τον Γολγοθά, δεν έχω χρόνο να περιποιηθώ τον εαυτό μου ή να φροντίσω κάποια πράγματα εσωτερικά. Όταν δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, θα το κοιτάξω. Και είχα αυτή την ιδέα ότι θα ‘ρθω στην Αμοργό κι επειδή θα αφοσιωθώ μόνο σ’ εμένα -ξέρεις- θα διαβάζω φουλ, θα ξαναρχίσω τους διαλογισμούς μου, θα ξαναμπώ μέσα στο δημιουργικό. Και δεν έχω κάνει τίποτα απ’ αυτά. Δηλαδή, αυτό που βλέπω και με φοβίζει λίγο είναι ότι είμαι αντιμέτωπος μ’ έναν εαυτό που θέλει συνέχεια να ξεφεύγει, είτε αυτό λέγεται κομπιούτερ, ίντερνετ, crypto, δηλαδή να μην ασχοληθείς με εσένα. Δεν διαβάζω, δηλαδή εκεί που νόμιζα ότι θα διαβάζω κάθε μέρα δεν το κάνω και αρχίζω τουλάχιστον να βλέπω ότι δεν λέω ψέματα στον εαυτό μου. Δηλαδή αυτή τη στιγμή κάνω αυτό που κάνω, βλέπω ότι δεν είναι αυτό που προσδοκώ, προσπαθώ να το αλλάξω. Αλλά δεν υπάρχει δικαιολογία ότι με επηρεάζει πάλι το περιβάλλον μου, γιατί το περιβάλλον μου είναι πολύ ελεύθερο συγκριτικά με πριν και δεν μ’ αρέσει να σου πω την αλήθεια ο εαυτός που έχω καταλήξει. Αλλά επειδή, πολλά χρόνια πριν, έχω καταλήξει σαν δικό μου προσωπικό συμπέρασμα ότι, ξέρεις, ο Ασημάκης δεν είμαι εγώ, βασικά. Ο Ασημάκης είναι μια εκδοχή αυτουνού που πραγματικά είμαι και πραγματικά περνάμε -δηλαδή πιστεύω- όχι μόνο στη μετενσάρκωση, αλλά σε μια πορεία η οποία το κάθε σώμα και η κάθε ζωή -ξέρεις- προσθέτει πάνω σ’ αυτήν και όλο και εξερευνείς κάποια κομμάτια της συνείδησής σου που δεν γνωρίζεις, αλλά προσπαθώ τώρα να μην ταυτιστώ απαραίτητα με αυτήν τη ζωή, γιατί είμαι παραπάνω απ’ αυτή τη ζωή, εντάξει; Χωρίς να είμαι καλύτερος από άλλους, εννοώ έχω τον δικό μου δρόμο. Οπότε αυτό λίγο με βοηθάει στο να μην βλάπτω -ξέρεις- τον εαυτό μου, στο να μην κατηγορώ τον εαυτό μου. Δηλαδή έχουμε ζήσει χιλιάδες φορές, έχουμε υπάρξει γυναίκα και άνδρας, έχουμε υπάρξει παιδιά ξανά και όλα τα σχετικά αλλά αυτό εγώ το έχω σαν προσωπική φιλοσοφία. Οπότε σίγουρα με βοηθάει. Παρόλ' αυτά κάθε ζωή είναι σημαντική και κάθε ζωή τελειώνει και ο Ασημάκης δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ ξανά, οπότε πρέπει να κάνεις κάτι μ’ αυτόν, εντάξει; Και σίγουρα δεν θα ‘θελα να ‘μαι μπροστά σ’ ένα κινητό και να περιμένω κάτι να σκάσει απ’ το πουθενά. Θα ‘θελα να δημιουργήσω κάτι με την εκδοχή αυτή. Και είμαι σε φάση που δίνω απλά χρόνο -ξέρεις- να σταματάω να λέω ψέματα και να ξαναρχίσω ίσως απ’ την αρχή. Πιστεύω ότι η λύση εν μέρει βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό με τον πατέρα μου -που είπα πριν- και με την οικογένεια έχουνε λυθεί πολλά, δηλαδή εντάξει ένα μεγάλο κομμάτι που δεν έχω αναφέρει είναι πόσο με βοήθησαν τα ψυχεδελικά, τα ψυχοτροπικά, θα το πω έτσι, τι είδα -ας πούμε- κατά τη διάρκεια των εμπειριών, τι έμαθα για μένα, για τον πατέρα μου, ποια τραύματα δημιουργήθηκαν σε σχέση με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Όλο αυτό το κομμάτι ήτανε ψυχοθεραπεία, μέσα σε 7 ώρες εμπειρίας ήταν σαν να έκανα 50 χρόνια ψυχοθεραπεία. Οπότε ερχόμενος στην Ελλάδα ήμουνα προετοιμασμένος εν μέρει γι' αυτήν την αδράνεια που υπάρχει λίγο στον πατέρα μου και σε μένα, μεταξύ μας. Αλλά τοπολύ καλό είναι ότι σταμάτησα να προβάλλω πάνω στον πατέρα μου... Δηλαδή εγώ πίστευα ότι ο πατέρας μου -ξέρεις- θα μπορούσε να δουλέψει παραπάνω στον εαυτό του, θα μπορούσε να είχε φροντίσει το σώμα του περισσότερο, να ‘χει πουλήσει το σπίτι και να μην τον ένοιαζε πόσο θα το πουλήσει κι όλα τα σχετικά. Αλλά η αλήθεια είναι ο πατέρας μου έκανε τον κύκλο του κι είναι ευτυχισμένος μ’ αυτό που είναι και μου το είπε χύμα: «Κοίταξε να δεις, σταμάτα να λυπάσαι -ας πούμε- γι’ αυτά που δεν έχω κάνει. Εγώ είμαι καλά στην ουσία». Όσο και σκληρό να ακούγεται, sorry, όσο και μάλλον σαχλό να ακούγεται μέχρι τώρα, το ‘χε ξαναπεί αυτό, αλλά δεν τον άκουγα. Κατάλαβες; Και τώρα που τον άκουσα και κατάλαβα ότι το εννοεί αυτό το πράγμα, έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου, αλλά γύρισε τώρα ο καθρέφτης σε εμένα και -ξέρεις- άρχισα να συνειδητοποιώ: «Πω ρε συ, αυτά που του λες, δεν τα κάνεις εσύ βασικά πια». Κάποτε τα έκανα, αλλά δεν τα κάνω εγώ πια. Οπότε σ’ αυτήν την κατάσταση βρίσκομαι. Εντάξει, ευτυχώς είμαι ακόμα σχετικά νέος για να μπορέσω να κάνω μια επόμενη κίνηση. Δεν θρηνώ δηλαδή γι’ αυτό που έρχεται. Ξέρεις, δεν έχει τελειώσει η ζωή μου. Αλλά εν μέρει ένα κομμάτι της ζωής μου έχει τελειώσει. Δηλαδή νιώθω ότι ένα κομμάτι του εγώ μου πρέπει να το αφήσω να πεθάνει, να ταφεί και να συνεχίσω εγώ με το υπόλοιπο -ας πούμε-, αλλά ναι. Δεν είμαι έτοιμος ακόμα, δηλαδή κάποια πράγματα δεν έχουν ταφεί. Νόμιζα ότι είχανε ξεχαστεί, αλλά δεν… Παίζουν ακόμα. Οπότε, αυτά νομίζω έχω να πω για τώρα. Ελπίζω να γράφτηκε. Εάν όχι, ήταν καλή ψυχοθεραπεία. Και ευχαριστώ που άκουσες.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τίποτα.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Ασημάκης στα 45 του αποφασίζει να "χτίσει" τη ζωή του στην Αμοργό, να κοιτάξει πίσω στο περιπετειώδες παρελθόν του και να αποφασίσει τι μπορεί να κρατήσει και τι πρέπει να αφήσει πίσω του. Αφηγείται ολόκληρη τη ζωή του. Από την παιδική του ηλικία στη Γλυφάδα, περνά στις σπουδές του στην Αμερική, πρώτα στον τομέα της θαλάσσιας βιολογίας κι έπειτα στη στροφή του προς τον καλλιτεχνικό χώρο. Μιλάει για κάποια από τα πιο σημαδιακά ταξίδια που έκανε, για επαγγέλματα που άλλαξε, για τα οικονομικά σκαμπανεβάσματα που βίωσε, αλλά και για τους έρωτες που σημάδεψαν τη ζωή του. Τέλος, περιγράφει το πώς, πότε και γιατί επέλεξε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα και συγκεκριμένα να καταλήξει στην Αμοργό, ποια είναι η "φιλοσοφία" του για τη ζωή και πώς θα συνεχίσει από δω και στο εξής. Από αυτήν την αφήγηση, δεν θα μπορούσε να λείπει φυσικά και η οικογένειά του και ο ρόλος της στη ζωή του.
Αφηγητές/τριες
Ασημάκης Παγίδας
Ερευνητές/τριες
Ελένη Πέππα
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/02/2022
Διάρκεια
151'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις συνέντευξης:
1. ρους: κατεύθυνση εξέλιξης γεγονότων
2. πάλκο: (ή παλκοσένικο) είναι το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
3. divemaster: (ή DM) είναι ένας ρόλος που περιλαμβάνει την οργάνωση και την καθοδήγηση καταδύσεων αναψυχής, ιδιαίτερα με επαγγελματική ιδιότητα. Είναι ένα προσόν που χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη του κόσμου στις καταδύσεις αναψυχής για έναν δύτη, που έχει την εποπτική ευθύνη για μια ομάδα δυτών, αλλά και ως οδηγός κατάδυσης
4. skipper: (ή πλοηγός σκαφών αναψυχής) είναι κυβερνήτης μικρού ιστιοπλοϊκού ή και μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής και έχει την ευθύνη για τον έλεγχό του.
5. κοντραμπατζής: ο λαθρέμπορος
6. bouncer: ο πορτιέρης, ο μπράβος
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Ασημάκης στα 45 του αποφασίζει να "χτίσει" τη ζωή του στην Αμοργό, να κοιτάξει πίσω στο περιπετειώδες παρελθόν του και να αποφασίσει τι μπορεί να κρατήσει και τι πρέπει να αφήσει πίσω του. Αφηγείται ολόκληρη τη ζωή του. Από την παιδική του ηλικία στη Γλυφάδα, περνά στις σπουδές του στην Αμερική, πρώτα στον τομέα της θαλάσσιας βιολογίας κι έπειτα στη στροφή του προς τον καλλιτεχνικό χώρο. Μιλάει για κάποια από τα πιο σημαδιακά ταξίδια που έκανε, για επαγγέλματα που άλλαξε, για τα οικονομικά σκαμπανεβάσματα που βίωσε, αλλά και για τους έρωτες που σημάδεψαν τη ζωή του. Τέλος, περιγράφει το πώς, πότε και γιατί επέλεξε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα και συγκεκριμένα να καταλήξει στην Αμοργό, ποια είναι η "φιλοσοφία" του για τη ζωή και πώς θα συνεχίσει από δω και στο εξής. Από αυτήν την αφήγηση, δεν θα μπορούσε να λείπει φυσικά και η οικογένειά του και ο ρόλος της στη ζωή του.
Αφηγητές/τριες
Ασημάκης Παγίδας
Ερευνητές/τριες
Ελένη Πέππα
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/02/2022
Διάρκεια
151'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σημειώσεις συνέντευξης:
1. ρους: κατεύθυνση εξέλιξης γεγονότων
2. πάλκο: (ή παλκοσένικο) είναι το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
3. divemaster: (ή DM) είναι ένας ρόλος που περιλαμβάνει την οργάνωση και την καθοδήγηση καταδύσεων αναψυχής, ιδιαίτερα με επαγγελματική ιδιότητα. Είναι ένα προσόν που χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη του κόσμου στις καταδύσεις αναψυχής για έναν δύτη, που έχει την εποπτική ευθύνη για μια ομάδα δυτών, αλλά και ως οδηγός κατάδυσης
4. skipper: (ή πλοηγός σκαφών αναψυχής) είναι κυβερνήτης μικρού ιστιοπλοϊκού ή και μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής και έχει την ευθύνη για τον έλεγχό του.
5. κοντραμπατζής: ο λαθρέμπορος
6. bouncer: ο πορτιέρης, ο μπράβος