Δύο πόλεις, πολλή αγάπη: Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη
Ενότητα 1
Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη του '50 και του '60 μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
00:00:00 - 00:09:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι Εδιάρογλου Σταύρος, είμαι γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1956. Είμαι 66 χρονών. Ω…τα φαγητά αυτά που κάναμε, με πολλά φαγητά, αυτό γινότανε όχι συχνά, μα είτε στα σπίτια που πηγαίναμε είτε στο δικό μας. Το θυμάμαι κι αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η μετανάστευση στην Ελλάδα, η ζωή στη Θεσσαλονίκη και το σχολείο
00:09:11 - 00:35:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά, ήρθε η περίοδος που σας είπαν ότι θα φύγετε ή θα επιστρέψετε Θεσσαλονίκη. Θυμάστε καθόλου από κει; Το '64... Όχι, εμείς... εμείς …δες, κι εγώ πήγαινα κάνα Σαββατοκύριακο και τις έβλεπα. Εδώ κοντά δηλαδή. Στη Βεργιά Χαλκιδικής, στη Χανιώτη πήγαμε μια φορά. Αυτά τα ολίγα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αναμνήσεις από τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '80, η νυχτερινή ζωή και οι παρέες
00:35:35 - 00:44:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάστε καθόλου τη δεκαετία του '80 πώς ήτανε, βγαίνατε σε μαγαζιά; Τη δεκαετία του '80 βγαίναμε. Σε ταβέρνες πήγαινα εγώ πολύ συχνά, τρεις…γίνανε, αυτό το σπίτι, αν είχαν κάποιο σπίτι ή αν το πήραν κάποια απ' τα αδέλφια του πατέρα μου τα μεγάλα, δεν το ξέρω. Δεν το γνωρίζω αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η ενημέρωση, ο ΠΑΟΚ, η επιχείρηση του πατέρα και οι οικογενειακές σχέσεις
00:44:24 - 00:57:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Ωραία. Οπότε γυρνάμε πάλι εκεί, είμαστε στη δεκαετία του '80 περίπου, που βγαίνετε, με– Στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη που είπατε, …το '94. Εντάξει, αυτά τα χρόνια περάσανε καλά, εντάξει. Και με τους καβγάδες και… Πάντως καλά περάσανε, και τα παιδιά μεγαλώσανε. Αυτά, δεν…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η οικονομική κρίση, το κλείσιμο του μαγαζιού και μνήμες από τον σεισμό του '78 στη Θεσσαλονίκη
00:57:32 - 01:02:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είπατε πριν ότι το μαγαζί το κλείσατε το 2014... Ναι, το '14 το έκλεισα, γιατί δεν άντεξα, δεν άντεχα άλλο. Το 2010 μπήκαμε στα μνημόνια. Ο…έ». Και κουνιόταν το ψυγείο, λέει. Πετάχτηκε απ' το μπάνιο και κουνιόταν το ψυγείο πάνω κάτω. Πολύ δυνατός. Αυτά θυμάμαι. Τι άλλο να σου πω…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη του '50 και του '60 μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
00:00:00 - 00:09:11
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Εδιάρογλου Σταύρος, είμαι γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1956. Είμαι 66 χρονών.
Ωραία, είναι 12 Φεβρουαρίου, Σάββατο, 2022, είμαστε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Εδιάρογλου Σταύρο. Εγώ ονομάζομαι Εδιάρογλου Ευδοκία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε.
Ωραία.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;
Όπως σας είπα, γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη το 1956, τον Σεπτέμβριο. Ήμουν εκεί μέχρι τα 8 μου χρόνια. Μετά ήρθα Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι το σχολείο αμυδρά. Καθόμασταν στην Πλατεία Ταξίμ. Σε μια οικοδομή που λεγόταν Άνκαρα Απαρτμάν, στην Κωνσταντινούπολη, στην Πλατεία Ταξίμ. Το σχολείο μου ήταν 500 μέτρα, πήγαινα στο σχολείο της Αγίας Τριάδος, 500 μέτρα από το σπίτι μας, από την Πλατεία Ταξίμ. Θυμάμαι ότι με πήγαινε ο θυρωρός της πολυκατοικίας, που ήταν Τούρκος, κάθε πρωί. Με δίνανε οι γονείς μου σε αυτόν και με πήγαινε στο σχολείο. Θυμάμαι επίσης, κάθε μέρα με έβαζε η μάνα μου φαγητό –δύο τάξεις πήγα στην Κωνσταντινούπολη, στο δημοτικό– με έβαζε στο σεφαρτάσι, έτσι το λέγανε εκεί που βάζανε το φαγητό, με έβαζε φαγητό και θυμάμαι ότι αν δεν ήταν καλό το φαγητό, την ώρα που τρώγαμε, με τρόπο πετούσα τα φαγητά κάτω απ' το τραπέζι. Το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά. Τα καλά μου φαγητά ήταν οι κεφτέδες, οι πατάτες τηγανιτές, το ρύζι, αυτά μ' αρέσανε. Άλλα κρέατα δεν μ' αρέσανε και τα πετούσα κάτω απ' το τραπέζι. Αυτό θυμάμαι να σας πω. Ωραία χρόνια με συγκίνηση. Τι άλλο να σας πω;
Οι γονείς σας ήτανε ήδη στην Κωνσταντινούπολη;
Ο πατέρας μου ήτανε γεννημένος, μεγαλωμένος Κωνσταντινουπολίτης Έλληνας. Η μητέρα μου πήγε στην Κωνσταντινούπολη να δει τον παππού της, ο οποίος ήταν Κωνσταντινουπολίτης ο παππούς της, από τη Θεσσαλονίκη πήγε και την έκανε προξενιά με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν Έλληνας της Κωνσταντινούπολης. Είχε επιχείρηση με σαπούνια και χλωρίνες και τα κάνανε διανομή σε όλη την Ανατολή. Στην Ανατολή της Κωνσταντινούπολης, της Τουρκίας. Αυτό θυμάμαι. Θυμάμαι που πήγαινα στο μαγαζί, ήμουνα 5 χρονών. Με πήγαινε, αμυδρά, δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιο σημείο ήτανε. Θυμάμαι το μαγαζί λίγο, είχε κάτι κιοπένκια δικτυωτά, ανοιγοκλείνανε στο πλάι. Αυτό θυμάμαι. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλα.
Η μητέρα σας οπότε πήγε στην Κωνσταντινούπολη, με προξενιό παντρεύτηκε και έμεινε εκεί...
Η μητέρα μου ήταν εκεί και στα Σεπτεμβριανά, το 1955. Εγώ γεννήθηκα έναν χρόνο μετά. Είχε πάει περίπου το '54-'55, στα Σεπτεμβριανά ήταν εκεί. Και είχε φοβηθεί πολύ η καημένη. Μαζί με την αδελφή της, τη θεία Νίτσα. Τη μητέρα μου τη λέγανε Τριανταφυλλιά, τον πατέρα μου Χαράλαμπο.
Θυμάστε να σας λέει σκηνικά από τα Σεπτεμβριανά, περίπου, να σας έχει διηγηθεί;
Φοβήθηκε η καημένη. Αυτά που γίνανε, που πετούσανε έξω τα πράγματα. Γλιτώσανε, τους γλιτώσανε κάτι Τούρκοι άλλοι οι οποίοι ήτανε καλοί, κάτι γείτονες τους είχανε γλιτώσει. Που δεν αφήσαν τον κόσμο να πάει να τους κάνει τα επεισόδια αυτά.
Οκέι. Και ήσασταν το μοναδικό παιδί, μοναχοπαίδι;
Ήμασταν τρία αδέρφια. Τα δύο γεννηθήκαμε, εγώ γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη, ο αδελφός μου γεννήθηκε Θεσσαλονίκη. Ήρθε η μητέρα μου εδώ να δει τους γονείς της και γέννησε τον αδελφό μου, και ξαναγύρισε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και ήμασταν μαζί. Η αδερφή μου γεννήθηκε μετά από χρόνια, μετά από δεκαέξι χρόνια, όταν είχαμε έρθει πλέον οριστικά στη Θεσσαλονίκη.
Θυμάστε καθόλου το σπίτι σας στην Κωνσταντινούπολη;
Θυμάμαι ήταν ένα... Αμυδρά θυμάμαι το δωμάτιο που καθόμασταν και μας διάβαζε η μάνα μου τα παραμυθάκια με τον αδελφό μου. Ένα μικρό δωμάτιο, είχε ένα παράθυρο που έβλεπε σε μια αλάνα πίσω απ' την Πλατεία Ταξίμ. Στο Άνκαρα Απαρτμάν. Έτσι λεγότανε η πολυκατοικία, Άνκαρα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν αυτά τώρα, έχουν γίνει ξενοδοχεία εκεί. Αυτό θυμάμαι. Δεν θυμάμαι άλλα. Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ...
Τι γλώσσα μιλούσατε;
Στο σχολείο μιλούσαμε τα ελληνικά, αλλά κάναμε και τούρκικα στην Αγία Τριάδα, ήταν υποχρεωτικό. Τα τούρκικα τα ήξερα και τα μιλούσα καλά μέχρι που ήρθα στη Θεσσαλονίκη, μετά επειδή δεν έκανα χρήση, τα ξέχασα. Τα μιλούσα άπταιστα τα τούρκικα, 8 χρονών τα ήξερα καλά και τα μιλούσα.
Και μεταξύ σας στην οικογένειά σας μιλούσατε τούρκικα;
Όχι, στην οικογένεια μιλούσαμε ελληνικά! Ελληνικά πάντα. Ποτέ τούρκικα. Ο πατέρας μου τα ήξερε τα τούρκικα σαν μητρική του γλώσσα. γιατί γεννήθηκε, μεγάλωσε, πήγε τουρκικό στρατό, Έλληνας. Πήγε τουρκικό στρατό. Ήρθε εδώ για πρώτη φορά το '58, που γεννήθηκε ο αδελφός μου, στη Θεσσαλονίκη. Ήθελε να αγοράσει τότε, αλλά λέγανε ότι δεν είναι καλά. Έκανε χαζομάρα. Λέγανε ότι: «Τι να αγοράσεις;» τον έλεγε ο παππούς. Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε λάσπες. Απ' ό,τι θυμάμαι, που με λέει κιόλας, ήτανε λάσπες. «Τι να αγοράσεις;». Δεν τον άφησε να αγοράσει, ενώ αν είχε αγοράσει θα ήμασταν πλούσιοι.
Στην Κωνσταντινούπολη –να επιστρέψω λίγο πάλι– θυμάστε φίλους που είχατε;
Όχι, δεν είχα, δεν θυμάμαι κανέναν. Δεν θυμάμαι ούτε παιδιά, ούτε… Θυμάμαι χαρακτηριστικά –αυτό το θυμάμαι–, η δασκάλα μας μια μέρα του '63 που μας είπε ότι σκοτώσανε τον Κένεντι. Αυτό το θυμάμαι, με έχει μείνει αυτό στη μνήμη μου. Η δασκάλα μας η Ελληνίδα στο σχολείο της Αγίας Τριάδος μάς είπε ότι σκοτώσανε τον Κένεντι στην Αμερική. Αυτό μου έχει μείνει στο μυαλό. Και θυμάμαι που πέταγα τα φαγητά κάτω απ' το τραπέζι. Δεν θυμάμαι άλλα. Δεν έχω... Δεν θυμάμαι ούτε δασκάλους πώς ήτανε. Θυμάμαι, κατεβαίναμε στο ισόγειο και τρώγαμε, του σχολείου, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, όχι, αυτά θυμάμαι μόνο.
Στο σχολείο ήσασταν μόνο Έλληνες;
Έλληνες ήμασταν μόνο, ναι, στην Αγία Τριάδα. Αλλά κάναμε και τούρκικα. Υποχρεωτικά κάναμε τούρκικα.
Πόσα παιδιά περίπου ήσασταν στην τάξη;
Δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να θυμηθώ… Θυμάμαι μια φορά επίσης, θυμάμαι, που η δασκάλα με έβαλε τιμωρία και με χτύπησε στα πόδια με βίτσα. Με έβαλε στη γωνία να κοιτάω προς τον τοίχο για καμιά ώρα. Το είπα στον πατέρα μου και… δεν θυμάμαι, ο πατέρας μου πήγε και έκανε φασαρία μετά. Το θυμάμαι αυτό λιγάκι, έτσι, αμυδρά. Δεν θυμάμαι ούτε τη δασκάλα, ούτε πώς τη λέγανε, ούτε τίποτα. Αυτά θυμάμαι απ' την Κωνσταντινούπολη.
Είχατε κάποιο... σαν ψυχαγωγία, σας έρχεται κάτι στο μυαλό;
Ψυχαγωγία, μας πήγαινε ο μπαμπάς, μας πήγαινε, θυμάμαι, και βλέπαμε τον «Χοντρό και τον Λιγνό». Αν θυμάμαι καλά, σε ένα σινεμά του Πέραν. Αμυδρά. Είχε σινεμάδες εκεί, πηγαίναμε εκεί στο Πέραν και θυμάμαι που γελούσα ασταμάτητα με τον «Χοντρό και τον Λιγνό». Είναι στο μυαλό μου τώρα αυτό, έτσι, αμυδρά είναι στο μυαλό μου. Αυτό.
Μουσική;
Μουσική, όχι. Δεν θυμάμαι. Δεν ακούγαμε, δεν άκουγα μουσική, όχι. Σας λέω, ήμουνα, όταν ήρθα Θεσσαλονίκη ήμουνα 8 χρονών, δεν θυμάμαι άλλα πράγματα.
Είχατε άλλους συγγενείς μαζί σας στην Κωνσταντινούπολη;
Είχαμε, κάναμε... Κι απ' το σόι της μαμάς ήταν κάτι θείες της και από το σόι του μπαμπά τα αδέλφια του. Κάναμε, κάνανε, η μαμά έκανε τα τραπέζια τα παραδοσιακά τα Κωνσταντινουπολίτικα, με ατελείωτα φαγητά, το θυμάμαι κι αυτό, φαγητά, με σουτζούκια, παστουρμάδες, αμπελόφυλλα θυμάμαι, μπουρέκι, μπουρέκι Κωνσταντινουπολίτικο, το ρύζι που ήτανε το καλύτερο ρύζι του κόσμου, μαγειρευτό, κεφτεδάκια... Ένα άλλο… Αυγοτάραχο θυμάμαι, αυγοτάραχο θυμάμαι, στα φαγητά αυτά που κάναμε, με πολλά φαγητά, αυτό γινότανε όχι συχνά, μα είτε στα σπίτια που πηγαίναμε είτε στο δικό μας. Το θυμάμαι κι αυτό.
Και μετά, ήρθε η περίοδος που σας είπαν ότι θα φύγετε ή θα επιστρέψετε Θεσσαλονίκη. Θυμάστε καθόλου από κει;
Το '64... Όχι, εμείς... εμείς είχαμε τούρκικη υπηκοότητα, δεν μας διώξανε εμάς. Το '64 κάνανε απελάσεις στους Έλληνες υπηκόους. Εμείς είχαμε τούρκικη υπηκοότητα. Αλλά ο πατέρας μου είδε ότι λιγοστεύουν οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και ήθελε να μας στείλει εδώ, να 'ρθούμε στους γονείς της μάνας μου, στον παππού μου και στη γιαγιά μου. Μετά, φυσικά, έλεγε, κάναμε λάθος που ήρθαμε, γιατί ήμασταν καλά εκεί. Από οικονομικής πλευράς. Εδώ δυσκολεύτηκε στη δουλειά του. Αυτό θυμάμαι.
Θυμάστε καθόλου γεγονότα από εκείνη την περίοδο, από εκείνη την ημέρα; Πώς φύγατε;
Θυμάμαι αμυδρά, φύγαμε με τη μάνα μου και τον αδελφό μου. [00:10:00]Ο πατέρας μου έμεινε πίσω για έναν χρόνο. Εμείς ήρθαμε με λεωφορείο… Θυμάμαι που μείναμε στα σύνορα, στη γέφυρα του Κήπου... Των Κήπων, στη γέφυρα, κατεβήκαμε εκεί για έλεγχο. Ήταν τα σύνορα, θυμάμαι αυτήν τη γέφυρα που δείχνουν πολλές φωτογραφίες, τη θυμάμαι καλά. Και κάτσαμε εκεί στη γέφυρα, θυμάμαι, κι αυτό αμυδρά. Μετά θυμάμαι που φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στην Πλατεία Αριστοτέλους. Αυτό μ' έχει μείνει στο μυαλό. Αυτή η πλατεία η μεγάλη, Αριστοτέλους. Θυμάμαι, εκεί σταμάτησε το λεωφορείο. Ήταν 20 Απριλίου... 20 Ιουλίου, του προφήτη Ηλία, που φτάσαμε απόγευμα στη Θεσσαλονίκη. Εγώ, η μητέρα μου και ο αδελφός μου.
Πώς ήτανε για ένα παιδί να φεύγει από εκεί που έχει μεγαλώσει;
Ήμουν στεναχωρημένος γιατί έκλαιγε η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου. Και την είδα για τελευταία φορά. Δεν την ξαναείδα από τότε. Γιατί πέθανε εκεί μετά, το '68, αν θυμάμαι καλά. Ούτε δύσκολα, επειδή ήμουνα παιδί δεν το πήρα κατάκαρδα. Μόνο αυτό με τη γιαγιά μου, θυμάμαι τη γιαγιά μου. Ο πάππους μου δεν ζούσε, είχε πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ. Του πατέρα μου ο μπαμπάς, ναι. Αυτά.
Τους γονείς της μητέρας σας τους είχατε γνωρίσει;
Στη Θεσσαλονίκη τους γνώρισα, όταν ήρθα εδώ. Που τους είδα για πρώτη φορά, ήμουν 8 χρονών. Εδώ τους γνώρισα, και μετά ήμουνα μαζί τους, τους έβλεπα εδώ. Ο παππούς μου ήταν αυστηρός, πολύ αυστηρός ήταν ο παππούς μου. Αυτό θυμάμαι. Ήτανε λίγο δύσκολος με τα λεφτά, δεν μας έδινε ποτέ χαρτζιλίκι. Το λέω κι αυτό. Ήταν αυστηρός. Με έδερνε. Αυτά.
Γιατί μπορεί να σας έδερνε;
Γιατί… Μια φορά, θυμάμαι, πέρασα σαν μικρό παιδί, πέρασα μέσα από ένα τζάμι στην οδό Αισχύλου που καθόμουνα και κόπηκα. Κι αντί να με πει καλά λόγια γιατί κόπηκα στο χέρι –με έχει μείνει σημάδι μέχρι τώρα–, μ' έδειρε κι από πάνω γιατί έσπασα το τζάμι κι έπρεπε να το πληρώσει. Αυτό.
Τότε, όταν επιστρέψατε στην Θεσσαλονίκη, όταν ήρθατε, ήταν εύκολη αυτή η προσαρμογή, αν θυμάστε καθόλου;
Όχι, στο σχολείο ήμουν δύσκολος, γιατί είχα λίγο απ' το… Όταν πήγα στο σχολείο, να πάω για τρίτη δημοτικού, με ξαναβάλανε πάλι στη δευτέρα δημοτικού, για να μάθω καλύτερα, μου 'χανε... «Για να μάθει καλύτερα τα ελληνικά». Εγώ τα ελληνικά τα μιλούσα εν τω μεταξύ πολύ καλά. Αλλά απ' το άγχος μου… είχα λίγο… κεκέδιαζα λιγάκι και… Θυμάμαι η δασκάλα που με λέει, είπε στη μητέρα μου –αν ήταν ο πατέρας μου φυσικά δεν θα την άφηνε–, είπε να ξαναπάω πάλι στη δευτέρα δημοτικού, και ξαναπήγα πάλι στη δευτέρα δημοτικού. Εντάξει. Ήμουνα μικρό παιδί. Ούτε δύσκολα, ούτε εύκολα. Η Θεσσαλονίκη τότε δεν είχε καμιά σχέση με τη Θεσσαλονίκη που είμαστε τώρα. Ήτανε καλντερίμια οι δρόμοι, η Αγίου Δημητρίου, η Αισχύλου ήτανε κάθετος στην Αγίου Δημητρίου, ήτανε καλντερίμι. Ήταν στενός ο... η Αγίου Δημητρίου. Θυμάμαι τα κάρα τα μακρόστενα. Κάναμε και σκαλομαρία, ανεβαίναμε πίσω, μας κυνηγούσε ο αμαξάς. Είχε φτώχεια. Ήτανε… Η Θεσσαλονίκη ήτανε, το 64' που ήρθα, θυμάμαι, ήτανε φτωχή. Θυμάμαι τις διαδηλώσεις που γινόντουσαν. Πήγαινα στο μαγαζί του θείου μου, η οποία ήτανε στην Μπαλάνου, κοντά στην Αριστοτέλους, και θυμάμαι τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που έκανε η ΕΔΑ. Θυμάμαι το 1-1-4 χαρακτηριστικά. Ήμουνα παιδί 8-9 χρονών. Τα θυμάμαι αυτά. Πήγαινα στο χρωματοπωλείο του θείου μου του Κοσμά του Κοσμάογλου, ήμουνα μικρό παιδί και θυμάμαι τις διαδηλώσεις και τα κυνηγητά με την αστυνομία που είχανε. Έβγαινα έξω, στην Μπαλάνου δηλαδή εκεί, και έβλεπα τον κόσμο με τα πλακάτ. Αυτό μ' έχει μείνει στο μυαλό.
Και όταν γυρίσατε, ο πατέρας σας είπατε ότι έμεινε πίσω.
Ο πατέρας μου έμεινε πίσω, και ήρθε σε έναν χρόνο, αφού τακτοποίησε τα περιουσιακά του στοιχεία, τα άφησε στον αδελφό του, ο οποίος ήταν ακόμα εκεί. Τον πατέρα μου τον λέγανε Χαράλαμπο, τα άφησε στον θείο μου τον Βασίλη, την επιχείρηση, και ήρθε εδώ άφραγκος. Και ξεκίνησε να δουλεύει σαν υπάλληλος στο μαγαζί του θείου μου, που σας είπα, στο χρωματοπωλείο του Κοσμάογλου. Μετά, σε έναν χρόνο, άνοιξε δικό του χρωματοπωλείο, με δανεικά και με λίγα λεφτά. Και πήγε καλά, αλλά δεν είχε… Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλη ιστορία. Δεν είχε μυαλό και τον κλέβανε οι υπάλληλοι και δεν πήγε καλά γενικά. Δεν πήγε καλά. Τη δουλειά μετά τη συνέχισα εγώ, αφού έγινα… τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο, συνέχισα τη δουλειά. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει το '86, εγώ ήμουν 30 χρονών τότε, και συνέχισα εγώ μέχρι που συνταξιοδοτήθηκα το 2014. Αυτό για τη δουλειά.
Όταν γυρίσατε από τη... Γυρίζω πάλι έτσι λίγο πίσω, να τα πάρουμε χρονικά. Όταν γυρίσατε από την Κωνσταντινούπολη, πώς βρήκατε σπίτι; Εννοώ πώς έγινε;
Μέναμε στο σπίτι του παππού μου. Μείναμε στο σπίτι του παππού μου στη… της μάνας μου τον μπαμπά, μέναμε όλοι μαζί. Μέχρι που ήρθε σε έναν χρόνο ο πατέρας μου και νοικιάσαμε ένα σπίτι στην ίδια πολυκατοικία με τον παππού μου, στον πρώτο όροφο. Ο παππούς μου καθότανε στον τρίτο. Στην Αισχύλου. Στην οδό Αισχύλου. Στο νούμερο 8.
Και ήσασταν με τον αδελφό σας, ο οποίος ήτανε ηλικιακά...;
Ήμουν ενάμιση χρόνο πιο μεγάλος από τον αδελφό μου. Μέναμε εγώ, ο αδελφός μου, η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Η αδελφή μου γεννήθηκε μετά, γεννήθηκε το 1971. Είχαμε όταν γεννήθηκε δεκαπέντε χρόνια διαφορά, είχα με την αδελφή μου εγώ. Κι ο αδελφός μου δεκατρία και μισό.
Πώς ήταν; Με τον αδελφό σας ήσασταν δεμένοι μικροί;
Ε, κάναμε… Ήμασταν δεμένοι, αλλά κάναμε σαν αγόρια, κάναμε, μαλώναμε. Μαλώναμε και, θυμάμαι, έλεγε η μάνα μου: «Θα 'ρθεί ο μπαμπάς σας και θα το πω και θα φάτε ξύλο!». Και κάπως έτσι γινότανε, αλλά, εντάξει, μεγαλώσαμε καλά με τον αδελφό μου, και μέχρι τώρα είμαστε καλά.
Θυμάστε σκανταλιές που μπορεί να κάνατε μαζί;
Σκανταλιές... Ένα που θυμάμαι τώρα, που ήρθε στο μυαλό, όταν έκανε η μάνα μου κέικ, τρώγαμε τη ζύμη, ήταν ακόμα ωμή και πηγαίναμε και την τρώγαμε και μας κυνηγούσε να μας δείρει. Αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Ναι, αυτό. Άλλες σκανταλιές σαν παιδιά κάναμε. Κατεβαίναμε κάτω, παίζαμε. Θυμάμαι να σας πω, εκεί στην Αισχύλου, είχε ανοίξει μαγαζί, ψιλικατζίδικο –τότε φτωχά χρόνια– ο ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ ο Αφεντουλίδης. Είχε ανοίξει μαγαζί, είχε ανοίξει ψιλικατζίδικο στην οδό Αισχύλου. Και παίζαμε κάτω μπάλα με ένα ένα τόπι πλαστικό μικρό. Αυτός ήταν ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ καλός. Και αυτό το θυμάμαι τώρα, το αναφέρω κι αυτό. Με τα παιδιά, τα θυμάμαι που παίζαμε κάτω ποδόσφαιρο, εκεί, στην αλάνα της Αισχύλου. Πηγαίναμε στην Κασσάνδρου, που ήταν πιο πάνω, πηγαίναμε στο βουλγαρικό… ήταν μια αλάνα μεγάλη, κάτω απ' την Αγίου Δημητρίου, μια μεγάλη αλάνα λεγότανε βουλγάρικο. Πηγαίναμε εκεί και παίζαμε πολλά παιδάκια, πολλά παιδάκια πηγαίναμε και παίζαμε. Θυμάμαι ένα παιδί, ο όποιος ήταν πιο μεγάλος από εμάς, ο Στέφανος, που έπαιρνε ένα κοντάρι και πηδούσε επί κοντώ, εκεί στο βουλγάρικο. Κι άλλα παιδιά θυμάμαι, ήμουνα 8, 9, 10 χρονών, 11, σε αυτά τα χρόνια μιλάω πάντα. Μετά αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στην οδό Χριστοπούλου, ήταν πιο κάτω από την Αγίου Δημητρίου κάτσαμε εκεί. Μετά φύγαμε απ' την οδό Χριστόπουλου, πήγαμε στην οδό Καρακάση, ήμουνα πια 17, 18 χρονών, προς τη Χαριλάου, και μετά πήγαμε στο δικό μας το σπίτι, που έδωσε προίκα ο παππούς μου στη μάνα μου, στην Κάτω Τούμπα, στην Αργυρίου Ζάχου. Εκεί πλέον έκατσα μέχρι που παντρεύτηκα. Απέναντι είχα νοικιάσει ένα σπίτι, μέχρι που παντρεύτηκα, και μετά από κάποια χρόνια πήγα στη Θέρμη, όπου ζω μέχρι σήμερα. Το 2000… το 1998 αγοράσαμε σπίτι στη Θέρμη με τη γυναίκα μου, και μέχρι τώρα, σήμερα, είμαι στη Θέρμη, που είμαι 66 χρονών.
Όσον αφορά με τον αδελφό σου σε αυτήν τη μικρή ηλικία –εγώ ξαναγυρνάω λίγο πίσω, θα τα πούμε όλα–, θυμάστε να μαλώνετε καθόλου;
Μαλώναμε, σας είπα, μαλώναμε συχνά. Μαλώναμε σαν παιδιά, μικρά παιδιά, σαν μικρά παιδιά, όχι... Ο αδελφός μου μετά έφυγε από το σπίτι, σε πιο μεγάλη ηλικία φυσικά, όχι... Εμείς μαλώναμε μικροί, έφυγε στην ηλικία των… Ήτανε πιο τολμηρός από μένα, νοίκιασε σπίτι στα 17 του. Με μια κοπέλα; Στα 18 του; Εγώ έμενα με τους γονείς.
Μιλούσατε τούρκικα πια;
Όχι, δεν μιλούσα, τα 'χα ξεχάσει. Δεν μιλούσαμε τούρκικα. [00:20:00]Τα είχα ξεχάσει σε αυτήν την ηλικία. Θυμάμαι, δεν... Καταλάβαινα πάνω κάτω τι λέγανε, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω, τα είχα ξεχάσει. Δεν έκανα χρήση και τα είχα ξεχάσει.
Συνεχίζουμε από εκεί που είχαμε μείνει με τα παιδικά σας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Και είχαμε... Σας είχα ρωτήσει για τον αδελφό σας, τη σχέση σας, αν μαλώνατε, πώς τον λέγανε...
Το λέγανε Χριστόφορο. Ο Χριστόφορος κι εγώ. Ο Σταύρος... Καβγάδες κάναμε, σε είπα, σαν παιδιά κάναμε καβγάδες. Μας μάλωνε ο μπαμπάς. Ένα περιστατικό, μία φορά ήμασταν παιδιά, 13 χρονών; 14; 12; Ξεχάσαμε να γυρίσουμε στο σπίτι, ήμασταν έξω, ήταν αργά, νύχτα. Θυμάμαι κάναμε βόλτες εκεί στο σινεμά, την «Αίγλη», και ξεχαστήκαμε να γυρίσουμε κι ανησυχήσανε, και όλη η οικογένεια, τα ξαδέλφια μου βγήκαν και μας ψάχνανε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, επάνω, Αγίου Δημητρίου, εκεί. Μας βρήκε κάποια στιγμή ο Ηλίας, ο ξάδελφός μου, και μας πήγε σπίτι. Έλεγε: «Ο μπαμπάς σας είναι μες στα νεύρα του». Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν ανέβαινα τις σκάλες της πολυκατοικίας, τον είδα, είχε τα χέρια του από πίσω με ένα σίδερο ψιλό, σαν βίτσα αλλά σίδερο, και μας άρχισε στα πόδια. Μετά μας έκλεισε στην τουαλέτα για μια ώρα με σβηστό το φως, το θυμάμαι αυτό. Αυτά με έχουνε μείνει όμως, ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, πέρα από αυτά, ήθελε να 'μαστε, να γίνουμε καλοί άνθρωποι. Εκείνα τα χρόνια επικρατούσε αυτό, αυτός ο νόμος, του ξύλου. Αυτό έχω να πω. Αυτήν τη φορά με χτύπησε, και άλλη μία φορά έφαγα ξύλο, γιατί στην Κωνσταντινούπολη βρήκα στο διάλειμμα κάτω μία λίρα –η λίρα είναι το νόμισμα της της Τουρκίας–, με την οποία έπαιρνες, ας πούμε, τέσσερα κουλούρια. Αγόρασα κουλούρια και τα πήγα σπίτι. Με λέει ο πατέρας μου… πήγα δεν ήτανε, λέει η μάνα μου: «Θα το πω στον μπαμπά». Με λέει... ήρθε ο πατέρας μου, με λέει: «Τι είναι αυτά τα κουλούρια; Πού τα βρήκες τα λεφτά;». Λέω: «Μπαμπά, το βρήκα κάτω». «Το βρήκες κάτω; Δεν είναι δικό σου, η λίρα, πρέπει να την πας στη δασκάλα», και μ' άρχισε στο ξύλο. Αυτές τις δυο φορές έφαγα ξύλο απ' τον πατέρα μου και μ' έχουνε μείνει. Πιστεύω ότι μ' έχουνε κάνει καλό. Αυτά.
Θυμάστε να μας περιγράψετε τη Θεσσαλονίκη τότε, ή διαφορές που μπορεί να νιώθετε με το τώρα ότι υπάρχουν;
Τότε η Θεσσαλονίκη, το '64, '65, '66, ήτανε εντελώς διαφορετική τώρα. Καλντερίμια ήτανε οι πιο πολλοί δρόμοι, πιο στενοί. Πιστεύω ότι ήτανε πιο αγνοί οι άνθρωποι, δεν είναι όπως τώρα. Παιδιά ήμασταν τώρα, δεν θυμάμαι. Και πιο ύστερα... Αναπολώ εκείνη τη Θεσσαλονίκη, την αναπολώ, έχω μνήμες από πολλά πράγματα. Από βόλτες, τι να σε πω! Τα παιδικά μου χρόνια, μέχρι και 20 χρονών, αναπολώ πολλά πράγματα. Δεν είναι σαν τη σημερινή τη Θεσσαλονίκη. Πιο αθώα χρόνια, πιο ωραία.
Σαν ψυχαγωγία τι κάνατε εκεί στα εφηβικά σας χρόνια;
Κάναμε βόλτες, πηγαίναμε ταβέρνες, πηγαίναμε στα Κάστρα, θυμάμαι, πηγαίναμε στον «Μίμη», υπήρχε μια ταβέρνα με τραγουδιστές στη Σαλαμίνα, ο «Μίμης» ήτανε. Εκεί πήγαινα με τους φίλους μου, μέχρι τα 20 μου χρόνια, και πιο ύστερα. Σινεμά πηγαίναμε σχεδόν μέρα παρά μέρα. Τώρα δεν πάω καθόλου σινεμά, έχω να πάω τριάντα χρόνια. Τότε πήγαινα μέρα παρά μέρα σινεμά, σε κινηματογράφο. Αυτά ήταν. Πηγαίναμε σε καμία ντισκοτέκ. Αυτά, δεν κάναμε τίποτα άλλο. Στο γήπεδο πηγαίναμε. Πήγαινα στον ΠΑΟΚ, που τον αγαπούσα και τον αγαπώ ακόμα. Προσφυγικό σωματείο, γι' αυτό. Αυτά, δεν κάναμε τίποτα άλλο. Αυτές ήταν οι ασχολίες μας. Σχολείο δεν ήμουν και πολύ καλός μαθητής, με τα γράμματα δεν τα πήγαινα πολύ καλά, γι' αυτό και πήγα στη δουλειά του πατέρα μου. Έβγαλα το εξατάξιο γυμνάσιο, και μετά πήγα στη δουλειά. Αυτά, δεν έχω… Συγκεκριμένα πράγματα, τι να πω; Τώρα ιστορίες από Θεσσαλονίκη πολλές και διάφορες, τι να σε πω...
Το σχολείο ήτανε αρρένων;
Τότε ήτανε… όταν πήγαινα εγώ, που τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο, ήτανε μόνο αγόρια και μόνο κορίτσια άλλα σχολεία, δεν ήτανε μεικτά. Και δεν υπήρχε λύκειο, υπήρχε εξατάξιο γυμνάσιο. Εγώ το 'βγαλα το εξατάξιο γυμνάσιο, το τελείωσα τη σχολική χρονιά 1974-1975. Πήγαινα στο 3ο Γυμνάσιο Αρρένων, το οποίο το είχανε γκρεμίσει τότε, όταν μπήκα στο γυμνάσιο εγώ πρώτη γυμνασίου, και κάναμε μαθήματα στα υπόγεια της ΧΑΝΘ, που ήτανε κάτω στην παραλία, εκεί στου Ξαρχάκου στις καφετέριες του Ξαρχάκου. Εκεί τελείωσα. Στην τελευταία τάξη μόνο, στην έκτη γυμνασίου, ήταν έτοιμο το γυμνάσιό μας, και ξαναπήγαμε στην Αγίου Δημητρίου στο γυμνάσιο αυτό –εκεί, Κασσάνδρου–, όταν είχε γίνει καινούργιο, το 1974. Με τη μεταπολίτευση, θυμάμαι. Είχε πέσει η χούντα και ήρθε η μεταπολίτευση. Τότε ξεκίνησε το καινούργιο γυμνάσιο μας, το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων, το ένδοξο γυμνάσιο. Εκεί έβγαλα όλες τις τάξεις, και τις έξι. Θυμάμαι και τους δασκάλους μου και τα παιδιά, τους συμμαθητές μου, ωραία χρόνια, πολύ ωραία χρόνια, αξέχαστα, αξέχαστα χρόνια. Εκδρομή που πήγαμε στην Κρήτη, εξαήμερη εκδρομή πήγαμε στην Κρήτη, στα Χανιά, στο Ηράκλειο, στο φαράγγι της Σαμαριάς, στο Βάι. Αυτά έχω να πω, τι άλλο να σου πω;
Πώς ήτανε το σχολείο; Ήτανε αυστηροί οι δάσκαλοι;
Ήταν πιο αυστηρά. Ειδικά θυμάμαι τις πρώτες χρονιές κάτω στη ΧΑΝΘ, στα υπόγεια, όσοι είχανε μαλλιά… Είχαμε ένα γυμνασιάρχη, τον Κοντογιαννόπουλο, μας έβαζε στη γραμμή το πρωί πριν μπούμε μέσα, είχε στα χέρια του δυο ψαλίδια και μας έκοβε τα μαλλιά, μας έκανε σημάδι, για να πάμε να κουρευτούμε. Όποιος είχε ζώνες εξεζητημένες, πολύχρωμες, τις έβγαζε. Δεν έπρεπε να φοράνε μπλουτζίν, απαγορευότανε. Ήταν αυστηρά τότε τα πράγματα, δεν είναι όπως είναι σήμερα, με τα μαλλιά μακριά και με σκουλαρίκια και με τατουάζ και μ' αυτά. Δεν υπήρχαν τότε. Εντελώς αλλά χρόνια. Πιο ωραία χρόνια, για μένα.
Είχατε στολή στο σχολείο;
Όχι, όχι, δεν είχαμε στολή. Τα κορίτσια μόνο φορούσαν στολή, πόδια μπλε, μπλε ποδιά φορούσαν τα κορίτσια, εμείς όχι. Εμείς δεν είχαμε στολή. Εντάξει, για μένα πιο ωραία… μπορεί να 'τανε… πιο ωραία χρόνια ήτανε τότε. Εντάξει, μπορεί να 'τανε πιο καταπιεστικά; Καταπιεστικά, αλλά εμένα έτσι μ' αρέσανε, έτσι μεγάλωσα.
Μιας και είπατε τη μεταπολίτευση, θυμάστε καθόλου εκείνα τα χρόνια τι επικρατούσε;
Στη χούντα τώρα... Εγώ στη χούντα ήμουνα πέμπτη γυμνασίου, έκτη γυμνασίου στο τέλος, το '74, το καλοκαίρι δηλαδή. Ήμουνα, αν θυμάμαι, στην πέμπτη γυμνασίου, κάναμε τάχα με το μυαλό μας αγώνα, μαζευτήκαμε έξι εφτά παιδιά, οχτώ, και πήγαμε στο Σέιχ Σου και μιλούσαμε συνωμοτικά κατά της χούντας, θυμάμαι. Μετά, έπεσε η χούντα, ήρθε η μεταπολίτευση, κάνανε δημοψήφισμα, θυμάμαι, για την αβασίλευτο δημοκρατία ή βασιλευόμενη, θυμάμαι, έκανα αφισοκόλληση δυο τρεις μέρες υπέρ της αβασίλευτου δημοκρατίας, αυτό το θυμάμαι. Με κάτι παιδιά. Κάναμε αγώνα. Αυτά θυμάμαι να σου πω, τι άλλο; Δεν θυμάμαι άλλο τίποτα. Ήμασταν... δημοκρατικοί πολίτες λεγόμασταν, αριστερών φρονημάτων, όσο μπορούσαμε να λεγόμαστε τότε με το μυαλό μας. Τέλος πάντων.
Η αδελφή σας είχε γεννηθεί;
Η αδελφή μου γεννήθηκε το 1971. Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο που γέννησε η μητέρα μου, θυμάμαι, ήμασταν με τα κουστούμια, και εμένα με περάσαν για τον μπαμπά της. Νομίσανε ήμουν ο μεγάλος, όταν είπα ότι είμαστε αδέλφια –ήμουνα 15,5 χρονών, πόσο ήμουνα–, νομίσαν ότι είμαι ο μπαμπάς της, αυτό θυμάμαι. Η Πηνελόπη, η αδελφή μου, τη μεγαλώσαμε εμείς με τον Ρούλη. Ήτανε μικρούλα. Τώρα η Πηνελόπη έχει δυο παιδιά μεγάλα, είναι δασκάλα σε σχολείο του Λαγκαδά.
Θυμάστε τα καλοκαίρια, ας πούμε, τι κάνατε;
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε διακοπές, μας πήγαινε ο μπαμπάς, νοίκιαζε σπίτι δυόμιση μήνες. Είχαμε και του πουλιού το γάλα. Περάσαμε ωραία χρόνια τότε. δυόμιση μήνες διακοπές κάναμε. Πράγμα που δεν τα κάναν άλλα παιδιά. Με φαγητά έξω, με ταβέρνες, με τους γονείς, με το χαρτζιλίκι μας… Τότε πήγαινε καλά το μαγαζί, είχε ο πατέρας μου λεφτά και… [00:30:00]Ωραία χρόνια, αξέχαστα χρόνια, θα μου μείνουνε. Από τότε έχω να κάνω διακοπές τέτοιες. Δυόμιση μήνες διακοπές δεν έκανε κανείς. Όταν ερχόταν ο Σεπτέμβριος που γυρνούσαμε, ήμουνα μες στη χαρά μου, γιατί θα γυρνούσα πάλι στη Θεσσαλονίκη. Διακοπές κάναμε, ξεκινήσαμε από την Ασπροβάλτα, Σταυρό, πήγαμε στα Πλάγια μετά, στα Νέα Πλάγια στη Χαλκιδική, και Καλλικράτεια στο τέλος, τα τελευταία χρόνια ήμασταν στην Καλλικράτεια. Όταν έγινε επιστράτευση το '74, με την Κύπρο, με τα γεγονότα της Κύπρου, στο τέλος της χούντας, θυμάμαι, ήταν Ιούλιος, ήμασταν στην Καλλικράτεια. το θυμάμαι σαν σήμερα αυτό, δεν θα το ξεχάσω
Και σε όλο αυτό το διάστημα εκεί, μέχρι το '74, δεν επιστρέψατε ξανά Κωνσταντινούπολη;
Όχι, δεν πήγα ποτέ Κωνσταντινούπολη. Απ' το '64 και μετά που γύρισα, δεν πήγα ποτέ, ούτε θέλω να πάω, γιατί άμα πάω εκεί, πιστεύω ότι θα πεθάνω απ' τη συγκίνηση. Δεν ξέρω, είμαι πολύ συναισθηματικός και με το παρελθόν και θα αισθανθώ πολύ… Δεν θέλω να πάω. Θα πήγαινα στο Μπαλουκλί να βρω τα μνήματα του παππού, της γιαγιάς και την αδελφή του πατέρα μου, την Πηνελόπη, η οποία πέθανε 20 χρονών. Δεν τους γνώρισα, μόνο τη γιαγιά γνώρισα. Αυτοί είχανε πεθάνει νέοι. Η αδελφή του πατέρα μου πέθανε 20 χρονών, η Πηνελόπη. Είναι στο Μπαλουκλί, στα μνήματα. Δεν έχω πάει ποτέ, ούτε πιστεύω θα πάω γιατί άμα πάω θα πεθάνω κιόλας εκεί. Έχω... Δεν θέλω, συγκινούμαι πολύ μόνο που το σκέφτομαι.
Ναι. Η μητέρα σας ασχολούτανε… δούλευε;
Όχι, η μητέρα μου δεν δούλευε. Μεγάλωνε εμάς, ήταν η γυναίκα του σπιτιού. Τότε οι γυναίκες δεν δουλεύανε, οι παλιές γυναίκες δεν δουλεύανε, δουλεύουνε μόνο οι άντρες. Ορισμένες, εντάξει, κάποιες ελάχιστες δουλεύανε. Ήταν η γυναίκα του σπιτιού, η καλύτερη μαγείρισσα, η πιο καθαρή, τέλειο σπίτι. Η καλύτερη μανούλα του κόσμου ήταν για μένα. Και ο πατέρας μου. Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου.
Κάνατε πράγματα όλοι μαζί, θα βγαίνατε, ας πούμε, οικογενειακά;
Βγαίναμε, πιο πολύ τα καλοκαίρια που σε είπα, σε ταβέρνες που πηγαίναμε εκεί στο Σταυρό, στην Καλλικράτεια, θυμάμαι, και στη Θεσσαλονίκη, όχι. Μετά όταν γίναμε 18 χρονών και μετά, μόνοι μας βγαίναμε, δεν βγαίναμε οικογενειακώς, δεν έβγαινα με τον μπαμπά και τη μαμά, όχι. Δεν θυμάμαι να 'βγαινα. Ούτε με τον αδελφό έβγαινα, ο καθένας είχε δικές του παρέες. Εγώ είχα δικές μου, ο αδερφός μου είχε δικές του. Ναι.
Η υπόλοιπη οικογένεια, εννοώ, συγγενείς της μητέρας σας που είπατε, ήτανε Θεσσαλονίκη;
Θεσσαλονίκη ήταν, ναι. Τα αδέλφια του πατέρα μου είχαν έρθει και αυτοί μετά. Μετά το '65 που ήρθε ο πατέρας μου, πιο ύστερα. Ήταν όλοι στην Αθήνα. Ο θείο Νίκος, η θεία Μαριάνθη, η οποία ήταν και η νουνά μου, και ο θείο Βασίλης. Ο θείο Βασίλης πέθανε σχετικά νέος. Αυτά ήταν τα αδέλφια του πατέρα μου. Τα αδέλφια της μητέρας μου ζούσανε, η μία αδελφή η μεγάλη ζούσε στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, η δεύτερη ζούσε στην Αθήνα και τα αγόρια τα δύο, ο Γιάννης και ο Κοσμάς, μένανε Θεσσαλονίκη μαζί με τη μητέρα μου. Αυτοί ήτανε οι θείοι μου όλοι. Ο Κοσμάς, ο Γιάννης και η μητέρα μου. Πέντε αδέλφια ήτανε της μητέρας μου και τέσσερα αδέλφια ήταν του πατέρα μου. Συν μία αδελφή μου πέθανε 20 χρονών, του πατέρα μου. Ήταν πέντε και αυτοί, αλλά πέθανε 20 χρονών, νέα πέθανε. Αυτά.
Από τι πέθανε;
Από μια αρρώστια, θα σε γελάσω. Δεν το ξέρω καλά αυτό. Δεν το θυμάμαι μάλλον. Δεν το ξέρω καλά. Όχι καρκίνο πάντως.
Και πάμε, αν θέλετε, στο μαγαζί του πατέρα σας. Το ανοίγει λοιπόν...
Στο μαγαζί του πατέρα μου πήγα μόλις τελείωσα το γυμνάσιο.
Πιο πριν πηγαίνατε, θα τον βοηθούσατε;
Πήγαινα, όχι, πήγαινα για βόλτα, όχι ότι έκανα… Είχε τρεις υπαλλήλους. Μετά πήγα εγώ. Εγώ πήγα το '77. Πήγα δύο χρόνια λογιστικά, τα οποία πήγαινα για πλάκα. Το '77 πήγα. Αρχές του '77 με κόλλησε, έβαλα το πρώτο ένσημο, στο μαγαζί. '77. '86 πέθανε ο πατέρας μου, και συνέχισα μέχρι το 2014, όπως σας είπα πριν, στο μαγαζί. Μόνος μου εγώ την πάλεψα τη δουλειά, εντάξει. Διακοπές δεν πήγαινα ποτέ, γιατί ήτανε χρωματοπωλείο και το καλοκαίρι έχουν δουλειά οι μπογιατζήδες. Με τα παιδιά μου, τα δύο κορίτσια μου, και τη γυναίκα μου, πηγαίνανε... τις έστελνα καμιά βδομάδα διακοπές. Εγώ πήγαινα... Ή μια εβδομάδα ή δυο εβδομάδες, κι εγώ πήγαινα κάνα Σαββατοκύριακο και τις έβλεπα. Εδώ κοντά δηλαδή. Στη Βεργιά Χαλκιδικής, στη Χανιώτη πήγαμε μια φορά. Αυτά τα ολίγα.
Ενότητα 3
Αναμνήσεις από τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '80, η νυχτερινή ζωή και οι παρέες
00:35:35 - 00:44:24
Θυμάστε καθόλου τη δεκαετία του '80 πώς ήτανε, βγαίνατε σε μαγαζιά;
Τη δεκαετία του '80 βγαίναμε. Σε ταβέρνες πήγαινα εγώ πολύ συχνά, τρεις φορές την εβδομάδα, με τους φίλους μου. Στα μπουζούκια πηγαίναμε. Ειδικά μετά τα χρόνια που ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ήτανε τα χρόνια του γλεντιού. Φαγοπότι, γλέντι. Γι' αυτό υποφέρουμε σήμερα φυσικά, γιατί εκείνα χρόνια… αλλά ήταν ωραία χρόνια. Σχεδόν κάθε μέρα ήμασταν έξω, στα μπαράκια, στις ταβέρνες, στα μπουζούκια. Πολύ ωραία. Περνούσαμε πολύ ωραία. Αυτά. Εκεί γνώρισα τότε εκείνη την εποχή, το '79, και την πρώτη μου γυναίκα με την οποία παντρεύτηκα το '81, και χώρισα το '85. Και μετά, πάλι συνέχιζα, μέχρι που παντρεύτηκα το '90 για δεύτερη φορά με τη γυναίκα μου την Λίτσα και κάναμε δυο παιδιά, δυο κορίτσια, την Τριανταφυλλιά και την Ευδοκία. Να 'ναι καλά να με θυμούνται.
Θυμάστε καθόλου…; Θα 'θέλα πολύ να ακούσω για τα μπουζούκια τότε, πώς ήταν το βράδυ, γιατί είναι κάτι που δεν το έχουμε ζήσει;
Μέχρι το πρωί, μπουζούκια μέχρι το πρωί. Απ' τα μπουζούκια κατευθείαν πήγαινα στο μαγαζί και άνοιγα το μαγαζί, πολλές φορές, όχι πάντα. Τελείωναν τα μπουζούκια το πρωί και πήγαινα κατευθείαν στο μαγαζί και άνοιγα και δούλευα. Γεμάτα ήταν τα μαγαζιά, τι να σου πω τώρα, ιστορίες πολλές, ιστορίες, ατελείωτες ιστορίες.
Τι ονόματα ήτανε, θυμάστε; Τραγουδιστές, τραγουδίστριες;
Πώς δεν θυμάμαι! Ήτανε, τα μαγαζιά ήτανε το «Αριγκάτο» που πηγαίναμε, οι «Αναμνήσεις», πλάι στο «Αριγκάτο». Ο «Υδροχόος» πιο πλάι. Πηγαίναμε στον «Ρωμαίο» στην Ηλιούπολη, στην «Καλύβα», επίσης εκεί στο «Αγνό». Πηγαίναμε, τώρα ξεχνάω. Πηγαίναμε στον «Ζυγό». Ο «Ζυγός» ήταν εκεί στη γέφυρα του…. στην οδό Λαγκαδά. Στον «Ζυγό». Πλάι ήτανε τα ποντιακά, στα οποία δεν πήγα ποτέ. Ήτανε γεμάτα. Η «Λεμόνα», ήταν η «Λεμόνα». Πού αλλού πηγαίναμε; Στο «Στορκ», κάτω στην Αρετσού, στο «Στορκ». Τραγουδιστές ήταν οι τοπικοί. Ήταν ο Καρράς, τότε άγνωστος, ο Πασχάλης Τερζής, άγνωστοι τότε, τώρα είναι φίρμες. Η Μαριάνθη, η Μαριάννα Καρρά, η Μαριάνθη Κεφάλα. Ο Λεωνίδας ο… ξεχνάω κιόλας, είχε φωνή σαν τον Καζαντζίδη. Ξεχνάω τώρα, ζητώ συγγνώμη. Και άλλοι τραγουδιστές πολλοί, τώρα μου διαφεύγουν πολλά ονόματα. Αυτά. Επίσης, μια και μιλάμε για τα μπουζούκια, για τραγουδιστές, φίλος μου ήταν ο Γιώργος ο Κυνηγόπουλος. Και πριν, για τον τραγουδιστή που ξέχασα, ήταν ο Λεωνίδας ο Βελής, που θυμάμαι. Και άλλοι πολλοί τραγουδιστές ήτανε. Με διαφεύγουν πολλοί. Τότε, οι παλιοί τραγουδιστές. Επίσης, πηγαίναμε συχνά στα Κάστρα πάνω, στην ταβέρνα στον «Καφετζίδη», στον «Χιώτη» πηγαίναμε, στον «Καφετζίδη», στη «Δόμνα»... Στον «Καφετζίδη» πήγαινα πολύ συχνά, την είχε ο Γιώργος μαζί με τον Λευτέρη τον αδελφό του. Ο Γιώργος, που ήτανε ο μεγάλος ο Καφετζίδης, ο Τζότζος, πέθανε το 2017 – ας είναι καλά εκεί που πήγε. Θυμάμαι, πέρασα αξέχαστες βραδιές στον «Καφετζίδη». Παίζανε έξω οι μουσικοί, ερχότανε και διάσημοι. Μέχρι το πρωί καθόμασταν. Ωραία χρόνια, αξέχαστα, κι απ' τα Κάστρα. Πέρα απ' τον «Μίμη» που πήγαινα στην ταβέρνα, μεγάλη, με μουσική, που σας, είπα στη Σαλαμίνα. Και αλλού. Αλλού πού πηγαίναμε; Και σε πολλές ταβέρνες. Και στην Κρήνη πηγαίναμε σε ταβέρνες. [00:40:00]Αλλά τα χρόνια μου τα καλά τα πέρασα πάνω στα Κάστρα. Στον «Χιώτη», στον «Χιώτη» πηγαίναμε συχνά. Μόλις μπαίναμε από την Πορτάρα, ήτανε δεξιά. Ωραία χρόνια, αυτά είχα να πω. Πήγαινα, είχα φίλους πολλούς και απ' το σχολείο και γενικά είχα φίλους πολλούς που πηγαίναμε μαζί. Ποιους να πρωτοθυμηθώ τώρα; Μετά συχνάζαμε στην καφετέρια του «Ελιζέ» οι παοκτσήδες. Πηγαίναμε και εκεί. Στέκι μας ήτανε το «Ελιζέ», με πολλά παιδιά, πολύ κόσμο, με παράγοντες. Οι πιο πολλοί έχουν πεθάνει τώρα, οι παράγοντες εννοώ, εμείς ήμασταν πιο μικροί, του ΠΑΟΚ, φίλοι του ΠΑΟΚ, είχε και φίλους του Άρη. Ο Γιάννης Ιωαννίδης ερχόταν και καθόταν μαζί μας, ο προπονητής του μπάσκετ. Καθόταν μέχρι το πρωί μαζί μας και μιλούσε με τους παοκτσήδες. Φίλοι μου ήταν ο Τάκης «ο πατωματάς», ο Στέλιος, ο Λεωνίδας, ο Τάκης ο Διδασκάλου, που έφτιαχνε σαλόνια. Πολλά παιδιά θυμάμαι, τι να θυμηθώ τώρα, τι να πρωτοθυμηθώ! Τον Πανάγο, τον Παπαγιαννίδη. Μετά είχα γνωρίσει... Τον φίλο μου τον Χάρη, πέθανε κι αυτός νέος, το 2000 πέθανε. Το 2000 πέθανε, εκεί κοντά. Πόσα και πόσα παιδιά πεθάνανε! Θα μου μείνουν αξέχαστα στη ζωή μου. Έχω περάσει πολλά πράγματα μαζί τους. Με τον Χάρη πηγαίναμε σε μπαράκια. Με τον Τάκη «τον πατωματά», πόσα ξενύχτια στον «Καφετζίδη» επάνω! Επίσης θέλω να πω ότι εγώ δεν πήγα φαντάρος. Όλοι μου οι φίλοι ήτανε φαντάροι ένα διάστημα. Εγώ δεν πήγα, επειδή ήμουνα… είχα τουρκική υπηκοότητα. Θα πήγαινα, με έστειλε ο πατέρας μου να πάω, αλλά με είπανε ότι θα χάσουμε τα δικαιώματά μας στην Κωνσταντινούπολη, γι' αυτό θέλουμε κάποιους να μείνουν με τούρκικη υπηκοότητα. Γι' αυτό κι εγώ το βρήκα ευκαιρία και δεν πήγα δηλαδή. Και δεν πήγα φαντάρος. Το κρατούσα φυσικά αυτό μετά σαν ένα άσχημο πράγμα, αλλά, εντάξει, αφού έτσι ήθελε το κράτος, έτσι έκανα. Και όλοι οι φίλοι μου ήταν τότε φαντάροι εκείνη την εποχή, το '76 με '78 που απολυθήκανε. Τότε ήτανε είκοσι οχτώ μήνες ο στρατός. Εγώ ήμουνα εδώ, τους περίμενα. Μόλις ερχόταν, πηγαίναμε ταβέρνες, πηγαίναμε σινεμά. Θα μου μείνουν αυτά τα χρόνια, αξέχαστα. Ωραία χρόνια. Επίσης, φίλη μου –φίλη θηλυκό εννοώ– ήταν η Ελισάβετ η Ναζλίδου, η ηθοποιός, μαζί με την Άννα την Παχτίτη, επίσης ηθοποιός, κάναμε παρέα. Η Έλλη, η Ελισάβετ πέθανε του 2019, μαζί με τη μητέρα μου, την ίδια εποχή, τον Αύγουστο. Καλή μου φίλη ήταν. Αυτή είχε κατέβει στην Αθήνα ηθοποιός, γνωστή ηθοποιός είχε γίνει, έπαιζε και στην τηλεόραση, σε πολλές σειρές. Την αναφέρω και αυτήνα γιατί ήταν μες στη ζωή μου κι αυτή. Έκανα παρέα μαζί της, φίλοι κανονικοί, όχι... Δεν είχαμε... όχι σαν σχέση. Φίλοι, φιλαράκια. Καλή ηθοποιός. Και η Άννα καλή ηθοποιός. Τώρα τι άλλο να πω; Αυτά.
Να ρωτήσω κάτι, μιας και είπατε πριν για την τούρκικη υπηκοότητα. Επειδή δεν το ρώτησα. Όταν φύγατε, το σπίτι σας εκεί και όλη η περιουσία που είχατε–
Το σπίτι μας, δεν είχαμε σπίτι δικό μας, νοικιάζαμε. Νοικιάζαμε, που σου είπα, στην Πλατεία Ταξίμ. Ο πατέρας μου ήτανε Φαναριώτης απ' το Φανάρι. Την επιχείρησή του την άφησε στον αδελφό του, σας είπα, την άφησε στον αδελφό του και γύρισε εδώ.
Δεν είχατε κάποια άλλη επαφή μαζί;
Δεν ξέρω τι γίνανε, αν είχε ο παππούς μου εκεί που δεν τον γνώρισα. Ο παππου-Σταύρος, αν είχε κάποια περιουσία, δεν ξέρω τι γίνανε, αυτό το σπίτι, αν είχαν κάποιο σπίτι ή αν το πήραν κάποια απ' τα αδέλφια του πατέρα μου τα μεγάλα, δεν το ξέρω. Δεν το γνωρίζω αυτό.
Ενότητα 4
Η ενημέρωση, ο ΠΑΟΚ, η επιχείρηση του πατέρα και οι οικογενειακές σχέσεις
00:44:24 - 00:57:32
Ναι. Ωραία. Οπότε γυρνάμε πάλι εκεί, είμαστε στη δεκαετία του '80 περίπου, που βγαίνετε, με–
Στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη που είπατε, ναι. Πώς ενημερωνόσασταν τότε για τα νέα της ημέρας;
Τηλεόραση πολύ δεν έβλεπα εγώ, αλλά αγόραζα εφημερίδα, είχα μάθει απ' τον πατέρα μου, κάθε μέρα αγόραζα εφημερίδα. Παίρναμε τη «Θεσσαλονίκη» τότε την εφημερίδα, του Βελλίδη. Απ' αυτό… Βλέπαμε... Τηλεόραση δεν έβλεπα εγώ, τα νέα τα μαθαίναμε από την εφημερίδα πιο πολύ. Δεν είχαμε τότε ούτε ίντερνετ ούτε τίποτα από αυτά. Δεν υπήρχαν τέτοια. Από κει μαθαίναμε τα νέα γενικά. Και απ' το ραδιόφωνο. Άκουγα λίγο ραδιόφωνο, άκουγα ραδιόφωνο. Πιο πολύ μουσική. Από την εφημερίδα βασικά μάθαινα τα νέα. Ναι.
Τηλεόραση πότε πήρατε στο σπίτι;
Τηλεόραση πήραμε στο σπίτι το 1967, ασπρόμαυρη τηλεόραση αγόρασε ο πατέρας μου τότε. Τότε πηγαίνανε… Δεν είχανε τηλεοράσεις όλοι, πηγαίνανε σε άλλα σπίτια να δούνε την «Μπονάτσα», ας πούμε, τη σειρά, μια σειρά, «Μπονάτσα» λεγότανε. Πήγαιναν... Ή τον «Άγνωστο Πόλεμο», ένα ελληνικό –ήταν πιο ύστερα το...;– ήταν λίγο πιο ύστερα. Πηγαίναν στ' άλλα σπίτια, ο κόσμος πήγαινε... Τηλεοράσεις δεν είχανε όλοι, οι προνομιούχοι είχανε τηλεοράσεις. Εγώ θυμάμαι τηλεόραση είχε αγοράσει πιο μπροστά ένας συμμαθητής μου απ' το δημοτικό, ο Αράπογλου, ο Τάσος – πέθανε αυτό το παιδί, έχει χρόνια. Πηγαίναμε σπίτι του και βλέπαμε την «Μπονάτσα». Καθότανε κάπου στην Αγίου Δημητρίου. Αράπογλου Τάσος. Είχε άλλα δύο αδέλφια, αγόρια. Το θυμάμαι κι αυτό. Με ανάμνηση θυμάμαι τον Τάσο. Επίσης θέλω να αναφέρω, δεν μπορώ να βρω αυτή την κοπέλα που πήγαινα στο δημοτικό μαζί, με έμαθε πολλά πράγματα στη δευτέρα, στην τρίτη δημοτικού. Μια Μαρία Γαζή. Μαζί μεγαλώσαμε. Με έχει μείνει το μυαλό της. Έψαξα να τη βρω, δεν μπόρεσα να τη βρω πουθενά. Τη θυμάμαι. Την αναφέρω κι αυτήν την κοπέλα. Καθότανε Κασσάνδρου με Αισχύλου. Έμενε με τη μαμά της, δεν είχε μπαμπά, αν θυμάμαι καλά. Το θυμάμαι κι αυτό. Αυτήν την κοπέλα πολλές φορές την έχω στο μυαλό μου, θέλω να τη συναντήσω, δεν τη συνάντησα μέχρι τώρα που είμαι 66 χρονών. Δεν πιστεύω. Πού να την συναντήσω; Το αναφέρω και αυτό σαν μια ανάμνηση καλή. Ναι.
Σαν χόμπι θυμάστε, ή τι μπορεί να είχατε;
Χόμπι είχα το ποδόσφαιρο, τον ΠΑΟΚ. Δεν είχαμε άλλα χόμπι. Ξενύχτια πολλά. Ξενύχτια, μπαράκια πιο ύστερα, και πιο νέοι. Στο γήπεδο, στην Τούμπα, με τον ΠΑΟΚ. Και καμιά εκδρομή κάναμε με τον ΠΑΟΚ.
Ταξιδεύατε γενικά, σας άρεσε;
Όχι πολύ. Δεν έλειψα πολύ απ' τη Θεσσαλονίκη. Που την έχω ζήσει, την έχω τη Θεσσαλονίκη… είναι αγάπη μου μεγάλη. Μία μέρα να έλειπα και να γυρνούσα, όταν γυρνούσα το απόγευμα ήμουν μες στη χαρά μου όταν έμπαινα μες στην πόλη. Πολλή, έχω πολλή αγάπη για τη Θεσσαλονίκη. Και έχω εκατοντάδες βιβλία για τη Θεσσαλονίκη. Όλη η βιβλιοθήκη μου είναι για τη Θεσσαλονίκη, και για την Κωνσταντινούπολη φυσικά. Τις ταυτίζω αυτές τις δυο πόλεις, τις έχω μες στην ψυχή μου. Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη, τις έχω ίδιες πόλεις. Με πολλή αγάπη τις έχω και τις δύο. Φυσικά τη Θεσσαλονίκη την ξέρω καλά, που την έζησα. Δούλεψα και ταξί κάνα δυο χρόνια, τρία, και την ξέρω καλά τη Θεσσαλονίκη. Όλα. Και τα περίχωρα και τα πάντα. Τη γνωρίζω και την αγαπώ πολύ. Τώρα λείπω, είμαι στη Θέρμη, 10 χιλιόμετρα, και μου λείπει, δεν κατεβαίνω τώρα συχνά κάτω, και λόγω του κορονοϊού δεν κατεβαίνω και μου έχει λείψει η Θεσσαλονίκη πολύ. Πολύ την αγαπάω. Έχω πολλή αγάπη. Γενικά πιστεύω ότι οι Θεσσαλονικείς αγαπάνε πολύ την πόλη τους, πιο πολύ από όλους τους άλλους στην Ελλάδα. Είναι μεγάλη αγάπη η Θεσσαλονίκη. Αυτό.
Το μαγαζί σας πού ήτανε;
Στο κέντρο, το μαγαζί ήτανε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πατριάρχου Ιωακείμ με Σκρα. Μες στη Σκρα. Μια οδός Σκρα, μικρή. Ανεβαίνοντας από την «Εγνατία», το σινεμά, το θέατρο, για να βγούμε στην Εγνατία, τον δρόμο, στρίβεις δεξιά ένα δρομάκι που βγάζει Πρίγκιπος Νικολάου. Εκεί μέσα έβγαλα όλα μου τα χρόνια, όλα μου τα ένσημα, τα πάντα, τη ζωή μου όλη εκεί μέσα την έβγαλα. Στη Σκρα, το μαγαζί εκεί το είχαμε. Στην αρχή το είχε Πατριάρχου Ιωακείμ ο πατέρας μου, και το 1970 με '71 πήγε στη Σκρα. Μέχρι το 2014, που σταμάτησα εγώ. Σταμάτησα λόγω της κρίσης, και σε δυόμισι χρόνια βγήκα σύνταξη, μετά που έκλεισα το 2014. Το 2017 περίπου βγήκα σύνταξη. Το μαγαζί αυτό ήτανε η ζωή μου όλη, και αυτό το μαγαζί, πελάτες, φίλοι, τσιπούρα σχεδόν κάθε μέρα, ρετσίνες... [00:50:00]Ωραία χρόνια και στο μαγαζί. Γενικά η ζωή μας ήτανε το ποτό. Αλκοολικός δεν ήμουνα, αλλά έπινα. Εντάξει, πίναμε συχνά. Αγαπούσαμε το ποτό και το τσιγάρο. Αν και το έκοψα το τσιγάρο το 2000... το 2001. Έχω είκοσι ένα χρόνια τώρα που το 'κοψα. Καλά που το 'κοψα, γιατί δεν θα ζούσα αν κάπνιζα.
Καπνίζατε από μικρή ηλικία;
Καπνίζω, από 16 χρονών καπνίζω. Ακατάπαυστα, τρία πακέτα την ημέρα κάπνιζα. Καλά που το 'κοψα και… Έχω φυσικά προβλήματα πάλι υγείας, με την πίεση, με αυτά, γιατί καταχρήσεις πολλές, αλλά το 'κοψα και ησύχασα, είμαι καλά που το έκοψα και ζω. Δεν θα ζούσα.
Το ξέρανε οι γονείς σας ότι καπνίζατε από 16;
Πώς δεν το ξέρανε! Μάλιστα, η αδελφή μου ήτανε μικρή όταν το 'μαθε ο πατέρας μου και έπαιζε με την τσάντα μου του σχολείου, είχα μέσα μικρό πακέτο τσιγάρα, είχαμε τότε τον «Άσσο» δέκα τσιγάρα είχε το πακέτο που παίρναμε. Και όπως έπαιζε –ήτανε μωρό η αδελφή μου– έβγαλε το... αναποδογύρισε την τσάντα και πέσαν τα τσιγάρα και τα είδε ο πατέρας μου και η μητέρα μου, μέσα από τη σχολική τσάντα. Τότε είδε ότι καπνίζω. Στα 16 μου, 16, 17, κάπου εκεί, 16 χρονών. Και είδε ότι καπνίζω. Η αδελφή μου τα έβγαλε κατά λάθος απ' την τσάντα, ήτανε μωρό η αδελφή μου, ναι.
Δεν σας είπε κάτι; Δεν σας μάλωσε;
Τ να με πει; Όχι. Δεν με μάλωνε μετά πια. Έλεγε να μην καπνίζω. Θυμάμαι και ένα καλοκαίρι επίσης, έπινε ο πατέρας μου, ούζο έπινε, στην ταβέρνα ήμασταν, και με λέει: «Θες να δοκιμάσεις;». Δοκίμασα εγώ, ξαναδοκίμασα, ξαναδοκίμασα, μέχρι που γυρνούσε το κεφάλι μου, και πήγα σπίτι…εμετό, εμετό, εμετό... «Είδες», με λέει, «τι καλό κάνει το ούζο;». Ήμουνα παιδί τότε, ήμουνα 14 χρονών ήμουνα; 13; Αν θυμάμαι καλά. Το θυμάμαι κι αυτό χαρακτηριστικά. Στον Σταυρό ήμασταν, στον Σταυρό Θεσσαλονίκης, σε παραθεριστικό μέρος, εκεί που πηγαίναμε διακοπές. Στο «Τουριστικό», στο «Τουριστικό», ένα μέρος που είχε, ήταν ταβέρνα στον Σταυρό. Πώς πέρασαν τα χρόνια, το λέω... το 'λεγε κι ο πατέρας μου, και το λέω κι εγώ τώρα. Σαν εχθές όλα μου φαίνονται, ναι. Αυτά.
Είπατε ότι αναλάβατε τον πατέρα σας… μαλώνατε στη δουλειά;
Μαλώναμε με τον πατέρα μου, ήμασταν μετά σε πιο μεγάλη ηλικία φυσικά. Είχαμε κόντρα σαν αγόρι με μπαμπά, που πιστεύω όλα τ' αγόρια. Είχαμε πολύ κόντρα. Ό,τι έλεγε ο ένας, όχι έλεγε ο άλλος. Δεν συμφωνούσαμε σε τίποτα. Αλλά ήμασταν μαζί. Στο μαγαζί, στο σπίτι, μαζί ήμασταν.
Θυμάστε κάποιο σκηνικό που έχετε μαλώσει;
Μαλώσαμε πολλές φορές και έχω τύψεις ότι τον μίλησα άσχημα, άσχημες κουβέντες. Όταν ήμουν 20 χρονών, σε καβγάδες, και μ' έλεγε: «Θα πεθάνω και θα με ζητάς». Και όντως έβλεπα μετά ότι έχει δίκιο. Καβγάδες πολλούς κάναμε με τον πατέρα μου.
Τι ηλικία πέθανε; Πόσο ήσασταν όταν πέθανε;
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μετά, ήμουν πιο μεγάλος, ήμουν πιο μετά. Ήμουν… Το '86 πέθανε, ήμουν 30 χρονών εγώ τότε, όταν πέθανε. Και μου λείπει συνέχεια, μέχρι σήμερα, σήμερα μπορώ να πω, που δεν έκλαψα τόσο στην κηδεία του, όσο κλαίω μετά από τριάντα και τριάντα έξι χρόνια. Κλαίω πιο πολύ τώρα για τον πατέρα μου. Μου λείπει, λες και θέλω να τον δω. Πολλές φορές κλαίω. Δεν έκλαψα στην κηδεία του καθόλου. Μετά από πέντε χρόνια που πέθανε, δέκα, άρχισα και έκλαιγα για τον πατέρα μου. Μέχρι σήμερα.
Από τι πέθανε;
Απ' τις καταχρήσεις. Απ' τα τσιγάρα, τα ούζα, τα τσίπουρα, τα γλέντια... Από πνευμονικό οίδημα και καρδιά, από καρδιοπάθεια με πνευμονικό οίδημα. Τα νεφρά του στο τέλος δεν ήταν καλά. Εγώ τον πέρασα πάντως. Αυτός πέθανε 63 χρονών, εγώ έφτασα και στα 66. Ελπίζω να ζω ακόμα λίγο. Αυτά τα ολίγα.
Πώς ήτανε μετά, με τη μητέρα σας, που ήταν μόνη της με τρία παιδιά;
Εμείς είχαμε μεγαλώσει πια, εγώ ήμουνα στο μαγαζί, εντάξει, ήμουνα ο μεγάλος. Κι ο αδελφός μου, ο αδελφός μου έφυγε από το μαγαζί νωρίς, δεν ήθελε να κάτσει. Ασχολιόταν με άλλα πράγματα, έκανε άλλες δουλειές. Δεν ήθελε να κάτσει στο μαγαζί. Έβλεπε ότι... Όταν το άφησε ο πατέρας μου το μαγαζί δεν πήγαινε καλά, μετά εγώ σιγά σιγά το σήκωσα. Ο αδελφός μου έφυγε. Ο αδελφός μου έμενε αλλού, δεν έμενε… Εγώ μετά είχα παντρευτεί, το '81, έμενα μόνο με τη γυναίκα μου, και το '85 που χώρισα, ξαναγύρισα στο σπίτι, με τη μάνα μου τώρα και την αδελφή μου, την αδελφή μου την πιο μικρή, τότε πήγαινε στο γυμνάσιο η αδελφή μου, ας πούμε. Έδωσε και εξετάσεις, θυμάμαι, και πέρασε δασκάλα. Αυτό τώρα έγινε το '88; Πέρασε στο πανεπιστήμιο κάπου εκεί, αν θυμάμαι καλά. Ναι, '71... '88, πέρασε τότε, ναι, το '88. Πώς περνούσε; Η μάνα μου έπαιρνε τη σύνταξη του πατέρα μου, εγώ ήμουν στο μαγαζί, δούλευα, εντάξει, τη βγάζαμε πέρα, εντάξει. Τη βγάζαμε πέρα.
Πώς ήτανε να έχετε μια μικρότερη αδελφή δεκαπέντε χρόνια;
Την είχα μεγαλώσει. Πιο μικρή τη φρόντιζα, όταν ήταν μικρή, την πήγαινα κάτω στη ΧΑΝΘ, στις κούνιες, την έκανα βόλτες. Σε μικρή ηλικία, που ήτανε 3-4 χρονών. Μετά μεγάλωσε κι αυτή, πήγε στο πανεπιστήμιο, πιο μεγάλη, εντάξει, την έβλεπα στο σπίτι. Δεν βγαίναμε μαζί συχνά. Κενά έχω τότε από αυτήν την ηλικία, σε αυτήν την… έχω κενά με την αδελφή μου δηλαδή. Εντάξει, και αυτή είχε τις φίλες της. Αυτά θυμάμαι λίγο πολύ, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.
Τη δεύτερη γυναίκα σας, που μου είπατε, μετά, το '88, πώς τη γνωρίσατε;
Στον δρόμο τη γνώρισα, στην Τσιμισκή, θυμάμαι. Μάλλον με έναν φίλο μου βγήκαμε για ρετσίνα, τον Στέφανο, με λέει: «Έχω δύο κοπέλες, θα πάμε για ρετσίνα», και πήγαμε, κι εκεί τη γνώρισα τυχαία. Ο Στέφανος την έφερε μαζί με μια άλλη. Η Έφη και η Λίτσα, και πήγαμε στην Περαία σε μία ταβέρνα. Εκεί τη γνώρισα, και μετά από εκεί συνδεθήκαμε και παντρευτήκαμε το '90. Και η πρώτη μου κόρη γεννήθηκε το '91, η δεύτερη γεννήθηκε το '94. Εντάξει, αυτά τα χρόνια περάσανε καλά, εντάξει. Και με τους καβγάδες και… Πάντως καλά περάσανε, και τα παιδιά μεγαλώσανε. Αυτά, δεν…
Ενότητα 5
Η οικονομική κρίση, το κλείσιμο του μαγαζιού και μνήμες από τον σεισμό του '78 στη Θεσσαλονίκη
00:57:32 - 01:02:49
Είπατε πριν ότι το μαγαζί το κλείσατε το 2014...
Ναι, το '14 το έκλεισα, γιατί δεν άντεξα, δεν άντεχα άλλο. Το 2010 μπήκαμε στα μνημόνια. Οικονομική κρίση υπήρχε στην Ελλάδα. Η χώρα πήγαινε για κατάρρευση. Ήρθαν τα μνημόνια, ήρθαν οι ξένοι, βάλανε λεφτά. Δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Δεν άντεχα άλλο. Και το 2014 δεν έβγαζα τα ενοίκια, δεν έβγαζα τίποτα, πέσαμε έξω εντελώς, όλοι, τα πάντα. Καταστράφηκαν οικογένειες κλείσανε εργοστάσια, βιοτεχνίες. Και έκλεισα αναγκαστικά το '14. Ήθελα άλλα δυόμισι χρόνια να βγω σύνταξη. Δεν είχα φράγκο στην τσέπη. Κάποια λεφτά που είχα τα 'δωσα, πλήρωσα τα ένσημά μου, γενικά, τις υποχρεώσεις μου, την εφορία. Και περίμενα να βγω σύνταξη. Και βγήκα το '17 κοντά. Κοντά στο '17. Γι' αυτό έκλεισα το μαγαζί το '14, ειδάλλως δεν θα το έκλεινα, θα καθόμουνα μέχρι το '17, το '18, θα καθόμουνα αν πήγαινα καλά, όπως πήγαιναν τα πράγματα. Δεν άντεξα και έκλεισα. Αυτός είναι ο λόγος. Μπήκαμε, υπήρχε οικονομική κρίση το 2010. Μπήκαμε στα μνημόνια. Μας έβαλε ο Παπανδρέου ο Γιωργάκης ο πολιτικός, άντε να μην πω κάποια κουβέντα, τέλος πάντων. Αν και τον ψηφίσαμε, τα 'κανε... μαντάρα τα 'κανε όλα. Τέλος πάντων, αυτά. Δεν έχω να πω κάτι άλλο.
Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι; Άλλο να προσθέσετε σχετικά, έτσι;
Το μόνο πράγμα που έχω να συμπληρώσω είναι, πέρα ότι αγαπώ τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου, αγαπώ τη Θεσσαλονίκη υπερβολικά, και τον ΠΑΟΚ. Ο ΠΑΟΚ είναι κομμάτι απ' την ψυχή μου, και η Θεσσαλονίκη, και η Κωνσταντινούπολη που γεννήθηκα. Αυτά έχω να πω. Ο Θεός ελπίζω να με αξιώσει να δω… πώς να δω τα παιδιά μου, να είναι καλά, να κάνω εγγόνια, δεν έχω κάνει. Αυτό θέλω. Αυτά. Σας ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά. Θυμάστε να μας πείτε για τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη πότε έγινε;
Πώς δεν θυμάμαι! Θα μου μείνει αξέχαστο. Ήτανε το 1978, [01:00:00]ήμουνα στο «Ελιζέ», στην καφετέρια, ήτανε 11.00, 11.10, κάπου εκεί, 11.05; Και πήγαινα να πάρω το αυτοκίνητο για να πάω σπίτι. Εκείνη την ημέρα θα πήγαινα νωρίς. 11.00. Ήμουν στην Τσιμισκή, και ξαφνικά κουνήθηκε όλη η πόλη, όλος ο δρόμος, τα πάντα! Πεταχτήκανε όλοι στη μέση του δρόμου. Θυμάμαι τον φωτογράφο, τον Κυριακίδη τον Γιάννη –τον συγχωρεμένο, τώρα δεν ζει–, για πότε βρέθηκε…Ήμασταν μπροστά στο μαγαζί του περίπου. Για πότε βρέθηκε στη μέση της Τσιμισκή και έλεγε: «Ψυχραιμία, ψυχραιμία, παιδιά», και τραβούσε φωτογραφίες. Τον θυμάμαι σαν σήμερα αυτό. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έχουν περάσει σαράντα πέντε χρόνια περίπου. Και μετά, θυμάμαι, μέναμε σε αντίσκηνα, ήτανε καλοκαίρι, 20 Ιουνίου ήταν τώρα; 20 Ιουλίου; Ή Ιουνίου, ή... Ήταν 20 του μηνός πάντως. 20 Ιουνίου του '78. Και στο αμάξι μέσα εγώ είχα κουβέρτα, μαξιλάρια. Πήγαινα στο μαγαζί, που δεν είχε τίποτα δηλαδή από δουλειά, και μετά πήγαινα και κοιμόμουνα. Είχανε κάτι φίλοι μου με τους γονείς τους αντίσκηνο. Πήγαινα εκεί. Στην παραλία, στη ΧΑΝΘ κοιμήθηκα. Την πρώτη μέρα κοιμήθηκα στη ΧΑΝΘ, μαζί με τον ξάδελφό μου τον Ηλία τον Καλανταρίδη. Στον σεισμό ήμασταν μαζί και κοιμηθήκαμε στη ΧΑΝΘ, στο πάρκο της ΧΑΝΘ κοιμηθήκαμε. Στο γρασίδι. Τις άλλες μέρες πήγαινα στα πανεπιστήμια κοιμόμουνα. Υπήρχε μια ακαταστασία. Οι φίλοι μου λείπανε, θυμάμαι, ήτανε φαντάροι. Και πήγαινα στα αντίσκηνο που είχανε οι γονείς τους. Και κοιμούμουνα κι εγώ. Πήγα κάποιες μέρες στα πανεπιστήμια. Αυτά θυμάμαι.
Πόσες μέρες κράτησε περίπου ο σεισμός; Δηλαδή ο κόσμος κοιμόταν έξω;
Κάμποσο. Είχαμε φοβία. Εγώ πήγαινα για κάνα μήνα, αλλά… Τα αντίσκηνα κρατήσανε τέσσερις πέντε μήνες, θυμάμαι. Σ' όλη τη Θεσσαλονίκη είχε αντίσκηνα Σε ανοιχτούς χώρους είχε παντού αντίσκηνα. Ο πατέρας μου, θυμάμαι –το θυμάμαι κι αυτό– την πρώτη μέρα κοιμήθηκε στο σπίτι. Βγήκε για λίγο έξω και ανέβηκε. Ήτανε οι πάντες έξω, ο πατέρας μου πήγε και κοιμήθηκε στο σπίτι κανονικά. Δεν φοβήθηκε καθόλου. Κι αυτό μ' έχει μείνει στο μυαλό. Στην Κάτω Τούμπα.
Θυμάστε τα ρίχτερ; Δηλαδή, πόσο δυνατός...
Ήτανε κοντά στο 7. 6; Άλλοι λέγανε ότι είναι 7,1, ήτανε 6,6, αλλά άλλοι, άλλα πανεπιστήμια είπαν ότι είναι 7,1. Ήτανε πολύ ισχυρός. Ο πατέρας μου, θυμάμαι πάλι, ήτανε στο μπάνιο μέσα, απ' ό,τι μου... Εγώ δεν ήμουν σπίτι, ήμουνα κάτω στο «Ελιζέ». Και κουνιόταν το ψυγείο, λέει. Πετάχτηκε απ' το μπάνιο και κουνιόταν το ψυγείο πάνω κάτω. Πολύ δυνατός. Αυτά θυμάμαι. Τι άλλο να σου πω…
Φωτογραφίες

Σταύρος Εδιάρογλου
Περίληψη
Ο Σταύρος Εδιάρογλου θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ηλικία των 8 ετών, όταν βρέθηκε μαζί με την οικογένειά του σε ένα λεωφορείο με προορισμό την Ελλάδα, εγκαταλείποντας έτσι την πόλη των πρώτων παιδικών του αναμνήσεων. Από την ημέρα της αποβίβασης στην οδό Αριστοτέλους έως τον παρόντα χρόνο, έζησε όλη του την υπόλοιπη ζωή στη Θεσσαλονίκη, και μέσα από την αφήγησή του περιγράφει πτυχές της πόλης και της καθημερινότητάς του σε αυτή στο πέρασμα των χρόνων, από τη δεκαετία του '60 έως σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Σταύρος Εδιάρογλου
Ερευνητές/τριες
Ευδοκία Εδιάρογλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2022
Διάρκεια
62'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο πατέρας της ερευνήτριας.
Περίληψη
Ο Σταύρος Εδιάρογλου θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ηλικία των 8 ετών, όταν βρέθηκε μαζί με την οικογένειά του σε ένα λεωφορείο με προορισμό την Ελλάδα, εγκαταλείποντας έτσι την πόλη των πρώτων παιδικών του αναμνήσεων. Από την ημέρα της αποβίβασης στην οδό Αριστοτέλους έως τον παρόντα χρόνο, έζησε όλη του την υπόλοιπη ζωή στη Θεσσαλονίκη, και μέσα από την αφήγησή του περιγράφει πτυχές της πόλης και της καθημερινότητάς του σε αυτή στο πέρασμα των χρόνων, από τη δεκαετία του '60 έως σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Σταύρος Εδιάρογλου
Ερευνητές/τριες
Ευδοκία Εδιάρογλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2022
Διάρκεια
62'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Ο αφηγητής είναι ο πατέρας της ερευνήτριας.