© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο κύριος Νικόλας, ο Ντίρλας, αφηγείται μια ζωή 81 χρόνων στα Θολάρια της Αμοργού

Κωδικός Ιστορίας
21253
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλας Στεφανόπουλος (Ν.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
08/02/2022
Ερευνητής/τρια
Ελένη Πέππα (Ε.Π.)

[00:00:00]

Ε.Π.:

Λοιπόν, πείτε μου το όνομά σας.

Ν.Σ.:

Νικόλας Στεφανόπουλος.

Ε.Π.:

Καλησπέρα, κύριε Νικόλα. Βρίσκομαι με τον κύριο Νικόλα Στεφανόπουλο στα Θολάρια της Αιγιάλης, στην Αμοργό. Είναι η 9η Φεβρουαρίου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Ελένη Πέππα και ξεκινάμε. Πείτε μου, κύριε Νικόλα, πώς λέγανε τους γονείς σας.

Ν.Σ.:

Τη μητέρα μου τη λέγανε Ειρήνη και τον πατέρα μου Κωνσταντίνο.

Ε.Π.:

Πείτε μου, λοιπόν, πότε γεννηθήκατε;

Ν.Σ.:

Το 1941.

Ε.Π.:

Ολόκληρη την ημερομηνία.

Ν.Σ.:

15 Δεκεμβρίου.

Ε.Π.:

Πείτε μου λίγα πράγματα για τη ζωή σας.

Ν.Σ.:

Για τη ζωή μου, τι να σου πω; Εγώ γεννήθηκα το ’41, που ακριβώς και το ’41 εκηρύχθην η Κατοχή. Και ήμαστε ιταλοκρατούμενοι επί τέσσερα χρόνια. Έληξε το ’44. Εγώ δεν γνωρίζω να σου πω ατομικά, δηλαδή, τι γνώρισα εγώ, αλλά ακούγοντας από τους γονείς μου. Από τους μεγαλύτερους ανθρώπους του χωριού. Κι από τ’ αδέλφια μου. Ε, τα τέσσερα χρόνια αυτά ήτανε δύσκολα. Για τους ανθρώπους του νησιού εδώ πέρα. Για όλους μας.

Ε.Π.:

Εσείς από πότε έχετε τις πρώτες σας μνήμες;

Ν.Σ.:

Εγώ πρέπει να ήμουνα τότε 3 χρονών, θυμάμαι δύο Ιταλούς με τα όπλα τους που είχανε έρθει εδώ στο σπίτι και τους είχε βάλει ο πατέρας μου λίγο κρασί και ήπιανε. Εγώ τις φοβόμουνα, κι ήμουνα ζαρωμένος, σαν το ποντίκι. Ναι.

Ε.Π.:

Θυμάστε από την απελευθέρωση τίποτα;

Ν.Σ.:

Ε, μετά, κοίταξε να δεις. Όταν απελευθερώθηκε το… Εκηρύχθη η απελευθέρωση οι Ιταλοί κρυβότανε, γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν κιόλα. Με βάρκες τους μεταφέρνανε μερικούς σε άλλο νησί. Κρυβόντανε μέσα στα απομακρυσμένα σταβλιά στο χωριό, για να μην τους βρούνε οι Γερμανοί και τους κλαδέψουνε.

Ε.Π.:

Αλλά όταν έφυγαν, εν τέλει, όταν τελείωσε η Κατοχή, εδώ τι γινότανε, θυμάστε;

Ν.Σ.:

Ε, τι να γίνει; Ο κόσμος εργαζότανε και μ’ αυτά που έκανε εδώ στο χωριό από τα χωράφια του και από τα ζωντανά του εζούσε. Ναι.

Ε.Π.:

Εσείς μου είχατε πει ότι όταν γεννηθήκατε, δυσκολευόταν η μαμά σας πολύ.

Ν.Σ.:

Ε, δεν είχε γάλα να με βυζάξει αφού επεινούσε. Δυόμιση μήνες δεν υπήρχε ψωμί μες στο σπίτι, ούτε θρύψαλο. Τίποτα.

Ε.Π.:

Και πώς σας θήλαζε;

Ν.Σ.:

Σου είπα, με της κατσίκας το γάλα. Μια κατσίκα είχανε και την αρμέγανε μ’ αυτήν, το ζεσταίνανε το γάλα. Δεν υπήρχε οινόπνευμα ούτε καμινέτο. Έκανε, λοιπόν, ένα χοντρό φιτίλι, το έβαλε στο λυχνάρι και με αυτό εζέσταινε το γάλα και το ΄βαζε στο μπουκαλάκι με τη ρόγα και με πότιζε. Αυτά.

Ε.Π.:

Θυμάστε κι από τον Εμφύλιο, έχετε μνήμες;

Ν.Σ.:

Τι, δηλαδή, με τους Ιταλούς;

Ε.Π.:

Όχι, μετά, εδώ τι γινότανε; Μετά το ’45;

Ν.Σ.:

Τίποτα, εδώ δε γινόταν τίποτα.

Ε.Π.:

Μιλήστε μου για τον σεισμό που είχε γίνει το ’56. Τι θυμάστε;

Ν.Σ.:

Ο σεισμός έγινε το ’56, 24 Ιουλίου, η ώρα 05:10 το πρωί. Εγώ, λοιπόν, ήμουνα εδώ κοιμόμουνα, σ’ αυτό το κρεβάτι, και η μητέρα μου κι ο πατέρας μου, είχαμε -με συγχωρείτε- ένα γουρούνι και το ‘χαμε πουλήσει. Το ‘χανε, όχι εγώ. Και ειδοποιήθησαν να το πάνε στην Λαγκάδα. Σηκωθήκανε, λοιπόν, τη νύχτα και το πήρανε να πηγαίνουνε πέρα. Όταν πήγανε σ’ ένα σημείο που το λέμε Πατέλα, το γουρούνι έμπηξε μία στριγκιά δυνατή κι έπεσε χάμω κι ήτρεμε. Κι αρχίνισε ο σεισμός. Βουρλούσανε οι τοίχοι, ήτανε εκεί στο μοναστήρι όξω μια κάπνα είχε σηκωθεί απάνω. Εγώ, λοιπόν, επειδή τρόμαξα, σηκώθηκα απάνω. Είχαμε εδώ μια λάμπα «λουξ» κι ηχτύπα από τη μία μπάντα στον τοίχο στην άλλη. Πετιέμαι έξω, λοιπόν, άνοιξα την πόρτα, και παίρνω δρόμο και πάω απάνω στης αδελφής μου και πήρα ένα παιδί που ‘χε μικρό και το μεγαλύτερο το πήρε ο πατέρας του και βγήκαμε απ’ όξω. Αλλά γινότανε μετασεισμικές δονήσεις πολλές. Και εκεί που ήμαστε, ήμαστε επικίνδυνα, αλλά εδώ στο χωριό μας δεν έγινε τίποτα κακό. Στον Ποταμό, απέναντι βουλήσανε δυο σπίτια. Μιανής γυναίκας, η πέτρα έσπασε το πόδι της. Σε ένα άλλο σπίτι που ‘τανε δυο παιδιά, κοριτσάκια, το ένα ήτανε στην κούνια και πήγανε δύο δοκάρια έτσι κι οι πλάκες από πάνω, δεν ‘παθαν τα παιδιά τίποτι. Ναι. Κι εκεί ύστερα κατεβήκανε παρακάτω, που το λέμε Εμποριούς αυτού, και κάναν συσσίτιο, μοιράζανε συσσίτιο. Κοιμόνταν οι άνθρωποι όλοι έξω. Κι εμείς έξω κοιμόμαστε εδώ. Αφού είχε παλίρροια η θάλασσα και όταν ήθελε τραβηχτεί, ένα καϊκάκι που ήτανε στο ρεμέτζο [αγκυροβόλιο] έμεινε στη στεριά. Και να ‘ρτει πάλι η θάλασσα να φουρκώσει και να μπει μες στα περβόλια. Ναι. Είχε κάνει μες στα περιβόλια κάτι σκισμές, μια παλάμη φαρδιές και βαθιές κάτω. Ναι. Ε, κι αυτό διατηρήθηκε πολύ καιρό. Στην Σαντορίνη, τότε, είχε κάνει πολλές ζημιές, είχε βουλήσει πολλά σπίτια εκεί. Παναγιά να φυλάει, γιατί…

Ε.Π.:

Εδώ πόσο καιρό κοιμόσασταν μετά έξω;

Ν.Σ.:

Ε, σου λέω, Ιούλιος ήτανε κι εγώ μέχρι και Οκτώβρη ήμαστε μες στα αντίσκηνα εδώ πάνω σε κάτι χωραφιά που ‘χανε αλώνια τότε. Εκεί πέρα που δεν είχε κοντά χτίσματα να βουλήσουν να μας πετρώσουν. Είχανε αντίσκηνα μεγάλα και μέναμε μέσα πολλοί.

Ε.Π.:

Και πώς είπατε ότι λέγεται το μέρος που είχατε πάει για το συσσίτιο; Πώς το είπατε;

Ν.Σ.:

Εκεί πέρα στον Ποταμό εκάνανε συσσίτιο: Εμποριούς.

Ε.Π.:

Πείτε μου, για όλη σας τη ζωή, κάντε μου μια… Διηγηθείτε μου όλη την πορεία της ζωή σας.

Ν.Σ.:

Εγώ για τη δική μου ζωή, που πήγαινε στην Λαγκάδα επί τεσσεράμισι χρόνια να μάθω αυτές τις τέχνες που ξέρω: βιολί και τσαγκάρης. Ε, πήγαινα το πρωί, ερχόμουνα το βράδυ, πάντα σκοτεινά. Τεσσεράμισι χρόνια πήγαινα. Και πελεμούσα και τις αγροτικές δουλειές, βέβαια, από λίγα που είχαμε, για να ζήσομε.

Ε.Π.:

Από ποια ηλικία το κάνατε αυτό;

Ν.Σ.:

16-17. Γιατί με πήγε ο πατέρας μου στο Γυμνάσιο, μα δεν ήκανα 'γώ στην Χώρα κι ήφυα κι ήρτα. Με πάει στην Αθήνα σ’ ένα φούρνο να κάτσω, δεν εκάθισα, ήρτα δω και πήγα κι έμαθα τσαγκάρης, αλλά ‘παθαν τα μάτια μου κι έτσι τα παράτησα όλα.

Ε.Π.:

Πώς ήταν τότε που πήγατε στην Χώρα; Γιατί φύγατε;

Ν.Σ.:

Πήγαμε πάνω στο Γυμνάσιο, τότε δεν είχε οικοτροφείο η Χώρα, μόνο έπρεπε να βρεις σπίτι, να πληρώνεις το αντίτιμο που θα έδινε ο πατέρας σου, η μάνα σου, για να μένεις εκεί, να κοιμάσαι και να τρως. Πήγαμε, λοιπόν, αλλά εγώ δεν έκανα κι έτσι την ίδια μέρα γύρισα κι ήρθα μέσα.

Ε.Π.:

Και πότε φύγατε από την Αμοργό;

Ν.Σ.:

Εγώ έφυγα… Επήγα στην Αθήνα, δεν έκανα κι εκεί, τότες [00:10:00]είχε καράβι κάθε οχτώ μέρες και στις οχτώ μέρες γύρισα. Ε, και μετά έφυγα στρατιώτης. Ε, τότε πια, αναγκαστικά έκανα τη θητεία μου κι αφού απελύθηκα, ήρτα εδώ και πελεμούσα τις δικές μας δουλειές.

Ε.Π.:

Πώς ήταν αυτό το ταξίδι την πρώτη φορά που φύγατε;

Ν.Σ.:

Δεν μ’ άρεσε καθόλου. Έφυγα μακριά απ’ τους γονείς μου, εγώ δεν είχα ξαναφύγει. Δεν μ’ άρεσε, όχι.

Ε.Π.:

Πείτε μου γι’ αυτό το ταξίδι. Τι θυμάστε;

Ν.Σ.:

Τι θυμάμαι; Θυμάμαι ότι βγήκα στον Πειραιά κι έβλεπα τ’ αυτοκίνητα και τα φώτα και δεν ήξερα τι είναι. Εδώ εμείς δεν είχαμε φωταψίες, είχαμε μία λάμπα του πετρελαίου, πέντε νούμερο. Αυτή ήτανε. Μ’ αυτήν εγράφαμε, μ’ αυτήν έκανε η μητέρα μου δουλειά το βράδυ και βλέπαμε. Τώρα είναι με τα ηλεκτρικά κι είμαστε… Δεν βλέπομε καθόλου. Ναι. Όλα τα σπίτια λάμπες είχανε, δεν υπήρχε ηλεκτρισμός εδώ.

Ε.Π.:

Τι άλλο θυμάστε από την πρώτη φορά που πήγατε στην Αθήνα;

Ν.Σ.:

Θυμάμαι ότι δεν ήκανα, κι εγώ ήθελα καλά και σώνει… Αλλά δεν είχε καράβι να φύω την άλλη μέρα. Οχτώ μέρες είχε. Κάθε οχτώ μέρες είχε καράβι. Και γι’ αυτό έκατσα και οχτώ μέρες εκεί. Αλλιώς θα ‘ρχούμουν κατ’ ευθείαν. Δεν ήκανα, δεν μ’ άρεσε, δεν…

Ε.Π.:

Το ατύχημα με το μάτι σας πότε συνέβη;

Ν.Σ.:

Το ατύχημα με το μάτι μου ήτανε μέρα της γιορτής μου και καθόμουνα εδώ όλη μέρα. Ατύχημα… Ήρτε, λοιπόν, η ανιψιά μου, καλώς… Είχε μια καμπαρντίνα και είχε κουμπιά μυτερά. Κι όπως με αγκάλιασε να με φιλήσει πήε μες στο μάτι μου, μ’ έσφιξε, έσπασε το μάτι, είχε κι ελάττωμα, βέβαια, από πιο μπροστά. Το άλλο μάτι, το ‘χα χειρουργήσει με γλαύκωμα, και, εντάξει, καλά πήγαινε, αλλά μετά έκανα καταρράχτη και… Δεν, η όρασή του μειώθηκε πολύ. 

Ε.Π.:

Θα ήθελα να μου μιλήσετε πιο πολύ για τότε που πηγαίνατε στην Λαγκάδα, να μάθετε τις τέχνες αυτές.

Ν.Σ.:

Έφευγα το πρωί από δω και πήγαινα πέρα, είναι μια ώρα δρόμος. Πήγαινα στην Λαγκάδα, έπιανα δουλειά στο τσαγκαριό, κατά το απόγευμα έπρεπε να κάνω μάθημα στο βιολί και να φύω κατ’ ευθείαν να ‘ρτω να πιάσω εδώ το άλλο, να καλλιεργήσω το μάθημα που είχα κάνει. Δεν ήτανε πολύ. Μη φανταστείς. Λίγο-λίγο. Να το μάθω καλά, την άλλη μέρα να προχωρήσομε πάλι στο μάθημα του βιολιού. Να τελειώσει ο σκοπός, να πιάσομε ένα άλλο. Ναι.

Ε.Π.:

Στο τσαγκάρικο γιατί αποφασίσατε να πάτε να γίνετε τσαγκάρης;

Ν.Σ.:

Τότε εδώ, στο χωριό όσοι ξέρανε ή λαούτο ή βιολί ηξέρανε και τσαγκάρηδες. Στην Λαγκάδα, είχε όσους τσαγκάρηδες ήταν, ηπαίζανε και όργανο: ή βιολί ή λαούτο. Ναι. Ε, κι εγώ έμαθα αυτά. Έμαθα το τσαγκαριό και το βιολί. Ούτω πώς εδώ πάνω ήταν κι ένας άλλος, το ίδιο είχε μάθει. Από τα Θολάρια.

Ε.Π.:

Γιατί γινόταν αυτό, γιατί πηγαίνατε…

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, τότες τα παπούτσια εδώ φορούσαν οι άνθρωποι ήτανε αγροτικά, ήτανε βακέτα και με λάστιχο από κάτω. Αυτές τις ρόδες των αυτοκινήτων, γιατί ήταν αγρότες και μ’ αυτά δουλεύανε. Εντάξει, κάναμε και παπούτσα δίσολα, σκαρπίνια αντρικά, βέβαια, αλλά όχι τακτικά. Αυτά ήτανε έτσι τις γιορτές, Λαμπρή, α, να κάμεις δυο-τρία ζευγάρια με σκαρπίνια, δηλαδή, που σου λέω, αλλά τα περισσότερα, όλο τον χρόνο, και γυναίκες και άντρες δουλεύαμε το λάστιχο, τη ρόδα του αυτοκινήτου. Και δεν ήμαστε μόνο εμείς τσαγκάρηδες. Είχε στην Λαγκάδα άλλους δύο, τρεις. Τρεις στην Λαγκάδα ακόμα κι άλλος ένας εδώ. Κι ο μάστορής μου, τέσσερεις εκεί. Ε, μετά έγινα εγώ εδώ, ήμαστε δύο στα Θολάρια.

Ε.Π.:

Άρα, δε σας έμαθε ο μπαμπάς σας να… Την τέχνη αυτήν;

Ν.Σ.:

Κι εκείνος ήτανε τσαγκάρης, αλλά της πιο παλιάς εποχής. Αυτοί τα ‘καναν τα παπούτσια τότε γυριστά. Εγώ δεν ξέρω να κάμω γυριστό παπούτσι. Τώρα, δεν κάνω, βέβαια, τίποτα λόγω οράσεως, αλλά και πρώτα που ΄βλεπα, γυριστό παπούτσι δεν ηξέρω να κάμω. Όλη τη θητεία που εμάθαινα πέρα, ένα ζευγάρι κάναμε. Ένα. Γυριστό, τώρα το μοντάρεις από την ανάποδη και μετά το γυρίζεις και η ανάποδη έρχεται βολή. Ναι. Αλλά είναι, βέβαια, ζόρι για να γυριστεί. Έχει ένα εργαλείο που το λένε στέκα. Το βάζεις εδώ στην κοιλιά και πιτώνεις έτσι για να γυρίσει το παπούτσι. Πρέπει ο κερεστές που βάλεις, τα υλικά, η βακέτα να είναι ψιλή, γιατί άμα ‘ναι χοντρή δεν γυρίζει. Αλλά 'γώ δεν ήξερω να κάνω. Δεν ήξερα ποτέ. Ο πατέρας μου ήτανε βυρσοδέψης. Σου είπα, ότι έκανε τα δέρματα ολωνών των ζώων, που ησφάζανε, που ψοφούσανε, τα έκανε και όλο το νησί παπουτσωνότανε με τέτοια δέρματα. Δεν υπήρχε να ‘ρθουν από την Αθήνα. Ούτε αδιάβροχα ούτε βακέτες. Εδώ εγινότανε, με τα ζωντανά από δω. Τραγιά, κριάρια, γαϊδούρι αν ηψοφούσε κανένα, γελάδες, μοσχάρια, όλα αυτά, ναι.

Ε.Π.:

Πότε πρωτοφορέσατε παπούτσια;

Ν.Σ.:

Να σου πω, όταν εγώ ήμουνα, πήγαινα στο σχολείο, ο πατέρας μου επειδή έκανε και δέρματα, ήτανε και τσαγκάρης, μου έκαμε παπούτσια, θα ‘μουνα 10 χρονώ, 11; Κι όταν τα ‘βαλα με κοροϊδεύανε τ’ άλλα παιδιά. Εδώ πηγαίνανε κορίτσα στο σχολείο ξυπόλητα. Δεν υπήρχανε. Πρώτα-πρώτα, την Κατοχή, δεν υπήρχε πρόκα να καρφώσεις παπούτσι, μόνο ήκοβε ο μάστορής μου κάτι από σύρματα, τα ‘κανε τύπου, σαν να τα μοντάριζε, το ψευτομοντάριζε για να ράψει. Δεν υπήρχε σπάγκος στην Κατοχή. Οι γυναίκες που είχανε τον αργαλειό και υφαίνανε τα μάλλινα σεντόνια και τις μάλλινες κουβέρτες, τι οποίες τις λέγανε «σακούνες», και από τρίχα τις λέγανε «τριχούδες», τα κάνανε στον αργαλειό οι γυναίκες εδώ. Εκόβανε, είχανε, λοιπόν, κάτι κομμάτια από στημόνι, έτσι κλωστές και δίνανε στους τσαγκάρηδες να μπορέσουνε να ράψουνε μ’ αυτά, δεν υπήρχε σπάγκος. Κατοχή, δεν είχε τίποτα. Κι έχει, λοιπόν, ο μάστορής μου ένα κασάκι, μετά στα χρόνια που πήγα εγώ να μαθαίνω, τόσο γεμάτο πρόκες τσαγκαριού σκουριασμένες. Του λέω: «Ετούτα εδώ τι τα θέλουμε; Δεν τα πετούμε; Δεν κάνουνε τίποτα;». «Άσ' τα εκεί πέρα, γιατί εγώ -μου λέει- έχω καεί απ’ αυτή τη δουλειά. Κι άμα έχομε και τύχει τίποτα, θα ισιώσομε απ’ αυτά να κάνομε τη δουλειά μας». Έτσι ήτανε.

Ε.Π.:

Και τότε εκείνη την φορά που σας κορόιδευαν τ’ άλλα παιδιά, τι κάνατε;

Ν.Σ.:

Με κοροϊδεύανε πώς φορά παπούτσια. Τ’ άλλα ήταν όλα ξυπόλητα κι εγώ μου ‘χε κάνει ο πατέρας μου και τα έβαλα και με κοροϊδεύανε οι άλλοι. Ε, τι να κάνω εγώ; Ήρτα, λοιπόν, στο σπίτι να τα βγάλω τα παπούτσια. Μου λέει ο πατέρας μου: «Τα παπούτσια να βγάλεις; Να περπατάς ξυπόλητος;». Λέω: «Με κοροϊδεύουνε οι άλλοι». «Να μη σε μέλλει -μου λέει- τι σου κάνουνε οι άλλοι. Εσύ θα τα φοράς». Υπήρχε φτώχεια εδώ και στα δελτία εφέρνανε και ρούχα και μοιράζανε στα κορίτσα, σε όλους, σε όλους. Αποφόρια από άλλους ανθρώπους τα στείλανε εδώ. Και τα μοιράζανε. Επιτροπή μοίραζε τα ρούχα με δελτίο. Υπήρχε φτώχεια κι εδώ πέρα. Ο κρεοπώλης, ο χασάπης, που έσφαζε κάθε Σάββατο, ήθελε να πάρει βόρτα. «Θέλεις κρέας που θα σφάξω;». «Ναι, φέρε μου μια οκά, μα τώρα δεν θα ‘χω να στο πλερώσω». «Ναι, όποτε το πληρώσεις». Να σφάξει, λοιπόν, μία κατσίκα και να πάρει βόρτα να δει, αν έχει παραγγελίες. Και αφού είχε παραγγελία, την ήσφαζε, ε, μπορεί να του ‘μενε και κάνα δυο οκάδες, ή αυτός το κατανάλωνε ή κάποιος άλλος θα βρίσκουντο να το πάρει. Δεν υπήρχανε λεφτά για να παίρνεις ό,τι θέλεις. Όχι. 

Ε.Π.:

Για ποια περίοδο μού μιλάτε τώρα;

Ν.Σ.:

Να σου πω: σου μιλάω για το ’55, για το ’50; Στην περίοδο αυτή. Στην περίοδο αυτήνε.

Ε.Π.:

Τι άλλο γινόταν τότε, πώς ήταν η ζωή, εσείς σαν παιδί τι κάνατε;

Ν.Σ.:

Εμείς, τα παιδιά; Να σου πω: παιχνίδια δεν είχαμε, τίποτα. Εράβαμε πανιά και κάναμε έτσι στρογγυλά και το ‘χαμε για τόπι. Τα κορίτσα: εφτιάχνανε από πανιά μία κούκλα, την εζωγραφίζανε τα μάτια της, με το μολύβι, και τη μύτην της και την είχανε και τη λιβαϊνίζανε. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας εδώ. Δεν είχαμε τίποτα. Στο σχολείο, μας εστείλανε... Μάλλον, από την Αμερική θα ‘ταν αυτά τα πράγματα, αλλά δεν έβγαινε τώρα να δώσει ο δάσκαλος εμένα ένα μολύβι, ένα τετράδιο, μια πένα. Γιατί τότε γράφαμε με τον κοντυλοφόρο, με τις πένες, με το μελάνι. Δεν έβγαινε. Να δώσει του καθενός τέλος πάντων, ένα-δυο πραγματάκια. Μόνο τετράδια είχαν έρτει, με σκληρή κουβέρτα, τα έκανε κλήρους. Κι έγραφε: μία πένα, ένα κοντυλοφόρο, ένα μολύβι. Στ[00:20:00]ο άλλο χαρτάκι: ένα τετράδιο. Τα ‘βαλε, λοιπόν, μες στο καπέλο τα χαρτάκια διπλωμένα: «Έλα δω, Νικόλα. Τράβα τον κλήρο σου. Πιάσε συ ένα χαρτάκι». Τι έγραφε μέσα; «Τετράδιο; Πάρε το τετράδιο. Εσύ, Ελένη, τι γράφει; Τον κοντυλοφόρο; Πάρε κι εσύ τον κοντυλοφόρο. Εσένα, γράφει μία πένα; Πάρε μία πένα;». Έτσι ήτανε. Κι εμένα ητούτυχε τετράδιο. Και γράφω την πρώτη ανάγνωση, το μάθημα, μέσα. Χαρά εγώ που είχα σαραντάφυλλο τετράδιο. Έρχομαι στο σπίτι, το τετράδιο έλειπε μέσα από τη φύλακα… Κι ίντα φύλακας; Πάνινος, από πανί. Όχι οι σάκες που ‘χουν τώρα τα παιδιά, από πανί. Μου τον είχε κάμει η νονά μου. Δεν τον βρίσκω λέω, θα τον ηξέχασα, θα τον έβρω στο βραδινό σχολείο, από κάτω. Γιατί κάναμε δύο σχολείο την ημέρα, το πρωί και τ’ απόγευμα. Εκτός Σαββάτου και Τετάρτης. Τις άλλες μέρες όλο δύο. Την Τετάρτη ένα, το Σάββατο ένα. Πάω ούτε στο θρανίο μου από κάτω, γιατί κάτι θρανία είχαμε κι ήτανε, καθίζαμε τέσσερεις μαθητές στο καθένα. Εδώ ήτανε αυτό που γράφαμε. Κοιτάζω από κάτω, δεν ήτανε. Λέω στον δάσκαλο: «Το τετράδιό μου μού πήρανε». Τότε ο δάσκαλος, όχι μόνο δάσκαλος ήτανε, ήταν και ψυχολόγος. Πάει κατ’ ευθείαν, τραβάει ένα χαστούκι σ’ έναν μαθητή. «Φερ’ το τετράδιο εδώ». Δεν έβγαλε μιλιά. Του τραβάει και δεύτερο. Και φεύγει η αδελφή του και πάει και το φέρνει, αλλά το ‘χανε σκισμένο. Και δεν κατάλαβα τίποτι, μόνο η χαρά που μου ‘μεινε. Ναι. Αυτά ήταν τα χρόνια τα δύσκολα. Είχανε εδώ, πουλούσανε τετράδια δώδεκα φύλλα. Το ένα ήτανε κανονικά με τις γραμμές του, το άλλο ήτανε με σπιτάκια έτσι τετραγωνάκια, ήτανε της αριθμητικής. Είχαμε και πλάκα που γράφαμε με το κοντύλι. Και μετά το σφουγγαράκι τα σβήναμε. Ο δάσκαλος τα διάβαζε και μετά τα ‘σβηνε. Είχε τον πίνακα με το τεμπεσίρι [κιμωλία], έβγαινες, το μάθημά σου, πρόβλημα; Εκεί το ‘λυνες. Το ‘βλεπαν κι οι άλλοι παραπίσω. Με κατάλαβες; Έτσι ήτανε η μάθηση στο σχολείο τότε. Δεν υπήρχανε… Αλλά είχαμε εμείς στα Θολάρια, είχαμε δάσκαλο καλό. Σαράντα χρόνια ήκαμε δάσκαλος εδώ. Ήταν από την Κέρκυρα και παντρεύτηκεν εδώ, 40 χρόνια στη… Και δεν επίτρεπε σε κανέναν μαθητή να πάει να σημάνει την καμπάνα. Αυτός ήθε να πάει. Άμα, λοιπόν, δεν ησήμαινε κι ήτανε κακοκαιρίες τέτοιες και χειρότερες, εμείς ηκάναμε χαρά, ου! Δεν ησήμαινε η καμπάνα, επηαίναμε, λοιπόν, και ρωτούσαμε τη δασκαλίτσα: «Θα σημάνει το σκολειό;». Λέει: «Ειν’ ο δάσκαλος άρρωστος». «Α, εντάξει, άραγε θα ‘ναι κι αύριο;», για να μην πάμε στο σκολειό. Αλλά ήταν καλός. Ό,τι μαθητές έβγαλε αυτός είναι σήμερα μεγάλοι και τρανοί.

Ε.Π.:

Τι άλλα θυμάστε απ’ το σχολείο;

Ν.Σ.:

Εγώ, σχετικά ήμουνα καλός μαθητής. Δεν επήρα άλλον βαθμό από την πρώτη έως την έκτη, «λίαν καλώς», οχτώ. Διαγωγή: «κοσμιοτάτη». Όχι «κοσμία», «κοσμιοτάτη». Δεν έμεινα σε τάξη. Ύστερα, ήρθε ένας άλλος δάσκαλος απ’ τα Κατάπολα, αφού… Γιατί με τον δικό μας δάσκαλο εδώ ξεσκόλησα κι εγώ μαζί του. Με πάει στο Γυμνάσιο ο πατέρας μου, δεν ήκατσα. Έρχεται από τα Κατάπολα ένας δάσκαλος... Τώρα, ή ένα, ένα-δύο χρόνια ήκανε: Όθωνας Δεσποτίδης. Έκαμεν εδώ, πιο πολύ ξύλο ήφαα απ’ αυτόνε τη μια χρονιά που ήκαμε, γιατί μ’ έστειλε ο πατέρας μου να πηαίνω, να μη γυρίζω μέσα στο χωριό, τέλος πάντων. Δεν είχα πάει σε τέχνη ακόμα. Και πιο πολύ ξύλο ήφαα απ’ αυτόνε, παρά απ’ τον Μεταλληνό όλα τα χρόνια. Δεν με ήθελε για μάθημα εμένανε. Ένα Σαββάτο, μας βάζει ένα πρόβλημα, να το λύσομε να το πάμε την Δευτέρα λυτό. Εκάθισα, λοιπόν, το Σάββατο το βράδυ, από τ’ απόγευμα, δεν μπόρεσα να το λύσω. Καθίζω την Κυριάκη. Την Δευτέρα το πάω, του λέω: «Εγώ, δάσκαλε, δεν το ‘λυσα το πρόβλημα, δεν μπόρεσα να το λύσω.». Λέει: «Εδώ δεν το λύνω 'γώ, θα το λύσεις εσύ». «Και γιατί μας το ‘βαλες;». «Για να μη γυρίζετε απ’ έξω».

Ε.Π.:

Και γιατί τρώγατε ξύλο απ’ αυτόν τον δάσκαλο;

Ν.Σ.:

Οι δάσκαλοι ήτον έτσι, δέρνανε. Δεν είναι όπως τώρα που άμα δείρει θα τον επάνε στον επιθεωρητή και θα την πατήσει. Τότες, ήπρεπε… Εμάς ο δάσκαλος ο Μεταλληνός είχε βέργες. Από τριανταφυλλιές κομμένες. Και τις ήπαιζε. Ηβάλανε, λοιπόν, ένα σουγιαδάκι, τη σκίζανε λίγο. Παρακεί πάλι, μόλις την εχτύπαγε στο θρανίο για ησυχία, αυτή ήσκιζε δυο. [Δ.Α.] τον χάρακα όμως μετά. Άμα δεν ήξερες το μάθημα κι άμα δεν ηκάθουσουν καλά, έτρωγες το τουμπάκι σου κι ήρτες… Όλοι τις ητρώαμε.

Μαρία Στεφανοπούλου: Κι εσύ τις ήτρωες;
Ν.Σ.:

Γιάντα ίντα ‘μουνα 'γώ;

Μαρία Στεφανοπούλου: [Δ.Α.] τα ‘ξερες;
Ν.Σ.:

Τα ‘ξερες. Κάτι θα πείραζες.

Μαρία Στεφανοπούλου: Τα κορίτσα.
Ν.Σ.:

Ή αγόρια ή κορίτσα πειράζαμε, ο ένας τον άλλο πείραζε, τι… Εδώ το σχολείο μας εμείς, όταν ήμουνα 'γώ, ήτανε τριάντα τρία παιδιά από είκοσι εννιά μέχρι τριάντα τρία. Πιο παλιά το σχολείο μας είχε εβδομήντα πέντε μαθητές, από τα Θολάρια. Πολλά παιδιά. Στην Λαγκάδα είχε πιο πολλά. 

Ε.Π.:

Και πού πήγαν όλοι αυτοί οι μαθητές;

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, ο κόσμος τότες ήκανε, Ελένη, παιδιά πολλά. Εδώ η οικογένεια, ο παπάς μας: δέκα παιδιά. Ένας άλλος πιο κάτω: δέκα παιδιά. Εφτά παιδιά, οχτώ παιδιά, έξι παιδιά. Τώρα ένα, δύο… Άμα 'χεις τρία είσαι… Ναι. Δεν κάνουνε παιδιά τώρα οι άνθρωποι, τα χρόνια είναι δύσκολα. Τότε, με το παντελόνι το δικό μου, που ήμουνα ο πιο μεγάλος μες στο σπίτι, εφόραγε κι ο δεύτερος, μπαλωμένο το ‘βαζε κι ο τρίτος. Το ίδιο και τα κοριτσάκια. Δεν είχανε… Μία φανέλα πλεχτή, με τις βελόνες, που ‘χανε κάνει και την είχανε βάψει και άσπρο τριανταφυλλί χρώμα, τα βάφανε οι ίδιες οι μανάδες μας, πήγανε στο σχολείο και ο δάσκαλος, λοιπόν, έπιασε ένα κομπολόι, γιατί το κεχριμπάρι άμα το τρίψεις στο μάλλινο, μετά πιάνει και την τρίχα, για να κάνει μάθημα. Το ‘τριβε, το ΄τριβε, το ‘τριβε, άμα απόστρεψα στο σπίτι μού λέει η μάνα μου: «Μπρε, πώς ήκαμες τη φανέλα σου έτσι;». «Πώς την ήκαμα;». Λέει: «Δεν θωρείς πώς είναι φθαρμένο το μανίκι;». Λέω: « Ο δάσκαλος.». Κατάλαβες; Δεν είχαμεν άλλην. Αυτή ήτανε. Τώρα… Μπουφάν, κόντρα μπουφάν. Πρώτα ήσκιζε το παντελόνι, μπάλωμα. Τώρα μπαλωμένο δεν φορεί κανείς.

Ε.Π.:

Δεν κατάλαβα γιατί ο δάσκαλος έτριβε το κομπολόι στο…

Ν.Σ.:

Το κομπολόι, το κεχριμπάρι, όταν το βάλεις ύστερι, τραβάει την τρίχα τόσον απάνω σαν μαγνήτης, και το τρίβει για να κάνει μάθημα και στους άλλους. Γι’ αυτό το ‘τριβε. Σκεφτείτε να δείτε ότι είχα ένα βιβλίο της Ιστορίας, χωρίς να έχει κουβέρτες, έτσι μόνο. Δεν υπήρχε στο σχολείο βιβλίο Ιστορίας, και με το δικό μου βιβλίο έκανε και στους άλλους μάθημα. Δεν είχε το σχολείο βιβλίο. Ναι. Μας εκάνανε και συσσίτιο γάλα σκόνη. Ήτανε μια γυναίκα η οποία την άλλαζε την άλλη βδομάδα η άλλη. Πηγαίνανε, σε βράζανε το γάλα, στην γραμμή ο δάσκαλος να μας πάει εκεί, με τα κυπελάκια μας, να μας βάλουν το γάλα στο κύπελλο, να κόψομε και ψωμάκι μέσα να κολατσήσομε. Τώρα είναι που ‘παν τα παιδιά στο σχολείο με τα τοστ, υπάρχουν τα πατατάκια, τα γαριδάκια, οι φρυγανιές, κουλουράκια. ‘Εν είχε τότε τέτοια πράματα.[00:30:00]

Ε.Π.:

Θυμάστε το πρώτο μάθημα στο βιολί που ‘χατε κάνει;

Ν.Σ.:

Ναι, αμέ. Θυμάμαι κει με πονούσαν τα δαχτύλια μου που δεν μπορούσα… Έλεγα: «Δεν θα μάθω». Ξέρεις πόσες φορές έκανα μάθημα στο ίδιο; Δύο-τρεις δαχτυλιές και δεν μπορούσα, να με πονάει το χέρι μου… Εκεί, επιμονή όμως, ε, ύστερα όταν εξεκίνησα ήτανε πιο εύκολα. Ναι. Εύκολα τα πατήματα, αλλά όχι οι φωνές σωστές, πάντα ήτανε φάλτσα. Μέχρι να μπεις να καταλάβεις ότι δεν είναι η φωνή σωστή, έκανες πάντοτε λάθος. Το βιολί είναι δύσκολο. Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες στην αρχή, αλλά και το βιολί ακόμα…

Ε.Π.:

Πείτε μου κι άλλα για το βιολί.

Ν.Σ.:

Τι να σου πω, ότι εμείς… Το βιολί, μας έβγαζε κάποιο χαρτζιλίκι και σε γάμους και σε καμιά βάφτιση, σε κανένα πάρτυ, καμία γιορτή της, κάνανε πανηγύρια. Ε, πότε ήτανε ο ένας, πότε ήταν ο άλλος, δεν ήτανε και συνέχεια να ‘σαι ο ίδιος, γιατί είχε πολλούς, δεν ήμαστε μόνο εμείς. Αλλά καλά ήτανε. Ήτανε τα όργανα που διασκέδαζαν τότε τα χωριά. Τώρα, εβγήκανε τα μαγνητόφωνα, είναι οι τηλεοράσεις, είναι τα μπαράκια και η νεολαία δεν τα κάνει αυτά κέφι πια. Τώρα, ο νέος δεν κάθεται να ακούει τα βιολιά τα παραδοσιακά. Πάει στα μπαράκια, εκεί θα βρει και καμιάν κοπελιά να μιλήσουνε, ναι, και δεν ξέρω και τι άλλο μπορεί να κάνουνε. Θα κάτσει να φυλάει τώρα;

Ε.Π.:

Τότε πείτε μου τι γινότανε.

Ν.Σ.:

Τότε; Αυτά ήτανε τα όργανα στα χωριά. Στις Αποκριές, στα μαγαζά εδώ, γινότανε δύο χοροί. Είχε να ΄ρθουνε οι κοπελιές, άλλες επηγαίνανε στον έναν χορό, άλλες επηγαίνανε στον άλλον, αφού μέσα νύχτιαζε, ηφεύγαν από το ένα μαγαζί, πηγαίνανε στο άλλο, ούτω πώς κι από το ίδιο και γλεντούσε ο κόσμος μ’ αυτά. Τσ’ Αποκριές, το Πάσχα, τις γιορτές, στις ονομασίες... Γιόρταζε ο καθένας τη γιορτή; «Α, θα πάμε με τα όργανα». Εκεί μονιάζανε να χαιρετήσουνε, να χορέψει κιόλας. Έτσι γινόταν εδώ. Βγαίνανε τη νύχτα… Βγαίναμε, μας έπαιρνε η παρέα, να πάμε, αγαπούσε καμιά κοπελιά κανείς από την παρέα; Πάμε, να της τραγουδήσομε απ’ έξω. Ναι. Να της πει πώς την αγαπά, να το μάθουν κι οι γονιοί της αν δεν το ξέρανε, έτσι γινότανε. Την Κατοχή που δεν υπήρχανε ψωμιά και αυτά, σκεφτείτε ότι κολοκύθι τρώγανε -αυτά τα ‘χω ακουστά βέβαια, ε- και πίνανε κρασί και χορεύανε. Δεν υπήρχε μεζές. Κολοκύθι τηγανητό. Ναι… Και ήπαιζε ο πατέρας μου εκεί πίσω στου «Χορευτή». Και έρχονται, ούτε φώτα είχαν αναμμένα, καμιά λάμπα είχαν αναμμένη και κλειστές οι πόρτες. Και πάνε οι Γερμανοί, όχι οι Ιταλοί, Γερμανοί. Μπαίνουν μέσα και γυρίζει τον υποκόπανο του τουφεκιού ένας απάνω στο τραπέζι, τότε δεν… Ήτανε γυάλινα οι οκάδες, καράφες. Και τραβάει μια με το αυτό και πετά τα όλα κάτω και σπούνε και, ευτυχώς, το μαγαζί από το απάνω μέρος είχε κι άλλη πόρτα… Εν τω μεταξύ, βέβαια, ε, το φως λιγοστό, πετιέται ο πατέρας μου και φεύγει από την απάνω πόρτα και πήε στο σπίτι του. Πήανε μετά, αφού φύγανε οι Γερμανοί, και τον ηξαναφωνάζανε, μα δεν ηπήε. Αμέ ήτανε και φόβος αυτός, δεν ήτανε ότι… Οι Γερμανοί δεν ηδέχουντο πολλά-πολλά.

Ε.Π.:

Θυμάστε κάποια απ’ αυτές τις καντάδες που κάνατε, με τα όργανα;

Ν.Σ.:

Πώς! Καλά δεν τα ‘λεγα, δεν τα ‘λεγα εγώ εξ ιδίως μου, ο αυτός που αγαπούσε μ’ έβαλε: «Ένας μου φίλος μ’ έβαλεγια να σου τραγουδήσω,και να σου πω πώς σ’ αγαπάνα σε ειδοποιήσω» Τ’ ακούαν κι οι γονιοί. Επήαμε σε πολλά σπίτια, ανοίξανε, γιατί θέλανε να μας κεράσουνε, να κάτσομε εκεί, γιατί τον ηθέλαν τον γαμπρό. Άμα δεν ηθέλανε καμιά φορά, ερίχνανε και να σε βρέξουν κιόλας από πάνω…

Ε.Π.:

Εσάς σας έτυχε αυτό;

Ν.Σ.:

Πώς; Να μας κεράσουνε. Να μας βρέξουνε, όχι. Αλλά άλλους τούς εβρέξανε.

Ε.Π.:

Πώς ήταν η πρώτη φορά που ‘χατε παίξει σε πανηγύρι;

Ν.Σ.:

Ε, τότε, κοίταξε να δεις, κάνεις μια δουλειά δύσκολη, σε βλέπουν όλοι και είναι γεγονός ότι θα κάμεις και λάθος. Πάντα, βέβαια, την πρώτη δόση, δεύτερη, πάντα ντροπιασμένος, φοβισμένος, αλλά μετά, εντάξει. Γι΄ αυτό πρέπει να προσέχεις να γίνεις καλός, γιατί θα σε ακούνε και θα σε βλέπουνε πολλοί. Αν κάνεις λάθος, δεν θα ‘σαι επιθυμητός. Δεν ηξέρεις, είσαι άτεχνος. Ε, τύχανε όμως και μέρες καλές. Δουλειές καλές, καλούτσικες, γιατί, βέβαια, εδώ ο κόσμος όλοι μας ήμαστε της ίδιας μοίρας. Δεν ήμαστε πλούσιοι να πεις τα ‘χομε και τα πετούμε. Σε άλλα μέρη, πέφτανε πιο πολλά λεφτά.

Ε.Π.:

Πού είχατε παίξει πρώτη φορά;

Ν.Σ.:

Πίσω στου «Χορευτή», το ξέρεις; Εδώ στο χωριό μας είναι μια στοά, ευθεία πέρα είναι ένα δέντρο, εκεί μέσα πρωτόπαιξα, και το μαγαζί μικρό, ε; Μικρό αλλά ύστερι το μεγάλωσε. Εκεί ήπαιζα 'γώ τις πιο πολλές φορές. Σε τοπικές γιορτές του χωριού, εκεί, τις Αποκριές εκεί. Εντάξει, αν ετύχαινε και σε άλλο χωριό άλλη φορά, πήγαινα. Και στον Ποταμό και στον Γιαλό. Ανάλογα όπου είθε, πηαίναμε. 

Ε.Π.:

Θυμάστε περιστατικά απ’ αυτά τα γλέντια, που σας έχουνε μείνει αξέχαστα;

Ν.Σ.:

Ε, κοίταξε να δεις. Καλά πράματα, όχι... Ε, καμιά φορά γινόντανε και παρεξηγήσεις αναμεταξύ… Να θέλουν να χορέψουνε και να μην εβρίσκουνε σειρά και να… Κατάλαβες; Εδώ ήτανε τα πράματα αλλιώτικα. Σηκωνότανε δυο νέοι άντρες πρώτα να χορέψουνε. Ο πρώτος, ο πισινός τον ελέγανε «φαλό». Ο πρώτος είχε τον λόγο. Χόρευγε όποιες ήθελε, μπορεί να ‘τανε η μάνα του, μπορεί να ‘τανε η αδελφή του, η αγαπητικιά του, η ξαδέλφη του; Όλες τις ηχορεύγανε. Αφού αποχόρευε ο πρώτος, ο δεύτερος ο «φαλός» είχε τον λόγο να περάσει μπρος και να πάρει άλλονε να του «φαλεύει». Κατάλαβες πώς γινότανε; Πάλι ο τελευταίος, όταν αποχόρευε ο πρώτος, είχε το δικαίωμα να περάσει μπροστά. Δεν μπορούσε ο άλλος να σηκωθεί και να φωνάζει: «Κάτσε κάτω» και κάτι τέτοια, γιατί εκεί γίνουντο η παρεξήγηση και μαλώνανε. Είχε, τις Αποκριές ντυνόντανε μασκαράδες, ωραία πράματα. Διασκεδάζαμε εδώ στο χωριό μας με τα τοπικά όργανα, με τους ντόπιους ανθρώπους. Ε, κι αυτοί, βέβαια, που γινόνταν μασκαράδες, εχορεύανε έναν-δυο κάβους, μετά πετούσαν τις μάσκες στην άκρια και χορεύανε με όλους. Τώρα, κι αυτά ξαλείψανε. Τώρα, και με τον κωρονοϊό δεν γίνεται πουθενά γλέντι αποκριάτικο.

Ε.Π.:

Πείτε μου για κανένα περιστατικό συγκεκριμένο έτσι που να θυμάστε.

Ν.Σ.:

Δηλαδή, σε τι απάνω;

Ε.Π.:

Στα γλέντια αυτά.

Ν.Σ.:

Ε, σου λέω ότι εκεί ξεφανερωνότανε στα γλέντια ποιος αγαπάει την ποια μες στο χωριό. Εκεί κάπου ξεφανερωνότανε, και άμα τις παίρναμε χαμπάρι, αρχινούσαμε και τα τραγούδια τα ερωτικά. Ήτανε… Ξέραν και κάτι μανάδες. Δεν ήτανε έτσι απλώς, αλλά από κει ξεκινούσε το πιο πολύ σκηνικό. Ε, μετά, σου λέω, κάθε... Εχτός να έβρεχε, εχτός να έβρεχε, να μη βγούμε και βόλτα στο χωριό, μετά από το γλέντι. Ναι. Αλλιώς ήταν απαραίτητα.

Ε.Π.:

Κι άμα τους παίρνατε χαμπάρι, τι τους τραγουδούσατε;

Ν.Σ.:

Ε, ό,τι τραγούδια τούς αξίζανε. Μπορεί να ‘τανε αγαπητικιά, να τους πεις για την αγάπη τους, για ξέρω 'γώ τι. Αν ήτανε στον χορό απάνω, να χορεύει τη μάνα του, δεν θα του λες για την αγαπητικιάν του, θα του λες για τη μάνα του. Α[00:40:00]ν ήτανε αδερφήν του, θα του πεις για την αδερφήν του. Εκείνη την ώρα τα έκανες τα τραγούδια, δεν ήτανε ότι τα ‘ξερες να τα πεις. Εκείνη την ώρα να τα ταιριάξεις. Είναι μεγάλη δουλειά, δεν είναι λίγια.

Ε.Π.:

Θυμάστε ρίμες τέτοιες που λέγατε;

Ν.Σ.:

Ε, πού να θυμάμαι μωρέ τώρα.

Ε.Π.:

Πριν μου είπατε μία.

Ν.Σ.:

Ε, εντάξει. Πού να θυμάμαι… Συνήθως, δεν ήμουνα εγώ έτσι ποιητής καλός. Είχα έναν ξάδελφο εδώ πάνω, αυτός τώρα δεν ακούει, με τον κεραυνό ηπάθαν τ’ αυτά του... Ητηλεφωνούσε και ‘παθαν τ’ αυτιά του και δεν ακούει, μόνο φορεί ακουστικά κι αυτά δεν τον βολεύουνε. Είναι ένας άλλος στην Λαγκάδα, ο Μιχάλης ο Βλαβιανός, αυτός ήτανε καλός ποιητής και καλός τραγουδιστής. Καλλίφωνος, ναι.

Ε.Π.:

Θέλετε να μου μιλήσετε και για το έθιμο του «Καπετάνιου»;

Ν.Σ.:

Ναι. Ο «Καπετάνιος», βέβαια, γίνεται πάντοτε την Τυρινή. Φεύγεις με τα όργανα και πας σ’ ένα ορισμένο σημείο, μακριά από δω. Λοιπόν, πρώτα, ερχόνταν κι ο παπάς μαζί. Τώρα, δεν ξέρω πώς τα ‘χουν κάμει γιατί και 'γώ 'χω να πάω χρόνια. Λοιπόν, πηγαίνανε πιο πέρα με τα όργανα, είναι ο «Καπετάνιος» που θένε τον εντύνανε εκεί και ο παπάς έριχνε το πετραχήλιν του απάνω στην κοπελιά που θα ήτανε «Καπετάνισσα». Υποτίθεται ότι αυτή την αγάπαγε ο άλλος, ο «Καπετάνιος». Συνεχίζανε, λοιπόν, και ερχόντανε καβαλάρης στο άλογο, ο «Καπετάνιος», κι ερχόμαστε με τα όργανα, εδώ στην αυλή της εκκλησίας. Εχόρευε, να κατακεράσουνε τον κόσμο, να συνεχιστεί το γλέντι έως που να σκοτεινιάσει. Μετά, πηγαίναμε στο καφενείο που ήμαστε προορισμένοι για να παίξομε, στο μαγαζί, ναι. Και ερχόταν κι ο «Καπετάνιος» με τις γυναίκες που αυτό και χορεύανε. Και κανονικά ο «Καπετάνιος» όλα τα έξοδα, τα κεράσματα τα τραβάει ο «Καπετάνιος». Εκατάλαβες; Έχουνε, λοιπόν, ο «Μπαϊραχτάρης», κρατάει ένα κοντάρι όταν εντύσουν τον «Καπετάνιο», έχουν απάνω στο κοντάρι: ένα χταπόδι κρεμασμένο, ένα τυρί καρφωμένο, κι ένα διπλό ψωμί. Το τυρί είναι για την Τυρινή, την ημέρα αυτή. Το χταπόδι είναι για την Καθαρή Δευτέρα. Με κατάλαβες πώς τα ΄χουνε, τα ‘χανε τα έθιμα; Κι εδώ γινότανε πολλές φορές ο «Καπετάνιος», και στην Λαγκάδα. Τώρα, είναι δυο χρόνια που ‘χει να γίνει; Νομίζω ναι.

Ε.Π.:

Εσείς ντυθήκατε ποτέ «Καπετάνιος»;

Ν.Σ.:

Εγώ; Αφού ήμουνα οργανοπαίχτης, να ντυθώ και «Καπετάνιος»; Εμείς ήμαστε για να παίζομε, δεν ηντυνόμαστε, όχι. Εδώ, θυμάμαι, εγώ, που εντύθη «Καπετάνιος» πρώτον τον πατέρα του Γιώργου. Αγάπαγε μια εδώ από χωριό και ντύθηκε «Καπετάνιος», τον πρώτο που θυμάμαι. Μετά, θυμάμαι έναν άλλον, τον Μάρκο του «Χορευτή». Μετά τον Κωσταρά. Ποιος άλλος ήτανε; Ο Νικόλας, από τα Κατάπολα, του Παντελή, που ντύθηκε αυτός στην Λαγκάδα, βέβαια, και απάνω στην Παναγία την Απανοχωριανή, που αγαπούσε την ανιψιά μου τη Βαγγελίτσα, τη συχωρεμένη. Ντύθηκε «Καπετάνιος», γλεντήσαμε στην Λαγκάδα. Ε, γινόνταν και πιο παλιά, που δεν τους θυμάμαι εγώ, ούτε καν τις ήξερα.

Ε.Π.:

Θέλω να ρωτήσω και κάτι ακόμα, είχατε κι εσείς κάποιο παρατσούκλι όπως ο «Χορευτής», ας πούμε;

Ν.Σ.:

Ο Χορευτής δεν είναι παρατσούκλι... Παρατσούκλι θα ‘ναι, διότι δεν ηχόρευγε καλά και τον ηβγάλανε «Χορευτής». Και του ‘μεινε «Χορευτής». Τα παιδιά του, που είχε δέκα παιδιά είχε. Δεκαεφτά είχε κάμει, τέλος πάντων, εζήσαν τα δέκα. Του ‘μεινε «Χορευτής» και τα παιδιά του… Λέγαμε: ο Ανάργυρος του «Χορευτή», ο Νικήτας του «Χορευτή», ο Στέφανος του «Χορευτή», το Ρηνιώ του «Χορευτή». Άκουγε του «Χορευτή», αλλά όμως ύστερι ήτανε άσσος στο χορό, δεν ήτανε… Πρώτα, που σηκώθη να χορέψει, δεν ήξερε τίποτι και τον είχαν ονομάσει ο «Χορευτής». Εμένα με λένε «Ντίρλα».

Ε.Π.:

Γιατί;

Ν.Σ.:

Να σου πω. Ένας ξάδερφος της γυναίκας μου με ζήλευε που μάθαινα βιολί. Απέναντι στον Ποταμό ήτανε ένας... Ήτανε το επάγγελμάν του χτίστης άριστος και μαραγκός και έπαιζε βιολί. Εγώ προσωπικά τον άνθρωπο δεν τον είχα ακούσει να παίζει ποτέ, επειδή όμως δεν ήπαιζε βιολί, τον είχανε βγάλει «Ντίρλα». Ο άλλος από δω, επειδή δεν με χώνευε και έπαιζα εγώ, εμάθαινα, με ονόμασε «Ντίρλα». Και μου ΄μεινε. Κατάλαβες;

Ε.Π.:

Αυτόν γιατί τον λέγανε «Ντίρλα»; Έπινε;

Ν.Σ.:

Όχι, όχι, επειδή, ξέρω 'γώ, δεν ήπαιζε καλά, τον είχανε βγάλει «Ντίρλα», ναι. Ενώ ήτανε και χτίστης, ζωγραφιά. Μαραγκός καλός. Ε, το βιολί του δεν ήτανε καλό. Εγώ δεν τον είχα τον άνθρωπο ακούσει, αλλά τον είχαν ονομάσει έτσι. Λόγω που δεν ήπαιζε καλά; Ε, και δεν ξέρω να σας πω. Και ο άλλος από δω μου κόλλησε το ίδιο παρατσούκλι, με ζήλευε ότι δεν θα μάθω και με ονόμασεν έτσι και μου ‘μεινεν. Δεν 'πα να λένε ό,τι θέλει.

Ε.Π.:

Τι άλλες ασχολίες είχατε;

Ν.Σ.:

Από όλα και λίγα. Και μπαξέ είχα, τέσσερα-πέντε κατσικάκια είχα, βάρκα είχα, αμά ‘τανε καλοκαιρία, πήγαινα και ήπιανα τα ψάρια του σπιτιού μας. Αυτά. Μπαξέ και πατάτες να κάμω για το σπίτι, βέβαια, πάντα, όχι για να πουλώ. Κρεμμύδια για να περάσομε τον χρόνο, τις ντομάτες του καλοκαιριού μας, αγγούρια, κολοκύθια, μπάμιες, μελιτζάνες, φασόλια, χορταρικά, απ’ όλα είχαμε. Αμπέλια είχαμε, κρασά κάμναμε, πάντα, βέβαια, για τα σπίτια μας. Και παραπάνω από τα σπίτια μας, αλλά μας τα φάγανε όλα και δεν έχομε τώρα μία ρόγα σταφύλι. Φάγαν τα κατσίκια... Άσε που τα βουρλούνε και τα ‘χουνε ρημάξει όλα. Τα χωράφια τα αυτά. Ε, σου λέει ο άλλος κτηματολόγιο. Κάμε το! Έλα να το βόσκεις εσύ.

Ε.Π.:

Για ψάρεμα πηγαίνατε τακτικά;

Ν.Σ.:

Δεν μπορείς να πας κι όποτε θες εσύ. Όποτε θέλει ο καιρός. Αλλά, βέβαια, άμα ‘τανε καλοκαιρία, θα πάμε γιατί… Θ’ αγοράσεις ψάρια; Πιο καλά να τα πιάσεις ο ίδιος να μην τα πληρώνεις κιόλας. Πηγαίναμε. Α, να πιάσεις κάνα δυο κιλά χάνους, να φας δυο-τρεις μέρες και πάλι. Μη νομίζεις και πρώτα, που δεν είχε και ψυγείο, αν ήσφαζες κρέας…. Καλά το κρέας ηγίνουντο και καβουρδιστό. Να το φας άλλες μέρες. Το ψάρι όμως ήθελε να φας αποβραδίς, να τηγανίσεις να φας και την άλλη μέρα… Το καλοκαίρι όμως χαλούνε. Δεν είχαμε ψυγεία να τα διατηρήσομε. Άλλοι ‘καναν και ξερά: παστώναν και σαρδέλα. Βέβαια. Είχαμε αυτές τις ασχολίες εδώ πέρα. Τα όσπριά μας ηκάναμε. Αυτά. Τα κατσικάκια μας να ‘χομε να σφάξομε και ‘κανα ριφάκι [κατσίκι] μετά. Άλλοι είχανε, βέβαια, όχι εγώ, γελάδες. Όλα τα σπίτια του χωριού, εδώ, είχανε από ‘να ζευγάρι γελάδες, διότι όλοι ζευγαρίζανε με τα άλετρα. Δεν υπήρχαν τα μηχανήματα. Και τώρα τα μηχανήματα εδώ δεν πάνε όπου να ‘ναι. Πρέπει να ‘χει δρόμο να πάει. Ο κάμπος μόνο. Εδώ πάνω, πού να πάει μηχάνημα; Που ‘ναι όλο τράφοι [χαντάκια-τάφροι] κι αυτά. Τα ‘φτιαχναν τα χωράφια με τις γελάδες. Τα οργώνανε και ‘καναν και το μοσχαράκι οι γελάδες, το πουλούσανε. Μ’ αυτά ζούσε ο κόσμος. Τώρα, μες στο χωριό μας, δεν υπάρχει ούτε τρίχα της αγελάδος.

Ε.Π.:

Με ποιον πηγαίνατε για ψάρεμα;

Ν.Σ.:

Από δω από το χωριό μ’ όποιον να ‘τανε. Όλοι από δω, όλοι, και με τον Γιώργη είχα πάει κ[00:50:00]αι με τον πατέραν του είχα πάει και με πολλούς άλλους. Όλοι εδώ στο χωριό, από λίγο ως πολύ, όλα τα πελεμούσανε. Πρώτα, ήζει ο πατέρας μου, πήαινα και με τον πατέρα μου, ήταν ο γαμπρός μου, πήαινα και με τον γαμπρό μου. Με όλους. Ε, ίντα νομίζεις πώς… Μια βάρκα είχαμε. Ύστερι, μας την επήρε κι αυτήν η φουρτούνα, μας την ήσπασε, και μείναμεν έτσι. Αλλά τώρα και να την είχα, χωρίς μάτια πού θα πας;

Ε.Π.:

Πώς τη λέγαν τη βάρκα;

Ν.Σ.:

Εγώ την έλεγα «Άγιοι Ανάργυροι».

Ε.Π.:

Σας είχαν συμβεί περιστατικά με κακοκαιρίες και με…

Ν.Σ.:

Ε, ναι! Ε, μια φορά πραματικά, εντάξει, δεν ζοριστήκαμε γιατί τη βγάλαμε αλλού, αλλά δεν μπορούσαμε να ‘ρθουμε εδώ κάτω, γιατί ήτανε καλοκαιρία, μπονάτσα λάδι η θάλασσα. Και ύστερα έφερε λίγες πιτιλιές, βροχή, κι εκεί τον ήφερε γαρμπινάτσα. Αλλά γαρμπινάτσα! Και αντίς να ‘ρτομε στη μικρή Βλυχάδα, μπήκαμε στη μεγάλη, γιατί δεν ημπορούσαμε να περάσομε κάτω. Εν τω μεταξύ, ένα καΐκι που κατέβαινε πιο πάνω μας είδε, είδε ότι κιντυνεύομε, κι αυτός, βέβαια, δεν ήτανε… Κι έριξε, έδωσε σήμα στα Κατάπολα, στο τελωνείο, ότι μια βάρκα κιντυνεύει, αλλά εμείς είχαμε βγει έξω κι ήρταμε εν τω μεταξύ εδώ. Να ‘ρθουν να μας γυρεύουνε. Κι ο πατέρας μου επήαινε να βρει κάνα καΐκι μεγάλο να ‘ρθει να μας γυρεύει, αλλά είχαμε έρθει από την άλλη Βλυχάδα εμείς, και δεν… Ε, δεν ήτυχε μόνο σε μένα, και σε άλλους. Και στον γαμπρό μου μια φορά, είχε… Τον ήκλεισε στην Νικουριά σοροκάδα. Και στείλανε καΐκι από δω και πήε και τους ήδεσε και τους ήφερε κάτω. Ναι, αμέ. Ναι, από δω οι θάλασσες είναι κακές. Είναι άγρια τα μέρη και άμα δεν... Πρέπει να ‘χεις τον νου σου, και μπονάτσα που ‘ναι, να μην τον φέρει τον καιρό από πουθενά και… Κι άλλος από δω, με μπονάτσα, τον αποκίνησε η βοριαδέλα κατεβασά, και πήγε πίσω, στο Νταβέντου, και ήρθε με πόδια. Αφήκαν τη βάρκα εκεί και ήρθε με τα πόδια μέσα. Είναι μακριά, δεν είναι κοντά. Αλλά δεν ημπορούσανε και να ‘ρθουνε, γιατί είθε να πνιγούνε. Ναι. Την ημέρα του Σταυρού, που μας πέρασε, 14 Σεπτεμβρίου, επνίγηκεν ένας χωριανός μας εδώ πίσω στη Βλυχάδα με τη βάρκα. Φέτος.

Ε.Π.:

Είχατε φοβηθεί ποτέ μέσα στη βάρκα;

Ν.Σ.:

Ω, ίντα να φοβηθώ; Όχι. Όχι. Δεν… Μα δεν πηγαίναμε με φουρτούνες. Άμα σου τύχαινε, εντάξει. Ε, μια φορά του Ευαγγελισμού πραγματικά, κατεβαίναμε από τον Κρούκελο, τον ήφερε βοριά και στον δρόμο μου ‘σβησεν η μηχανή -γιατί τότε είχα μηχανή, εξωλέμβιο-, εσταθήκαμε κι έβαλα βενζίνα, αλλά ήτανε φουρτούνα, και βράχημε και ήρθαμε μισοπνιγμένοι. Και άλλη μια φορά, από κει πάνω, παρατήσαμε και τα παραγάδια κάτω κι ήρταμε κι ήταν και σκοτάδι, με σοροκάδα. Ε, τότε πραγματικά… Ήταν και νύχτα. Εδώ, στα Θολάρια, εδώ από κάτω που ‘ναι έναν αυλάκι, η Βλυχάδα η μικρή, είχε εφτά βάρκες. Για να πάνε εφτά βάρκες στο ψάρεμα, πάντα δύο νομάτοι μες στη βάρκα, δεκατέσσερεις. Δεκατέσσερα σπίτια ετρώγανε ψάρια το βράδυ. Δεν ήδωνες και δίπλα; Στην αδελφή σου, στη μάνα σου, στη θεία σου; Ετρώγανε είκοσι-είκοσι πέντε σπίτια το βράδυ στα Θολάρια ψάρια από τη μικρή Βλυχάδα. Τώρα ηπόμεινε μια.

Ε.Π.:

Με τη γυναίκα σας πότε γνωριστήκατε;

Ν.Σ.:

Α, ξέρω 'γώ πότε ήτο! Αυτήν ήτονε ξαναπαντρεμένη.

Ε.Π.:

Εσείς, σε ποια ηλικία παντρευτήκατε;

Ν.Σ.:

Εγώ, 39 χρονιών.

Ε.Π.:

Και πώς γνωριστήκατε;

Ν.Σ.:

Τι;

Ε.Π.:

Πώς γνωριστήκατε;

Ν.Σ.:

Ε, πώς να γνωριστούμε. Άσ’ την εκεί δα.

Ε.Π.:

Κάνατε και παιδιά;

Ν.Σ.:

Ναι, έχω μια κόρη εγώ. Εκείνη έχει -από τον άλλο της γάμο-, έχει ένα γιο. Ψαράς είναι.

Ε.Π.:

Η κόρη σας γεννήθηκε εδώ;

Ν.Σ.:

Ναι αμέ. Εδώ.

Ε.Π.:

Πώς;

Ν.Σ.:

Τι πώς;

Ε.Π.:

Με μαία;

Ν.Σ.:

Α, εδώ λες αν γεννήθη στην Αμοργό; Όχι, πήε στην Αθήνα και την γέννησε. Στον Πράσινο, τον γιατρό.

Ε.Π.:

Αυτά τα ψαρέματα που μου περιγράψατε, σε ποια ηλικία τα κάνατε;

Ν.Σ.:

Α, από 10-12, 12 χρονών επηγαίναμε, επήγαινα. Μάλιστα, την πρώτη δόση που επίμενα να πάμε, πήγα με τον πατέρα μου και με τον γαμπρό μου και ο καιρός έδειχνε πως είναι καλός, μα δεν ήτον, κι εγώ ζαλίστηκα και ήφαα κι ένα χαστούκι από τον γαμπρό μου. Γιατί εγώ ήκανα την απόφαση να πάμε, εγώ τους ηπαράσυρα. Ύστερις, ζαλίστηκα. Ε, από κει και μετά, πηγαίναμε ταχτικά. Και τότε που δούλευα στην τέχνη, πηγαίναμε από δω. Πηγαίναμε το πρωί, μπορούσα να σου πω ότι στις 09:00 η ώρα είχαμε έρθει και θα πήαινα στην Λαγκάδα μετά. Βέβαια. Και άλλη φορά που πήε ο γαμπρός μου, κάτω είχανε θέξει κάτι δίχτυα, και μου λέει: «Έλα κάτω να πάρεις τα ψάρια απάνω, γιατί εμείς θα ξαναγυρίσομε να πάμε». Και τα πήρα και τα επούλησα στην Λαγκάδα. Είχανε κάτι αστακούς πιασμένους, κάτι μπαρμπούνια. Τα πήρα και τα πούλησα στη Λαγκάδα. Κι αυτοί πηαίνανε πάλι. Τι νομίζεις ότι… Τα ψάρια αυτά τα παίρνανε λίγοι. Στην Λαγκάδα, λίγοι και εδώ. Ο παπάς μας δεν τα ‘παιρνε, γιατί πάαινε και ο ίδιος στο ψάρεμα. Ο δάσκαλος ημπορούσε να τα πάρει, γιατί είχε μισθό κι από κάτω ένας δικηγόρος. Οι άλλοι δεν είχανε λεφτά να πάρουνε μπαρμπούνια. Μη νομίζεις. Γόπα και με το ζόρι.

Ε.Π.:

Εσείς, μέχρι να γίνει ο δρόμος πηγαίνατε στα άλλα χωριά;

Ν.Σ.:

Αμέ. Με τα πόδια. Και με… Ή με γαϊδούρι, αλλά όχι για να μαθαίνω τέχνη με το γαϊδούρι. Πού θα το βάλω 'γώ να ‘ναι όλη μέρα. Με τα πόδια πήγαινα, με τα πόδια ήρχουμου. Πέρα πηγαίναμε να αλέσματα, να αλέσωμε με τα γαϊδούρια, στην Λαγκάδα, που ήτανε ο μύλος. Μηχανή μύλος, όχι ανεμόμυλοι. Και μόνο; Τότε, δεν είχεν και δω μαγαζά και πηγαίναμε στην Λαγκάδα και ψωνίζαμε. Μαγαζά είχε, πράματα δεν είχανε απ’ όλα μέσα. Εδώ πέρα στην καμάρα θυμάμαι ένα μαγαζί το οποίον είχε κανένα σακουλάκι, τσουβαλάκι ρύζι και γύρισεν ο χρόνος και δεν είχε πουληθεί. Το ρύζι τότε το ‘χανε είδος πολυτελείας, κι αν ήταν κανείς άρρωστος και δεν είχε όρεξη να φάει… Αφού δεν ήφαε το ρύζι του θα πεθάνει. Δεν είχε όρεξη να φάει το ρύζιν του; Το ‘χανε πολυτελείας φαΐ. Και γύρισεν ο χρόνος που το ‘χε φέρει αυτός να το πουλήσει, και δεν είχε πουληθεί. Σκέψου να δεις πόσα λεφτά υπήρχαν στο χωριό. Οι γριούλες πουλούσανε τ’ αυγό για να πάνε την άλλη μέρα στην εκκλησιά ν’ ανάψουν κεράκι.

Ε.Π.:

Εδώ πότε ήρθε το ρεύμα;

Ν.Σ.:

Πρώτα ήρθεν ο δρόμος και μετά το ρεύμα. Ήταν το ’80; Με την πρώτη, με την πρώτη τετραετία που εκυβέρνησεν ο Παπανδρέου. Τότε ήρθε το ρεύμα εδώ στην Γιάλη. Στην Χώρα και στα Κατάπολα ήταν εικοσιδύο χρόνια το ρεύμα. Ναι. Πρώτα ήγινε ο δρόμος, από Χώρα-Γιάλη και μετά ήρθαν οι κολώνες εδώ.

Ε.Π.:

Εσείς, πού πήγατε φαντάρος;

Ν.Σ.:

Εγώ πήγα στην Χίο, δύο φορές. Μετά, πήγα στο Μεσολόγγι, ορκίστηκα, εγύρισα στο Γουδί, επήγα Θεσσαλονίκη, γύρισα στο Γενικό Επιτελείο και πήγα μ[01:00:00]ετά στρατοδικείο, Ακαδημίας 11, κι από κει πήρα το απολυτήριο.

Ε.Π.:

Ποια χρόνια;

Ν.Σ.:

Το ’62, ηπολύθηκα. Το ’59, πήγα. Ε, μας ηχαρήσανε μια ΕΣΣΟ που παντρέυτηκε ο βασιλέας ο Κωνσταντίνος. Ήτανε ένα... Ήμουνα 61 ΕΣΣΟ και ηπολύθηκα με την 59. Μακάρι να ‘μαστε σ’ αυτήν την ηλικία κι ας υπηρετούσαμε άλλη μια θητεία.

Ε.Π.:

Υπάρχει κάτι που σας έχει μείνει από το φανταρικό έτσι…;

Ν.Σ.:

Ω, κοίταξε να δεις, εγώ φαντάρος πέρασα καλά. Τη δουλειά μου δούλευα, επιδιόρθωνα τις αρβύλες του στρατού, μια χαρά. Φαγητά καλά και, εντάξει, δεν είχα προβλήματα. Εντάξει και ασκήσεις ηπήα. Ε, νέος ήμουνα, δεν είχα, δεν… Και σε αντίσκηνο κοιμήθηκα και βροχάρια ήτανε και βούλησαν τ’ αντίσκηνο. Αυτά ήτανε όλα συνηθισμένα. Ε, εντάξει δεν είχα… Καλούς διοικητές είχαμε. Κάτι υπαξιωματικοί ήτανε που ‘τανε λιγάκι στραβόξυλα, αλλά, εντάξει, αυτά τα ‘χει ο στρατός. Δεν είσαι στο σπίτι της μάνας σου. Όπως όλος ο κόσμος, αυτό να το χαίρεσαι. Όταν πας να υπηρετήσεις την πατρίδα. Όλος ο κόσμος πάει. Και να σου πω και κάτι; Εμείς, δεν ξέρω, ο αξιωματικός; Ο διοικητής μας ήτανε τέτοιος; Τα φαγιά που ήφαγα στον στρατό, δεν τα ‘φαγα στο σπίτι της μάνας μου. Σουτζουκάκια με πουρέ, συσσίτιο, κρέας στον φούρνο, κρέας σούπα. Τα πάντα, τα γεμιστά με κιμά. Περιποιημένα πράματα, όχι…

Ε.Π.:

Αυτό το σπίτι είναι το πατρικό σας;

Ν.Σ.:

Της μάνας μου, ναι.

Ε.Π.:

Να σας ξαναρωτήσω κάτι για τον σεισμό;

Ν.Σ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Εσείς ήσασταν εδώ. Είχατε τρομάξει πολύ;

Ν.Σ.:

Ε, τι λες εσύ; Να μην τρομάξω; Παναγιά να φυλάει και να μην το γνωρίσει άνθρωπος. Γιατί ήμουν και μονάχος. Θα μου πεις, τι θε να σου κάνουν οι γονείς σου; Δεν υπήρχε πιο τρομαχτικό πράγμα. 

Ε.Π.:

Πείτε μου λίγα ακόμα πράγματα για κείνη τη μέρα.

Ν.Σ.:

Για ποια μέρα;

Ε.Π.:

Του σεισμού.

Ν.Σ.:

Τι να σου πω… Όλος ο κόσμος ήτανε πανικοβλημένος. Όλος ο κόσμος, και αν... Ξέρεις, ε, δεν υπήρχε ραδιόφωνο μέσα στο χωριό. Δεν είχε κανένα σπίτι, μόνο στου δασκάλου μας το σπίτι είχαν έρθει τα παιδιά του -δασκάλοι κι αυτοί-, από την Σύρο και είχανε τρανζίστορ. Όλο το στενό, λοιπόν, από κάτω από το σπίτι του δασκάλου, ήτανε γεμάτο κόσμος κι ηπερίμενε να δει τι θ ‘ακούσει για το σεισμό και αν θα ξαναγίνει. Άντε τώρα μυαλά, να σου πουν, αφού δεν το γνωρίζουν κι αν θα ξαναγίνει. Και πήαμε ν’ ακούμε. Εγώ ήμουνα και μικρός, βέβαια, τότε, αλλά και μεγαλύτεροι άνθρωποι. Δεν υπήρχε ράδιο μες στο χωριό, ένα. Κατάλαβες τι χρόνια ήτανε; Του θειου μου του… Κάτω στον κάμπο δίπλα, από το Λακκί, είχε ένα σπίτι διώροφο. Ε, διώροφο αλλά με χώμα χτισμένο, χωματοχτισμένο. Και πήαινε ο άνθρωπος να… Ηνέβαινε τα σκαλιά εκείνη την ώρα, ν’ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, και βουρλά το σπίτι και του τινάζει ένα πέταμα και τον πετά μες στη μέση του χωραφιού. Ύστερι, κοιμούντο, εκεί δα μες στο περβόλι, σ’ έναν κρεβάτι, έτσι με την υγρασία, γιατί αφού ‘ναι απ' όξω η θάλασσα κοντά, υγρασίαν είχεν τη νύχτα και κοιμούντο ο άνθρωπος.

Ε.Π.:

Εσείς είχατε καταλάβει τι συνέβαινε;

Ν.Σ.:

Κοίταξε να δεις, ετρόμαξα και συνήλθα. Κατάλαβα τι γίνεται. Αφού σου λέω, κει πέρα το «λουξ» χτύπαε από τη μία μπάντα στην άλλην. Και δίνω μια… Ήτανε η πόρτα διαφορετικιά τότε κι ανοίγει και πήε το κλειδί μες στην αυλή και πάω με τα σώβρακα απάνω και παίρνω την Σοφία την ανιψιά μου, γιατί ήταν μικρή, και βγαίνω όξω στον δρόμο και ο πατέρας επήρε την Ειρήνη, του Αιγιαλίς, και βγήκεν απ' όξω κι αυτός. Δεν είχαν άλλα παιδιά τότε. Ναι. Και [Δ.Α.] όλη την ώρα κάθε τόσο να, να τρέμουνε οι τοίχοι. Ναι. Αλλά τα ζώα προνοούνε…

Ε.Π.:

Κοιτώντας πίσω στη ζωή σας, ποιες είναι πιο χαρούμενες περίοδοι;

Ν.Σ.:

Όταν απολύθηκα από στρατιώτης που ‘ρθα δω. Χαρούμενες μέρες, να περάσεις καλά, το Πάσχα, με τις παρέες του χωριού, μ’ αυτά, τι άλλο; Διασκεδάσεις άλλες απ’ αυτές που σου ‘πα, εμείς δεν είχαμε. Μόνο με τα όργανα τα τοπικά, να μονιάσουμε όλοι μαζί του χωριού, να διασκεδάσομε.

Ε.Π.:

Και θυμάστε κανένα περιστατικό που να τσακώθηκαν μεταξύ τους οι χορευτές και να έγινε…

Ν.Σ.:

Ε, θυμάμαι, αλλά άσ' τα εκεί δα τώρα γιατί ακόμα ζούνε μερικοί και δε θέλω να… Ε, σε ένα γλέντι, των Αγίων Αναργύρων ήτανε, τότε εγώ δεν ήπαιζα ακόμα όμως, ήμουνα μικρός, σε ένα… Από την εκκλησία, το προαύλιο, μέχρι και πιο πάνω που ‘ναι το ζαχαροπλαστείο τώρα, ένας ετσακώθη τρεις φορές. Σπασίματα, καυγάδες, γινότανε… Γινότανε. Μοιράζανε καμιά αγαπητικιά… Κει κάτω, κει κάτω στο Λακκί που έπαιζα μια βραδιά, ήτανε μία και τη μοιράζανε δύο και τσακωθήκανε, αλλά τον έναν τον ήκρυψε μια δική μας γυναίκα στο σπίτι της, γιατί ήθελε να γίνει μεγάλο κακό… Μοιράζανε μια. Αυτά γινόντανε, παιδί μου, δεν τα ξέρεις τώρα…

Ε.Π.:

Πότε παίξατε τελευταία φορά βιολί;

Ν.Σ.:

Ε, σε… Πότε ήπαιξα; Επαίζανε κάτω στην αυλή της εκκλησίας, τότε που πρωτόγινε ετούτο δω το επεισόδιο με τον κορωνοϊό, δεν είχε κοινολογηθεί ακόμα, το ξέρανε ότι πρόκειται να γίνει lockdown κι έγινε ο «Καπετάνιος», Τυρινή και εδώ και στην Λαγκάδα. Και καθόμουν απ' όξω απ’ το ζαχαροπλαστείο. Έπαιζε ο Γιακουμής ο Γαβράς, τον ηξέρεις, δεν τον ηξέρεις;

Ε.Π.:

Βέβαια.

Ν.Σ.:

Λοιπόν, αυτός έχει έρθει πολλές φορές εδώ και του ‘χω κάνει μάθημα 'γώ. Λοιπόν, ο ζαχαροπλάστης από δω μου λέει: «Έλα να πάμε να παίξεις λίγο». «Βρε άσε με -του λέω- τώρα παίζουνε τώρα οι νέοι, άσε». Λέω: «Όχι, όχι, όχι». Με πήρεν αγκαζέ και με πήγε και ήπαιξα καμιά ώρα, δυο, ε, εντάξει, αυτό. Δεν παίζω τώρα ταχτικά. Εδώ μέσα παίζω. Πιάνω και ξεβαριέμαι, αλλά έτσι τώρα στα γλέντια εγώ δεν πάω να ταράζω. Ξέρεις, άμα δε βλέπεις καλά, δεν, δεν...

Ε.Π.:

Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε; 

Ν.Σ.:

Τι άλλο να σου πω, παιδί μου; Τι άλλο;

Ε.Π.:

Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα!

Ν.Σ.:

Τίποτα.