«Η παράδοση για εμένα είναι φυλαχτό και αγιοκέρι»
Ενότητα 1
Η παράδοση μέσα στην οικογένεια
00:00:00 - 00:22:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Βουλγαρίδου Ευστρατία, είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα, σήμερα είναι 22 Ιανουαρίου του 2022, βρισκόμαστε στα Γιάννενα και αφηγήτρ…ι αυτό που θα σε πάει παραπέρα, είναι αυτό που θα σε κρατήσει. Όλα να τα χάσεις, τα παιδιά σου και αυτό θα σε κρατήσουν. Είναι πολύ βασικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η διδασκαλία των παραδοσιακών χορών
00:22:02 - 00:50:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σαν δασκάλα χορού πώς το μεταδίδεις στους μαθητές σου; Λοιπόν, είναι το αγαπημένο μου κομμάτι της ιστορίας. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα απ…τί μου αρέσει να ακούω το κλαρίνο, γιατί μου αρέσει αυτό, να περνάω καλά». Αυτό είναι περισσότερο η παράδοση. Δεν είναι να κάνω γυμναστική.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι φιλίες μέσω της παράδοσης
00:50:32 - 00:58:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχεις γνωρίσει άτομα με το ίδιο ενδιαφέρον; Αν έχω γνωρίσει λέει! Το «πανελλήνιο κακό», έτσι τη λέμε εμείς την παρέα μας. «Το πανελλήνιο κα…ητα αυτή. Χαίρομαι. Και εγώ. Θέλεις να συμπληρώσουμε κάτι; Έχουμε ξεχάσει κάτι; Δεν νομίζω. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Και εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ονομάζομαι Βουλγαρίδου Ευστρατία, είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα, σήμερα είναι 22 Ιανουαρίου του 2022, βρισκόμαστε στα Γιάννενα και αφηγήτριά μας είναι η Λισγάρα Λαμπρινή. Καλησπέρα.
Καλησπέρα. Είμαι η Λισγάρα Λαμπρινή. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Γιάννενα και βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω για κάτι που αγαπάω πάρα πολύ και με το οποίο ασχολούμαι από πάρα πολύ μικρή. Για κάποιους ίσως είναι πολύ αστείο, για εμένα είναι όλη μου η ζωή. Και για αυτό θέλω να το πω και σε εσάς, για να το ακούσετε και για να δείτε και εσείς ποσό ενδιαφέρον είναι και πώς μπορούμε όλοι να ενταχθούμε μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο που ονομάζεται παράδοση, το οποίο είναι κάτι τόσο ζωντανό! Δεν είναι μουσειακό. Είναι κάτι που συνεχίζεται. Εγώ λοιπόν σε αυτό το κομμάτι μπήκα από, από όταν ήμουν 3, 4. Στον πρώτο σύλλογο που πήγα, στον Σύλλογο Καλαρρύτων, στον οποίον είμαι και τώρα και διδάσκω σε αυτόν τον σύλλογο, με πήγε ο αδερφός της μητέρας μου, καθώς οι γονείς μου δεν είχαν καμία ιδέα από χορό, καμία ιδέα από ρυθμό, δεν τους άρεσε, δεν θέλαν να ασχοληθώ καθόλου. Λοιπόν, ο θείος μου με πήρε μια φορά να δω αν μου αρέσει, και από τότε κόλλησα. Όσο ήμουνα μικρή και μέχρι την εφηβεία μου δεν σταμάτησα ποτέ την ενασχόλησή μου με τους παραδοσιακούς χώρους, ερασιτεχνικά. Εμφανίσεις… Και ήμουν και καλή, παράθεμά με. Και ίσως να ήταν και ένας λόγος που με τραβούσα και ακόμα περισσότερο. Το είχα, που λένε. Είχα ταλέντο σε αυτό. Φορούσα την ωραία μου την μπλε τη φουστίτσα και το ωραίο μου το άσπρο το πουκάμισο και πήγαινα να χορέψω και μου έλεγε ο δάσκαλος: «Εσύ, Λαμπρινή, θα μπεις μπροστά», και ίσως να ήταν και αυτός ένας λόγος που με τραβούσε. Και μέχρι λοιπόν να μπω στην εφηβεία μου, εκεί, στα 13, 14, δεν το άφησα καθόλου. Δε, όταν έφυγα από την εφηβεία μου και ίσως μέσα και από τα προβλήματα της οικογενείας μου, διότι οι γονείς μου, όταν έμπαινα στην εφηβεία μου, χωρίσανε, και εγώ ήδη είχα μία παρέα κατασταλαγμένη στους συλλόγους, με τους οποίους ασχολούμουνα, βρήκα καταφύγιο μέσα στην παράδοση και εκεί άρχισε για εμένα να φαίνεται η έννοια της παράδοσης, που είναι πέρα από τον χορό με τα πόδια, με τα χέρια και το τραγούδι με το στόμα. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω πως η παράδοση τελικά για εμένα είναι φυλαχτό και αγιοκέρι. Ακριβώς όπως το λέω. Σε φυλάει από πράγματα και καίει μέσα στους αιώνες σαν κερί. Είναι ελπίδα και δύναμη, είναι για εμένα, και πιστεύω ότι ήταν και από παλιά ελπίδα και δύναμη. Και έτσι, αφού αυτό το κατάλαβα, πως αυτό είναι τελικά αυτό το πράγμα που ασχολούμαι, άνοιξε μπροστά μου ένας ορίζοντας, με τον οποίον ήθελα να ασχοληθώ όχι επαγγελματικά, όμως άρχισα, αφού μπορούσα και έβγαζα τα δικά μου λεφτά, περνώντας στη Φιλολογία Ιωάννινων, από τα 18 και μετά, βγάζοντας τα δικά μου χρήματα, θέλησα να ψάξω την παράδοση και του δικού μου τόπου, αλλά και της Ελλάδας γενικότερα. Θέλησα να την ψάξω πιο ειδικά. Και για να την ψάξω ειδικά έπρεπε να πηγαίνω από τόπο σε τόπο. Και αυτό γινόταν μόνο μέσα σεμιναρίων. Ήμουν αρκετά μικρή και ίσως άπειρη. Θα μπορούσα από τα 18 μου να πάρω ένα μικρόφωνο, καλή ώρα όπως κάνετε εσείς εδώ, αυτές τις ωραίες ιστορίες, και να βρισκω παππούδες και γιαγιάδες και να ρωτάω, αλλά ακόμα στα 18, 19, δεν είχα την πείρα να το κάνω, και για αυτό πήγαινα σε ομάδες οργανωμένες και ρωτούσα εν πάση περιπτώσει σε διάφορες πόλεις ή μέσω σεμιναρίων που γινόταν μαζικών και γλεντιών, και ενδιαφέρθηκα και έμαθα την παράδοση και του τόπου μας, όσο μπορώ βέβαια, γιατί δεν τελειώνει ποτέ αυτό, και των υπολοίπων περιέχων τις Ελλάδας. Και συνεχίζω μέχρι και σήμερα, που έτυχε στη ζωή μου πριν 10 χρόνια να ασχοληθώ επαγγελματικά με τον παραδοσιακό χορό. Έτυχε να λείπει από τον σύλλογό μας, τον Πολιτιστικό και Λαογραφικό Οργανισμό Καλαρρύτων, η δασκάλα μας, για κάποιον προσωπικό λόγο αποχώρησε. Ψάχνανε έναν δάσκαλο να αντικαταστήσει σύντομα τα παιδικά τμήματα. Και πρότειναν εμένα, καθώς ήμουν πάρα πολλά χρόνια χορεύτρια. Ήμουν και σε ένα μέρος της εκπαίδευσης, φιλόλογος. «Ε –λένε–, θα μπορεί να κουλαντρίσει δυο παιδάκια». Και μπήκα δειλά-δειλά. Έχω να πω βέβαια ότι έχω διαβάσει πάρα πολύ για να μπορέσω να το κάνω, γιατί το να έρχεσαι σε επαφή με παιδιά, ειδικά προσχολικής ηλικίας, που ασχολήθηκα στην αρχή, είναι εντελώς διαφορετικό από το να ασχολείσαι με παιδιά Γυμνάσιου και Λυκείου. Οπότε διάβασα πάρα πολύ για να μπορέσω να το κάνω, και να που μετά από 10 χρόνια βρίσκομαι εδώ και μπορώ να πω πως τα κατάφερα και αρκετά καλά και μου άρεσε, και ισχύει για εμένα αυτό που[00:05:00] λένε, πως, αν μπορέσεις το χόμπι σου να το κάνεις επάγγελμα, σημαίνει πως δεν έχεις δουλέψει ποτέ, δεν θα έχεις δουλέψει καμία ώρα στην ζωή σου. Και εύχομαι να συνεχίσω και να μπορώ να συνεχίσω να το κάνω. Και σήμερα, στα 35 μου, λέω πως μακάρι όλος ο κόσμος, κυριολεκτικά όλος ο κόσμος –ειδικά στην Ελλάδα, δεν ξέρω για άλλες χώρες, ούτε την παράδοση των άλλων χωρών– να μπορούσε να καταλάβει και να μπει στο νόημα της παράδοσης και να μπορεί να γλεντήσει με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, δεν είναι μόνο τα κλαρίνα η παράδοση. Η παράδοση είναι ακόμα και αυτό που λέω, ότι θα πάρω το παιδί μου και κάθε Κυριακή θα πάω στην εκκλησία και μετά την εκκλησία θα πάρω τον μπαμπά και θα πάμε για τσίπουρο. Ακόμα και αυτό είναι η παράδοση. Η λέξη παράδοση, παίρνω, δίνω, παίρνω κάτι και το δίνω. Αυτό δεν είναι μόνο στον χορό, είναι παντού. Και στις φορεσιές, στα ήθη, στα έθιμα. Είναι στα πάντα. Μακάρι να μπορέσουν όλοι να καταλάβουν ότι είναι ένας χώρος που χωράμε όλοι. Δεν υπάρχει πλούσιος και φτωχός, δεν υπάρχει γυναίκα και άντρας, δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός, χωράμε όλοι, και εγώ, όσο μπορώ να το περάσω στα παιδιά μου, θα το περάσω και θέλω όλοι οι γονείς να το ακούσουν, που έχουν μικρά παιδιά. Και, πραγματικά, το είπα και στην αρχή. Σε πολλούς φαίνεται αστείο. Είναι από τις πιο ωραίες ενασχολήσεις για ένα μικρό παιδάκι. Και σίγουρα αυτό το μικρό παιδάκι θα το βλέπει όπως το έβλεπα εγώ, όταν ήμουν 4 και πήγα πρώτη φορά. Δηλαδή ότι εμένα με παίρνει μια κυρία, μου μαθαίνει πέντε βήματα, τα οποία εγώ αύριο-μεθαύριο θα βάλω την ωραία μου τη φουστίτσα, το ωραίο μου το παντελονάκι και θα πάω να τα δείξω. Αυτό το παιδάκι, αν θα το καταφέρουμε και μάθει εν πάση περιπτώσει αυτούς τους χορούς… Που μέσα από αυτούς τους χορούς θα έχει μάθει τη συντροφικότητα με τα αλλά τα παιδάκια, θα έχει μάθει να μπαίνει σε έναν κύκλο, θα έχει μάθει να ακούει μία κυρία, θα έχει στα αφτιά του ακούσματα άλλα, δεν θα έχει μόνο αυτά που ακούμε στην τηλεόραση, αυτά τα τραπ, μαπ, τέλος πάντων, πώς λέγονται. Είναι πολύ σημαντικό και αυτό, δεν χρειάζεται δηλαδή απευθείας να πει ότι: «Θα γινώ ο μερακλής ο χορευτής». Όμως αργότερα πιστεύω ότι από τα δέκα παιδιά τα πέντε μπορούν να καταλάβουν την ουσία και να συνεχίσουν, γιατί, αν δεν υπάρχουν αυτά τα πέντε παιδιά, το ένα, τα δύο, να συνεχίσουνε, πού πάμε και πού θέλουμε να βρεθούμε; Νομίζω ότι, αν δεν το δώσουμε αυτό που εμείς έχουμε και το χαιρόμαστε, εάν δεν το δώσουμε στην επόμενη γενιά, παύει να είναι παράδοση κατ’ αρχή, γιατί αυτή είναι η ίδια η έννοια της λέξης, παίρνω και το δίνω. Και, αν τα παιδία μας δεν έχουν ταυτότητα από τον τόπο τους πρώτα, και ύστερα, αν μπορούν να μάθουν και από αλλού, καλό είναι, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Αυτή είναι η ταυτότητά μας. Η παγκοσμιοποίηση καλή είναι μέχρι ένα σημείο. Πρέπει να έχεις μια ταυτότητα, εν πάση περιπτώσει. Είμαστε Έλληνες και η ταυτότητά μας είναι αυτή, και, όσο μπορούμε να τη δώσουμε και στα παιδιά μας, έτσι θα μπορούμε και να ξεχωρίζουμε, και θεωρώ ότι είναι και μια υγιής ενασχόληση. Μακριά από… Εγώ, σε όσα γλέντια έχω πάει, δεν μου έχουν δώσει ποτέ ναρκωτικά, δεν μου έχουν δώσει ποτέ περίεργες ουσίες. Πέρα από την μπύρα, ας πούμε, που θα πιούμε ή οτιδήποτε θέλουμε να πιούμε, είναι μια υγιής ενασχόληση. Κάνεις παρέες, περνάς καλά, γυρίζεις στο σπίτι σου. Δεν είναι κάτι…Εγώ δεν κατηγορώ τα μπαρ ή τις άλλες, τέλος πάντων… τα αλλά είδη διασκέδασης. Αλλά αυτό που εγώ ζω και μπορώ να καταλάβω θέλω οπωσδήποτε να το περάσω στο παιδί μου. Δηλαδή είναι κάτι, το οποίο… πώς να σας το εξηγήσω. Είμαι σίγουρη ότι, αν το παιδί μου με πάρει και μου πει: «Μαμά μου, είμαι στο πανήγυρι», θα ανησυχώ λιγότερο από το να με πάρει και να μου πει: «Μαμά, είμαι στο τάδε κλαμπ και πίνω». Θα ανησυχώ πολύ λιγότερο, γιατί ξέρω, το έχω ζήσει και ξέρω πώς είναι αυτή η σειρά. Επίσης θεωρώ ότι η παράδοση μπορεί να κρατήσει τα σπίτια μας. Όταν λέω «μπορεί να κρατήσει τα σπίτια μας», ακούμε για πάρα πολλά διαζύγια, γυναίκες μαλώνουν με τον άντρα, πολλά δεν τα υπομένουμε. Δεν μιλάω για βιασμούς και τέτοια, τα βγάζουμε εκτός. Στη γειτονιά μου στο Μέτσοβο ζούσε μια γιαγιά, δεν θα την ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά την Κίτσω, η οποία η γιαγιά η Κίτσω, ό,τι και να της έλεγα, έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση με τα χεριά της σαν να κλείνει φερμουάρ μπροστά στο στόμα. Και μετά μου έλεγε: «Υπομονή, σουτ», και μου έκανε αυτή την κίνηση. Ό,τι και να της έλεγα. Και της έκανα: «Βρε γιαγιά, μα δεν έχω προλάβει να σου πω τι θέλω, τι αυτό». «Θα κάνεις υπομονή –μου έλεγε–, εσείς οι νέες έχετε ξεχάσει να κάνετε υπομονή». Και μετά μου ξεκινούσε τις ιστορίες της, οι οποίες και αυτές εντάσσονται στην παράδοση, γιατί, όταν οι γυναίκα σου λέει ότι: «Ζούσαμε σε ένα σπίτι δεκαπέντε άτομα», τα οποία δεκαπέντε άτομα… από τα δεκαπέντε άτομα μέσα σε ένα σπίτι, το οποίο είχε δύο δωμάτια, τα έξι είχαν αργαλειό, δηλαδή είχαν έξι αργαλειούς μέσα στο σπίτι που υφαίναν, γιατί στο Μέτσοβο η υφαντική τέχνη ήταν η πρώτη, όλα τα κορίτσια έπρεπε να ξέρουν να υφαίνουν πρώτα την προίκα τους και υστέρα για να δουλέψουν, για να πουλήσουνε… Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ενταγμένοι μέσα στην παράδοση από όταν γεννιόταν, δεν είχαν άλλη επιλογή, όμως αυτοί μεταξύ τους μες στη παράδοση τους έκανε ανθρ[00:10:00]ώπους. Δηλαδή αυτή η γυναικά ήταν… συγχωρέθηκε στα 92 της και μέχρι τα 92 της δεν είχε κανένα παράπονο από τη ζωή της. Μπορεί να πέρασε δύσκολα, μπορεί οικονομικά να τα έφερναν πολύ δύσκολα βόλτα, όμως πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για όλους και πάντα περνούσε καλά με τον άντρα της, σε γάμους, εν πάση περιπτώσει, όπου είχαν να περάσουν καλά. Μπορεί να μην είχαν κλαμπ, αλλά είχαν μέρη να περάσουν καλά και είχαν αγάπη και δέσιμο και έβλεπες πως κάναν τα πάντα για την οικογένειά τους και τα παιδιά τους, και εμείς σήμερα, φυσικά και αγαπάμε τα παιδιά μας και φυσικά κοιτάζουμε να κάνουμε τι θέλουμε για το σπίτι μας, αλλά κάπου ξεφεύγουμε, κάπου οι προσλαμβάνουσες μάλλον έχουν γίνει πολλές. Ας πούμε, το Facebook δεν εντάσσεται στην παράδοση, αν με ρωτάει κάποιος, που έχει μπει στο ζωή μας, και αυτό νομίζω ότι τα έχει κάνει λίγο δύσκολα, αλλά εγώ δεν λέω να βγάλουμε τα… Ότι εγώ, ας πούμε, είμαι η επιτομή της παραδοσιακής γυναίκας και πρέπει εμένα να ακούσεις και εγώ δεν ασχολούμαι με το Facebook. Ασχολούμαι, και πολλές φορές ασχολούμαι και πολλές ώρες, κακώς. Έχω καταλάβει όμως ότι μέσα από αυτή την κουβέντα αυτής της γιαγιάς, το «υπομονή», και ότι εμείς παλιά κάναμε αυτή την υπομονή και ήμασταν σε αυτό το στυλ και... Αυτοί οι άνθρωποι κρατούσαν οικογένειες. Εμείς σήμερα δεν κάνουμε αυτή την υπομονή και δεν μπορούμε να κρατήσουμε οικογένειες και βρισκόμαστε αλλού για αλλού, δηλαδή τελικά φτάνουμε στο συμπέρασμα πως η παράδοση… Και, αν κάποιος θεωρήσει τον παλιακό τρόπο ζωής παράδοση, okay, εντάξει, κρατάνε σπίτια, κρατάνε όλη την κοινωνία δεμένη. Κάτι που σήμερα δεν υφίσταται, η κοινωνία δεν είναι δεμένη. Άρα νομίζω πως, αν προσπαθήσουμε όλοι να γυρίσουμε λίγο πίσω το μυαλό μας, λίγο πίσω… απλοποιήσουμε εν πάση περιπτώσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε τα πράγματα που θέλουμε, ίσως και να έχουμε και καλύτερη καθημερινότητα για εμάς, για τα παιδιά μας, ίσως να έχουμε λίγο πιο υγιεινή καθημερινότητα και λιγότερα άγχη. Δηλαδή για εμένα η παράδοση επίσης… Όχι για εμένα… Η παράδοση είναι και το ότι την Κυριακή είμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι και τρώμε… Ας, πούμε στο Μέτσοβο τρώνε… Πάντα λέμε: «Θα φάμε κρέας με πατάτες». Το κρέας είναι το αρνί, δεν ρωτάς τι κρέας έχεις. Αρνί, τέλος. Μια φορά την βδομάδα τρώγανε κρέας, έτσι; Αυτό ήταν η παράδοσή τους, ότι μια φορά την εβδομάδα θα φάω κρέας. Ωραία. Αυτό είναι… Είναι από το φαγητό μέχρι και το ρούχο που θα βάλεις. Είναι τα πάντα η παράδοση και μπορούμε στα πάντα να είμαστε μέσα, χωρίς να κυκλοφορούμε φυσικά με παραδοσιακές φορέσεις, εγώ δεν λέω αυτό. Που εγώ το κάνω. Έχω δική μου παραδοσιακή φορεσιά, την οποία μου έραψε η πεθερά μου, όταν παντρεύτηκα. Κάθε Πάσχα, Χριστούγεννα, πηγαίνω με αυτή στην εκκλησία, γιατί μου αρέσει και γιατί υπάρχουν και άλλες γυναίκες στο Μέτσοβο που το κάνουν αυτό το πράγμα. Οι γιαγιάδες ακόμα τη φοράνε τις Κυριακές και πηγαίνουν και, αν με ρωτούσε κάποιος, κανένα πρόβλημα δεν θα είχα να τη φοράω και κάθε μέρα. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ, όμως δεν λέω ότι κάποιος, για να είναι στην παράδοση, πρέπει να φοράει κάθε μέρα την παραδοσιακή του φορεσιά. Είναι πάρα πολλά πράγματα η παράδοση και, αν καθίσει κάποιος και σκεφτεί πώς μπορεί να ζούσε ο παππούς του, θα καταλάβει τι είναι η παράδοση και ίσως σκεφτεί ότι ήταν καλυτέρα τότε. Δηλαδή από τη στιγμή που βλέπουμε ότι κάθε πέρυσι και καλυτέρα, γιατί όχι πριν εκατό χρόνια και καλυτέρα; Έτσι το βλέπω εγώ. Μπορεί να είναι και λάθος, αλλά ως σήμερα, που είμαι 35 χρονών, η παράδοση έχει σταθεί δίπλα μου σε όλα, με έχει εξελίξει σαν άνθρωπο σε όλους τους τομείς, μέσα σε αυτή δημιούργησα την οικογένειά μου και μέσα σε αυτή θέλω να τη συνεχίσω και, όσο μπορώ να την περάσω στα παιδιά μου, θέλω να την περάσω στα παιδιά μου.
Μίλησέ μου λίγο για αυτό. Πώς εσύ μεταδίδεις στα παιδιά σου αυτή την αγάπη και αυτό το πάθος που έχεις;
Είναι όπως αναπνέεις, όπως κοιμάσαι και ξυπνάς. Επειδή εγώ το πρωί θα ξυπνήσω και το ο πρώτο πράγμα που θα κάνω, θα βάλω στην τηλεόραση YouTube κάτι παραδοσιακό. Αυτό κάνω κάθε πρωί, απλά βάζω αυτό και απλά αυτό έκανα από όταν ήταν μωρά τα παιδιά μου. Η μουσική που ακούνε, από όταν γεννήθηκαν, είναι αυτή. Από όταν στην κοιλιά. Σκέψου δηλαδή ότι ήμουν 4-5 μηνών έγκυος στη Βασιλική, στο πρώτο μου παιδί, πριν τρία χρόνια, και είχα μάθει ότι έρχεται η «Εβρίτικη Ζυγιά» στη Βοβούσα. Η Βοβούσα από το Μέτσοβο είναι δύο ώρες. Ο δρόμος είναι χάλια. Εγώ 4-5 μηνών έγκυος σηκώθηκα από το Μέτσοβο και πήγα στη Βοβούσα για να ακούσω την «Εβρίτικη Ζυγιά» και να ξαναγυρίσω νυχτιάτικα στο Μέτσοβο. Το παιδί μου δηλαδή ήταν στην κοιλιά 5 μηνών και άκουγε αυτό. Αφού λοιπόν ακούνε αυτό όλη την ημέρα... Επίσης να σου πω ότι τα νανουρίσματά τους αυτά είναι, παραδοσιακά. Δηλαδή το παιδί μου, η Βασιλική, κοιμάται με το «Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι», το μαυροθαλασσίτικο το νανούρισμα. Αυτά ακούνε για να κοιμηθούν, αυτά ακούνε στον ξύπνιο τους και η μικρή τώρα, που είναι 3 χρονών και καταλαβαίνει κάποια πράγματα, της λέω, γιατί έχει αρχίσει και ρωτάει. Ας πούμε, τα Χριστούγεννα βλέπαμε το έθιμο του Πουρπούρη από τον Έβρο, από το Ισαάκιο. «[00:15:00]Μαμά, τι είναι αυτό;» Της εξηγώ: «Είναι ο Πουρπούρης, συμβαίνει αυτό, αυτό και αυτό». Δεν μπορεί να τα συγκρατήσει όλα, σίγουρα κάτι μπορεί να συγκρατήσει. Ή πολλές φορές της βάζω και βλέπει στο YouTube βιντεάκια, στα οποία συμμετέχω και εγώ, και λέει: «Αχ, η μαμά μου», το χαίρεται πάρα πολύ. Το μωρό ακόμα βλέπει, δεν καταλαβαίνει, ακούει, αλλά δείχνει και αυτός ότι του αρέσει. Ή πολλές φορές η κόρη μου της αρέσει πάρα μα πάρα πολύ να παίζει ο μπαμπάς νταούλι, καθώς είναι μουσικός, κρουστός, και να τον ακούει. Της αρέσει πάρα πολύ να τον ακούει να παίζει κρουστά, οτιδήποτε κρουστό. Και λέει: «Μπαμπά, δώσε μου και εμένα ένα». Της έχουμε πάρει ένα μικρό ψεύτικο και αυτηνής και παίζει και αυτή νταούλι υποτίθεται. Τώρα έχει ξεκινήσει και μικρός να κάνει τη μιμητική κίνηση να παίξει νταούλι. Είναι στη ζωή μας ενταγμένη εντελώς. Δηλαδή δεν το σκέφτομαι ότι εγώ σήμερα πρέπει να βάλω κάτι για να το περάσω στο παιδί μου, απλά συμβαίνει, επειδή υπάρχει στη δική μου τη ζωή. Επίσης ,επειδή στο Μέτσοβο μιλάνε Βλάχικα, μου αρέσει πάρα πολύ που η πεθερά μου με τον άντρα μου μιλάνε Βλάχικα μπροστά τα παιδιά και μου αρέσει που προσπαθούμε και μαθαίνει και μιλάει και κάποια πράγματα και η κόρη μου και αύριο θα μιλάει και το παιδί μου. Και αυτό παράδοση είναι, είναι παράδοση του χωριού τους. Δεν θέλω να χαθεί, και, όσο μπορώ, υπάρχουν και τραγούδια στα Βλάχικα, όσο μπορώ να τα κρατήσουν τα παιδιά… Φέτος, ας πούμε, της έμαθα τα κάλαντα στα Βλάχικα. Και πήγαμε και είπαμε τα κάλαντα των Χριστουγέννων στα Βλάχικα στη γειτονιά, δεν το είπαμε στα Ελληνικά. Όσο μπορούμε, προσπαθούμε και έτσι. Η γιαγιά της της έφτιαξε μια πάρα πολύ ωραία ποδιά υφαντή στον αργαλειό, γιατί είναι από τις καλύτερες τεχνίτριες η πεθερά μου στον αργαλειό, και το χαίρεται πάρα πολύ και μου λέει: «Μαμά, θέλω να ντυθώ Βλαχάκι», της Αγίας Παρασκευής, στις 26 Ιουλίου στο Μέτσοβο, που γίνεται μεγάλος χορός με γυναίκες, βλέπεις τουλάχιστον 500, 600 ντυμένες γυναίκες και γίνεται χορός. Φέτος, που καταλάβαινε και την είχα μαζί μου, στενοχωρήθηκε που δεν την είχα ντύσει και εκείνη. Ήθελε και εκείνη, η κακομοίρα, να ντυθεί και να είναι μαζί μου. Τώρα που μεγαλώνει, μπορώ να την εντάξω ακόμα πιο εύκολα και με τη δική της συναίνεση, αν θέλεις, γιατί πριν ήταν και λίγο αναγκαστικό. Αυτό άκουγα, αυτά άκουγε και αυτή, η κακομοίρα. Δεν της έβαζα Παπαρίζου να ακούσει, της έβαζα να ακούσει κλαρίνο, της έβαζα να ακούσει γκάιντες. Αυτά ήταν που της έβαζα, με το ζόρι. Τώρα τα ζητάει όμως εκείνη. Ή καμιά φορά: «Μαμά –μου λέει–, στο σχολείο μου είπε μια φίλη μου ότι ακούει τη Φουρέιρα». «Εντάξει –της λέω–, όλοι έχουμε ελαττώματα, ας πούμε, εντάξει». Το παιδί θα ακούσει, εγώ δεν λέω ότι δεν θα ακούσει Φουρέιρα, αλλά στο σπίτι μας αυτό που ακούει, όχι με αυταρχικό τρόπο, θα το ξαναπώ, δεν το επιβάλλω στο παιδί, δεν θέλω να επιβάλλω τίποτα. Μπορεί αύριο-μεθαύριο να μου πει ότι: «Εμένα, ρε μαμά, αυτά που ακούς δεν μου αρέσουν», και περιμένω ότι θα το ακούσω κάποια στιγμή αυτό, ότι: «Εγώ δεν αντέχω άλλο να ακούω άλλο αυτά που ακούς εσύ, μαμά, θέλω να ακούω αυτά που ακούν οι φίλοι μου». Εγώ νομίζω όμως ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν ελπίδα, πώς να σου το πω διαφορετικά, να ακούσουν κάτι στο μέλλον και να μερακλώσουν με κάτι άλλο στο μέλλον, πέρα από την παράδοση. Γιατί είναι παιδιά από την κοιλιά μεγαλωμένα με την παράδοση. Δεν νομίζω θα μπορούν να διασκεδάζουν μεγαλώνοντας με κάποιον άλλον τρόπο. Αν υποθέσουμε ότι θα γυρίσουμε στον τρόπο αυτόν διασκέδασης κάποια στιγμή, στην κανονικότητα. Νομίζω ότι θα διασκεδάζουν με πανηγύρια. Εύχομαι και ελπίζω.
Μου είπες ότι ο άντρας σου είναι οργανοπαίχτης. Γνωριστήκατε μέσω κάποιας συμμετοχής σας κοινής, ας πούμε, σε κάποια εκδήλωση; Σας έφερε κοντά η κοινή σας αγάπη;
Η κοινή μας αγάπη μας έφερε κοντά, ναι. Πριν δεκαπέντε χρόνια, πηγαίνοντας σε γλέντια στο Μέτσοβο, καταλάβαμε πως, αφού ψαχνόμασταν στην ηπειρωτική παράδοση, γιατί η ηπειρωτική παράδοση δεν είναι μόνο ένας συρτό στα δυο και ένας συρτό στα τρία, υπάρχουν και ξεχωριστοί χοροί, και πήγαμε σε ένα γλέντι στο Μέτσοβο και καταλάβαμε πως δεν ξέραμε να χορεύουμε τους χορούς τους μετσοβίτικους, ήταν δύσκολοι για εμάς. Και έτσι βάλαμε σκοπό με τον δάσκαλό μου τότε να πάμε και να ψάξουμε λίγο τους χορούς του Μετσόβου. Πήραμε τηλέφωνο τον φίλο μας τον Γιώργο τον Μέτσιο στο Μέτσοβο και με πολύ μεγάλη χαρά μας λέει: «Ελάτε την Παρασκευή, έχουμε πρόβα». Πήγαμε για πρόβα λοιπόν και όλως τυχαίως με έβαλε να χορέψω με τον Παναγιώτη. Εγώ δεν έδωσα σημασία, ήμουν και πολύ μικρή, προ δεκαπενταετίας. Ήμουν 20 χρονών. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι θέλω να κάνω σχέση και να παντρευτώ και πόσο μάλλον να κάνω σχέση στο Μέτσοβο και να παντρευτώ, καμία σχέση. Μακριά από εμένα αυτό. Έχουμε πάει από τότε σε πάρα πολλά γλέντια. Έχει κατεβεί ο έρημος ο Παναγιώτης δεν ξέρω πόσες φορές στα Γιάννενα για να πιούμε καφέ. Αυτός στο μυαλό του πάντα είχε πως ήθελε να κάνουμε κάτι μαζί. Εντάξει, ντροπαλός, δεν το είπε. Εγώ στο μυαλό μου είχα ότι του αρέσει η φίλη μου και τώρα είναι η κουμπαρά μου, εν πάση περιπτώσει, δεν γινόταν τίποτα ποτέ και εν πάση περιπτώσει μέσα από δυσάρεστες συγκυρίες –αλλά τελικά κατέληξαν σε ευχάριστες– ήρθαμε στο σημείο που μέσα από γλέντια και χάρες ενωθήκαμε και έκανε την κίνηση και εκείνος και είπε εν πάση περιπτώσει ποια θέλει από την παρέα, ξεκαθάρισε τη θέση του. Και, ναι, μέσα από τα χορευτικά λοιπόν γνωριστήκαμε και ήρθαμε κοντά. Και να σου πω την αλήθεια; Είναι πολύ μεγάλη χαρά που διασκεδάζουμε με τον ίδιον τρόπο. Δεν έχουμε πει μια φορά: «Πάμε, μωρέ, σε αυτό το κλαμπ να ακούσουμε Ελληνικά, ας πούμε, να πιούμε ένα ουίσκι».[00:20:00] Πάντα στο μυαλό μας είναι πού θα έχει γλέντι με κλαρίνα, να πάμε να φάμε κάνα σουβλάκι, να πιούμε καμία μπύρα, όσο χωριάτικο και να ακούγεται, όσο τελευταίο, δεν ξέρω τι ακούγεται στον κόσμο, δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα, να διασκεδάζεις με τον ίδιον τρόπο με τον άντρα σου, με το ταίρι σου. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση… Ας πούμε εγώ, όταν ήμουν έγκυος, και έτυχε πολλές φορές να θέλει να πάει να παίξει σαν μουσικός ή και να πάει να διασκεδάσει και εγώ δεν μπορούσα ή μόλις είχα γεννήσει και δεν είχα σαραντίσει και δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω, του έλεγα: «Πήγαινε και πιες και χόρεψε και για εμένα», και τον καταλάβαινα μέσα από την ψυχή μου ότι θα πάει και θα περάσει καλά. Ή, μόλις είχα σαραντίσει, ας πούμε, μόλις είχα σαραντίσει, την επόμενη μέρα είχε ένα γλέντι στη Θεσσαλονίκη και πήρα μια φίλη μου, κοίμισα το μωρό 00:00 η ώρα το βράδυ, έφυγα από το σπίτι μου στο Μέτσοβο, έφτασα 2:00 η ώρα Θεσσαλονίκη, γλέντησα μέχρι τις 4:00. Μου λέει ο άντρας μου: «4:00 η ώρα είχε ξυπνήσει το μωρό», είχα αντλήσει γάλα, το έδωσε αυτό, έφυγα 4:00 η ώρα από Θεσσαλονίκη, 6:00 η ώρα γύρισα, γιατί θα ξυπνούσε το μωρό και έπρεπε να είμαι εκεί. Με κατάλαβε όμως και αυτός, γιατί έχει το ίδιο μικρόβιο με εμένα και δεν μου είπε ποτέ: «Μην πηγαίνεις». Ή έρχεται η ώρα να χορέψουμε, ας πούμε, σαν ζευγάρι, εκεί μας βγαίνει όλος μας ο ερωτάς, όλη μας η αγάπη. Όταν διαλέγουμε τα τραγούδια που μας αρέσουν, κοιτιόμαστε, το τραγουδάμε ο ένας στον άλλον, είναι αυτός ο τρόπος που ξαναερωτευόμαστε. Είναι αυτός ο τρόπος που ξαναγαπιόμαστε, που δενόμαστε, που καταλαβαινόμαστε. Διαλέγει το τραγούδι που χορεύει και ξέρω πού τον πονάει, ξέρω πού θα του φύγουν τα δάκρυα, ξέρει, όταν διαλέγω εγώ το δικό μου τραγούδι, πού θα φύγουν τα δικά μου δάκρυα. Έχουμε λεφτά στην τσέπη και οι δυο μας και ξέρουμε ότι θα χαλάσουμε λεφτά για το γούστο μας, γιατί θέλουμε να διασκεδάσουμε για αυτό. Είναι μεγάλη δουλειά και πραγματικά έχουν γίνει οικογένειες μέσα από τους συλλόγους και μέσα από τα γλέντια τα παραδοσιακά. Και είναι μεγάλη δουλειά να μπορείς να διασκεδάσεις με τον άνθρωπό σου με το ίδιο τρόπο, γιατί σε βάθος χρόνου είναι αυτό που θα σε πάει παραπέρα, είναι αυτό που θα σε κρατήσει. Όλα να τα χάσεις, τα παιδιά σου και αυτό θα σε κρατήσουν. Είναι πολύ βασικό.
Σαν δασκάλα χορού πώς το μεταδίδεις στους μαθητές σου;
Λοιπόν, είναι το αγαπημένο μου κομμάτι της ιστορίας. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το γίνεις λοιπόν μέρος της παράδοσης ενεργό. Τι εννοώ; Θα μου πεις, όταν χορεύεις, όταν εκστασιάζεσαι, δεν είσαι ενεργό μέρος, ενεργό; Είναι άλλο όμως το να έχεις πενήντα ψυχές από κάτω σου και σε αυτές τις 50 ψυχές να είσαι εσύ υπεύθυνος να τους περάσεις αυτό που εσύ αγαπάς. Εγώ, όταν πήγαινα στο χορευτικό, δόξα τω Θεώ, είχα έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Φίνο, τον συγχωρεμένο. Αλλά, καλώς ή κακώς, ήταν μια δεκαετία το ’80, ’90, που ξεκίνησα εγώ, που στα Γιάννενα και σε όλη την Ελλάδα τα χορευτικά είχαν γίνει λίγο μπαλέτα. Δηλαδή χόρευες για να έρθουν να σε δούνε να χορεύεις, να κάνεις ζογκλερικά. Τώρα, που έχουμε μπει στην ουσία της παράδοσης και γίνεται και μπορώ να επηρεάσω, και το πιστεύω ότι ένας δάσκαλος μπορεί να επηρεάσει έστω και σε αυτή τη μια ώρα που βλέπει τα παιδιά, χαίρομαι πάρα πολύ που μου έχει δώσει ο σύλλογος που κάνω μάθημα, που έκανα, γιατί τώρα με αυτές τις συνθήκες δεν κάνει και κανένας μάθημα, χαίρομαι πάρα πολύ που έχω την ευκαιρία να επηρεάσω παιδιά και να τα φέρω κοντά στην παράδοση. Ήταν ένα κομμάτι, όπως είπα, που δεν το γνώριζα, να χορεύω γνώριζα, πάρα πολλούς χορούς. Την ιστορία τους την ήξερα και την ξέρω και προσπαθώ και να μάθω και από άλλους. Έλα όμως που είχα μπροστά μου δέκα παιδάκια 6 χρονών που με κοιτούσαν! Μόλις είχαν πάει Πρώτη Δημοτικού, δεν ήξεραν την αλφαβήτα και εγώ έπρεπε να τους πω ποιο είναι το δεξί, το αριστερό και να τους μάθω χορό. Και έχεις άλλους πόσους γονείς απέξω που περιμένουν από εσένα το παιδί τους σε μια βδομάδα να χορεύει συρτό στα τρία. Το οποίο είναι λίγο δύσκολο. Δεν μπορεί ένας μεγάλος να χορέψει σε μία βδομάδα συρτό στα τρία, δεν ξέρει, όχι ένα παιδί. Όπως είπα και την αρχή, διάβασα πάρα πολύ για να μπορέσω να έρθω στην ψυχολογία αυτών των παιδιών κοντά. Και διάβασα πάρα πολύ για να μπορέσω να καταλάβω πώς εγώ θα τους δώσω να καταλαβαίνουν αυτό που εγώ αγαπάω. Μπορεί κάποια άλλη δασκάλα ή κάποιος άλλος δάσκαλος ενδεχομένως να έκανε κάποια άλλη δουλειά στο κομμάτι της παράδοσης. Δηλαδή να τα μάθαινε μόνο χορό και τέλος. Εμένα δεν μου ήταν αρκετό. Εμένα αρκετό μου ήταν, ας πούμε, να μάθουν έναν χορό όλη την χρονιά, δεν με ένοιαζε, αλλά για αυτόν τον έναν χορό να ξέρουν τα πάντα, να το έχω τεντώσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Βρήκα τρόπους μέσα από παραμυθάκια, μέσα από ιστορίες. Δεν μπορείς να προσεγγίσεις διαφορετικά τα παιδιά, τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν το «1-2-3», και, αν το καταλαβαίνουν, εγώ δεν ήθελα να είμαι αυτή η δασκάλα, το «1-2-3». Ήθελα να αγαπήσουν αυτό που αγαπάω και εγώ, και αυτό θέλω, τα παιδιά να αγαπήσουν αυτό που αγαπάω εγώ. Και μέσα από παραμύθια, μέσα από αστεία, μέσα από και φασαρία πολλές φορές, αν θες. Γιατί τα άφηνα να κάνουν και τη φασαρία τους για να μπορέσουν να μην φύγουν απ[00:25:00]ό αυτό, γιατί, όταν είσαι συνέχεια στο «μην», κάποια στιγμή το παιδί θα φύγει. Προσπαθώ μέσα από όλο αυτό να τους περάσω την παράδοση τη δική μας κατ’ αρχήν της Ηπείρου, γιατί είναι στα μικρά παιδάκια, που εγώ ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα μικρά παιδιά, και τώρα έχω πιάσει και τις εφηβικές ηλικίες, προσπαθώ να τους περάσω αυτό, την παράδοση τη δική μας, και πολλές φορές γελάμε, όταν έρχεται το καλοκαίρι, τους λέω: «Θέλω, όταν θα ξαναέρθετε τον Σεπτέμβρη, να μου πείτε σε ποσά πανηγύρια πήγατε, ποσά σουβλάκια ή πόσες μπύρες ήπιατε, ποσά σουβλάκια φάγατε και πόσες μπύρες ήπιατε», και γελάνε. Και όμως, όταν έρχονται τον Σεπτέμβρη –και το θετικό είναι ότι ξαναέρχονται–, μου λένε: «Κυρία, πήγα σε αυτό το πανήγυρι και χόρεψα και μπροστά αυτό το τραγούδι και έφαγα και τόσα σουβλάκια, αλλά ο μπαμπάς μου δεν με άφηνε να πιω μπύρα, γιατί είμαι πολύ μικρός», χαίρεσαι, γιατί λες: «Κάτι έκανα». Ή, ας πούμε, όταν έρχεται γονιός και μου λέει: «Πήγαμε σε έναν γάμο και πήγε μόνο του το παιδί στο κλαρίνο και είπε: “Εγώ θέλω να μου παίξεις αυτό”», και λέω: «Κάτι έχω κάνει». Ή, ας πούμε, όταν ξεκινάμε να κάνουμε στα πιο μεγάλα παιδιά, στα εφηβάκια, όταν ξεκινάμε να κάνουμε μια άλλη περιοχή και φέρνω το νταούλι του άντρα μου, να δούνε πώς είναι ένα νταούλι, φέρνω το κλαρίνο του άντρα μου –γιατί παίζει ερασιτεχνικά κλαρίνο ο σύζυγος–, φέρνω να το δούνε, φέρνω το ντέφι. Θέλω να βλέπουν πώς είναι… Θα μου πεις, δεν έχουν ξαναδεί ορχήστρα; Θέλω να παίξουν, να το χτυπήσουν ένα όργανο, θέλω να το φυσήξουν ένα όργανο, θέλω να δούνε πώς είναι αυτός ο ήχος, πώς παράγεται αυτός ο ήχος, θέλω να δούνε σε κάθε περιοχή τι όργανα έχουν. Εμείς εδώ στην Ήπειρο φτιαχνόμαστε με το κλαρίνο. Άμα πω στη φίλη μου τη Χρυσούλα τη Μουλαρτζή από τον κάμπο, από την Ημαθία, για κλαρίνο, τρελαίνεται, θέλει να ακούσει ζουρνά, άλλοι τρελαίνονται με τον ζουρνά… Θέλω τα παιδιά που εγώ κάνω μάθημα να ξέρουνε της κάθε περιοχής τα όργανα, μου είναι βασικό. Θα μου πεις, θα δώσουν εξετάσεις; Όχι, όμως θέλω και τα ρωτάω πριν από κάθε μάθημα, όταν βάζω έναν χορό: «Τώρα τι όργανο ακούτε; Τι είναι αυτό που χτυπάει; Το ακούτε αυτό που χτυπάει, το κρουστό, ας πούμε;». Το θέλω. Θέλω να είναι ένα μάθημα πιο στρόγγυλο. Δεν θέλω να είναι ένα μάθημα flat. «Ελάτε να χορέψετε και, άμα κάνετε λάθος, θα σας μαλώσουμε». Θέλω να έρχονται, να μαθαίνουνε, δεν είναι σε σχολείο, αλλά θέλω να μαθαίνουν, να παίρνουν κάτι από αυτό και, αν αυτό αργότερα μπορέσουν και το βάλουνε στη ζωή τους και μπορέσουν να ζήσουν με αυτόν τον τρόπο και να διασκεδάσουν με αυτό τον τρόπο, θα είμαι τρισευτυχισμένη. Αλλά αυτός είναι ο σκοπός μου, δηλαδή, όταν παίρνω ένα παιδάκι από 4 χρονών που τα φέρνουν, ο σκοπός μου είναι αυτό το παιδί να ρθεί και να ξαναρθεί, να ξέρει πέντε χορούς, πέντε, αλλά αυτούς τους χορούς να τους ξέρει από πού είναι, με τι όργανα παίζονται. Να ξέρει αυτό που λέω στα παιδιά, θα πάω στο πανηγύρι και θα πάω στο όργανο και θα του πω: «Παίξε μου αυτό το τραγούδι να χορέψω, γιατί μου αρέσει». Εγώ αυτό θέλω από τα παιδιά που κάνω μάθημα. Θέλω να μπορούν αυτό που κάνουμε να το κατέχουν, να το ξέρουμε. Και, αν αύριο-μεθαύριο τους αρέσει, μακάρι να το συνεχίσουν.
Τι χορούς κάνετε; Ηπειρώτικους;
Κοίταξε, μέχρι μια ηλικία ηπειρώτικους. Βέβαια, όταν έχεις παιδάκια προσχολικής ηλικίας, δεν τα κρατάς μόνο ηπειρώτικους χορούς, γιατί, όπως έλεγαν: «Κυρία, θα κοιμηθούμε τώρα, δεν μπορούμε μόνο με τόσο αργά». Καλώς ή κακώς, ζούμε σε μια περιοχή, η οποία είναι «πέτρα και ξύλο», δεν μπορείς να χορέψεις γρήγορους χορούς εδώ στην Ήπειρο, έχουμε αργούς χορούς, σε βουνά βρισκόμαστε, πρέπει να βρεις τραγούδια να τους κινήσεις το ενδιαφέρον, δηλαδή στα παιδάκια θα κάνεις και το «Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι», ας πούμε, να το χορέψουνε. Ό,τι μπορείς… ή τον «Κεχαγιά» από τη Θάσο. Τους κάνεις και κάτι πιο εύθυμο, αλλά κατά βάση, και κατά δική μου πεποίθηση, πρέπει τα παιδιά μέχρι κάποια ηλικία, ας πούμε, 10 χρονών, 12, να έχουν ξεκαθαρίσει εντελώς την παράδοση της Ηπείρου, να μην υπάρχει κομμάτι της Ηπείρου που να μην έχουνε χορέψει. Και όταν λέμε «κομμάτι της Ηπείρου», η Ήπειρος δεν είναι η πόλη την Ιωάννινων. Η Ήπειρος έχει και Θεσπρωτία, η Ήπειρος έχει και Πρέβεζα, η Ήπειρος έχει και Άρτα, έχουμε τα Ζαγοροχώρια, έχουμε το Μέτσοβο, έχουμε την Κόνιτσα, τα οποία το καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή μουσική παράδοση. Εγώ δεν σου λέω ότι άλλο έχει στη… Ναι, άλλο η Μακεδονία, άλλο η Ήπειρος, αλλά εδώ μιλάμε ότι από την Κόνιτσα στα Ζαγόρια, στο Μέτσοβο και στην ίδια την πόλη των Ιωαννίνων έχουμε διαφορετικό ηχόχρωμα. Οπότε εγώ θέλω μέχρι κάποια ηλικία τα παιδιά να μπορούν να ξεκαθαρίσουν αυτές τις διαφορές τις μουσικές, και από εκεί και υστέρα θέλω να βάζω και τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδος. Αλλά, όπως σου είπα, δηλαδή δεν θέλω να βάλω… να αρχίσω να μαθαίνω με το «Μήλο μου κόκκινο», και άντε, γιούρια, ό,τι… Έρχονται, ας πούμε, πολλές φορές: «Κυρία, ο φίλος μου που πηγαίνει στον τάδε σύλλογο χορεύει και αυτό, χορεύει και αυτό». Δεν θέλω να χορεύουν δεκαπέντε και είκοσι χορούς σε μια πρόβα χωρίς να ξέρουμε από πού έρχονται αυτοί οι χοροί. Θέλω να χορεύουμε δέκα και να ξέρουμε τι μας γίνεται. Θέλω επίσης… για εμένα είναι νούμερο ένα κανόνας τα παιδιά να τραγουδάνε. Παλαιοτέρα δεν υπήρχαν, πολλές φορές τύχαινε να στήσουν γλέντια χωρίς όργανα, με το στόμα, τραγουδούσαν με το στόμα. Και –δόξα τω Θεώ– είναι τόσο ωραία τα τραγούδια τα ηπειρώτικα! Με τόσο νόημα, είναι όλα τ[00:30:00]ραγούδια της αγάπης, τραγούδια της ξενιτιάς, είναι φοβερά τραγούδια. Μπορείς να στήσεις ένα γλέντι και δεν χρειάζεσαι ούτε κλαρίνο. Βέβαια ο σύζυγός μου με μαλώνει, όταν το λέω αυτό, μου λέει: «Θα μου χαλάσεις τη δουλειά. Εδώ τι κάνουμε;», μου λέει. «Προσπαθούμε να παίξουμε». Μπορείς να στήσεις ένα ωραιότατο γλέντι χωρίς να χρειάζεσαι ούτε κλαρίνα, ούτε βιολιά, ούτε τίποτα, και εγώ θέλω τα παιδιά να τραγουδάνε, και τους μαθαίνω τραγούδια από όλες τις περιοχές. Άμα μου κάτσει εμένα κάποιο τραγούδι στο μυαλό, άμα μου αρέσει, θα τους το μάθω. Θα μου πεις τώρα, είναι από προσωπική προτίμηση; Ναι, δυστυχώς ή ευτυχώς, εμένα έχουν δασκάλα, ό,τι αρέσει σε εμένα μαθαίνουν. Μαθαίνουν βασικά τα Καλαρρυτιώτικα, τα οποία είναι του συλλόγου. Οι Καλαρρύτες είναι βλάχικο χωριό και αυτό, μιλάνε Βλάχικα στους Καλαρρύτες, είναι στα Τζουμέρκα, μαθαίνουν τραγούδια που έρχονται από το χωριό των Καλαρρύτων. Αλλά προσπαθώ να τους μάθω τραγούδια από όλα τα Γιάννενα. Τραγούδια που τους αρέσουν φυσικά, δεν τους μαθαίνω κανένα τραγούδι αργό, πολυφωνικό, ας πούμε, να μην μπορούμε να πιάσουμε το νόημα καθόλου, αλλά χαίρονται και αυτά, όταν τραγουδάνε. Στην αρχή ξεκινάνε δειλά-δειλά, δεν θέλουν καθόλου: «Μα, κυρία, δεν έχουμε καλή φωνή, μα αυτό, μα εκείνο», μετά αρχίζει και τους αρέσει και θέλουν και περισσότερο και περισσότερο και, επειδή έχω ασχοληθεί τέσσερα χρόνια με τη βυζαντινή μουσική και ξεκίνησα βυζαντινή μουσική για αυτό τον λόγο, γιατί έχω καλή φωνή και μου είπε κάποιος πως η παραδοσιακή μουσική πατάει πάνω στη βυζαντινή κλίμακα, οπότε λέω: «Ας ξεκινήσω βυζαντινή μουσική και βλέπουμε». Και μέσω της βυζαντινής, φτιάχνοντας και τη φωνή μου, μπορώ να βοηθήσω και λίγο τα παιδιά να τραγουδάνε καλυτέρα, προσπαθώ και με τις αναπνοές τους και με όλα να τα βοηθήσω. Και έχω τη θέληση να φτιάξω και μια άτυπη χορωδία, να έχω, ας πούμε, 15-20 παιδάκια, ένα τμήμα με εφηβάκια, που μπορούν να τραγουδήσουν ανά πασά ώρα και στιγμή. Θέλω πάρα πολύ τα παιδιά μου να χορεύουν και να τραγουδάνε. Δεν θέλω να χορεύουν μόνο τα ποδιά τους, γιατί καλώς ή κακώς τα παιδιά δεν μπορούν ακόμα να νιώσουν ένα τραγούδι. Θέλω, ας πούμε, να μπορούνε να χορεύουν και να τραγουδάνε, γιατί, όταν το τραγουδάς ένα τραγούδι, πιστεύω πως αρχίζεις να το νιώθεις. Ας πούμε, τους αρέσει πάρα πολύ να τραγουδούν τα «Αμυγδαλοτσακίσματα». Τα «Αμυγδαλοτσακίσματα» είναι αγέρανος από την Πάρο. Πιάνεσαι αγκαλιαστά και χορεύεις ένα τύπου συρτό στα τρία και ξεκινάει και λέει: «Κάθομαι και σε σκέφτομαι και το μαντήλι πλέκω, πάνε δυο μήνες που ’φυγες και γράμμα σου δεν έχω. Αμυγδαλοτσακίσματα, σου στέλνω χαιρετίσματα». Και τα παιδιά σιγά-σιγά αρχίζουν και μπαίνουν στη διαδικασία. Στην αρχή το τραγουδούσαν εντελώς στα χαζά. Λέω: «Έχετε καταλάβει τι λέει το τραγούδι, παιδιά;». Και, όταν τα παιδιά κάθισαν και το άκουσαν πραγματικά και το κατάλαβαν, πάρα πολλά κοριτσάκια, που είναι και στην ηλικία αυτή την εφηβική με τα αγοράκια, αρχίσαν και έβλεπες τα πρώτα σκιρτήματα, κοιτούσαν και λίγο πονηρά δεξιά-αριστερά. Ή, ας πούμε, όταν τραγουδάμε το «Μια πούλια μες τον ουρανό». Λοιπόν, το «Μια πούλια μες τον ουρανό» είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Στο Μέτσοβο παλιά το τραγουδούσαν στον αργαλειό οι γυναίκες, όταν κάνανε, και το λέγανε και για νανούρισμα στα παιδιά τους. «Μια πούλια μέσα στον ουρανό μια λυγερή στον κόσμο είχε ασημένιο αργαλειό και σφιλντισένιο χτένι». Εξαιρετικό τραγούδι. Όταν το πρωτοραγουδούσανε, είχανε και αυτή την λέξη μέσα, το «φίλντισι», απλά στο τραγούδι μέσα έμεινε «σφίλντισι», και γελούσαν, τα χαζά, επειδή λέγαμε το «σφίλντισι». Υστέρα τους έγινε τόσο βίωμα, που, όταν το άκουγα να το τραγουδάνε, ήθελα πραγματικά να τα βγάλω στο Ηρώδειο να ακουστούν. Το λέγανε τόσο ωραία το τραγούδι, που ήθελες να τα βγάλεις οπωσδήποτε να το ακούσουν, και οι γονείς τους καμαρώνανε πάρα πολύ που τα παιδιά τους είχαν αρχίσει και λυνότανε, γιατί μέσα από αυτή τη διαδικασία το παιδί λύνεται και απελευθερώνεται. Στον χορό βλέπεις ποιο παιδί είναι το ντροπαλό. Βλέπεις ποιο παιδί είναι πιο ξεπεταγμένο. Βλέπεις ποιο παιδί έχει αέρα. Βλέπεις ποιο παιδί είναι μαζεμένο. Και όμως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, του να βάζεις τα παιδιά να χορεύουν και να τραγουδούν, λύνονται. Ακόμα και το πιο μαζεμένο παιδί μπορεί να λυθεί και να σου δώσει όλες του τις δυνατότητες. Φυσικά, κάθε παιδί δεν είναι το ίδιο. Υπάρχουν παιδιά που πραγματικά πετάνε, έχουν γεννηθεί για αυτό το πράγμα, και υπάρχουν παιδιά που είναι πιο μαζεμένα, αλλά και αυτά ακόμα λύνονται. Και αυτό είναι το καλό, ότι παίρνεις και προσπαθείς να πάρεις το καλύτερο, και η παράδοση, ο παραδοσιακός χορός, είναι για όλα τα παιδιά. Δεν υπάρχει παιδί κοντό, παιδί χοντρό, κορίτσι άσχημο ή οτιδήποτε. Είναι για όλα τα παιδιά. Οποιοδήποτε παιδί θελήσει να ασχοληθεί, μπορεί. Δεν έρχεται κάποιος στον σύλλογο και του λεμέ: «Αχ, εσύ μην έρχεσαι, γιατί είσαι παχουλός». Κατ’ αρχήν, είναι η δασκάλα τους η ιδιά παχουλή, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν έρχεται κανένας και του λέμε: «Εσύ είσαι κοντός, δεν σε παίρνουμε». Έρχονται όλοι και είναι όλοι αποδεκτοί και είναι πολύ σημαντικό, και ίσως και αυτό ακόμα να κάνει τους γονείς να φέρνουν τα παιδιά τους. Όλα τα παιδιά είναι αποδεκτά στους πολιτιστικούς συλλόγους, όχι μόνο στον δικό μας, σε όλους τους πολιτιστικούς συλλόγους, σε όλο το κόμματι της παράδοσης, θα το ξαναπώ, δεν υπάρχει διαχωρισμός αγοριού, κοριτσιού, ψηλού, κοντού, χοντρού ή οτιδήποτε. Υπάρχουν στολές για όλα τα παιδιά, φορεσιές για όλα τα παιδιά, υπάρχουν χοροί να χορέψουν όλοι. Υπάρχει χώρος για όλους στην παράδοση, για όλα τα [00:35:00]παιδάκια και για όλους τους μεγάλους.
Εσύ με ποιους τρόπους προσπαθείς να εξελίξεις τις ήδη γνώσεις που έχεις;
Εγώ πηγαίνοντας σε σεμινάρια, είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να εξελίξω τις γνώσεις που έχω, που ήδη έχω, και με αυτές που θα αποκτήσω. Δεν τελειώνει ποτέ ο χώρος της παράδοσης. Δηλαδή, αν κάποιος πει ότι: «Εγώ έχω μάθει όλες τις περιοχές της Ελλάδος», είναι ψεύτης, είναι σιγουρά ψεύτης. Έχω κάνει εγώ πρώτα το λάθος και το έχω πει, ότι εγώ ξέρω να χορεύω χορούς από όλες τις περιοχές τις Ελλάδος, και βρέθηκε άνθρωπος να που πει ότι εκεί, από το τάδε χωριό… «Άσε, σταμάτα –του λέω–, δεν το έχω ακουστά, μην το συνεχίζεις». Είναι ανεξάντλητος ο χώρος και πάντα θα υπάρχουνε σεμινάρια, ευτυχώς. Και, ευτυχώς, επίσης στην Ελλάδα έχουμε πάρα πολύ κάλους επιστήμονες που ασχολούνται. Εγώ δεν είμαι επιστήμονας του χώρου, έτσι; Εγώ είμαι εμπειρική του χώρου. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τελειώσει Γυμναστική Ακαδημία, που έχουν κάνει τα μεταπτυχιακά τους, που έχουν μεθοδολογήσει πάνω στο πώς να μπορέσεις να διδάξεις ή στο πώς εν πάση περιπτώσει να ψάξεις να βρεις περισσότερα πράγματα. Και μέσω αυτού προσπαθώ να το εξελίξω. Και ελπίζω και εύχομαι να συνεχίσουν να γίνονται… Λάθος. Να ξαναξεκινήσουν να γίνονται, γιατί με την κατάσταση του Covid έχουν σταματήσει, γιατί μαθαίνεις πάρα πολύ σημαντικά κομμάτια άλλων περιοχών, αλλά πάνω από όλα μαθαίνεις πολύ σημαντικά κομμάτια της δίκης σου περιοχής, γιατί πραγματικά έχω να σου πω ότι στα 35 μου χρόνια, και, αν θεωρήσω… βάλω ένα χρονικό πλαίσιο δεκαπέντε χρόνια που μπορώ να ασχοληθώ καλά-καλά, που συνειδητοποιώ τι είναι η παράδοση της Ηπείρου, δεν ξέρω ούτε τα μισά. Όταν λέω: «Δεν ξέρω ούτε τα μισά», μπορεί να μην ξέρω ούτε τους μισούς χορούς. Είναι πάρα πολλά τα πράγματα που έχω να μάθω ακόμη και πάρα πολλά πράγματα που σίγουρα θα με εκπλήξουνε. Το κακό είναι πως έχει φύγει αρκετά αυτόν τον καιρό και με τον Covid, φεύγει η παλιά η γενιά και δεν μένει πολύς κόσμος να μπορέσω εγώ η ιδιά πια να κάνω έρευνα. Αλλά, όπως ξαναείπα, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι έχουν καταπληκτικό υλικό και δόξα τω Θεώ το μοιράζονται μαζί μας και βλέπουμε πώς ήταν παλιά τα πράγματα εδώ στην Ήπειρο. Αλλά υπάρχει πάρα πολύ πράγμα ακόμα να δούμε. Πάρα πολύ. Εγώ, ας πούμε, προσωπικά τώρα θέλω να ξεκινήσω να ασχοληθώ με την περιοχή του Πωγωνίου. Δεν έχω ασχοληθεί σχεδόν καθόλου και είναι τεράστια. Ιστορία μόνο και μόνο αν καθίσεις να διαβάσεις, γιατί το κομμάτι της παράδοσης δεν είναι: «Α, γεια σας, χορεύω δύο χορούς», χωρίς να ξέρω την ιστορία της περιοχής. Ιστορία και μόνο αν καθίσεις να διαβάσεις από τον κάθε τόπο, χάνεσαι. Είναι ο μόνος τρόπος αυτός, να πηγαίνεις σε σεμινάρια ή να βρίσκεις τους ανθρώπους που μπορούν να σε καθοδηγήσουν για τον κάθε τόπο. Υπάρχουν τοπικοί σύλλογοι και ευτυχώς όλοι είναι πρόθυμοι να δείξουνε. Αυτό είναι το καλό, ότι υπάρχει προθυμία να δείξουν. Δεν λέει κανένας: «Όχι, δεν σου δίνω». Όπως και προσωπικά, αν θα πάρεις κάποιον δάσκαλο και πεις: «Εγώ θέλω να μάθω αυτό, δεν το ξέρω», δεν θα σου πει κανένας: «Όχι, δεν θα σου δείξω». Και από κει και πέρα είναι στο χέρι του κάθε δασκάλου πώς θέλει να χειριστεί αυτό που μαθαίνει. Εγώ, ας πούμε, το βλέπω πολύ ρομαντικά. Την παράδοση τη βλέπω πάρα πολύ ρομαντικά, γιατί την έχω βάλει στη ζωή μου, όπως είπα και πριν. Όχι την έχω βάλει, είναι η ζωή μου. Μέσα σε αυτή ζω και έτσι θέλω να συνεχίσω να ζω. Θα μου πεις, εσύ δεν πληρώνεσαι; Παίρνω τόσο λίγα, που είναι σαν να μην πληρώνομαι, αν θεωρήσουμε και ότι… Όχι «αν θεωρήσουμε», κατεβαίνω από το Μέτσοβο και ξανανεβαίνω στο Μέτσοβο, κάνω 100 χιλιόμετρα πάνω-κάτω, για να μπορέσω να κάνω μάθημα και να γυρίσω. Ή, ας πούμε, όταν τρέχω σε όλη την Ελλάδα για να μάθω διάφορες περιοχές, πληρώνω, δεν πληρώνομαι. Έτσι είναι όμως, και νομίζω πως, για να κρατήσουμε κάτι, πρέπει και κάτι να δώσουμε και εμείς εν πάση περιπτώσει και για να εξελιχθούμε. Υπάρχουν και κάποιοι όμως που το κάνουν επαγγελματικά και πληρώνονται για αυτό, και πληρώνονται πάρα πολύ καλά και δεν τους ενδιαφέρει αν ο μαθητής τους θα το αγαπήσει ή όχι, τους ενδιαφέρει να το κάνουν για να βγάλουν αυτοί χρήματα, και okay, δεν έγινε και τίποτα αν το αγαπάνε ή δεν το αγαπάνε, εγώ το έδειξα, αρκεί να περνάνε καλά, να έρθουν και του χρόνου και του παραχρόνου να πιουν, να φάνε, να περνάν καλά, και τέλειωσε η υπόθεση. Και ευτυχώς υπάρχουν και αυτοί, γιατί πρέπει να υπάρχουν και αυτοί σε κάθε χώρο, αλλά, όπως είπα, εγώ το βλέπω εντελώς ρομαντικά το πράγμα και θέλω να… και πιστεύω πως όλα τα νέα παιδιά το βλέπουμε ρομαντικά το πράγμα και είναι πάρα πολλά τα νέα παιδιά, στην ηλικία την δική μου, 35 και κάτω, που έρχεται μια εξαιρετική νέα γενιά δάσκαλων, που το ψάχνουν ρομαντικά το πράγμα. Δηλαδή δεν πάει κανένας σε σεμινάριο και λέει: «Εγώ αυτό θα το μάθω για να πάω να το πουλήσω μετά», σε εισαγωγικά. Και είναι πολύ ελπιδοφόρο αυτό το πράγμα. Μαθαίνουμε και μαθαίνουμε κατ’ αρχήν, γιατί το αγαπάμε εμείς, και μέσα από αυτό εξελισσόμαστε εμείς σαν άνθρωποι κ[00:40:00]αι περνάμε καλά σαν άνθρωποι. Και υστέρα θα το δώσουμε και στα παιδιά, στους μεγαλύτερους. Θα μου πεις, ενδιαφέρεται ο άλλος να έρθει στο χορευτικό και να μάθει τι, ας πούμε; Έναν χορό από πού; Από τη Θάσο; Από τον Έβρο; Ενδιαφέρεται; Και εδώ θα σου πω λοιπόν πως εμείς εδώ στα Γιάννενα έχουμε ένα πολύ βασικό πρόβλημα. Έρχονται στους συλλόγους και θέλουν να μάθουν χορούς από οπουδήποτε αλλού εκτός από τους δικούς μας. Εδώ στα Γιάννενα… Δεν ξέρω αν άλλες περιοχές το έχουν. Επειδή οι χοροί της Ηπείρου είναι αργοί, αυτό που είπα πριν, και επειδή ίσως τα χορευτικά πια έχουν φτάσει στο επίπεδο του γυμναστήριου, κάπως έτσι τα βλέπουν μερικοί, θέλουν να μπούνε σε μια αίθουσες και να χτυπιούνται επί μία-δύο ώρες. Αυτό δεν γίνεται με παραδοσιακούς χορούς, δεν γίνεται να χτυπιέσαι, είναι βέβαιο. Και έτσι ίσως αναγκάζεσαι, όταν θες να ασχοληθείς με έναν σύλλογο, άμα ξέρεις δηλαδή μόνο ηπειρώτικα, δεν πας πουθενά, πώς να το πω διαφορετικά, δεν πας βήμα, δεν μπορείς να είσαι δάσκαλος. Πρέπει να ξέρεις άλλους χορούς. Όταν κάνεις δύο-τρεις χορούς, ας πούμε, και ξεκινάει το μάθημα, κάνεις δύο-τρεις χορούς ηπειρώτικους και μετά σου λένε: «Και τώρα θα βάλουμε Μακεδονία; Και τώρα θα βάλουμε…». Δηλαδή οι χορευτές έρχονται και θέλουν να χορέψουν κάτι άλλο από την παράδοσή τους. Αυτό εγώ, ας πούμε, σαν δασκάλα αυτό το κουμπί έχω, που, όταν μου το πατάνε, θυμώνω πάρα πολύ, γιατί εγώ σαν δασκάλα που ασχολούμαι τόσα χρόνια, ξέρω ότι αυτή την περιοχή δεν την κατέχω και την ψάχνω. Εσύ, βρε, που έρχεσαι εδώ και θες να σε μάθω ή εγώ ή όποιος δάσκαλος σε μαθαίνει…Ε κάτσε μάθε αυτό, χόρεψέ το καλά, και μετά θα χορέψουμε και τα υπόλοιπα, μην αγχώνεσαι, αλλά αυτό είσαι. Αυτό σε χαρακτηρίζει, και καλώς ή κακώς, όταν μας καλούνε σε μια άλλη περιοχή να χορέψουμε, δεν μας καλούν για να χορέψουμε Κέρκυρα, Λευκάδα, Μακεδονία. Μας καλούν να χορέψουμε αυτό που είμαστε, ηπειρώτικα. Αφού αυτό θα μας καλέσουν να χορέψουμε, γιατί να μην ξέρουμε αυτό καλά; Αυτό είναι το πρόβλημα στους συλλόγους εδώ στα Γιάννενα. Όλοι θέλουν να χορεύουν κάτι άλλο πέρα από τα δικά μας. Καλό είναι. Είναι πάρα πολύ καλό και για αυτό που σου έλεγα πριν, αυτή είναι και η εξέλιξη. Το πας και ένα βήμα παραπέρα. Τώρα τελευταία, τα τελευταία ίσως 10 χρόνια, έχουν μπει στους συλλόγους και χοροί βαλκανικοί, Ρουμανία, Γερμανία κάποιοι, που δεν είναι στα βαλκάνια, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία. Εμένα με βρίσκουν εντελώς αντίθετη. Λέω τη δική μου άποψη καθαρά, ότι αυτή είναι η δική μου άποψη. Δεν θέλω μαθητές δικοί μου να μαθαίνουν χορούς από Βουλγαρία, ας πούμε. Όταν θα πάνε 30 χρονών, μπορούν να μάθουν ό,τι θέλουν. Λάθος. Όταν φύγουν από εμένα και πάνε σε έναν άλλον δάσκαλο, μπορούν να μάθουν ό,τι θέλουν. Εγώ θεωρώ ότι ένα παιδί μέχρι τα 12, όπως είπα πριν, πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει τη δική του παράδοση, την ντόπια, εντελώς. Μετά να ενταχθεί γενικότερα σε ένα πανελλήνιο πλαίσιο και από εκεί και πέρα, αν θέλει, να μάθει και κάτι άλλο. Δεν είμαι εθνικίστρια, προς Θεού, δεν τα βάζω με κανέναν, επειδή όμως είμαστε Έλληνες και επειδή ζούμε σε εποχές δύσκολες, και εγώ το πιστεύω πως η παράδοση σε κάνει και λίγο πιο Έλληνα, δεν ξέρω πώς να το πω πιο φιλολογικά. Νομίζω πως είναι ισχυρή ταυτότητα η παράδοση. Θέλω αυτή η ισχυρή ταυτότητα να κρατηθεί. Αν σε ένα παιδί 15 χρονών, 13, 12, 10 του μάθεις το Ούζιτς Κοκόλο που χορεύουν στις Βουλγαρίες και, τέλος πάντων, και του το χορέψεις και λίγο θεατρικά, όπως το χορεύουν αυτοί, δεν θα θέλει να ξαναχορέψει συρτό στα τρία. Και, επειδή μου έτυχε, για αυτό και το λέω, έτυχε να… απουσίασα εν πάση περιπτώσει κάποιο διάστημα από τον σύλλογο, γιατί γέννησα και γύρισα και τα παιδιά είχαν διδαχτεί έναν τέτοιον χορό και μου το ζητήσανε να τους τον κάνω. Ξαφνιάστηκα. Και λέω: «Εδώ είμαστε ελληνικός σύλλογος και όσο έχετε εμένα δασκάλα θα κάνουμε ελληνικούς χορούς». Ίσως ακούγεται πολύ εθνικιστικό αυτό που λέω. Εμένα δεν μου αρέσει που διδάσκονται στα παιδιά αυτοί οι χοροί. Εάν κάποιοι θέλουν να το διδάσκουν σε ενήλικες για λόγους παράστασης ή για λογούς του ότι έχουν συλλόγους, οι οποίοι είναι ιδιωτικοί, και ένας ιδιωτικός σύλλογος για να επιβιώσει πρέπει να τραβήξει κόσμο, για να τραβήξω κόσμο πρέπει να κάνω το κάτι παραπάνω, θέλουν να δείξουν και άλλους χορούς, από Βαλκάνια ή από Ευρώπη εν πάση περιπτώσει, Γερμανία, Γαλλία, ό,τι ξέρει ο καθένας, καλά κάνουν και καλώς το κάνουν. Εγώ σε παιδιά μέχρι εφηβεία δεν θα το έκανα και δεν μου αρέσει να γίνεται, γιατί θεωρώ ότι αλλοιώνει το θέλω τους και ακόμα-ακόμα α[00:45:00]λλοιώνει και τη συνείδησή τους. Θα μου πεις, τι; Δεν θα τον κάνει Έλληνα και τον κάνει Γάλλο, άμα μάθει ένα τραγούδι; Όχι, αλλά καλά είναι, επειδή, ξαναλέω, είναι πιο εύθυμοι οι χοροί εκείνοι και ίσως λίγο πιο εντυπωσιακοί, και σίγουρα το παιδί μετά θα τους ζητάει να τους κάνει στις πρόβες του, καλά είναι να μείνουμε στα δικά μας μέχρι κάποιο διάστημα. Και εγώ πολλές φορές έχω υπάρξει σε γλέντια και έχω χορέψει χορούς από Ρουμανία, από Βουλγαρία, ναι, έχω χορέψει, αλλά εγώ είμαι και 35 χρονών και ξέρω ότι είναι ένας χορός από τη Ρουμανία και ξέρω ποια είναι η Ρουμανία, εν πάση περιπτώσει ξέρω ιστορία, ξέρω πολλά πράγματα. Τα μικρά παιδιά είναι κάτι διαφορετικό και κατά την άποψή μου θα έπρεπε να μην τα χορεύουν. Τώρα οι μεγαλύτεροι, ξαναλέω, έρχονται στους συλλόγους ίσως και για λίγο γυμναστική και θέλουν να χορέψουν τα κρητικά τους, θέλουν να χορέψουν τα ποντιακά τους, θέλουν να χορέψουν και αυτά τα βαλκανικά τους, τα ευρωπαϊκά τους, για να ιδρώσουν λίγο, να πάνε στο σπίτι τους κάνα κιλό λιγότεροι. Αυτό συμβαίνει σήμερα στους συλλόγους. Στους συλλόγους των Ιωάννινων, από ό,τι μπορώ να ξέρω, γιατί στους συλλόγους των Αθηνών ή εν πάση περιπτώσει των μεγαλουπόλεων είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα, είναι άλλα… σε ένα Λύκειο Ελληνίδων, ας πούμε, δεν θα μάθαιναν σίγουρα ποτέ τέτοιους χορούς ξένους, είμαι σίγουρη ότι δεν θα μάθαιναν ποτέ, αλλά στην Αθήνα είναι τόση αχανής η πόλη, τόσοι πολλοί οι σύλλογοι, που πρέπει να γίνονται πολλά πράγματα για να τραβάς κόσμο, και εκεί λογικά είναι διαφορετικά τα σκεπτικά των δασκάλων, των ιδιοκτήτων, δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε το ίδιο.
Ουσιαστικά εσύ σαν δασκάλα θέλεις να χτίσεις πρώτα μια τοπική ταυτότητα,–
Ακριβώς.
–στη συνέχεια να επεκταθείς πανελληνίως–
Ακριβώς.
–και μετά ο καθένας μπορεί να διαλέξει να ασχοληθεί και με ό,τι άλλο θέλει, εφόσον έχει κατακτήσει τα προηγούμενα.
Ακριβώς. Δεν γίνεται… δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω… δεν γίνεται να πάω στα Μαθηματικά να μάθω εξίσωση δευτέρου βαθμού, όταν δεν ξέρω πρώτου. Δηλαδή πρέπει όλα να γίνονται σκαλί-σκαλί. Και, επειδή εγώ έχω την πεποίθηση πως… Έχουμε, ας πούμε, τον Φοίβο, γραφεί τραγούδια, έχουμε όλους αυτούς που, τέλος πάντων, που γράφουν σήμερα τα σύγχρονα τραγούδια, που εγώ δεν έχω μερακλώσει ποτέ με αυτά τα τραγούδια, εντάξει; Αλλά αυτό είναι προσωπικό. Έχουμε την παράδοσή μας, που έχει βγάλει τόσο ωραία κομμάτια πανελλήνια! Με αυτά μπορείς να κλάψεις, με αυτά μπορείς να γελάσεις, με αυτά μπορείς να γαλουχήσεις τα παιδιά σου. Δεν καταλαβαίνω ποιος ο λόγος να μην πάω το παιδί μου να ξεκινήσει εκεί, με τα ελληνικά αυτά τραγούδια που έχει βγάλει ο παππούς μου και ο προπάππους μου. Όταν λέω «μου», είναι γενικό αυτό το «μου». Και υστέρα κιόλας θα επιλέξει τι θα κάνει. Δεν λες σε κανέναν παιδί: «Έλα εδώ με το ζόρι». Υπάρχουν και παιδιά που έρχονται για μάθημα και μετά από δυο πρόβες δεν να ξαναρθούν και μου λένε οι γονείς: «Μα τι να του πω;». Τίποτα δεν θα του πεις. Όταν θέλει, θα έρθει μόνο του. Και μπορεί να μην θέλει και ποτέ να έρθει. Ας πούμε, φαντάζομαι, η μαμά του συγχωρεμένου του Mad Clip δεν το πήγε ποτέ χορευτικό το παιδί και, αν το πήγε, μπορεί αυτό να μην ήθελε να μάθει συρτό στα τρία. Εντάξει; Δεν θα γίνουμε όλοι παραδοσιακοί χορευτές και δεν χρειάζεται για να είσαι παραδοσιακός άνθρωπος και να είσαι μέσα στην παράδοση να είσαι και παραδοσιακός χορευτής. Εμένα η πεθερά μου είναι πολύ παραδοσιακή γυναίκα, αλλά δεν χορεύει και ούτε σε παραδοσιακό χορευτικό. Δηλαδή εκεί το έχουμε χάσει λίγο. Νομίζουμε ότι η παράδοση έχει κλειστεί μέσα σε έναν σύλλογο. Όχι, ίσως έτσι που έχουν γίνει τα πράγματα πια, τόσο εμπορευματοποιημένα, να μην είναι πια και μέσα στους συλλόγους η παράδοση. Είναι τόσο γενικός όρος, που δεν μπορεί να είναι μόνο μέσα σε έναν σύλλογο η παράδοση. Και ένας σύλλογος με τις σημερινές συνθήκες, και να θέλει να κάνει παράδοση, ίσως δεν μπορεί. Δηλαδή είναι και από το κράτος οι διατάξεις τώρα τόσο δύσκολες… Σκεφτείτε πως για μια σχολή μπαλέτου το ΦΠΑ είναι 0, ενώ για τη σχολή με τους παραδοσιακούς χορούς έχεις κανονικά ΦΠΑ. Πληρώνεις κανονικά. Δηλαδή είναι κάποια πράγματα, τα οποία, εντάξει, είναι δυσμενή. Είμαστε σε πολύ δυσμενή θέση, και τώρα με τον Covid είμαστε σε ακόμα πιο δυσμενή θέση. Κάποια στιγμή δεν ήμασταν καν μέσα στα ΦΕΚ για να ανοίξουμε να λειτουργήσουμε κανονικά. Δεν υπήρχαμε καθόλου, η θέση της παράδοσης είναι δύσκολη. Αλλά θα το ξαναπώ, δεν είναι η παράδοση μέσα στον σύλλογο απαραίτητα. Δηλαδή δεν λέμε: «Πάω το παιδί μου σε έναν σύλλογο, εγώ πάω σε έναν σύλλογο και μαθαίνω παράδοση», γιατί αυτό. Έρχεται ο άλλος στον σύλλογο και λέει: «Εγώ πήγα και χόρεψα μία ώρα Μακεδονία και μία ώρα Κρήτη και ίδρωσα και πήγα στο σπίτι μου και: “Α, τι ωραία, έχω ιδρώσει”». Είναι πολύ μακριά από την παράδοση αυτό. Δεν έχει να κάνει κάτι με την παράδοση. Και ξέρω πολύ κόσμο κάποιας ηλικίας, ας πούμε, 50, 60 και πάνω, που το κάνουν συστηματικά. Δηλαδή έρχεται ο σύζυγος με τη σύζυγο και κάνουν αυτό και λένε: «Πάω δύο φορές την εβδομάδα, ιδρώνω και μια χαρά, κάνω τη γυμναστική μου». Ok, είναι αποδεκτό, όμως με αυτόν τον τρόπο δεν μπορείς να κάνεις παράδοση. Σίγουρα. Και είναι αυτό πο[00:50:00]υ δεν θέλω να κάνουν τα παιδάκια μου. Οι μαθητές μου δεν θέλω να κάνουν αυτό, δεν θέλω στο μυαλό τους να φτιάχνουν ότι αυτό… Είναι και γυμναστική, προς Θεού, εγώ δεν λέω ότι δεν είναι γυμναστική. Το να κάνω αερόβια άσκηση δύο ώρες είναι γυμνασιακή φυσικά. Αλλά δεν θέλω ο άλλος να έρχεται στον σύλλογο για αυτόν τον λόγο: «Γιατί θέλω να κάνω αερόβια άσκηση». Θέλω να έρχεται: «Γιατί έχει… γιατί αγαπώ την κυριά μου τη Λαμπρινή, γιατί θα μου μάθει αυτούς τους χορούς, γιατί μου αρέσει να ακούω το κλαρίνο, γιατί μου αρέσει αυτό, να περνάω καλά». Αυτό είναι περισσότερο η παράδοση. Δεν είναι να κάνω γυμναστική.
Έχεις γνωρίσει άτομα με το ίδιο ενδιαφέρον;
Αν έχω γνωρίσει λέει! Το «πανελλήνιο κακό», έτσι τη λέμε εμείς την παρέα μας. «Το πανελλήνιο κακό». Παντού σε όλη την Ελλάδα, και είμαι ευτυχισμένη. Η λέξη είναι αυτή ακριβώς, ευτυχία, που έχω γνωρίσει ανθρώπους με το ίδιο ενδιαφέρον με εμένα και, όσο και αν φαίνεται περίεργο, τους βλέπεις μια φορά τον χρόνο, γιατί, έτσι που έχουν έρθει οι καταστάσεις, τόσο τους βλέπεις, δεν μπορείς να τους δεις παραπάνω. Και είναι σαν να τους βλέπεις κάθε μέρα. Σαν να μιλάς κάθε μέρα στο τηλέφωνο με αυτούς. Έχει τύχει και με έχουν βοηθήσει σε πολύ δύσκολες καταστάσεις σαν να είναι αδέρφια και όχι σαν να είναι φίλοι που τους βλέπεις μια και δυο φορές τον χρόνο. Όταν ανταμώνουμε, εντάξει, νομίζω ότι μετακομίζουμε ολόκληρο το τετράγωνο από τα γέλια μας, από τις φωνές μας, από τη χαρά μας. Όταν πιανόμαστε δε στον κύκλο, έχουμε… πώς περνάει το ηλεκτρικό ρεύμα, ας πούμε, σε ένα καλώδιο, έτσι είμαστε εμείς, ένα καλώδιο με ηλεκτρικό ρεύμα, που η τάση περνάει από τον έναν στον άλλον και δίνουμε δύναμη και χαρά ο ένας στον άλλον και περνάμε τόσο ωραία την ώρα που χορεύουμε! Δεν θέλουμε να μας χωρίζει κανένας, θέλουμε να χορεύουμε όλοι μαζί η παρέα που είμαστε, αλλά, και να μην είμαστε, και να είμαστε απέναντι ο ένας στον άλλον, όταν παίζει το τραγούδι μας και μας αρέσει, φωνάζουμε ο ένας στον άλλον, κλείνουμε το μάτι, κάτι θα πετάξουμε ή οτιδήποτε. Αυτό είναι κάτι, το οποίο θέλω οπωσδήποτε το παιδί μου να κάνει. Δηλαδή ποτέ να μην ακούσει κλαρίνο, ποτέ να μην πάει σε σύλλογο, ποτέ να μην ξέρει ποιο είναι το δεξί και το αριστερό. Δεν με νοιάζει καθόλου. Αυτές οι φίλιες που έχω κάνει μέσω της παράδοσης δεν βρίσκονται πουθενά, και είναι τόσο αγνές, γιατί έχουμε αυτό το ίδιο ενδιαφέρον να μοιραζόμαστε και δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα άλλο. Δεν έχουμε να χωρίσουμε κάτι. Εγώ είμαι δασκάλα στα Γιάννενα. Η Στρατούλα είναι δασκάλα στη Θάσο, ο Μαρίνος είναι δάσκαλος στον Έβρο. Δεν έχουμε να χωρίσουμε κάτι. Αντιθέτως, έχουμε ο ένας να δώσει στον άλλον. Ο καθένας στο κομμάτι του. Και, όταν μπορούμε και ανταμώνουμε, είναι ευτυχία, αυτό, δεν θα πω καμία άλλη λέξη. Ευτυχία. Και μακάρι να μπορέσουμε αυτό το πράγμα να το περάσουμε και σε άλλον κόσμο. Ήταν ο μόνος μου στόχος, που πάντα για αυτό μάλωνα με τη μαμά μου. Μου έλεγε: «Καλά, πάλι θα βγεις; Καλά, πάλι θα πας ταξίδι; Πού θα πας; Έχεις μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Έχεις αυτό… Πού θα πας πάλι; Γιατί βγαίνετε; Πού πατέ εκεί πέρα; Ποιοι είναι αυτοί που πας στον Έβρο; Ποιοι είναι αυτοί που πας εκεί πέρα;». Πάντα μαλώναμε με τη μαμά μου για αυτόν τον λόγο: «Και ποιοι είναι αυτοί εκεί πέρα; Και ποια είναι η Στράτα στα Μάλγαρα και ποια είναι η Σοφία στη Θεσσαλονίκη και τι κάνετε εκεί πέρα;». Και, όταν η μαμά μου… Και της έλεγα: «Σου εύχομαι να μπορείς να το ζήσεις αυτό που ζούμε εμείς μία φορά, σου εύχομαι». Εν τω μεταξύ, η παρέα μας και οι άνθρωποι που γνωρίζεις είναι από διαφορετικές ηλικίες, δεν σημαίνει ότι είναι όλοι 35 χρονών σαν εμένα. Υπάρχουν άνθρωποι και 50 χρονών και 45 και μικρότεροι και 25 και μου έλεγε η μάνα μου: «Είναι δυνατόν; Τι κοινό έχετε εσείς όλοι μεταξύ σας;». Δεν μπορούσε ποτέ να το καταλάβει. Και της έλεγα: «Σου εύχομαι μια φορά να το ζήσεις για να το καταλάβεις». Και έτυχε και το έζησε και μετά από τόσα χρονιά μου είπε: «Εσείς, παιδάκι μου, είστε τρελοί, έχετε την ίδια τρέλα όλοι σας. Εσείς χορεύετε και τα χαμόγελά σας είναι μέχρι τα αφτιά σας, και αυτό κάνετε. Χορεύετε και χαμογελάτε, κοιτιέστε και γελάτε. Είστε με ένα μόνιμο χαμόγελο, λες και κάποιος σας το ζωγράφισε». Και, πραγματικά, όσα βίντεο κοιτάζω και όσες φωτογραφίες έχω, είμαστε με ένα χαμόγελο μόνιμο ζωγραφισμένο επάνω μας. Νομίζω ότι είναι στιγμές τόσο μοναδικές! Ζούμε τόσο πολύ εκείνη την στιγμή και δεν σκεφτόμαστε τίποτα άλλο, δεν έχει κανένας μας προβλήματα εκείνες τις στιγμές. Δεν έχουμε καμία έγνοια στο μυαλό μας. Έχουμε μαζέψει τόσο ωραίες στιγμές, που μακάρι να μπορούμε να συνεχίσουμε να μαζεύουμε και άλλες ωραίες στιγμές, γιατί ποτέ δεν θα είναι αρκετές, και μας αρέσει να έχουμε κάτι να περιμένουμε, μια συνάντηση να περιμένουμε, αλλά καλώς ή κακώς θέλουμε σε αυτή τη συνάντηση να έχει και λίγο χορό. Καλά είναι να πιούμε και καφέ, αλλά θέλουμε να χορέψουμε και λίγο. Δεν περιγράφεται. Πρέπει κάποιος να μας δει για[00:55:00] να μπορέσει να το καταλάβει, και δεν εξηγείται, δηλαδή πραγματικά οι σχέσεις είναι τόσο αδερφικές, που με μισή κουβέντα, όχι με μία, με μισή κουβέντα δίνεις ό,τι μπορείς στον άλλον, και στη δυσκολία και στη χαρά. Όταν παντρεύτηκα, το πρώτο πράγμα που είπα στη μάνα μου είναι: «Αυτό το τραπέζι το πρώτο, εδώ μπροστά που είναι, είναι 15 άτομα καλεσμένοι από όλη την Ελλάδα». Ήταν φίλοι μου από όλη την Ελλάδα. Και γλέντησα με την καρδιά μου που ήρθαν αυτοί οι 15 άνθρωποι. Δεν με ένοιαζε αν ήταν άλλος άνθρωπος μέσα στο μαγαζί, όταν παντρευόμουν. Με ένοιαζε που είχαν έρθει αυτοί οι 15 άνθρωποι. Και περνούσαμε τόσο καλά, όπως επίσης με τον σύζυγο, όταν παντρευτήκαμε, το πρώτο πράγματά που κλείσαμε ήταν οι ορχήστρες. Είχαμε δύο ορχήστρες φυσικά. Μία είναι η ορχήστρα που παίζει ο σύζυγός μου και μία ορχήστρα πήραμε τον φίλο μας τον Βαγγέλη τον Ψαθά από τη Νάουσα με τους ζουρνάδες, για να έχουμε και αυτούς εκεί πέρα, γιατί είχαμε πολλά παιδιά από συλλόγους και ο σύζυγός μου ήταν από τον σύλλογο του Μετσόβου, είχε κόσμο, και εγώ από τον σύλλογό μας εδώ στα Γιάννενα. Ήταν το κύριο μέλημά μας να περάσουν καλά αυτοί οι άνθρωποι που θα έρθουν από όλη την Ελλάδα και όλος ο κόσμος, αλλά να περάσουμε καλά και εμείς, γιατί, όπως, είπα με αυτόν τον τρόπο περνάμε καλά, και το πρώτο που κάναμε ήταν να κλείσουμε την ορχήστρα και να κλείσουμε και το φαγητό, γιατί, είπαμε, αυτό, εμείς θέλουμε να περάσει ο κόσμος καλά, να ακούσει καλή μουσική, να φάει καλά. Το νυφικό μου ήταν εντελώς δεύτερης μοίρας, οι μπομπονιέρες ήταν τρίτης μοίρας, δεν με ένοιαζε καθόλου. Με ένοιαζε πώς θα έρθει εκείνη η μέρα να παντρευτώ τον άνθρωπο που αγαπάω κα να περάσουμε τέλεια και να έρθουν οι άνθρωποι που αγαπάω από όλη την Ελλάδα και να περάσουμε ακόμα πιο τέλεια. Όταν ήρθε η φίλη μου η Χρυσούλα από την Αγκαθιά Ημαθίας, που είμαστε αδερφές, όταν ήρθε η φίλη μου η Σοφία από την Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης και με πιάσανε από το χέρι έξω από το σπίτι να χορέψω έναν χορό της νύφης για να φύγω να πάω στην εκκλησιά, δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, όχι γιατί έφευγα από το σπίτι μου, που ειλικρινά εκείνη… και πραγματικά εκείνη τη μέρα θα έφευγα από το σπίτι μου για να πάω να μείνω στο σπίτι στο Μέτσοβο, δεν είχα ξαναφύγει από το σπίτι μου ποτέ. Έκλαιγα, γιατί με κρατούσαν αυτές οι δυο οι κοπέλες, οι οποίες οριοθετούσαν τη ζωή μου πριν τον γάμο, δηλαδή ήμασταν τόσο κολλημένες πριν τον γάμο, και ήταν μαζί μου εκείνη τη στιγμή να γλεντήσουμε, όπως πάντα γλεντούσαμε, για τον γάμο μου. Και μου ήταν τόσο συγκινητικό αυτό το πράγμα, χαιρόμουν τόσο πολύ που τις έβλεπα στη δική μου τη χαρά, που δεν περιγράφεται! Και μπορεί τη Χρυσούλα να έχω τώρα να κάνω να τη δω… Α, την είδα στα βαφτίσια του γιου μου. Αν δεν ήταν τα βαφτίσια του γιου μου τον Ιούλιο, μπορεί να είχα και δυο χρόνια να τη δω. Αλλά είναι αδερφή μου, την κατατάσσω σε αυτή την κατηγορία. Κατατασσόμαστε σε οικογένεια, σε κατηγορία οικογένειας. Έτσι έχουμε φτάσει με αυτούς τους ανθρώπους να είμαστε και το εύχομαι σε όλους τους ανθρώπους αυτό. Ίσως να συμβαίνει και σε άλλα επαγγέλματα και σε άλλους χώρους, δεν αντιλέγω. Ξέρω όμως και το βλέπω πως οι παρέες που φτιάχνονται μέσα από τον παραδοσιακό χορό, μέσα από την παράδοση, είναι πολύ στενά δεμένες. Έχουν κάτι που τις δένει πάρα πολύ.
Τελικά τι σου έμαθε όλη αυτή σου η επαφή με την παράδοση; Ποιο ήταν αυτό που… το τελικό συμπέρασμα;
Το τελικό συμπέρασμα... Η ζωή είναι τόσο απλή! Και εκεί πρέπει να μείνουμε, στο ότι η ζωή είναι τόσο απλή. Και, αν μπορούμε να μείνουμε εμείς σε αυτό, να δώσουμε ένα παράδειγμα και στους υπολοίπους να το βλέπουν και να καταλάβουν ότι αυτό είναι, ρε φίλε, τελικά. Η ζωή είναι πάρα πολύ απλή και με αυτή την απλότητα μπορούμε να περνάμε όλοι καλά και να χωράμε όλοι μέσα σε αυτή. Χωρίς διακρίσεις, χωρίς τίποτα. Μέσα στην απλότητα αυτή.
Χαίρομαι.
Και εγώ.
Θέλεις να συμπληρώσουμε κάτι; Έχουμε ξεχάσει κάτι;
Δεν νομίζω.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Λαμπρινή Λισγάρα είναι δασκάλα παραδοσιακών χορών στη χορευτική ομάδα του Συλλόγου Καλαρρυτών στα Ιωάννινα. Η παράδοση, όπως λέει και η ίδια, είναι η ζωή της. Έχει δημιουργήσει την οικογένειά της εντός της και προσπαθεί να μεταδώσει την αγάπη της γι' αυτή τόσο στα παιδιά της όσο και στους μαθητές της. Μας εξηγεί πώς η παράδοση την έφερε κοντά με ανθρώπους με τους οποίους πλέον μοιράζεται μια αδερφική φιλία, αλλά και πόσο την έχει βοηθήσει στη ζωή της γενικότερα.
Αφηγητές/τριες
Λαμπρινή Λισγάρα
Ερευνητές/τριες
Ευστρατία Βουλγαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/01/2022
Διάρκεια
58'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Λαμπρινή Λισγάρα είναι δασκάλα παραδοσιακών χορών στη χορευτική ομάδα του Συλλόγου Καλαρρυτών στα Ιωάννινα. Η παράδοση, όπως λέει και η ίδια, είναι η ζωή της. Έχει δημιουργήσει την οικογένειά της εντός της και προσπαθεί να μεταδώσει την αγάπη της γι' αυτή τόσο στα παιδιά της όσο και στους μαθητές της. Μας εξηγεί πώς η παράδοση την έφερε κοντά με ανθρώπους με τους οποίους πλέον μοιράζεται μια αδερφική φιλία, αλλά και πόσο την έχει βοηθήσει στη ζωή της γενικότερα.
Αφηγητές/τριες
Λαμπρινή Λισγάρα
Ερευνητές/τριες
Ευστρατία Βουλγαρίδου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/01/2022
Διάρκεια
58'