Ασυρματιστής αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα αγραφιώτικα βουνά
Ενότητα 1
Η περίοδος της Κατοχής, η ένταξη στα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ και τα Δεκεμβριανά
00:00:00 - 00:50:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας. Καλημέρα. Είμαι η Δήμητρα Ξηροφώτου, ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 2 Φεβρουαρίου 2022, είμαστε εδώ στο κέντρο του… να πάνε στις πόλεις να κρυφτούν. Οπότε κυριαρχούσαν αυτοί. Δυστ υχώς, αυτό ήταν το μεγάλο σφάλμα της ηγεσίας του αντιστασιακού κινήματος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η Λευκή Τρομοκρατία και η απόφαση για ένταξη στον Δημοκρατικό Στρατό Θεσσαλίας
00:50:13 - 01:06:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η οικογένειά σας εσάς εκεί πέρα πώς…; Η οικογένεια ήτανε με την Αντίσταση, ήτανε με την Αντίσταση, αλλά κρύφτηκε… Ήρθανε στο… η συμμορία το…ακοινώσει οι κυβερνητικές δυνάμεις ότι θα μας εξοντώσουν, θα κάνουν επιχειρήσεις, γενικές επιχειρήσεις εναντίον μας, και θα μας εξοντώσουν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι πορείες στα αγραφιώτικα βουνά και η συμμετοχή στη Μάχη στο Πυργούλι (Άνοιξη 1948)
01:06:15 - 01:26:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ τότε, παρόλο που ήμουν στη Διαφώτιση του Αρχηγείου, ας πούμε, εκεί, σαν ανήλικος που ήμουν, έβλεπα ότι θ’ αρχίσουν επιχειρήσεις και έκαν…ί ο κυβερνητικός κατέβηκε στην Καρδίτσα και φορτώθηκε σε φορτηγά και αυτά και πήγε για τον Γράμμο. Όλη η περιοχή μας εκεί έμεινε ελεύθερη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Συμμετοχή σε επιχειρήσεις στον Σμόλικα (Καλοκαίρι 1948) και εκπαίδευση ως ασυρματιστής
01:26:36 - 01:37:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά απ’ αυτή τη μάχη, ο Διαμαντής τράβηξε… μέχρι τον Ιούνιο ήτανε το τάγμα μας στη δικαιοδοσία του, στη δική του ευθύνη και διοίκηση, το τά…ης ο Μπρέντας, βοηθός εγώ. Έπαιρνα τότε, θυμάμαι, ογδόντα γράμματα το λεπτό και μετέδιδα ογδόντα γράμματα πάλι. Καλοί ασυρματιστές δηλαδή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η κατάληψη της Καρδίτσας (Δεκέμβριος 1948) και η κατάληψη του Καρπενησίου (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1949)
01:37:52 - 01:51:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά από λίγες μέρες μαζεύτηκαν πολλά τμήματα εκεί, γύρω απ’ τον χώρο Νεβρόπολης. Τότε δεν υπήρχε η λίμνη, ήτανε ο κάμπος της Νεβρόπολης. Μα…ορα. Οι αντάρτες τι…; Τα πόδια τους μόνο. Τα πόδια τους. Τίποτ’ άλλο. Τα πόδια τους κι αυτά… όχι όλοι υποδημένοι, και πολλοί ξυπόλυτοι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949 στα αγραφιώτικα βουνά: Η αρχή του τέλους για τον Δημοκρατικό Στρατό
01:51:02 - 02:38:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από δω και πέρα αρχίζουν τα βάσανα του Δημοκρατικού Στρατού εδώ στη νότια Ελλάδα. Δηλαδή μετά απ’ το Καρπενήσι, απ’ τις επιτυχίες αυτές που …είχε δώσει εντολή και δημιουργήθηκε. Τέλος πάντων, αυτοί ήταν που πέρασαν τώρα εδώ, που κυνηγούσαν τα αεροπλάνα, το απόσπασμα του Χαρίλαου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Το σφίξιμο του κλοιού: Αποκομμένοι αντάρτες στα Άγραφα μετά την ήττα του ΔΣΕ
02:38:53 - 04:05:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πήγαν οι δικοί μας, πήραν επαφή, λέει: «Να ’ρθουν στη Βουλγάρα απέναντι», ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Κλειτσός, «Να ’ρθει όλο το τμήμα», λέει,…αι άλλη ιστορία ύστερα. Θα την πούμε αύριο. Ναι. Κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα. Θα τα πούμε πάλι αύριο. Ναι, εντάξει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η περίοδος της Κατοχής, η ένταξη στα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ και τα Δεκεμβριανά
00:00:00 - 00:50:13
[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα.
Είμαι η Δήμητρα Ξηροφώτου, ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 2 Φεβρουαρίου 2022, είμαστε εδώ στο κέντρο του Βόλου, στη Νέα Ιωνία του Βόλου, και θα κάνουμε έτσι μια ωραία συνέντευξη. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Γιώργος Οικονόμου είναι το όνομά μου. Γεννήθηκα το 1931, 12 Μάρτη. Μεγάλωσα στο χωριό μου, στο Παλιούρι της Καρδίτσας, το οποίο βρίσκεται 18 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Καρδίτσας, στους πρόποδες των αγραφιώτικων βουνών. Τώρα, έζησα στο χωριό τα παιδικά μου χρόνια. Η οικογένειά μου ήτανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου, Νίκος και Αγλαΐα, οχτώ αδέρφια. Εγώ ήμουνα δευτερότοκος. Η κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη που γεννήθηκα εγώ ήτανε δύσκολη πολύ, γιατί μετά απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίστηκε η Γερμανία ξανά να πάρει τα πρωτεία και προσπαθούσε απ’ το 1933 ακόμη να… όσο ήταν δυνατόν για τον Χίτλερ, να απαλύνει αυτές τις συμφωνίες που είχε καταδικαστεί απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, στην Ευρώπη ολόκληρη πολλά προβλήματα. Οι μεν δυτικοί, Αγγλία, Γαλλία και Αμερικάνοι, προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατόν, να αποτρέψουν τον Χίτλερ να παραβεί τις συμφωνίες που τον περιόριζαν, στους εξοπλισμούς κυρίως και στην επιστράτευση, για να κάνει στρατό. Σε αυτή την περίοδο αναταραχή στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα επίσης αναταραχή. Το 1936, 4 Αυγούστου, ο Μεταξάς στην Ελλάδα κήρυξε δικτατορία. Εκτός νόμου τα κόμματα, αλλά κυρίως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε υποστεί φοβερούς διωγμούς, επί 4ης Αυγούστου. Εξορίες, φυλακές κλπ. Βεβαίως, όχι μόνο υπέστησαν τέτοια δεινά οι κομμουνιστές, και αποδείχθηκε παρακάτω… που θα εξιστορήσουμε όταν η χώρα μας δέχτηκε επίθεση απ’ τους Ιταλογερμανούς, κυρίως πρώτα απ’ τους Ιταλούς, 28 Οκτώβρη του 1940. Και βεβαίως όλος ο λαός, με την ευκαιρία της επίθεσης του Μουσολίνι στην Ελλάδα ο λαός αναθάρρυνε και πήρε τα όπλα, οι μεν διοικητές των τμημάτων του ελληνικού στρατού είχαν συμβιβαστικό, στην αρχή είχαν συμβιβαστικό πνεύμα και λέγαν ορισμένοι στρατηγοί: «Για την τιμή των όπλων να ρίξουμε μερικά αυτά». Ο λαός όμως, επειδή ήταν καταπιεσμένος κι απ’ τη δικτατορία, μόλις επιστρατεύθηκε και πήρε όπλα να διώξει τον κατακτητή, θέριεψε. Όχι μόνο αμέσως έδιωξε τον κατακτητή, γιατί τις πρώτες μέρες αιφνιδιαστικά είχε καταλάβει ορισμένα εδάφη ελληνικά ο Μουσολίνι, μέσα σε λίγες μέρες διώχθηκαν απ’ το ελληνικό έδαφος, τους κυνηγήσανε μέχρι κάτω, βαθιά, κοντά στα Τίρανα. Και ήταν έτοιμοι κατά την άνοιξη να τους ρίξουν στο Αιγαίο. Τέτοια ορμή είχαν οι Έλληνες στρατιώτες. Όμως ο Μουσολίνι είχε σύμμαχο τον Χίτλερ και ο Χίτλερ, μάλλον για να τον βοηθήσει, τον Απρίλη του ’41 επιτίθεται στην Ελλάδα και την καταλαμβάνει κεραυνοβόλα, όπως ήτανε ο γερμανικός στρατός τότε. Αμυνθήκαμε βέβαια εκεί στα σύνορα εμείς ηρωικά, αλλά αυτοί παρακάμψανε τα οχυρά με τα τανκς και μπήκανε Θεσσαλονίκη αμέσως, φτάσανε στην Αθήνα. Φτάσανε στην Αθήνα και τότε αρχίζουν τα βάσανα του ελληνικού λαού. Οι φαντάροι, ενώ βρίσκονταν στα μισά της Αλβανίας, να φτάσουν μέχρι το Ιόνιο πέλαγος, γύρισαν πίσω διαλυμένοι. Ο καθένας τραβούσε για την πατρίδα του. Στον δρόμο τους πιάνανε Γερμανοί, τους ελέγχανε κλπ., γυρίζανε οι άνθρωποι στα σπίτια τους. Πολλοί βέβαια κράτησαν τα όπλα στα σπίτια τους. Μεταξύ αυτών κράτησε κι ο πατέρας μου ένα όπλο, το οποίο ήταν αφορμή να το ανακαλύψουν οι αστυνομικοί του τμήματος εκεί του αστυνομικού της περιοχής που είχαμε και τον παρέδωσαν στους Ιταλούς. Σκέψου δηλαδή τι πατριώτες ήτανε οι αστυνομικοί. Οι Ιταλοί τον παίρνουν, τον κλείνουν στο στρατόπεδο Λαρίσης για πολλούς μήνες. Τον πήγαν στην Αθήνα, δικάζεται δέκα χρόνια στο Χαϊδάρι, στρατόπεδο Χαϊδαρίου, και στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί, σ’ αυτά τα δυο σημεία κράτησης, δικάζεται δέκα χρόνια φυλακή…
Για οπλοκατοχή;
Για οπλοκατοχή, αυτό το όπλο που βρήκανε οι…
Οι Έλληνες αστυνομικοί;
Οι Έλληνες αστυνομικοί και τον παρέδωσαν στους Ιταλούς. Αλλά οι Ιταλοί, όταν κάνανε συνθηκολόγηση το 1943, δώσαν μια αμνηστία τότε στους καταδικασμένους Έλληνες και αφήσανε και τον πατέρα μου και γύρισε στο χωριό. Ήρθε στο χωριό ο πατέρας μου, ασχολήθηκε εκεί με το σπίτι, το οποίο, ας πούμε, τρία χρόνια, δυόμισι, που έλειπε… Εμείς δυστυχήσαμε στο χωρ[00:10:00]ιό. Ήμασταν οχτώ παιδιά, εγώ ήμουν ο δεύτερος, ο μεγάλος ήτανε λίγο ζωηρός, δεν άκουγε τη μητέρα. Εγώ ήμουν υπάκουος, να πηγαίνω να θερίζω μαζί με τη μητέρα… Τέλος πάντων. Δυσκολίες της οικογένειας εκεί. Αφού ήρθε κι ο πατέρας μου, εγώ είχα διακόψει το σχολείο, αλλά μόλις ήρθε ο πατέρας μου και είχα την ευχέρεια, πήγα πάλι στο… συνέχισα το Δημοτικό. Ο Κούβελος ο Γιώργος, ένας δάσκαλος που είχαμε στο χωριό, Παλιουριώτης, ήτανε πάρα πολύ καλός και άνθρωπος και εκπαιδευτικός. Όταν γύρισε ο πατέρας μου απ’ τη φυλακή, πήγε και τον λέει: «Άκου εδώ, Νίκο, τον Γιώργο θα τον στείλεις στο Γυμνάσιο, να μάθει γράμματα». Τον θυμάμαι ακόμα με ευγνωμοσύνη τον δάσκαλό μας, γιατί πράγματι ήταν απ’ τους λίγους εκπαιδευτικούς. Και γράμματα καλά μας μάθαινε και μυαλό μας έβαζε. Μας μιλούσε για τις δυσκολίες της ζωής, τόσο πολύ ασχολούνταν μ’ εμάς ο δάσκαλος ο Γιώργος ο Κούβελος. Πράγματι, ο πατέρας μου πείστηκε και μ’ έστειλε στο Γυμνάσιο το 1945. Τότε δίναμε εξετάσεις για να μπούμε στο… εξατάξιο ήταν τότε, Γυμνάσιο. Έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις απ’ το Γυμνάσιο για να μπούμε στην Πρώτη εξαταξίου. Δώσαμε εξετάσεις, εγώ με καλούς βαθμούς μπήκα. Και άρχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα. Κατοχή, Γερμανοί και Ιταλοί, μπήκαν και οι Βουλγάροι μέσα στην Ελλάδα, τριπλή κατοχή είχαμε. Η Ελλάδα στέναζε. Λεηλασίες των κατακτητών στην ύπαιθρο, στις πόλεις τρομοκρατία και βία…
Να κάνω μια ερώτηση; Μια παρένθεση θα κάνουμε. Το ’40, που μπήκαν οι Γερμανοί, εσείς ήσασταν τότε 9 χρονών…
’41.
Το ’41, με το ’43, ήσασταν περίπου 10 χρονών τότε…
10 χρονών.
Έχετε μνήμες από τότε για την κατάσταση εκεί πέρα στο χωριό;
Φοβερές μνήμες τότε, γιατί αμέσως μετά τη σκλαβιά της Ελλάδας και απ’ τους Γερμανούς και απ’ τους Βούλγαρους, οι Έλληνες αντέδρασαν, δηλαδή ξεκίνησαν να κάνουν αντίσταση κατά των κατακτητών. Και οι πρώτοι που ξεκίνησαν αυτή την αντίσταση ήταν οι κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση τότε της 4ης Αυγούστου, που ήταν όταν μπήκαν οι Γερμανοί, και οι άλλοι, και οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι, τους παρέδωσαν, σαν κρατούμενους τους παρέδωσαν στους κατακτητές. Ορισμένοι, που ήταν εξορία και δραπέτευσαν, και άλλοι, που ήταν παράνομοι, δρούσαν παράνομα στην Ελλάδα, βάλθηκαν να οργανώσουν τον λαό να αντισταθεί. Και ξεκίνησαν και επαφές με ορισμένα αστικά κόμματα, κυρίως κάτι σοσιαλδημοκράτες εκεί, και το 1941, τον Σεπτέμβριο, δημιούργησαν την αντιστασιακή οργάνωση, το ΕΑΜ, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Τότε λοιπόν οργανώνονταν οι Έλληνες σ’ αυτήν την αντιστασιακή οργάνωση. Θυμάμαι το χωριό μας σχεδόν όλο είχε συμμετοχή στην οργάνωση του ΕΑΜ. Τέτοιος ενθουσιασμός υπήρχε την εποχή αυτή, κατά την Κατοχή. Τον άλλο χρόνο, το 1942, το ΕΑΜ οργάνωσε μία ένοπλη αντίσταση, τον ΕΛΑΣ. ΕΛΑΣ ήτανε: Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός. Ένοπλοι οι Ελασίτες, με επικεφαλής κάποιον Θανάση Κλάρα, με το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης, επικεφαλής και εξουσιοδοτημένος απ’ το ΕΑΜ να δημιουργήσει το αντάρτικο στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία και σ’ όλη την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν δρούσαν οι αντιστασιακές οργανώσεις αυτές. Εμείς, τα μικρά που πηγαίναμε στο Δημοτικό, οργανωθήκαμε κι εμείς στα «Αετόπουλα». Και μάλιστα οργανωθήκαμε και σε ομάδες και με ξύλινα τουφέκια κάναμε μάχες μεταξύ των σαπανίσιων παιδιών με τους παρακατιανούς, τους σακατίσιους που λέγαμε. Κάναμε και τέτοια οι αυτοί και, εκτός τούτου, σαν «Αετόπουλα» προσφέραμε μεγάλες υπηρεσίες στους μεγάλους, συνδέσμοι, ξέρω γω, να πηγαίνουμε στις πόλεις με σημειώματα κλπ… βοηθούσαμε γενικά τις οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης.
Εσείς, που ήσασταν στα «Αετόπουλα», θυμάστε κάποια δραστηριότητα που κάνατε, που βοηθούσατε;
Να το, αυτό το χέρι…
Για παράδειγμα, ας πούμε.
Το βλέπεις το χέρι αυτό, ότι…;
Ναι. Ναι, ναι.
Αυτό είναι απ’ το κλαδευτήρι που έκανα κινητό, ωραίο, ξύλινο. Και φεύγει το τέτοιο και κόβεται ολόκληρο. Και έμεινε ακόμη, το νύχι ακόμη βγαίνει από τότε. Για να κάνω το ξύλινο…
Τουφέκι.
Τουφέκι! Αυτό το θυμάμαι, γιατί η γιαγιά μου μετά είχε μια αλοιφή και το κόλλησε. Και να το, τώρα κολλημένο το δάκτυλο. Λοιπόν. Ενώ προχωρούσαν τα χρόνια, δυνάμωνε η αντίσταση του λαού. Ο ΕΛΑΣ έφτασε να μετράει κάπου ογδόντα χιλιάδες στρατό αντάρτικο. Και, ενώ προχωρούσε η Αντίσταση κλπ., έφτασαν σε σημείο οι οργανώσεις της Αντίστασης να ελέγχουν σχεδόν το ογδόντα τα εκατό του ελληνικού εδάφους…
Μιλάμε για δύο, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ; Ήταν δύο τότε.
Ναι.
Και τα «Αετόπουλα», που ήταν τα παιδιά.
Τα «Αετόπουλα» ήταν τα μικρά.
Ναι.
Ε, το 1943, ’42 με ’43, δημιουργείται μια συμμαχία των μεγάλων κρατών της υφηλίου τότε α[00:20:00]π’ τους Αμερικάνους, απ’ τη Σοβιετική Ένωση και απ’ τους Γάλλους και Άγγλους. Δημιούργησαν μια συμμαχία εναντίον του Χίτλερ. Ο Χίτλερ, εκτός απ’ την Ελλάδα που επιτέθηκε, το 1939 ξεκίνησε πόλεμο εναντίον της Ευρώπης. Χτύπησε, κατέλαβε το ’39, με κεραυνοβόλο πόλεμο, την Πολωνία. Δεν μπόρεσαν… είχε συμμαχίες με τους Άγγλους η Πολωνία, αλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν, όμως κήρυξαν τον πόλεμο οι Αγγλογάλλοι κατά της Γερμανίας. Η οποία η Γερμανία, μετά απ’ την κατάληψη της Πολωνίας, λέγαν ότι θα χτυπήσουν τη Σοβιετική Ένωση αλλά πρώτα στράφηκαν προς τη δύση. Κατέλαβαν σχεδόν όλη την κεντρική Ευρώπη, μέσα σε έναν χρόνο. Το 1940 ήτανε στο Παρίσι. Και μάλιστα κάναν μια κυβέρνηση κατοχική εκεί, του Πεταίν, στο Παρίσι. Οι σύμμαχοι οι μεγάλοι, των τριών αυτοί, είχαν συμφωνήσει μαζί με τη Σοβιετική Ένωση τότε, Αγγλοαμερικάνοι και η Σοβιετική Ένωση, είχαν συμφωνήσει, για να απαλύνουν κάπως την πίεση που δέχονταν… Γιατί παραλείψαμε να πούμε, αμέσως μετά την κατάληψη της κεντρικής Ευρώπης εδώ, οι Γερμανοί χτύπησαν στις 21 Ιουνίου 1940 [1941] τη Σοβιετική Ένωση. Κεραυνοβόλος πόλεμος, φτάσανε μέχρι Μόσχα, κοντά στη Μόσχα, Στάλινγκραντ κλπ. Τη μισή Σοβιετική Ένωση την είχαν καταλάβει. Και για να ελαφρύνουν τότε τα βάρη που σήκωνε η Σοβιετική Ένωση, είπανε να… συμφωνήσανε δηλαδή να ανοίξουν κι ένα μέτωπο εδώ, στη δυτική Ευρώπη. Και είπαν το ’42, ας πούμε, να προχωρήσουν να ανοίξουν αυτό το δεύτερο μέτωπο, μήπως αλαφρύνουν και τη Σοβιετική Ένωση. Οι Αγγλοαμερικάνοι όμως, κυρίως οι Άγγλοι, αντί του ’42, όλο και αναβάλανε, όλο και αναβάλανε, με δόλιο σκοπό βέβαια, να φθαρεί ακόμη περισσότερο η Σοβιετική Ένωση. Τελικά, το 1942 άνοιξε και το μέτωπο εδώ, στη Νορμανδία, και χτύπησαν κι από δω, οπότε… Βέβαια γίναν φοβερές μάχες, και εδώ στη Νορμανδία, αλλά κυρίως η Σοβιετική Ένωση σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έφτασαν οι Γερμανοί μέχρι το Στάλινγκραντ, με αντικειμενικό σκοπό να πάρουν τα πετρέλαια του Καυκάσου. Όμως, οι Σοβιετικοί στο Στάλινγκραντ πρόβαλαν φοβερή αντίσταση. Έβγαλε διαταγή τότε ο Στάλιν, ο οποίος καθοδηγούσε τον πόλεμο: «Ούτε βήμα πίσω πλέον απ’ το Στάλινγκραντ». Εκεί έγιναν φοβερές μάχες, και μέσα στην πόλη και στα περίχωρα. Δεν έμεινε ούτε σπίτι όρθιο. Αλλά και το κάθε σπίτι ήτανε σημείο αντίστασης απ’ τους Σοβιετικούς. Τελικά, οι Γερμανοί, ενώ διακήρυτταν ότι πήραν το Στάλινγκραντ, δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν όλο και, κατά τον Μάρτη… τον Φλεβάρη ακόμη του 1943, οι Σοβιετικοί, αφού τους καθυστέρησαν και δεν μπόρεσαν τελικά να πάρουν το Στάλινγκραντ, μέσα σε έναν μήνα, δυο, έφεραν ενισχύσεις απ’ την ανατολή. Και οργάνωσαν μία φοβερή αντεπίθεση, περικυκλώνουν τους Γερμανούς… αξιοποίησαν και το γεγονός ότι ήταν χειμώνας, είχαν βαλτώσει οι Γερμανοί, δεν μπορούσαν να στείλουν ενισχύσεις, και ολόκληρη η στρατιά του φον Πάουλους περικυκλώθηκε απ’ τα σοβιετικά στρατεύματα και αιχμαλωτίστηκε όλη. Κάπου τριακόσιες χιλιάδες αιχμάλωτοι κλπ. Έτσι, μετά απ’ αυτό το κατόρθωμα, οι Σοβιετικοί πήραν αέρα. Διοργανώθηκε μία μάχη με άρματα μάχης στο Κουρσκ, η περίφημη μάχη του Κουρσκ. Κάπου τρεις χιλιάδες τανκς και οι μεν, άλλα τόσα οι δε, και έγινε φοβερή σύγκρουση τότε. Όπου πάλι κυριάρχησαν οι Σοβιετικοί. Και, μετά απ’ τη μάχη και του Κουρσκ, οι Σοβιετικοί εκδίωξαν όλους του Γερμανούς απ’ τα σύνορά τους.
Εδώ τώρα στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, στο χωριό κατά κύριο λόγο, η κατάσταση…;
Εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα πλησίαζαν… Οι Γερμανοί ήτανε βέβαια μέσα στην Ελλάδα κυρίαρχοι. Όμως, μετά απ’ αυτές τις ήττες που είχε υποστεί η Γερμανία και τους διώξανε οι Σοβιετικοί απ’ τη χώρα τους, και μετά από λίγο εξαπολύθηκε επίθεση και φτάσανε μέχρι το… ελευθέρωσαν όλη την κεντρική Ευρώπη και φτάσανε στο Βερολίνο, το 1945, τον Απρίλη. Στην Ελλάδα θεριεμένο το αντιστασιακό κίνημα, με τον ΕΛΑΣ κλπ. Η ελληνική κυβέρνηση τότε… παραλείψαμε να πούμε ότι με το έμπα των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν ορισμένοι Άγγλοι εδώ στην Ελλάδα, πολέμησαν στην Κρήτη, αλλά τελικά υποχώρησαν στη Μέση Ανατολή μαζί με την ελληνική κυβέρνηση. Έγινε η περίφημη μάχη της Κρήτης, αμύνθηκαν οι Έλληνες τότε, οι Κρήτες, αλλά τελικά οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη και ήταν κυρίαρχοι. Η κυβέρνηση η ελληνική στη Μέση Ανατολή. Δυστυχώς, δεν ήρθαν στην Ελλάδα να προσφέρουν και κάλεσαν να πάνε οι αντιστασιακές οργανώσεις στη Μέση Ανατολή, να κάνουνε συμφωνίες για τη μετάβαση στην Ελλάδα και των έξω.
Ήθελα λίγο να μου μεταφέρετε λίγο, αν γίνεται, το κλίμα που επικρατούσε. Δηλαδή αν οι Γερμανοί ήταν εκεί, ήταν SS, ποιοι ήταν εκεί πέρα στο χωριό εκείνη την περίοδο, πριν την Απελευθέρωση; Η Απελευθέρωση πότε έγινε; Το ’43 τον Δεκέμβρη…
Το ’44 τον Δεκέμβρη.
’44 τον Δεκέμβρη. Λίγο πριν την Απελευθέρω[00:30:00]ση, στα χωριά εκεί με τους Γερμανούς ποιο ήταν το κλίμα;
Τα χωριά ήτανε… λεηλατούνταν η ύπαιθρος, όπου κάνανε επιχειρήσεις οι Γερμανοί ξεκλήριζαν ολόκληρες περιοχές. Έγιναν αυτά τα πογκρόμ στο Δίστομο… Οι Γερμανοί διαπράξανε πολλά εγκλήματα στην Ελλάδα. Πολλά χωριά, ας πούμε, τα καταστρέψανε. Όπως έγινε, όπως είπαμε, στο Δίστομο και σε διάφορες άλλες περιοχές, τώρα που δεν μπορώ να θυμηθώ όλες. Αλλά βασικά κι εκείνες ήτανε στο… Πώς το λένε; Το… Που ήταν το τρενάκι, που ανέβαινε;
Στις Μηλιές; Στις Μηλιές λέτε, πάνω στο Πήλιο;
Όχι, όχι, κάτω στην Πελοπόννησο, που ξεκλήρισαν ολόκληρη πόλη εκεί. Μια περιοχή που ανεβαίνει το… ο οδοντωτός σιδηρόδρομος και έχει εκεί απάνω στην Πελοπόννησο; Πώς λέγεται η περιοχή αυτή;
Δεν θυμάμαι τώρα. Θα σας γελάσω, δεν θυμάμαι. Θυμάσαι;
Μου διαφεύγει κι εμένα το όνομα τώρα, ενώ είναι πασίγνωστο, ας πούμε. Τέλος πάντων. Κάναν αυτά τα εγκλήματα οι Γερμανοί, ας πούμε, κάναν. Όμως, πλησίαζε και ο καιρός να φύγουν οι Γερμανοί, γιατί ήταν η μία ήττα απάνω στην άλλη, σ’ όλη την Ευρώπη. Και οι Σοβιετικοί απ’ τα βόρεια και οι δυτικοί από δω, απ’ τα νότια. Τότε, η φυγόδικη ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τις αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας να πάνε στη Μέση Ανατολή να κάνουν συμφωνίες, να δουν πώς θα οργανώσουν παραπέρα τον αγώνα κατά των Γερμανών. Οι αντιστασιακές οργανώσεις, στο μεταξύ, είχανε αντρωθεί πολύ στην Ελλάδα, είχαν δημιουργήσει… κάναν εκλογές, βγήκανε βουλευτές, εκλεχτήκανε δήμαρχοι και κοινοτάρχες στην Ελεύθερη Ελλάδα, κάνανε κυβέρνηση…
Μιλάμε τώρα για το ’45, έτσι;
Όχι το ’45. Όχι το ’45 ακόμη. Το ’43.
Το ’43;
Ναι. Κάνανε την κυβέρνηση της ΠΕΕΑ, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, την ΠΕΕΑ. Ήτανε κυβέρνηση της Αντίστασης την εποχή εκείνη. Η οποία συμμετείχαν οι δυνάμεις του ΕΑΜ, οι συνεργαζόμενες με το ΕΑΜ, που ήτανε τότε, είπαμε, ο Τσιριμώκος, που είχε το ένα τμήμα, Σοσιαλιστικό Κόμμα, ο Ηλίας Τσιριμώκος, και ορισμένες άλλες αστικές δυνάμεις. Ο Παπανδρέου δεν δέχθηκε να στείλει το κόμμα του να εκπροσωπηθεί στο ΕΑΜ. Και, όπως είπαμε, κάλεσαν τις οργανώσεις αυτές της Αντίστασης των Ελλήνων να πάνε στη Μέση Ανατολή. Αντί η Αντίσταση να τους πει να ’ρθουν εδώ στην Ελλάδα, που είχαν δημιουργήσει κατάσταση, έλεγχαν το ογδόντα τα εκατό του εδάφους της Ελλάδας και είχε επιρροή η Αντίσταση, κάνανε το σφάλμα και πήγανε στη Μέση Ανατολή οι αντιστασιακές οργανώσεις, και βασικά πήγε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Εκεί κάνανε ορισμένες συμφωνίες και είπανε να επιστρέψει η εξόριστη κυβέρνηση τότε των Ελλήνων στην Ελλάδα, συνοδεία με τους Άγγλους, να αναθεωρήσουν τους εκλογικούς καταλόγους και να πάνε για εκλογές, να βγει η ελληνική κυβέρνηση. Να συλλάβουν, στο μεταξύ, όλους τους γερμανοτσολιάδες, που τους λέγαμε, οι οποίοι συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, ήτανε Έλληνες…
Δωσίλογοι;
Δωσίλογοι, συνεργάτες των Γερμανών. Τμήματα ολόκληρα δηλαδή, λόχοι, συντάγματα κλπ. Συνεργάτες των Γερμανών. Συμφώνησαν λοιπόν με την εξόριστη τότε κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής οι αντιστασιακοί που πήγανε, να ’ρθουν εδώ οι Έλληνες, η ελληνική κυβέρνηση αυτή και να εφαρμόσει τον αφοπλισμό και τη δίκαιη καταδίκη όλων των δωσιλόγων, όλων των συνεργατών των κατακτητών. Κατά πρώτη φάση, ας πούμε, και δεύτερη φάση ήτανε να αναθεωρήσουν τους εκλογικούς καταλόγους κλπ. και να πάνε για εκλογές. Και έρχεται εδώ ο Παπανδρέου, ήταν τότε κυβερνήτης αυτής της κυβέρνησης του εξωτερικού, του βασιλιά δηλαδή η κυβέρνηση, συνοδεία με Άγγλους. Σκοπός τους βασικά ήτανε, όπως φάνηκε η εξέλιξη μετά, να ποδηγετήσουν την Αντίσταση και να ’ρθουν αυτοί στα πράγματα. Μετά από λίγο καιρό, ας πούμε, κάνανε και άλλη μία συμφωνία, εκτός αυτήν στη Μέση Ανατολή, στην Καζέρτα της Ιταλίας και βάλανε αρχιστράτηγο Άγγλο, υπογράψανε δηλαδή συμφωνία να είναι Άγγλος υποστράτηγος να διευθύνει το αντιστασιακό κίνημα. Δηλαδή τον ΕΛΑΣ! Μέγα σφάλμα τότε των αντιστασιακών οργανώσεων. Βέβαια, ήταν φανερό πλέον ότι με δόλιο σκοπό πήγαιναν και η κυβέρνηση αυτή η εξόριστη, του βασιλιά, και βασικά οι Άγγλοι. Καθοδηγούνταν απ’ τους Άγγλους.
Για να ελέγχουν την κατάσταση στην Ελλάδα;
Ήθελαν, ακριβώς, την Ελλάδα να την ελέγξουν οι Άγγλοι. Ήξεραν οι Άγγλοι ότι, αν γίνουν εκλογές στην Ελλάδα, δεν θα ήτανε υπέρ αυτωνών η αναδεικνυόμενη τότε κυβέρνηση που θα βγει. Θα βγει κυβέρνηση δημοκρατική η οποία δεν θα ήτανε φερέφωνο των Άγγλων. Αυτό οι Άγγλοι το έβλεπαν φανερά, είδαν την επιρροή που είχε το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης σ’ όλο τον ελληνικό λαό και αποφάσισαν πώς είναι δυνατόν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. Και τελικά προσέφυγαν στη βία. Αφού πέρασαν λίγοι μήνες απ’ το ’43 [’44] που ήρθανε… Τι εποχή ήτανε; Ήταν το ’43 [’44] τ[00:40:00]ον Οκτώβρη, Νοέμβρη; Πέρασαν λίγοι μήνες, τέλος πάντων, και δεν προβαίνανε σε σύλληψη των συνεργατών των Γερμανών. Τους πιάνανε και τους διορίζανε στα σώματα ασφαλείας και τους κάναν αστυνομικούς, οι οποίοι χτυπούσαν την Αντίσταση αυτοί. Για αυτήν τους την τακτική, τότε η αντιστασιακή οργάνωση της Αθήνας, που ήλεγχε σχεδόν όλο τον λαό της Αθήνας, έκανε ένα συλλαλητήριο, γιατί μπήκαμε στο ’44 πλέον… Τον Νοέμβρη του… τον Δεκέμβρη του ’43 [’44]. Δεκέμβρη ’43 [’44] έκαναν ένα συλλαλητήριο, η αντιστασιακή οργάνωση, στις 2 του μηνός, στις 3 του μηνός, στις 3 Δεκέμβρη, ένα παναθηναϊκό συλλαλητήριο…
3 Δεκέμβρη του ’43.
Ένα παναθηναϊκό συλλαλητήριο, που ήρθε όλη η Αθήνα, γέμισε Σύνταγμα, εκεί, ας πούμε… Αυτοί, αντί να δώσουνε προσοχή, ας πούμε, και να λύσουν το πρόβλημα αυτό, δηλαδή να συλλαμβάνουν τους…
Δωσίλογους.
…συνεργάτες των Γερμανών και να εφαρμόζουν όλες τις συμφωνίες αυτές που είχανε, αυτοί χτύπησαν στο ψαχνό με πολυβόλα και σκότωσαν τριάντα διαδηλωτές.
Η αστυνομία, ας πούμε;
Η αστυνομία και ενδεχομένως και… βασικά η αστυνομία μ’ αυτούς τους συνεργάτες των κατακτητών που είχανε στις γραμμές τους. Μετά απ’ το συλλαλητήριο αυτό, ας πούμε, τριάντα νεκροί, τη δεύτερη μέρα, την 4 του Δεκέμβρη…
Τα Δεκεμβριανά.
…άλλο συλλαλητήριο, το ίδιο σε όγκο. Χιλιάδες, όλοι οι Αθηναίοι κατέβηκαν κάτω. Ξαναχτυπάν τότε και άλλους σαράντα νεκρούς. Οπότε οι αντιστασιακές οργανώσεις που ήταν τότε στην Αθήνα εξεγέρθηκαν. Δεν ήρθε ο ΕΛΑΣ, ο ένοπλος ΕΛΑΣ, που ήτανε στην ύπαιθρο απάνω, στην Ελλάδα. Μόνοι τους, οι οργανώσεις οι πολιτικές κάναν αντίσταση και είπαν: «Να αφοπλίσουμε, ας πούμε, εκεί τους αστυνομικούς» κλπ.
ΚΚΕ, ας πούμε, κτλ.;
Το ΚΚΕ, ναι, ήτανε στην Αντίσταση. Όμως, εκεί ήταν και Άγγλοι, δέκα χιλιάδες και, Άγγλοι. Και οι Άγγλοι πήραν το μέρος της κυβέρνησης αυτής του βασιλιά και χτύπησαν τότε το κίνημα. Αυτό επεδίωκαν βέβαια οι Άγγλοι, να χτυπήσουν στρατιωτικά, να ηττηθούν η Αντίσταση. Αυτό επεδίωκαν οι Άγγλοι. Οπότε, αφού κυριάρχησαν μετά απ’ τον Δεκέμβρη αυτό, από τη σύγκρουση… Μετά απ’ τη σύγκρουση ενός μηνός, κυριάρχησαν οι Άγγλοι. Αεροπλάνα, τανκς κλπ. που είχανε οι Άγγλοι τα ’ριξαν στη μάχη, ηττήθηκαν η αντιστασιακή οργάνωση στην Αθήνα. Και δεν οργανώνουν παραπέρα… η αντιστασιακή οργάνωση η κεντρική δεν οργάνωσε παραπέρα την Αντίσταση. Χάσανε την Αθήνα, μπορούσαν να βάλουνε… αφού κατείχαν όλη την Ελλάδα, να βάλουνε οριογραμμή, οριοθετική γραμμή, και να πούνε ότι μέχρι την Πάρνηθα, ας πούμε, θα είναι η Αντίσταση. Από κει και κάτω ας ήταν οι Άγγλοι. Τι να έκαναν;
Αυτά τα γεγονότα που γινόντουσαν στην Αθήνα, εκεί στην Καρδίτσα, στα χωριά, οι αντιστασιακοί πώς τα αντιλαμβανότανε, τι λέγανε τότε; Εσάς ήταν ο μπαμπάς σας στην…;
Ναι, ναι, ναι.
Ήτανε στην ΕΑΜ.
Στο ΕΑΜ.
Στο ΕΑΜ. Κι εσείς στο… «Αετόπουλο».
Εγώ ήμουν «Αετόπουλο». Ε, περιμέναν όλοι, ας πούμε, τότε να… Τελικά, οδηγείται πάλι η ηγεσία της Αντίστασης, το ΚΚΕ δηλαδή, οδηγείται στη συμφωνία της Βάρκιζας. Τον Φεβρουάριο του 1945 υπογράφεται μια συμφωνία της Βάρκιζας, 25 Φλεβάρη μου φαίνεται, για να πάνε για εκλογές στην Ελλάδα τον Μάρτη του…
Του ’45.
’45. Να πάνε για εκλογές. Συμφωνούνε λοιπόν να αναθεωρηθούν οι εκλογικοί κατάλογοι, γιατί ήταν απ’ την Κατοχή ακόμα, απ’ τον Μεταξά, οι παλιοί εκλογικοί κατάλογοι, να αναθεωρηθούν όλοι οι εκλογικοί κατάλογοι και τον Μάρτη να γίνουν εκλογές. Να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ, οι ένοπλοι αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα και να πάν’ σπίτια τους. Κι εκεί ήταν το μεγάλο σφάλμα, ας πούμε, της Αντίστασης…
Αυτό ήταν η συμφωνία της Βάρκιζας; Να διαλυθεί ουσιαστικά η Αντίσταση στην Ελλάδα, να παραδώσετε τα όπλα…
Παρέδωσαν τα όπλα. Μόλις παρέδωσαν τα όπλα οι Ελασίτες, αμέσως ξεχύνονται τρομοκρατικές ομάδες της Δεξιάς και των Άγγλων, με Άγγλους διοικητές, όπως ήταν ο Σούρλας, ο Βουρλάκης, Παπαναξαγόρας, και μια σειρά τέτοιοι εγκληματικοί… συμμορίες, εγκληματικές συμμορίες, με εντολή: «Σφάξτε, χτυπήστε, ξεκοιλιάστε όποιον Εαμίτη, όποιον αντιστασιακό βρίσκετε μπροστά σας». Και έγινε εκείνο το φοβερό στην Ελλάδα τότε, που δεν ήξεραν οι Έλληνες οι αντιστασιακοί τι να κάνουν. Γέμισαν εκεί στην περιοχή μας, σ’ όλα τα βουνά εκεί, τους πρόποδες των αγραφιώτικων βουνών μέχρι κάτω τα Τρίκαλα κλπ., γέμισαν τα βουνά φυγόδικους αντιστασιακούς. Φοβότανε μην τους σφάξουν οι τρομοκράτες. Τότε η ηγεσία φάνηκε, του αντιστασιακού κινήματος, φάνηκε πολύ ανεπαρκής. Αντί να πει: «Στα όπλα!», να καλέσει τον λαό στα όπλα, γιατί είχε πάλι τη συμπάθεια του λαού, έμεινε αδρανής. Οι διωκόμενοι αντιστασιακοί δεν ήξεραν τι να κάνουν, ε και οι περισσότεροι τους λέγαν να πάνε στις πόλεις να κρυφτούνε. Να φύγουν απ’ την ύπαιθρο, να πάνε στις πόλεις να κρυφτούν. Οπότε κυριαρχούσαν αυτοί. Δυστ[00:50:00]υχώς, αυτό ήταν το μεγάλο σφάλμα της ηγεσίας του αντιστασιακού κινήματος.
Ενότητα 2
Η Λευκή Τρομοκρατία και η απόφαση για ένταξη στον Δημοκρατικό Στρατό Θεσσαλίας
00:50:13 - 01:06:15
Η οικογένειά σας εσάς εκεί πέρα πώς…;
Η οικογένεια ήτανε με την Αντίσταση, ήτανε με την Αντίσταση, αλλά κρύφτηκε… Ήρθανε στο… η συμμορία του Βουρλάκη ήρθανε στο διπλανό χωριό και σκότωσαν μια οικογένεια οργανοπαικτών. Τα καλύτερα βιολιά και κλαρίνα των χωριών μας εκεί.
Ήταν οργανωμένη η οικογένεια αυτή;
Οι λεγόμενοι Φουνταίοι. Όχι, δεν ήταν οργανωμένοι, τίποτα δεν ήταν οι άνθρωποι, απλώς ήταν οργανοπαίκτες. Αλλά ο λαός τους έδινε, χόρευε μ’ αυτούς και διασκέδαζε. Αυτοί… τους σκότωσαν. Ήρθαν και στο χωριό μας. Είχαν δεκαοχτώ να κρεμάσουν. Μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου. Το σκάσαν όλοι, φύγαν απ’ το χωριό. Ήρθε ο Βουρλάκης, εκφώνησε τους δεκαοχτώ, δεν ήρθε κανένας. Πήραμε τα βουνά. Ήμασταν και στα βουνά κιόλας σύριζα. Μας κάψαν το σπίτι. Είχαμε διώροφο σπίτι. Το βάλουν φωτιά, πάει το σπίτι το διώροφο. Δίπλα απ’ το σπίτι διώροφη αχερώνα, πάει κι η αχερώνα. Ήρθε κι ο στρατός μετά, χωροφυλακή, δήμευσαν τη σοδειά της χρονιάς. Μείναμε δηλαδή χωρίς τροφές.
Χωρίς σπίτι και χωρίς τροφή. Άρα, λοιπόν, έχουνε κάψει το σπίτι σας, έχουνε κάψει και τη σοδειά για να μπορέσετε να…
Την πήραν τη σοδειά, τη δήμευσαν τη σοδειά.
Τη δήμευσαν.
Δήμευσαν τη σοδειά της χρονιάς. Πιάσανε τον αδερφό μου τον πρώτον, τον μεγάλο, τον Θανάση. Ήταν τότε… 16 χρονών; Τον πιάσανε και τον κλείσανε στη φυλακή στην Καρδίτσα. Εγώ είχα δώσει το ’45 εξετάσεις για το εξατάξιο Γυμνάσιο, μπήκα στο Γυμνάσιο στην Καρδίτσα και φοιτούσα στο Γυμνάσιο στην Καρδίτσα. Είχα νοικιάσει δωμάτιο και έμενα στην Καρδίτσα. Τότε, όπως είπαμε, οι Άγγλοι επεδίωκαν με τη βία να χτυπήσουν το αντιστασιακό κίνημα και βέβαια τους ωθούσαν… Τι άλλο; Να πάνε στα βουνά. Όπως έφυγε ο πατέρας μου, ας πούμε, να μην τον σκοτώσουνε οι συμμορίες αυτές, και πάει στα βουνά. Αυτό σκόπευαν και οι Άγγλοι, να τσακίσουν το εαμικό κίνημα. Γιατί; Γιατί είχανε επέμβει και οι Αμερικανοί στο μεταξύ στην Ελλάδα. Εκεί, τώρα, η Ελλάδα είχε αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς κολοσσούς, Αγγλία και Αμερική. Άρα, λοιπόν, η αντίδραση στην Ελλάδα είχε πλάτες και επεδίωκαν πώς να μειώσουν την επιρροή της Αντίστασης. Πώς αλλιώς; Μας ωθούσαν για να πάρουμε τα βουνά. Και τελικά αυτό κάναμε δηλαδή, πήραν τα βουνά. Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο, όπως είπα, και το… Στο μεταξύ, τα χρόνια περνούσανε, ε; Το ’45… ’46 δεν πήρε μέρος το ΚΚΕ, ας πούμε, και το ΕΑΜ στις εκλογές, γιατί δεν είχαν εφαρμόσει τις συμφωνίες να αναθεωρήσουν τους εκλογικούς καταλόγους. Δεν πήρε μέρος, έκανε αποχή. Και στην αποχή κυριάρχησαν αυτοί, ας πούμε, γιατί όλοι φέρανε ψηφίσαντες. Τον Σεπτέμβρη όμως είχανε και δημοψήφισμα για τον βασιλιά, αν θα ’ρθει ο βασιλιάς ή όχι. Και η αντιστασιακή ηγεσία δεν έκανε αποχή στο δημοψήφισμα, πήρε μέρος. Και βγήκε… βγάλαν αυτοί, με τα τσαρούχια, τον βασιλιά να γυρίσει στην Ελλάδα. Ε, από κει και πέρα άρχισαν τα βάσανα του λαού μας. Βγήκαν στα βουνά, υποχρεωτικά ας πούμε, βάλανε αρχηγούς, βάλανε… κλπ., αλλά οι Άγγλοι είχαν σαν στόχο να χτυπήσουν, να τσακίσουν το αντιστασιακό κίνημα. Και είχαν τη δυνατότητα αυτοί, είχαν και τη σιγουριά των Άγγλων, που βοηθούσαν, και των Αμερικάνων, που βοηθούσαν κι οι Αμερικάνοι, οπότε εφάρμοσαν και μία τακτική καταστροφική για τον Δημοκρατικό Στρατό, γιατί ονομάστηκε αυτή η έξοδος των αντιστασιακών στα βουνά: «Δημοκρατικός Στρατός», με αρχηγό τον Μάρκο Βαφειάδη. Λοιπόν, αυτοί, για να μπορέσουν να αποκόψουν από πληροφορίες και ενισχύσεις τον Δημοκρατικό Στρατό, εκκένωσαν όλα τα χωριά της υπαίθρου, για να μην έχουν οι αντάρτες, ο Δημοκρατικός Στρατός, επαφές. Και τους συγκέντρωσαν όλους στα αστικά κέντρα. Το 1947 δεν υπήρχε στα Άγραφα και στη Ρούμελη και σε όλα τα βουνά, χωριά κατοικημένα. Έρημα τα χωριά. Όλοι οι κάτοικοι των χωριών αυτών στοιβάχτηκαν στα αστικά κέντρα, Καρδίτσα, Σοφάδες… πάντως κάτω απ’ τον δημόσιο δρόμο. Και στα χωριά του κάμπου, εκεί ας πούμε. Να ελέγχουν οι δυνάμεις της κυβέρνησης των δωσιλόγων.
Εσάς η οικογένειά σας έμενε στο χωριό τότε… στα βουνά απάνω ή…;
Εγώ ήμουνα στην Καρδίτσα στο Γυμνάσιο, η οικογένεια όλη, εκτός απ’ τον πατέρα μου, που ήταν το βουνό…
Ο αδερφός σας, που ήτανε φυλακή.
Ο αδερφός μου ο Θανάσης, που ήταν φυλακή. Η υπόλοιπη οικογένεια, την πήραν απ’ το χωριό, δεν πρόλαβε να πάρει ούτε τα ζώα ούτε τις γελάδες που πίναμε το γάλα κλπ., τους πήγανε Σοφάδες, δίπλα σ’ ένα χωριό, Άμπελο. Κατέβαιναν όμως στα χωριά αυτά αντάρτες, από πάνω απ’ τα βουνά, και επειδή η μητέρα μου και έξι αδέρφια μου ακόμη, που ήταν μαζί της… Εγώ ήμουνα στην Καρδίτσα στο Γυμνάσιο, ο αδερφός μου κρατούμενος, είπα έξι αδέρφια μου και η μάνα μου. Πήγαιναν οι… γιατί ήτανε… αυτοί γυρνούσαν, όπως είπαμε, οι συμμορίες αυτές, φοβέριζαν, τρομοκρατούσαν. Τρομοκρατούσαν συνέχεια τη μάνα μου, ας πούμε, και τα αδέρφια [01:00:00]μου. Οπότε κατέβηκαν μια περίοδο εκεί οι αντάρτες λοιπόν και ακολούθησαν τους αντάρτες και πήγαν στα βουνά και η μητέρα μου μαζί με τα έξι αδέρφια μου.
Εκεί πώς ζούσανε, πάνω στα βουνά;
Ε, τους δίνανε, οι αντάρτες τούς δίνανε μερίδιο να φάνε.
Τα σπίτια ήταν ξύλινα; Πώς… πού μένανε; Στεγασμένα; Έτσι…;
Ε, μένανε απάνω στα βουνά, στα χωριά… Χωριά δεν υπήρχαν, τα σπίτια άδεια ήτανε. Πήγαιναν… στο Καροπλέσι βασικά, ήταν εκεί στο χωριό Καροπλέσι, εκεί μένανε, όπως είχα πληροφορηθεί. Εγώ ήμουνα στην Καρδίτσα. Όμως, κι εμένα δεν μ’ αφήναν σε ησυχία. Εκεί που… στο δωμάτιο που έμενα, είχα νοικιασμένο, έρχονταν τη νύχτα και με φοβέριζαν. Είχανε οργανωμένες ομάδες αυτοί, που μας τρομοκρατούσανε.
Τι σας κάναν δηλαδή; Τι ακριβώς σας κάναν;
Οπότε αναγκάζομαι να πάω στον πρόεδρο του χωριού, ο οποίος ήταν εκεί, στην Καρδίτσα έμενε κι αυτός, δεν έμενε στο χωριό, αφού είχε εκκενωθεί το χωριό, έμενε στην Καρδίτσα. Αλλά ήταν σε γνώση του ότι ερχόταν και μ’ ενοχλούσαν εμένα.
Πώς ακριβώς σας ενοχλούσαν, δηλαδή τι γινότανε;
Με φοβέριζαν, ας πούμε, ότι: «Θα σε σφάξουμε, θα σε κάνουμε, θα σε ράνουμε». Εγώ δεν μπορούσα να διαβάσω, φοβόμουνα. Και πήγα σ’ αυτόν τον πρόεδρο και του λέω: «Κοίταξε να δεις», λέω, «εγώ θέλω να μάθω γράμματα. Είμαι εδώ στο Γυμνάσιο, ο πατέρας μου, όπως ξέρεις, είναι απάν’, εγώ δεν… Θέλω να μείνω εδώ, ας πούμε, να…». Αντί να με προστατεύσει και να… Του ζήτησα, ας πούμε, να τους σταματήσουν. Μπορούσε να τους σταματήσει να έρχονται να με τρομοκρατούν. Η απάντηση ήταν ότι: «Να πα’ να τα πεις του πατέρα σου αυτά», λέει, «Μην τα λες σ’ εμένα». Οπότε εγώ, νεολαίος τότε, 16 χρονών, τσατίστηκα τόσο πολύ και προσβλήθηκα και τράβηξα στα βουνά και εντάχθηκα στο αντάρτικο, στον Δημοκρατικό Στρατό. 16 χρονών. Πρώτα πήγα εκεί στο Αρχηγείο των Αγράφων, ο οποίος αρχηγός ήτανε ο «Αμάρμπεης», Θεόδωρος Καλλίνος, απ’ τον Τύρναβο. Ζήτησα να ενταχθώ στο τάγμα της νεολαίας, γιατί είχανε ένα τάγμα της νεολαίας εκεί, αλλά ο στρατολόγος, ο οποίος ήτανε απ’ την Καρδίτσα, ο Νίκος ο Νοτόπουλος, γνωστός μου από παλιά, μου λέει: «Είσαι ανήλικος ακόμα», λέει, «Δεν σε στέλνω στη νεολαία», λέει, «στο τάγμα», λέει, «γιατί είσαι ανήλικος ακόμα», λέει, «Θα σε στείλω στη Διαφώτιση, εδώ», λέει, «να μάθεις τη γραφομηχανή». Ε, εντάξει, αφού δεν με πήρανε, ας πούμε, πήγα στη Διαφώτιση. Σε μια βδομάδα εγώ έμαθα τη γραφομηχανή κλπ. Πέρασε κάνας μήνας, εκστρατεύει το αρχηγείο των Αγράφων, με τρία τάγματα που είχε, στην Όθρυ και κατεβαίνει στον Αλμυρό, κάνει επιχείρηση. Κατέλαβε τον Αλμυρό και τα γύρω χωριά όλα, επιστράτευσε πάνω από χίλιους πεντακόσιους πολίτες εκεί, νεολαίους και νεολαίες, και τους ανέβασε πάλι απάνω στη Γούρα, στην Ανάβρα. Μείνανε εκεί καμιά… Αυτό έγινε τον Φεβρουάριο του 1948. Εγώ ήμουνα με τη Διαφώτιση αυτή του αρχηγείου, βοηθητικός εκεί, είχαμε κάνει μια ομάδα ασφάλειας του αρχηγού κατά την επιχείρηση στον Αλμυρό.
Η Ομάδα Διαφώτισης τι ήταν ακριβώς;
Η Ομάδα Διαφώτισης ήταν αυτή που… έγραφα εγώ τα έγγραφα όλα, ας πούμε, στη γραφομηχανή και η Διαφώτιση έπαιζε ρόλο να πηγαίνει στο τάγμα, ξέρω γω, στα τάγματα, να αναλύει τις πληροφορίες κλπ. που υπήρχανε.
Να ενημερώνει δηλαδή;
Να ενημερώνει. Αυτό τον ρόλο έπαιζε η Διαφώτιση. Αφού μείναμε καμιά δεκαπενταριά μέρες εκεί πάνω στην Ανάβρα, στην Όθρυ, πάλι εντολή δώσανε εκεί απ’ το Αρχηγείο, απ’ το Γενικό Αρχηγείο, να μεταφερθούμε στα Άγραφα. Απ’ το ίδιο δρομολόγιο που είχαμε κατεβεί, ανεβήκαμε πάλι στα Άγραφα, κατά τον Μάρτη μήνα το 1948. Οπότε, την άνοιξη αυτή, του ’48, είχαν ανακοινώσει οι κυβερνητικές δυνάμεις ότι θα μας εξοντώσουν, θα κάνουν επιχειρήσεις, γενικές επιχειρήσεις εναντίον μας, και θα μας εξοντώσουν.
Ενότητα 3
Οι πορείες στα αγραφιώτικα βουνά και η συμμετοχή στη Μάχη στο Πυργούλι (Άνοιξη 1948)
01:06:15 - 01:26:36
Εγώ τότε, παρόλο που ήμουν στη Διαφώτιση του Αρχηγείου, ας πούμε, εκεί, σαν ανήλικος που ήμουν, έβλεπα ότι θ’ αρχίσουν επιχειρήσεις και έκανα μία αίτηση να πάω σε μάχιμο τμήμα. Έκανα αίτηση να πάω σε μάχιμο τμήμα, γιατί ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, που διακήρυσσαν ότι θα μας διαλύσουν κλπ., και θέλησα κι εγώ να μπω σε μάχιμο τμήμα, να πολεμήσω. Και με στείλανε τον Μάρτη του ’48, δηλαδή μετά από λίγες μέρες αφού έκανα την αίτηση, με στείλανε στο τάγμα της νεολαίας. Το τάγμα της νεολαίας την εποχή εκείνη μάχονταν στα βουνά τα αγραφιώτικα, εκεί στο Βουτσικάκι, ή Γκαβέλ που το λέγανε. Εκεί ακριβώς βρήκα το τάγμα, εντάχθηκα και δώσαμε την πρώτη μάχη εκεί στο βουνό αυτό, οπότε μας απώθησαν οι κυβερνητικοί και εγκαταλείψαμε το Βουτσικάκι και ακολουθήσαμε δρομολόγια για να κατεβούμε προς την Άρτα. Το τάγμα της νεολαίας ετέθηκε στη διοικητική υπευθυνότητα του αρχηγού της Ρούμελης, του καπετάν Διαμαντή. Οπότε, ενώ ανήκε στις δυνάμεις των Αγράφων, εκείνη την περίοδο ήταν ο Διαμαντής εκεί και τέθηκε και το τάγμα της νεολαίας μας στη διοικητική επιρροή του… ευθύνη του Διαμαντή. Φτάσαμε, πορεία με μάχες και πορείες συνέχεια, απ’ τα Άγραφα εκεί περάσαμε όλη τη διαδρομή προς Άρτα. Τα χωριά Νεράιδα, Μοναστηράκι, Βαλαώρα, Γέφυρα Τοπόλιανα και περνάμε τον Μέγδοβα για το όρος Προβατίνα ή Μακρυνόρος, που το λέγανε. Όταν φτάσαμε σε κάτι χωριά εκεί στα Σκουληκαριά κλπ., χωριά της Άρτας είναι αυτά, διαταγή να γυρίσουμε προς τ’ Άγραφα πάλι. Πάλι προς τ’ Άγραφα. 30 του… 29 του Μ[01:10:00]άη φτάσαμε στα Άγραφα. Εκεί όταν φτάσαμε, διαπιστώσαμε ότι ήμαστε σε κλοιό πάλι από αντιπάλους. Αλλά υπήρχε, υπήρχαν εκεί ορισμένοι ντόπιοι οδηγοί που ξέρανε τα μονοπάτια και μας οδήγησαν έξω απ’ τον κλοιό που είχαν οι αντίπαλοι και κατεβήκαμε, κατηφορίσαμε προς την τοποθεσία Καρβασαρά, Μέγα Ρέμα, όλη τη νύχτα. Και, ξημερώνοντας 30 του Μάη, φτάσαμε στη Μούχα απ’ έξω, στο όρος Πυργούλι. Το Πυργούλι είναι ένα ύψωμα μεγάλο το οποίο ξεκινάει απ’ το ποτάμι τον Μέγδοβα και φτάνει μέχρι την Αρκουδομαγούλα της Καστανιάς. Η εμπροσθοφυλακή πήγαινε για το Πυργούλι, το τάγμα της νεολαίας, το δικό μας. Μόλις περάσαμε το γεφυράκι του Μέγδοβα, ήταν ένα ξύλινο γεφυράκι εκεί, περάσαμε το γεφυράκι και σκαλώσαμε απάνω για το ύψωμα. Μόλις φτάσαμε απάνω στο ύψωμα, θέλαμε καμιά πενηνταριά μέτρα ακόμη να φτάσουμε, πέσαμε ξάπλα να ξεκουραστούμε. Ήτανε το χόρτο… άνοιξη ήτανε, μήνας Μάης, ένα γόνατο ήταν το χόρτο όταν ξαπλώσαμε εκεί να ξεκουραστούμε. Εγώ έκανα χρέη ομαδάρχου, δεν είχαμε ομαδάρχη. Έκανα χρέη ομαδάρχη, είχα και τ’ οπλοπολυβόλο. Και η ομάδα μου αποτελούνταν από τα παιδιά που είχαμε επιστρατεύσει στον Αλμυρό. Γεμιστή είχα έναν νεολαίο, τον Κωστάκη τον… Τέλος πάντων, το ξεχνάω τώρα το επώνυμο, θα το θυμηθώ παρακάτω. Τον είχα γεμιστή, δηλαδή γέμιζε τις ταινίες, για να ρίχνω ριπές με τ’ οπλοπολυβόλο. Δεν προλάβαμε να ξεκουραστούμε καλά-καλά, ήρθε ο λοχαγός από κάτω, ερχόταν οι φάλαγγες από κάτω όλοι, και του τάγματος του δικού μας και άλλα δυο τάγματα του καπετάν Διαμαντή, απ’ τους Ρουμελιώτες. Έρχεται ο λοχαγός, ο Χαρίτος ο Κώστας, απ’ την Καρδίτσα ήτανε, με κλοτσάει: «Γιωργάκο, σήκω», λέει, «Πήγαινε απάνω στο ύψωμα, μέχρι να ’ρθουμε κι εμείς να ξεκουραστούμε λίγο, για να ’χεις τον νου σου εκεί», λέει, «μη φανούν τίποτα αντίπαλοι». Πράγματι, παίρνω γω την ομάδα και ανεβαίνω στο ύψωμα. Μόλις ανέβηκα στο ύψωμα, βλέπω στα 100 μέτρα ακροβολισμένους στρατιώτες κυβερνητικούς να ανεβαίνουν. Πυροβολάω αμέσως με το οπλοπολυβόλο, αφού πιάσαμε θέσεις εκεί στα έλατα πίσω. Σε λίγο έφτασαν και οι… ο λόχος του Χαρίτου και όλο το τάγμα. Στην αρχή τους καθηλώσαμε εκεί, αλλά σιγά σιγά τους διώξαμε, τους κυνηγήσαμε προς Αρκουδομαγούλα. Η μάχη αυτή έμεινε στην ιστορία του Δημοκρατικού Στρατού, γιατί γύρω απ’ το ύψωμα αυτό, το Πυργούλι, ήτανε τρεις ταξιαρχίες κυβερνητικού στρατού. Είχαν δηλαδή κλοιό, δεν μπορούσε να ξεφύγει από κει το τμήμα με τίποτα, με κανένα βασίκ-… Εμείς το πήραμε είδηση, γιατί ήρθανε πολλοί ελεύθεροι σκοπευτές δικοί μας, που γυρίζανε στα μέρη εκείνα, ήρθαν ελεύθεροι σκοπευταί και μας είπανε, μας πληροφόρησαν δηλαδή ότι ήμαστε κυκλωμένοι. Όμως, η μάχη άρχισε απ’ το πρωί, πρωί πρωί, και συνεχίζεται. Αυτοί, ναι μεν τους πετάξαμε την πρώτη φορά προς την Αρκουδομαγούλα, αλλά αμέσως οργανώσανε επίθεση κι άλλη. Τους αποκρούουμε. Στη δεύτερη αυτή εκστρατεία που… αντεπίθεση που κάνανε, σκοτώνεται ο Τσιαμήτας, ο νεολαίος αυτός που τον είχα για να γεμίζει τις ταινίες. Δίπλα μου όπως ήτανε στο οπλοπολυβόλο, εγώ πυροβολούσα, τον πήρε η ριπή και τον σκότωσε αμέσως. Αμέσως αλλάζω τοποθεσία, γιατί αφού επισημάνθηκε η θέση μου, κατάλαβα ότι κι εγώ θα σκοτωθώ. Με δυο άλματα έφυγα από κει, πήγα σε άλλη τοποθεσία, στα έλατα βέβαια μέσα. Και αυτή η απόπειρα που κάνανε οι κυβερνητικοί αποκρούστηκε. Σε λίγο έρχεται η δύναμη των Ρουμελιωτών με επικεφαλής τον καπετάν Διαμαντή και δίνει εντολή όλοι οι νεολαίοι που είμαστε μπροστά, στην πρώτη γραμμή, να οπισθοχωρήσουμε και να καταλάβουν τις θέσεις οι Ρουμελιώτες. Ήταν εμπειροπόλεμοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία. Εμείς νεολαίοι ήμασταν. Συνεχίστηκε η μάχη αυτή όλη την ημέρα. Ο Διαμαντής έδωσε εντολή να τους φθείρουνε, να τους αντιμετωπίζουν, να τους κυνηγάνε μέχρι την Αρκουδομαγούλα και να περιμένουν πάλι. Αυτοί πραγματικά, ας πούμε, είχαν απεριόριστες δυνάμεις, ρίχνανε συνέχεια δυνάμεις. «Οικονομία στις σφαίρες», διατάζει ο Διαμαντής και: «Στο ψαχνό», να γίνει η φθορά των αντιπάλων. Αυτό κράτησε μέχρι το μεσημέρι, οπότε φτάσανε στα μισά του υψώματος οι αντίπαλοι, έμεινε ακόμα το μισό ύψωμα να καταλάβουν. Αλλά από κει και μετά, όλες οι δυνάμεις οι δικές μας όπισθεν, αλλά με τάξη. Οπισθοχωρούσαμε με τάξη. Όχι να εγκαταλείψουμε και να πάρουμε δρόμο να φύγουμε. Δηλαδή αμυνόμασταν με αντίσταση. Μέχρι που κόντεψε να βασιλεύει ο ήλιος, μας μαζέψανε πίσω στον γκρεμό. Άλλο πίσω δεν υπήρχε για μας. Ή θα μας συλλάβουν ή θα αυτοκτονήσουμε μες στον γκρεμό. Ο εμπειροπόλεμος Διαμαντής, όπως ήμασταν μαζεμένοι και περιμέναμε να μας πιάσουν ή να πέσουμε στον γκρεμό, διατάζει: «Όλοι μαζί αντεπίθεση». Βγά[01:20:00]ζει την πιστόλα του, θυμάμαι, και πρώτος ορμάει μπροστά: «Απάνω τους, αδέρφια!». Ε, εκείνο εκεί το δυναμικό όλο, ας πούμε, το δικό μας, όρθιοι, ξεκινάμε τρέχοντας, και να προστατεύσουμε και τον Διαμαντή, αλλά και να… Ορμάμε τρέχοντας. Αιφνιδιάστηκε ο αντίπαλος, το βάζει στα πόδια, εμείς να κυνηγάμε, να ρίχνουμε, να σκοτώνουμε, να προχωράμε, να πέφτουμε κι εμείς, γιατί στην επίθεση πέφταμε κι εμείς, ας πούμε, μας σκοτώνανε κι εμάς. Βγήκαμε πριν ακόμη σουρουπώσει, βασίλευε ο ήλιος, τους διώξαμε όλους, πιάσαμε και αιχμαλώτους κατά την αντεπίθεση αυτή και φύγανε πέρα απ’ την Αρκουδομαγούλα πάλι, όπως στις πρωινές επιθέσεις. Όμως, πάλι ήμασταν μέσα σε κλοιό. Την άλλη μέρα πάλι θα είχαμε χειρότερα. Τα πυρομαχικά μας τελειώνανε… Μόλις λοιπόν σουρούπωσε, ο Διαμαντής δίνει διαταγή: πρώτον, ν’ ανοίξουνε λάκκοι να θαφτούν οι νεκροί, δικοί μας και αντίπαλοι. Να θαφτούνε όλα τα βαριά όπλα που καταλάβαμε, βαριά πολυβόλα και όλμους και πυρομαχικά, να τα θάψουμε. Να συγκεντρωθούν τα μουλάρια, σαράντα πέντε μουλάρια, να φορτωθούν οι τραυματίες και να οδηγηθούνε σε μία λούφα προς το Μπελοκομίτη, προς το Μπελοκομίτη, ένα χωριό. Πράγματι, ας πούμε, συγκεντρώθηκαν τα μουλάρια, φορτώνονται και στέλνεται η ομάδα η δικιά μου να συνοδέψω τους τραυματίες, να τους πάω στην κρύπτη, σε μια δασώδη περιοχή, να κάνουν λούφα εκεί. Ευτυχώς, δεν έπεσα απάνω σε ενέδρα αντιπάλων. Πέρασα πάλι το ποτάμι τον Μέγδοβα, οδηγήθηκα σε αυτή την τοποθεσία προς τον Μπελοκομίτη και κατέβασα τους τραυματίες όλους, τους βόλεψα σε κρύπτες μέσα στο πυκνό δάσος…
Όταν λέμε κρύπτες, τι εννοούμε;
Λούφα που λέγαμε, μες στο δάσος ξάπλα. Μες στο δάσος, ξάπλα. Πήρα τα ζώα όλα, τα μουλάρια, τα πέρασα πάλι πέρα απ’ τον Μέγδοβα, προς το χωριό της Μούχας, να μην είναι κοντά εκεί και έρθουν αντίπαλοι και δουν ότι θα είμαστε εκεί. Φύγαν τα μουλάρια. Ο δε Διαμαντής, αφού έφυγαν και οι τραυματίες, κάνει ανασυγκρότηση όλα τα τμήματα που είχε, δυο τάγματα δικά του κι ένα της νεολαίας μας, τρία, γίνεται ανασυγκρότηση, γιατί είχαμε και απώλειες, άλλοι νεκροί, άλλοι τραυματίες, και καθορίζει 12 η ώρα τη νύχτα να ξεκινήσει έξοδο. Και ορίζει, ας πούμε, μεταξύ Γιαννουσαίικα και Αρκουδομαγούλα, αυτό το δρομολόγιο να ακολουθήσει, να σπάσει τον κλοιό. Πράγματι, χωρίς σχεδόν απώλειες καθόλου, έσπασε τον κλοιό εκεί, σ’ αυτό το σημείο, και πιάνει τον Ίταμο, από κει στο Καπροβούνι, έφυγε, με τα τρία τάγματα. Έμειναν οι τρεις ταξιαρχίες να φυλάνε το Πυργούλι. Αυτή ήταν η φοβερότερη μάχη της εποχής εκείνης, γιατί οι στρατηγοί οι κυβερνητικοί λέγανε… μαλώνανε πού θα μας κατευθύνουν, στην Καρδίτσα ή στα Τρίκαλα. Μας είχαν σίγουρους ότι θα μας πιάσουν.
Να κάνω μια ερώτηση; Όταν ήσασταν πάνω μόνος σας, ομαδάρχης, πριν έρθει ο Διαμαντής, και ήταν ο Τσιαμήτας, που γέμιζε το πολυβόλο, που τον σκοτώσανε, πώς αισθανθήκατε εκείνη την ώρα; Φοβηθήκατε καθόλου, που έπρεπε να αλλάξατε σημείο, γιατί σας…;
Είναι δυνατόν να μη φοβήθηκα. Φοβήθηκα, αλλά πόλεμος γίνεται. Είχα αποφασίσει κι εγώ ότι θα φύγω κάποτε. Έτσι έζησα, αλλιώς πώς θα ζήσεις; Αλλά, για καλή μας τύχη, μετά από δυο μέρες απ’ αυτή τη μάχη, όλος ο στρατός που ήταν εκεί ο κυβερνητικός κατέβηκε στην Καρδίτσα και φορτώθηκε σε φορτηγά και αυτά και πήγε για τον Γράμμο. Όλη η περιοχή μας εκεί έμεινε ελεύθερη.
Ενότητα 4
Συμμετοχή σε επιχειρήσεις στον Σμόλικα (Καλοκαίρι 1948) και εκπαίδευση ως ασυρματιστής
01:26:36 - 01:37:52
Μετά απ’ αυτή τη μάχη, ο Διαμαντής τράβηξε… μέχρι τον Ιούνιο ήτανε το τάγμα μας στη δικαιοδοσία του, στη δική του ευθύνη και διοίκηση, το τάγμα μας. Απ’ τα άλλα τμήματα τα θεσσαλικά εμείς ήμασταν με τους Ρουμελιώτες. Εκστρατεύουμε από κει, απ’ το Πυργούλι, που βγήκαμε, μετά από τρεις μέρες, τέσσερις. Εγώ βόλεψα σε διάφορα… κρύπτες, νοσοκομεία που είχαμε, τους τραυματίες και πήγα στο τάγμα μου πάλι. Ακολουθώ το τάγμα και πήγαμε προς την Άρτα. Διαταγή ήταν να κάνουμε εκστρατεία κατά της Αμφιλοχίας. Πιο κάτω…
Να κάνω μια ερώτηση; Στις κρύπτες όταν ήτανε οι τραυματίες, μετά κατεβαίνανε στο νοσοκομείο; Τους διοχετεύανε κάτω στο νοσοκομείο στην Καρδίτσα;
Νοσοκομείο κρύπτες είχαμε, στα δάση μέσα. Είχαμε άλλα νοσοκομεία, αντάρτικα.
Αντάρτικα.
Τους βόλεψα εκεί τους τραυματίες, ας πούμε, γιατί είχαμε νοσοκόμες κλπ., τους βόλεψα εκεί και έφυγα εγώ, πήγα στο τάγμα μου και ακολούθησα το τάγμα μου. Πήγαμε και κάναμε εκστρατεία τον Ιούνιο μήνα, 20 Ιουνίου ήτανε, επιχείρηση κατά της Αμφιλοχίας. Τα τρία τάγματα αυτά, επικεφαλής ο Διαμαντής, καπετάν Διαμαντής. Το τάγμα μας πήρε εντολή να παρενοχλεί τα φυλάκια γύρω απ’ την κωμόπολη αυτή της Αμφιλοχίας. Οι δυνάμεις του Διαμαντή χτύπησαν, μπήκαν μέσα στην κωμόπολη αυτή, αλλά είχανε οχυρωματικές θέσεις τόσο πολλές που δεν φέραν αποτέλεσμα μεγάλο. Αναγκαστήκαμε κατά τις πρωινές ώρες να διατάξει σύμπτυξη των τμημάτων όλων ο Διαμαντής, και το δικό τους και το δικό μας, και ανεβήκαμε προς το Σακαρέτσι, στο Ξηρόμερο, στην πλαγιά απάνω. Αρχίζουμε. Μας πήρε το πρωί. Η αεροπορία να μας παίρνει τα δίκοχα απ’ τα κεφάλια, τόσο χαμηλά ερχόταν, ας πούμε. Να μας πυροβολεί η αεροπορία, να πέφτουμε στον δρόμο πολλοί, αλλά τελικά ανεβήκαμε απάνω προς το Μακρυνόρος και φτάσαμε, μαχόμενοι βέβαια πάντα, γιατί ήταν πάλι κυβερνητικοί μπροστά μας, στα χωριά Κλειδί, [01:30:00]Παναγιά, ξέρω γω τι ήτανε, και φτάσαμε στα Τζουμέρκα πάνω. Στα Τζουμέρκα ήταν και τα θεσσαλικά τμήματα. Εκεί αποφασίζεται, το τάγμα το δικό μας έσμιξε με τα θεσσαλικά τμήματα. Εκεί ο Διαμαντής, με τις δυνάμεις του, πήρε διαταγή απ’ το Γενικό Αρχηγείο να γυρίσει στα λημέρια του, προς τη Ρούμελη, νότια απ’ το Καρπενήσι. Ο δε Φλωράκης έγινε… εκείνες τις μέρες πήρε τον βαθμό του μεράρχου, έγινε μέραρχος, είχε στη διοίκησή του τρεις ταξιαρχίες, την 138, την 192… Ναι, και πήρε εντολή, τρεις ταξιαρχίες τώρα, απ’ το Γενικό Αρχηγείο, από κει απ’ τα Τζουμέρκα, συγκεκριμένα απ’ τα χωριά Βουργαρέλι, Θοδώριανα κλπ., πήρε εντολή να πάει προς τον Σμόλικα, στη Δυτική Μακεδονία. Ιδρύεται στο μεταξύ με απόφασή τους, εκεί της μεραρχίας, ιδρύεται και σχολή ασυρματιστών και επιλέγονται διάφοροι νεολαίοι εκεί, μεταξύ των οποίων κι εγώ επιλέχθηκα για τη σχολή ασυρματιστών. Είκοσι πέντε νεολαίοι, με διευθυντή τον μπαρμπα-Μιχάλη τον Κώστογλου, Βολιώτης, ένας περασμένης ηλικίας, και εκπαιδευτή τον Αλέκο, ο οποίος ήτανε ασυρματοτεχνίτης, αυτός μας μάθαινε τον ασύρματο, χειριστήριο, το αλφάβητο του Μορς… Και σε όλη τη διαδρομή αυτή τώρα, πηγαίνοντας για τη Μακεδονία, είχαμε… κάναμε μαθήματα συνέχεια. Στην πορεία και κάναμε μαθήματα. Περνάμε το Μέτσοβο αριστερά, ανεβαίνουμε εκεί στη Βάλια Κάλντα, που το λένε, φτάσαμε στον Σμόλικα… Ύστερα το Σαμαρίνα, Σμόλικα. Εκεί ήταν μάχιμα τμήματα. Η διοίκηση της μεραρχίας στρατοπέδευσε πάνω στην κορυφή στον Σμόλικα, εκεί και η σχολή ασυρματιστών. Τα μάχιμα τμήματα δε πήγανε προς τον Κλέφτη, μια οροσειρά εκεί, που γίνονταν φοβερές μάχες. Και προς τον Αϊ-Λια της Φούρκας. Γίνονταν φοβερές μάχες εκεί. Και χρειάστηκε τώρα και η σχολή ασυρματιστών να συνεισφέρει εκεί και επιστρατεύεται η σχολή ασυρματιστών να συμμετάσχει στην επιχείρηση πλαγιοφυλακή του Αϊ-Λια της Φούρκας, τον οποίο κατείχαν οι δικοί μας, αλλά δέχονταν τέτοιες επιθέσεις απ’ τον κυβερνητικό στρατό, που έλεγες: «Τώρα, δεν θα γλιτώσουμε εκεί». Γιατί οργανώνονταν, ας πούμε, βολή πυροβολικού πρώτα, μετά αεροπορικοί βομβαρδισμοί στον χώρο αυτό του Αϊ-Λια της Φούρκας, που έλεγες: «Τώρα, δεν θα γλιτώσει κανένας σας». Εμείς ήμασταν πλαγιοφυλακή προς τον αυχένα του Γκρέκου, προς τη Σαμαρίνα δηλαδή, κοντά εκεί, αν τυχόν… μην έρθουνε οι κυβερνητικοί από κει, να χτυπήσουμε. Τελικά, δεν μπόρεσαν αυτοί να σπάσουνε τους… να καταλάβουνε τον Αϊ-Λια της Φούρκας. Αλλά θερίστηκαν εκεί χιλιάδες φαντάροι, γιατί αφού κάναν αυτές τις προπαρασκευές πυροβολικού και αεροπορίας, στέλνονταν μετά το πεζικό. Αλλά όταν πλησίαζε το πεζικό κοντά, θερίζονταν απ’ τα μυδράλια των δικών μας. Κάνανε τέσσερις-πέντε επιθέσεις εκεί, δεν μπόρεσαν και τελικά υπαναχώρησαν. Δεν καθίσαμε και πολλές μέρες εκεί, γιατί την εποχή εκείνη κάνανε τον ελιγμό και οι δυνάμεις εκεί του Γενικού Αρχηγείου, που ήτανε στον Γράμμο και πήγανε προς το Βίτσι. Κάνανε τον ελιγμό αυτόν και πήρε διαταγή τώρα ο μέραρχος, ο Φλωράκης, με τα θεσσαλικά τμήματα να γυρίσει στη Θεσσαλία πάλι. Γυρίζουμε στη Θεσσαλία, προς τη Θεσσαλία μεριά. Ανασυγκροτούνται εκεί σε κάτι χωριά, Βλαχάβα κλπ., Τρικοκκιά, πάνω απ’ την Καλαμπάκα. Γίνεται ανασυγκρότηση εκεί και στέλνεται τώρα η σχολή ασυρματιστών να περάσει το Μέτσοβο και να πάει προς τα Τζουμέρκα. Πριν φτάσουμε στα Τζουμέρκα είναι ορισμένα χωριά εκεί, Τζούρτζια, Μηλιά, Καλλιρόη. Εκεί, μεταξύ Καλλιρόης και Τζούρτζιας, είναι ένα χωριό Μηλιά. Στρατοπέδευσε η σχολή ασυρματιστών εκεί, μήνας Ιούλιος.
Κι εσείς μαζί, έτσι; Στη σχολή ασυρματιστών ήσασταν κι εσείς εκεί…
Κι εγώ εκεί, στη σχολή ασυρματιστών. Και καθίσαμε μέχρι το φθινόπωρο εκεί και βγήκαμε ασυρματιστές το φθινόπωρο.
Σήματα Μορς.
Σήματα Μορς. Μόλις τελειώσαμε κατά τον Νοέμβριο, πήγαμε σε διάφορα τμήματα. Εγώ πήγα στη διοίκηση της 1ης μεραρχίας. Ήτανε ασυρματιστής ο Ζήσης ο Μπρέντας, βοηθός εγώ. Έπαιρνα τότε, θυμάμαι, ογδόντα γράμματα το λεπτό και μετέδιδα ογδόντα γράμματα πάλι. Καλοί ασυρματιστές δηλαδή.
Ενότητα 5
Η κατάληψη της Καρδίτσας (Δεκέμβριος 1948) και η κατάληψη του Καρπενησίου (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1949)
01:37:52 - 01:51:02
Μετά από λίγες μέρες μαζεύτηκαν πολλά τμήματα εκεί, γύρω απ’ τον χώρο Νεβρόπολης. Τότε δεν υπήρχε η λίμνη, ήτανε ο κάμπος της Νεβρόπολης. Μαζεύτηκαν εκεί και θεσσαλικά και ρουμελιώτικα τμήματα. Είχανε πρόγραμμα, και πραγματοποιήθηκε 12 Δεκέμβρη 1948, να γίνει επίθεση και να καταληφθεί η Καρδίτσα. Έτσι, 12 Δεκέμβρη εντολή να κατεβεί η μεραρχία να κάνει την επιχείρηση αυτή. Οι ασυρματιστές ακολούθησαν τη διοίκηση βέβαια και πίσω απ’ τον σταθμό Καρδίτσας ήτανε η τάφρος αυτή η αντιπλημμυρική, που είχε η Καρδίτσα, σ’ αυτή έγινε ο σταθμός διοίκησης της μεραρχίας, κι εμείς οι ασυρματισταί εκεί. Σε λίγο ξεκίνησε η επιχείρηση. Η εντολή ήτανε μέχρι τις 2 η ώρα τη νύχτα ό,τι αποτέλεσμα είχαμε, μετά να οπισθοχωρήσουμε. Τη διοίκηση των δυο μεραρχιών που επιτέθηκαν στην Καρδίτσα, δηλαδή η 1η μεραρχία του Φλωράκη απ’ το δυτικό μέρος και η μεραρχία του Διαμαντή απ’ το ανατολικό μέρος, είχαν επιτυχί[01:40:00]α. Με τις πρώτες επιθέσεις ξηλώθηκαν όλα τα φυλάκια τα κυβερνητικά και έφτασαν μέχρι την πλατεία. Δυο στόχοι ήταν ακόμη να καταληφθούν, οι φυλακές κι η διοίκηση χωροφυλακής. Όλοι οι άλλοι στόχοι είχαν καταληφθεί απ’ τον Δημοκρατικό Στρατό, τις δυο μεραρχίες. Βλέποντας η διοίκηση της επιχείρησης αυτής, που ήτανε ο Καραγιώργης του κλιμακίου της νότιας Ελλάδας διοικητής, δίνει εντολή να μην οπισθοχωρήσουν στις 2 η ώρα, να συνεχίσουν την πίεση. Αφού δυο στόχοι είναι, θα καταληφθούν, και με νεότερη διαταγή θα κάνουνε οπισθοχώρηση. Τη διαταγή την πήρα εγώ εκεί με τον Ζήση τον Μπρέντα, που ήμασταν ασυρματιστές του Φλωράκη, τη δίνουμε στον Φλωράκη, συνέχισε την επιχείρηση. Ο Διαμαντής, πριν λάβει τη διαταγή αυτή, ο ασυρματιστής είχε φορτώσει τον ασύρματο και έφυγε, οπότε δεν πήρε τη διαταγή και, με βάση το πρώτο… την πρώτη εντολή, να υποχωρήσουν στις 2 η ώρα, έφυγε στις 2 η ώρα. Μόλις έφυγε ο Διαμαντής απ’ τα ανατολικά, εμφανίστηκε κυβερνητικός στρατός. Οπότε δυσκολεύτηκε η κατάσταση, αλλά κατά τις πρωινές ώρες δόθηκε…
Ο ασυρματιστής γιατί δεν έστειλε το μήνυμα κι έφυγε;
Δεν το πήρε το μήνυμα ο ασυρματιστής, φόρτωσε τον ασύρματο στο ζώο κι έφυγε, και το ίδιο μαζί με τη μεραρχία ολόκληρη του Διαμαντή. Εμείς την πήραμε τη διαταγή, τη δώσαμε στον Χαρίλαο, συνέχισε τη… Μόλις είδαμε όμως ότι…
Ο Διαμαντής έχει φύγει.
…είχε φύγει ο Διαμαντής, κατά τις πρωινές ώρες δίνει εντολή: σύμπτυξη. Βέβαια ο σκοπός επετεύχθη που είχαν βάλει οι δυο μεραρχίες. Και στρατιωτικό υλικό εφοδιάστηκαν, υπόδηση, οπλισμό, πυρομαχικά, επιστράτευση… Επιστρατεύσαμε εκεί χιλιάδες απ’ την Καρδίτσα, χιλιάδες. Κι έτσι διατηρήθηκε, πλαισιώθηκαν οι μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού απ’ τους επιστρατευμένους. Οι άλλοι πήγαν στα έμπεδα να εκπαιδευτούν λίγο, ας πούμε, για να ετοιμαστούν…
Να μπουν μετά…
…να μπουν στα τμήματα τα άλλα. Μετά από λίγες μέρες γίνεται και η επίθεση στους Σοφάδες, η οποία δεν είχε επιτυχία, γιατί ήταν οργανωμένοι οι αντίπαλοι τόσο πολύ και ήτανε χιονοσκεπασμένη, σκεπασμένη με χιόνια όλη η περιοχή, πάνω από 30 εκατοστά χιόνι, οπότε δεν φέραν αποτέλεσμα, οπισθοχώρησαν και ετοιμάστηκαν για το Καρπενήσι. Κατά το τέλος του Δεκέμβρη, αρχές του Γενάρη, ετοιμάστηκαν οι δυο οι μεραρχίες να εκστρατεύσουν, να καταλάβουν το Καρπενήσι. Και στις 21 του Γενάρη η 1η μεραρχία χτύπησε και κατέλαβε το Καρπενήσι, η δε 2η πήρε θέσεις προς την πλευρά της Λαμίας, σ’ όλα τα υψώματα εκεί, για να εμποδίσει ενισχύσεις του κυβερνητικού στρατού να φέρουν στο Καρπενήσι. Πράγματι, το Καρπενήσι μέσα σε μία βραδιά κατελήφθη όλο, εκτός απ’ τον Αϊ-Δημήτρη, το οποίο ήταν σ’ ένα ύψωμα ξεχωριστά απ’ την πόλη. Ένας λόχος φρουρούνταν εκεί από κυβερνητικό στρατό, οπότε δόθηκε εντολή στους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς να το καταλάβουν κι αυτό το ύψωμα του Αϊ-Δημήτρη. Πράγματι, την άλλη μέρα, αφού κατελήφθη το Καρπενήσι, στείλανε αυτοί ένα αεροπλάνο εκεί να εποπτεύει, ήταν πολύ χαμηλά. Αυτοί νόμιζαν ότι θα κρατήσει το Καρπενήσι. Λοιπόν, ήταν πολύ χαμηλά το αεροπλάνο, ρίχναμε από κάτω εμείς με ατομικά όπλα και με αυτόματα, κάπου πετύχαμε το αεροπλάνο στην αυτή και κάνει αναγκαστική προσγείωση στα τσαΐρια εκεί στο Καρπενήσι. Μέσα ήταν ένας συνταγματάρχης Έλληνας, σκοτωμένος, κι ένας τραυματίας Αμερικάνος, συνταγματάρχης. Τρέξανε οι παρτιζάνοι εκεί, που ήταν εκεί παραδίπλα, αλλά κάτι Ρουμελιώτες εκεί, οι οποίοι ήταν αγανακτισμένοι, μόλις είδαν τον Αμερικάνο, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ριπές, τον σκότωσαν, χωρίς… ενώ η ηγεσία τον ήθελε ζωντανόν. Αλλά αυτοί ήταν αγανακτισμένοι και τον σκότωσαν. Έτσι μείναμε είκοσι μέρες, για την ακρίβεια δεκαεννιά μέρες, μες στο Καρπενήσι. Το είχαμε κατειλημμένο. Αλλά δεν μείναμε όλες τις μέρες μες στο Καρπενήσι. Καμιά δεκαριά μέρες μείναμε μέσα και μετά η μεραρχία, η διοίκηση δηλαδή, πήγε σ’ ένα χωριό, Γοριανάδες, έξω απ’ το Καρπενήσι, κι εκεί έκανε τον σταθμό διοίκησης. Οπότε, από κει παίρνουν εντολή… Έφυγε στο μεταξύ ο Ζήσης ο Μπρέντας και ήμουν εγώ ο κύριος ασυρματιστής στη μεραρχία. Εντολή, με όλο το προσωπικό εκεί, τους κρυπτογράφους, ασυρματιστές, άλλες βοηθητικές υπηρεσίες, να πάμε προς βορράν, να φτάσουμε κάπου στον Κλειτσό εκεί, ένας οικισμός, να κάνουμε λούφα εκεί, να περιμένουμε μέχρις ότου γυρίσει η μεραρχία. Η μεραρχία τι γίνεται τώρα; Εγκαταλείπει το Καρπενήσι, αφού πέρασαν δεκαεννιά μέρες, μαζί με τη 2η μεραρχία του Διαμαντή, και τραβάνε να πάνε να καταλάβουνε το Αγρίνιο. Όμως, ήταν τόσο πολύ χιονιάς, φοβερός χιονιάς, πρώτον, και δεύτερον, ήταν οργανωμένοι οι αντίπαλοι, μας περιμένανε, κυβερνητικός στρατός. Περιμέναν δηλαδή τις δυνάμεις, γιατί εγώ, με το βοηθητικό προσωπικό, πήγα και εγκαταστάθηκα στον Κλειτσό, για να περιμένουμε πότε θα γυρίσουν τα τμήματα. Δεινοπάθησαν τα τμήματα. Δεινοπάθησαν φοβερά. Κόντεψε να πιαστούν αιχμάλωτοι εκεί. Αλλά κατάφεραν και μες στα χιόνια τράβηξαν προς Αράχοβα, κάτω προς τη Ρούμελη. Και από κει, απ’ τη Ρούμελη, με φοβερές μάχες… Είχε πλημμυρίσει από κυβερνητικό στρατό, στριμώχτηκαν πάρα πολύ οι δικοί μας τότε εκεί, τα τμήματα αυτά τα δικά μας, και με μία γερή αντεπίθεση που χρειάστηκε να κάνουν στον κάμπο της Σ[01:50:00]περχειάδας, να περάσουν τον Σπερχειό και να φτάσουν απέναντι, προς τα υψώματα της Ρεντίνας. Με πολλές απώλειες πέρασαν και τη δημοσιά εκεί, γιατί είχαν και τεθωρακισμένα οι αντίπαλοι, αλλά πέρασαν και το ποτάμι, πέρασαν και τη δημοσιά και έφτασαν απέναντι, ας πούμε, στα υψώματα αυτά της Ρεντίνας, σιγά σιγά φτάσανε εκεί που ήμασταν εμείς, στον Κλειτσό.
Να κάνω μια ερώτηση; Το μέσο που μετακινιόντουσαν οι αντάρτες τι ήτανε; Ο κυβερνητικός στρατός είχε τεθωρακισμένα, είχε διάφορα. Οι αντάρτες τι…;
Τα πόδια τους μόνο.
Τα πόδια τους.
Τίποτ’ άλλο. Τα πόδια τους κι αυτά… όχι όλοι υποδημένοι, και πολλοί ξυπόλυτοι.
Ενότητα 6
Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949 στα αγραφιώτικα βουνά: Η αρχή του τέλους για τον Δημοκρατικό Στρατό
01:51:02 - 02:38:53
Από δω και πέρα αρχίζουν τα βάσανα του Δημοκρατικού Στρατού εδώ στη νότια Ελλάδα. Δηλαδή μετά απ’ το Καρπενήσι, απ’ τις επιτυχίες αυτές που είχαμε Καρδίτσα, Καρπενήσι, από κει και μετά ο κυβερνητικός στρατός είχε ελευθερώσει πολλές δυνάμεις απ’ την Πελοπόννησο, γιατί είχε ηττηθεί το κίνημα στην Πελοπόννησο, το αντάρτικο, είχαν νικήσει οι κυβερνητικοί, και όλο το στράτευμα εκεί απ’ την Πελοπόννησο το φέρανε στη Ρούμελη και Θεσσαλία. Και είχε πήξει η Θεσσαλία, πάνω από τριάντα χιλιάδες στρατό ήταν εκεί και κυνηγούσε εμάς. Από δω και πέρα ήταν όλο ήττες και κυνηγητά. Άρχισαν οι αναποδιές, πήραμε κατηφόρα. Τα οποία τμήματα δεινοπάθησαν, γιατί ήτανε υπερπληθώρα κυβερνητικού στρατού και μας χτυπούσανε σχεδόν όπου κινούμασταν. Έτσι και εγένετο μέχρι τον Μάρτη, που πήγαμε… εκτός απ’ το… Κάναμε απόπειρα για το Καρπενήσι, τα τμήματα δηλαδή του Δημοκρατικού Στρατού της 1ης και 2ης μεραρχίας, κάναν απόπειρα για το Αγρίνιο, δεν καρποφόρησε, γυρίσανε με πολλές ταλαιπωρίες και εκστρατεύσαμε κατά της Άρτας. Εκεί πάλι πέσαμε σε πληθώρα κυβερνητικών στρατιωτών. Μας κύκλωσαν, παραλίγο να μας αιχμαλωτίσουν. Και είχε την προνοησία ο… ιδιαίτερα ο μέραρχος της 1ης μεραρχίας, ο Χαρίλαος ο Φλωράκης, και όλους τους ασυρμάτους της μεραρχίας, που ήμουν εγώ ο ασυρματιστής της μεραρχίας, και κρυπτογράφους κλπ., κρυπτογράφους και άλλους βοηθητικούς, μας έδιωξε από κει, μας δίνει εντολή να περάσουμε τη γέφυρα του Κοράκου, που ήτανε στον Αχελώο, και να πάμε προς την περιοχή της Αργιθέας, Μπουκοβίτσα κλπ., τα χωριά εκείνα. Και πράγματι αυτό πράξαμε. Δεινοπάθησε η μεραρχία μέχρι να απαγκιστρωθεί, γιατί είχε κάνει κλοιό ο αντίπαλος, για να απαγκιστρωθεί η μεραρχία και να φύγει. Όμως, η μία ταξιαρχία της 1ης μεραρχίας ήταν λίγο νοτιότερα απ’ τον κύριο όγκο των δυνάμεων της 1ης μεραρχίας και της 2ης, που μάχονταν εκεί στο… Σκουληκαριά και τα χωριά εκείνα της Άρτας. Εγώ προσπαθούσα, μου είχε δώσει εντολή ο μέραρχος να την ειδοποιήσω, να την ειδοποιήσω την ταξιαρχία με τον ασύρματο να οπισθοχωρήσει και να περάσει τη γέφυρα κι αυτή του Κοράκου, να περάσει για την περιοχή της Αργιθέας. Όμως, εγώ προσπαθούσα, προσπαθούσα και δεν μπορούσα να πάρω επαφή. Δεν δούλευε ο ασύρματος; Πώς έγινε η δουλειά τώρα…; Η ασυρματίστρια, ξέρω… την ήξερα, μια συναγωνίστρια, η Δέσποινα, απ’ το Λεοντάρι ήταν, ασυρματίστρια, δεν ήταν και πρώτης γραμμής ασυρματίστρια. Εγώ την ήξερα γιατί ήμασταν στην ίδια σχολή. Αλλά προσπαθούσα, μπορούσα δηλαδή… Αν άνοιγε την αντένα του ασυρμάτου, θα συνεννοούμουν, ας πούμε, θα έδινα την εντολή να οπισθοχωρήσουν. Δεν μπόρεσα να πάρω επαφή κι έτσι έμεινε η ταξιαρχία εγκλωβισμένη. Αφού πέρασε η μεραρχία όλη, τα τμήματα όλα, ας πούμε, πέρασαν για την Αργιθέα, η ταξιαρχία έμεινε. Έρχεται και μετά ο… γιατί εγώ είχα προηγηθεί, μας έδιωξε τους ασυρμάτους νωρίτερα, εκεί στο χωριό της Μπουκοβίτσας, έρχεται ο Χαρίλαος, ο μέραρχος, και λέει: «Θα σου δώσω μία διμοιρία, τον σύντροφο τον Κίτσιο τον Παπαϊωάννου με μια διμοιρία», αντάρτες δηλαδή, μαχητές, «και θα πάρεις τον ασύρματο»… Το «τρουμανάκι» το λέγαμε εμείς, έναν ασύρματο… βαλίτσα ήτανε, το οποίο αντί για μπαταρία είχε μία γεννήτρια η οποία παρήγαγε ρεύμα και δούλευε ο ασύρματος. «Αυτόν θα πάρεις», λέει, «τον ασύρματο, θα πάρεις και άλλους δυο να κουβαλάνε», γιατί ήτανε ένας τρίποδας, ο κύριος ασύρματος και η γεννήτρια, η οποία έμπαινε απάνω στον τρίποδα και παρήγαγε ρεύμα, «θα πάρεις κι άλλους δυο να κουβαλάνε τον ασύρματο και θα πάτε να βρείτε τη… προς εξερεύνηση της ταξιαρχίας». Χάθηκε η ταξιαρχία ολόκληρη, ας πούμε. Πού πήγε; Δεν μπορούσαμε να πάρουμε επαφή. Πράγματι, πήρα τη… εγώ ακολούθησα, ας πούμε, τον διμοιρίτη αυτόν, τον Κίτσιο τον Παπαϊωάννου, που ήταν απ’ την περιοχή μας εκεί, απ’ τον Μεσενικόλα Καρδίτσας κατάγονταν… Ήτανε στον ΕΛΑΣ, αυτός ο Κίτσιος ο Παπαϊωάννου ήτανε ταγματάρχης, αλλά αυτή τη φορά είχε τον βαθμό του διμοιρίτου εκεί, οδηγούσε… καθοδηγούσε αυτή τη διμοιρία. Διμοιρία είναι δυο ομάδες αντάρτες, μαχητές δηλαδή. Και ξεκινάμε τώρα προς διερεύνηση της ταξιαρχίας. Πού; Σε όλα τα μέρη εκείνα, ας πούμε. Απ’ την Μπουκοβίτσα ξεκινάμε, πήγαμε στα χωριά εκεί, διερευνώντας, ρωτώντας κλπ. Ξενυχτήσαμε με την πορεία που κάναμε προς τα Πετρίλια… προς το Πετρίλο πηγαίναμε. Στον δρόμο ήτανε ένα μοναστήρι, νυχτώσαμε και κοιμηθήκαμε εκεί στο μοναστήρι, το οποίο μοναστήρι χρησιμοποιούνταν και σαν νοσοκομείο, οι τραυματίες εκεί νοσηλεύονταν. Εκεί στο νοσοκομείο που ξενυχτήσαμε ήταν κι ένας τραυματίας που είχε τραυματιστεί στο Καρπενήσι και ήταν ο ταξίαρχος της 138 ταξιαρχίας. Διοικούσε δηλαδή την 138 ταξιαρχία, αλλά είχε τραυματιστεί στο Καρπενήσι στο πόδι και ήρθε εκεί προς νοσηλεία. Μόλις άκουσε εδώ από μένα, ας πούμε, κι απ’ τον διμοιρίτη εκεί ότι χάθηκε η ταξιαρχία, λέει: «Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας». Ζαχαρίας Παπαδοκάκης λεγότανε ο ταξίαρχος, ήταν απ’ την Κρήτη, Κρητικός. «Μα δεν μπορείς, είσαι τραυματίας…». Λέει: «Θα… με το μπαστούνι», λέε[02:00:00]ι, θα ’ρθω». Στο πόδι ήταν τραυματισμένος. Την άλλη μέρα ξεκινάμε εμείς, περνάμε απ’ το χωριό αυτό, το Πετρίλο, ψάξαμε γύρω εκεί, τίποτα ας πούμε, δεν βρήκαμε τίποτα. Ανεβαίνουμε απάνω στην Αφορισμένη, στο ύψωμα, και πίσω ήταν το χωριό… αριστερότερα ήταν τα Βραγγιανά, πιο δεξιά ήταν το Τροβάτο, ένα χωριό, Τροβάτο. Για καλή μας τύχη, με τα κιάλια –είχαμε κιάλια– είδαμε μέσα στο χωριό κίνηση, άνθρωποι κινούνταν. Ο διμοιρίτης στέλνει τρεις μαχητές για να ανιχνεύσουν, να πάρουν επαφή, να δουν ποιοι είναι, τι είναι, αν είναι κυβερνητικός στρατός, αν είναι δικοί μας αντάρτες, Δημοκρατικός Στρατός κλπ. Με προφυλάξεις πήγε οι… αυτοί οι τρεις μαχητές, πήραν επαφή και διαπίστωσαν ότι είναι αντάρτες. Και κατεβήκαμε κι εμείς στο Τροβάτο, στο χωριό αυτό. Πράγματι, ήταν ένα τμήμα διασωθέν της 138 ταξιαρχίας. Μάλιστα έτυχε να είναι και ο πατέρας μου στην ταξιαρχία αυτή, ο Νίκος ο Οικονόμου, ο οποίος ήτανε γενικός επιμελητής της μεραρχίας, αλλά έτυχε σ’ αυτή την εκστρατεία να είναι στην 138 ταξιαρχία μαζί. Και ήταν αυτό το τμήμα μόνο που γλίτωσε, εκατόν είκοσι μαχητές που γλίτωσαν απ’ την 138 ταξιαρχία, δηλαδή από τετρακόσιοι άνθρωποι. Οι άλλοι… μες στον Αχελώο, το ποτάμι, άλλοι πνίγηκαν, άλλοι πέρασαν όπως τούτοι δω, άλλοι συνελήφθησαν απ’ τον στρατό αιχμάλωτοι. Ο δε επιτελάρχης της ταξιαρχίας, ήταν ένας αξιωματικός απ’ τη Ρούμελη, απ’ την κούραση την πολλή, από κει μεριά που ήταν ακόμη, προς την Άρτα, τον πήρε ο ύπνος και τον συνέλαβαν. Και τον οδηγήσαν στη Λάρισα, πέρασε στρατοδικείο, τον εκτέλεσαν. Αφού τώρα είδαμε εμείς ότι αυτό είναι, ρώτησα κιόλας, ας πούμε, αν άλλο τμήμα, ξέρω γω, υπάρχει, μας είπαν αυτοί ότι: «Δεν υπάρχει άλλο τμήμα της 138, εμείς γλιτώσαμε». Στέλνω σήμα στον Φλωράκη, στον μέραρχο, το οποίο υπογράφει… το ’στειλε ο Παπαδοκάκης, ο ταξίαρχος που ήτανε, υπόγραψε ο ταξίαρχος το σήμα. Το ’στειλα εγώ με τον ασύρματο και τον πληροφορούσαμε τον αυτό ότι ήρθε και ο ταξίαρχος μαζί μας, βρήκαμε ένα τμήμα από εκατόν είκοσι μαχητές κλπ. Και δίνει εντολή τώρα ο αυτός με άλλο σήμα, ο διοικητής της μεραρχίας, ο Φλωράκης, να ανασυγκροτηθεί η ταξιαρχία αυτή. Ο Παπαδοκάκης δηλαδή, ο ταξίαρχος, να ανασυγκροτήσει την ταξιαρχία, παίρνοντας μια διλοχία Δημοκρατικό Στρατό που ήτανε στην περιοχή της Νεβρόπολης, με διοικητή τον Τάσο τον Λευτεριά, ήταν αυτή η διλοχία από το καλοκαίρι εκεί του ’49, και ορισμένους άλλους, ελεύθερους σκοπευτές κλπ., τους επιστράτευσε όλους και έκανε ανασυγκρότηση και δημιούργησε την 138 ταξιαρχία πάλι. Αλλά επειδή με τον ασύρματο έπαθε αυτή την καταστροφή, γιατί δεν… Ο Παπαδοκάκης ο Ζαχαρίας, ο ταξίαρχος, θέλησε να μην κρατήσει εμένα στην ταξιαρχία, και πολύ καλά έκανε ο άνθρωπος τότε, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, και πήρε τον ασύρματο τον δεκαεννιάρη, τον οποίο χειρίζονταν ο Τάκης ο Ψημμένος, απ’ την Καρδίτσα η καταγωγή του, ήταν ασυρματιστής στην αυτή… στην 77 μονάδα χώρου, μαζί με τον Τάσο τον Λευτεριά, αλλά τώρα τους πήρε η 138 ταξιαρχία. Και στο διάστημα αυτό τώρα, μετά απ’ την εντολή αυτή που έδωσε στον Παπαδοκάκη να ανασυγκροτήσει την ταξιαρχία, δίνει εντολή στον διμοιρίτη μου, αυτόν τον Κίτσιο τον Παπαϊωάννου, να κατεβεί εκεί στον χώρο της Νεβρόπολης, να συναντήσει μια διμοιρία ακόμη αντάρτες, με λοχαγό τον Δράκο και πολιτικό επίτροπο τον Γιάννη τον Κουφόπουλο, να δημιουργηθεί μια καινούρια μονάδα από αντάρτες, δυο διμοιρίες, την οποία ονόμασε 15 μονάδα χώρου Καρδίτσας. Αυτές οι δυο οι διμοιρίες είχαν εντολή να δρουν γύρω απ’ την περιοχή της Καρδίτσας, στα περίχωρα της Καρδίτσας, και καμιά φορά να μπαίνουμε και στην Καρδίτσα μέσα. Όλο το καλοκαίρι… Στο μεταξύ κατέβηκε και η μεραρχία από κει απ’ την Αργιθέα που ήτανε, από πάνω, που τους άφησα εγώ, ας πούμε, όταν γυρίσαμε απ’ την Άρτα. Κατεβήκαν τώρα προς τα κάτω, εδώ προς τη Βουλγάρα, στα βουνά αυτά, ας πούμε.
Ποια είναι η Βουλγάρα;
Είναι στα χωριά Κλειτσό, Καροπλέσι, Ίταμο, Καπροβούνι. Αυτά είναι βουνά τα οποία είναι εκεί στα Άγραφα, ας πούμε. Σ’ αυτή την περιοχή πάντως, μέχρι κάτω στο Σμόκοβο. Γίνονταν δε φοβερές μάχες με τον κυβερνητικό στρατό. Ήτανε παντού ο κυβερνητικός στρατός. Μάχες σώμα προς σώμα. Όλα τα βουνά δε κατειλημμένα, Άγραφα και Ρούμελη καίγονταν. Φωτιά βάζαν οι στρατιώτες και καίγονταν ολόκληρα βουνά, ας πούμε. Ο Φλωράκης είχε κατεύθυνση να περάσει προς την Όθρυ. Η δυο διμοιρίες τώρα οι δικές μας, ήτανε διοικητής αυτός ο διμοιρίτης που είπαμε, ο Κίτσιος ο Παπαϊωάννου, ήταν διοικητής, και πολιτικός επίτροπος ο Γιάννης ο Κουφόπουλος, ήταν αυτής της μονάδας, της 15 μονάδας χώρου, διοικούσαν αυτές τις δυο διμοιρίες. Για να ελαφρώσουμε λίγο εμείς τώρα, σαν δυο διμοιρίες, εκεί τα μαχόμενα τμήματα, όσο ήταν δυνατόν, είχαμε επισημάνει… Απάνω εκεί απ’ το χωριό Δαφνοσπηλιά ξεφόρτωναν τα αυτοκίνητα τα στρατιωτικά εφόδια και τα μετέφεραν με μεταγωγικά ζώα πάνω απ’ την Απιδιά. Ήταν ένα χωριό Απιδιά, ήταν ένα ύψωμα Καρατζά. Εκεί στου Καρατζά απάνω ήτανε έδρα τάγματος κυβερνητικού στρατού. Από κει χτυπούσαν τώρα τους δικούς μας παντού, ας πούμε, εκεί τις μεραρχίες. Εμείς τώρα, για να τους ελαφρώσουμε λίγο, τι κάνουμε; Ήταν παραμονές Πάσχα, θυμάμαι. Πάμε και στήνουμε… παρακολουθούσαμε βέβαια, είδαμε αμάξια που ήρθαν απ’ την Καρδίτσα στρατιωτικά, ξεφορτώσανε στο χωριό αυτό, Δαφνοσπηλιά, και ήταν μετά ένας λόχος μεταφορών, μουλάρια, τα οποία φορτώσανε εφόδια για το[02:10:00] Πάσχα να ανεβούν, να τα πάνε στον Καρατζά, στο ύψωμα, στο έδρα τάγματος. Στο ενδιάμεσο διάστημα, δρομολόγιο, που είχανε, ένα σημείο που λέγεται ακόμα Παράγκα, δηλαδή ήτανε έξι-εφτά σπιτάκια, ήταν μεταξύ Απιδιάς και Δαφνοσπηλιάς αυτή η Παράγκα, το χωριό, τα σπιτάκια. Αυτού λοιπόν εμείς στήνουμε μια ενέδρα, οι δυο διμοιρίες, και όταν ανεβαίναν αυτός ο λόχος μεταφορών τα τρόφιμα, τα πυρομαχικά κλπ… Είχανε εφόδια τα οποία πήγαιναν για το τάγμα τους στον Καρατζά. Στην ενέδρα αυτή μπήκαν αυτοί μέσα, τους χτυπήσαμε, ήταν δυο διμοιρίες που συνόδευαν αυτό τον λόχο μεταφορών. Οι περισσότεροι σκόρπισαν, πιάσαμε ορισμένους, πολλοί σκοτώθηκαν και τους πήραμε όλα τα ζώα, που ήταν φορτωμένα. Όλα. Πέτυχε δηλαδή η ενέδρα εκατό τα εκατό. Αμέσως, όλον τον λόχο αυτόν των μεταφορών, τα μουλάρια, αυτά όλα, κάπου εβδομήντα-εξήντα μουλάρια, στην Τσιούκα, απ’ την Τσιούκα στα μαστρογιαννήτικα τα τοπία εκεί, απ’ τον Μαστρογιάννη στου Υφαντή το ύψωμα, στον Ίταμο, στη Μούχα. Απ’ τη Μούχα… Ολόκληρο τον λόχο των μεταφορών και τους φαντάρους που είχαμε πιάσει, εκεί κοντά στον Μαστρογιάννη, τους πήραμε την υπόδηση που είχανε και τους αφήσαμε να φύγουνε. Και προχωράμε τώρα απ’ τον Μπελοκομίτη, Νεχώρι, πήγαμε στο δάσος του Κρυονεριού, στο ελατοδάσος. Εκεί λοιπόν κάναμε κρύπτες και κρύψαμε όλα τα τρόφιμα αυτά. Αμέσως δε πήραμε τα ζώα και τα αφήσαμε κάτω στη Νεβρόπολη. Όμως…
Να κάνω μια ερώτηση; Οι κρύπτες τι ήτανε; Σκάβατε στη γη;
Οι κρύπτες τι ήτανε;
Ναι. Σκάβατε στη γη;
Σκάβαμε, ναι. Σκάβαμε στη γη και είχαμε διάφορα, ας πούμε, ξύλα, τα οποία τα κάναμε σεντούκια –πώς τα λένε, ας πούμε– και τα βάζαμε μέσα τα τρόφιμα.
Κουτιά, ας πούμε, αυτοσχέδια, κάπως έτσι.
Ναι, ναι. Ναι, ναι. Ε, πήραμε και τα περισσότερα… σχεδόν τα μισά τα πήραμε στα σακίδιά μας, να τρώμε κάνα δυο μέρες, τρεις. Αφήσαμε έτσι, αφού τα αποθηκεύσαμε, και αλλάξαμε λημέρι, φύγαμε, πήγαμε προς την Πετσαλούδα απάνω, στο Καραμανώλη, εκεί… γιατί περιμέναμε ότι θα μας κυνηγήσουν και οι αντίπαλοι, δεν θα μείνουν με τα χέρια σταυρωμένα, θα μας ξετρυπώσουν. Όμως, εμείς είχαμε αυτή την ευχέρεια και ελισσόμαστε μες στα δάση χωρίς να δίνουμε μάχες εκ του συστάδην. Κρυφά ήμαστε, ανταρτοπόλεμο κάναμε. Μετά απ’ αυτή την ενέργεια, κάναμε διάφορες εμφανίσεις. Έτυχε να ’ρθει ένα απόσπασμα στο χωριό το… στη Φυλακτή, από καμιά διμοιρία στρατιώτες κυβερνητικοί. Εγκαταστάθηκαν στην εκκλησία, στο χωριό. Παρακολουθούμε εμείς, ας πούμε, με τα κιάλια, μια-δυο μέρες, έστησαν εκεί φυλάκιο και τους επιτεθήκαμε, μετά από κάνα δυο μέρες τους επιτεθήκαμε, τους πιάσαμε λίγους, οι άλλοι κατρακύλησαν κάτω στην πλαγιά, εκεί στη… ήταν απότομη η πλαγιά απ’ την εκκλησία μέχρι κάτω το ρέμα. Γλιτώσανε οι περισσότεροι, πιάσαμε πέντε-έξι, τους οποίους πήραμε την υπόδησή τους και τους αφήσαμε πάλι, για να πάν’ να ειδοποιήσουν κιόλας ότι εδώ στα Άγραφα υπάρχουνε Δημοκρατικός Στρατός, ας πούμε. Έτσι. Τέτοιες ενέργειες είχαμε κάνει κάνα δυο, τρεις, ας πούμε, κρούσεις έτσι, ας πούμε. Μάλιστα, κάτω απ’ το μοναστήρι της Κορώνας, περνάει ένας δρόμος, δημόσιος δρόμος ήτανε, περνούσε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και μέσα ήταν ένας συνταγματάρχης, ο οποίος συνοδεύεται από μια διμοιρία στρατό. Στήνουμε ενέδρα, μόλις έρχεται το αμάξι αυτό, το πυροβολήσαμε. Σκόρπισαν οι φαντάροι που ήταν από κει, άλλους πιάσαμε, άλλους σκοτώσαμε στη μάχη. Το αυτοκίνητο το βάζουμε μια φωτιά, το κάψαμε. Θέλω να πω δηλαδή ότι εμφανίσεις τέτοιες κάναμε πολλές. Όσο μπορούσαμε, να βοηθήσουμε τα μαχόμενα αυτά τμήματα, τα οποία με τον καιρό πέρασαν… έφτασε ο Ιούλιος μήνας, το τμήμα αυτό του Φλωράκη, όσα απέμειναν τώρα απ’ τις δυο ταξιαρχίες, την 138 και 192, πέρασαν στην Όθρυ και απ’ την Όθρυ, αφού ξεκουράστηκαν λίγο, πέρασαν στο Πήλιο. Πορείες, φοβερές πορείες! Πολεμώντας και μαχόμενοι συνέχεια! Απ’ το Πήλιο, Μαυροβούνι, Κίσσαβο, Όλυμπο, για τον Γράμμο. Έφτασαν στο Γράμμο τέλος Ιουλίου και εντάχθηκαν εκεί, ας πούμε, όσοι μπόρεσαν και βγήκαν μέχρι απάνω, γιατί καθ’ οδόν είχαμε απώλειες. Για τον Διαμαντή μαθαίναμε, βρίσκαμε κανέναν ξεκομμένο ας πούμε, αυτό, μαθαίναμε ότι είχε πάθει πιο φοβερές καταστροφές η μεραρχία του Διαμαντή στη Ρούμελη. Κάποτε αποφάσισε το τμήμα μας αυτό, οι δυο ομάδες, να ξεκινήσουν να πάνε προς τον τομέα του… Δρανίστα εκεί, στα χωριά εκείνα ας πούμε, Καΐτσα κλπ. Και ξεκινάμε τώρα απ’ το βουνό, τον Ίταμο που ήμασταν, είχαμε εκεί λημέρι μέσα στον Ίταμο, στο Παλιοζωγλόπι συγκεκριμένα, και λέμε να περάσουμε προς τα ανατολικά, προς τα κει κάτω. Όμως, ήτανε επικίνδυνα τα πράγματα, ας πούμε. Ανιχνευτής έπρεπε να πάει μπροστά απ’ το τμήμα. Επειδή εγώ ήμουν απ’ τα γύρω χωριά εκεί, ας πούμε, με βγάλανε σαν πρώτον ανιχνευτή, κι έναν ακόμη μαζί μου, να πηγαίνω μπροστά απ’ το τμήμα 100 μέτρα, απ’ το μονοπάτι, και να ακολουθήσει το τμήμα. Αν έπεφτα πάνω σε ενέδρα αντίπαλου, να την πάθω εγώ, να γλιτώσουν οι άλλοι. Έτσι γίνεται στον στρατό. Έτσι κι εμείς, ας [02:20:00]πούμε, βγάζαμε ανιχνευτές. Το επικίνδυνο σημείο ήταν το χωριό τώρα. Περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, τη Ραχούλα, και κατεβήκαμε προς τον Κρεμαστόμυλο. Εκεί στον Κρεμαστόμυλο ήταν σταυροδρόμι, ο ένας πήγαινε για την Καρδίτσα, ο άλλος πήγαινε για το χωριό Σέκλιζα, ο άλλος πήγαινε για την Καστανιά, ήτανε σταυροδρόμι και ήταν επικίνδυνο. Εγώ τα ήξερα τα μέρη. Τέλος πάντων, με την ψυχή στα δόντια, με το αυτόματο στο χέρι και… περπατούσα. Έτυχε, ήμουν τυχερός, δεν έπεσα σε ενέδρα. Εκεί στον Κρεμαστόμυλο με φτάνει ο ομαδάρχης και μου λέει: «Σταμάτα», λέει, «δεν θα πας τώρα άλλο ανιχνευτής, θα πάρεις το οπλοπολυβόλο, να ξεκουράσεις και τον σκοπευτή». Έναν καβγά εγώ: «Γιατί να πάρω το οπλοπολυβόλο εγώ, αφού τον περισσότερο δρόμο με την ψυχή στα δόντια τον πέρασα και τώρα, που πέρασε ο κίνδυνος, θα κουβαλήσω το οπλοπολυβόλο και θα στείλεις άλλον;». Εκεί, στη φασαρία αυτή, έφτασε και η διοίκηση τώρα, ήταν και ο Κουφόπουλος και ο Κίτσιος ο Παπαϊωάννου. Λέει: «Γιωργάκο, γιατί», ξέρω γω, «φωνάζεις;», κλπ. Λέω: «Έτσι κι έτσι». «Άιντε», λέει, «δεν πειράζει τώρα, βοήθα κι εσύ», λέει, «τώρα. Θα πάει», λέει, «ο Τάσος και ο Κώστας απ’ την Αχλαδιά», λέει, από κει ήταν αυτοί, «θα πάν’ αυτοί ανιχνευτές», λέει, «και…». Στο μεταξύ, με τη φασαρία αυτή που έγινε εκεί και καθυστερήσαμε, ήρθε όλο το τμήμα, μαζί ήτανε τώρα, όλο το τμήμα, και οι δυο διμοιρίες. Και βαδίζαμε τώρα, δεν ξέκοψαν πολύ οι ανιχνευτές αυτοί οι καινούριοι, να φύγουν, πηγαίναμε σχεδόν μαζί, αλλά μπροστά ανιχνευτές όμως, 2 μέτρα, 3 μέτρα, 4, μπροστά μας. Δεν ήταν πολύ. Δίπλα από κει που έγινε αυτό το επεισόδιο μ’ εμένα, που δεν μπορούσα… δεν ήθελα να πάρω το οπλοπολυβόλο, ήταν ένα… ρέμα το λέγαμε εμείς, ρέμα, ρυάκι δηλαδή. Κι εκεί στο ρυάκι αυτό είχαν κατεβεί από πάνω απ’ την Τσιούκα της Καστανιάς, που ήταν έδρα τάγματος στρατού κυβερνητικού, κατέβηκαν από κει και κατά μήκος στο ρυάκι αυτό, στο ρέμα, στήσανε αυτοί ενέδρα. Κρύφτηκαν δηλαδή στο ρέμα μέσα ολόκληρο τάγμα, από πάνω μέχρι κάτω. Γιατί; Γιατί… Εμείς δεν ξέραμε βέβαια ότι απέναντι ακριβώς απ’ το ρέμα αυτό υπήρχε ένα περιβόλι με φρούτα, αχλαδιές κυρίως. Όλο το περιβόλι αχλαδιές. Και πήγαν και στήσανε ενέδρα εκεί, ότι θα πάνε εκεί πεινασμένοι οι αντάρτες να φάνε, ας πούμε, και θα τους πιάσουνε. Εμείς αγνοούσαμε ότι υπήρχε αυτό το αυτό και να που πέσαμε σε ενέδρα. Δηλαδή ερχότανε όλο το μπουλούκι, οι διμοιρίες μαζί, κι εγώ… Αμέσως μετά τους ανιχνευτές ήμουν εγώ, με τον ομαδάρχη μου, τον Μπάμπη απ’ το… Ναι. Μόλις φτάσαμε εκεί στο ρεματάκι, «Ψηλά τα χέρια!»… Πρρρρρ! Ριπές, ας πούμε, από οπλοπολυβόλα, φωτιά, να βγάζουν φωτιά. Στα 3 μέτρα. Οι ανιχνευτές μπήκαν μες στο ρέμα, τους πιάσανε, τους σβερκώσανε. Εγώ, όπως βάδιζα εκεί, είχα και το οπλοπολυβόλο, έπεσα πίσω, καταγής. Ακούω τον δίπλα μου, τον ομαδάρχη τον τραυμάτισαν στη φτέρνα. Προχωράω, τον πιάνω το στόμα, τον βουλώνω το στόμα, του λέω: «Σιγά, μη μιλάς», του λέω, «μη βογκάς. Θα μας ακούσουν». Ήταν δίπλα! Σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, τον σέρνω, ας πούμε, τον τραβάω κάνα μέτρο, δυο, μετά τον πήρα στην πλάτη σιγά σιγά, αλλά [Δ.Α.], ας πούμε, μπουσουλώντας. Τον πήγαινα, τον πήγαινα, τον πήγαινα, τον απομάκρυνα καμιά τριανταριά, σαράντα μέτρα. Αυτοί στο μεταξύ να ρίχνουνε συνέχεια, να φωνάζουνε: «Παραδοθείτε!» κλπ., «Πού θα πάτε;», ξέρω γω, βρίζανε, φωνάζανε. Ευτυχώς που ήταν νύχτα, ας πούμε, και δεν μας βλέπανε μετά. Και ευτυχώς που δεν με πήραν οι πρώτες ριπές, θα με σκοτώσουν, θα είχα σκοτωθεί, ας πούμε. Είχα τυχερό! Καμιά φορά ανέβηκα παραπάνω, βρήκα και τους άλλους, όλη τη διμοιρία δηλαδή, μου λένε: «Τώρα πήγαινε να δεις τι έγιναν οι ανιχνευτές». «Ε, ρε, χαζός είσαι;», λέω, «Πού να πάω;», λέω, «Πού να πάω;», λέω, «Αφού τους πιάσανε, μες στο ρέμα πήγανε». «Όχι, πήγαινε». «Καλά». Ε, κάνω τον κατήφορο λίγο, ας πούμε, εκεί, κάθισα κάνα δυο, τρία λεπτά, γύρισα: «Δεν υπάρχουν», λέω, «δεν… Πού να πάω;», λέω. Γυρίζουμε πάλι στο ίδιο λημέρι, από κει που ξεκινήσαμε το βράδυ. Το πρωί, αφού πήγαμε στο ίδιο λημέρι πάλι, σ’ ένα αντέρεισμα εκεί στο Παλιοζωγλόπι απάνω, στον Ίταμο, απέναντι ένα μεγάλο αντέρεισμα, που ξεκινάει από κάτω και ανεβαίνει στο… Πώς το λένε το χωριό; Στο Τιτάι απάνω, στο Λαμπερό, ανεβαίνει από κει ολόκληρο αυτό και αυτοί ανέβαιναν τώρα, φάλαγγα ολόκληρη, με τα πόδια, πεζοπορία. Είχανε και δυο ζώα. Σ’ ένα ξέφωτο εκεί που περνούσαν, γιατί ήταν δασώδες το μέρος κι εκεί, με τα κιάλια βλέπω καβάλα στο ζώο τον Ξερακιά. Είχε ένα μπλε, ένα αυτό, σακάκι. Τον γνώρισα, ο ανιχνευτής. Φωνάζω τον διοικητή, τον λέω: «Να ’τος», λέω, «ο δικός μας», λέω, «πιασμένος. Καβάλα τον έχουν και τον πηγαίνουν απάνω στην Τσιούκα». Και ο άλλος περπατούσε, τον είδαμε και τον άλλον, τον είχαν και τον άλλο τον ανιχνευτή, τον Τάσο. Και θέλω να πω δηλαδή πως γλίτωσα από βέβαιο θάνατο, γιατί αν ήμαν εκεί εγώ, δεν παραδίνομαι, δεν… Τέλος πάντων, μείναμε κάνα δυο μέρες εκεί…
Να κάνω μια ερώτηση; Αυτούς που πιάνανε τους πηγαίνανε και τους στέλνανε φυλακή τους αντάρτες;
Ε, βέβαια. Φυλακές…
Ή εκτέλεση;
Ανάλογα. Μπορούσε και να τον εκτελέσουν. Ανάλογα.
Ενώ εσείς τους παίρνατε αυτά που είχαν και τους ελευθερώνατε;
Κανονικά οι νόμοι του πολέμου είναι τον αιχμάλωτο να τον σεβαστείς, ούτε να τον εκτελέσεις, ούτε να τον τραυματίσεις, ούτε να τον ξυλοφορτώσεις. Να τον παραδώσεις στη δικαιοσύνη να το κρίνει. Κανονικά. Εδώ τώρα δεν υπήρχε, εδώ ο Εμφύλιος Πόλεμος σε καθάριζαν, σε σκότωναν. Βέβαια. Τέτοια περιστατικά έχω πάρα πολλά. Μια περίοδο… Γυρίσαμε πάλι, δεν πήγαμε… τελικά δεν πήγαμε, ματαιώσαμε τη διείσδυσή μας να πάμε πέρα ανατολικά προς τη Δρανίστα, εκεί στα χωριά εκείνα, στην Καΐτσα, και μείναμε, γυρίσαμε πάλι στη Νεβρόπολη. Στέλνουνε μια διμοιρία μόνο, στην οποία ήμουνα κι εγώ, απ’ τις δυο διμοιρίες στέλνουν μια διμοιρία εκεί έξω απ’ την Καρδίτσα στα χωριά, να μπούνε και να πάρουν τρόφιμα. Μπήκαμε εκεί στα δυο τα χωριά… Πώς τα λένε; Μπραήμι και Ζαΐμι… παλιά ονομασία, τώρα το Μπραήμι το λένε Αγιοπηγή. Μπήκαμε στα χωριά αυτά τα δυο, η διμοιρία, πήραμε αλεύρια, τυριά, ό,τι βρήκαμε, ας πούμε, τα φορτώσαμε στα γαϊδουράκια και τα αν[02:30:00]εβάσαμε απάνω στο δάσος, μεταξύ Μαστρογιάννη και καταφύγια, πάνω εκεί. Τα βολέψαμε εκεί, ας πούμε, είχαμε και δυο αγελάδες μαζί… γελάδια μαζί μας. Τα βολέψαμε εκεί. Τα γαϊδουράκια τα αμολήσαμε και τα κυνηγήσαμε κάτω, προς τα κάτω, να μην είναι κοντά εκεί που κρύψαμε τα τρόφιμα. Και την άλλη μέρα πήγαμε στο χωριό το Μαστρογιάννη, ζυμώσαμε ψωμί, εκεί το ψήσαμε στο… ανάψαμε ξύλα εκεί κλπ., είχε φούρνο, το ψήσαμε το ψωμί, σφάξαμε και το ένα το γελάδι και το κάναμε μερίδες, το πήραμε στα σακίδια και ξεκινάμε τώρα να πάει μόνο η διμοιρία ανατολικά, που λέγαμε να πάει. Πράγματι, πήγαμε, ας πούμε, μέχρι κάτω εκεί στην Καΐτσα, στη Δρανίστα, εκεί ας πούμε, ε μήπως βρούμε τίποτα ξεκομμένους κλπ., να τους πάρουμε, ας πούμε. Ε, δεν βρήκαμε τίποτα, γυρίσαμε πάλι. Γυρίζουμε πάλι, ανεβαίνουμε απάνω στη… εκεί που ήταν η άλλη… και η άλλη διμοιρία. Στο μεταξύ, βρισκόμασταν εκεί γύρω στην Καστανιά, στον Ίταμο, στις τοποθεσίες αυτές, Γιαννουσαίικα, μια συνοικία εκεί, εκεί γυρίζαμε, οπότε βλέπουμε απέναντι, στα αγραφιώτικα βουνά, αεροπορία να γυρίζει τριγύρω και να… μυδραλιοβόλα ακούγονταν, ας πούμε, καθέτου εφορμήσεως κάνανε τα αεροπλάνα, τα βλέπαμε από δω τώρα εμείς, απ’ τον Ίταμο. «Βρε, τι να είναι, τι να είναι; Ποιος είναι εκεί; Αντάρτες δεν υπάρχουν τώρα, αφού φύγανε. Πού βρέθηκαν αντάρτες;». Και γίνεται… φαίνονταν σαν να γινότανε μάχη. Δεν μπορούσαμε να βγάλουμε συμπέρασμα, ε λέμε: «Θα περιμένουμε να δούμε τώρα ή θα στείλουμε, ας πούμε, μια ομάδα για ανίχνευση, να δούμε τι γίνεται». Αλλά όσο περνούσε η ώρα, ακούγονταν τα αεροπλάνα πιο εδώ, προς το Καροπλέσι μεριά, στα Γιαννουσαίικα, στα –πώς το λένε;–, τα Σάικα, ένας οικισμός εκεί δίπλα απ’ το Καροπλέσι, στη Σάικα μεριά, τα αεροπλάνα να εφορμούν. «Δεν μπορεί, πρέπει να είναι αντάρτες, Δημοκρατικός Στρατός, αλλιώς δεν εξηγείται». Τελικά, όταν σουρούπωσε, χαμηλά, που περνάει το ποτάμι, ο Μέγδοβας εκεί, ακούγονταν ριπές, γινότανε μάχη, ας πούμε, οπλοπολυβόλα κλπ., γινόταν πόλεμος. Κάτι είναι τώρα αυτού, αλλά ποιοι είναι και τι είναι δεν ξέραμε. Ο στρατός είναι; Από κει είναι ο στρατός; Από δω μεριά είναι; Πού είναι; Κατά τα μεσάνυχτα, ανεβαίνουν προς τα Γιαννουσαίικα, εκεί που ήμασταν εμείς. Ανεβαίνοντας… Εμείς βλέπαμε, ας πούμε, εκεί ότι ανεβαίνουν, τους χτυπήσαμε. Ρίξαμε ριπές, φωνάζοντάς το: «Θα γίνει Γράμμος εδώ ο τόπος μας τώρα» και τέτοια συνθήματα, ας πούμε, ενώ ήτανε δικοί μας. Δεν ξέραμε όμως. Αυτοί λοξοδρόμησαν, εκεί που τους πυροβολήσαμε, λοξοδρόμησαν και τράβηξαν για το Καπροβούνι, ένα βουνό δίπλα απ’ τον Ίταμο. Το πρωί γυρίζουν τα αεροπλάνα απάνω μας και προς το Καπροβούνι. «Ε», λέγαμε, «εκεί τώρα, αντάρτες ήταν αυτοί που αυτό». Στέλνουμε μια ομάδα, παίρνει επαφή, πράγματι ήτανε αντάρτες. Και ποιοι ήτανε; Ήταν ο μέραρχος ο Φλωράκης, ο οποίος αφού είχε ανεβεί στο Γράμμο κατά το τέλος Ιουλίου, τον στέλνουνε αρχές… τέλος του Ιουλίου, αρχές… πριν πέσει ο Γράμμος, αρχές Αυγούστου, επέλεξε χίλιους διακόσιους μαχητές, Θεσσαλούς εθελοντές, ντύθηκαν εκεί με ρούχα απ’ την Αλβανία που είχαν πάρει, υποδήματα κλπ., αυτόματα όλοι, και του δίνουν εντολή να κατεβεί στη νότια Ελλάδα απ’ τον Γράμμο. Το λεγόμενο «απόσπασμα του Φλωράκη». Χίλιοι διακόσιοι. Αλλά γύρω απ’ τον Γράμμο είχανε οχυρωματικές θέσεις οι αντίπαλοι τρεις σειρές, όχι μία και δυο, γιατί κάναν απόπειρα νωρίτερα άλλα αποσπάσματα απ’ τον Δημοκρατικό Στρατό να περάσουν και δεν μπόρεσαν. Μάλιστα, στο ένα απόσπασμα, που ήταν επικεφαλής ένας ταξίαρχος, ο μακαρίτης ο Μπαντέκος, τραυματίστηκε και τον πιάσανε, μαζί με τη γυναίκα του, την Ευτυχία, οι οποίοι πήγανε στη Λάρισα και με συνοπτικές διαδικασίες πέρασαν στρατοδικείο και εκτελέστηκαν στο Μεζούρλο.
Και η γυναίκα;
Και η γυναίκα, η οποία ήταν και έγκυος. Την εκτέλεσαν την Ευτυχία μαζί με τον άντρα της, τον Μπαντέκο. Αυτή τη φορά λοιπόν, τελευταίος που πήρε εντολή τέτοια, να σπάσει τον κλοιό αυτό και να ’ρθει στη νότια Ελλάδα, ήταν αυτό το απόσπασμα του Χαρίλαου. Ήτανε γεροί… γερά οπλισμένοι και αποφασισμένοι όλοι οι μαχητές, έσπασαν και τις τρεις γραμμές των αντιπάλων, ξεχύθηκαν κάτω προς το… προς τα Γιάννενα, σαρώνοντας όποια αντίσταση βρίσκαν μπροστά τους, αυτοματιστές όλοι, σάρωναν, περάσανε. Φτάνουν έξω απ’ τα Γιάννενα, σκάλωσαν απέναντι στα Τζουμέρκα, ανεβήκαν στα Τζουμέρκα και κατέβαιναν τώρα για τη Θεσσαλία. Ενδεχομένως ήξεραν ότι δεν υπάρχουν τμήματα εκεί. Ο Χαρίλαος θυμόταν, ήξερε ότι υπάρχει η μονάδα η δική μας εκεί, δυο διμοιρίες, αυτός είχε δώσει εντολή και δημιουργήθηκε. Τέλος πάντων, αυτοί ήταν που πέρασαν τώρα εδώ, που κυνηγούσαν τα αεροπλάνα, το απόσπασμα του Χαρίλαου.
Ενότητα 7
Το σφίξιμο του κλοιού: Αποκομμένοι αντάρτες στα Άγραφα μετά την ήττα του ΔΣΕ
02:38:53 - 04:05:04
Πήγαν οι δικοί μας, πήραν επαφή, λέει: «Να ’ρθουν στη Βουλγάρα απέναντι», ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Κλειτσός, «Να ’ρθει όλο το τμήμα», λέει, «εκεί». Ήρθε η ομάδα, λέει: «Έτσι και έτσι», λέει, «να πάμε», λέει, «είναι ο Φλωράκης», λέει. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγαμε στη Βουλγάρα εμείς εκεί. Είχε πολιτικό επίτροπο στο τμήμα αυτό τον Νίκο τον Μπελογιάννη ο Χαρίλαος. Αφού μας χαιρέτησε όλους εκεί, ας πούμε, κλπ., μας έβγαλε λόγο ο Μπελογιάννης εκεί. Αλλά τι είχε γίνει όμως; Εμείς αγνοούσαμε ότι… ο μήνας είχε πάει 30 Αυγούστου, εμείς αγνοούσαμε ότι 29 Αυγούστου ο Γ[02:40:00]ράμμος και το Βίτσι εγκαταλείφθηκαν και πέρασαν όλοι στην Αλβανία, ο Δημοκρατικός Στρατός. Δηλαδή δεν υπήρχε πλέον Δημοκρατικός Στρατός με ηγεσία και αυτό. Πέρασε στην Αλβανία, χάσαμε τον πόλεμο. Και πήρε σήμα, ας πούμε, ο Χαρίλαος και λέει ότι για άλλο σκοπό κατέβηκε εδώ και έπεσε ο Γράμμος και το Βίτσι, συμπτύχθηκαν στην Αλβανία οι δυνάμεις και παίρνει εντολή να γυρίσει πάλι στην Αλβανία κι αυτός, να φύγει. Γι’ αυτό μας έβγαλε λόγο ο Μπελογιάννης, μας ανακοίνωσε αυτά τα νέα, δεν τα ξέραμε, ότι έπεσε ο Γράμμος και το Βίτσι, ότι οι δυνάμεις μας περνάν στην Αλβανία κι ότι κι αυτοί θα γυρίσουν εκεί.
Οι δυνάμεις γιατί περάσαν στην Αλβανία, για ποιο λόγο;
Για να μην πέσουν στα χέρια εδώ και τους σφάξουν.
Α, επειδή είχανε… Κατάλαβα. Περάσανε για να μην τους βρούνε.
Να μην τους σφάξουν. Να πάνε εκεί για άσυλο, πολιτικό άσυλο ζητούσαν. Αφού είπαν ότι αυτοί θα γυρίσουν πάλι, εγώ πήγα στον Χαρίλαο και του λέω: «Άκουσε εδώ, εγώ θα ’ρθω μαζί σου», λέω, «τώρα, στην Αλβανία». «Όχι, Οικονόμου, εσύ θα μείνεις στο τμήμα αυτό». «Τι να κάνω στο τμήμα αυτό, δεν έχουμε ασύρματο;», δεν είχαμε ασύρματο. «Θα σας δώσω εγώ σημείωμα και θα βρείτε ασύρματο. Πρέπει να μείνεις εδώ εσύ, να έχουμε επαφή, να βρεις… Θα σου δώσω εγώ να βρεις ασύρματο». Ε, δεν μπορούσα κι εγώ να φέρω αντίρρηση, πειθαρχούσα στον μέραρχο. Μας βγάζει λόγο λοιπόν και λέει, αν θυμάμαι καλά, ο Μπελογιάννης ότι: «Προσωρινά υποχωρήσαμε, σύντομα πιστεύω θα επανέλθουμε με υπέρτερες δυνάμεις και εξοπλισμό κλπ. σύγχρονο». Φαίνεται ήλπιζαν, ήλπιζαν ότι θα αναγνωριστεί το κίνημα της Ελλάδας απ’ τις άλλες χώρες τις δημοκρατικές, ότι θα μας παράσχουν κι εμάς, όπως οι Αμερικάνοι δώσαν τη βοήθεια στους αντιπάλους μας, θα δώσουν και σ’ εμάς βοήθεια τέτοια, να μπορέσουμε να ελευθερώσουμε την Ελλάδα. Έτσι φαίνεται ότι ήλπιζαν, γι’ αυτό μας είπε ότι μπορεί σύντομα… «Μπορεί, ενδεχομένως», λέει, «σύντομα να ξαναεμφανιστούμε με δυνάμεις υπέρτερες. Αλλά μέχρι τότε», λέει, «εσείς θα δράσετε εδώ στη νότια Ελλάδα. Πρώτη αποστολή σας είναι να συγκεντρώνετε όλους τους δημοκράτες αντάρτες, μαχητές αντάρτες, που είναι ξεκομμένοι εδώ κι εκεί, εγκαταλειμμένοι, θα τους στέλνετε αποστολές ανά πενήντα, ανά ογδόντα άτομα, αφού μαζεύετε από διάφορες περιοχές εδώ της Θεσσαλίας και της Ρούμελης, θα τους στέλνετε για την Αλβανία. Έχουμε γιάφκες στο Μέτσοβο έξω, ψηλά απάνω προς την Ήπειρο κλπ., και θα κατευθύνονται για την Αλβανία. Αυτό το τμήμα θα δημιουργεί, απ’ τις συγκρούσεις που θα κάνει εδώ κι εκεί, ότι το αντάρτικο είναι ακόμη ζωντανό. Δηλαδή θα διατηρείτε», λέει, «τη φυσιογνωμία του αντάρτικου, μέχρις ότου…», όπως είπαμε, είχαν ελπίδα να μας βοηθήσουν οι άλλες χώρες. «Το τρίτο», λέει, «που σας δίνουν εντολή είναι το τμήμα αυτό να αυξομειώνεται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν εδώ, για να επιζείτε. Εάν οι συνθήκες το επιτρέπουν, από σαράντα άτομα που είστε να γίνετε πενήντα-εξήντα. Αν δεν το επιτρέπουν, θα μειώνεται η δύναμή σας, ανάλογα τι οι συνθήκες επιτρέπουν. Αν επιτρέπουν δέκα, δέκα θα μείνετε, οι άλλοι θα φεύγουνε για Αλβανία». Αυτή ήταν η εντολή που μας έδωσε ο μακαρίτης ο Μπελογιάννης και την άλλη μέρα αυτοί αναχώρησαν, φύγανε. Έστειλαν μόνο έναν ταξίαρχο, ήταν της 123 ταξιαρχίας, τον Παπαδάμ τον Μιχάλη, τον έστειλε από κει απ’ τα Άγραφα να φτάσει στο Πήλιο, με μια διμοιρία δημοκρατικούς φαντάρους, δικούς μας. Και έφτασε πράγματι ο Παπαδάμ στο Πήλιο τότε, να συγκεντρώσει από κει ξεκομμένους και να τους πάει στην Αλβανία. Ναι.
Ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου, θα σου πω τώρα. Ήτανε στην 138 ταξιαρχία…
Που τους βρήκατε.
Στη μεραρχία, όχι, στη μεραρχία ήτανε, επιμελητής, μεγάλος, αξιωματικός. Εδώ τώρα που μας άφησαν εμάς, έφυγε ο Φλωράκης για Αλβανία πάλι, εμείς ξεκινήσαμε να κάνουμε πορείες σ’ όλα τα βουνά, σ’ όλα τα χωριά, να βρούμε ξεκομμένους αντάρτες. Πράγματι, γυρίζουμε, φτάνουμε μέχρι την Καΐτσα κάτω, ας πούμε, ψάχνοντας για ξεκομμένους. Βρήκαμε αρκετούς. Μεταξύ αυτών βρήκαμε και τον πατέρα μου. Με τον Αγησίλαο εκεί, έναν άλλον, Αγησίλαο Παππά, μακαρίτης κι αυτός τώρα. Τους πήραμε, τους φέραμε απάνω στο τμήμα. Δηλαδή είχαμε βρει καμιά τριανταριά. Θυμάμαι τώρα τα ονόματα Μανάφας, Μαθιόπουλος, Αλεξογερόπουλος… Πολλοί! Τους φέραμε απάνω, στο τμήμα μας. Από κει πήγαμε τώρα και για τον ασύρματο, να βρούμε το… μας έδωσε ο Χαρίλαος σημείωμα να πάμε να πάρουμε ασύρματο, δεν είχαμε ασύρματο. Τον ασύρματο τον είχε κάποιος Θεογιάννης, ήταν επιμελητής αυτός, στον Κλειτσό, στην περιοχή εκεί του Κλειτσού. Με το σημείωμα στα χέρια, εγώ με μια ομάδα πήγα εκεί, διερευνώντας να βρούμε και ξεκομμένους κιόλας και να βρούμε και τον Θεογιάννη, να πάρουμε, με το σημείωμα του Φλωράκη, να πάρουμε τον ασύρματο. Εκεί, διερευνώντας εκεί στη Βουλγάρα, στα χωριά αυτά, ας πούμε… Είναι τρεις οικισμοί στον Κλειτσό: Μεσοχώρι, Περαχώρα, Φουρνά, απέναντι το χωριό. Ε, ψάχνοντας εκεί, ας πούμε, να βρούμε και ξεκομμένους και να βρούμε και τον Θεογιάννη. Τον Θεογιάννη δεν μπορέσαμε πουθενά να βρούμε, αλλά βρήκαμε μια ομάδα, γύρω στους δεκαπέντε άντρες, με επικεφαλής έναν… από κει απ’ τον Κλειτσό ήταν η καταγωγή του, τον Παύλο τον Μπέικο. Ο Παύλος ο Μπέικος ήτανε πολιτικός επίτροπος της ταξιαρχίας 192 του Διαμαντή. Αλλά η ταξιαρχία του διαλύθηκε και αυτός μας είπε τα νέα για τον Διαμαντή, ο οποίος, λέει, Διαμαντής σκοτώθηκε 21 Ιουνίου του ’49 στην περιοχή της Ρούμελης, εκεί στα Βαρδούσια, κοντά στ[02:50:00]α Βαρδούσια, στο τρίγωνο εκεί, στα Μάρμαρα, μια τοποθεσία. Ήταν, λέει, καμιά εξηνταριά είχαν απομείνει, μεταξύ αυτών ήταν και τούτος δω, ο Μπέικος, εκεί μαζί, κι ο Περικλής ο Χουλιάρας, στελέχη αυτά του Δημοκρατικού Στρατού, και ο Διαμαντής. Ήταν καμιά εξηνταριά, λέει, και… Κυνηγημένοι από παντού! Στρατός σ’ όλα τα μέρη, Γκιώνα, Οίτη, Βαρδούσια. Αυτοί τώρα, τους έδωσε εντολή δε και το Γενικό Αρχηγείο από κει να μη φύγουν απ’ την περιοχή, να δρουν εκεί. Γιατί ετούτος δω ο Διαμαντής ήταν παρτιζάνος καλός, δεν πιάνονταν εύκολα. Αλλά άμα σου λέει: «Εκεί θα μείνεις, δεν θα φύγεις σ’ άλλη περιοχή», θα πέσεις. Και έτσι έγινε, έπεσε ο άνθρωπος, ας πούμε. Πού να ελιχθεί το τμήμα τώρα, εξήντα άντρες; Απάνω σ’ ένα ύψωμα, μεγάλο ύψωμα, λέει, δασωμένο με έλατα, ήταν στρατός, διοίκηση στρατού. Και πάει δίπλα απ’ αυτό το… τη βάση αυτή των στρατιωτών του κυβερνητικού, στα έλατα, και κάνει λούφα, λουφάζει μέσα στα έλατα. Εξήντα άνθρωποι λούφαξαν εκεί, να περάσει η μέρα, να δουν πού θα πάν’. Για κακή τους τύχη, ενώ είχε βάλει σκοπιά γύρω γύρω, να μη φύγει κανένας, να βλέπουν ο ένας τον άλλον, καμιά φορά, λέει, έφυγε μία κοπέλα, χωρίς να την πάρουνε χαμπάρι, και πήγε απάνω στο ύψωμα, στην κορυφή, που ήτανε στρατός, και πρόδωσε τη γιάφκα… την κρύπτη.
Αυτή η κοπέλα που ανέβηκε πάνω και έδωσε την…
Αμέσως, αφού ανακαλύψανε, η ηγεσία εκεί, ο Διαμαντής και ο Μπέικος και ο Περικλής, που ήταν επικεφαλής εκεί, ας πούμε, στο τμήμα αυτό, ότι τους έφυγε η κοπέλα, αμέσως τους φωνάζει ο Διαμαντής, τον Παύλο και τον… τον Μπέικο αυτόν και τον Περικλή, και τους λέει: «Ακούστε εδώ τώρα, θα πάρουμε από είκοσι μαχητές ο καθένας μας, είναι εξήντα, θα πάρουμε από είκοσι και θα κάνουμε απόπειρα να δούμε ποιος θα γλιτώσει». Κι εκεί που τους έλεγε αυτά, κατέφτασε ο στρατός από πάνω, δεν πρόλαβαν να… Και ο πρώτος πυροβολισμός που ακούστηκε ήταν στην καρδιά του Διαμαντή. «Μπροστά μου», λέει ο Παύλος ο Μπέικος, ομολογούσε ο ίδιος που ήτανε μπροστά, ο Μπέικος, «έπεσε νεκρός ο Διαμαντής», λέει, «Ο πρώτος πυροβολισμός ήταν δικός του», λέει, «Μετά», λέει, «σκορπίσαμε εμείς. Όσους μπορέσαμε δικούς μας πήραμε μαζί μας, σπάσαμε». Γλίτωσε κι αυτός κι ο Περικλής, γλίτωσε. Και ορισμένοι μαχητές ακόμη. Αυτά μας τα ομολογούσε ο Μπέικος όταν πήγαμε στον Κλειτσό για να βρούμε τον Θεογιάννη, να πάρουμε τον ασύρματο. Και μας λέει τώρα ο Μπέικος… Κι ο Μπέικος δεν ήξερε ότι κατέβηκε ο Φλωράκης, ότι έπεσε ο Γράμμος και το Βίτσι, εμείς τον πληροφορήσαμε, ότι: «Έτσι και έτσι, έπεσε ο Γράμμος και το Βίτσι, είχε κατεβεί ο Φλωράκης εδώ με τον Μπελογιάννη» κι ότι φύγαν πάλι για Αλβανία και τι αποστολή μάς έδωσε τώρα ο… εμάς εδώ, να εκπληρώσουμε. Αυτά τα έμαθε τα νέα ο… του τα ’παμε εμείς του Παύλου του Μπέικου, μας φτιάνει ένα σημείωμα να το δώσουμε στη διοίκησή μας και προφορικά μας λέει να πούμε στη διοίκησή μας ότι στο Καροπλεσίτικο θα ’ρθει να μας ανταμώσει, κατά το… αρχές Δεκέμβρη το 1949. Πράγματι, χαιρετηθήκαμε, αφού δεν υπήρχε… Μας είπε δε ότι: «Ο Θεογιάννης, έμαθα», λέει, «ότι παραδόθηκε, τα παρέδωσε όλα στον αντίπαλο. Όμως», λέει, «όταν ανταμώσουμε, θα σας πω εγώ, κάπου έχω», λέει, «ασύρματο, αλλά όταν ανταμώσουμε θα τα πούμε». Και φύγαμε εμείς πάλι, είπαμε στη διοίκηση –δίνουμε και το σημείωμα στη διοίκηση– ότι: «Έτσι κι έτσι, δεν βρήκαμε τον Θεογιάννη να πάρουμε ασύρματο, βρήκαμε τον Μπέικο. Να το σημείωμα και θα ’ρθει προς αντάμωσή μας στο τέλος του Δεκέμβρη». Μετά, εμείς από κει κάναμε διάφορες εμφανίσεις στην περιοχή. Στο μεταξύ είχαμε συγκεντρώσει πολλούς ξεκομμένους μαχητές. Και καμιά εκατοστή-εκατόν δέκα ήταν και ο Περικλής, ο οποίος γλίτωσε απ’ το… από κει που σκότωσαν τον Διαμαντή, γλίτωσε από κει και τον είχαμε εδώ τον Περικλή. Και ανέλαβε την αποστολή ο Περικλής να πάει για Αλβανία, από δω απ’ τ’ Άγραφα, από εμάς, και έφυγε… ε, στο τέλος Δεκέμβρη, ξεκίνησε και βγήκε για την Αλβανία. Λοιπόν, ο Μπέικος πράγματι αυτό που μας είπε το πραγματοποίησε, ήρθε στη μονάδα μας… Κατά το… 15 περίπου Δεκέμβρη ήταν; Δεν θυμάμαι και την ημερομηνία ακριβώς… Τέλος πάντων. Ήρθε και λέει στη διοίκησή μας ότι: «Εγώ», λέει, «στέλνω μία ομάδα, οι Ρουμελιώτες, με στελέχη πρώτα, λοχαγοί και ταγματαρχαίοι και… Καλαμπόκας, Δρόσος και λοιποί», λέει, «θα πάνε κάτω στη Ρούμελη, στα Βαρδούσια, θα φτάσουν μέχρι Παρνασσό. Είναι δώδεκα», λέει, «αυτοί που θα πάν’. Έχουν», λέει, «αυτοί έναν ασύρματο στα Βαρδούσια εκεί, στο ελατοδάσος της περιοχής εκεί, κρυμμένον ασύρματο της Αρτοτίνας. Κοντά στην Αρτοτίνα», λέει, «είναι αυτό το δάσος και έχουν ασύρματο εκεί», λέει, «Μπορούμε, άμα στείλουμε από δω κόσμο, να τον πάρουν». Αμέσως η διοίκηση η δική μας βγάζει εμένα, που ήμουν και ασυρματιστής, τον Βαγγέλη τον Πετρινιώτη, έναν μαχητή, και τον Μήτσο τον Βλαχογιώργο, τρεις, να πάμε μαζί με την ομάδα αυτή του Μπέικου που θα κατεβεί στη Ρούμελη, να μας δώσουν τον ασύρματο που έχουν κρυμμένο. Το τι περάσαμε δεκαπέντε μέρες πορεία για να φτάσουμε μέχρι τα Βαρδούσια, Αρτοτίνα εκεί, δεν περιγράφεται. Ήταν χειμώνας. Κάθε ρεματάκι, κάθε ρυάκι, ποτάμι αδιάβατο. Να κατεβάζει πέτρες ολόκληρες, να μη μπορούμε να περάσουμε. Πεινασμένοι, αφού δεν είχαμε τρόφιμα. Όταν ξεκινήσαμε, σφάξαμε ένα άλογο, θυμάμαι, και πήραμε από λίγο κρέας στο σακίδιο, το οποίο το φάγαμε τις πρώτες μέρες. Στον δρόμο πείνα. Κάτω από ξινομηλιές να ψάχνουμε να βρούμε κανένα ξινό μήλο, κάνα σάπιο καρύδι και κάστανο. Έτσι φτάσαμε μέχρι εκεί. Τελικά, οι σύντροφοι βρήκαν την κρύπτη που είχανε, μας έβγαλαν τον ασύρματο, τον οποίο είχαν συσκευάσει πολύ καλά κ[03:00:00]αι ήταν διατηρημένος… Ήταν απ’ αυτά τα τρουμανάκια, με γεννήτρια και τρίποδα, τρία τεμάχια ήταν, γι’ αυτό ήμασταν και τρεις για να τον μεταφέρουμε. Μας τον έδωσαν οι σύντροφοι και μας λέν’: «Καλό κατευόδιο». Αυτοί τράβηξαν κάτω, για τον Παρνασσό, κι όπως μάθαμε αργότερα, δεν είχαν καλή τύχη. Κάπου τους… σ’ ένα καλύβι τους εντόπισαν και τους σκότωσαν όλους. Έτσι μάθαμε μετά από πολύ καιρό. Οι καημένοι. Όλα στελέχη, Καλαμπόκας… Τέλος πάντων, εμείς τώρα παίρνουμε τον ασύρματο. Για να μην τον κουβαλούμε άδικα τον ασύρματο, εγώ λέω: «Πρέπει να τον δοκιμάσω». Πώς θα τον δοκιμάσω; Με το ραδιοτηλέφωνο. Πιάνω το ραδιοτηλέφωνο, μπροστά η γεννήτρια, ας πούμε, να δουλεύει με το… τη βάζω απάνω στον τρίποδα για να δουλεύει, να παράγει ρεύμα, και εκπέμπω με το ραδιοτηλέφωνο. Έπεσα πάνω σε… έπιασα… με την αντένα του ασυρμάτου έπιασα φαντάρους που μιλούσαν μεταξύ τους. Μπήκα μέσα: «Παρακαλώ, συνάδελφε, παρακαλώ, συνάδελφε, την ώρα σας». Πάτησα, δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να μιλήσουν: «13 και 8, 13 και 8!». «Όβερ, όβερ!», εγώ, «Ευχαριστώ». «Δουλεύει», λέω, «αλλά πρέπει να δοκιμάσω και το χειριστήριο, το Μορς αν δουλεύει». Πάλι εκεί που μιλούσαν άλλοι, οι φαντάροι ας πούμε, απάνω στη… συντονίζω έτσι την αυτή, την αντένα, ακριβώς, αρχίζω και καλώ με το χειριστήριο: «Ντι-ντι, ντι-ντι, ντι-ντι, ντι-ντιτ». Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν: «Σε παρακαλώ, συνάδελφε, κατέβα λίγο πιο κάτω, δεν μας αφήνει ο ασύρματος να μιλήσουμε». Αγκαλιαζόμαστε και οι τρεις, χαρά! Δουλεύει ο ασύρματος! Λοιπόν, τον τυλίγουμε τον ασύρματο, από ένα τεμάχιο. Εγώ πήρα τον ασύρματο στην πλάτη, ο άλλος το τρίποδο και ο άλλος τη γεννήτρια. Και αρχίζει πάλι η μαρτυρική πορεία για τα Άγραφα, από κει απ’ τη Ρούμελη. Άλλες δεκαπέντε μέρες μαρτύριο. Δεν περιγράφονται δηλαδή, το νερό που φάγαμε, το χιόνι που φάγαμε, την πείνα. Να πεθάνουμε της πείνας. Μας είχε πει δε ο κύριος… ο σύντροφος μάλλον, όχι κύριος, ο σύντροφος ο Κουφόπουλος, δώσαμε μία γιάφκα στον Σταυρό της Σάικας, όταν γυρίσουμε θα βρούμε εκεί τρόφιμα με δυο συντρόφους να μας περιμένουν. Αυτό μας το υποσχέθηκε όταν ξεκινήσαμε να πάμε για τον ασύρματο. Και όταν φτάσαμε εκεί τελικά… Κατά τις 5; 8 ήτανε Γενάρη; Το ’50 πλέον. Φτάσαμε εξαντλημένοι. Ανεβαίνουμε στον Ίταμο. Δεν ξέρουμε, λείπουμε έναν μήνα τώρα. Τι έγιναν; Το τμήμα τι έγινε; Ξέρουμε; Επιχειρήσεις έκανε ο στρατός ο κυβερνητικός. Τους έπιασαν; Ζει κανένας; Δεν ζει; Έπρεπε να… Είχαμε κιάλια ευτυχώς μαζί μας και… Αλλά ήμασταν εξαντλημένοι απ’ την πείνα. Ανεβαίνουμε απάνω στον Ίταμο, να ’χουμε παρατηρητήριο γύρω γύρω στην περιοχή. Και αρχίζουμε με τα κιάλια να ψάχνουμε την περιοχή να δούμε κινήσεις, να δούμε πού υπάρχει κάνας άνθρωπος, δεν υπάρχει. Πραγματικά, δεν βλέπαμε τίποτα, καμιά κίνηση, ας πούμε. Τώρα η πείνα μάς θέριζε. Ανταλλάσσουμε απόψεις, λέμε: «Τι θα κάνουμε;». Να πάμε κάτω στον κάμπο να πάρουμε ψωμί; Δεν σώνουμε. Θα πεθάνουμε στον δρόμο. Δεν σώνουμε να πάμε στον κάμπο. Και πότε θα γυρίσουμε; Πώς θα γυρίσουμε; Αφού μας είχε πει ο Κουφόπουλος ότι θα μας έχει τρόφιμα εκεί στη γιάφκα στον Σταυρό της Σάικας… Ο Σταυρός της Σάικας ήταν απέναντι, στο Καροπλέσι δεξιά απάνω. Και αρχίζουμε τώρα να ψάχνουμε αυτή την περιοχή, να ψάχνουμε με τα κιάλια. Καμιά φορά εγώ, όπως έψαχνα –κάτω ακριβώς απ’ τον Ίταμο είναι ο οικισμός Γιαννουσαίικα, τον λέμε, κάτι σπιτάκια–, βλέπω μες στο δάσος σκυφτά-σκυφτά να κυκλοφορούν φαντάροι. Ψάχνω, ψάχνω, περιμένω να δω, πράγματι ήταν. Δίνω στα παιδιά, λέω: «Κοιτάξτε να δείτε εδώ», λέω, «ενέδρα είναι, στρατιώτες», λέω. Ψάχνουμε να δούμε μέχρι πού φτάνει η ενέδρα. Εκεί κοντά ήταν, δεν ήταν μακρινάρι, ας πούμε, ούτε 50 μέτρα δεν ήταν η ενέδρα. Κάτι περιμέναν αυτοί. Αλλά τι, δεν μπορούσαμε να… Αφού περνούσε η ώρα, κατά το σουρούπωμα, ακούμε απέναντι, προς τη Σάικα, το χωριό δεξιά απ’ το Καροπλέσι, ακούμε ριπές οπλοπολυβόλου. Πολλές ριπές! «Ωρέ, τι κάνουν εκεί πέρα;», ας πούμε. «Ε, για να ’ναι ριπές, δικοί μας θα είναι. Κάτι θα είναι δικοί μας. Τι θα κάνουμε τώρα;». «Δεν ξέρω. Τι να κάνουμε τώρα;». «Να πάμε εκεί». Καλά, η γιάφκα είναι δεξιά, από δω, απ’ τον Σταυρό της Σάικας. Το χωριό είναι κάτω. Μας έμασε η πείνα, λέμε: «Τίποτα. Δεν μπορούμε. Εδώ θα πάμε». Κόβουμε δεξιά απ’ τα Γιαννουσαίικα, εκεί που ήταν οι φαντάροι ενέδρα… Σουρούπωσε, μόλις σουρούπωσε. Κόβουμε δεξιά, ένα ρεματάκι, κατεβαίνουμε κάτω στον Μέγδοβα. Πώς περνάν τον Μέγδοβα, χειμώνας, καταχείμωνα; Βόγκαγε ο Μέγδοβας. Τέλος πάντων, ήξερα εγώ κάτι περάσματα εκεί, ήξερα και κολύμπι, αλλά ήταν χειμώνας, κρύο. Καμιά φορά τολμάω μπαίνω μέσα, ψάχνοντας βρήκα πόρο, μέχρι τη μέση περίπου, λίγο πιο κάτω απ’ τη μέση, περνούσαμε. Γυρίζω πάλι, λέω: «Παιδιά, στον ώμο τον ασύρματο να μη βραχεί και μέσα, να περάσουμε απέναντι». Πράγματι, περάσαμε το ποτάμι τον Μέγδοβα. Μούσκεμα! Να πεθάνουμε. Αλλά έπρεπε να ζήσουμε. Προχωράμε και προχωράμε και προχωράμε, νηστικοί! Εκεί που βαδίζαμε ένα μονοπατάκι, βλέπουμε… ήταν έτσι σαν αστροφεγγιά, φεγγάρι, βλέπουμε πατήματα από φρέσκα άρβυλα φαντάρων: «Βρε εδώ είναι… περπάτησε στρατός εδώ», λέμε, «Περπάτησε στρατός εδώ. Ίχνη καινούρια». Ανεβαίνοντας το μονοπάτι, βλέπουμε κάτι αποτσίγαρα, κάτι τσιγάρα, αυτά, κεφάλια από ρέγκα, ξέρω γω, κάτι αυτά. Κολάτσισαν αυτοί, φαίνεται, και… Λέμε να αλλάξουμε το μονοπάτι εδώ, δεν ξέρουμε, μπορεί να είναι μπροστά μας. Και αλλάζουμε τον δρόμο, το μονοπάτι, και μπαίνουμε μες στο δάσος. Και κατευθυνόμαστε τώρα, νοητά, να βγούμε στο ύψωμ[03:10:00]α που ήτανε η γιάφκα. Πράγματι, ανεβαίνοντας σιγά σιγά, σιγά σιγά, γιατί ήμασταν πεινασμένοι, τα χαράματα φτάσαμε στη γιάφκα. «Ε», λέμε τώρα, «θα είναι εδώ οι σύντροφοι, ας πούμε, μας περιμένουν, θα έχουν… κάτι θα έχουν να φάμε. Αφού μας είπε ότι θα έχουνε, μας περιμένουν». Φωνάζουμε από δω ψιθυριστά, από κει, ξέρω γω… Ελατοδάσος, ε; Τίποτα. Πάμε στον έλατο που είχαμε τη γιάφκα ακριβώς. Κοιτάζουμε, στη βάση του έλατου ήταν ένα κονσερβοκούτι. Παίρνουμε το κονσερβοκούτι, κοιτάζουμε μέσα, σημείωμα. Το παίρνουμε το σημείωμα, διαβάζουμε: «Είμαστε στο μοναστήρι της Σάικας, σας περιμένουμε εκεί», Κλεόβερτος, Γόρδιος, υπογραφές. Ήταν ο Βάιος ο Γόρδιος απ’ τα βουνά κι ο Κλεόβερτος απ’ το… «Αμάν! Τώρα τι κάνουμε;». Θυμηθήκαμε το προηγούμενο απόγευμα που πέσαν ριπές, ακούγαμε προς τη Σάικα μεριά. «Τι γίνεται ρε; Πού να πάμε εκεί;» Δεν πάμε πουθενά. Καθόμαστε και ψάχνουμε με τα κιάλια, σπίτι σε σπίτι, γιατί ήταν απέναντι ακριβώς η Σάικα, μας χώριζε η χαράδρα. Μια πλαγιά μεγάλη, η χαράδρα και απέναντι ήταν τα σπιτάκια αυτά της Σάικας. Από κάτω μέχρι απάνω, πολλή ώρα, ψάχνοντας με τα κιάλια να βρούμε την παραμικρή κίνηση. Πάνω από ώρα. Ψάχνουμε, ψάχνουμε, ψάχνουμε με τα κιάλια, τίποτα! Καμιά κίνηση. Η πείνα μας θέριζε. «Τι θα κάνουμε, ρε παιδιά;». Δεν είχαμε αλλού να πάμε. Κρύβουμε τον ασύρματο εκεί, τα όπλα ανά χείρας, κατηφορίζουμε την πλαγιά, να πάμε εκεί στον οικισμό της Σάικας, που ήταν το μοναστήρι, που λέγαν αυτοί ότι είναι εκεί. Φτάνουμε στο ρέμα και σκαλώνουμε τώρα στα σπιτάκια. Πιο πέρα ήταν το μοναστήρι, απάνω. Εκεί που σκαλώσαμε στα σπιτάκια, ξέρεις, ήταν πεζούλι εκεί, πώς έχουν στα χωριά πεζούλια που φτιάχνουν τα κηπάκια εκεί. Ήταν καρυδιές, φύλλα καρύδια. Τα σπρώχνουμε εκεί με τα χέρια. Η πείνα τέτοια που υπήρχε κίνδυνος να μας σκοτώσουν και εκεί εμείς, να βρούμε κάνα σάπιο καρύδι, ας πούμε. Τέλος πάντων, εκεί που ψάχναμε, σε μια πεζούλα… ανεβήκαμε τη μία πεζούλα, άντε την άλλη πεζούλα, σε μια πεζούλα που ανέβηκα βλέπω μπροστά μου ξαπλωμένον τον Κλεόβερτο, σκοτωμένον, με μια τόση τρύπα στο κεφάλι. Παραδίπλα κάλυκες, σωρός από κάλυκες από αυτόματο. «Παιδιά στα όπλα! Ο Κλεόβερτος σκοτωμένος». Έρχονται και τα παιδιά, βλέπουν εκεί… Τον μακαρίτη τον πήραν και τα παπούτσια. Δεν είχαν παπούτσια απ’ την πορεία όλη και τον πήραν και τα παπούτσια. Τον θυμάμαι ακόμα και κλαίω. Και τραβάμε τώρα, ας πούμε, να… Δεν μπορέσαμε να τον θάψουμε, λέμε: «Στον γυρισμό θα δούμε». Τον θάψαμε μετά, αλλά… Τέλος πάντων. Αρχίζουμε τώρα, ψάχνουμε εδώ, σπίτι σε σπίτι, μήπως είναι μέσα φαντάροι κλεισμένοι και μας περιμένουν. Ψάχνοντας με τα όπλα ανά χείρας, δεν υπήρχε, φτάνουμε στο μοναστήρι. Για να μην πεθάνουμε απ’ το κρύο, γιατί ήμασταν πουντιασμένοι, ανάβουμε φωτιά και οι δυο μέσα, ο ένας έξω, να στεγνώσουμε. Εγώ έτυχε να είμαι έξω αυτή τη φορά. Βλέπω απέναντι ένα μονοπάτι που έρχεται από πάνω απ’ τη Νιάλα, κατευθύνεται στον Σταυρό της Σάικας. Βλέπω δυο ήτανε στο μονοπάτι και κατεβαίναν περπατώντας. Κοιτάζω… Τον έναν τον γνώρισα απ’ το περπάτημα! Ήταν ο Παπαδούλης, ο μακαρίτης τώρα, ο Χρήστος. Τρέχω στα παιδιά, λέω: «Έτσι κι έτσι, έρχονται δυο από πάνω», λέω, «ο ένας είναι ο Παπαδούλης. Δυο είναι», λέω. Έρχονται κι αυτοί τώρα, οι άλλοι δύο, η συνοδεία μου, ο Βαγγέλης ο Πετρινιώτης και ο Γιώργος ο Βλαχογιώργος, κοιτάζουν κι αυτοί: «Πράγματι», λέει, «οι δικοί μας πρέπει να είναι». Βάζουμε ένα σφύριγμα, ξεκινάμε σιγά σιγά, μέχρι να φτάσουν κι αυτοί εκεί στο σημείο που είχαμε την παλιά τη γιάφκα –εκεί πηγαίνανε κι αυτοί–, πεταγόμαστε κι εμείς στην πλαγιά, ανεβαίνουμε απάνω, ανταμώνουμε. Ερχόταν να αντικαταστήσουν αυτουνούς τους δυο. Αυτόν τον έναν τον βρήκαμε σκοτωμένο εδώ, ας πούμε, τον Κλεόβερτο. Τον Γόρδιο, είχε φύγει προς τα κάτω, κάτω, στο χωριό κάτω, δεν τον βρήκαμε. Αλλά όπως μάθαμε, τον σκότωσαν εκεί κάτω. Τον βρήκαν τραυματία και τον εκτελέσανε. Μάθαμε από άλλον, αργότερα. Έρχονται αυτοί λοιπόν, βγάζοντας τα σακίδιά τους, τι είχανε λες εσύ; Βρασμένο καλαμπόκι, λίγο. Αυτό βάλτε το κάτω, τρώμε λίγο, ψυχοπιάσαμε και μας οδηγούνε τώρα, περνάμε τη Νιάλα, το βουνό που είχαν παγώσει το 1947 πολλοί αντάρτες και στρατός μαζί, κατηφορίζουμε και πάμε να βρούμε το συγκρότημα. Το οποίο συγκρότημα ήτανε πίσω απ’ το Τρίδεντρο, σε μια χαράδρα μεγάλη, δυο-τρία σπίτια ήταν, Εκκλησιές λεγότανε η τοποθεσία εκεί. Εκεί στις Εκκλησιές βρήκαμε το συγκρότημα. Λοιπόν, αλλά κατάκοποι, άυπνοι, ταλαιπωρημένοι. Μόλις φτάσαμε, τους παρακαλέσαμε εκεί να μας κάνουν μια σούπα εκεί να φάμε. Έστησα την κεραία εγώ, ας πούμε, βάζω μπροστά το… στήνω τον ασύρματο και, αφού έφαγα λίγο, έπεσα για ύπνο. Λέω: «Όποτε ξυπνήσω τώρα, μη με ταράξει κανένας». Κάποτε ξύπνησα και πήγα να πάρω την επαφή, να ζητήσω τον κωδικό απ’ τον πολιτικό επίτροπο, που ήταν επικεφαλής μας εκεί, τον Κουφόπουλο, να πάρω την επαφή με τον έξω κόσμο. Μου λένε ότι: «Τώρα ο ασύρματος», λέει, «τον πήρε ο Κουφόπουλος, δούλευε να ακούσει… άκουγε μουσική και απότομα σταμάτησε ο ασύρματος». «Τι λέτε ρε;», λέω, «Τον ασύρματο τον δοκίμασα εγώ», λέω. Βάζω μπροστά, τίποτα. Βάζω μπροστά, τίποτα! «Ω, ρε παιδί, χάλασε ο ασύρματος; Πώς διάολο χάλασε;». Λέει: «Ήρθε ο Κουφόπουλος, ο επίτροπος», λέει, «και άκουγε μουσική». Παράξενο πράμα, ε; Ασυρματοτεχνίτη δεν είχε η μονάδα μας να ψάξει να δει τι έχει ο ασύρματος, ούτε εγώ ήξερα από ασυρματοτεχνία. Δίνω, παίρνω, δίνω, παίρνω, δεν μπόρεσα να πάρω επαφή, δεν ξαναπήρε μπροστά ο ασύρματος. Τόσος κόπος πήγε χαμένος. Θεός κι η ψυχή του πολιτικού επιτρόπου τώρα, γιατί τον… χάλασε ο ασύρματος. Τέλος πάντων, πάει ο κόπος χαμένος. Έτσι εκεί, μετά από δυο-τρεις μέρες, αφού δεν είχαμ[03:20:00]ε πλέον ασύρματο, ο θόρυβος γύρω, το μουρμουρητό μέσα στο τμήμα, άρχισε να εκδηλώνεται, να περπατάει: «Πρέπει να φύγουμε. Δεν μπορούμε άλλο να περιμένουμε εδώ μέσα. Πρέπει να φύγουμε για την Αλβανία». Έφτασε στα αυτιά της διοίκησης αυτό το μουρμουρητό από μέρους μας… Και όχι μόνο εμείς, οι απλοί μαχητές, αλλά και πολλά στελέχη, λοχαγοί, ταγματαρχαίοι, που ήταν μαζί μας, όλοι εκεί: «Να φύγουμε», λέγαμε, «για την Αλβανία. Άμα περιμένουμε λίγο ακόμα εδώ, θ’ ανεβούν όλα τα χωριά απάνω, που είναι οργανωμένα με Μάυδες και με αυτό, θα μας εξοντώσουν. Πού θα πάμε; Δεν μπορούμε να ζήσουμε. Να φύγουμε!». Η διοίκηση: «Όχι ακόμα, θα… είναι νωρίς ακόμα». Ίσως είχαν κι αυτοί την ιδέα ότι μπορεί, όπως άφησε να εννοηθεί ο Μπελογιάννης, ότι να εισβάλουνε αυτό και να… Και ήμασταν πολλοί τώρα, από σαράντα που είχε πει ο Μπελογιάννης να μείνουμε, ήμασταν ενενήντα. Ενενήντα μέσα εκεί.
Κι ο πατέρας σας μαζί, σ’ αυτούς τους ενενήντα;
Ναι. Κάνουμε μία συνέλευση, σ’ ένα σπίτι εκεί, συνέλευση όλου του τμήματος, ενενήντα άντρες. Κράτησε θυμάμαι τρία μερόνυχτα. Με τις απόψεις μας γιατί πρέπει να φύγουμε. Ντοκουμέντα κλπ. Η διοίκηση να λέει: «Όχι, δεν πρέπει να φύγουμε ακόμα. Πρέπει να περιμένουμε, και ο καιρός να καλυτερέψει και…», έναν σωρό τέτοιες δικαιολογίες. Αλλά όταν τέθηκε σε ψηφοφορία, επειδή η διοίκηση επηρέαζε τους περισσότερους… Εγώ ήμουνα με τη μεριά των συντρόφων που θέλανε να φύγουμε. Μάλιστα με κάλεσε ο Κουφόπουλος και μου ’κανε παρατήρηση, μου λέει: «Εσύ, Γιωργάκο, γιατί;», λέει, ας πούμε, «Σε τρομάζουν οι δυσκολίες;». Λέω: «Δεν με τρομάζουν οι δυσκολίες, θέλω να φύγω», λέω, «Τι να κάνω εδώ;», λέω, «Θα βγουν τα χωριά απάνω και θα μας μακελέψουν». Τέλος πάντων, γίνεται ψηφοφορία, η πλειοψηφία λέει να περιμένουμε ακόμα. Εντάξει, αφού η πλειοψηφία λέει έτσι. Αλλά για να φάμε, τι θα κάνουμε τώρα; Τι θα φάμε τώρα; Κάνουμε μια εκστρατεία εκεί στα χωριά Αργύρια, Πρασιά, στου Δήμου Απεραντίων, εκεί πέρα ας πούμε. Μπαίνουμε σε κάτι κοπάδια και παίρνουμε καμιά τριακοσαριά γιδοπρόβατα και τα φέρνουμε απάνω εκεί στο λημέρι που είχαμε, στις Εκκλησιές. Τα σφάξαμε όλα και τα κάναμε καβουρμά σε βαρέλια, για να ’χουμε τροφή να βγούμε μέχρι πέρα, να δούμε πότε θα αποφασίσουμε να φύγουμε. Κατά τις 5 Μαρτίου, 4 Μαρτίου, η διοίκηση εκεί στέλνει τέσσερους συντρόφους να πάνε στην Καρδίτσα για… στην περιοχή εκεί [Δ.Α.] στην Καρδίτσα, αν μπορέσουν, τους έδωσε και λεφτά και όλα εκεί ο διοικητής, να φέρουν πληροφορίες, να δούμε τι γίνεται, καμιά εφημερίδα να φέρουν κλπ., να μάθουμε τι γίνεται στον κόσμο. Ξεκινάνε αυτοί να φύγουν οι τέσσερις, να πάνε για την Καρδίτσα. Μόλις βγαίνουν απάνω εκεί στο Τρίδεντρο, πριν φτάσουνε στο Τρίδεντρο, αντιλαμβάνονται κάτι κινήσεις μιας διμοιρίας στρατού. Ήταν απέναντι προς το αγραφιώτικο… προς τα Άγραφα το χωριό. Οι δυο μένουν εκεί, οι δυο γυρίζουν και μας λένε: «Έτσι κι έτσι, μια διμοιρία», λέει, «φαντάροι κλπ. στα όπλα». «Εσείς πάτε», λέει, «στον προορισμό σας». Εμείς τώρα ξεσηκωνόμαστε να φύγουμε από κει. Ανεβαίνουμε την ανηφόρα απάνω, την Αφορισμένη, το βουνό, γυρνούμε πίσω, μέχρι να σκαλώσουμε όλο το βουνό, σουρούπωσε σχεδόν. Παγωμένο το… χιόνι όλο το βουνό. Κατεβαίνουμε από κει, δίπλα απ’ το Τρίδεντρο, περνάμε απέναντι στα Βραγγιανά στο χωριό. Δίπλα απ’ τα Βραγγιανά ήταν κάτι σπιτάκια, δυο-τρία σπιτάκια, πάμε εκεί, χωνόμαστε μες στα σπιτάκια, να κοιμηθούμε το βράδυ. Ξημερώνουμε το πρωί μ’ ένα γόνα χιόνι. 4 ξεκινήσαμε, 5 Απρίλη, 5 Απριλίου το 1950. Ήταν η μέρα που γίναν εκλογές στην Ελλάδα. Αυτό μετά το βλέπαμε, δεν ξέραμε εμείς τι γίνεται. Αλλά εκείνη την ημέρα γινόταν εκλογές στην Ελλάδα. 5…
Απριλίου.
…Μάρτη.
Μάρτη, Μάρτη.
5 Μαρτίου, όχι Απρίλη. 4 Μάρτη φύγαμε απ’ το λημέρι, 5 Μάρτη κοιμηθήκαμε στα βραγγιανιώτικα τα σπίτια και ξυπνήσαμε μ’ ένα γόνα χιόνι, 5 Μαρτίου. Το πρωί τώρα τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε; Τόσο χιόνι. Ο διοικητής με τον Κουφόπουλο αποφάσισαν, επειδή ήμασταν πολλοί, ενενήντα άτομα, να μοιράσουν το τμήμα σε δυο συγκροτήματα. Να πάμε από σαράντα πέντε άτομα το κάθε συγκρότημα. Στο ένα συγκρότημα… Αυτός που είχε τον πρώτο λόγο εκεί σ’ εμάς ήταν αυτός ο Κουφόπουλος, ο οποίος ήτανε ανώτερο κομματικό στέλεχος στη νότια Ελλάδα τότε, την εποχή εκείνη. Αυτός διοικούσε. Οι υπόλοιποι πειθαρχούσαμε στον Κουφόπουλο. Μας χωρίζουν σε δυο τμήματα. Ένα τμήμα ορίζει διοικητή τον Κίτσιο τον Παπαϊωάννου, αυτόν που είχα διμοιρίτη εγώ, με πολιτικό επίτροπο κάποιον ταγματάρχη Ναπολέοντα. Σαράντα πέντε άτομα ο Κίτσιος ο Παπαϊωάννου. Τα άλλα σαράντα πέντε άτομα ορίζεται επικεφαλής ο Παύλος ο Μπέικος, ο οποίος ήταν απ’ τη Ρούμελη αυτός και τον είχαμε πάρει μαζί μας τότε. Με πολιτικό επίτροπο τον Γιάννη τον Φυτσιλή, ταγματάρχης κι αυτός του Δημοκρατικού Στρατού. Ο ίδιος ο Κουφόπουλος κρατάει μαζί του πέντε στελέχη, πέντε αντάρτες. Μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου, τους πιο έτσι ώριμους. Ήτανε 46, 45 χρονών τότε ο πατέρας μου, ε περίπου τόσο ήταν κι ο Μανάφας, κι ο Κρανιάς, που κράτησε, κι άλλους δυο-τρεις. Κράτησε μαζί του τον Γιάννη… Κράτησε πέντε μαζί του, κατ’ αυτόν τους πιο μεγάλους σε ηλικία. Εγώ τώρα, παρόλο που ήμουνα δυσαρεστημένος με τον Κουφόπουλο, γιατί μου είχε πει αυτά τα πράγματα, ότι οι δυσκολίες με κιότεψαν, πήγα και του λέω: «Σύντροφε», λέω, «γιατί με χωρίζεις απ’ τον πατέρα μου; Ή θ’ αφήσεις και τον πατέρα μου εδώ», λέω, «στο τμήμα που είμαι εγώ, με τον Κίτσιο, ή θα μείνω κι εγώ», λέω, «εκεί, μ’ εσένα». «Όχι, Γιωργάκο, εγώ θα κάνω τον σύνδεσμο των δυο τμημάτων, θα ανταμώνουμε, μη στεναχωριέσαι. Εγώ θα κάνω τον σύνδεσμο των δυο τμημάτων, εσύ να πας με το συγκρότημα του Κίτσιου». Ε, πειθάρχησα, τι να κάνω; [03:30:00]Έτσι καθόρισε μία περιοχή προς τον Κλειτσό-Φουρνά εδώ να πάει το συγκρότημα του Μπέικου, που ήταν και η περιοχή του, κατάγονταν από κει. Τον δε Κίτσιο να πάει προς τον Δήμο Απεραντίων, Ραφτόπουλο, εκεί τα χωριά Πρασιά, Αργύρια κλπ., να μείνει καμιά δεκαριά μέρες εκεί, να βρει τροφές εκεί, στα χωριά εκείνα. Και δήθεν θα ανταμώσουμε ξανά μετά. Όμως, δεν ήταν έτσι. Δεν μας είπε την αλήθεια, γιατί καθ’ οδόν προς Ραφτόπουλο, προς τον Δήμο Απεραντίων εκεί, κάναμε στάση κι ο Κίτσιος μας έβγαλε λόγο και μας λέει ότι: «Ακούστε εδώ, η εντολή του Κουφόπουλου είναι να φύγουμε για την Αλβανία. Θα πάμε τώρα εκεί, θα βρούμε τι θα βρούμε από τροφές και θα ξεκινήσουμε, θα περάσουμε απ’ την Πετσαλούδα, ένα χωριό, ένα ύψωμα εκεί, αν φανεί στη γιάφκα εκεί, έχει καλώς, ειδεμή η εντολή είναι, χωρίς άλλη ειδοποίηση και διαταγή, να τραβήξουμε για Αλβανία». Θύμωσα εγώ τότε πολύ, ας πούμε, αλλά και τι να έκανα; «Ρε τον Γιάννη, γιατί μας είπε ψέματα;». Αλλά βαδίζουμε τώρα, να πάμε στον προορισμό μας. Καθ’ οδόν, μας φεύγει απ’ το τμήμα ένας λοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού, απ’ το Τιτάι η καταγωγή του, Λαμπερό, και ένας διμοιρίτης, απ’ το Λαμπερό κι αυτός. Το ’σκασαν απ’ τη φάλαγγα, φύγανε. Εμείς τραβάμε τον προορισμό μας. Φτάνουμε εκεί, στα χωριά αυτά, Ραφτόπουλο και άλλα, Αργύρια εκεί κλπ., βρήκαμε κάτι καλαμπόκια, κάτι μέλια, κάτι αυτά, ξέρω γω τι, καθόμαστε εκεί δέκα μέρες. Βρήκαμε κάτι καλαμπόκια, τα στουμπίζαμε με πέτρες, τα κάναμε τάχα λιγάκι σαν αλεύρι. Χοντρό καλαμπόκι, το στουμπούσαμε, ας πούμε. Κάτι κονσερβοκούτια μεγάλα, ας πούμε, τα οποία τα γεμίζαμε με μέλι και ρίχνουμε και το καλαμπόκι σπασμένο μέσα, για τροφή. Αυτό θα ήταν τώρα σαν τροφή για την πορεία μέχρι την Αλβανία. Αν ήταν δυνατόν, να φτάνει αυτά. Αλλά αυτά βρήκαμε, αυτά είχαμε. Κι όταν το δέκατο… Μετά από δέκα μέρες εκεί που μείναμε, ξεκινάμε τώρα για Αλβανία. Ο μήνας έχει 15 Μάρτη 1950. Πορεία τώρα απ’ το χωριό το Ραφτόπουλο αυτό και φτάνουμε, την ίδια μέρα που φύγαμε από κει, απ’ το Ραφτόπουλο, στην τοποθεσία Μέγα Ρέμα, πίσω απ’ το χωριό την Καρίτσα. Ήταν δυο-τρία σπιτάκια εκεί. Φτάνουμε εκεί κατάκοποι. Μεγάλη πορεία τώρα αυτό. Απ’ το Ραφτόπουλο τώρα να πας στα Άγραφα, κάτω στην Καρίτσα, μεγάλη πορεία, αλλά κουρασμένοι… Καθ’ οδόν, ο υποδιοικητής εκεί, ο Ναπολέων: «Κουράγιο, σύντροφοι, θα φτάσουμε» κλπ. Εντάξει, όλα καλά, βαδίζουμε. Φτάνουμε εκεί κατάκοποι, στα σπιτάκια αυτά, να ξενυχτήσουμε. Κοιμόμαστε μες στα σπιτάκια. Ξυπνάμε το πρωί, ένα γόνα χιόνι ακόμα καινούριο. Μάρτης 15. «Ω ρε, τι να κάνουμε;». Θα συνεχίσουμε, τι να κάνουμε; Μπορούμε να μείνουμε εδώ; Θα συνεχίσουμε. Ξεκινάμε να φύγουμε, μπαίνουμε φάλαγγα κατ’ άντρες… Πριν φύγουμε, βγαίνει ο Ναπολέων: «Σας εύχομαι καλό κατευόδιο, σύντροφοι». «Βρε, γιατί;». «Εγώ έχω εντολή απ’ τη μεραρχία να μείνω». Είχα έναν φίλο, παρτιζάνος κι αυτός, σύντροφος μαζί μας, μαχητής, ο Γιάννης ο Νεοχωρίτης, από δω απ’ τα χωριά της… τον Αλμυρό. Ο Γιάννης ο Νεοχωρίτης, μόλις ακούει έτσι, λέει: «Τι είναι αυτά ρε;», λέει, «Γιατί; Μας έφυγε ένας», λέει, «απ’ τον δρόμο λοχαγός, τώρα φεύγει αυτός, τι γίνεται;», λέει αυτός, «Το σκάζουν;», λέει, «Θα τον στριμώξω», λέει. «Κάτσε, ρε Γιάννη», του λέω. Λέω στον Κίτσιο εγώ, τον διοικητή εκεί του συγκροτήματος, λέω: «Έτσι κι έτσι, ο Γιάννης», λέω, «αγρίεψε». Έρχεται ο Κίτσιος, λέει: «Σας παρακαλώ», λέει, «έχετε δίκιο», λέει, «να γκρινιάζετε…». Γιατί ήθελε να τον σκοτώσουμε, λέει, ο Νεοχωρίτης ο Γιάννης: «Θα τον δώσω», λέει, «Τι;», λέει, «Μας εγκαταλείπεις; Υποδιοικητής είναι». «Έχετε δίκιο», λέει, «αλλά ακούστε εδώ, επειδή δεν ξέρουμε αν θα ζήσουμε όλοι μας, σας δίνω τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής ότι εάν καμιά φορά ζήσουμε και βγούμε έξω, θα τον περάσουμε ανταρτοδικείο τότε κι εκεί θα αποφασίσουμε να δικαστεί εις θάνατον και θα εκτελεστεί γι’ αυτό που κάνει τώρα. Τώρα αφήστε τον». Κι έτσι έγινε. Μάλιστα, επειδή ήμαστε πατριώτες εκεί, με ήξερε εμένα, με γνώριζε, με πλησίασε και μου λέει… Επειδή εγώ είχα ένα ατομικό όπλο γερμανικό, sniper, με διόπτρα πάνω… Ήταν για ελευθέρους σκοπευτές. Άμα σκόπευες, δεν έχανες τον στόχο. Αυτό το όπλο είχα. Ήταν βαρύ βέβαια, ατομικό ήταν. Μία-μία έπαιρνε σφαίρες, δεν ήταν αυτόματο. Με διπλαρώνει και μου λέει: «Πατριωτάκι, επειδή», λέει, «εσύ θα φύγεις», λέει, «τώρα για πάνω, να κάνουμε ανταλλαγή», λέει, «να μ’ αφήσεις εμένα», λέει, «το sniper, επειδή θα μείνω δω», λέει, «και θα σου δώσω το αυτόματο», λέει, «το μαρσίπ». «Βρε δεν το παίρνεις», λέω, «Εγώ ίσα ίσα…», λέω, πιο ελαφρύ ήταν το μαρσίπ, «πιο αυτόματο είναι», λέω, «Πάρ’ το», λέω. Και μου δίνει το μαρσίπ. Ξεκινάμε τώρα… Αυτοί φύγανε δυο, κράτησε μαζί του τον Ηλία, έναν χωριανό του πάλι, και έμειναν αυτοί, φύγανε. Εμείς τραβάμε τώρα την πλαγιά του Γκαβέλ. Αντικιάζουμε τώρα να βγούμε στον αυχένα Σερμινίκ-Πετρίλο, από πάνω, στη ράχη. Στον δρόμο, βαδίζοντας εκεί στην πλαγιά του Γκαβέλ, χιόνια τώρα εκεί, να σπάζουμε [Δ.Α.], με τα πόδια, ταλαιπωρία, κακό, χάσαμε και το μονοπάτι εκεί, ε λέει… Μπροστά πήγαινα εγώ –νεολαίοι ήμασταν τότε, ας πούμε, είχαμε κουράγια–, εγώ, ο Σπύρος μπροστά, κι ο Κίτσιος. Λέει ο Κίτσιος… δίνει εντολή με το τηλέφωνο, ξέρεις, ο ένας με τον άλλο να ειδοποιήσει τη φάλαγγα, να περάσει ο Παπαδούλης μπροστά. Είναι πίσω ο Παπαδούλης. Ε, ένας με τον άλλον λέει: «Να περάσει ο Παπαδούλης μπροστά». Έρχεται απάντηση από πίσω: «Δεν υπάρχει Παπαδούλης». Έρχεται εκεί: «Δεν υπάρχει», λέει, «ο Παπαδούλης», η απάντηση. Τέλος πάντων, τραβάμε εμείς. Βγαίνουμε στον αυχένα, στο Σερμινίκ-Πετρίλια, προχωράμε… Μέρα, ε; Εκεί πέρα. Τι να κάνουμε τώρα; Ξέραμε ότι εκεί στα Πετρίλια δεξιά ήταν ένα εκκλησάκι εκεί του Αϊ-Θανάση. Ε, λέγαμε να παρακάμψουμε λίγο το εκκλησάκι εκεί, μήπως είναι στρατός. Να παρακάμψουμε και να περάσουμε να πάμε για το ύψωμα απάνω, για τον Τύμπανο θέλαμε να βγούμε. Φτάνοντας εκεί στο μονοπάτι που έρχεται από κάτω απ’ το Σιαμ, Οξυ[03:40:00]ά το λένε τώρα το χωριό, Οξυά-Πετρίλια, ήταν ο δρόμος πατημένος. Λοιπόν, φτάνοντας εκεί στο μονοπάτι απ’ την Οξυά για Πετρίλια, βλέπουμε ο δρόμος ήτανε φρεσκοπατημένος. Περνούσε, κυκλοφορούσε κόσμος. Για να μη φαίνονται τα ίχνη μας, αν περάσουν άνθρωποι και δούνε, λέει ο διοικητής, ο Κίτσιος… ήταν ένα ζμάκι εκεί, είχε μια νεροφαγιά, λέει: «Ακολουθήστε», λέει, «εδώ το αυτό, πατάτε μες στο νερό, να μην αφήσουμε ίχνη, να περάσουμε το μονοπάτι αυτό, να πάμε, ας πούμε, απάνω για τη χαράδρα, να προχωρήσουμε το δρομολόγιό μας. Να πάμε στον προορισμό μας, να φτάσουμε μέχρι Μπουκοβίτσα και να τραβήξουμε». Πράγματι, ας πούμε, παρακάμπτουμε εκεί, αλλά μόλις… δεν πρόλαβε να περάσει όλη η φάλαγγα, να ένας παπάς ερχότανε απ’ την Οξυά και πήγαινε για τα Πετρίλια. Μόλις μας βλέπει τώρα φάλαγγα εμάς, γυρίζει πίσω και τρέχει τον κατήφορο κάτω για την Οξυά. «Τρέξτε», λέει, «ο Κίτσιος να τον πιάσετε!». Τρέχουμε, πού να τον πιάσεις τον παπά; Φτερά έβγαλε ο παπάς! Έφυγε, δεν τον προλάβαμε τον παπά. Ε, από τότε τα βάψαμε μαύρα. Αυτός τώρα θα ειδοποιήσει όλο αυτό… Είναι αυτό που φοβόμασταν απ’ την αρχή: ότι βγήκε… τα χωριά, ο κόσμος βγήκε και δεν θα μπορέσουμε να… Αλλά συνεχίζουμε την πορεία μας. Περνάμε την Καράβα, φτάνουμε στον Τύμπανο, μας παίρνει η νύχτα. Ένας αέρας. Θα ’λα παγώσουμε όπως πάγωσαν στη Νιάλα το ’47 οι αντάρτες. Κάνα δυο λιποθύμησαν κιόλας. Λέμε: «Θα πεθάνουμε εδώ απ’ το κρύο. Κόψτε αριστερά!». Κόβουμε αριστερά σε μια πλαγιά κάτω, δεν φυσούσε, και κατηφορίζουμε, κατηφορίζουμε και φτάνουμε κάτω στα έλατα. Εκεί φτάνουμε στα έλατα, ανάβουμε φωτιές, πέρασε η βραδιά. Λέμε: «Τώρα τι θα γίνει;». Ανάψαμε φωτιά, ζεσταθήκαμε, το πρωί θα ξεκινήσουμε πάλι να φύγουμε. Αλλά πριν φύγουμε, να ένα μονοπάτι που ερχόταν απ’ τη Μπουκοβίτσα, ερχότανε προς τα πάνω Μάυδες και χωροφύλακες. «Στα όπλα!», λέω εγώ, ας πούμε, φωνάζουν εκεί: «Στα όπλα!», τραβάμε την πλαγιά να ανεβούμε πάλι απάνω την ανηφόρα, από κει που κατεβήκαμε, απ’ τον Τύμπανο, τη νύχτα. Όπως ανεβαίναμε… Στο μεταξύ, αυτοί ερχόταν απ’ το μονοπάτι, αλλά πήγαν απέναντι, ήταν κάνα δυο σπιτάκια εκεί, εμείς δεν τα ξέραμε. Εκεί θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, αν τα ξέραμε, και μείναμε εδώ στα έλατα. Αυτοί πήγαν εκεί και γυρίσαν πίσω. Δεν είδαν τίποτα, γυρίσαν πίσω. Ετούτοι εδώ τώρα, ας πούμε… Εμείς ανεβαίνουμε για το ύψωμα απάνω. Ανεβαίνοντας για πάνω, για τον Τύμπανο, πάλι να συνεχίσουμε την πορεία, απέναντι ήταν ένα άλλο αντέρεισμα και λέω εγώ στον διοικητή, ας πούμε, δείχνω και με το χέρι: «Κίτσιο», λέω, «να εδώ», λέω, «είναι το Κνίσοβο», λέω, «είναι ο οικισμός του Κνίσοβου». Κι εκεί που έδειξα εγώ, απέναντι απ’ το αντέρεισμα αυτό, ήτανε Μάυδες, ανέβαιναν κι αυτοί προς τα πάνω για τον Τύμπανο. Και μας πυροβόλησαν. Ρίχνανε ριπές. «Αμάν!», λέει ο Κίτσιος, «Τώρα», λέει, «τρέξτε, όποιοι προλάβουμε», λέει, «να βγούμε απάνω στον Τύμπανο. Άμα βγουν απάνω, θα μας σφάξουν όλους». Τρέχουμε εμείς, η νεολαία ας πούμε, εγώ, ο Σπυράκος, κάτι άλλοι νεολαίοι εκεί, τρέχουμε, πρώτοι βγαίνουμε στον Τύμπανο, στην κορυφή. Τους είδαμε αυτούς, ήταν μακριά ακόμη να ανεβούνε, τους πυροβολήσαμε, γυρίσανε. Ανεβαίνει όλο το τμήμα απάνω: «Τι θα κάνουμε τώρα;». «Θα συνεχίσουμε», λέει ο Κίτσιος. «Βρε τι να συνεχίσουμε τώρα, αφού μας είδαν ο παπάς, μας είδαν αυτοί εδώ». «Θα συνεχίσουμε». «Καλά, αφού είναι να συνεχίσουμε. Να δούμε θα γυρίσουν αυτοί;». Κατεβαίνουμε πάλι κάτω, για να φύγουμε από κει, το πρωί, να πάμε απ’ το μονοπάτι αυτοί που ερχότανε. Μόλις φτάσαμε κάτω στα έλατα, ανεβήκαν αυτοί από πάνω. Αρχίζουν να πυροβολάνε. Πιάνουμε όλοι από ένα έλατο και λέμε: «Τώρα εδώ θα πεθάνουμε, θα αμυνθούμε, αν κατεβούνε θα τους σκοτώσουμε, δεν θα τους αφήσουμε. Αν δεν κατεβούνε, μόλις σουρουπώσει, θα γυρίσουμε πίσω να φύγουμε». Και αυτό κάναμε. Μόλις σουρούπωσε, γυρίζουμε πίσω. Το ίδιο βράδυ γυρίσαμε στο Μέγα Ρέμα, από κει που ξενυχτήσαμε το προηγούμενο βράδυ. Δεν γινότανε, θα μας σφάξουν εκεί και αυτή η περιοχή ήταν άγρια, όλοι αυτοί σφάζουν εκεί. Στο μεταξύ, εκεί ο Κίτσιος αποφασίζει τους σαράντα πέντε άντρες να τους κάνει τέσσερις ομάδες. Μας τεμάχισε σε τέσσερις ομάδες. Μία ομάδα να πάει με τον Φάνη και τον Ζήση τον Μανίκα και τον Χρήστο τον Κυρίτση στον Δήμο Απεραντίων. Η άλλη ομάδα, που ήμουν εγώ, με τον Μητσέα, να πάμε εκεί στα Βραγγιανά, όσες μέρες κρατήσουμε. Και δυο οι ομάδες, του Σαλιά και του Κίτσιου η ομάδα, γιατί πήρε κι ο Κίτσιος μία ομάδα, να κατεβούνε κάτω στη Μούχα εκεί, στη Νεβρόπολη, εκεί προς τον Ίταμο. Και έτσι έγινε: μας χωρίσανε, εμείς πήγαμε στα Βραγγιανά εκεί, δεκαπέντε-δεκαεφτά μέρες… 15 Μάρτη, 16, γυρίσαμε, ήμασταν εκεί μέχρι τέλος Μάρτη. Από κει μας πήραν είδηση, μας κυνήγησαν και ανεβαίνουμε τώρα από κει ν’ ανεβούμε στη Νιάλα, να κατεβούμε το μονοπάτι κάτω, να τραβήξουμε για τη Σάικα, για τον Σταυρό της Σάικας, να κατεβούμε κάτω. Εκεί που κατεβαίναμε απ’ τη Νιάλα προς τον Σταυρό της Σάικας, ανεβαίνει ένας άνθρωπος προς τα πάνω, μόνος του, το μονοπάτι για τη Νιάλα. Ένας άνθρωπος τώρα, εμείς μια ομάδα ήμασταν, θα τον αφήσουμε να πλησιάσει, αφού δεν έχει άλλους μαζί του. Πλησιάζει, πλησιάζει, πλησιάζει και μόλις φτάνει κοντά μου: «Ψηλά τα χέρια!», λέω. Ήμουνα μαζί με τον Βασίλη απ’ τον Παλαμά: «Ψηλά τα χέρια!». Κάνει να πάρει το όπλο, ήταν μ’ έναν μουσαμά τυλιγμένος, κοιτάζω, ήταν ο πατέρας μου! «Βρε πατέρα», του λέω, «πού πας ρε; Τι είσαι έτσι; Ψηλά τα…»! Αγκαλιαζόμαστε εκεί. Τι είχε γίνει; Είχε πάει ο Κίτσιος νωρίτερα, από κει που μας χώρισε, κράτησε τις δυο ομάδες και πήγε, αντάμωσε με τον Κουφόπουλο. Και θυμόταν ο πατέρας μου ότι του είχα πει ότι: «Γιατί με χωρίζεις με τον πατέρα μου» και τα ’βαλε με τον Κουφόπουλο, του λέει: «Σου ’χε πει το παιδί», λέει, «να μην το χωρίσεις μ’ εμένα και το γέλασες», λέει. «Ε, μπαρμπα-Νίκο», λέει ο Κουφόπουλος, «έχεις δίκιο. Θα σου δώσω σημείωμα να πα’ να βρεις την ομάδα που είναι ο Γιώργος, να τον πάρεις από κει τον Γιώργο».
Α, κι ήρθε να σας πάρει;
Και παίρνει σημείωμα απ’ τον Κουφόπουλο και ρωτάει ο πατέρας μου τον Κίτσιο τώρα: «Πού είναι η ομάδα του αυτού;». Λέει: «Είναι στα Βραγγιανά εκεί», λέει, «έχει πάρει εντολή», λέει, «να ελιχθεί εκεί μέσα», λέει. Και τραβάει για τα Βραγγιανά και πήγαινε για κει, να με βρει εμένα, και έπεσε απάνω μας, στην ομάδα μου. «Για σας έρχομαι», λέει ο πατέρας μου, δίνει το σημείωμα στον ομαδάρχη και του [03:50:00]λέει: «Τον Γιώργο έχω εντολή να τον πάρω». Με πήρε, ας πούμε, και πήγαμε… Στο μεταξύ, ο πατέρας μου, όταν πήρε το σημείωμα, δίνει εντολή… ραντεβού, δίνει ραντεβού, του λέει ο Κουφόπουλος: «6 του Απρίλη, εάν δεν πεθάνω, το ραντεβού είναι στο μοναστήρι της Μούχας». Στο μοναστήρι της Μούχας, στον Άγιο Τρύφωνα, εκεί. Και είχε ραντεβού ο πατέρας μου εκεί. Και τραβάμε τώρα εμείς, αφού με πήρε από κει απ’ την ομάδα… Είπαμε στην ομάδα το και το, ότι: «Έχουμε ραντεβού με τον Κουφόπουλο 6 του μηνός στο μοναστήρι της Μούχας, άμα θέλετε ελάτε». Και ήρθαν κι αυτοί την άλλη μέρα εκεί. Και οι δυο ομάδες του Κίτσιου, ήρθαν κι αυτές εκεί. Αλλά έξω απ’ το μοναστήρι ανάβαν κάτι φωτιές. Πήγα κι εγώ με τον πατέρα μου έξω απ’ το μοναστήρι, ανάβουμε κάτι φωτιές και περιμένουμε τώρα –3 του μηνός ήτανε, Απρίλη– να ’ρθει η ημερομηνία να πάμε να ανταμώσουμε με τον Κουφόπουλο, που είπε: «Εκτός από θάνατο, θα ’ρθω». Κι εδώ μπερδεύτηκαν τα πράγματα. Είχε συλληφθεί ο ένας απ’ τους τέσσερους που στείλαμε για πληροφορίες. Ήταν ο λοχαγός Βράχος. Ο άλλος ήταν ο Μήτσος ο Γιώτης, ο οποίος τον σκότωσαν εκεί στο χωριό στο Βλάσδο, τραυματία, και οι άλλοι δυο, ο Θωμάς ο Βασιλούλης και ο Γιάννης ο Καρβούνης, αυτοί είχαν κρυφτεί εκεί. Κρύφτηκαν, δεν τους βρήκανε. Τον Βράχο τον έπιασαν εκεί στο Βουνέσι ζωντανόν, τον πήγαν στο μοναστήρι της Κορώνας. Παίρνει είδηση ο Πεντζόπουλος απ’ τη Λάρισα, που ήταν διοικητής Κεντρικής Ελλάδος, ο στρατηγός Πεντζόπουλος, ειδοποιεί με τον ασύρματο: «Να μην τον χαλάσετε τον Βράχο, έρχομαι. Κρατήστε τον εκεί στο μοναστήρι, στη βάση του στρατού». Παίρνει το ελικόπτερο απ’ τη Λάρισα και κατεβαίνει στη Νεβρόπολη, στο μοναστήρι, στην Κορώνα. Βρήκε τον Βράχο, τον κρατούσαν εκεί, τον χτυπάει στην πλάτη: «Μπράβο ρε Βράχο, επειδή είσαι παλικάρι», λέει, «θα σου χαρίσω τη ζωή, αλλά θέλω να βοηθήσεις», λέει, «να φέρουμε αυτούς του ξυπόλυτους», λέει, «ταλαιπωρημένους, γυρίζουν απάνω…», λέει, «Αφού χάσανε τον αγώνα», λέει, «τι περιμένουν αυτοί τώρα;». «Ε, σωστά λες, στρατηγέ μου», λέει, «αλλά να δούμε, αν μπορέσουμε, να τους φέρουμε». Και έτσι ο Βράχος δέχτηκε να εξυπηρετήσει το αυτό. Του δίνουν μια διμοιρία στρατό τον Βράχο και αρχίζει τώρα να ψάχνει, είχε γιάφκες με τον Κουφόπουλο κι ο Βράχος. Και ψάχνει από δω κι από κει να βρει γιάφκες που είχε ο Κουφόπουλος. Σε κάποια γιάφκα έγραφε ο Κουφόπουλος σε κάποιον άλλον, όχι τον πατέρα μου, σ’ άλλον, έδινε εκεί ραντεβού, στο μοναστήρι της Μούχας, 6 του μήνα, Απρίλη. Έτσι, ο Βράχος παίρνει μια διμοιρία στρατό και έρχεται στο μοναστήρι. Εμείς είμαστε έξω απ’ το μοναστήρι, μακριά καμιά ογδονταριά μέτρα. Η άλλη φωτιά, που ήτανε οι άλλες δυο ομάδες, του Κίτσιου και του Χρυσόστομου του Σαλιά, ήταν λίγο παρακάτω, αλλά έξω απ’ το μοναστήρι κι αυτές. Έρχεται ο Βράχος, βάζει τους στρατιώτες μες στο μοναστήρι και ξεκινάει τώρα και πάει στη φωτιά που ήταν οι δυο οι ομάδες. Πάει εκεί, μόλις μπαίνει εκεί, ας πούμε, τον βλέπουν οι αντάρτες: «Ε! Καλώς τον Βράχο, χαιρετίσματα κλπ.», ξέραμε ότι είχε πάει για πληροφορίες, ότι είναι μαζί μας. Ήταν επικεφαλής ο Μητσέας εκεί, ο ομαδάρχης ο δικός μου, και ο Σαλιάς, που είχε την άλλη ομάδα. Λέει: «Ήρθα να πάρω», λέει, «τον Μητσέα, να πάμε», λέει, «μες στο μοναστήρι, έχω», λέει, «τρόφιμα. Εκεί είναι και τα άλλα τα παιδιά που είχα μαζί μου. Έχω φέρει τρόφιμα, να πάμε να τα μοιράσουμε», λέει, «και μετά να ’ρθείτε να πάρετε τις μερίδες και να φύγουμε από δω, γιατί είναι επικίνδυνο το μέρος». Πράγματι, ας πούμε, ξεκινάει ο Μητσέας να πάει, κοντά και ο Σαλιάς: «Θα ’ρθω κι εγώ». «Βρε…!». «Όχι, θα ’ρθω κι εγώ», λέει. Και ξεκινάει και ο Σαλιάς μαζί με τον Μητσέα και τον Βράχο να πάν’ για το μοναστήρι. Έξω απ’ το μοναστήρι τώρα ο Βράχος, ο πονηρός, για να μην… είναι και δυο και φέρει κανένας αντίσταση και πυροβολήσει και φύγουν οι άλλοι, λέει στον Σαλιά: «Εδώ από κάτω», λέει, «καμιά τριανταριά, σαράντα μέτρα», λέει, «πενήντα, είναι τα παιδιά», λέει, «έχουν και τον δικό μου τον γυλιό. Πάρτε τον κι ελάτε», λέει, «στο μοναστήρι. Εγώ με τον Μητσέα θα πάμε μέσα στο μοναστήρι». Παίρνει τον Μητσέα ο Βράχος, πάει μες στο μοναστήρι, τον μαγκώνουν, τον αφοπλίζουν. Ήταν μέσα διμοιρία στρατός. Βγαίνει απ’ έξω ο Βράχος, περιμένει τώρα ο Σαλιάς πού θα πάει, σου λέει. Ψάχνει ο Σαλιάς… Πού να βρει το…; Κανέναν δεν βρήκε. Αφού ψέματα του είπε ότι είναι εκεί. Γυρίζει καμιά φορά αγανακτισμένος: «Δεν βρήκα ρε!», λέει. «Ε», λέει, «μέχρι να πας εσύ», λέει, «ήρθαν μέσα», λέει. Ο Βράχος τον περίμενε απ’ έξω απ’ το μοναστήρι. Τον παίρνει τον Σαλιά, πάν’ μες στο μοναστήρι. «Ωρέ», λέει, «τι βρομάει εδώ;», λέει, «Μπασκίνες μυρίζει», λέει, «λεβάντες». «Α», λέει, «πήγα», λέει ο Βράχος, «πήγα έκανα μπάνιο με μοσχοσάπουνο, πλύθηκα κλπ. και γι’ αυτό», λέει, «έχω τέτοια μυρωδιά». Εμείς απ’ την αγριάδα που είχαμε, μύρισαν οι φαντάροι, μύρισαν άλλη μυρωδιά, ας πούμε. Μπασκίνες μυρίζουνε. Ε, έτσι, λέγοντας αυτά, μπήκε μέσα, τον μαγκώνουν και τον Σαλιά. Περνάει λίγη ώρα, βγάζει ο… «Δώσ’ του ψωμί», λέει ο λοχαγός εκεί, «δώσ’ του τσιγάρα κλπ. Καθίστε», λέει, «ήσυχα, μη φοβάστε». Βγάζει έναν κατάλογο ο λοχαγός, τον διαβάζει με τον φακό, λέει, μέσα στο μοναστήρι, κοιτάζει εκεί ποιοι θα αντισταθούν εδώ στη φωτιά την κάτω, που είναι οι δυο οι ομάδες, ε είναι ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε. Διαβάζει πάλι: «Ο Οικονόμος πού είναι;», λέει, «Οι Οικονομαίοι;». Λέει: «Είναι παραπάνω». «Αφήστε όλοι», λέει, «Θα πάρετε», λέει, «τον έναν που έπιασες απόψε», λέει, «και θα πάτε στους Οικονομαίους και θα τους φέρετε εδώ», λέει, «όπως ήρθατε εσείς». «Ε», λέει ο Μητσέας, «εγώ δεν μπορώ να περπατήσω». Πράγματι, δεν μπορούσε να περπατήσει, ήταν αδύνατος. «Πάω εγώ», λέει ο Σαλιάς. Ακολουθάει ο Σαλιάς τον Βράχο, έρχονται σ’ εμάς. Εμείς ύπνος, ε; Μια μεγάλη φωτιά κάτω απ’ τον έλατο, με μπάτσες στρώματα, κοιμόμασταν. Μας ξυπνάνε, σηκώνομαι εγώ, κοιτάζω τον Βράχο, ε αγκαλιές εγώ τον Βράχο: «Πού είσαι ρε;», λέω, «Τι γίνεται;», λέω, «Πες μας κάνα νέο», λέω, «Τι γίνεται;». «Α», λέει, «πάει, η κατάσταση», λέει, «θα αργήσει δέκα χρόνια», λέει, «Έχω εφημερίδες», λέει, «τις έχω εδώ στο μοναστήρι», λέει. «Έχεις εφημερίδες;». «Έχω». «Εντάξει». Λοιπόν, ο Σαλιάς ο καημένος ήθελε να αντιδράσει. Με κοίταζε. Με κοίταζε στα μάτια, με κοίταζε. Ένα βλέμμα… δεν το ξεχνάω ακόμα. Πέρασαν εβδομήντα-ογδόντα χρόνια, ακόμα εκείνο το βλέμμα του δεν το ξεχνάω. Με κοίταζε, δεν καταλάβαινα τίποτα. Καμιά φορά… Είπαμε πολλά με τον Βράχο εκεί, ας πούμε, τι νέα, η κατάσταση πώς πάει. Ε, είπε ότι: «Έχω εδώ τρόφιμα», λέει, «θα πάμε κάτω», λέει, «τώρα να τα μοιράσουμε. Είναι κι ο Κουφόπουλος εδώ», λέει, «στο μοναστήρι». «Ε, τον περιμένουμε», λέει, «τόσες μέρες εδώ», λέει ο πατέρας μου, λέει, «τώρα νυχτιάτικα θα πάμε κάτω; Το πρωί θα πάμε». «Το πρωί θα πάμε…», ο Σαλιάς τώρα[04:00:00] φοβήθηκε, σου λέει: «Θα γίνει τώρα εδώ…». Αλλά ο Βράχος, σαν να του ’δωσαν και πιστόλι και είχε εδώ ανάμεσα στα πόδια του, όπως καθόταν δεξιά μου… Στο κρεβάτι που είχα εκεί με μπάτσες, εδώ καθόμουν εγώ, δεξιά μου ήταν ο Βράχος, αριστερά μου, απέναντί μου, ήταν ο πατέρας μου, από κει ήταν ο Παπλωματάς ο Βασίλης. Είχε ένα κονσερβοκούτι, έβραζε μια χελώνα μες στο κονσερβοκούτι. Λοιπόν, και δίπλα ο Σαλιάς, απ’ τον Παπλωματά. Αφού με κοίταζε και δεν καταλάβαινα εγώ τίποτα και για μια στιγμή λέει ο Σαλιάς: «Έσκασα απ’ τη δίψα», λέει, «μου δίνεις λίγο νερό;». Δίπλα μου εγώ, πίσω απ’ τον Βράχο ακριβώς, ήταν το αυτόματό μου και το παγούρι με το νερό. Ακουμπούσε δηλαδή το αυτόματο στο παγούρι. Πιάνω το παγούρι να του δώσω το παγούρι να πιει νερό. Με κοίταζε ένα τέτοιο βλέμμα, ακόμα σου λέω δεν… ζωώδικο βλέμμα. Έκανε πως πίνει, καμιά φορά λέει: «Ευχαριστώ». Παίρνω το παγούρι εγώ, τ’ αφήνω. Ε, περνάει λίγη ώρα: «Ωρέ, έσκασα απ’ τη δίψα πάλι», λέει, και πετάγεται… είδε το αυτόματο που ήταν εκεί ο Σαλιάς. «Έσκασα απ’ τη δίψα», λέει, και πετάγεται σαν αίλουρος πίσω απ’ τον Βράχο, βουτάει το μαρσίπ, πετάγεται μπροστά στον Βράχο, του λέει: «Αυτό που θα σου κάνουμε εμείς… θα κάνεις εσύ σ’ εμάς, θα σ’ το κάνουμε εμείς». Και τραβάει τη σκανδάλη και δεν πιάνει το αυτόματο. Έπρεπε να χτυπήσει την ταινία πρώτα, ήταν σε ασφάλεια το μαρσίπ. Έτσι λοιπόν πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, σηκώνομαι κι εγώ, λέω: «Δεν ντρέπεστε λιγάκι; Μεταξύ μας», λέω, «θα σκοτωθούμε; Τι πάθατε ρε;», λέω, «Γιατί παρεξηγηθήκατε;». «Δέστε τον», λέει ο Σαλιάς, «Δέστε τον!». «Βρε κάτσε ρε; Τι δέστε τον;». Καμιά φορά, εκείνη την ώρα που μαλώνανε αυτοί και… ξεπιάνεται απ’ τα χέρια του ο Βράχος και φεύγει τον κατήφορο στο σκοτάδι. «Φύγετε απ’ τη φωτιά!», λέει ο Σαλιάς. Τότε, όταν είπε: «Φύγετε απ’ τη φωτιά!», τότε πήγε το μυαλό μου ότι εδώ πρόκειται για κίνδυνο. «Τι έγινε ρε», του λέει ο πατέρας μου, «και κάνεις έτσι;». «Μπαρμπα-Νίκο, ο Βράχος έγινε προδότης. Έπιασαν τον Μητσέα, πιάσανε κι εμένα κι ήρθαμε να πιάσουμε κι εσένα κι εγώ έκανα το καθήκον σαν μπολσεβίκος». «Τι λες ρε;», του λέει. Πυροβολάει μες στα σκοτάδια ο πατέρας μου μήπως τον πετύχει εκεί, ακούγονταν τα αυτά εκεί, τα πατήματα του Βράχου, ας πούμε. Σκοτάδι. «Τι λες ρε;», του λέμε, ας πούμε. Βλέπω το αυτόματο, τότε κατάλαβα εγώ ότι το αυτόματο το είχε ο Σαλιάς. Παίρνω το αυτόματο, βάζω μια φωνή, για να ακούσει η ομάδα: «Ε, Μπότσαρη! Ε, Μηνά! Φευγάτε, στρατός στο μοναστήρι, ο Βράχος έγινε προδότης! Φύγετε απ’ τη φωτιά!». Και αμολάω μια ριπή προς τη μεριά που ήταν το μοναστήρι. Και από κει φύγαμε, ας πούμε. Ο πατέρας μου, επειδή έχασε την εμπιστοσύνη, λέει στον Παπλωματά: «Άκουσε εδώ», του λέει, «Βασίλη, εγώ έχασα πλέον την εμπιστοσύνη», λέει, «Θα φύγεις και θα πας», λέει, «στον Ίταμο, εκεί είναι ο Κουφόπουλος», λέει, «Εκεί τον είχα αφήσει», λέει, «Πιστεύω θα τον βρεις εκεί. Πήγαινε», λέει, «εκεί, γιατί εγώ», λέει, «έχασα πλέον την εμπιστοσύνη», λέει. Και φεύγουμε μαζί με τον Σαλιά, εγώ κι ο πατέρας μου, και φεύγουμε για το Σμόκοβο, για την περιοχή μας. Και από κει και πέρα είναι άλλη ιστορία ύστερα.
Θα την πούμε αύριο.
Ναι.
Κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα. Θα τα πούμε πάλι αύριο.
Ναι, εντάξει.
Φωτογραφίες

Φωτογραφικό τεκμήριο

Ο αφηγητής με τη σύζυγό ...

Ο Γιώργος Οικονόμου

Φωτογραφικό τεκμήριο
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιώργος Οικονόμου γεννήθηκε το 1931 στο Παλιούρι Καρδίτσας και έλαβε ενεργά μέρος στα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο τη δεκαετία του ’40. Παιδί αριστερής οικογένειας, οργανώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής στα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ. Η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας τον βρήκε μαθητή στο Γυμνάσιο της Καρδίτσας. Οι συνεχείς οχλήσεις από τους παρακρατικούς τον ώθησαν στην απόφαση να «βγει» στο βουνό και να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Θεσσαλίας, όπου ήδη μαχόταν ο πατέρας του. Συμμετείχε σε αναρίθμητες πορείες στα αγραφιώτικα βουνά, στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας των ανταρτών να ξεφύγουν από τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων. Εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και αψιμαχίες, με σημαντικότερες τη Μάχη στο Πυργούλι (Άνοιξη 1948), την κατάληψη της Καρδίτσας (Δεκέμβριος 1948) και την κατάληψη του Καρπενησίου (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1949). Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού παρέμεινε για μήνες στα βουνά των Αγράφων μαζί με τους συντρόφους του στην προσπάθεια να διαφύγουν από τον Εθνικό Στρατό και να κρατήσουν το αντάρτικο ζωντανό. Ο αφηγητής διηγείται τα παραπάνω με γλαφυρότητα και λεπτομέρεια, προσφέροντας μία συγκλονιστική μαρτυρία για τη σύγκρουση που χώρισε την Ελλάδα στα δύο και άφησε τις πληγές ανοιχτές μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Οικονόμου
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Ξηροφώτου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2022
Διάρκεια
245'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιώργος Οικονόμου γεννήθηκε το 1931 στο Παλιούρι Καρδίτσας και έλαβε ενεργά μέρος στα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο τη δεκαετία του ’40. Παιδί αριστερής οικογένειας, οργανώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής στα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ. Η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας τον βρήκε μαθητή στο Γυμνάσιο της Καρδίτσας. Οι συνεχείς οχλήσεις από τους παρακρατικούς τον ώθησαν στην απόφαση να «βγει» στο βουνό και να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό Θεσσαλίας, όπου ήδη μαχόταν ο πατέρας του. Συμμετείχε σε αναρίθμητες πορείες στα αγραφιώτικα βουνά, στο πλαίσιο της διαρκούς προσπάθειας των ανταρτών να ξεφύγουν από τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων. Εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και αψιμαχίες, με σημαντικότερες τη Μάχη στο Πυργούλι (Άνοιξη 1948), την κατάληψη της Καρδίτσας (Δεκέμβριος 1948) και την κατάληψη του Καρπενησίου (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1949). Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού παρέμεινε για μήνες στα βουνά των Αγράφων μαζί με τους συντρόφους του στην προσπάθεια να διαφύγουν από τον Εθνικό Στρατό και να κρατήσουν το αντάρτικο ζωντανό. Ο αφηγητής διηγείται τα παραπάνω με γλαφυρότητα και λεπτομέρεια, προσφέροντας μία συγκλονιστική μαρτυρία για τη σύγκρουση που χώρισε την Ελλάδα στα δύο και άφησε τις πληγές ανοιχτές μέχρι και σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Οικονόμου
Ερευνητές/τριες
Δήμητρα Ξηροφώτου
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Τοποθεσίες
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2022
Διάρκεια
245'