© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Το Γαρδίκι που λάτρεψα!
Κωδικός Ιστορίας
20963
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευαγγελία Μπουντούρη (Ε.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2022
Ερευνητής/τρια
Όλγα Παπαστεργίου (Ό.Π.)
Καλή σας ημέρα!
Καλημέρα και σε σένα.
Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Είμαι η Ευαγγελία Μπουντούρη του Νικολάου και για άλλους η Βαγγελιώ ή και η Βάγγιω.
Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κυρία Βαγγελιώ.
Και εγώ επίσης!
Είναι Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022 και βρισκόμαστε στα Τρίκαλα. Εγώ ονομάζομαι Παπαστεργίου Ολίνα και είμαι με την κυρία Μπουντούρη Βαγγελιώ, που θα κάνουμε μία ωραία συζήτηση.
Καλώς όρισες!
Καλώς σας βρήκα! Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Βεβαίως! Κατ' αρχάς να συστηθώ. Είμαι η Βαγγελιώ η Μπουντούρη του Νικολάου, ο μπαμπάς μου ιερέας στο Γαρδίκι. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο χωριό μου το Γαρδίκι, τα πρώτα μου χρόνια. Μέχρι και που τελείωσα το Δημοτικό έζησα χειμώνα-καλοκαίρι στο Γαρδίκι. Εκεί τελείωσα το Δημοτικό σχολείο και, λόγω του ότι δεν υπήρχε Γυμνάσιο, αναγκάστηκα να, αναγκάστηκε η οικογένειά μου να κατέβουμε και να μείνουμε στα Τρίκαλα πια. Τελείωσα το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο στην πόλη των Τρικάλων. Στην πορεία, αφού τελείωσα το Γυμνάσιο στα Τρίκαλα, το εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Οικονομικό Τμήμα της Παντείου. Εκ των πραγμάτων η διαμονή μου πια ήτανε στην Αθήνα, όπου άρχισα να παρακολουθώ τη σχολή μου. Μου δόθηκε η ευκαιρία το 1981 και διορίστηκα στο Δημόσιο. Έμεινα στην Αθήνα μέχρι και το '86, όπου και στην πορεία μετατέθηκα και ήρθα στα Τρίκαλα. Συνέχισα την εργασία μου στην τότε Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων στο Νομό Τρικάλων και το 2003 με απέσπασε ο τότε Νομάρχης, ο κύριος Ηλίας Βλαχογιάννης, στο γραφείο του και ασχολήθηκα μέχρι και τη συνταξιοδότησή μου με τον πολιτισμό και με την παράδοση και τις δημόσιες σχέσεις της Νομαρχίας, και της μετέπειτα Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων.
Έχετε πολύ ενδιαφέρον… Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία! Ήθελα να σας ρωτήσω-
Περισσότερο ασχολήθηκα με τον πολιτισμό παρά με το εργασιακό μου κομμάτι, το αντικείμενο το οποίο σπούδασα και μελέτησα.
Σίγουρα, στο ότι αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το πολιτιστικό κομμάτι και με τη λαογραφία θεωρώ ότι έχει παίξει ρόλο και το ότι μεγαλώσατε και έχετε ρίζες από ένα ορεινό χωριό.
Πιθανόν να ήταν αυτό, πιθανόν να το είχα μέσα μου και δεν το είχα ανακαλύψει, και το έβγαλα όταν πια ασχολήθηκα στην Νομαρχία, με το κομμάτι αυτό, και βγήκε όλο το ότι… Όλο αυτό το οποίο είχα φυλαγμένο μέσα μου. Από τότε ασχολούμαι με την έρευνα, με τη λαογραφία και με την Ιστορία.
Πολύ ενδιαφέρον! Πώς είναι να μεγαλώνει κάνεις σε ένα ορεινό χωριό;
Ναι. Δεν ξέρω αν θα φανεί γραφική η περιγραφή, η οποία θα κάνω εγώ, ίσως γιατί το έζησα και ίσως στα μάτια των νέων ανθρώπων να δείχνει κάπως. Ήτανε φανταστικά. Ήμασταν λίγοι... Κατ’ αρχάς να πω ότι ο μπαμπάς μου ήταν ιερέας, όπως προανέφερα, και χειροτονήθηκε και ανέλαβε το Γαρδίκι σαν ενορία. Ο πατέρας μου ήταν ο ιερέας Νικόλαος Μπουντούρης, ο οποίος και εξυπηρετούσε λειτουργικά το Γαρδίκι από το 1959 μέχρι και το 2007, όπου έφυγε από την ζωή. Η μαμά μου τον ακολούθησε, έγινε παπαδιά, ανέβηκε στο Γαρδίκι μαζί με τον μπαμπά μου, και η συνέχεια ήτανε να γεννηθώ εγώ. Γεννήθηκα στο Γαρδίκι, με τις τότε συνθήκες. Μεγάλωσα στο Γαρδίκι, χειμώνα-καλοκαίρι. Στο χωριό, το χωριό τον χειμώνα είχε περίπου στις 15 οικογένειες. Αυτές ήταν οι οικογένειες, οι «χειμωνιάτες». Το καλοκαίρι, από το Πάσχα και μετά, σιγά-σιγά γέμιζε μέχρι το, να φτάσει τον Δεκαπενταύγουστο και να έχει και 5.000 κατοίκους. Γιατί είναι καθαρά θερινό χωριό.
Με τι ασχολιόντουσαν οι κάτοικοι που ξεχειμώνιαζαν εκεί;
Οι κάτοικοι ασχολούνταν βασικά με την κτηνοτροφία. Πέρα από τους φορείς, τον δάσκαλο, τον αγροφύλακα, τον δασοφύλακα, τον διαχειριστή μονοπωλίου, τον ταχυδρόμο και την χωροφυλακή, οι υπόλοιποι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία.
Οι σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ των οικογενειών, πώς θα τις περιγράφατε;
Μία οικογένεια!
Α, ήταν όλοι μία οικογένεια;
Ήταν όλοι μία οικογένεια.
Οκ, πολύ στενές!
Ήξερε ο καθένας τι συμβαίνει στο σπίτι του αλλουνού. Τα προβλήματα... Ξέραν όλοι τα προβλήματα της κάθε οικογένειας. Είτε αυτά ήταν θέματα υγείας, είτε ήταν προβλήματα με τα οικονομικά, είτε ήταν οικογενειακά προβλήματα, όλοι ξέρανε το πρόβλημα του συγχωριανού τους.
Μιλάμε δηλαδή για μία πολύ δεμένη κοινότητα!
Μία μεγάλη οικογένεια!
Κατάλαβα. Πολύ, πολύ σημαντικό αυτό.
Μία μεγάλη οικογένεια.
Μπορείτε να μου περιγράψετε το πώς περνούσατε, ας πούμε, αρχικά τον χειμώνα στο χωριό;
Μια ημέρα.
Ναι.
Μια ημέρα. Η καθημερινότητα. Τα παιδιά, εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο. Το σχολείο ήταν ολοήμερο, λειτουργούσε ολοήμερο, με αποτέλεσμα να μη γυρίζουμε στο σπίτι, από το πρωί μέχρι το απόγευμα, μέχρι στις 17:00-18:00 η ώρα το απόγευμα. Οι γονείς μας, ο πατέρας μου με τη Λειτουργία, ο δάσκαλος με τα καθήκοντά του, ο αστυνομικός με τα δικά του τα καθήκοντα, ο αγροφύλακας επίσης, με το να διαφυλάξει το δάσος κλπ. Οι υπόλοιποι άνθρωποι σηκωνόντουσαν το πρωί, πηγαίνανε στα ζώα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Να ταΐσουνε, να καθαρίσουνε, να βγάλουνε τα ζώα σε βοσκή, να αρμέξουνε, να βράσουνε το γάλα, να φτιάξουνε το τυρί, να πήξουνε το τυρί, να φτιάξουν και να μαγειρέψουν βέβαια οι γυναίκες για την οικογένειά τους, η οποία οικογένεια ήτανε μεγάλη.
Τι συνήθως περιλάμβανε η διατροφή της οικογένειας;
Βασικά, επειδή το χωριό τον χειμώνα αποκλειότανε από συγκοινωνία, δεν υπήρχε συγκοινωνία, οι άνθρωποι του χωριού ψωνίζανε χονδρικά δύο φορές τον χρόνο. Κατεβαίνανε στην πόλη των Τρικάλων και ψωνίζανε δύο φορές τα τρόφιμα για όλο τον χειμώνα. Λοιπόν, τώρα περισσότερο η διατροφή τους βασιζότανε στα γαλακτοκομικά, ό,τι έχει σχέση με τα ζώα και με τα παράγωγά τους.
Ό,τι παραγόταν στην περιοχή δηλαδή.
Ακριβώς. Πέρα από τα σταθερά, που ψωνίζανε από την πόλη των Τρικάλων, και αυτά ήτανε κονσερβοειδή, γιατί κάτι άλλο δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί, όλα τα άλλα ήτανε από τα ζώα.
Εσάς το κολατσιό σας, σαν παιδί, πιο ήτανε;
Ήτανε το γάλα, το ψωμάκι με το τυρί, η ελιά, την οποία προμηθεύονταν χρονικά η οικογένεια στο σπίτι και πάντα υπήρχε, στη συνέχεια ο τραχανάς, και το φαγητό πάντα είχε βάση το κρέας και οι πίτες. Και το ψάρι. Η πέστροφα και το κυνήγι. Αυτή ήταν η διατροφή μας.
Πλούσια σε πρωτεΐνη, σίγουρα.
Σίγουρα. Δεν υπήρχανε χορταρικά. Το Γαρδίκι είναι ένα ορεινό χωριό, το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα να έχει χόρτα, να έχει λαχανικά, να έχει οτιδήποτε ήταν πράσινο. Δεν υπήρχε.
Καταλαβαίνω.
Τα μόνα χόρτα που υπήρχανε ήταν το καλοκαίρι, που μαζεύανε τις άγριες τσουκνίδες και το άγριο λάπατο, που φροντίζανε οι νοικοκυρές να τα στεγνώνουνε και να τα έχουν τον χειμώνα για να φτιάχνουν τις χορτόπιτες. Και η πίτα τους ήτανε… Και οι πίτες τους ως πρώτη ύλη είχανε τον τραχανά, το τυρί και τα τσουκνίδια.
Μάλιστα. Η σχέση των ανθρώπων με τις εξουσίες του χωριού πώς ήτανε;
Οικογένεια.
Και αυτοί, ε;
Οικογένεια. Βέβαια, πάντα η εξουσία κρατούσε κάποια απόσταση. Ναι μεν μοιραζόντουσαν τα προβλήματα και ξέραν τα προβλήματα όλα, όμως κρατούσε και μία στάση απέναντι στους χωριανούς, ούτως ώστε να μπορεί να επιβάλει τον νόμο όταν αυτό κρίνονταν απαραίτητο. Αλλά συνήθως δεν υπήρχε, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα.
Τι ρόλο έπαιζαν οι άνθρωποι της εξουσίας; Ο αγροφύλακας, ο γραμματέας, ο δάσκαλος.
Κατ’ αρχάς, ο παπάς είχε... Να ξεκινήσουμε απ' την ιεραρχία-
Ο παπάς!
Ο παπάς είχε το τελετουργικό της Λειτουργίας, έπαιζε τον ρόλο του πνευματικού, του συμβουλάτορα, να έχει όλους τους ανθρώπους να τους συμβουλεύει. Όλοι τρέχανε στον παπά του χωριού. Ο δάσκαλος είχε το δικό του κομμάτι, την επιμέλεια των παιδιών, τη φροντίδα, τη διαπαιδαγώγηση. Είχε αυτό το κομμάτι, το θέμα των παιδιών. Δεν ασχολούνταν οι γονείς με τα παιδιά, μόνο ο δάσκαλος θα ασχολείτο με τα παιδιά. Ο αγροφύλακας ήταν να φυλάγει τα... Να… Το δάσος του χωριού, του Γαρδικίου, ήταν γύρω στα 45.000 στρέμματα! Μεγάλη δασώδη περιοχή. Δεν έφτανε ένας αγροφύλακας. Υπήρχαν 5 αγροφύλακες! Ένας αγροφύλακας και 5 δασοφύλακες στο χωριό, για να καλύπτουνε να φυλάνε τα δάση. Ο[00:10:00] αγροφύλακας και ο δασοφύλακας τα καθήκοντά του ήταν η λαθραία υλοτομία, το λαθραίο κυνήγι, το λαθραίο ψάρεμα, και η μεγάλη, η μεγάλη έκταση είχε πολλές απαιτήσεις. Ο αστυνομικός να επιτηρεί όλα τα χωριά. Είχε σαν έδρα το Γαρδίκι, όμως είχε την επιτήρηση όλων των χωριών του Ασπροποτάμου. Έφτανε μέχρι και την Κρανιά. Τζούρτζια [Αγία Παρασκευή], Πολυθέα, Καλλιρόη, Μηλιά, Μουτσιάρα [Αθαμανία], Παλιοχώρι. Έφτανε μέχρι και την Κρανιά.
Υπήρχε ανάγκη-
Υπήρχε-
Του αστυνομικού;
Κατ’ αρχάς, υπήρχε σταθμός, σταθμός χωροφυλακής στο Γαρδίκι, με αστυνόμο και τέσσερις χωροφύλακες. Υπήρχε ανάγκη της χωροφυλακής, διότι, όπως ξέρουμε, τα χωριά, τα ορεινά χωριά, όχι αποκλειστικά το Γαρδίκι, και όλα τα άλλα, δεν είχανε επαφή με το τον κόσμο. Δεν είχανε συγκοινωνία. Δεν υπήρχε συγκοινωνία, με αποτέλεσμα να είναι απομονωμένοι και να αισθάνονται την ασφάλεια της αστυνομίας, της χωροφυλακής.
Υπήρχε δηλαδή εγκληματικότητα;
Όχι!
Αλλά ήταν εκεί πέρα σαν Αρχές-
Όχι-
Για να αισθάνονται ασφάλεια οι άνθρωποι ότι υπάρχουν Αρχές.
Όχι. Εγκληματικότητα όχι, δεν υπήρχε.
Και όταν καλοκαίριαζε σιγά-σιγά, πώς άλλαζε το τοπίο, πώς άλλαζε η καθημερινότητά σας, πώς άλλαζε ο κόσμος του χωριού;
Εμείς, μετά το Πάσχα, όλοι οι κάτοικοι περιμέναμε με μεγάλη αγωνία να έρθουνε οι κάτοικοι εκείνοι οι οποίοι κατέβαιναν τον χειμώνα στα χειμαδιά. Σιγά-σιγά ανεβαίνανε οι κτηνοτρόφοι με τα ζώα, και ερχότανε και εκείνοι το καλοκαίρι για έναν μήνα, ενάμιση, δύο μήνες για να κάνουν τις διακοπές τους. Φυσικά τους περιμέναμε με μεγάλη λαχτάρα, όμως στην ουσία δεν τους θέλαμε. Γιατί μας χαλούσανε... Χάναμε την άνεση που είχαμε, χάναμε τους ρυθμούς μας, μας χαλούσαν τη ρότα μας. Δεν τους θέλαμε στην ουσία. Και ναι μεν γνωριζόμασταν και με άλλους ανθρώπους, κάναμε σχέσεις, τις οποίες αργότερα τις, εξελίσσονταν κλπ., αλλά όταν όμως φεύγανε πάλι στεναχωριόμασταν! Και ξαναμαζευόμασταν πάλι οι ίδιοι. Οι οποίοι χανόμασταν σε κάποια στιγμή, γιατί ο καθένας μας είχε, έκανε άλλους φίλους, τους είχε βέβαια, από την προηγούμενη χρονιά και από την προηγούμενη και από την προηγούμενη, τους συναντούσαμε το καλοκαίρι, χωρίζαμε με τις χειμωνιάτικες παρέες, ξαναβρισκόμασταν το φθινόπωρο, τέλος Οκτωβρίου, αλλά λίγο στεναχωριόμασταν γιατί ξαναμπαίναμε πάλι στην κλειστή κοινωνία. Εντάξει, τα παιδιά προσαρμοζόμασταν πάρα πολύ γρήγορα, δεν τίθεται θέμα, οι μεγαλύτεροι βέβαια ζοριζόντουσαν, όπως και να έχει το θέμα.
Ποια ήταν τα παιχνίδια των παιδιών; Τι παίζατε;
Ό,τι μας παρείχε η φύση!
Πείτε μου ένα παράδειγμα, ή και πολλά!
Κατ’ αρχάς, εντάξει! Το κυνηγητό, το κρυφτό, τα κλασικά παιχνίδια, το κουτσό στα κορίτσια, το σχοινάκι, η μπάλα στα αγόρια. Αλλά ζούσαμε σε μία ημιάγρια κατάσταση.
Ορεσίβιοι.
Ημιάγρια κατάσταση. Σκαρφαλώματα στα δέντρα, φτιάχναμε σπίτια πάνω σε, σε δέντρα. Αυτά τα δεντρόσπιτα, τα οποία τώρα τα προβάλλουν, για μας τότε ήτανε τίποτα! Σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν στα σπίτια τους και που ένα δεντρόσπιτο.
Υπήρχε κανένα περιστατικό που να κατέληξε σε κατσάδα απ' τους γονείς;
Εγώ να μιλήσω προσωπικά για μένα ότι έχω φαΐ ξύλο από τη μητέρα μου -πολύ!- από παιχνίδι!
Θυμάστε τη μέρα; Μπορείτε να μου την περιγράψετε; Τι έγινε;
Ναι. Έψαχνα πάντα να βρίσκω να κάνουμε κάτι άλλο, να παίζουμε κάτι άλλο πέρα από τα συνηθισμένα. Και να, μου ήρθε μία σκέψη να κάνουμε, να παίξουμε την «Πυθία».
Με ποιον τρόπο;
Με ποιον τρόπο. Πήγα πήρα μια λεκάνη, έκλεψα, πήρα κρυφά απ' το σπίτι μου πετρέλαιο, το οποίο το χρησιμοποιούσαμε για τη φωτιστική λάμπα, για τη λάμπα, για το άναμμα της φωτιάς κλπ., είχαμε το πετρέλαιο, και έριξα το πετρέλαιο μέσα στη λεκάνη και έβαλα και ένα πανί. Μια πετσέτα; Δεν θυμάμαι τώρα, ένα πανί. Το πήγα στη μέση της πλατείας, μαζευτήκαμε, ήμασταν όλα τα παιδιά μαζεμένα, αγόρια-κορίτσια, από 3 χρόνων μέχρι και 12, και άναψα τη λεκάνη. Ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά πήρε το ρόλο της Πυθίας. Μια κοπέλα μεγαλύτερη ανέλαβε να έχει το ρόλο της Πυθίας. Όλοι εμείς καθόμασταν απέναντί της, είχαμε τη λεκάνη στη μέση, και θα ζητούσαμε τους χρησμούς, να μας λύσει, ο καθένας, η καθεμία και ο καθένας, να του λύσει, να της δώσει και ένα χρησμό, να δώσει και ένα χρησμό η Πυθία. Εκεί που αρχίσαμε και η κοπελιά που έχει αναλάβει τον ρόλο αυτό το έχει πάρει πολύ σοβαρά το θέμα και ο καθένας έκανε την ερώτηση του, ο καθένας και η καθεμία έκανε την ερώτησή του, ξεφεύγει ένα παιδί από την παρέα, το οποίο ήταν και πάρα πολύ ζωηρό, και μάλλον θυμωμένο γιατί δεν τον θέλαμε στην παρέα, και πηγαίνει και κλωτσάει τη λεκάνη. Κλότσησε τη λεκάνη. Όπως καθόμασταν εμείς στη σειρά, η λεκάνη έτυχε να έρθει στα δικά μου τα πόδια. Και μας φορούσαν, απ' ό,τι θυμάμαι, οι γονείς μας εκείνα τα πολύ χοντρά –τα οπάκ σήμερα– καλσόν, τα οποία τότε ήτανε...
Μάλλινο.
Όχι, δεν ήτανε μάλλινο, συνθετικό ήτανε.
Α, ναι;
Συνθετικό ήτανε, και δε θυμάμαι τη λέξη, πώς το λέγανε; Χούλα χουπ νομίζω. Δεν τη θυμάμαι τη λέξη. Και ήταν και σε διάφορα χρώματα! Δηλαδή μας τα παίρνανε σε χρώματα. Και το συγκεκριμένο φορούσα εγώ απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν πράσινο. Μου το συνδύαζε η μαμά μου με τη φούστα, τα πράσινα χρώματα που είχε η φούστα μου, το φόρεμά μου. Λοιπόν, κυκλοφορούσε σε χρώματα. Εμένα ήταν πράσινο εκείνο, το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Πέφτοντας η λεκάνη πάνω στα πόδια μου, εκείνο συνθετικό καθώς ήτανε πήρε φωτιά! Εγώ τρέχω να πάω στη βρύση, στην κεντρική βρύση στην πλατεία, να σβήσω τη φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν, λόγω του ότι ήταν συνθετικό το καλσόν, όσο έτρεχα εγώ άναβε περισσότερο. Τρέχει ένας χωροφύλακας, βγάζει το σακάκι του, τη χλαίνη του που φορούσε, με τυλίγει, μ' αρπάζει αγκαλιά, με τυλίγει, και μου σφίγγει τα πόδια, με αποτέλεσμα να σβήσει τη φωτιά. Όμως αυτό το καλσόν κόλλησε πάνω στα πόδια μου. Και όπως ήταν τρυφερό το δερματάκι μου, γιατί ήμουνα, πιθανόν Τρίτη Δημοτικού πρέπει να ήμουνα. Εννέα; 8-9 χρόνων. Με ξαπλώσανε σ' ένα τραπέζι πάνω στην πλατεία, όσοι μαζευτήκανε από το καφενείο, μ' απλώσανε σ' ένα τραπέζι, και προσπαθούσαν να μου βγάλουν, να μου αφαιρέσουν αυτό το καλσόν που φορούσα. Λοιπόν... Με αποτέλεσμα μαζί με το καλσόν να φεύγει και το δέρμα μου. Με τις φωνές, ακούει η μάνα και φοβήθηκε, σου λέει «Τι έγινε;», έρχεται να δει και βλέπει εμένα. Και απ' το... Απ' την αγωνία της, απ' το άγχος της, απ' το φόβο της, απ' την τρομάρα που είδε να φεύγει μαζί με το καλσόν και το δέρμα μου, αντί να με μαζέψει, να με προστατεύσει, να με φροντίσει, ενώ με φροντίζανε όλοι όσοι βρεθήκανε στην πλατεία, εκείνη προσπαθούσε να με δείρει! Και πέρα από τον πόνο που είχα στα πόδια, είχα και τον πόνο από το ξύλο που πρόλαβε, πρόλαβε, μου έριξε αρκετές! Ώσπου να καταλάβουν οι άλλοι γύρω ότι «Τι κάνει τώρα;», εγώ έφαγα και το ξύλο. Το αποτέλεσμα βέβαια... Εντάξει, την αγωνία της την καταλαβαίνω, γιατί μετά έπρεπε να βρούμε αυτοκίνητο, να κατεβούμε μέχρι τα «Τρία Ποτάμια», που ερχόταν το λεωφορείο, να με πάνε με τα πόδια, είτε στο άλογο, με το μουλάρι να με πάνε, να βρούμε αυτοκίνητο, να με κατεβάσουνε στα Τρίκαλα, να 'ρθούμε σε γιατρό, οπότε αυτό ήτανε χρονοβόρο! Και οι πληγές μου ήταν πολλές, πάρα πολλές, και τα δυο μου τα πόδια καμένα, επικίνδυνα να μολυνθούνε. Δίκια, τα δίκια της είχε η γυναίκα, αλλά εντάξει, ποιος την καταλάβαινε; Εντάξει όλα, δόξα τω Θεώ. Κατεβήκαμε τελικά στα Τρίκαλα, γιαίναν και οι πληγές, γιατί ήμουνα μικρή, θρέψανε, χωρίς να μου αφήσουνε κανένα σημάδι σωματικό, όμως στην ψυχή μου έμεινε.
Τι εποχή έγινε αυτό; Τι περίοδο του χρόνου;
Άνοιξη. Δεν είχε κόσμο το χωριό. Δεν ήταν όμως και χειμώνας-χειμώνας.
Για να μην μπορείτε να πάτε πουθενά.
Ναι. Γιατί αν ήτανε κλεισμένος ο δρόμος με τα χιόνια και να μην έχει πρόσβαση για τα Τρίκαλα, δεν ξέρω τι θα, τι θα γινότανε, ποια θα ήταν η συνέχεια. Ξέρω ότι με το μουλάρι κατέβηκα, κατεβήκαμε ως τα «Τρία Ποτάμια» και με φέρανε στα Τρίκαλα στο γιατρό, όπου και επιμελήθηκε την όλη... Ήταν δύσκολες οι καταστάσεις.
Πόσο καιρό μείνατε εκτός του χωριού τότε; Πόσο καιρό μείνατε στα Τρίκαλα, αντί να είστε-
Όχι βέβαια! Ούτε μια βδομάδα. Ίσα-ίσα, ό,τι έκανε, έκανε ο γιατρός, μου έδωσε τη θεραπεία και έφυγα, πήγα στο χωριό πάλι. Όχι, όχι, καθόλου.
Πλούσια παιδική ζωή.
Πολύ, πολύ, πολύ, πολύ.
Ας πάμε σε κάτι χαρμόσυνο! Γιατί τώρα έτσι σας έριξα λίγο.
Εντάξει…
Δεκαπενταύγουστος στο Γαρδίκι σαν παιδί. Τι θυμάστε, πώς ήτανε; Τι γινότανε;
Στο Γαρδίκι ο Δεκαπενταύγουστος. Μέχρι και πριν 15, 10-15 χρόνια, το Γαρδίκι έσφυζε από ζωή. Κόσμος πολύς,[00:20:00] πάρα πολύς. Πανηγύρι μια βδομάδα. Ατελείωτα. Ξεκινούσε το πανηγύρι απ' την προπαραμονή του Δεκαπενταύγουστου, από του Σωτήρος. Από του Σωτήρος ξεκινούσανε τα πανηγύρια. Δηλαδή ήταν το πρώτο πανηγύρι στο χωριό, ξεκινούσε του Σωτήρος, την ημέρα του Σωτήρος. Μετά τη λειτουργία στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος, από κει τα, οι οργανοπαίχτες και οι παρέες… Συνήθως το ξεκινούσαν όσοι γιορτάζανε εκείνη την ημέρα, οι Σωτήρηδες και οι Σωτηρίες. Αφού τελείωνε η εκκλησία και το Ύψωμα, ερχόντουσαν όλοι στην πλατεία και ξεκίναγε το γλέντι το μεσημέρι. Και τελείωνε πιθανόν και την άλλη μέρα! Μετά από τις 6 Αυγούστου, την ημέρα του Σωτήρος, μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, μέρα παρά μέρα υπήρχε γλέντι στο χωριό. Μέχρι και την τέταρτη ή πέμπτη ημέρα.
Μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
16-17-18 Αυγούστου το πανηγύρι.
Και τι γινότανε; Στηνόντουσαν χοροί; Υπήρχε φαγοπότι;
Κατ’ αρχάς, υπήρχανε 4-5 ορχήστρες σε μία πλατεία. Το κάθε μαγαζί είχε και τη δική του ορχήστρα. Και δεν καταφέρνανε ποτέ να χορέψουν όλες οι παρέες που θέλανε. Γιατί οι χοροί γινόντουσαν παρέα με παρέα. Και κανονίζανε, θυμάμαι, νούμερο! Δεν το λέγανε αριθμό, νούμερο. Το ένα, το δύο, το τρία το νούμερο, κλείνανε από την προηγούμενη στην ορχήστρα που θέλανε για να έχουν σειρά προτεραιότητας στον χορό. Και αυτό έφτανε μέχρι το πρωί.
Για 5 μέρες, για 10 μέρες!
Στην πορεία άρχισαν να μειώνονται οι ορχήστρες και να γίνεται, να μπαίνει μία κεντρική ορχήστρα στην πλατεία του χωριού και να χορεύουν όλοι μαζί, μια παρέα πια.
Γενικά, εσείς που ζήσατε-
Εμείς σα νεολαία... Εμείς σα νεολαία, η δική μου ηλικία, ξεκινούσαμε το γλέντι 14 Αυγούστου, παραμονή από τον Δεκαπενταύγουστο. Το μεσημέρι. Γύρω 30-35 άτομα, ίσως και 40, αγόρια-κορίτσια, καθόμασταν κάτω από τον πλάτανο, παίρναμε μία ορχήστρα και με αρνιά ψητά, κρασί, μπύρες, τσίπουρο, ξεκινούσε το γλέντι, χορεύαμε... Φεύγαμε οι πρωινοί, αυτοί που 'χαμε ξεκινήσει, ας πούμε, το γλέντι νωρίς, ερχόντουσαν άλλοι, συνεχίζανε αυτοί! Πηγαίναμε εμείς στο σπίτι μας, αλλάζαμε, τρώγαμε, ντυνόμασταν, ξεκουραζόμασταν, ξαναγυρίζαμε. Τους βρίσκαμε εκεί, συνέχιζε το γλέντι. Ξαναμπαίναμε εμείς οι πρώτοι στο γλέντι, φεύγανε οι προηγούμενοι. Και άντε και άντε, και αυτό έφτανε μέχρι και ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, το πρωί. Και θυμάμαι ένα περιστατικό ότι είμαστε ξενυχτισμένοι, όλη τη νύχτα στον χορό, και ξαφνικά πιάνει μία βροχή. Μπόρα, βροχή! Βροχή, όμως! Πολύ δυνατή βροχή! Εκείνη την ώρα κατέβαινε ο μπαμπάς μου να πάει να χτυπήσει την καμπάνα για να λειτουργήσει για την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου. Εμένα φυσικά δε με έχει βρει στο σπίτι, εγώ είμαι στο χωριό και στην πλατεία του χωριού και χορεύω με την παρέα μου από την προηγούμενη ημέρα. Οπότε δε μας μιλάει καθόλου, μας άφησε, περνάει, δε μας λέει καν «Καλημέρα», πηγαίνει στην εκκλησία, τη θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτή τη στιγμή, παίρνει το θυμιατό και βγαίνει έξω: «Δεν ντρέπεστε;». Αυτή ήταν η κουβέντα! «Δεν ντρέπεστε; Και να ξεκινήσω από την κόρη μου!». Λοιπόν, οπότε, ναι, μας διέλυσε, διαλυθήκαμε. «Σας περιμένω όλους. Μην τυχόν και δω απουσία από την εκκλησία». Βέβαια δεν σκέφτηκε κανείς μας να μην, να μην πάει να εκκλησιαστεί, γιατί φοβόμασταν όλοι το τι θα συνέβαινε μετά. Και κοιμισμένοι όλοι, νυσταγμένοι, πήγαμε και παρακολουθήσαμε τη Θεία Λειτουργία την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου. Φυσικά και μετά κοιμηθήκαμε μέχρι το βράδυ! Αυτά ήταν τα γλέντια μας, έτσι γλεντούσαμε.
Τα καλά του πανηγυριού!
Αυτά ήταν του πανηγυριού. Α, και κάτι άλλο το οποίο, το καλοκαίρι, το καλοκαίρι το κάναμε αυτό. Μαζευόμασταν, όπως σου είπα, παρέα, μεγάλη παρέα, αγόρια-κορίτσια, γιατί και οι φοιτητές τότε η διασκέδασή τους και οι διακοπές ήταν το χωριό. Δεν ήτανε τα νησιά, οι παραλίες, η θάλασσα, ήτανε τα χωριά, ήταν το χωριό. Οπότε μέσα σε μια παρέα υπήρχανε, υπήρχε ο φοιτητικός, ο φοιτητόκοσμος, υπήρχανε και οι μικρότεροι σε ηλικία. Οι μεγάλοι φρόντιζαν τους μικρούς. Και τι κάναμε: Μαζευόμασταν και φεύγαμε, πριν... Τέλος Ιουλίου περίπου το κάναμε αυτό, πριν το Δεκαπενταύγουστο, φεύγαμε από το Γαρδίκι παίρνοντας ο κάθε ένας μας από έναν σάκο με τα απαραίτητα, ψωμί-τυρί βασικά, και ένα μπουκάλι για να βρίσκουμε, όπου θα βρίσκουμε νερό, να πιούμε. Και φεύγαμε και ανεβαίναμε από τα βουνά, περνούσαμε τα βουνά, Σπανούρα, αυτά, κατεβαίναμε πίσω στα βουνά των Ιωαννίνων, γιατί όπως ξέρεις το Γαρδίκι είναι σύνορα με τα χωριά της Άρτας και των Ιωαννίνων. Κατεβαίναμε Συρράκο-Καλαρρύτες-Ματσούκι, με τα πόδια πάντα, κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, σε στάνες, μας φιλοξενούσανε οι κτηνοτρόφοι που είχαν τα ζώα πάνω στα βουνά, σε στάνες, μας βράζανε γάλα, μας δίνανε τυρί, ό,τι, ό,τι μπορούσανε να έχουνε, κοιμόμασταν έξω στα βουνά, στα... Πάνω, σε κάθε βουνό όπου βρισκόμασταν. Αυτό γινόταν 5-6 βράδια. Και γυρίζαμε, με τα πόδια πάλι, φτάναμε στο Μέτσοβο, και εκεί περνάμε πια λεωφορείο, από το Μέτσοβο, και ερχόμασταν στα Τρίκαλα με το λεωφορείο, και μετά ανεβαίναμε στο Γαρδίκι. Αλλά όλη αυτή τη διαδρομή την κάναμε με τα πόδια!
Αρχικά, τι κουβαλούσατε μαζί σας; Πώς κοιμόσασταν-
Τίποτα-
Για να ζεσταθείτε.
Τίποτα. Ανάβαμε φωτιά. Όπου βρισκόμασταν ανάβαμε φωτιά!
Και οι γονείς σας δε φοβόντουσαν;
Δεν φοβόντουσαν!
Άλλα χρόνια.
Όχι, δεν φοβόντουσαν. Δεν φοβόντουσαν. Μας είχανε μάθει το πώς να αμυνόμαστε. Δηλαδή σε περίπτωση που θα συναντήσουμε άγρια σκυλιά, σε περίπτωση που θα συναντήσουμε λύκο, σε περίπτωση που θα συναντήσουμε αρκούδα, πώς, πώς θα αντιδράσουμε, πώς θα φερθούμε. Όχι! Και είχαν, οι μεγαλύτεροι δηλαδή αναλάμβαναν και τους μικρότερους.
Λογικό.
Αλλά προσπαθούσαμε πάντα να είμαστε το βράδυ, να διανυκτερεύουμε κοντά σε, σε στάνες, σε μαντριά. Ούτως ώστε είχαμε και την κάλυψη αυτή, είχαμε και τη φύλαξη από τους κτηνοτρόφους. Πλενόμασταν στα ρέματα και στα ποτάμια, όπου βρίσκαμε, και μία αλλαξιά περνάμε. Μόνο μία αλλαξιά να 'χουμε, μην τυχόν βραχούμε, μην τυχόν, για να μπορέσουμε να έχουμε να αλλάξουμε. Κατά τα άλλα, στεγνώναμε έξω στην ύπαιθρο, κοιμόμασταν έξω.
Ευχάριστα και αγνά παιδικά-
Όμορφα-
Χρόνια. Όμορφα.
Όμορφα!
Εσείς που ζούσατε στο Γαρδίκι, χειμώνα-καλοκαίρι, περνούσατε πάνω και Χριστούγεννα, Πάσχα. Πώς ήταν αυτές οι γιορτές στο χωριό;
Οικογενειακές πάντα. Οικογενειακές, μια μεγάλη οικογένεια είπαμε. Να πω για το Πάσχα; Ότι ψήναμε όλοι, όλες οι οικογένειες, στην πλατεία. Όλες οι οικογένειες. Ο καθένας... Στήναμε είτε ψησταριά είτε κάτω, βάζαμε ο καθένας το αρνί του, και είχαμε και 2-3 κοινά αρνιά.
Οι παραγωγοί είχαν λογικά τα δικά τους αρνιά.
Ο καθένας μας είχε το δικό του αρνί, όμως… Και ο καθένας έψηνε γύρω-γύρω στην πλατεία, όλοι-όλοι, γύρω-γύρω. Σχηματίζαμε μια σειρά, έναν κύκλο, και ο καθένας έβαζε το δικό του αρνί. Στηνόταν όμως και ένα κεντρικό τραπέζι! Στο οποίο τραπέζι τρώγαμε όλοι μαζί την ημέρα του Πάσχα. Αυτά που τρώγαμε ήτανε κοινά. Δηλαδή, πέρα από το αρνί που είχε ο καθένας, βάζαμε και 2-3 αρνιά, ανάλογα το πόσοι ήμασταν, τα οποία τα πληρώνανε από κοινού, τα αγοράζανε από έναν κτηνοτρόφο, και αυτά τα αρνιά ψηνόντουσαν νωρίτερα και τα τρώγαμε το μεσημέρι, το Πάσχα, στην πλατεία. Όλοι μαζί.
Και τα δικά σας τα αρνιά δηλαδή δεν τα-
Τα παίρναμε στο σπίτι! Απλά για να είμαστε όλοι μαζί παρέα. Και αυτό ξεκίναγε αμέσως. Μόλις τελείωνε το «Χριστός Ανέστη» από την εκκλησία, αφού θα μεταλαμβάναμε όλοι, όλοι, λοιπόν, πηγαίναμε σπίτι, ξεντυνόμασταν, βγάζουμε τα ρούχα τα πασχαλινά, φορούσαμε κάτι άλλο, πιο πρόχειρο ας πούμε κι αυτά, και πήγαμε στην πλατεία. Απευθείας. Ο καθένας είχε το δικό του αρνί, οι μεγάλοι καθόντουσαν στο κοινό τραπέζι, με τα τσιπουράκια τους, με το κρασάκι τους, είναι τα μεζεδάκια τους, που τους σερβίρανε οι γυναίκες. Εμάς τα παιδιά μας στριμώχνανε στο να γυρίζουμε το αρνί. Ψηνόντουσαν πάντα νωρίτερα, τα κοινά αρνιά που είχαμε, τα 2-3, όσα είχαμε, ένα κατσίκι, δυο αρνιά, ό,τι αποφασίζανε οι μεγάλοι, τι θέλανε κάθε χρόνο, και όταν ήταν αυτά έτοιμα, τα κόβανε σε κομμάτια. Τρώγαμε όλοι μαζί στο κοινό τραπέζι, ψηνόντουσαν παράλληλα και αυτά τα ιδιωτικά που είχε ο καθένας, τα παίρναμε στο σπίτι, και φεύγαμε από την πλατεία στις 17:00 η ώρα το απόγευμα, αφού θα πηγαίναμε πρώτα στον Εσπερινό της Αγάπης. Τελείωνε και τον Εσπερινό ο μπαμπάς μου, ο παπάς, και από κει μετά στα σπίτια ο καθένας με το αρνί του και το έτρωγε τις επόμενες ημέρες.
Εσείς σαν κοπέλα και ειδικά και σαν παπαδοκόρη, έχετε στολίσει, όχι μόνο μία φορά, Επιτάφιο.
Κάθε χρόνο.
Πώς ήτανε αυτή η εμπειρία; Η διαδικασία πώς γινότανε;
Κατ’ αρχάς, τα λουλούδια που στολίζαμε τον Επιτάφιο ήτανε ο μαλόκεδρος, ήταν πιο μαλακό, δεν ήταν τόσο άγριο, μαλόκεδρος, και αν ήμασταν τυχερές-τυχεροί[00:30:00] και είχαν ανθίσει, ανάλογα το πώς τύχαινε το Πάσχα. Αν ήταν τον Απρίλιο -ξέρω ‘γω-, βρίσκαμε και αγριοκερασιές και κορομηλιές και κρανιές, που να έχουν ανθίσει. Οπότε, μας έπαιρνε ο δάσκαλος στην Τζούρτζια, στην Μουτσιάρα, να κόψουμε κρανιές, ανθισμένες, κερασιές, άγριες κερασιές, κορομηλιές, τα φέρναμε στο χωριό για να στολίσουμε μετά τον Επιτάφιο. Αυτά ήταν τα λουλούδια, τα οποία υπήρχαν στο χωριό. Δεν υπήρχε κάτι άλλο.
Και ποιοι συμμετείχανε στο στολισμό;
Όλοι. Όλες οι γυναίκες και όλα τα παιδιά.
Αγόρια-κορίτσια.
Αγόρια-κορίτσια.
Και τα Χριστούγεννα στο χωριό πώς ήτανε;
Τα Χριστούγεννα στο χωριό, όλοι είχαμε γουρούνι. Άσχετα με το ότι λένε ότι το γουρούνι το είχαν μόνο οι καμπίσιοι, οι Καραγκούνηδες. Και εμείς που μένουμε στο χωριό είχαμε γουρούνι. Το οποίο το είχανε όλο, έναν χρόνο σχεδόν. Μόλις σφάζανε τα Χριστούγεννα, αγοράζανε καινούργιο για να το ταΐσουνε να μεγαλώσει. Τα γουρούνια γινόντουσαν μεγάλα, 130-140 άκουγα εγώ, 150-160 κιλά. Ποιος θα είχε το μεγαλύτερο γουρούνι. Λοιπόν. Και ξεκινούσανε και σφάζανε τα γουρούνια ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά τη Λειτουργία πάντα, η Λειτουργία γινότανε τη νύχτα, αφού τελείωνε η Λειτουργία, το κομμάτι αυτό το θρησκευτικό, μετά μαζευόντουσαν και κανονίζανε. Όλοι μαζί, όλοι οι άντρες του χωριού, ξεκινούσανε από το σπίτι του ιερέα, το σπίτι του παπά. Δηλαδή ξεκινούσαν πρώτα απ' το δικό μας το σπίτι. Σφάζαμε το δικό μας το γουρούνι. Οι γυναίκες αναλαμβάνανε, οι άντρες μπαίναν στη διαδικασία του σφαξίματος του γουρουνιού και του γδαρσίματος, το να το κόψουν ας πούμε, οι γυναίκες κάνανε τα υπόλοιπα. Να κάνουνε τη λίπα, να κάνουνε τις τσιγαρίδες, να κάνουνε τα λουκάνικα. Τελείωνε το ένα σπίτι. Φεύγανε την άλλη την ημέρα ή την ίδια μέρα, αν προλαβαίνανε, και κάναν δεύτερο, στο δεύτερο σπίτι. Και πήγαινε εξουσιακά δηλαδή, από θέμα εξουσίας. Μετά θα πηγαίνανε στον χωροφύλακα, μετά θα πηγαίνανε στον ταχυδρόμο, μετά θα πηγαίνανε... Αλλά όλοι μαζί, όλοι μαζί. Όλοι οι άντρες μαζί σε κάθε σπίτι και οι γυναίκες σε κάθε σπίτι, για να βοηθήσουν την κάθε νοικοκυρά. Τα παιδιά… Τα παιδιά, δεν μας αφήνανε να το δούμε όλο αυτό το θέαμα. Υπήρχε πάντα ένας γέροντας, ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Και εγώ θυμάμαι και το 'χω να το λέω, τον μπάρμπα-Ηλία τον Ζιώγα, τον παππού τον Ηλία τον Ζιώγα από την Τζούρτζια. Η οικογένεια του Ζιώγα έμενε και αυτή στο Γαρδίκι, γιατί ο Στέργιος ο Ζιώγας ήταν δασοφύλακας, στην περιοχή του Ασπροποτάμου, και λόγω του ότι στην Τζούρτζια δεν κατοικούσε κανείς άλλος και δεν υπήρχε και σχολείο, έβγαζε τον χειμώνα ο άνθρωπος, ξεχειμώνιαζε στο Γαρδίκι, για να μπορούν τα παιδιά του να πηγαίνουνε στο σχολείο. Οπότε, η οικογένειά του έμενε στα, έμενε στο Γαρδίκι. Και ο παππούς, ένας πολύ γραφικός τύπος, με μπουραζάνι άσπρο τον θυμάμαι εγώ, με το μαύρο του το γιλεκάκι, τον σκούφο του τον μαύρο στο κεφάλι, τσαρούχια κανονικά, ψηλός, γεροδεμένος άντρας, μας μάζευε όλα τα παιδιά σε ένα σπίτι και μας απασχολούσε όλη την ημέρα. Το οποίο σπίτι ήταν πάντα μακριά από το σπίτι που γινότανε το τελετουργικό με το σφάξιμο του γουρουνιού. Και εκεί, αν εμείς αρχίζαμε και θέλαμε να φύγουμε, ξέρω ‘γω τι, μας έλεγε, μας έλεγε διάφορες ιστορίες, διάφορες ιστορίες, αφηγήσεις πολλές, με τη ζωή τους, με όλα, με όλα, με όλα, τα διηγούνταν πάντα σαν παραμύθι, και μόλις τολμούσαμε να πούμε ότι «Θέλουμε, θέλουμε να φύγουμε», τότε μας έλεγε ότι «Κυκλοφορούν έξω οι καλικάντζαροι», και ότι «Τώρα τρώνε τις ρίζες του δέντρου» και ότι «Θα πέσει το δέντρο» και ότι αν θα βγούμε έξω, θα πέσει το δέντρο και θα μας πλακώσει. Με αυτό μας φόβιζε, οπότε: «Πώς είναι τα καλικαντζαράκια παππού;» «Είναι μικρά ανθρωπάκια τα οποία μοιάζουν έτσι, μοιάζουν αλλιώς». Ποιος τολμούσε να φύγει; Μας κρατούσε ο παππούς εκεί, μας απασχολούσε, μέχρι να τελειώσουνε, να τελειώσουνε τα, οι γυναίκες και οι άντρες από το σφάξιμο του γουρουνιού.
Και σε σχέση με το στολισμό του δέντρου;
Αυτό ήταν δουλειά του δασκάλου. Ένας πολύ ευρηματικός άνθρωπος, ο δάσκαλός μας, με καταγωγή από την Μουτσιάρα, ο Δήμος ο Κάλλος, ο οποίος ήτανε 22 χρόνων, ήρθε και ανέλαβε δάσκαλος στο Γαρδίκι, το όποιο το σχολείο ήταν εξατάξιο, είχε παιδιά απ' όλες τις τάξεις, από την πρώτη μέχρι και την έκτη, όλες οι ηλικίες, αγόρια-κορίτσια, μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα. Εκείνος φρόντιζε πριν τα Χριστούγεννα, μέσα στις δράσεις, γιατί είχαμε πάρα πολλές εξωτερικές δράσεις… Δηλαδή τα μαθήματα τα κάνουμε στην ύπαιθρο. Είτε αυτό λεγόταν Γεωγραφία, είτε λεγόταν Φυσική Ιστορία, τα κάναμε στην ύπαιθρο. Στις δράσεις στις οποίες μας απασχολούσε, μας δίδασκε, ήτανε και αυτή του στολισμού του δέντρου. Μας έπαιρνε, όλα τα παιδιά μαζί παρέα, εν-δυο, εν-δυο, και μας έφερνε είτε στην Τζούρτζια, είτε στην Μουτσιάρα, κάθε φορά αλλάζαμε και περιοχή. Είχαμε εντοπίσει το δεντράκι, το οποίο έπαιρνε πάντα άδεια από τον δασοφύλακα, πάντα την άδεια του δασοφύλακα του χωριού, κόβαμε ένα όμορφο δέντρο, το φορτώνανε, είχαμε πάντα ένα άλογο μαζί μας, ένα μουλάρι, φορτώνανε το δέντρο πάνω στο μουλάρι, και εμείς όλα τα παιδιά παρέα, τραγουδώντας χριστουγεννιάτικα και άλλα τραγούδια, γυρίζαμε, επιστρέφαμε στο σχολείο. Εκεί, με τη βοήθεια τη δική του, στήναμε το δέντρο, και ο στολισμός του ποιος ήτανε: Το βαμβάκι για χιόνι, που κατέβαινε εκείνος στα Τρίκαλα, φρόντιζε και έπαιρνε ποσότητα βαμβακιού, το βαμβάκι για χιόνι, και τα στολίδια του ήτανε μανταρίνια ή πορτοκαλιά.
Αυτό ήτανε μέσα στο σχολείο ή έξω;
Είχαμε κι άλλη αίθουσα, κοινόχρηστη, μια μεγάλη αίθουσα, εκεί τη χρησιμοποιούσαν και σαν μαγειρείο, γιατί τρώγαμε κιόλας το μεσημέρι, λόγω του ότι ήταν ολοήμερο το σχολείο και υπήρχαν και τα συσσίτια. Τρώγαμε στο σχολείο, σε αυτή την αίθουσα, αν ο καιρός ήτανε χάλια. Αλλά συνήθως εκεί, γιατί είχαμε το μεγάλο το τραπέζι, οπότε μπορούσαμε πάνω στο τραπέζι, το οποίο το χρησιμοποιούσαμε σαν πάγκο, για να μπορούμε να κάνουμε τα στολίδια μας. Τα στολίδια ήταν διάφορα. Έκοβε το πορτοκαλί στη μέση, ας πούμε, αδειάζαμε την ψίχα του πορτοκαλιού, και έπαιρνε, έπαιρνε κεριά από την εκκλησία, τα έκοβε μικρούλια-μικρούλια, τα έκανε στυλ réchaud [ρεσό]. Μ' ένα από τενεκεδένιο κομματάκι, ένα κομματάκι από τενεκέ, τα οποία τα έκοβε εκείνος, τα είχε έτοιμα, στήναμε πάνω το κεράκι και τα κρεμούσαμε στο δέντρο. Με συρματάκι πάντα, από κείνο το τενεκεδένιο... Πώς να το πω; Το κομματάκι του τενεκέ, του τσίγκου τέλος πάντων, έδενε το συρματάκι λεπτό-λεπτό, για να μην καίγεται, να μην είναι σκοινάκι, και τα κρεμάγαμε στο δέντρο. Και ανάβαμε τα κεράκια και κάναμε μία ατμόσφαιρα. Ένας άλλος τρόπος ήτανε, τα... Κόβαμε πάλι το πορτοκαλί, χαράσσαμε τα φλούδια, χωρίς να κόβουμε το κάτω μέρος, τα διπλώναμε και τα κάναμε σε σχήμα λουλουδιού. Το ίδιο πάλι. Βάζαμε μέσα, τα πιάναμε με οδοντογλυφίδες, δεν θυμάμαι τι αντικείμενα τώρα, με μικρούλια συρματάκια, στη μέση βάζαμε το κεράκι και τα κρεμούσαμε. Οπότε είχαμε δύο ειδών στολίδια. Αυτά ήταν τα στολίδια μας. Και εκείνος πάντα με μια μπαταρία του φακού έβαζε το λαμπιόνι πάνω στην κορυφή και σχημάτιζε το αστέρι, βέβαια με χαρτόνι και με κάποια χαρτιά που ήτανε. Πώς τα λέγαμε; Δεν ξέρω πώς τα λέγαμε, κάτι χαρτιά γυαλιστερά, κι έκανε ένα χρυσό αστέρι, και αυτή ήταν η διακόσμηση του δέντρου, και κάτω βέβαια η φάτνη. Η φάτνη, η οποία ήταν φυσική. Με χόρτα, με άχυρο που ταΐζαν τα ζώα και με μορφές τις οποίες είχε κατασκευάσει εκείνος και τις είχαμε κάθε χρόνο.
Πολύ ευρηματικός άνθρωπος, πράγματι!
Ναι, απίθανος!
Τι συμπεριλάμβαναν δηλαδή οι δραστηριότητες του σχολείου γενικά; Επειδή αναφέρατε πριν ότι το μάθημα γινότανε σχεδόν πάντα έξω και ήτανε γεμάτο δραστηριότητες. Τι είχε;
Ας πούμε, το μάθημα του βατράχου εμείς το μάθαμε σε ένα ρέμα που υπήρχανε βατράχια. Και μάθαμε ζωντανά. Και εκεί πάνω βλέπαμε τη διαδικασία, το γυρίνο, τον λίγο μεγαλύτερο βάτραχο, μέχρι που έφτανε στην μορφή του βατράχου. Μας πήγαινε πάντα στο σημείο εκείνο που ήξερε ότι υπήρχανε βατράχια και βλέπαμε ζωντανά όλη τη διαδικασία.
Πώς να μην κρατήσεις το ενδιαφέρον των παιδιών!
Το… Ήξερε πού περνάει ο λαγός, πού περνούσε ο λαγός. Μας έβγαζε και μας πήγαινε και καθόμασταν και περιμέναμε, «Πότε θα περάσει ο λαγός;». Ή πού περνούσε η πέρδικα! Πού περνούσαν οι πέρδικες. Και μας είπε το ότι «Αυτή είναι η πέρδικα», βλέπαμε την πέρδικα ζωντανά. Ή το κοτσύφι ή το σπουργίτι. Ή όταν ερχόντουσαν τα άγρια τα χελιδόνια.
Δεν υπήρχε ποτέ πρόβλημα που-
Ή το ποτάμι, την πέστροφα! Το ψάρι. Ζωντανά. Την πέστροφα.
Δεν υπήρχε ποτέ πρόβλημα που οι ηλικίες των παιδιών, μεταξύ σας, ήταν διαφορετικές;
Μα υπήρχε πειθαρχία. Υπήρχε πειθαρχεία, υπήρχε σεβασμός. Υπήρχε και η αυστηρότητα του δασκάλου. Ο δάσκαλος[00:40:00] κρατούσε τις ισορροπίες. Ήταν αυστηρός ο δάσκαλος. Δεν ήταν ο δάσκαλος ο οποίος φοβότανε τι θα πει ο γονιός επειδή θα μαλώσει το παιδί του. Ο δάσκαλος είχε το δικαίωμα και το ελεύθερο απ' τον γονιό να μαλώσει το παιδί. Να ρίξει και καμιά με τη βεργούλα κάπου-κάπου. Μέχρι και τη βέργα μας πήγαινε και την κόβαμε από μόνοι μας. Χωρίς να τη χρησιμοποιεί. Για να τη χρησιμοποιήσει έπρεπε να φτάσει στο... Σε άκρα, σε ακραίες καταστάσεις. Αλλά, όμως, μας πήγαινε στην Μουτσιάρα, στα Ζιάγγια, ήταν μια περιοχή στα Ζιάγγια, παίζαμε ποδόσφαιρο, ο παπάς ήταν τερματοφύλακας, στην άλλη πλευρά ήταν ο δάσκαλος τερματοφύλακας, και εμείς ήμασταν αγόρια-κορίτσια η ομάδα που συμπληρώναμε. Και εκεί μετά κόβαμε και τη βεργούλα, ούτως ώστε τη φέρναμε στο σχολείο και την είχε. Και ξέραμε ότι ο δάσκαλος έχει την κρανίσσια τη βεργούλα. Από κει και πέρα δεν τολμούσαμε!
Αν χρειαστεί.
Δεν τολμούσαμε.
Αναφέρατε γενικά τα γύρω… Αναφέρατε γενικά τα γύρω χωριά της περιοχής. Ποιες ήταν οι σχέσεις μεταξύ των χωριών και μεταξύ των κατοίκων των γύρω χωριών;
Υπήρχανε πολλές σχέσεις. Βέβαια, η Μουτσιάρα διατηρούσε κι αυτή τον χειμώνα κατοίκους, οπότε ήταν περισσότερες οι σχέσεις μας με την Μουτσιάρα. Η Τζούρτζια ήταν και λίγο πιο μακριά από το Γαρδίκι, ενώ η Μουτσιάρα είναι πιο κοντά. Όμως υπήρχαν σχέσεις. Με την Μουτσιάρα περισσότεροι, περισσότεροι δεσμοί, γιατί ήτανε και οι κάτοικοι εκεί τον χειμώνα, ήταν και ο δάσκαλος, ήταν και ο παπάς εκεί. Ενώ η Τζούρτζια δεν είχε κατοίκους το χειμώνα καθόλου. Μόνο η οικογένεια αυτή του δασοφύλακα. Όμως υπήρχαν κοινές παρέες. Δηλαδή τιμούσανε οι χωριανοί οι μεν τους δε και οι δε τους άλλους. Της Αγίας Παρασκευής, ας πούμε, που γινόταν το πανηγύρι στην Τζούρτζια, το Γαρδίκι ήτανε στη Τζούρτζια. Μας παίρνανε, μικρά παιδιά, γυναίκες, άντρες, πηγαίναμε στην Τζούρτζια, στο πανηγύρι. Την άλλη μέρα, του Αγίου Παντελεήμωνος, την προηγούμενη, πότε ήταν του Αγίου Παντελεήμωνος, γιατί αυτά τα δύο τα χωριά έχουν κοντινά πανηγύρια. Η Μουτσιάρα του Αγίου Παντελεήμωνος, η Τζούρτζια της Αγίας Παρασκευής. Το ίδιο γινόταν και με τη Μουτσιάρα. Πηγαίναμε στην Μουτσιάρα. Οι Μουτσιαρίτες ερχόντουσαν στο Γαρδίκι, οι Τζουρτζιώτες ερχόντουσαν στο Γαρδίκι. Στην πορεία είχαμε και άλλες σχέσεις. Σχέσεις...
Προξενιά, αλισβερίσια.
Βέβαια. Γάμοι! Γάμοι μεταξύ των χωριών. Γάμοι. Προξενιά μεταξύ των χωριών. Θα παντρευότανε, θα δίναν Γαρδικιώτες στην Τζούρτζια ή στην Μουτσιάρα, ή αντίθετα! Λίγο δύσκολο βέβαια. Λίγο δύσκολο βέβαια, γιατί ήταν και πολύ τοπικιστές, πολύ τοπικιστές. Ειδικά οι Γαρδικιώτες, πολύ τοπικιστές. Δύσκολο, αλλά γινότανε. Δύσκολο... Δηλαδή, περνούσανε και στα παιδιά τους και αυτά ότι δεν έπρεπε να φύγουν απ' το Γαρδίκι. Έπρεπε να παντρευτούνε εκεί, με Γαρδικιώτες. Όμως αυτό δεν πάει να πει ότι δεν είχαν και προξενιά. Γίναν και προξενιά και κορίτσια παντρευτήκανε στην Τζούρτζια, και Τζουρτζιώτες στο Γαρδίκι, ναι. Έγινε ανταλλαγή πληθυσμών σε κάποια στιγμή!
Υπήρχε φλερτ έτσι, μεταξύ των νέων και των γύρω χωριών;
Υπήρχε φλερτ, αλλά το φλερτ ήτανε πολύ αγαθό, τώρα που το σκέφτομαι, και πολύ όμορφο και πολύ, πολύ λεπτό και πολύ ωραίο. Δηλαδή ερχόντουσαν αγόρια από την Τζούρτζια. Και μάλιστα, η αφήγηση ενός, τώρα, στα πίσω-πίσω που βρεθήκαμε, και μου είπε ότι: «Βαγγελιώ, ερχόμουνα στο Γαρδίκι γιατί είχα βάλει κάποια κοπέλα στο μάτι. Και για να φύγω από το απ' την Τζούρτζια να 'ρθω στο Γαρδίκι, γιατί δεν με αφήνανε να έρθω, με τους φίλους μου δέναμε τενεκεδάκια στην ουρά του γαϊδουριού, οπότε το γαϊδούρι, μόλις άκουγε τον θόρυβο, έτρεχε, και αναγκαστικά ερχόταν στο Γαρδίκι! Εμείς με τη δικαιολογία -λέει- να 'ρθούμε στο Γαρδίκι για να μαζέψουμε το γαϊδούρι, ερχόμασταν, -ένας από αυτούς λέει- ερχόμουνα και εγώ για να δω την κοπέλα η οποία με ενδιέφερε». Ως εκεί σταμάταγε δηλαδή το φλερτ. Είτε με τα μάτια μόνο, είτε ως εκεί.
Και στους χορούς;
Στους χορούς, τα πρώτα, τα πρώτα χρόνια, απ' ό,τι θυμάμαι εγώ, δεν... Ήτανε αγόρια-κορίτσια στους χορούς.
Χωριστά.
Στην πορεία, στην πορεία, στα εφηβικά μου δηλαδή, στα νεανικά μου εμένα χρόνια, ήτανε κοινοί οι χοροί, αλλά ως εκεί. Μόνο το κράτημα του χεριού και το κοίταγμα των ματιών, άντε και καμιά καντάδα ή κανένα τραγούδι. Έτσι, ως εκεί.
Ρομαντικά.
Ναι. Ναι. Ως εκεί.
Πολύ ρομαντικά.
Ως εκεί. Είτε καμιά κάρτα ή κανένα γράμμα, από τους μεγαλύτερους, απ' τους φοιτητές που φεύγανε, σε καμία απ' τα κορίτσια. Ως εκεί. Πολύ αθώα, ρομαντικά και όμορφα φλερτ.
Υπήρχαν όμως και κόντρες μεταξύ των χωριών. Απ' αυτό τι θυμάστε;
Ακόμη και σήμερα. Εγώ είμαι Γαρδικιώτισσα, εσύ είσαι Τζουρτζιώτισσα! Παρόλο που μπερδευτήκαμε, παντρευτήκαμε μεταξύ μας κι αυτά, κανείς δεν θεωρεί το άλλον καλύτερο από εκείνον. Εμείς οι Γαρδικιώτες όλους τους έχουμε «Ναι, είμαστε πάντα εμείς, εμείς οι Γαρδικιώτες και όλοι είναι κατώτεροι από μας». Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τα άλλα τα χωριά.
Άμα δεν παινέψουμε το σπίτι μας θα πέσει να μας πλακώσει.
Έτσι! Αλλά υπήρχε… Υπήρχε, υπήρχε. Ήμασταν τοπικιστές, πολύ, πολύ.
Παίζανε τα παιδιά μεταξύ τους; Υπήρχαν έτσι-
Παίζανε!
Παιδικές κόντρες;
Όχι, όχι, όχι. Όχι. Δεν υπήρχαν κόντρες παιδικές.
Ούτε τύπου κόντρες;
Όχι. Όχι. Ήταν ως εκεί, ως το παιχνίδι. Δηλαδή το ποδόσφαιρο, γινόταν αγώνες, «Τζούρτζια-Γαρδίκι». Ποδόσφαιρο, κάτω εκεί στην Τζούρτζια, στο ποτάμι, που ήταν το γήπεδο, που ήταν πιο ομαλό το έδαφος. Το Γαρδίκι δεν είχε χώρο για να παίξεις μπάλα.
Γκρεμός.
Ή στην Μουτσιάρα παίζαμε ή στο, στην Τζούρτζια. Ως εκεί. Γινότανε ο αγώνας, παίζανε τα παιδιά, όσο υπήρχε ο αγώνας υπήρχε η αντιπαλότητα. Μόλις τελείωνε ο αγώνας, ήμασταν όλοι μια παρέα, μια κοινή παρέα.
Και τι κάνανε; Φωνάζανε συνθήματα; Τι κάνανε; Εμψυχώνανε τους παίκτες ο καθένας;
Ναι, είχαν το κοινό. Υπήρχε το κοινό. Δηλαδή οι Γαρδικιώτες φέρναμε παρέα. Ακολουθούσαμε κι εμείς.
Μικροί-μεγάλοι;
Μικροί-μεγάλοι. Όχι, όχι μεγάλοι, όχι οι γονείς μας.
Οι νέοι.
Τα παιδιά, ναι. Τα παιδιά, ναι. Ακολουθούσαμε την ομάδα στην Τζούρτζια. Ε, όταν χάνανε φεύγαμε με κατεβασμένο το κεφάλι, εντάξει: «Και θα δείτε! Και θα σας κάνουμε εμείς την άλλη εβδομάδα!» «Ναι, ναι, ναι». Αυτά. Όμως, όχι, όχι απειλές, όχι, όχι ξυλοδαρμοί, όχι, όχι. Ανεβαίναμε μετά στην πλατεία στην Τζούρτζια... Αφού να σκεφτείς ότι, αφού τελείωνε ο αγώνας κάτω στο γήπεδο, ανεβαίναμε μετά στην πλατεία απ' την Τζούρτζια και καθόμασταν όλοι μαζί και πίναμε την πορτοκαλάδα μας, για να φύγουμε να πάμε στο Γαρδίκι με τα πόδια.
Εσείς γνωρίζω ότι έχετε μία εμπειρία και από το σεισμό του 1967, που ήτανε-
Ναι-
Στο χωριό.
Ναι.
Υπήρχαν καταστροφές εκεί.
Ημέρα του Αγίου Γεωργίου έγινε-
Τι θυμάστε;
Σεισμός. Ήταν η μέρα του Αγίου Γεωργίου. Θυμάμαι ότι ο σεισμός έγινε το πρωί, γύρω στις 09:30 με 10:00 η ώρα, 09:00, 10:00 η ώρα, εκείνη την ώρα. Βέβαια, είμαστε, εγώ ήμουνα μικρή. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα έντονο κούνημα και να πέφτουν βράχοι. Απ' τα γύρω, απ’ τα βουνά. Και μετά έναν πανικό, φωνές, κακό, ιστορίες, να προσπαθούν να βρουν πού είναι τα παιδιά, πού είμαστε, πού είναι, να μας προστατεύσουν, να μας μαζέψουνε. Θυμάμαι ότι φύγαμε, όλοι, όλοι οι κάτοικοι που ήμασταν στο χωριό με τις οικογένειες, και βγήκαμε έξω απ' το χωριό στην περιοχή Γουλά. Όπου και περάσαμε περίπου δυο μήνες εκεί, εγκατασταθήκαμε εκεί. Εγώ, εγώ σαν άτομο, μου έχει μείνει αξέχαστη αυτή η μέρα, γιατί ο μπαμπάς μου εκείνη την ώρα λειτουργούσε στην Τζούρτζια. Ήτανε του Αγίου Γεωργίου και η Τζούρτζια έχει ένα εκκλησάκι τον Άγιο Γεώργιο, και λόγω του ότι δεν είχε ιερέα εξυπηρετούσε ο μπαμπάς μου και τα άλλα τα χωριά. Υπήρχε συνεργασία μεταξύ των ιερέων. Όταν κάποιος ιερέας δεν μπορούσε ή ό,τι, ερχόταν ο άλλος από το άλλο το χωριό. Αυτό είχε συμβεί και εκείνη τη φορά. Ο μπαμπάς μου λειτουργούσε στον Άγιο Γεώργιο και όταν, την ώρα που έγινε ο σεισμός, έβγαινε με τα θεία. Ήταν την ώρα που έβγαινε με τα θεία. Και με το τράνταγμα βγήκε αμέσως έξω ο ψάλτης και ο νεωκόρος, δεν ήταν και πολλοί οι άνθρωποι, και ο, το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου έπεσε! Δηλαδή γλιτώσανε...
Στο τσακ!
Ναι. Στη στιγμή. Εμείς, η οικογένεια η δική μου τώρα, δεν ξέραμε τι έγινε ο μπαμπάς μου. Ο δρόμος μεταξύ Τζούρτζιας-Γαρδίκι, σε ένα σημείο, έκλεισε από τις καταπτώσεις. Στο σημείο του «Ομ». Εκεί έχει φοβερές καταπτώσεις! Έκλεισε.
Ακόμη και σήμερα!
Ακόμη και σήμερα. Κι εκεί υπήρχε ένα μονοπάτι. Ένα μονοπάτι ήταν. Δεν υπήρχε ο δρόμος, ένα μονοπάτι. Έπεσαν οι βράχοι, έκλεισε ο δρόμος. Οπότε δεν είχαμε, δεν είχαμε πρόσβαση προς την Τζούρτζια! Δεν ξέραμε τι έγινε. «Τι έγινε; Τι συνέβη; Έγινε ο σεισμός στην Τζούρτζια; Είχε την ίδια ισχύ με αυτή που είχε στο Γαρδίκι; Είχε καταπτώσεις; Έπεσε η εκκλησία; Τι έγινε;». Δεν είχαμε εικόνα. Εγώ θυμάμαι ένα κλάμα, τη μαμά μου να κλαίει, εγώ να κλαίω, η αδερφή μου να κλαίει, και τον αδερφό του πατέρα μου, ο οποίος αρπάζει ένα μουλάρι και φεύγει, να προσπαθήσει να φτάσει στην Τζούρτζια να δει τι έγινε ο αδερφός του. Βέβαια σε εκείνο το σημείο, το τόσο επικίνδυνο, και από στιγμή σε στιγμή να πέσει κάποιος βράχος, δε μπορούσε να περάσει και άρχισε να φωνάζει. Ο μπαμπάς μου, αφού τελείωσε όσο, όπως και όπως γινόταν να τελειώσει τη Λειτουργία, άρχισε να έρχεται προς το χωριό και εκείνος, να ψάχνει την οικογένειά του. Όταν πλησίασε στο σημείο αυτό, στο κοινό σημείο, που ήταν και ο αδερφός σου απ' την άλλη πλευρά, στο «Ομ», και δεν μπορούσε να περάσει, [00:50:00]τότε άκουσε τις φωνές του αδερφού του, ας πούμε, που, που τον έψαχνε, που τον φώναζε «Παπά-Νικόλα! Παπά-Νικόλα!» και εκεί του απάντησε και του είπε ο πατέρας μου «Είστε όλοι καλά; Η οικογένειά μου είναι καλά;», πήρε την απάντηση «Ναι» και λέει: «Κι εγώ καλά είμαι, σιγά-σιγά θα έρθουμε, μην ανησυχείτε!». Και γύρισε ο θείος μου τότε και είπε ότι είναι καλά, και μετά βέβαια ο μπαμπάς μου ήρθε μετά από 3-4 ημέρες στο χωριό, γιατί δεν είχε πρόσβαση προς το, στο Γαρδίκι. Και τελικά μείναμε, αφού φτιάξαμε σκηνές, κατασκηνώσαμε, απ' τον φόβο και μόνο μην πάμε στο… Και τελικά φτιάξαμε σκηνές εκεί στο σημείο αυτό, στον Γουλά, ο καθένας με όποιο τρόπο μπορούσε, είτε με νάιλον, είτε με τσίγκους, είτε πηγαίνανε οι γονείς μας στο χωριό μέσα, αρπάζανε ό,τι μπορούσανε στα γρήγορα, σανίδες, τσίγκους, νάιλον, ό,τι, ό,τι, ό,τι μπορούσε, είτε μπαίνανε μέσα στο σπίτι και αρπάζανε κάποια κουβέρτα, κάποια κατσαρόλα, ό,τι μπορούσανε. Και στήσαμε σκηνές εκεί στον Γουλά, μείναμε δυο μήνες, και εδώ να πω ότι σκηνή έστησε και ο δάσκαλος. Ήρθε και ελικόπτερο, απ' ότι θυμάμαι λίγο, ελικόπτερο του στρατού ήταν αυτό; Δεν ξέρω ποιος. Μας ρίξανε σκηνή για το σχολείο. Και στήσαμε σκηνή εκεί.
Και κάνατε κανονικά και εκεί σχολείο;
Εκεί, δύο μήνες εκεί. Και μετά, πήγαμε μετά από δυο μήνες, τρεις, αφού κόπασε ο σεισμός και είδαμε ότι χαλάρωσε κάπως, πήγαμε πιο κοντά στο χωριό, χωρίς να πάμε στα σπίτια μας, έξω από το χωριό, στην είσοδο του χωριού, στήσαμε εκεί πια τις σκηνές. Ήμασταν λίγο πιο κοντά. Εκεί και η σκηνή του σχολείου!
Είχαν γίνει καταστροφές και μέσα στο χωριό;
Και σπίτια. Είχαν πέσει σπίτια. Είχαν πέσει σπίτια και είχαν πολλά, πολλά βράχια, κατολίσθηση βράχων.
Δόξα τω Θεώ δεν τραυματίστηκε-
Όχι, δεν-
Κόσμος.
Όχι, όχι, όχι, δεν είχαμε, δεν είχαμε θύματα, όχι, δόξα τω Θεώ, σε κανένα απ' τα χωριά δεν υπήρχε θύμα. Αλλά ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ! Δηλαδή μέχρι και το καλοκαίρι που επιστρέψαμε στο χωριό, από το Πάσχα, απ' τον Απρίλιο, μέχρι και ίσως τον Αύγουστο επιστρέψαμε στο χωριό!
Οι παραθεριστές που θα ερχόντουσαν;
Δεν... Εκείνο το καλοκαίρι ήρθαν πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι στο Γαρδίκι!
Υπήρχε φόβος.
Ήτανε πάρα πολύ λίγοι οι κάτοικοι που ήρθαν να κάνουν καλοκαίρι, να κάνουν παραθέριση στο Γαρδίκι, γιατί τα περισσότερα σπίτια ήτανε παλιά και είχανε πέσει, είχανε και ζημιές υλικές.
Τόσο να 'τανε και το θυμάστε πάρα πολύ έντονα, πραγματικά!
Ναι, ναι, ναι. Όταν έκλεινε το χωριό από χιόνι, και μιλάμε για χιόνι, για χιόνι, από 1 μέτρο και πάνω, για τέτοιες χιονοπτώσεις μιλάμε, οι οποίες και κρατούσανε και σχεδόν όλο τον χειμώνα, γιατί πάγωνε το χιόνι και δεν έλιωνε και εύκολα. Υπήρχε το παλιό το χιόνι, έριχνε κι άλλο, προστίθεται και συνέχιζε και συνέχιζε και συνέχιζε, γινότανε βουνό. Το χιόνι έφτανε να είναι και 1,5 μέτρο, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε, να μην έχουμε πρόσβαση τα παιδιά στο σχολείο. Είτε στην κεντρική πλατεία, όπου υπήρχε και το μοναδικό μαγαζί. Μαζευόντουσαν οι γονείς όλοι τότε στα σπίτια αυτά τα οποία, στα σπίτια, σε όλα τα σπίτια, και πηγαίνανε και ξεκινούσανε. Από το σπίτι να έχει πρόσβαση το παιδί στο σχολείο, με τα φτυάρια και με τους γκασμάδες, και να ανοίγουν το μονοπάτι και να περνάμε εμείς τα παιδιά ανάμεσα σε τούνελ για να φτάσουμε στο σχολείο. Και αυτό γινότανε σε όλα τα σπίτια. Και ένα δρομάκι μέχρι την πλατεία! Δε σκεφτότανε, δεν τους απασχολούσε αν έπεσε χιόνι: «Πώς θα βγούμε έξω;». Κι εμείς ήμασταν όλη την ημέρα έξω στο χιόνι. Τα παιχνίδια μας ήταν έξω στο χιόνι.
Όμορφα. Στην Αθήνα αποκλείστηκαν!
Στην Αθήνα αποκλείστηκαν με 5, με 5 πόντους χιόνι. Εκεί δεν υπήρχε αποκλεισμός! Δηλαδή ως εκεί που θέλαμε να φτάσουμε, εκεί ήταν, ο προορισμός ήταν το σχολείο, η εκκλησία και το μαγαζί στο χωριό!
Υπήρχε το συλλογικό.
Υπήρχε το συλλογικό. Υπήρχε... Δεν υπήρχαν σπίτια, μόνο τα ονόματα ήταν χωριστά, και ο χώρος που κοιμόντουσαν. Κατά τα άλλα, όλα τα προβλήματα ήταν κοινά. Και έτσι μεγαλώσαμε. Με όλα τα παιδιά, αγόρια-κορίτσια, εμείς ήμασταν όλα αδέρφια, μια οικογένεια. Δηλαδή βρισκόμαστε τώρα, ηλικίες μεγάλες, βρισκόμαστε και θεωρούμε ότι όλοι είμαστε αδέρφια!
Πολύ καλό αυτό και πολύ υγιή παιδικά χρόνια.
Ναι.
Και πολύ όμορφα, πραγματικά! Όταν σκέφτεστε το Γαρδίκι, τι σας έρχεται στο μυαλό;
Να κλάψω. Αυτό, να κλάψω!
Όταν τελικά έπρεπε να φύγετε από κει, στα 10 σας, πώς ήταν αυτή η μετάβαση;
Δεν... Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να προσαρμοστώ στους κανόνες της πόλης. Πάρα πολύ, πάρα πολύ! Αλλά για μένα, το θετικό ήτανε ότι είχα την επιλογή, ότι με το που... Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα ήμουνα πάλι στο χωριό. Το καλοκαίρι μόλις κλείνανε τα σχολεία, και ήταν μεγάλο το περιθώριο του καλοκαιριού, ήμουνα στο Γαρδίκι! Οπότε, αντικαθιστούσα... Το συμπλήρωνα, όσο μπορούσα. Αλλά όχι, όχι, πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Ακόμη και σήμερα το μυαλό μου είναι εκεί. Και άμα ο Θεός μ' αξιώσει, στα επόμενα 2-3 χρόνια σκέφτομαι να εγκατασταθώ πάλι οριστικά στο χωριό.
Μακάρι και σας το εύχομαι για να αρχίσουμε να μαζευόμαστε!
Ήδη έκανα, έκανα την πρώτη δοκιμή πέρυσι με τον κορονοϊό και τον αποκλεισμό, και δοκίμασα τις αντοχές μου, αν μπορώ να επιβιώσω. Και διαπίστωσα ότι μπορώ, και πολύ καλά, πολύ καλά μάλιστα! Οπότε τα επόμενα βήματά μου είναι για να... Η επιστροφή. Στις ρίζες μου!
Θα σας γυρίσω λίγο πίσω και θέλω να μου πείτε για τα μοναστήρια της περιοχής. Θέλω να μου πείτε για το μοναστήρι το δικό σας, των Εννιάμερων της Παναγίας, το οποίο γιορτάζει εννιά μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
23 Αυγούστου.
Και θέλω να μου πείτε και για τις βραδιές στην Αγία Μαρίνα. Στο ξωκκλήσι-
Η Αγία Μαρίνα-
Του διπλανού χωριού, της Τζούρτζιας.
Η Αγία Μαρίνα, 17 Ιουλίου, πάνω στα ψηλά… Δεν την ξέρω την περιοχή πώς τη λένε, εκεί στην Αγία Μαρίνα, πώς την ονομάζουν οι Τζουρτζιώτες! Όπως σου είπα, ότι οι Γαρδικιώτες είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους Τζουρτζιώτες, και οι Μουτσιαρίτες. Αλλά περισσότερο οι Γαρδικιώτες με τους Τζουρτζιώτες! Δεν ξέρω, το Γαρδίκι, επειδή ήταν στη μέση, λειτουργούσε και με το ένα το χωριό και με το άλλο. Σε αντίθεση με την Τζούρτζια και τη Μουτσιάρα, δεν πολυείχανε σχέση, ενώ το Γαρδίκι είχε και με τα δύο τα χωριά. Και προσωπικά, η δική μου η οικογένεια, πέρα από τη δική μου οικογένεια, ήταν αρκετές οι οικογένειες εκείνες οι οποίες είχαν καθιερωμένο το να πάνε στο, στην Αγία Μαρίνα. Αυτό γινόταν από την παραμονή. Παραμονή το μεσημέρι μαζευόντουσαν με τα πόδια. Με τα πόδια, φορτωμένοι με τα, με τα τρόφιμά τους, με τα στρωσίδια τους, για να διανυκτερεύσουνε στην Τζούρτζια. Στη Τζούρτζια γινόταν ο εσπερινός, το απόγευμα ας πούμε, και όλοι, όλες οι οικογένειες, όλες οι οικογένειες με τις παρέες τους, δηλαδή κάθε οικογένεια του Γαρδικίου είχε και μια παρέα από την Τζούρτζια. Και η παρέα της Τζούρτζιας είχε και το δικό της δέντρο. Δεν μπορούσε κανείς να πάει να κάτσει στο δέντρο του Τζουρτζιώτη, του Αλεξίου παραδείγματος χάρη, ή του Κούτσια ή του Γιαννίτση ή του... Είχε ο καθένας το δέντρο του και την παρέα του. Οπότε κάτω από το σημείο αναφοράς, το δέντρο στο οποίο κρεμούσανε τους τορβάδες για να μην είναι κάτω στο χώμα -ξέρεις- τα τρόφιμα κλπ., ψηνόντουσαν κοκορέτσια, κεμπάπ. Γινότανε μεγάλο γλέντι! Υπήρχε πάντα παραδοσιακή δημοτική ορχήστρα και κοινός χορός και τραγούδι. Από παρέα σε παρέα. Ξεκίναγε δηλαδή από παρέα σε παρέα, πήγαινε η ορχήστρα, έδινε την παραγγελιά η παρέα που καθότανε, ότι: «Θέλω αυτό το τραγούδι, θέλω εκείνο». Τα λέγανε, φεύγανε από κει, άντε στην άλλη την παρέα, άντε στη... Με το αντίστοιχο φιλοδώρημα που έδινε η κάθε οικογένεια στην ορχήστρα. Και αφού τελείωνε όλο το πέρασμα, από όλες τις παρέες, μετά ήταν ο κοινός χορός.
Κι εκεί καθόσασταν μέχρι την επόμενη-
Το βράδυ, όλο το βράδυ. Το πρωί οι ιερείς... Εγώ θυμάμαι τον συγχωρεμένο τον Παπά-Χρήστο και ο μπαμπάς μου, και ο παπάς, ερχόταν και ο παπάς απ' την Μουτσιάρα, ξεκινούσαν με τη Θεία Λειτουργία, με την αρτοκλασία, με το ύψωμα της εικόνας, και αφού τελείωνε η εκκλησία… Ο σύλλογος μάλλον της Τζούρτζιας, η ΦΑΤΑ [Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Τζούρτζιας Αθαμανίας], πρόσφερε πάντα φιλοξενία. Συνήθως προβατίνα με κριθαράκι ή με κοφτό μακαρονάκι ή με πλιγούρι, ανάλογα, το πηγαίνανε εναλλάξ. Μοιραζόντουσαν τα φαγητά και συνέχιζε, συνέχιζε το γλέντι μέχρι και το βράδυ! Το βράδυ φεύγαμε, ανήμερα το βράδυ φεύγαμε από την Τζούρτζια. Οι γυναίκες είχαν τις πίτες τους, είχαν τα κεφτεδάκια τους, είχαν φροντίσει, είχαν φτιάξει, ας πούμε, το φαγητό που δινότανε από τον Σύλλογο, και τα ψητά συνεχίζανε. Συνεχίζανε, να ψήνεται το κεμπάπ, το κοκορέτσι, το σπληνάντερο σε κάθε παρέα.
Να πούμε για τα Εννιάμερα;
Ναι. Λοιπόν, 23 Αυγούστου. Τα Εννιάμερα της Θεοτόκου, γιορτάζει το μοναστήρι στο Γαρδίκι, το οποίο χρονολογείται από το 1830 περίπου. Άλλη μία συνήθεια! Τριήμερος ο εορτασμός εδώ. Οι Γαρδικιώτες πηγαίναν δυο και τρεις μέρες νωρίτερα στο μοναστήρι, όπου πέρα από τα λειτουργικά, τα εκκλησιαστικά και όλα αυτά, τα νέα τα παιδιά, αγόρια- κορίτσια από τις μικρότερες και μεγαλύτερες ηλικίες, συνήθιζαν, και συνηθίζουν ακόμη, να πηγαίνουν στο μοναστήρι και να, και να διανυκτερεύουνε εκεί, δύο βραδιές πριν το, τον εορτασμό. Από τις 21 δηλαδή, 21-22 το βράδυ πηγαίνανε στο μοναστήρι. Το έθιμο: Φωτιές και αυτοσχέδιες σκηνές, καλύβες. Αυτοσχέδιες καλύβες, έναν, δύο και τρεις ορόφους. Και [01:00:00]διαγωνισμός ποιος θα κάνει την καλύτερη και τη μεγαλύτερη. Τα βράδια φωτιές, ψησίματα, κεμπάπ, κοκορέτσια, αρνιά, χορός, τραγούδι όλη τη νύχτα, και την ημέρα της εορτής Θεία Λειτουργία, φαγητό στους πιστούς, και αυτό συνεχιζόταν πάλι μέχρι και το απόγευμα, αργά το απόγευμα. Ήταν και το αποχαιρετιστήριο για τους Γαρδικιώτες, το τελευταίο πανηγύρι, ο αποχαιρετισμός του καλοκαιριού και πηγαίνοντας προς τον χειμώνα. Φεύγανε οι περισσότεροι από κει, δεν γυρίζανε πίσω στο Γαρδίκι και κατέβαινε για τον κάμπο, όπως και γίνεται και σήμερα! Τελευταία στάση ήτανε κάτω ο Ασπροπόταμος. Μετά το μοναστήρι όλοι ένα καφεδάκι κάτω στον Ασπροπόταμο. Οπότε παρέες, παρέες, παρέες, στην άκρη στο ποτάμι, φτιάχνανε το καφεδάκι, πίναν το λουκούμι, κάναν τη βουτιά τους, την τελευταία βουτιά στον Ασπροπόταμο, και ο καθένας έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το, για την πόλη, όπου και έμενε. Αθήνα, Πειραιά, Τρίκαλα, Καρδίτσα, οπουδήποτε. Οι σχέσεις τώρα, επανέρχονται στις σχέσεις των με τα άλλα τα χωριά. Και οι Μουτσιαρίτες και οι Τζουρτζιώτες ήτανε στο μοναστήρι. Από την παραμονή. Και περισσότερο οι Τζουρτζιώτες. Και συγκεκριμένα είχαν ένα συγκεκριμένο σημείο, στο οποίο και διανυκτέρευαν, στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Αυτό το κομμάτι ήτανε για τους φίλους από την Τζούρτζια. Δεν μπορούσε να πάει να μείνει κάποιος άλλος εκεί. Εκεί διανυκτέρευαν οι Τζουρτζιώτες. Έφερναν τα στρωσίδια τους, στρώνανε κάτω, και το βράδυ παρέα με τους Γαρδικιώτες, με το ψήσιμο, με τα τραγούδια, με τις ιστορίες, περνούσαν τη βραδιά, τρώγανε. Τελείωνε η Λειτουργία την άλλη μέρα, τα σχετικά, τρώγανε και μετά φεύγανε. Αυτές ήταν οι σχέσεις στο χωριό!
Μία πολύ πλούσια πάντως ζωή.
Αυτά όσα μπορώ να σου πω εν τάχει. Δηλαδή, αν κάτσουμε να αναλύσουμε ιστορίες, θέλουμε μέρες, ώρες, χρόνους. Και με τα άλλα τα χωριά του Ασπροποτάμου αλλά περισσότερο με τα τρία αυτά χωριά.
Θέλω να σας ρωτήσω, κύρια Βαγγελιώ, τι σας έχει μείνει από όλη αυτή τη ζωή; Τι σας έχει μείνει από όλα αυτά που έχετε ζήσει εκεί;
Τι μου έχει μείνει! Μου έχει μείνει αυτή η ζεστασιά, την οποία δεν τη συναντάς. Αυτή η σχέση των ανθρώπων, την οποία δεν τη συναντάς. Αυτό, το οποίο μπορεί... Αυτό νομίζω ότι τα συμπεριλαμβάνει όλα. Πέρα από την παιδική, την αθώα ηλικία, την αθωότητα, την ξενοιασιά, το παιχνίδι, οι άνθρωποι, αυτή η σχέση, αυτή η οικογένεια, η μία μεγάλη οικογένεια! Οι σχέσεις με τα γύρω χωριά! Ερχόμαστε, πηγαίνουμε τώρα στην Τζούρτζια, πηγαίνουμε στην Μουτσιάρα, είμαστε ξένοι. Είμαστε ξένοι. Τότε ήμασταν όλοι μία παρέα, μια παρέα όλοι. Όλοι μία παρέα.
Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πείτε συμπληρωματικά, τελευταίο;
Τι να πω; Δεν μπορώ. Πρέπει να πω τόσα πολλά που δεν, δεν... Δεν είναι κάτι. Τι να πω, τι να θυμηθώ; Τι να... Τι να πω δηλαδή κάτι το πιο… Για μένα είναι όλα μια ξεχωριστή ιστορία.
Εγώ σας εύχομαι πάντως να καταφέρετε να πάτε στο χωριό και να το δοκιμάσετε, τη μόνιμη-
Είναι το επόμενο-
Εγκατάσταση-
Στάδιο. Τα παιδιά μεγαλώσανε, πήραν το δρόμο τους, εμείς συνταξιοδοτηθήκαμε και οι δύο, οπότε τώρα πια έχουμε απελευθερωθεί απ' τον εργασιακό... Απ' το εργασιακό κομμάτι, οπότε είμαστε ελεύθεροι. Το επόμενο βήμα είναι να... Αν όχι να εγκατασταθούμε μόνιμα, χειμώνα-καλοκαίρι, να περάσουμε τον περισσότερο, περνάμε τον περισσότερο καιρό, από τον Μάρτιο ως και τέλος Οκτωβρίου στο χωριό. Να μην πω και τον χειμώνα!
Και σας το εύχομαι, πραγματικά!
Ευχαριστώ, να 'σαι καλά! Και χαίρομαι, χαίρομαι δηλαδή που υπάρχει η επιστροφή. Αυτό, αυτό με ικανοποιεί σήμερα. Γιατί επιστρέφουν πάλι τα παιδιά μου, τα νέα τα παιδιά, τα παιδιά επιστρέφουν πάλι στο χωριό. Επιστρέφουν πάλι στις ρίζες τους. Αυτό είναι πολύ θετικό και πολύ ευχάριστο. Και ξαναρχίζουν πάλι τα παιδιά να ξανακάνουν σχέσεις εκείνες, έστω… Έστω τις 7 μέρες που έρχονται; Τις 10 μέρες; Να δημιουργούν πάλι τις σχέσεις εκείνες τις οποίες δημιουργούσαμε κι εμείς. Αυτό είναι πολύ θετικό, γιατί σε κάποια στιγμή είχαμε χαθεί. Είχαμε χαθεί.
Κυρία Βαγγελιώ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τώρα τα παιδιά γυρίσανε πάλι στον τόπο του εγκλήματος ξανά, στο χωριό ξανά, με τα... Ωραία όμως! Αγόρια-κορίτσια επανέρχονται πάλι. Αρχίσαν τις σχέσεις τους, αρχίσαν παντρεύονται πάλι, σχέσεις, κάνουν σχέσεις, κάνουν γνωριμίες, ξανακάνουν γάμους. Αρχίσαν οι γάμοι πάλι μεταξύ τους. Μεταξύ!
Ευχάριστο και αυτό.
Ναι! Όχι, βέβαια, εντάξει!
Για να υπάρχει η αγάπη και η επιστροφή στο χωριό.
Επιστροφή στο χωριό, ναι. Ναι.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ-
Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ-
Για τον χρόνο σας, και εύχομαι πραγματικά τα καλύτερα και σε εσάς και στους αγαπημένους σας.
Και σε σένα, παιδί μου, ό,τι επιθυμείς!
Σας ευχαριστώ!