Ηλικιακός περιορισμός

Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.

«Πολλοί μπήκαν ελεύθεροι και βγήκαν παντρεμένοι»: Στο κέντρο πολιτισμού «Artistico»

[00:00:00]

Γ.Γ.

Δευτέρα σήμερα, 10 Ιανουαρίου 2022. Εγώ είμαι ο Γιώργος ο Γεωργούδης και βρίσκομαι μαζί με τον Σάκη τον Καπουτσίδη στο Κοντύλι, στη Σκύρο. Σάκη, μίλησε μου για σένα, σε παρακαλώ, πες μου λίγα πράγματα για τα παιδικά σου χρόνια. Από πού κατάγεσαι;

Α.Κ.

Μάλιστα. Λοιπόν, γεννήθηκα το 1960, 25 Σεπτεμβρίου, στην Έδεσσα Πέλλης. Πήγα τα πρώτα μου χρόνια στο σχολείο στην Αριδαία Πέλλης. Μετά από μια μετάθεση του πατέρα μου κατεβήκαμε στον Βόλο, όπου έζησα εκεί 20 χρόνια περίπου, 20 χρόνια. Δηλαδή τελευταία τάξη του Δημοτικού, όλο το Γυμνάσιο και Λύκειο το τέλειωσα στον Βόλο. Μέναμε στην Αγριά του Βόλου. Πέρασα σε μία σχολή τουριστικών επιχειρήσεων στα ΤΕΙ Λάρισας, πέρασα εκεί. Τελείωσα στα 3 χρόνια. Με αναβολή στράτευσης πήγα φαντάρος το ‘82 τον Γενάρη, στην Τρίπολη, παρουσιάστηκα αεροπορία, και από κει η μετάθεσή μου η πρώτη και μοναδική ήτανε Σκύρο. Απ’ τον Μάρτη του ‘82 λοιπόν ήμουνα στη Σκύρο μέχρι το… δεν θυμάμαι ποιο μήνα απολύθηκα, το ’84, εν πάση περιπτώσει, ήμουν εδώ στη Σκύρο, δεν πήρα μετάθεση άλλη. Αυτό. Το 1990, παντρεύτηκα... το ‘84 παντρεύτηκα. Γνώρισα τη γυναίκα μου στη Σκύρο όσο ήμουνα φαντάρος, λοιπόν, τη Ροδάνθη, παντρευτήκαμε και ζήσαμε στον Βόλο μέχρι το 1990. Απ’ το ’84 μέχρι το ’90, 6 χρόνια δηλαδή, μείναμε παντρεμένοι στον Βόλο όπου γεννήθηκαν και τα δύο παιδιά μου, οι δύο κόρες μου, η Λίνα και η Καλλιόπη, η Πόπη. Λοιπόν. Το ’90 ήρθαμε για μόνιμη εγκατάσταση Σκύρο. Δουλέψαμε τον πρώτο χρόνο που ήρθα καλοκαίρι, ήτανε 10 Ιουνίου του ’90, δούλεψα σε ένα ξενοδοχείο στη γειτονιά μου στον Μώλο, τον «Παράδεισο», του Πανέρη. Λοιπόν. Αυτό ήταν για έναν χρόνο. Το ’91 άνοιξε το «Skyros Palace», όπου προσλήφθηκα σαν διευθυντής, γιατί οι άνθρωποι αυτοί που έχουν το «Skyros Palace» δεν έχουνε σχέση με τουριστικές επιχειρήσεις. Ήθελαν υπεύθυνο διευθυντή με πτυχίο. Και έτσι λοιπόν προσλήφθηκα σαν διευθυντής εκεί και έκατσα μέχρι το ‘95, όπου πήρα το μαγαζί το «Artistico», το ’95. Το μαγαζί αυτό άνοιξε το ’92, δούλεψε μέχρι και το ’94, ‘94 με ‘95 ήταν κλειστό, και το ‘95 το πήρα εγώ. Τον πρώτο χρόνο, το πήρα Δεκέμβρη του ’95, χειμώνα, τον πρώτο χρόνο έπαιζα ξένη μουσική. Ειδικά τον χειμώνα, και για εκείνο τον χειμώνα θυμάμαι είχε 17 άτομα, Εγγλέζους από τον Ανδρικόπουλο, γνωρίζουμε τον Ανδρικόπουλο. Οι οποίοι ήταν κάθε βράδυ στο μαγαζί και χόρευαν. «Ανδρικοπουλαίοι», οι γνωστοί. Λοιπόν. Αλλά είχα και πολύ ντόπιο κόσμο, πελατεία, ήτανε καινούργιο το μαγαζί, θέλανε να το γνωρίσουνε. Πιο πολύ δουλεύαμε με καφέ και νωρίς, μέχρι τις 1:00 η ώρα το πολύ, μετά κλείναμε. Αργότερα, με παρότρυνση φίλων, γύρισε το μαγαζί, η μουσική του δηλαδή γύρισε, από την ξένη μουσική, ροκ που έπαιζε άρχισε να παίζει έντεχνη Ελληνική, στυλ Παπάζογλου, Περίδη, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Αρβανιτάκη, όλο αυτό το σινάφι και έπιασε. Έγινε κάτι μοναδικό. Δηλαδή από τότε και μέχρι τώρα, 26 χρόνια μετά, η μουσική του μαγαζιού είναι αυτή. Λοιπόν. Πάει πάρα πολύ καλά και το καλοκαίρι ο κόσμος που δεν γνωρίζει, αλλά ακούει τη μουσική, κολλάει. Τέλος πάντων αυτά. Τι άλλα να σας πω, κύριε Γεωργούδη μου;

Γ.Γ.

Να σε ρωτήσω–

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

Εσύ είπες τελείωσες τουριστικές επιχειρήσεις, έχεις σπουδάσει κι όλα αυτά, εργάστηκες εδώ πέρα στη Σκύρο 4-5 χρόνια πάνω σε αυτό το αντικείμενο…

Α.Κ.

Και στο Βόλο, όσο ήμουνα παντρεμένος στο Βόλο, στα 6 χρόνια που έμεινα, δούλευα σε ξενοδοχείο εκεί, και εκεί διευθυντής. Στο ξενοδοχείο «Galaxy», μια εταιρία που είχε τρία ξενοδοχεία. Ήτανε το «Galaxy», το «Αίγλη» και το «Άλκηστης» στην Πορταριά. Και ήμουνα και εκεί υπεύθυνος και στα τρία αυτά ξενοδοχεία, μέχρι το ’90. Μετά το ‘90 που ήρθαμε εδώ σου είπα που πήγα. Εντάξει, κι αυτά.

Γ.Γ.

Να μείνω λοιπόν στο τελείωμα της κουβέντας που έκανες, για το «Artistico».

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

Πώς αποφάσισες, εκεί το ’95, να αναλάβεις το μαγαζί αυτό; Πώς και γιατί, ρε παιδί μου, ξεκίνησες;

Α.Κ.

Πώς και γιατί. Γιατί τη βαρέθηκα να είμαι υπάλληλος. Βαρέθηκα να ακούω αφεντικά. Και μια και ήταν ελεύθερο το μαγαζί και νοιαζόταν εκείνη την εποχή, είπα να το πάρω. Να δοκιμάσουμε την τύχη μας εκεί και κολλήσαμε τελικά. Δεν ξεκολλήσαμε ποτέ απ’ το «Artistico», εκεί μείναμε. Τώρα κοντεύω και να βγω στη σύνταξη, είμαι 61 χρόνων. Λοιπόν. Και νομίζω από κει θα την πάρω. Ή να βγει του χρόνου ή του παραχρόνου, κάπου εκεί μέσα πάντως θα βγω.

Γ.Γ.

Η ονομασία «Artistico»;

Α.Κ.

«Artistico» ήτανε, από όταν άνοιξε με τους ιδιοκτήτες, το ‘92 που σου είπα. «Artistico» το είχανε ονομάσει. Αλλά επειδή κάποτε, το ‘95 που πήρα εγώ το μαγαζί, ένας νόμος είχε βγει και ήθελε στον παραδοσιακό οικισμό της Σκύρου τα μαγαζιά που θα λειτουργούν να ‘χουν ελληνικά ονόματα, μετάφρασα το «Artistico» με την ελληνική ονομασία «Καλλιτεχνικόν». Άμα δεις τώρα στο μαγαζί δηλαδή υπάρχει μια ταμπέλα που λέει «Καλλιτεχνικόν» και μέσα μια άλλη που λέει «Artistico». Οπότε ο κόσμος μπαίνει στο «Καλλιτεχνικό» και βγαίνει απ’ το «Artistico» μεθυσμένος, έτσι; Αυτά.

Γ.Γ.

Αν δεν κάνω λάθος, σε άλλη κουβέντα που έχουμε κάνει μου είχες πει και άλλη μία ονομασία που σκεφτόσασταν.

Α.Κ.

Ναι, υπήρχε μια.. υπήρχανε πολλά... πολλές προτάσεις από φίλους και πελάτες, γιατί το παίρναν και κοροϊδευτικά περισσότερο, γιατί είναι στενόμακρο το μαγαζί και μικρό. Και με τις ονομασίες τις Σκυριανές μου το λέγανε «Μουγκρότρυπα», παράδειγμα, «Θολάμι». «Λεωφορείο» μου το ‘χουνε πει. Εγώ σκεφτόμουνα να βάλω χειρολαβές, δεν σ‘ το κρύβω, σκεφτόμουνα να βάλω μια μπάρα πάνω πάνω στο ταβάνι, γιατί είναι και χαμηλοτάβανο, και να βάλω χειρολαβές να πιάνεται ο κόσμος και να κοροϊδεύουμε βέβαια, γιατί εγώ, όπως ξέρεις, εκεί που παίζω μουσική μες στην πόρτα, στην είσοδο του μαγαζιού, θα το ‘παιζα εισπράκτορας και θα ‘λεγα: «Παρακαλώ προχωρήστε στο διάδρομο». Γιατί μαζεύονταν όλοι εκεί μπροστά που παίζω εγώ μουσική για παραγγελίες και τα λοιπά. Κάτι άλλο που θέλεις να ρωτήσεις;

Γ.Γ.

Όπως είπες κι εσύ, η μουσική είναι το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού, του «Artistico».

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

Στην αρχή είπες δεν έπαιζες αυτή τη μουσική που έπαιζες.

Α.Κ.

Όχι, όχι.

Γ.Γ.

Έπαιζες;

Α.Κ.

Ελληνική... Ξένη ροκ. Ξένη ροκ μουσική έπαιζα. Της δεκαετίας της δικιάς μου, δηλαδή του ’70, ’60, εκείνα τα συγκροτήματα.

Γ.Γ.

Και η μεταβολή στην ελληνική έντεχνη;

Α.Κ.

Μετά από παρότρυνση, που σου είπα, από φίλους και πελάτες. Που μου λέγανε: «Σε παρακαλούμε, βάλε και κάτι ελληνικό, ρε παιδί μου, μη βάζεις σκυλάδικο». Εντάξει, κι εγώ δεν ήμουνα πολύ του σκυλάδικου, δεν άκουγα τέτοια πράγματα. Από ελληνική μουσική άκουγα τον Παπάζογλου, αυτόν ήξερα από έντεχνα. Αργότερα που μπήκα και ψάχτηκα βρήκα και τους υπόλοιπους και καθιερώθηκε αυτή η μουσική στο μαγαζί. Και παραδοσιακή, έτσι; Και παραδοσιακή παίζει.

Γ.Γ.

Κι έτσι λοιπόν, από τότε, από το ’96-’97 πήρε το μοτίβο αυτό που έχει.

Α.Κ.

Αυτό ακριβώς.

Γ.Γ.

Σάκη, από το μαγαζί σου έχει περάσει πάρα πάρα πολύς κόσμος.

Α.Κ.

Πολλές γενεές.

Γ.Γ.

Πολλές γενεές. 

Α.Κ.

Έχουν έρθει ελεύθερα παιδιά, τα οποία γνωριστήκαν στο μαγαζί, παντρεύτηκαν, κάναν παιδιά και τώρα έχω και τα παιδιά τους, πελάτες. Έτσι; Άλλο, τι θες να με ρωτήσεις;

Γ.Γ.

Έχουν περάσει λοιπόν και απλός κόσμος αλλά και διάφοροι καλλιτέχνες.

Α.Κ.

Ναι, πάρα πολλοί.

Γ.Γ.

Από όλο αυτόν τον κόσμο που έχει περάσει όλα αυτά τα χρόνια, είπες, έχουν περάσει γενεές. Εσένα τι σου μένει πιο πολύ; Είτε από διάσημο είτε από μη διάσημο άνθρωπο. Θύμησες.

Α.Κ.

Κοίταξε, με ευχαριστεί που ο κόσμος φεύγει ευχαριστημένος απ’ το μαγαζί. Και διάσημοι και άσημοι, έτσι; Δηλαδή είχα πελάτες από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη όπως μπήκε και μέσα, έπαιξε και μουσική στο μαγαζί, Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, και αρκετό κόσμο. Και δημοσιογράφοι αρκετοί έχουνε περάσει. Τέλος πάντων, με συγχαρητήρια πάντα, για τη μουσική και τα λοιπά. Αυτό που μένει είναι ότι ο κόσμος το αγαπάει το μαγαζί. Δηλαδή το θυμάται. Όταν κάπου βρίσκονται, γιατί μου ‘χουνε πει ιστορίες, ότι βρέθηκαν άσχετοι μεταξύ ασχέτων και ακούγανε για τη Σκύρο και για το «Artistico» που τους έκανε εντύπωση το θέμα μουσικής. Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα καλοκαίρι-ξεκαλοκαίρι, εμείς παίζουμε ελληνική, έτσι; Αυτό.

Γ.Γ.

Και από τότε που έχεις ανοίξει είσαι…

Α.Κ.

26 χρόνια.

Γ.Γ.

26 χρόνια, σερί έτσι;

Α.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Γ.

Γιορτές, αργίες.

Α.Κ.

Ναι, ναι. Εκτός Κυριακής, που έχει καθιερωθεί εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια. Δεν ανοίγω την Κυριακή, κάνω ρεπό για ξεκούραση.

Γ.Γ.

Και Δεκαπενταύγουστος να ‘ναι, αν είναι Κυριακή…

Α.Κ.

Αν είναι Κυριακή δεν ανοίγω, όχι.

Γ.Γ.

Ωραίο.

Α.Κ.

Καλό;

Γ.Γ.

Τίμιο. Επίσης, στο παρελθόν κάνατε αρκετές ζωντανές, live.

Α.Κ.

Θα σου πω πως ξεκίνησε αυτό. Αυτό ξεκίνησε, αν θυμάσαι παλιά, πρέπει να ήσουνα μικρός εσύ, κάθε 15 Αυγούστου ερχότανε[00:10:00] στο νησί ο Παπάζογλου και έκανε συναυλία στο θέατρο «Φαλτάιτς». Λοιπόν. Κάποια στιγμή κάπου στράβωσε η υπόθεση, με κάποια κλοπή, δεν ξέρω, ακούγονταν τέτοιες φήμες. Και στράβωσε ο Παπάζογλου και δεν ξαναήρθε για συναυλία. Ερχόταν βέβαια, γιατί είχε φίλους εδώ, αλλά για συναυλία δεν ερχόταν ποτέ. Έτσι καθιερώσαμε κάθε 15 Αυγούστου και κάναμε live στο μαγαζί, όσοι παίζουμε μουσική από τους φίλους. Αμισθί, έτσι; Τίποτα, χωρίς μεροκάματο. Όσοι ξέρανε όργανο, καθόταν στην αυλή και παίζαμε. Έτσι καθιερώθηκε και το live κάθε Δεκαπενταύγουστο. Μέχρι που αρχίσαμε τα μέτρα αυτά, έτσι, του κορονοϊού, και σταματήσαν τα πάντα.

Γ.Γ.

Αυτό δηλαδή ξεκίνησε από το ‘90...

Α.Κ.

Από όταν σταμάτησε ο Παπάζογλου, δεν θυμάμαι ποια εποχή ήτανε τώρα, ’98-’99 σταμάτησε να έρχεται; Δεν θυμάμαι. Από κει και μετά κάθε ξεκινήσαμε κάθε χρόνο, αλλά και δοθείσης κάποιας άλλης ευκαιρίας πιάναμε τα όργανα και παίζαμε πάλι, ας μην ήταν καλοκαίρι, και τον χειμώνα μέσα.

Γ.Γ.

Επί τη ευκαιρία να πούμε ότι εσύ παίζεις κιθάρα.

Α.Κ.

Ναι παίζω κιθάρα και τραγουδάω, ναι.

Γ.Γ.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την κιθάρα και με τη μουσική;

Α.Κ.

Από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου έπαιζε. Εγώ μεγάλωσα δηλαδή σε ένα σπίτι με μουσική. Ο πατέρας μου ήταν οργανοπαίκτης, όχι επαγγελματίας, αλλά, εντάξει, ήτανε τα ακούσματά μου από μικρός, ήτανε με μια κιθάρα στο σπίτι και ένα βιολί που είχε κάποιος γείτονας και παίζανε μαζί. Λοιπόν. Μετά μου άρεσε η κιθάρα. Έμαθα, ξεκίνησα μόνος μου, έτσι; Δεν έχω πάει σε ωδεία και τέτοια, τίποτα. Είναι περίεργη φάση με το όργανο, γιατί μου άρεσε τόσο πολύ, δεν μπορείς να φανταστείς τι παίδεμα για να μάθω να παίζω ακόρντα. Ειδικά με τους μπαρέδες. Εδώ πήγαινα σε συναυλίες, που κάνανε οι μαθητές σχολείων, ας πούμε, αλλά γνώστες, ας πούμε, του οργάνου, και παρατηρούσα στη σκηνή πού βάζουν τα χέρια τους στο όργανο και όταν πήγαινα σπίτι παιδευόμουνα να πιάσω αυτά τα πιασίματα. Για πολλές ώρες μιλάμε παίδεμα. Εντάξει, ανταμείφθηκα. Δηλαδή τώρα με το αφτί βγαίνουνε τα πάντα, κατευθείαν και σωστά.

Γ.Γ.

Επίσης είπες ότι από την Έδεσσα–

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

–μετακομίσατε στο Βόλο; Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σου;

Α.Κ.

Ο πατέρας μου ήτανε δημόσιος υπάλληλος σε μια υπηρεσία και είχε να επιλέξει μεταξύ Βόλου, Ρόδου και Κρήτης. Και επέλεξε Βόλο που ήταν πιο κοντά στη Μακεδονία.

Γ.Γ.

Πόσων χρονών ήσουν εσύ τότε;

Α.Κ.

Ήμουνα 11 χρονών, 10, 10.

Γ.Γ.

Ήταν έτσι κάπως στενάχωρο, ξέρω γω, να αφήνεις το... την πόλη σου;

Α.Κ.

Εντάξει τώρα, 10 χρονών εγώ τι αναμνήσεις να ΄χω παιδικές εκεί στην Αριδαία; Στην Αριδαία δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Κάποιους φίλους θυμάμαι, που κάναμε πολύ παρέα μαζί, παίζαμε δηλαδή, και κάποια κοπέλα η οποία ήταν συμμαθήτριά μου στην Αριδαία στο Δημοτικό, φέτος άνοιξε ένα ξενοδοχείο στη Σκύρο. Αυτό το «Alero», το γνωρίσεις;

Γ.Γ.

Το γνωρίζω.

Α.Κ.

Η Στέλλα, λοιπόν, αυτή, η Αθανασίου, ήτανε συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό στην Αριδαία, φίλε, και την είδα εδώ πέρα όταν ήρθε να ανοίξει το ξενοδοχείο της. Ξανά μετά από τόσα χρόνια.

Γ.Γ.

Ωραία σύμπτωση.

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

Να μείνω λίγο στον Βόλο και να ξαναγυρίσω μετά στο μαγαζί. Από τον Βόλο, που έμαθες να ασχολείσαι και με την κιθάρα, εκεί στα 11-12, ας πούμε;

Α.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Γ.

Γενικότερα τα παιδικά χρόνια σου στον Βόλο, ας πούμε, πώς σου έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό, ρε παιδί μου; Τι θύμησες…

Α.Κ.

Εντάξει, πολλή αλητεία. Αλητεία, από 13 χρονών πίναμε τσίπουρα εμείς εκεί στο Βόλο, άσχετα αν απαγορευόταν ή όχι, μας δίνανε οι καταστηματάρχες τα εικοσιπεντάρια. Η πρώτη μου φορά ήταν εκεί στην Αγριά, σε ένα τσιπουράδικο, που έγινα κόκαλο. Δηλαδή ήπιαμε 3-4 εικοσιπεντάρια ο καθένας, πιτσιρικάδες τώρα 13 χρόνων. Και γίναμε ωραίοι. Τέλος πάντων, πολύ παιχνίδι, πολύ μπλέξιμο με συγκροτήματα αργότερα. Κάναμε κάτι μπάντες εκεί, παίζαμε, δίναμε συναυλίες σε σινεμά και τα αυτά. Ωραία ήταν, ωραία ήτανε. Και τα πρώτα 3 χρόνια στο Γυμνάσιο, ήταν αρρένων το σχολείο που πήγαινα. Ήταν λίγο ζόρι γιατί ήμασταν και πολλά παιδιά, ήμασταν 45 παιδιά μες στο τμήμα, δεν μας γνώριζαν οι καθηγητές. Στην Γ΄ Γυμνασίου έμεινα στα Μαθηματικά, μετεξεταστέος, για Σεπτέμβρη. Και όταν ξανά ‘δωσα τον Σεπτέμβρη, με δύο εξεταστές και τους έγραψα 18 και τρίβαν τα μάτια τους. Και είχαμε και προφορική εξέταση τότε, δεν ξέρω τώρα τι γίνεται. Από δύο εξεταστές και δεν το πιστεύανε ότι μ’ αφήσανε. Δεν πίστευαν ότι με αφήσανε γιατί, 20, δεν απάντησα λάθος σε καμία ερώτηση που μου δώσανε. Αλλά επειδή με είχαν αφήσει μετ’ εξεταστέο έπρεπε να μου βάλουνε όχι 20, δεν γινόταν δηλαδή, θα εκτίθονταν αυτοί. Κι έτσι… Μετά πήγαμε σε ένα σχολείο, στην Αγριά, που άνοιξε ένα Γυμνάσιο-Λύκειο, και μας ανάγκασαν να πάμε, γιατί εμείς μέναμε εκεί, ήμασταν κάτοικοι Αγριάς. Ήταν μεικτό. Και εκεί αρχίσανε τα φλερτάκια τα πρώτα με τα κοριτσάκια του Γυμνασίου-Λυκείου. Εντάξει, μετά περάσαμε στη σχολή, ωραία χρόνια τα φοιτητικά, δεν αλλάζουνε με τίποτα. Στη Λάρισα, όπως σου είχα πει, ζωή. Τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου ήταν αυτά.

Γ.Γ.

Εκεί συνέχισες να παίζεις μουσική;

Α.Κ.

Ε βέβαια. Δεν σταμάτησα ποτέ. Τώρα σταμάτησα, τώρα, στα 61 μου.

Γ.Γ.

Τι ρεπερτόριο παίζατε;

Α.Κ.

Παίζαμε ξένη μουσική πιο πολύ. Ροκ της εποχής δηλαδή, Beatles και τέτοια, Rolling Stones, διάφορα. Αλλά και ελληνικά, Τουρνά, που ήτανε της εποχής μας, κάτι συγκροτήματα Paul, κάτι Olympians τότε, αυτά. Ό,τι ήταν της εποχής, και ωραίο, επιτυχίες. Αυτά παίζαμε.

Γ.Γ.

Εν τω μεταξύ, απ’ ό,τι λες, εκεί γύρω στα 13-14 ξεκινήσατε να έχετε την πρώτη γεύση απ’ το τσίπουρο, συμπίπτει με την πτώση της Χούντας και μ’ αυτά. Τι διαφορετικό υπήρχε στο σχολείο; Θυμάσαι, ξέρω γω, διαφορές;

Α.Κ.

Θυμάμαι στην αρχή στολές, καπέλο, κονκάρδα με την ονομασία του σχολείου, εν πάση περιπτώσει. Θυμάμαι ότι απαγορευόταν η κυκλοφορία στους μαθητές μετά τις 19:00 το βράδυ. Δηλαδή... Από τους δασκάλους, έτσι; Όχι από την αστυνομία και αυτά. Οι δάσκαλοι μας απαγορεύανε γιατί βγαίνανε βόλτες, κι άμα βλέπανε κάποιον να κυκλοφορεί μετά τις 19:00 έπεφτε τιμωρία στο σχολείο. Τέτοια πράγματα ζούσαμε. Εξέταση στα χέρια, να δούνε νύχια, αυτά. Πλυμένοι, να ‘μαστε αυτοί, επιμελείς, τα... και τα λοιπά. Όλα αυτά ήταν επί Χούντας. Απ’ το ’74 και μετά που έπεσε η Χούντα λασκάρανε λίγο τα πράγματα, φύγαν και οι ποδιές απ’ τα σχολεία, που ήταν υποχρεωτικές στα κορίτσια. Ακόμα και τα αγόρια φορούσαν. Εγώ θυμάμαι τον αδερφό μου που έχουμε διαφορά 7 χρόνια, στο νηπιαγωγείο που πήγαινε φορούσε ποδιά.

Γ.Γ.

Μικρότερος ή μεγαλύτερος;

Α.Κ.

Μεγαλύτερος. Μεγαλύτερος. Μικρότερος είναι ο αδερφός μου, ’67. Το ’67 έχει γεννηθεί αυτός με τη Χούντα, ακριβώς τότε που ξεκίναγε.

Γ.Γ.

Είπες λοιπόν ότι μετά είσαι στη σχολή στον Βόλο, συνεχίζεις με τη μουσική να ασχολείσαι. Και κάποια στιγμή τελειώνεις τη σχολή και πας φαντάρος. Αυτή είναι η πρώτη φορά που βρίσκεσαι στη Σκύρο;

Α.Κ.

Ναι, ναι. Το ’82. Πρώτη φορά.

Γ.Γ.

Πώς σου φάνηκε έτσι η πρώτη φορά;

Α.Κ.

Ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα. Το ’82 δεν υπήρχε… να φανταστείς, όταν μας πήραν από το λιμάνι… Α, πρώτη εντύπωση, όταν φτάσαμε στην Κύμη. Φτάνουμε στην Κύμη, ήμασταν πέντε φαντάροι με μετάθεση για Σκύρο. Στρατιωτικά εννοείται, δεν υπήρχαν πολιτικά τότε, απαγορεύονταν. Φτάνουμε στην Κύμη και έχει πέντε μέρες απαγορευτικό. Και μένουμε σε ξενοδοχείο. Ό,τι λεφτά είχαμε δηλαδή για να βγάλουμε το μήνα μας, μέχρι να πάρουμε την άδεια την πρώτη, φύγαν στο ξενοδοχείο. Τέλος πάντων, μετά από πέντε μέρες ήρθαμε στη Σκύρο, μας περίμενε ένα λεωφορείο στη Λιναριά, στο λιμάνι. Μας πήρε, σκοτάδια πίσσα, δεν βλέπαμε πού πάμε. Ο δρόμος για το αεροδρόμιο ήτανε χωματόδρομος. Και παντού πίσσα, σκοτάδι, δεν υπήρχε δημοτικός φωτισμός πουθενά, τίποτα. Φτάσαμε λοιπόν στο αεροδρόμιο, εκείνη την εποχή ήτανε που οι φαντάροι πείραζαν ο ένας τον άλλον, το λεγόμενο καψόνι, το γνωστό. Και εμάς μας πείραξαν, έτσι; Όλους, και τους πέντε. Εγώ θυμάμαι τους πρώτους δύο μήνες της θητείας μου εδώ ήμουνα όλη μέρα στα μαγειρεία, γιατί η ειδικότητα που μου δώσαν ήταν τραπεζοκόμος. Ήτανε στα μαγειρεία που το πρωί, στις 5:00 που ξεκινάγαν τα πρωινά μέχρι το βράδυ στις 12:00, που κλείνανε, και οι λέσχες και μετά πήγαινα σκοπιά. Είχα πολύ καιρό να βγάλω αρβύλες απ’ τα πόδια μου δηλαδή. Στην κυριολεξία. Όταν κάποια στιγμή ζητήθηκε από... ζήτησε... ήρθε κάποια μετάθεση ενός φαντάρου παλαιότερου από μένα, ο οποίος ήταν στο γραφείο προσωπικού, και το μόνο κοινό μας ήτανε ότι ξέραμε γραφομηχανή και οι δύο. Αυτή ήταν η σωτηρία μου. Γιατί με τη γραφομηχανή που ήξερα μπήκα στο γραφείο προσωπικού. Επειδή χρειαζότανε ένα πρόσωπο που να γνωρίζει γραφομηχανή γιατί όλα τα έγγραφα τότε, δεν υπήρχε υπολογιστής έτσι; Γραφόταν στη γραφομηχανή. Πήγα, με πήρανε στο γραφείο προσωπικού και από κει και μετά θεωρώ ότι απολύθηκα, γιατί υπηρεσίες που τις έβγαζα εγώ ας πούμε, με είχαν ορίσει να βγάζω τις υπηρεσίες των σμηνιτών. Και όπως ήταν φυσικό, μετά από τόσο πήξιμο ας πούμε, εγώ λούφαρα, έτσι;[00:20:00] Για αυτό σου λέω θεωρώ ότι απολύθηκα, δεν έκανα φαντάρος εν ολίγοις. Πολύ γραφομηχανή, έξοδοι κάθε μέρα. Κάθε μέρα έξοδοι. Εδώ κάναμε ένα σχήμα, βρήκα κι άλλους φαντάρους που παίζανε μουσική και πιάσαμε δουλειά σε ένα... σε μια ταβέρνα, η λεγόμενη «Κρυφή φωλιά», αν γνωρίζεις που είναι. Είναι κάτω από το «Για πλάκα». Εκεί ήταν μία ταβέρνα, η «Κρυφή Φωλιά», του Ξενύχτη. Ξενύχτης λεγόταν αυτός που το είχε, ο Νίκος. Έπεφτε τόσο ξύλο μεταξύ φαντάρων και Σκυριανών εκείνη την εποχή, για τις παραγγελίες των τραγουδιών, μιλάμε χαμός. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινότανε, καφάσια φεύγανε, μπύρες, στον αέρα, κλακ. Και τραγουδάγαμε, τώρα θα ‘πρεπε να σου ‘χω φέρει και μια φωτογραφία να δεις, το μικρόφωνό μου ήταν από κασετόφωνο, φορητό, το οποίο το στήριζα επάνω σε μία μπαγκέτα από τα ντραμς. Και την οποία μπαγκέτα την είχα βάλει στα κλειδιά της κιθάρας επάνω, ίσα ίσα να ‘ρχεται στο στόμα μου δηλαδή, έτσι; Και τραγούδαγα. Και ακουγόμασταν από κάτι ηχεία, κάτι κόρνες όπως αυτές που έχουνε… ένας ήχος απίθανος, δεν σου λέω τίποτα, δηλαδή να τρελαίνεσαι.

Γ.Γ.

Εκεί τι παίζατε;

Α.Κ.

Λαϊκό. Λαϊκό, πολύ ζεϊμπέκικο, παλιά λαϊκά, δηλαδή Διονυσίου, Μιχαλόπουλο, Αγγελόπουλο, τι θες να φανταστείς; Ό,τι θέλεις. Άκη Πάνου, τα πάντα. Και μετά από αυτή την εμπειρία που είχα, να σου πω ότι ερχόταν πιλότοι, με τις φόρμες πτήσης μέσα, με τα φουλάρια τους και τα καίγανε, απ’ το κέφι που κάναμε. Καίγανε τα φουλάρια, ναι, το έχουμε δει και αυτό. Λοιπόν. Εκεί λοιπόν, στο παίξιμο αυτό, κάποια στιγμή με πλησιάζει ένας τύπος, μεγάλος σε ηλικία, αυτός αποδείχθηκε ότι ήταν ένας μπουζουξής του Καζαντζίδη, ο λεγόμενος Μαυρομιχάλης. Ο Μαυρομιχάλης λοιπόν έχει ένα σπίτι στον Πεύκο, δεν ξέρω αν το ξέρεις, έχει φτιάξει. Και μ’ αυτόν μετά συνεργαστήκαμε και παίζαμε στις Ασπούς, στον Λάμπρο.

Γ.Γ.

Οπότε συνέχισες τη μουσική;

Α.Κ.

Συνέχισα κι εδώ, ναι, σαν φαντάρος, έτσι; Μέχρι που απολύθηκα και σταμάτησα από ‘δω τα παιξίματα. Όταν ήρθαμε μετά, και στο Βόλον δούλευα μουσική, τραγουδούσα σε μπουζούκια, μόνο τραγούδι, όχι κιθάρα. Όταν ήρθαμε το ’90, έμπλεξα πάλι με ορχήστρες εδώ, βρήκα κάποια παιδιά της αεροπορίας που παίζανε φοβερά, με τα οποία παίξαμε, παίξαμε σε κάποια μαγαζιά, ξεκινήσαμε από το... από τις «Μουριές». Ήταν τότε... το είχε ο πατέρας των παιδιών, ο Δημήτρης, ο Μήτσος. Παίζαμε σχεδόν κάθε βράδυ.

Γ.Γ.

Καλοκαίρι;

Α.Κ.

Όχι, χειμώνα. Μέσα, με τζάκι. Πάρα πολύ ωραία, πολύ κόσμο μάζευε. Κάποια στιγμή μας κάλεσε ο Σταμάτης ο Φτούλης, είχε τότε ένα μαγαζί που το λέγανε «Γκάζι», είναι δίπλα... στο βενζινάδικο του Αγγελή ήταν αυτό. Μπαράκι ήτανε, μπαράκι ξενυχτάδικο και μας κάλεσε, είχε κάνει και πάλκο, παίζαμε εκεί κάθε Σαββατοκύριακο. Απόκριες παίζαμε σε διάφορα μαγαζιά που μας καλούσανε, πηγαίναμε μ’ αυτά τα παιδιά. Και όταν σταμάτησα να παίζω μ’ αυτούς, όταν φύγανε μετάθεση και οι δύο. Ο ένας πήγε Λάρισα, ο άλλος πήγε στην Αθήνα. Μετά από 19 χρόνια που εξαφανίστηκαν αυτοί, λοιπόν, ξανάρθανε στη Σκύρο. Γιατί υπηρετούσε ως διοικητής του... της 7ης ΜΣΕΠ εδώ, ο γιος του ενός. Κιθαρίστας κι αυτός. Στην ξένη δισκογραφία όμως, ξένο ρεπερτόριο. Τον οποίον τον γνώρισα κι αυτό το παιδάκι, τον είχα και αυτόν πελάτη στο μαγαζί, παίζαμε και ροκ στο μαγαζί τότε ήταν… Όποτε ερχόταν αυτός βάζαμε καμιά ροκιά, έτσι να ξεχνιόμαστε. Λοιπόν. Και έρχονται λοιπόν μετά από 19 χρόνια τα φιλαράκια μου αυτά, αγνώριστοι βεβαίως. Είχα 19 χρόνια να τους δω. Άσπρα τα μαλλιά τους, παχύνανε, αλλάξανε κάπως, τέλος πάντων και μου λένε: «Θα παίξουμε τίποτα;» «Τι να παίξουμε, έχουμε να βρεθούμε 19 χρόνια ρε μπαγάσα, -του λέω- τι θα παίξουμε;» «Θα παίξουμε αυτά που παίζαμε». Και κάνουμε μια πρόβα στο μαγαζί μέσα, ένα απόγευμα, ήρθαν αυτοί και οι δύο και η πρόβα μας ήταν η εξής. Είχε μπροστά του ένα laptop ο άνθρωπος, με τα τραγούδια που θέλει να παίξουμε, τα οποία παίζαμε και τότε βέβαια, ξέρεις, τα ίδια είναι, απλά θέλαμε να βρούμε τα ακόρντα, να θυμηθούμε. Παίζαμε την εισαγωγή απ’ το πρώτο, «Εντάξει, πάμε, το επόμενο. Το επόμενο. Το επόμενο», περάσαμε δεν ξέρω πόσα τραγούδια, καμιά εκατοστή; Μέσα σε ένα... σε μια ωρίτσα έτσι. Και στρωθήκαμε κάτω το βράδυ και παίξαμε έξω, στην αυλή. Κόσμος και κοσμάκης πέρασε, έτσι; Και παιδιά που παίζανε όργανο ήρθανε και αυτοί, ήρθε ο Άκης ο Αντωνίου παράδειγμα, ο Νίκος ο Σκαφίδας με το βιολί, ήρθε και αυτός. Ο Αλέξανδρος ο Καμπουράκης με το ακορντεόν, και αυτός. Μετά πιάνει βροχή και μπαίνουμε μέσα. Και εκεί έγινε το έλα να δεις ας πούμε. Μέσα ήταν ακόμα καλύτερα. Αυτές οι εμπειρίες από τη μουσική. Μέχρι, σου λέω, που φύγαν αυτοί και από εκεί και μετά ξαναμπλέξαμε με κάποιοι... με κάποιοι άλλα παιδιά, τον έναν τον ξέρεις, είναι ο Κώστας ο Ιντζές, ο Ηλίας ο Γιακίμης που ήτανε στην Πυροσβεστική, έπαιζε τα κρουστά, ένας προϊστάμενος της Πυροσβεστικής που έπαιζε κιθάρα, έπαιζε αρμόνιο, έπαιζε ποντιακή λύρα και τα λοιπά και τραγουδούσε, και κάνουμε ένα σχήμα και παίζαμε στον «Άγιο Πέτρο», στην ταβέρνα «Άγιος Πέτρος». Απόκριες μόνο, όλες τις Απόκριες μιας σεζόν. Και κάποιες συναυλιούλες δώσαμε εδώ πάνω στο «Νόστος», στον Κωστή τον... στο «Escobar» με τον Νίκο τον Σκαφίδα. Τα πιο πρόσφατα μου είναι αυτά, με τον Αλέκο τον Τσαλαπάτανη που παίζαμε στο «Mellon» και εδώ και εκεί, σε διάφορα τέτοια. Και στον Κίμωνα έχουμε παίξει μ’ αυτά τα παιδιά. Αυτή ήταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία κι αυτή. Μέχρι που σταμάτησαν τα κόλπα, τώρα, με τους κορονοϊούς σταματήσαμε να παίζουμε και να βρισκόμαστε με τα παιδιά.

Γ.Γ.

Πολλές... Πολλά... Πολλά live έτσι;

Α.Κ.

Ναι, πάρα πολλά, πάρα πολλά.

Γ.Γ.

Έτσι, δηλαδή, αν ρωτήσω, αν θυμάσαι περισσότερο κάποιο live απ’ αυτά;

Α.Κ.

Μου άρεσε πάρα πολύ, όλα ήταν υπέροχα, έτσι; Όλα ήταν ωραία, αλλά η καλύτερη συνεργασία που έκανα ποτέ και από τον Βόλο κι εδώ, ήταν στον «Άγιο Πέτρο» που παίζαμε με τα παιδιά, γιατί είχαμε στρώσει ένα πάρα πολύ ωραίο πρόγραμμα, και δουλεύαμε ομαδικά, είναι πολύ σπάνιο αυτό να το δεις σε ορχήστρες. Συνήθως ο ένας τρώει τον άλλον, να ξέρεις, για να δειχτεί. Ήτανε πολύ ωραία φάση, γιατί δουλεύαμε για το σύνολο, να βγαίνει ένα ωραίο αποτέλεσμα. Που είναι το ζητούμενο σε κάθε ορχήστρα, έτσι; Αυτά. Αυτή ήταν η καλή μου εμπειρία. Πες μου.

Γ.Γ.

Τώρα μιας και κάνουμε έτσι βόλτα, μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, σε σχέση με το χθες, το σήμερα σε σχέση με το χθες, σε ό,τι αφορά το μαγαζί, το «Artistico», και γενικότερα γύρω από τη μουσική και τα live, πώς το βλέπεις; Εντάξει, είναι και ο κορονοϊός τώρα.

Α.Κ.

Ναι. Αν εξαιρέσεις τον κορονοϊό, δεν έχει χάσει σε τίποτα από το παρελθόν μέχρι τώρα. Μέχρι πριν τον κορονοϊό, δηλαδή, ήτανε... η πελατεία ήτανε στάνταρ, ήταν γεμάτο το μαγαζί μονίμως, χειμώνα-καλοκαίρι. Τώρα έχουνε γίνει χάλια τα πράγματα. Τα βλέπεις, έρχεσαι. Λοιπόν. Ντάξει... Αλλά είναι γενικό το κακό, δεν είναι μόνο εμείς, είναι παντού.

Γ.Γ.

Ξέρεις τι; Εγώ δεν το έχω ζήσει βέβαια, αλλά πολλές φορές σ’ έχω ακούσει να λες ότι παλιά δεν είχε σχέση αν ήταν Παρασκευή ή Σάββατο.

Α.Κ.

Όχι, όχι. Δεν ήταν... Ήταν καθημερινή, απροειδοποίητα μπορεί να ερχόταν μέσα 80 άτομα. Έχεις δει το «Aristico» με 80 άτομα όρθιους;

Γ.Γ.

Μόνο Απόκριες.

Α.Κ.

Όχι, και καθημερινή, φίλε. Ήταν μια εποχή που θυμάμαι είχε πολύ νεαρές δασκάλες. Ήτανε και πάρα πολλές εν τω μεταξύ, βλέπεις είναι 12θεσιο το σχολείο, το Δημοτικό, βάλε τώρα και αγγλικούδες, βάλε και γαλλικούδες που ήτανε και γυμνάστριες και τα λοιπά, μαζευόταν καμιά δεκαριά-δώδεκα γυναίκες. Όλες δασκάλες, μικρές, της ηλικίας των είκοσι… μόλις βγαίναν απ’ τη σχολή. Και αποτέλεσμα αυτού ήταν να μαζεύονται και αρσενικοί της αεροπορίας και ντόπιοι, έτσι; Γέμιζε το μαγαζί. Όποτε ερχότανε οι δασκάλες ήτανε φίσκα. Όπου και να πηγαίνανε αυτές. Και τα παλιά τα χρόνια θυμάμαι ότι κάθε Κυριακή, που κλείναμε εμείς, μαζευόμαστε στο σπίτι μου. Όσα παιδιά παίζαν μουσική ερχόταν κάτω, η κυρία Ροδάνθη έφτιαχνε μεζέδες και τα λοιπά. Μας άρεσε πάρα πολύ μέχρι που κουράστηκε η κυρία Ροδάνθη και μου λέει κάποια στιγμή: «Δεν μπορώ άλλο». Λέω «Εντάξει, αλλά δεν θα το χαλάσουμε, θα βρισκόμαστε με τα παιδιά, θα πηγαίνουμε έξω όμως, θα πηγαίνουμε σε μια ταβέρνα», ρε παιδί μου. Και έτσι κάθε Κυριακή είχαμε καθιερώσει και μία πηγαίναμε στις «Μουριές», την άλλη πηγαίναμε στις «Ιστορίες του Μπάρμπα», την άλλη στον «Άγιο Πέτρο», πάντα κάπου πηγαίναμε. Χάθηκε τώρα πρόσφατα και αυτό. Αρρωστήσαμε και οι δύο εν τω μεταξύ εμείς και περάσαμε λίγο άσχημες φάσεις. Τώρα είμαστε στη συντήρηση και οι δύο. Ελπίζω να πάνε όλα καλά, αυτά. Κάτι άλλο θα ήθελες;

Γ.Γ.

Αν επιτρέπεται τώρα, αν θες το… Όπως είπες τώρα, με την αρρώστια που περάσατε και οι δύο. Αυτό πώς αποτυπώθηκε, ρε παιδί μου, μέσα σου; Σε δυνάμωσε;

Α.Κ.

Κοίτα να σου πω, εμένα είναι η δεύτερη αρρώστια αυτή, αυτού του είδους, με καρκίνο, έτσι; Η πρώτη αρρώστια καρκίνου ήταν στη φωνητική χορδή, η μία. Έκανα μια επέμβαση, αφαιρέθηκε μια λευκοπλακία, η λεγόμενη, και παρακολουθιόμουνα, γιατί όταν μου είπαν ότι είναι καρκίνος[00:30:00], έπεσε η γη... άνοιξε η γη να με καταπιεί, ένα τέτοιο πράγμα. Γιατί υπολόγιζα πως απ’ τον καρκίνο δεν γιυτώνεις, δεν υπάρχει περίπτωση, είμαι χαμένος δηλαδή. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα αυτό, αφαιρέθηκε ο καρκίνος και ησυχάσαμε απ’ αυτό. Μετά μας βρήκε στον προστάτη. Όταν με βρήκε ο δεύτερος καρκίνος δεν μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση, είπα: «Θα το παλέψω, ό,τι χρειαστεί να γίνει, θα το κάνω». Κάναμε ακτινοβολίες, και εγώ και η γυναίκα μου, και χημειοθεραπείες και τώρα είμαστε στις επανεξετάσεις και οι δύο, πάνε καλά τα πράγματα, οι γιατροί είναι… 

Γ.Γ.

Στο κομμάτι της ψυχολογίας αυτό σ΄ επηρέασε, Σάκη;

Α.Κ.

Ναι, επηρεάστηκα. Στην αρχή, σου λέω, ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα αλλά τη δεύτερη φορά που διαγνώστηκε καρκίνος του προστάτη, είπα: «Εντάξει, αν είναι να πεθάνουμε πεθάναμε, τι να κάνουμε τώρα». Το πήρα πολύ πιο ήπια, δηλαδή. Και η Ροδάνθη, και η γυναίκα μου το ίδιο. Η γυναίκα μου στην αρχή ζορίστηκε πολύ, έκλαιγε, έκανε. Εν τω μεταξύ είναι και άσχημες οι φάσεις, πέφτουνε μαλλιά, πέφτουνε νύχια, πέφτουνε... γάμησέ τα. Τέλος πάντων.

Γ.Γ.

Αυτό μεταξύ σας, σας έφερε πιο κοντά;

Α.Κ.

Βέβαια, εννοείται. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλον. Εντάξει, δεν έχουμε χωρίσει και ποτέ, χωριστεί, όπου και να πηγαίναμε μαζί πηγαίναμε. Εμείς είμαστε ένα, από τότε που γνωριστήκαμε δεν έχουμε... δεν έχουμε χωριστεί, να πάει κάποιος εδώ και ο άλλος αλλού. Ακόμα και τότε που ήτανε φοιτητές τα παιδιά μας, ήτανε το ένα στη δύση και το άλλο στην ανατολή που λέμε, μία στον βορρά και μια στον νότο, στην Κρήτη και στην Αλεξανδρούπολη. Πηγαίναμε μία στη μία και μία στην άλλη, και οι δυο όμως. Θυμάμαι ταξίδια τέτοια, αλλά ήταν και ωραίες εποχές, είχαμε λεφτά τότε αρκετά, δεν μας ένοιαζε δηλαδή, είχε πολύ δουλειά το μαγαζί. Τώρα σκέψου, άμα ήταν αυτή η εποχή να σπουδάσουμε παιδιά, δεν θα τα βγάζαμε πέρα με τίποτα.

Γ.Γ.

Έχει αλλάξει, ναι.

Α.Κ.

Πάρα πολύ, έχει αλλάξει η εποχή. Μαζεύτηκε ο κόσμος πάρα πολύ, κόπηκαν οι μισθοί, είναι δύσκολα τα πράγματα. Αυτά τα ολίγα.

Γ.Γ.

Επί τη ευκαιρία, μιας και αναφερθήκαμε στη Ρο, τη Ροδάνθη πώς τη γνώρισες στη Σκύρο;

Α.Κ.

Αυτό να δεις τι ωραία ιστορία είναι! Εκείνα τα χρόνια που υπηρετούσα εδώ, το ‘82 με ’84, δεν θυμάμαι τώρα ποια χρονιά όμως, το ’82 πρέπει να ήτανε, είχε εκλογές. Και τότε τα εκλογικά τμήματα είχαν φύλακες, είχαν σκοπούς, παίρνανε από την Αεροπορία. Ήμασταν λοιπόν στην Λιναριά, στο Εκλογικό Κέντρο Λιναριάς, στο Δημοτικό Σχολείο που μετά έγινε Λιμεναρχείο, ήμασταν δύο φαντάροι και ένας μόνιμος, κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι καλά, ο ένας ήταν Πόντιος εν τω μεταξύ και μας μάθαινε και ποντιακούς χορούς, όσο φυλάγαμε εκεί, τέτοια φύλαξη κάναμε. Και ερχόταν επισκέπτες τα κορίτσια, ήτανε τρία κορίτσια που ερχότανε σε εμάς, σαν επίσκεψη. Μας βλέπανε δηλαδή, ήταν η Ροδάνθη, ήταν η Σοφία η Αντωνοπούλου από τη Λιναριά και η συγχωρεμένη η Τιτίνα. Αυτές οι τρεις που είναι και συγγενείς μεταξύ τους, ερχόταν να κάνουν καλαμπούρι με τους φαντάρους λοιπόν, εντάξει, και γνώρισα εγώ τη Ροδάνθη εκεί, μου γυάλισε ξέρω γω, αυτά τα ολίγα. Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία. Μετά πήγαμε σε κάποιους χορούς που έκανε η Αεροπορία, έτσι προχωρήσαμε.

Γ.Γ.

Το φλερτ, η προσέγγιση δηλαδή, έγινε από μέρους σου;

Α.Κ.

Ναι, ναι. Της έδωσα ένα σακάκι αρχικά γιατί έκανε κρύο, ένα τζάκετ της Αεροπορίας της έδωσα, και δεν το ήθελε. Και την είπα: «Ακατάδεχτη». Λέω: «Εντάξει, αφού κάνει κρύο, γιατί δεν το θέλεις; Σε βλέπω και κρυώνεις». «Όχι –λέει–, δεν κρυώνω». Τέλος πάντων, ακατάδεχτη, έτσι έγινε το πρώτο πλησίασμα. Μετά δεν θυμάμαι τώρα, πηγαίναμε εκεί κάτι καφέδες, βγαίναμε στην πιτσαρία τότε, που ήτανε και καφετέρια. Δεν είχε καφετέριες τότε, τίποτα δεν είχε το ‘82. Ο «Γλάρος» ήτανε μία ταβέρνα που βγαίναμε και εμείς, ήτανε το «Νόστος», το πρώην «Παράδεισος» που λεγότανε, και ένα μπαράκι το «Pub Aγορά» ήτανε. Εκεί που ήταν το «Ιmago» μετά, το πρόλαβες το «Ιmago», του Χούλιο; Όχι. Λοιπόν, ήταν ένα μπαρ, η «Renaissance», που ήτανε στην αποθήκη που έχει ο Κωστίκος, ο Κοσμάς τώρα, έχει τα χάρτινα τα είδες στο πλάι, ήτανε η «Renaissance» εκεί. Ήτανε το «Καλυψώ». Και ποιο άλλο ήτανε; Το «Ρόδον» άνοιξε πολύ μετά. Αυτά, δεν είχε άλλα μαγαζιά.

Γ.Γ.

Οπότε κυκλοφορούσατε, έτσι;

Α.Κ.

Ναι, κυκλοφορούσαμε και πολύ μεθύσι, ρε αδερφέ μου, πάρα πολύ μεθύσι. Δηλαδή βγαίναμε μεσημέρι, παράδειγμα, πηγαίναμε να πιούμε έναν καφέ και δεν μας άφηναν οι μπαρμπάδες. Βρισκόμασταν κατά τύχη σε κάποιο γλέντι που κάνανε, κάποιο αρραβώνα και έπρεπε να πιούμε με το ζόρι. Εγώ θυμάμαι μια φάση συγκεκριμένα, είχαμε μεθύσει το προηγούμενο βράδυ με κονιάκ, πολύ πράγμα όμως. Και την επομένη βγήκαμε με έναν φίλο μου να πιούμε καφέ και πήγαμε στον «Γλάρο» για καφέ. Καθίσαμε έξω, μέσα γινόταν χαμός, είχαν αρραβώνα. Και έρχεται ένας μπάρμπας έξω με ένα κιλό κρασί και λέει: «Θα το πιείτε». Δεν ξέρω ποιος ήταν αυτός, δεν θυμάμαι να σου πω τώρα. Αρραβώνιαζε την κόρη του, τον γιο του, δεν ξέρω. Πολύ μεθύσι εκείνα τα χρόνια, πάρα πολύ, καθημερινό, σερνόμασταν. Εγώ θυμάμαι τότε που παίζαμε στην «Κρυφή Φωλιά», που σου λέω, και ερχότανε σαν πελάτισσα και η Ροδάνθη μετά αφού γνωριστήκαμε και αυτά, με κουβάλαγε στην πλάτη. Γιατί τότε νοικιάζαμε και σπίτι, δεν σ‘ το είπα αυτό, ξέχασα. Ήμασταν φαντάροι αλλά νοικιάζαμε και σπίτι έξω, γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε όταν τελειώναμε απ’ τη δουλειά που ήταν χαράματα τώρα να πάμε μέσα. Με τα πόδια πώς να πας 17 χιλιόμετρα;

Γ.Γ.

Εδώ η κοινωνία, επειδή είπες ότι Σκυριανοί με αεροπόρους, εσάς τους φαντάρους σας είχανε και εσάς στο «άχτι», ας πούμε;

Α.Κ.

Ναι, επειδή παίρναμε τις κοπέλες τους. Επειδή... Και περισσότερο τους μόνιμους, όχι τους φαντάρους, τους μόνιμους.

Γ.Γ.

Για αυτό είπα τους φαντάρους.

Α.Κ.

Όχι, με τους φαντάρους δεν είχανε και πολλά πολλά, εντάξει.

Γ.Γ.

Και εν τω μεταξύ, το ’84 που λες, μέσα σε δύο χρόνια, παντρεύεστε. Σύντομα, έτσι;

Α.Κ.

Ναι. Δύο χρόνια γνωριμίας είχαμε.

Γ.Γ.

Το οποίο ήσουνα εδώ πέρα.

Α.Κ.

Ναι, εδώ. Αρραβωνιάστηκα στην αρχή, πήγα στο σπίτι της, τη ζήτησα απ’ τη μάνα της για να το κάνουμε πιο επίσημο να μη λένε και λόγια οι περίοικοι. Γιατί, τα ξέρεις, εκείνα τα χρόνια ειδικά ήταν άσ‘ τα να πάνε, δεν μπορούσες να βγεις με κάποιον, έπρεπε να είσαι παντρεμένος.

Γ.Γ.

Και παντρευτήκατε το ’84 στη Σκύρο ή στον Βόλο;

Α.Κ.

Στον Βόλο. Στον Βόλο.

Γ.Γ.

Όπου μου είπες ότι μείνατε και μέχρι το ’90. Μετά πώς πήρατε την απόφαση να γυρίσετε στη Σκύρο;

Α.Κ.

Επειδή δεν υπήρχε, ρε παιδί μου, δεν βλέπαμε να υπάρχει προκοπή. Και η Ροδάνθη δούλευε μαζί και δεν βγαίναμε, οικονομικά δεν βγαίναμε, ήτανε ενοίκιο, τα δυο παιδιά, ξέρω γω, έξοδα πολλά. Και εκεί δεν ήταν μόνο το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα ήταν πιο πολλά απ’ το ενοίκιο. Τέλος πάντων και λέμε: «Δεν πάμε στη Σκύρο να δοκιμάσουμε την τύχη μας; Θα δουλέψουμε τα πρώτα χρόνια μετά άμα βρούμε κάνα μαγαζί, ανοίγουμε δικό μας μαγαζάκι και τέτοια». Θέλαμε να κάνουμε δωμάτια, δεν μας έκατσε μια φάση. Αυτή ήταν η αρχική σκέψη και ήρθαμε.

Γ.Γ.

Οπότε κι εσύ ήθελες να έρθεις έτσι;

Α.Κ.

Ναι, ναι, μαζί. Κοινή απόφαση.

Γ.Γ.

Και το μαγαζί το είχατε στο μυαλό.

Α.Κ.

Το είχαμε. Θέλαμε ένα μαγαζί να κάνουμε ή τα δωμάτια, και τον χειμώνα ένα μαγαζάκι να δουλεύουμε. Τον χειμώνα.

Γ.Γ.

Να ξανά γυρίσω λοιπόν στο μαγαζί τώρα. Αν δεν είχες βρει το «Artistico», τι μαγαζί θα ήθελες να είχες κάνει;

Α.Κ.

Τέτοιο θα ήθελα.

Γ.Γ.

Τέτοιο.

Α.Κ.

Ή τέτοιο που έκανα, να παίζει μουσική, γιατί εμένα η μουσική είναι η ζωή μου, δεν μπορώ χωρίς μουσική. Και στο σπίτι που κάθομαι δεν υπάρχει στιγμή χωρίς μουσική, έτσι; Τίποτα. Ή θα ήταν αυτό ή θα ήταν ένα ουζερί, τσιπουράδικο, στο στυλ του Βόλου, όμως, όπως δουλεύουν εκεί.

Γ.Γ.

Τσίπουρο-μεζέ 2,5 ευρώ, πόσο έχει;

Α.Κ.

Ναι όσο είχε τότε, 4 ευρώ έχει τώρα, 4-4,5 κάπου εκεί. Με τον μεζέ του. Ένα τέτοιο πράγμα ήθελα να κάνω και το έκανα στην αρχή. Ένα καλοκαίρι, επειδή ανοίγαμε και το πρωί τότε, περισσότερο για το μεσημέρι το ‘θελα εγώ αυτό, καθιέρωσα 25άρια. Είχα πάρει από το Βόλο 25άρια, χύμα τσίπουρο, τα γέμιζα εικοσιπεντάρια, τα ‘χα και είχαμε γύρω στα 7-8 μεζέδες, κρύους όμως, ξέρεις, χταπόδι ξιδάτο, ταραμοσαλάτες, πιπεριές Φλωρίνης, κάτι… Είχε φτιάξει η Ροδάνθη κάτι 7-8 πιάτα. Και άλλαζα. Κάπαρη, γαύρο μαρινάτο και άλλαζα. Κάθε φορά που περνάνε τσίπουρο διαφορετικό μεζέ, διαφορετικό, μέχρι που εξαντλούνταν 8 μεζέδες και μετά ξανά απ’ την αρχή. Αλλά έλα που ζητάγαν και το βράδυ μετά, είχανε μάθει και ερχόταν στο μπαρ, καθόταν στο μπαρ και έπρεπε να βγάζω εγώ πιατάκια και λάδια τη στιγμή που έπαιζα μουσική με CD από μέσα. Δεν μπορεί, δεν γινότανε και το κατήργησα. Είχε πιάσει.

Γ.Γ.

Μεσημέρι, ναι, αλλά μετά όπως το λες τώρα…

Α.Κ.

Το βράδυ δεν γινότανε, εκ των πραγμάτων. Εγώ άνοιγα βαλίτσες με CD, δεν είχε χώρο, το μαγαζί είναι μικρό, το ξέρεις πώς είναι από μέσα. Με το ζόρι χωράμε τώρα. Έχουμε πάρει και κάποια κιλά.

Γ.Γ.

Η σχέση σου... Κατ’ αρχάς να πούμε ότι στο μαγαζί η Ροδάνθη είναι εκείνη η οποία είναι η μπαργούμαν.

Α.Κ.

Ναι.

Γ.Γ.

Σωστά; Και εσύ είσαι ο Disc Jockey.

Α.Κ.

Ο DJ.

Γ.Γ.

Πώς τα μοιράσατε τα πόστα έτσι;

Α.Κ.

Αναγκαστικά. Η Ροδάνθη δεν μπορεί να παίξει μουσική, κάποιος πρέπει να παίζει.[00:40:00] Τα πρώτα χρόνια δεν είχαμε μπαργούμαν και μπάρμαν ρόλο, ήμασταν και οι δύο και στα δύο. Γιατί η μουσική... δεν υπήρχε DJ, είχε κασέτα, διπλό κασετόφωνο, τέλειωνε η μία, ξεκίναγε η άλλη, και μετά τούμπαλιν. Δεν απασχολούνταν κάποιος να βάζει μουσική, έπαιζαν κασέτες. Να το πάλι. Με το μότο, μάλιστα.

Γ.Γ.

Μετά με τα CD;

Α.Κ.

Μετά με τα CD αναγκαστικά έπρεπε κάποιος να ασχολείται. Και οι κόρες μου να ‘ναι καλά που μας βοηθάγανε το καλοκαίρι στο service έξω, η Ροδάνθη έβαζε τα ποτά από μέσα, εγώ έβαζα τη μουσική και εναλλάξ οι κόρες μου σερβιτόρες.

Γ.Γ.

Οικογενειακό.

Α.Κ.

Οικογενειακό τελείως, ναι, δεν έχουμε απασχολήσει υπαλλήλους, εκτός από τώρα τελευταία που πήραμε τη μία…

Γ.Γ.

Που και πάλι οικογένεια είναι.

Α.Κ.

Οικογένεια, ναι, τη μια ξαδέρφη, μια ανιψιά της Ροδάνθης, που μας βοηθάει τα καλοκαίρια.

Γ.Γ.

Τώρα με τα CD... Κατ’ αρχάς, εσύ έπαιζες μουσική με CD μέχρι το ’13-’14;

Α.Κ.

Έχω 4 χρόνια που έβαλα υπολογιστή, 3-4; Κάπου εκεί.

Γ.Γ.

Σε σχέση με τον υπολογιστή;

Α.Κ.

Πιο ωραία τα CD. Άλλη φάση, δηλαδή μπορεί να κόλλαγαν, να κάνανε, να έβριζες, να μην… Αλλά θυμάμαι... θυμόμουνα τα πάντα, θυμόμουνα ποιο νούμερο είναι το τραγούδι που θέλω να βάλω, σε ποιο CD, πού βρίσκεται το CD. Ήτανε άλλη ιστορία και αυτό έκανε και πολλούς να αναρωτιούνται, που καθόταν στο μπαρ. «Πού τα θυμάται αυτός τώρα», ας πούμε, κατάλαβες; Είχαμε τέτοιες απορίες, κάποια στιγμή που το συζητάγαμε αργότερα δηλαδή μου το λέγανε. «Ρε μπαγάσα, πού τα θυμάσαι;» λέει. Λέω: «Ρε συ, αφού κάθε βράδυ τα δουλεύω αυτά, πώς δεν τα θυμάμαι». Και τα ξένα, και την ξένη μουσική που παίζω νωρίς, και αυτή τη μουσική τη θυμόμουνα που είναι στα CD.

Γ.Γ.

Πόσα CD παίζει να είχες;

Α.Κ.

Χιλιάδες, δεν ξέρω πόσα. Δεν θυμάμαι, τι να σου πω. Τώρα στο μαγαζί πρέπει να είναι γύρω στα 500 CD σίγουρα. Και τα οποία είναι διακόσμηση, έτσι; Δεν παίζει τώρα τίποτα τέτοιο.

Γ.Γ.

Αλλά σ’ ό,τι αφορά... σ’ ό,τι αφορά ρε παιδί μου, στο να είναι κάποιος DJ ή να βάζει μουσική την ώρα... πώς να το πούμε, το να ξέρεις πού είναι το CD, τι να βάλεις μετά, θέλει…

Α.Κ.

Θέλει μια παιδεία, μουσική έτσι, δεν είναι τυχαία δηλαδή. Πρέπει να μπορείς να ταιριάζεις τους ρυθμούς, να ξέρεις τι κομμάτι είναι στον ίδιο ρυθμό, μην τα κάνουμε μπάχαλο, εκεί που παίζει ζεϊμπέκικο να αρχίζουμε να βάζουμε τσιφτετέλια, δεν γίνονται αυτά. Τέλος πάντων, κάτι τέτοια. Εντάξει, εμένα με βοήθησε η κιθάρα μου, το τραγούδι, όλα αυτά. Οι τόνοι που μπορώ να βρω. Ακόμα και τόνους, έβαζα κομμάτια με τον τόνο, δηλαδή να είναι και στον τόνο ίδια. Δεν άλλαζε ο τόνος, ήτανε, ξέρω γω, Ντο Μινόρε και Ντο Μινόρε και το επόμενο. Τέτοια πράγματα. Τώρα ο υπολογιστής σου δίνει μεγάλες δυνατότητες, δεν χρειάζεται να ψάχνεις, πατάς το τραγούδι, κλακ-κλακ στο searching και σ‘ το βγάζει έτοιμο στο πρόγραμμα που παίζει τη μουσική.

Γ.Γ.

Ναι. Και ακόμα και στη μίξη, ξέρω γω, από όσο έχω δει σε προγράμματα, σου λέει το τέμπο…

Α.Κ.

Ναι, σ‘ τα βγάζει με το τέμπο. Ναι, αλλά, εντάξει, στα ελληνικά δεν είναι απόλυτο αυτό. Στην ξένη μουσική είναι πιο πολύ, κολλάει. Αλλά στα ελληνικά δεν είναι, καμία σχέση, τα bpm με αυτά που λέει επάνω αυτό, τίποτα.

Γ.Γ.

Εμείς, και εγώ και οι φίλοι μου, και διάφοροι γνωστοί χαρακτηρίζουν το «Artistico» σαν ένα κέντρο πολιτισμού.

Α.Κ.

Έτσι, έτσι. Μου το έχουνε πει και εμένα.

Γ.Γ.

Πώς το βλέπεις εσύ;

Α.Κ.

Ο Θανάσης ο Παπακωνσταντίνου πέρασε και, όταν κάνανε συναυλία στη Σκύρο, πέρασε απ’ το μαγαζί, έκατσε λίγο και μου έδωσε συγχαρητήρια που παίζω και τη μουσική του. Και λέω: «Εσύ μου δίνεις συγχαρητήρια που παίζω τη μουσική σου; Εγώ σου δίνω συγχαρητήρια που μας δίνεις τα τραγούδια σου και με αυτά μπορούμε και παίζουμε στο μαγαζί το δικό μας». Έτσι που λες. Ναι.

Γ.Γ.

Αυτή η μουσική όμως, ρε παιδί μου, η συγκεκριμένη μουσική, η οποία έχει σχέση και με την παράδοση και με καλλιτέχνες μεταγενέστερους, ξέρω γω, από Λοΐζο ,δεν ξέρω γω μέχρι τι άλλο. Εσύ το βλέπεις κι εσύ ότι είναι ένα κέντρο πολιτισμού;

Α.Κ.

Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις κι έτσι, ναι. Εντάξει.

Γ.Γ.

Θέλω να πω, είναι σαν να γαλουχείς, ρε παιδί μου, ανθρώπους σε μία…

Α.Κ.

Ναι, γιατί τους βάζω σε μια συγκεκριμένη... σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής και ακούνε, θέλουνε δεν θέλουνε. Και αν τους αρέσει κάθονται, αν δεν τους αρέσει φεύγουν. Είναι πολλοί αυτοί που πέρασαν και δεν κάτσανε, έτσι; Δεν είναι απαραίτητο να αρέσει σε όλους αυτό το είδος μουσικής, εγωιστικό να το θεωρείς αυτό. Αλλά είναι πάρα πολύς ο κόσμος, ευτυχώς, εδώ στη Σκύρο, νέα παιδιά, που ακούν αυτή τη μουσική. Και αυτό είναι παρήγορο, γιατί παίζει πολύ σκουπίδι στη μουσική, φίλε, πάρα πολύ, δυστυχώς.

Γ.Γ.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια.

Α.Κ.

Και αυτό που λέμε, χαρακτηρίζουμε έντεχνο, για μένα θα το έλεγα, δεν θα το ‘λεγα έντεχνο, σαν να είναι τα άλλα άτεχνα, ας πούμε; Όλη η μουσική είναι έντεχνη. Αλλά θα το θεωρούσα περισσότερο με φυσικά όργανα, να σ‘ το πω έτσι. Που παίζει το μπουζουκάκι με φυσικό ήχο, το βιολί, η κιθάρα με φυσικό ήχο, όχι ηλεκτρικά πετάλια, πεταλιέρες και τέτοια. Αυτό θεωρώ εγώ μουσική. Σαν αυτό που παίζεις με τους φίλους στο σπίτι ή σε μια ταβερνούλα.

Γ.Γ.

Εσύ το είχες ποτέ στο μυαλό σου ότι... βασικά ήθελες εσύ να μάθεις τον κόσμο να αγαπάει αυτή τη μουσική;

Α.Κ.

Κάποια στιγμή πήρα απόφαση ότι θα κρατήσω το μαγαζί για χρόνια και επειδή ήθελα να δώσω κάτι, όχι να... μόνο λεφτά να παίρνουμε, να δίνουμε και κάτι στον κόσμο, θεώρησα ότι αυτό το είδος της μουσικής είναι... αξίζει τον κόπο. Δηλαδή, αυτοί που τα ακούνε έχουνε κάποια αρχή στο κεφάλι τους, δεν είναι ανεγκέφαλοι. Και αυτό τον κόσμο ήθελα. Δεν ήθελα ούτε φασαρίες στο μαγαζί, ούτε αυτούς που ακούνε το ζεϊμπέκικο και μετά τα σπάνε όλα κι αυτά. Ήθελα να καθιερώσω ένα συγκεκριμένο είδος κόσμου στο μαγαζί και το πέτυχα. Γιατί αυτό το είδος της μουσικής, όπως σου ‘πα, είναι λίγο δύσκολο για ευρύτερο κοινό να το ακούει.

Γ.Γ.

Δεν είναι και... Δεν υπάρχουν και πολλά μαγαζιά, η αλήθεια είναι.

Α.Κ.

Όχι, στη Σκύρο τουλάχιστον είναι το μοναδικό. Αλλά από ό,τι μου λένε και στην Αθήνα δεν έχουνε συναντήσει τέτοια μαγαζιά. Κι εγώ που πηγαίνω, όποτε πηγαίνω, και σε άλλες πόλεις που πάω, δεν έχω συναντήσει τέτοιο μαγαζί, όχι. Υπάρχει ένα μαγαζί που πήγαινα και στο Βόλο, «Εξάντας» λέγεται, που παίζει τέτοιο ύφος. Αλλά παίζει… δεν παίζει DJ, έχει λίστες, ας πούμε, αναπαραγωγής και βάζει, δεν ασχολείται κανένας. Απλά είναι οι λίστες τέτοιες που είναι αυτό το είδος μουσικής.

Γ.Γ.

Να μείνω, πέρα απ’ τη μουσική, στο «Artistico», στο design του μαγαζιού. Είπαμε το μαγαζί είναι ένα μακρόστενο…

Α.Κ.

Ένα μακρινάρι.

Γ.Γ.

Μέρος, που αυτό όμως το πράγμα βοηθάει τους άνθρωπος που είναι εκεί μέσα να έρχονται και πιο κοντά.

Α.Κ.

Αναγκαστικά, θέλοντας και μη.

Γ.Γ.

Εσύ που είσαι από μέσα το βιώνεις έτσι αυτό; Ότι είναι αυτό...

Α.Κ.

Φυσικά. Μεταξύ τους γίνονται όλοι μια παρέα. Όλο το μαγαζί γίνεται μια παρέα, θέλοντας και μη. Αναγκαστικά ακούς τον διπλανό σου, δεν γίνεται να μην τον ακούς, αφού είναι οι αποστάσεις τέτοιες, που ο ένας είναι απάνω στον άλλον σχεδόν.

Γ.Γ.

Πώς θα χαρακτήριζες εσύ το «Artistico»;

Α.Κ.

Πώς να το χαρακτηρίσω; «Μουγκρότρυπα» δεν είπαμε; «Θολάμι». «Λεωφορείο». Ήτανε να το βγάλουμε και «Αίσθηση» κάποια στιγμή το μαγαζί αλλά δεν μου άρεσε εμένα. Και το άφησα «Artistico», όπως ήτανε. «Artistico», είναι ιστορία. Μια ιστορία 26 χρόνων.

Γ.Γ.

Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου αν δεν είχατε κάνει το «Artistico» πώς θα ήτανε;

Α.Κ.

Χωρίς ενδιαφέροντα. Δεν θα είχα γνωρίσει τόσο κόσμο που γνώρισα, δεν θα είχα κάνει φίλους, δεν θα είχα γνωρίσει μουσικούς, άξιους, να μνημονεύουμε τώρα ας πούμε. Δεν θα είχα γνωρίσει τον Σκαφίδα πρώτα απ’ όλα, αν δεν είχα το «Artistico». Τον Νίκο, έτσι; Τον Αλέκο τον Τσαλαπατάνη, τον Αλέκο τον Καμπουράκη. Αυτούς δεν θα τους ήξερα. Πώς να τους γνωρίσω; Άμα δεν ήταν το «Artistico» δεν θα ερχόταν αυτοί για να τους γνωρίσω εγώ. Όπως κι άλλο... και άλλο κόσμο έτσι, δεν μιλάω μόνο για μουσικούς. Μιλάω και για αξιόλογα άτομα που έχουμε συγγενέψει, έχουμε κάνει κουμπαριές, έχουμε γίνει... εντάξει…

Γ.Γ.

Όπως είπες κιόλας, πολλοί μπήκαν ελεύθεροι…

Α.Κ.

Και βγήκαν παντρεμένοι και τώρα έχουμε πελάτες και τα παιδιά τους.

Γ.Γ.

Επίσης, Σάκη, σε όλο αυτό το... όπως σε ρώτησα, αν δεν είχες κάνει το «Artistico» πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου, σ’ όλα αυτά συνοδοιπόρος και σύντροφος και σύζυγος, η Ροδάνθη. Θα μπορούσε όλο αυτό να υπάρχει χωρίς τη Ρο;

Α.Κ.

Κοίταξε, είναι τώρα… ένα πράγμα έχουμε γίνει και οι τρεις. Με το «Artistico», η Ροδάνθη και εγώ είμαστε ένα πράγμα τώρα. Δεν μπορεί δηλαδή να υπάρξει «Artistico» χωρίς αυτά τα δύο άτομα μέσα. Δοκιμαστικά, άμα θέλεις, βάζουμε άλλα άτομα να το δουλέψουνε. Εγώ θα λείπω και η Ροδάνθη. Θα σου πουν, θα δεις τη διαφορά. Ας παίζει την ίδια μουσική, έτσι; Δεν είναι μόνο η μουσική. Είναι και ο κόσμος, είναι και οι άνθρωποι που κάνουν ένα μαγαζί, έτσι; Οι κουβέντες που θα κάνεις με τον άνθρωπο που είναι από μέσα, που μπορεί να σε ακούσει, που ξέρεις ότι ό,τι πεις εκεί δεν θα βγει παραέξω. Όλα αυτά παίζουνε, έχουνε ρόλο. Είναι βασικές αρχές. Αυτά από μένα. Θέλετε κάτι άλλο, κύριε Γεωργούδη;

Γ.Γ.

Ναι. Λίγα από τον χρόνο σου. Στο μέλλον σε τι ευελπιστείς και για σένα και για το μαγαζί;

Α.Κ.

Δεν υπάρχει μεγάλο μέλλον, έτσι; Γιατί το μέλλον διαγράφεται κοντό τώρα πλέον, γιατί φτάσαμε σε ηλικία σύνταξης. Δεν μπορώ να συνεχίσω, είναι δηλαδή… και η αρρώστια συντελεί σ’ αυτό, είναι πάρα πολύ κούραση. Δεν βοηθάει το σώμα πλέον μετά τις αρρώστιες αυτές και τις θεραπείες[00:50:00]. Σκύβω να βάλω μπύρες ας πούμε και δεν μπορώ να σηκωθώ μετά. Πονάν τα κόκαλα, πονάν τα πόδια, πονάν όλα. Εντάξει, το «Artistico» για μένα ήτανε εκεί, 26-27 χρόνια θα πάει. Παραπάνω δεν μπορεί να πάει, εκ των πραγμάτων.

Γ.Γ.

Σάκη, σε όλο αυτό διάστημα σκέφτηκες ποτέ να το αφήσεις;

Α.Κ.

Όχι, όχι. Ποτέ.

Γ.Γ.

Ποτέ, ε; Και έτσι σαν τελευταία ερώτηση λοιπόν. Το «Artistico» μου είπες τι είναι για σένα. Αν λοιπόν αυτό το ταξίδι στη Σκύρο τότε, αυτή η μετάθεση, είναι εκείνη που καθόρισε, να πω, τη ζωή σου;

Α.Κ.

Έτσι, ναι, ναι.

Γ.Γ.

Η Σκύρος λοιπόν για σένα…

Α.Κ.

Ήτανε μονάδα ανεπιθύμητων, έτσι; Δεν ξέρω γιατί με στείλαν εμένα εδώ, δεν ήμουνα ούτε εγγεγραμμένος σε κάποιο κόμμα, ούτε συμμετείχα σε δρώμενα τέτοια πολιτικά, ποτέ. Τέλος πάντων ήρθα. Μου βγήκε σε καλό, δεν μετάνιωσα δηλαδή, ούτε... ούτε έβρισα που με στείλανε στη Σκύρο. Αν και εκείνη την εποχή πολλοί βρίζανε τη Σκύρο, έτσι; Δεν θέλαν με τίποτα. Εμένα μου έκατσε καλά. Και από δουλειά και από θητεία. Σου είπα ότι δύο μήνες υπέφερα εγώ, τους δύο πρώτους μήνες. Μετά απολύθηκα, τελείωσα.

Γ.Γ.

Κλείνοντας, λοιπόν, είναι κάτι το οποίο θα ήθελες να προσθέσουμε; Να πεις;

Α.Κ.

Δεν νομίζω να έχω κάτι άλλο, δεν μου έρχεται κάτι τώρα. Τι να πω; Να πω συγχαρητήρια στη γυναίκα που με στήριξε και τον κόσμο που υποστηρίζει ακόμα το μαγαζί. Αυτό, τίποτα άλλο. Και ευχαριστώ μεγάλο.

Γ.Γ.

Ωραία λοιπόν. Ευχαριστούμε λοιπόν, και εγώ ευχαριστώ, και εμείς απ’ το Istorima, τον Σάκη τον Καπουτσίδη για τη συνέντευξη–

Α.Κ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ, παιδιά.

Γ.Γ.

–που μας παραχωρεί. Του ευχόμαστε και αυτουνού και της Ρο και στο «Artistico» τα καλύτερα.

Α.Κ.

Να ‘σαι καλά.

Γ.Γ.

Υγεία. Σ’ ευχαριστώ. 

Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους

Περίληψη

Μεγαλωμένος στον Βόλο και έχοντας σπουδάσει Τουριστικά, ο Σάκης Καπουτσίδης αγάπησε από μικρός τη μουσική και την κιθάρα, που έμαθε μόνος του, ώσπου ήρθε η στιγμή να πάει φαντάρος. Η τυχαία μετάθεσή του στη Σκύρο καθόρισε και το μέλλον της ζωής του. Στην αρχή η θητεία του ήταν δύσκολη, μετέπειτα όμως χαλάρωσε, κι έτσι άρχισε να παίζει μαζί με άλλους μουσική σε μια ταβέρνα. Τότε γνώρισε και τη Ροδάνθη, τη νυν σύζυγό του. Παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένεια, και μετά από 6 χρόνια ζωής κι εργασίας στον Βόλο αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί για να βρουν την τύχη τους. Το 1995 άνοιξαν το «Artistico», ένα μαγαζί που επρόκειτο να δώσει κάτι στον κόσμο, και όχι απλώς να βγάζει κέρδος. Έτσι και έγινε και γίνεται, καθώς το «Artistico» έχει μεγαλώσει γενιές και είναι σήμα-κατατεθέν του νησιού για το ύφος του, ένα μαγαζί που είναι συνυφασμένο με αυτούς τους δυο, καθώς «Artistico, Σάκης και Ροδάνθη είναι ένα». Εκεί μέσα έχουν ζήσει τόσες στιγμές και χαρακτηριστικά όπως λέει και ο ίδιος: «Αν δεν υπήρχε το “Artistico”, δεν θα γνώριζα τους ανθρώπους που γνώρισα».


Αφηγητές/τριες

Αθανάσιος Καπουτσίδης


Ερευνητές/τριες

Γιώργος Γεωργούδης


Ιστορικά Γεγονότα

Ημερομηνία Συνέντευξης

09/01/2022


Διάρκεια

51'