Η κοπιώδης και απαιτητική καθημερινότητα μιας θεσσαλικής αγροτικής οικογένειας στα μέσα του 20ου αιώνα

Ε.Β.

Λοιπόν, καλησπέρα, είμαι η Ευτυχία Βαρδούλη, είμαι ερευνήτρια του Ιστορήματος. Σήμερα είναι 5 Δεκεμβρίου του 2021 και είμαι εδώ πέρα με τον κύριο;

[00:00:00] 

Δ.Λ.

Δημήτριο Λαγούδα του Κωνσταντίνου.

Ε.Β.

Είμαι εδώ πέρα με τον κύριο Δημήτρη Λαγούδα, στο σπίτι του στη Λάρισα. Λοιπόν, κύριε Δημήτρη, στην αρχή θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για τον εαυτό σας, σαν εισαγωγή;

Δ.Λ.

Ναι. Λέγομαι Δημήτριος, κατάγομαι από ένα μικρό χωριό του θεσσαλικού κάμπου, του σιτοβολώνα της Ελλάδος, όπως λέγανε παλιά που λέγεται Βρυότοπος, απέχει 12 χιλιόμετρα από τη Λάρισα. Είναι ένα χωριό των 800 περίπου κατοίκων στον θεσσαλικό κάμπο, με κατοίκους γεωργούς, κυρίως, κτηνοτρόφους και με μια παράδοση, οι άνθρωποι αυτοί στην καλλιέργεια κάποιων προϊόντων και κάποιων ζώων, που ήτανε, Ξεχώριζαν ιδιαίτερα απ’ τους άλλους χώρους αυτής της περιοχής. Γεννήθηκα στον Βρυότοπο το 1940 από μια, και ανήκω σε μία οικογένεια γεωργική, πολυμελή, 6 ατόμων. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός, μικροκαλλιεργητής των 50 στρεμμάτων. Η οικογένειά μου ήτανε, αποτελούταν από 4 κορίτσια και 2 αγόρια. Το πρώτο κορίτσι ήτανε η αδελφή μου, η πρώτη αδελφή μου, και το τελευταίο παιδί της οικογένειας, ήμουνα εγώ. Ο τελευταίος πάντα ήταν το παιδί, το παιδί της μάνας. Και εμένα πολύ χαρακτηριστικό όνομα, το λέγανε σουγκάρι, το σουγκάρι της οικογένειας, το αγαπητό παιδί γιατί αυτό βοηθούσε στις μικροδουλειές. Δηλαδή, το στήριγμα της οικογένειας ήταν το μεγάλο παιδί, που ήταν η αδερφή μου κορίτσι και ο μικρός εγώ για τις μικροδουλειές. Ο μεγάλος, το πρώτο παιδί αναλάμβανε να βοηθήσει την οικογένεια, την πολυμελή οικογένεια στο μεγάλωμα, στην ανατροφή, στην περιποίηση των άλλων μικρότερων αδελφών και ο μικρός για όλες τις δουλειές και το καμάρι και το στήριγμα, το τελευταίο στήριγμα της μάνας. Σαν μικρός, θυμάμαι, στην οικογένεια, που και πιο αγαπητός ήμουν, όπως μου λέγανε ήμουν πολύ ομιλητικός —με λέγανε μπιρμπίλη γιατί μιλούσα πάρα πολύ. Ήμουν, έκανα όλες τις δουλειές, δεν είχα ποτέ αντιρρήσεις. Με είχαν καλομάθει, τους είχα καλομάθει τόσο πολύ που έκανα χωρίς καμιά, καμιά αντίρρηση ότι ήθελαν. Η οικογένεια, κάποια μικροπράγματα της οικογένειας —που μια μεγάλη οικογένεια όπως ήταν το σπίτι μας έπρεπε να διεκπεραιώνονται από, να βοηθούν και τα παιδιά—, η μεγάλη αδερφή μου είχε την επιμέλεια των μικρότερων αδελφών, βοηθούσε τη μάνα γιατί και οι γονείς μου ήταν γεωργοί και πολλές φορές και η μητέρα μου συνόδευε τον πατέρα μου στους αγρούς και στις διάφορες καλλιέργειες που είχαμε και είχαν και αυτοί οι μεγάλοι, ο μεγαλύτερος είχε την φροντίδα του μικρότερου και εγώ ο τελευταίος είχα την φροντίδα των περισσότερων λοιπόν μέσα. Μέσα στην οικογένεια λοιπόν, ήμουν ο βοηθός, ο καθημερινός βοηθός, ο καθημερινός, ο άνθρωπος για όλα. Για το νερό, γιατί στη μαμά να βοηθήσω τη μητέρα μου στην κουζίνα, να τις κάνω τις μικροδουλειές, ό,τι ζητούσε: «Τάκη εδώ, Τάκη εκεί, φέρε το νερό στην, νεροχύτη, βάλε το νερό στην κοπάνα για να ξεβγάλουμε τα ρούχα της Δευτεριάτικης μπουγάδας. Κάνε εκείνο, κάνε το άλλο». Τελικά —και όταν μάλιστα και δουλειές πολλές να είχαμε, να φέρουμε το νερό από τη βρύση, που είχαμε μια με αρτεσιανό νερό, γι’ αυτό πίναμε αρτεσιανό νερό, είχαμε μια βρύση, που έχει πολύ ωραίο υγιεινό νερό— και ήταν μια οικογένεια, μια οικογένεια που από ότι θυμάμαι εργαζόταν όλοι για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.  Είχαμε δύο χωράφια, ο πατέρας μου είχε ένα άλογο, το οποίο όργωνε τα χωράφια του. Είχαμε δύο βουβάλια, μαύρα βουβάλια γαλακτοφόρα για το γάλα και για τα βουβαλάκια, τα οποία τα πουλούσαμε κάθε χρόνο στο παζάρι της Λάρισας το Σεπτέμβριο. Είχαμε ένα άλογο, ένα κάρο, το οποίον έσερνε ο πατέρας μου, το άλογο, έτσι, με το κάρο και ο πατέρας μου με το αλέτρι στα χωράφια και στη συλλογή των καρπών και η ζωή μας από ό,τι θυμάμαι —από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι που αντρωθήκαμε, μεγαλώσαμε και κλείσαμε τις δουλειές μας—, ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ιδιαίτερα στην ηλικία των παιδικών μας χρόνων. Αγώνα επιβίωσης κάναμε. Θυμάμαι ότι περνούσαμε, δύσκολα περνούσαμε. Πολλά παιδιά, λίγα τα χωράφια, λίγα τα κτήματά μας. Η μητέρα μας δούλευε και εκείνη στα κτήματα μαζί με τον πατέρα μου και εμείς και τα κορίτσια, οι αδερφές μου και εμείς όλοι μας δουλεύαμε, ο καθένας ανάλογα με την ηλικία και με το είδος της καλλιέργειας που κάναμε. Στην οικογένειά μας, η μάνα μας, η μάνα μας ήταν μια πολύ καλοκάγαθη γυναίκα, ήτανε πολύ εργατική, ήτανε πολύ και βαθιά θρησκευόμενη. Στην πατρική της οικογένεια, έμενε σε μια συνοικία ενός γειτονικού χωριού και ήτανε, είχαν μία εκκλησία παλαιοημερολογιτών και είχε αυτό το σύνδεσμο με την παλαιοημερολογίτικη εκκλησία. Όταν όμως ήρθε στο χωριό μας και στου πατέρα μου το σπίτι, ακολούθησε το ορθόδοξο δόγμα, όμως θυμάμαι ότι πάρα πολλές φορές δεν ξεχνούσε κάποιες γιορτές σημαδιακές της χριστιανοσύνης και το παλαιό ημερολόγιο. Πολλές φορές έλεγε: «Σήμερα είναι με το παλιό, η μεγάλη γιορτή», θυμόταν κάποιες γιορτές. Πάντα, μας φρόντιζε πάντα, επέμενε πάντα στην καθαριότητά μας. Τα καλοκαίρια ποτέ δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε, το μεσημέρι ή το βράδυ αν δεν πλύνουμε τα πόδια μας, να πλυθούμε, είχαμε μια τουλούμπα έξω στην αυλή του χωριού, που είχε, είχαμε νερό να πλυθούμε, να πάμε, να αυτό, να ξαπλώσουμε και ποτέ μικρά δεν μας άφηνε. Τα βράδια δεν μας επέτρεπε να κοιμηθούμε, εάν δεν κάνουμε το σταυρό στο εικόνισμα, που τηρούσε, που είχε πάνω σε ένα εικονοστάσι η μητέρα μας, σε ένα δωμάτιο πάνω, στο επάνω μέρος του παραθύρου, με μια εικόνα, με ένα καντηλάκι που τα άναβε κάθε βράδυ κι έπρεπε κάθε βράδυ να κάνουμε την προσευχή μας και το σταυρό μας. Και πάντα όταν, ό,τι κι αν έφτιαχνα, όπου κι αν πήγαινα, πάντα μου έλεγε: «Το σταυρό σου. Κάνε το σταυρό σου». Μέχρι που μεγάλωνα και καμιά φορά τούς το έκανα από χατίρι, γιατί το ευχαριστιόταν να με βλέπει, να κάνω αυτό, να κάνω αυτό το οποίο θεωρούσε αυτή ότι ήτανε η αδυναμία της, η πίστη της, το πιστεύω, βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Πολύ καλή νοικοκυρά, πολύ καλή μαγείρισσα, φιλάνθρωπη γυναίκα πάρα πολύ, πολύ αγαπητός άνθρωπος στο χωριό. Συμπονούσε πολλούς ανθρώπους που είχαν την ανάγκη και την, προσέτρεχε σε κάθε βοήθεια και πίστευε πάρα πολύ και στην —πώς να στο πω;—, στη δύναμη της πίστης και την δύναμη, την θαυματουργή δύναμη των εικόνων καμιά φορά. Θυμάμαι μία φορά, μου έλεγε ότι ήμουν άρρωστος σε κάποια φάση όταν ήμουν στο Δημοτικό και είχα πυρετό, ο πυρετός δεν έπεφτε, η μάνα μου ανησυχούσε και έρχεται μια γειτόνισσα και της λέει: « Ελένη τι καθόμαστε, να πάμε να πάρουμε την… Άγιοι Ανάργυροι». Άγιοι Ανάργυροι είναι ένα εικόνισμα μέσα στην εκκλησία, φέραν λοιπόν την εικόνα, με έβαλαν, όπως λέει η μητέρα μου, να την προσκυνήσω και την άλλη μέρα έγινα καλά και μου έλεγε η μητέρα μου: «Βλέπεις; —μου λέει όταν μεγάλωσα—, οι Άγιοι Ανάργυροι σε έκανε καλά». Βέβαια, η μητέρα μου ήταν αγράμματη, δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο, ούτε να γράψει, ποτέ δεν έμαθε ότι οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν δύο Άγιοι, Κοσμάς και Δαμιανός, της το ‘λεγα και γυρνούσε: «Τώρα τι μου τα λες αυτά; —μου λέει— εγώ μία ξέρω την Άγιοι Ανάργυροι» και μου έλεγε πάντα: «Πρόσεξε. Όπου κι να πας, όπου και να βρεθείς, δεν θα ξεχνάς ποτέ αυτή την μέρα, θα πας να ανάβεις ένα κεράκι στην εκκλησία γιατί αυτή η εικόνα σε έσωσε».  Βέβαια, αυτό το ξέχασα στην πορεία, ούτε και το θυμήθηκα, ούτε και το τήρησα ποτέ, γιατί άλλαξαν ο τρόπος ζωής, άλλαξαν οι σκέψεις μας, άλλαξαν αυτές οι απόψεις μας. Στην οικογένεια, η οικογένεια μας ήταν, ήμασταν 6 παιδιά, αγαπημένα ήμασταν παιδιά, δουλεύαμε μαζί, είχαμε καλούς γονείς. Ο πατέρας μου, όχι ιδιαίτερα αυστηρός, ήτανε πολύ φιλικός μαζί μας, βοηθούσαμε όλοι στα καπνά, στις δουλειές, στην, τα κορίτσια βοηθούσαν την μητέρα μου, μεγαλώσαμε. Σιγά-σιγά παντρευτήκαμε όλοι, φτιάξαμε οικογένειες, οι γονείς μας και αυτοί μεγάλωσαν κάποια στιγμή τους αποχαιρετήσαμε και διατηρήσαμε από την, τις καλύτερες αναμνήσεις. Αυτό δε που χρωστάω στη μάνα μου, ήμουνα, από την οικογένεια ήμουνα το παιδί που κατάφερε να μάθει γράμματα, ήμαν καλός μαθητής, είχα μια τάση φιλομάθειας από μικρό παιδί. Ερχόμουν απ’ το σχολείο και πάντα κοιτούσα τα μαθήματά μου —άριστος μαθητής βέβαια, πολύ έτσι, πολύ καλός και από τους δασκάλους έξω, τους επαίνους που έπαιρνα— και ο πατέρας μου είχε μεράκι να με σπουδάσει και έλεγε, ήθελε να με κάνει ιεροκήρυκα. Διότι το «Πάτερ ημών», όταν ήμουν στο Δημοτικό και όταν μεγάλωνα το «Πιστεύω» στην κυριακάτικη Λειτουργία το ‘λεγα πάντα εγώ… Στους δε Χαιρετισμούς, είχα μάθει και έλεγα το «Άσπιλε αμόλυντε» και ήταν πολύ μεγάλο και δυσκολευόμανα. Κι έλεγε ο πατέρας μου: «Εσύ, παιδί μου, πρέπει να γίνεις ιεροκήρυκας» γιατί και εκείνος ήταν θρησκευόμενο άτομο. Φυσικά, δεν ακολούθησα αυτά ήταν επιθυμίες των γονέων μου αυτές, όμως άλλο δρόμο ακολούθησα. Στο χωριό, το χωριό μας ήταν γεωργικό χωριό. Είχε κατοίκους γεωργούς, είχε μικρές ιδιοκτησίες —ανάμεσα στα 50 έως 100 στρέμματα, καθαρά γεωργική περιοχή, γεωργικό χωριό—, δουλεύουμε στα χωράφια με δύσκολες συνθήκες. Είχαμε μέσα στα χωριά, όλες οι οικογένειες καταρχήν, όλες οι οικογένειες εκείνη την περίοδο αυτή των γονιών ήταν πολυμελείς. Όλες είχαν πάνω από 4 παιδιά, 4, 5, 6 παιδιά, 6 ήμασταν εμείς. 6, 7 κι 8 παιδιά. Πολυμελείς οικογένειες, γεμάτο το χωριό μας. Στο χωριό μας, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχαν δρόμοι —χωματόδρομοι ήτανε— ούτε νερό, είχαμε μόνο μία βρύση που έτρεχε συνεχώς νερό αρτεσιανό για πόσιμο και σπίτι μας είχαμε τα πηγάδια με τις τουλούμπες, αυτές που τραβούσαμε και βγάζαμε το νερό για τα ζώα. Η οικιακή οικονομία ήτανε, συντηρούσαμε πάντα για τις ανάγκες της οικογένειας δυο βουβάλια. Είχαμε αγέλη βουβαλιών σ[00:10:00]το χωριό μας, δεν υπήρχε σε άλλη περιοχή στη Θεσσαλία, μόνο προς την περιοχή της Φλώρινας υπήρχαν βουβάλια. Τα βουβάλια είναι, είναι ζώα γαλακτοφόρα, περίπου σαν τις αγελάδες αλλά είναι κατάμαυρα και έχουνε κάποια χαρακτηριστικά, διαφέρουν λιγάκι ως προς τη φυσιογνωμία τους με τις αγελάδες. Έχουν παχύ γάλα, περιεκτικότητα σε βούτυρο που το δίναμε στη Λάρισα, το παίρναν στα ζαχαροπλαστεία και μας δίναν και ένα βουβάλι κάθε χρόνο, που το πουλούσαμε στη λαϊκή, στην εμποροπανήγυρη, ζωοπανήγυρη της Λάρισας κάθε Σεπτέμβριο, τέλος Σεπτεμβρίου. Ήταν ένα εισόδημα. Το βουβάλι —η τιμή του βουβαλιού του μικρού που πουλούσαμε και το γάλα που το παίρναν κάποιοι έμποροι και το πηγαίναν στη Λάρισα και το πουλούσαν—, ήταν ας πούμε τα μικρά έσοδα για τη συντήρηση της οικογένειας. Πέρα από αυτό όμως, το γάλα, το τυρί, το γιαούρτι, οι ατομικές εργασίες ήταν η τροφή που δεν μας έλειπε ποτέ από το σπίτι και από τις πιο βασικές τροφές. Από το γάλα έφτιαχνε η μητέρα μου το τυρί, έφτιαχνε γιαούρτι, φτιάχνανε, κάνανε, βγάζανε την μυζήθρα. Διατηρούσαν επίσης εκτός από τις αγελάδες, από τα βουβάλια, διατηρούσαμε πάντα ένα γουρούνι. Το παίρναμε το Σεπτέμβριο και μέχρι τα Χριστουγέννων, γινότανε γουρούνι των 100 οκάδων τότε και είχαμε όλο το κρέας της χρονιάς. Το πανηγύρι, την Γουρουνοχαρά που γινόταν τις παραμονές των Χριστουγέννων, ήταν ένα πανηγύρι για το σπίτι, γιατί με το γουρούνι, το λίπος το κάνανε λάδι, ένα μέρος του κρέατος το κόβανε σε κομματάκια και το φτιάναν σε κουτιά, το βάζαν μέσα σε τενεκέδες τεμαχισμένα σε τεμάχια μερίδων και μέσα το εμπλουτίζανε με το λιωμένο λίπος, που, όταν σταθεροποιείτο, ήταν μία συντήρηση. Και όλο το χειμώνα το κρέας, δεν αγοράζαμε κρέας και ούτε κρεοπωλείο υπήρχαν τότε στην περιοχή μου, ήτανε το χοιρινό κρέας που περνούσαμε όλο το χειμώνα, ήταν τα κοτόπουλα που είχαμε, μεγάλο ορνιθώνα, είχαμε πάπιες, για όλο το καλοκαίρι, και πάντα μεγαλώνουμε και ένα μανάρι που μας το δίνανε κτηνοτρόφοι, κάποιοι κτηνοτρόφοι που είχαμε στο χωριό μας και το μεγαλώναμε και ήταν το αρνί του Πάσχα. Άρα, η διατροφή μας, τα τρόφιμά μας —το λάδι λιγοστό, λιγοστό το λάδι, γιατί είχαμε το λίπος του γουρουνιού— ήταν από τα δικά μας προϊόντα. Το κρέας από τα κοτόπουλα, από τις πάπιες, από το αρνί του Πάσχα, το μεγάλο το μανάρι που ήταν μεγάλο 20-30 κιλά και εκείνο το τεμαχίζαμε και το κάναμε λουκάνικα και το συντηρούσαμε για το καλοκαίρι, το κρέας αυτής της εποχής. Τον χειμώνα είχαμε το γουρούνι, είχαμε τις φακές, είχαμε τα ρεβύθια, είχαμε τα όσπρια και προφανώς είχαμε το ψωμί, το δικό μας το ψωμί. Είχαμε, είχαμε τα χωράφια, λίγα χωράφια που είχαμε, τα σπέρναμε με σιτάρι, ο πατέρας μου, είχε άροτρο όργωνε, έσπερνε, το θερίζαν με τις τότε θεριζοαλωνιστικές μηχανές, κρατούσαμε το σιτάρι της χρονιάς για να το κάνουμε το αλεύρι και να μαγειρεύουμε, να ‘ναι η μάνα μου να για αυτό, δηλαδή το ζυμώναμε και να αλέθουμε το σιτάρι που είχαμε. Και, κυρίως, φρόντιζαν να συντηρούν την οικονομία, την οικογένεια του σπιτιού, την πολυμελή οικογένεια με τα προϊόντα που είχαμε. Στον μπακάλη, σπάνια πράγματα, λίγα πράγματα παίρναμε, τα πιο πολλά, ήταν από αυτά τα οποία παρήγαμε μέσα στην οικογένειά μας, όλο το χειμώνα μέσα. Βέβαια, ήταν πολύ σκληρή η ζωή για την εποχή εκείνη. Έπρεπε να τα κάνουν όλα μόνα τους. Αυτή τη μάνα μου, θυμάμαι αυτή τη μάνα μου, την μακαρίτισσα από το πρωί ως το βράδυ και στο χωράφι και 6 παιδιά μεγάλωμα και φτώχεια και έλλειψη πολλών χρημάτων. Αλλά ο μεγάλος τους πόθος να με σπουδάσει —αυτό που μου έκανε και μου άρεσε, μου έκανε μεγάλη εντύπωση—, νοικιάζαμε —πηγαίναμε με άλλα παιδιά, Γυμνάσιο δεν είχαμε στο χωριό και πηγαίναμε στη Λάρισα— νοικιάζαμε σπίτια με άλλους 2-3 μαζί και μας συντηρούσαν οι μητέρες μας, μας στέλνανε μία φορά τη βδομάδα. Ετοίμαζε ένα καλάθι η μάνα μου, καλάθι με πλέγματα, λεγότανε το σιτηρέσιο της βδομάδος. Τί να μου μαγειρέψει η καημένη; Αν είχε κάνα κοτόπουλο, πατάτες γιαχνί, αυγά, τυρί και με κανόνιζε, να έχω την, να έχω το, να με φτάσει αυτό το καλάθι —έτσι γινόταν σε όλα τα παιδιά τότε: το περιμέναμε Σάββατο απόγευμα, έφτανε κατά τις 3 η ώρα το καλάθι. Το περιμέναμε όλα τα παιδιά, όταν ερχόμασταν και πηγαίναμε στο Γυμνάσιο της Λάρισας και πηγαίναμε να περάσουμε μ’ αυτό όλη τη βδομάδα και όταν δεν έφτανε και αυτά έλεγε η καημένη: «Βρε παιδάκι μου, κόβομαι, τί να σε μαγειρέψω;», μου λέει.  Πότε κριθαράκι, πότε πατάτες, τέτοια φαγητά δηλαδή μέσα και περνούσαμε όλη τη βδομάδα και είχε λέω αυτή την, αυτήν την αγωνία την είχε όλη την εβδομάδα να μου ετοιμάσει το καλάθι του Σαββάτου —και αυτό που δεν θα το ξεχάσω ποτέ—, ότι το έβαζε στον ώμο και πήγαινε στον Αμπελώνα ήταν δύο χιλιόμετρα ο Αμπελώνας, στο γειτονικό χωριό εκεί σταματούσε η συγκοινωνία, να το φορτώσει το αυτό, μαζί και με άλλες μανάδες, να το φορτώσει να ‘ρθεί στη Λάρισα που το περιμέναμε για να φάμε όλη τη βδομάδα. Έκανε πολύ μεγάλο αγώνα, είχε μεγάλο μεράκι, είχε μεγάλη, έτσι, χαρά να σπουδάσω. Κατάφερα, σπούδασα, έγινα δάσκαλος, πέρασα στην Ακαδημία, τελείωσα την Ακαδημία, διορίστηκα δάσκαλος, το χάρηκε, το καμάρωνε: «Ο δασκαλάκος μου» έλεγε, δεν έγινα βέβαια ιεροκήρυκας όπως ήθελε ο πατέρας μου να κηρύσσω: «Θέλω να κηρύσσεις το Ευαγγέλιο, στην εκκλησία μέσα». Έγινα δάσκαλος, μετά συνέχισα και άλλες σπουδές πολύ αργότερα. Από τη μάνα μου κι απ’ τους γονείς μου έχω τις πιο ωραίες εικόνες. Ήμασταν μια πολύ αγαπημένη οικογένεια, η μάνα μου βαθιά θρησκευόμενη, νηστείες, εικόνες, εκκλησία, θυμάμαι τί έκανε, αγωνιζότανε για πολλά πράγματα. Ήθελε πάντα, σκεφτόταν πέρα από τον εαυτό της, πέρα από την οικογένειά της και το γείτονα, και τον άλλον ήταν καλοπροαίρετος, ήταν καλόβουλος άνθρωπος, δοτικός πάρα πολύ. Πρώτη στις, στα εκκλησιαστικά θέματα. Θυμάμαι ότι μερικές γιορτές, δεν μας άφηνε, Τη Μεγάλη Παρασκευή, φασολάδα αλάδωτη, κάποια γιορτές δεν μας έδινε λάδι: «Σήμερα θα φάμε μπουρανί». Μικρά μάς πήγαινε στην εκκλησία, στον Επιτάφιο. Μας είχε βάλει σε αυτή την θρησκευτικότητα, η μάνα μου και εκείνη βαθιά θρησκευόμενη και εμείς ακολουθούσαμε πάρα πολύ. Γενικά, είχαμε μια πολύ καλή οικογένεια, όμως είχαμε και δυσκολίες πολλές, είχαμε και ατυχίες πολλές, είχαμε κάποιους θανάτους φιλικών προσώπων, είχαμε μια αδερφή μου όπου ξενιτεύτηκε και είχε μια μαρτυρία εντελώς διαφορετική, για την οποία κάποια στιγμή θα μιλήσουμε διαφορετικά, μια άλλη φορά, δοκιμάστηκε στη ζωή της. Είχαμε μια άλλη ατυχία στην αδερφή μου, που είχε μια αναπηρία, η οποία την ταλαιπώρησε πάρα πολύ κι έδωσε όλη τη ζωή της. Και αυτή η εικόνα της μάνας είναι μια ανεξίτηλη εικόνα μέσα μου, είναι μεγάλη υπόθεση, αυτή η μάνα σε συνοδεύει, σε συνοδεύει. Μ’ είχε δε και μία τρομερή αδυναμία. Όταν ερχόταν, την πείραζαν οι άλλες αδελφές μου: «Όταν έρχεται ο γιος σου —λέει— δεν έχεις τίποτα, φεύγει ο γιος σου, σου πονάνε η μέση, το ένα…». Θεράπευα με την παρουσία μου, τις οποίες ασθένειες και αν είχε. Ταλαιπωρήθηκε στην υγεία της, όμως, πάρα πολύ. Πέθανε ευχαριστημένη, γνώρισε πάρα πολλά, και δυστυχίες γνώρισε, και απώλειες γνώρισε, και πένθη γνώρισε, αλλά, αυτό που έμεινε μέσα της ήτανε ότι είχαν ένα σύνδεσμο με την οικογένεια, με τα παιδιά, με τα παιδιά της, με μας και με τα αδέρφια της, είχαν μία οικογένεια και μία επικοινωνία με τις αδερφές της που η μία νοιάζονται για την άλλη. Και ήταν μία οικογένεια ευρύτερη άλλα με μια περίεργη και πολύ δυνατή συνοχή. Η μάνα μου ήτανε το πρόσωπο που δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω και μετά το θάνατό της, τόσο πολύ με στοίχισε. Έκανα ένα μήνα για να μπορέσω να ξεχάσω τη μάνα μου, αλλά κάποια στιγμή όλα ξεπερνιούνται. Ο πατέρας μου ήταν καλοκάγαθος άνθρωπος, ήσυχος, ήρεμος άνθρωπος. Πάντα ήθελε ν’ ακούσει την, την άποψη της μάνας μου, αλλά τις περισσότερες φορές δεν την αποδεχότανε. Έβλεπα πολλές φορές ότι η μάνα μου, αν και αγράμματη και απαίδευτη, είχε μια οξύνοια τέτοια που πολλές φορές προσπαθούσε του πατέρα μου να τον προωθήσει τις απόψεις και τις δυσκολίες που είχε. Τα κατάφερνε τις περισσότερες φορές. Έβλεπα όμως ότι είχε και μια, μια προνοητικότητα για πολλά πράγματα, είχε μια διεισδυτικότητα σε κάποια πράγματα, που μ’ έκαναν πολλές φορές να πιστεύω ότι είχε κάτι διαφορετικό απ’ τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας καλός, αγαθός άνθρωπος. Ήταν ευχαριστημένος μαζί μου, που με καμάρωνε και τα άλλα τα παιδιά βέβαια, τώρα πιο πολύ εμένα γιατί ήθελε μεράκι να με σπουδάσει, ότι τους φρόντισα στα γεράματά τους και αυτό πάντα το ανεγνώριζε και όταν κάποτε —α, θυμάμαι τις πολλές, πολλές, πολλές φορές λαϊκές παροιμίες που μ’ έλεγε ότι όταν κάποτε του είπα λέω: «Πατέρα θα φύγω», λέω. Είχα διοριστεί και υπηρέτησα 8 χρόνια ως δάσκαλος σε διάφορα Δημοτικά σχολεία της περιφέρειας και κάποια στιγμή όμως στη διάρκεια των σπουδών, κατάφερα δουλεύοντας να τελειώσω και τη Νομική Θεσσαλονίκης. Και όταν πήρα την άδεια της δικηγορίας, παραιτήθηκα από δάσκαλος και είπα στον πατέρα: «Πατέρα -του λέω-, θα φύγω», λέω. Το θεώρησε, το θεώρησε πολύ μεγάλη απώλεια: «Είναι δυνατό; -μου λέει- Θα φύγεις, θα αφήσεις το έτοιμο, την ασφάλεια που έχεις… Άκου να σου πω, -μου λέει- να θυμάσαι κάποτε, κάτι που θα σου πω -μου λέει- για αυτό που θα κάνεις, πρόσεξε καλά γιατί μια παροιμία λέει “Όταν το μερμήγκι θέλει να χαθεί, βγάζει φτερά”. Πρόσεξε καλά», μου λέει. «Πατέρα, φτερά θα βγάλω, δεν θα χαθώ, θα παλέψω», αυτό δεν το ξέχασα ποτέ, αυτό που μου ‘πε και πάντα μες στο μυαλό μου, σε όποια δυσκολία έβρισκα πάντα, είχα δώσει, αυτή την υπόσχεση που είχα δώσει: ό,τι φτερά θα βγάλω, θα πετάξω όσο μπορώ, αλλά δεν θα χαθώ. Και πολλές άλλες, έτσι, νουθεσίες θυμόμουνα. Κάποιες φορές που διαφωνούσα μαζί του —γιατί εκείνος ήταν η εποχή του Ησιόδου Άροτρου— και δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να αποδεχθεί την [00:20:00]επερχόμενη τεχνολογική εξέλιξη, αντιδρούσε —όταν του είπα ότι: «Θα περάσουμε στο χωριό μας, ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα». «Τι το θέλουμε; Είμαστε καλά με τις λάμπες». «Μπαμπά, θα περάσουμε ρεύμα», το αποδέχτηκε. Μετά αντέδρασε όταν είπα θα περάσουμε τηλέφωνο, εγώ ήμουν δάσκαλος τότε και είχα τη δυνατότητα να τα φτιάξω, να βοηθήσω και την βοήθησα και την οικογένειά μου και τους γονείς μου, δεν το δέχτηκε μετά αποδέχτηκε και αυτό το πράγμα, μετά του έφερα τηλεόραση, δεν την ήθελε, του ‘φερα ένα ραδιοφωνάκι και άκουγε ειδήσεις, όλα του άρεσαν. Και του έλεγα: «Θυμάσαι; Πρόσεξε, θυμάσαι τι μου έλεγες, που διαφωνούσες σε πολλά πράγματα».  Έλεγε μια, μου ‘λεγε μια παροιμία: «Πρόσεξε -μου λέει- η στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Και κάποια στιγμή που διαφώνησα σε ένα θέμα μαζί του και του έλεγα: «Μπαμπά δεν είναι έτσι». «Πρόσεξε -μου λέει-, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Ήρθα μία φορά θυμάμαι από το σχολείο και του λέω: «Μπαμπά ο δάσκαλος μας είπε ότι αυτός ο ήλιος που βλέπουμε είναι μπέμπης, υπάρχουν πολύ μεγάλοι ήλιοι». «Ποιος τα είπε αυτά μωρέ; Ο δάσκαλος; Να πεις στο δάσκαλο πού είναι αυτοί οι ήλιοι, που αυτός τους βλέπει;» Πάω την άλλη μέρα με την αφέλεια που είχα και του λέω: «Κύριε -του λέω- αυτό και αυτό, μου είπε ο μπαμπάς μου». «Να πεις τον μπαμπά σου -λέει- ότι δεν ξέρει, θα τα μάθει αργότερα». Του το ‘πα του πατέρα μου. Με την πάροδο του χρόνου και με την εξέλιξη που ήρθε στο σπίτι μας, την τηλεόραση, τεχνολογία και τα αυτά σιγά-σιγά άρχισε να λέει, να λέει ότι πραγματικά λέει: «Πόσα πράγματα δεν τα ξέραμε και μας ήρθαν;».  Το άροτρο, το άλογο έγινε τρακτέρ, έγινε θεριζοαλωνιστική μηχανή, ο θερισμός με τα δρεπάνια που κάνανε που θερίζαν ένα μήνα, μέσα στη ζέστη με τ’ αυτό, με το σκόρδο και το σκόρδο που κάνανε σε κάτι ξύλινα, σε κάτι ξύλινα δοχεία έτσι για την ζέστη και για την αυτήνα και τον καύσωνα και το λιοπύρι της ημέρας εκείνης, της εποχής εκείνης, όλα αυτά πέρασαν και αντικαταστάθηκαν από τα μηχανήματα και έλεγε: «Πώς ζούσαμε τότε; Τι ζωή κάναμε τότε; Πώς μπορέσαμε και τα ξεπεράσαμε;» Κι έλεγε: «Πόσο μπροστά πάει ο κόσμος;» Κάποια στιγμή τα είδανε αυτά τα πράγματα και λέω: «Ρε πατέρα, πόσο δίκιο είχες;» Τώρα βλέπω και εγώ, λέω: «Κοίταξε, πέρασαν δεκαετίες, πέρασαν χρόνια και βλέπω τώρα κι εγώ διαφωνώ με κάποια πράγματα με τον γιο μου, με άλλα δεδομένα, με άλλα πράγματα και βλέπω ότι οι αναλογίες είναι ίδιες». Είναι, οι νέες γενιές πάνε πιο μπροστά από τις παλιές γενιές, οι παλιές έπονται, γι’ αυτό λέγαμε: «Η στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα», λένε οι παλιότεροι στους νεότερους και είδα ότι οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη με διαφορετικά δεδομένα. Αλλάζαν τα πράγματα μέσα. Η πορεία της οικογένειάς μας ήταν αυτή. Οι γονείς μου ευχαριστημένοι πέθαναν, πολλά έζησαν στη ζωή τους, σε μεγάλη ηλικία παντρεύτηκαν. Τα παιδιά τους παντρεύτηκαν, πάντα υπήρχαν ατυχίες —σε όλες τις οικογένειες υπήρχαν ατυχίες—, έτσι ήταν τότε εκείνες οι γενιές. Αλλά, αυτό που έμεινε από την οικογένεια, από τη δραστηριότητα του πατέρα μου, ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι εποχής εκείνης, είχαν μία συναδελφοσύνη. Είχαν μια ομαδικότητα… Δε θα ξεχάσω που μου ‘λεγε ο πατέρας μου. Όταν αποφασίσανε, λέει, εμείς πάντα 5-6 -λέει- φίλοι του, να κάνουμε την εκκλησία του χωριού.  Είχαν ένα μικρό εκκλησάκι και λέει: «Τι κάναμε; Μαζευτήκαμε μία ομάδα, φτιάξαμε μια θεατρική παράσταση, παίξαμε τότε, παίζαμε την Γκόλφω», πατέρας μου ήταν Τάσος, ήταν ψηλός και ωραίος και Γκόλφω ήταν ένας φίλος του. «Το παίξαμε στα γύρω χωριά, παίξαμε το γαϊτανάκι στα γύρω του χωριά, κάναμε εράνους και φέραμε τους πρώτους μαστόρους από την Ήπειρο και φτιάξανε την εκκλησία ως τη μέση και το σχολείο. Λιθόκτιστα και τα δυο, ωραία κτίρια δεσπόζουν μέσα στο κέντρο του χωριού μέσα, δημιουργήματα αυτών των ανθρώπων. Και αυτά, όταν μεγάλωσα έξω από τα σπίτια μας —τα σπίτια μας ήταν χαμηλά, λιθόκτιστα, όλα λιθόκτιστα, παλαιά μερικά και από Τουρκοκρατίας. Το σπίτι μας ήταν λιθόκτιστο, είχε δύο δωμάτια, μια μεγάλη κουζίνα και ένα χαγιάτι ανοιχτό. Κάτω ήταν χώμα. Τα δυο δωμάτια, το ένα είχε τσιμέντο, το άλλο είχε σανίδια, αυτό το χολ, το μεγάλο, το ανοιχτό και την κουζίνα, κάθε 20 μέρες η μάνα μου την παλάμιζε με το χώμα, με τη λάσπη, την έφτιαχνε ο πατέρας μια ειδική λάσπη, αυτή που κάνουν τους πλινθόκτιστους, που έχει μια συνοχή μαλακιά και σκούπιζε και έπαιρνε λοιπόν αυτή και την παλάμιζε όλη την επιφάνεια, την περνούσε με λεπτό στρώμα και την άφηνε δυο-τρεις ώρες να στεγνώσει. Αυτή η λάσπη ήταν μια επάλειψη σαν ένα επίστρωμα, που κρατούσε ένα μήνα και μας έλεγε: «Προσέξτε να μην τριφτεί». Κάποια στιγμή, χώμα ήταν, τριβόταν, είχε μια συνοχή. Κάθε μήνα είχε αυτό το πρόβλημα. Βέβαια κάποια στιγμή ήρθε ο θείος μου και το φτιάξαμε τσιμέντο και ησύχασε από την ιστορία αυτή και το σπίτι κάναμε και κάποιες βελτιώσεις. Όμως τα σπίτια μας ήταν, πόρτες είχανε, κλειδωνιές είχανε, ποτέ δεν κλειδώναμε τα σπίτια μας. Ανοικτά, ήταν ένα χαγιάτι ανοικτό, ήτανε τα δωμάτια, η κουζίνα —η κουζίνα τεράστια μέσα— και μέσα στην κουζίνα, μια μεγάλη κουζίνα που είχε όλα αυτά τα εργαλεία μέσα είχε… Είχε δύο χώρους, αποθήκες που βάζαμε το κριθάρι και το στάρι της χρονιάς. Το κριθάρι για τα ζώα που είχαμε να ταΐσουμε, το στάρι για ν’ αλωνίσουμε και το σιτάρι και και το ψωμί της χρονιάς. Είχαμε ένα άλλο μέρος, σε ένα άλλο δοχείο όπου βάζαμε το αλεύρι που χιονίζαμε, είχαμε σε ένα άλλο σημείο, αυτά τα αντικείμενα του, Τα χρηστικά αντικείμενα της οικογένειας: το πλαστήρι, το σοφρά, ένα στρογγυλό σοφρά με έξι μικρά σκαμνάκια, τα μικρά σκαμνάκια σαν καθισματάκια μικρά που ο καθένας έχει τη θέση του τα 6 αδέρφια. Ο καθένας έχει το δικό του πιάτο —ήταν πήλινα, κόκκινα πιάτα πήλινα— και στη μέση έβαζε η μάνα μου θυμάμαι τον πρωινό τραχανά που έφτιαχνε σε μια πολύ μεγάλη πιατέλα ή το κατσαμάκι που μας έφτιαχνε τα πρωινά τα χειμωνιάτικα. Ο τραχανάς ήτανε, στον τραχανά έφτιαχνε, τον έβραζε, τον έβαζε σε μία μεγάλη πιατέλα και έτριβαν τα ψωμιά που είχαν ξεραθεί τις παλαιότερες ημέρες, να μην πάνε χαμένα και όταν φούσκωνε αυτό το βάζαμε ο καθένας, γύρω γύρω είχε το πιάτο, το πήλινο γύρω από, τα πήλινα αυτά τα χωμάτινα και τρώγαμε για να πάμε στο σχολείο. Ήταν το καθημερινό φαγητό της μάνας μας και αυτό το εναλλάσσαμε με ένα κατσαμάκι. Το κατσαμάκι ήτανε αλεύρι, καλαμποκίσιο αλεύρι, το έβραζε με νερό στην κατσαρόλα, και πάνω στην κατσαρόλα έριχνε αυτό και γινόταν ένας πολτός. Όταν έγινε πολτός το έβαζε στη μέση στο τραπέζι και έπαιρνε με μια κουτάλα, μας έβαζε από μια κουτάλα σε κάθε πιάτο και πάνω στην κουτάλα, σε αυτό το, σε έναν όγκο που μας έβαζε, άνοιγε έτσι μια κοιλότητα και μας έριχνε από ένα κουτάλι πετιμέζι —πετιμέζι ήταν κάτι που κάναν από κολοκύθες που είχαμε στα χωράφια μας τότε μέσα. Αυτό ήταν τις χειμωνιάτικες μέρες, πατάτες ή τραχανά, τραχανά, κατσαμάκι, το φαγητό μέσα. Απέναντι, απέναντι σε ένα σημείο πάλι ήτανε, ήταν ένα —πώς να σ’ το πω; Εκεί που είναι τα καμίνια για να μαγειρέψουμε. Ήταν ένα υπερυψωμένο μέρος, ένας χώρος υπερυψωμένος, είχε δυο, δυο χώρους που βάζαν τις κατσαρόλες για να μαγειρέψουμε —μαγειρεύαμε, με ξύλα μαγειρεύαμε, δεν υπήρχαν άλλα, αργότερα ήρθαν οι γκαζιέρες με το πετρέλαιο και μετά ήρθε άλλες, τα ηλεκτρικά και τέτοια που είχαμε αργότερα. Θυμάμαι τότε σε αυτές τις φωτιές που κάναμε, ήταν έτσι υπερυψωμένα είχαν δυο σίδερα, έβλεπαν την κατσαρόλα και δίπλα υπήρχε μια θέση, που ο πατέρας μου έφερνε, μικρά κομμένα ξύλα έτοιμα για να καίγουμε τη φωτιά, για να βράσει η κατσαρόλα και το φαγητό. Τα ξύλα, όμως, αυτά, καιγόντουσαν και έπρεπε κάποια στιγμή κάποιος να τα προωθεί ξανά προς τα μέσα, αυτή την, αυτήν την, αυτή την —πώς την λένε;— την έδινε η μάνα μου σε μένα, γιατί είμαι ο πιο μικρός, ο πιο κοντινός, οτιδήποτε. «Τάκη -μου έλεγε-, τσίμπα τη φωτιά, πρόσεξε τη φωτιά», να προσέχω, ερχόταν, κοιτούσε, είχε δουλειές, ενώ όλη την ημέρα ησυχία δεν είχε, έπρεπε να κοιτάει το φαγητό, να το, Αλλά αυτό, η διαδικασία του να φας το φαγητό και να γίνει... Είχα τη συντήρηση της φωτιάς είχα και την… «Πήγαινε έξω, φεύγα στη τουλούμπα», γιατί η τουλούμπα ήταν έξω από το σπίτι, είχα ένα δοχείο, έφερνα νερό, γέμιζα τις κατσαρόλες. Ξαναπήγαινα μάλιστα πάλι, για να πλύνουμε τα πιάτα, να πλύνουμε τα κουτάλια, να πλύνουμε τα αυτά, κάναμε τις δουλειές. Ένας αγώνας απ’ το πρωί ως το βράδυ σε ένα σπίτι αγροτικό, ζωντανό με μια μάνα κι έναν πατέρα που η μόνη τους, η μόνη τους ησυχία ήταν ο ύπνος τους. Κι από αυτόν τον ύπνο πολλές φορές αυτοί οι άνθρωποι… Ώρες, ώρες σκέφτομαι, λέω: «Πόσο, πόσο, τί πρόσφεραν αυτοί οι άνθρωποι; Πότε ξεκουραζόντουσαν; Δεν είχαν ώρες ξεκούρασης». Είχαμε δυο ζώα, δυο βουβάλια, τα οποία έπρεπε όταν, όταν γεννούσαν η κάθε βουβάλα, γιατί γεννούσε ένα βουβαλάκι, αυτό γινότανε περίπου κατά τον Μάιο μήνα. Μέχρι το Σεπτέμβριο γινότανε 50-80 kg και τα πουλούσαμε στα παζάρια, τα παίρναν οι ζωοέμποροι μέσα. Λοιπόν, όταν ερχόταν τα ζώα, τα δυο —αυτές οι βουβάλες οι μαύρες—, οι γονείς μου —η μάνα μου ιδιαίτερα— είχα την αίσθηση ότι συνομιλούσαν με τα ζώα —και ο πατέρας μου. Ερχόταν ζώα ζωηρά είχαν μεγαλύτερα κέρατα, είχαν μεγάλα ζώα σωματώδη, με τους γονείς μου όμως είχαν κάποια περίεργη επικοινωνία. Έπιαναν τη θέση τους στο πίσω μέρος, που είχαμε ένα χώρο, έσκυβαν το κεφάλι, τους έβαζε το καπίστρι πάνω στα κέρατα, για να είναι σε κάποιο χώρο δεμένα, έσκυβαν κι ερχόταν η ώρα να πάει να τα αρμέξει η μητέρα μου. Η μητέρα μου, τα χτυπούσε εδώ και είχε τα ονόματά τους, Ράψα την έλεγε την μια, δεν θυμάμαι πώς την έλεγε την άλλη, γύριζαν και κοιτούσαν σαν να τους μιλούσε, περίμεναν, περίμεναν πρώτα να τους δώσουν τροφή —είχε μπροστά, είχε έτοιμη ο πατέρας μου μια κόφα που είχε το άχυρο, το οποίο αποτελεί τροφή των ζώων—, έβγαζε μπροστά την κόφα να τρώνε και η μάνα μου ερχόταν η ώρα της ν’ αρμεγήσει. Τους χτυπούσε εδώ με το όνομά τους στα καπούλια που τα έλεγε και η βουβάλα άνοιγε τα πόδια, από πίσω ήταν οι μαστοί, έπαιρνε ένα [00:30:00]καρεκλάκι, είχε ένα μεγάλο δοχείο, γαλακτοδοχείο, καθόταν στο καρεκλάκι και άρχισε στη συνέχεια να αρμέγει. Τ’ άρμεγε, ήσυχη η αγελάδα, η βουβάλα δεν κουνιότανε καθόλου, έτρωγε κιόλας παράλληλα. Αυτό έκανε κάθε μέρα, κάθε μέρα: όταν έπαιρνε το γάλα αυτό, το έβαζε σε μεγάλα δοχεία και περιμένει να πάει σε μας και το πρωινό γάλα. Στο πρωινό άρμεγμα γινότανε τη νύχτα. Έπρεπε ο πατέρας μου από πολύ νωρίς, να πάει να τους δώσει πάλι μια τροφή —για να κατεβάσει γάλα λέγανε— και γινόταν το πρωινό άρμεγμα μέσα στον αχυρώνα, μέσα στο σταβλώνα που είχαμε στο, πάλι η ίδια διαδικασία. Αυτά πρέπει να ήταν έτοιμα το πρωί, πολύ πρωί, τα βάζαν σε ένα μεγάλο δοχείο και περνούσε ο έμπορας κάθε μέρα, τα μάζευε τα γάλατα αυτά, όλη τη γειτονιά γύρω γύρω και τα πήγαινε στη Λάρισα σε έναν έμπορα, ο οποίος τα 'παιρνε, γιατί το γάλα του —το βουβαλίσιο γάλα— έχει πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε βούτυρο, αφού τα τυριά που κάναμε ήταν πολύ, ήταν πάρα πολύ, ήταν πάρα πολύ μαλακά γιατί είχαν πολύ βούτυρο και τα αναμειγνύαμε και με βούτυρο και με γάλα αγελαδινό, για να αραιώσει η πυκνότητα του βούτυρου.  Αυτό το γάλα, αυτή η τιμή, αυτό το τίμημα που παίρναμε κάθε εβδομάδα, αυτός ο αντιπρόσωπος ήταν ένας καροτσέρης, είχε μεγάλα γαλακτοδοχεία επάνω στην σούστα, σούστα ήταν —σούστες ήταν κάτι κάρα με δύο ρόδες που τα έσερνε ένα άλογο. Λοιπόν είχε πάνω στη σούστα γαλατιέρες, μάζευε τα γάλατα όλου του χωριού και τα πήγαινε στη Λάρισα. Κάθε 15 μέρες μας έφερνε το λογαριασμό. Πρακτικά μιλούσαν, ήξεραν πως θα μετρήσουν, πόσες, πόσα κιλά —οκάδες είχαμε τότε, ήταν. Είχαν κάτι δοχεία που μετρούσαν τα 2 κιλά, τα 5 κιλά, το μισό κιλό —όχι, οκάδες είχαμε τότε, μισή οκά, ήταν οι οκάδες— και τα ‘γραφε, σε ένα τεφτέρι, μας έδινε το τεφτέρι και κάθε 15 μέρες ερχότανε ο λογαριασμός και μας έδινε την αξία του γάλακτος που δώσαμε. Αυτό ήταν της μάνας μου το μερίδιο και έλεγε: «Αυτά τα χρήματα είναι δικά μου», έλεγε. Τί δικά τους; Να ψωνίσει τον γυρολόγο, να ψωνίσει, στο μπακάλικο παίρναμε, το λάδι το παίρναμε το μπουκάλι, δεν είχαμε λάδια τότε, ένα μπουκάλι, γιατί είχαμε αυτό, είχαμε, ζούσαμε με το αυτό, με το λίπος του χειμώνα, το λάδι ελάχιστο, με το κουτάλι. Θυμάμαι πολλές φορές πήγαινα στο μπακάλη, ψωνίζαμε με τεφτεράκι, δεν πληρώναμε τότε, είχανε τεφτέρι, μου έβαζε στο χέρι το τεφτέρι και με έλεγε η μάνα μου —γιατί εγώ πάντα έκανα τα ψώνια, από τις δουλειές, τις μικροδουλειές, ήταν το σουγκάρι της οικογένειας, εγώ ήμουν για αυτά, να παραγγείλουμε, όλα αυτά τα—, όλες τις μικροδουλειές, τις έπαιρνα με το τεφτέρι και μ’ έλεγε: «Αυτό και αυτό, δυο οκάδες ρύζι, δυο το ένα, δυο το άλλο και ένα μπουκάλι λάδι». Θυμάμαι ένα μπουκάλι, περίπου θα ‘λεγα λιγότερο από οκά το λάδι, με αυτό το λάδι θα περνούσαμε κάμποσο καιρό, πολύ ελάχιστο. Τα ‘παιρνα αυτά από τον μπακάλη και έδωνα το βιβλιάριο, το μπακάλη, το μπακαλοτέφτερο, που λέγαμε, κι αυτός με κατέγραφε, αυτά. Τί πήρα σήμερα, τα κοιτούσαμε, τι έγραψα μου λέει: «Το έγραψες αυτό;». «Τα έγραψα όλα ρε μάνα», την έλεγα. Αυτό το ξοφλούσαμε όταν πληρωνόμασταν από το γάλα που δίναμε στη Λάρισα. Έτσι γίνονταν, έτσι γινόταν οι αγοραπωλησίες, με αυτά τα χρήματα, ελάχιστα, δεν είχαμε χρήματα, δεν υπήρχαν χρήματα, πολύ λίγα χρήματα, αυτά που ζούσαμε, Από το άλλο προϊόν που παίρναμε ήταν το σιτάρι. Είχαμε από το σιτάρι, το κριθάρι που βγάζαμε, πολλές φορές βάζαμε, μερικές φορές και καλαμπόκι, εκείνη τη διαδικασία του καλαμποκιού. Πω πω, να το σπείρουμε, να πάρουμε τα φύλλα, να τον πάρουμε τις ρώγες, να τις ξεσπορίσουμε, να τις περάσουμε απ’ τη μηχανή, να το αποθηκεύσουμε, μία διαδικασία ολόκληρη σε όλη την οικογένεια και εγώ και ο αδερφός μου. Έχει μεγαλώσει κι ο αδερφός μου πιο πολύ, βοηθούσαμε τον πατέρα μου, να έχουμε το καλαμπόκι, βάζαμε κάπου κάπου βάζαμε και μπαμπάκια, μικρά στρέμματα, είχαμε καμιά πενηνταριά στρέμματα, δεν είχαμε πολλά χωράφια ίσα-ίσα για να ζούμε και φρόντιζε ο πατέρας μου, έλεγε ότι: «Θα βάλουμε τα 20 στρέμματα -έλεγε- με την Λένα -έλεγε τη μάνα μου-, θα βάλουμε», συνεννοούνταν με τη μητέρα μου πάντα και διαφωνούσαν αλλά και μιλούσαν. Ποτέ δεν έκανε, ποτέ δεν έκανε, δεν έπαιρνε πρωτοβουλία, αν δεν τη ρωτούσε την μάνα μου. Όσες φορές δεν την ρωτούσαμε πάντα ήταν και υπήρχαν μετάς, επακόλουθοι ήταν διαπληκτισμοί: «Δεν σου το έλεγα, δεν με άκουσες έτσι Κώστα, έτσι κάνεις». Κάτι τέτοια τα καθημερινά αυτά που λέγαμε μέσα και έλεγε ότι μοίραζε τα χωράφια μας, έλεγε θυμάμαι: «Να βάλουμε στάρι εκείνο και εκείνο. Να βγάλουμε τόσο σιτάρι, θέλουμε τόσο για ψωμί και οικογένειες, θέλουμε άλλο τόσο για τις κότες» —οι κότες τις ταΐζουν και αυτές στάρι— και: «Θέλουμε και το αρνάκι που θα πάρουμε και αυτό», κάπου-κάπου κι αυτό, ε, περίπου κανονίζαμε το στάρι της χρονιάς.  «Τα υπόλοιπα θα τα βάλουμε και λίγο καλαμπόκι, θα βάλουμε και λίγο μπαμπάκι —να πάμε να το ποτίσουμε», και διαλέγαμε και ένα άλλο χωράφι ειδικώς, ειδικής εδαφολογικής ας πούμε κατάστασης για τα καπνά. Τα καπνά ήτανε πια η πιο βασική καλλιέργεια στο χωριό μας. Ήταν καπνοπαραγωγική περιοχή. Τα καπνά ήταν μια καλλιέργεια μεγάλης διάρκειας, επίπονη, δύσκολη καλλιέργεια. Ποτέ δεν τη συμπαθήσαμε την καλλιέργεια αυτή, άρχιζε όλη η διαδικασία της από το Μάρτιο και τελειώναμε τον Δεκαπενταύγουστο. Τον Μάρτιο, τα σπόρια που μάζευε από τις κορυφές των καπνών τις ρίζες στην περίοδο της παραγωγής, τα μάζευε σε μια σακούλα η μητέρα μου —τα κρατούσε για σπόρους της επόμενης χρονιάς—, τα έβαζε σε ένα σακουλάκι με νερό κάτω απ’ τη σόμπα —τζάκι είχαμε παλιά μετά σόμπα— και όταν άσπριζαν. Άρχισαν, ν’ αρχίζει η εκβλάστηση τότε ήταν έτοιμα περί το τέλος Μαρτίου και βάζαμε βραγιές, κάτι μακρόστενες, μακρόστενες, πώς να το πω; Επιφάνειες με λεπτό χώμα, για να μπορέσουμε να ρίξουμε το σπόρο, για να μπορέσει να ο σπόρος να ριζώσει και να γίνει ο καπνός, ήταν στενόμακρες λωρίδες, τις οποίες τις περιποιούμασταν με κοπριά και με ειδικό χώμα, εκεί ρίχναμε τον σπόρο αυτόν η μητέρα μου, για να μπορέσει να τον καλύψει, μετά τον καλύπταμε με κοπριά από πάνω και τον ποτίζαμε, για να αρχίσει να βλαστήσει ο καπνός. Ο καπνός σε ένα μήνα, γινότανε θυμάμαι κατά τον Μάιο μήνα, μεγάλωνε γύρω στους 10 πόντους, το βγάζαμε τα φύλλα, ένα-ένα τις ρίζες, πηγαίναμε στα χωράφια —μεγάλη διαδικασία— και κάναμε γραμμές με την τσάπα και με φυτευτήρι, φυτεύαμε ανά 5 πόντους τις ρίζες. Ένα χωράφι τώρα 5 στρέμματα, μια βδομάδα, 10 μέρες, επίπονη δουλειά. Να τα ποτίσουμε, να μεγαλώσουν και όταν αρχίζαν και μεγάλωναν, άρχιζε η μεγάλη ταλαιπώρια, η μεγάλη μεγάλη, η μεγάλη ταλαιπώρια μας και η δυσκολία μας, στη συλλογή του καρπού. Ο καρπός ήταν τα φύλλα. Έπρεπε νύχτα να πηγαίνουμε στα χωράφια για να σπάσουμε καπνό. Όταν η ρίζα του καπνού γινόταν, περνούσε τους 30 πόντους, έπρεπε από κάτω, είχε δεξιά και αριστερά έβγαζε φύλλα. Κι έπρεπε κάτω, από κάτω, να ξεκινάμε από κάτω προς τα πάνω σε διάφορες χρονικές στιγμές να μαζεύουμε τα φύλλα που ωρίμαζαν —δεν ωρίμαζαν όλα, ούτε μεγάλωναν, μεγάλωναν προοδευτικά— και ωρίμαζαν προοδευτικά, άρα περνούσαμε μια φορά όλο το χωράφι, τα περνούσαμε 4-5 φύλλα, γύρω γύρω από την ρίζα. Την δεύτερη φορά, λίγο πιο παραπάνω μέχρι που φτάσαμε τέταρτη φορά, τέταρτη φορά να τα περάσουμε, οπότε τελείωνε και η παραγωγή, ξεκινούσαμε αρχάς Ιουνίου και φτάναμε μέχρι 15. Περιμέναμε της Παναγίας, τελειώναν τα καπνά αυτά. Είχαν, ήταν λιπαρά τα φύλλα και έβγαναν μια ουσία —που τα χέρια μας γινόνταν μαύρα—, έβγαζαν ένα πράγμα, μια ουσία που μαύρισε και έπρεπε... Κολλούσε πάνω στα χέρια μας και δύσκολα, σαν μια λάσπη που κολλούσε πάνω μας, μέσα. Επειδή ακριβώς, επειδή έχουν αυτή την λιπαρότητα και μια, ένα χνούδι που κολλούσε πάνω μας, έπρεπε το σπάσιμο να γίνει νύχτα. Πηγαίναμε τη νύχτα 1 η ώρα, 2 η ώρα. 2 η ώρα ξυπνούσαμε όλο το καλοκαίρι. Μαζεύαμε το κάρο, βάζαμε τις κόφες και όλη η οικογένεια, έμενε η μάνα μου, η μητέρα μου στο σπίτι. Όταν ήμουν εγώ μικρός- μικρός, πήγαιναν η μεγάλη αδερφή μου ερχόταν, πήγαινα και εγώ, όλοι μας πηγαίναμε και ξεκινούσαμε, 1 με 2 η ώρα ήμασταν εκεί. Πώς τα σπάζαμε; Με τα καντηλάκια. Είχαμε μικρά καντηλάκια, καντηλάκι με πετρέλαιο, φυτιλάκι και όπως ήταν οι γραμμές, βάζαμε ένα από δω, δίπλα πιο πάνω και ακολουθήσαμε τις γραμμές, ο καθένας την γραμμή του. Έπαιρνε μια γραμμή και ακολουθούσε ρίζα-ρίζα να σπάσει τα φύλλα. Τα μαζεύαμε αυτά τα φύλλα, διπλά τα βάζαμε —«χεριές» τα λέγαμε—, μικρούς-μικρούς σωρούς και προχωρούσαν και προχωρούσαμε. Αυτά μέχρι που να βγει ο ήλιος, γιατί όταν έβγαινε ο ήλιος κολλούσε και δεν μπορούσες να σπάσεις τον καπνό. Όταν λοιπόν έβγαινε ο ήλιος, ας πούμε έλεγα: «Ανατολή», και λίγο πιο παραπάνω, εμείς τότε τα μαζεύαμε αυτές τις μικρές τις χεριές και τις βάζαμε σε κόφες, προσεκτικά να μην μπερδευτούν. Και τα μαζεύουμε και τα βάζουμε το ένα δίπλα στο άλλο, το κοτσάνι με κοτσάνι γιατί μπερδευότανε, γιατί όταν τα φέρναμε στο σπίτι, τα πηγαίναμε κάτω που είχαμε ένα μεγάλο υπόστεγο —μια πόρτα καθόμασταν κάτω—, τα βγάζαμε τη σειρά και καθόμασταν και περνάμε από τις χεριές, ένα-ένα φύλλο τα περνούσαμε από μία βελόνα, είχαμε στενόμακρες βελόνες, λεπτές μυτερές και τα περνούσαμε απ' το μεγάλο το κοτσάνι, η μία βελόνα ένα κοτσάνι. Δίπλα το άλλο, δίπλα το άλλο, γέμιζε η βελόνα. Την απλώναμε, πίσω στο σχοινί,— γιατί πίσω απ’ τή βελόνα, ακολουθούσε ένα σκοινί. Τα σχοινιά είχανε συγκεκριμένη απόσταση, αυτή ήταν η αρμάθα, την λέγαμε, είχαμε μια αμάρθα ας πούμε είχε θα ‘λεγα, μήκος γύρω στο 1.5 μέτρο και μαζεύαμε, γεμίζαμε μια αρμάθα, δύο αρμάθες, τρεις αρμάθες. Έπρεπε όλο αυτό το καπνό που μαζέψαμε να το βελονιάσουμε, καμιά φορά τρυπούσαμε και τα χεράκια μας και ήμασταν καθηλωμένοι, καθηλωμένοι μέσα να πάμε και να αεράσουμε και να το αρματιάσουμε. Αυτές τις αρμάτες, τις απλώνουμε στον ήλιο, είχαμε ειδικές ηλιάστρες —ηλιάστρες, ειδικές ξύλινες κατασκευές, που τις απλώναμε από τη μιαν άκρη στην άλλη που έχει μερικές θηλιές— και περιμένουμε να ξεραθούν. Σε δυο-τρεις μέρες ξεραίνονταν. Αυτόν τον ξερό, τον καπνό τα πρωινά όταν στέγ[00:40:00]νωνε, στέγνωναν διαδοχικά, στέγνωναν. Όταν στέγνωναν τα μαζεύαμε, τα μαζεύαμε πρωινές ώρες που ήταν μαλακά γιατί ήταν ξερό, τρίβονταν το καπνό —έπρεπε να το μαζέψουμε πριν τριφτεί το καπνό, τα μαζεύαμε λοιπόν αυτά. Άντε την άλλη μέρα, μαζεύαμε τα υπόλοιπα, άδειασαν κάποιες ηλιάστρες, βάζαμε τις καινούργιες. Αυτές που στέγνωναν, άδειαζαν, φέρναμε τις καινούργιες, τα καπνά, Αυτή τη διαδικασία η σκληρή γινόταν επί ενάμισι μήνα. Όταν τελείωνε ο καπνός, το Δεκαπενταύγουστο, το γιορτάζαμε πάντα, ήταν ημέρα γιορτής, έπρεπε να γιορτάσουμε, να γιορτάσουμε να, ένα χοινάρι πάντα να βάλουμε στο φούρνο, γάστρες είχαμε τότε και φούρνο, γάστρες τώρα,πώς θα περιγράψει κανείς τις γάστρες; Αυτές τις γάστρες που έφτιαχνε η μάνα μου τα παπιά, τα ωραία με τις πατάτες, με τα μακαρόνια και μετά αυτά… Ωραία φαγητά, γλυκύτατα φαγητά. Είχαμε δε και έναν κήπο, που είχαμε όλα τα λαχανικά της εποχής. Το καλοκαίρι, από το Μάιο μήνα βάζαμε ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες, κολοκυθάκια, αγγουράκια, ντομάτες. Το φθινόπωρο βάζαμε, βάζαμε λαχανικά, βάζαμε κουνουπίδι, λάχανο, πράσα για το χειμώνα. Δεν αγοράζαμε, δεν υπήρχε οπωροπωλείο, ο καθένας είχε τον κήπο κι αυτό τον κήπο στην αρχή τον ποτίζαμε με την τουλούμπα. Τα απογεύματα πολλές φορές, όταν τελειώναμε το αρμάθιασμα, αρμάθιασμα λέγεται αυτό το βελόνιασμα, έλεγε η μάνα μου, είχαμε ένα οικόπεδο εκεί παραπέρα, εγώ, εγώ και ο αδερφός μου: «Πάτε να ποτίσετε τον κήπο». Και ποτίζαμε συνέχεια, τουλουπιάζαμε το νερό από αυλάκι σε αυλάκι, αργότερα βέβαια ήρθαν τα δίκτυα και ποτίζαμε βέβαια, γιατί ήταν το δίκτυο ύδρευσης και είχαμε νερά και τα ποτίζουμε με τους σωλήνες. Να τα ποτίσουμε, να τα φροντίσουμε και να τα ‘χουμε για να περάσουμε το καλοκαίρι. Και δεν είναι μόνο αυτό, ότι από τα προϊόντα, τα προϊόντα οπωροκηπευτικά προϊόντα, η μάνα έφτιαχνε, ετοίμαζε την ντομάτα, την σάλτσα την ντοματοπολτό για το χειμώνα σε ειδικές στήλες. ‘Έβραζε τη ντομάτα, την καθάριζε, τις έβαζε σε ειδικές, πήλινα δοχεία για την ντομάτα, για τη σάλτσα των φαγητών του χειμώνα. Έβαζε μελιτζάνες —μελιτζάνες ξινές, συντηρημένες με ξύδι και σκόρδο για τις σαλάτες τις χειμωνιάτικες—, έβαζε λάχανο —λάχανο, καρμπολάχανο που τα ‘κόβαν και τα έβαζαν σε μια αυτή, σε ένα μεγάλο πήλινο δοχείο με νερό αλμυρό, νερό να σιτέψουν— και από κει το χειμώνα βγάζανε φύλλα, διάφορα φύλλα και τα κόβαν και κάναν τη σαλάτα του χειμώνα. Αυτή η ταλαιπώρια του καπνού, μας έμεινε σαν μια πια πολύ πικρή ιστορία, πολλή ταλαιπωρία, ταλαιπωριόμασταν. Τέλειωσε το φτινόπωρο, ερχόταν το φθινόπωρο, έπρεπε τα καπνά τώρα αυτά που τα κρεμούσαμε, τα ‘χαμε δεμένα, πολλά μαζί —«τουπάνια» τα λέγαμε ας πούμε, αυτές τις αρμαθιές 10-10 μαζί. Τις μαζεύαμε και κάνουμε ένα τεράστιο, έναν όγκο να πούμε, που ήταν 10 αρμαθιές και τις κρεμούσαμε, να τους φυλάγουμε, να μην ξεραθούν το χειμώνα, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο μέσα. Όταν άρχισαν οι βροχές και μαλάκωναν, τις κατεβάζαμε αυτές, τις, τα τουπάνια αυτά που λέγαμε τα μεγάλα και ήταν μαλακά τα καπνά, τα ξεβγάζαμε, τα βάλαμε στη σειρά —όπως είχαν οι αρμάθες μία-μία σειρά— και υπήρχαν κάποια, υπήρχαν κάποια ειδικά —πώς να το πω; Κάποιες ειδικές συσκευές, που τα βάζαμε μέσα σε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο βαθύ με τη σειρά μέσα και μετά με τη σειρά. Μετά από πάνω έμπαινε ένας… ένα, ένα αντικείμενο, μια επίπεδη επιφάνεια στο μήκος και στο πλάτος του, αυτού του εργαλείου που βάζαμε τα καπνά και το πατούσε, το συμπίεζε, για να το κάνει συμπιεσμένο, να το κάνει δέμα, μικρό δεματάκια. Αυτά τα δέματα, κάναμε τέτοια δέματα και τα μαζεύαμε και τελείωνε η ιστορία με τον καπνό. Ας πούμε, όλα τα αυτά, τα τουπάνια που τα ’χαμε και τα φτιάχναμε, τα ετοιμάζαμε, όταν αρχίζαν και τα φύλλα να είναι μαλακά, να μην ξεραθούν, τα —πώς να σου πω;— τα συσκευάζουμε σε, για να γίνει, να είναι εμπορεύσιμα, να μπορούν να μετακινηθούν, τα συμπιέζαμε και γινότανε τεράστια, μήκους ας πούμε μισό μέτρο επί ένα μέτρο. Και είχαν και μία λινάτσα γύρω-γύρω, ένα πανί που με ένα τρόπο τα δένανε, τα δένανε δεξιά και αριστερά ώστε να είναι σαν ένα δεματοποιημένος καπνός, ένα δεματάκι δεματοποιημένο, με σκοινιά και με τέτοια. Και τα βάζαμε δέματα, όλους αυτούς, τους, σε μια αποθήκη. Γιατί; Για να τα πουλήσουμε, αυτό ήταν η υποθήκη μας και η παρηγοριά μας για τα μεγάλα, τις μεγάλες ανάγκες της οικογένειας. Γιατί, το μεγαλύτερο εισόδημα ερχόταν από τον καπνό. Γιατί τα άλλα τα εισοδήματα, το γάλα, το λίγο βαμβάκι, τις λίγες ντομάτες και λίγα αυτά, ήταν για τα μικροέξοδα της οικογένειας. Άλλα μεγάλα προϊόντα δεν είχαμε να πουλήσουμε. Το μοσχαράκι που πουλούσαμε στο παζάρι κι εκείνο ήταν για τις ανάγκες της οικογένειας. Ας πούμε, αυτές οι βασικές ανάγκες, ήτανε, οι πιο μεγάλες ανάγκες και η οικονομική επιφάνεια ερχόταν από τα κάπνα. Ήταν η ζωή μας τα καπνά μας. Η ταλαιπώρια μας αλλά και η ζωή μας. Αλλά είχε ένα σωρό, ένα σωρό αρνητικά στοιχεία, διότι το χειρότερο ήταν η εμπορευματοποίηση του καπνού. Όταν ερχόταν ο μήνας Ιανουάριος και έπρεπε να ξεκινήσει αγορές, ήταν το μεγάλο μαρτύριο της οικογένειας, έπρεπε να αρχίσουν οι αγορές. Βγαίναν στα καφενεία ο πατέρας μου και ερχόταν οι μεσίτες των εμπόρων να δώσουν τιμές. Βέβαια, τιμές πάντα ξεκινάν από την τιμή της προηγούμενης χρονιάς: «Πόσο τον πούλησε πέρυσι τον καπνό;» Τόσο την οκά —με τις οκάδες ήμασταν. Τώρα, φέτος τις οκάδες τις πουλούσαν περισσότερο, πολλές φορές πηγαίναν και λιγότερο ανάλογα τις ανάγκες και με τις συνθήκες της αγοράς, πολλές φορές λίγο παραπάνω. Όμως η μεγάλη, το μεγάλο, η μεγάλη —πώς να σ’ το πω;— διακινδύνευση γινότανε στο ότι προσπαθούσαν οι έμποροι, οι μεσίτες να σπάσουν τις αγορές, να μπορέσουν να μας τα πάρουν όσο γινόταν με μικρότερες τιμές. Και οι φουκαράδες οι πατεράδες μας, μπαίναν στο καφενείο, ερχόταν οι έμποροι κι έλεγε το βράδυ η μάνα μου: «Τι έγινε Κώστα, ήρθαν;». «Ήρθαν, δεν μας πλησίασε κανένας». Πόλεμος, μια μέρα, δύο μέρες κανένας, καμιά τιμή. Περίμεναν να δώσουν προσφορές, οι έμποροι, οι μεσίτες. Κάποια στιγμή ξεπετούσε ένας: «Ο τάδε έδωσε τιμές». Τί είχε γίνει; Έβρισκαν ανθρώπους, δικούς τους ανθρώπους, που προσυμφωνούσαν, ερήμην των άλλων, και έκλειναν την τιμή που ήθελαν: «Α, ξέρεις ο τάδε, το ‘κλεισε το καπνό». «Πόσο; Στις 20». «20; Μα πέρυσι το δώσαμε 21, 20 φέτος; Τόσο λίγο; Λίγο παραπάνω…».  Σπάσανε τις αγορές. Αυτοί οι δύο-τρεις που ενεργούσαν με συμπαιγνία των εμπόρων και των μεσιτών σε βάρος των παραγωγών ήτανε η συμπαιγνία που ήταν σε βάρος και των κόπων μας και του ιδρώτα μας και του πορτοφολιού μας. Με βάση αυτές, αυτές τις προαγορές που κάνανε μερικοί, σπάζαν τις αγορές και αναγκάζαν τους δικούς μας, τους πατεράδες με σκυμμένο το κεφάλι να συμφωνούν και να αποδέχονται και να παρακαλούν καμιά φορά. Φοβόταν μήπως δεν μας το πάρει: «Κώστα πρόσεξε, αν δεν μας το πάρει, πώς θα ζήσουμε; Έχουμε οικογένεια -η μάνα μου αυτό έλεγε-, τι θα γίνουμε; Πώς θα επιβιώσουμε;» Κι έπεφταν πάντα στις τιμές που ήθελαν οι έμποροι.  Ήταν ένα στημένο, στημένο παιχνίδι, το βλέπαμε. Και οι πατέραδες μας το καταλάβαιναν, εμείς το καταλάβαμε πολύ αργότερα, το καταλάβαμε και εμείς όταν μεγαλώσαμε, γιατί πριν φτάσουμε στην αγορά και στην πώληση είχαμε και έναν έλεγχο —αργότερα έγινε ένας Εθνικός Οργανισμός Καπνού, που σαν δημόσιος Οργανισμός ήλεγχε την ποιότητα των καπνών. Ερχόταν λοιπόν, όταν τελείωνε η δεματοποίηση αυτά τα δέματα που κάναμε και τα ετοιμάζαμε, ερχόταν αυτοί οι υπάλληλοι του Οργανισμού να μας ελέγξουν. Άνοιγαν διάφορα δέματα και μας κάναν έλεγχο. Κι έλεγε: «Αυτό δεν μ’ αρέσει, αυτό είναι σκούρο, αυτό είναι πιο…» Και μας βάζαν από τα δέματα που είχαμε 20 δέματα, λέει: «Τα πέντε αυτά σου τα βγάζω για κάψιμο». Οδυρμός η μάνα μου και ο πατέρας μου: «Βρε, να σου βγάλω…». «Δεν κάνουν αυτά». «Βρε, είναι το ίδιο». «Δεν κάνουν αυτά. Μέσα τα ‘χετε… Αργήσατε να τα σπάσετε, έχετε μεγάλα φύλλα, σας μεγάλωσαν πολύ, δεν είναι μικρά». Ήθελαν μικρά φύλλα, αιτιολογίες δικές τους, μπορεί να είχανε στην ποιότητα κάποιες διαφορές μέσα, οπότε είχαμε κατηγοριοποίηση, είχαμε Α τόσο, Β τόσο, Γ τόσο. Οι Γ κατηγορίες, τα παίρνανε ο Οργανισμός, τα βγάζανε έξω, σ’ ένα έξω από το χωριό μας, σε ένα σημείο και τα καίγανε, γιατί γι’ αυτά τα καπνά αυτά θα μας έδιναν μια μικρή επιδότηση, ο Οργανισμός Καπνού. Ήταν μια πληγή αυτό το πράγμα, ήταν ένας ιδρώτας, ένας κόπος που πονούσε πάρα πολύ στους γνωστούς μας και στους γονείς μας αυτή η ιστορία, αλλά αναπόφευκτη. Αυτή η διαδικασία μάς ταλαιπώρησε με τα καπνά πάρα πολλά χρόνια, όμως με τα καπνά επιβιώσαμε. Πώς επιβιώσαμε; Όλες οι οικογένειες προσπαθούσαν πρώτα-πρώτα να παντρέψουν τα κορίτσια. Είχε 4 κορίτσια η οικογένειά μας. Από τα καπνά αυτά —είχε και άλλη μια πληγή τα καπνά, θα στην πω αργότερα, πολύ μεγάλη πληγή. Από τα καπνά αυτά, προσπαθήσαμε να βγάλουμε όσο μεγάλες ποσότητες, γιατί ήτανε ένα μεγάλο ποσό, λέγαμε θα πάρουμε 20.000. Λέγαμε μια χρόνια 20.000 ήταν πολλά τα λεφτά, ας πούμε με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, θα δώσουμε αυτό το δάνειο που έχουμε, Έχουμε και κάποιες υποχρεώσεις, έχουμε και κάποιο υπόλοιπο στον μπακάλη. Θα πάμε στην αγορά να κάνουν οι γυναίκες να ψωνίσουν, να ετοιμάσουν την προίκα των κοριτσιών σιγά-σιγά: τα μάλλινα, τα μπαχτά, θα παίρναμε νήματα —όλο το χειμώνα η μάνα μου και οι μεγάλες οι αδερφές μου, είχαν τους αργαλειούς και φτιάχνουν καραμελώτες, φτιάχναν φλοκάτες, φτιάχναν διαδρόμους, στους αργαλειούς—, είχαν όλα τα νήματα, τα κλωστήρια, τα τσικνίκια, τα δράχτια, τα χτένια, Τί να πει κανείς εκεί μέσα;  Έπρεπε λοιπόν, σιγά-σιγά να φρόντιζαν να έχουν την προίκα των κοριτσιών, γιατί ένα κορίτσι για να, δεν θα μπορέσει να παντρευτεί αν δεν είχε προίκα —προίκα λέμε σε ρουχισμό, πέρα η άλλη προίκα μέσα. Ε[00:50:00]πομένως, κάθε χρονιά λέγαμε άντε φέτος να μπορέσουμε να φτιάξουμε την προίκα της μεγάλης: τα μάλλινα, τα μπακίρια, τα υφάσματα. Τώρα, τα ετοιμάζανε τις προίκες, τα μάλλινα τα ετοιμάζαν, ήταν χοντρά πράγματα μέσα, πόσες φλοκάτες, πόσες καραμελωτές, πόσες βελέντζες θα πάρεις, πόσους διαδρόμους, όλα, πόσα σεντόνια, όλα αυτά τα… Μέχρι και μπακίρια τα ετοιμάζαν για τις προίκες μέσα. Από το άλλο μέρος όμως ήθελαν, όσοι είχαν περισσότερα θα αγόραζαν και μερικές λίρες, τότε λίρες αγοράζανε, οι προίκες γινότανε ή χωράφια ή λίρες. Πέρα την προίκα σε υφάσματα, σε προικιό —το προικιό ήτανε αυτό το είδος, το είδος που είναι το είδος του νοικοκυριού: ό,τι επιδίωκε το νοικοκυριό, βελέντζες τέτοια πράγματα, γυαλικά, πιατικά. Τα ετοιμάζαμε αυτά, βάζαμε, λέμε: «Θα βάλουμε και 10 λίρες στην μπάντα», τα καπνά μας και αυτά, Όμως, πέρασαν δύσκολες χρονιές, γιατί πέρασαν δύσκολες χρονιές; Γιατί πάντα υπήρχε αυτή η εκμετάλλευση ρε παιδί μου, η εκμετάλλευση του ισχυρού απ’ τον ανίσχυρο. Για να ξεκινήσουμε αυτή τη διαδικασία των καπνών —είναι μία ιστορία μαρτυρική αυτά τα καπνά— δεν είχαμε χρήματα έπρεπε να πάρουμε καλλιεργητικό δάνειο. Μας δίναν καλλιεργητικό δάνειο την άνοιξη για να κινηθούμε, να επιβιώσουμε με το δάνειο αυτό. Να πάρουμε τους σπόρους, να πάρουμε ό,τι μας έλειπε με τα δάνεια αυτά, Αυτά τα δάνεια μας τα έδινε η Αγροτική Τράπεζα. Όταν πουλούσαμε τα καπνά, οι πληρωμές γινόντουσαν μέσα από την Αγροτική Τράπεζα. Πήγαινε ο πατέρας μου στην Αγροτική Τράπεζα. Όταν τα έπαιρναν, έρχοταν ο έμπορος αφού συμφωνούσαν, έρχοταν ο έμπορος έπαιρνε τα καπνά και μας έλεγε ότι: «Σε κάποια χρονική στιγμή, θα περιμένετε να σας ειδοποιήσουν, να πάτε να πληρωθείτε από την Αγροτική Τράπεζα», δεν παίρναμε λεφτά στο χέρι. Όταν λοιπόν έρχονταν η ειδοποιήση, πήγαινε ο πατέρας μου στην Αγροτική Τράπεζα και έκανε την εκκαθάριση κι έλεγε: «Εδώ ο έμπορας πούλησες τόσο καπνό επί τόσο, τόσα χρήματα. Λοιπόν, εδώ στην καρτέλα σου έχεις ένα χρεωστικό, τόσα χρήματα. Σου αφαιρώ το δάνειο, το καλλιεργητικό δάνειο τόσο, σου μένει υπόλοιπο τόσο». Πολλές φορές, όταν το δάνειό μας δεν μας έφτανε, παίρναμε δυο φορές, παίρναμε και φθινοπωρινό δάνειο, που το ξεχρεώναμε και αυτό στα καπνά. Λοιπόν, υπήρχαν, υπήρχαν χρονιές που μου έμειναν ανεξίτηλα μέσα μου, γύριζε ο πατέρας μου και έφερνε ελάχιστα χρήματα: « Λένω, Λένω —έλεγε την μάνα μου—, Λένω», λέει. «Τί, Κώστα μου;», λέει. Απελπισία στο σπίτι. «Τίποτα δεν πήρα -λέει-, ίσα-ίσα καλύψαμε τα καλλιεργητικά δάνεια». «Κώστα, πώς θα ζήσουμε, πώς θα ζήσουμε;» Πάντα ο πατέρας μου: «Λένω, έχει ο Θεός», το θυμάμαι πάντα αυτό το πράγμα στον πατέρα μου. Ήρεμος άνθρωπος, καλοπροαίρετος πάντα και έτσι —πώς να σ’ το πω; Δεν έχανε ποτέ την ελπίδα. «Άντε μωρέ -λέει-, έχει ο Θεός -λέει. Θα τα καταφέρουμε», λέει. Με 6 παιδιά, ε; Ιστορία… Μετά, άρχιζε, ξέρεις, η οικονομία της συντήρησης και η οικονομία της φτώχειας, η οικονομία. Μια χρονιά, θυμάμαι, δεν έφερε τίποτα μέσα στο σπίτι. Πώς ζούσαμε; Μ’ αυτά που είχαμε ζούσαμε: με τα πουλάκια μας, με τα ζώα μας, με το αρνάκι μας, τα βουβάλια μας, με την… Μ’ ένα άλογο, είχαμε ένα άλογο και ένα κάρο με το οποίο καλλιεργούσε ο πατέρας μου τα χωράφια, με τις κότες μας, με τα παπιά. Η μάνα μου έκανε 30 παπιά το καλοκαίρι, τα μεγαλώναμε με τα πίτουρα που βγάζαμε από το αυτό, Ήταν, υπήρχε μία αλυσίδα, ρε παιδί μου, αλέθαμε το σιτάρι και έφερνε το αλεύρι. Από το αλεύρι βγαίνει το πίτουρο, έφερνε δυο τσουβάλια πίτουρο, αυτά ήταν σωτήρια, με αυτά μεγαλώναμε τα παπιά. Τα παπιά τρώγανε πίτερα, με έλεγε η μάνα μου: «Τάκη, τα πίτουρα, τα παπιά», είχαμε ένα μεγάλο δοχείο, βάζαμε τα πίτουρα μέσα, βάζαμε νερό ή τυρόγαλο που είχαμε από τα γάλατα, τα ανακατώναμε και με αυτό τρώγαν τα παπιά και γινότανε θεριά, είχαμε 30 πάπια. Κάθε Κυριακή στη γάστρα, παπί με πατάτες, με μακαρόνια, με κριθαράκι, έτσι ήταν η ζωή μας , Δηλαδή εκ των εν όντων, εκ των παραγομένων συντηρούσαμε τη ζωή και πάντα λέω, πάντα αυτή η προνοητικότητα των γονιών μας, η ζωή τους ήταν μια διαρκής πάλη για το αύριο. Θυμάμαι τώρα τα καλοκαίρια τέλειωναν τα καπνά, έπρεπε να αρχίσουν, μεγάλη ιστορία με τις… μάνα μου και με τις αδερφές μου και με τις γειτόνισσες —μια επικοινωνία, είχε υπήρχε κι επικοινωνία, υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ μας. Θυμάμαι, πολλές φορές, για μεγάλες δουλειές, κάναμε άτυπους συνεταιρισμούς. Λέμε: «Μεροκάματα. Δωσ’ μου…», ερχόταν πέντε μέρες σε μας, πέντε άτομα, πέντε μεροκάματα, χρωστούσαμε σε αυτούς πέντε μεροκάματα. Όταν θέλαμε να φυτέψουμε τα καπνά μας και λέγαμε για να τελειώσουμε γρήγορα: «Κοιτάξτε, θα κάνουμε συνεταιρισμό», φιλικές οικογένειες. «Δύο μεροκάματα εσείς δύο εμείς, τέσσερα, να τελειώσουμε γρήγορα, 2 μέρες σε εσάς, 2 μέρες στον άλλον». Και έτσι με αυτήν την αλληλεγγύη είχαμε και γρήγορα γινόταν η δουλειά μας και υπήρχε και αυτή η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, δεν είσαι μόνος, είσαι σε ένα χωράφι, έξι γυναίκες, από το πρωί ως το βράδυ, το, φύλλο-φύλλο, βλαστάρι-βλαστάρι με το αυτό , με το φυτευτήρι, ένα χωράφι, να γεμίσεις ένα χωράφι 5-6 στρέμματα. Αν το βλέπεις και λες: «Είναι δυνατόν ανθρώπινο χέρι αυτό;» Και μετά ήθελε σκάλισμα, ήθελε περιποίηση ώσπου να μεγαλώσει. Λοιπόν, όλα αυτά, αφού τέλειωναν τα καπνά το φθινόπωρο, μετά άρχιζαν οι προετοιμασίες, αυτό ήθελα να πω, οι προετοιμασίες του χειμώνα. Τραχανάδες, χυλοπίτες, να φτιάξουμε το, τις μαρμελάδες, να κόψουμε το σκληρό σιτάρι, είχαμε έναν πετρόμυλο, που τρίβαμε το σιτάρι, το κριθάρι, το σκληρό σιτάρι να γίνει μικρότερο για να γίνει ο τραχανάς που θέλαμε, ο γλυκός τραχανάς, κάναμε και ξινό τραχανά, κάναμε χυλοπίτες, όλα αυτά τα ετοιμάζαν σε ωραίες γυάλινες, γυάλινες —πώς να σ’ το πω; Σακούλες που τις κρεμούσαν μέσα στην, κάτω από τα, από τις, από τις ξύλινες κατασκευές επάνω της σκεπής είχαμε σχοινιά και κρεμούσαμε αυτές τις σακούλες, για να διατηρούνται και να συντηρούνται το χειμώνα. Η συντήρηση του χειμώνα και πόσο άλλα ο χειμώνας… Άλλο ένα πρόβλημα. Τελείωσαν αυτά, τα όσπρια και τα μπαχαρικά. Να φροντίσουμε να έχουμε τα όσπρια του χειμώνα. Έπρεπε ο πατέρας μου, με έλεγε: «Τα φασόλια του χειμώνα, τα ρεβύθια του χειμώνα». Τα φασόλια τα παίρναμε, τα αγοράζαμε, μας ερχόταν και τα ανταλλάσσαμε με προϊόντα, είχαμε άλλα… είχαμε, δίναμε, ανταλλαγή προϊόντων κάναμε με τα φασόλια. Να πάρουμε τις φακές, να πάρουμε τα ρεβίθια, ετοιμάζαμε τα ζυμαρικά… Έπρεπε όλα αυτά να προετοιμαστούν, έπειτα άλλη μια φροντίδα είχανε να ετοιμάσουμε τα χειμωνιάτικα. Έπρεπε, φορτώναμε ένα κάρο βελέντζες, κουρελούδες, διαδρόμους, πατάκια, τα φορτώναμε σε ένα κάρο και τα πηγαίναμε στη δριστέλα, στη νεροτριβή. Νεροτριβή είναι ένας στρόβιλος που έρχεται από ένα υψηλό με ταχύτητα και κάνει ένα στροβλισμό σε μια, ας πούμε, σ’ έναν κύλινδρο, το νερό κάνει περιστροφική κίνηση. Εκεί ρίχναμε τα μάλλινα μέσα και καθώς περιστρεφόταν αυτά με δύναμη, πλενόντουσαν και καθάριζαν, τα τραβούσαμε έξω μετά ύστερα με κάτι ξύλα, που τα τραβάγαμε έξω, τα αφήναμε να στραγγίσουν, τα απλώναμε σε τριχιές, που ανάβαμε, ανοίγαμε από δέντρο σε δέντρο και περιμέναμε όλη την ημέρα να στεγνώσουν. Ήταν βέβαια καλοκαίρι, ήταν καλός ο καιρός. Και όλη αυτή, ας πούμε, η μάλλινη οικοσκευή —χράμια, βελέντζες, όλα μάλλινα, τα οποία τα φτιάχναμε με τους αργαλειούς— ήταν έτοιμα και καθαρά για τον χειμώνα. Και μετά άρχισαν οι προίκες. Άρχισαν να ετοιμάζουν, δεν είχαμε πια καπνά, δεν είχαμε καλαμπόκια, δεν είχαμε χωράφια. Το όργωμα τέλειωνε —ο πατέρας μου το όργωμα, το φθινόπωρο Σεπτέμβρη-Οκτώβριο, τελείωνε το όργωμα— και εκεί συνεταιρικά με άλλους φίλους, είχαμε ένα άλογο. Με ένα άλογο δεν μπορούσαμε να οργώσουμε τα χωράφια, ήταν σκληρά τα χωράφια μας —τότε ήταν ξηρικό—, γι’ αυτό τι κάνανε; Συνταιριάζανε οι πατεράδες μας, φίλος με φίλο, έδωναμε εμείς το άλογο το δικό μας στο φίλο του και συνταίριαζε με το δικό του άλογο, για να είναι ζευγάρι, για να μπορεί το, να γίνεται καλύτερο το όργωμα. Και το δίναν 5 μέρες το δικό μας το άλογο και μας έδινε και αυτός άλλες 5 μέρες το δικό μας. Και έτσι με τέτοιες ανταλλαγές, καταφέρναν και εξυπηρετούνταν, για να οργώνουν και καλύτερα και γρηγορότερα τα χωράφια αυτά. Έπρεπε όμως να ετοιμάσουν τις προίκες. Προίκες τι σημαίνει; Να πάρουν μαλλιά, πλοκάρια μαλλιών, τα παίρναν απ’ το καλοκαίρι. Όταν την άνοιξη φεύγαν τα χειμαδιά από ένα γειτονικό χωριό και τα κουρεύαν τα πρόβατα, πηγαίναν για τα ορεινά, φεύγανε απ’ τα χειμαδιά να πάνε στα ορεινά και περνούσαν από το χωριό μου λοιπόν. Αγοράζανε πλοκάρια, πλοκάρια ήταν αυτά, το μαλλί που είχε ένα πρόβατο, όταν το κούρευαν και το είχαν τυλιγμένο. Παίρναν τέτοια. Ήξεραν τί θα πάρουν, άσπρα, μαύρα, κίτρινα, και τα ‘χαν μέσα στις αποθήκες, όσα ήθελαν κάθε χρόνο, προγραμματίζανε τα κορίτσια, από τα 14 και 15, προετοιμάζουν τη προίκα τους και έλεγε η μάνα μου: «Έχουμε τη μεγάλη να παντρέψουμε» —με τη σειρά θα γινόταν η παντρειά, δεν μπορούσε να γίνει, δεν μπορούσε να προσπεράσουν η μία ηλικία την άλλη, ούτε έρωτες χωρούσαν, ούτε γνωριμίες, με προξενιό οι γάμοι και αυτές και οι τακτοποιήσεις των κοριτσιών, των κοριτσιών πάντα. Γιατί για τη νοοτροπία εκείνης της εποχής, παιδιά ήταν τα αγόρια και τα κορίτσια ήταν κορίτσια, δεν λέγαν αγόρια, έλεγαν παιδιά και κορίτσια, αυτά θεωρούσαν παιδιά, τα αγόρια ήταν παιδιά, τα άλλα ήταν κορίτσια. Λοιπόν προγραμματίζανε: «Φέτος θα κάνουμε τις φλοκάτες. Τί μαλλιά θα πάρουμε; Να τα πλύνουμε, να τα περάσουμε, να τα ξεκαθαρίσουμε», είχαν τα λανάρια και τα αραιώνανε, τα φορτώνανε μετά και τα πηγαίνουν στον Τύρναβο, υπήρχε ένα λαναριστήριο, να τα λαναρίσουν, να τα κάνουνε —φυτίλια τα λέγανε—, τα κάναν έτσι, τα κάναν μια επεξεργασία και γινόταν σαν μικρά νήματα. Το μηχάνημα τα έκανε σε έτσι σε κάτι κλωστούλες —σε κάτι πώς να το πω; Μια συσκευασία που τα έκανε το μηχάνημα, που τα έκανε σαν ν[01:00:00]α γινόταν νήμα. Αυτό έβγαινε σαν μια λουρίδα ατελείωτη, σε ένα ρολό γύρω γύρω και με το τσικρίκι τα κάναν νήμα —καθώς τα γύριζε και τα έστριβε και τα έκανε νήμα. Αυτά τα νήμα, τα έπαιρναν μετά, τα κάνανε σε ειδικές —σε ειδικές κατασκευές, τα κάνανε— και έπρεπε να τα βάψουνε, είχαν βαφεία, το ριζάρι να τα βάψουνε. Μετά είχαμε τους αργαλειούς, είχαμε μια, σε ένα δωμάτιο, σε μια θεία μου, είχαν στήσει έναν αργαλειό και άρχισαν να στήνουν αργαλειούς. Το τι, το τι κατασκευές φτιάχνανε; Αξιοθαύμαστα. Το βάψιμο που κάναμε το ριζάρι, αυτό το περίφημο ριζάρι που το ξέρουμε απ’ τα Αμπελάκια —ήταν κάτι ριζίδια κόκκινα, μικρές ρίζες κόκκινες που τους πουλούσαν οι γυρολόγοι, που γυρνούσαν γύρω-γύρω όταν, ξέραν πότε θα ‘ρθούν στα χωριά μας και τα αγοράζαν αυτά τα ριζάρια, ήταν μικρές ρίζες, πολύ λεπτές ρίζες. Αγοράζαν, ήξερε η μάνα μου πόσο θα αγοράσουν, και οι άλλες οι γυναίκες ήξεραν πόσο, τα ξηραίνανε, τα ψήνανε, τα βάζαν μετά στο ντουμπέκι, στο πέτρινο και τα στουμπούσαν για να γίνουνε σκόνη, και αυτή τη σκόνη μετά στα καζάνια, που τα βάζαμε νερό και με κάποια άλλα, ρίχναμε που παίρναν από κάποιους, είχαν ένα, στη Λάρισα ένα κατάστημα που αγόραζε τέτοιες βαφές, τις λέγαν, κάναν πολύ ωραίες βαφές, νήματα, μαγιά, πλοκάρια. Το ριζάρι και το μπλε και αρχίζαν μετά και άρχιζε ο αργαλειός. Θυμάμαι τη μεγάλη μου αδερφή, το τί έχει, όλο το χειμώνα στον αργαλειό. Υπέροχες φλοκάτες, υπέροχες καραμελωτές, υπέροχα μπαχτά, πατάκια, τις προίκες. Για κάθε κορίτσι έπρεπε, λέγανε: «Πρέπει να έχει τόσες φλοκάτες, τόσες καραμελωτές, τόσα μπαχτά» —αυτά είναι κατασκευές του αργαλειού που είχαν με διάφορη ύφανση, διάφορους σχηματισμούς, υπέροχα χρώματα μέσα. Όλη αυτή η διαδικασία χρόνια, να ετοιμαστεί μία προίκα. Επομένως, 4 κορίτσια, τέσσερις προίκες. Δεν ήταν μόνο η μάνα μου. Kαι ο γείτονας 6, ο απέναντι 5, ο άλλος 7, όλες οι οικογένειες πολυμελείς οικογένειες ήτανε. Όλος ο χειμώνας ήταν ένα εργαστήριο ασίγαστο γι’ αυτή τη μάνα και αυτή την οικογένεια. Με 6 παιδιά και στο χωράφι, και στο χωράφι, και στο σπίτι, και παντού, και το καλάθι στον ώμο για τον Τάκη: «Ο Τάκης μου -έλεγε- περιμένει, ο Τάκης μου το φαγητό», ένα καλάθι για μια εβδομάδα». Καταλαβαίνεις τί μπορεί να έχει το καλάθι αυτό μέσα. Αυγουλάκια, πατάτες, τραχανά, έτσι μεγαλώσαμε. Τα λέμε στα παιδιά μας και δεν το πιστεύουν. Λέω: «6 χρόνια -λέω- σε νοικιασμένα, σπίτι με ενοίκιο, τι αγωνία και αυτή να βρούμε το ενοίκιο, 60 ευρώ δίναμε τότε, δίναμε. Σ’ ένα δωμάτιο μέναμε τρία παιδιά κάτω από τις βελέντζες».  Και λέω: «Παιδιά, 6 χρόνια στο Γυμνάσιο, στη Λάρισα» —δεν είχαμε Γυμνάσιο στον Αμπελώνα όταν πήγαινα εγώ, μετά έγινε το Γυμνάσιο Αμπελώνα, εγώ ήμουν πιο μεγαλύτερος σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. «Και 6 χρόνια και 2 χρόνια στην Ακαδημία, τελείωσα μετά το Γυμνάσιο, ποτέ δεν είχαμε σόμπα». Και μου λένε τα παιδιά: «Καλά μπαμπά, όλον τον χειμώνα;» «Δεν καταλαβαίναμε -λέω-, τί σόμπα; Δεν είχαμε ποτέ σόμπα». «Και τί κάνατε, πώς δεν κρυώνατε;» Κάτω από τις βελέντζες, παίζαμε, διαβάζαμε, στο σχολείο πηγαινογυρίζαμε και το βράδυ είχαμε την βελέντζα, μισή βελέντζα από κάτω, μισή από πάνω και διαβάζαμε, εκεί διαβάζαμε. Δεν υπήρχε σόμπα, πού σόμπα; Πού βιβλιοθήκη; Πού δημόσιος χώρος; Πώς να σ’ το πω δηλαδή; Δύσκολα χρόνια περάσαμε, όμως είχε και την ομορφιά τους. Αυτή την οικογένεια δεν την ξεχνώ, ήταν τόσο ωραία, τα φέρνω, τα αναλογίζομαι, τα φέρνω στο μυαλό μου και λέω: «Αυτή η οικογένεια, τι συνοχή… Και μπόρες και στεναχώριες περάσαμε και πένθη περάσαμε και...», και κάποια πένθη συγγενικών προσώπων, που ήταν πολύ αυστηρή η μάνα μου και μας, αυστηρή στο θέμα των εθίμων και των δοξασιών, που είχε μέσα. Θυμάμαι, μια χρονιά πέθανε ο αδερφός της παραμονή Χριστουγέννων —το θυμάμαι γιατί μου ‘μεινε, γι’ αυτό το αναφέρω—, είχαμε το γουρούνι, είχαμε κρέατα —τα κρέατα που τα κάνουν συσκευασία, να τα ετοιμάσουν και για το χειμώνα, να τα βάλουν στο δοχείο και το λίπος, να έχουμε το χειμώνα το κρέας— και ήταν ο αδερφός της μητέρας μου, έγινε η κηδεία του παραμονή Χριστουγέννων. Λοιπόν, εκείνα τα Χριστούγεννα η μάνα μου δεν μας μαγείρεψε κρέας, ήταν πένθος: «Όχι» μου λέει. Δεν μας μαγείρεψε. «Πένθος, απαγορεύεται», μου λέει. 9 μέρες είχαμε τα έθιμα εκείνα μέχρι τα εννιάμερα, «Κρέας δεν θα βάλουμε», μαγείρευε άλλα φαγητά. Περάσαμε Χριστούγεννα χωρίς κρέας. Ούτε τολμήσαμε να βάλουμε ούτε τα λουκάνικα να ψήσουμε, γιατί αυτό που περνούσε μέσα από την οικογένεια, ήταν —πώς να σ’ το πω;— άγραφοι νόμοι, θέσμια. Τα αποδέχομασταν γιατί έτσι έπρεπε να ‘ταν. Το δε πένθος, βαρύτατο το πένθος της μάνας μου, δύσκολα το ξεπέρασε με αυτά και με τα τέτοια, αλλά η δουλειά, η δουλειά, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η ζωή συνεχιζότανε. Να κάνουμε ένα διάλειμμα;

Ε.Β.

Ναι, ας κάνουμε.  Ωραία, συνεχίζουμε. 

Δ.Λ.

Κρατάω μέσα μου την εικόνα του σπιτιού, ένα σπίτι πλιθόκτιστο, παλαιό με έναν χαγιάτι ανοιχτό, χωρίς πόρτες. Το παράμεσα της μάνας μου, την μεγάλη κουζίνα με τις τεράστιες γρεδιές που κρεμούσαμε τα τρόφιμα του χειμώνα. Ένα μεγάλο καθαρό καζάνι, το είχαν κρεμασμένο με δύο τριχιές από μια μεγάλη γρεντιά και μέσα βάζανε το ψωμί της εβδομάδος. Κάθε Σάββατο η μάνα μου ζύμωνε 6 καρβέλια σε ένα φούρνο που τον είχαμε στην κουζίνα, 6 καρβέλια με το χέρι για της βδομάδας το ψωμί. Ανάμεσα στα καρβέλια, όταν τα έβαζε, άναβε την φωτιά, τα ζύμωνε —από τη νύχτα σήκωνε. Είχαμε ένα τεράστιο σκαφίδι, σκαλιστό, σμιλευμένο σε ξύλο οξιάς. Και από τη νύχτα σηκωνόταν, δύο ώρες έκανε για να ζυμώσει ένα σκαφίδι τεράστιο, για να βγάλει 6 μεγάλα καρβέλια. Έπρεπε να ωριμάσουνε, τα έβαζε σε κάτι ξύλινα υποδοχεία που τα λέγανε πινακωτή, πινακωτά, και από πάνω βάζαμε μία τρύπα, από πάνω, για να φαίνεται η όψη, η επάνω από κάτω, στην όποια τρύπα γινόταν με τον αντίχειρά του χεριού. Σε αυτό πήγαινα εγώ και έβαζα πάντα αυτή την τρύπα, γιατί ήθελα, χαιρόταν η μάνα μου, γιατί την έβαζα όσο μπορούσα πιο βαθιά και η μάνα μου με μάλωνε: «Όχι», μ’ έλεγε, «έτσι». Όταν το ψωμί ωρίμαζε σε δύο ώρες, από το πρωί κατά τις 11:00 πρέπει να ανάψει ο φούρνος, άναβε το φούρνο, τον έκαιγε, έβγαζε τα ξύλα, τον σκούπιζε μία με μία πάνα βαριά και έμεινε μέσα τα καρβέλια να ψηθούν. Φρόντιζε όμως, ανάμεσα στα καρβέλια, επειδή ήταν και κυκλικά τα καρβέλια και άφηναν διαστήματα, έκανε μικρά ψωμάκια, μικρά —πόσο μικρά;— όπως είναι τα πρόσφορα και σε αυτά τα μικρά έκοβε από το ζυμάρι που είχε το μεγάλο τον καρβελιών, έκοβε τέτοια 4-5 για μας τα παιδιά, για εμάς, τα δύο τα μικρά και τα όσα παιδάκια ερχόταν, όσα χωρούσαν τα διάκενα ανάμεσα στα καρβέλια. Και μέσα σε αυτά έβαζε τυρί, τα άνοιγε έβαζε τυρί, το έκανε ένα κουλούρι, μικρό κουλουράκι, μικρές κουλούρες, μέσα ήταν το τυρί και τα έβαζε ανάμεσα. Όταν λοιπόν φούρνιζε τα καρβέλια και άρχισαν τα καρβέλια να παίρνουν το χρώμα τους, τότε έπαιρνε ένα βρεγμένο πανί με νερό και τα έβρεχε από πάνω για να περάσουν, να πάρουν ένα πολύ γλυκό, το χρώμα του ψωμιού. Ευωδίαζε ο τόπος. Τότε έβγαζε και τα δικά μας τα μικρά τα ψωμάκια, γιατί ήταν μικρά και ψηνόταν πολύ γρηγορότερα από τα καρβέλια. Η τρελή χαρά μας, περιμέναμε πότε θα βγει το πρώτο ξεφουρνισμένο, ήταν τα δικά μας τα ψωμάκια της ημέρας του Σαββάτου. Τρέλα σκέτη ο καθένας, εμείς και όσα τα παιδάκια είχαμε τα ψωμάκια αυτά. Ε, αυτή την μάνα δεν μπορείς να την ξεχάσεις εύκολα. Πόσο δίκιο έχει ο ποιητής που λέει: «Μάνα ακούς, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό.Τη χαρά μου και τη λύπημε τη μάνα την μοιράζω, ποθητά την αγκαλιάζω, δεν της κρύβω μυστικό». Πώς να μην θυμηθώ στο σπίτι, που είπα πιο παραπάνω, τον ποιητή που κάθε φορά που τον θυμάμαι με ξαναγυρίζει στο πατρικό μου σπίτι, εκείνο το πρωτόγονο σπίτι όπως ήταν φτιαγμένο τότε; Με το τζάκι, με ένα τζάκι που έκαιγε μόνο για να φαίνεται φωτιά, όχι για να ζεσταινόμαστε 8 άτομα σ’ ένα τζάκι, που έκαιγε ξύλα —με ξύλα εκείνης εποχής. Αργότερα βάλαμε τις σόμπες και αυτό το σπίτι, αυτή η εικόνα γιατί —αυτό το σπίτι κάποτε το γκρέμισαν, έπρεπε γιατί ήταν τουρκικό, πλιθόκτιστο και με τις δυνατότητες που είχα έφτιαξα ένα άλλο με τις δικές μου επιθυμίες, με τις δικές μου εκτιμήσεις, αν θέλεις και με τη δική μου αισθητική κάποιων πραγμάτων. Όμως, αυτό το σπίτι το θυμάμαι κάθε φορά που μου έρχεται η ρήση του ποιητού: «Το σπίτι που γεννήθηκα και ας το πατούν οι ξένοι, στοιχειώνει και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει». Από τις μεγάλες χαρές μέσα στην οικογένεια και από τις γιορτές, οι πιο σημαδιακές ήταν το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε πολλές φορές: «Καλές και χρυσές και άγιες είναι οι γιορτές και άγιες μέρες, αλλά καλύτερα να μην έρχονται για μας. Γιατί», έλεγε, «είναι τέτοια η κούραση, τέτοια η ταλαιπωρία μου», λέει , έλεγε πάντα έτσι χαριτολογώντας, «καλύτερα να μην έρχονται», γιατί τα Χριστούγεννα ήταν η μεγάλη διαδικασία του γουρουνιού. Έπρεπε να σφαγεί το βράδυ το γουρούνι δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Φυσικά, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να δοκιμάσουμε κρέας πριν την παραμονή των Χριστουγέννων. Μας κρατούσε νηστεία, είχαμε αυστηρή νηστεία, και την παραμονή των Χριστουγέ[01:10:00]ννων —τα κόλιαντα που λέγανε— έπρεπε πρώτα να πάμε να μεταλάβουμε, τα κόλιαντα μάς μεταλάβαινε —κόλιαντα είναι, κόλιαντα λεγαν την παραμονή των Χριστουγέννων, την προηγούμενη μέρα γίνεται μία λειτουργία και πηγαίνουν οι γυναίκες και κάνουν διάφορες ευχές, προσφέρουν υψώματα και τέτοια. Εμείς όμως τα παιδιά στα κόλιαντα γυρίσαμε στις γειτονιές κι έπρεπε την νύχτα —παίρναμε μία μεγάλη μαγκούρα και πηγαίναμε στις γειτονιές να τραγουδήσουμε την έλευση του Χριστού. «Κόλιαντα, μελίντα, σήκω κυρά», τάδε που λέγαμε, «και κυρα-Μαρία και δώς μας μία κουλούρα, μην σπάσω την πόρτα με τη μαγκούρα. Χριστός γεννάται, Χριστός γεννάται», αυτό λέγαμε και έβγαινε —είχαμε και περισσότερα να πούμε—, κι έβγαινε η γυναίκα και μας έδωνε είτε κουλούρα είτε καρύδια, ήταν τα κάλαντα των —δεν είχαμε κάλαντα αυτό, είχαμε τις παραμονές των Χριστουγέννων. Όμως αυτές ήταν οι δικές μας χαρές και απολαύσεις, της μάνας και της οικογένειας λοιπόν ήταν η προετοιμασία των Χριστουγέννων. Τις κουλούρες που είχε και αυτή για τα παιδιά που θα ερχόταν, τα άλλα γειτονόπουλα, έπρεπε να ετοιμάσεις τις κουλούρες, τις ετοίμαζε πάντα με πετιμέζι και με σουσάμι. Μικρές κουλούρες στρογγυλές, τις έφτιαχνε στρόγγυλες και τις έφτιαχνε από την προηγούμενη μέρα και να τις έχει το βράδυ, που θα ρθουν από νύχτα, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε για να πάμε στη γιορτή αυτή αλλά πρώτα θα μεταλαβαίναμε: «Θα φύγετε νωρίς, θα πάμε να κοινωνήσουμε και μετά θα πάμε να κάνουμε αυτό το γυρολόι της γειτονιάς», για τα κάλαντα που λέγαμε. Οι άλλες προετοιμασίες, το γουρούνι είχε μεγάλη προετοιμασία, έπρεπε να βγάλουν το λίπος, να το γδάρουν, να βγάλουν το λίπος να το τεμαχίσουμε, να φτιάξουν τα λουκάνικα, να του ετοιμάσουμε τα Χριστούγεννα, ήταν μία διαδικασία που κρατούσε μέρες. Την προπαραμονή που ερχόταν οι σφαγείς, πάντα δυο-τρεις από το χωριό για να το σφάξουν το γουρούνι και να το προετοιμάσουν, τα απαραίτητα —έπρεπε τα εντόσθια, που έπρεπε να τα κάνει η μάνα μου τη μαγειρίτσα, να κάνει τη σούπα—, αυτά που ήταν για την ημέρα των Χριστουγέννων—, να ετοιμάσει τις μερίδες —που έπρεπε να τεμαχίσει ένα μέρος του γουρουνιού—, για να ετοιμάσει τα φαγητά πρώτης και δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων που ήταν μέρες γιορτής και μέρες χοιρινού κρέατος —τις μπριζόλες, τα υπόλοιπα—, ήταν μιας εβδομάδας δουλειά. Να γίνει η απολέπιση, να καθαριστεί. Τα γουρούνια εκείνης της εποχής πάνω από το δέρμα, πάνω από το κρέας και κάτω από το δέρμα ήταν 3-4 εκατοστά λίπος. Αυτό ξεχωριζόταν το υπόλοιπο κρέας, το τεμάχιζαν, μικρά κομμάτια, το βράζαν σε μεγάλα καζάνια, το βράζαν και έλιωνε και γινόταν υγρό το λίπος αυτό. Μέσα σε τενεκέδες ή βαρέλια είχαν ετοιμάσει τις μερίδες του κρέατος, που είχαν τότε τεμαχίσει μερίδες φαγητού σε κομμάτια, ένα μεγάλο μέρος του γουρουνιού, είχαν γουρούνια —είχαμε 80-100 οκάδων γουρούνια, τεράστιο κρέας. Λοιπόν, το χωρίζαν σε τεμάχια και τι το κάνανε, τα τεμάχια αυτά —και ετοίμαζαν ένα καζάνι η μάνα μου—, μικρές μερίδες με το τσεκούρι, πάνω σε ένα αυτό, ο πατέρας μου, τα βάζαν στα καζάνια και τα βράζανε ελαφρώς όχι πολύ μικρό βράσιμο. Μετά, τα βγάζανε, τα αφήσαν να κρυώσουν και έπρεπε μετά σε τενεκέδες μεγάλους και βαρέλια, τα έβαζε με τη σειρά τα κομμάτια, ας πούμε, τις μερίδες, μια-μια με τη σειρά τις έκλεινε μέσα και αφήνε στη μέση ένα κενό και τα γέμιζε αυτά —μερίδες τώρα να σκεφτείς—, γιατί όταν τα ετοίμαζε αυτά σε 2-3 δοχεία, το λίπος που έχει γίνει, το λίπος που είχε γίνει υγρό, ρευστό, ζεστό όπως ήταν, το έριχναν μέσα σε αυτά τα δοχεία. Και, καθώς ήταν υγρό, γέμιζε όλα τα κενά μέρη και πάγωνε αυτό το πράγμα.  Αυτό ήταν η συντήρηση: ήταν το κρέας του χειμώνα. Πάγωνε, το είχαμε σε ένα δοχείο και τις Κυριακές, όταν ήθελε η μητέρα μου να μαγειρέψει το κρέας, πήγαινε στα δοχεία αυτά, έβγαζε —πόσες μερίδες ήθελε, με τη σειρά πως τις είχαν—, μαζί με τις μερίδες έβγαινε και το λίπος, δεν είχαμε λάδι, το έβαζες αυτό στα ξύλα, στην κατσαρόλα την μεγάλη και μαγείρευε το κρέας. Έτσι περνούσανε όλο το χειμώνα: με ένα γουρούνι. Στο μεταξύ, εκτός από τις μερίδες αυτές, είχαμε τον πατσά, έπρεπε να ετοιμάσουν τους πατσάδες, τα πόδια, τις κοιλιές, να τα απολεπίσουνε, να τα καθαρίσουνε να τα βράσουνε. Υπέροχος ο πατσάς. Ο πατσάς ήταν την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων με σκορδάκι, με ξύδι, πατσά —ο πατσάς ήτανε τα κομμάτια των ποδιών, της κοιλιάς και κάποια κομμάτια του λαιμού, ήταν κάποια ειδικά κομμάτια που γινόταν ο πατσάς. Ο πατσάς ήταν μικρά τεμάχια, τα τεμαχίζανε, τα βράζανε σε μεγάλα δοχεία, ρίχνανε μέσα σκόρδο, πολύ σκόρδο και ξύδι. Και όταν λοιπόν τα βάζανε αυτά όλα, έτοιμα, τα βάζανε σε δοχεία, πήλινα δοχεία, στα πήλινα και ο πατσάς πάγωνε και μετά τρωγόταν με το πιρούνι. Όταν ήταν ζεστός και πιο νόστιμος, τρώγαμε τον ζεστό πατσά μια - δύο μέρες, εκείνο που ήθελαν να συντηρήσουν, για να φάμε και τις υπόλοιπες μέρες, το βάζαν σε άλλα δοχεία και αυτά ενώ ήταν παγωμένος, ούτε ψυγεία ήταν —άλλωστε, η κουζίνα μας ένα ψυγείο ήτανε, δεν χρειαζόταν άλλη ψύξη από την ψύξη που είχε χωρίς θέρμανση ένας τεράστιος χώρος. Ήταν μία διαδικασία πολύ κουραστική και αυτή. Τις τέλειωνε. Άλλο ένα πολύ ωραίο φαγητό που έκανε η μάνα μου το χοντρό, το πολύ λεπτό, το πολύ λεπτό έντερο, «Το παχύ έντερο», που το έλεγε η μάνα μου, ένα μέρος του εντέρου του ζώου ήταν πάρα πολύ μεγάλο, πολύ χοντρό, είχε μεγάλη διάμετρο. Αυτό το διάλεγε και το έκανε το μπομπάρι —δεν το ξανάδα άλλη φορά. Το έβγαζε αυτό, το ξεχωρίζε από τα υπόλοιπα έντερα, τα πετούσαν τα υπόλοιπα ή τα βάζαν στον πατσά τα υπόλοιπα. Φτιάναν, κάναν και τα λουκάνικα —ξέχασα να πω για τα λουκάνικα. Αυτό, λοιπόν, είχε, να σας πω, 15 πόντους νεφρά. Αυτό έπαιρνε κομματάκια συκωτιού, τα έβραζε, κομματάκια από κρέας με ρύζι και το γέμιζε αυτό, όλο αυτό, είχε την υπομονή το έντερο, το γέμιζε τεράστιο, έδενε τα δύο άκρα, το έβραζε μετά σε μία κατσαρόλα, όπως ήταν γεμάτο το τεράστιο αυτό τεράστιο να σκεφτείς χοντρό έντερο, και όταν το έβραζε, μετά το έβαζε στην γάστρα στο φούρνο με πατάτες. Ένα φαγητό , δεν ξεχνιέται η γεύση του. Γιατί, όπως ψηνότανε μετά αφού ήταν βρασμένο —γιατί τα υλικά, το ρύζι και τα αυτά, βραζότανε για να μπορεί να ψηθεί—, το 'κοβε με το μαχαίρι φέτες και γινόταν σκοτωμός ποιος θα το φάει το φαγητό, το μπομπάρι της χρονιάς, ο πατσάς της χρονιάς και το τελευταίο, η τελευταία η εργασία, η πιο δύσκολη θα ‘λεγα, ήταν τα λουκάνικα. Ένα μεγάλο μέρος του κρέατος, γιατί ήταν πολλά το κρέας, 80 κιλά κρέας είναι μεγάλη ποσότητα, ειδικά κομμάτια του κρέατος που ήξεραν που προορίζονταν για τα λουκάνικα, τα ξεχωρίζανε, τα κόβανε μικρά τεμάχια, μικρά τεμάχια, τα αλατίζανε με πιπεράκι, με διάφορες και παίρνανε το μεγάλο έντερο του ζώου, αφού το καθαρίζανε και το γεμίζανε, είχανε ένα χωνί —τί είχαν;—, είχαν ένα χωνί κάπως μεγάλο, βάζαν τη μύτη, την ουρά του χωνιού μέσα στο έντερο, την πιάνανε και από το ένα μέρος με ένα ξύλο σπρώχνανε την περιεκτικότητά του που είχαν κάνει, που θα γινόταν, και θα το σπρώχναν και γεμίζαν τα αντεράκι αυτά και γινόταν θηλιές από αυτά, αυτά γινόταν θηλιές κάποιου μεγέθους, τις κρεμούσαν σαν να ήταν έτσι κρεμαστάρια και τα κρεμούσαν πάνω σε πάνω, μέσα στον αέρα για να φύγουν τα υγρά και να αρχίσουν να στεγνώσουν, να φύγουν τα υγρά για να μην μουχλιάζουν. Αυτά ήταν τα λουκάνικα του χειμώνα. Όταν τηγάνιζε λουκάνικο στο ταψί, στο τηγάνι —τα τηγάνια πάνω, το τηγάνι που τηγανίζαμε πάνω στη φωτιά, ήταν κάτι μεγάλα βαθιά τηγάνια, τότε της εποχής εκείνης, μαύρα απέξω γιατί είδες, δεν μπορούσες να τα πλύνεις, να τα πλένεις τα τηγάνια αυτά , ήταν πάντα απ’ έξω μαύρα.  Εκεί όταν τηγάνιζε, το κόβαν, η μάνα μου, κομμάτια λουκάνικα, όλη η γειτονιά μύριζε, από μακριά θα καταλάβαινες, από τα πιπερικά, τα κύμινα και τα αρωματικά που είχε. Η μεγάλη μας τρέλα, το λουκάνικο —αλλά θυμάμαι εκείνα τα ξενύχτια, εκεί το βράδυ να γεμίσεις τόσες πολλές φορές με το χέρι και με ένα ξύλο αυτά τα λουκάνικα. Μετά, ήταν οι μηχανές αυτές που γεμίζαν αυτόματα τα λουκάνικα. Αλλά, η προετοιμασία ήταν και το άλλο, ετοίμαζε, ετοίμαζε το χριστόψωμο. Τι ήταν αυτό το χριστόψωμο, τι ήταν αυτό χριστόψωμο; Αυτό το χριστόψωμο της μάνας μου, ρε παιδί μου… Το αλεύρι όταν το έφερνε ο πατέρας μου από τον μύλο, το βάζαμε σε ένα ξύλινο δοχείο, αποθήκη —στην νάρκλα το λέγαμε, νάρκλα έτσι το λέγανε τότε—, όταν ήθελε η μάνα μου, όταν έφτιαχνε το ζύμωμα, όταν ήθελε να ζυμώσει, το αλεύρι πάντα το κοσκίνιζε με το κόσκινο, να φύγουν ό,τι δεν μπορούσε να μπει στο ψωμί. Αυτά τα μάζευε, ό,τι έμεινε πάνω στο κόσκινο, τα ‘βαζε κάπου, γιατί ήταν η διατροφή των ζώων, δεν πήγαιναν χαμένα και αυτά. Όταν όμως και αυτό το καθαρό αλεύρι, που περνούσε από την σίττα, αυτό ζύμωνε, όταν ήθελε όμως να κάνει λειτουργιά —κάπου-κάπου έπρεπε να πάει λειτουργιά στην εκκλησία—, με τη σειρά οι γυναίκες πήγαινε τότε αυτό το αλεύρι, που το περνούσε από την πρώτη σίτα, είχε μία δεύτερη σίτα, την έλεγε μεταξωτή, πιο λεπτή και το περνούσε από τη δεύτερη σίτα. Στη δεύτερη σίτα έμενε το πιο λεπτό αλεύρι και έμενε κάτι πιο χοντρό στο προηγούμενο. Αυτό το αλεύρι το ήθελε για να φτιάξει τις λειτουργιές, να πάει στην εκκλησία ό,τι πιο αγνό θεωρούσε. Δεύτερη σίτα, λιγότερο πίτουρο και οι λειτουργιές ήταν κάτασπρες. Να τις ζηλεύεις. Είχε και τη σφραγίδα από πάνω, που την πατούσε —η σφραγίδα ήταν το αποτύπωμα , ένα γλυπτό, ξυλόγλυπτο αποτύπωμα που το βάζουν επάνω στις λειτουργίες και το πατάνε πάνω και έχει από πάνω «Ιησούς Χριστός Νικά», αυτό αποτυπώνεται πάνω στο, στο π[01:20:00]ροζύμι της λειτουργιάς. 4 λειτουργιές για την εκκλησία, κάτασπρες. Ποτέ δεν τρώγαμε λειτουργιές, με αυτήν την σίτα μόνο για τη λειτουργιά. Και φρόντιζε και λέει: «Μόνο καθαρός πρέπει να είσαι για να κάνεις τις λειτουργίες» έλεγε. «Πρέπει να είμαστε και καθαροί για να φτιάξουμε τη λειτουργία», κάτι εννοούσε, προφανώς την καθαρότητα της. Μετά απ’ αυτό έμενε και το αγιόψωμο, το φτασμίτικο που λέγαμε, έκανε ένα ψωμί χριστουγεννιάτικο. Τι ήταν το ψωμί αυτό; Πάλι με το αλεύρι αυτό έβαζε μέσα, έπαιρνε ρεβίθια, τα οποία τα στουμπούσε μέσα στον μύλο, είχαμε και ένα ξύλινο ντουμπέκι —ντουμπέκι είναι ένας ξύλινος θόλος, μία γούρνα πέτρινη και είχαμε και έναν στούμπο που βάζαμε μέσα και πολτοποιήσουμε τον καφέ, τον τραχανά, το στάρι για τον τραχανά και τα ρεβίθια—, αυτά τα ρεβίθια τα στουμπούσε και τα 'κανε όχι πολύ αλευροποιημένα, με χοντρούς κόκκους και μικρούς κόκκους. Αυτά τα φούσκωνε στο νερό —τώρα, πού τα θυμάμαι; Τα θυμάμαι γιατί την ακολουθούσα τη μάνα μου. Είπαμε: «Είμαι το ζωνάρι της μάνας μου, από την βρακοζώνα της μάνας μου μαθεμένος», νοητά το λέω αυτό το πράγμα, ήμουν το χαϊδεμένο της παιδί που ήταν σε όλα της μέσα και τα έβλεπα, και τα έβλεπα τώρα μέσα πώς ήτανε. Όταν ζύμωνε αυτό το ψωμί, έβαζε και αυτό μέσα, τα ρεβύθια, σαν αποτέλεσμα —ποιό ήτανε; Γιατί το έβαζε; Το ψωμί γινότανε αφράτο σαν να ήτανε —τι να σας πω;— έλεγες: «Τι ψωμί είναι αυτό;», διπλάσιο από ό,τι ήταν... Και δεν το έκανε καρβέλι. Το έκανε σε ένα ταψί στρογγυλό σαν να είχε δικό του ταψί, ήξερε πόσο αλεύρι τής χρειάζεται, ήξερε τις δοσολογίες και αυτό γέμιζε από πάνω. Όταν το είχε έτοιμο το ταψί αυτό —γιατί ήταν αφράτο—, το τρώγαμε σαν να τρώγαμε, σαν να τρώγαμε ψωμί με ψωμί. Πώς λέμε: «Ψωμί με τυρί;», ψωμί και ψωμί το τρώγαμε, ήταν και γλυκό, έβαζε και ζάχαρη μέσα, ήτανε γλυκό, έβαζε και κάτι άλλα πράγματα μέσα. Αλλά η μεγάλη της τέχνη και μαστοριά ήταν η ζωγραφιά. Έπρεπε να το απεικονίσει από πάνω —πώς θα το απεικονίσει; Με το πιρούνι και με το μαχαίρι, έκανε ζωγραφιές γύρω-γύρω, έφερνε ένα γύρο μεγάλο μετά, έκανε δεύτερο γύρο, μετά έκανε —έβαζε και το «ΧΡΙΣΤΟΣ», όπως, αγράμματη, όπως το ήξερε από την εικόνα του—, και αυτό ήταν μία απεικόνιση απέξω, το έβλεπες με το πιρούνι, έμειναν αυτές οι απεικονίσεις, μετά το άλειβε απ’ έξω —δεν ξέρω τι έβαζε—, έβαζε, γινόταν κίτρινο, έβαζε λάδι —ίσως, αν θυμάμαι καλά—, έβαζε και μικρό κρόκο αυγού, ήταν κατακίτρινο αυτό το ψωμί απ’ έξω.  Και όπως ήταν έτσι αφού το ετοίμαζε, ήταν έτοιμος, η γάστρα, ο φούρνος να ψηθεί. Και γινόταν το έβγαζε, λοιπόν, και γινόταν ένα στρόγγυλο καρβέλι όσο από, όπως ήταν το ταψί και ήταν το χριστουγεννιάτικη, το χριστουγεννιάτικο ψωμί της χαράς και της λαχτάρας. Το κόβαμε κομμάτια και το τρώγαμε σαν να είμαστε νηστικοί από μέρες. Ήταν γλυκό, ήταν αφράτο, ήταν γευστικό —το γευστικό ήταν και από τα αυτά, από τα ρεβύθια που έβαζε μέσα—, και ήταν και γλυκούτσικο, κάτι έβαζε μέσα. Αυτό ήταν το χριστόψωμο. Και, φυσικά, δεν ξεχνούσε —πρώτα-πρώτα από όλα ήτανε η μεγάλη της: «Έχουμε και τους νεκρούς», μην ξεχάσει τους νεκρούς, μην ξεχάσει τους φτωχούς, δεν γινόταν αυτό το πράγμα. Έπρεπε κάτι να κάνει και έλεγε αυτό, με έλεγε: «Κοίταξε, μόλις πας στην εκκλησία, μόλις πας στην εκκλησία δεξιά, εκεί έχουν την κολυμπήθρα», την κολυμβήθρα που μας βαφτίζανε, είχανε και ένα πηγάδι που ‘ρίχναν το νερό. Εκεί ήταν πάντα ένα στασίδι των νεκρών. «Να πας ν’ ανάψεις στους νεκρούς», τον αδερφό της, την μάνα της, τους νεκρούς. Δεν το ξεχνούσε ποτέ. Και πάντα-πάντα είχε μέσα στη σκέψη της κάποιους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Γυναίκες που ήρθαν από άλλα χωριά και παντρεύτηκαν στο χωριό μας, έτυχε να είναι στη γειτονιά μας. Στη διάρκεια του Εμφυλίου ήρθανε, ήρθανε, εκδιώχθηκαν οι ανταρτοκρατούμες περιοχές της Καριάς και ήρθαν στα χωριά μας και έμεναν δύο χρόνια και ξαναγύρισαν μετά το αίμα του Εμφυλίου. Δίπλα όμως είχαμε δύο οικογένειες, ήρθαν με τα ρούχα που είχαν. Λοιπόν, για δυόμισι χρόνια μέσα από το σπίτι μας είχαν αυτά που δεν μπορούσαν να φέρουν: το σκαφίδι, τη γάστρα, το σιρλί, το πινακωτό, το ζυμωτήρι, όλα αυτά της μάνας μου εξυπηρετήσεις, ήταν μέσα στο πνεύμα της εποχής της. Κάποτε —και αυτό μου έκανε εντύπωση—, βρήκα μία γυναίκα στο χωριό μας, τώρα γριά, και την λέω: «Γειά σου», την ήξερα, «τι κάνεις; Είσαι καλά, πώς είσαι, καλά;», λέω, «Γέρασες», και λοιπά. Λέει: «Τάκη μου», λέει, μου το είπε μια φορά και δεν το ξέχασα ποτέ, «Τάκη κι εγώ γέρασα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μάνα σου», μου λέει. «Γιατί κυρά-Μαρία, τι σε έκανε η μάνα μου;». «Να σου πω κάτι», μου λέει, «που δεν θα το ξέρεις». «Τι έγινε;». «Ήρθα», λέει, «παντρεύτηκα στο χωριό ως ξένη, από ξένο χωριό και γέννησα το πρώτο μου παιδί. Η μάνα σου -λέει- στην την τρίτη μέρα από την γέννα», ζούσαν στα χωριά τότε και η μάνα γέννησε, με την μαμή γεννούσαν, «την τρίτη μέρα ήρθε και μου 'φερε λαγγίτες και ρύζι, βραστό ρύζι», γιατί τότε λεχώνες ήταν να τρώνε φαγητά. «Δεν το ξανασυνάντησα άλλη φορά αυτό το πράγμα με τη μάνα σου», μου λέει. Είχε κάτι τέτοια που έδωνε, είχε χέρι φιλανθρωπίας θα το ‘λεγα , που το έβλεπα μερικές φορές. Ανάλογες γιορτές —και να τελειώνουμε— είχαμε και το Πάσχα. Το Πάσχα είχαμε το αρνί έπρεπε να ψήσουμε, είχαμε τα αυγά. Το Πάσχα είχε άλλο χρωματισμό, το Πάσχα ήτανε πιο, ήτανε μυσταγωγίας θα έλεγα η γιορτή. Είχαμε τις αγρυπνίες, η μάνα μου πρώτη στις αγρυπνίες, είχαμε τις ακολουθίες, αγράμματη όμως στην εκκλησία, πρώτοι στην εκκλησία, πρώτοι στην εκκλησία. Είχαμε τη νηστεία, Μεγάλη Παρασκευή αλάδωτο —ποτέ-ποτέ δεν φάγαμε στην Μεγάλη, όσο ζούσε η μάνα μου, λαδωμένο φαγητό και μας κρατούσε η νηστεία. Το Σάββατο το πρωί, ήμασταν όλοι έτοιμοι να πάμε να κοινωνήσουμε και αυτή τη Μεγάλη Παρασκευή. Θυμάμαι, πάλι, τη Μεγάλη Πέμπτη —πώς το θυμάμαι και αυτό; Με τη Μεγάλη Πέμπτη, που γινόταν η αποκαθήλωση, είχαν μία συνήθεια οι γυναίκες να ξενυχτάνε τον Χριστό στην εκκλησία, οι μεγάλες οι γυναίκες, όπως ξέρεις, για τους πεθαμένους που λέγαν τότε: «Απόψε έχουμε τον Χριστό», έλεγε. Έπαιρνε την βελέτζα της και όλες οι γυναίκες γύρω από εκεί που γινόταν η αποκαθήλωση από τον Χριστό, την σταύρωση που έχουνε. Και όλες οι γυναίκες έτσι κουκουλωμένες, με τις κουβέρτες και τις μάλλινες που τις υφαίνανε και ξενυχτούσαν: «Τι λέγατε, ρε μάνα;». «Α, μιλάμε -λέει-, δεν είναι κάτι. Ε -λέει-, έχουμε και κουβέντες, είναι, δεν είναι και για κουβέντες -λέει-, ο καθένας καθόμαστε, ξενυχτάνε τον Χριστό». Πρωί-πρωί, πρώτη να πάει να αρμέξει να φτιάξει, να ετοιμάσει. Και λέω, αν σκεφτεί κανείς ότι 6 πιάτα και 2-8 πιάτα πρέπει να 'ναι κάθε πρωί, μεσημέρι και κάθε βράδυ. Και κάθε πρωί, βάλε τώρα: πλύσιμο, μπουγάδες, φροντίδες, αργαλειούς. Λέω δεν υπάρχει άλλη λέξη από αυτή που μπορώ να πω: είναι ηρωίδες, αφανείς ηρωίδες αυτές οι γυναίκες, αυτές οι γυναίκες της εποχής. Για τη δικιά μου την μάνα λέω και όλες τις μάνες. Όλες οι μάνες έχουν αυτό το φίλτρο που έχουν, που αποπνέει καλοσύνη. Νομίζω το μεγαλύτερο, η πιο ζωηρή, η πιο αθώα καλοσύνη είναι αυτή της μάνας. Κανένα άλλο δεν έχει τέτοια, δεν βγάζει τόσο καλοσύνη όσο αυτή η μάνα. Τι στοργή, τόση αγάπη, τόση καλοσύνη, τέτοια πραότητα. Η μάνα είναι η μάνα μας, ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή μας. Σε ευχαριστώ πολύ.

Ε.Β.

Και εγώ ευχαριστώ κύριε Τάκη, ευχαριστούμε πολύ.

Περίληψη

Ο Δημήτρης Λαγούδας μοιράζεται αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του στο Βρυότοπο Λάρισας, ως το έκτο και μικρότερο τέκνο μιας αγροτικής οικογένειας. Περιγράφει με γλαφυρότητα και λεπτομέρειες την καθημερινότητα της οικογένειας από την οικιακή οικονομία, το μαγείρεμα και τη φροντίδα των οικόσιτων ζώων, την αγροτική καλλιέργεια των σιτηρών και καπνών μέχρι και την προετοιμασία των εθίμων του γάμου και των θρησκευτικών εορτών.


Αφηγητές/τριες

Δημήτρης Λαγούδας


Ερευνητές/τριες

Ευτυχία Βαρδούλη


Δεκαετίες

Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

04/12/2021


Διάρκεια

87'