Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Παίζοντας μπουζούκι μια ζωή!
Ενότητα 1
Τα πρώτα βήματα στο μπουζούκι και το κοινό
00:00:00 - 00:06:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σήμερα Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021 είμαι στους Σοφάδες Καρδίτσας με τον κύριο Ναπολέοντα Μουλιάκο, εγώ η ερευνήτρια του istorima, Μαρία Βερρή…ι: «Α, μωρέ τι παίζουν τώρα» ας πούμε. Ας μην πούμε άλλα για το κοινό, γιατί δουλεύω ακόμα, είμαι επαγγελματίας και να μη χαλάσω καρδιές...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι πρόβες, οι συναδελφικές σχέσεις και η λαϊκή μουσική στην Καρδίτσα
00:06:40 - 00:16:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μου είπατε ότι σας αρέσουν πιο πολύ οι πρόβες – Ναι, ναι. Πώς είναι εκεί; Οι πρόβες, όταν είναι πρόβες και δεν είναι χαβαλές, είναι – πώ…αδή τουλάχιστον – είχε πάντα πολύ καλούς παίχτες, που παίζαν ρεμπέτικα! Γενικά. Και κιθαρίστες και μπουζουξήδες και μπαγλαματζήδες παίζαν!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Μουσικές συνεργασίες του αφηγητή – Η συμμετοχή του στον δίσκο
00:16:38 - 00:24:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάστε εσείς κάποιον που να συνεργαστήκατε, έτσι, μεγάλο… Τι μεγάλο; Μουσικό, έτσι, εδώ – Καρδιτσιώτης μουσικό; Οτιδήποτε, από οπουδήπο…ντιο, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει! Είναι άλλη... Μ’ αρέσει καλύτερα να πάω να παίξω σε στούντιο πάρα να παίζω το βράδυ σε μαγαζί. Πάντα μ’ άρεσε!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Περιστατικά από τα νυχτερινά κέντρα που δούλεψε – Οι πελάτες και το ωράριο
00:24:52 - 00:39:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τα μαγαζιά δεν τα πολυγουστάρω. Έχει άσχημα πράματα η νύχτα. Στο καλύτερο μαγαζί να δουλέψεις, θα βρεις άσχημα πράματα, θα γίνουν άσχημα πρά…Και μπορεί να ρωτάν κι αυτουνού το ίδιο πάλι: «Γκαρσόν είναι αυτός;», ξέρω ‘γώ. «Όχι, ρε μουσικός είναι» Έχει άλλη... Τι άλλο θες να πούμε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Στιγμές από το μαγαζί που εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια
00:39:24 - 00:50:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πού είχατε την πιο καλή συνεργασία; Σε ποιο μέρος; Εδώ. Εδώ στην Καρδίτσα. Είναι... Επειδή είμαι κι εγώ λίγο ζαβός σαν εργαζόμενος. Ζαβός..…πουζούκια. Τ’ αδικείς. Δεν έχει, δεν έχει αυτήν την αποστολή το τραγούδι. Τι μάγκας θα το παίξεις, Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια ; Πάμε παρακάτω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η νέα γενιά μουσικών, η αγάπη του αφηγητή για τη λαϊκή μουσική και στιγμές από τη νύχτα
00:50:15 - 01:14:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η πιο καλή εποχή για σας ποια ήταν ή ποια είναι, μπορεί να είναι και τώρα; Όλες. Όλες οι εποχές είναι καλές, γιατί όλες οι εποχές έχουν και…ν δώρο στα γενέθλια και ήταν.. Με πήραν και τα ζουμιά απ’ τη χαρά κι απ’ τη συγκίνηση! Ήταν η καλύτερη στιγμή νομίζω που έζησα στη νύχτα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Σήμερα Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021 είμαι στους Σοφάδες Καρδίτσας με τον κύριο Ναπολέοντα Μουλιάκο, εγώ η ερευνήτρια του istorima, Μαρία Βερρή. Γεια σας!
Καλημέρα!
Θα θέλατε να μου πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας;
Τι θέλετε να σας πω για τη ζωή μου, δηλαδή;
Με τι ασχολείστε...
Είμαι ένας ευτυχισμένος παντρεμένος, έχω δυο ωραίες κόρες και μια θαυμάσια σύζυγο και ασχολούμαι τώρα πλέον μόνο με τη μουσική. Βέβαια, έχω να δουλέψω δυο χρόνια, λόγω της κατάστασης... Αλλά, ελπίζω ότι θα τελειώσει κι αυτή η ιστορία και θα δούμε... Μέχρι τη συνταξιοδότηση. Μετά δε θα ασχολούμαι με τίποτα πλέον.
Θέλετε να μου πείτε πώς μάθατε, πώς ξεκινήσατε να παίζετε μουσική;
Ναι. Η μουσική είναι… σε όλο το οικογενειακό μας δίκτυο είναι διάχυτη. Απ’ ό, τι θυμάμαι στο οικογενειακό περιβάλλον θείοι, ξαδέρφια, αδέρφια, όλοι ασχολούμασταν με τη μουσική, όλοι παίζαμε κάτι. Ναι, άλλοι το ξεκινήσαν και το αφήσαν, άλλοι το κρατήσαν σαν χόμπι... Ναι, εγώ το έκανα επάγγελμα υποχρεωτικά, ήμαν κι ο πιο προχωρημένος μάλλον σ' αυτό το θέμα και στην εξέλιξη το κράτησα όσο μπόρεσα να το κρατήσω σαν χόμπι, σαν δεύτερη και τρίτη δουλειά, αλλά οι καταστάσεις απ’ το ’10 και μετά με υποχρέωσαν να το κάνω επάγγελμα υποχρεωτικά και το μοναδικό επάγγελμα. Τώρα, στην πορεία από τότε που ξεκίνησα μέχρι τώρα πέρασαν 40 χρόνια περίπου. Σε αυτά τα 40 χρόνια από όσο θυμάμαι – 40 χρόνια που παίζω σαν επαγγελματίας εννοώ – αλλά απ’ την πολύ μικρή ηλικία θυμάμαι εδώ με τα ξαδέρφια γύρω-γύρω στις αυλές μας, στα μπαλκόνια τα καλοκαίρια, ξέρω ‘γώ, μαζευόμασταν και σκαλίζαμε τραγουδάκια συνέχεια, πότε με δικά μας όργανα, πότε με δανεικά, πότε... Από το 1978 – αν θυμάμαι καλά – ’77, ’78, από τότε ξεκίνησα να δειλά-δειλά να δουλεύω και, να παίρνω χαρτζιλίκι, ας πούμε. Είχα μία έτσι μία, να το πω ευχέρεια. Είχα αναπτυγμένη την αντίληψη πολύ, δηλαδή, και μια μουσικότητα, η οποία με βοήθησε να μπω σε άλλα μονοπάτια μετά εκτός απ’ τη νύχτα. Είχαμε εδώ – ήμασταν τυχεροί – είχαμε τον Σοφαδίτη, τον συνθέτη, εδώ, τον Πέτρο τον Βαϊόπουλο, ο οποίος ήταν φίλος με τον αδερφό μου και... Ο αδερφός μου έπαιζε, επίσης, πολύ καλά. Αυτοί σκαρώναν τραγουδάκια, τα οποία δεν ήταν τραγουδάκια ήταν εξαιρετικά τραγούδια! Τραγουδάκια καταλαβαίναμε εμείς, που ήμασταν πιτσιρικάδες. Μας αρέσαν αλλά... Όταν ήρθα λοιπόν σε επαφή με τον Πέτρο, αυτός αμέσως κατάλαβε ότι «ετούτος εδώ είναι – για μένα – ότι είναι λίγο παραπάνω – ας πούμε – μάλλον κι από αυτούς». Με βοήθησε που είχα αντίληψη, καταλάβαινα τις δεύτερες φωνές, τις τρίτες φωνές χωρίς να ξέρω βασικά θεωρία, αλλά καταλάβαινα, τις είχα στ’ αφτί μου, τις άκουγα, όταν παίζανε αυτοί κάτι, εγώ άκουγα και τη δεύτερη και την τρίτη, ξέρω ‘γώ. Και μπήκα σ’ εκείνη τη διαδικασία μετά, απ’ το ’82 και μετά, όταν απολύθηκα απ’ το ελληνικό στράτευμα, μπήκαμε σε στούντιο, μπήκαμε σε συναυλίες, μπήκαμε σε άλλα... Γνώρισα κόσμο τον οποίο άκουγα μόνο τα ονόματά τους, αλλά δεν τους ήξερα... Μπήκα σε άλλα κανάλια. Κάναμε διάφορα πράγματα τότε, συναυλίες, φεστιβάλ... Ήταν αυτή η γνωριμία, δηλαδή, εκεί με τον Πέτρο ήταν νομίζω η κυριότερη, ας πούμε, καμπή στη μουσική καριέρα, ας πούμε, που είχα όλα τα χρόνια.
Πώς ήταν η πρώτη φορά που παίξατε σε κοινό;
Η πρώτη φορά που έπαιξα σε κοινό; Είναι... Θα σου πω. Την πρώτη φορά που έπαιξα σε κοινό σε μια συνεστίαση εδώ των Σοφάδων, του Μορφωτικού Συλλόγου, όπου είχαμε κάνει μία ορχήστρα εκ των ενόντων, για να βοηθήσουμε οικονομικά τότε το... ήμασταν μέλη ήδη στον σύλλογο εμείς, οι ίδιοι που κάναμε την ορχήστρα, για να βοηθήσουμε τον σύλλογο έτσι να έχει κάποια οικονομική βοήθεια, να μην πληρώνει ορχήστρες και κάναμε μία συνεστίαση. Μας άρεσε! Εμένα μ’ άρεσαν πιο πολύ οι πρόβες! Το κοινό... Η πρώτη επαφή με το κοινό ήταν με... Ίσως ήταν και η μοναδική φορά που είχα τρακ από κοινό. Απ’ το κοινό. Τρακ έχω πάντα, όταν ξεκινάω να παίξω. Και τώρα, αν θα παίξω, θα ’χω τρακ – ας πούμε – μες στο σπίτι μου. Αλλά για το κοινό... Ήταν εφάπαξ εκτίμηση για το κοινό, την οποία την έχω ακόμα. Το κοινό δεν ξέρει τι του γίνεται. Το κοινό μπορεί να είναι φρόνιμο και μπορεί και να είναι και βάρβαροι, οι ίδιοι άνθρωποι. Στα γλέντια έτσι γίνεται πάντα και σε όλη την Ελλάδα έτσι γίνεται, όχι μόνο εδώ έτσι. Αυτό που λεν και με το πάπλωμα για τον ψηλό. Τα καλύτερα και τα χειρότερα μπορεί να δεις. Το κοινό... Οι περισσότεροι μουσικοί που γνωρίζω, η μεγάλη πλειοψηφία, δε θέλει να παίζει σε κοινό. Μην κοιτάς τις φίρμες που δεν μπορούν χωρίς κοινό! Οι μουσικοί, οι εργάτες πίσω που στηρίζουν τις φίρμες δε θέλουν να παίζουν σε κοινό. Θέλουν να παίζουν μόνο σε πρόβες. Γιατί σκέψου ότι ένας μουσικός, που δουλεύει σ’ ένα μαγαζί, το οποίο – ας πούμε – χωράει 100 άτομα μέσα, έχει 101 αφεντικά. Έχει το αφεντικό που πληρώνει το μαγαζί, που έχει το μαγαζί και τους πληρώνει κι έχει κι άλλα 100 αφεντικά που είναι οι θαμώνες. Ο καθένας ξεχωριστά κι ένα αφεντικό ξεχωριστό. Ο καθένας θέλει το μακρύ του και το κοντό του. Για το ίδιο πράμα ένας θα χτυπήσει παλαμάκια κι ο άλλος θα πει: «Α, μωρέ τι παίζουν τώρα» ας πούμε. Ας μην πούμε άλλα για το κοινό, γιατί δουλεύω ακόμα, είμαι επαγγελματίας και να μη χαλάσω καρδιές...
Μου είπατε ότι σας αρέσουν πιο πολύ οι πρόβες –
Ναι, ναι.
Πώς είναι εκεί;
Οι πρόβες, όταν είναι πρόβες και δεν είναι χαβαλές, είναι – πώς να το πω δηλαδή; – πεμπτουσία είναι! Να σκεφτείς ένα τραγουδάκι που θα τ’ ακούσει 3-4 λεπτά ο άλλος από κάτω, μπορεί να έχει φάει... Να έχει εργατοώρες μέχρι να παιχτεί! Και πολύ περισσότερο αυτά που ηχογραφούνται. Δηλαδή μπορεί να κάνει ένα τραγούδι να ηχογραφηθεί και 10 ώρες, για να ακούσει το τέλειο αποτέλεσμα αυτό ο κάθε ακροατής, που θα τ’ ακούσει, ας πούμε. Και για να εκφέρει και την άποψή του και να πει: «Μ’ αρέσει το τραγούδι αυτό!» ή «Δε μ’ αρέσει το τραγούδι αυτό!». Ό, τι και να αποφασίσει, οι μουσικοί εκεί μέσα έχουν φτύσει αίμα, για να το γράψουν. Κι αυτό είναι... Γι’ αυτό κι έχω την άποψη ότι κάθε τραγούδι, καλό ή κακό, πρέπει να αντιμετωπίζεται με λίγο έτσι, ας πούμε, κάποιο σεβασμό. Για τον λόγο ότι κάποιοι εκεί πέρα μέσα ιδρώσαν, κουραστήκαν για το αποτέλεσμα αυτό. Και δε φταίνε οι μουσικοί. Οι μουσικοί βασικά παίζουν αυτά που τους λένε οι δημιουργοί, οι συνθέτες. Αν ο συνθέτης έχει γράψει πατσαβουριά, πατσαβουριά θα παίξει κι ο μουσικός. Δεν υπάρχει περίπτωση δηλαδή να... Άσχετο που μερικά τραγούδια άσχημα ο καλός τραγουδιστής ή ο καλός μουσικός το κάνει να ακούγεται υποφερτό, ας πούμε. Αλλά η πρόβα σαν πρόβα σαν διαδικασία είναι άλλο πράμα, συνομιλούν οι μουσικοί με τα όργανά τους. Παίζουν και λεν... Αμέσως καταλαβαίνει, έρχεται η καινούργια ιδέα, έρχεται... Να το κάνουμε έτσι να το κάνουμε αλλιώς, να το... Είναι άλλο πράμα. Δηλαδή μπορούμε να παίζουμε ένα τραγούδι, ας πούμε, και λέμε: «Να το παίξουμε μια φορά ακόμα, μήπως δεν το παίξαμε καλά!» Μόνο και μόνο, γιατί γουστάρουμε το τραγούδι, ας πούμε. Όχι γιατί δεν το παίξαμε καλά, μια χαρά το παίξαμε. Είναι… είναι άλλο πράγμα η πρόβα!
Θυμάστε κανένα τέτοιο περιστατικό σε καμιά πρόβα.
Θυμάμαι ένα περιστατικό, ναι. Κάναμε με το.... Στην Αθήνα κάποιο αφιέρωμα για τον ποιητή μας τον Δημήτρη Χριστοδούλου, ο οποίος ήταν εν ζωή, ήταν παρών. Δηλαδή είχαμε σχέσεις και με αυτόν, γιατί είχε μελοποιήσει πολλά τραγούδια ο Βαϊόπουλος δικά του – στο ξεκίνημά του βασικά ήταν – και είχαμε επαφή καλή, είχαμε γνωριμία, πηγαίναμε στο σπίτι του, κάναμε πρόβες και τα λοιπά κι αυτά. Μέσα στα υπέροχα τραγούδια που έχει γράψει τον στίχο ο Χριστοδούλου – Είναι μεγάλος ο καημός, ξέρω γω, Βράχο- βράχο τον καημό μου κι άλλα κι άλλα – ήταν και τα υπέροχα τραγούδια του Ζαμπέτα. Εμείς οι μπουζουξήδες με τον Ζαμπέτα έχουμε ένα θέμα: όποιος μπουζουξής δεν αγαπάει τον Ζαμπέτα πρέπει να αφήνει το όργανο, να πάρει μια γκλίτσα, να πάει για πρόβατα, ξέρω ‘γώ, να κάνει κάτι άλλο... Ε, μέσα σε αυτά είχαμε και τα υπέροχα τραγούδια, που είχε κάνει ο Ζαμπέτας, το Χάθηκες, Κοντά στα ξημερώματα... Ε, κι ένα απόγευμα με την τέτοια ότι, δεν ξέρω ‘γώ, κάτι μας ξέφυγε, παίζαμε όλο το απόγευμα, παίζαμε τέσσερα τραγούδια του Ζαμπέτα. Μια πρόβα έξι ώρες, δηλαδή, παίζαμε μόνο Ζαμπέτα, ας πούμε. Και τελικά αρχίσαμε να παίζουμε κι άλλα, που δεν ήταν του Χριστοδούλου, και λέει: «Ρε παιδιά, κι εμένα μου αρέσει [00:10:00]ο Ζαμπέτας, αλλά εντάξει... Του Χριστοδούλου τα τραγούδια θα παίξουμε – λέει – όχι του Καγιάντα ξέρω ‘γώ ή δεν ξέρω του ποιου αλλουνού, ας πούμε, στιχουργού». Ε, έχουν κι ωραία πράματα οι πρόβες. Υπάρχουν και πρόβες, οι οποίες: «Άντε αμάν να τελειώσει να φύγω, ας πούμε, γιατί...» Οι πρόβες που γίνονται στα στούντιο είναι αυτές. Αυτές έχουν κόστος και πρέπει να είσαι εσύ, ξέρω γω... Έχει πάρει ο μαέστρος το στούντιο για δυο ώρες και το πληρώνει, έτσι; Το μοσχοπληρώνει μάλιστα! Και πρέπει μέσα σε δυο ώρες να κάνεις πρόβα τη συναυλία όλη, ας πούμε. Ε, εκεί έρχονται οι άλλοι μουσικοί, οι συνάδελφοι που , ξέρω 'γώ, είναι οι διαβαστεροί,που λέμε, και στήνουν τις παρτιτούρες οι άνθρωποι... Εμείς που είμαστε που δουλεύουμε με τα αφτιά οι μπουζουξήδες... Υπάρχουν και μπουζουξήδες που ξέρουν να διαβάζουν – εντάξει δε λέω – αλλά εμείς οι παλιότεροι, οι περισσότεροι δεν... γρι... Ό, τι πιάσει τ’ αφτί μας, ευτυχώς πιάνει! Αυτά… Μόνο έτσι γίνεται, δε γίνεται αλλιώς. Αλλά οι πρόβες χωρίς χαρτιά, όπως καθόμαστε τώρα καλή ώρα, ας πούμε, θα μπορούσε να είναι εδώ πέρα ακόμα άλλος ένας μπουζουξής και να φτιάχνουμε το τραγούδι, ας πούμε, με σιγόντα. Κι ένας κιθαρίστας... Μπορεί να παίζαμε οχτώ ώρες... Δε λέει τίποτα! Αυτό μας αρέσει εμάς, αυτό μας αρέσει! Η κονσέρβα, τα προγράμματα είναι κονσέρβα, ενώ αυτό είναι φρέσκο!
Η σχέση με τους άλλους τους μουσικούς πώς είναι όλα αυτά τα χρόνια;
Τέλεια! Κοίτα να δεις. Σε όλες τις δουλειές υπάρχει ανταγωνισμός, σε όλα τα επαγγέλματα! Σε μας υπάρχει ανταγωνισμός, αλλά υπάρχει και σεβασμός! Και υπάρχουν, βέβαια, όπως και σ’ όλες τις κατηγορίες έτσι; υπάρχουν και οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι κακοί άνθρωποι, απλώς. Δηλαδή θα σε ρίξει τη μαχαιριά πισώπλατα, ας πούμε. Ή θα κοιτάξει από κάπου να πιαστεί να πει κάτι για σένα άσχημο. Εντάξει, δε λέει τίποτα... Αλλά σε γενικές γραμμές υπάρχει και σεβασμός απ’ τους νεότερους μουσικούς προς τους παλιότερους. Πάντα υπήρχε αυτό. Και στις ορχήστρες απάνω υπήρχε μια ιεραρχία. Κι αν δεν υπάρχει μαέστρος, αρχηγός είναι ο μεγαλύτερος. Αυτό είναι σαν άγραφος νόμος, ας πούμε. Ακόμα και μαέστρος να υπάρχει, αν είναι νέος, ας πούμε, μουσικός, οι οποίοι νέοι μουσικοί είναι απίστευτα καλοί κι απίστευτα καταρτισμένοι έτσι, εξαιρετικοί σε σχέση με μας. Εμείς είμαστε στραβοί μπροστά σε αυτούς τους καινούργιους. Εμείς, όμως, έχουμε την εμπειρία απλώς. Και ίσως έχουμε καλύτερη επαφή με εκείνη την κοινωνική κατάσταση, που δημιούργησε τη λαϊκή μουσική στην Ελλάδα. Έχουν αλλάξει τα πράγματα πολύ γρήγορα και κάποια και βίαια, μπορώ να πω, ας πούμε. Και βλέπεις, ας πούμε, τον μαέστρο, ο οποίος μπορεί να είναι 30 χρόνια πιο μικρός από σένα και σε αντιμετωπίζει με σεβασμό, ας πούμε. «Τι λες;», θα σε ρωτήσει, «Θα το κάνουμε έτσι, θα το κάνουμε αλλιώς…» Αυτό το [Δ.Α.] είναι θέμα διαχείρισης, πώς θα το διαχειριστεί κανένας... Αλλά σε γενικές γραμμές εμείς οι μουσικοί μεταξύ μας έχουμε καλές σχέσεις, τουλάχιστον στην περιοχή μας. Αλλά απ’ ό, τι βλέπω δηλαδή, επειδή έχω τώρα τόσα χρόνια έχω πολλές γνωριμίες και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη διάφορους, ας πούμε, μουσικούς, είναι έτσι το κλίμα γενικά, ας πούμε, είναι έτσι το κλίμα. Και είναι και οι παραδοσιακοί μουσικοί στην περιοχή μας, έχουμε φοβερούς και είχαμε πάντα! Και τώρα έχουμε και πάντα είχαμε! Και τραγουδιστές και μουσικούς, συνθέτες, απ’ όλα βγάλαμε! Μπακάλης, Καραπατάκης, Τσακνής made in Karditsa, Βαϊόπουλος, τραγουδιστές, ένα σωρό! Απ’ όλα τα τέτοια... Μόνο να σκεφτείς ότι είμαστε αυτάρκεις σε όλα. Ακόμα και οι δάσκαλοι που υπάρχουν στα ωδεία, οι περισσότεροι εδώ πέρα είναι δικοί μας και είναι βγαλμένοι απ’ τα δικά μας τα ωδεία, απ’ τις δικές μας τις σχολές. Βέβαια, επειδή εγώ είμαι λίγο, είμαι λίγο πολύ λίγο, όμως, τοπικιστής, πάρα πολύ λίγο, τόσο που να λέω η μουσική παιδεία, ας πούμε, στην Καρδίτσα είναι ίσως χαμηλότερη απ’ όλη τη Θεσσαλία. Επειδή γυρνάμε παντού, πάμε. Η Καρδίτσα έχει την καλύτερη διασκέδαση, όμως. Πριν από λίγα χρόνια η Καρδίτσα είχε εν ενεργεία, μετρημένα, 21 μαγαζιά με ορχήστρες. Δουλεύαν κάθε βράδυ! Λίγα χρόνια λέω, δεν είναι λίγα, είναι πολλά. Αλλά και τώρα ακόμα, ας πούμε, από άλλες περιοχές της Θεσσαλίας έρχονται τα βράδια, ειδικά τα τελευταία χρόνια τα Σαββατοκύριακα, Παρασκευοσάββατα περισσότερο, και διασκέδαζαν στην Καρδίτσα. Δεν είχαν δηλαδή... Μας ρίχνουν στις σπουδές, τους ρίχνουμε στην πρακτική, στη διασκέδαση! Και είναι και πολύ μεγάλη ρεμπετομάνα – να πω; – η Καρδίτσα. Όχι με την έννοια ότι γέννησε ρεμπέτες... Νομίζω ότι δεν υπάρχει άλλο μέρος στην Ελλάδα που να ακούει τόσο ρεμπέτικο όσο η Καρδίτσα! Κι όταν μιλάμε ακούει, όχι μόνο ακούει, ξέρει και το ρεμπέτικο. Δηλαδή το κοινό ξέρει το ρεμπέτικο, είναι εκπαιδευμένο. Δεν ξέρω για κάποιον λόγο. Υπάρχει ένας λόγος: παλιά η Καρδίτσα ήταν τόπος, ας πούμε, εξορίας. Κάποια αδικήματα τότε , ξέρω 'γώ, μπορεί να ήταν ο άλλος χασικλής, μπορεί να ήταν αυτό, και τον στέλναν υποχρεωτικά με την παρακολούθηση και την υποχρέωση να παρουσιάζεται στην αστυνομία , ξέρω 'γώ, τους στέλναν και μέναν υποχρεωτικά στην Καρδίτσα. Αυτοί προφανώς φέραν και το... Αυτήν την κατάσταση. Δηλαδή φέραν το ρεμπέτικο, ας πούμε. Γιατί δε νομίζω ότι εδώ η περιοχή ήξερε, ας πούμε, από ρεμπέτικα. Ρεμπέτικα ακούσαν μετά τα ραδιόφωνα. Άκουσαν Τσιτσάνη, ας πούμε, δηλαδή δεν άκουσαν Βαμβακάρη. Ο Τσιτσάνης δεν ήταν ρεμπέτης. Αλλά, όμως, αυτή τη στιγμή, όχι αυτή τη στιγμή, εδώ και πολλά χρόνια βλέπεις πιτσιρικάδα, η οποία έρχεται σε σκοτώνει, λέει: «Μάρκο!» Κι έχει και πολύ, πάντα είχε – εγώ όσο θυμάμαι εγώ δηλαδή τουλάχιστον – είχε πάντα πολύ καλούς παίχτες, που παίζαν ρεμπέτικα! Γενικά. Και κιθαρίστες και μπουζουξήδες και μπαγλαματζήδες παίζαν!
Θυμάστε εσείς κάποιον που να συνεργαστήκατε, έτσι, μεγάλο…
Τι μεγάλο;
Μουσικό, έτσι, εδώ –
Καρδιτσιώτης μουσικό;
Οτιδήποτε, από οπουδήποτε;
Αν συνεργάστηκα εδώ στην Καρδίτσα ή γενικά;
Πείτε μου και γενικά, πείτε μου και στην Καρδίτσα.
Στην Καρδίτσα ο μεγαλύτερος μουσικός που έχουμε και είναι Καρδιτσιώτης και που συνεργάστηκα, ο οποίος είναι μουσικός ολκής, είναι ο βιολιστής ο Τάσος ο Κοτσιώλης. Είναι πανελλαδικής εμβέλειας, είναι Μουσικός με μι κεφαλαίο και Σολίστας με σίγμα κεφαλαίο. Αλλά κατά καιρούς έχω συνεργαστεί... Τι.... Όταν λες μεγάλους μουσικούς, τι εννοείς, ας πούμε;
Εντάξει, για τον συγκεκριμένο που μου είπατε, πέστε μου πώς ήταν η συνεργασία σας;
Καταπληκτική!
Ναι.
Ο Τάσος λόγω βιολιού αναγκάζεται και παίζει στην περιοχή με δημοτικούς, παραδοσιακούς. Δεν αποδέχεται τον όρο ότι είναι παραδοσιακός, είναι «λαϊκός» λέει. Λαϊκός με την έννοια ότι παίζει καταπληκτικά και παίζαμε καταπληκτικά αυτά τα τραγούδια, τα οποία ήταν της δεκαετίας του ’50 και μετά, παίζανε οι βιολιστές τραγούδια λαϊκά, παίζαν Καζαντίδη, που παίζαν Γαβαλά, που παίζαν... Ναι, είναι αυτής της κατηγορίας και παίζαμε και τώρα, όταν ανταμώνουμε και παίζουμε, ας πούμε, είναι.... Λες, κλείνεις τα μάτια, και λες τώρα: «Μάλλον ακούω τον δίσκο». Είναι καταπληκτικός, καταπληκτικός! Αλλά γενικά έχω, για τη, έτσι, για τη δική μας τη... έχει, έχει πάντα καλούς μουσικούς η Καρδίτσα! Πάντα έχει καλούς! Και τώρα βγαίνουν κάτι πιτσιρικάδες, οι οποίοι είναι αστέρια! Γενικά έχω παίξει με πάρα πολλούς… πολύ καλούς μουσικούς γενικά! Να λέω ονόματα τώρα; Με μπουζουξήδες έχω παίξει απίθανους, με τον Μανώλη τον Πάππο , ξέρω 'γώ,, με τον Κώστα τον Ζαριδάκη... Δε θυμάμαι και ονόματα, δηλαδή... Ναι, τι να λέω τώρα; Κιθαρίστες, αυτά, τι να πω...
Θυμάστε κανένα –
Τελευταία έπαιξα με έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες που έβγαλε η Ελλάδα, ας πούμε, έπαιξα με τον Στέλιο τον Καρύδα. το οποίο το είχα απωθημένο παιδικό! Όχι ότι έχουμε τόσο μεγάλη διαφορά στην ηλικία, ότι είναι , ξέρω 'γώ, αυτός μαθουσάλας, αλλά εντάξει εμείς από πιτσιρικάδες τον βλέπαμε και τον καμαρώναμε, ας πούμε, θαυμάζαμε! Και ήρθε η ώρα μετά από 50 χρόνια, 40 – ξέρω ‘γώ πόσα πέρασαν; – να παίξω. Και λέω: «Α, έβγαλα ένα ακόμα απωθημένο!» Εντάξει, με τον Καζαντζίδη δε θα παίξω ποτέ, γιατί πέθανε, ας πούμε, ή με τον Μπιθικώτση, που είναι λατρεία.
Θυμάστε κανένα περιστατικό έτσι με κάποιον, όπως αυτόν που μου είπατε τώρα, που παίξατε μαζί του; Πώς ήταν εκείνη τη μέρα; Γενικά να μου το περιγράψετε;
Θυμάμαι; Τι να θυμάμαι... Θυμάμαι όταν πήγα πρώτη φορά να παίξω... Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά, ήταν η δεύτερη φορά και πήγα να παίξω στο... Το 1986; Το 1986 πρέπει να ήταν. Και με στέλνει μια κασέτα ο Βαϊόπουλος απ’ την Αθήνα με το ΚΤΕΛ, [00:20:00]γιατί εγώ είχα επιλογής ζωής να μείνω εδώ, δεν ήθελα... Δε με τραβούσε η Αθήνα. Και δε με τραβούσε και ούτε και η νύχτα της Αθήνας. Και λέει: «Στέλνω μια κασέτα να μάθεις τα τραγούδια – λέει – και την άλλη βδομάδα να ’ρθεις να τα γράψουμε». Ήταν για τον δίσκο Πότε Βούδας πότε Κούδας. Τ’ άκουσα τα τραγούδια, τα ’μαθα, βέβαια, εντάξει. Είπα απ’ την αρχή ότι είχα μια ευκολία έτσι, μια αντίληψη αναπτυγμένη, ας πούμε. και πήγα στον πρώτο δίσκο δεν είχα την επαφή αυτή με, ας πούμε, με ονόματα. Ήταν στη Lyra, είχε ένα άλλο στούντιο. Πάμε σε ένα στούντιο μεγάλο, βλέπω χάνομαι! Στούντιο Sierra κάτω στη Μεσογείων, τεράστιο στούντιο, ίσαμε γήπεδο ποδοσφαίρου! Μου φάνηκε εμένα τεράστιο, ας πούμε! Κι όπου ξαφνικά βλέπω διάφορους εκεί μέσα να κάνουν παρέλαση, βόλτα! Ποιος; Βλέπω τον συγχωρεμένο τον Βαρδή, ας πούμε. Και είναι παραγωγός. Αυτός λέει μας τον πληρώνει τον δίσκο. «Θα παίξουμε – λέω – και μ’ αυτόν;» «Θα παίξει κι αυτός». Βλέπω τον Παναγιώτη, τον Καλαντζόπουλο, βλέπω... «Τι γίνεται εδώ ρε παιδιά» λέω. Βλέπω μπαίνει ο άλλος στα κρουστά Λαβράνος. Θηρία ανήμερα! Θηρία ανήμερα μουσικοί! Δεινόσαυροι, τι να σου πω δηλαδή, μου φάνηκαν σαν λιοντάρια! Πάω να καθίσω, ξαφνικά βλέπω κάθομαι δίπλα, κοιτάω: Βίσση με τον Καρβέλα. Κοιτάω από κει: Άντζελα Δημητρίου. «Τι γίνεται ρε παιδιά – λέω – τώρα; Πού μ’ έφερες ρε – του λέω – εδώ πέρα;» «Α, βρε... Δε μασάς εσύ – με λέει – εσύ, θα τα...» Εν τω μεταξύ καταλάβαν τώρα. Ο μόνος άγνωστος ήμουν εγώ εκεί πέρα. Όλοι οι άλλοι ήταν φίρμα! Όλοι, όλοι, όλοι! Φωτεινές επιγραφές στα μαγαζιά όλοι! Απ’ τους τραγουδιστές, τους μουσικούς, ό, τι θες... Πω, πω! Πάω παίρνω έναν καφέ, κάθομαι. «Τσακ» ο συγχωρεμένος ο Βαρδής, ο Αντώνης ήταν... Εκτός του ότι ήταν εξαιρετικός σαν μουσικός, ας πούμε, ήταν και παιδί της πιάτσας, δεν ήταν... Κατάλαβε τη δουλειά. Πρώτα-πρώτα σαν μουσικός κατάλαβε ότι πρέπει λίγο να το βοηθήσουμε το παιδί, ας πούμε. Και δεύτερον σαν παραγωγός, διότι πλήρωνε, διότι σε λέει: «Άμα δεν τον βοηθήσω, θα μου γράψει καμιά διακοσαριά ώρες μες στο στούντιο αυτός τώρα εδώ, θα με ξεπαραδιάσει», ας πούμε. Κι έρχεται δίπλα, κάθεται, πιάνει το «πίτσι-πίτσι», με λέει: «Εγώ – λέει – που σ’ άκουσα, νομίζω ότι είσαι ο καλύτερος μπουζουξής που είναι. Ο καλύτερος απ’ όλους είσαι –λέει –. Μπες μέσα και φα τους τ’ άντερα – με λέει –. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα εσύ! Απαπαπα...» Και πραγματικά μπήκα μέσα... Μου δώσαν αέρα δηλαδή όλοι, καταλάβαν... Δηλαδή, εντάξει, ξέραν ότι ξανάπαιξα σε CD, σε δισκογραφία, αλλά άλλο να παίζεις σε μικρό στούντιο, σε μικρή κατάσταση, σε μικρή εταιρεία κι άλλο να μπαίνεις μέσα και να είναι… να τρακάρεις στη μία φίρμα πάνω στην άλλη, ας πούμε. Συνέχεια να είσαι... Δεν ήμαν και κανένας... Αν ήμαν τώρα, θα τους γλεντούσα, αλλά τώρα... Τότε ήμουνα , ξέρω 'γώ, 25-26 χρονών -πόσο ήμουν; Τέλος πάντων μπήκα μέσα και... Με μια φόρα... Και σε τέσσερις μέρες τον είχα καθαρίσει τον δίσκο όλο. Και όταν λέω είχα καθαρίσει τον δίσκο, όχι μ’ ένα όργανο και γεια σου: πρώτες φωνές, δεύτερες φωνές, μπουζούκια, τζουράδες, μπαγλαμάδες, όλα! Και με λέει στο τέλος... Με λέει ο Αντώνης ο συγχωρεμένος λέει: «Ρε Πέτρο, τι να τον πληρώσω τώρα αυτόν – με λέει – με τραγούδι ή με την ώρα;» Εμένα δε με ενδιέφεραν τα λεφτά, ούτε έκανα βιοπορισμό τότε, είχα δουλειά, είχα μαγαζί δικό μου, δούλευα. Λέει: «Κοίτα, ας το – λέει – το τιμολόγιο εδώ, να κόψουμε ένα τιμολόγιο, να σ’ το στείλουμε – λέει – ταχυδρομικά πάλι και θα δούμε – λέει – τι θα βγάλουμε» «Καλά – λέω – εντάξει, σιγά» Και με πληρώνει τότε για έναν δίσκο για τέσσερις μέρες-πέντε 330.000 δραχμές! Εξωφρενικό ποσό, για τα δεδομένα, δηλαδή, και τα δικά μου, αλλά και της εποχής! Δηλαδή, πήρα πάρα πολλά λεφτά εκείνον τον καιρό. Κατάλαβες; Το αυτοκίνητο το ’χα αγοράσει 900.000, ας πούμε. Φαντάζεσαι, δηλαδή, τώρα ότι για μια συμμετοχή σ’ έναν δίσκο ή για να πάρεις ένα μικρό αυτοκίνητο 15.000, εμένα μου δώσαν 5.000, ας πούμε, ευρώ. Ήτανε κουβαρδάς ο συγχωρεμένος! Αλλά αυτές τις εμπειρίες δηλαδή, το ’χω και τώρα ακόμα, δηλαδή, το ’χω το στούντιο, δηλαδή. Ακόμα και τώρα υπάρχουν εδώ, έχουμε συνθέτες εδώ που γράφουν τραγούδια πολύ καλά, αξιοπρεπέστατα και καλά! Και θέλει ο κόσμος, έχει ανάγκη να δημιουργήσει, να εκφραστεί. Και με παίρνουν και πάω, αφιλοκερδώς, βέβαια. Δε θέλω να πάρω λεφτά από κανέναν. Μ’ αρέσει η δημιουργία, να συμμετέχω κι εγώ στη δημιουργία, είναι άλλο πράμα! Και πάω και παίζω, ας πούμε, στα στούντιο, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει! Είναι άλλη... Μ’ αρέσει καλύτερα να πάω να παίξω σε στούντιο πάρα να παίζω το βράδυ σε μαγαζί. Πάντα μ’ άρεσε!
Ενότητα 4
Περιστατικά από τα νυχτερινά κέντρα που δούλεψε – Οι πελάτες και το ωράριο
00:24:52 - 00:39:24
Τα μαγαζιά δεν τα πολυγουστάρω. Έχει άσχημα πράματα η νύχτα. Στο καλύτερο μαγαζί να δουλέψεις, θα βρεις άσχημα πράματα, θα γίνουν άσχημα πράματα. Τα πολύ άσχημα στην αρχή, μέχρι τη δεκαετία του ’90, πήγα και δούλεψα σ’ αυτά που λεν τα – επίτηδες για να πάρω την εμπειρία μόνο, τίποτα άλλο, όχι ότι μ’ αρέσαν – σ’ αυτά τα «σκυλάδικα» που λεν. Δυο-τρία χρόνια μόνο άντεξα, αλλά για να πάρω την εμπειρία, όχι... Για κανέναν άλλον λόγο. Δε μου ’κατσε αυτό, ευτυχώς δηλαδή. Μετά διάλεγα μικρά σχήματα με φίλους μουσικούς, πολύ γνωστούς δηλαδή, και μικρές οικογενειακές καταστάσεις σε ταβέρνες, να μην έχει φασαρίες, να μην έχει αυτά. Τα τώρα τα τελευταία χρόνια ξαναγυρίσαν σπασίματα, πιάτα, φασαρίες, σαμπάνιες, λουλούδια... Εντάξει... Η αλήθεια είναι, όμως, ότι αυτοί που έχουν τα μαγαζιά αυτά, το προσωπικό το πληρώνουν απ’ τις σαμπάνιες κι απ’ τα λουλούδια. Απ’ τις μπριζόλες δεν μπορείς να πληρώσεις προσωπικό. Είναι μια έτσι κατάσταση περίεργη, ας πούμε... Άσχημο μεν, δε γίνεται κι αλλιώς δε.
Εκεί την εποχή που πήγατε στα σκυλάδικα αυτά, μπορείτε να μου πείτε κάποιο γεγονός που δε σας άρεσε;
Γεγονός που δε μ’ άρεσε; Γενικά δε μ’ άρεσε. Όλη αυτή η κατάσταση δε μ’ άρεσε. Τα γκομενιλίκια των παραλήδων, που ερχότανε εκεί πέρα... Ο εργοστασιάρχης που του ’χαν τέτοιο καιρό επίσχεση εργασίας οι εργαζόμενοι, γιατί δεν... τους είχε απλήρωτους, δεν τους πλήρωνε, κι αυτός το βράδυ χάλασε 1,5 εκατομμύριο στα μπουζούκια! Με ονόματα μπορώ, αν θες, δε χρειάζεται βέβαια... Τις παρεξηγήσεις... Δυο φορές ήρθαμε αντιμέτωποι με πιστόλια, ας πούμε, μια φορά με πιστόλι και μια φορά με καραμπίνα κυνηγητική, ας πούμε. Εντάξει δεν είναι ό, τι καλύτερο, ας πούμε...
Θέλετε να μου πείτε κάτι, πώς έγινε κάποιο...
Να σου πω κάτι συμπληρωματικά οι περισσότεροι μουσικοί που λένε εδώ: «Αυτοί που δουλεύουν στα μαγαζιά ή είναι αλκοολικοί ή είναι χασικλήδες» Οι πιο πολλοί έτσι; Όχι όλοι. Κι ο λόγος είναι απλός. Δεν το κάνουν ούτε για μαγκιά ούτε για... Το κάνουν, για να αντέξουν την πίεση αυτή. Εγώ πρώτη και τελευταία φορά ήπια στη δουλειά γύρω στο ’80. Απ’ το ’80 μέχρι σήμερα, αν θα πάρω ένα ποτό, πολύ ελαφρό ποτό, περισσότερο για να ξεπλένω το στόμα όλο το βράδυ. Και πριν που καπνίζαμε, για το τσιγάρο που λεν. Τώρα που απαγορεύτηκε και το κάπνισμα, εντάξει. Ποτέ πάνω από ένα ποτό. Κι αυτό σου λέω μπορεί να είναι ποτό... Να μην είναι και ποτό, να είναι πορτοκαλάδα με coca-cola, για να φαίνεται σκούρα, ας πούμε, ή να είναι βυσσινάδα, να νομίζει ο άλλος ότι πίνω campari. Για έναν λόγο και μόνο, για να έχω τον έλεγχο, να έχω το κοντρόλ. Διότι όταν έχεις να κάνεις με 300 μεθυσμένους και είσαι κι εσύ μεθυσμένος, θα γίνει η ζαβή, που λένε. Κι επειδή την έκανα τότε το ’80 μια φορά τη ζαβή... Δεν την έκανα, μου την έκαναν και αμύνθηκα αξιοπρεπώς. Από τότε δεν το ξανάκανα, ας πούμε. Δεν πίνω. Ή πίνω ένα ποτό, σου λέω, μόνο για το... Και για να βλέπει κάποιος πελάτης από κάτω, για να πει αν του...: «Κέρνα τον ένα ποτό, απ’ αυτό που πίνει», ας πούμε. Μπορεί να με κεράσει πορτοκαλάδα ακόμα, πορτοκαλάδα. Πάρα πολλά περιστατικά η νύχτα... Παλιά έπαιζαν ξύλο δυο χωριά , ξέρω 'γώ, μέχρι το πρωί, ας πούμε, στα πανηγύρια. Σ’ έναν γάμο μπορεί να γίνει, παντού... Είναι απίστευτο! Είναι κόσμος που πίνει. Κι όταν πίνει και φεύγουν όλες οι κοινωνικές, ας πούμε, που μπορεί να έχει απ’ το σπίτι... Έφυγε, έβαλε το καλό του το κουστούμι κι έχει μια κοινωνική παρουσία διαφορετική. Κι όταν πίνει αυτή η παρουσία η κοινωνική πάει περίπατο. Αναστολές και δεν υπάρχουν τίποτα μετά. Μετά βγάζει αυτό που είναι. Κι άμα είναι «σακαφλιάς» θα το βγάλει.
Θυμάστε κανέναν ενοχλητικό πελάτη;
Έναν μόνο; Χιλιάδες! Κοίτα να δεις, η νύχτα είναι... Είναι για έρευνα! Δηλαδή ένας άνθρωπος που σπουδάζει ψυχίατρος καλύτερα να πάει να καθίσει σε ένα ξενυχτάδικο ένα βράδυ σε μια γωνιά και να παρατηρεί παρά να πάει σε ένα ίδρυμα και να δει πώς συμπεριφέρονται οι άρρωστοι. Εκείνοι μέσα είναι μπαγλαρωμένοι, είναι μια χαρά, ταχτοποιημένοι. Έξω να δεις τι [00:30:00]γίνεται! Δηλαδή... Ξέρεις, εμείς τώρα έχουμε πρώτα-πρώτα ότι δουλεύεις σ’ ένα μικρό περιβάλλον, ας πούμε. Έρχεται ο... Μπαίνει μέσα , ξέρω 'γώ, ο Χι πελάτης, ο Γιώργος, ο Κώστας, ο... Και μόλις τον βλέπουμε στην πόρτα δε λέμε, ας πούμε: «Ήρθε ο Κώστας», «Ψιτ, ήρθε ο Μεμέτης», γιατί θα χορέψει τον «Μεμέτη», το ξέρουμε, ας πούμε. «Βρε καλώς τα ήρθαν τα " νιάτα τα μπερμπάντικα"!». Μπαίνει ο άλλος μέσα , ξέρω 'γώ, και ξεχωρίζουμε ποιος είναι καλός. Δηλαδή έρχεται ο άλλος κι αν θέλει να χορέψει ένα τραγούδι, ας πούμε και... Ή στέλνει το γκαρσόν κι απ’ τον τρόπο που σ’ το ζητάει λες: «Αυτός – ξέρεις – είναι καλός ο άνθρωπος. Ψυχούλα μωρέ, θέλει να χορέψει, να...!». Έρχεται ο άλλος και λες: «Τούτος εδώ είναι κουτσαβάκι», ας πούμε. Ε, αυτός δεν πρόκειται να ακούσει το τραγούδι του ποτέ, τουλάχιστον εκεί που δουλεύω εγώ. Δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσει τραγούδι αυτός, να κάνει αυτό που θέλει, γιατί αν το κάνει θα κάνει ζημιά. Καλύτερα να μην το κάνει, παρά να το κάνει και να γίνει ζημιά. Κρατάει την πίστα. Ένας χόρευε εφτά ζεϊμπέκικα ένα βράδυ μόνος, συνεχόμενα εφτά ζεϊμπέκικα! Και λέω: «Θα τον πάρει το ασθενοφόρο – λέω – σε λίγο, πάρε...» Δεν ήταν... Αυτός το ’κανε επίτηδες, για να μη χορέψει άλλος. Άρα δεν ήταν καλός. Έτσι δεν είναι; Κι έκανε… Παλιά ήταν κι άλλη μαγκιά, ας πούμε... Φύγαν αυτά. Τότε ξέρεις ο νεοπλουτισμός τα δημιουργεί αυτά. Ξαφνικά παρουσιαστήκανε νεοπλουτήδηδες, ας πούμε, στην περιοχή και... Ήταν για γέλια, γιατί πρώτα-πρώτα δεν ήξεραν πώς να φερθούν. Ύστερα, ας πούμε, αγοράζεις γούνα και δεν ξέρεις πώς να τη βάλεις. Τέτοιο πράμα. Και είχαμε έναν καταπληκτικό τραγουδιστή εδώ της περιοχής μας. Δουλεύαμε και όταν ξεκινούσε, ας πούμε, το γλέντι και τελείωνε η παρουσίαση των τραγουδιστών μπροστά εκεί που κάναν το προγραμματάκι τους κι αυτά και μετά η πίστα ήταν για όλον τον κόσμο να χορέψει, κι έλεγε απ’ το μικρόφωνο: «Παρακαλώ η πίστα είναι ελεύθερη, ας πούμε, μπορείτε να χορέψετε. Παρακαλούνται οι άντρες να πετάξουν τις τσίχλες και οι γυναίκες να σβήσουν τα τσιγάρα!». Ε, εντάξει... Τα λέμε τώρα και γελάμε, αλλά όταν τα ζήσεις είναι αλλιώς. Γιατί άμα περάσει το σπασμένο το πιάτο από δίπλα σου, γιατί όχι το πέταξε το γκαρσόνι που ξέρει πώς θα τα σπάσει τα πιάτα, τα γύψινα, αυτά σπάζουν. Γιατί αυτός μεράκλωσε και πήρε το πιάτο απ’ το τραπέζι και το ’ριξε, ας πούμε, το οποίο είναι πορσελάνινο κι άμα σε πάρει σε σφάζει. Και βλέπεις το πιάτο να περνάει, ας πούμε, έναν πόντο από δίπλα. Ή άμα τρως τον πάτο απ’ το μπουκάλι της σαμπάνιας στο κεφάλι, ας πούμε, γιατί την έσπασε αυτός, δεν την άνοιξε... Ναι, είναι αλλιώς τα πράγματα εκεί... Έγινε αυτό. Την άλλη μέρα πήγα με κράνος! Γελούσαν όλοι: «Μη γελάτε – λέω – εγώ το κράνος δεν το βγάζω!».
Τι έγινε τότε;
Ε, ναι. Έσπασε ένας το μπουκάλι, μεράκλωσε, έσπασε το μπουκάλι της σαμπάνιας, την άρπαξε απ’ τα χέρια του παιδιού, του γκαρσόν, ας πούμε, που άνοιγε τη σαμπάνια, που πήγαινε να ανοίξει τη σαμπάνια και λέει: «Όχι, άντε σπάσου», λέει. Και την πετάει και η σαμπάνια έχει και ανθρακικό, έχει αυτό... Κι έφυγε ο πάτος και τον έφαγα στο κεφάλι, ας πούμε. Κι ευτυχώς τον έφαγα απ’ την πίσω μεριά. Εδώ! Ευτυχώς ήταν απ’ την πίσω μεριά δεν ήταν απ’ το σπασμένο δηλαδή. Απίστευτα πράματα! Ωραία...
Εσείς πώς αντιδράτε σε τέτοιους πελάτες, τι κάνετε;
Τώρα πλέον;
Γενικά και παλιά...
Τώρα δε με πλησιάζουν. Ξέρουν. Παλιά; Ναι, σου λέω την πρώτη φορά που... Την τελευταία φορά μάλλον που ήπια στη δουλειά... Ε, δεν... Δεν... Έφυγε πήγε στο νοσοκομείο για ράμματα. Του πέρασα την κιθάρα κολάρο. Δεν είχε... Γιατί κι εγώ παιδί της περιοχής είμαι, δεν είμαι κανένα... Κι όταν ξέρεις ποιος έρχεται να σε κάνει τη... Τον ξέρεις τον άνθρωπο αυτόν. Αυτός που έρχεται τον ξέρεις, ότι θα ’ρθει να κάνει φασαρία, θα ’ρθει να σου κάνει κακό δηλαδή. Ε, κι άμα είσαι και 18 χρονών, δε θες και πολύ... Έφαγε την ηλεκτρική την κιθάρα στο κεφάλι και ησύχασε. Απλά πράματα. Κι από τότε λέω: «Δεν ξαναπίνω, γιατί εντάξει...». Ναι, έφαγε... Ε, πήγε έκανε τα ραμματάκια του, την άλλη μέρα που ξεμέθυσε ήρθε και με βρήκε και: «Εσύ, ναι, είχες δίκιο... Δε φταις εσύ, εγώ έφταιγα». Τι να το κάνω εγώ; Όταν πίνεις σε βλέπω τι είσαι. Τώρα που είσαι νηφάλιος; Τώρα που σε ενδιαφέρει το φαίνεσθαι; Όταν πέφτουν οι αναστολές, όταν φεύγουν τα... Τότε σε θέλω να δω τι είσαι. Γι’ αυτό σου λέω, εμείς πλέον τους γνωρίζουμε όλους και μας γνωρίζουν κιόλας. Ξέρουν ότι, αν θα πάω εκεί πέρα, σ’ αυτό το μαγαζί που δουλεύουν αυτοί, αυτό το συγκρότημα, δεν έχει εκεί... Δε θα ’ρθούν καθόλου. Ξέρουν. Θα πάμε εκεί, εκεί που είναι τα σκυλιά, που λέμε εμείς, ας πούμε. Το λέει κι ο κόσμος, δεν το λέμε μόνο εμείς. Εκεί θα κάνει αυτό, θα κάνει τη μαγκιά του, θα κάνει το κομμάτι του, θα... Εκεί, όμως. Εκεί που είναι ο κόσμος δε θα ’ρθει. Γι’ αυτό κι έφυγα κι απ’ αυτά τα μαγαζιά. Ήθελα να τα ζήσω, ήθελα να δω την εμπειρία, να δω πώς λειτουργεί αυτή η κατάσταση, πώς είναι αυτή η νύχτα... Διαφορετική νύχτα αυτή. Δεν είναι σαν αυτή που ξέρεις εσύ. Είναι άλλη νύχτα! Και επίσης είναι διαφορετική η νύχτα που ζούμε εμείς απ’ τη νύχτα που ζουν στην Αθήνα οι συνάδελφοι. Έχω ακούσει περίεργα πράματα. Δηλαδή, εμείς τα ακούμε εδώ και γελάμε. Λέμε: «Δούλευα χτες, είμαι πτώμα» «Πού ρε;» «Ξέρω ‘γώ, ήμαν εκεί πέρα. Α, ρε δουλέψαμε πολλές ώρες!». «Τι ώρα ρε τελειώσατε;». «Άστα να πάει... Μας πήρε – λέει – 2:30 η ώρα» «Τι 2:30 ώρα ρε μεγάλε; 2:30 η ώρα εμείς ζεσταινόμαστε. Εμείς θα δούμε ήλιο το πρωί εδώ πέρα, για να φύγουμε!». Θυμάμαι το 1989-’90, να έρχονται ένα-ένα, αυτό που είπα. Φεύγει η τραγουδίστρια από ένα μεγάλο μαγαζί που δούλευα, φεύγει η τραγουδίστρια τη Μεγάλη Βδομάδα και τον αφήνει ξεκρέμαστο, το μαγαζί. Η φίρμα, η πρώτη η τραγουδίστρια! Σκοτώνεται το αφεντικό, ψάχνει ο άνθρωπος, να πούμε, να βρει μια άλλη τραγουδίστρια. Στέλνει το γραφείο μία εξίσου καλή τραγουδίστρια και μας λέει: «Παιδιά – για το πασχαλινό ρεβεγιόν, της Ανάστασης, λέει – θα ’ρθείτε για πρόβα, γιατί μας έστειλαν μια τραγουδίστρια, το βράδυ να...». Και πάμε για πρόβα γύρω στις 6:00 η ώρα το απόγευμα, ήρθε η γυναίκα – επαγγελματίας καλή και καλή τραγουδίστρια – ήρθε, κάναμε πρόβα, πήγε 10:00 η ώρα το βράδυ, διότι έπρεπε να αναμορφωθεί όλο το πρόγραμμα, δεν ήταν ότι: «Τι πρόβα να κάνω σε...». Έπρεπε ο μαέστρος να αλλάξει όλο το πρόγραμμα. Ξέρεις τι ώρα γύρισα στο σπίτι; Στις 8:30 η ώρα το πρωί την άλλη μέρα. Απ’ τις 6:00 το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, γύρισα στις 8:30 η ώρα το πρωί την Κυριακή του Πάσχα. Και λέω: «Έφυγα – λέω – με γυαλιά ηλίου και γύρισα πάλι με γυαλιά ηλίου» «Α, – λέει – γύρισες νωρίς, δηλαδή "τάκα-τάκα"» «Δεν κατάλαβες – του λέω – με μία μέρα διαφορά». Να περιστατικά! Γιατί όταν τελειώσαμε την πρόβα, κοιτάω το ρολόι και λέω: «Τώρα;» Τα ρούχα ήταν εκεί μέσα στο μαγαζί, στα καμαρίνια, ένα μεγάλο μαγαζί. «Να πάω – λέω – στο σπίτι, να κάνω τι; Να πιώ καφέ και να ξαναγυρίσω; Δεν πάω καθόλου. Θα κάτσω εδώ... Να γλιτώσω και τα πήγαινε-έλα, ας πούμε». Αυτό εκείνη τη χρονιά μας πήγε καλά. Ή έχει τύχει , ξέρω 'γώ, πάρα πολλές φορές να δουλεύεις, ας πούμε, βράδυ μέχρι αργά το πρωί και το μεσημέρι να πρέπει να ξαναπάς για δουλειά, γιατί το μεσημέρι το μαγαζί έχει βάφτιση και μετά τη βάφτιση πρέπει να ’χει γάμο το βράδυ πάλι. Μ’ έχει τύχει και τέτοιο πράμα. Μ’ έχει τύχει και δουλειά που να είναι... Κάτι τριήμερα σαν τις Αποκριές, ας πούμε, τέτοιες καταστάσεις... Να είναι σε δυο διαφορετικά μαγαζιά σε διαφορετική περιοχή, βέβαια. Δηλαδή το ένα μαγαζί να είναι μες στην Καρδίτσα και το άλλο να είναι στη Λίμνη απάνω, ας πούμε, όχι στο ίδιο περιβάλλον, ας πούμε. Να πας μεσημέρι-βράδυ, μεσημέρι-βράδυ, μεσημέρι-βράδυ τρεις μέρες συνέχεια. Και να λέει ο άλλος: «Έλα μωρέ, τι κάνει;» Και δουλειές όχι καλοπληρωμένες, έτσι; κακοπληρωμένες δουλειές. Αλλά είναι… υπάρχει μια τέτοια... Αν σπάσει αυτή η αλυσίδα που υπάρχει μέσα σε εκείνη τη συγκεκριμένη, στο κάθε ένα μαγαζί που πας και δουλεύεις... Ο καθένας είναι, δηλαδή, ένας κρίκος της ίδιας αλυσίδας. Ο καθένας εκεί μέσα που θα δουλέψει απ’ το γκαρσόν μέχρι το αφεντικό – είναι και το αφεντικό μέσα – τώρα δε μιλάμε για, ας πούμε, τα μαγαζιά τα μεγάλα της Αθήνας, που βάζουν μέσα – στο Ποσειδώνιο, ξέρω γω, δεν ξέρω τι άλλο – που βάζουν μέσα πάνω από 1000 άτομα. Μιλάμε για τα μικρομάγαζα, που από σένα κι απ’ τον καθένα εξαρτιούνται , ξέρω 'γώ, δεκαπέντε μεροκάματα. Δεν πας εσύ στη δουλειά και χάνουν τα μεροκάματα άλλοι δεκατέσσερις. Δεν έρχεται ο τραγουδιστής, το ίδιο ισχύει. Δεν έρχεται ο μάγειρας – ένας σου λέω – χάσαμε όλοι οι υπόλοιποι τα μεροκάματα. Είναι... Γι’ αυτό κι εμείς μεταξύ μας αγαπιόμαστε πολύ, της νύχτας οι... Έχουμε... Βλέπεις ο άλλος αγκαλιές, φιλιά και λέει: «Τι είναι;». «Γκαρσόν. Ξέρεις πόσα χρόνια δουλεύουμε μαζί;», ξέρω γω. «Α, εγώ νόμιζα – λέει – είναι μουσικός» «Όχι, δεν είναι μουσικός. Είναι γκαρσόν, είναι μάγειρας». Και μπορεί να ρωτάν κι αυτουνού το ίδιο πάλι: «Γκαρσόν είναι αυτός;», ξέρω ‘γώ. «Όχι, ρε μουσικός είναι» Έχει άλλη... Τι άλλο θες να πούμε;
Πού είχατε την πιο καλή συνεργασία; Σε ποιο μέρος;
Εδώ. Εδώ στην Καρδίτσα. Είναι... Επειδή είμαι κι εγώ λίγο ζαβός σαν εργαζόμενος. Ζαβός... Δεν αντέχω και πολλά-πολλά απ’ τα αφεντικά δηλαδή. Έχω απ’ το 1996, απ’ το 1996 μέχρι το 2020 – βγάζω τα δυο τα χρόνια της καραντίνας, ναι, κι ένα μικρό διάστημα ανάμεσα τότε με τα μνημόνια και μ’ αυτά που αναγκαστικά κλείσαν πολλά μαγαζιά – είμαι στο ίδιο μαγαζί, στο [00:40:00]«Βαρελάδικο» στην Καρδίτσα. Το «Βαρελάδικο του Διογένη». Κι όταν έκλεισα τη συμφωνία μ’ αυτό το μαγαζί και γύρισα στο σπίτι, έριχνα κεφαλιές στον τοίχο, διότι το μαγαζί ήταν γιαπί, δεν υπήρχε μαγαζί, ήταν γιαπί. Κι έλεγα: «Έχω τόσα χρόνια στην πιάτσα κι έκλεισα δουλειά σε οικοδομή; Τι έκανα τώρα εγώ;». Και λέει το παιδί, ας πούμε, που είχε το μαγαζί, λέει: «Κοίτα, μην το βλέπετε έτσι. 6 Δεκεμβρίου ανοίγουμε!». «Τι 6 Δεκεμβρίου, είπε;». Κι ήταν 15 Σεπτεμβρίου. «Τι 6 Δεκεμβρίου; Αυτό μέσα είναι τα καλούπια ακόμα, είναι...». 6 Δεκεμβρίου ανοίξαμε. Και έχουμε αποκτήσει άλλη σχέση τώρα εκεί μέσα. Έχουνε γίνει κουμπαριές, έχουμε γίνει... Το ένα το παιδί ήταν μωρό, το άλλο ήταν νεογέννητο και το ένα ήταν δύο, ξέρω 'γώ, και τώρα είναι, ας πούμε, μαντραχαλέοι μέχρι εκεί πέρα, ας πούμε, άμα... Γεράσαμε μαζί, δηλαδή, με τα ... Και κάτσαμε εκεί μέσα. Εκεί το μαγαζί αυτό ακόμα κρατάει πολύ ψηλά στάνταρ σε όλα, και στη λεπτομέρεια και στο πιρούνι του ακόμα! Δε μιλώ για την κουζίνα και για τα υπόλοιπα... Υπάρχει ένα πρωτόκολλο, ας πούμε, το οποίο είναι... Λειτουργεί... Μια μέρα είχαμε κι απαγορευμένα τραγούδια. «Αυτά τα τραγούδια σ’ αυτό το μαγαζί δεν τα παίζουμε, εντάξει;». «Εντάξει». Και μια μέρα ήρθε ένας και με λέει, λέει: «Να κάνουμε πλάκα – λέει – το αφεντικό». «Ναι, τι;». Λέει: «Το τραγούδι αυτό». Εν τω μεταξύ το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο -ας πούμε- και παίζουμε ένα τραγούδι, το οποίο... Και πετάγεται έξω απ’ την κουζίνα τρέχοντας και κοιτάζει στην ορχήστρα και λέει: «Γαμώτο – λέει – είπα κι εγώ ήρθε άλλος μπουζουξής και παίζει -λέει- αυτό στο μαγαζί μου – λέει – αυτό;» Εγώ δεν το ’παιζα το τραγούδι αυτό, δεν το ’παιζα ποτέ. Ήταν απ’ τα απαγορευμένα.
Ποιο ήταν αυτό;
Δεν το λέω. Θα παρεξηγηθούν πολλοί τσιτσιλόμαγκες εδώ, άμα το ακούσουν, που το χορεύουν και νομίζουν ότι… ναι... Και καλά... Εντάξει, τέλος πάντων, θέλω να σου πω ότι... Πόσα χρόνια είναι; 20 – ξέρω γω – 18; Πόσα βγαίνουν από το ’96 μέχρι το ’20; 16;
24.
20 χρόνια. Βγάλε τα 4 που ήταν, περίπου που ήταν κλειστό, τότε με τα μνημόνια, έκατσα... Όχι, μόνο έκατσα δημιουργήθηκε και άλλη κατάσταση εκεί πέρα. Κάποιοι εκ των πρώτων που δουλέψαμε εκεί πέρα, φύγαν, όχι βιολογικά, φύγαν σταματήσαν να δουλεύουν, κι ανανεώνεται συνέχεια. Ήρθαν άλλοι… έχουμε μεσαία κατάσταση, η οποία είναι κάποια χρόνια τώρα εκεί πέρα, κάμποσα χρόνια, και τώρα άρχισαν κι έρχονται και πιο καινούργιοι ακόμα. Δηλαδή, πώς είχε ο Τσιτσάνης το «Χάραμα», ας πούμε, εντάξει, όχι σε τέτοια τάξη μεγέθους έτσι. Αλλά είναι, είναι ναι, μαγαζί καλό, που προσπαθούμε, κρατάμε όση ποιότητα μπορούμε να κρατήσουμε, ας πούμε, με καλό τραγούδι και με... Ναι. Δεν παίζει σουξέ εκεί μέσα.
Τι παίζετε;
Ειδικά απ’ τα καινούργια, τα οποία δεν... Δεν έχει λόγο να τα παίξεις. Γιατί να τα παίξεις; Δε λεν και τίποτα. Τέτοια, από Τσιτσάνη μέχρι και λίγο Μάρκο και λίγο... Όχι, δεν είναι ρεμπετομάγαζο, έτσι; Θα ακούσεις και νησιώτικο, θα χορέψεις, ξέρω ‘γώ! Αλλά θα είναι νησιώτικο, δε θα είναι αυτά τα σκυλονησιώτικα, που βγάλαν τώρα τα καινούργια. Θα χορέψεις το Αρμενάκι.
Θυμάστε εκεί μέσα κανένα έτσι –
Μόνο καλά.
Καλό γεγονός;
Μόνο καλά!
Ναι.
Επειδή είναι καλά, δε θυμάμαι. Τα θεωρώ φυσιολογικά δηλαδή, δεν... Εκεί μέσα είναι... Ξέρω ‘γώ, χωράει το μαγαζί 200 άτομα και συνήθως όλο το μαγαζί είναι μια παρέα! Γι’ αυτό δεν... Μου φαίνονται όλα φυσιολογικά, δηλαδή. Υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι κάθονταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, ας πούμε. Ξέραμε, αυτό το τραπέζι είναι του τάδε, ας πούμε. Και δεν έγινε ποτέ εκεί μέσα κάτι που να είναι... Ήταν όλα... Προσπαθώ έτσι να θυμηθώ κάτι πολύ, πολύ, πολύ... Δεν ήταν. Δεν ήταν... Ήταν ό, τι γινόταν εκεί μέσα ήμασταν εμείς. Δηλαδή κάθε φορά που έρχονταν κάποιος... Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, ξέρω ‘γώ, δεν υπήρχε περίπτωση την Παρασκευή να μην είναι εκεί πέρα ή το Σάββατο να μην είναι εκεί πέρα, είναι... Εκτός του ότι μπορεί να άκουγε άλλα τραγούδια κάθε φορά που ερχόταν... Δεν ήμασταν ποτέ του αυστηρού προγράμματος, δηλαδή ό, τι μας κατέβαινε. Αλλά όλα με ροή, όχι με «σταμάτα να γεμίσω», «δέκα ώρες περίμενε ποιο τραγούδι θα παίξουμε». Δηλαδή, μ’ ερχόταν ένα τραγούδι εμένα, το ’λεγα κι έλεγε ο άλλος από δίπλα, ενώ παίζω το τραγούδι: «Βάλε τ’ άλλο». Και μετά ο άλλος: «Βάλε τ’ άλλο». Έβλεπε και... Διαφορετικό πράμα. Και τώρα περισσότερο έτσι γίνεται. Δηλαδή έτσι: παίζουμε κανένα μισάωρο στην αρχή , ξέρω 'γώ, τρία τέταρτα, μία ώρα το πολύ, για να κάνεις ατμόσφαιρα, ας πούμε, για να δημιουργήσεις κάτι, για να φάει ο κόσμος αδερφέ, αυτό. Και μετά «ποιος είδε τον Θεό και δε φοβήθηκε;». Αλλά όλη η φασαρία είχαμε... Κι έχουμε ακόμα, έχουμε... Δεν ξέρω ο κόσμος τι θα κάνει, έχουμε σπάει τα όργανα εκεί απάνω. Κι ο άλλος σπάσαν τα όργανα από μεράκι! Έσπασε τον μπαγλαμά, τρελάθηκε, έσπασε τον μπαγλαμά, τον κοπανούσε κάτω! «Κάου!», πάει τελείωσε ο μπαγλαμάς. Την άλλη μέρα πάει αγόρασε άλλον. Δεν είναι... Είναι απίστευτα πράγματα! Αυτά δεν πληρώνονται! Και σ’ όλη τη φάση να συμμετέχουν όλοι, όποιος μπορεί να συμμετέχει, ας πούμε. [Δ.Α.] Το γκαρσόν με τον δίσκο, ας πούμε, μπορεί να σταματήσει, για να ρίξει στροφή με τον δίσκο, ας πούμε. Τ’ αφεντικό. Διότι άμα δε χορέψει τ’ αφεντικό, δε φεύγουμε. Εντάξει... Άλλες καταστάσεις. Γι’ αυτό και έκατσα τόσα χρόνια, έτσι; Εκεί είμαι ο μαθουσάλας πλέον, είμαι ο μεγαλύτερος. Είμαι μεγαλύτερος κι απ’ τ’ αφεντικό.
Πώς τελειώνει έτσι η βραδιά συνήθως; Πώς είναι;
Με κούραση. Τα τελευταία χρόνια κουράζομαι. Δεν κουράζομαι απ’ τη δουλειά, ότι έπαιξα πολλές ώρες και ξέρεις... Με κουράζουν οι καταστάσεις πλέον. Δεν αντέχω καταστάσεις, δε βλέπω... Ξέρω ‘γώ... Όσο καλός κόσμος και να είναι μέσα, κάποιος θα σ’ την κάνει, ας πούμε. Δε θα κάνει ζημιά, μ’ αυτήν την έννοια ότι θα δημιουργήσει κάποια παρεξήγηση, ότι θα γίνει καμιά φασαρία. Τις ώρες που χαμηλώνουν τα φώτα, που λέμε, και μένουν λίγοι πελάτες μέσα και είναι εκείνη την ώρα που οι μουσικοί θέλουν να σου δώσουν αυτό, να σ’ τα δώσουν όλα! Την ψυχή τους, δηλαδή, στην ουσία, όχι τι να σου δώσουν; Ψυχή δίνουν οι μουσικοί, δε δίνουν τίποτα άλλο. Όσοι φοράν κουστουμιά και κουνάν αυτό που... Άλλα πράματα δίνουν αυτοί, έτσι; Δεν έχουν για να δώσουν αυτοί. Και παίζεις ας πούμε... λέει ο τραγουδιστής, θέλει να το πει εκείνη την ώρα, θέλει να πει ο τραγουδιστής ένα... Ή θέλω να παίξω εγώ ένα τραγούδι εκείνη την ώρα, να το κάνω ένα... Και θυμάμαι , ξέρω 'γώ, που λέει: «Την Όμορφη πόλη να πούμε. Να σας το αφιερώσουμε με όλη την καρδιά, με όλη την...Για όλους όσους μείναμε» Και παίζουμε την Όμορφη πόλη -ας πούμε- του Θεοδωράκη. Και υπάρχει μια κατάνυξη μέσα στον χώρο, υπάρχει αυτό... Τελειώνει το τραγούδι. «Μπράβο παιδιά!», παλαμάκια από κάτω... «Μπράβο ρε! Οι καλύτεροι είστε! Ρε μόνο εσείς μπορείτε να πείτε τέτοια τραγούδια!», ο τύπος από κάτω. «Ω, ρε άρχισε να με γυρνάει το κρεμμύδι – λέω – θα μας την κάνει αυτός, θα μας τη σπάσει!» «Μπράβο παιδιά, μπράβο παιδιά!» Και λέει τώρα, και λέει μετά: «Ε, αφού είπατε -λέει- τόσο ωραίο τραγούδι τώρα -λέει- παίξτε με και τον Ωρωπό». Καλύτερα να έφευγες [Δ.Α.] να… Έλα να σε... Να σ’ τραβήξω μια γροθιά. Θα περάσει απ’ τον διπλανό, να το ‘ριχνες κι εσύ μια. Αυτό δεν περνάει; Είναι… Αυτό για μένα και για άλλους είναι απ’ τα χειρότερα πράματα. Γιατί λέει τώρα αυτός εκείνη τη στιγμή: «Δεν έχεις δικαίωμα να ’σαι άνθρωπος μουσικός. Δεν είσαι, μάγκα, είσαι… juke box είσαι. Και θα πεις αυτό που γουστάρω εγώ.» Και του ’πα κι εγώ ότι: «Ήρθα – του λέω – και είμαι διατεθειμένος να σου δώσω την καρδιά μου. Κι εσύ θες άλλο μέρος του σώματος», του λέω. Του λέω: «Θα το πάρεις!» Δεν του το ’παιξα, εννοείται. Αλλά είναι τόσο, ήταν... Ας μην το... Δεν είναι μοναδικό φαινόμενο. Είναι τόσο σκερβελές αυτός που σκέφτεται έτσι, ας πούμε, που αυτήν την προσβολή δεν την κατάλαβε! Εάν μου το ’λεγε μένα άλλος αυτό, θα γινόταν... «Σίγουρα θα πάμε μιας και φτάσαμε ως εκεί – πώς λέει – εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή!» Ένας απ’ τους δυο δε θα ήταν. Αλλά φαντάσου, ας πούμε, ότι αυτός ο άνθρωπος τώρα... Και κατέβηκα και του το ’παιξα με το αρμόνιο... Και το δέχτηκε. Τι ζητάς; Αδικείς και το τραγούδι που σου παίξαμε, σου προσφέραμε, μα αδικείς και το τραγούδι που ζήτησες! Διότι δεν το ζήτησες, γιατί ξέρεις και καλά να το παίξεις μάγκας, επειδή είπες ένα τραγούδι με φυλακόβιους , ξέρω 'γώ, και δεν ξέρω τι άλλο, ας πούμε. Το τραγουδάκι αυτό έχει μια ιστορία. Ο Ωρωπός έχει κι αυτός μια ιστορία, έτσι, κάτι περιγράφει, μια [00:50:00]κατάσταση... Δεν γράφτηκε, για να το παίζεις εσύ μάγκας στα μπουζούκια. Θα παίξεις 04:30 η ώρα το πρωί, θα το παίξεις μάγκας στα μπουζούκια. Τ’ αδικείς. Δεν έχει, δεν έχει αυτήν την αποστολή το τραγούδι. Τι μάγκας θα το παίξεις, Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια; Πάμε παρακάτω.
Ενότητα 6
Η νέα γενιά μουσικών, η αγάπη του αφηγητή για τη λαϊκή μουσική και στιγμές από τη νύχτα
00:50:15 - 01:14:45
Η πιο καλή εποχή για σας ποια ήταν ή ποια είναι, μπορεί να είναι και τώρα;
Όλες. Όλες οι εποχές είναι καλές, γιατί όλες οι εποχές έχουν καινούργια στοιχεία και διαφορετικά κοινωνικά δεδομένα. Κάθε εποχή διαμορφώνει έτσι όπως είπαμε στην αρχή, διαμορφώνει διαφορετικό περιβάλλον. Τώρα κοίτα... Υπάρχει κι αιφνιδιασμός, έτσι; Αυτό που ζούμε τώρα, ας πούμε. Αυτό που ζήσαμε πριν απ’ αυτό, που ζούμε τώρα, απ’ το ’10 μέχρι το ’19. Κανένας... Εμάς σ’ εκείνη την εποχή, ξέρεις, γίναν θαυμάσια πράματα! Και μουσικά θαύματα! Κι εμείς όσο δουλέψαμε, γιατί δε δουλέψαμε πολύ και τότε, όπως δε δουλεύουμε και τώρα – είμαστε ο πιο πληττόμενος κλάδος, γενικά απ’ όλους τους κλάδους – κάναμε μικρές παρουσιάσεις με έτσι σχηματάκια τρία-τέσσερα άτομα, τα οποία παίζαμε ψυχή μόνο! Δεν υπήρχε τίποτα άλλο! Παίξαμε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια πράματα, τα οποία δε θα τα παίζαμε ποτέ. Κι όχι μόνο, εμείς οι παλιότεροι που παίξαμε αυτά με αυτά τα πράγματα, τα κάναμε λίγο γνωστά και στους νεότερους, που έρχονται. Διότι μα υπάρχουν τέτοια πράγματα! Έχω παίξει, έχω παίξει με ροκάδες πιτσιρικάδες, εξαιρετικοί μουσικοί! Κι έλεγα ότι αυτά που παίζετε εσείς τα ξένα μπροστά στα δικά μας είναι μπαρούφες. «Α! Α!», ξέρεις, πιτσιρικάδες. «Είστε κολλημένοι!» «Όχι, εγώ δεν είμαι κολλημένος, εσείς είστε κολλημένοι» Έλεγα τον μπασίστα... Πιο πολύ πείραζα τον μπασίστα, τον αγαπούσα κιόλας. Τον αγαπάω κιόλας ακόμα, δεν άλλαξε, υπάρχει το παιδί. Του έλεγα: «Παίξε, παίξε! Τι παίζεις;». Ξέρεις, «Τι παίζετε εδώ Metallica;», ξέρω ‘γώ. Δεν τα ξέρω εγώ αυτά. Δεν ακούω ξένη μουσική, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λέει, δεν ξέρω αγγλικά. Άμα καταλάβαινα τι λέγανε, μπορεί και να άκουγα. «Παίζει, άκου – λέει – εκεί τι παίζει!» Και του λέω: «Για παίξε τώρα, απ’ αυτό, το δικό μας το τραγούδι!» Και του δίνω ένα σχετικά εύκολο τραγούδι δικό μας, ένα τραγούδι του Κουγιουμτζή, δε θυμάμαι ποιο ήταν. Του Κουγιουμτζή ήταν σίγουρα, όμως. Και λέω: «Για παίξε αυτό!». «Τι, τι;». «Τι έγινε αγόρι μου δυσκολεύεσαι; Νομίζετε ότι παίζετε; Και σ’ έδωσα τα εύκολα – τον λέω – . Άμα σου δώσω τα δύσκολα, θα χαθείς!». Όχι ότι είναι όλη καλή η μουσική, έτσι, η ελληνική μουσική. Εντάξει... Έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της, σου λέω, που παίζουν τα παιδιά. Κι ύστερα εντάξει εδώ που τα λέμε τώρα, τι θα παίξει τώρα; Πιτσιρικάς είναι. Ο πιτσιρικάς θέλει ένταση, θέλει άλλα πράγματα. Αλλά όσους μπορώ τους κλέβω, του κλέβω, τους παίρνω, τους φέρνω από τούτη τη μεριά. Εντάξει, καλά είναι τα παιδιά. Έκαναν πολύ καλή δουλειά και τα Μουσικά Λύκεια και τα Μουσικά Γυμνάσια, πολύ καλή δουλειά. Έβγαλαν αστέρια, ειδικά στο όργανο το δικό μου, που το παρακολουθάω που βλέπω τα παιδιά, αστερούκλες, παιχταράδες. Μας έχουν ρίξει εμάς τα αυτιά από χρόνια. Πολύ καλοί! Έτσι γίνεται πάντα. Η καινούργια γενιά που βγαίνει είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη. Αλλά αυτοί οι καινούργιοι εδώ που βγαίνουν τώρα παρά είναι πολύ καλύτεροι από μας. Ναι! Έχουν γνώση αυτοί. Ξέρουν! Βουτάν την παρτιτούρα και την ξεφλουδίζουν! «Αυτό που κάνεις;». «Α, ναι, ναι» Λέω: «Αυτό – λέω – κάνει – έλεγα με έναν πιτσιρικά – αυτό κάνει τώρα εδώ πέρα...». Και με λέει: «Ναι, ναι». Με λέει – δεν το καταλάβαινα – με λέει: «Αυτό είναι, ναι. Ε, δεν είναι τίποτα – λέει – μια Λα έβδομη μεγάλη είναι – λέει- δεν...». «Τώρα μεγάλη και μικρή – λέω –Λα έβδομη και μεγάλη...» «Ναι, μωρέ αυτό είναι», λέει. «Τακ-τακ». Ναι. Εγώ για να το κάνω, να το βρω, είχα την κασέτα παλιά – που είχαμε τις κασέτες – μπρος-πίσω δέκα ώρες, ας πούμε, κι είναι αυτό. Και μετά, όταν μου λέει ότι αυτό που κάνεις είναι αυτό που σου λέω. Όταν μου το ’πε λέω: «Κοίτα! Την ξέρω κι εγώ αυτή, τη μεγάλη τη Λα την έβδομη. Πώς; Βέβαια, την ξέρω. Και την παίζω πολλά χρόνια. Αλλά κοίτα –λέω – να δεις!» Εγώ έπρεπε να το φιλοσοφήσω, αυτός το πήρε έτοιμο. «Τακ» παρ’ το, αυτό είναι! Μεγάλη υπόθεση! Πόσα να μάθεις μόνος σου, με την πλάτη;
Και τι θα λέγατε τώρα σ’ έναν νέο άνθρωπο που πάει να ξεκινήσει, με το μπουζούκι, ας πούμε;
Να μην κάνει επάγγελμα. Θα αναγκαστεί να παίξει. Να μην το κάνει επάγγελμα, έτσι; Να παίξει, να παίζει όσο μπορεί. Να μην το κάνει επάγγελμα. Θα αναγκαστεί να κάνει πράγματα, θα τον υποχρεώσουν, θα τον οδηγήσουν να μισήσει αυτό που αγαπάει περισσότερο. Εγώ κάθε φορά, που γίνεται, που γινόταν άσχημη στη δουλειά κι έλεγα, έβγαινα, έκανα διάλειμμα, έβγαινα έξω, άναβα ένα τσιγάρο κι έλεγα, μιλούσα με τον εαυτό μου κι έλεγα: «Όχι – έλεγα – όχι, ρε μπαγάσα. Δε θα σ’ αφήσω να με χαλάσεις αυτό που αγαπάω περισσότερο απ’ όλα!» Και γυρνούσα πίσω κι έκανα – πώς το λεν, ας πούμε – έκανα υπομονή, έκανα αυτό κι έλεγα: «Μια ώρα είναι, θα περάσει, να φύγουμε!». Αλλά δεν ενδείκνυται πλέον κι από άλλους λόγους για επαγγελματική έτσι ενασχόληση το όργανο. Δεν υπάρχουν... Εμείς δουλεύαμε κάθε μέρα, όλη τη βδομάδα, για πολλά χρόνια! Τα πρόλαβα αυτά. Δηλαδή, εντάξει, μεγάλωσαν τα παιδιά μου και δεν τα ’δα, δεν τα χόρτασα μικρός. Γιατί είχα τη δική μου τη δουλειά, ερχόμουνα απ’ τη δική μου τη δουλειά κι έφευγα και πήγαινα στην άλλη κατευθείαν το βράδυ. Δηλαδή δεν προλάβαινα να κάτσω μισή ώρα, μία ώρα στο σπίτι, δυο... Κι έφευγα. Δεν τα, δεν τα... Δεν είναι. Πλέον τα παιδιά δουλεύουν μία-δυο φορές τη βδομάδα; Τι να ταΐσει; Δυο μεροκάματα, τι να...; Και τι μεροκάματα, έτσι; Παλιά υπήρχε κατώτατο και σε μας, αλλά δεν... Ούτε, όχι ότι εφαρμοζόταν ποτέ, αλλά... Εδώ στην επαρχία, ποτέ! Κανόνιζες έλεγες, ξέρω ‘γώ: «Δώσ’ μου 10 χιλιάδες, για να πάρεις 3». Γιατί αυτά τα μαγαζιά, τα περισσότερα αφεντικά δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένα και πότε δεν πήγαιναν καλά, και ποτέ δεν πήγε καλά η βραδιά και «μπήκαμε μέσα σήμερα» και τα παιδιά… «Ξέρεις, εκείνος με άφησε απλήρωτο». Δουλειές, που εμείς είμαστε στα κέρδη υπάλληλοι και στη χασούρα συνέταιροι. Κι απλήρωτοι και «σήμερα… και θα σας πληρώσω εγώ αύριο» και «εντάξει, δε θα το χάσεις το μεροκάματο». Και δεν το ’παιρνες ποτέ, το ’χανες. Τι να πεις, Μαρία, αυτά είναι τα...
Έξω εκτός δουλειάς παίζετε; Σας αρέσει να παίζετε;
Πού;
Έξω στο σπίτι σας; Σε παρέα;
Τώρα πλέον μόνος μου... Όχι. Παρέες, ναι. Κι όχι μόνο μ’ έναν με πολλούς. Μας αρέσει να παίζουμε μόνο έτσι. Να μην… Αυτό που κάνουμε δηλαδή να μην έχει επαγγελματική καθόλου, έτσι, χροιά. Οι καλύτερες είναι αυτές, οι πρόβες κι αυτά, τα γλέντια. Δε σε νοιάζει κι αν δεν το ’παιξες και καλά. «Κι άντε "βίβα", εντάξει, και τι έγινε;». Ούτε σε ενδιαφέρει αν αρέσει στον άλλον που κάθεται δίπλα. Σκασίλα μου μεγάλη, αν σ’ αρέσει ή δε σ’ αρέσει. Εγώ αυτό θέλω, να παίξω και για μένα παίζω κι άμα δε γουστάρεις πλήρωσε και φύγε. Δε θα το κάνεις παντού αυτό. Πάμε κι εμείς, ξέρουμε. Και πού μας αντέχει ο χώρος. Και δε χάνει κι ο χώρος, βέβαια, εντάξει. Γιατί όλο και κάποιος θα ’ρθει ν’ ακούσει. Αλλά ακούει εμάς. Δε θ’ ακούσει αυτό που θέλει αυτός ν’ ακούσει. Θ’ ακούσει αυτό που θέλω εγώ να παίξω. Αν του αρέσει... Δε μ’ ενδιαφέρει κιόλας. Αλλιώς μαζευόμαστε και στα σπίτια και παίζουμε. Το καλύτερο! Εδώ που καθόμαστε τα ποτήρια, τα κοψίδια και βουρ στον πατσά κι όπου μας βγάλει! Δεν έχουμε... «Α, να παίξουμε κι εκείνο!», «Α, το θυμάσαι εκείνο, ξέρω γω;», «Α!». Κι άιντε δέκα ώρες! Κι εκεί δεν κουράζεσαι ποτέ, όχι! Γιατί παίζουμε και χωρίς ρεύμα εκεί. Άλλο βάσανο αυτό είναι ο ήχος, τα καλώδια. Εγώ άμα βλέπω καλώδια, γι’ αυτό είπα πριν. Άμα βλέπω καλώδια και ηχεία και τέτοια τρελαίνομαι. Βλέπω τώρα που ξεκινάνε και το πρώτο που κάνουν είναι να πάρουν , ξέρω 'γώ, να βάλoυν μες στο… μαγνήτη στο μπουζούκι και να αγοράσω κι έναν ενισχυτή. «Να το κάνεις τι ρε;» Δεν τ’ ακούς το όργανο, τελείωσε. Δεν ακούς το όργανο πλέον, ακούς τον ενισχυτή του, την ηλεκτρίλα αυτή την άσχημη. Και πρέπει να δεις, να το δεις το όργανο και να πεις: «Α, ναι. Μπουζούκι είναι αυτό που ακούγεται». Γιατί, άμα δεν το κοιτάς, δεν καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που ακούγεται. Δεν τ’ ακούς αυτό... Αυτό είναι, το ξυλαράκι αυτό. Δεν τ’ ακούς! Κι όλοι ψαχνόμαστε πώς θα γίνει να βγάλουμε φυσικό ήχο. Πώς θα... «Α, εκείνο πήραμε!». Να δεις πόσα συμπράγκαλα έχω μαζεμένα, θα σε φύγει η ψυχή! Εκεί από πίσω το έχω γεμάτο συμπράγκαλα. Να το κάνω έτσι, να το βάλω από δω, να το βγάλω αυτό, να βάλω άλλο... Έχω καμιά δεκαριά μαγνήτες! Αυτά μαγνήτες, μαγνήτες είναι [01:00:00]αυτοί; Αυτό που... Μαγνήτες... Δημιουργεί ένα μαγνητικό πεδίο αυτό απάνω ο μαγνήτης, αυτό κάνει στην ουσία και τη διαφορά που κάνει αυτό, τη μετατρέπει σε ηχητικό σήμα. Το παίρνεις από δω, το βάζεις στον ενισχυτή και ξεκουφαίνεις τον κόσμο. Και δεν ακούγεται και... Το ’χασες το όργανο! Και τώρα αρχίζουμε: « Να παίζουμε με μικρόφωνα, να παίζουμε... Να πάρουμε το τάδε, να πάρουμε εκείνο, να πάρουμε το άλλο...». Όλοι οι μπουζουξήδες έτσι είμαστε! Ένα δωμάτιο εργαλεία έχουμε. Άχρηστα!
Εδώ στο σπίτι σας που είπατε ότι μαζεύεστε και παίζετε καμιά φορά –
Βέβαια.
Πώς είναι; Θυμάστε, ας πούμε, καμιά γιορτή έτσι που να κάνατε;
Όχι, μωρέ εδώ πέρα, όταν μαζευόμαστε δεν είναι υποχρεωτικό να είναι γιορτή. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει γιορτή το... αν μαζεύονται τρεις-τέσσερις τρελοί φτάνει. Εντάξει τώρα. Τώρα έχουν κόψει λίγο τα πράματα λόγω της πανδημίας, αλλά μπορεί , ξέρω 'γώ, να πάρει τηλέφωνο ο άλλος... Αν αύριο , ξέρω 'γώ, το πρωί να... Περιμένω ένα τηλέφωνο τώρα, μπορεί να πάω σ’ έναν πιτσιρικά δίπλα στον Παλαμά. Λέει: «Να παίξουμε...». Πρωί-πρωί με τη δροσούλα, με την τσίμπλα στο μάτι να πάμε να παίξουμε όργανα. Πρέπει να το βγάλουμε, πρέπει να εκτονωθούμε! Θέλουμε να παίξουμε, δηλαδή. Δεν είναι υποχρεωτικό να θέλω να μ’ ακούσει ο κόσμος, να με δει ο κόσμος. Θέλω να παίξω! Θέλει να τραγουδήσει! Δεν τον ενδιαφέρει πού. Έξω, στα χωράφια. Πρέπει να το κάνει, να παίξει, να τραγουδήσει! Είναι, όπως είναι τα ρήγματα των σεισμών αυτών τώρα. Πώς τα λεν αυτά; Τα ρήγματα που έχουμε κάτω. Και μαζεύουν και μαζεύουν και μαζεύουν ενέργεια και μετά εκτονώνονται και γίνεται σεισμός! Έτσι είμαστε κι εμείς! Δυο χρόνια τώρα που δεν έχουμε επαφή με τη... Στην ουσία δεν έχουμε επαφή με τη μουσική. Και ψάχνουμε τέτοιες καταστάσεις. Να βρεθούμε να παίξουμε, να παίξουμε, όπως οι αθλητές. Λέει: «Έχει τραυματισμό ο ποδοσφαιριστής και έχασε τρεις προπονήσεις και δεν μπορεί να παίξει». Έτσι είμαστε κι εμείς. Χάσαμε, δεν έχουμε φυσική κατάσταση πλέον. Όχι στα χέρια, στο μυαλό δεν έχουμε φυσική κατάσταση. Χάσαμε τα ρεφλέξ που είχαμε. Δηλαδή, εμείς ήμασταν μια κατηγορία που ξεκινούσε να παίξει , ξέρω 'γώ, στις δέκα η ώρα και μέχρι στις τέσσερις η ώρα το βράδυ δεν έκανε διάλειμμα. Όταν λέω δεν έκανε διάλειμμα, δεν έκανε διάλειμμα στη ροή. Το μυαλό μέσα έλεγε ένα… το επόμενο τραγούδι ήταν άλλα δέκα μπροστά. Κι όταν φτάναμε στο τελευταίο, στο δέκατο, είχαμε άλλα δέκα έτοιμα. Ήταν μες στο μυαλό μας. Δηλαδή πώς εξελίσσονταν το πρόγραμμα, χωρίς να σταματάμε καθόλου. Και τώρα παίζουμε τη Φραγκοσυριανή και μετά λέμε: «Ποιο να παίξουμε τώρα;» Σταματάμε, ξέρω ‘γώ, παράδειγμα. Άρα θέλουμε παιχνίδια κι εμείς να στρώσουμε. Γιατί θα τελειώσει αυτό το πράμα, κάποτε θα τελειώσει, έτσι δεν είναι; Πρέπει να είμαστε έτοιμοι.
Και τώρα κλείνοντας θέλετε να μου πείτε, έτσι, η μουσική τι σας δίνει σε εσάς;
Σε μένα;
Στην καρδιά σας, στον χαρακτήρα σας;
Τα πάντα! Όχι η μουσική γενικά, δεν ακούω όλα τα είδη της μουσικής. Είμαι πολύ φανατικός με τη λαϊκή ελληνική μουσική. Η λαϊκή μουσική δεν είναι αυτό που έχουμε στο μυαλό μας μερικές φορές ή που αρκετός κόσμος μπορεί να το έχει στο μυαλό του, ότι όταν λέμε λαϊκή μουσική είναι η μουσική που παίζεται στα μπουζούκια. «Έλα μωρέ σιγά...!». Δεν είναι αυτή η λαϊκή μουσική. Λαϊκή μουσική είναι δημιουργία και είναι λαϊκή ως προς την απεύθυνση, γιατί απευθύνεται στον λαό. Δεν την έγραψε ο λαός τη λαϊκή μουσική, έτσι; Τη λαϊκή μουσική την έχουν γράψει συνθέτες, τραγουδοποιοί. Αλλά είναι λαϊκή, γιατί έχει πιάσει τον σφυγμό κι έχει ισορροπία τεράστια. Δε μιλάω για όλα τα τραγούδια, έτσι, βέβαια; Ούτε ό, τι... Δηλαδή, έχουμε παρεξηγήσει διάφορα πράματα, ό, τι έχει μπουζούκι είναι λαϊκό θεωρούν και ό, τι έχει κλαρίνο είναι δημοτικό, θεωρούν, παραδοσιακό. Δεν είναι έτσι. Κλαρίνο έχει και η συμφωνική ορχήστρα, δεν παίζει παραδοσιακά. Και κλαρίνο έχουν και τα γυφτοτράγουδα που βγάζουν τώρα τα... Να μην πω τώρα, ας πούμε... Και δεν είναι. Και λαϊκά τραγούδια είναι και τ’ άλλα που έχουν, που νομίζουν ότι έχουν μπουζούκι, γιατί έχουν ένα θεματάκι εφτά νότες μέσα στο τραγούδι κι ένα... Και είναι γυφτοπόπ, ας πούμε. Δεν είναι. Και δεν αναφέρονται καν στις ανάγκες, ας πούμε, τις κοινωνικές, έτσι; Γιατί δεν μπορεί να είναι το κέρατο και η απιστία το κυρίαρχο κοινωνικό φαινόμενο, για να κάνεις λαϊκή μουσική. Αλλιώς το διαπραγματεύονταν παλιότερα το ζήτημα αυτό τα λαϊκά τραγούδια και η λαϊκή μουσική. Αυτή τη λαϊκή μουσική υπερασπίζομαι! Κι αυτήν η λαϊκή μουσική είναι που με ενδιαφέρει. Αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει αυτή η τεράστια ισορροπία που έχει! Ξέρεις προχτές άκουγα ένα εξαιρετικό δείγμα του πώς... Εμείς οι Έλληνες είμαστε μεγάλα καθάρματα, έτσι; Με την καλή έννοια, αν υπάρχει καλή έννοια. Έχουμε τη δυνατότητα να παίρνουμε καλά στοιχεία απ’ τους άλλους και να τα κάνουμε δικά μας εντελώς. Τα οικειοποιούμαστε και λέμε ότι αυτό – και το λέμε με απόλυτη σιγουριά – είναι δικό μας, αυτό πάει, τέλος. Άκουγα, λοιπόν, ένα τραγούδι του Καζαντζίδη παλιό, το οποίο είναι του Βασιλειάδη. Ο Βασιλειάδης είναι εξαιρετικός μουσικός – δεν υπάρχει πλέον ο άνθρωπος – ο οποίος έπαιζε ακορντεόν και ξαφνικά πήγε στην Αμερική και ανακάλυψε τη φαρφίσα. Και είπε: «Προκειμένου να κουβαλάω το ακορντεόν, 80 κιλά απάνω μου, και να το ’χω και να... Αυτό είναι εύκολο, είναι σαν πιάνο, είναι με τα κουμπάκια. Κι έχει ένα σωρό ήχους!». Και βουτάει τη φαρφίσα και τη φέρνει στην Ελλάδα. Κι αρχίζει πλέον να γράφει τραγούδια με τη φαρφίσα. Α, ένα τραγούδι ήταν τέτοιο εξαιρετικό το Δε σε πιστεύω, που το ’λεγε ο Καζαντζίδης, δικό του τραγούδι, του Βασιλειάδη κι έχει μέσα τη φαρφίσα. Η οποία φαρφίσα, όμως, συνυπάρχει – είναι ιταλικό όργανο, έτσι, είναι το αρμόνιο ας πούμε το πρώτο, η φαρφίσα ηλεκτρονικό – συνυπάρχει ωραία με το μπουζούκι μέσα. Μέσα εκεί στα... Αυτό δεν μπορεί να το κάνει άλλη μουσική. Κι αυτό, ας με πουν και Ελληνάρα, που μ’ αυτούς εγώ είμαι στα μαχαίρια, αλλά ας με πουν κι Ελληνάρα γι’ αυτό το ζήτημα της λαϊκής μουσικής. Δεν υπάρχει προηγούμενο παγκόσμιο! Ο τρόπος που διαχειρίζεται η λαϊκή μουσική στην Ελλάδα τα όργανα και η ισορροπία που δημιουργεί και οι αρμονικοί και οι μελωδικοί αυτοί, είναι μοναδική σ’ όλον τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ήρθαν δεν ξέρω πόσα πανεπιστήμια οι… μουσικολογίας και κάναν εδώ μελέτη για τη ρεμπέτικη μουσική. Για τον Τσιτσάνη ολόκληρη μελέτη, κυκλοφορήσαν βιβλία, κάναν ιστορίες. Δεν είναι τυχαία πράματα αυτά! Κι ακόμα, κι ακόμα... Ο Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις βγήκαν έξω και κάναν τεράστια καριέρα ο ένας με τον Ζορμπά, ο άλλος με Τα παιδιά του Πειραιά, γιατί; Γιατί τα ’καναν λαϊκότροπα. Άμα δεν τα χτυπούσε ο Ζαμπέτας Τα παιδιά του Πειραιά και τα ’χε με βιολιά και με -δεν ξέρω- με τσέλο και -δεν ξέρω- τι άλλα όργανα μπορεί να έχει ο άνθρωπος μέσα, δε νομίζω ότι θα είχαν τέτοια επιτυχία. Κι ο Ζορμπάς το ίδιο. Απ’ όλο το ζήτημα, αυτό είναι που... Και θεωρώ με κάνει φανατικό, ας πούμε, και λέω ότι…. Ακούω και κλασική μουσική. Ακούω, ναι, πραγματικά. Κλαρίνο βασικά. Ακούω... Μ’ αρέσουν οι Ηπειρώτες, γιατί δε χάλασαν ακόμα, τα κλαρίνα. Αλλά ούτε αυτά έχουν. Μόνο τούτοι εδώ, δεν ξέρω πώς, τι μαστόροι ήταν αυτοί που την έφτιαξαν. Ο Τσιτσάνης. Ο Τσιτσάνης. Ό, τι ακούμε είναι ο Τσιτσάνης και γενικά… ό, τι ακούμε είναι Μπαχ. Αυτοί οι δυτικότροποι, ας πούμε... Βέβαια, ο Τσιτσάνης δε νομίζω ότι ήξερε τον Μπαχ. Ό, τι ακούμε, πάντως, είναι Τσιτσάνη. Αυτός έφτιαξε τη λαϊκή μουσική. Οι άλλοι πατήσαν πάνω του και τον μιμήθηκαν. Υπήρξαν πολλοί καλοί μαστόροι. Καλδάρας! Τεράστιοι! Χιώτης... Αλλά νομίζω ότι αυτός είναι... Ίσως φταίει ότι από μικρός στο σόι μας ακούγαμε πολύ Τσιτσάνη, οι μεγαλύτεροι ακούγαν πολύ Τσιτσάνη, ας πούμε. Και ίσως έτσι είμαι και λίγο κολλημένος, ας πούμε, αλλά δε με πειράζει. Αυτήν την ισορροπία κι αυτή... Έχει φιλοσοφία! Έχει φιλοσοφία η λαϊκή μουσική. Δεν κοιτάς, ας πούμε: «Έλα μωρέ δεν έπαιξε καλά, ας πούμε, έκανε ένα ακόρντο η κιθάρα λάθος». Δεν κοιτάς τον Θεόφιλο αν έχει τη ζωγραφιά του, αν έχει τον φουστανελά τον έχει με πόδια μεγαλύτερα σε σχέση, πατούσα μεγαλύτερη, σε σχέση με το σώμα. Κοιτάς, βλέπεις τον Θεόφιλο. Έτσι και η λαϊκή μουσική. Είναι... Έχει σοφία! Έχει μια τεράστια ισορροπία. Δεν επιβάλλει τίποτα. Ο στίχος, η μουσική, η εναρμόνιση, ο τραγουδιστής. Δε μιλάμε τώρα για κραυγαλέες καταστάσεις, μιλάμε για ένα καλό λαϊκό τραγούδι. Μιλάμε για... Και είναι και... Μάλλον θα είναι απλό, σαν τη Συννεφιασμένη την Κυριακή, ας πούμε. Ψάξαν βρήκαν οι αναλυτές: «Κοίτα αυτό και μοιάζει με το Τη Υπερμάχω και μοιάζει...» Κουραφέξαλα. Τίποτα με κανένα δε [01:10:00]μοιάζει. Τι θα πει μοιάζει; Αφού είναι κλίμακα. Τι θα πει; Είναι στην κλίμακα απάνω, τέλος, γεια σας. Ματζόρε κλίμακα, γεια σας. Τι θα πει δηλαδή; Όσα τραγούδια είναι αυτά, είναι κλεμμένο το ένα απ’ τ’ άλλο; Όχι. Αλλά αυτό τι έχει; Τι το ιδιαίτερο έχει; Τι το ιδιαίτερο έχει η Φραγκοσυριανή; Μη νομίζεις ότι έχουν περισσότερα τα... Απλώς τα καινούργια τραγούδια, τα οποία είναι πιο, έτσι, και πιο βαρβάτα ενορχηστρωμένα και πιο... Όλα μέσα έχουν πολλές Φραγκοσυριανές, πολλές Συννεφιασμένες Κυριακές κομματάκι-κομματάκι. Έχουν λες... Ναι, αλλά αυτό είναι μονοκόμματο, είναι το ίδιο συνέχεια. Ναι, αυτό που είναι το ίδιο συνέχεια είναι σε άλλα δεκαπέντε τραγούδια. Αυτό το κομματάκι το μικρό, που τ’ ακούς δεκαπέντε φορές σ’ ένα τραγούδι... Η Φραγκοσυριανή έχει την ίδια νότα έντεκα φορές, ας πούμε. Αυτήν την νότα την πήρε μετά ο Χατζιδάκις και την έβαλε σε... Την Συννεφιασμένη Κυριακή την πήρε ο άλλος και την έβαλε... Έχει δεκαπέντε Συννεφιασμένες Κυριακές και τη βάζει σ’ ένα σημείο του ρεφρέν μέσα, που δεν το καταλαβαίνεις εσύ και λες: «Τι έγινε τώρα;» «Ωραίο είναι, κοίτα τι ωραίο το κάνει το ρεφρέν!» Δεν το κάνει τίποτα. Μια χαρά το κάνει. Πήρε τέσσερις νότες απ’ τη Συννεφιασμένη Κυριακή και τις έβαλε. Δεν τις έκλεψε ο άνθρωπος, υπάρχουνε μέσα στο DNA του. Είναι κυτταρική η μνήμη αυτή, δεν είναι της λαϊκής μουσικής. Γι’ αυτό είναι περίεργο αυτό: απ’ τη Γαύδο μέχρι το Σουφλί απάνω είναι το όργανο, που δεν μπορεί να το... Όλοι έχουν τοπικά όργανα, έχουν τσαμπούνες, έχουν κεμετζέδες έχουν, κλαρίνα έχουν, βιολιά έχουν, τα πάντα! Γκάιντες, ξέρω γω... Ναι, αλλά αυτό όμως είναι σε όλη την Ελλάδα, απ’ τη Γαύδο μέχρι το Σουφλί. Δεν είναι τυχαίο, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό. Με μας, δηλαδή, τους Έλληνες, κάτι δεν πάει καλά, έτσι; Είμαστε και ανάδελφοι, έτσι δεν είπε ο Σαρτζετάκης; Ένας απ’ τους λόγους που είμαστε ανάδελφοι είναι αυτό. Άλλο; Τι θα πούμε;
Όχι, αυτό. Δεν ξέρω εσείς αν θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο –
Τίποτα, τίποτα. Τι να πω;
Για σας πώς αυτό στη ζωή σας, στην καθημερινότητα σας άμα σας δίνει κάτι –
Αν δεν έχω –
έτσι, η μουσική, αυτό μέσα σας;
Να σου πω. Αν δεν έχω κάτι πάρα πάρα πάρα πολύ σοβαρό να με απασχολήσει, συνήθως το μυαλό μου είναι ή σε κάποιο τραγούδι ό, τι και να κάνω. Ακόμα κι όταν κοιμάμαι, όταν πέφτω το βράδυ στο κρεβάτι, λέω: «Πω, πω! Εκείνο, ρε παιδί μου, το τραγούδι να το... Πώς να το... Να το βάλουμε στο πρόγραμμα;», ξέρω ‘γώ. Ναι. Είναι, ναι, δεν ξέρω. Είναι... Μ’ έχει καθορίσει σαν άνθρωπο. Νομίζω ότι όλοι όσοι... Βλέπω εδώ τώρα μπουζουξήδες-μπουζουξήδες, όχι... Τέρατα ιερά! Όχι τους παλιούς, λέω αυτούς που υπάρχουν σήμερα, τεράστιους σολίστες σαν τον Στέργιο τον Καραντίνη... Οι οποίοι είναι... Και λέω, καμιά φορά λέω: «Ρε γαμώτο, μήπως πρέπει να αποκτήσουμε και τίποτα άλλα ενδιαφέροντα;» Εγώ έχω δόξα τω θεώ! Όλη την ημέρα με το, ας το πούμε, με το παλιόξυλο στα χέρια, ας πούμε... Είναι... Όποιος το ’πιασε δεν... Δεν πέρασε καλά! Απ’ την άποψη δεν πέρασε, μια χαρά πέρασε, ότι κάτι κάτι, κάτι – δεν ξέρω – κάτι έχει. Οι συχνότητες είναι; Δεν ξέρω τι είναι. Αφήνει, αφήνει. Καλά να ’μαστε! Δεν έχω. Δε νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι άλλο, ε;
Ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ!
Παρακαλώ.
Για όλα!
Λοιπόν η καλύτερη στιγμή τα τελευταία χρόνια στη δουλειά ποια ήταν; Ήταν το 2000, όταν στο μαγαζί που δούλευα μου φέραν μπροστά στη μούρη μια τούρτα και λέω – συνήθως έρχονται παρέες εκεί και που γιορτάζουν τα γενέθλια και ξέρω ‘γώ – λέω: «Παιδιά ετοιμαστείτε για το Happy Birthday». Και λέει: «Φύσα ρε, εσύ – λέει – έχεις γενέθλια». Εγώ το είχα ξεχάσει, δεν ήξερα. Το είχα ξεχάσει ότι είχα εγώ γενέθλια, δεν το... Και φυσάω τα κεριά και απ’ την τούρτα και ξαφνικά έρχεται από πίσω το δεύτερο το γκαρσόν και κρατάει μια θήκη μπουζουκιού στα χέρια με κορδέλα δεμένη και τα λοιπά και τ’ ανοίγω... Και ήταν δώρο απ’ τον αδερφό μου κι απ’ τον πρώτο μου ξάδερφο. Και ήταν ένα υπέροχο όργανο, το οποίο το ’χω 21 χρόνια, δεν το ’χω αποχωριστεί ποτέ, το οποίο ξέραν ότι μου άρεσε και μου το φέραν δώρο στα γενέθλια και ήταν.. Με πήραν και τα ζουμιά απ’ τη χαρά κι απ’ τη συγκίνηση! Ήταν η καλύτερη στιγμή νομίζω που έζησα στη νύχτα!
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Ναπολέων Μουλιάκος ξεκινά να παίζει μπουζούκι μικρό παιδί με τα ξαδέρφια του στις αυλές του χωριού του, των Σοφάδων Καρδίτσας. Μ’ αυτό συνεχίζει στις πρώτες τοπικές εκδηλώσεις, μ’ αυτό συνεργάζεται τα τελευταία σαράντα χρόνια με αξιόλογους μουσικούς της ελληνικής λαϊκής σκηνής. Στο μυαλό του έρχονται μνήμες από απολαυστικές πρόβες με τους συναδέλφους του, από σημαντικές δισκογραφικές συμμετοχές του, από δύσκολα βράδια εργαζόμενος σε νυχτερινά κέντρα, αλλά και από όμορφες στιγμές της ζωής στη νύχτα. Σίγουρα, η ενασχόλησή του με τη μουσική δεν περιορίζεται μόνο στα πλαίσια της δουλειάς του, αλλά τον συνοδεύει σε πολλές άλλες ώρες της ζωής του, που τις απολαμβάνει και τις αναζητά. Άλλωστε, για εκείνον η λαϊκή ιδίως μουσική με την ισορροπία της τον έχει, όπως λέει, «καθορίσει σαν άνθρωπο».
Αφηγητές/τριες
Ναπολέων Μουλιάκος
Ερευνητές/τριες
Μαρία Βερρή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/12/2021
Διάρκεια
74'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Ναπολέων Μουλιάκος ξεκινά να παίζει μπουζούκι μικρό παιδί με τα ξαδέρφια του στις αυλές του χωριού του, των Σοφάδων Καρδίτσας. Μ’ αυτό συνεχίζει στις πρώτες τοπικές εκδηλώσεις, μ’ αυτό συνεργάζεται τα τελευταία σαράντα χρόνια με αξιόλογους μουσικούς της ελληνικής λαϊκής σκηνής. Στο μυαλό του έρχονται μνήμες από απολαυστικές πρόβες με τους συναδέλφους του, από σημαντικές δισκογραφικές συμμετοχές του, από δύσκολα βράδια εργαζόμενος σε νυχτερινά κέντρα, αλλά και από όμορφες στιγμές της ζωής στη νύχτα. Σίγουρα, η ενασχόλησή του με τη μουσική δεν περιορίζεται μόνο στα πλαίσια της δουλειάς του, αλλά τον συνοδεύει σε πολλές άλλες ώρες της ζωής του, που τις απολαμβάνει και τις αναζητά. Άλλωστε, για εκείνον η λαϊκή ιδίως μουσική με την ισορροπία της τον έχει, όπως λέει, «καθορίσει σαν άνθρωπο».
Αφηγητές/τριες
Ναπολέων Μουλιάκος
Ερευνητές/τριες
Μαρία Βερρή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/12/2021
Διάρκεια
74'