© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Born Ultra - Η Ιστορία ενός ανθρώπου που συνδέθηκε με τις απαρχές του ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα
Κωδικός Ιστορίας
20597
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Λάζαρος Ρήγος (Λ.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/11/2021
Ερευνητής/τρια
Βασίλης Δεληγιάννης (Β.Δ.)
Λοιπ[00:00:00]όν, είμαι ο Βασίλης ο Δεληγιάννης, ερευνητής για το Istorima, είμαι στο Λιτόχωρο, μαζί με τον Λάζαρο τον Ρήγο, είναι 30 Νοεμβρίου και ξεκινάμε. Καλησπέρα, Λάζαρε!
Καλησπέρα, Βασίλη, καλώς ήρθες στο Λιτόχωρο.
Καλώς σας βρήκα, ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Λοιπόν, θες να ξεκινήσουμε λέγοντάς μου μερικά πράγματα για το πού γεννήθηκες, πώς μεγάλωσες και λοιπά;
Ναι, βέβαια. Γεννήθηκα το 1961 στο νησί της Τήνου, σε ένα μικρό αλλά όχι τόσο ταπεινό χωριό, τα Υστέρνια. Και λέω όχι τόσο ταπεινό, γιατί το χωριό αυτό συγκεκριμένα, που είναι η γενέτειρά μου, αλλά και το γειτονικό του ο Πύργος, είναι χωριά μαρμαρογλυπτών, έχουν μεγάλη παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, έχουν βγάλει μεγάλους γλύπτες και καλλιτέχνες γενικά, και στη ζωγραφική και στη γλυπτική στον 19ο και 20ο αιώνα και κρατάμε μια μεγάλη παράδοση. Είναι γενικά ένας τόπος, μαρμάρινος, είναι ένας πέτρινος τόπος, έχει λιθοξόους, έχει ανθρώπους γενικά τεχνίτες, όλοι οι άνθρωποι εκεί παλιότερα ασχολούνταν με την πέτρα, με την επεξεργασία, ειδικά με το μάρμαρο. Εκεί πέρασα, λοιπόν, τα βρεφικά και νηπιακά μου χρόνια. Η ανάγκη για μια καλύτερη τύχη, οδήγησε τον αρχηγό της οικογένειας, τον πατέρα μας στην απόφαση να φύγουμε απ’ το νησί. Στη δεκαετία του ’60 ήτανε μια εποχή ανασυγκρότησης και έτσι, να πω, ανοικοδόμησης γενικά της Ελλάδας. Ήταν σε μεγάλη έξαρση μια προσπάθεια αστικοποίησης, ένα τέτοιο φαινόμενο, και συγκέντρωσης του κόσμου από την περιφέρεια στα μεγάλα αστικά κέντρα, οπότε ήταν και για τον πατέρα μας μια χρυσή ευκαιρία να βρεθούμε στην Αθήνα, προκειμένου να έχει μια καλύτερη τύχη, να φύγει από τα λατομεία και να δουλέψει και πάλι στο μάρμαρο, αλλά στον τομέα των κατασκευών, όπου, όπως καταλαβαίνεις, υπήρχε μεγάλη ανάγκη για… και για μάρμαρα. Έτσι, λοιπόν, όταν ήμουν 4 χρονών, το 1965 βρεθήκαμε για λίγο καιρό στην Αθήνα και μετά τα σχέδια του πατέρα μας, ο οποίος συνεργαζόταν με ένα συγγενή του, έναν ξάδερφό του, μας οδήγησαν στην Μακεδονία, γιατί εκεί – λέει – στη Μακεδονία θα ανέβαινε ο πατέρας μας με την οικογένειά του – εμάς – να βρει νέες φλέβες μαρμάρου, έτσι ώστε να υπάρχει μία ροή που θα οδηγούσε το μάρμαρο από την πηγή του, από τα βουνά της Μακεδονίας, κάτω στην Αθήνα, για να τροφοδοτήσει τις ανάγκες της ανοικοδόμησης της Αθήνας εκείνη την περίοδο. Έτσι, λοιπόν, το 1965 βρεθήκαμε στη Βέροια όπου εκεί θα ‘λεγα ήταν, φυσικά και ήταν, κατ’ ουσίαν, η δεύτερη πατρίδα μου. Εκεί, πλέον, άρχισα να έχω μνήμες οριστικά σαν παιδί, να έχω παιδικά χρόνια, να κάνω τις παρέες μου, να περάσω τα χρόνια του σχολείου και σε ένα βαθμό και τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Εκεί έκανα παρέες και σιγά σιγά, άρχισα να κάνω εξορμήσεις, τριγύρω από την μικρή πόλη της Βέροιας στη φύση. Ήταν κάτι που από τότε, από μικρό παιδί με τραβούσε. Φαντάζεσαι ότι τα κίνητρα για ένα παιδί που θέλει να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του, ειδικά τη φύση, είναι πάντα, ξέρεις, κάτι πολύ εσωτερικό, κάτι που πολλές φορές επηρεάζουνε τα αναγνώσματα που έχεις, οι εικόνες, οι περιγραφές, οι ιστορίες, οι εξιστορήσεις που μπορεί να κάνει κάποιος για λογαριασμό σου. Εκείνα τα χρόνια, βέβαια, δεν υπήρχε ο πλούτος της πληροφορίας που υπάρχει τώρα για τα παιδιά. Ωστόσο είχαμε και εμείς τη δυνατότητα, μπορούσαμε να διαβάσουμε παιδικά βιβλία, τον Ιούλιο Βερν, αναγνώσματα όπως ο Ροβινσών Κρούσος και όλα αυτά, καταλαβαίνεις, ότι άρχισαν να μας… Ήμασταν σε μια ηλικία 8,9,10,11 χρονών που ένα παιδί και μπορεί να διαβάσει και μπορεί να εμπνευστεί. Και σιγά σιγά άρχισα να τριγυρνάω σε όποια φύση υπήρχε τριγύρω από την πόλη και να είναι αυτό το δικό μας το παιχνίδι, η δικιά μας περιπέτεια. Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε εκείνη την εποχή για κίνητρα, παρότρυνση μέσα από σχολικές μονάδες, ήμασταν η γενιά της αλάνας. Δεν υπήρχαν σε εμάς αυτά, ούτε γυμναστήρια ούτε οτιδήποτε άλλο μπορεί να υπάρχει, οργανωμένα προγράμματα από το κράτος. Ήταν η περίοδος της Χούντας. Τα πράγματα ήταν λίγο - πολύ σε πολύ πρωτόγονη μορφή, ό,τι έκανε καθένας το έκανε μόνο από δική του πρωτοβουλία. Και φυσικά, όλες αυτές τις μικρές μας περιπέτειες, φροντίζαμε να μην τις πολύ - λέμε και στο σπίτι, γιατί ε, υπήρχε ένα σχετικά αυστηρό κλίμα, όσο να ‘ναι, παρά το γεγονός ότι η μητέρα μου ήταν τότε, εν πάση περιπτώσει, – γερή να ‘ναι η γυναίκα και τώρα – ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος, ήταν πολύ μπροστά για την εποχή που ζούσαμε και για την κοινωνία απ’ την οποία προερχότανε, αυτήν του χωριού και του νησιού. Και ευτυχώς αυτό, που είχαμε ένα κίνητρο από την μητέρα μας, ένας αέρας ελευθερίας, σε εμένα, τουλάχιστον, πρόσφερε πάρα πολλά σαν παιδί και μου έδωσε κάποια φτερά, για να μπορώ να πετάξω. Βέβαια, θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ και το γεγονός ότι ήμουν ένα αγόρι, δεν ήμουν κορίτσι, γιατί ο περίγυρος και γενικά το τι επικρατούσε τότε ως σκέψη, φυσικά ήτανε εντελώς διαφορετικό. Τα αγόρια είχαν ένα… ήταν ένα βήμα μπροστά ακόμα, τότε, από τα κορίτσια και έτσι είχα αυτό το πλεονέκτημα, να μπορώ να φεύγω και να κάνω τον μικρό εξερευνητή, όποτε μου δινόταν ευκαιρία. Μέχρι που τα χρόνια πέρασαν, έφτασα στην εφηβεία, και εκεί, πάλι για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα, χρειάστηκε για μια ακόμη φορά να μετακινηθούμε, 10 χρόνια μετά την παραμονή μας και τη ζωή μας εκεί, στην όμορφη Βέροια, το 1975 μετακινηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, ξεκάθαρα φάνηκε η πορεία ότι ήταν προδιαγεγραμμένη, δύσκολα να σε κρατήσει μια μικρή επαρχιακή πόλη όταν υπάρχουνε επαγγελματικές, επιδιώξεις, φιλοδοξίες, μοιραία θα βρεθείς σε ένα μεγαλύτερο αστικό κέντρο. Έτσι βρεθήκαμε, ακριβώς μετά τη μεταπολίτευση στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί, πλέον, άρχισα να έχω μια πιο συνειδητή ζωή, σαν έφηβος, τα γυμνασιακά χρόνια και σιγά σιγά έφτασα και εγώ να περάσω στην επόμενη φάση της ζωής μου, μετά την εφηβεία, ήταν η νεότητα, όπου έρχονται το ένα μετά το άλλο, αλλά νομίζω αυτό είναι μάλλον το επόμενο κεφάλαιο που θα πρέπει να κουβεντιάσουμε.
Ωραία, ναι. Ας προχωρήσουμε και στο επόμενο, ναι.
Στο επόμενο κεφάλαιο λοιπόν ε; Τα χρόνια της νιότης. Ναι, γιατί κάπου εκεί πλέον αρχίζουν όλα να… σε σχέση με αυτό που συζητάμε δηλαδή, με τα βουνά, την περιπέτεια, τον αθλητισμό, τους αγώνες και όλα, αυτό τον περίγυρο, άρχισαν να σχηματοποιούνται σε αυτή την περίοδο της ζωής μου. Θυμάμαι ακόμη ότι από τα εφηβικά χρόνια, εκεί στη Θεσσαλονίκη, συνέχισε αυτή η ανησυχία που είχα, η εσωτερική, η αναζήτηση για τη φύση, για κάποιες περιπέτειες, μικρές ή μεγαλύτερες, και καθώς τα χρόνια περνούσαν και γινόμουνα… φορτώνονταν στην πλάτη μου. Αυτά τα λίγα χρόνια ενός νέου ανθρώπου, ένιωθα όλο και πιο ανεξάρτητος, όλο και πιο δυνατός, ότι μπορώ να κάνω το επόμενο βήμα στην περιπέτεια και το αποτολμούσα κάθε φορά. Περνώντας από τα γυμνασιακά χρόνια και την εφηβεία στη νεότητα, βρέθηκα να είμαι πλέον στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο Αριστοτέλειο, στα Οικονομικά και πολύ σύντομα να αποκτώ και μια[00:10:00] εργασία. Τότε ακόμα ήτανε οι χρυσές εποχές, όπου οι επιχειρήσεις επεκτείνονταν και γύρευαν προσωπικό, έτσι, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, στα 20 μου χρόνια βρέθηκα να προσλαμβάνομαι, μετά από εξετάσεις, σε μία τράπεζα, η οποία αποτέλεσε από εκεί και μετά την βασική επαγγελματική μου δραστηριότητα για 35 χρόνια. Αυτό όμως είναι, ας πούμε, η παράλληλη ζωή μου. Το βασικό κομμάτι, για μένα, ήταν ο κόσμος των βουνών. Τότε και ενώ ακόμα ήμουνα σε ένα μεταίχμιο, δηλαδή τέλειωνα τις βασικές σπουδές στο λύκειο, βρισκόμουν με το ένα πόδι στο Πανεπιστήμιο, λίγο πριν να αποκτήσω μια δική μου δουλειά και ενώ λίγο το κλίμα ήταν ασταθές στο σπίτι και στην οικογένεια, οι ανησυχίες για το βουνό δεν σταμάτησαν. Και ξεκίνησα με φίλους να… Αφού άπλωνα, άρχισα πλέον να βρίσκω και πηγές πληροφόρησης, βιβλία, χάρτες σταδιακά. Φυσικά, δεν μπορούμε να συζητάμε για τέλος ‘70, αρχές ‘80 για άλλες πηγές πληροφόρησης, ηλεκτρονικός τύπος δεν υπήρχε. Δεν υπήρχαν υπολογιστές, διαδίκτυο, δεν υπήρχε τίποτα από όλα αυτά, άρα η πληροφόρησή μας βρισκόταν στα ράφια βιβλιοθηκών, ίσως σε κάποιες προθήκες βιβλιοπωλείων, περιπτέρων που μπορούσαν να φέρουνε κάτι πιο εξειδικευμένο από το εξωτερικό. Ή ήτανε και οι πρώτες προσπάθειες στην ελληνική εκδοτική πραγματικότητα για κάποια περιοδικά, τα οποία, μοιραία, ήταν αυτά οι πρώτες αιτίες παρακίνησης δικές μου για να ψάξω λίγο παραπέρα. Με αυτήν την πληροφόρηση και με αυτά τα στοιχεία σαν πρώτο όπλο στα χέρια μου, ξεκίνησα να κάνω τις πρώτες εξορμήσεις και φυσικά ποτέ δεν χτύπησα την πόρτα ενός ορειβατικού συλλόγου. Ήταν οι μόνοι που έκαναν εξορμήσεις στα βουνά, έτσι πιο οργανωμένα, αλλά γενικά είχα μια αντισυστημική διάθεση από έφηβος, ήμουνα πάντα αντιρρησίας και δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με την αγέλη των ορειβατικών, τις αγέλες των ορειβατικών συλλόγων και το σύστημα διακυβέρνησής τους εκεί. Οπότε μοιραία έφτιαχνα πάντα τις δικές μου παρέες, ήμουνα μικρός αντάρτης που είχε το δικό του ασκέρι, 3-4 φίλους και πάντα οργανώναμε και πηγαίναμε κάπου μαζί. Βρέθηκα έτσι, ξεφεύγοντας από τα κοντινά της Θεσσαλονίκης, βρέθηκα σε βουνά της Μακεδονίας, σε κάποιες διήμερες ή τριήμερες εξορμήσεις, με ουσιαστικό στοιχείο στα χέρια μου κάποιους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού τις οποίες… Οι οποίοι, φυσικά, χάρτες – τώρα που τους φέρνω στο μυαλό μου, αυτή την ιστορία – δεν είχαν καμία χρησιμότητα, στην ουσία, ήταν χάρτες, περίπου 1: 100.000, αν θυμάμαι καλά, οι οποίοι δεν μπορούσαν να σε βοηθήσουν σε τίποτα, ωστόσο ήταν για μένα ένα… κάτι σαν θαύμα. έβλεπα μπροστά μου για πρώτη φορά, γιατί για να αποκτήσεις και το χάρτη της Γ.Υ.Σ., έπρεπε να στείλεις γράμμα, να υπογράψεις κάποιες υπεύθυνες δηλώσεις, να πάρεις έγκριση και όχι απόρριψη, και μετά, με κάποιο τρόπο να τους στείλεις μια ταχυδρομική επιταγή με το ποσό και να σου στείλουν τους χάρτες ή να στους στείλουν με αντικαταβολή και πάει λέγοντας. Αλλά, θυμάμαι, ότι όταν ξετύλιγα εκείνα τα καρούλια με το μεγάλο χαρτί, το ωραίο, το χοντρό, το τυπωμένο, το πολύχρωμο μου έκανε πάντα τρομερή εντύπωση η κατανομή των χρωμάτων, τα πράσινα, τα καφέ, τα… αυτά που άσπριζαν και σηματοδοτούσαν, ας πούμε, το ψηλότερο κομμάτι ενός βουνού. Λες και έβλεπες μπροστά σου τα χιόνια που κάλυπταν την κορυφή, γιατί ήταν άσπρο εκείνο το κομμάτι. Ναι, ήταν…. ένας μαγικός κόσμος ξετυλιγόταν κάθε φορά που άνοιγα το ρολό ενός χάρτη μπροστά μου. Φυσικά, ήτανε πολλά τα πράγματα που αξίζει τον κόπο να αναφέρει κανείς για εκείνη την περίοδο. Είμαστε σε μία εποχή που υπάρχουν τρόποι να μετακινηθεί κάποιος, φυσικά δεν είχαμε αυτοκίνητο στη διάθεσή μας, τα αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε για τους πιτσιρικάδες, για τους νέους. Ήτανε πιο δύσκολα τα πράγματα, αλλά, αν μη τι άλλο, μπορούσαμε να μπούμε σε ένα τραίνο, σε ένα λεωφορείο και να πάμε στον προορισμό που θέλαμε και από εκεί και μετά, φυσικά το περπάτημα ήταν πολύ περισσότερο, για να προσεγγίσουμε κάποιο στόχο, δεν ήταν όπως είναι τώρα τα πράγματα, που κάποιος θα πάρει το S.U.V., θα πάει, θα προσεγγίσει τον τόπο, θα το αφήσει ακριβώς στο ξεκίνημα μιας πορείας. Τότε η μισή πορεία έπρεπε να καλύψει και την απόσταση από το τελευταίο κατοικημένο μέρος, μέχρι εκεί που θα έπρεπε να ήτανε πάνω το βουνό. Δηλαδή, ήταν ατέλειωτες οι πορείες. Αλλά αυτή ήταν η περιπέτεια στο κάτω κάτω. Και από εκεί μετά, φυσικά, είχαμε το θέμα του εξοπλισμού, είχαμε την… ότι ήμασταν εντελώς πρωτόπειροι και βλέπαμε ένα μεγάλο βουνό μπροστά μας και μας έπιανε δέος, δεν υπήρχε η εμπειρία, ήτανε οι πρώτες εικόνες από ένα μεγάλο βουνό. Μέχρι τότε ο καθένας ήταν εξοικειωμένος με αυτό που είχε στα κοντά του. Εμείς Θεσσαλονίκη, δεν είχαμε κάποιο μεγάλο βουνό. Ο εξοπλισμός ήτανε μια άλλη μεγάλη ιστορία που αξίζει να μιλά κανείς ώρες για αυτόν. Τότε υπήρχαν κάποια μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, και στην Αθήνα φαντάζομαι, κάτι αντίστοιχο, δεν ήταν αμιγώς αυτό που ξέρουμε σήμερα, με καταστήματα με ορειβατικό εξοπλισμό, ο οποίος έρχεται από όλες τις χώρες, από την Ευρώπη ή δεν ξέρω από που αλλού, και από ασιατικές, φυσικά, που κατασκευάζονται, αλλά δεν υπήρχε αυτός ο πλουραλισμός. Δεν υπήρχε αυτό το… ένα ατελείωτο πράγμα, που σήμερα σε πιάνει ένας κορεσμός όταν μπαίνεις σε ένα μαγαζί με ορειβατικά είδη. Βλέπεις ατέλειωτα μπουφάν, ατέλειωτα παπούτσια, ατέλειωτα σακίδια και νιώθεις ότι ναι, καλά, έχει τίποτα άλλο ξέρω εγώ, σαν να βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια τέτοια πράγματα. Τότε, για μας ήτανε πάλι κάτι μαγικό, είχαμε μεταχειρισμένο εξοπλισμό, στρατιωτικό, εκποιημένο από τον αμερικάνικο στρατό ή από τον ελληνικό στρατό, παντελόνια μάλλινα της δεκαετίας του ‘40 και του ‘50, που είχαν μείνει σε στρατιωτικές αποθήκες και τα πουλάγανε μετά. Και ήταν 1-2 μαγαζιά, θυμάμαι, στη Θεσσαλονίκη που μπορούσες να βρεις κάτι τέτοιο. Παλιές καραβάνες, στρατιωτικές, που τις τρίβανε με κάποιο τρόπο – αλουμινένιες – και τις βάζανε στα ράφια… Και έμπαινες σε εκείνα τα υπόγεια, σε εκείνα τα στριμωγμένα, όλα τα ράφια μεταξύ τους και έπρεπε να μετακινήσεις το ένα, για να δεις το άλλο. Αλλά όλα αυτά είχαν μία μαγεία, είχαν μία μαγεία για μας, για τον καθένα, ήταν κάτι εντελώς παράξενο. Δεν έβλεπες, δεν είχες δυνατότητα, δεν υπήρχαν καν περιοδικά που να έρχονται από το εξωτερικό, ορειβατικά ή κάτι άλλο που να έχει μια μικρή διαφήμιση, κάτι για να δεις ότι κάπου στο εξωτερικό, υπάρχει αυτό το ορειβατικό αντικείμενο, και «ναι, θα μπορούσα, ίσως, να το παραγγείλω με κάποιο τρόπο και να έρθει στην Ελλάδα από τη Γερμανία – φερ ‘ειπείν – ή από την Γαλλία». Τότε είχαμε μόνο τα μεταχειρισμένα και με αυτά βολευόμασταν. Πραγματικά, έτσι, με πολλή νοσταλγία θυμάμαι εκείνες τις εποχές. Θυμάμαι, επίσης, ότι όντας εγώ γύρω στα 19 με 20, είχε προβάλλει τότε η κρατική τηλεόραση, πέρα από το ντοκιμαντέρ του Κολόζη για τα ελληνικά βουνά, μια σειρά, είχε προβληθεί – δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τον τίτλο – ήταν μία σειρά ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Ιμαλαϊσμού. Πρέπει να τανε ‘79, ‘80 που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση, σε συνέχειες. Τότε, μεγάλοι ορειβάτες της εποχής, θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Messner, να δίνει συνέντευξη και να μιλάει. Ο Messner όπως τον θυμόμαστε την εποχή του Everest, χωρίς οξυγόνο και λοιπά και λοιπά. Στην εποχή που ήταν στις μεγάλες του δόξες και αρκετοί ακόμη ορειβάτες Γάλλοι αλλά και Βρετανοί οι οποίοι μιλούσαν σε αυτό[00:20:00] το ντοκιμαντέρ το οποίο εξιστορούσε την ιστορία, κυρίως, της σύγχρονης ορειβασίας στα Ιμαλάια. Θυμάμαι αυτή η σειρά με είχε πραγματικά καθυποβάλει και με είχε επηρεάσει αφάνταστα από εκεί και μετά. Κάτι θαρρώ πως άλλαξε μέσα… γύρισα σελίδα, μετά από αυτή τη σειρά. Παράλληλα να πω… γιατί αυτά τα δύο μέσα στα επόμενα πολύ λίγα χρόνια, στην τριετία, να το πω έτσι, 1980-82 ή 83, όταν δηλαδή ήμουνα περίπου στα 20 με 23 Θεσσαλονίκη, έτρεχαν μαζί. Έτρεχε μαζί και ο κόσμος των βουνών και της αναζήτησης, της περιπέτειας αλλά και ο κόσμος του αθλητισμού, με την έννοια της ανθρώπινης αντοχής. Είχα μία τάση από μικρό παιδί – αυτό δεν το ανέφερα πριν – θυμάμαι ότι όταν ήμουνα στην Βέροια, στην ηλικία των 11 χρονών, ήταν το 1972 οι Ολυμπιακοί αγώνες του Μονάχου, τότε είχαμε τηλεόραση, ήμασταν από τα λίγα σπίτια που είχαμε τηλεόραση και μαζευόμασταν η παρέα, τότε, τα φιλαράκια της γειτονιάς και βλέπαμε τους αγώνες. Και, θυμάμαι, με εντυπωσίαζαν οι δρόμοι αντοχής. Οπότε άρχισα όπου μπορούσα να τρέχω μόνος μου, ας πούμε, όχι ακριβώς ο «Forrest Gump», αλλά εν πάση περιπτώσει, είτε σε μορφή αγώνων, να το πω, που κάναμε στη γειτονιά, στις αλάνες εκεί πέρα, είτε με κάποιους άλλους τρόπους και ένιωσα ότι αυτό το πράγμα, το να τρέχω αρκετή ώρα, και όχι το αποκαλούμενο «sprint», με έκανε να νιώθω κάτι ξεχωριστό. Και το ‘χα υιοθετήσει. Και όπου μπορούσα, και το κράτησα, σιγά σιγά από μόνος μου έτρεχα, έβγαινα και έτρεχα, όπου μπορούσα. Οπότε, φτάνοντας στην ηλικία της νιότης φρόντιζα να το καλλιεργώ και αυτό παράλληλα. Ενώ, φυσικά, είχα και την πιο προσωπική ζωή, εκείνη την παρεΐστικη με τους φίλους, που θα βγαίναμε τα βράδια έξω, θα πίναμε τις μπύρες μας, θα ακούγαμε rock μουσική σε καμιά γκαρσονιέρα φίλου. Δηλαδή, όλα έτρεχαν παράλληλα. Θα έλεγα ότι είχα μία καθ’ όλα φυσιολογική ζωή, δεν είχα αποστερηθεί κάτι, για να επικεντρωθώ σε κάτι άλλο και να αφήσω όλα τα υπόλοιπα στην άκρη. Όχι, έτρεχαν μαζί, η κανονικότητα με την δουλειά μου. Έτρεχε αυτό, η εσωτερική φλόγα που είχα με τη φύση και τα βουνά και παράλληλα η κοινωνικότητα, η κοινωνικοποίηση με τις παρέες των φίλων, όπως κάνουν όλοι οι φυσιολογικοί νέοι στην ηλικία τους. Και έτσι, φτάσαμε περίπου σε εκείνο το χρονικό σημείο όπου έρχεται το ένα κομμάτι, το αθλητικό, με το άλλο κομμάτι, δεν θα το πω αθλητικό αυτό, ο κόσμος του βουνού για μένα δεν ήταν ακριβώς αθλητισμός – στην αρχή –, ήταν αυτή η αναζήτηση, η περιπέτεια όπως την αποκαλώ, και νομίζω ότι είναι… και η πεμπτουσία του να βρίσκεται κάποιος στο βουνό είναι, αυτό, να αναζητά να ψάχνει, να βρίσκει μακρινούς ορίζοντες, να βλέπει την μία πλαγιά πίσω από την άλλη και να συνεχίζει ψάχνοντας να βρει τι είναι ακόμα πιο πίσω. Αυτό είναι το βουνό για μένα. Τώρα, αν θα το κάνεις περπατώντας ή τρέχοντας δεν έχει ίσως και πολύ μεγάλη σημασία.
Και φτάνουμε κάπου στο 1983, όπου γνωρίζω έναν άνθρωπο, ο οποίος πλέον έστρεψε τα πάντα σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενοποίησε αυτούς τους δύο δρόμους που ακολουθούσα παράλληλα μέχρι τότε, ήταν ο Δημήτρης ο Μυστακίδης. Τον άνθρωπο αυτόν τον γνώρισα, τυχαία μέσα από μία κοινή εξόρμηση που θα έκανα με έναν άλλο φίλο κάπου στα βουνά των Αγράφων, ένα Σαββατοκύριακο, και ήταν μια μεγάλη παρέα, μέσα από έναν ορειβατικό σύλλογο εκείνοι. Εν πάση περιπτώσει, βρεθήκαμε όλοι μαζί και ξαφνικά βλέπω κάποιους τύπους, οι οποίοι βγαίνουν από το λεωφορείο, κάπου στο πουθενά μες στα βουνά σταματάει το λεωφορείο που μας μετέφερε προς τα Άγραφα, και αρχίζουν να τρέχουν. Λέω τι γίνεται εδώ πέρα; Εδώ κάτι παίζεται. Τι κάνουν αυτοί; Γιατί τρέχουν; Φυσικά, η αντανακλαστική κίνηση εκείνη τη στιγμή ήτανε να αφήσω τα πράγματά μου, να πάρω κάτι στα γρήγορα, ό,τι μπορούσα μαζί μου και να αρχίσω να τρέχω, για να τους προλάβω να δω που πάνε και γιατί τρέχουν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί όλο αυτό κάτι μου έφερε στο μυαλό, άρχισα να συνδυάζω τη σκέψη, να συνδέω αυτά που εξέφραζαν εμένα μέχρι εκείνη τη στιγμή, αυτό δηλαδή, από τη μία τον αθλητισμό από την άλλη την περιπέτεια στα βουνά. Τα έβλεπα μπροστά μου, κάποια στιγμή πλέον να συγκλίνουν τα δύο σε ένα. Τα έβλεπα να γίνονται τρισδιάστατα και ζωντανά. Οπότε, εκείνο το «μοιραίο» σε εισαγωγικά για την πορεία μου από κει και μετά απόγευμα, ακολούθησα εκείνη την παρέα στα Άγραφα. Όντως οι άνθρωποι έτρεχαν, γιατί ήθελαν να κάνουν όλο αυτό το πράγμα, την αναζήτηση μέσα στο βουνό, ή την προσέγγιση μιας κορφής να την κάνουνε όσο πιο γρήγορα μπορούν. Τι πιο απλό; Τι πιο απλό, βέβαια, αυτό θα το σκεφτεί σήμερα κάποιος. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήτανε, η σκέψη, δηλαδή, των ανθρώπων των βουνών δεν ήταν αυτή. Τότε υπήρχε το δόγμα: «Στο βουνό δεν τρέχουμε», δεν πρέπει να τρέχει κάποιος στο βουνό. Τώρα γιατί δεν πρέπει να τρέχει αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Προφανώς, γιατί μέχρι τότε κανένας δεν το έκανε. Όταν αρχίσει κάτι να γίνεται κεκτημένο πλέον, να θεωρείται δεδομένο, τότε και η σκέψη, το αποδέχεται. Από εκεί και μετά γνωρίστηκα με αυτόν τον άνθρωπο, τον Δημήτρη τον Μυστακίδη, τον οποίο εκείνο το απόγευμα, εκείνο το βράδυ, όταν τέλειωσε αυτή η εξόρμηση φρόντισα να συναντήσω και να μιλήσω μαζί του. Γίναμε στενοί φίλοι, κάναμε παρέα και πλέον, 8 χρόνια μεγαλύτερος από μένα τότε, οπότε ήτανε κατά κάποιον τρόπο μέντοράς μου στην συνέχεια. Ήταν ένας άνθρωπος, ήταν αυτός που παρακινούσε όλη την παρέα εκείνη, για να κάνουν αυτό το πράγμα. Το οποίο στη συνέχεια – μάλλον όχι στη συνέχεια –, το οποίο σήμερα γνωρίζουμε και αποκαλούμε ορεινό τρέξιμο. Αυτό ήταν το ορεινό τρέξιμο. Αυτοί ήταν οι σύγχρονοι πρόγονοί του στην Ελλάδα και τοποθετείται όλο αυτό το πράγμα κάπου εκεί στα τέλη δεκαετίας ‘70, αρχές δεκαετίας ‘80. Θεωρώ ότι ήμουν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που ενώθηκε σε αυτή την καινούρια τάση, σε αυτή την καινούρια ιδεολογία, μέσα από αυτό τον μικρό πυρήνα ανθρώπων, εκεί στη Θεσσαλονίκη. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι, αυτός ο μικρός πυρήνας, που έφεραν το ορεινό τρέξιμο στην Ελλάδα. Η μικρή παρέα του Μυστακίδη από τη Θεσσαλονίκη στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Είχα την τιμή να είμαι ένας από αυτούς. Βέβαια, αυτή η κίνηση μου άνοιξε ακόμα περισσότερο τα φτερά, ένιωθα ότι μπορώ να πετάξω ακόμα ψηλότερα – αν μου επιτραπεί αυτή η μεταφορά – και να δω ακόμα πιο μακριά, αφού ήμουν όλο και πιο ψηλά. Το πιο μακριά είχε να κάνει πάντα με μεγαλύτερες περιπέτειες, όσο μπορούσα να τις απλώσω και να τις κάνω να φτάσουν στα δικά μου όρια. Έτσι, εκείνη την περίοδο βρέθηκα να κάνω, να οργανώνω για την μικρή μου παρέα, το δικό μου το μικρό ασκέρι, εξορμήσεις στα βουνά της Ροδόπης, εξορμήσεις εβδομαδιαίες, δηλαδή 7 ή 8 μέρες, αντίστοιχα στην Πίνδο και να εξερευνούμε ποτάμια, κοίτες ποταμιών, δάση, δεν μας περιόριζε τίποτα, δεν ήξερα και δεν είχα πολλές πληροφορίες. Έβαζα ένα στόχο, λέω: «Πρέπει να πάμε να διασχίσουμε την οροσειρά της Ροδόπης». Πώς; Δεν ξέρω. Οι χάρτες που είχαμε δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν ένα τίποτα. Άρα πηγαίναμε, στην ουσία, και ρωτώντας ανθρώπους των βουνών ή ντόπιους κατοίκους από χωριά ή κτηνοτρόφους ή υλοτόμους, βρίσκαμε πληροφορία για το πού θα πάμε, και το πώς θα κινηθούμε από εκεί και πέρα, για να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Αυτή ήτανε η πορεία που είχαμε και αυτή ήταν η πληροφόρηση εξάλλου. Έτσι, θεωρώ ένα ορόσημ[00:30:00]ο σε όλα αυτά την χρονιά του 1985. Ήτανε ένα ορόσημο και άλλο ένα σίγουρα ήτανε ένα χρόνο μετά. Υπάρχει αυτό το χαρακτηριστικό, για μένα τουλάχιστον, στην δεκαετία του ‘80, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 υπήρχε μια συμπύκνωση γεγονότων και κάποια ορόσημα. Έτσι φτάνουμε στο 1985, όπου το… από πιο μπροστά ακόμα, σε αυτά τα 2 χρόνια που είχα γνωρίσει τον Δημήτρη τον Μυστακίδη, μου εξέφραζε συνεχώς και εξέφραζε στην παρέα την πρόθεσή του να φτιαχτεί μια καλύβα μέσα στα βουνά. Το είχε φανταστεί ότι αυτό θα γίνει κάπου στην Ήπειρο. Θυμάμαι, σε κάνα δυο εξορμήσεις που ήμουν και εγώ παρών, εκεί στα βουνά της Τύμφης, στην περιοχή της Κόνιτσας, στη Χαράδρα του Αώου, είχε εντοπίσει εκεί… Ο Δημήτρης, ήταν ένας ορειβάτης που είχε γυρίσει μέχρι εκείνη την εποχή, μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια, σχεδόν όλα τα ελληνικά βουνά, όλα, σε ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Οπότε, είχε εντοπίσει το μέρος για την περιοχή της Κόνιτσας, γιατί πρόσφερε και το απόκρημνο της περιοχής που εξασφάλιζε μια απομόνωση και μια σιγουριά, δεν είχε δρόμους. Από την άλλη τα δάση εκεί πέρα μπορούσαν να προσφέρουν την πρώτη ύλη, για να χτιστεί μια ξύλινη καλύβα. Γενικά, ήτανε για εκείνον το ιδανικό μέρος. Θυμάμαι, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα σε εκείνα τα μέρη, με είχε πιάσει κάποιο δέος, γιατί έβλεπα από πάνω κάτι χαοτικούς γκρεμούς να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας και προβληματίστηκα, αλλά σκέφτηκα ότι «για να το λέει ο Δημήτρης, προφανώς κάτι ξέρει». Και έτσι, φτάσαμε στο καλοκαίρι του 1985 όπου είχαν προχωρήσει αρκετά οι συζητήσεις, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί το ανάλογο ενδιαφέρον από την παρέα εκείνη που υπήρχε, εκείνο τον πυρήνα γύρω από τον Δημήτρη τον Μυστακίδη. Εγώ, όμως, είχα… είχα και εγώ την εσωτερική φλόγα για κάτι τέτοιο, γιατί ξέρεις όλα αυτά τα βιώματα, όλες αυτές οι εικόνες που είχα φτιάξει τόσα χρόνια, διαβάζοντας, βλέποντας και λοιπά, με ωθούσαν και εμένα σε κάτι τέτοιο. Δηλαδή θα ‘θελα πάρα πολύ να συμμετέχω στο να δημιουργηθεί αυτό το πράγμα, αυτή η καλύβα. Και έτσι, το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, τον Ιούλιο συγκεκριμένα, βρεθήκαμε, πήραμε κάποια πρώτα εργαλεία και βρεθήκαμε οι δυο μας εκεί πάνω και ξεκινήσαμε να ρίχνουμε δέντρα, για να έχουμε την πρώτη ύλη, να αρχίσουμε να στήνουμε αυτή την καλύβα, το όνειρο του Δημήτρη αρχικά, και φυσικά και δικό μου. Απλά, εγώ ήμουν το δεύτερο χέρι σε όλη αυτή την προσπάθεια. Αν δεν υπήρχε ο Δημήτρης ο Μυστακίδης, δεν θα υπήρχε, φυσικά, καλύβα. Εγώ εκείνη την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήμουν 24 χρονών, ο Δημήτρης ήταν 32. Ήτανε αυτός που ήταν μπροστά, ήταν αυτός που ήταν ο έμπειρος, ο μεγάλος, και ο άνθρωπος που είχε, εκτός των άλλων, όπως αποδείχτηκε και την τεχνογνωσία, ήτανε φοβερός μάστορας. Γιατί, για να φτιάξεις μια καλύβα με τα χέρια σου, χωρίς εργαλεία, χωρίς κάποιον τεχνίτη που να επιβλέπεις, αλλά να είσαι εσύ ο τεχνίτης, θέλει πολύ μεγάλη τέχνη και πολλές ικανότητες, τις οποίες τις συγκέντρωνε όλες αυτές ο Δημήτρης. Θυμάμαι ότι κουβαλούσαμε, είχε ξεκινήσει ένας οργασμός δουλειάς εκείνο το καλοκαίρι, το φθινόπωρο μάλλον, ξεκινήσαμε στην αρχή οι δυο μας, είπαμε ότι θα κάνουμε μια αρχή, για να φέρουμε πίσω φωτογραφίες στους υπόλοιπους και να τους πείσουμε ότι αυτό το πράγμα μπορεί να γίνει, γιατί στην αρχή κανένας δεν ήθελε να ‘ρθει. Νομίζω ότι, αν μπορώ να θυμηθώ καλά, κανένας δεν πίστευε ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Τους διαψεύσαμε όμως ευχάριστα και – με πάρα πολύ κόπο φυσικά, δεν είχαμε στη διάθεσή μας μηχανοκίνητα μέσα για να δουλέψουμε, δηλαδή αλυσοπρίονα και λοιπά. Όλα γινόταν με το χέρι, με πριόνια, με τσεκούρια – φέραμε πίσω μετά την πρώτη μας εβδομάδα που δουλέψαμε εκεί, γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη, φέραμε μερικές φωτογραφίες, τις είδαν οι υπόλοιποι, εντυπωσιάστηκαν. Το καλοκαίρι κύλησε έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού 1 μήνα - 2 μετά από την πρώτη δουλειά ξαναβρεθήκαμε πάλι οι δυο μας, πάλι δεν ήρθε κανένας, για μία ακόμα εβδομάδα, συνεχίσαμε την εντατική δουλειά, η καλύβα σηκώθηκε, πήρε ένα ύψος περίπου 2 μέτρων, πλέον ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και, όταν την δεύτερη φορά γυρίσαμε, καταφέραμε να συγκινήσουμε τους υπόλοιπους της παρέας και έτσι την τρίτη φορά που ξαναβρεθήκαμε εκεί για δουλειά, δεν ήμασταν πια οι δύο μας, ήμασταν… πολλοί περισσότεροι, ήμασταν, δεν μπορώ να θυμηθώ βέβαια ακριβώς, αλλά αυτό που λέμε, ήμασταν τουλάχιστον 5-6. Δουλέψαμε και μέχρι να μπει ο χειμώνας του 1985 η καλύβα πλέον είχε σηκωθεί, είχε πάρει και τη στέγη της, την οριστική της μορφή. Και από τότε και μετά αρχίσαμε να τη χαιρόμαστε, να πηγαίνουμε πολύ συχνά. Παρότι μεγάλη η απόσταση από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Κόνιτσα και από εκεί μετά να περπατήσεις και 3 ώρες, μέχρι να φτάσεις στην καλύβα, φορτωμένος με ένα σωρό πράγματα. Γιατί ανεβάσαμε πάνω, σόμπες, στρώματα, κουζινικά, εξοπλισμό, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανένας που θα έπρεπε να έχει, έτσι, ένα τέτοιο, ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Και αυτό ήταν ένα μεγάλο ορόσημο για μένα, η χρονιά του 1985. Σηματοδότησε την, έτσι, την πραγμάτωση αυτού του ονείρου που είχε να κάνει με την περιπέτεια στα βουνά, δηλαδή σαν να βρήκε αυτή η περιπέτεια τον τόπο της. Βρήκε το σπίτι της. Βρήκε την καλύβα, λοιπόν, αυτή η όλη αναζήτηση και το όραμα. Και ζούσαμε σε κάτι σαν σε όνειρο. Βέβαια, με το να το ζεις συνέχεια στο τέλος καταλήγει να ‘ναι μια πραγματικότητα για σένα. Όλοι αυτοί, όμως, στους οποίους το μεταφέραμε πίσω, όταν συζητάγαμε και τους δείχναμε, ενδεχομένως, κάποια φωτογραφία, σχεδόν δεν το πίστευαν ότι υπάρχει ένα… ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο. Όσο δε για την κοινωνία της Κόνιτσας, από τους οποίους όλους φροντίζαμε να το κρατάμε κρυφό για ευνόητους λόγους, δεν θέλαμε να γίνει γνωστή η παρουσία της καλύβας, άσχετα αν βρισκόταν σε ένα απόκρημνο κα απομονωμένο μέρος. Ναι, φροντίζαμε να το κρατάμε κρυφό αυτό, γιατί φοβόμασταν ότι κάποιος μπορεί να πάει, να την καταστρέψει, να κάνει κάποιες ζημιές, να κλέψει κάποια πράγματα. Ωστόσο, τα νέα μαθαίνονται. Εκ των υστέρων μάθαμε, αφού περάσαν πολλά χρόνια, μάθαμε ότι στην Κόνιτσα είχε μαθευτεί ότι κάποιοι Θεσσαλονικείς έχουν μια καλύβα, αλλά δεν ήξεραν και οι ίδιοι που, απλά ήξεραν ότι εμείς οι συγκεκριμένοι που πηγαίνουμε, είμαστε από την Θεσσαλονίκη, και ότι κάπου εκεί μες στα βουνά, πάνω από τη Μονή Στομίου, έχουμε χτίσει μια καλύβα. Ναι, θυμάμαι την επόμενη χρονιά το 1986, κάπου εκεί στην περίοδο του Πάσχα ήτανε, όταν έγινε το ατύχημα του Chernobyl, το πυρηνικό. Εμείς εκείνο το διάστημα βρισκόμασταν στην καλύβα, γιατί ήταν το Πάσχα το χριστιανικό, το ελληνικό, εν πάση περιπτώσει, και είχαμε οργανώσει μια μεγάλη παρέα θυμάμαι, 15 και πλέον άτομα, είχαμε βρεθεί όλοι εκεί για 4 - 5 ημέρες. Είχαμε πάρει μέχρι και δύο αρνιά για να σουβλίσουμε. Και τα σουβλίσαμε πραγματικά. Και θυμάμαι πόσο ευτυχείς ήμασταν εκεί, είχε μπει η άνοιξη, ήταν τέλος Απριλίου, αρχές Μαΐου… Τέλος Απριλίου ήταν, γιατί θυμάμαι συνέπεσε οι μέρες του Πάσχα με την Πρωτομαγιά, οπότε βγήκαμε σε κάτι ξέφωτα του δάσους, μαζέψαμε λουλούδια και αυτά, να κάνουμε τον «Μάη», να φτιάξουμε το στεφάνι το Μαγιάτικο. Και γυρίσαμε μετά στην Θεσσαλονίκη και την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα έσκασε η είδηση ότι έγινε πυρηνικό ατύχημα, στην Ουκρανία, και θυμάμαι ότι κοιτάγαμε τα λουλούδια που είχαμε φέρει από τα μέρη της καλύβας, εκεί από την Ήπειρο, και λέγαμε ότι αυτά τώρα πρέπει να ΄χουν ραδιενέργεια κανονικά. Ήταν μία περίοδος πανικού, εν πάση περιπτώσει, ο κόσμος είχε ζήσει φοβερές μέρες εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονιά με το πυρηνικό ατύχημα.
Και έτσ[00:40:00]ι φτάσαμε στη χρονιά του ΄86 όπου είναι το δεύτερο ορόσημο, και το οποίο ορόσημο… που από κει και πέρα καθόρισε μέχρι σήμερα τη δράση μου στα βουνά ήτανε το γεγονός που ονομάστηκε «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου». Μαθαίνω κάποια στιγμή ότι ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος, ο αποκαλούμενος Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης, είχε αλλάξει τότε διοικητικό συμβούλιο, μπήκαν νέοι άνθρωποι, παραμερίζοντας τους παλιούς με τις παλιές νοοτροπίες, ανάμεσα σε αυτούς βρέθηκε και ο καλός μου φίλος και μέντορας, ο Δημήτρης ο Μυστακίδης. Μέσα σε όλα τα σχέδια που συζήτησαν κάποιος είχε και την φαεινή ιδέα να φτιαχτεί ένας αγώνας. Μάλλον πρέπει να ήταν ο Δημήτρης, ή αν δεν ήταν αυτός, ήταν αυτός που σίγουρα, εάν θα άκουσε και μία τέτοια πρόταση να πέφτει στο τραπέζι, σίγουρα θα υπερθεμάτιζε προκειμένου να υλοποιηθεί. Ο πρώτος αυτός αγώνας θα γινόταν φυσικά, όπως το λέει και ο τίτλος, στον Όλυμπο, τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι προσφέρθηκε ο Δημήτρης, μου το ζήτησε και ο ίδιος, να συνδράμω και εγώ και είχαμε έρθει τότε οι δυο μας στον Όλυμπο, παραμονές του αγώνα, δηλαδή μερικές εβδομάδες λίγο νωρίτερα, προκειμένου να ανοίξουμε κάτι παλιά μονοπάτια που θα χρησιμοποιούσε η διαδρομή του αγώνα. Και έτσι, τότε, εκείνη καταγράφεται ως η πρώτη μου δουλειά σε μονοπάτια, σε βουνά, προκειμένου να γίνει ένας αγώνας. Ήταν, λοιπόν, Ιούνιος του 1986 που δούλεψα για πρώτη φορά σε μονοπάτια για λογαριασμό ενός αγώνα. Μάλιστα, υπάρχει και μια φωτογραφία, από το σημείο όπου, θυμάμαι, είχαμε ξεκινήσει πρωί, για να συντηρήσουμε ένα, έτσι, παρατημένο μονοπάτι με τον Δημήτρη και φτάσαμε στο τέλος του, το οποίο τέλος του ήταν η συμβολή με ένα κεντρικό μονοπάτι, αυτού που οδηγεί από την τοποθεσία Γκορτσιά στην Πετρόστρουγκα και μετά στο Οροπέδιο. Εκεί λοιπόν, στην Μπάρμπα το παλιό μονοπάτι τέλειωνε και συναντούσε το μεγάλο, αυτό που είναι – από τότε ήταν – μεγάλο και γνωστό, και, θυμάμαι, ότι στο σημείο εκείνο, είχαμε αφήσει με μπογιά τα αρχικά μας, Δ.Μ. – Δημήτρης Μυστακίδης και Λ.Ρ. - Λάζαρος Ρήγος, πάνω σε έναν βράχο, με κόκκινη μπογιά. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πολλά, τα χρόνια πέρασαν και το γεγονός ξεχάστηκε κατά κάποιον τρόπο, αλλά εκείνο που ξεχάστηκε σίγουρα είναι πού ακριβώς ήταν αυτό το σημείο. Πέρασαν πολλά χρόνια, ήταν το 2015, νομίζω, που βρέθηκα στο ίδιο σημείο με σκοπό – βέβαια, πολλές φορές είχα περάσει από εκεί ως τότε –, αλλά τότε θυμήθηκα την ιστορία με τα αρχικά στο βράχο και είπα: «Θα ψάξω, μπορεί και να το βρω». Βέβαια, η περιοχή μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια είχε γίνει αγνώριστη. Δηλαδή ήταν ένα ξέφωτο, έτσι είχε μείνει, στην συνείδησή μου, στη μνήμη, το οποίο πλέον σε αυτά τα 30 χρόνια ήτανε δάσος και μάλιστα δάσος με ψηλά πεύκα, δηλαδή εικοσάμετρα… και πλέον. Έψαξα και όντως βρήκα το βράχο. Μπορώ να σου πω η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη. Υπάρχει, φυσικά, ακόμη και τώρα που μιλάμε αυτή η μπογιά, έχει μείνει σε εκείνο το σημείο. Θεωρώ ότι είναι ένα σημείο αναφοράς για το ελληνικό ορεινό τρέξιμο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Γιατί καταδεικνύει ότι για πρώτη φορά, στον πρώτο αγώνα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, κάποιοι δούλεψαν, για να ανοίξουν ένα μονοπάτι, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στον αγώνα. Και έτσι, φτάνουμε στην 6η Ιουλίου του 1986 που ήταν η μέρα που έγινε ο πρώτος «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου». Σε αυτόν πολύ… συγκινητικό αλλά και αρκετά, έτσι, στοιχεία δείχνουν μια γραφικότητα, είναι, ήτανε πρωτόγονο όλο αυτό το πράγμα όπως έγινε και πρωτόλειο. Τότε ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος, οι διοργανωτές δηλαδή, κάλεσαν αρκετούς συναδέλφους, συνορειβάτες από άλλους συλλόγους – αδελφούς συλλόγους – ειδικά της Μακεδονίας, της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα να συμμετάσχουν στο γεγονός, προκειμένου να το ενισχύσουν κιόλας. Γιατί είναι προφανές ότι δεν υπήρχε στοχευμένο κοινό, δηλαδή δεν υπήρχε εξειδικευμένο κοινό, αθλητές που έτρεχαν στα βουνά. Αθλητές που έτρεχαν στα βουνά ήταν ο Μυστακίδης και η παρέα του. Δηλαδή ήμασταν όλοι και όλοι 5; 6; Αυτοί. Με 5-6 ανθρώπους, προφανώς η πρωτοβουλία θα φαινόταν σαν μια τεράστια αποτυχία. Και για αυτόν τον λόγο ήρθανε χιονοδρόμοι, ήρθανε ορειβάτες από διάφορους συλλόγους και πήρανε μέρος στον αγώνα. Περίπου 100 άνθρωποι ήτανε αυτοί που συμμετείχανε στο πρώτο γεγονός. Θυμάμαι αρκετά από εκείνον τον πρώτο αγώνα. Θυμάμαι ότι, έτσι, ένα χαρακτηριστικό είναι, ότι προβληματιζόμουνα την παραμονή αν θα βάλω αθλητικά παπούτσια για να τρέξω ή να βάλω ορειβατικά, για να κάνω τη διαφορά, να καταλάβω εξ απήνης εκείνους που θα προτιμούσαν να βάλουν αθλητικά παπούτσια και θα το έβρισκαν μπροστά τους ως ζήτημα κάποια στιγμή μέσα στον αγώνα. Τελικά, αποδείχτηκε ότι αυτοί που επέλεξαν να τρέξουν με αθλητικά παπούτσια, δεν είχανε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Αντιθέτως, εγώ που επέλεξα να τρέξω με αρβυλάκια ορειβατικά, είχα πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι ήξερα από πιο μπροστά, αφού έτρεχα μέχρι τότε, ότι θα μπορούσα και εγώ να τρέξω με αθλητικά. Εν πάση περιπτώση, τα παπούτσια που είχα… Ήμασταν περίπου στα απόνερα της περιόδου της προηγούμενης, όπου δεν υπήρχε εξοπλισμός ακόμα στην Ελλάδα και ό,τι έβρισκες το έπαιρνες, γιατί δεν υπήρχε δεύτερο. Και έτσι, είχα βρει ένα ζευγάρι αρβυλάκια που ήταν, υποτίθεται, trekking εκείνη την εποχή, αλλά ήταν μισό νούμερο μικρότερα και αυτό το πράγμα – μικρότερο από το νούμερο των παπουτσιών που φορούσα – και αυτό εκ των πράγματων θα οδηγούσε κάποια στιγμή σε… Θα ΄βγαζε πάνω στην επιφάνεια το πρόβλημα με το μισό νούμερο μικρότερο. Και χαρακτηριστικά, θυμάμαι, ότι στο τελευταίο κομμάτι, που είναι κατηφορικό και πολύ βραχώδες, βράχινο κομμάτι, εκεί στο μονοπάτι Ε4 πριν το Λιτόχωρο, είχα δυνάμεις, για να κυνηγήσω – γιατί ήμουνα πολύ κοντά στους δυο πρώτους, τους προπορευόμενους του αγώνα –, αλλά δεν μπορούσα, γιατί τα πόδια μου είχαν πληγωθεί όλα, σε όλα τα δάχτυλα και όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από το να περπατάω, και μόνο. Δηλαδή έχασα την πρώτη θέση ακριβώς, γιατί έκανα την κίνηση η οποία θεωρούσα ότι θα ήτανε η κίνηση «ματ» και τελικά αποδείχτηκε η κίνηση αυτοκαταστροφική εντελώς. Δεν πειράζει. Τι άλλο θυμάμαι από εκείνη… τον πρώτο αγώνα. Θυμάμαι τους ντόπιους εδώ στο Λιτόχωρο. Τότε, φυσικά, εγώ δεν είχα καμία σχέση με το Λιτόχωρο, απλά ήμουνα ένας επισκέπτης. Ζούσα στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι τους ντόπιους οι οποίοι μας έβλεπαν τότε να πηγαίνουμε, να κάνουμε από προπονήσεις και λοιπά και αυτά και λεν: «Τι θα κάνετε εσείς;» και τους εξηγούσαμε και λέει: «Α μπα, αυτό – λέει – για να το κάνετε θέλει 12 ώρες θα βραδιάσετε εδώ πέρα». Βέβαια, δεν υπήρχε σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι ήξεραν ότι έπαιρναν τα μουλάρια τους, ήθελαν τόσες ώρες, για να φτάσουν από εδώ εκεί και πάει λέγοντας. Εμείς κάναμε τους πρώτους υπολογισμούς και εκτιμήσαμε ότι ο νικητής εκείνη την μέρα σε αυτόν τον αγώνα θα ‘πρεπε να κάνει περίπου γύρω στις 6 ώρες, κάτι τέτοιο. Τελικά, καταφέραμε να κάνουμε λιγότερο από 5, κατά μία έννοια δεν πέσαμε και πολύ έξω στις εκτιμήσεις, αλλά υποεκτιμήσαμε τις δυνατότητες, και των υπολοίπων αλλά και τις δικές μας. Κάναμε πολύ γρηγορότερα από ό,τι υπολογίσαμε αρχικά. Αυτό ήτανε λοιπόν, ο πρώτος ορειβατικ[00:50:00]ός Μαραθώνιος, ο οποίος, έτσι, μας άφησε μια γλυκιά αίσθηση, αλλά, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν είχε, δεν ήταν βιώσιμος – όχι οικονομικά –, δεν υπήρχε το κοινό για να τον στηρίξει. Γιατί την δεύτερη χρονιά λίγο πολύ, οι άνθρωποι που είχαν έρθει, για να βάλουν πλάτες να σταθεί όμορφα το γεγονός, σιγά σιγά άρχισαν να αποσύρονται. Α, θυμάμαι ήταν και κωπηλάτες παρακαλώ. Οι κωπηλάτες πάντα συμμετέχουν σε αυτά. Είναι ένα άθλημα αντοχής η κωπηλασία και έχουμε και πολύ καλούς αθλητές στο ορεινό τρέξιμο που προέρχονται από την κωπηλασία. Οπότε, έπεσε σε κάποια μορφή μαρασμού, ο συγκεκριμένος αγώνας από εκεί και μετά. Τα επόμενα χρόνια, δηλαδή, είναι αυτά που εγώ αποκαλώ «πέτρινα χρόνια» στο ελληνικό ορεινό τρέξιμο, μετά το «big bang» του 1986 πέσαμε σε κάτι σαν μεσαίωνα. Ο οποίος μεσαίωνας κράτησε μέχρι – ουσιαστικά σηματοδοτεί την αναγέννηση του αθλήματος, αν θέλουμε να τηρήσουμε αυτούς τους όρους τους ιστορικούς, της παγκόσμιας ιστορίας –, η αναγέννηση για το άθλημα στην Ελλάδα σηματοδοτείται στο 2004 με τη δημιουργία του «Olympus Marathon». Μέχρι εκεί είναι ένα κεφάλαιο, έτσι, όχι τόσο… θα ‘λεγα μία υποτονική περίοδος, εντελώς για το ελληνικό ορεινό τρέξιμο. Δεν υπήρχαν άλλοι αγώνες, ο ένας και μοναδικός, ο «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου». Όλοι θυμόνταν, στο τέλος μετακινήθηκε από Ιούλιο πήγε Σεπτέμβριο, όλοι θυμόνταν ότι κάποτε το Σεπτέμβριο, μέσα στη χρονιά είναι και ένας αγώνας που μπορούμε να πάμε να τρέξουμε στον Όλυμπο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Τα υπόλοιπα , ό,τι γεγονότα υπήρχαν αθλητικά αφορούσαν σε αγώνες σε δημόσιο δρόμο. Βέβαια, σε αυτή την περίοδο, εγώ είχα βάλει στόχο της ζωής μου να κάνω έναν – γιατί με ενθουσίαζε το γεγονός – να κάνω έναν μεγάλο, διεθνή αγώνα στον Όλυμπο. Θυμάμαι, είχαμε κάνει μια επιστολή το 1990 – ναι, την έχω κρατημένη ακόμα αυτή την επιστολή, αντίγραφό της – στο υπουργείο Τουρισμού τώρα, όχι στη γενική γραμματεία αθλητισμού με την οποία τους πρότεινα τότε με τα… έτσι με μια γλαφυρότητα και χωρίς την εμπειρία, χωρίς τίποτα, ένα όραμα ότι παιδιά εδώ θα μπορούσε να γίνει ένας σπουδαίος αγώνας, που οι αθλητές τρέχουν πάνω στο βουνό, δεν υπήρχε η ορολογία τότε, τότε η μόνη ορολογία ήταν «Ορειβατικός Μαραθώνιος», δεν υπήρχε άλλο κάτι να προσδιορίζει η λέξη , ο όρος μάλλον ορεινό τρέξιμο, εισήχθη στον χώρο και στη φιλολογία του ορεινού τρεξίματος πολύ αργότερα. Θυμάμαι τον είχα εισαγάγει εγώ μέσα από το adventure zone γύρω στο 2004; 2003; Κάπου εκεί. Λίγο πριν την δημιουργία του «Olympus Marathon». Μήπως κούρασα με τη διαρκή… Πώς να το πω; Οπότε μπορούμε να συνεχίσω την εξιστόρηση όπως είμαστε.
Λοιπόν…
Ναι καλύτερα, ας υπάρχει και μία δική σου παρέμβαση, θα ήταν σκόπιμο, να πάρω και εγώ μια ανάσα
Μπράβο, λοιπόν, είναι… Προφανώς και είναι πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που ακούμε. Τώρα, ό,τι από τα δύο προτιμάς, είτε συνεχίζεις και εγώ κρατάω απορίες για αργότερα, είτε –
Όχι μπορώ να –
Σου κάνω –
Ναι, μπορούμε να κάνουμε και έναν διάλογο, γιατί αυτός ο μονόλογος έχω την εντύπωση ότι μπορεί να κρατήσει ατελείωτα, και ίσως και να κουράσει κιόλας. Για να το δούμε λοιπόν, με τις ερωτήσεις.
Ωραία. Μίλησες εκεί στα 1985 και λίγο νωρίτερα για τις πολυήμερες περιπέτειές σας στα βουνά –
Ναι.
Και ζώντας, ας πούμε, εν μέρη την τωρινή εκδοχή αυτών των περιπετειών, θέλω να σε ρωτήσω τι…; Μου πες ότι εξοπλισμό, ας πούμε, αγοράζατε από μαγαζιά που φέρνανε παλιά ορειβατικά, παλιά στρατιωτικά, μάλλον, αντικείμενα και λοιπά. Λογικά, αν πρόκειται να διανυκτερεύσετε θα χρειαζόσασταν τουλάχιστον γκαζάκια, υπνόσακους, δεν ξέρω κουβέρτες; Θα ‘θελα να ακούσω λίγο πως προσεγγίζατε το θέμα αυτό, του πολυήμερου από άποψη εξοπλισμού.
Ναι, υπήρχε εξοπλισμός, απλά έχει έναν χαρακτήρα σήμερα μουσειακό, δηλαδή είναι εντυπωσιακό, πόσο βαριά, έτσι, γενικά πόσο ακατάλληλα ήταν τα υλικά σε σχέση με τα σημερινά. Δηλαδή, βαριά μέταλλα, όπου είχε μεταλλικά κομμάτια, πρόχειρες κατασκευές, όταν μιλάμε για σκελετούς σακιδίων ή για κάτι άλλο ή για αντίσκηνα. Ήταν τα γνωστά, ας πούμε, αυτά τα τριγωνικά αντίσκηνα, που ήτανε χωρίς πάτο τις περισσότερες φορές, δηλαδή καθαρά camping εξοπλισμός, σε κάποιες περιπτώσεις. Το μόνο που ερχόνταν τότε από το εξωτερικό ήτανε κάποιες αρβύλες, μια-δυο εταιρείες έφταναν και έφερναν ορειβατικά παπούτσια στην Ελλάδα. Ίσως γιατί το παπούτσι ήτανε το πιο πολύτιμο κομμάτι του εξοπλισμού για τους ορειβάτες, οπότε η ζήτηση, επειδή υπήρχε, είχε δημιουργήσει και τη σχετική προσφορά. Από εκεί και πέρα, βέβαια, όπως σου είπα, όλα τα υπόλοιπα ήταν λίγο - πολύ πρωτόγονα, σαν εξοπλισμός. Αλλά μη έχοντας κάτι άλλο είσαι αναγκασμένος… Δηλαδή, δεν ήταν θέμα τιμής, ότι ναι υπήρχαν τα καλά, αλλά ήταν ακριβά και δεν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε, απλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Αυτό, τίποτα άλλο. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις σαν μια εναλλακτική, έτσι, αγορά, ήταν να πάρεις ή πιο φτηνό παπούτσι ή πιο ακριβό παπούτσι. Όλα τα άλλα ήτανε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Παλιά, μεταχειρισμένα, στρατιωτικά. Ε φτηνά τώρα, τι να σου πω, εντάξει υπήρχε και ο… ένας συνθετικός υπνόσακος camping… Ο μόνος που ήταν, έτσι, αξιόλογος και φάνταζε στα μάτια σου ότι κάπως διαφέρει, ήτανε παλιοί αμερικάνικοι, πουπουλένιοι υπνόσακοι με σφραγίδες πάνω από αρχές δεκαετίας 50. Δεν ξέρω, πρέπει να ήτανε εκποιημένος εξοπλισμός, τώρα, των ελληνικών ειδικών δυνάμεων που τα ΄χαν πάρει από στρατιωτική βοήθεια από τον αμερικάνικο στρατό, κάτι άλλο δεν ξέρω. Αλλά κάπως έτσι λειτουργούσαμε. Τότε θυμάμαι μόνη πρώτη ελληνική εταιρεία που είχε αρχίσει να κατασκευάζει εξοπλισμό ήταν η Polo, δηλαδή, η οποία υπάρχει και τώρα ακόμη και κατασκευάζει, δεν υπήρχε κάτι άλλο, όλα τα υπόλοιπα ήταν περίεργα, από κάποιες εξωτικές χώρες, δεν ξέρω δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα από που ερχόταν αυτά ή ήτανε εκποιημένα στρατιωτικά. Θυμάμαι, μάλιστα, ένα στρατιωτικό παντελόνι, το οποίο είχα βάλει την μητέρα μου που ήταν και μοδίστρα, μου το είχε κόψει, μου το ‘κανε golf, γιατί η παλιά μόδα στα ορειβατικά παντελόνια, ήταν χοντρή κάλτσα, ψηλή που κάλυπτε όλη την γάμπα και ένα παντελόνι που έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Αυτό ήταν το παντελόνι. Α, επίσης στο μαγαζί αυτό, ένα ήταν το μαγαζί, βασικά, στην Θεσσαλονίκη τουλάχιστον. Υπήρχαν και πιολέ, οι ορειβατικές σκαπάνες, το οποίο πιολέ δεν θυμάμαι αν το έχω ακόμη κάπου κρατημένο, ήταν ξύλινο. Αυτό ήταν το πιολέ, δηλαδή δεν… Ναι, ξύλινο, ο κορμός του, μεταλλικό στις άκρες. Αυτά με τον εξοπλισμό. Και εντάξει, φυσικά δεν υπήρχαν… φακός κεφαλής δεν υπήρχε, είχες έναν φακό που τον είχες στο χέρι. Ναι, και διάφορα άλλα τέτοια.
Ωραία, επιστρέφω με μια παραλλαγή της ίδιας ερώτησης. Θες να μου κάνεις μια περιγραφή του τι περιείχε ο σάκος σου σε μια από αυτές τις πολυήμερες εκδρομές;
Ναι τι περιείχε… Περιείχε κυρίως, εντάξει, λίγο πολύ, άλλαξε η ποιότητα και ο όγκος και το βάρος του εξοπλισμού στις μέρες μας. Λίγο - πολύ ό,τι περιέχει και τώρα ένα σακίδιο που ετοιμάζει κάποιος, για να πάει σε μια πολυήμερη εξόρμηση. Απλά όλα τα υλικά ήταν[01:00:00] διαφορετικά, ήταν πιο βαριά και πιο ογκώδη. Το οποίο σημαίνει πως έπρεπε κάποια πράγματα να κρέμονται απ’ έξω, παγούρια, μπλούζες, μπουφάν, γενικά ήτανε κάτι σαν λατέρνα, αυτό που είχες στην πλάτη.
Ωραία, λοιπόν… Μίλησες μετά το ‘86 για τον ορειβατικό μαραθώνιο του Ολύμπου, και, ας πούμε, οι αναφορές που μας έκανες ήταν εδώ στα χαμηλά σχετικά, δηλαδή, στην εκκίνηση, νομίζω μας είπες ότι η εκκίνηση ήταν στο Σταυρό –
Ναι, η εκκίνηση ήταν στο Σταυρό, ακριβώς. Και μάλιστα, ακολουθούσε μία διαδρομή στο ξεκίνημα η οποία ήταν μόνο εκείνη τη χρονιά και, αν θυμάμαι, την επόμενη, απλά την επόμενη δεν πήγα, γιατί χρειάστηκε να υπηρετήσω την μητέρα πατρίδα ως… να κάνω την στρατιωτική μου θητεία. Από εκεί και μετά άλλαξε το ξεκίνημα της διαδρομής και είναι αυτή που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, εν πάση περιπτώσει, σε αυτόν τον ιστορικό αγώνα, τον ιστορικότερο στην Ελλάδα.
Ωραία. Θες να μας πεις για την κατάσταση του μονοπατιού, ψηλότερα; Γιατί, ας πούμε, το βλέπω εγώ την σήμερον εποχή, στο κομμάτι, ας πούμε, από Γκορτσιά για Πετρόστρουγκα και μετά για Οροπέδιο. Τι συναντούσατε εσείς, τι υπήρχε εκεί που σήμερα υπάρχει αυτό το κάπως φθαρμένο μονοπάτι;
Δεν ήταν έτσι. Ήταν λιγότερο πατημένο το μονοπάτι και αυτό έχει την εξήγησή του φυσικά, γιατί σήμερα πια τα καραβάνια των μουλαριών ανεβοκατεβαίνουν καθημερινά με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και σε μεγαλύτερο πλήθος, αφού η ζήτηση για διανυκτερεύσεις και γενικά επισκέψεις ψηλά στο βουνό είναι πολύ περισσότερες στις μέρες μας, από ό,τι ήταν εκείνη την εποχή. Ασύγκριτα, ασύγκριτα… Δηλαδή, η αίσθηση που είχα και η μνήμη που έχω από εκείνη την φορά και από εκείνα τα πρώτα χρόνια γενικότερα, ήταν ένα μονοπάτι που δεν ήταν – αυτό το κεντρικό μονοπάτι εννοώ – δεν ήταν τόσο πατημένο, δεν είχε αυτό το φαρδύ ίχνος που είναι πολύ χαρακτηριστικό τώρα στις μέρες μας. Από εκεί και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι περισσότερο, κάτι πολύ χαρακτηριστικό… Εκείνο, όμως, που μπορώ να πω με βεβαιότητα και που έχει αλλάξει προς το χειρότερο πια στις μέρες μας, είναι η κατάσταση του μονοπατιού Ε4 στο φαράγγι του Ενιπέα, δηλαδή από το κομμάτι των Πριονιών, από το σημείο των Πριονιών μέχρι και το να βγούμε στο Λιτόχωρο, επειδή το μονοπάτι εκεί μέσα κατασκευάστηκε 2 ή 3 χρόνια νωρίτερα, πριν γίνει ο πρώτος «Ορειβατικός Μαραθώνιος», όπως αντιλαμβάνεσαι ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, δηλαδή αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά. Σήμερα η κατάστασή του είναι δραματική, επιεικώς. Έχουν γίνει σειρά από καταστροφές, διαβρώσεις, λιθοπτώσεις, κατακρημνίσεις από ξερολιθιές, πάρα πολλά και η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη λοιπόν σε αυτό το… Αυτό είναι κάτι που έκανε την διαφορά τότε, από τότε μέχρι σήμερα.
Ωραία, οπότε ας συνεχίσουμε την αφήγηση, ας πάμε –
Να συνεχίσουμε; Να φτάσουμε, λοιπόν, στην αναγέννηση για το ελληνικό ορεινό τρέξιμο, η οποία ήρθε… το 2004 σηματοδοτώ εγώ αυτήν την αλλαγή. Όταν πια πήρα την απόφαση ένα χρόνο νωρίτερα, το 2003 μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες στα χρόνια που μεσολάβησαν, βρήκα ευήκοον ους – ευήκοα ώτα – εδώ στην περιοχή του Λιτοχώρου, ήταν άνθρωποι από τον ορειβατικό σύλλογο τον τοπικό, οι οποίο είχαν πολύ καλή σχέση με τον δήμο, είναι λογικό, με τον δήμαρχό τους και μέσω ενός γνωστού κοινού και στις δύο πλευρές, ήρθα σε επαφή αρχικά το καλοκαίρι του 2003. Είπαν ότι ένα καταρχήν ενδιαφέρον υπάρχει, να το συζητήσουμε πιο ύστερα. Φτάσαμε στον χειμώνα του 2003 και, θυμάμαι, είχα έρθει, κλείσαμε μία συνάντηση και ήρθα από την Θεσσαλονίκη στο Λιτόχωρο και βρήκα τους ανθρώπους του εδώ, του τοπικού ορειβατικού συλλόγου, ήταν όλοι μαζεμένοι στα γραφεία τους και κάθισα απέναντί τους, για να τους εξηγήσω ποιο ήταν αυτό το σχέδιο ή το όραμα, όπως θες πες το. Αφού τους εξήγησα και τους είπα ότι ο Όλυμπος είναι ένα βουνό που αξίζει κάτι καλύτερο και ότι θα μπορούσε να φτιαχτεί ένας αγώνας που να τραβήξει το ενδιαφέρον από όλο τον κόσμο, τα γνωστά, δηλαδή, που μπορεί κανένας να φανταστεί. Η πρώτη ερώτηση που δέχτηκα ήταν: «Μα γιατί να κάνουμε, αφού αγώνα έχει, γιατί να κάνουμε και άλλον;». Η απάντησή μου είναι ότι αυτός που υπάρχει, απλά… απλά υπάρχει, δεν κάνει τίποτα, δεν κάνει κάτι παραπάνω. Δεν μπορεί να τραβήξει αθλητές από το εξωτερικό, δεν μπορεί να έχει ξένο ενδιαφέρον και το ζητούμενο είναι άλλο, δεν είναι να γίνεται κάθε χρόνο ο αγώνας, αλλά να γίνεται κάτι αντάξιο του ονόματος του Ολύμπου, που να μπορεί να κάνει τον Όλυμπο να ακουστεί και για αυτόν τον λόγο στα πέρατα της Οικουμένης, που συνηθίζουμε να λέμε. Το θεωρούσα ως δεδομένο αυτό, ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει, απλά κάποιος έπρεπε να πάρει την απόφαση να φτιάξει ένα γεγονός που θα είχε έναν διεθνή χαρακτήρα. Τέλος πάντων, με κάποιες ενστάσεις έγινε δεκτό το σχέδιο, έτυχε και της υποστήριξης του δήμου. Τα χρόνια είχαν περάσει, είχαμε πάει πια στην εποχή όπου υπήρχαν υπολογιστές, υπήρχε ο παγκόσμιος ιστός, το διαδίκτυο, υπήρχε πλέον πληροφόρηση, όχι μόνο από τον έντυπο αλλά και από τον ηλεκτρονικό τύπο, ήξερα πλέον τι γίνεται, γιατί στο μεταξύ, ναι, αυτό δεν το αναφέραμε, είχα φτιάξει μια ιστοσελίδα, το adventure zone, σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της διαδικτυακής πραγματικότητας στην Ελλάδα, το 2001, ένα portal για την περιπέτεια που ασχολούνταν από σπορ περιπέτειας, στα βουνά, στις θάλασσες, οπουδήποτε και μέχρι αθλήματα υπεραντοχής, κατά κύριο λόγο στην φύση. Οπότε, παρακολουθώντας, τη διεθνή πραγματικότητα, ήξερα ότι αυτό το πράγμα που καθόμουν και προσπαθούσα να πείσω το ακροατήριο, τους συνομιλητές μου μάλλον, μπορούσε πραγματικά να γίνει και πραγματικά να είναι και αποτελεσματικό.Και έτσι, φτάσαμε στο να διοργανωθεί για πρώτη φορά, τον Ιούνιο του 2004 ο πρώτος «Olympus Marathon». Ήταν μία στιγμή δικαίωσης για μένα, ήταν ένα όνειρο χρόνων που το έβλεπα να γίνεται πραγματικότητα. Είχαμε τότε, θυμάμαι, 115 αθλητές στην εκκίνηση, βρήκαμε και ένα, μια πολύ ωραία ιδέα που την πρότεινε ένας φίλος εδώ από το Λιτόχωρο, από τους συνεργάτες τότε και μετέπειτα φίλους. Η ιδέα ήταν ότι ο αγώνας θα μπορούσε να ξεκινά… Γιατί στο δικό μου μυαλό ήτανε πως θα είναι ένας αγώνας που θα ξεκινά από το Λιτόχωρο, θα ανεβαίνει περίπου ως τις κορυφές και θα ξαναγυρίζει στο Λιτόχωρο. Η δική του σκέψη ήταν ότι το αρχαίο Δίον… Υπήρχε κάπου καταγεγραμμένη σαν ιστορία ότι κάθε χρόνο αρχές του καλοκαιριού, γινόταν μια πομπή από την αρχαία αυτή λατρευτική πόλη του Δίου, η οποία ανέβαινε μέχρι τις κορυφές. Υποθέτω ότι ανέβαινε από την μεριά της Σκούρτας που είναι και το προσβάσιμο κομμάτι για να βγει κάποιος στο Οροπέδιο και μάλλον στον Προφήτη Ηλία που ήταν το πιο γνωστό προσβάσιμο ψηλό σημείο στο βουνό, πρέπει μάλλον να έκαναν κάποιες τελετές, θυσίες ή αναθήματα, τι άλλο εν πάση περιπτώσει. Οπότε ήταν μια ιερή πορεία που γινόταν μια φορά το χρόνο. Αυτό ήταν το μεγάλο «κλικ» σε όλη την ιστορία. Πατήσαμε πάνω σε αυτό, ότι όπως τότε, έτσι και τώρα, στη σύγχρονη εποχή, γίνεται ένα γεγονός πλέον αθλητικό. Για αυτό το λόγο και ο αγώνας ξεκινούσε πλέον, ξεκίνησε μάλλον να γίνεται, να έχει σημείο αφετηρίας, τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου. Ήτ[01:10:00]αν πραγματικά πολύ συγκινητικές οι στιγμές του πρώτου αγώνα. Θυμάμαι, μάλιστα, την παραμονή του αγώνα είχαμε μια ενημέρωση των αθλητών που θα συμμετείχαν εκεί στους χώρους του Δίου. Και εκεί μας μίλησε ο καθηγητής, ο Δημήτρης Παντερμαλής, μας έκανε την τιμή να μιλήσει στους αθλητές. Θεωρώ τεράστια τιμή. Ήταν ένα εξίσου μεγάλο γεγονός, ότι ο άνθρωπος αυτός, ένας λαμπρός επιστήμονας στην Αρχαιολογία, δέχτηκε να μιλήσει και να πει κάποια πράγματα τα οποία ήταν στοχευμένα και νομίζω ότι έπιασαν όλο το κοινό που ήταν από κάτω και άκουγε. Ιστορικές στιγμές, θυμάμαι ότι είχα πει, φρόντισα να είναι όλες οι λεπτομέρειες με κάποιο τρόπο ταιριαστές. Για αυτό το λόγο και είχα βάλει, και έτσι το κρατούν ακόμη επί μονίμου στη διοργάνωση, η εκκίνηση να γίνεται ακριβώς με την ανατολή του ήλιου. Για αυτό και η εκκίνηση στον «Olympus Marathon», κάποιοι ενδεχομένως δεν το ξέρουν, δεν κάθισαν να το σκεφτούν είναι στις 6:05 και όχι στις 6:00, γιατί τέλος Ιουνίου ο ήλιος ανατέλλει στις 6:05 και είχα πει πως η εκκίνηση θα δίνεται με την ανατολή του Ήλιου, με το που θα βλέπουμε τον δίσκο του Ήλιου στο βάθος να εμφανίζεται, θα παίρνουν και την εκκίνηση οι αθλητές. Για αυτό και είναι καθιερωμένη η εκκίνηση στις 6:05, από την αρχή ακόμα του γεγονότος. Να πω ότι την πρώτη χρονιά το γεγονός τελείωνε στο στάδιο του Λιτοχώρου και όχι στο πάρκο του Λιτοχώρου που καθιερώθηκε τα επόμενα χρόνια το 2005 και πέρα. Έγιναν κάποιες μικροαλλαγές στη διαδρομή, ας πούμε, του αγώνα, μικρές όμως μικρές. Μία από αυτές είναι αυτή που ανέφερα, από το γήπεδο στο πάρκο. Την πρώτη χρονιά ναι, να το πούμε και αυτό, ότι υπήρχαν και δύο ξένες συμμετοχές. Δεν ξέρω πώς μας βρήκαν οι άνθρωποι, δεν μπορώ να θυμηθώ τί είδους διαφήμιση μπορεί να είχα κάνει. Κάπου, προφανώς κάπου το είχα δημοσιεύσει το γεγονός, εκεί διαδικτυακά, και είχαν έρθει ένα ζευγάρι από την Ιρλανδία που ήταν μάλιστα πρόεδρος ο σύζυγος και αντιπρόεδρος η σύζυγος στον Εθνικό Φορέα του Ορεινού Τρεξίματος στην Ιρλανδία. Εκεί πολύ πιο προχωρημένοι σε αυτά τα ζητήματα και ήρθαν αυτοί οι δύο άνθρωποι και αγωνίστηκαν, ήταν και οι πρώτες διεθνείς συμμετοχές στον Olympus Marathon. Ε, και συμβολικά, τουλάχιστον, με δικαίωσαν, γιατί είπα ότι αυτός ο αγώνας μπορεί να είναι διεθνής. Τα επόμενα χρόνια φυσικά, οι συμμετοχές οι διεθνείς αυξήθηκαν και καθιέρωσε την φήμη ως ο ελληνικός διεθνής αγώνας.
Οπότε είμαστε στο 2004, οπότε έχουμε εδώ τον «Olympus Marathon», παράλληλα τρέχει και η ιστοσελίδα για την περιπέτεια, το adventure zone και σιγά σιγά χτίζεται ένα κοινό που είναι πλέον ενημερωμένο και αρχίζει να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για όλα αυτά. Το επόμενο βήμα είναι ότι το 2006 το φθινόπωρο σε μία τυχαία συζήτηση με κάποιους φίλους πέφτει η ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει, αφού ήταν πετυχημένο το πείραμα με τον «Olympus Marathon», να γίνει και ένας αγώνας που να είναι ο πρώτος υπερμαραθώνιος αγώνας ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα. Και, όπως καταλαβαίνεις, ο κλήρος σε ποιον θα έπεφτε; Να το διοργανώσει και αυτό; Μου το πρότειναν οι φίλοι σε ένα ωραίο απογευματινό τραπέζι που καθόμασταν και πίναμε κρασάκι και είχαμε, έτσι, ανεβάσει λίγο τη διάθεση στα πνεύματά μας. Οπότε μεταξύ αστείου ή και μεταξύ τύρου και αχλαδιού, και οίνου φυσικά, βρέθηκα την επόμενη μέρα να αναζητώ τον τρόπο, για να κάνουμε τον πρώτο υπερμαραθώνιο βουνού στην Ελλάδα και φυσικά, επειδή είχα κάποια εμπειρία και κάποια γνώση από τις ορεινές περιοχές σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει, λόγω μεγάλης ορεινής έκτασης στην περιοχή της Ροδόπης, της οροσειράς της Ροδόπης, εκεί στην Ανατολική Μακεδονία. Ήρθα σε επαφή, για να γίνω και κάπως πιο συνοπτικός, με την τοπική αυτοδιοίκηση εκεί. Άκουσαν την ιδέα μου, τις σκέψεις μου, τους φάνηκαν λίγο πολύ εξωπραγματικά, έως και εξωγήινα, όσα τους έλεγα, για αθλητές οι οποίοι θα τρέχουν μες στη νύχτα με φακούς στα κεφάλια, χωρίς να κοιμηθούν, χωρίς να σταματήσουν, να διανυκτερεύσουν κάπου και λοιπά και λοιπά. Και έτσι το 2007 έγινε ο πρώτος υπερμαραθώνιος, ας το πω έτσι, στην περιοχή της Δράμας, στην οροσειρά της Ροδόπης με αρχή και τέλος, μάλλον με τέλος, με επίκεντρο του γεγονότος το Παρανέστι, μια μικρή κωμόπολη. Εκεί, ένας αγώνας 100 χιλιομέτρων και αυτός πλέον ήταν πιο εύκολο να μαζέψει ένα κοινό που θα συμμετείχε εκεί πέρα, αφού είχε χτιστεί ένα πρώτο επίπεδο με τον «Olympus Marathon», τα 2-3 προηγούμενα χρόνια. Και σιγά σιγά το πράγμα άρχισε πλέον να κάνει ένα μεγάλο μπαμ. Άρχισαν να ξεφυτρώνουν από παντού αγώνες, στην περίοδο μετά το 2006, με εκθετικούς ρυθμούς αυξάνονταν ο αριθμός των αγώνων στα βουνά, στα ελληνικά βουνά. Εκείνο που μπορώ να πω, ότι μέχρι σήμερα έχει μείνει ως μεγάλο… Καταφέραμε να κεφαλαιοποιήσουμε ένα τεράστιο δίκτυο μονοπατιών στα βουνά μας, το οποίο χρόνο με τον χρόνο, ευτυχώς, επεκτείνεται αντί να συρρικνώνεται και αυτό με τη σειρά του, βοήθησε πάρα πολύ στην ορεινή αναψυχή, να μπορέσει να βγει ο κόσμος προς τα έξω, να βγουν οικογένειες με μικρά παιδιά, και έτσι χάρη σε αυτό το εκτεταμένο δίκτυο πλέον να μπορεί ο κάθε ένας, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας να χαίρεται και αυτός τη φύση, όπως την χαίρονται οι αθλητές στους αγώνες.
Να σε ρωτήσω, θες να κάνουμε διάλειμμα μήπως; Ωραία, ok, ήθελα να σε ρωτήσω, τα μονοπάτια εδώ, στη Ροδόπη, πώς τα αναζητήσατε, πώς τα βρήκατε, απευθυνθήκατε σε ανθρώπους, σε χάρτες;
Να πω ότι ένας βασικός κορμός από τη διαδρομή που έγινε του αγώνα στη Ροδόπη, των 100 χιλιομέτρων, ήτανε μονοπάτια που τύχαινε να τα γνωρίζω. Βέβαια, αυτό που εγώ γνώριζα ήταν 2 μονοπάτια που, αν τα αθροίσουμε το ένα και το άλλο που δεν ήταν μεταξύ τους ενωμένα, έπρεπε να κάνεις και κάποια διαδρομή πάνω σε δρόμους, χωματόδρομους, ξέρεις. Υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο δασικών δρόμων εκεί στη Ροδόπη, επειδή η περιοχή είναι εκμεταλλεύσιμη για την ξυλεία της. Εγώ γνώριζα 2 μονοπάτια που αθροιστικά, λοιπόν, μαζεύαν περίπου 25-30 χιλιόμετρα. Από εκεί και μετά ζήτησα και την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας, αφού οι άνθρωποι εκεί, υποτίθεται, ήξεραν τα μέρη τους, άρα θα μπορούσαν να μου υποδείξουν μονοπάτια έτσι ώστε να συνδέσουμε όσα μπορούμε μεταξύ τους. Να κάνουμε μία συρραφή δηλαδή, προκειμένου να βγει ένα τελικό αποτέλεσμα που θα ήταν έτσι, αξιοπρεπές, για να το θεωρήσουμε και σαν αγώνα ορεινού τρεξίματος, αφού σύμφωνα με τις προδιαγραφές, πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα 60 με 70% μιας διαδρομής, πρέπει να εξελίσσεται πάνω σε μονοπάτια, αλλιώς δεν είναι αγώνας ορεινού τρεξίματος, είναι αγώνας δρόμου πλέον ή, αν θες, αγώνας δρόμων. Λοιπόν, μία καλή συγκυρία στην περίπτωση της Ροδόπης ήταν ένας άνθρωπος που είχε το παρατσούκλι FΟρέστης, από το forest, FΟρέστης. Ο Ορέστης, λοιπόν, ο οποίος έβαλε και ένα «F» μπροστά και αυτοανακηρύχθηκε FΟρέστης – πολύ έξυπνο όνομα, πολύ ευφυές – ήταν ένας άνθρωπος που είχε εκείνη την περίοδο της ζωής του, βρεθεί στο Παρανέστι, γιατί και αυτός είχε κάποιες[01:20:00] ανησυχίες και προσπάθησε με κάποιο τρόπο να βρει μια επαγγελματική διέξοδο στην περιοχή. Η αγάπη του για τα βουνά και τα μονοπάτια, τον είχε οδηγήσει στο να εξερευνήσει την περιοχή, πάνω από το Παρανέστι, στα ορεινά και να ξέρει ήδη αρκετά πράγματα από μονοπάτια. Μου συστήθηκε να συνεργαστώ – μου συστάθηκε να συνεργαστώ μαζί του – τον βρήκα, ήταν πολύ δεκτικός στο να συνδράμει και εκείνος. Και ζώντας ο ίδιος στην περιοχή, ανέλαβε να βρει, να ανακαλύψει κρυμμένα μονοπάτια, χαμένα, μέσα στη βλάστηση και στο χρόνο. Τα βρήκε, βρήκε πολλά που χρειαζόμασταν, δούλεψε σκληρά ο ίδιος, προκειμένου να ξανανοιχτούν – γιατί η βλάστηση στην περιοχή είναι πού έντονη και γρήγορα πνίγει οτιδήποτε υπάρχει –, και χάρις λοιπόν στον Ορέστη τον Μπόσκο, φτάσαμε να ξεκινήσουμε τον αγώνα την πρώτη χρονιά, το 2007 με ένα αξιοπρεπές ποσοστό μονοπατιών στη διαδρομή, και κάποια από αυτά εντυπωσιακά όμορφα μάλιστα, για να αποδειχτεί κιόλας ότι κάποτε, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν η περιοχή έσφυζε από ζωή. Εκατοντάδες ίσως, αν όχι εκατοντάδες, δεκάδες μικροί οικισμοί ήταν εγκατεσπαρμένοι σε όλη εκείνη τη έκταση που σήμερα είναι ατελείωτα δάση και φυσικά αυτοί οι οικισμοί, μεταξύ τους, οι μαχαλάδες όπως τους αποκαλούν, γιατί τέτοιοι ήταν, οικισμοί των 3 - 5 - 10 το πολύ σπιτιών, επικοινωνούσαν μαζί τους – μεταξύ τους – με τί άλλο; Με μονοπάτια. Κάπου είχαν μείνει σημάδια, ξερολιθιές, τοίχοι, παλιές καλλιέργειες που ήταν περιορισμένες από τοίχους δεξιά και αριστερά, όλα αυτά βοηθούσανε για κάποιον που έκανε μια αναζήτηση και με τη βοήθεια ίσως από πληροφορίες που έπαιρνε από τους ντόπιους μπορούσε να βγάλει κάποια άκρη. Και έτσι, φτάσαμε την πρώτη χρονιά να γίνει αυτό. Την δεύτερη χρονιά μεγαλώσαμε τη διαδρομή κατά 20 χιλιόμετρα, βρέθηκαν καινούρια μονοπάτια, εντάχθηκαν και αυτά στη διαδρομή, υπήρχε γενικά ένα πολύ όμορφο κλίμα. Δυστυχώς, τα πράγματα, για λόγους που εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι δεν έχουν να κάνουν με εμένα, αλλά με μία λανθασμένη αντιμετώπιση από την τοπική αυτοδιοίκηση εκεί, οδηγηθήκαμε σε ένα αδιέξοδο και σε μία διάσπαση. Το όραμά μου ωστόσο για έναν αγώνα στα μέρη εκεί, για έναν υπερμαραθώνιο που στη συνέχεια πλέον τα γνωρίζουμε όλα αυτά ως ultra trails, συνεχίστηκε, παρέμεινε ζωντανό. Δεν είχα πάει στη Ροδόπη, για να φύγω, ούτε πήγα στη Ροδόπη σαν έμπορος ιδεών. Ήταν για μένα κάτι… Ένα από αυτά τα δικά μου οράματα, γιατί τη Ροδόπη την είχα ζήσει και στη δεκαετία του 80, την είχα γνωρίσει σε πολυήμερες εξορμήσεις, επανειλημμένα, σε όλες τις εποχές. Και ξέρεις, όταν ζεις ειδικά στη νιότη σου κάποιες καταστάσεις, οι εμπειρίες αυτές σε σημαδεύουν… Δεν βρισκόμουν εκεί, για να πουλήσω πράγματα, περισσότερο με τραβούσε γιατί κάτι ένιωθα όταν βρισκόμουν εκεί, οι μνήμες, η νοσταλγία και ένα όραμα για αυτούς τους αγώνες με κρατούσαν εκεί. Μετά, λοιπόν, την διάσπαση που επήλθε το 2008, το 2009 συνέχισα το ίδιο όραμα. O αγώνας είχε αρχικά την ονομασία «Virgin Forest Trail», ενώ εγώ στο μυαλό μου είχα την ονομασία «Rodopi Ultra Trail», ωστόσο η δήμαρχος τότε στο Παρανέστι, είχε επικαλεστεί τον λόγο ότι γίνεται μια παρανόηση. Νομίζουν ότι μπερδεύουν οι επισκέπτες τον Νομό Ροδόπης με την οροσειρά της Ροδόπης, ενώ όλα αυτά βρίσκονται στο νομό Δράμας, εν πάση περιπτώσει λίγο ένα δράμα ήταν αυτό, το όλο σκεπτικό. Αλλά μου ζητήθηκε τότε από την Δήμαρχο να μην ονομάσουμε τον αγώνα «Rodopi Ultra Trail» ή αλλιώς «ROUT» ήταν το συντομογραφικό του, το αρκτικόλεξο, αλλά να το ονομάσουμε κάπως αλλιώς. Και η πρόταση που έπεσε ήτανε για «το Μονοπάτι του Παρθένου Δάσους». «Α – λέω – εντάξει, δεν έχω αντίρρηση». Όταν, ωστόσο, αποχώρησα από την διοργάνωση και την αμέσως επόμενη χρονιά, το 2009 έφτιαξα έναν καινούριο αγώνα που βασιζότανε πάνω κάτω στην ίδια διαδρομή αλλά με διαφορετικό επίκεντρο, ονόμασα τότε τον αγώνα «ROUT», «Rodopi Ultra Trail», δηλαδή έδωσα, επιτέλους υλοποιήθηκε η αρχική ιδέα για την ονομασία του αγώνα. Εδώ θα πρέπει να εξάρω την συνδρομή και τις εργώδεις προσπάθειες, του καλού φίλου, του Ηλία του Σπυριδόπουλου από την Ξάνθη, χάρη στον οποίον υλοποιήθηκε το γεγονός, το νέο, το οποίο υπάρχει και σήμερα και ευημερεί. Χωρίς την βοήθεια αυτού του ανθρώπου, δεν θα ήταν τίποτα εφικτό και δεν θα υπήρχε ο αγώνας αυτός σήμερα. Έτσι προχωρήσαμε και σταδιακά, την αμέσως επόμενη χρονιά, από την πρώτη του υλοποίηση το 2009, το 2010 μεγάλωσε η διαδρομή του και έγινε ο αγώνας, ο πρώτος αγώνας 100 μιλίων σε ορεινό περιβάλλον στην Ελλάδα. Ο «ROUT» ήταν το πρώτο «hundred miler», μια πολύ δημοφιλής απόσταση στα βουνά, στην αμερικανική ήπειρο και σιγά σιγά, αυτή η τάση πέρασε και στο ευρωπαϊκό έδαφος και στην ελληνική τουλάχιστον πραγματικότητα, ο πρώτος αγώνας 100 μιλίων ήταν ο «ROUT».
Σιγά σιγά, προχωρώντας στον χρόνο έχουμε φτάσει στο 2009 και στο 2010 με το πρώτο «κατοστάμιλο». Αρχίζω να κάνω σκέψεις για έναν αντίστοιχα μεγάλο αγώνα στον Όλυμπο. Ωστόσο, δεν υπάρχει η διάθεση από τους συνεργάτες εδώ στο Λιτόχωρο για κάτι τέτοιο. Επίσης, επειδή τρέξαμε λίγο τον χρόνο παρέλειψα να πω ότι το 2008 μετακομίζω από τη Θεσσαλονίκη και έρχομαι, εγκαθίσταμαι, με την οικογένεια, ερχόμαστε οικογενειακά και ζούμε πλέον, έκτοτε, στο Λιτόχωρο, από το 2008 και μέχρι σήμερα, και γεροί να είμαστε, δεν βλέπω κάποια άλλη μετακίνηση πλέον. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που ζω εδώ και μια χαρά είναι, κοντά στο βουνό, κοντά στη θάλασσα, σε ένα πιο μικρό, ανθρώπινο περιβάλλον. Δεν μου ταίριαζε τόσο η μεγαλούπολη. Φτάσαμε, λοιπόν, στο 2011 με συζητήσεις και αναζητήσεις για μια διαδρομή ενός μεγάλου αγώνα αντίστοιχα και στον Όλυμπο, ωστόσο οι συνεργάτες εδώ από τον «Olympus Marathon», δείχνουν άτολμοι, δεν θέλουν να κάνουν αυτή την κίνηση, προφανώς σε ένα βαθμό έχουν κουραστεί κιόλας από τα 6 - 7 χρόνια διοργάνωσης του «Olympus Marathon», οπότε δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη και για κάτι ακόμα, επιπλέον. Κάπου εκεί όλη αυτή η τριβή μεταξύ μας, η ρουτίνα της διοργάνωσης, κάποια… σταδιακά κάποια οικονομικά ζητήματα και αδιέξοδα που αρχίζουν να διαφαίνονται στον ορίζοντα, δυστυχώς φέρνουν την ρήξη σε αυτό το σχήμα, του «Olympus Marathon», όπου αντιλαμβάνομαι ότι πλέον δεν έχω θέση, γιατί η τάση μέσα στο σύνολο είναι σε… και ο προσανατολισμός σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, από εκείνη που έχω εγώ την αθλητικοκεντρική. Και θεωρώ πλέον ότι ολοκλήρωσα, έκανα τον κύκλο μου μέσα σε αυτό το γεγονός που λεγόταν, που λέγεται «Olympus Marathon». Και εφόσον και η διάθεση των υπολοίπων εκεί συνεργατών, που έκανα αυτά τα χρόνια, δεν είναι θετική προς το πρόσωπό μου, αποφασίζω και αποχωρώ. Έτσι το 2011 φεύγω από τη διοργάνωση του «Olympus Marathon», ενώ ταυτόχρονα βρίσκομαι μέσα στη διοργάνωση του «Rodopi Ultra Trail», του «ROUT», το οποίο τρέχει παράλληλα, ένα μεγάλο γεγονός, πολύ μεγάλο, του[01:30:00]λάχιστον σε επίπεδο προετοιμασίας. Όμως ταυτόχρονα, ενώ έχει βρεθεί και η ιδέα και η διαδρομή χοντρικά για έναν αγώνα επίσης Ultra 100 χιλιομέτρων τώρα πλέον, στον Όλυμπο. Οπότε αποχωρώντας από την διοργάνωση του «Olympus Marathon», αποφασίζω ότι εγώ έχω τη διάθεση και τη δύναμη να βρω με κάποιους , έστω ελάχιστους συνεργάτες, καινούριους – κυρίως - να υλοποιήσω αυτόν τον αγώνα, και να αποκτήσει και ο Όλυμπος τον δικό του υπερμαραθώνιο, ή αλλιώς Ultra Trail. Και έτσι, φτάνουμε στο 2012 όπου γίνεται για πρώτη φορά ο «Olympus Mythical Trail». Με συμμετοχή και από αθλητές του εξωτερικού, τα χρόνια πια έχουν περάσει, είμαστε στο 2012, καμία σύγκριση με το 2004, όπου εμφανίστηκε ο «Olympus Marathon», η πληροφόρηση πλέον είναι πολύ πιο άμεση και καταιγιστική, τα σύνορα έχουν πέσει – επικοινωνιακά τουλάχιστον – οπότε ο καθένας, από το δικό του σπίτι, από τη δική του χώρα, μπορεί πολύ εύκολα να πληροφορηθεί το τι γίνεται και στις υπόλοιπες, και γενικά στη διεθνή σκηνή. Έτσι ξεκινάει την καριέρα του ο «Olympus Mythical Trail». Ένα μεγάλο, θεωρώ, γεγονός, απαιτητικό και οργανωτικά, όχι μόνο αγωνιστικά, για τους αθλητές που αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε αυτόν. Φτάνουμε στο 2013, γίνεται για δεύτερη χρονιά. Πλέον, όλα έχουν αρχίσει να εκρήγνυνται τριγύρω, αγώνες ultra γίνονται, αγώνες μικρότεροι, αγώνες στο εξωτερικό ακόμα μεγαλύτεροι, έχουμε έναν αγώνα των 350 χιλιομέτρων, non-stop στην βόρεια Ιταλία, το Tor de Géants , τον γύρο των γιγάντων. Δείχνει… Τον αναφέρω αυτόν συγκεκριμένα, γιατί δείχνει πλέον την τάση, να πηγαίνουμε σε όλο και μεγαλύτερα μεγέθη και γενικά αυτός ο χώρος του ορεινού τρεξίματος να συγκλίνει σταδιακά σε ένα βαθμό προς την… με την περιπέτεια, αυτό που λέμε περιπέτεια. Γιατί η περιπέτεια δεν είναι μία αόριστη λέξη, ίσως, είναι κάτι πιο συγκεκριμένο, εμπεριέχει στοιχεία μεγάλης διάρκειας, άγνωστης κατάληξης, κινδύνων που υπάρχουνε, από το ξεκίνημα προς το τελείωμα, σε αυτή την πορεία δηλαδή τη χρονική. Έχει πάρα πολλά στοιχεία, αυτή η έννοια της περιπέτειας που τελικά έχουν ενσωματωθεί σε τόσο μεγάλα γεγονότα, όπως το Tor. Το οποίο, πραγματικά, όταν δημιουργήθηκε το 2011, αν θυμάμαι καλά, δημιούργησε αίσθηση. Και έκτοτε όχι μόνο υπήρχε… υπάρχει τώρα πια ο προβληματισμός, αλλά μέσα σε 1-2 χρόνια έγινε sold out ο αγώνας πλέον από τότε. Χρειάζεται να μπεις και σε κλήρωση, για να δεις αν θα καταφέρεις να είσαι σε έναν αγώνα που διαρκεί 6 μέρες και μπορεί να σε διαλύσει εντελώς, μέχρι να φτάσεις στο τέλος. Οπότε ζούσαμε πλέον, παρά το γεγονός ότι είμαστε στην εποχή της κρίσης, στην εποχή των μνημονίων, οι αγώνες ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα ανθούν. Έχουμε πλέον, αρχές δεκαετίας του ’10 σταδιακά πάνω από 100 αγώνες ετήσια στην Ελλάδα, ένα τρομερό νούμερο, το οποίο στα μέσα αυτής της δεκαετίας έφτασε να αγγίξει και τους 300 αγώνες σε ετήσια βάση, έχουμε αγώνες της κατηγορίας «fun» ή της κατηγορίας της εισαγωγικής – να το πω έτσι – μικρούς όπου είναι ο προθάλαμος, για να γνωρίσουν κάποιοι, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, να γνωρίσουν το άθλημα και σιγά σιγά να το αγαπήσουν και να το ασκήσουν πιο συστηματικά. Έχουμε τους μεσαίους και τους πολύ μεγάλους αγώνες. Έχουμε αγώνες στην ηπειρωτική και στη νησιωτική χώρα. Γενικά, υπάρχει μία τρομερή άνθιση του αθλήματος με χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, πάνω από 25 με 30 χιλιάδες ανθρώπους σε ετήσια βάση. 25 με 30 χιλιάδες συμμετοχές – συγνώμη – σε αγώνες σε όλη την Ελλάδα, στους εγχώριους, το οποίο είναι ένα τρομερό νούμερο αν αναλογιστούμε ότι το 2004 για παράδειγμα ήταν 2 αγώνες, ο «Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου» και ο «Olympus Marathon» που αθροιστικά μάζευαν περίπου 200 αθλητές. Ναι, μέσα σε 10 χρόνια οι 200 έγιναν 20.000. Και προχωρώντας στην δεκαετία του 2010 σταδιακά γίνονται όλο και περισσότεροι αγώνες και από τη δική μου πλευρά. Έχω σχηματίσει μια σφιχτή ομάδα, μικρή. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ μικρές οι ομάδες που συνθέτουν τις διοργανώσεις των αγώνων. Έτσι, καταφέραμε να φτιάξουμε και έναν μικρότερο αγώνα και στα επόμενα χρόνια έναν ακόμα μικρότερο, γενικά φτιάξαμε μια γκάμα από όλα τα είδη αγώνων βουνού εδώ στον Όλυμπο και νομίζω ότι έχουμε ένα μικρό αλλά πιστό κοινό που μας ακολουθεί και έτσι πορευόμαστε.
Νομίζω ότι μέσα στην ταχύτητα να φτάσω στους αγώνες μετά το 2004, παρέλειψα να πω ότι σε εκείνη την περίοδο των εξορμήσεων περιπέτειας βρέθηκα και στα Ιμαλάια, όπου το 1996 μια φορά και άλλη μία φορά το 2000 πραγματοποιήσαμε κάποιες ενδιαφέρουσες πολυήμερες πορείες εκεί στα μονοπάτια των Ιμαλαίων, και αφήσαμε φυσικά κάποια χρωστούμενα που ελπίζω κάποια στιγμή στα πολύ κοντινά χρόνια, γιατί και ο χρόνος αρχίζει να βαραίνει στις πλάτες και στα πόδια μου, να ξεπληρώσω. Ναι, η εμπειρία εκεί ήταν τεράστια φυσικά. Μιλάμε για τα Ιμαλάια. Έστω και αν κάποιος βρεθεί εκεί, για να πεζοπορήσει και όχι για να αναρριχηθεί σε κάποια κορυφή, ακόμη και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη εμπειρία. Μιλάμε για έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο πολιτισμό, μια άλλη νοοτροπία, φυσικά, καμία σχέση με τον Ευρωπαϊκό ή τον Δυτικό κόσμο. Έχω να πω μόνο τα καλύτερα. Δυστυχώς, βέβαια, ο χρόνος έφερε και εκεί την τεχνολογική εξέλιξη, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο κομμάτι από το δίκτυο των μονοπατιών αυτής της χώρας, του Νεπάλ, να έχει καταστραφεί από δρόμους. Δυστυχώς η Μέκκα των πεζοπόρων δεν είναι πια τόσο Μέκκα, κάτι έγινε αυτά τα χρόνια, αλλά παραμένει ο υπ’ αριθμόν 1 προορισμός για τους πεζοπόρους του κόσμου. Στα χρόνια εκείνα, πριν να φτάσουμε, όσο ζούσαμε ακόμα στο μεσαίωνα του ορεινού τρεξίματος, δηλαδή από το 1985 μέχρι το 2004, πέρασα και από άλλα χωράφια. Πέρασα από τα χωράφια του adventure racing, των multisports της φύσης, αυτά, δηλαδή, που συνδύαζαν τρέξιμο, ποδηλασία βουνού, τρέξιμο βουνού, kayak, σκοινιά, αναρρίχηση – καταρρίχηση, τα οποία σπορ άνθισαν για μια πενταετία περίπου στην Ελλάδα, στην περίοδο 1998 -2003. Και, δυστυχώς, μετά έσβησαν, γιατί ήταν αρκετά απαιτητικά, από τους αθλητές, κάποιος έπρεπε να τα κάνει όλα, να μπορεί να κολυμπήσει, να μπορεί να κάνει kayak σε ποτάμι, να μπορεί να κάνει ποδήλατο βουνού, να ξέρει τη χρήση σχοινιών και λοιπά και λοιπά. Όταν… Με την έλευση του «Olympus Marathon», αυτή η εικόνα αντιστράφηκε, ο κόσμος από τους αγώνες περιπέτειας, το «Adventure Racing», έφυγε σταδιακά και γύρισε, ήρθε μάλλον, στο ορεινό τρέξιμο, γιατί ήταν πιο εύκολο, για αυτό και το ορεινό τρέξιμο γνώρισε την άνθιση που γνώρισε. Το να βγει κάποιος να περπατήσει, να περπατο-τρέξει, ο,τιδήποτε σχετικό, με ένα ζευγάρι παπούτσια σε ένα μονοπάτι στα βουνά, είναι πολύ πιο εύκολο, απείρως ευκολότερο και απείρως φθηνότερο από το να ασχοληθεί [01:40:00]με όλα αυτά που ανέφερα προηγουμένως, κοστοβόρα και απαιτητικά. Ναι, μπορεί να τα θυμάμαι ένα ένα και να γυρίζω πίσω λίγο στο χρόνο, αλλά κάπως έτσι είναι η σειρά των γεγονότων. Οπότε τώρα, έχουμε φτάσει στο 2021, οι πειραματισμοί και οι προβληματισμοί έχουν… φυσικά είναι πολύ πιο προωθημένοι από ό,τι 10 χρόνια νωρίτερα. Έχουμε κατακτήσει μεγάλες αποστάσεις, έχουμε κατακτήσει μεγάλες προκλήσεις, οπότε ο εχθρός του μεγάλου – να το πω έτσι, χρησιμοποιώντας τη γνωστή ατάκα – είναι το μεγαλύτερο, ή ο εχθρός του δύσκολου είναι το δυσκολότερο και πάει λέγοντας. Άρα έχουμε φτάσει πια στο ελληνικό ορεινό τρέξιμο σήμερα να μιλάμε για όλο και μεγαλύτερα στοιχήματα. Υπάρχει αγώνας αυτή τη στιγμή ο οποίος ζητά από μια χούφτα αθλητές, μια δράκα αθλητές, να περάσουν 3 βουνά στη Στερεά Ελλάδα, κάτω στη Ρούμελη, από τις κορυφές τους, χρησιμοποιώντας ή κουβαλώντας εξοπλισμό, μέσα στο πουθενά. Δηλαδή τα στοιχήματα γίνονται όλο και μεγαλύτερα, όσο περνά ο καιρός και αυτό το βρίσκω να είναι ιδιαίτερα υγιές. Ένα από τα τελευταία γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία μου σε αυτό το χώρο, είναι σίγουρα η δημιουργία της HARTAένωσης για το ελληνικό ορεινό , της ελληνικής, της τρέξιμο και την περιπέτεια, η οποία συστάθηκε πριν από ένα χρόνο και έχει σαν στόχο την ενοποίηση σε ένα μεγάλο βαθμό – όχι όμως την ομογενοποίηση – του αθλήματος στην Ελλάδα.
Θέλουμε να συσπειρώσουμε όλους τους… αυτούς τους ανεξάρτητους διοργανωτές και ανεξάρτητους αθλητές, συνειδητοποιημένους πολίτες, και οι μεν και οι δε, στην περίπτωσή μας. Δεν μιλάμε για έφηβους οι οποίοι ασχολούνται πρόσκαιρα με τον αθλητισμό, μιλάμε για ενήλικες ανθρώπους, με επαγγελματική καριέρα οι περισσότεροι, οι οποίο αναζητούν μέσα από τους αγώνες στα βουνά μια ευχάριστη διέξοδο στην καθημερινότητά τους. Και προσπαθούμε αυτό όλο το κοινό, αυτή την κοινότητα να την συσπειρώσουμε μέσα από τη HARTA. Για αυτό το λόγο και ξεκινάμε φέτος, δηλαδή την ερχόμενη χρονιά το 2022, σε λίγες εβδομάδες από τώρα, το πρώτο μας πρωτάθλημα αγώνων ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα. Είναι μια πολύ μεγάλη προσπάθεια και αυτή, μια μεγάλη πρωτοβουλία που από ό,τι φαίνεται, μιας και είμαι ο αρχαιότερος αυτή τη στιγμή στο άθλημα στην Ελλάδα, έμελλε και αυτή να βρεθεί σαν ευθύνη στα δικά μου χέρια, για να προωθηθεί. Πραγματικά είναι, ίσως, το πιο δύσκολο σχέδιο που έχω αναλάβει μέχρι τώρα στο ορεινό τρέξιμο, σε αυτά τα 30 – πόσα αλήθεια; – 40 χρόνια, σχεδόν. Πραγματικά, είναι το πιο δύσκολο έργο που αναλαμβάνω. Ελπίζω μέχρι να ‘ρθει η ώρα όπου θα το αφήσω – να το αφήσω εννοώ στους νεότερους, όχι να το εγκαταλείψω – σε κάποιους οι οποίοι θα είναι οι διάδοχοι, να έχω καταφέρει να κάνω το καθήκον μου με τον καλύτερο τρόπο, να το έχω εκπληρώσει. Και αυτό φυσικά θα γίνει με την ευόδωση του στόχου ενός πρωταθλήματος και τη δημιουργία ενός κλίματος ενότητας ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους του ορεινού τρεξίματος στην Ελλάδα.
Λοιπόν, είναι – εντάξει – φοβερά όλα αυτά που ακούμε, πολύ ενδιαφέροντα, απλά ήταν τόσα πολλά και έχω μπόλικες ερωτήσεις.
Πολύ ευχαρίστως.
Ωραία, πέρασες, έτσι, λίγο στα γρήγορα αυτή την ορειβατική συνέχεια, όταν ας πούμε μπήκαμε στους αγώνες έμεινε πίσω εκείνο το κομμάτι των προσωπικών σου εξερευνήσεων, τις οποίες μας τις πέρασες τώρα στα τελευταία, λίγο στα γρήγορα, μας είπες κάτι λίγα για Ιμαλάια, κάτι λίγα για τις περιπέτειες με πολλά αθλήματα. Θες, έτσι, να μας πεις ποια βουνά πέρασαν από τα πόδια σου μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια;
Ναι. Κοίταξε, θα μπορούσαν να είναι πολλά περισσότερα, αλλά πάντα για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, βρέθηκαν στο τέλος να είναι πολύ λιγότερα σε σημείο πια που, ενώ ζω στον Όλυμπο, στα πόδια του Ολύμπου, θα μπορούσα να ξέρω πολλά περισσότερα για αυτόν, αλλά χάριν ή εξαιτίας των αγώνων είμαι υποχρεωμένος να έχω περιορίσει το εύρος των αναζητήσεών μου στον Όλυμπο, προκειμένου να μπορώ να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις που έχει ένας διοργανωτής. Τώρα, μιλώντας γενικότερα, προσπαθούσα πάντα να επισκέπτομαι βουνά, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, τα οποία να αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης οροσειράς, άρα εκ των πραγμάτων κινήθηκα στην Πίνδο και στην Ροδόπη. Το ένα φέρνει το άλλο. Να, ξεχάσαμε να πούμε – αναφέρω τώρα για Πίνδο – δεν ανέφερα το γεγονός, ότι το 2018 παρέα με την καλή φίλη την Ασημίνα την Ιγγλέζου, κάναμε τη διάσχιση της οροσειράς της Πίνδου από τον Βορά στο Νότο, ένα σχέδιο 15 ημερών, καταφέραμε να υλοποιήσουμε, χωρίς να έχουμε το απαραίτητο δίκτυο μονοπατιών, με έναν πρόχειρο σχεδιασμό, αυτή τη φορά, βεβαία, πολύ καλύτερο από ότι στο παρελθόν. Γιατί υπάρχουν ψηφιακά υπόβαθρα χαρτών, περισσότερη πληροφορία, την οποία μπορεί κάποιος να αξιοποιήσει. Όμως, έχουμε ένα αλλά εδώ. Το αλλά είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια και τα δίκτυα των μονοπατιών εξαφανίζονται μέσα στον χώρο, εξαιτίας των φυσικών αιτιών, δηλαδή, βλάστηση, φθορές, εγκατάλειψη και όλα αυτά, μπορεί να έχεις καλύτερη πληροφόρηση, έχεις όμως λιγότερα μονοπάτια. Αυτό είναι το πρόβλημα, ωστόσο είχαμε καταφέρει τότε να κάνουμε κάτι που άφησε και αυτό το αποτύπωμά του, ήτανε πρώτη φορά που γινόταν κάτι τέτοιο. Στο παρελθόν καταγεγραμμένες αντίστοιχες προσπάθειες, στην ουσία, μάλλον δεν υπήρχαν. Εδώ να εξάρω και την προσπάθεια ενός ανθρώπου που έταξε σχεδόν την ζωή του στο να αναστήσει το δίκτυο των μονοπατιών, του Αποστόλη του Τσιμπανάκου. Να είναι καλά ο άνθρωπος, έχει κάνει μια τεράστια προσπάθεια και ανέλαβε μια τεράστια πρωτοβουλία. Νομίζω ότι ανεβαίνει έναν πολύ μεγάλο Γολγοθά, από πρόπερσι που το ξεκίνησε, το «Pindus Trail», να μπορέσει να ανακαλύψει χαμένα μονοπάτια, κατεστραμμένα, σβησμένα ουσιαστικά από τον χάρτη και να τα ενώσει μεταξύ τους, να φτιάξει πραγματικά μία γραμμή μονοπατιών, η οποία θα κινείται από τις Πρέσπες μέχρι τους Δελφούς και θα είναι μία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Δεν ξέρω αν και πόσο είναι βιώσιμο κάτι τέτοιο ή είναι μια μάχη με ανεμόμυλους. Πραγματικά είναι ένα εμπνευσμένο έργο και μια προσπάθεια που αξίζει της στήριξης όλων, είτε ιδιωτικής είτε κρατικής, έτσι, στήριξης. Βέβαια, εδώ έχουμε και το ζήτημα με τα περίφημα αιολικά πάρκα τα οποία θα ανοίξουν δρόμους αναγκαστικά μέσα στον κορμό της Πίνδου. Είναι μοιραίο αυτό από την στιγμή που αλλάζει ενεργειακή πολιτική η χώρα, όπως και όλος ο πλανήτης, και πρέπει να στραφούμε σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ηλεκτρικής, θα πρέπει να φτάσουμε ξανά στο σημείο να λαβώσουμε τα βουνά μας με δρόμους. Δεν ξέρω πόσο το ένα θα επηρεάσει το άλλο, αυτή την προσπάθεια να δημιουργηθεί μία γραμμή μονοπατιών κατά μήκος της μεγάλης ελληνικής οροσειράς. Αλλά με το σκεπτικό ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες του πλανήτη υπάρχει ένα αντίστοιχο ή πολλά αντίστοιχα δίκτυα, θα ήταν σκόπιμο και φρόνιμο, να δημιουργήσουμε και εμείς το δικό μας, το[01:50:00] αντίστοιχο. Η Πίνδος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την ελληνική ορεινή αναψυχή και ένα τέτοιο έργο θα ήτανε στολίδι, θα ήταν το διαμάντι στο διάδημα του Ελληνικού Εναλλακτικού Τουρισμού. Συνεπώς η απάντηση, για να κάνω και έναν μικρό επίλογο εδώ, ήταν αυτή που έδωσα στην αρχή στο ερώτημά σου, ναι στράφηκα κυρίως σε βουνά που αποτελούν κομμάτια ενός μεγαλύτερου συνόλου, άρα μοιραία θα έφτανα στην Πίνδο κατά κύριο λόγο, εκεί να έχω τις περισσότερες αναζητήσεις μου. Και νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ορεινής Ελλάδας η Πίνδος.
Ήταν μια ερώτηση που ίσως την κρατούσα για το τέλος, αλλά ίσως και να μην είναι κακό να την θέσουμε τώρα. Θα μπορούσες να μου μιλήσεις έτσι με λίγους χαρακτηρισμούς, με λίγα λόγια – από 2 λέξεις ως μια παράγραφο, ό,τι έχεις ευχαρίστηση – για τα βουνά που έχεις βρεθεί;
Ναι. Τι ξεχωρίζω τέλος πάντων από τα βουνά που έχω βρεθεί. Ναι. Ας τα πάρω με μια σειρά έτσι όπως μου έρχονται, κυρίως γεωγραφικά.
Χρονολογική αν θες ή γεωγραφική, ό,τι βολεύει.
Ναι γεωγραφική μάλλον. Η Ροδόπη μου έχει αφήσει, έτσι, συναισθήματα βαθιά, με την έννοια ότι νιώθεις κάπως σαν χαμένος σε αυτά τα μέρη, δεν υπάρχει κάτι που να ξεχωρίζει, εξάρσεις, είναι ατελείωτα δάση, το ένα πίσω από το άλλο, μικρές χαμηλές πλαγιές που δεν μπορείς να δεις πιο πέρα πολύ. Άρα έχεις αυτή την αίσθηση της απώλειας στον χώρο, αυτό μου έχει μείνει από τη Ροδόπη, ένα πολύ βαθύ αλλά και συναίσθημα που σε γεμίζει με μια ικανοποίηση, ότι ναι, άξιζε να ΄ρθω να χαθώ σε αυτά τα μέρη. Στην Πίνδο έχεις την αίσθηση του μεγαλείου, γιατί βρίσκεσαι κάθε τόσο, πάνω σε κάποιες κορυφές. Και το γεγονός ότι μπορείς να αγναντέψεις μακρινούς ορίζοντες και κάποιες άλλες κορυφές στο βάθος που μοιάζουν να μην έχουν τέλος σου δίνει μια αίσθηση ότι κάπου βρίσκεσαι ψηλά, ότι βρίσκεσαι πάνω από τα γεγονότα, ότι βρίσκεσαι πάνω από τον κόσμο. Αυτή είναι η αίσθηση που έχουν όλοι οι ορειβάτες, αν θες, που βρίσκονται στις μεγάλες οροσειρές του πλανήτη. Όταν θα βρεθείς ψηλά σε μια κορυφή και στο βάθος υπάρχει ένας αχανής ορίζοντας με κορυφές, αυτό είναι μια αίσθηση μοναδικότητας. Επίσης, θα χαρακτήριζα και κάποιο ακόμα πεδίο, από αυτά που βρέθηκα και με εντυπωσίαζε, και επεδίωκα να ακολουθώ και να βρίσκομαι σε τέτοια. Είναι οι κοίτες των ποταμιών. Ναι, εκεί έχεις την… αυτή η αίσθηση του ζωντανού που έχει το ποτάμι συνέχεια δίπλα σου, αυτός ο θόρυβος, η βουή που ζεις, όσες μέρες μπορείς να κινείσαι κατά μήκος μιας κοίτης ποταμού, είναι ένα… μια μοναδική αίσθηση που δεν μπορείς να την ζήσεις αλλού. Και όταν τελικά φύγεις, μετά από 3, 5, πόσες μέρες μπορείς να είσαι δίπλα από ένα ποτάμι. Να ξημερώνει να βραδιάζει, να κοιμάσαι δίπλα με αυτό το, τη βουή και μέσα σε αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, γιατί είσαι στο χαμηλότερο σημείο από το τοπίο τριγύρω. Είσαι μέσα στην κοίτη και μάλιστα με το ποτάμι δίπλα που σου δίνει κάποτε την εντύπωση ότι μπορεί να σε απειλεί, ειδικά όταν νυχτώνει. Αυτό το βουητό που είναι ακριβώς δίπλα σου, το νιώθεις και ως μια απειλή στο τέλος. Αυτό, λοιπόν, το κλειστοφοβικό των ποταμιών και το στοιχείο του νερού που κινείται συνεχώς… και βουίζει είναι, το ξεχωρίζω και αυτό, είναι κάτι που μου έχει αφήσει πολύ δυνατά συναισθήματα, ίσως τα πιο δυνατά. Αυτά μπορώ να χαρακτηρίσω από τα βουνά και από τα περιβάλλοντα που πέρασα.
Να επιχειρήσω να σε ρωτήσω για δύο ακόμα;
Ναι.
Για την Τύμφη και για τον Όλυμπο θα ‘θελα να μου πεις, αν έχεις κάτι.
Η Τύμφη… επειδή εκεί βρέθηκε ένα μεγάλο κομμάτι να εξελιχθεί από την νιότη μου, εκείνα τα χρόνια με την καλύβα, τι να πω; Τα συναισθήματα είναι πολύ πιο έντονα, από ότι και από τον Όλυμπο ακόμη, γιατί εντάξει, στον Όλυμπο είμαι δίπλα, ουσιαστικά είναι το σπίτι μου ο Όλυμπος. Μπορώ να τον έχω κάθε στιγμή που θα αποφασίσω. Η Τύμφη ήτανε κάτι, ξέρεις, πιο μακρινό , που έπρεπε να περάσει καιρός, για να ξαναβρεθείς εκεί. Μια απόσταση να διανύσεις, αλλά πραγματικά είναι συγκλονιστική η αίσθηση του να βρίσκεσαι σε αυτά τα βουνά, ειδικά στις βόρειες πλευρές, όπου υπάρχει η μεγάλη χαράδρα του Αώου κάτω χαμηλά, τα δάση στο ενδιάμεσο και οι βράχυνες οι κορυφές που σηκώνονται πάνω από το κεφάλι σου. Αυτό είναι μια μοναδική αίσθηση. Μετά από χρόνια είχα πάλι φέτος την τύχη, βρέθηκα σε αγώνα το καλοκαίρι και πέρασα, διάβηκα αυτές τις περιοχές και πραγματικά δικαιώνουνε την φήμη τους και το βουνό το ίδιο για αυτά τα συναισθήματα που σου χαρίζει. Είναι πολύ εντυπωσιακό και μοναδικό, θεωρώ ότι ίσως η Τύμφη είναι το πιο σπουδαίο ορεινό συγκρότημα στην Ελλάδα, ακόμη και από τον Όλυμπο. Ο Όλυμπος τώρα είναι ο Όλυμπος, ό,τι και να πει κανείς για αυτόν… Έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που τον οδηγούν στην κορυφή, όχι μόνο το υψόμετρο που τον κάνει να είναι το πιο ψηλό ελληνικό βουνό. Όχι μόνο το ανάγλυφο όπου έχει από τους τεράστιους γκρεμούς, το χάος πίσω των Καζανιών με τις τρομερές… τους τρομερούς βράχους και τους γκρεμούς, μέχρι τα βαθιά του, τις βαθιές ρεματιές, τις απόκρημνες πλαγιές… Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ένα ανθρώπινο βουνό, δηλαδή, δεν θα νιώσεις σχεδόν ποτέ μόνος, στον Όλυμπο, θα πρέπει να βρεθείς σε πολύ απομονωμένα μέρη για να έχεις την αίσθηση της απομόνωσης και της μοναξιάς. Ειδικά το καλοκαίρι παντού υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θα συναντήσεις. Αυτό είναι και αρνητικό, αλλά είναι και θετικό. Δίνει μια εικόνα του πώς είναι τα βουνά στην κεντρική Ευρώπη, στην Αμερική, που δέχονται πολλούς επισκέπτες. Ναι, ο Όλυμπος είναι μια μικρογραφία ενός καθαρά αλπικού βουνού, απλά δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά, των Άλπεων. Είναι μία μικρογραφία, αλλά είναι πολύ μοναδικός σαν βουνό, γιατί βρίσκεται δίπλα στην θάλασσα, και γιατί εκφράζει ως ορεινός όγκος μια σειρά από συμβολισμούς που έρχονται από την αρχαιότητα ακόμη, μέχρι σήμερα. Και έχει μεγάλη ορειβατική ιστορία που τον κάνει ακόμα πιο ξεχωριστό. Και, φυσικά, είναι το σπίτι μου, είναι ο τόπος που ζω και ό,τι και να πω πραγματικά το αξίζει γιατί έχει, τα έχει όλα αυτά τα χαρίσματα και νομίζω ο καθένας μπορεί να το αντιληφθεί.
Θες να μας πεις και λίγα λόγια για τα Ιμαλάια, μιας και βρέθηκες και εκεί;
Ναι, αν και ανέφερα προηγουμένως ότι είναι ένας ξεχωριστός κόσμος εκεί πέρα. Εκεί, τι να πρωτοπεί κανείς; Εκεί έχουμε πολλά στοιχεία που κάνουν αυτή την περιοχή του πλανήτη να ξεχωρίζει, αυτή τη γωνιά, έχουμε την κατοικία του χιονιού, τα himal, himal είναι, το σπίτι του χιονιού, στα σανσκριτικά. Μπορούμε να βλέπουμε ένα βουνό από πάνω μέχρι κάτω, να τρέχει το βλέμμα μας, και να ξέρουμε ότι ψηλά είναι μία κορυφή των 7 ή και 8 ακόμα χιλιάδων μέτρων και όσο κατηφορίζουμε, τα χιόνια τελειώνουν. Αρχίζουμε από τα αλπικά λιβάδια να μπα[02:00:00]ίνουμε στα δάση και όσο κατηφορίζουμε μέσα από πυκνά δάση, ρεματιές. Να βλέπουμε ποτάμια να ξεχύνονται, καταρράκτες και σταδιακά μονοπάτια. Και καθώς αυτά τα… Καθώς αυτές οι πλαγιές κάνουν να σβήσουν ακόμα πιο χαμηλά να βλέπουμε κατοικημένες περιοχές, χωριουδάκια μικρά σκαρφαλωμένα στις πλαγιές, ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, σε αυτά τα χωριά, να ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια χώρα του 3ου κόσμου, όπου αυτές οι μικρές κοινότητες λειτουργούν με μια αυτάρκεια, κάτι που κάνει πολύ ξεχωριστό το… όλη αυτή την περιοχή. Δηλαδή, δεν είναι μόνο οι πολύ ψηλές κορυφές που είναι μοναδικές στον πλανήτη, είναι και η ζωή των ανθρώπων εκεί, ότι είναι ζωντανοί τόποι, δεν είναι τόποι που είναι τουριστικοί. Δηλαδή, βουνά που θα πάνε μόνο ορειβάτες, πεζοπόροι ή άλλοι τουρίστες, για να ζήσουν μια εμπειρία. Είναι ο τόπος, είναι το σπίτι για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ζουν απομονωμένοι εκεί, έχουν μια δική τους κουλτούρα, έναν δικό τους πολιτισμό, μια καταγεγραμμένη μικρή ιστορία, με μοναδικές πινελιές. Άλλοι κυνηγοί άγριου μελιού, καραβάνια που κουβαλάνε το αλάτι από το Θιβέτ στην Ινδία, πράγματα που, αν τα δει κανένας στον 21ο αιώνα θα τρίβει τα μάτια του, δηλαδή, λες δεν μπορεί να υπάρχουν και όμως υπάρχουν, και όμως υπάρχουν. Όσο για τα τοπία, όσο για το ανάγλυφο τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα τεράστια φαράγγια, την έκταση της οροσειράς, το μέγεθος, το οποίο φυσικά δεν είναι μόνο το Νεπάλ, συνεχίζεται στην Ινδία, συνεχίζεται στο Πακιστάν, συνεχίζεται και σβήνει από την άλλη μεριά στο Μπουτάν και στο Ασάμ της Ινδίας, ένα χαοτικό σύμπλεγμα το οποίο μόνο δέος νιώθεις μπροστά, ένα μυρμήγκι. Αν σταθείς και μόνο να κάνεις ένα zoom out σε έναν χάρτη ψηφιακό, σε ένα τρισδιάστατο ή δισδιάστατο ψηφιακό χάρτη να βγαίνεις συνέχεια, να τραβάς το βλέμμα σου σαν να είσαι σε ένα αεροπλάνο στην αρχή και σε ένα διαστημόπλοιο στην συνέχεια, ενώ στην αρχή είσαι μέσα στο έδαφος, νιώθεις πραγματικά εντελώς ασήμαντος. Είναι κολοσσιαίο το μέγεθος, είναι κολοσσιαία και η ιστορία που έχει γραφτεί σε αυτά τα βουνά. Εγώ τουλάχιστον, περνώντας από εκεί είχα την ευκαιρία να αναλογιστώ τα πάντα. Να σκεφτώ τους ανθρώπους και τις δύσκολες συνθήκες που ζουν, να δω τον ίδιο μου τον εαυτό εκεί μέσα, κομμάτι αυτού του τοπίου και τη περιοχής, το πόσο δύσκολο είναι τελικά να τη διαβείς με οποιοδήποτε τρόπο. Να αναλογιστώ το ποιοι ήταν αυτοί που πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια και έγραψαν ιστορία στις κορυφές των Ιμαλαίων, να ζήσω και να γίνω και εγώ ένα με όλο αυτό το περιβάλλον. Και, ειλικρινά, όταν ήρθε η ώρα στο δεύτερό μου ταξίδι, εκεί, όταν ήρθε η ώρα μετά από 2 μήνες να επιστρέψω πίσω στην Ελλάδα, ειλικρινά ένιωθα ότι δεν θα ‘θελα και τόσο να φύγω. Κάτι σαν να με κρατούσε εκεί. Και τότε κατάλαβα και πολλούς δυτικούς που έχουνε εγκαταλείψει τις χώρες τους και ζούνε πλέον στο Νεπάλ. Πραγματικά αξίζει τον κόπο, όσο και αν οι συνθήκες είναι αυτό που αποκαλούμε τριτοκοσμικές. Είναι κάτι που έχει ασκήσει βαθιά επιρροή μέσα μου και ανυπομονώ, κάνω όνειρα προς το παρόν να ξαναβρεθώ για μια ακόμα, ίσως τελευταία φορά εκεί. Σε ένα πιο, μάλλον στο πιο μεγαλεπήβολο μέχρι σήμερα σχέδιο που έχω υλοποιήσει εκεί πέρα. Ναι, εκεί με την ευκαιρία, επειδή μιλώ για μεγαλεπήβολο σχέδιο, το 2000, τότε παρέα με το φίλο μου τον Δημήτρη το Βενετικίδη, είχαμε κάνει κάποιες εξορμήσεις. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε ότι θα διασχίσουμε ποδηλατικά, όλη την οροσειρά στο κομμάτι του Νεπάλ, ένα σχέδιο που ήταν ανέφικτο τελικά για αρκετούς λόγους. Βασικότερο το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος στη χώρα – εμείς δεν το γνωρίζαμε – και κάποια κομμάτια της χώρας ήταν αποκλεισμένα, γιατί γινόταν μάχες του τακτικού στρατού με τους αντάρτες. Σε κάποια άλλα που μπορέσαμε να πάμε και να ποδηλατήσουμε, είδαμε το αδύνατον του πράγματος, γιατί είχαμε πάρα πολλά κιλά στην πλάτη, δεν είχαμε καμία υποστήριξη, δεν είχαμε βαστάζους, εννοείται. Για εμάς κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, αφού κινούμαστε με αθλητικούς ρυθμούς και θέλουμε να ‘μαστε αυτόνομοι. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κινηθεί κάποιος με ποδήλατο, όταν μπορείς να ποδηλατήσεις περίπου το 1/10 του χρόνου ή των αποστάσεων που διανύεις και τα υπόλοιπα 9/10 απλά να κουβαλάς το ποδήλατο στην πλάτη. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το αντέξεις στο τέλος με τόσα πολλά κιλά. Ωστόσο μια δεύτερη εξόρμηση που κάναμε στην περιοχή ήτανε μια προσπάθεια ταχύτητας στην οροσειρά του Annapurna. Καταγράψαμε κάποια ρεκόρ για εκείνη την εποχή, για το 2000. Ήτανε στα σπάργανα τότε τα ρεκόρ διαδρομών και στην οροσειρά των Ιμαλαΐων, Ωστόσο ήμασταν από εκείνους τους τυχερούς, που επειδή είχαμε το σπέρμα της ταχύτητας μες στη σκέψη μας και το αθλητικό, έτσι, κομμάτι, κάναμε μία προσπάθεια η οποία στέφθηκε με επιτυχία, πήραμε και τη σχετική βεβαίωση, θυμάμαι, από το Υπουργείο Τουρισμού. Ναι, καθώς και για το γεγονός ότι ήμασταν οι πρώτοι που έφτασαν με ποδήλατα στη βάση του Έβερεστ μετά από 200 χιλιόμετρα πορεία. Και για αυτό πήραμε πιστοποιητικό, ήτανε μια πρωτιά ακόμη δική μας. Εντάξει, το επόμενο σχέδιο, όταν με το καλό έρθει εκείνη η ώρα – ελπίζω να έρθει είναι πάλι, έτσι, μια πεζοπορική διάσχιση ταχύτητας, πλέον στο «Great Himalaya Trail» – ένα δίκτυο μονοπατιών, μάλλον μία γραμμή, μία συρραφή μονοπατιών, η οποία ενώνει την ανατολική με τη δυτική άκρη αυτής της χώρας, γύρω στα 1500 χιλιόμετρα. Αυτό είναι το μακρινό, αλλά όχι και τόσο, όραμά μου, για την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε αυτή την πανέμορφη χώρα.
Ωραία. Λοιπόν, θα ‘θελα να σου ζητήσω – δεν ξέρω – κάποιες εμπειρίες, κάποια βιώματα να μοιραστείς μαζί μας, σχετικά με την διάσχιση, με το να συμμετέχεις σε κάποιον αγώνα, κατά προτίμησιν ultra trail.
Ναι, για μένα βέβαια η εμπειρία προκύπτει μόνο μέσα από την μεγάλη διάρκεια, οπότε σωστά το θέτεις για το «Ultra Trail». Ναι, η εμπειρία αυτή, μπορεί να αποκομιστεί μετά το τέλος μιας τέτοιας προσπάθειας. Όσο την βιώνεις είναι τόσο το…, ας πούμε, τόσο πολύ σε καταβάλει, από άποψη φυσικής δύναμης, ψυχολογικά, από κάθε διάσταση, όπως και αν το εξετάσουμε το ζήτημα, που δεν μπορείς να το βιώσεις τόσο πολύ, όσο το… βρίσκεσαι μέσα και το δημιουργείς, γιατί τελικά εσύ το δημιουργείς το γεγονός. Όλα τα ευεργετήματα και όλη η θετική αύρα που υπάρχει σε μια τέτοια διαδικασία, προκύπτει μετά το τέλος της, όταν όλα πια έχουν τελειώσει, τότε μπορείς να το απολαύσεις και να αναλογιστείς, τι ήταν αυτό που έζησες. Αν δεν υπάρξει ένα τέλος στην προσπάθεια, έστω και παροδικό, ας πούμε ότι είναι μια προσπάθεια που διαρκεί 10 μέρες, αλλά κάθε μέρα θα μπορείς να ‘χεις κάποιες ώρες ανάπαυλας, για να μπορέσεις να συνεχίσεις την επόμενη και ούτω καθεξής. Σε αυτές τις ώρες ανάπαυλας, όταν γενικά δεν υπάρχει σωματική και ψυχική ένταση μέσα σου, τότε μπορείς να – αυτό που λέμε – να γράψεις την ιστορία, να γράψεις το βιβλίο από αυτό που ζεις, ό[02:10:00]σο βρίσκεσαι στην διαδικασία. Όσο βρίσκεσαι στην διαδικασία, απλά γίνεται καταγραφή στον σκληρό δίσκο όλων των εμπειριών, αλλά η ανάκλησή τους, όλων αυτών των δεδομένων, γίνεται μόνο μετά. Και όσο το βιώνεις αυτό το πράγμα, περνάς από πάρα πολλά στάδια ανόδου και καθόδου, πτώσης και ανόδου μάλλον, ανάτασης του πνεύματος, γιατί τελικά είναι κυρίως μια πνευματική διαδικασία. Χρειάζεται… η δύναμη του μυαλού είναι αυτή που σε σπρώχνει μπροστά, για να μπορέσεις να συνεχίσεις και να φτάσεις στο τέλος. Το σώμα ακολουθεί απλά το πνεύμα. Οπότε, εκείνο που μπορώ να μοιραστώ είναι – και θα ‘θελα να μεταφέρω – είναι η ανάγκη να αντέξεις, να υποφέρεις, αυτό το… η περίφημη κουβέντα που είχε πει ο Voytek Kurtyka, ένας Πολωνός ορειβάτης, το «Art of Suffering», η τέχνη του να υπομένεις, του να αντέχεις, του να υποφέρεις. Εκεί βρίσκεται όλο το μυστικό. Άρα, δηλαδή, ο αθλητής που θα κάνει την υπερπροσπάθεια, αυτό το αποκαλούμενο «Ultra Trail» ουσιαστικά εκπαιδεύει την σκέψη του να μπορέσει να αντέξει όλο αυτό το φορτίο που θα δεχτεί το σώμα. Το σώμα από ό,τι φαίνεται είναι πιο… πιο εύκολα μπορεί να σηκώσει το φορτίο από ό,τι το πνεύμα. Αυτό θα ‘θελα να μοιραστώ, έτσι, σε σχέση με αυτό που με ρώτησες.
Ωραία. Εγώ γενικά νιώθω ικανοποιημένος από την συνέντευξη, από όσα ειπώθηκαν. Αν θες να προσθέσεις εσύ κάτι άλλο;
Ναι, ας κάνω έναν επίλογο για όσους τυχαίνει να ακούσουν αυτή την κουβέντα, ότι έχει μεγάλη σημασία να μπορέσεις να ενθαρρύνεις τον εαυτό σου να ψάξει, να αναζητήσει, σε οποιοδήποτε τομέα. Δεν σημαίνει ότι όλοι που θα ακούσουν αυτή την κουβέντα, ή αυτά που είχα να πω εν πάση περιπτώσει, αναζητούν στο… βρίσκονται και εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος με εμάς. Η αναζήτηση, όμως, είναι πολυεπίπεδη και εκπέμπει παντού, σε όλα τα μήκη κύματος σε 360 μοίρες. Άρα ο καθένας, όπου και αν αναζητά, πρέπει να απλώσει τη σκέψη του και την διάθεσή του, να αναζητήσει σε κάθε κατεύθυνση που εκείνος βρίσκεται, σε όλη την έκταση του χώρου που ο ίδιος καταλαμβάνει, να μην βάλει περιορισμούς. Είναι σίγουρο ότι έχει να ανακαλύψει πάρα πολλά. Και αυτό είναι το ζητούμενο, στην πορεία της ιστορίας του ανθρώπου, να ανακαλύπτουμε συνέχεια κάτι καινούριο. Το καινούριο δεν βρίσκεται μόνο χωρικά σε μια απόσταση από εμάς, βρίσκεται και σε μια άλλη εσωτερική διάσταση. Αν κάποιος αναζητά πνευματικά τον χώρο που η σκέψη του καταλαμβάνει και οι προβληματισμοί του και οι ανησυχίες που έχει. Οπότε αυτό είναι το μήνυμα, ψάξτε… αναζητήστε… υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να βρεθούν, από τον καθένα μας.
Ευχαριστούμε πολύ, Λάζαρε.
Και εγώ ευχαριστώ για το χρόνο που είχαμε, για να κουβεντιάσουμε. Να ‘στε καλά.