© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ένα όνειρο είναι αυτό, ένα όνειρο. Πέρασε και πάει!»: Μια αναδρομή ζωής σε περασμένα και δύσκολα χρόνια

Κωδικός Ιστορίας
20585
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελισάβετ Οικονόμου (Ε.Ο.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/11/2021
Ερευνητής/τρια
Χριστίνα Πέτρου (Χ.Π.)
Χ.Π.:

Καλημέρα, ονομάζ[00:00:00]ομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, σήμερα είναι Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021, είμαστε με την κυρία...

Ε.Ο.:

Ελισάβετ Οικονόμου.

Χ.Π.:

Με την κυρία Ελισάβετ Οικονόμου και βρισκόμαστε στο σπίτι της. Και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την αφήγησή της. Πείτε μας λίγα πράγματα για τη ζωή σας.

Ε.Ο.:

Την ζωή μου πώς πέρασα, πώς γεννήθηκα; Τότε που ήμαν 10 χρονών φύλαγα τ’ αδέρφια μου –έξι αδέρφια φύλαγα–, μ’ άφηνε η μάνα μου στο σπίτι και αυτή πάαινε στη δουλειά, στα χωράφια, στα κήπια, στα ζώα –είχαμε και ζώα– και μετά έρχονταν η μάνα μου. Ύστερα, μας πήρε η Κατοχή. Μας πήρε η Κατοχή, ήρθαν αντάρτες, ο στρατός, έφευγε ο στρατός, έρχονταν αντάρτες και μας έπαιρναν και πάαιναμε, μας χάλευαν ψωμί. «Αύριο το πρωί», την έλεγαν την μάνα μου, «θα μας έχεις τρεις κουλούρες ψωμί και καμιά δεκαριά κιλά γάλα, να φάμε». Και το ‘παιρνα εγώ με μια θειά μου και το πάαιναμε σαν από δω στον Ίταμο. Ζαλίκα το ψωμί και το γάλα στα χέρια και το πάαιναμε εκεί στους αντάρτες και φεύγαμε. Και μια φορά που ερχόμασταν στον δρόμο, βρίσκουμε το στρατό κι εμείς με τα μπακράκια στα χέρια πού να τα τρυπώσουμε, και πού; Αδακεί τους βρήκαμε, τι να τα κρύψουμε; Δεν μπορούσαμε! Και λέει: «Πού πήγατε;». Λέει η θειά μου: «Πήγαμε ψωμί τους αντάρτες». Λέει: «Πώς και τους πήγατε τους αντάρτες;». «Κι εσύ άμα θα ‘ρθεις να μας ζητήσεις να φας, δεν θα σου δώκουμε; Αφήνω τα παιδιά μου νηστικά και πηγαίνω τους αντάρτες. Άμα δεν τους πάω, με σκοτώνουν!». Μας σκότωναν. «Μια πιθαμή θα σε κοντέψουμε», τον είπαν τον πατέρα μου, «άμα δεν μας φέρεις να φάμε!». Να τον σφάξουν. Και τα πάαιναμε. Και ήταν κι ένας φαντάρος εκεί και με λέει εμένα: «Τι τρώτε;». Μπομπότα τρώγαμε –τότε δεν είχαμε να φάμε τέτοιο ψωμί που τρώμε τώρα– και λέει: «Θα σε δώσω κουραμάνα», μ’ είπε, που έτρωγε ο στρατός τότε, έτρωγε κουραμάνα, κάτι τέτοιες φρατζόλες! Ένα μαλακό ψωμί, φτούραγε ένα χρόνο. Και μόλις την είδα εγώ την κουραμάνα, φλιτούρησα απ’ τη χαρά μου. Να την πάω στο σπίτι να φαν κι οι άλλοι! Το θυμάμαι αυτό. Και ύστερα, χτύπησαν οι αντάρτες και μας τα ‘παιρναν και τα πράγματα, μας τα ‘σφαζαν να τα φάν' και μας πήρε ο στρατός, μας σήκωσε απ’ τα σπίτια μας από κει και μας έφερε στα Γιαννουσέικα! Όλα τα χωριά, το Καροπλέσι, το Σπινάσα, Σαραντάπορα ήρθαμε αυτού, κάτσαμε όλο το καλοκαίρι –του ‘47 το καλοκαίρι– και από κει ύστερα μας έφεραν εδώ στην Καστανιά! Κουβάλαγα εγώ, ήμαν 10 χρονών και με ζαλίκωνε η μάνα μου στάρι και καλαμπόκι να το φέρουμε, αυτά που τα μάσαμε το καλοκαίρι –τα ‘χαμε σπαρμένα απ’ την άνοιξη– και τα φέραμε εδώ στην Καστανιά. Και από δω απ’ την Καστανιά ζαλίκα στο τσαρδάκι πέρα τα πάαιναμε. Ήρθε ο φθινόπωρος. Μια μέρα ήμασταν εδώ στο χωριό και φώναξε ένας αξιωματικός αυτού –Καλλιακούδη τον έλεγαν, τον θυμάμαι: «Όσοι είναι εδώ στην Καστανιά απόψε θα φύγουν όλοι, να μην μείνει ίχνος μες το χωριό!». Και από κει, σηκωθήκαμε όλοι και πήγαμε στο Λαμπερό. Κι ήρθε η θειά σου η Φροσύνη –τη θυμήθηκα κοντύτερα– εκεί μπήκαμε σ’ ένα σπίτι μέσα να κοιμηθούμε το βράδυ και μας έστρωσε η μάνα μου εκεί καταγή να κοιμηθούμε κι ήρθαν αυτές εδώ, οι Καστανιώτισσες, και έπεσαν ψηλά μας να πλαγιάσουν. Κι εγώ την τράβηξα μια κλωτσιά! Σηκωθήκαμε το πρωί και πήγαμε στο τσαρδάκι ύστερα πέρα στη Νεβρόπολη. Και από κει μας φόρτωσαν ο στρατός, μάς φόρτωνε με τ’ αυτοκίνητα –έρχονταν τ’ αυτοκίνητα μέχρι εκεί– και μας πήγε στον Παλαμά. Μας πάει στο Παλαμά τρεις οικογένειες, τέσσερις μες το αυτοκίνητο –μεγάλα, απ’ αυτά τα στρατιωτικά, είδες– και δεν είχαμε με τι να βράσουμε φαΐ να φάμε! Μας πήγαν σε μια αποθήκη εκεί, η αποθήκη δε μας έβαλαν μέσα, μας άφησαν απ’ έξω, είχε κιόσκι –πλάκα με τσιμέντο– και κάτσαμε εκεί από κάτω. Κάτσαμε καμιά εβδομάδα και από κει, ύστερα, ήρθε ένας σοφέρης –σοφέρ τον έλεγαν τον οδηγό τότε–, ήρθε και ένας μπάρμπας μου κι άλλοι μπαρμπάδες μου και λέει η μάνα μου, εκεί στον Παλαμά: «Δεν είναι ντιπ για ζωή εδώ! Θα σηκωθούμε να φύγουμε!». «Πού να πάμε;». «Στην Καρδίτσα». Και μας παίρνει όλη τη νύχτα ο οδηγός και μας έπιασε ο στρατός στο δρόμο και μας είπε ο οδηγός: «Άμα σας ρωτήσει το περίπολο», το ‘λεγαν, «γιατί φεύγετε απ’ το Παλαμά και πάτε στη Καρδίτσα, να πείτε “έκανε λάθος ο σοφέρης, αντί να μας πάει να μας αφήσει στην Καρδίτσα, μας πήγε στο Παλαμά”». Έτσι είπαμε κι εμείς εκεί και μπήκε αυτός κι ήρθαμε στην Καρδίτσα και κάτσαμε τρία χρόνια! Σε μια σκηνή κάτσαμε την πρώτη τη χρονιά –σκηνές αυτές που βάζουν τώρα τους πρόσφυγες–, κάτσαμε εκεί και ύστερα μας έφτιαξαν κάτι παράγκες και μας έβαλαν μέσα στις παράγκες, μια παράγκα. Πόσοι ήταν Καστανιώτες... Οι Νταλαίοι εδώ, καθόμασταν μαζί με τους Νταλαίους, ο Κώστας Ζιάκανος εκεί πέρα –ποιοι άλλοι ήταν;–, οι Ζιακαναίοι, ο Ηλίας Ζιάκανος –αν τον ήξερες, που έχει τα κορίτσια τώρα, μια Λίνα στη Μούχα–, και κει καθόμασταν μαζί. Εκεί γέννησε η μάνα μου τον αδερφό μου, τον Λευτέρη, και τον βάφτισε αυτόν εδώ ο Ντάλης. Και από κει, ύστερα, ήρθαμε το ’50, ήρθαμε εδώ στο χωριό. Μας έφεραν στο Σταυρό εδώ πέρα ο στρατός πάλι με τα αυτοκίνητα και από κει μας πήρε με τη φάλαγγα –την έλεγαν– του στρατού και μας πήγε Σαραντάπορα. Κι ύστερα αρχίσαμε, ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή να φτιάξουμε πράματα, να φτιάξουμε χωράφια, να φτιάξουμε... Τραβήξαμε πολλά! Φτώχεια! Δεν είχαμε ποδεσιά να βάλουμε στα ποδάρια μας, βάζαμε γουρουνοτσάρουχα, μάς έφτιαχνε ο πατέρας μου. Γουρουνοτσάρουχα. Και μια φορά, του λέω: «Πατέρα, χάλασαν τα γουρουνοτσάρουχά μου!». Κι έκοψε απ’ το τομάρι απ’ το γουρούνι και το ‘βαλε κει απ’ όξω να με το φτιάξει και πήγαν τα σκυλιά και το πήραν! Και κλάμα εγώ! «Πάνε τα τσαρούχια, τι θα έχω στα ποδάρια μου;». Και πήγε στην Καρδίτσα ο πατέρας μου και βρήκε καουτσούκια –απ’ αυτά που βάνουμε και πηγαίνουμε στον κήπο, έχω εγώ ακόμα ένα ζευγάρι– και μας πήρε ποδεσιά και βάλαμε στα ποδάρια μας. Ξυπόλητοι πηγαίναμε προς τα πέρα, ξυπόλητοι. Φτώχεια! Τραβήξαμε πολύ, πολύ! Όχι φτώχεια πολλή, έτσι ήμασταν τότε, ο πατέρας μου εμένα ήταν ανάπηρος πολέμου κι έπαιρνε και 5 δεκάρες, αλλά έντεκα νομάτοι; Τι να φάμε; Τι να πιούμε τόσοι; Φτιάχναμε δυο πίτες, τέτοια ταψιά! Δυο πίτες στη γάστρα να φάμε να χορτάσουμε όλοι και κουβαλάγαμε ζαλίκα. Τότε μας έδινε ο Κέννεντυ –τον έλεγαν, έναν απ’ την Αμερική–, μας έστελνε πράγματα, τροφίματα και τρώγαμε και πάαιναμε στη Φουρνά και τα παίρναμε –η Φουρνά απ’ τα Σαραντάπορα είναι τέσσερις ώρες μακριά– και πάαιναμε και τα παίρναμε ζαλίκα! Μας έδωναν γάλατα κουτιά, όπως είναι το «Νουνού» τώρα, αλλά ήταν, έτσι, αλλιώτικα εκείνα τότε, είχε εδώ θυμάμαι ένα λουλουδάκι, θυμάμαι, που είχαν απ’ έξω... Μας έδωναν ζάχαρη, καφέ, κακάο, κασέρι, ρέγγες –ούτε θυμάμαι–, αλεύρι μάς έδωναν και τα παίρναμε ζαλίκα... 12 χρονών ήμαν εγώ και πήγαινα και έπαιρνα ζαλίκα τέσσερις ώρες με τα ποδάρια! Τυραγνία, τυραγνία! Αυτά περνάγαμε τότε. Ύστερα μεγαλώσαμε, ορφανέψαμε, πέθανε ο πατέρας μου, την άφηκε τη μάνα μου εννιά παιδιά! Τη θυμάμαι αυτή τη ζωή. Κάναμε χωράφι, έκανα χωράφι εγώ 12 χρονών, έκανα χωράφι με τα μουλάρια! Πολύ μ’ έπαιρνε και τ’ αλέτρι σβάρνα. Κάναμε τέτοιο, αυτή τη τυραγνία. Σπέρναμε καλαμπόκια, σπέρναμε στάρια, τα κουβαλάγαμε τα θερίζαμε με το δρεπάνι τα στάρια, τ’ αλωνίζαμε με τα μουλάρια, τα ξανεμίζαμε στ’ αλώνι... Και έτσι. Καλαμπόκια μαζεύαμε, τα ξεφλουδάγαμε, εκεί χορεύαμε. Εκείνο το γλέντι είχαμε, δεν είχαμε τότε ούτε ράδιο, ούτε τηλεόραση –η τηλεόραση τώρα κοντά βγήκε–, δεν είχαμε τίποτα. Πήραμε ένα γραμμόφωνο –τότε χρόνια κοντύτερα, ένα γραμμόφωνο– κι έπαιζε κι ο αδερφός μου κλαρίνο, ύστερα, μεγάλωσε και χορεύαμε. Και ένας πρώτος ξάδερφός μου έπαιζε βιολί και χορεύαμε, θυμάμαι, μ’ αυτά τα όργανα. Δεν ήταν τώρα που καθόμαστε και βλέπουμε τα πάντα. Αυτή τη ζωή πέρασα.

Χ.Π.:

Πώς ήτανε... Η ζωή μετά τον θάνατο του πατέρα σας πώς ήτανε, δηλαδή;

Ε.Ο.:

Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ύστερα εμείς, ο αδερφός μου ήθελε να παντρευτεί –τώρα να το πω κι αυτό, πρέπει να το πω–, ήθελε να παντρευτεί ο αδερφός μου και –εννιά αδέρφια ήμασταν κι εγώ ήμαν 25– και τον είπα: «Να μη παντρευτείς, Γιώργο, να παντρέψεις κάνα κορίτσι». Χτύπησε ύστερα και μάλωνε και έφτιαχνε... Τραβήξαμε με τον αδερφό μου... Παντρεύτηκε ύστερα, ησυχάσαμε! Ήμασταν εννιά αδέρφια, τα οχτώ μ’ ένα σχοινί δεμένα που λεν, αυτός τίποτα, δε μας συγγένεψε ποτέ! Ποτέ! Δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μου, που παντρεύτηκα! Σε καμία αδερφή. Στο γάμο της το δικό μου ήρθαν, σε κανέναν άλλον γάμο από τ’ αδέρφια του, τόσο ξέκοψε απ’ τ’ αδέρφια. Δεν ήταν καλό αυτό το πράγμα. Δεν τον άφηνε η γυναίκα του. Άστα. Πέθανε, έβγαλε αυτή τη μαγκουφαριά και πέθανε. Τώρα, γεράσαμε όλοι. Κι ήρθα εδώ ύστερα και εδώ βρήκα τυραγνία! Εδώ βρήκα φτώχεια. Δεν είχε ο άντρας μου τίποτα! Σπέρναμε κι εδώ στάρια, φτιάχναμε αμπέλια, πιλάλαγα στα στάρια, στ’ αμπέλια, πράματα είχα, δούλευα να φτιάξουμε και έφτιαξα και από όλα, δεν μου έλειπε τίποτα... Απ’ όλα, σπίτι δεν είχα μοναχά[00:10:00] και απ’ τ’ άλλα έφτιαξα. Ύστερα μεγάλωσα, πήρα κι αυτή τη συνταξούλα, πέθανε και ο άντρας μου και τίποτα. Δεν είναι η ζωή όπως ήταν τότε τώρα. Τότε, τότε δεν είχαμε να σφάξουμε ένα αυτό σφαχτό και να βάλουμε και να ‘χουμε ψυγείο, να βάλουμε κρέας να μαγειρέψουμε. Εκεί στον πατέρα μου τέσσερα αδέρφια ήταν, έσφαζαν ένα κατσίκι και το μοίραζαν στα τέσσερα. Ήταν καλοκαίρι, πού να το βάλεις; Μύριζε. Μαγειρεύαμε από μια φορά, πέρναγαν καμπόσες μέρες, έσφαζε ο άλλος άλλο ένα, πάλι το μοιράζαμε. Και έτσι τρώγαμε τότε. Έρχονταν τα Χριστούγεννα, σφάζαμε το γουρούνι. Σφάζαμε το γουρούνι, γουρούνια που φτιάχναμε... Βγάζαμε τρία γκαζοτενεκέδια λίπα –απ’ αυτά τα μεγάλα τα γκαζοτενεκέδια, ξέρεις– και το κρέας το αλατίζαμε στην κάδη και το ‘χαμε και τρώγαμε, φτιάχναμε και κάνα λουκάνικο, τότε τρώγαμε κρέας, άλλη φορά... Κάποτε και πότε! Δεν φτιάχναμε, δεν ήταν ψυγεία να τα βάλουμε, τίποτα. Νερό κρύο δεν έπινες ποτέ! Αν πάαινες στη βρύση και έπαιρνες κάνα... Και τότε που ήρθα εδώ, δεν είχε ψυγείο ο Ηλίας. Ρεύμα είχαν, αλλά ψυγείο δεν πήραν, δεν ήταν –δεν θα να ‘ταν ψυγεία, δεν ξέρω– πήραμε κοντύτερα ψυγείο. Μετά, πήραμε ράδιο, δεν είχαμε ράδιο και στη μάνα μου και το θυμάμαι, πήγαμε να πάρουμε κλαρί, να δώκουμε τα πράματα και είχε ένας ράδιο και τον φώναξε η μάνα μου: «Νίκο, Νίκο». «Τι έγινε θειά;», λέει. «Τι λέει το ράδιο; Πότε θα κρατήσει;». Έριχνε χιόνι. «Απ’ αύριο θα πάρει ύφεση». Το θυμάμαι αυτό, την ύφεση, τότε την πρωτάκουσα. Και λέγαμε τον πατέρα μου: «Δεν παίρνεις και εσύ, πατέρα, ένα ράδιο;». «Θα σας πάρω ράδιο, ό,τι το θέλετε!». Και όταν ήρθα εδώ, ούτε εδώ βρήκα. Και πήραμε ένα ράδιο. Και είχα τον Λάζαρο 1 χρονών –τόσο θα να ‘ταν– και πήγα στη Καρδίτσα κι έβαλε ένας εδώ στον Καραϊσκάκη –που είναι η πέτρινη η τράπεζα, αν την ξέρεις–, εκεί σ’ εκείνη τη γραμμή πέρα πάαινα, δεξιά έβαλαν τηλεόραση –ανοιχτό η πόρτα απ’ το μαγαζί– και την είδα εγώ και μου λέει: «Έλα μέσα, κυρία μου, έλα μέσα», μου ‘πε, «πήραμε τηλεόραση, σήμερα τη βάλαμε!», μ’ είπε εκείνος. Και την είδα εγώ και λέω: «Τέτοιο πράγμα δεν πρόκειται να το πάρω στο σπίτι μου». Και πήραμε και τηλεόραση ύστερα, πήραμε... Έφεραν εδώ στην Καστανιά, πήρε ο Ζουμπογιάννος, ο Βασίλης ο Μπότσης, ο Διαμαντής κι η Αγγέλω, την έφερε ο αδερφός της –εδώ η Κορδάταινα– την έφερε ο αδερφός της απ’ την Αθήνα. Και πάαιναμε εκεί. Και στη Διαμαντίνα... Εκεί βλέπαμε, πότε στον άλλον... Πάαιναν τα παιδιά μου εκεί να δουν την τηλεόραση στην Αγγέλω, πάαινα εγώ να τα πάρω, εμένα και εγώ εκεί, ξεχνιόμουν! Έρχονταν ο Ηλίας από το μαγαζί, κανένας εδώ στο σπίτι: «Δεν είναι δουλειά αυτή», λέει, «θα πάω να πάρω τηλεόραση», είχαμε κάτι αρνιά. Μου λέει: «Να κουμανταρίσεις τ’ αρνιά, να τα πουλήσουμε, να πάρουμε μια τηλεόραση. Έρχομαι εδώ και δε βρίσκω κανέναν στο σπίτι!». Ξεχνιόμαν, ξεγελιόμαν κι εγώ εκεί με τα έργα. Κι έτσι περάσαμε τη ζωή την προηγούμενη.

Χ.Π.:

Γιατί δεν θέλατε την τηλεόραση να την πάρετε στην αρχή;

Ε.Ο.:

Δεν ήταν! Δεν είχαν φέρει. Σου λέω, πρωτοέφεραν στην Καρδίτσα από καμιά. Κι είδα εγώ –που είδα μέσα– και είπα τον Ηλία: «Είδα τηλεόραση σήμερα!». «Πού;». «Στην Καρδίτσα, εκεί σ’ ένα μαγαζί και μας φώναξε: “Έλα μέσα, κυρία μου”, μου ‘πε εμένα, “φέρε το παιδάκι εδώ να ιδεί την τηλεόραση!”». Τότε ήταν ασπρόμαυρες και τότε δούλευαν οι τηλεοράσεις... Έκλειναν απ’ το βράδυ στις 8:00 και το πρωί στις 8:00 άνοιγαν, το 1 και το 2 ήταν στην αρχή. Έτσι ήταν η ζωή η μαγκούφα. Τι άλλο να πούμε;

Χ.Π.:

Και η ζωή στα Σαραντάπορα πώς ήτανε;

Ε.Ο.:

Στα Σαραντάπορα, να σου πω την αλήθεια, πέρασα πιο καλά από δω –όσο ζούσε κι ο πατέρας μου–, ξέγνοιαστη ζωή είχαμε. Δουλεύαμε, πάαιναμε στα βαμβάκια –πήγα πολλές φορές στα βαμβάκια κάτω στις Λιβανάτες– μαζεύαμε βαμβάκι, μαζεύαμε πατάτες, ελιές και καθόμασταν σαράντα μέρες. Τέτοιο καιρό πάαιναμε πάνω στο χωριό μας και παίρναμε λάδια, ελιές και τρώγαμε, είχαμε. Πήγα στο Βόλο 12 χρονών να μάσω ελιές, που μ’ έστελνε η μάνα μου; Και δεν μ’ έπαιρναν για δουλειά εμένα, αφού ήμαν μικρό. Και λέει ένας μια φορά εκεί –με μια θειά μου πήγα και μπαρμπάδες μου, παρέα, πολλοί ήμασταν– και λέει: «Αυτό το κοριτσάκι τι να το πάρω; Τόσο δα είναι», είπε αυτός, το θυμάμαι, «τι να μάσει ελιές;». Και τον λέει ένας εκεί –μας είχε αυτός τη μπροστινή τη μέρα: «Αυτό», λέει, «γουρουγώνει! Μαζεύει περισσότερα απ’ τις άλλες τις γυναίκες!». Αυτές κουβέντιαζαν οι γυναίκες και δεν μαζεύαν. Κι εγώ δεν κοίταγα να κουβεντιάσω, κοίταγα να μαζέψω! Και με παίρνει και λέει: «Αυτό το κοριτσάκι;». Μάζευα δυο κοφίνες εγώ και μιάμιση οι γυναίκες. Λέει: «Θα το πληρώσω...». Με πλήρωναν όλοι μισό μεροκάματο. «Θα το πληρώσω κι αυτό όσο δίνω τις μεγάλες!». Μικρό κοριτσάκι. Και έφερα ένα τενεκέ λάδι και 60 δραχμές –ήταν δραχμές τότε– και με πήρε η μάνα μου δυο σεντόνια. «Αυτά τα λεφτά», είπε, «θα σ’ τα πάρω να τα ‘χεις προίκα». Και τα ‘χα προίκα. Ήμασταν καταδιωκόμενοι ακόμα που πήγα στο Βόλο για ελιές. Και έφυγε η μάνα μου, όλοι οικογενειακώς, και πήγαν στο Παλιόκαστρο –κάτσαμε και στο Παλιόκαστρο ένα εξάμηνο, μας είχανε προς τα κάτω– και από κει ύστερα ήρθαμε πάνω στο αυτό, ήρθαμε ούτε να πάρουμε στη ράχη απούθε... Τα σπίτια μας δεν τα γνωρίζαμε πού ήταν, εμάς ήταν το μισό καμένο! Καμένα τα σπίτια, εκείνο είχαμε ένα μαντρί κι είχαμε σπιτάκι εκεί στο μαντρί και βρήκαμε δέκα καζάνια μέσα! Εκεί μαζεύονταν οι αντάρτες και μαγείρευαν στα καζάνια. Και έλεγα τον πατέρα μου: «Βρήκα καζάνι!». «Ποιος γνωρίζει από καζάνι να ‘ρθει να το πάρει». Τα θυμάμαι, τα δίναμε τα καζάνια. Τι να τα κάνουμε; Απ’ το χωριό. Αυτήν η ζωή ήταν. Δουλεύαμε πολύ, πολύ! Και τα παιδιά μου εδώ που ήρθα μοναχή μου τα ‘παιρνα κοντά μου, να πάαινα να θερίσω, κοντά μου εδώ πάνω στη σκαλίτσα. Μια φορά τα πήγα και ο Λάζαρος έφτιαχνε μια στρούγκα μες το λόγγο, είχαμε ένα αρνί. «Να το βάλουμε μέσα τ’ αρνί». Θέλαμε να το πάμε εκεί απάνω. Η Κική με το Φώτη έφτιασαν μια τσουλήθρα και πάαιναν και το χώμα και ίδρωσαν και θα ‘ταν αγιάτρευτα εδώ! Τα ‘φερα από πάνω... Ούτε νερό δεν είχαμε εδώ! Στην Καμάρα πηγαίναμε και παίρναμε νερό. Και πήγα στην Καμάρα, τ’ άφηκα εδώ και πήγα στη Καμάρα και πήρα ένα– Σε τι πηγαίναμε; Παγούρια είχαμε; Κάτι είχαμε... Και τα ‘φερα δω και τα ‘πλυνα να τα βάλω να κοιμηθούν. Θα ‘ταν όλο χώμα! Όλο χώμα. Αυτά, τι άλλο;

Χ.Π.:

Και όταν παντρευτήκατε, πώς παντρευτήκατε; Πώς ξεκίνησε ο γάμος;

Ε.Ο.:

Την έφτιανε ο μπαρμπα-Νάσιος εδώ την προξενιά, ο Χόντος, ο πεθερός της Σωτηρίας. Αυτός ήταν έμπορας, έκανε εμπόρια, έρχονταν εκεί απάνω και έρχονταν όλη μέρα –όχι τότε– όλη μέρα. Κι ήρθε μια φορά και με λέει: «Θα σε φτιάξω δουλειά να ‘ρθεις στην Καστανιά. Είναι ένα παιδί εκεί», ο Ηλίας εδώ, «γειτονιά, μια πόρτα είμαστε. Καλό παιδί, σαν τον αδερφό σου, τον Γιώργο». Καμία σχέση! Τον λέω: «Εγώ στον κάμπο πηγαίνω και στην Καστανιά δεν έρχομαι!», του ‘πα. Δεν μου ματαείπε τίποτα. Πέρασαν πολλά– Όχι πολλά, πέρασαν πέντε-έξι χρόνια και πήγε η μάνα μου στην Καρδίτσα με τη μάνα της Πανάγιως, αντάμωσαν αυτού κάτω –ξέρω ‘γω πού αντάμωσαν;– εδώ κάτω στον Κρεμαστόπουλο και πήγαν μαζί κάτω και της είπε: «Το δίνεις το κορίτσι σου στην Καστανιά, Φώταινα;», τη γνωρίζαμε την Κολοβίνα, «είναι ένας εκεί που είναι η Πανάγιω η δική μου ανύπαντρος». «Άμα είναι καλά, το δίνω», λέει η μάνα μου, «άμα δεν είναι, δεν το δίνω!», λέει. «Καλά είναι, δε ξέρω κιόλα εγώ, αλλά καλά είναι», είπε αυτή. Έρχεται εδώ το βράδυ η Κολοβίνα απ’ την Καρδίτσα, τον φωνάζει το Λία αυτού –ήταν με τον μπάρμπα Νάσιο, άρμεγαν τα πρόβατα: «Λία, άμα αρμέξεις, τελειώσεις, να ‘ρθεις εδώ». Ήταν αυτού στην Πανάγιω. «Καλά». Άρμεξαν, πάει ο Ηλίας εκεί πάνω, τι τον θέλει τώρα, δεν ήξερε. Του λέει: «Έτσι κι έτσι, βρήκα μία, την έχω φιλενάδα και έχει κορίτσια, που έχει πέντε κορίτσια! Να πας να πάρεις ένα, Λία!», λέει. «Πόσο μεγάλα είναι;», της είπε ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν μεγαλούτσικος, 40 χρονών. «Δεν είναι μεγάλα τα κορίτσια», λέει, «κάτω από 30 είναι, 25». «Καλά, θα ιδώ». «Τι θα ιδείς; Να με πεις να πάω να το ζητήσουμε το κορίτσι!». Έρχεται εδώ, τον λέει τον μπαρμπα-Νάσιο: «Τι σ’ ήθελε, μπαρμπα-Νάσιος;». «Έτσι κι έτσι». «Τα ξέρω ‘γω αυτά τα κορίτσια», λέει ο μπαρμπα-Νάσιος. «Άμα σ’ τα δίνουν μη κρένεις ντιπ!», τον λέει το Λία. Σηκώνονται από κει μια μέρα, ο Χόντος, κι έρχεται απάνω και μας είπε: «Έτσι και έτσι, ένα παιδί εκεί κι ήρθα δω κι αυτά». «Ας έρθουν», λέει η μάνα μου, «να τους δούμε τι σόι είναι και πώς...». Και ήρθε εδώ ένα βράδυ με τον Τόλια εδώ, τον Οικονόμου, κι ο Λίας και ο Χόντος. Και εκεί είδαμε ένας τον άλλον και την άλλη την Κυριακή, ύστερα, ήρθαν τα αδέρφια μου εδώ και έκλεισαν το συμπεθεριακό. Ένα μήνα, παντρευτήκαμε, δεν ήταν μέρες πολλές. Μη μάθουμε πώς είναι εδώ και πώς τους είναι... Τίποτα. Τον πήρα, τι να κάνω κι εγώ; Ορφανή ήμουνα, πολλά κορίτσια ήμασταν. Παντρεύτηκα εγώ τον Μάη, τον Γενάρη παντρεύτηκε η άλλη η αδερφή μου, τον άλλο τον Μάη παντρεύτηκε η άλλη η αδε[00:20:00]ρφή μου, πάντρευε κάθε μέρα η μάνα μου. Τα πάντρεψε η μάνα μου τα κορίτσια της τάκα-τάκα μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε ο πατέρας μου, ενάμιση χρόνο είχε όταν παντρεύτηκα εγώ. Παντρευτήκαμε όλα ύστερα, ένα-ένα, ένα είναι ανύπαντρο και καλά έκαμε κι έκατσε.

Χ.Π.:

Και όταν ήρθατε εδώ πέρα πρώτη φορά πώς το είδατε το χωριό; Τι είπατε από μέσα σας μόλις είδατε εδώ πέρα–

Ε.Ο.:

Την ήξερα την Καστανιά, ερχόμασταν και ψωνίζαμε εδώ στην Καστανιά εμείς. «Να πάμε στην Καστανιά να ψωνίσουμε, να πάρουμε...». Παίρναμε αυγά, κοτόπουλα, πάαιναμε στον Οικονόμου, πάαιναμε στον Τζουβάρα, στο Ζαχαρόπουλο κάτω και παίρναμε. «Να πάρουμε χαλβά!». Παίρναμε χαλβά και τρώγαμε. Και παίρναμε να πλέξουμε κουβαρούλες, παίρναμε αλυσίδια να μπαλώσουμε, παίρναμε υφάσματα να κεντήσουμε, να φτιάξουμε ποδιές... Εδώ ψωνίζαμε, την ήξερα την Καστανιά, αλλά όχι και καλά εδώ το χωριό. Κι όταν ήρθα, ύστερα, που αρραβωνιαστήκαμε, ήρθα δω να ράψω –πήγαμε και ψωνίσαμε– και πέταγε μια βροχή! Πρωτομαγιά! Βροχή, χάλασε ο Θεός τον κόσμο! Και λέει ο Ηλίας: «Άμα ήταν κρατούμενο, θα πάαιναμε στα Κακαβάκια πέρα, στο Φράγμα». Κι έβρεχε, πού; Δεν πήγαμε, εκεί και ήρθαμε εδώ στη Σταθούλα και πήγαμε πέρα στη Βασίλω στη Νώντενα και φάγαμε το βράδυ. Και με λέει ο Νώντας: «Σ’ άρεσε το χωριό μας;». «Καλό είναι το χωριό. Πού το είδες; Πετάει η βροχή!». «Ω ρε τη πετάει!», λέει. Και ύστερα ήρθα στο γάμο. Στις 10 απ’ τον Απρίλη αρραβωνιαστήκαμε, στις 20 απ’ τον Μάη παντρευτήκαμε. Γάμος, του Ηλία εδώ; Άφηκε ιστορία! Έφερε προς τα πάνω ογδόντα μουλάρια, καβάλες, ογδόντα καβάλες –τις έλεγαν τότε–, ήρθαν ογδόντα άτομα. Πάαιναν δέκα-δεκαπέντε, πάαιναν είκοσι... Και ήρθε όλο το χωριό, το ‘χε καλεσμένο! Ήρθε η μάνα της Μαριγούλας, τραγούδαγε η μάνα της Μαριγούλας κι η Μαριγούλα και ποιος δεν ήταν! Και ποιος δεν ήταν από δω απ’ το χωριό. Τους είχε όλους καλεσμένους ο Ηλίας, έκαμνε καλόν γάμο. Έσφαξε κάνα-δυο σφαχτά, τρία, τότε τα μαγείρευαν στο καζάνι –έτσι μαγείρευαν τότε– έφτιαξε κρέας αυτού με αυτό, ξέρω ‘γω με τι το ‘φτιαξαν; Πού θυμάμαι; Και έφαγαν και ως το πρωί χορεύαμε, την Κυριακή το βράδυ. Καλά ήταν εκείνα τα χρόνια, άλλα καλά κι άλλα... Περάσαμε τότε με την Κατοχή τότε, τότε, τότε εκείνο ήταν... Άμα βλέπω τώρα τους πρόσφυγες, με θυμίζει εκείνο που πάαιναμε εδώ πέρα, εδώ απ’ τον Σταυρό σα πέρα να πάμε στο Λαμπερό, στο Τσαρδάκι, να ο δρόμος! Όλοι ζαλίκα κουβέρτες, ψωμιά... Κι ήρθε η Φροσύνη, σ’ είπα, εκεί στο Λαμπερό που ‘μασταν, ήρθε η Φροσύνη από δω, απ’ την Καστανιά, που είδες, φώναξαν να φύγουν όλοι. Και ήρθε και έκατσε εκεί και: «Έχω εδώ μέσα στα πράγματά μου έχω δυο γράμματα να τα στείλω στον αρραβωνιαστικό μου!». Ήταν ο Κώστα Πέτρος φαντάρος κι απάνω άκουσα εκεί που ‘παν. Κι όταν ήρθαμε εδώ και είπα εγώ: «Έτσι κι έτσι», είπα της Φροσύνης μια φορά. «Εσύ ήσουν;». «Εγώ ήμαν!» λέει. «Εγώ ήμαν», λέει, «έστελνα στον Κώστα γράμμα, πού να ‘ναι...». Τότε τους ήταν όλοι προστατευμένοι –τους προστάτεψαν τότε– από 20 και απάνω, από 18 και απάνω πάνε όλοι στο στρατό, τους αντάρτες. Πολλά, πολλά πράγματα τότε. Τώρα έχουμε τώρα τον κορονοϊό και αλλιώς καλά ήμασταν. Αυτά, Χριστίνα μου, δε θυμάμαι τίποτα άλλο.

Χ.Π.:

Η ζωή πώς ήτανε στην Καρδίτσα, όταν σας κατέβασαν κάτω καταδιωκόμενους; Πώς ήτανε κάτω εκεί μια μέρα, ας πούμε, καθημερινή; Πώς ήταν;

Ε.Ο.:

Όταν μας κατέβασαν κάτω; Σου λέω, μας πήγαν στον Παλαμά τέσσερις οικογένειες, μας φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα τα «Τζεμ» –τα ‘λεγαν τότε του στρατού– και μια θειά μου είχε και μια γουρούνα, την έβαλε ντιπ στο αυτοκίνητο στην πόρτα –βάλαμε τα πράγματα, τα σωριάσαμε όλα του σπιτιού μας– και έβαλε τη γουρούνα από πίσω και από πάνω απ’ το αυτό έβαλε μια σκαφίδα και πήγαμε εδώ στο Τσαρδάκι παρέκια που είναι κάτι πλατάνια –δε θα πήγες ποτέ απ’ αυτού– κατά το Μεσενικόλα και σηκώθηκε η γουρούνα. Κοιμόνταν, κοιμόταν, και σηκώθηκε η γουρούνα και τινάζει μία εκείνη τη σκαφίδα και πάει κάτω στο πλάι η σκαφίδα! Αυτή ρικομάνισε εκεί, σταμάτησε κι ο καυσοδηγός. «Τι πάθατε;», λέει. «Η γουρούνα σήκωσε τη σκαφίδα και πάει η σκαφίδα», ήταν πλάι ίσα κάτω, πάει η σκαφίδα... Πού πάει... «Σταμάτα να κατεβώ να πάω να βρω τη σκαφίδα». «Ποια σκαφίδα θα βρεις τώρα;», της λέει αυτός. «Άι κάτσε κάτω αυτού και δε μπορώ να σ’ ακούω!». Και από κει μας πήγαν στον Παλαμά. Και σου λέω, μας έπιασε μια βροχή το βράδυ κι ήμασταν σ’ ένα κιόσκι εκεί που είχε εκεί και πάει η μάνα μου την άλλη τη μέρα να μάσει ξύλα να βράσει τραχανά. Πού να τα βρει τα ξύλα στο κάμπο; Πήγε εκεί κάτω και βρήκε κάτι κοτσάνια από κολτσίδες –χορτάρια ξερά–, τα ‘φερε εκεί και έβαλε τον τραχανά να βράσει και δεν έβρασε ο τραχανάς, κόχλασε, έτσι έβρασε ο τραχανάς από λίγο-λίγο και τον φάγαμε. Και σου λέω, το άλλο το βράδυ ήρθε ο μπάρμπας μου –μπαρμπάδες μου κι άλλοι, έβαζαν από τρεις-τέσσερις οικογένειες μες τ’ αυτοκίνητα– και τον λέει η μάνα μου: «Εδώ αφέντη», αφέντη τον έλεγε τον μπάρμπα μου, «δεν είναι ντιπ για ζωή! Ούτε ένα ξύλο δε βρίσκεις πουθενά, τι θα κάνουμε; Πού θα ξεχειμάσουμε;». «Ξέρω ‘γω; Να πάμε στην Καρδίτσα;». «Να πάμε στην Καρδίτσα». Λένε τον οδηγό εκεί. Λέει ο οδηγός: «Να με πληρώσετε 120 δραχμές, θα μας πιάσει το περίπολο στο δρόμο και δε ξέρω, μη μας κλείσουν και μέσα, αλλά θα πείτε», λέει, «ότι έκαμε λάθος ο σοφέρης, αντί να μας αφήσει στην Καρδίτσα μας πήγε στον Παλαμά». Και από κει έτσι είπαμε, τον σταμάτησαν τον οδηγό, λέει: «Πού τους πας;». «Τους πήγα στον Παλαμά, δεν ήξερα», λέει, «και τους πάω πάλι στην Καρδίτσα». Και εκεί που πήγαμε, μας ξεφόρτωσε εκεί σ’ ένα μύλο του Παρθένη –τον έλεγαν Παρθένη αυτόν, είχε έναν μύλο και μας ξεφόρτωσε εκεί απ’ όξω– σωριάσαμε τα πράγματά μας εκεί πέντε-έξι οικογένειες. Ήρθε κι αυτός που είχε το μύλο, λέει: «Πούθε είστε;». «Από πάνω, απ’ την Ευρυτανία, απ’ τα Σαραντάπορα». «Πού θα κοιμηθείτε απόψε;», λέει. «Να εδώ, πού θα κοιμηθούμε; Εδώ απ’ όξω». «Α ρε που θα κοιμηθείτε αυτού! Ελάτε να σας βάλω μες στο μύλο. Αφήστε τα πράγματα αυτού». Τα πήραμε τα σκέπασαν κιόλα –πού θυμάμαι κι εγώ; – και πήγαμε μες το μύλο και κοιμηθήκαμε. Και την άλλη τη μέρα, έψαξαν εκεί η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι μπαρμπάδες μου και βρήκαν ένα σπίτι εκεί παρακάτω –από δω ως την Καμάρα– χτισμένο με πλιθιά, ούτε παράθυρα είχε ούτε πόρτες. Και πήγαμε και χωθήκαμε εκεί μέσα και κάτσαμε ένα χρόνο εκεί. Και αυτή ήθελε να το φτιάξει το σπίτι που το ‘χε και δεν φεύγαμε εμείς. Πού να πάμε; Και φέρνει την αστυνομία και τον παίρνουν τον πατέρα μου και τον πάνε στην αστυνομία τον πατέρα μου που δεν έβγαινε όξω. Και τους λέει ο πατέρας μου: «Εγώ είμαι ανάπηρος πολέμου, πολέμησα στη Μικρά Ασία. Μ’ ένα χέρι είμαι και έχω έξι παιδιά!». «Δεν ξέρουμε». Σηκώνεται η μάνα μου από κει πάει στον πρόεδρο, απ’ τα Σαραντάπορα, λέει: «Έτσι και έτσι, πήραν το Φώτη και τον πάνε στην αστυνομία!». «Τι λες; Πάω», λέει ο πρόεδρος. Πήγε ο πρόεδρος, ύστερα τον απόλυσαν τον πατέρα μου. Κάτσαμε εκεί πόσο κοντύτερα, δε θυμάμαι, και πήγαμε απάνω ύστερα εδώ στις γραμμές –εδώ που μπαίνουμε μέσα στις γραμμές και γυρνάει για το νοσοκομείο, είδες, δεξιά είναι κάτι πολυκατοικίες τώρα, ήταν παράγκες τότε εκεί– και πήγαμε και μας έδωσαν μια σκηνή και κάτσαμε μες τη σκηνή όλο το καλοκαίρι, όπως κάθονται οι πρόσφυγες τώρα! Κι ύστερα, έφτιαχναν παράγκες εκεί, μας έδωκαν μια παράγκα και κάτσαμε τρία χρόνια, δυο κάτσαμε εκεί. Και μπήκαν οι αντάρτες μέσα και έκαναν πόλεμο και είχαμε ένα μουλάρι και μια γίδα και τα τραυματίστηκαν και τα δυο, και το μουλάρι κι η γίδα! Η γίδα μάλλον ψόφησε, το μουλάρι θα γέρεψε. Και εκείνο το μουλάρι το φέραμε απάνω όταν ήρθαμε, όπου πάαιναμε, το μουλάρι το ‘χε κοντά η μάνα μου. Κι ύστερα, ήρθαμε από αυτό που φύγαμε απ’ το Παλιόκαστρο, ήρθαμε στο μεσημέρι, πήραμε το γουρούνι –είχαμε και γουρούνι, τι το ‘θελε το γουρούνι;–, το γουρούνι, είχαμε καμιά δεκαριά βετούλες και το μουλάρι κι ήρθαμε απ’ τον Μεσενικόλα– Όχι απ’ το Μεσενικόλα, από δω απ’ το –πώς το λένε τώρα;– το «Πλαζ», το «Πλαζ» το λεν, κάπως το λεν αλλιώς τώρα.

Χ.Π.:

Μοσχάτο.

Ε.Ο.:

Μοσχάτο. Από κει απάνω κι ήρθαμε εδώ στο Λαμπερό από πάνω μεριά, εκεί κάτσαμε το μεσημέρι, ήταν μια μεγάλη καστανιά και κάτσαμε το μεσημέρι εκεί και ξεμεσημεριάσαμε και από κει το βράδυ ήρθαμε δω –αυτού που έχετε τα χωράφια εσείς, από πίσω εδώ στα Πετρέικα, που το λεν– εκεί κοιμηθήκαμε το βράδυ. Σιγά-σιγά, με τα πράματα από μέσα, απ’ τον κάμπο ήρθαμε –δεν ήτανε τότε η λίμνη– και από κει τ’ άλλο το μεσημέρι ήμασταν στο Κούτσουρο, στα Γιαννουσέικα, και το βράδυ πήγαμε Σαραντάπορα, δύο μέρες δρόμο! Και ζαλίκα είχαμε ψωμί, φαΐ, τι είχαμε... Δεν θυμάμαι τι είχαμε. Τότε μεγάλωσα κιόλα λίγο, εγώ ήμαν, πόσο ήμαν; 10; 12; Τόσο 12, 12 θα να ‘μουν. Και ήρθαμε και αρχίσαμε ύστερα απ’ την αρχή να τα φτιάσουμε εδώ απάνω. Χωράφια, σπίτια... Χάλια! Όλοι καταδιωκόμενοι τότε. Πέρα, το Σιρμινίκ... Έφυγαν έναν χρόνο μπροστά από μας οι Σιρμινικιώτες –το φθινόπωρο έφυγαν– κι είχε στάρι η μάνα μου. «Να το πάρω», το ‘χε κάτω, «να πάω απάνω που θα μας παν στα σπίτια μας να σπείρουμε σπόρο». Και τους λέει μία απ’ το Σιρμινίκ –ήμασταν γειτονιά εκεί: «Δε με το δίνεις εμένα, Φώταινα, το στάρι να το σπείρω και όταν θα το θερίσω, θα σου δώκω να σπείρεις κι εσύ του χρόνου! Θα πάτε κι εσείς την άνοιξη». Και το ‘δωκε η μάνα μου το σιτάρι και το πήρε και έσπειρε αυτή και μας το ‘φερε το καλοκαίρι. Μας πήρε τηλέφωνο– Παρήγγειλε, πού τηλέφωνο; Παρήγγειλε εδώ κι ήρθε η μάνα μου και το πήρε από δω απ’ τη Καστανιά το στάρι να σπείρουμε. Έτσι κάναμε τότε.

Χ.Π.:

Αυτά που φτιάχνατε, το αλεύρι κι όλα αυτά, πώς τα φτιάχνατε;

Ε.Ο.:

Τ’ αλεύρι τ’ άλεθαν, εί[00:30:00]χαμε νερόμυλο. Το πάαιναμε στον νερόμυλο ζαλίκα, 30 οκάδες ζαλίκα το πάαιναμε στο μύλο. Και τ’ αλέθαμε, είχαμε δυο-τρία μύλια στα Σαραντάπορα που άλεθαν. Το καλοκαίρι ένας άλεθε, γιατί δεν ήταν νερά κι ένας είχε εκεί μάζευε –το μάζευε όλη τη νύχτα, μισή μέρα– και άλεθε καμπόσο και άντε πάλι τ’ άλεθε. Ύστερα, αγοράσαμε χωράφια εμείς στο κάμπο κοντύτερα και τα πάαιναμε στη Σέκλιζα και τ’ αλέθαμε. Τ’ αλέθαμε σαραντάρι τότε το ‘βγανε ένα ψωμί που γίνονταν! Τρώγαμε, έτσι το τρώγαμε... Μπομπότα! Όλο μπομπότα τρώγαμε, πού έτρωγες στάρια; Πόσα στάρια να φτιάξουν; Δεν έφτιαχναν. Έτρωγαν μπομπότα, ξινοτύρια φτιάχναμε, κοπανίζαμε και βούτυρα, είχαμε τέτοια. Και τυρί απ’ τα πρόβατα, όποιος είχε πρόβατα έφτιαχνε. Το γίδινο δεν ξέραμε να το πήξουμε τότε τυρί. «Δεν γίνεται», λέγαμε. Δεν γίνονταν, τώρα το φτιάχνω εγώ. Να σου δώσω λίγο τυρί;

Χ.Π.:

Μπορείτε να περιγράψετε– Τι είναι και η μπομπότα πώς τη φτιάχνετε και από τι είναι φτιαγμένη και τη λένε μπομπότα...

Ε.Ο.:

Από καλαμπόκι. Το πάαιναμε και τ’ αλέθαμε το καλαμπόκι και το ζυμώναμε, δεν τ’ αφήναμε να γίνει, το ζυμώναμε και το βάναμε στη φωτιά. Βάναμε κλάρες στο τζάκι κι η γωνιά καταγή ήταν με πλάκες από κάτω και το [Δ.Α.] με το ταψί και ψήνονταν και γίνονταν αυτό κάστανο! Και τρώγαμε, το ‘κοβε ο πατέρας μου ένα κομμάτι τόσο δα και το ‘σκιζε στη μέση και το φρυγάνιζε –φρυγάνες το λέγαμε– και το ‘τρωγε με τυρί, το τρώγαμε με τυρί, με ξινοτύρι –όποιος δεν είχε τυρί, το ‘τρωγε με ξινοτύρι– έτρωγαν με μπομπότα... Και μια φορά, ήθελα να πάω, κάπου πάαινε η μάνα μου και έκλαιγα να πάω κοντά και μου ‘λεγε η θειά μου: «Κάτσε ‘δω. Τώρα θα βγάλουμε και την καινούργια τη μπομπότα», κι εγώ δεν την έτρωγα ντιπ τη μαγκούφα. «Θα βγάλουμε την καινούργια τη μπομπότα τώρα και θα τρώμε τώρα σα πέρα». Τώρα, ναι. Μπομπότα. Άιντε τότε με την πείνα που ήρθαν να πεθάνουν ο κόσμος και ένας γαμπρός της μάνας μου απ’ αδερφή έβγαλε τα πράματα κι ανέβηκε στον δρόμο –δεν μπόραγε να πάει κοντά, νηστικός– και η μάνα μου πάαινε στο χωράφι κι είχε ψωμί στον ντορβά της –είχε ψωμιά η μάνα μου, είχε χωράφια και έφτιαχνε– και λέει: «Τι κάνεις εδώ, Νίκο;». «Πεθαίνω!», λέει. «Από τι πεθαίνεις;». «Απ’ την πείνα», λέει, «πεθαίνει η οικογένειά μου όλη!». Είχε πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, έξι. Και δυο αυτοί, οχτώ! «Τι λες;», λέει η μάνα μου, «Σήκω να σου δώκω λίγο ψωμί και τυρί να φας». Ξινοτύρι, κι ό,τι τι είχε στον ντορβά της. Και το ‘δωκε και το ‘φαγε και στυλώθηκε και πήγε στα πράματα ύστερα. Και σηκώνεται η μάνα μου την άλλη τη μέρα και λέει τη μάνα της: «Μάνα, να πάρεις τούτο εδώ τ’ αλεύρι να το πας στην Πανάγιω. Λέει πεθαίνουν απ’ την πείνα, δεν έχουν να φαν τα παιδιά της!». Και το πήγε τ’ αλεύρι η γιαγιά μου και το ‘φτιαχνε κουρκούτι κάμποσες μέρες. Πότε να φαν... Έφτιαχνε κι η μάνα μου κουρκούτι, έβραζε το κουρκούτι όπως φτιάχνουμε την κρέμα και βάναμε γάλα μέσα και το τρώγαμε και τι καλό που ‘ταν! Μ’ έρχονταν καλό εμένα. Το φτιάχναμε κουρκούτι να φάμε, τι να φάμε άλλο; Έρχονταν διακονιαραίοι, πέρναγαν –ζητιάνοι τους λένε τώρα–, χάλευαν από μια χούφτα τόση δα. Χάλευαν να πάρουν κι έδωνε η μάνα μου, έδωνε... Και τι να τους κάνει; Ο κόσμος δεν είχαν, πόσοι πέθαναν απ’ την πείνα! Μια θειά της μάνας μου σηκώθηκε το πρωί η νύφη της να πάει στην εκκλησιά πιάτο και πήρε να σκουπίσει αυτήν και της λέει: «Βασίλαινα, δωσ’ μου λίγο σταράκι απ’ αυτό που ‘βρασες». Λέει: «Άμα πάω στην εκκλησιά και μείνει, θα σε φέρω. Τώρα από τούτο δω δε σου δίνω!». Και όπως στρίβει, τσουκ, έπεσε και πέθανε η γριά. Απ’ την πείνα. Και τη φώναζε μία φορά τη μάνα μου τη φώναξε: «Γιωργού μου, έχεις τίποτα στον ντορβά σου; Πεθαίνω απ’ την πείνα και νερό άμα έχεις, φέρε να πιώ, να γεμίσει τ’ άντερό μου». «Έχω ψωμί, θειά, να σε φέρω». «Φερ’ το!». Δεν είχαν ο κόσμος να φάν'. Τα πήραν όλα τότε οι Γερμανοί. Τι έφτιαξαν τότε; Άφηκαν τίποτα πουθενά; Έρχονταν απ’ τον κάμπο, τους κυνήγαγαν οι Γερμανοί –θυμάμαι, ήμαν μικρό κοριτσάκι– κι ήρθανε καμιά δεκαριά γυναίκες απάνω εκεί που ‘μασταν εμείς απ’ το– «Αχλαδιά» το λεν τώρα εδώ, τότε το ‘λεγαν «Αμαρλάρι»... Και ήρθαν εκεί νηστικοί. «Δεν πήραμε τίποτα, δεν πήραμε τίποτα! Αφήκαμε τη γομάρα δεμένη κάτω στη λάκα, πάει η γομάρα!», έλεγαν, είχαν μια γομάρα. Και τους έδωκε η μάνα μου, τους έβαλε εκεί μπομπότα, θυμάμαι, είχαμε. «Ό,τι να ‘ναι», της είπε της μάνας μου, «ό,τι να ‘ναι! Φέρε να φάμε, είμαστε νηστικοί!». Έκατσαν κάνα-δυο μέρες και έφυγαν ύστερα, έφυγαν οι Γερμανοί. Ως αυτού ήρθαν οι Γερμανοί, μας κυνήγαγαν. Κι ήρθαν και Ιταλοί εδώ, τότε τους αιχμαλώτισαν τους Ιταλοί κι ήρθε η μάνα μου να ψωνίσει με τον πατέρα μου εδώ στην Καστανιά κι ήταν εδώ πέρα, λέει η μάνα μου, στον Τζοβάρα, προς τα πέρα εδώ στον Άη-Λιά, γιομάτο Ιταλοί! Και είχαν τα τουφέκια, αλλά και τα ‘χαν κάτω τα τουφέκια και λέει η μάνα μου: «Τώρα θα μας σκοτώσουν αυτοί!», λέει. «Δεν είναι, είναι παραδομένοι», λέει ο πατέρας μου, «είναι μούσι κάτω. Δεν μας κρένουν τίποτα!». Και τους πήραν ύστερα, έφυγαν αυτοί και πήγαν πέρα στο Νεοχώρι οι Ιταλοί και τους μοίρασαν εδώ στα χωριά. Είχε κι η μάνα μου έναν Ιταλό, τον πήρε η μάνα μου τον Ιταλό, δεν ήξερε από τίποτα, αρχοντομαθημένος. Είχε ο μπάρμπας μου έναν που ήταν γιατρός. Τον πήρε ο μπάρμπας μου και τον έβαλε στα πράματα και τον έβαλε να κουβαλάει κλαρί ζαλίκα –μπάτσα– και δεν ήξερε και έπεφτε μες στο χιόνι και δεν μπόραγε να σηκωθεί κι εκείνον που ‘χε η μάνα μου κάτι τον έδωνε, έτρωγε η μάνα μου και τον έπαιρνε και μες στη φαμιλιά της. Ένας μπάρμπας μου αδακεί τον είχε έναν τον έλεγαν Αντώνη, κόπηκαν τα παπούτσια του, κάτι πέδιλα είχε –τους αιχμαλώτισαν τότε αυτούς τους Ιταλοί– και ήρθε εκεί και τον φώναξε η μάνα μου: «Έρχεσαι εδώ, Αντώνη, να με σκίσεις ένα ξύλο να το βάλω στη φωτιά και να σου δώκω να φας». «Θα ‘ρθώ!». «Τι έφαγες σήμερα;». «Νερό και ψωμί. Μου έδωκε ένα κομμάτι ψωμί ο Βασιλάρας», Βασίλη τον έλεγαν, Βασιλάρα. «Και πήγα στο ρέμα και το ‘βρεξα στο νερό και το ‘φαγα!». «Έχω πίτα», του ‘πε η μάνα μου, «έλα να φας». Κι εκεί που ‘κοβε τα ξύλα, λέει η μάνα μου, πώς παραπάτησε και κόπηκε ένα λουρί εδώ απ’ το πέδιλό του. «Ω ρε κερατά Μουσολίνι, ρε κερατά Μουσολίνι!». Έβρισε τον βασιλιά, τον έλεγαν Μουσολίνι. Αυτός και έφυγε, τους κράτησαν καμπόσο καιρό, τούς έδωναν από 1 λίρα έπαιρναν αυτού που τους πλήρωναν, τώρα δε ξέρω, και έφυγαν οι Ιταλοί ύστερα και πήγαν στην πατρίδα τους. Και τον έστειλε γράμμα τον Βασίλη αυτός και τον είπε: «Τώρα έπρεπε να σ’ έχω εδώ να σε κόψω από κόμπο σε κόμπο! Αυτό που μ’ έκαμες! Νηστικός!». Τον έβαζε κι έσκαβε, ξεστρεμμάταγε, έκοβε τα δέντρα να φτιάξει χωράφι. Ξέρεις τι τράβηξαν ο κόσμος τότε; Ιταλοί είχαν οι μπαρμπάδες μου –δυο αδέρφια της μάνας μου– τους είχαν στο σπίτι τους μέσα, τους τάιζαν όπως τα παιδιά τους κι έσκαβαν εκεί, τους ξεστρεμμάταγαν κι έβρισκαν χελώνες, μέσα βαθιά πάει η χελώνα το χειμώνα και βρήκαν καμιά δεκαριά και ήρθαν και πήραν το καζάνι απ’ τη μάνα μου. «Τι το θέλετε το καζάνι;», λέει η μάνα μου. «Να βράσουμε τις ταρταρούγες. Βρήκαμε ταρταρούγες!». Τις τρώνε οι Ιταλοί τις χελώνες. Και το πήραν το καζάνι και... «Πώς τις κάνατε;», λέει η μάνα μου. Το ‘φεραν το καζάνι. «Τις πιάνουμε απ’ το λαιμό και τραπ! Βγαίνει απ’ το καβούκι». Και τις τρων. Η χελώνα, λέει, όπως έχει το κοτόπουλο είναι το κρέας. Εκείνοι οι Ιταλοί τότε. Το θυμάμαι εγώ που τ’ άκουγα αυτά. Και μας έλεγε ένας μπάρμπας μου, ήταν φαντάρος, και τους πήρανε στην Ιταλία –ξέρω πώς έφτασαν στην Ιταλία– και πήγαν σε μια ταβέρνα να φαν. Λέει: «Τι έχετε να φάμε, τι έχετε εδώ;». «Έχουμε εκείνο, τ’ άλλο, κότα γαλήνα...». Έτσι την έλεγαν τη χελώνα. «Κότα γαλήνα», λέει, είπαν και αυτοί να φαν. Λέει: «Θέλω προς νερού μου. Πού πααίνετε εδώ;». «Σύρε εκεί από πίσω». Πάει εκεί από πίσω αυτός, κοιτάει, τι να δει; Όλο χελωνοκαύκαλα! Απ’ τις χελώνες. Πάει μέσα. «Τι έχετε εδώ από πίσω; Τι είναι αυτά τα καβούκια αυτού;». «Είναι απ’ τις κότες τις γαλήνες», λέει. «Τέτοια θα μας δώκετε να φάμε;». «Ναι. Ξέρεις τι ωραίο φαγητό είναι;». «Τις χελώνες; Εμείς δεν τις τρώμε τις χελώνες». Τις τρώνε οι Ιταλοί. Και τ’ άλογο το τρώνε... Οι Γερμανοί το τρων τ’ άλογο. Αυτά άκουγα εγώ τότε.

Χ.Π.:

Και τον Ιταλό που είχε η μητέρα σας στο σπίτι;

Ε.Ο.:

Η μάνα μου τον είχε τον Ιταλό και να τη βοηθάει στο χωράφι. Να κάνει και χωράφι, να βαρεί και καμιά μάντζα, όπως βαράγαμε... Και τον έστελνε και να φυλάει και τα βόδια, τα τάιζε η μάνα μου και να τα πααίνει εκεί τρόιρα να τα βοσκάει –δεν είχε να τα ταΐσει–, να τα βοσκάει να τα ζέψει στο χωράφι. Δεν είχε ιδέα ντιπ! Ούτε γνώριζε ποιο ήταν το δικό μας και ποιο ήταν του αλλουνού. Και μια φορά τής έφερε άλλα βόδια εκεί, του Βασίλη, του μπαρμπα-Βασίλη από κει. «Πού τα ‘χεις τα βόδια, Σέτιμο;», τον έλεγαν. «Εδώ». «Αυτά δεν είναι δικά μου, γιε μου, είναι του Βασίλη!», λέει. «Τα δικά μου πού είναι;». «Πού ξέρω;», λέει. «Ποια ήταν δικά σου και ποια ήταν...». Έφερε δυο. Δεν ήξερε ο άνθρωπος, τι ήξεραν; Άλλοι δεν ήξεραν και να κουβεντιάσουν τη γλώσσα, δεν ήξεραν. Μια θειά μου –μια αδερφή της μάνας μου– είχε έναν καλόν Ιταλό. Τον πήρε ο στρατός με το μουλάρι της –είχε μουλάρι η θειά μου και τον πήρε ο στρατός και τον πήρε μηνιγό κοντά απ’ αυτού και στο Καρπενήσι και πήγαν στο Κεράσοβο –πού είναι το Κεράσοβο σα κάτω αυτού, δεν ξέρω πού είναι– και πάει το μουλάρι, πάει κι ο Ιταλός... «Πάει το μουλάρι», έλεγε η θειά μου. Πέρασε ένας μήνας και κάθονταν εκεί στην πόρτα της η θειά μου και κοίταγε όπως καθόμαστε τώρα να κοιτάμε πέρα κατά τον Σταυρό. Κοιτάει... Εκείνο το μουλάρι της θειάς μου ήταν σημαδιακό, ήταν κομμένη η ουρά του κι είχε τόση δα ουρούλα κι ήταν κολοβό και φαίνονταν. Εκεί που κάθονταν η θ[00:40:00]ειά μου, κοιτάει, ένας άνθρωπος, ένας άνδρας μ’ ένα μουλάρι κολοβό. Τον λέει τον μπάρμπα μου: «Ακούς Γιώργο; Εκεί από πέρα τώρα δα από αυτό πέρασε ένα μουλάρι κάτω κι ένας άντρας. Σαν το δικό μας το μουλάρι». «Τώρα περιμένεις μουλάρι εσύ κι Ιταλό;». «Δεν περιμένω, αλλά είδα», λέει. Σα κάτω, σα κάτω κοιτάει, ο Ιταλός! Ήρθε με το μουλάρι. «Κοιμόμαν στο καπίστρι», λέει, «εκεί στο μουλάρι. Δεν τ’ άφησα ντιπ το μουλάρι!». Και τον απέλυσαν από κει, απ’ το Καρπενήσι κι ήρθε. Αυτό και τον είχε η θειά μου και πού τον είχε τον Ιταλό! Και πήγε στην Ιταλία και την έστελνε γράμμα ολοένα: «Πέρασα πολύ καλά», της έλεγε της θειάς μου, «πολύ καλά σε σένα πέρασα!». Έτρωγε, μες στην οικογένεια τον είχε. Αλλά άλλοι από αυτό, τι τράβαγαν... Δεν είχαν και να φαν και μοναχοί τους...

Χ.Π.:

Και πώς έφυγε από εσάς μετά ο Ιταλός;

Ε.Ο.:

Αρρώστησε. Και αυτοί είχαν έδρα στο Νεοχώρι και πήγε στο Νεοχώρι, τι έγινε; Γέρεψε, δε γέρεψε... Του ‘δωκε η μάνα μου παντελόνια, θυμάμαι, κάτι μπλούζες, κάτι πουκάμισα, ρούχα ν’ αλλάξει... Και έφυγε. «Άμα θα γίνω καλά, θα ‘ρθώ», της λέει της μάνας μου. Δεν ματαήρθε. Ήταν πολλοί Ιταλοί μες εδώ στην Ελλάδα τότε. Πολύ κόσμος!

Χ.Π.:

Και πώς συνεννοούνταν η μητέρα σας με τον Ιταλό;

Ε.Ο.:

Ήξεραν, ήξεραν, πολλοί ήξεραν ελληνικά. Άλλοι ήξεραν, άλλοι δεν ήξεραν... Συνεννοούνταν, συνεννοούνταν... «Τι έφαγες σήμερα, Αντώνη;», τον έλεγε εκείνον που τον είχε ο Βασίλης. «Νερό και ψωμί». Ίσα να ζουν. Αυτούς τους αιχμάλωτοι που έπαιρναν –τώρα ησύχασαν ο κόσμος, δεν έχει πόλεμο– τους αιχμάλωτοι που έπαιρναν κι από δω απ’ την Ελλάδα, τι τράβαγαν; Τράβαγαν χάλια!

Χ.Π.:

Και εκεί πέρα στα Σαραντάπορα, όταν ήσασταν μικρή, πώς παίζατε, τι κάνατε;

Ε.Ο.:

Με τι παίζαμε; Άσε εγώ δεν έπαιξα ποτέ που έπαιζαν τ’ άλλα... Παίζαμε, «πατό» το λέγαμε, τα τέσσερα με τη– Πώς την έλεγαν; Μια πλάκα πετάγαμε. Είχαμε χαράκια, μπατ στο ένα το χαράκι, στ’ άλλο, άμα έπεφτε στην γραμμή καιγόσουνα, το ‘παιρνε το άλλο. «Πατό» το λέγαμε εμείς, παίζαμε. Παίζαμε και το σκοινάκι με τριχούλα, παίζαμε τέτοια. Μας έφτιαχνε η μάνα μου και με μια θειά μου κούκλες με μπαλώματα, κουρέλια, τις έφτιαχνε καλές –νυφούλες τις λέγαμε–, τις έραβε, τις έφτιαχνε κεφαλάκι και καθόμασταν και παίζαμε μ’ αυτά. Τι ήταν τότε να παίξουμε; Ούτε μπάλα υπήρχε, δεν ήταν μπάλα. Και ο παππούς μου μια φορά, κάτσαμε εκεί στον παππού μου με μια ξαδέρφη μου και παίζαμε... Και λέει: «Δεν τ’ αφήνετε εδώ τις κούκλες αυτού. Θα τις κοιτάξω εγώ, να πα’ να πάρετε, να γεμίσετε τη φτσέλα νερό». Και πήγαμε και τη γεμίσαμε τη φτσέλα εμείς και την πήραμε και τα δυο, ήμασταν μικρά –ίσα τον θυμάμαι τον παππού μου, ήμαν 7 χρονών– και λέει: «Έκλαψε μία, την κούνησα, την πήρε ο ύπνος». Και ακόμα μ’ έρχεται. «Πώς έκλαψε», έλεγα ‘γω, «το μπάλωμα; Πώς έκλαψε αυτή και ποτέ δεν ματακούστηκε;». «Έκλαψε μία εδώ και την κούνησα λίγο και την πήρε ο ύπνος». Πώς μας γέλαγαν τα μικρά. Ναι, ήταν τότε αυτά... Τώρα, που βγήκαν τα κινητά, είναι ζωή-παραζωή! Κάθονται, τα βλέπουν όλα τα παιδάκια. Τότε τι ήταν; Ούτε τα παιδιά μου εμένα είχαν, ούτε... Και συ, πότε πήρες κινητό; Τότε που πάαινες στην αρχή στο σχολείο, δεν ήταν κινητά. Δεν ήταν, δεν ήταν όχι.

Χ.Π.:

Και αυτό το ξινοτύρι και το βούτυρο πώς το κάνατε;

Ε.Ο.:

Το κοπανάγαμε στη βούρτσα και το βράζαμε το ξινόγαλο και γίνονταν το ξινοτύρι. Το βούτυρο έβγαινε από πάνω και είχαμε μια κάδη τόση και την είχαμε γεμάτη βούτυρο και είχα έναν πρώτο ξάδερφο, ήταν στ’ αντάρτικο, αντάρτης, ήταν χωροφύλακας στο στρατό και έφυγε από χωροφύλακας και πήγε στ’ αντάρτικο, αριστερός! Ο πατέρας μου τον έδωσε λεφτά τότε και πήγε χωροφύλακας κι ύστερα έφυγε, δεν πάαινε στον πατέρα μου, φύλαγε πότε θα φύγει ο πατέρας μου από κει απ’ το σπίτι, να ‘ρθεί, να πάρει να φάει. Ήμαν εγώ εκεί, τον έδωνα. Έπαιρνε ψωμί, το ‘κοβε φέτα και βούτυρο και φέτα... Και έτρωγε και πάαινε είχε... Στο δρόμο –δεν είναι πολύ πάνω, από δω ως τη Γουρούνα– ήταν ένας μεγάλος κέδρος είχε κλωνάρια έτσι κάτω και από κάτω το ίσιωσε και έβαλε πλάκες και το ‘φτιαξε γιατάκι. Κι είχε κάπα –κάπες τις έλεγαν τότε, μεγάλες κάπες, τσουλόκαπες– και κάθονταν εκεί αδακεί, από κάτω, σαν από δω ως το Βασίλη τον Ζιάκανο εδώ... Πέρναγε ο στρατός και τον έβλεπε, αλλά αυτός δεν φαίνονταν εκεί που ήταν. Και αδακεί να πέρναγαν, δεν φαίνονταν. Ήταν κάτω τα κλωνάρια κι αυτός ήταν στη ρίζα απάνω. Και μόλις έφευγε ο πατέρας μου, έρχονταν ο Βαγγέλης ο Καραβάνας. Τον έπιασαν ύστερα ο στρατός, τον πήγε στη Βίνη... Ήταν ένας άντρας 30 χρονών, 29 χρονών, όμορφος, γραμμένος. Και τον είπαν: «Θα σε χαρίσουμε τη ζωή να φύγεις απ’ τ’ αντάρτικο και να ‘ρθείς στο στρατό». «Όχι», λέει, «δεν έρχομαι». Και τον τουφέκισαν εδώ από πίσω στο κεφάλι. Τον τουφέκισαν και τον έθαψε ένας από κει, απ’ τη Βίνη, είναι ένας φίλος του. Την είπαν τη θειά μου ύστερα –η θειά μου είχε εννιά παιδιά κι αυτή– και όταν ήρθαμε από καταδιωκόμενοι, από σα κάτ’, τον ονειρεύονταν κάθε βράδυ η θειά μου: «Μάνα μου, να ‘ρθείς να με ξεχώσεις!». Έλεγε στον έναν η θειά μου η Βασίλω: «Ελάτε να πάμε εκεί κάτω που ονειρεύτηκα τον Βαγγέλη μου. Τώρα εκεί τον πήγαν τον Βαγγέλη, εκεί κάπου θα τον βρεις...». Δεν πάαινε κανένας. Είχε έναν γαμπρό, τον λέει: «Μήτσο, έρχεσαι να πάμε;». «Έρχομαι», λέει. Και σηκώθηκαν απ’ αυτού και απ’ την Κουφάλα, στην [Δ.Α.] πέρασαν κάπου... Πού είναι η Βύνη; Πού ξέρω, εκεί σα κάτω κάπου είναι, κατά το Αγρίνιο... Και πήγαν και: «Πού θα σε βρω, Βαγγέλη μου;», τον έλεγε η θειά μου. Και της είπε ότι: «Θα με βρεις... Το πρώτο σπίτι που θα βρεις, σ’ εκείνον να ρωτήσεις και εκείνος θα σε πει». Πάει κι η θειά όπως ονειρεύτηκε: «Θα πάω», λέει, «αφού το ονειρεύομαι». Πάει εκεί, βροντάει την πόρτα, βγήκε μια γυναίκα στην πόρτα, λέει: «Μήπως ξέρεις εδώ πού έχουν έναν Βαγγέλη Καραβάνα χωμένον;». «Δεν ξέρω τίποτα εγώ, θειά μου, τι να σε πω; Δεν ξέρω τίποτα!». Έκλεισε την πόρτα, πάει μέσα. Της λέει ο άντρας της: «Ποιος ήταν;». Λέει: «Ποιος ήταν! Ήρθε μία και με ρώταγε πού έχουν έναν Βαγγέλη Καραβάνα χωμένον». «Πού είναι τώρα;». «Πάνε σα πέρα αυτού». «Εγώ τον έχω χωμένον!», λέει. Κόβει πέρα αυτός πάει και βρίσκει τη θειά μου, της λέει: «Έλα εδώ, εγώ τον έθαψα τον Βαγγέλη. Έλα να πάμε». Και πήγαν και τον ξέχωσε η θειά μου και τον πήρε ζαλίκα από κει και τον έφερε Σαραντάπορα και «όλο τον δρόμο», έλεγε ο γαμπρός της, «όλο τον δρόμο δεν έπαψε ούτε ένα λεπτό! Έκλαιγε... “Πώς ήσουν άντρας, Βαγγέλη μου, και πόσος έγινες και σε πήρα ζαλίκα”». Και ήρθε κι η θειά μου και πέθαινε κι είπε η θειά μου ότι: «Θα πεθάνω τώρα», τα ‘πε τα παιδιά της, «θα πάω να βρω τον Βαγγέλη». Το σκότωσαν το παιδί της. Ναι, παιδί παίδαρος! Παίδαρος! Είναι και τα όνειρα.

Χ.Π.:

Και με την αντίσταση στα Σαραντάπορα τι γινότανε; Πριν τον Εμφύλιο... Θυμάστε τίποτα;

Ε.Ο.:

Εγώ θυμάμαι τότε με την Αλβανία, δεν θυμάμαι με την αντίσταση. Με την Αλβανία, θυμάμαι, που πήραν τον μπάρμπα μου, τότε επιστράτευσαν τότε το αυτό και τον πήραν έναν αδερφό της μάνας μου να πάει στην Αλβανία που πολέμαγαν τότε. Και πέρασε από κει απ’ το σπίτι και του ‘βρασε η μάνα μου τρία-τέσσερα αυγά και τα ‘βαλε στην τσέπη του η μάνα μου, να τρώει στο δρόμο που θα πάει. Και πήγε ως το Βλοχό –εδώ κάτω– πήγε ο μπάρμπας μου και τους είπαν: «Τα κανόνισαν, σταμάτησε ο πόλεμος». Και γύρισε πάλι ο μπάρμπας μου απ’ την Αλβανία. Τότε σκοτώθηκαν πολλοί εδώ! Εδώ στην Καστανιά σκοτώθηκαν δυο, ο άντρας της Τασιάς που είχε τον Καλλιώρα –που ήρθε γαμπρός ο Καλλιώρας αυτού, την είχε θειά την Τασιά η Καλλιώρενα– ο άντρας της και ένας άλλος Γιάννης –πώς λέγονταν αυτός;– Γιάννης ο άντρας της Αγγέλως. Ζιάκανος λέγονταν; Απ’ του Καραγιάννη αδερφή, απ’ τους Καραγιαννέους δυο σκοτώθηκαν τότε από δω απ’ τη Καστανιά στην Αλβανία. Κι άλλοι πολλοί σκοτώθηκαν, αλλά δεν τη θυμάμαι καλά εγώ την Αλβανία. Ήταν πριν το ‘47 πριν, πριν θα να ‘ταν...

Χ.Π.:

Και εσείς πότε γεννηθήκατε;

Ε.Ο.:

Εγώ το ’37, το ‘37 γεννήθηκα εγώ. Τότε το ‘40 ήταν η πείνα ύστερα. Με την πείνα πόσοι πέθαναν τότε... Πού είχαν να φαν; Τότε θα να ‘ρθαν οι Γερμανοί μου φαίνεται και τα πήραν όλα. Τότε πήγαν και βομβάρδισαν το Γοργοπόταμο οι αντάρτες και σταμάτησαν ύστερα, είχαν να πάρουν άλλα από δω, πού να τα βγάλουν; Το θυμάμαι. Ένας μπάρμπας μου –αδερφός της μάνας μου– ήταν αριστερός... Κι άλλοι, αυτός μοναχά ήταν; Και χόρευαν το Πάσχα... Τότε με το στόμα χορεύαμε το Πάσχα –τρεις μέρες είχαμε χορό– και ο μπάρμπας μου τραγούδαγε όλο, «Μπήκαν αντάρτες στα χωριά, τα ρουμελιώτικα παιδιά Τ’ άλλο έλεγε: Βροντάει, βροντάει, μάνα μου, βροντάει στο Γοργοπόταμο το ανταρτικό τουφέκι». Όλη τη μέρα αυτό το τραγούδι έλεγαν οι αριστεροί! Αυτά τα τραγούδια έλεγαν. Ήταν αριστερός ο μπάρμπας μου... Ήταν... Πολύ, πολύ, πολύ στ’ αντάρτικο. Kαι τότε που θε να πεθάνει, πήγε στο νοσοκομείο στην Αθήνα –τον πείραξε η καρδιά– και της είπε της γυναίκας του: «Φύγε, γυναίκα, θα πεθάνω απόψε». Και πήγε να φύγει η γυναίκα του και γύρισε αυτή απ’ τη πόρτα. «Γύρνα να σε πω. Ήθελα να ζήσω να ιδώ τι θα γίνει το ΕΑΜ! Θα κερδίσει καμιά φορά;». [00:50:00]Και πέθανε. Το ΕΑΜ ήταν αυτοί, οι αριστεροί. Η Μαριγούλα, η Μαριγούλα είναι κάθε αυτού, ήταν αυτοί αριστεροί και είχε και ένα μπάρμπα –θα σ’ είπε η μάνα σου– Αγραφιώτης, αυτός ήταν. Κι ήταν ένας απ’ τα Σαραντάπορα ο Θάνος... Και ο Φλωράκης, αυτοί ήταν οι καπεταναραίοι εδώ σα πάνω. Αυτός ο Αγραφιώτης ήταν καλός άνθρωπος, δεν έκανε κακό. Αλλά άλλοι... Αυτός ο Θάνος... Σκότωνε κόσμο, σκότωσε σαράντα άντρες απ’ τα Σαραντάπορα! Τους πήρε τη νύχτα, όσοι ήταν δεξιοί, τους πήρε όλους! Έβαλε νύχτα αντάρτες και τους πήρε και τους πήγε στη Βουλγάρα. Κι έμαθαν αυτού– Όχι έμαθαν, τα παιδιά τους –πήραν τον πατέρα τους–, πήδηξαν να τον πάρουν τον Γιάννη τον Τσιτσιμπή, πήδηξαν να τον πάρουν κι ήταν νύχτα και τους άμπωξε έναν σα δω κι έναν σα κει και πήδηξε κάτω –μπροστά στην αυλή είχε λίγο τοίχο– και πήδηξε κάτω απ’ τον τοίχο του κι ήταν νύχτα και δεν μπόρεσαν να τον βρουν. Και πήραν τη γυναίκα του και τον πατέρα του οι αντάρτες. Και έκλαιγαν τα παιδιά της αυτηνής, της Γιάνναινας. Κι αυτή: «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου!», είπε αυτή η κοπέλα, «να γυρίσω να τα πάρω και τα παιδιά μου!». Και τη χτύπησε αυτός με το τουφέκι ο αντάρτης και τους πήγαν στη Βουλγάρα και πάει ο Γιάννης ύστερα τη μέρα στα Σαραντάπορα και χτύπησε την καμπάνα και βγήκαν. Λέει: «Αν δεν φέρετε τη γυναίκα μου και τον πατέρα μου», λέει, «εγώ τους αριστεροί θα σφάξω γυναικόπαιδο!». Και έστειλαν έναν αδερφό της μάνας μου και πήγε στη Βουλγάρα και πρόλαβε την παπαδιά –είχαν πάρει την παπαδιά, τον παπά– την παπαδιά, τον Λουκά τον Βούργαρη και... Ποιόν άλλον; Τρεις. Τη Τσιουμπογιάνναινα, αυτήν που είχε με τα παιδιά. Αυτοί, τους άλλους τους σκότωσαν ως να πάει. Τους σκότωναν και τους άνοιξαν έναν λάκκο και τους έχωναν μέσα όλους! Τους απόλυσαν και τους πήρε ένας αντάρτης και τους έφερε στο Μαυρόλογγο –απάνω απ’ το βουνό– και έκατσαν εκεί αυτοί, χάζεψαν. Είδαν τόσα και τόσα που σκότωναν τον κόσμο και πέρασε ένας μηνιγός απ’ το στρατό –απ’ τη Μολόχα ήταν– και τους είδε: «Τι κάνετε εδώ;». «Έτσι και έτσι, μας έφεραν εδώ», λέει, «και δεν μπορούμε να πάμε στο σπίτι μας, Σαραντάπορα!». Τους παίρνει αυτός και τους πααίνει καβάλα στα μουλάρια του και τους πήγε στα Σαραντάπορα και πάαινε μία, ρώταγε: «Είδες το παιδί μου; Είδες τον άντρα μου;». «Όσοι πήραν, δεν είναι κανένας ζωντανός! Εμείς οι τρεις μοναχά γλιτώσαμε». Κι αυτοί γλίτωσαν και παν τώρα, πέθαναν, έχει χρόνια... Έφτιαχναν... Σκότωναν αράδα. Δεν κόταγες να πας πουθενά τότε. Είχε ο πατέρας μου τότε, είχε έναν αδερφό στο στρατό κι αρρώστησε στο στρατό –μεγαλύτερος ήταν απ’ τα παιδιά, η γιαγιά μου είχε εννιά παιδιά, η γιαγιά μου, τρία κορίτσια και πέντε αγόρια– κι ήρθε στο σπίτι και της έλεγε της μάνας του: «Μάνα, ποιος είναι αυτός που είναι στη πόρτα με το γιαταγάνι στα χέρια;». Έβλεπε το χάρο! Ναι... «Με το γιαταγάνι», έλεγε. Και πέθανε κι έφερε δυο πιστόλια απ’ τον στρατό –τούς τα ‘δωναν τότε– και τον είπε τον πατέρα μου: «Φώτη, ετούτο, εγώ μπορεί να πεθάνω, αλλά αυτά τα πιστόλια να τα κρατήσεις εσύ να πλακώσεις τους Λιαπαίους, να τους σκοτώσεις όλοι!». Ήταν κάτι Λιαπαίοι, ήρθαν από κάτω απ’ το Μαυρίλο –ξέρω ‘γω πού είναι το Μαυρίλο; Αυτού προς τα κάτω– και πήραν κι άνοιγαν χωράφια, ήρθαν κατοίκεψαν εκεί. Και δεν τους ήθελαν, αυτός δεν τους ήθελε ντιπ τους Λιαπαίοι. Ο πατέρας μου, όπως τα ‘δωκε, λέει, τα ‘ριξε μες τ’ αμπάρι και μήτε τα κοίταξε, ο πατέρας μου ήταν καλή ψυχή. Κι ήξεραν ότι τα ‘χε ο πατέρας μου τα πιστόλια, έρχεται ένας αντάρτης μια φορά απ’ τα Σαραντάπορα –ήταν αντάρτης– τον λέει: «Μπαρμπα-Φώτη, θέλω το πιστόλι», το ένα ήξεραν, τ’ άλλο δεν το ‘ξεραν, λέει: «Κάπου το ‘χω βαλμένο», λέει ο πατέρας μου, «άμα το βρω, θα το δώκω. Δε το θέλω;». «Άμα δε το βρεις, μια πιθαμή θα σε κοντέψουμε!». Και ο πατέρας μου το ‘χε βάλει μέσα σε μια θημωνιά, έβαλε κλαρί και το πήρε και το ‘βαλε μέσα, μην το βρουν μες το σπίτι. Και πήγαν και χάλασαν μια θημωνιά με τη μάνα μου και το πήγαν και το ‘δωκαν στους αντάρτες. Θα τον έσφαζαν! Και έλεγε ο πατέρας μου: «Τ’ άφηκε ο αδερφός μου, ο Μήτρος, να το ‘χω». Δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Αντάρτες... Έκανες πέρα, έρχονταν... Πάαιναμε με τη μάνα μου, μια φορά θυμάμαι που πάαιναμε, και έρχονταν μια ανταρτοπούλα, ομορφότερη γυναίκα δεν έχω ιδεί! Έρχονταν το βράδυ –πάαινε κάτω κατά Σαραντάπορα, εμείς πάαιναμε στο μαντρί– και έρχονταν τραγουδώντας αυτή και θυμάμαι που έλεγε: «Ταμ ταραλάμ, ταραλάμ», σαν να την ακούω τώρα δα! Τη λέει τη μάνα μου: «Μήπως ηύρες τίποτα παλικάρια να περάσουν κάτω;». «Δεν βρήκα», λέει η μάνα μου. Αντάρτες ήταν. «Πώς σε λένε;», της λέει η μάνα μου. «Λευκοθέα», λέει. «Άμα θα βαφτίσω, γεννήσει η κουμπάρα μου και κάνει κορίτσι, “Λευκοθέα” θα το πω!». Και το ‘πε «Λευκοθέα» ένα κορίτσι. Αλλά πού; Εκείνη είχε ένα κατσαρό μαλλί, μια όμορφη, μια καλή! Ανταρτοπούλα ήταν. Αυτά θυμάμαι εγώ, Χριστίνα, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο απ’ τη ζωή μου. Τώρα τούτα δεν τα θυμάμαι ντιπ, τίποτα.

Χ.Π.:

Τι έθιμα είχατε Χριστούγεννα, Πάσχα, τι έθιμα κάνατε; Τι είχατε;

Ε.Ο.:

Τα Χριστούγεννα σφάζαμε το γουρούνι. Γουρουνοχαρά είχαμε! Γιορτάζαμε τα Φώτα, κάναμε γιορτή, χορεύαμε... Tότε, που ήταν ο πατέρας μου, ήταν κοντύτερα ο πατέρας μου. Το Πάσχα, σου λέω, χορεύαμε τρεις μέρες στην εκκλησία, μαζεύονταν όλο το χωριό! Τότε που ήμαν εγώ 18-20, ήμασταν απάνω από εξήντα κορίτσια το Πάσχα. Κι έλεγαν –είναι ακόμα ένας Θωμάς Τσιτσιμπής–: «Ποιο ήταν άλλο καλύτερο κορίτσι; Η Σαββούλα του Κωσταρέλου!», έλεγαν τότε. «Η Σαββούλα ήταν κούκλα!». Τότε η μάνα μου –έπαιρνε μισθό ο πατέρας μου– και μας έπαιρνε ρούχα και βάναμε και εγώ τότε, θυμάμαι, μ’ έραψε ένα ταγιέρ η μάνα μου γκρι –την έχω εδώ μέσα τη ζακέτα ακόμα, την έχω τη ζακέτα– και με πάαινε το γκρι... Κι έλεγαν: «Η Σαββούλα ήταν, του Κωσταρέλου!». Εξήντα κορίτσια ήμασταν. Κόσμος τότε; Πολύ, λαός! Αυτό είχαμε, που είχαμε τα πανηγύρια το καλοκαίρι. Πάαιναμε, αρχίναγαν απ’ του Άη-Γιωργιού, πάαιναμε στη Νεράιδα, ύστερα πάαιναμε του Αγίου Αθανασίου στο Μαυρόλογγο, στις 2 απ’ το Μάη... Πάαιναμε το καλοκαίρι στον Άη-Γιάννη απάνω στην Τριφύλλα –το λέγαμε–, πάαιναμε στη Μολόχα της Αγιάς Παρασκευής. Του Αγίου Κωνσταντίνου είχαμε εμείς, είχαμε και του Άη-Λιός –είχαμε Άη-Λιά– είχαμε και τον Άγιο Παντελεήμονα εδώ –θα τον έχεις ακούσει τον Άγιο Παντελεήμονα– εδώ στα Γιαννουσέικα... Πάαιναμε και στις 15 στα Γιαννουσέικα της Παναγίας. Πάαιναμε στο Μοναστηράκι, το Μοναστηράκι ήταν... Έρχονταν και δεσποτάδες τότε στο Μοναστηράκι έρχονταν, έρχονταν πολλοί παπάδες! Ξακουστό ήταν το Μοναστηράκι. Είναι καλόγερος τώρα εκεί στο Μοναστηράκι. Τότε ήταν μοναστήρι ήταν και καλογέροι. Αυτό το μοναστήρι, ετούτο το μοναστήρι το δικό μας εδώ απάνω και το μοναστήρι στο Καταφύγι, συνεργάζονταν αυτά τα μοναστήρια όλα, ένα με τ’ άλλο. Κι αυτή τη ζωή περνάγαμε τα καλοκαίρια εμείς. Πάαιναμε στα πανηγύρια, γάμοι, πάαιναμε να χορέψουμε. Έλεγε μια θειά μου: «Να πάμε». «Να πάμε στο γάμο, θειά;». «Πάμε! Πού να πάμε να φάμε και να χορέψουμε;». Το φαΐ! Έβραζαν κάνα κομμάτι κρέας και έτρωγαν. Πούθε αλλού; Τίποτα.

Χ.Π.:

Θυμάστε κανένα τραγούδι που λέγατε;

Ε.Ο.:

Πόσα τραγούδια λέγαμε; Ου! Αυτά τα Καλαματιανά λέγαμε, όλο Καλαματιανά! Πολλά τραγούδια! Τ’ ακούω εδώ στην τηλεόραση εγώ και τα ξέρω όλα αυτά, τα λένε αυτοί εδώ την Κυριακή. Βγαίνει ένας γέρος που... Θυμάσαι τα χρόνια που –τώρα δεν φτιάνουν– πάαιναν συναυλίες στα χωριά σα πάνω κι έλεγαν... Τα λέγαμε εμείς αυτά τα τραγούδια. Εμείς είχαμε έναν εκεί απ’ το –δυο–, τα «Πουλάκια», αυτόν τον Νίκο τον Βούργαρη –τον ξέρεις εδώ–, ο πατέρας του –τον «Σουλεϊμάνη» τον λέγαμε– τραγούδαγε τα «Πουλάκια». «Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά». Άλλον έναν τραγούδαγε «Νερατζιά». «Νερατζιά» τον λέγαμε εκείνον. Έναν τραγούδαγε το «Βελούχι», τον λέγαμε «Βελούχι». Τους λέγαμε. Ήταν πολλοί άντρες τότε, παιδιά και παιδιά και κορίτσια και... Χορεύαμε τα δημοτικά με το στόμα. Ύστερα, πήρε ο αδερφός μου κλαρίνο, έπαιζε κλαρίνο ο αδερφός μου, ένας πρώτος ξάδερφός μου έπαιζε βιολί, ένας συμπέθερός μου κιθάρα και χορεύαμε το Πάσχα, στα πανηγύρια. Αυτή τη ζωή είχαμε τότε. Και ξεφλούδαμε τα καλαμπόκια και χορεύαμε και στα καλαμπόκια! Μαζεύαμε καλαμπόκια, είκοσι φορτώματα καλαμπόκι, το σωριάζαμε και μαζευόμασταν παρέα είκοσι νομάτοι, παραπάνω, και το ξεφλούδαμε και το δώναμε στο χορό και χορεύαμε, μας έπαιρνε η μέρα με τα καλαμπόκια. Άμα ‘ρθεί απόψε, πάαιναμε σε σας, την άλλη τη βραδιά στη Πανάγιω, στο αυτό... Έτσι τα ξεφλουδάγαμε τα καλαμπόκια, παρέες-παρέες. Πότε θα ‘ρθούν τα καλαμπόκια να πάμε να ξεφλουδίσουμε να χορέψουμε. Έφτιαχναν και κάνα φαΐ κανένας. Μια φορά, η μάνα μου, θυμάμαι, πήγε εδώ στο Μεσενικόλα και πήρε σταφύλια –δυο κασόνια– με τον αδερφό της –τον μπάρμπα μου: «Και να ‘ρθείτε να ξεφλουδίσουμε, πήγα και πήρα σταφύλια», λέει η μάνα μου. Πόσοι μαζεύτηκαν! Πάει το ένα το κασόνι, το ‘φαγαν! Το ‘φαγαν. Κάτι μοσχάτα σταφύλια που ήταν εδώ απ’ το Μεσενικόλα, μη ρωτάς! Τα θυμάμαι αυτά, βαραίνουν κάτω στο μυαλό μου.

Χ.Π.:

Και την ημέρα του γάμου, όταν γινόταν ο γάμος, πόσες μέρες γλεντάγατε μετά;

Ε.Ο.:

Δεν γλεντάγαμε πολλές. Το Σαββάτο το βράδυ έκανε η νύφη γάμο, την Κυριακή το βράδυ ο γαμπρός. Έτσι τον κάναμε το γάμο τότε. Τώρα τον κάνουν μαζί, τότε έτσι. Εμείς κάναμε γάμο στα Σαραντάπορα το βράδυ και το βράδυ έκανε ο Λίας εδώ, που ‘ρθα εγώ εδώ. Ναι, και[01:00:00] τον αδερφό μου, που παντρεύτηκε ο αδερφός μου, το βράδυ έκαμε η νύφη την άλλη τη μέρα εμείς, το βράδυ. Έτσι κάναμε τους γάμοι τότε. Κόσμος μαζεύονταν! Πολύ κόσμος. Έκανε κι η μάνα μου, καλούσε πολλούς η μάνα μου, είχε τον τρόπο της και... Τότε που παντρεύτηκα εγώ, είπε ο Ηλίας, δεν είπαμε τίποτα να φαν. Πού να φαν ογδόντα άτομα; Και πόσους είχε η μάνα μου εκεί πάνω. Και λέει ο μπάρμπας μου, ο αδερφός της μάνας μου: «Εσύ, Γεωργούλα, έχεις τον τρόπο σου. Έχεις τόσα πράματα, δε σφάζεις και δυο κατσίκια να τα ψήσουμε; Να δώκουμε τους συμπεθέροι από ένα μεζέ στα χέρια τους!». «Να σφάξουμε», λέει η μάνα μου. Και σφάξαμε, ζυμώσαμε και δυο κουλούρες ψωμί καλό... Και την μπομπότα. Και όταν ήρθαν απάνω, κόψαμε τόσο δα κρέας, δυο κανίστρες κρέας και ψωμί και κρασί. Τους είπε ο Ηλίας το πρωί εδώ και έφτιασε κι έφαγαν σούπα, έφτιασαν εδώ, πήραν την Κωνστάντω εδώ, μια μαγείρισσα –τη Γλέζου–, και αυτή το μαγείρεψε και τους λέει ο Ηλίας: «Φάτε, τι θα φάτε εδώ εκεί απάνω δεν έχει τίποτα, ούτε ένα τσίπουρο! Είναι φτωχοί, δεν έχουν!». Κι έφαγαν ο κόσμος εδώ, τι έφαγαν, κι ήρθαν εκεί –τα λέει ακόμα η Γεωργία– και μόλις βάλαμε να φάμε και τραπέζι ο γάμος, έφτασε το συμπεθεριακό, σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι όλοι εκεί, ανέβηκε το φαΐ. Και χώθηκαν οι Καστανιώτες μέσα κι έφαγαν εκεί φαΐ και τους δώκαμε και στο χέρι από ένα κοψίδι και από ένα κομμάτι ψωμί και έφαγαν. Κι ήρθαν εδώ ύστερα το βράδυ κι έφαγαν. Και με βάνουν καβάλα στο μουλάρι εμένα και ξαφνιέται το μουλάρι –νύφη εγώ– και κόβει πέρα το μουλάρι και πάει από δω ως του Τραχανή! Αυτό το πάτησε το σαμάρι εδώ και μόλις μπήκα καβάλα, έκρουσε το σαμάρι εδώ στο σβέρκο του και πάαινε κλωτσιά και πάαινε [Δ.Α.]... Πώς πιάστηκα απ’ το καπίστρι μοναχά εγώ –δεν μ’ έριχνε εμένα, ήμαν μαθημένη στα μουλάρια εγώ– και κοντά η μάνα μου, ο αδερφός μου και: «Κατέβα, κοριτσάκι μου, να πας με τα ποδάρια», μου λέει η μάνα μου, «που σ’ έβαλαν οι παλαβοκαστανιώτες σ’ αυτό το μουλάρι!». Κι η Ευτυχία –το μουλάρι ήταν της Ευτυχίας εδώ, του Ζιάκανου– ήρθε και το ‘πιασε ύστερα αυτή. Ήταν ένα πεζούλι, άμα πήδαγε κάτω από κει, θα με σκότωνε! Θα με τσάκαγε, θα με σκότωνε –ξέρω τι θα μ’ έκανε;– σταμάτησε το μουλάρι εκεί και το ‘πιασε αυτή και το συγκέριασε ύστερα στο δικό της το μουλάρι, του Στάθη εκεί. Έλεγε χαζομάρες ο Στάθης στο δρόμο: «Εσύ εδώ θα τσακώνεσαι», μου λέει, «Τώρα», λέω, «δε με ρίχνει!» Τότε δε κατάλαβα που... Μόλις μπήκα καβάλα εγώ, παλάβωσε το μουλάρι. Και πού να το πάω το μουλάρι; Ήξερα να το κρατήσω το μουλάρι... Αλλά το θυμάμαι, η μάνα μου... «Κατέβα, κοριτσάκι μου, να πας με τα ποδάρια!», έτσι είπε η μάνα μου. Ο Ηλίας δεν μίλησε ντιπ, πολύ που τον ένοιαζε. Πήρε τα λεφτά, δεν τον ένοιαζε ντιπ ύστερα!

Χ.Π.:

Με προίκα; Έπρεπε να δώσει και προίκα η μητέρα σας, για να...

Ε.Ο.:

40 χιλιάδες τον μέτρησε πριν τα στέφανα. Ναι, και 20 κοντύτερα; 60 μ’ έδωκε η μάνα μου εμένα. Και είπε τότε ο αδερφός μου: «Έχω κι άλλη αδερφή να παντρέψω, δεν έχω πολλή προίκα να δώκω...», χάλευε πολλά ο Λίας, εδώ τι χάλευε! Τον πατέρα του! «Και τη μηχανή, έχω και μηχανή», λέει, «να τη κλείσουμε κι αυτήν 5...». 5 χιλιάδες με πήραν τη μηχανή εγώ τότε, την πήρε ο πατέρας μου. «Δεν τη θέλω τη μηχανή εγώ, άμα θελέσω μηχανή, παίρνω», είπε. Κι όταν ήρθαν να πάρουν τα προικιά, ο Ηλίας τον είπε τον Καραγιάννη –με το Στέφο ήρθαν απάνω και φόρτωσαν: «Πρώτη δουλειά σας να βγάλετε τη μηχανή όξω!». Ο Ηλίας από δω, που δεν την ήθελε! Λέει ο Καραγιάννης: «Μηχανή!». «Τη μηχανή δε τη δίνω!», λέει η μάνα μου. «Πάψε», της είπε ο αδερφός μου, ο Κώστας, «πάψε μάνα. Η μηχανή την είχε ταμένη ο πατέρας μου της Σαββούλας. Της Σαββούλας ήταν, άλλο που δε τη χάλεψε να τη πάρει, αλλιώς θα τη δώναμε έτσι αλλιώς». Δεν είπε τίποτα ύστερα η μάνα μου. Την έδωναν τη μηχανή, μόλις την έφεραν εδώ, ήθελαν να τη δώκουνε στην Αλεξάνδρα, ήταν μοδίστρα, να ράβει η Αλεξάνδρα, η κουνιάδα μου. Λέει: «Σταθούλα, τη δίνει η Σαββούλα τη μηχανή;». Μόλις την έφεραν το βράδυ, την Παρασκευή! «Καλά», λέει ο Χόντος, «τι τη θέλει;». «Τη θέλει τη μηχανή της! Άμα θα πει τη Σαββούλα να τη πάρει, τότε». Την είχαμε μέσα στο κατώι της Σταθούλας. Κι όταν ήρθα εγώ εδώ, δεν την είδα τη μηχανή εδώ μέσα. «Πού είναι η μηχανή;», τον λέω το Λία. «Την έχουμε μέσα εκεί στη Σταθούλα, θα τη φέρουμε». «Φερ’ τη μου». Την έφεραν. Δεν ήταν τίποτα εδώ μέσα. Την προίκα μου μοναχά είχα. Τίποτα δεν υπήρχε εδώ μέσα. Έφυγα από δέκα νομάτοι κι ήρθα εδώ και ένας άνθρωπος ήμαν. Ο Ηλίας δεν έλεγε ντιπ κουβέντες, δεν κουβέντιαζε ντιπ. Πήγαινε πέρα στα μαγαζιά. Κι εγώ ήταν η Σταθούλα –καλή η Σταθούλα– η θειά η Μήτσαινα, η Χόνταινα, τότε ήταν κόσμος εδώ. Δεν ήμαν μοναχή μου σαν κούκος. Τώρα, σαν κούκος είμαι και δεν κοτάω να πάω και πουθενά. Και δεν σε θέλει ο άλλος, Χριστίνα. Πού να πας; Ξέρεις τι έχεις;

Χ.Π.:

Και να ρωτήσω κάτι –αν θέλετε να απαντήσετε φυσικά– την πρώτη νύχτα του γάμου πώς ήτανε –που δεν ξέρατε τίποτα– μ’ έναν άγνωστο μαζί; Να κοιμηθείτε μαζί; Πώς ήτανε;

Ε.Ο.:

Τίποτα! Σαν έναν ξένον άνθρωπο. Δεν τον γνώρισα, ένα μήνα, ήρθε τρεις φορές ήρθε απάνω και τον είδα. Μια φορά που ήρθε να πάμε να ψωνίσουμε το Πάσχα, αλλά δεν πήγαμε, είχα πάει εγώ και πήρα τότε... «Ρούχα;», λέω, «πήρα τώρα το Πάσχα πήρα, τι τα θέλω τ’ άλλα;». Του τα πήρα κοντύτερα, πήγαμε και ψωνίσαμε και πήραμε... Κι ήρθα και τα ‘ραψα εδώ, κοντύτερα, κοντά απ’ το γάμο. Τίποτα! Ένας ξένος άνθρωπος. Δεν είχα το θάρρος να του πω κουβέντες. Τίποτα. «Τι θα φάμε;». Πάαιναμε στη Σταθούλα και τρώγαμε, εδώ όταν [Δ.Α.] απ’ το γάμο πάαιναμε μέσα και τρώγαμε, δυο-τρεις μέρες. Ύστερα, ήρθε η αδερφή μου. Πήγαμε και πήρε κρέας, μαγειρέψαμε και φάγαμε, τότε γνωριστήκαμε λίγο-λίγο. Τίποτα. Ξένοι όλοι. Δεν την ήξερα την Αλεξάνδρα, δεν τη μαρτύρησε που την είχε αδερφή! Και δεν πήρα μαντηλώματα για την Αλεξάνδρα. Και με λέει η Βασίλω: «Δε θα τα δώκεις σ’ εμένα, θα τα δώκεις στην Αλεξάνδρα. Αφού δεν μ’ είπε “Έχω αδερφή”». Την είχε δοσμένη, την είχαν δοσμένη ψυχοπαίδα σε μια θειά της. Μαντήλωσα, δεν θυμάμαι τι την έδωσα, φουστάνι; Ύφασμα, φουστάνι και το ‘ραψε. Τη Σταθούλα... Όχι τη Σταθούλα, τη Σταθούλα έδωκα κομπινεζόν. Και κάλτσες και μαντηλάκι, τη Νούλα έδωσα, το Στέφο, τον Καραγιάννη και πού να πεις και τους νονοί... Τέτοια τρακάδα η Αλεξάνδρα έμασε σ’ ένα δίσκο. Τι μαξιλάρια, πετσέτες, κάλτσες, πουκάμισα, μαντήλωσα δυο απ’ τους Κατσιφαίοι, δυο τον Φώτη τον Κόγια, τη Φώταινα και τον Φώτη, τη Γιωργίτσα του Μπότση και τον Βασίλη τον Μπότση, τον Σαμαρά, το Μήτσο, την Κατίνα, τον Γιώργο και τη γριά. Τους μαντήλωσα όλοι! Τα ‘δωκε όλα τα προικιά μου η Αλεξάνδρα, δεν τα λυπόταν, τα ‘χαν άλλοι. Δεν είπα τίποτα εγώ, τίποτα.

Χ.Π.:

Και απ’ τα Σαραντάπορα πώς ήρθατε εδώ πέρα;

Ε.Ο.:

Με τα ζώα καβάλα. Ήρθαν το πρωί και το βράδυ ήρθαμε σα δω ύστερα. Έφυγαν κατά τις 10:00 η ώρα, έφυγαν –πού ξέρω;– και ήρθαν, γίναν τα στέφανα, χορέψαμε λίγο στην εκκλησιά απ’ έξω, μπήκαμε καβάλα κι ήρθαμε. Ναι, καλά ήταν. Καλά ήταν.

Χ.Π.:

Και τι φοράγατε τότε;

Ε.Ο.:

Είχα φουστάνι νυφικό. Τώρα δεν ξέρω, δε θυμάμαι πού έχω τις φωτογραφίες να στις δείξω. Φουστάνι με χάντρες, ωραίο, μακρύ κάτω. Εκεί που παντρεύονταν στο χωριό μας, πήρε ένα φουστάνι μία και το ‘ραψε και το ‘παιρναν όλες! Όποια παντρεύονταν, το ‘πλυνε η Γιωργίτσα, το σιδέρωνε, το ‘παιρνε, γίνονταν νύφη! Τότε που αρραβωνιάστηκα εγώ, τον λέει τον Κώστα, τον αδερφό μου: «Δεν ήρθε η Σαββούλα να το βάλει το φουστάνι, να δούμε, θέλει να το μαζέψω, να τ’ ανοίξω...». «Άι φουστάνι, δεν αυτό... Θα την πάρω από κάτω», λέει ο Κώστας, «νοικιάσω απ’ τη Καρδίτσα. Άι θα πάρω το παλιοφουστάνι τώρα που το βάνουν όλες!». Και πήγε το πήρε, ωραίο φουστάνι πήρα! Ανοιχτό κάτω –όχι τώρα όπως είναι φαρδουλά– ανοιχτό κάτω κι είχε χάντρες, όλο χάντρα. Ωραίο! Το ‘χα 300 δραχμές, το νοίκιασα, και πέπλο από πάνω και γάντια και... Ναι, είχα καλή στολή, είχα. Έχω φωτογραφίες πολλές εδώ μέσα.

Χ.Π.:

Απ’ όλα αυτά τώρα που θυμάστε, τη ζωή σας, τι είναι αυτό που σας έχει μείνει πιο έντονο, αυτό που θυμάστε και λέτε... Το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό, ποιο είναι;

Ε.Ο.:

Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου, όταν γέννησα τα παιδιά μου! Στο Λάζαρη... Όχι, δεν χάρηκα τόσο στο Λάζαρη. Κακοπάθησα, το γέννησα εδώ, κακοπάθησα να το κάνω. Τον Φώτη τον γέννησα στην Καρδίτσα, ήταν μεγάλο, ήταν 5.900! Την Κική μου δεν την κατάλαβα ντιπ, εδώ τη γέννησα την Κική μου δεν την κατάλαβα ντιπ που τη γέννησα. Αλλά χαρά, χαρά που χάρηκα στη ζωή μου όταν γίνηκε ο Περικλής κι όταν γίνηκε η Ελισάβετ! Στον Περικλή φλετούρησα, έτσι που λένε: «Φλετούρησε με τα πουλιά». Μόλις πήγαμε εκεί –την πήραν οι πόνοι την Κική στο δρόμο, να το κάνει στο δρόμο– και πήγαμε και το ‘κανε. Μόλις πήγαμε μέσα, τη φώναξαν την Κική, μπήκε μέσα, κάτσαμε καταγή με τον Γιάννη. Ήρθε ο γιατρός, έβαλε το καπέλο του, τη μάσκα του και τον φώναξε τον Γιάννη, πήγε εκεί: «Πάω να πάρω το παιδί», λέει. «Τι σ’ είπε, Γιάννη μου, ο γιατρός;». «Πάει να πάρει το παιδί», λέει. «Πού το ‘χε εκείνο το παιδί; Το ‘ταν εκεί πέρα και το πή[01:10:00]ρε και το ‘φερε;». Κάτσαμε κάνα πεντάλεπτο, ακούμε κει μέσα στο νοσοκομείο, στο «Μητέρα», φώναζαν: «Ζαχαρού», πέρα από μια άλλη πόρτα. Εγώ θε να πεθάνω! Τι φωνάζουν τώρα; Τι κάνει η Κική; Ποιος ξέρει τι έπαθε η Κική! Σηκώθηκε ο Γιάννης, εγώ τα ποδάρια μου πάαιναν... Δεν μπόραγα να σταματήσω στα ποδάρια μου! Πάει εκεί. «Να σας ζήσει ο μπέμπης!». Πάω κι εγώ εκεί, κάνει ο Γιάννης και του ‘δωκε ένα πενηντάρι. Εγώ μόλις μ’ είπε: «Να σας ζήσει ο μπέμπης», φλετούρησα! Κουκουριώμουν απάνω απ’ τη χαρά μου. «Πάμε», τον λέω τον Γιάννη, «να πάρουμε τηλέφωνο απάνω», 7:00 η ώρα το πρωί, «να πάρουμε τηλέφωνο απάνω», εδώ, «να τους πούμε ότι έχουμε μπέμπη». «Σε ποιον να πάρουμε; Στο Λάζαρο ή στο Φώτη;». «Στο σταθερό κι όποιος το σηκώσει». Άμα έπαιρνα στο Φώτη, θα πείσμωνε ο Λάζαρος, ο Λίας, ο Λάζαρος... Πήρα στο σταθερό, το σήκωσε ο Λάζαρος. Ο Ηλίας ήταν από πίσω στο μπάνιο, ο Φώτης τότε ξύπναγε, μέσα. «Πώς και πήρες έτσι πρωί;». «Πήρα να σε πω ότι έχουμε μπέμπη!» «Πότε, κιόλα;». «Εννιά μήνες το περιμέναμε», λέω, «πότε κιόλα είναι;». Χαρά που ‘χα εκείνη την ώρα... Ήρθε κι ο Ηλίας από αυτού. «Τι έγινε;». «Γέννησε η Κική. Έχει μπέμπη!». Το ξέραμε ότι ήθελε να κάνει μπέμπη. Ήρθε κι ο Φώτης αυτού, χαρές... Πάει σα πέρα ο Λάζαρος –για τα πράματα θα πάαινε– τον φώναξε η μάνα σου από πάνω: «Τι κάνετε, Λάζαρε; Τι φτιάνετε; Έχετε μωρό; Έχετε μπέμπη;». «Έχουμε», λέει. «Πότε έγινε;». «Τώρα, έχει κάνα-δυο ώρες». «Δωσ’ μου το τηλέφωνο να πάρω τη Κική!». Και με πήρε η μάνα σου, με πήρε κει στο νοσοκομείο. Χαρά που ‘χα! Να πάρω να πω ότι... Πω, πω, πω, πω... Όταν γίνηκε η Ελισάβετ, πήγε την πρώτη μέρα να γεννήσει η νύφη μου, Κυριακή. Τρίτη. Πήγε τη Δευτέρα να γεννήσει, γένναγε μία εκεί μέσα, λέει, και ρέκαζε και γίνονταν... Σήκωσε τον τόπο! «Δε το κάνω εγώ... Σήκω», τον λέει τον Φώτη, «να φύγουμε! Το πάρω καισαρική. Όχι δε το γεννάω!». «Βρε καλέ μου, κάτσε εδώ!». «Όχι». Κοιτάω, ήρθαν –εμείς κουβαλάγαμε κάτι χορτάρι, το βάναμε μες την αχυρώνα– ήρθαν. «Δεν έκατσες; Δεν γέννησες;». «Όχι», λέει, «θα πάω αύριο. Το πάρω καισαρική». «Δεν τον γένναγες», λέω, «καλύτερα, κορίτσι μου». «Δεν ακούω κανέναν, εγώ θα το... Όπως θέλω!». «Καλά». Σηκώθηκε την άλλη την ημέρα πάει, δεν μ’ είπε: «Έλα εσύ», τον Λάζαρο, κανέναν ντιπ. Τη μάνα της και τον πατέρα της πήρε. Έβγαλε τα πράματα ο Ηλίας, έφυγε. Και λέει ο Λάζαρος: «Θα πάω και εγώ σα κάτω». «Τράβα», λέω. Πάει ο Λάζαρος. Λέω: «Μόλις θα το γεννήσει, να με πάρεις τηλέφωνο», λέω τον Λάζαρο. «Θα σε πάρω», λέει. Σύμμασα εγώ εδώ τα γάλατα, παίρνει ο Λάζαρος τηλέφωνο: «Το γέννησε, αλλά δεν το είδαμε, κανένας ακόμα». Το πήρα στο Λάζαρο εγώ και το σήκωσε ο Φώτης και λέει... «Τι έγινε;», λέω: «Γέννησε, αλλά δεν το είδαμε ντιπ ακόμα», λέει. «Καλά», λέω. «Δωσ’ μου το Λάζαρο». Μου δίνει τον Λάζαρο, λέω: «Να ‘ρθείς να με πάρεις». «Άι θα ‘ρθώ τ’ απόγευμα». «Δε θα ‘ρθείς το απόγευμα, θα ‘ρθείς τώρα», λέω, ήταν 11:00 η ώρα, «θα ‘ρθείς τώρα, να ‘ρθώ να το ψωνίσω το κορίτσι, το απόγευμα είναι κλειστά. Μπορώ να ‘ρθω; Ούτε μπορώ να ‘ρθώ άλλη μέρα εγώ, να πάω κάτω!». «Καλά, ετοιμάσου κι έβγα πέρα στην Καμάρα», μου λέει. Ετοιμάστηκα εγώ, βγήκα στη Καμάρα, ήρθε ο καημένος ο Κωστάκης, Θεός σχωρέσ’ τον. «Για πού το ‘βαλες;», μου λέει εμένα. «Πάω για την Καρδίτσα», λέω. «Πώς και πας στην Καρδίτσα;». «Έχουμε μπέμπα». «Να σας ζήσει!». Ήρθε ο Λάζαρος, με πήρε, πήγαμε κάτω, βρήκαμε τη μάνα της και τον πατέρα της στη Σέκλιζα, έρχονταν σα πάνω. Πήγα εκεί, ήταν η Τασία... Τώρα, η Λένα δε θα να ‘ταν, δε τη θυμάμαι τη Λένα, ήταν η Λένα εκεί; Δεν θυμάμαι. Αυτή ήταν υπνωμένη ακόμα, δεν ξύπνησε. Η Τασία ήταν εκεί. Πρέπει να ‘ταν κι η Λένα, δεν θυμάμαι, θυμάμαι... Από δω που πήγα, πήγα ίσα στο Λάππα και ψώνισα. Πήγα, το πήρα κουβέρτα, το πήρα δυο φορμούλες, φανελάκια το πήρα το κορίτσι και δε θυμάμαι τι άλλο το πήρα. Αυτά, δε θα το πήρα τίποτα άλλο. Και πήγαμε εκεί τα ‘χα στην τσάντα. Λέω της Τασίας: «Πλυν’ την την κουβέρτα». «Θα την πλύνω». Πώς, δεν την έπλυνε, τίποτα. Καλή κουβέρτα, την πήρα 100 ευρώ τότε. Λέω: «Θέλω να φύγω, το ίδιο το κορίτσι δε το φέραν να το ιδούμε. Εγώ θέλω να το δω, πότε θα ματαρθώ τώρα σα κάτω; Θα πάω να τους φωνάξω. Πού είναι;». «Εδώ μέσα», μου ‘πε, εκεί κάθονταν αυτοί από κει. Πηγαίνω εκεί στη πόρτα, βροντάω τη πόρτα, άνοιξε. «Τι έγινε; Τι θέλετε;». «Θέλω να ιδώ τη μπέμπα», λέω, «του Οικονόμου». Λέει: «Αύριο». «Αύριο δεν μπορώ να ‘ρθώ εγώ, δεν είμαι από εδώ, απ’ την Καρδίτσα, είμαι απ’ την Καστανιά», λέω. «Τι το ‘χεις;». «Αγγόνα», λέω, «η γιαγιά του είμαι». «Περίμενε να σ’ το φέρουμε», μ’ είπε. Τότε ήρθε κι η Τασία εκεί, με τη Λένα θα να ‘ταν. Το ‘φεραν αυτές εκεί, κλεισμένα τα ματάκια του αυτό, ήταν ένα όμορφο, κατακόκκινες οι αμπούκες του! Το ‘καμνα έτσι δα, το ‘πα: «Μπεμπουλίτσα μου, πού είναι τα παπούτσια σου, μπεμπουλίτσα μου; Πού ήσαν;». Άνοιξε τα ματάκια του, τι χαρά πάτησα, δεν ξέρεις τι χαρά! Ήρθα εδώ, το λέω του Ηλία: «Δεν ξέρεις τι όμορφο είναι! Ένα γαλανομάτικο, ένα καλό...». «Θα πάω κι εγώ απόψε κάτω. Είπε ο Λάζαρος θα πάμε πάλι το βράδυ». Όχι δεν τον είχε... «Θα σε πάω εγώ», λέει ο Λάζαρος. Τον πήρε ο Λάζαρος, ήρθε κι η συμπεθέρα από κει πέρα, ήρθε εδώ να πάει κι αυτή. Ήρθε, με λέει: «Συ πού είδες το κούτσικο;», με λέει εμένα. Λέω: «Σαν τον Φώτη ήταν τότε αυτό μικρό. Σαν τον Φώτη μ’ έρχεται». «Θα μου πεις εμένα; Εμένα δεν μου έμοιασαν τα παιδιά μου, θα μου μοιάσει τ’ αγγόνια;», είπε η Λευτερία. Νόμισε [Δ.Α.] η Λευτερία μαύρο... Και πέρασα, αυτή τη χαρά πέρασα στη ζωή μου, αυτή ήταν η πρώτη χαρά! Καμιά άλλη. Το Λία να τον πάρω δεν τον ήθελα ντιπ! Τότε που ‘ρθε και πήρε τον αδερφό μου και πήγαν παραπέρα εκεί να τους δώκει τα λεφτά και ξέρεις πώς είπα; Απ’ το παραθύρι τον είδα κι είπα: «Να! Παλιο-γριβιέλα, που πήρες τον αδερφό μου και τον πήγες πέρα να χαλέψεις τα λεφτά!», έτσι τον είπα τον Λία. Ήταν γρίβα τα μαλλιά του. «Γριβιέλα» τον είπα.

Χ.Π.:

Και δεν μπορούσατε να πείτε ότι όχι, δεν τον θέλετε; Δεν γινόταν αυτό;

Ε.Ο.:

Όχι! Ποιον θα πάρεις τώρα; Γιναν και τ’ άλλα τα κορίτσια, μεγάλωσαν. Μεγάλωσα κι εγώ, ήμουν 28 χρονών. Ναι, και η Βαγγελή ήταν 25; Παντρεύτηκα εγώ τον Μάη και τον Γενάρη παντρεύτηκε η Βαγγελή. Κι η Ουρανία από κοντά στη Βαγγελή, στο χρόνο. Είχαν τα κορίτσια μεγάλα όλα! Η Γιαννούλα ήταν μικρούλα, όταν παντρεύτηκα εγώ, η Γιαννούλα ήταν 13 χρονών, μικρό κοριτσάκι, η αδερφή μου –αυτή που έχει ο Κόγιας– ναι, τόσο ήταν η Γιαννούλα. Κι ο Μήτρος ήταν 10; Ο μικρότερος ο αδερφός μου, 10 θα να ‘ταν. Πάαινε στο δημοτικό, μικρούτσικο παιδάκι. Ήταν τ’ αδέρφια μου... Τ’ άφηκα μικρά. Και πήγα, την άλλη τη χρονιά πήγα πάνω, γέννησα το Λάζαρο και ήθελα να πάω απάνω, τ’ αδέρφια μου εκεί απάνω, η μάνα μου... Και τον λέω τον Λία: «Θα πάω», λέω, «θα πάω σ’ απάνω». «Τι θα κάνεις; Αδειάζουμε να πας;». «Να μου δώσεις το γομάρι να πάω ή το μουλάρι, ένα μουλάρι!». «Τα θέλουμε να κουβαλήσουμε κλαρί!». Αρπάζω τον Λάζαρη εγώ στα χέρια και ένα ντρουβά, μέσα είχα τα πανιά, τα ρούχα του και πήγα. Και πήγα στο μαντρί, απάνω από κει περνάγαμε και πάαιναμε στα Σαραντάπορα κάτω και φώναξα εκεί, βγήκα –παραπέρα ήταν μια μασκαλούλα κι είχαμε αλώνι, που αλωνίζαμε τα στάρια– και φώναξα εκεί και μόλις μ’ άκουσε η σκύλα που άφησα, ένα χρόνο, ήρθε η σκύλα και μ’ άρπαξε απ’ το σβέρκο. Κι είχα και το παιδί στην αγκαλιά μου και να κλαίει ο Λάζαρης και η σκύλα να σκούζει και να γίνεται... Κι ένα κουτάβι ήταν –τ’ άφηκα κουτάβι κι έγινε σκυλί– και βούταγε να με πάρει απ’ το ποδάρι! Και τ’ άρπαζε η σκύλα και το πέταγε πέρα! Και σα πέρα και σα πέρα και πήγα στο μαντρί της μάνας μου, το σπιτάκι εκεί, σπίτι είχαμε –σαν την Αυγένως εδώ κάτω– είχαμε ένα σπίτι... Και κανένας, πουθενά εκεί... «Θα βγω πέρα», λέω, «στο Σταυρό», το λέγαμε, «θα βγω πέρα». Ήταν μια άλλη τσιμακούλα εκεί. Βγαίνω και είδα τον Μήτρο, τον αδερφό μου, με το Λευτέρη, ήταν στα πράματα. Τα φώναξα κι ήρθαν εκεί και δεν το ‘παιρνε κανένα το παιδί στα χέρια. «Θα μας πέσει». Λέω: «Δεν σας πέφτει, παρ’ το, χριστιανέ μου, με πόνεσαν τα χέρια μου να το φέρω!». «Όχι, θα μου πέσει». «Παρ’ το, Λευτέρη εσύ». «Όχι, θα μου πέσει». Τ’ άφηκα καταγή! Δεν παθαίνει τίποτα. Και θυμάμαι, ήρθε η Γιαννούλα –έμαθε η Γιαννούλα, θυμάμαι, κάποιον ηύρε στο δρόμο– κι ήρθε η Γιαννούλα η αδερφή μου –στο δρόμο τη βρήκαμε– και με το πήρε... Έτσι ήταν η ζωή τότε. Δεν ξέρω τίποτα άλλο τώρα, δε θυμάμαι τίποτα άλλο.

Χ.Π.:

Από τα αδέρφια εσείς ήσασταν η μεγαλύτερη;

Ε.Ο.:

Δεύτερη εγώ, ήταν ο αδερφός μου μεγαλύτερος, απ’ τα κορίτσια εγώ ήμαν, απ’ όλη την οικογένεια την άλλη. Μετά από μένα ήταν ο Κώστας, ο αδερφός μου ήταν, η Βαγγελή, η Ουράνια, η Βγενία, ο Λευτέρης, η Γιαννούλα και ο Μήτρος. Ήμασταν εννιά! Εννιά παιδιά, ένα μαντρί! Κι όταν πήγαμε ν’ αρραβωνιάσουμε το Λευτέρη, μας πήρε όλα η μάνα μου και πήγαμε στ’ αρραβωνιάσματα. Κι αρρώστησε ο αδερφός μου, κάτι έπαθε και την είπε μια ξαδέρφη τη μάνα μου: «Πού τα πάαινες, Γεωργούλα, αυτά τα παιδιά, ένα μαντρί παιδιά και πήγες και το μάτιασαν το παιδί!». Κάτι τον έκαναν το Λευτέρη μου τότε και πάει πέρα το στόμα του. Και κάποια είπε εκεί: «Τον έριξα εγώ τον Λευτέρη να πάθει κακό!». Ήθελε να πάρει, να δώσει τη θυγατέρα της και δεν την πήρε ο αδερφός μου, πήρε δασκάλα. Αυτηνής το κορίτσι έβγαλε το γυμνάσιο –το λύκειο θα να ‘βγαλε– αφού το ‘χε εκεί στο χωριό. Και να το πάρει ο Λευτέρης... Δε το ‘παιρνε, ο Λευτέρης ήθελε να π[01:20:00]άρει μια συνάδελφο, να παίρνουν πέντε δεκάρες, σάματι ήξερε τι θα πάθει; Αρρώστησε η νύφη μου ύστερα, αρρώστησε ο αδερφός μου, πήγε στην Αθήνα στο νοσοκομείο κι ακόμα τον πονάει το κεφάλι του, του έμεινε ιδέα ότι τον πονάει το κεφάλι του. Τώρα δεν βγαίνει ντιπ έξω με τούτο τον κορονοϊό, δεν κάνει να βγει, τον κόλλησε, πάει.

Χ.Π.:

Κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε, αν έχετε να πείτε κάτι; Θα θέλατε να πείτε...

Ε.Ο.:

Πού να θυμάμαι; Τι να σε πω άλλο;

Χ.Π.:

Αν θέλετε κάτι άλλο να συμπληρώσετε.

Ε.Ο.:

Δεν θυμάμαι τι άλλο. Τι άλλο;

Χ.Π.:

Γιατί μπορούμε να ολοκληρώσουμε, νομίζω, τη συζήτησή μας. Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Ο.:

Αυτά ήταν, καλά, άσχημα, αυτά θυμήθηκα, αυτά είπα. Τι πέρασα, τι... Ένα όνειρο είναι αυτό, ένα όνειρο. Πέρασε και πάει! Ήρθα εδώ, γίνηκα ξένη, Χριστίνα! Ξένη γίνηκα εδώ που ‘ρθα. Και ξένη είμαι ακόμα, δεν έχω κανέναν συγγενή. Είχα μια ξαδέρφη, πέθανε. Είχα φίλες, είχα την Αγγέλω σαν αδερφή, την Κατσίφαινα, την πέρα, τη Ζωή τη Μητροπούλαινα, τη Διαμαντίνα –ποια άλλη είχα;–, τη Χρυσούλα αυτού, καλά τα ‘χαμε με τη Χρυσούλα, πάαινα στον κήπο, πάαινα στη Χρυσούλα, με φώναζε: «Έλα από δω», πάαινα. Και με τη Φροσύνη τα ‘χαμε καλά. Και ήμασταν κουμπαριά, ήταν παρα-κούμπαρος ο Λίας στην κουμπάρα τη Φροσύνη κι ήθελε να βαφτίσει τώρα το κορίτσι –τη Μαχούλα– και τον είπε ο παπα-Κλούτσος: «Δεν κάνει να βαφτίσεις εσύ», τον είπε τον Λία, «το καλοκαίρι δεν πααίνεις ντιπ στην εκκλησιά. Δεν εκκλησιάζεσαι και δεν κάνει να βαφτίσεις». Και δεν το βάφτισε. «Δεν το βαφτίζω», λέει ο Λίας. Το βάφτισε ο παπα-Κλούτσος μοναχός του ύστερα. Τη Ζωίτσα την είχε δω η Σταθούλα –ο Τόλιας– αυτοί τους είχαν κουμπαριά. Στεφάνωσε η Μαρία το... Ποιος να το βάφτισε εδώ τα μικρά τώρα; Ξέρεις ντιπ; Το βάφτισαν το μικρότερο;

Χ.Π.:

Όχι ακόμα.

Ε.Ο.:

Όχι ακόμα; Πώς θα το πουν τώρα; Ποιος ξέρει;

Χ.Π.:

Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν έχουν πει ακόμα. Ωραία, οπότε μπορούμε να ολοκληρώνουμε, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ε.Ο.:

Τίποτα, Χριστίνα μου, και τι έκανα εγώ και τι... Τίποτα!