Η ζωή στο Παλιό Κλήμα πριν τη μετοίκηση των κατοίκων λόγω του σεισμού
Ενότητα 1
Η μετοίκηση από το Παλιό στο Νέο Κλήμα
00:00:00 - 00:07:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Λοιπόν, λέγομαι Σταμάτης Δένδης του Κωνσταντίνου, γεννήθηκα στο Κλήμα δίπλα από το τζάκι και θα σα…ι η χέρη μου, η μούντζα μου δηλαδή, με διάφορες και η απορροή του είναι το λιβάδι. Αυτό ήτανε επιγραμματικά η μεταφορά του χωριού εδώ πέρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Στη σκηνή μετά το σεισμό
Ενότητα 2
Τα γλέντια και τα πανηγύρια
00:07:39 - 00:26:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, όσον αφορά τη ζωή του χωριού. Εγώ θα σου πω ένα περιστατικό και θα γελάσεις. Στη ζωή μου είδα για πρώτη φορά αυτοκίνητο στα επτά μου χ…αι τους τράβηξε, Αμερική φυσικά πάρα πολλούς και πάρα πολλοί ήτανε και στην Ευρώπη, αλλά η μάζα, η μεγαλύτερη μάζα έφυγε για την Αυστραλία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Γάμος στο Παλιό Κλήμα
Ενότητα 3
Δυσκολίες, σχολικά χρόνια και η ζωή ως οικότροφος
00:26:10 - 00:38:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στα παιδικά μου χρόνια δηλαδή που ήμουνα στο Δημοτικό, θυμάμαι ότι υπήρχε φτώχεια βέβαια, όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Ένα ζευγάρι παπούτσι… στο σπίτι σας, πρέπει να δώσετε κάποια στοιχειώδη προσοχή. Ήταν δύσκολες οι καταστάσεις, όμως ήτανε διαφορετικά τα πράγματα. Το όνομά σου;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Το Δημοτικό Σχολείο
Ενότητα 4
Το καλύβι στον Πάνορμο
00:38:58 - 00:52:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ευαγγελία. Ευαγγελία, ήτανε αλλιώς τα πράγματα. Πρέπει να σου πω το εξής, ότι η αυτάρκεια των γονιών μου ήταν τέτοια που, αυτάρκεια, δηλα… και τα παιδιά να να βοηθήσουν τον γονιό, ενώ σήμερα το αντίθετο, οι γονιοί βοηθάνε τα παιδιά, εσάς. Λοιπόν, πες μου, κέντρα με. Τι θέλεις;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ιστορίες για φαντάσματα και διασκέδαση
00:52:43 - 01:22:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα θέλω να μου πεις πώς ήτανε χωρίς ρεύμα. Λοιπόν, άκουσε, χωρίς ρεύμα. Υπήρχε μία λάμπα στον τοίχο και υπήρχε και το κλεφτοφάναρο και …ί, κάτι είχε, τώρα τι είχε, λέει η γιαγιά είχε λίρες, κι ο Θεός και η ψυχή του τι είχε. Τέτοια περιστατικά ακούγονταν. Συνέχισε. Τι θέλεις;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 6
Τα μαγαζιά του Παλιού Κλήματος - Οι δυσκολίες την περίοδο των σεισμών και τα προβλήματα του νέου οικισμού
01:22:14 - 01:36:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, τα μαγαζιά στο Παλιό το Κλήμα ποια ήτανε; Είχε καφενείο; Λοιπόν, άκουσέ με, εγώ πρόλαβα το χωριό μου να έχει ένα, δύο, τρία, τέσσ…ως ότι δεν ήτανε επισφαλές. Τώρα, δόξα τω Θεώ, δώσαμε μία λύση, εσείς δεν θέλατε να πάρετε τη λύση αυτή κι έχετε πρόβλημα. Άλλο, τι θέλεις;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Στο κέντρο "Πανόραμα"
Τα παιδιά της φωτογραφίας είναι ο αφηγητής ...
Ενότητα 7
Ασυρματιστής στα καράβια
01:36:22 - 01:53:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Θέλω να μου πείτε, εσείς δηλαδή δεν θέλατε να 'ρθείτε; Πού; Στο νέο χωριό. Όχι. Ποια ήταν τα συναισθήματα, έτσι, που αλλάζατε- …, να πούμε, συνήθως ήτανε η συναδελφικότητα και η αλληλεγγύη. Αλλά το καθεστώς τότε το χρησιμοποιούσε και για άλλους λόγους. Αυτό για το...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Πάσχα, Χριστούγεννα, αλώνισμα, τρύγος και μπάνια στο Παλιό Κλήμα
01:53:44 - 02:11:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Εγώ δεν θέλω κάτι άλλο να σας ρωτήσω, εκτός εσείς άμα θυμηθήκατε κάτι που χρειάζεται να το πείτε. Θυμάστε κάτι έτσι, κανένα άλλο πε…στε με τον κύριο Σταμάτη Δένδη του Κωνσταντίνου, εγώ είμαι η Τακτικού Ευαγγελία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και αυτή ήταν η συζήτησή μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;
Λοιπόν, λέγομαι Σταμάτης Δένδης του Κωνσταντίνου, γεννήθηκα στο Κλήμα δίπλα από το τζάκι και θα σας πω μερικά πράγματα τα οποία θυμάμαι, πριν γεννηθώ, για το χωριό μου, αλλά και μέχρι σήμερα. Από ό,τι ξέρω το χωριό μου ιδρύθηκε σαν κοινότητα το 1932. Ο περισσότερος πληθυσμός έμενε στο Κάτω Κλήμα. Σήμερα είναι μία εκκλησία που λέγεται Άγιοι Ανάργυροι και είναι και το νεκροταφείο του χωριού. Λοιπόν, το 1935 έγινε ένα φυσικό φαινόμενο, έγινε μία κατολίσθηση με αποτέλεσμα να δημιουργηθούνε διάφορες ρωγμές στο έδαφος που μετέπειτα τα ονομάσανε οι Κληματιανοί «χάραβλα». Αιτία αυτών ήτανε - να το καταγράψεις αυτό - ήτανε η αλίευση, πέτρες από τους πρόποδες του χωριού για να φτιαχτεί το λιμάνι του Λουτρακίου. Αποτέλεσμα ήταν, μετά από βροχοπτώσεις, τεράστιες βροχοπτώσεις, ενδεχομένως και σεισμού, να δημιουργηθεί το φαινόμενο αυτό. Οι κάτοικοι σιγά-σιγά από ΄κεί φύγανε, οι μεν μισοί μετά από απαλλοτρίωση πήγαν στο Λουτράκι στο σημερινό διάφορα - να μην αναφέρομαι τώρα - ξεκίνησε από κάτω χαμηλά και έφτασε μέχρι το σημερινό - πώς το λέτε - από πάνω Κολωνάκι. Μερικοί από αυτούς τους Κατωχωρίτες ήρθαν στο Πάνω Κλήμα, στο χωριό που γεννήθηκα εγώ. Εκεί, το χωριό αυτό δεν είχε τόσα σπίτια όσα είχε το Παλιό Χωριό, γιατί το Κάτω Χωριό ήτανε αετοφωλιά, ήταν ένα χωριό που έβλεπε το Λουτράκι, έβλεπε τα πάντα. Ήρθαμε στο καινούριο χωριό και μερικοί άνθρωποι πήγανε, ήρθαν εδώ, όπως είπαμε, στο Πάνω Κλήμα, άλλοι στο Λουτράκι και μερικοί πήγαν και στη Γλώσσα, ελάχιστοι όμως. Λοιπόν, ερχόμενοι στο Παλιό, στο χωριό μου που γεννήθηκα τώρα, το χωριό αυτό το 1960 άρχισε και φτιαχνόταν ένας δρόμος, ο δρόμος ο ασφαλτόδρομος αυτός κι εκείνη τη χρονιά θυμάμαι πήγαινα στο δημοτικό το ‘60, ‘59 με ‘60, έριξε πάρα πολλές βροχές. Ξανά πάλι το φαινόμενο αυτό με την αλίευση πέτρας από τους πρόποδες του χωριού, γιατί το χωριό, το Πάνω Κλήμα, ήταν συνέχεια φυκιόπετρες, κόστα και τα λοιπά. Επόμενο ήτανε, κόπηκε ο δρόμος πάνω από το χωριό, πολλές βροχές και ξεκίνησε μία κατολίσθηση πάλι. Όμως, μαζί με αυτό το φαινόμενο, το 1964 έκανε έναν σεισμό, πρέπει να 'τανε γύρω στα 6 ρίχτερ, 5.8, 5.9 και ταλαιπώρησε πολύ τα σπίτια. Το φαινόμενο της κατολίσθησης και ο σεισμός, και τα δύο μαζί δημιουργήσανε προβλήματα, ρωγμές σε σπίτια, αλλά και ρωγμές στο έδαφος. Ξεκίνησε ένας αγώνας τότε από τους κατοίκους εκεί πέρα να γίνει μία μετοίκηση. Βέβαια, αυτά ήταν δύσκολα πράγματα να γίνουν την εποχή εκείνη, γιατί να φανταστείτε ότι αυτό έγινε το 1965, το ‘67 ήρθε η χούντα και αρχίσανε να κάνουν οι κάτοικοι εκεί πέρα, πρόεδρος ήταν ένας μπάρμπας μου, ο καθηγητής, ο Αλέκος ο Δένδης, η γυναίκα του ήταν δασκάλα, αυτός ήταν καθηγητής, αλλά για λόγους πολιτικούς ποτέ δεν δίδαξε. Η γυναίκα του ήταν δασκάλα, η Ελενίτσα η Κορδίστα, η Δένδη, ήταν εδώ πέρα. Αυτός ήταν πρόεδρος την εποχή πριν το ’67. Ξεκίνησε, λοιπόν, ένας αγώνας για να μετοικιστεί το χωριό από το Παλιό Κλήμα εδώ πέρα. Η αρχική χάραξη του χωριού ήταν από την Αγία Παρασκευή μέχρι - αν το ξέρεις, είσαι ντόπια, το ξέρεις - μέχρι και του Καρβέλη τον φούρνο. Όμως, ιδιωτικοί παράγοντες, γνωριμίες με την τότε κυβέρνηση και τη χούντα, υπερτερήσανε αυτοί κι έγινε άρση της απαλλοτριώσεως από την Αγία Παρασκευή μέχρι και την αρχή του χωριού, με αποτέλεσμα το χωριό να μεταφερθεί αριστερά προς τη Σκόπελο. Να σημειωθεί δε ότι εδώ που βρισκόμαστε τώρα και συζητάμε, στο σπίτι μου μπροστά, ήταν βάλτος, ακατάλληλο για την εποχή εκείνη να γίνει το χωριό. Γίναν πολλές ενέργειες κι αυτά τα έζησα και τα ξέρω, γιατί ένας από τους ανθρώπους που εργαζόταν και αγωνιζόταν για το χωριό ήταν και ο πατέρας μου. Λοιπόν, θα σου αναφέρω ορισμένα πρόσωπα, όχι ότι οι άλλοι δεν είναι, άλλα πρωτεργάτες για τη μετοίκηση του χωριού αυτού ήτανε ορισμένοι άνθρωποι, θα πω ορισμένα ονόματα, έχουν φύγει σχεδόν όλοι, ένας έχει μείνει, ήτανε κάποιος Κωτσόβολος Τρύφωνας, Γιάννης Δένδης του Κωνσταντίνου, Παλαιολόγος - πώς τον λένε - Χρήστος, του Διαμαντή του Παλαιολόγου ο πατέρας, ο μπάρμπας μου, ο Αλέκος ο Δένδης, ο Χατζηνικολάου, ένας Φύβγας Παναγιώτης, ένας Σταματάκης, ένας Δαλακιάρης, δεν αναφέρω τον πατέρα μου, ήταν και ο πατέρας μου μέσα μαζί με αυτούς και ο μόνος που ζει αυτήν τη στιγμή ένας Σαλπαδήμος Παναγιώτης, βρίσκεται στον Βόλο, ο οποίος είναι κοντά ενενήντα χρονών. Και ξεκίνησε να γίνεται το χωριό. Κι έγινε και μετοικήσαμε το 1981 μετά από πολλές ταλαιπωρίες και τα λοιπά. Ήρθαμε εδώ πέρα, το χωριό αυτό ήταν προβληματικό και είναι προβληματικό, γιατί είναι, άμα το κοιτάξεις, θα διαπιστώσεις ότι είναι φτιαγμένο στην απορροή ορισμένων χειμάρρων, δηλαδή άμα πας τώρα, παραδείγματος χάρη, στην μπούκα του λιμανιού και κοιτάξεις το βουνό ψηλά, θα διαπιστώσεις ένα πράγμα, θα δεις ένα κοχύλι, πώς είναι η χέρη μου, η μούντζα μου δηλαδή, με διάφορες και η απορροή του είναι το λιβάδι. Αυτό ήτανε επιγραμματικά η μεταφορά του χωριού εδώ πέρα.
Τώρα, όσον αφορά τη ζωή του χωριού. Εγώ θα σου πω ένα περιστατικό και θα γελάσεις. Στη ζωή μου είδα για πρώτη φορά αυτοκίνητο στα επτά μου χρόνια. Λοιπόν, κάθε χρόνο γινόταν ένα παζάρι στο χωριό τον Δεκαπενταύγουστο. Υπήρχανε, την εποχή τη δικιά μου υπήρχανε δύο καΐκια. Καΐκια. Το ένα λεγότανε «Πασχάλης» και το άλλο λεγότανε «Κατερίνα». Αυτά τα καΐκια παίρνανε μέσα ανθρώπους, εμπορεύματα, ζώα. Τουρλού, παζάρ καΐκι. Όταν ήμουνα, πρέπει να ήμουνα πέντε με έξι χρονών ξεκίνησε ο πατέρας μου, τα συνδυάζανε να πάνε στον Βόλο, γιατί ήτανε δύσκολο πράγμα την εποχή, να φανταστείς ότι ξεκινούσαμε από το Λουτράκι το πρωί και φτάναμε τη νύχτα, το απόγεμα στον Βόλο. Λοιπόν έτσι, θα σου πω, έτσι, ένα περιστατικό να γελάσεις, να δεις ότι τα παιδιά που μένανε εδώ πέρα και ειδικά εμείς εδώ, Κλήμα και Γλώσσα, δεν υπήρχε δρόμος, ήταν όλα μονοπάτια. Η Mercedes η καλύτερη ήταν το καλύτερο άλογο. Λοιπόν, όταν φτάναμε, ήτανε σούρουπο, θυμάμαι, στον Βόλο και έμπαινε μέσα το καΐκι, αυτός ο «Πασχάλης» θυμάμαι, ήμουνα με τον πατέρα μου και τη μάνα μου στην κουπαστή του καϊκιού, καλοκαίρι. Μόλις φτάσαμε και άρχισα να ξεχωρίζω τη στεριά, είδα ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε σχήμα τον σκαραβαίο και, θυμάμαι, είπα στη μάνα μου: «Μαμά, κοίτα μία μεγάλη χελώνα!». Λοιπόν, τώρα όσον αφορά τη ζωή των ανθρώπων από την εποχή εκείνη. Πρέπει να σου πω το εξής, ότι το νησί μέχρι ενός ορισμένου σημείου ήταν αύταρκες. Δηλαδή τι εννοώ, είχε φρούτα, είχε ελιές, είχε αμύγδαλα, εσείς οι Γλωσσώτες, τώρα που είσαι και Γλωσσώτισσα εσύ, το αμύγδαλο ήτανε το κάτι άλλο, το δαμάσκηνο, η ελιά, όχι τ[00:10:00]όσες πολλές ελιές που βλέπεις τώρα, αλλά ένας άνθρωπος ο οποίος έκανε, ξέρω 'γώ, τριακόσια - τετρακόσια κιλά λάδι ήτανε μεγάλος και τρανός. Σπέρνανε ψωμί, στάρι, θα σου πω κι ορισμένους από τη Γλώσσα που αλωνίζανε... Και ήμασταν αυτάρκεις. Λίγο υστερούσαμε στο ψωμί, γενικά όλο το νησί, αν δεν πήγαινε καλά, δεν πηγαίνανε καλά οι καιρικές συνθήκες. Είχε τα πάντα, δεν μπορώ να φανταστώ κάτι, να πούμε, που δεν είχε. Βέβαια, η αυτάρκεια των αγαθών, όπως την έχουμε σήμερα, δεν υπήρχε. Υπήρχανε τοπικά αγαθά και θυμάμαι ότι το κρέας, είχαμε δύο χασάπηδες, έναν Σαλπαδήμο και ο άλλος λεγόταν Δαλακιάρης. Για να σφάξει μία γίδα έπρεπε να φωνάξει ντελάλης στο χωριό ότι: «Σφάζω τη γίδα», να βρεθούν οι άνθρωποι που θα την αγοράσουνε, ειδικά εμάς στο Κλήμα για να τη σφάξει και να τη μοιράσει. Εντός παρενθέσεως το ρεύμα στο χωριό μου ήρθε το 1975, πολύ αργά, ενώ στη Γλώσσα ήρθε πολύ πιο πριν και ο πρώτος που έφερε το ρεύμα στη Γλώσσα, δεν ξέρω αν το ξέρεις, είναι κάποιος Πατσής, εντάξει; Λοιπόν, ένα ήταν αυτό, ήτανε φοβερό αυτό το πράγμα για το χωριό, για το Έλιος, και όλο αυτό είχε γίνει - πώς το λένε - η καθυστέρηση του ηλεκτρικού ρεύματος, γιατί περνούσε, υψηλή τάση περνούσε δίπλα από το χωριό, ήτανε η μετοίκιση, θα φεύγαμε δηλαδή και δεν έδινε η ΔΕΗ τότε, να ξοδέψει χρήματα για να κάνει την εγκατάσταση για να πάρουμε ρεύμα. Τελικά κάποιος βουλευτής, να μην αναφέρουμε ονόματα, ενδιαφέρθηκε και βάλαμε ρεύμα και είχαμε ρεύμα μέχρι που φύγαμε. Λοιπόν, όσο αφορά τη ζωή των ανθρώπων. Η ζωή των ανθρώπων πολύ λιτή. Δηλαδή, η διασκέδασή τους, η διασκέδαση τους κατά πρώτον ήταν οι φεγγέρες. Φεγγέρες ποιες ήταν; Μαζευόντουσαν δύο οικογένειες, τρεις, καθόντουσαν στην παραστιά δίπλα και από 'κεί λέγανε διάφορα πράγματα, συζητούσανε διάφορα, αλλά περισσότερο οι συζητήσεις ήτανε γύρω από γεωργικές εργασίες και από γεγονότα, να κουτσομπολέψουνε ή να πούνε, εμείς τα παιδιά ρωτούσαμε και μας λέγανε για διάφορες ιστορίες για φαντάσματα, βγαίνουνε, κάνουνε, δείχνουνε και τα λοιπά και ιστορίες των μεγάλων φυσικά, για πολέμους. Παραδείγματος χάρη ο πατέρας μου στον Εμφύλιο έκανε πέντε χρόνια με τον Εθνικό Στρατό, κάτι μπαρμπάδες μου κάνανε στο, το ’20 δέκα χρόνια, ο παππούς μου έκανε δεν ξέρω, οι άλλοι το ‘40 και τα λοιπά, τέτοια πράγματα και ορισμένα ήτανε αυτούσια, δηλαδή τα 'χανε ζήσει οι άνθρωποι, τώρα κατά πόσον τα μεταφέρανε αληθινά ή όχι, δεν το ξέρει κανένας. Η άλλη διασκέδαση, καμιά φορά βάζανε και κανένα γραμμόφωνο την εποχή μου, τότε ήταν τα γραμμόφωνα, «φωνόγραμμα» τα λέγανε, ήταν κουρδιστά, χορεύανε, σπάνια όμως γιατί δουλεύανε. Τι έμενε, λοιπόν; Μέναν τα πανηγύρια. Τα πανηγύρια ήταν και αυτά ήταν μετρημένα στην περιοχή τη δικιά μας. Ήταν ένα πανηγύρι μεγάλο που γινότανε, ήταν της Γλώσσας, Δεκαπενταύγουστου. Ένα άλλο μεγάλο πανηγύρι ήταν των Αγίων Αναργύρων στο χωριό μου και το πανηγύρι που ήτανε καλοκαιρινό και μετακομίζανε και τα δύο χωριά ήταν της Αγίας Παρασκευής στο Έλιος, εδώ πέρα. Και ένα άλλο γινότανε, ήτανε μικρά πανηγύρια αυτά, των Αγίων Ταξιαρχών, της Παναγίας της Ελιώτισσας, ερχόντουσαν οι Γλωσσώτες στην Ελιώτισσα, εσείς είχατε την Αγία Τριάδα, είχατε από ΄κεί τον Άι Γιάννη βέβαια, να το πούμε και αυτό, ήταν ένα από τα μεγάλα γεγονότα του νησιού, της περιοχής μας εδώ πέρα. Δε, να σημειωθεί ότι εσείς πηγαίνετε από το - πώς το λέτε από ΄κεί πέρα - από το μονοπάτι προς τον Άι Γιάννη, εμείς πηγαίναμε από ΄δώ απ’ το, απ’ του Τουρκογιάννη, που το λέγαμε. Πολλοί άνθρωποι πηγαίνανε ξυπόλητοι, γιατί το τα τάζανε, εκείνη την ημέρα δεν τρώγανε τίποτα, ήταν για τη θέρμη και τα λοιπά. Στα πανηγύρια αυτά γινόντουσαν χοροί. Στη Γλώσσα να αναφέρουμε - μία και είσαι Γλωσσώτισσα - γινόντουσαν στην πλατεία του χωριού. Πρόλαβα δηλαδή, όταν γινότανε μόνο στην πλατεία του χωριού. Γινότανε και ένα άλλο γλέντι στη «Γαλλία» - την ξέρεις τη «Γαλλία»; - του Σταματάκη κι ένα άλλο μέρος που γινόντουσαν γλέντια ήτανε πάλι στη Γλώσσα της Παναγίας, στο «Πανόραμα». Το ξέρεις ποιο είναι το «Πανόραμα»; Θα σου πω. Τον Γιάννη το Τριανταφύλλου τον ξέρεις; Ο πατέρας του είχε απέναντι από του Καπαδούκα, πού έχει το ξυλουργείο; Απέναντι. Είχε ένα μπακάλικο και από 'κεί πέρα είχε εκεί απ' έξω ένα ωραίο, που πηγαίνανε και γίνονταν και εκεί γλέντια, στο «Πανόραμα». Εκεί έβλεπες τα σκαλοπάτια της εκκλησίας, ήταν όλα γεμάτα από κορίτσια και γυναίκες. Πηγαίνανε βέβαια ορισμένοι και πιάνανε τραπέζια, αυτά τα λιγοστά που υπήρχανε, δεν ήταν αυτό το, που υπάρχει τώρα και απέναντι κι εκεί προς του, προς τα κάγκελα πηγαίναμε εμείς από το Κλήμα, παιδιά δηλαδή, νεαροί και κάνανε και - πώς το λένε - να δούνε καμία κοπέλα και τα λοιπά, όλα αυτά. Δεν υπήρχε τρόπος δηλαδή επικοινωνίας άλλος. Και γινότανε φοβερά γλέντια! Οι Κληματιανοί, τώρα δεν περιαυτολογούμε, αλλά είχανε το ιδίωμα να πηγαίνουν και να γλεντάνε μέχρι πρωίας και ποτές - να το πω αυτό και να το γράψεις - ποτέ οι Κληματιανοί δεν μαλώνανε, ενώ πολλές φορές οι Γλωσσώτες μαλώνανε, γιατί; Για τον κάβο, «Εγώ θα χορέψω πρώτος», «Εσύ θα χορέψεις πρώτος» και τα λοιπά. Ύστερα υπήρχε μία νοοτροπία, την εποχή εκείνη οι άντρες, στο Κλήμα το είχαμε εμείς, ποτέ δεν πιανόντουσαν μέσα καταμεσή, πηγαίνανε στο τέλος και χορεύουν απ’ τον χορό. Δηλαδή πήγαινε μία γυναίκα, η μάνα σου, παραδείγματος χάρη, πήγαινε ο πατέρας σου δίπλα από τη μάνα και από ΄κεί και πέρα δεν μπαίνουνε οι άντρες, παιδιά και τα λοιπά. Δεν πηγαίνανε δηλαδή, ήταν ένα πρωτόκολλο να σου δώσω να καταλάβεις, του χωριού αυτού. Γιατί πρέπει να βάλω μία παρένθεση να σου πω ότι πάνω στο νησί υπάρχουνε τρία χωριά στην ουσία, κάθε χωριό έχει και τη δική του νοοτροπία, ιδιοσυγκρασία, μπορεί ορισμένα ήθη και έθιμα να συμπίπτουν, αλλά αλλιώς τα αντιμετωπίζουν οι Κληματιανοί, αλλιώς οι Γλωσσώτες, αλλιώς οι Σκοπελίτες. Και εδώ θα σου πω και κάτι, έτσι πληροφοριακά να το ξέρεις, γιατί κάποια έρευνα έχω κάνει κι εγώ. Στο νησί μας επάνω μετά το 1500 τόσο που ήρθε ο Μπαρμπαρόσα και τους κατέσφαξε όλους, μόνο μερικοί ορεσίβιοι μείνανε, ο πληθυσμός αποδεκατίστηκε, δεν έμενε θηλυκιά γάτα. Μάλιστα ένας χρονογράφος, ένας Βλαχάκης Μήτσος, αναφέρει ότι στην Πολεμίστρια, είναι μία εκκλησία εδώ στο ποτάμι, έτρεχε το αίμα μέχρι το Λιμνονάρι και το νερό μύρισε, εξ ου και Βρωμονέρι, από αυτό το φαινόμενο, θρύλος. Το 1800 περίπου ή το 1790 αρχίσανε κι ερχόντουσαν καινούργιοι κάτοικοι. Οι Γλωσσώτες επί το πλείστον είναι Πηλιορείτες, καταγωγή σου δηλαδή εσένα, ή Βόρεια, δεν ξέρω αν το έχεις ψάξει, ή Βόρεια Εύβοια. Οι Κληματιανοί είναι Βόρεια Εύβοια και Λαμία. Θα σου αναφέρω ορισμένα ονόματα. Και οι Σκοπελίτες είναι Εύβοια και Μυτιλήνη, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο. Το 'ξερες; Όχι. Θα σου πω κάτι τώρα. Παραδείγματος χάρη, η μάνα μου από τον πατέρα της λέγεται Γερακινή, είναι από τη Γερακιού της Βόρειας Εύβοιας, υπάρχει το χωριό Γερακιού. Βλαχάκης, υπάρχει απ’ τη Βλαχιά, άμα πας απέναντι, θα τους βρεις. Κεχριώτης απ’ την Κεχριά και ούτω καθεξής. Δηλαδή ερχόντουσαν εδώ πέρα και παίρνανε ονόματα. Εγώ επειδή κοίταξα την ετυμολογία του δικού μου επιθέτου είναι από την Κέρκυρα, είναι απ’ τα Ιόνια, Δένδης, Δανδής, Δενδρής, Πανδής, κτλ., άμα το ψάξεις, θα το βρεις. Λοιπόν, φεύγουμε λοιπόν από την Γλώσσα που ήταν το νούμερο ένα πανηγύρι, γιατί γινόντουσαν εκεί πέρα και γινότανε μόνο εκεί. Μελλοντικά, όσο άρχιζα και μεγάλωνα, δηλαδή μετά το - να σου πω, περίμενε να σου πω, να δεις πό[00:20:00]τε. Μετά το ’70, μετά το 1970 άνοιξε και το «Στέκι». Το «Στέκι» ξέρεις ποιο ήτανε; Όχι. Δεν υπάρχει τώρα το «Στέκι». Το «Στέκι» ήτανε, πού μένει ο Πελάγιος; Απάνω. Μοιραζόντουσαν ο κόσμος κι εκεί κι εκεί. Κι ένα άλλο ήταν, γινότανε μπροστά στην Ελευθερώτρια. Εκεί το μαγαζί αυτό το είχε το «Καντώ», η Διοματάραινα. Τα ξέρω αυτά καλά, γιατί; Γιατί σαν παιδί, σαν έφηβος ερχόμουνα στη Γλώσσα κι έπαιζα ποδόσφαιρο. Λοιπόν, το γήπεδο της Γλώσσης ήτανε ο χώρος μεταξύ του Δημοτικού, του πάνω σχολείου και του κάτω σχολείου, δηλαδή του Δημοτικού τώρα και του Γυμνασίου. Τα δε δοκάρια ήταν ζωγραφιστά στον τοίχο. Το μαρτύριο το μεγάλο ήτανε όταν έφευγε η μπάλα από 'κεί. Υπήρχανε δύο οι οποίοι σκίζανε τη μπάλα, μια ήταν ένας Ορφανός από τη μεριά τη δεξιά, μάλιστα τον γιο του τον είδα προχτές και τα είπαμε, τα λέγαμε, και η άλλη ήταν η Βαρβαρέζαινα, την έχεις ακουστά; Ο μόνος άνθρωπος ο οποίος μας έδινε την μπάλα, όταν έπεφτε, αυτή της Μάχης της Παρασχάκη, πώς λέγεται, Μαρία και η Μάχη και δεν θυμάμαι το άλλο το παιδί. Μετά άνοιξε, τώρα μεγάλωσε, το «Τροπικάνα», ανοίξανε κι άλλα και μάλιστα για πρώτη φορά, πρέπει να ήταν ’70 - ’71, άνοιξε και η πρώτη ντισκοτέκ στη Γλώσσα, την οποία την είχε αυτή η Μπρουζογιάνναινα που είχε - ξέρεις ποια λέω - εδώ πέρα κι ήτανε, δηλαδή ερχόντουσαν μέχρι από τη Σκόπελο για τη Γλώσσα. Λοιπόν, τώρα στα λέω μπερδεμένα και ίσως... Τώρα, παλιά τώρα στο χωριό μου υπήρχανε, υπήρχε το πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων, έτσι; Ερχόντουσαν εδώ πέρα, ερχόντουσαν και από τη Γλώσσα και τα λοιπά, γιατί εγώ προσωπικά και είχα συγγενείς, τους Δενδαίους όλους, απ’ τη Γλώσσα, έχω πολλούς και μάλιστα είχα και μία αδερφή της γιαγιάς μου που είχε πάρει κάποιο - δεν τους ξέρεις, είσαι μικρή εσύ - έναν Καρβέλη - πώς τον λένε - έναν Αντριά Καρβέλη, έμενε εκεί στη Γυαλή, στης Ρίους, είχε τον Δροσάκη τον γαμπρό κι έναν Σπύρου. Και ανταλλάζαμε, δηλαδή άμα ερχόντουσαν εδώ πέρα, έπρεπε να τους κάναμε εμείς το τραπέζι. Θα ερχόντουσαν στο σπίτι και όταν πηγαίναμε εκεί, θα μας κάνανε εκείνοι το τραπέζι, θα μας παίρναν στο σπίτι, υπήρχε αυτή η ανταλλαγή επισκέψεων και φιλοξενίας και υπήρχε ένα, πώς το λένε, μία αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Θυμάμαι ότι ένας από αυτούς που είχε φιλικές σχέσεις ο πατέρας μου με τη Γλώσσα ήταν ο μπάρμπα Μήτσος ο Δαλακιάρης, ο μπάρμπα Μήτσος ο Δαλακιάρης, αυτός ο χασάπης - ξέρεις ποιος είχε το χασαπιό; Που είχε ένα παιδί που τον λένε Βαγγέλη, είχε κι άλλα αγόρια, τ’ άλλα δυο αγόρια είναι στην, είχε το Κουκή κι άλλες δύο, έχει έναν γαμπρό η μία, αυτόν που δουλεύει στα σκουπίδια, έναν ψηλό, πώς τον λένε, τέλος πάντων. Αυτός επειδή δεν μπορούσε, είχε πάρα πολλά παιδιά, θυμάμαι, έπαιρνε την οικογένειά μου και μας πήγαινε στο «Πανόραμα». Εκεί το φαγητό που έκανε τότε ήτανε, μη φανταστείς τώρα, ένα. Ήτανε το γιουβέτσι, μοσχάρι, μοσχαροκεφαλή, ένα, το πήγαινες και σ' το έφτιαχνε. Και γινόντουσαν φοβερά γλέντια. Οι μουσικοί της εποχής εκείνης ήταν συγκεκριμένοι, ήτανε Καλάρης, ο Σαλπαδήμος, ο μπάρμπα Κωστής ο Σαλπαδήμος και ο πατέρας του, ήταν ο Γιάννης, αυτός που είναι τώρα, ένας άλλος που έπαιζε ακορντεόν, ήταν ο μπάρμπα Αλέκος ο Γιολδάσης με το λαούτο, ο μπάρμπα Μήτσος ο Μανιάτης, φοβερή φωνή, τον πρόλαβα, ήταν ένας γεροντάκος που έπαιζε κλαρίνο, ο Ζαφείρης και ο γιος του, ένας Μήτσος Ζαφείρης, έπαιζε λαούτο αυτός. Αυτοί ήτανε οι μουσικοί της εποχής εκείνης, τους οποίους χρησιμοποιούσαμε κι εμείς κι εσείς και μάλιστα γινότανε, όταν τύχαινε να γίνουν γάμοι μαζί, γινότανε φασαρία ποιος θα τους πρωτοπάρει. Πρέπει να σου πω το εξής, ότι από το 1900 τώρα - δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρουν αυτά - μετά τον πόλεμο και μετέπειτα, δηλαδή μέχρι το ‘70 ο πληθυσμός του χωριού μου, δεν ξέρω της Γλώσσης, αλλά ο πληθυσμός του χωριού μου μειώθηκε σχεδόν στο μισό. Γιατί; Γιατί ξεκίνησαν, ξεκίνησε ο κόσμος κι έφευγε. Η διαφυγή ήτανε στο εξωτερικό, μετανάστευση δηλαδή, εσωτερική μετανάστευση Βόλο, σε εργοστάσια και τα λοιπά, κτίστες πολλοί στην Αθήνα και ναυτικοί. Όμως η μεγάλη αφαίμαξη του χωριού έγινε με τη μετανάστευση. Το χωριό μου είχε πολλούς μετανάστες στη South Africa, στην Αυστραλία, στην - πώς τη λένε - Μπαχάμες, πήγε κάποιος και τους τράβηξε, Αμερική φυσικά πάρα πολλούς και πάρα πολλοί ήτανε και στην Ευρώπη, αλλά η μάζα, η μεγαλύτερη μάζα έφυγε για την Αυστραλία.
Στα παιδικά μου χρόνια δηλαδή που ήμουνα στο Δημοτικό, θυμάμαι ότι υπήρχε φτώχεια βέβαια, όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Ένα ζευγάρι παπούτσια και ήσουνα και τυχερός αν τα είχες, τώρα μιλάω από το ‘59 μέχρι το ’65 - ’66. Ήταν [Δ.Α.], δηλαδή, πηγαίναμε στον τσαγκάρη, ήταν εδώ ένας Χατζηνικολάου, εσείς είχατε τον Θεοδωράκη, είχατε τον - πώς τον λένε - τον Ουρανίτσα επάνω, δεν θυμάμαι ήταν και κανένας άλλος και παίρνανε το λάστιχο από τις ρόδες και μια μαγκιά τα κάνανε πέδιλα να πούμε και τα οποία αυτά τα πέδιλα τα είχαμε όλο τον χειμώνα και άμα βρεχόντουσαν, γινόντουσαν κόκκαλο κι έπρεπε να τα κάνεις κάμελ συνέχεια. Και όποιος είχε και κανένα φράγκο παραπάνω, μπορούσε να κάνει και κανένα σκαρπίνι και λίγο μεγάλα, γιατί; Γιατί μόλις έπιανε το καλοκαίρι πηγαίναμε και τα βάφαμε άσπρα, τα βάφαμε άσπρα το καλοκαίρι. Λοιπόν, δεν φορούσαμε παπούτσια. Και να είχες δεν τα φορούσες, γιατί σε κοροϊδεύανε οι άλλοι, οι περισσότεροι δεν είχανε παπούτσια. Το καλοκαίρι δηλαδή στην ενασχόλησή μας, να πάμε να παίξουμε με τα παιδιά και τα λοιπά, δεν βάζαμε, όλοι κυκλοφορούσαμε ξυπόλητο τάγμα. Υπήρχανε και παιδιά, τα οποία πολλές φορές ερχόντουσαν και στην εκκλησία χωρίς παπούτσια, δεν είχανε παπούτσια. Ή πολλές φορές τους βλέπω και συζητάμε και λέω: «Πρέπει να τα θυμόμαστε και αυτά». Βέβαια υπήρχανε και άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά δυσκολευόντουσαν να τα βγάλουνε πέρα. Δηλαδή και τους έκανε η ανάγκη μετά, γιατί κάνανε παιδιά, άρχιζε να αυξάνεται ο πληθυσμός, γιατί ο πληθυσμός σε κάποια φάση στη Σκόπελο είχε διογκωθεί. Ο κλήρος ήτανε καθορισμένος. Πρέπει να ξέρεις ότι - σ' το λέω έτσι να το μάθεις, εγκυκλοπαιδικά - ότι μόνο το 25% του νησιού είναι καλλιεργήσιμο, το 75% είναι δάσος. Το δάσος όμως έσωσε πάρα πολλούς ανθρώπους. Γιατί; Υπήρχαν οι βοσκοί. Οι γονείς μου και οι παππούδες μου ήτανε βοσκοί κι από τη μία μεριά και από την άλλη, όμως ήτανε το δάσος που γινόταν υλοτόμηση, γινότανε ρητίνες. Παίρνανε το ξύλο, δεν υπήρχε πετρέλαιο όπως είχατε εδώ πέρα, φεύγανε από τη Γλώσσα και ήθελα να ρωτήσω τη μάνα σου να μου πει τι σχέση είχε - ο παππούς σου ήταν ο Μήτσος ο Διομής. Υπήρχε κάποιος, όμως, που ερχότανε, δεν ξέρω αν λεγότανε Βασίλης, Μαυροβασίλης. Είχε καμία σχέση ο παππούς σου;
Δεν νομίζω.
Κουκορίνης πρέπει να λεγότανε αυτός, είχανε μία αδερφή, αυτός είχε μία αδερφή που ήτανε κόρη, ήτανε καλόγρια, Μαριάμ. Έχετε καμία σχέση εσείς με αυτή;
Μόνο φιλική, δεν...
Όχι, επειδή ο παππούς ήταν λίγο μελαχρινός... Φεύγανε, λοιπόν, ο παππούς σου, φεύγανε από το Κλήμα και πηγαίνανε στου Γιωργάρα τρεις ώρες δρόμο να κάνουν ένα φόρτωμα με ξύλα για να τα πάνε στον Φουρναράκη. Ξέρεις ποιος ήταν ο Φουρναράκης; Ο Φουρναράκης είχε, τον λέγανε Φουρναράκη, ήτανε ο πατέρας αυτουνού που έρχεται κάθε χρόνο που σκοτώθηκε στην - πώς λέγεται - Καπ[00:30:00]παδούκας. Ξέρεις πού ήταν το φουρνάρικό του; Είναι όπως πας, περνάς το σπίτι του Μακρή του οδοντίατρου, προχωράς, πριν τον Καππαδούκα που έχει το ξυλουργείο, καταλαβαίνεις πού σου λέω; Δεξιά, πρέπει να είναι ένα γκρεμισμένο, εκεί ήταν ο φούρνος του, πριν από αυτό ήταν του Μακαράνη το σπίτι, του Τριανταφύλλου, στη γωνία, δίπλα ήταν αυτός ο φούρνος. Εκεί τα πηγαίνανε σε αυτόν και σε όποιον άλλον στο χωριό σας ήθελε ξύλα, γιατί όλοι καίγανε ξύλα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην καίει ξύλα. Και το τζάκι δεν δούλευε μόνο για ζέστα, ήταν και η κουζίνα, δεν υπήρχε. Και έπρεπε να έχεις ειδικό ξύλο για την κουζίνα, τα φιγκάκια τα λεγόμενα και τα λοιπά για να μπορέσεις να να επιβιώσεις. Τώρα όσον αφορά τη ζωή μου, εγώ σαν παιδί, θέλω να σου πω το εξής, ότι από τα δώδεκά μου χρόνια έφυγα από το σπίτι, γιατί το ‘65 που ήτανε να πάω στο Γυμνάσιο, είχανε γίνει οι σεισμοί, δεν υπήρχε Γυμνάσιο εδώ, τίποτα, κάνανε Γυμνάσιο μέσα στις σκηνές και έφυγα και πήγα στη Βόρεια Εύβοια το ’65, 1965. Πήγα στην Βόρεια Εύβοια στην Α' Γυμνασίου. Στη Β' Γυμνασίου ήρθα στη Σκόπελο γιατί φτιάξανε τολ, δηλαδή προκάτ και γινόντουσαν τα μαθήματα εδώ πέρα και ο πατέρας μου έφερε εδώ πέρα στη Σκόπελο στο Γυμνάσιο. Όμως δεν υπήρχε συγκοινωνία αυτή που είχανε παλιά, πηγαινοερχόντουσαν τα λεωφορεία. Ο δρόμος ήτανε σε αθλία κατάσταση και ύστερα δεν γινότανε για την εποχή εκείνη να καθίσεις να πηγαινοέρχεσαι, έχανες χρόνο δηλαδή στον δρόμο και για πολλά άλλα πράγματα, έμενα οικότροφος στη Σκόπελο, στον Κανέλλη. Έμενα οικότροφος στον Κανέλλη και πλήρωνε ο πατέρας μου αρκετά λεφτά, παρόλο δεν ήτανε πλούσιος, αρκετά λεφτά για να... Επιγραμματικά, στο σπίτι αυτό που ήμουνα οικότροφος, έτσι για την ιστορία, πήγαινε κι έμενε και ο Σταματίου ο Γιώργος, ο γιατρός σας, εκεί έμενε σε αυτόν, όταν πήγαινε Γυμνάσιο, γιατί είναι πιο μεγάλος από μένα κι ένας Μπερδάνης που ήταν οδοντίατρος. Δηλαδή υπήρχανε σπίτια με λίγα λόγια που μένανε εκεί. Τα δε κορίτσια στην εποχή τη δικιά μας μένανε στη Σάσα τη Δουλίδου. Ήταν σαν, ήτανε μία κυρία πρώην δημάρχου, είχε πεθάνει ο δήμαρχος και για να μπορέσει να ζήσει, πέθανε ο άντρας της, δεν είχε, πηγαίνανε πάρα πολλά κορίτσια από τη Γλώσσα, πήγαιναν εκεί. Παραδόξως όμως, λίγα αγόρια, πηγαίνανε σαν οικοτροφείο ήταν, οικοτροφείο σαν πανσιόν, πώς να σου δώσω να καταλάβεις τώρα, θα σου αναφέρω ονόματα από τα κορίτσια αυτά. Παραδόξως, όμως, αγόρια δεν ερχόντουσαν στη Σκόπελο, πηγαίνανε στον Βόλο, Αθήνα. Ένα παιδί, το μόνο, που έκανα εγώ μαζί του μέχρι το τέλος, για μένα, στην ηλικία τη δικιά μου, ήταν μόνο ο Γιάννης ο Μανιάτης, ο ηλεκτρολόγος. Από κορίτσια ήτανε πάρα πολλά. Θα σου αναφέρω μερικά. Ήτανε η - που ήτανε στην ηλικία μου, ένα χρόνο μικρότερη - ήταν η Τσιμπογιάννη η Μαρία, την ξέρεις, έχει πάρει τον Πολύζο. Ήτανε η Άννα η Σταματάκη, ήταν η Βαρλάμη Μαρία, ήτανε - κάτσε - η Σκιαθίτη Ζωή, ήτανε η Αθανασίου Νίνα, ήτανε η Μαρία η Διοματάρη, ήτανε η αδερφή της Βαρλάμη, δεν θυμάμαι πώς λεγότανε, ήτανε - τώρα δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρουν αυτά τα ονόματα - ήτανε η - πάντα στην ηλικία μου που θυμάμαι, γιατί μετέπειτα πηγαίνανε και αγόρια και κορίτσια όλα στη Σκόπελο. Ήτανε από το Λουτράκι μια Βαρλάμη η οποία έχει γίνει καλόγρια τώρα, ήτανε η Κική, αυτή του Σιδέρη που έχει πάρει έναν, τον Φωτόπουλο. Και αυτή ήτανε, πήγαινε στο Γυμνάσιο, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερη από μένα, αλλά παραδόξως αγόρια δεν πηγαίνανε. Δηλαδή αρχίζαν να πηγαίνουν αγόρια από ό,τι θυμάμαι από την ηλικία του Γιάννη του Σπύρου, δηλαδή το '58. Ήτανε μοναχοπαίδι, ήτανε και αθλητής αυτός, δεν ξέρω αν τον ξέρεις, Γιάννης νομίζω Σπύρου. Λοιπόν, ήταν δύσκολη η ζωή τότε για να πας στο Γυμνάσιο. Και πολλά παιδιά δικά σας πηγαίνανε στον Βόλο, υπήρχε οικοτροφείο και μένανε στο οικοτροφείο του Βόλου για αυτό πήγαιναν εκεί, γιατί δεν πληρώνανε, κατάλαβες; Πολλά παιδιά, τώρα τι να σου λέω, τον Κωνσταντάκη τον - πώς τον λένε - είναι στον Καναδά, στην Αμερική, που είναι αυτός που το μάτι του είναι λίγο, τον ξέρεις; Δεν τον ξέρεις; Είναι γιος του Μήτσου του ψάλτη, τον πρόλαβες; Είχε δύο, είχε και έναν άλλον που είναι παντρεμένος, πώς τον λένε τον άλλον, τον ξεχνάω. Ο Λαρυγγάκης ο Νίκος, ο Φάλκος, αυτοί είναι όλοι Τριανταφύλλου, πολλά παιδιά. Από 'δώ πήγαινε ο Κωστής ο Παλαιολόγος, πολλά παιδιά, όσοι δεν είχανε δηλαδή να...
Εσένα η ζωή σου πώς ήτανε σαν οικότροφος, που έμενες σε ένα ξένο σπίτι και σ’ ένα-
Άκουσε εδώ να δεις, θα σου αναφέρω ένα πράγμα και θα γελάσεις. Όταν πήγα στην Ιστιαία, στη Βόρεια Εύβοια, πήγα σε ένα σπίτι, πολύ καλοί άνθρωποι, αλλά θα σου αναφέρω ένα περιστατικό το οποίο μου έχει μείνει σαν... Αλλά να φανταστείς, όμως, ότι ένα παιδί έφυγε από από το Κλήμα και πήγε σε ένα Γυμνάσιο το οποίο - και Λύκειο συγχρόνως μαζί - το οποίο είχε γύρω στα οκτακόσια παιδιά, από το Μαντούδι εδώ που κάηκε μέχρι και τον Αγιόκαμπο, τα χωριά τα ξέρω όλα να σ' τα πω ένα - ένα, όλα τα παιδιά πήγαιναν εκεί και δεν μέναν οικότροφοι, όπως έμενα εγώ, μένανε σε ένα δωμάτιο 2Χ3 με μία σόμπα - ο Θεός να την κάνει - και πηγαίνανε κάθε πρωί, κάθε απόγευμα μάλλον ή κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες στο λεωφορείο της γραμμής, το αστικό, τους έστειλε η μάνα το μπακράτσι, μπακρατσάκι, κάτι αλουμίνια δεν τα πρόλαβες εσύ, για να φάνε. Ήτανε δύσκολη η ζωή για μένα. Ήμουνα προνομιούχος, δηλαδή από την έννοια, άμα κάτσεις και το σκεφτείς ότι έμενα σε ένα σπίτι, με φροντίζανε, με κάνανε, με δείξανε, αλλά ένιωθα και μοναξιά, γιατί; Και μία φορά ένιωσα απογοήτευση μεγάλη, θα σου εξηγήσω γιατί. Μία φορά καθίσαμε στο τραπέζι να φάμε. Είχε κρέας κι εμένα μου βάλανε στο πιάτο ένα κομμάτι που υποτίθεται ότι ήτανε κρέας. Δεν ήταν κρέας όμως, ήταν ξαλμυρισμένος μπακαλιάρος. Εγώ δεν θα μιλούσα, θα το έτρωγα, τι να πω, αλλά έλα που ο μπακαλιάρος είμαι αλλεργικός! Και της λέω: «Δεν μπορώ να το φάω αυτό, γιατί είμαι αλλεργικός σε αυτό». Βέβαια, δεν ξέρανε πού να βάλουν τα μούτρα τους αλλά θέλω να σου πω τέτοιες καταστάσεις, σου έφερα ένα παράδειγμα να δεις, ήτανε. Κατά τα άλλα ήταν καλοί άνθρωποι, εντάξει, δεν ξέρω για ποιον σκοπό το κάνανε και γιατί το κάνανε, δηλαδή κάθομαι και το σκέφτομαι και λέω «κοίτα τι κάνανε!». Υπήρχανε, δηλαδή υπήρχε φτώχεια και υπήρχε και υπήρχε η πολλή δυσκολία στη μάθηση. Φοβερά πράγματα, δηλαδή μην κοιτάς τώρα, πολλά παιδιά σηκώνονται το πρωί από το σπίτι τους παρά πέντε και πάνε σχολείο, ενώ άλλα παιδιά μετέπειτα έπρεπε να ξυπνάνε απ’ τις 07:00 η ώρα, να πάνε στο λεωφορείο, μία ώρα δρόμο, όρθια, να πάνε στη Σκόπελο και πολλές φορές να μην είναι ανοιχτό το Γυμνάσιο, αυτά θα σ' τα πούνε οι μετέπειτα από μένανε, γιατί αυτό γινότανε, κι απ’ τη Γλώσσα. Και να μην κάθονται κιόλας. Υπήρχανε δυσκολίες και αυτό καμιά φορά έλεγα στα παιδιά μου: «Ρε σεις, είσαστε μέσα στο σπίτι σας, πρέπει να δώσετε κάποια στοιχειώδη προσοχή. Ήταν δύσκολες οι καταστάσεις, όμως ήτανε διαφορετικά τα πράγματα. Το όνομά σου;
Ευαγγελία.
Ευαγγελία, ήτανε αλλιώς τα πράγματα. Πρέπει να σου πω το εξής, ότι η αυτάρκεια των γονιών μου ήταν τέτοια που, αυτάρκεια, δηλαδή εμείς είχαμε ένα καλύβι στον Πάνορμο κάτω. Δεν υπήρχε δρόμος, υπήρχε ένα μονοπάτι, όπως είπαμε, που ξεκινούσε από το χωριό και για να πας πρέπει να κάνεις δυόμιση ώρες, τρεις ώρες με το ζώο. Πάνω στο ζώο βάζαμε κότες, σκυλιά, γατιά, ό, τι είχαμε τα βάζαμε εκεί πέρα και τα παίρναμε εκεί πέρα και με ρωτούσαν τα παιδιά: «Τι αγοράζατε;». Μπακάλικο. Σε πληροφορώ ότι το μόνο που αγοράζαμε ήτανε κάνα λίτρο κηροζίνη πετρέλαιο, θα έπαιρνε η μάνα μου κανένα ρύζι, ξέρω 'γώ, ή κανένα μακαρόνι, θυμάμαι ο π[00:40:00]ατέρας μου είχε μανία με τον σολομό και κανένα σολομό. Και φεύγαμε, πηγαίναμε. Λάδι, ψωμί, κρέας, αυγά, τυριά ήταν όλα δικά μας. Όσον αφορά το κρέας, επειδή δεν υπήρχε ρεύμα, είχαμε τρεις φορές τη βδομάδα κοτόπουλο. Έσφαζε η μάνα μου, είχε κοτόπουλα δικά της, τα έβγαζε από την κλώσα. Κρέας άλλο, να πούμε, μη φανταστείς, βοδινά και τέτοια και χοιρινά δεν υπήρχανε τότε στο νησί, ξεχάστε τα, το μόνο κρέας που είχε το νησί ήτανε γίδα, γίδα συνήθως, προβατίνα, κανέναν κριαρά, κανένα - πώς το λένε- κι ο Βουτηχτής κι ο μπαρμπα-Μήτσος ο Δαλακιάρης άμα έφευγε καμιά φορά κανένα γελάδι και το ‘σφαζε κι έπρεπε να κάνει γύρα όλο το νησί για να το πουλήσει, πού να το πουλήσει! Λοιπόν, κέντρισέ μου τώρα, γιατί καμιά φορά σταματάει, το έχω πάρει μονόλογο. Τι θέλεις άλλο;
Θέλω να μου πεις για το καλύβι πώς, τι κάνατε εκεί στο καλύβι ακριβώς;
Λοιπόν, άκουσε να δεις, όπως και στη Γλώσσα, αλλά στο δικό μας τώρα, θα αναφέρω το δικό μας, εκεί πέρα είχαμε ένα κτήμα το οποίο έχει αμυγδαλιές, είχε και ελιές μέσα. Συνδυάζαμε, λοιπόν, τη μεταφορά μας εκεί κάτω, σαν διακοπές, όσον αφορά την οικογένειά μου. Ήτανε κοντά η θάλασσα να κάνουμε τα μπάνια, αλλά να καλλιεργήσουμε το χωράφι μας εκεί πέρα. Πρέπει να ξέρεις ότι η ζωή ήτανε δύσκολη εκεί κάτω, γιατί έπρεπε να πας να πάρεις νερό από το πηγάδι. Έπρεπε να πας να φέρεις ξύλα για να... Τα φέρνε ο πατέρας μου, εντάξει. Έπρεπε να πάω να κόψω κλαριά για τις κατσίκες. Θα σου πω μία μέρα, παραδείγματος χάρη, θα σου πω μία μέρα. Λοιπόν, το πρωί θα ξυπνούσαμε πολύ πρωί με τον πατέρα τις 04:00 η ώρα, παιδάκι ήμουν. Μου είχε ένα τσαπάκι μικρό να πάμε να θαμνέψουμε τις αμυγδαλιές για να είναι εντάξει, να τινάξουμε τα αμύγδαλα. Μόλις ερχότανε - μιλάω τώρα επτά - οκτώ χρόνων, έτσι; Μεσημέρι, θα μου 'δινε το άλογο, θα μου φόρτωνε πάνω έχει κάτι βαρέλια ξύλινα κι έναν τενεκέ κι ένα χωνί να πάω στο πηγάδι να πάρω νερό, δεν μπορούσα να κατεβάσω τα βαρέλια. Έβαζα το χωνί από το ένα, έβαζα έναν κουβά, ένα γιορδέλι, το έπαιρνα, το έβαζα στο άλλο να μην μπατάρει, κατάλαβες; Σιγά-σιγά το γέμιζα, τα γέμιζα, τραβούσα το καπίστρι και τα 'φερνα στο σπίτι και ο πατέρας μου, η μάνα μου τα έβγαζε. Το μεσημέρι με άφηνε να πάω να κάνω μπάνιο. Βέβαια, ερχότανε και η μάνα μαζί και επειδή η μάνα δεν ήξερε μπάνιο, με έδενε με την τριχιά από 'δώ και άφηνε πέντε - έξι μέτρα, γιατί στον Πάνορμο τα νερά είναι πολύ βαθιά και επικίνδυνα για ένα παιδί που δεν ξέρει και μπάνιο και μας κράταγε απ' έξω κι εμένα και την αδερφή μου και όχι μόνο εμάς και μερικοί τρία, τέσσερα, πέντε, παιδιά άλλα πού ήτανε εκεί γύρω γύρω. Θα πηγαίναμε στο σπίτι να φάμε το μεσημεριανό που συνήθως ήτανε θαλασσινά, γιατί, καλαμάρα, ερχόντουσαν ψαράδικα εκεί κάτω, πολλά ψάρια όσα ήθελες δίνανε τυρί και παίρνανε ψάρια, όσα ήθελες. Και θα μας έβαζε η μάνα να κοιμηθούμε το μεσημέρι. Το απόγευμα που έπεφτε ο ήλιος και υπήρχε δροσιά, όταν αρχίσανε και ανοίγανε τα αμύγδαλα, θα τινάζαμε τα αμύγδαλα, θα με στέλνανε πάνω στο βουνό να κόψω κουμαριές για τις κατσίκες, όσες μπορούσε να πάρει ένα παιδάκι μ’ ένα κλαδευτήρι και το βράδυ είχε φεγγέρα. Η φεγγέρα τι γινότανε, Τα αμύγδαλα αυτά ήτανε με τα τσόφλια, έπρεπε να να τα ανοίξουμε να βγάλουμε το αυτό για να λιαστούνε. Το βράδυ μέχρι όσο μπορούσαμε τώρα, παιδάκια εμείς, καθόμασταν, έναν νταβά κι ανοίγαμε και καθαρίζαμε τα αμύγδαλα. Αυτό όμως γινόταν το καλοκαίρι. Τον χειμώνα η μάνα μου, επειδή είχαμε πάρα πολλές ελιές εκεί, μένανε στο καλύβι. Εγώ, όμως, πήγαινα σχολείο. Συνήθως με αφήνανε στη γιαγιά μου, τη μάνα του πατέρα μου. Τότε κάναμε και το Σάββατο μάθημα. Έπρεπε να πάρω άδεια από τη δασκάλα για να πάω να δω τον πατέρα μου και τη μάνα μου στον Πάνορμο, γιατί ήτανε υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός κάθε Κυριακή. Έφευγα με τα πόδια το Σάββατο το μεσημέρι, γιατί κάναμε μεσημέρι, πρωί - βράδυ τότε, το Δημοτικό ήτανε το πρωί 08:00 μέχρι 13:00 η ώρα, πηγαίναμε, τρώγαμε για κανένα μισάωρο και πηγαίναμε και το απόγευμα. Και τότε δεν έχει ρολόι, είχε καμπάνα, το καμπανάκι, χτύπαγε το καμπανάκι για το σχολείο, πρωί και μεσημέρι. Και έφευγα τρεις ώρες δρόμο από το χωριό να πάω στον Πάνορμο με τα πόδια μόνος μου. Όμως τότε δεν υπήρχε, το μόνο πράγμα που θα μπορούσες ένα παιδί να φοβάται μία οικογένεια ήτανε να μη χτυπήσει, μην το δαγκώσει φίδι ή μη πάει στη θάλασσα και κάνει μπάνιο και τα λοιπά. Αυτή ήτανε η ζωή η δικιά μας και πολλών παιδιών. Και στη Γλώσσα τα ίδια πράγματα ήταν, νομίζω. Από ό,τι συζητούσα με κάτι που είμαστε ίσα, δηλαδή με τον Μάριο τον Παπαγεωργίου, με τον συγχωρεμένο τον Αγάλο, το Σελίνα, ήμουνα ίσα, ποιος άλλος τώρα να σου πω, δεν τους θυμάμαι κιόλας. Όλη σχεδόν η ζωή μας ήταν αυτή, δηλαδή το καλοκαίρι όλοι και εσείς πηγαίνατε τα κτήματα, στα καλύβια αυτά που είχατε, βέβαια εσάς ήταν λίγο κοντά, εμάς ήταν λίγο μακριά και φεύγαμε. Αυτή ήταν η ζωή το καλοκαίρι και τον χειμώνα οι ελιές ήτανε, δεν ήτανε το ίδιο, δηλαδή ήταν το σχολειό στη μέση, οπότε χωριζόμασταν πάλι, δηλαδή τον εαυτό μου τον θυμάμαι μία ζωή να είμαι μακριά από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Δεν γινόταν διαφορετικά. Μια ενασχόληση άλλη των κατοίκων ήτανε βοσκοί, τα γιδοπρόβατα. Πρέπει να σου πω ότι ήταν τόσα τα γιδοπρόβατα και τα γίδια που το 1959, ’58-’59, βγήκε μία εγκύκλιος και τους διώξανε από τα δάση, απ’ τα δικά τους τα δάση, εγώ έχω ιδιόκτητα δάση, απ’ τα δικά μας τα δάση, γιατί; Γιατί τα κατσίκες τρώγανε τα μικρά πεύκα. Και τους αναγκάσανε πάρα πολλούς, ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας μου, τα έδωσε τα γίδια και έγινε αγωγιάτης. Λοιπόν, λέγε, κέντριζε και θα σου λέω εγώ. Τι θέλεις;
Θέλω να μου πεις για τη γιαγιά σου που ζούσες. Τι θυμάσαι να σου λέει η γιαγιά σου, ιστορίες;
Λοιπόν, αυτό που επικρατούσε εκείνη την εποχή, εγώ προσωπικά όσον αφορά τη γιαγιά μου από τη μεριά της μάνας μου, γιατί υπάρχει ένα φαινόμενο, δεν ξέρω αν υπάρχει και σήμερα, ότι τα παιδιά των κοριτσιών είναι πολύ προς τη μάνα. Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν ο λόγος αυτός, ήταν και μία γυναίκα η οποία ήταν παραμυθού, έλεγε πολλά παραμύθια. Και θυμάμαι ότι μαζευόμασταν γύρω από το μαγκάλι - το ξέρεις το μαγκάλι; Και μας έλεγε διάφορα παραμύθια. Αυτά που επικρατούσανε τότε ήτανε τα τα φαντάσματα, πώς τα λένε, τα ξόρκια - πώς τα λέγανε- και διάφορα άλλα ευτράπελα της εποχής. Θα σου αναφέρω ένα από αυτά για να γελάσεις. Υπήρχανε τότε καλλιεργημένες εκτάσεις, οι αμυγδαλιές δηλαδή και υπήρχαν και πολλά πρόβατα, ειδικά στη Γλώσσα ήταν ξακουστό το πρόβατο της Γλώσσης, δεν ξέρω αν σ' το έχουν πει, μιλάμε ότι είχε σαν απόδοση, αλλά και σαν γέννα, είχε πολλά πρόβατα. Απαγορευόταν, πήγαινε ο αγροφύλακας, πρέπει κάποιος από τους συγγενείς σου να ήτανε αγροφύλακας. Ο παππούς σου, προσπάππος σου ποιος ήταν; Ένας Τακτικός ήταν αγροφύλακας, τον θυμάμαι.
Παππούς μου.
Τον θυμάμαι. Ένας κοντός ήτανε, τον θυμάμαι. Λοιπόν, τι γινότανε, αυτοί για να πάνε να βόσκουνε το βράδυ τα πρόβατα, λέγαν ότι βγαίνανε φαντάσματα και πού βγαίναν τα φαντάσματα; Στην Κατακαλού. Και γιατί στην Κατακαλού; Γιατί πολλοί από το Πάνω Κλήμα και από το Κάτω Κλήμα ήτανε ψαράδες και πηγαίνανε αποβραδίς εκεί κάτω με τα ψάρια τους, τα καΐκια τους στο Λουτράκι και τα λοιπά και ανεβαίναν νύχτα. Τι έκανε αυτός; Για να βόσκει τις προβατίνες διέδωσε ότι βγαίνουν φαντάσματα στο - αυτό είναι γεγονός - φαντάσματα στην Κατακαλού. Τι είχε κάνει; Μέσα, καταμεσής στο ρέμα είχε πάρει ένα τομάρι από πρόβατο, γίδα άσπρο, το έχει φουσκώσει, το είχε δέσει με ένα σκοινί, ήτανε κρυμμένος μέσα σε μία μουρτιά εκεί πέρα, μούγκριζε και το ανεβοκατέβαζε. Μέσα στη νύχτα ο άλλος μουγκρητά το ένα, το άλλο, να και ένας άνθρωπος, ας πούμε, να τα διογκώσει αυτά τα πράγματα και φαντάσου τι γινότανε! Δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος το βράδυ! Κάποιοι, λοιπόν, παλικαράδες για την εποχή, μαζευτήκανε τρεις - τέσσερις, δεν πήγαν μοναχοί τους και ήτανε και κάποιοι συγγενείς μου, αλλά δεν θέλω να περιαυτολογώ, πηγαίνανε. Πραγματικά άρχισε να μουγκρίζει. Το ραντάρ[00:50:00] τους πήρε περίπου το μέρος, σκύβουνε, παίρνουμε από μία πέτρα και αρχίσανε και το βαρούσανε και φωνάζανε: «Ή θα μας φας ή θα σε φάμε». Σε τελική ανάλυση, βγαίνει αυτός και λέει: «Σταματάτε, παιδιά, μη με σκοτώσετε». Ήταν ένας βοσκός, Δαλακιάρης Κωστής λεγότανε, της Καντούς πατέρας, Καντώ, λεγότανε, Δαλακιάρη. Ένα ευτράπελο ήταν αυτό. Και ένα άλλο που μου 'λεγε η γιαγιά τότε, δημιουργούσανε διάφορα πράγματα, τέτοια με φαντάσματα, λέγανε ότι βρεθήκανε και πηγαίνανε μέσα στις σπηλιές, ότι βρίσκανε χρυσό, ότι πηγαίνανε, παραδείγματος χάρη, την ονείρεψε μία να πάει να σκάψει στο τάδε μέρος και είπε: «Μη μιλήσεις, θα βρει χρυσό» και βρήκε κάρβουνα, τέτοια πράγματα. Όμως από ό,τι, όταν μεγάλωσα, άρχισα και τα μάζευα όλα μέσα στο μυαλό μου και τα έβλεπα, τα φαντάσματα τα βγάλανε για πολλούς λόγους. Ήτανε για να κλέψουνε, ήταν για να κινηθούνε άνετα οι άνθρωποι, τα παράνομα ραντεβού, βασικά πράγματα την εποχή εκείνη, μη ξεχνάς ότι ο ένας ήξερε τον άλλον και «κρικ» να έκανε η πόρτα του γείτονα, την άκουγες. Επομένως τον αμπάρωνε μέσα για να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει, είτε ήταν οικονομικά, είτε ήταν ερωτικά, είτε ήταν οτιδήποτε ήθελε να κάνει. Τέτοια πράγματα μου 'λεγε, η γιαγιά μου η οποία είχε γεννηθεί το 1881, ζούσε στο Κάτω Κλήμα, απ’ τη μεριά της μάνας μου, Αθανασίου το επίθετο και παντρεύτηκε τον παππού μου, την έκλεψε στα δεκατέσσερα πήγε και την έκλεψε, τότε δεν την έδινες, σε έκλεβε και τελείωνε και ήθελε, δεν ήθελε... Μου έλεγε ότι την εποχή εκείνη, η γιαγιά μου σου λέω, υπήρχε μεγάλη θνησιμότητα στα νεογνά και μου ‘κανε εντύπωση ότι από μόνη της η γιαγιά είχε κάνει τέσσερα παιδιά και από την άλλη, κι η άλλη η γιαγιά, δηλαδή και όταν κάποια στιγμή μεγάλωσα, ρώτησα: «Ρε γιαγιά, γιατί κάνατε τόσα;», παιδάκι ήμουνα, πόσο, πέντε χρονών, λέει: «Ξέραμε αν θα ζήσουν όλα;». Αυτή η νοοτροπία επικρατούσε τότε, για αυτό και κάνανε και πολλά παιδιά και ο σκοπός τους ήταν και να αφήσουν απογόνους αλλά και τα παιδιά να να βοηθήσουν τον γονιό, ενώ σήμερα το αντίθετο, οι γονιοί βοηθάνε τα παιδιά, εσάς. Λοιπόν, πες μου, κέντρα με. Τι θέλεις;
Τώρα θέλω να μου πεις πώς ήτανε χωρίς ρεύμα.
Λοιπόν, άκουσε, χωρίς ρεύμα. Υπήρχε μία λάμπα στον τοίχο και υπήρχε και το κλεφτοφάναρο και υπήρχε και ο φανός και υπήρχε και το καντήλι. Η λάμπα αυτή ήτανε με το φιτίλι και με το λαμπόγυαλο από πάνω Πώς ήτανε απλά τα πράγματα κάθε πρωί οι γυναίκες πλέναν το λαμπόγυαλο και δεν είχανε σφουγγάρι, κνούκλα - ξέρεις τι είναι η κνούκλα; Φοβερό. Βάζανε μπόλικη σόδα και μπόλικη άμμο και σου 'πα, μου 'πες και σαπούνι ντόπιο και τα πλένανε για να είναι καθαρά για το βράδυ. Υπήρχε μία λάμπα στο καθιστικό, γιατί εκεί καθόντουσαν και μία είχανε, άμα είχε κάποιος ένα κατώι, ξέρω 'γώ, άναβε φανό τον λέγανε, δηλαδή να φανταστείς, πώς είναι αυτό που βάζεις το καντήλι ένα ξύλινο, να έχει πολλά, να έχει δυο - τρία φτίλια, μεγάλα φτίλια, τόσα! Και έκανε πολλή φωτιά, μάλιστα είχα ένα από τον παππού μου. Η ζωή ήτανε, δηλαδή που λέγανε «κοιμάσαι με τις κότες», ερχόντουσαν από τη δουλειά οι άνθρωποι, καθόντουσαν, τρώγανε, θα συζητούσαν, ο πατέρας μου, παραδείγματος χάρη, θα πήγαινε στο καφενείο και όταν γύριζε, θα κοιμότανε, πολλές φορές μας έβρισκε και κοιμάμενους εμάς, μη φανταστείς ότι ερχότανε 22:00 - 00:00 η ώρα, 21:00 η ώρα ερχότανε στο σπίτι. Θα μαζευόντουσαν στη φεγγέρα. Στη φεγγέρα εκεί, Ευαγγελία, θα άκουγες πολλά πράγματα και πολλά πράγματα που δεν έπρεπε να τα ακούμε εμείς, γιατί δεν τα λέγανε όλα που συζητούσαν, κουτσομπολιά και διάφορα όπως υπάρχουν τώρα, υπήρχαν και τότε, μας στέλνανε να φύγουμε εμείς, να πάμε. Το φαγητό ήτανε να το φτιάξει μετρημένο, να φαγωθεί, γιατί δεν υπήρχε ψυγείο. Υπήρχε το φανάρι - έχεις ακούσει για αυτό, σ' το 'χει πει ο παππούς σου; Η μάνα σου, δεν ξέρω, η μάνα σου είναι μικρή, υπήρχε το φανάρι που έβαζες μέσα φαγητά όμως που να συντηρούνται, ξέρω 'γώ, μία μέρα - δύο. Το δράμα ήτανε στα παιδιά εμείς τώρα, να διαβάσουμε το βράδυ. Είχα τη λάμπα δίπλα, να πούμε, και καθόμουνα και διάβαζα. Και τότε υπήρχανε και γραπτά αρκετά, τώρα δεν έχουνε, έπρεπε να γράψεις ορθογραφία, έπρεπε να γράψεις καλλιγραφία, έπρεπε να γράψεις, να αντιγράψεις, ξέρω 'γώ, πατριδογνωσία, έπρεπε να κάνεις τον χάρτη, παραδείγματος χάρη κάναμε την Ευρώπη, έπρεπε να ζωγραφίσουμε την Τουρκία πάνω στην... Άντε το βράδυ εκεί πέρα εσύ να κάνεις! Και όλο το Δημοτικό το έβγαλα με πένα, με μελάνι, δεν υπήρχανε - πώς το λένε - τα Bic. Τα Bic τα βρήκα στο Γυμνάσιο πια εγώ, Α' Γυμνασίου. Όλα ήτανε, η γραφή μας ήταν με μελάνι, μελανοδοχείο και αυτά. Η ενασχόληση των παιδιών ήταν με διάφορα παιχνίδια, γιατί το ποδόσφαιρο ήταν λιγάκι δύσκολο, μας απαγόρευε ο δάσκαλος να πάμε στο γήπεδο εδώ πέρα να παίξουμε ποδόσφαιρο, απαγορευότανε. Έτσι, δεν ήθελε, απαγορευόταν το ποδόσφαιρο, δεν μας αφήνανε δηλαδή όταν είχαμε μάθημα να παίξουμε ποδόσφαιρο, οπότε μαζευόμασταν σε διάφορες γειτονιές ή σε αλάνες και παίζαμε μπρίκο με τις κλωτσιές, μπρίκο με τους αμάδες, μπρίκος είναι ο τενεκές. Ή παίρναμε πέτρες, τον ρίχναμε, είχε μία διαδικασία δηλαδή. Το «τσιλίκι - τσιλικόβεργα» - πώς το λένε - με το ξύλο, κρυφτό, αυτά ήταν. Ή όταν ήταν η εποχή του καλοκαιριού, παίζαμε αμύγδαλα. Τα αμύγδαλα αυτά τα μαζεύαμε, τα βάλαμε στην τσέπη και παίζαμε όποιος πάρει, παίρναμε ο ένας του αλλουνού, μη φανταστείς ότι, τα παίρναμε από τις αμυγδαλιές ή πηγαίναμε όταν τελειώνανε, τα λέγανε «αποτνάσματα», μέναν αμύγδαλα κάτω και μαζεύαμε αρκετά, τα βαίναμε στην τσέπη και πηγαίναμε και παίζαμε αμύγδαλο με αμύγδαλο, πώς το λένε, μία διαδικασία τέτοια. Ύστερα η ενασχόληση ήταν με κάτι «χαρτάκια» που τα λέγαμε, ξέρεις από πού τα παίρναμε; Τα πακέτα από τα τσιγάρα, διάφορες μάρκες τσιγάρων είχανε διαφορετικά νούμερα επάνω, αυτά από μόνοι μας θα αριθμούσαμε, παραδείγματος χάρη, θυμάμαι το «Ρόδος» ήτανε δύο, είχε ένα πέντε, το επτά, επτά. Το «τέλειον», θυμάμαι, ήτανε δέκα, δηλαδή βάζαμε, τα ρυθμίσαμε και βάση με αυτό παίζαμε. Και το ποδόσφαιρο φυσικά το οποίο ήτανε περισσότερο ήτανε ταλαιπωρία παρά ποδόσφαιρο παίζαμε, γιατί το γήπεδο το δικό μας είναι απάνω σε ένα λόφο. Όταν κλώτσαγες την μπάλα, μην κοιτάς τώρα που δεν - πώς το λένε- έχει χόρτα γύρω - γύρω. Τότε ήτανε να το γλείψεις κάτω, λάδι. Παίζαμε πέντε λεπτά και είκοσι λεπτά ψάχναμε να βρούμε την μπάλα, λοιπόν αυτή ήταν η ενασχόληση. Βέβαια, είχαμε θυμάμαι ωραίες στιγμές σαν παιδί από τους γονείς μου από την Πρωτομαγιά, την Καθαρά Δευτέρα. Την Καθαρά Δευτέρα στο χωριό μου, τις Απόκριες τις ένιωθες πραγματικά. Όλα τα σπίτια θα κάνανε κολοκυθόπιτα, όλα τα σπίτια θα κάνανε, αν είχαν τυρί, τυρόπιτα, ό, τι μπορείς να φανταστείς! Και επικρατούσε στο χωριό μου μία συνήθεια, την πρώτη Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα, να σου δώσω να καταλάβεις, ντυνόντουσαν όλες οι γυναίκες γινόντουσαν όλες γυναίκες και πηγαίνανε σε ένα σπίτι, συνήθως νεόκτιστο το πάτωμα, γιατί ήταν αβέρτα τα σπίτια, κάτω και απάνω, λοιπόν νεόκτιστο και χορεύανε. Μόνο γυναίκες και κορίτσια. Και λέγανε τραγούδια όπως το «Αχείλι μου μελαχρινό», «Μία το λέει η λυγερή», τα ξέρεις αυτά, τα έχεις ακουστά; Κι άλλα πολλά. Την Καθαρά Δευτέρα που γινόντουσαν όλα αυτά τα ευτράπελα και ένας καλός που έλεγε πολύ ανέκδοτα και σόκιν ανέκδοτα ήτανε ένας Τακτικός, ο οποίος είχε το σπίτι δεν ξέρω ποιανού, πρέπει να είχε πάρει του παπά κόρη, του παπά-Διομή, του παπά-Βαγγέλη. Το σπίτι του είναι στο Κάτω Κλήμα, Ζαχαρία - πώς τον λένε - Ζαχαριάς. Αυτός ήτανε, τον έχω ακούσει, ήτανε πολύ καλός στα αποκριάτικα και έκανε πολύ καλό καλαμπούρι, Θεός συγχωρέσ' τον, έχει πεθάνει βέβαια. Ένας από τους καλύτερους στη Γλώσσα, δεν ξέρω, εσείς θα ξέρετε καλύτερα, αλλά εμένα επειδή αυτά με έχουνε, έχω [01:00:00]βοηθήσει έναν καθηγητή ο οποίος ήτανε φιλόλογος τότε στη Σκόπελο, τον Αδαμάντιο Σάμψων - τον έχεις ακουστά; Δεν ξέρω αν ζει, είναι πρόεδρος εναλίων αρχαιοτήτων στις Κυκλάδες κι έχει γράψει ένα βιβλίο, αυτό το βιβλίο όλα τα αποκριάτικα είναι από μένα, όχι τα είπα εγώ, τον πήγα σε ανθρώπους εδώ και τα κατέγραψε και τα «περπάσκα». «Περπάσκα» ξέρεις ποια λέγονται; Τα σόκιν και τα άλλα. Εγώ τον πήγα εδώ και τα έμαθε και τα έγραψε. Λοιπόν, αυτό όμως την Καθαρά Δευτέρα παίρνανε τα παιδιά, τα αγόρια και οι άντρες στα καφενεία, οι γυναίκες δεν συμμετείχανε, μιλάω στα χρόνια τα δικά μου, σαν παιδί, ήταν οι άντρες, οι οποίοι πάντα λέγανε σόκιν. Είχα έναν παππού ο οποίος, από τον πατέρα μου δηλαδή, ο οποίος έλεγε τέτοια κάθε βράδυ, κάθε βράδυ της Καθαράς Δευτέρας και πριν αρχίσει να πει τραγούδια, τέτοια σόκιν, μάλιστα ήταν και μία γιαγιά, η θεία το Μαριγώ η Μπόντσαινα, Καλλιανίνα λέγεται. Ποια να σου πω τώρα; Αυτήν την Πορδάκλα την ξέρεις, μία προσγιαγιά της, γιαγιά της, από τον πατέρα της. Έλεγε: «Όλες οι καρδερίνες στα κλουβιά τους. Όσοι δεν θέλουνε να ακούσουνε, να αμολήσουνε», δηλαδή σε τραγουδιστό πράγμα, σου λέει: «Φύγετε, γιατί τώρα θα αθυροστομήσουμε» και γινόντουσαν φοβερά γλέντια συνήθως, όχι συνήθως, εγώ τα θυμάμαι έτσι. Μη φανταστείς τώρα ότι βάζανε στολές και τέτοια, όχι. Παίρνανε τη «φστάνα» της μάνας τους ή της γιαγιάς τους, τη βάζανε ανάποδα, κάνανε και μία μουτσούνα, μία προσωπίδα από χασαπόχαρτο. Παλιά το κρεάς το βάζανε σε χασαπόχαρτο, το φτιάχνανε μόνοι τους δηλαδή, μάτια και λοιπά, βάζανε και μουστάκια και βάζανε κι ένα σκοινί και κάνανε την - πώς τη λέγανε - την προσωπίδα, αυτή τη μουτσούνα, πώς τη λέγαμε εμείς. Και κάθε βράδυ αμολιόντουσαν οι περισσότεροι, πολλά παιδιά, ξέρανε πού είχε πίτα και πού έχει κολοκυθόπιτα και πού έχει φαΐ, κάνανε πέντε - έξι κωλοτούμπες, κάνανε και «πτα - πτα», παίρνανε πίτα και σύκα και - πώς τα λένε - και φεύγανε για να έχουν το στομάχι γεμάτο. Όταν δεν βγαίνανε να πούνε τα κάλαντα, μέχρι και την ηλικία τη δικιά μου, λίγο πιο πριν, δεν είχανε χρήματα. Σύκα, καρύδια και αμύγδαλα, αυτό ήταν το φιλοδώρημα, όταν ένα παιδάκι έλεγε τα κάλαντα. Μετά την ηλικία τη δικιά μου, δηλαδή από Β' Δημοτικού και μετά αρχίζανε και δίνανε κανένα φράγκο, δε μπορούσες να μαζέψεις χρήματα. Αυτά για τις Απόκριες. Τώρα δεν νομίζω να είχε κάτι άλλο, εκεί όμως που άρχιζε και ξεγινόταν, ήτανε μετά το ‘60 που άρχισε και έφευγε ο πληθυσμός κι έβλεπες και φεύγανε ολόκληρες οικογένειες, δέκα άτομα, οκτώ άτομα και άρχιζε το χωριό και μαράζωνε, μαράζωνε, μαράζωνε κι εδώ πέρα πρόλαβα εγώ το Δημοτικό Σχολείο να είναι με δέκα παιδιά, τώρα κάποιος πήρε τα πάνω του. Ναι. Το δικό μου, σε μία απογραφή που έγινε το 1961, είχε γύρω στους οκτακόσιους πληθυσμό. Έφτασε το Δημοτικό, όταν εγώ ήμουνα Α', Β' Δημοτικού να έχει εβδομήντα πέντε παιδιά, διθέσιο παρακαλώ, τριάντα πέντε παιδιά το κάθε τμήμα, η κάθε αίθουσα. Ήτανε και καλό, εγώ ήξερα μαθηματικά, ήμουνα στην Α' και ήξερα τα μαθηματικά της Γ'. Άκουγα. Αυτή ήταν η ζωή. Τι άλλο, πες μου τι άλλο θέλεις, να με κεντρίζεις.
Εφόσον εσείς τώρα είχατε μέχρι, δεν είχατε ρεύμα μέχρι το ’70, άρα δεν είχατε και την τηλεόραση καθόλου.
Όχι, δεν την είχαμε.
Όταν ήρθε λοιπόν, υπήρχε σε όλα τα σπίτια, πώς έγινε αυτό;
Λοιπόν, δεν υπήρχε σε όλα τα σπίτια. Πριν έρθει το ρεύμα, υπήρχανε δύο μαγαζιά τα οποία είχανε τηλεόραση. Η τηλεόραση αυτή δούλευε με μπαταρία, μη φανταστείς, μπαταρία. Μη φανταστείς τώρα μπαταρία μικρή, αυτές τις μπαταρίες που βάζουν στα αυτοκίνητα, δωδεκάβολτη. Ο μαγαζάτορας, ο Μελαχροινάκης, ένας, για να μαζεύει κόσμο είχε την τηλεόραση αυτή και κάτω στους πρόποδες του χωριού υπήρχε ένας, αυτός ο Καλλιανός, είχε κι ένας, δύο την εποχή εκείνη, δύο χασάπηδες, είχανε κάνει μία αίτηση, είχανε κάνει από μία παράγκα κάτω, δηλαδή πού να σου πω να καταλάβεις στο χωριό μου, κάτω εκεί που ήταν οι βρύσες. Κάνανε δύο παράγκες με χαρτόνια, βάλανε δύο ψυγεία μέσα και πήρανε ρεύμα κι είχανε ένα ψυγείο για να βάζουνε κρέατα μέσα, να μπορούν να τα διατηρήσουνε. Οι άλλοι δεν είχαμε φως. Και πήγαινε αυτός, είχε βρει ένα μηχάνημα και το έβαζε την μπαταρία εκεί πέρα και τη φόρτιζε, αλλά είχε μία μπαταρία όμως, δεν είχε δύο. Τελείωνε το βράδυ, την πήγαινε την άλλη τη μέρα για να φορτίζει και τις άλλες. Την εποχή εκείνη υπήρχανε κάτι έργα, κάτι σήριαλ, θυμάμαι το, Αλεξανδράκης, «Ο παράξενος ταξιδιώτης», «Άνθρωπος δίχως πρόσωπο», δυο - τρία, μη φανταστείς, όλα αυτά πρέπει να ήτανε, του Φώσκολου όλα ήτανε. Τι γινότανε; Ήμουνα φαντάρος, το ‘75 δεν ήρθα, αλλά πριν όταν ήμουνα. Ήτανε λοιπόν, είχε μία τηλεόραση ο Μελαχροινάκης και ήτανε το έργο και, ξέρεις, έπεφτε η τάση της μπαταρίας και η οθόνη άρχιζε και μίκραινε. Οπότε ήτανε ο πατέρας της Μαρίας της Γεωργίου, ο πατέρας της, ο Χρήστος ο Γεωργίου είχε ένα τρίκυκλο. Έφευγε ο Χρήστος, πήγαινε, έφερνε το τρίκυκλο δίπλα, έβγαζε την μπαταρία και την έβαζε για να τελειώσει το έργο και πολλές φορές μέχρι να πάει, να κάμει, να δείξει, τέλειωνε και το έργο και δεν ξέραν, περιμέναν την άλλη μέρα για να μάθουνε. Αυτά τα τραγελαφικά γινόντουσαν. Εγώ το ‘74 πήγα φαντάρος και το ‘75 ήρθα και βρήκα ρεύμα στο χωριό. Λοιπόν, τι άλλο ήθελα να πω για το... Εκείνο, όμως, που βλέπαμε με πολλή χαρά σαν παιδιά και ερχόντουσαν και καθόντουσαν με τις μέρες, ήταν ο Καραγκιόζης. Ερχόταν ο Καραγκιόζης και πήγαινε σε ένα συγκεκριμένο καφενείο και κάθε βράδυ, κάθε απόγευμα, δύο ή τρία παιδιά από το Δημοτικό, είχε ένα κουδούνι σαν αυτό που βαρούσαν στο σχολειό κι έλεγαν και γυρνούσανε το χωριό και έλεγαν: «Απόψε θα παίξει ο Καραγκιόζης, ελληνικό έργο, "Ο Καραγκιόζης φούρναρης"», ξέρω 'γώ. Και πήγαινε πολύς κόσμος, είναι αλήθεια ότι πήγαινε, βέβαια τα παιδιά πληρώνανε ένα φράγκο και οι μεγάλοι δύο δραχμές. Και έπρεπε να πάρεις και την καρέκλα από το σπίτι για να πας. Ναι. Αργότερα υπήρχε ένας, ήρθε και ο σινεμάς στο χωριό. Πρόσεξε. Το σινεμά πού ήτανε; Το πρώτο σινεμά ξέρεις πού ήτανε; Στη Γλώσσα! Πού είναι το -πώς το λένε- εκεί που πουλάνε τα τρόφιμα τώρα, ο Συνεταιρισμός, κάτω, δεν το ήξερες αυτό; Εκεί ήταν το σινεμά και το σινεμά τι ήταν, ήταν φορητό το σινεμά. Το είχε ο Σταμάτης ο Αμυγδαλίτσης, τον ξέρεις ποιος είναι; Που έχει τη «Βαγγελίτσα», στο Λουτράκι. Αυτός το είχε, το είχε φέρει ένας αδερφός του, Στέλιος. από την Αμερική. Το παίρνανε στον ώμο και πηγαίνανε, ερχόντουσαν στο χωριό το δικό μου, προβολή τη Βουγιουκλάκη, ξέρω 'γώ, πηγαίνανε στην αυτήν και πηγαίνανε και... Αυτός ήταν ο σινεμάς τότε. Πρωτοείδα σινεμά σε ηλικία δέκα χρονών, στη Γλώσσα όμως, όχι στο χωριό μου, γιατί, είπαμε, το χωριό μου δεν είχε ρεύμα. Στη Γλώσσα και πήγαμε με τα πόδια και έλεγε ένα τραγούδι, δεν θυμάμαι, το θυμάσαι; Ήταν η Μοσχολιού, πρώτη φορά όμως σινεμά, δεν είχα ξαναδεί σινεμά. Μία φορά είχα δει σινεμά στο... Ψέματα λέω, είχα δει σινεμά στον Βόλο, τον «Καροτσέρη, τα κύματα», είχαμε πάει με τη μάνα μου, ήμουνα μικρός. Λοιπόν, τότε είχαμε, υπήρχε και σινεμάς, ερχόταν σιγά - σιγά, αλλά μετά το ‘75 στο χωριό μου, πριν το’ 75, δεν ξέρω, στη Γλώσσα πρέπει να υπήρχε πριν. Πρέπει να υπήρχε πριν.[01:10:00]
Εσύ όταν πρωτοείδες, πώς ένιωσες;
Το σινεμά; Μου φάνηκε πολύ παράξενο, αφού σου προείπα και για το αυτοκίνητο, κάτι παράξενο, νόμιζα ότι θα έρθουν να τους πιάσω, δηλαδή ένα μυστήριο πράγμα. Και δεν είχαμε την ευχέρεια που είχατε εσείς, έχουνε τώρα τα παιδιά της πόλης στην ηλικία μου και εσείς σαν νέοι, την τηλεόραση προφανώς και το βιβλίο κατ’ επέκταση. Δεν υπήρχε - πώς το λένε - υπήρχε μία εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη στο σχολείο, η οποία ήταν γραμμένη στην καθαρεύουσα. Τώρα παιδάκι Ε' Δημοτικού και ΣΤ' Δημοτικού τι καθαρεύουσα; Και στη Σκόπελο δεν υπήρχε να αγοράσεις βιβλίο, εξωσχολικό βιβλίο, λογοτεχνία. Θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασα, δηλαδή μου το έδωσε της δασκάλας ο γιος, αυτού του μπάρμπα μου, του Αλέκου, του καθηγητή, είχε πάρει για τον γιο του «Τα μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα και τον «Μάγκα» το πρώτο βιβλίο και ένα βιβλίο το οποίο μου το έφερε τότε ο ο δάσκαλος, το αγοράσαμε δηλαδή, πανάκριβα τότε, «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 μέρες». Ήταν τα μόνα βιβλία που μπόρεσα και διάβασα στο Δημοτικό. Δεν υπήρχε. Ξέρεις ποια ήταν το διάβασμα το δικό μας; «Παραμυθία», «Μικρός Ήρωας» και αργότερα ήτανε «Μάσκα» και πολύ αργότερα «Μπλέικ», αυτά τα εικονογραφημένα, τα κλασικά εικονογραφημένα περιοδικά, μας φέρανε καμιά φορά για δώρο οι Αθηναίοι, δηλαδή «Οι Άθλοι του Ηρακλή», ξέρω 'γώ, ή «Η Οδύσσεια». Την «Οδύσσεια» εικονογραφημένη, ξέρεις, με σκίτσα και πέντε κουβεντούλες, ό, τι μπορείς να φανταστείς, ξέρω 'γώ, το «Ναυτίλο», ξέρω 'γώ, το «Δέκα χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», αυτά όλα που σου λέω τώρα τα είχα δει από εικονογραφημένα περιοδικά. Δεν υπήρχε βιβλίο με την έννοια να πιάσεις το βιβλίο να ανοίξεις, ξέρω 'γώ, δεν θέλω να σου κάνω τον διανοούμενο, να διαβάσεις Καζαντζάκη, να διαβάσεις Λουντέμη, να διαβάσεις Βενέζη, να διαβάσεις, ξέρω 'γώ, τι να διαβάσεις, Παπαδιαμάντη, δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα, τα ‘χανε ορισμένοι. Θυμάμαι στο Γυμνάσιο, όταν μας βάζανε πραγματικές παρατηρήσεις, τον όρο τον ξέρεις; Έπρεπε να περιμένουμε στη σειρά για να γράψουμε για το πρόσωπο. Παραδείγματος χάριν κάναμε, να σου δώσω να καταλάβεις, κάναμε «Ιλιάδα» κι ένα χαρακτηριστικό θα σου πω τώρα και ήταν η άλωση της Τροίας και βρέθηκε ένα όνομα Αινείας. Για να καθίσω να γράψω πέντε σειρές, γιατί αυτά δεν έπρεπε να τα διαβάσουμε μόνο τότε εμείς, έπρεπε να τα γράψουμε στο τετράδιο στα αρχαία, στη φιλόλογο. Έπρεπε να κάτσω να περιμένω στη σειρά, γιατί οι άλλοι προηγούνταν από μένα, για να πάρω την εγκυκλοπαίδεια από το, ξέρω 'γώ ποιος ήταν εκεί μέσα, δεν μπορούσαμε να πάμε να πάρουμε κι εμείς τον τόμο, έπρεπε να τελειώσει ο ένας για να μπει κι ο άλλος μέσα, δηλαδή ολόκληρη ιστορία για να μάθεις. Ήτανε πολύ δύσκολα τα πράγματα. Κι ένα μειονέκτημα που είχαμε, είχαμε τότε σαν παιδιά, σαν σπουδαστές, δεν είχαμε τις εικόνες της πόλης, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις δηλαδή, δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Υστερούσαμε πάρα πολύ και περισσότερο εδώ στα χωριά, είπαμε ότι το ‘60 έγινε ο δρόμος. Φαντάσου πόση δύσκολη ήτανε η επικοινωνία! Τώρα σ' τα λέω λίγο μπερδεμένα. Υπήρχε η επικοινωνία στη Γλώσσα. Με τη Γλώσσα γινόντουσαν από τον Μαχαλά. Λοιπόν, ένα σημείο που είχε πολλά τραγελαφικά ήταν το Πουρί, ήταν ο χώρος μεταξύ του Μαχαλά και του Κάτω Κλήματος. Λοιπόν, εκεί, θέλεις η τοποθεσία, θέλεις το «μπλα μπλα μπλα» του ενός, «μπλα μπλα» του αλλουνού, περνούσε ο άλλος κι άκουγε φωνές, περνούσε ο άλλος και άκουγε... Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόντουσαν! Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό που το λέγανε τα παιδιά εκεί πέρα. Αυτός ο παπά - Βαγγέλης ο Διομής, Διομής λεγότανε αυτός, πρέπει κάποια συγγένεια να είχατε, Διομή δεν λέγεται ο παππούς σου; Αυτός ήτανε παπάς του χωριού μου, είχε, εγγονός του πρέπει να ήταν αυτός ο Κινέζος που λέγατε, μωρέ, ένας Ζέππος, είχε πάρει μία... Ήτανε διαφορετική, τα μάτια του παπά αυτού ήταν κάπως: «Κι κι κι κι, πλάκι μ’, κι κι έτσ’». Δεν πληρωνόταν ο παπάς, να το αναφέρουμε και αυτό, δεν πληρωνόταν ο παπάς τότε. Για να επιβιώσει αυτός ο γέροντας κάθε Κυριακή, να λέγονται κι αυτά για να τα ακούν οι νεότεροι, κάθε Κυριακή έπαιρνε ένα πανεράκι κι έναν άγιο μύρο και καθότανε στην καρέκλα, πού ήταν η εικόνα, πώς έχεις την εικόνα στη Γλώσσα, να πούμε, αυτή που γιορτάζει κάθε Κυριακή. Και την ώρα που πήγαινε ο πιστός να ασπαστεί την εικόνα, τον άλειβε και τον έδινε, ξέρω 'γώ, μία δραχμή, ό, τι είχε ο καθένας. Αυτός ήτανε ο μισθός του παπά. Για, δεν ξέρω ποιον λόγο, κάθε Κυριακή ή κάθε γιορτή, Βαγγελιώ, μάζευε πολλές προσφορές ο παπάς. Τις προσφορές αυτές τις περισσότερες τις έπαιρνε, κάναμε εμείς σαν παιδάκια το ύψωμα εκεί πέρα που τα κάναν τα υψώματα, τις άλλες τις έπαιρνε μαζί του και τις έβαζε σε κάτι τσουβάλια άσπρα. Θα τις έπαιρνε για τα παιδιά, είχε πολλά παιδιά λέει, εγώ δεν ξέρω, είχε πολλά παιδιά, η μάνα σου θα ξέρει. Λοιπόν, επειδή η επικοινωνία αυτή γινότανε από το Πουρί, πολλά παιδιά πηγαίναν στη Γλώσσα για δουλειές, για τον φαρμακοποιό, τον μπάρμπα Μάρκο, να πάρουνε κρέας, γιατί εκεί πέρα είχε κρέας κι άλλα πράγματα. Πηγαίνανε, να σου δώσω να καταλάβεις, τα κορίτσια με στέλνανε καμιά φορά που ήμουνα παιδάκι εγώ: «Άμα πας στη Γλώσσα, πάρε μου μανό από τον Αριστείδη τον Παπαγεωργίου», πήγαινα να τους πάρω μανό, ξέρω 'γώ, ή «Πάρε μου ένα καλσόν ή κάλτσες από τον Πυθαγόρα», λέω τώρα ονόματα, δεν θυμάμαι. Δεν υπήρχανε στο χωριό μου αυτά τα πράγματα. Άργησε κάποιος να 'ρθει. Ερχότανε μόνος του, να πούμε, ποιος ξέρει κι ο άνθρωπος, προβλήματα στο κεφάλι του, αφηρημένος. Και άκουγε τον παπά, έψελνε κι εκεί το σημείο ήταν το σημείο εκείνο, τον είδε μπροστά του ξαφνικά, δεν τον είδε από μακριά, άκουσε αυτό το πράγμα, είδε τον παπά, ένα πράγμα να περπατάει με άσπρα τσουβάλια από 'δώ κι από 'κεί κι ακόμα τρέχει. «Φαντάσματα στο Πουρί!». Και είχε επικρατήσει μέχρι και τώρα, το Πουρί και στους Αγίους Αποστόλους. Θα σου πω, θα σου πω μία εμπειρία, αφού αναφέραμε αυτής. Η γιαγιά μου έπαιρνε φάρμακα κι έπρεπε να πάω στη Γλώσσα να τα πάρω από τον μπάρμπα Μάρκο. Ήταν ένας Φύβγας Γιάννης, είναι στον Βόλο τώρα, ποιον να σου πω τώρα, ποιον Φύβγα ξέρεις από 'δώ; Ξέρεις κανένανε;
Το...
Συγγενείς σου είναι όλοι αυτοί.
Ναι, που έχουνε το μαγαζί στη Γλώσσα.
Αυτός που έχει το μαγαζί, ο αδερφός του ο μικρός, ο Γιάννης. Ο πατέρας του η δουλειά του ήτανε ξυλοκόπος, να κόβει ξύλα, να τα φορτώνει στο μουλάρι και να τα πηγαίνει στον Φουρναράκη, στον Τρύφωνα, στον από 'δώ, στη Γλώσσα. Ο Τρύφωνας ήταν ζαχαροπλάστης από πάνω, έκανε ωραία φοντάν. Πήγαμε να πάμε μαζί, ήτανε μέρα και νύχτα, «Πάμε μαζί;». «Πάμε», από πάνω ψηλά από τον δρόμο, μόλις τον είχανε χαράξει τον δρόμο το ’61, πόσο ήμουν εγώ, οκτώ χρόνων, ήταν αυτός εννιά. Πήγαμε, πήραμε τα φάρμακα, βρήκαμε και εμπόδια, δεν τα παίρνανε τα ξύλα, τα πουλήσαμε, πήρε τα λεφτά, μπήκαμε καβάλα στον «Τζακ» τον έλεγε κι ερχόμασταν. Τι μας έπιασε στον δρόμο να λέμε για φαντάσματα. Νύχτωνε. Νύχτωσε. Λοιπόν, εκεί στο στους Άγιοι Αποστόλοι, από εμπειρία δική μου σου λέω, θέλεις η φαντασία μας, θέλεις επειδή έγινε, θέλεις, θέλεις, θέλεις πολλά, ακούσαμε έναν περίεργο θόρυβο. Ήρθαμε οι μισοί στο σπίτι. Λοιπόν, τέτοια τραγελαφικά γινόντουσαν. Και άλλα πράγματα που άκουγα εγώ εδώ πέρα ήτανε, επειδή το νησί ήτανε νησί πειρατών, από τους γονείς μου, από τη γιαγιά, ότι ερχόντουσαν πολλοί στο νησί ξένοι άνθρωποι και φεύγανε, ρωτούσαν το τάδε σημείο, το τάδε σημείο και φεύγανε με χρυσάφι. Δηλαδή επειδή υπήρχε ο Πάνορμος κάτω, υπήρχε η τρέλα και υπήρχε και ο θρύλος ότι το νησί επάνω είχε πολύ χρυσάφι, ξέρω 'γώ.[01:20:00] Και πολλά τέτοια έχουνε γίνει και μιλάω από εμπειρία, όχι εμπειρία, από περιστατικό που συνέβη στην οικογένεια της μάνας μου. Η μάνα μου έμενε μόνιμα στον Πάνορμο. Στον Πάνορμο έμενε η μάνα μου. Όλα εκείνα τα καλύβια που βλέπεις, Μπιλτζενίτης κάτω, τους ξέρεις; Όλα αυτά που έχει ο Φάλκος, όλα αυτά ήταν του παππού. Και ήτανε, εκεί πέρα υπήρχε ένα καλύβι μόνο της γιαγιάς μου, δεν υπήρχε άλλο και μετά φτιάξαμε το δικό μας. Λοιπόν, αυτοί είχανε τα γίδια και δίπλα από το καλύβι είχανε και το μαντρί. Όταν έχουν, βάζουνε τη στρούγκα για να αρμέξουνε, βάζουνε γύρω - γύρω κλαδιά και αφήνουνε μία δίοδο, κάθεται ένας από 'δώ και ένας από 'κεί, περνάει η κατσίκα και την αρμέγουν με τα χέρια, στρούγκα. Λοιπόν, είχαν μία πέτρα στο μέγεθος αυτηνής, λίγο πιο μικρή, φαντάσου να κάθεται σαν σκαμνί, [Δ.Α.] η πέτρα εκεί πέρα. Κάποια φορά, μου είπε η μάνα μου, η μάνα μου τα έλεγε αυτά, ήρθε κάποιος ξένος, ήρθε στο καλύβι, είθισται, δεν πέρναγε ξένος από κάτω, μου λέει η μάνα μου, που να μην τον φιλοξενήσει η γιαγιά, η οποία ήταν και χήρα από τα τριάντα πέντε της με επτά παιδιά. Λοιπόν, τον βάλανε τα αγόρια κάτω, κοιμόντουσαν πάνω τα κορίτσια και κάνανε, κοιμήθηκε σε μία γωνιά και το πρωί ξυπνάνε και δεν τον βρίσκουν, έφυγε. Πονηρευτήκανε, «Μας πήρε τίποτα», κοιτάξανε, δεν τους έλειπε τίποτα. Πάνε στην στρούγκα και βλέπουν την πέτρα αναποδογυρισμένη και από κάτω ο ομφαλός της πέτρας ήτανε κούφιος και κάτι θα είχε. Με λίγα λόγια, την εποχή επί τουρκοκρατίας, δεν ξέρω κι εγώ τι, μιλάμε πριν τον πόλεμο, γιατί κακά τα ψέματα μέχρι το 1800 τόσο ήτανε υποδουλωμένοι εδώ πέρα οι Θεσσαλοί, κάτι είχε, τώρα τι είχε, λέει η γιαγιά είχε λίρες, κι ο Θεός και η ψυχή του τι είχε. Τέτοια περιστατικά ακούγονταν. Συνέχισε. Τι θέλεις;
Ενότητα 6
Τα μαγαζιά του Παλιού Κλήματος - Οι δυσκολίες την περίοδο των σεισμών και τα προβλήματα του νέου οικισμού
01:22:14 - 01:36:22
Λοιπόν, τα μαγαζιά στο Παλιό το Κλήμα ποια ήτανε; Είχε καφενείο;
Λοιπόν, άκουσέ με, εγώ πρόλαβα το χωριό μου να έχει ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι μπακάλικα. Έξι μπακάλικα. Λοιπόν ένα, δύο, τρία από τα μπακάλικα αυτά ήτανε και καφενεία συγχρόνως. Δηλαδή το μπακάλικο μέσα να φανταστείς ότι είχε και πέντε βρακιά, είχε και πέντε, και είχε μία σαγιονάρα και είχε ένα τόπι ύφασμα, είχε και φακές χύμα, είχε και φακές - πώς το λένε - και ρεβίθια, χύμα όλα. Μόνο τα μακαρόνια ήτανε σε πακέτο. Χαλβάς ήτανε σε κάτι, χύμα τον κόβανε, μιλάμε πώς έχεις μία σκάφη, έτσι εκεί μέσα ήτανε. Τι άλλο να σου πω, τα πάντα ήτανε χύμα. Τα πάντα ήτανε χύμα. Υπήρχανε και δύο, αργότερα, δηλαδή όταν έγινα εγώ, πήγα στο Γυμνάσιο, δηλαδή το 1965, γίνανε και δύο καθαρά καφενεία. Ένα ήτανε του Σαλπαδήμου του Μανώλη και ένα άλλο ήταν το εξοχικό, το είχε δώσει ο Σαλπαδήμος ο - πες τον - ο Παναγιώτης που είναι, αυτός που σου είπα, που είναι τώρα στην... Μη φανταστείς όμως τίποτα, ένα ούζο, ένα κρασί, αυτά ήταν και κανένα κονιάκ και μέντα. Η μέντα ήτανε το ποτό των αντρών και των γυναικών την Κυριακή. Πηγαίνανε στην εκκλησία. Η εκκλησία να σημειωθεί ότι ήταν από πέρα, δηλαδή πηγαίνανε από το Πάνω Κλήμα, πρόλαβα εγώ, πηγαίναμε από πέρα, στο Κάτω Κλήμα δηλαδή, μιλάμε για απόσταση τώρα, δεν ήτανε... Εκεί όπως πας, έχεις πάει στην εκκλησία, έχεις πάει; Δεξιά, είδες το έχουνε φτιαγμένο εκείνο, το έχει ένας Μπερδάνης, ο οποίος ήτανε «μπαμ μπαμπαντάμ», καφενείο. Και όταν φύγανε οι άνθρωποι από κάτω με την κατολίσθηση, αυτό υπήρχε εκεί πέρα και την Κυριακή, αυτός έμενε στο Λουτράκι, ερχότανε με τα πόδια, ήταν κοντά και το άνοιγε και επειδή ο πάπας, ο παππά - Βαγγέλης, ήτανε γέροντας, ξεκινούσε στις 07:00 η ώρα το πρωί και τελείωνε 07:30, οι άντρες καθόντουσαν εκεί, κολλούσαν το κερί, πηγαίνανε οι άντρες, πηγαίναν, είχε έναν νάρθηκα εκεί πέρα, να κάνουνε τσιγάρο στον νάρθηκα, αλλά πολλοί φεύγανε και πηγαίνανε στο καφενείο. Και εκεί ο μεζές ήτανε σταφίδες, στραγάλια, μπορεί να είχε κανένα αμύγδαλο και χαλβά και μέντα. Η μέντα είναι γλυκόπιοτη, αλλά πολλές φορές έβλεπα γυναίκες να τους παίρνουν τους άντρες αλά μπρατσέτα, πηγαίνανε και δεν πηγαίνανε. Αυτά ήτανε τα καφενεία. Το καφενείο τώρα... Και θυμάμαι παίζανε και χαρτιά μέσα, πρέφα και τέτοια. Θυμάμαι, όταν ήμουνα μικρός, πήγαινε και ο πατέρας μου, του άρεσε το ουζάκι, έπινε ούζο, τσίπουρο δεν υπήρχε, ούζο συνήθως πίνανε. Ο μεζές, Βαγγελιώ, ήτανε με την οδοντογλυφίδα μία ελιά, ένα κομμάτι, όταν ήτανε το αγγούρι, χταπόδι, αλλά μη φανταστείς, ηλιοκαμένο, τόσο δα, ίσα - ίσα δηλαδή, γιατί πήγαινα και το έτρωγα, μ’ άρεσε, του πατέρα μου, τόσο δα, μη φανταστείς και παίρνανε τον μπακαλιάρο, τον οποίον δεν, τον μπακαλιάρο τον αλμυρό, τον βάζανε, τον ζύγιζε ο μπάρμπας μου ο Κωστής Μπερδάνης, είχε τέτοιο, παντοπωλείο και καφενείο, τον βάζανε πάνω στον τοίχο και τραβούσανε νοζίτσα και τον τρώγανε με τ’ αλάτι, πίνανε τσίπουτο, ούζο. Αυτή ήταν η καθημερινότητα με πρέφες και τέτοια παίζανε στο χωριό. Υπήρχανε μαγαζιά, αλλά υπήρχε πολύ το δεφτέρι και από ορισμένους μαγαζάτορες, δεν θέλω να αναφέρω ποιους, όχι όλοι, υπήρχε και εκμετάλλευση, «Τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε και έντεκα», ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Βάζανε παραπάνω, να πούμε, κι έβλεπες, δούλευε ο άλλος ο έρμος όλο τον μήνα, πήγαινε να ξεχρεώσει, ήταν και χρεωμένος. Έτσι ήτανε στο χωριό μου τα μπακάλικα. Βέβαια, πολλά από αυτά δεν επιβιώσανε, κλείσανε, μείνανε ελάχιστα, γιατί σιγά - σιγά ο κόσμος μειωνότανε και δεν μπορούσε να... Λέγε τι θες.
Τώρα εσύ συγκεκριμένα με τους σεισμούς θυμάσαι να υπήρχε μία αναστάτωση;
Τώρα, άκουσε να δεις, ναι. Όταν γίνανε οι σεισμοί, δεν είχαμε καταρρεύσεις σπιτιών, είχαμε όμως, τα σπίτια πάθανε ορισμένες ρωγμές, μιλάμε για μεγάλη τρομοκρατία. Ήτανε Μεγάλη Πέμπτη, το θυμάμαι χαρακτηριστικά, έβαφε η μάνα μου τα αβγά, ο πατέρας μου έλειπε και η αδερφή μου εκεί ήμασταν, εκεί πέρα και το έζησα δηλαδή, έκανε τον σεισμό, μας έπιασε η μάνα από τα χέρια και μας πήγε στο περβάζι κάτω από την κεντρική πύλη, πόρτα δηλαδή. Μου φάνηκε ατέλειωτος ο σεισμός τώρα... Και αυτό συνεχιζότανε σε καθημερινή βάση. Αρχίσανε και ήρθανε, μετά από λίγες μέρες φτιάξανε ένα παράπηγμα εκεί πέρα, ήτανε και λίγο προς το καλοκαίρι, γιατί ήτανε Πάσχα. Τώρα άμα μπεις μες στο ίντερνετ θα δεις, το ‘64, ‘65 πότε ήταν το Πάσχα; Μπορεί να ήταν και προς τον Μάιο, να ήταν αργά δηλαδή. Φτιάξαν ένα παράπηγμα εκεί η γειτονιά όλη, έχω και μία φωτογραφία παλιά, ένα παράπηγμα με κουρελούδες, βάλανε και μία τέντα από πάνω, ένα πανί και μαζεύτηκαν όλοι εκεί πέρα για αρκετές μέρες. Μετά από ορισμένες μέρες όλος ο κόσμος ήταν έξω, εκτός από ορισμένα καινούργια σπίτια τα οποία - γιατί, μη φανταστείς, τα σπίτια του χωριού είναι παλιά, δηλαδή το δικό μας το πατρικό σπίτι είναι διακοσίων χρόνων το σπίτι, μιλάμε για ντουβάρια ένα μέτρο. Τα ρήγματα όλα αυτά μας δημιουργήσανε πρόβλημα, ψυχολογικό πρόβλημα. Μετά από καμιά δεκαπενταριά, είκοσι μέρες ήρθε η ΜΟΜΑ. Η ΜΟΜΑ ήτανε αυτοί που φτιάχνανε τον δρόμο, αλλά ο στρατός δηλαδή και μας έφερε σκηνές. Μας έφερε σκηνές και ανά οικογένεια, ανά άτομο, δεν ξέρω, έξι - επτά άτομα, παίρνανε μία σκηνή. Εμείς ήμασταν τέσσερα, ήταν και η γιαγιά μου με το, ξέρω 'γώ τι, ήταν ο μπάρμπας ο Αμυγδαλίτσης από κάτω και μας δώσανε μία σκηνή. Τη βάλαμε τη σκηνή, βάλανε και μερικά κρεβάτια μέσα, μη φανταστείς τώρα μεγάλη σκηνή. Θυμάμαι τα παιδιά κοιμόμασταν μέσα, ο πατέρας μου με τη μάνα μου, θυμάμαι, μετά από ορισμένες μέρες κοιμόντουσαν στο σπίτι. Εμείς μέναμε στη σκηνή, τα κρεβάτια ήτανε από τάβλες, τρίποδα, τάβ[01:30:00]λες και το στρώμα ήταν από άχυρο, αχυρένιο. Αχυρένιο δηλαδή, γιατί αλωνίζανε, ήταν από βρίζα και τέτοια. Από άχυρο και κοιμόμασταν εκεί πέρα. Πολλοί από αυτοί που συζούσαμε μαζί από τους γείτονες, ο μπάρμπα Αμυγδαλίτσης, παραδείγματος χάρη, έφυγε, πήγε στο Λουτράκι, η κόρη του ήτανε στο Λουτράκι, ξέρεις ποιον, η κόρη του είχε έναν Μιχαλιδάκη, αυτός που ήτανε στο, ο Μιχαλιδάκης ο Γιώργος που είχε πάρει του Μιχελή και χωρίσανε, πώς τη λένε, μωρέ αυτή; Κατάλαβες ποια λέω. Η μάνα του ήτανε από το χωριό μου. Πήγε εκεί κάτω αυτός ο μπάρμπας, ο Αμυγδαλίτσης ο Σταμάτης, ο πατέρας του ήτανε κι έμεινε η σκηνή σ' εμάς. Στη σκηνή εμένα τρία με τέσσερα χρόνια μέσα. Ναι. Εγώ. Τρία χρόνια. Δηλαδή φαγητό, όλες τις ανάγκες του σπιτιού τις κάναμε στο σπίτι, τρώγαμε, το βράδυ κοιμόμασταν στη σκηνή. Κι όχι μόνο εμείς, και πολύς κόσμος. Μερικοί άνθρωποι επειδή δεν μπορούσανε να μείνουνε στη σκηνή για κρύο και τα λοιπά, δεν ήταν το σπίτι τους δίπλα, εμάς έτυχε να είναι το σπίτι μας δίπλα στη σκηνή, μάλιστα δέκα, είκοσι, τριάντα μέτρα, ξέρω 'γώ, είχε ένα οικόπεδο και την είχαν βάλει. Άλλοι αναγκαστήκανε και φτιάξανε παράγκες. Πολλοί μένανε στο, εδώ πού είναι το γήπεδο, προς τα κάτω εκεί, πολλές οικογένειες. Άλλες οικογένειες μένανε εδώ, πού είναι το Δημοτικό Σχολείο, από κάτω μεριά, καμιά δεκαριά οικογένειες. Πιο πέρα έμενε ο Σπύρος ο Μουρίσης, από πάνω έμενε ένας, ο Ζησιμής ο Γλύκος, πιο 'δώ η θεια, το Αλεξαντρώ, δηλαδή ένα 60% - 70% μέναμε σε παράγκες. Και ξεκίνησε ο αγώνας εκεί, σου είπα, ξεκίνησε ο αγώνας για μετοίκηση και ευοδώθηκε αυτό το πράγμα μετά από πολλά χρόνια, δεν θυμάμαι, το ‘81; Αρχίσανε σιγά - σιγά και ερχόντουσαν εδώ και υπήρχε κι ένα πρόβλημα, γιατί σου λέω ότι οι εποχές εκείνες ήτανε πολύ δύσκολες, κοπελιά, δεν μπορούσες να μιλήσεις. Ήταν η Χούντα, δεν μπορούσες να μιλήσεις, φτιάξανε το χωριό, φτιάξανε την αποχέτευση και δεν είχανε νερό. Δεν είχανε νερό. Τα φτιάξαν όλα αυτά, έτσι όπως τα φτιάξανε, εν πάση περιπτώσει, και δεν είχανε νερό. Και μετά ήρθαν και κάνανε τις γεωτρήσεις και, εν πάση περιπτώσει, άρχισε να έρχεται ο κόσμος. Άργησε να έρθει ο κόσμος να εγκατασταθεί, αναγκάστηκε να φύγει, γιατί φέρανε το σχολείο εδώ πέρα, γιατί παλιά τα παιδιά πηγαίναμε σχολείο εκεί, φεύγαν από 'δώ και πηγαίναν σχολείο εκεί, ήταν λίγος ο πληθυσμός εδώ. Όσοι δεν είχαν σπίτι να μείνουνε, μετά από τρία χρόνια η μάνα μου και ο πατέρας μου πήγανε στο σπίτι, μένανε, υπήρχαν και οικογένειες που δεν είχανε σπίτι να μείνουνε. Αφού πήρανε, λοιπόν, αυτά τα σπίτια που πήρανε από το κράτος, ήρθαν εδώ, τι να κάνουν; Και καλά κάνανε οι άνθρωποι. Και ήρθανε και μείνανε, ξεκινήσανε, μάλιστα ένας από αυτούς που ήρθε κι έμεινε εδώ πέρα ήτανε ο Αριστείδης ο Βούλγαρης τότε. Ήτανε, μόλις είχε αρραβωνιάσει, παντρευτεί και πέντε - έξι άλλες οικογένειες που φύγανε, να πούμε, «Πάμε εκεί πέρα, δεν πάει να γίνει...». Αλλά άργησε σιγά - σιγά ο πληθυσμός να 'ρθεί εδώ πέρα, γιατί, σου είπα, υπήρχανε προβλήματα με το νερό. Υπήρχε νερό, άφθονο νερό, αλλά οι φωστήρες πήγανε και κάνανε την αποχέτευση μέσα στον υδροφόρο ορίζοντα. Ήτανε - δεν σε ενδιαφέρει, έτσι για την ιστορία - αεροβιολογικός λεγότανε η αποχέτευση που είχαμε πριν, η οποία τι σήμαινε; Ότι όλα τα απόβλητα πηγαίναν στο υπέδαφος και πήγαιναν στον υδροφόρο ορίζοντα. Και μιλάμε τώρα ότι μετά από πολλά χρόνια, το 1992, προσπαθήσαμε και κάναμε μία γενναία πράξη εδώ πέρα, στο χωριό, ίσως τη βρούνε τα παιδιά μας, καταφέραμε και κάναμε τον βιολογικό καθαρισμό, ο οποίος όχι μόνο εξυπηρέτησε τους Κληματιανούς, αλλά και τους Γλωσσώτες, γιατί; Φύγανε, έφυγε η αποχέτευση από εδώ πέρα, καταφέραμε δηλαδή με αυτόν τον τρόπο να περιορίσουμε τη ρύπανση, να αποκλείσουμε τη ρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα και αυτήν τη στιγμή να υδρεύεστε και εσείς και εμείς από το Έλιος. Και πολύ πιστεύω, εύχομαι να μην βγω αληθινός, αν το προσέξουνε, θα είναι και ο μελλοντικός τροφοδότης ολοκλήρου του νησιού η μία γεώτρηση, οι γεωτρήσεις του Έλιους, γιατί; Γιατί είναι η περιοχή τέτοια που έχει μεγάλη ποσότητα νερού. Κι αυτό έχω προσωπική αντίληψη, γιατί ασχολήθηκα με αυτό το πράγμα και μου το έχουν πει άνθρωποι οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το ΙΓΜΕ. Υπήρχε ένας καθηγητής του ΙΓΜΕ, Τασιός, ο οποίος τυχαία είχε έρθει εδώ και όταν τον πήγα εγώ προσωπικά να δει κάτι, γιατί φοβόμουν, γιατί ξέρεις ότι απείχε η πρώτη γεώτρηση εκατό μέτρα από την αποχέτευση; Τόσο κοντά. Αλλά επειδή το νερό πάει προς τη θάλασσα και επειδή μέσα στη μαρίνα αναβράζει νερό, μου είπε: «Όσο βλέπεις αυτό και βγάζει νερό, μη φοβάσαι», γιατί το [Δ.Α.] η φυσική ροή πάει προς τη θάλασσα δηλαδή, καταλαβαίνεις. Όχι όμως ότι δεν ήτανε επισφαλές. Τώρα, δόξα τω Θεώ, δώσαμε μία λύση, εσείς δεν θέλατε να πάρετε τη λύση αυτή κι έχετε πρόβλημα. Άλλο, τι θέλεις;
Ναι. Θέλω να μου πείτε, εσείς δηλαδή δεν θέλατε να 'ρθείτε;
Πού;
Στο νέο χωριό.
Όχι.
Ποια ήταν τα συναισθήματα, έτσι, που αλλάζατε-
Άκουσε εδώ να δεις, οι γονείς μας και οι παππούδες μας, προς τιμήν τους, σου είπα και πριν, ότι τα 'χω ζήσει εκ του συστάδην, δηλαδή από μέσα, δεν ήταν επιδερμικά αυτά τα πράγματα που σου λέω, τα ζούσα, γιατί τα συζητούσε ο πατέρας μου. Καταλάβανε, γιατί κακά τα ψέματα, υπήρχανε και άνθρωποι που έτρεχε το μυαλό εκεί πέρα, όχι για τον πατέρα μου, και ο πατέρας μου, αλλά δεν θέλω να πω για τον πατέρα μου, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι έτρεχε το μυαλό τους εκεί πέρα. Και καθίσανε και σκεφτήκανε ότι το χωριό αυτό είναι καταδικασμένο, καταδικασμένο με την έννοια την εξής, εντάξει, παραδοσιακός οικισμός, αλλά με προοπτικές καμία. Καμία προοπτική. Μάλιστα, πολλοί άνθρωποι, επειδή το προτεινόμενο, ο προτεινόμενος χώρος έθιγε συμφέροντα, ιδιοκτησία δηλαδή, φέραν αντιρρήσεις φοβερές. Να φανταστείς ότι δημιουργηθήκανε δυο αντίπαλα στρατόπεδα στο χωριό. Οι μεν που θέλανε να φύγει και οι δε δεν θέλανε να φύγει. Θέλανε να φύγουν, αλλά όχι να 'ρθούνε στο Έλιος. Δηλαδή αντιλέγανε διάφορες περιοχές, που δεν τις ξέρεις τώρα για να τις πω, δεν προσφερόντουσαν, για όνομα του Θεού, δηλαδή! Απρόσιτες, προβληματικές και τα λοιπά. Έγινε αγώνας για το χωριό αυτό. Και θα είχε άλλη εξέλιξη το χωριό, εάν δεν έμπαινε στη μέση η εφταετία. Γιατί, κακά τα ψέματα, υπήρχανε, πάντα υπάρχουνε, αλλά κι εκείνη την εποχή υπήρχαν ορισμένα κέντρα τα οποία πήγαινες κι έβλεπες τείχος. Και δεν μπορούσες όχι το δίκιο σου να βρεις, την αλήθεια, το πρέπον κι όλα αυτά τα πράγματα. Και έφτασε κι έγινε το χωριό, αυτό εδώ πέρα, να φανταστείς ότι είχε σχεδιαστεί κάθε οικογένεια να πάρει ένα οικόπεδο πεντακόσια τετραγωνικών, αυτά είναι διακόσια είκοσι τετραγωνικά το καθένα, να χαραχθεί, να δώσουν χρήματα και να δώσει το κράτος ένα πλαίσιο πώς θα το φτιάξει το σπίτι, αυτό το στυλ, εκείνο το στυλ, ένα απ’ τα δυο δηλαδή. Να υπάρχει de facto πλαίσιο και - πώς το λένε - πρωτόκολλο ενός σπιτιού, πώς θα είναι δηλαδή, τι όψη θα έχει. Όμως επικράτησε να το φτιάξει το κράτος, η χούντα της εποχής. Το δε σχέδιο αυτό το έφτιαξαν παιδαρέλια, ήτανε φοιτητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σαν πρακτική. Τι έχεις τελειώσει;
Φιλολογία.
Φιλολογία. Λοιπόν, ήταν ένα τμήμα στη Θεσσαλονίκη, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το οποίο του είπανε: «Πάρε αυτόν τον χώρο, τετραγώνισέ τον και φτιάξε ένα χωριό, να πούμε». Και αυτοί πιάσανε και φτιάξανε οικοτροφείο, όλα τα σπίτια το ίδιο, χωρίς... Εν τω μεταξύ πέσανε οι εργολάβοι στη μέση - τώρα σ' τα λέω αυτά έτσι, είσαι μικρή, να ξέρεις, αν και θα τα έχεις καταλάβει - πέσανε [01:40:00]εργολάβοι και βλέπεις ντουβάρια, να πούμε, ένα μέτρο, με πέτρες μέσα και αυτοί παίρνανε κυβικά τσιμέντο. Και ο ένας το έπαιρνε, ο άλλος το παράταγε και τρώγανε λεφτά και εμείς μέναμε στις παράγκες. Υπήρχε αντιπαλότητα και πιστεύω αν το, δεν είμαι ειδήμονας, αλλά εάν το χωριό είχε γίνει εκεί που έπρεπε, στην Αγία Παρασκευή μέχρι εκεί πέρα, θα ήταν ακόμα καλύτερο. Αυτήν τη στιγμή, κοπελιά, το χωριό είναι επισφαλές και είναι επισφαλές, σ' το λέω έτσι για να το θυμάσαι, γιατί είμαστε και μεγάλοι άνθρωποι, γιατί; Γιατί από του, σου είπα, από του Παπαβασιλείου μέχρι και το Χόβολο είναι κοίτη ποταμών. Και από πάνω μας έχουμε το μεγαλύτερο δάσος της Σκοπέλου, δεν είναι ότι είναι μεγαλύτερο, αλλά είναι χτισμένο το δάσος πάνω σε μία πλαγιά με 90% κλίση, που σημαίνει - και πάνω σε βράχο - που σημαίνει κατά γεωμετρική πρόοδο, καταλαβαίνεις τι είναι η γεωμετρική πρόοδος, την έχεις κάνει, κάθε μέρα που έρχεται, υπάρχει πιθανότητα να καεί το δάσος. Και άμα καεί το δάσος, υπάρχουνε φοβερά επακόλουθα. Φωτιές, πυρκαγιές, στο νησί μας πάντα υπήρχανε, από παιδάκι θυμάμαι, όλες από κεραυνούς, ελάχιστες από αμέλεια, όχι καταστροφικές. Η μία καταστροφική ήταν μόνο στο Παλούκι και στον Κάβο, σε εσάς. Όλες οι άλλες για τον άλφα, βήτα λόγο, θέλεις επειδή καλλιεργείται το δάσος, τις είχανε προλάβει. Όμως τώρα, όμως τώρα θα είναι φοβερό το αποτέλεσμα. Έχουμε κάνει κάποιες ενέργειες, αλλά ένα πράγμα θα σου πω, ότι - αυτό είναι προσωπικό, δικό μου. Δυστυχώς ο άνθρωπος, η πλειονότητα των ανθρώπων, θέλει, δεν θέλει να ακούει το σωστό, θέλει να ακούει το εύκολο, το προσωρινό και το ευχάριστο. Και εύχομαι να βγω ψεύτης, ότι μία μέρα θα έχουμε δυσάρεστα αποτελέσματα, γιατί; Γιατί, επειδή έχω ασχοληθεί από τα γεννοφάσκια μου με το δάσος και σαν υλοτόμος και σαν τσοπάνης και σαν ρητινοκαλλιεργητής και σαν - δίπλα σε έναν πρώτο ξάδερφο - σαν δασικό, ξέρω την υφή του δάσους, ότι το δάσος θα αυτοκαταστραφεί, με την έννοια ότι, θα σου πω ένα απλό παράδειγμα. Πες ότι πέφτει ένας κεραυνός. Τώρα δεν μπαίνει μέσα ούτε φίδι, που σημαίνει τι; Ποιος θα πάει να το σβήσει, το αεροπλάνο; Και άμα έχει αέρα; Και πού θα πάει; Το βουνό έχει κλίση τόσο. Λοιπόν, μιλάμε ότι δυστυχώς το νησί μας είναι από τα πιο ομορφότερα νησιά, γιατί παρεμπιπτόντως πρέπει να σου πω ότι ήμουνα και ναυτικός κι επειδή το επάγγελμά μου σαν ασυρματιστής του Εμπορικού Ναυτικού, όταν το βαπόρι έφτανε στο Πόρτο, δεν είχα καμία δουλειά, μου κλείνανε το radio room, έπαιρνα το καπελάκι μου και γύριζα κι έβλεπα. Πήγαινα εκεί που ήθελα εγώ κι έχω δει για πολλές μέρες. Καθόταν το βαπόρι τριάντα μέρες στο Rotterdam; Τριάντα μέρες εγώ δεν είχα δουλειά. Έλεγα στον καπετάνιο: «Πότε είναι να φύγουμε;». «Τάδε ώρα, την τάδε μέρα», κάπου - κάπου έπαιρνα κανένα τηλέφωνο για κανένα απρόοπτο. Γύρισα και είδα. Έχουμε ένα από τα ομορφότερα νησιά στη Μεσόγειο, εναπομείναντα δηλαδή. Αλλά δυστυχώς δεν βλέπω... Δεν βλέπω, δηλαδή είμαι πολύ απογοητευμένος, προσωπικά έχω κάνει προσπάθειες και το καλοκαίρι που μας πέρασε, Βαγγελιώ, έβλεπα τον κόσμο, τους Σκοπελίτες, σαν άλλοι Νέρωνες, να έχουνε τις φωτογραφικές μηχανές και να φωτογραφίζουνε την Εύβοια που καιγόταν. Και βλέπω στο νησί μου να μην γίνεται τίποτα. Στην κυριολεξία, χιλιάδες φωτογραφίες, φαινόμενο και αξιοθέατο! Πάει η μισή Εύβοια, την οποία εγώ την έχω γυρίσει, γιατί, όπως σου προείπα, πήγαινα Γυμνάσιο στην Ιστιαία και ο ξάδερφός μου, ο Σταμάτης ο Μπερδάνης, ήτανε δασικός στην Ιστιαία. Και με έπαιρνε μαζί του και κάναμε προσημάνσεις στο Τελέθριο πάνω, από το Αγριοβοτάνι μέχρι την Κοκκινομηλιά και τα λοιπά. Και η Βόρεια Εύβοια είναι, η Σκόπελος είναι προέκταση της Βόρειας Εύβοιας, έχεις πάει καμιά φορά; Είναι ακριβώς προέκταση της Εύβοιας, το ίδιο δάσος, τα ίδια πεύκα, τα πάντα, από το Μαντούδι και πάνω. Από το Μαντούδι και κάτω είναι άλλο πράγμα, έτσι δεν είναι; Άλλο, τι θέλεις;
Λοιπόν, μου είπατε για τα παιχνίδια, αυτά, ναι, τα είπαμε. Πείτε μου λίγο και για το Ναυτικό που ήσασταν. Πώς πήρατε αυτήν την απόφαση;
Λοιπόν, άκουσε εδώ να δεις, την εποχή που πήγαινα εγώ στο Γυμνάσιο, επί χούντας επικρατούσε σε όλη την Ελλάδα το αίσθημα του προσκοπισμού, πρόσκοποι. Λοιπόν, ο πρόσκοπος είθισται να είναι ένα, μια ομάδα ανθρώπων, παιδιών, που μελλοντικά κατάλαβα τι είναι, δεν ήξερα τι είναι, καθοδήγηση έκανε με κάποιον τρόπο. Βέβαια, αυτό που φαινότανε ήτανε η αλληλεγγύη, η βοήθεια των μεγαλυτέρων και τα λοιπά, δηλαδή πώς θα βοηθήσουμε μία γιαγιά, πώς θα αυτοπροστατευτούμε σαν παιδιά, πώς θα επιβιώσουμε στο δάσος, πώς θα επιβιώσουμε μόνοι μας, πώς θα γιατρέψουμε έναν τραυματία, πώς θα μεταφέρουμε έτσι, πώς θα μεταφέρουμε άλλον. Μεταξύ αυτών ήταν και τα μορς μέσα. Δηλαδή έπρεπε να ξέρεις τα μορς, το «τι τα» που ήταν το άλφα, το «τα τι τι τι τι» που ήταν το βήτα και ούτω καθεξής. «Άλφα, μπράβο, Τσάρλι» τα οποία χρησιμοποιούνται διεθνώς στα βαπόρια και όχι μόνο την εποχή εκείνη, γιατί επικοινωνία γινόταν μόνο με μορς και Voice, δεν υπήρχαν τα satellite τότε, δεν υπήρχαν δορυφόροι, υπήρχανε για την εποχή εκείνη, υπήρχε ο ασύρματος και ο δέκτης, ένα ράδιο δηλαδή και ένας πομπός. Αυτός χωριζότανε σε βραχέα και μακρά, δηλαδή μακρά ήταν για κοντινές αποστάσεις το πεντακόσια, βραχέα ήταν για μακρινές αποστάσεις. Δηλαδή, να σου δώσω να καταλάβεις ότι από την Καρίμπια, πού να σου πω τώρα, από την Βενεζουέλα σε μία συχνότητα των οκτώ μέγα κύκλων θα μπορούσα το βράδυ μέσω μορς ή και με Voice ραδιοτηλέφωνο να επικοινωνήσω με την Αθήνα, το «Αθήνα Ράδιο» στο Voice ή το Sierra victor Alpha, [Δ.Α.] δηλαδή, που ήταν στα μορς. Καλούσα Sierra victor Αlpha, [Δ.Α.], σε μία συγκεκριμένη συχνότητα σαν βαπόρι, ελληνικό βαπόρι ή ξένο βαπόρι, και είχα επικοινωνία με μορς. Αυτή ήτανε η επικοινωνία της εποχής μου μέχρι το 1990 - '92 που αρχίζανε και βγαίνανε τα telex, ξέρεις τι είναι το telex; Μηχανή, έγραφες στη μηχανή και μέσω ασυρμάτου λάμβανε ο άλλος στη μηχανή του το κείμενο, το οποίο ήτανε βασισμένο πάνω στον τηλέγραφο. Τι ήταν ο τηλέγραφος; Ο τηλέγραφος έγραφες στη γραφομηχανή και δίπλα είχε μία ταινία και κάθε γράμμα είχε κι ανάλογες τρυπίτσες, να σου δώσω να καταλάβεις. Το έβαζες σε ένα μηχάνημα, time line, πώς το λέγαμε, και έφευγε μέσω ασυρμάτου, έφευγε σαν μορς και το λάμβανε ο άλλος γράμματα ή στην ταινία. Αυτή ήτανε η επικοινωνία τότε. Ήτανε δύσκολη η επικοινωνία, αφενός μεν η απόσταση, αφετέρου οι καιρικές συνθήκες. Δηλαδή να φανταστείς ότι θυμάμαι μία φορά ότι ήταν να δώσω ένα eta, δηλαδή πιθανή ώρα αφίξεως του βαποριού, την οποία τη δίνανε κάθε είκοσι τέσσερις ώρες με το στίγμα μας. Στίγμα είναι η θέση του βαποριού στο συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα, στη θάλασσα εν προκειμένω, το τι πετρέλαια έχει, το τι μίλια έκανε όλο το εικοσιτετράωρο και τι πετρέλαια λείπονται, του λείπουνε. Με λίγα λόγια έδινες, πώς τη λένε, το στίγμα του βαποριού με όλη την κατάσταση του βαποριού μέσα, επιγραμματικά φυσικά, τηλεγραφικά. Η δουλειά του ασυρματιστή ήτανε να παίρνει και το μετεωρολογικό την εποχή εκείνη, βασικό για την εποχή εκείνη, να μου πεις τι θα έκανες μέσα στο πέλαγος; Ήτανε πολύ καλό για τους τυφώνες, για τις καταιγίδες, πολλές φορές αλλάζαμε κατεύθυνση, έβαζε το βαπόρι πρίμα ο καπετάνιος για ευνόητους λόγους, δε[01:50:00]ν κοντράριζε πάνω στον καιρό αποφεύγαμε τυφώνες και τα λοιπά, ήτανε μία σπουδαία δουλειά. Δε, να σου πω ότι ένα βαπόρι χωρίς καπετάνιο έφευγε, χωρίς μαρκόνη δεν έφευγε. Ήταν η ασφάλεια ζωής στη θάλασσα ο μαρκόνης μέσα στα βαπόρια. Ήτανε μία ενδιαφέρουσα δουλειά, ρομαντική δουλειά για μένα και την αγάπησα για αυτόν τον λόγο και πήγα στη σχολή αυτή, γιατί ήξερα τα μορς, όπως σου είπα, από τους προσκόπους. Εγώ προσωπικά ήθελα να γίνω μαθηματικός, φυσικομαθηματικός. Όμως την εποχή εκείνη που πήγαινα να δώσω εξετάσεις, εγώ έφυγα από το Γυμνάσιο Σκοπέλου χωρίς φροντιστήριο, χωρίς τίποτα να πάω να δώσω. Έγραψα μαθηματικά για δεκαοκτώ, φυσική δεν ξέρω και ήμουνα εκτός θέματος στην έκθεση. Πού σημαίνει τι, Βαγγελιώ; Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις μηδέν. Κατάλαβες τι σου λέω, δεν έπιασα το θέμα έτσι όπως μου το 'δωσε, όπως μας το δώσανε, τότε ήτανε δύσκολα τα πράγματα, δεν ήταν έτσι. Μαθητής δεν έβγαινε με πάνω από δεκαέξι - δεκαεπτά, δεκαεπτά και κάτω. Ήτανε δύσκολα. Και για να πάρω αναβολή, πήγα και γράφτηκα στη σχολή, στον «Ευκλείδη», στη Θεσσαλονίκη, σχολή ασυρματιστών. Και μου έγινε επάγγελμα. Έτσι έγινα ναυτικός.
Για τους προσκόπους που είπατε δεν κατάλαβα. Ήτανε στη χούντα εδώ οι πρόσκοποι;
Και ώρα υπάρχουνε.
Τότε ήρθαν πρώτη φορά όμως;
Τότε για το νησί ήτανε πρώτη φορά, τότε για το νησί ήτανε πρώτη φορά. Όμως τους προσκόπους, και τώρα υπάρχουν πρόσκοποι, τότε εκτός του ότι ο πρόσκοπος είχε ένα απόφθεγμα, ένα σύνθημα: «Έσω Έτοιμος», το ερμηνεύεις, φιλόλογος είσαι. Λοιπόν, σκοπός φαινομενικά και για 'μας δηλαδή ήτανε τα παιδιά πώς θα βοηθάνε σε καταστάσεις και πολέμου και καταστροφών και, και, και, και, και τους έδινε κι ένα εφόδιο για επιβίωση. Κάναμε τσαμπορέτα, κάναμε εκδρομές και να σου πω ένα παράδειγμα να δεις, μας έδινε ένα αβγό, ένα αβγό και σου λέει: «Τηγάνισε το, βράσ' το». Δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις κατσαρόλα. Έχεις πορτοκάλια όμως, τι έκανες; Κούφωνες το πορτοκάλι, έβγαζες την ψίχα, το γέμιζες με νερό το - πώς το λένε - το πορτοκάλι, έσπαζες το αβγό, έτσι να βράζει. Το πορτοκάλι, το κέλυφος του πορτοκαλιού άμα το βάλεις στη στάχτη δεν καίγεται, κάνει μία κόρα απέξω, να βάλε στη σόμπα, θα δεις ότι θα κάνει κόρα. Έριχνες το νερό μέσα, έριχνες το αβγό και ψηνότανε. Ή πώς θα βάλεις το αβγό στη χόβολη να σου ψηθεί χωρίς να σπάσει και πολλά άλλα τώρα. Κόμπους, πώς θα μεταφέρεις έναν τραυματία, πώς θα επιδέσεις ένα τραύμα, χτύπησε το πόδι, το έσπασε, πώς θα το κάνεις νάρθηκα και τα λοιπά, διάφορα, διάφορες ιατρικές, δηλαδή επιβίωση. Βλέπουμε καμιά φορά τώρα στην τηλεόραση που λένε επιβίωση στο δάσος και τα λοιπά, κάτι παρόμοιο. Και μαθαίναμε και ορισμένα άλλα πράγματα, να πούμε, συνήθως ήτανε η συναδελφικότητα και η αλληλεγγύη. Αλλά το καθεστώς τότε το χρησιμοποιούσε και για άλλους λόγους. Αυτό για το...
Ωραία. Εγώ δεν θέλω κάτι άλλο να σας ρωτήσω, εκτός εσείς άμα θυμηθήκατε κάτι που χρειάζεται να το πείτε. Θυμάστε κάτι έτσι, κανένα άλλο περιστατικό, κάτι; Λίγο να μου πείτε για το Πάσχα, αν κάτι κάνατε;
Λοιπόν, άκουσε να δεις, το Πάσχα σαν παιδί το περιμέναμε, ξέρεις, με μεγάλη χαρά και το περιμέναμε με, με, με, με... Συνήθως τα παιδιά τη Μεγάλη Πέμπτη που βάφανε και τα αβγά, παίρνανε έναν σταυρό με λουλούδια και βγαίνανε, γυρνούσανε στον δρόμο και λέγανε το «Χαίρα πυλ», «Χαίρα πυλ, χαίρα πυλ, χαίρε τίμιε Σταυρέ» και τα λοιπά, δεν το θυμάμαι τώρα να σ' το πω. Και μαζεύανε αβγά. Του Λαζάρου όλα τα παιδιά θα πηγαίναμε να μεταλάβουμε, όλα, δεν υπήρχε τα παιδιά να... Και υπήρχε ένα χαρακτηριστικό, εμείς πιτσιρικάδες το κάναμε και για οικονομικούς λόγους, έπρεπε να περάσουμε από όλους τους συγγενείς να τους κάνουμε μετάνοια και να σου δίνουνε φραγκάκια, διφραγκάκια και τα μαζεύαμε δηλαδή. Και όλοι περνούσαμε από τους συγγενείς, μας δίνανε λεφτά δηλαδή για να τους κάνουμε μετάνοια, να πάμε να μεταλάβουμε. Θυμάμαι τον Επιτάφιο, ήτανε για 'μας την εποχή εκείνη, μπορεί να ήτανε φτωχός και τα λοιπά, ήτανε κάτι το πολύ αξιοθαύμαστο και με μεγάλη κατάνυξη παρακολουθούσαμε όλα αυτά τα πράγματα. Μιλάμε για φοβερή συμμετοχή του πληθυσμού συνήθως τα Δώδεκα Ευαγγέλια, Επιτάφιο, Πάσχα, μιλάμε καθολικό, κόσμος, καθολικό. Και πάντα στο Πάσχα πηγαίναμε και μου 'κανε εντύπωση ότι δεν έφευγε κανένας πριν η εκκλησία τελειώσει. Θα παίρναμε όλοι μαζί, παιδιά, άντρες, γυναίκες, αβγά μαζί μας και με το «Χριστός Ανέστη», αυτά τα «ματς μουτς» που έχετε εσείς δεν τα είχαμε εμείς, τσουγκρίζαμε τα αβγά. Ήτανε πολύ ωραίο! Σαν ανάμνηση μού φαίνεται πολύ ωραίο αυτό το πράγμα! Βέβαια υπήρχαν τα βεγγαλικά, υπήρχανε - πώς το λένε - βεγγαλικά δεν υπήρχανε, παίρναμε το ψιλό το σύρμα, αυτό που τρίβετε, το ανάβαμε και το κάναμε γύρω - γύρω και καιγόταν αυτό και πέταγε... Και κάναμε μόνοι μας αυτοσχέδιες κροτίδες και τέτοια. Ήταν ωραίο, ήτανε, μαζευόντουσαν το βράδυ συνήθως, αφήνανε στους φούρνους το κατσίκι συνήθως βάζανε, το πηγαίνανε στον μπάρμπα Νικολάκη εδώ, στον φούρνο. Το έβαζε ο μπάρμπα Νικολάκης στον φούρνο, ψηνότανε και πηγαίναμε και το παίρναμε, πολλές οικογένειες, μόνοι μας, ο φούρνος ανοιχτός, έγραφε το όνομα πάνω, «Πάρ' το», ναι. Και μαζευόντουσαν οικογένειες και... Τίποτα το ιδιαίτερο. Όσον αφορά τα Χριστούγεννα, θυμάμαι πάντα όλα τα σπίτια είχανε δέντρο, πεύκο ή κέδρο. Και ήτανε τα στολίδια του, μη φανταστείς, δεν ήτανε πολλά, ήταν τα κουκουνάρια, ήτανε κάτι παιχνιδάκια από το «Clean», έχεις ακούσει για το «Clean»; Το «Roll»; Το «Clean» ήταν το πρώτο απορρυπαντικό που παίρνανε οι γυναίκες για να πλύνουνε. Μες στο «Clean» είχε διάφορα στρατιωτάκια, διάφορα κουκλάκια, πλαστικά. Αυτά ήταν τα παιχνίδια που αρματώναμε το... Παίρναμε και τέσσερις - πέντε μπαλίτσες οι οποίες σπάζανε, ήτανε εύθραυστες και τα κουκουνάρια τα οποία πιάναμε και τα βάφαμε με αλουμίνιο, τα αφήνουμε να στεγνώσουνε και τα βάλαμε, διάφορα σχήματα, άλλα ανοιχτά, άλλα κλειστά, αλλά πράσινα τα αφήναμε, άλλα διάφορα χρώματα, τέτοια... Αυτή ήταν η ενασχόληση των παιδιών για την εποχή εκείνη. Πρέπει να σου πω δε ότι το μεγάλο πανηγύρι στην ενασχόληση των κατοίκων ήταν ο τρύγος, θέρος, τρύγος, πόλεμος. Και το θέρος. Ήτανε η μεγαλύτερη χαρά των παιδιών, ήτανε στα αλώνια τέλος Ιουνίου αρχάς Ιουλίου, γιατί εκεί ξενυχτούσανε. Ξενυχτούσανε, γιατί έπρεπε να περιμένουν να φυσήξει και να ξανεμίσουνε για να φύγει το άχυρο, να μένει το στάρι ή το μπουρμπούλι το, ξέρω 'γώ, το λαθούρι. Ένας από αυτούς τους μπαρμπάδες που αλώνιζε, εκτός τον Πάτση εδώ πέρα, ήτανε και ένας, θα σου πω ποιος, ένας Διαμαντής Καρβέλης από τη Γλώσσα, ο μπάρμπα Διαμαντής ο Καρβέλης. Θα σου πω ποιανού είναι αυτός παππούς, αυτουνού του αστυνομικού ο παππούς, Διαμαντή δεν τον λέγανε; Ωραία, αυτουνού ο παππούς, ερχόταν στο [Δ.Α.] και φτιάχνανε το αλώνι, το οποίο το αλώνι ήταν από πλάκες, ήταν συνήθως σε διάσελο, ξέρεις τι είναι το διάσελο; Ήταν σε διάσελο και το αλώνι αυτό το αλείφανε με τα κόπρανα από τις αγελάδες, τα παίρνανε, τα λιώνανε με νερό και πιάνανε γύρω - γύρω το αυτό, το αλείφανε και έφτιαχνε μία κρούστα, Βαγγελιώ, σαν να ήταν τσιμέντο. Το αφήνανε και στέγνωνε φυσικά και γυάλιζε αυτό, δεν έμενε τίποτα, δηλαδή το κάνανε αυτό για να κλείνουν τις ρωγμές να μην πηγαίνουνε μέσα στις πλάκες, κατάλαβες, και καθόντουσαν μέρες. Πώς έχουνε την θεριστική μηχανή εδώ πέρα και πηγαίνανε ένας, εκεί παίρνανε σειρά, γιατί τα αλώνια αυτά μπορεί να ήτανε του πατέρα σου, ξέρω 'γώ, αλλά θα έκανε ο πατέρας σου, αλλ[02:00:00]ά και μετά θα πήγαιναν άλλοι άνθρωποι. Πολλές φορές παίρνανε και ενοίκιο για το αλώνι. Βέβαια, γιατί το αλώνι ήθελε συντήρηση. Τώρα, μη φανταστείς τώρα, πρόλαβα τον πατέρα μου μέχρι το 1961 σπέρναμε, δεν αγοράζαμε, ήμασταν αυτάρκεις σε σιτάρι, έσπερνε, μαυραγάνι, θυμάμαι, και κάθε δύο μήνες...
Μαυραγάνι που είπατε, τι είναι;
Μαυραγάνι είναι είδος σταριού, είναι είδος σταριού. Έπαιρνε ο πατέρας μου ένα φόρτωμα, κάτι μπούρδες, τσουβάλια από λινάτσα, την έχεις ακούσει τη λέξη μπούρδα; Τα οποία πρέπει να είναι εκατόν σαράντα κιλά και τα δύο τα τσουβάλια, τα φόρτωνε στο ζώο και τα πήγαινε στη Γλώσσα, ξέρεις σε ποιον; Στου Κορφιάτη του Χρήστου τον πατέρα, ο οποίος είχε έναν μύλο, ο οποίος δεν ξέρω πώς δούλευε, με βενζίνα δούλευε, με τα λοιπά και πήγαινε και τα άλεθε και δεν έπαιρνε λεφτά ο Κορφιάτης, έπαιρνε παρακράτημα, έπαιρνε αλεύρι. Και κάθε δύο μήνες πήγαινε ο πατέρας και έκανε το - πώς το λένε - το αλεύρι και είχαμε και φούρνιζε η μάνα μου κι έκανε πέντε καρβέλια τη βδομάδα, το κάθε καρβέλι ήταν τέσσερα με πέντε κιλά. Είχαμε δικό μας φούρνο, όπως είναι το τζάκι εδώ στο βάθος είχε φούρνο, έχεις δει καμιά φορά; Αλλά η μάνα μου είχε ειδικό φούρνο είχε κάνει, ήτανε μεγάλος αρκετά, ερχόντουσαν και γείτονες και βάζανε μέσα καμιά φορά, ναι. Και έκανε... Εκείνο που έχω να προσάψω είναι το εξής, ότι το ψωμί ήταν τόσο καλό, που μετά από πέντε μέρες, έξι μέρες είναι σαν να το έβγαζε εκείνη την ώρα! Δηλαδή έτρωγες ψωμί και καταλάβαινες ψωμί. Και η άλλη ενασχόληση η οποία ήτανε και χαρά δικιά μας και γινότανε, έτσι, τζερτζελές στη γειτονιά ήταν όταν πατούσαμε τα σταφύλια. Κάνανε μούστο. Ο μούστος, ξέρεις, κάνανε τη μουσταλευριά. Εκεί όποιος έκανε τη μουσταλευριά, κάνανε τα σουτζούκια. Τα περνούσανε όλη η γειτονιά να τα βουτήξουνε μία φορά. Έκανε ο άλλος, την άλλη μέρα άλλος και έβλεπες τα σουτζούκια γινόντουσαν τόσο παχιά! Και τα 'χαμε και τρώγαμε. Πρέπει να πούμε ότι μέχρι λίγο μετά την Κατοχή, η Σκόπελος είχε πάρα πολλά αμπέλια! Μιλάμε για τόνους κρασί! Μου έλεγε η μάνα μου ότι στην περιοχή της Μηλιάς που ήταν δικό τους εκεί πέρα, όλο αυτό ήτανε αμπέλι και εξάγανε κρασί στη Μασσαλία, το μπρούσκο το κρασί, το μαύρο. Ξέρεις ποιο είναι το μπρούσκο; Το στιφό, αυτό το μαύρο. Και είχαν ένα σταφύλι το οποίο λεγόταν λημνιό. Αυτά τα σταφύλια είχαν τότε εδώ στη Σκόπελο. Και η άλλη η φοβερή ενασχόληση, η οποία επέφερε πολύ χρήμα εκτός από τις ελιές, τα αμύγδαλα και τα λοιπά, ήταν η ρητινοκαλλιέργεια. Με τη ρητίνη μέχρι το ‘65, ‘66, ’67, εκεί μέσα περίπου η ρητίνη ήτανε, είχε τιμή, γιατί φτιαχνόταν ακόμα από τη ρητίνη και το πλαστικό, ξέρεις, είχε την - πώς τη λένε - το κολοφώνιο, το νέφτι, και πολλά άλλα παράγωγα της ρητίνης, τα οποία ερχόντουσαν μέχρι από την Βόρεια Εύβοια, από την Αλόννησο, πολύς κόσμος και δούλευε εδώ πέρα, πολλοί εδώ πέρα έχουν παντρευτεί, γιατί από ήρθαν από την Εύβοια και παντρευτήκανε εδώ πέρα ή από την Αλόννησο, ξέρω 'γώ. Μιλάω για το νησί, αλλά και για το Κλήμα, η Γλώσσα όχι τόσο πολύ σαν ρητινοκαλλιεργητές δεν είχανε, εδώ οι Κληματιανοί και λίγο οι Σκοπελίτες. Τι άλλο θέλεις;
Τι άλλο;
Θυμήσου ό, τι θέλεις να σου πω και πάλι άμα θυμηθείς κάτι και θέλεις να ρωτήσεις, ό, τι θέλεις.
Γενικά εσείς για μπάνιο πηγαίνατε ή μόνο στον Πάνορμο, στο καλύβι;
Όχι, άκουσε εδώ να δεις. Το μπάνιο ήτανε μία διαδικασία τρελή. Το κοντινότερο σημείο στο παλιό χωριό ήταν κόστα, δηλαδή στους πρόποδες του χωριού. Είχε μονοπάτι και μάλιστα ήταν και πλακόστρωτο, γιατί; Γιατί το πλακόστρωτο αυτό ήταν επικοινωνία του χωριού του Πάνω Κλήματος με τη θάλασσα, γιατί για να πας στο Λουτράκι ήτανε πολύ πιο μακριά. Τι γινόταν, λοιπόν; Φέρνανε τα προϊόντα ανοιχτά στο κόστα, τα βγάζαμε με βάρκα έξω, υπήρχαν και αποθήκες εκεί που τα βάζαμε και τα μεταφέρανε στο Πάνω Κλήμα δηλαδή. Όλοι, λοιπόν, πηγαίναμε για μπάνιο στου κόστα, θα πάμε να μαζευτούμε παρέες. Παραδείγματος χάρη, η μάνα μου που δεν μπορούσε να με πάρει εμένα να πάω εγώ για μπάνιο, δεν με άφηνε να πάω μοναχός μου για μπάνιο, έπρεπε να συνοδεύομαι, με έπαιρνε η θεία μου, ξέρω 'γώ, η αδερφή του πατέρα μου. Και πηγαίνανε αυτοί ή πήγαινε με άλλον και τα λοιπά, παίρναν το γαϊδουράκι, βάζανε πάνω το, λίγο νερό, κανένα ψωμί, καμιά ντομάτα καλοκαίρι, ξέρω 'γώ, κανένα αγγούρι και πηγαίναμε, τυρί και ελιές και πηγαίναμε στην παραλία. Με το που φτάναμε στην παραλία, εκεί στου κόστα τα παιδιά και τα λοιπά, δεν μας αφήνανε να πάμε να κάνουμε αμέσως μπάνιο, έπρεπε να καθίσουμε να, γιατί ήμασταν ιδρωμένοι, να ξεϊδρώσουμε και τα λοιπά, τέλος πάντων, και μετά να κάνουμε μπάνιο. Είχαμε, δεν μας αφήνανε να πάμε βαθιά, ήταν ένας βράχος που τον λέγαμε «ο ανοιχτός» και ένας άλλος, τον λέγαμε «ο μαύρος βράχος», γιατί ήταν μελαμψός, μαύρος. Δεν μας αφήνανε να πάμε πιο εκεί. Βέβαια, ήτανε δύσκολο να κάνεις μπάνιο εκεί, γιατί είχε όλο πέτρες κάτω, δεν έχει άμμο. Αλλά μαζευόντουσαν όλα τα παιδιά και πηγαίναμε εκεί, τα μεγαλύτερα παιδιά που ξέρανε μπάνιο πηγαίνανε μόνα τους. Εκεί ήτανε, πηγαίναμε για μπάνιο και το πιο κοντινότερο ήταν η Αρμενόπετρα μετά, αλλά συνήθως κατεβαίναμε στου κόστα, γιατί ήτανε πολύ πιο κοντά και κάναμε το μπάνιο μας. Όλοι δηλαδή οι άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν χειμώνα - καλοκαίρι στο Κλήμα, το μπάνιο τους το παίρνανε στο - πώς το λένε - στου κόστα, είναι ακριβώς κάτω από το χωριό, είναι πολύ κοντά, δηλαδή από το μονοπάτι ήταν εύκολο, καλντερίμι, ωραίο καλντερίμι και φαρδύ καλντερίμι, είχανε και τα γαϊδουράκια, είχανε και τα αλογάκια και πηγαίνανε. Τσούρμο. Εσείς πηγαίνατε, κατεβαίνετε στο Λουτράκι συνήθως και πηγαίνατε όχι πίσω από το λιμάνι, πηγαίνατε εκεί στον Φλοίσβο, εκεί πέρα και κάνατε μπάνιο. Το πρόλαβα παιδί εγώ, το θυμάμαι, και στην Κατακαλού. Ήτανε μία ζωή... Εν πάση περιπτώσει, για μένα σαν παιδί δεν καταλαβαίναμε και πολλά πράγματα. Μετέπειτα καταλάβαμε ότι ήτανε δύσκολη η ζωή για τους ντόπιους, γιατί ήτανε περιορισμένος, η εμβέλεια ήτανε μικρή, δηλαδή συγκεκριμένα πράγματα, δεν είχανε να διαλέξουνε πολλά πράγματα. Για αυτό και πολλοί φύγανε, γιατί ο άλλος είχε ένα κτήμα, παραδείγματος χάρη, δέκα στρέμματα, άμα έκανε τέσσερα παιδιά και το μοίραζε στα τέσσερα, μίκραινε ο κλήρος, δεν μπορούσαν να ζήσουν. Και φεύγανε.
Ωστόσο έτσι ένα γενικό απολογισμό, θα λέγατε ότι ήτανε δύσκολη μεν, αλλά περνούσατε καλά.
Κοίταξε. Ακούω τώρα, θα σου απαντήσω αλλιώς. Ξέρεις, «Ζούμε στη Σκόπελο και να μας πιάσει κακοκαιρία και άμα κάνουμε και άμα δείξουμε, πού θα πάμε, πού θα δείξουμε». Εμένα η μάνα μου με γέννησε στο τζάκι και την αδερφή μου στο τζάκι. Η μάνα μου δεν μπορούσε να γεννήσει την αδερφή μου και υπήρχε ένα τηλέφωνο - ξέχασα να σου πω ότι υπήρχε ένα τηλέφωνο στο χωριό, μανιατό. Που βάραγες και βάραγες και καμία φορά δεν ακουγότανε τίποτα, ήτανε κομμένα τα σύρματα από τους κυνηγούς, τέλος πάντων. Και έφερε τον Μπλοκάκη από τη Σκόπελο για την αδερφή μου το 1959. Για να 'ρθει από τη Σκόπελο εδώ έκανε, έπρεπε να κάνει τρεις ώρες και αυτός ο άνθρωπος έκανε τρία τέταρτα και την πρόλαβε τη μάνα μου. Υπήρχε αυτό το καθεστώς, δηλαδή για την υγεία των ανθρώπων, για γιατρό, δεν είχαμε γιατρό στο χωριό, μετά σιγά - σιγά, το ‘60 και μετά ήρθε αγροτικός γιατρός, ερχότανε και στο Κλήμα και στην Γλώσσα και όλα αυτά. Ακούω τώρα: «Να, μένουμε τον χειμώνα στη Σκόπελο, είναι δύσκολα, είναι το ένα, είναι το άλλο». Τι να πούνε οι άνθρωποι της εποχής εκείνης που ξεκινούσε ο «Πασχάλης», σου είπα, το πρωί και πήγαινε το βράδυ και πολλές φορές, εγώ προσωπικά επειδή πήγαινα στην Ιστιαία, έφευγα τα Χριστούγεννα για να πάω κι έκατσα δύο μέρες στη Σκιάθο, γιατί είχε καιρό. Και τώρα παίρνει το ταξί και πάει στον Βόλο. Ήταν δύσκολη η ζωή από άποψη υγείας, εντάξει, φτωχοί είμαστε όλοι. Σου είπα για τα παπούτσια, σου είπα για τα ρούχα, σχεδόν όλοι αποφόρια είχαμε και με τα μπαλώματα στον κώλο, είχε μάτια ο κώλος μας. Εντάξει, έν[02:10:00]α παντελόνι δύο παντελόνια, αλλά σιγά - σιγά η ηλικία η δική μου, η μετέπειτα, η μετέπειτα αρχίζανε και ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο, φτηνύνανε τα πράγματα, φύγανε τα παιδιά, πολλά παιδιά πήγαν στο εξωτερικό, στείλανε λεφτά στους γονείς και σιγά - σιγά ανέβηκε το πράγμα. Αλλά εκείνο που έσωσε το χωριό εν κατακλείδι ήταν η μετακίνησή του από το Παλιό Χωριό στο Έλιος. Πλην όμως, σου εξήγησα ότι το Έλιος, αν δεν προσεχθεί, είναι επισφαλές.
Θα ήταν καλύτερο να ήταν πιο πέρα.
Είναι επισφαλές. Για μένα. Για μένα, γιατί, κακά τα ψέματα, πάντα στο μυαλό μας είναι η φωτιά. Όχι τόσο η φωτιά σαν φωτιά, τι θα επακολουθήσει της φωτιάς. Όταν έχεις 90% κλίση και σου ρίξει μία σταγόνα στο αγέρι και μηδέν χρόνο έρθει στο Έλιος, φαντάσου τι θα γίνει. Αυτά.
Ωραία.
Πιστεύω να σε...
Λοιπόν, να πούμε ότι είμαστε στο Νέο Κλήμα Σκοπέλου, είναι 28 Νοεμβρίου 2021, βρισκόμαστε με τον κύριο Σταμάτη Δένδη του Κωνσταντίνου, εγώ είμαι η Τακτικού Ευαγγελία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και αυτή ήταν η συζήτησή μας.
Φωτογραφίες

Το Δημοτικό Σχολείο

Στο κέντρο "Πανόραμα"
Τα παιδιά της φωτογραφίας είναι ο αφηγητής ...

Στη σκηνή μετά το σεισμό

Γυναίκες στο παλιό χωρίο

Γάμος στο Παλιό Κλήμα

Με τα κλαρίνα στα καλντε ...

Ο πατέρας του αφηγητή
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Σταμάτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια στο Παλιό Κλήμα της Σκοπέλου, το οποίο εξαιτίας σεισμών και άλλων γεωλογικών προβλημάτων, μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Νέο Κλήμα ή Έλιος. Οι σεισμοί ταλαιπώρησαν τους κατοίκους, οι οποίοι έμεναν για κάμποσα χρόνια σε σκηνές, άλλοι είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους και γενικά αντιμετώπιζαν δυσκολίες δυσεπίλυτες. Γι' αυτό και κρίθηκε απαραίτητη η μετοίκηση. Περιγράφεται από τον αφηγητή η ζωή στο Παλιό Κλήμα με τα γλέντια, τα ευτράπελα, τις ιστορίες με φαντάσματα, τα παιχνίδια, τις φεγγέρες, τις γιορτές της χριστιανοσύνης, αλλά και τις δυσκολίες λόγω φτώχειας. Μια από τις δυσκολίες των καιρών του ήταν και η εκπαίδευση. Αναγκάστηκε να γίνει οικότροφος στην Εύβοια και στη χώρα της Σκοπέλου. Τα καλοκαίρια του τα περνούσε στο καλύβι της οικογένειας, μια αγροικία στην Πάνορμο. Tέλος, αναφέρεται στην εργασία του ως ασυρματιστής στα καράβια, μετά από τη φοίτησή του στον «Ευκλείδη».
Αφηγητές/τριες
Σταμάτης Δένδης
Ερευνητές/τριες
Ευαγγελία Τακτικού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/11/2020
Διάρκεια
131'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Σταμάτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια στο Παλιό Κλήμα της Σκοπέλου, το οποίο εξαιτίας σεισμών και άλλων γεωλογικών προβλημάτων, μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Νέο Κλήμα ή Έλιος. Οι σεισμοί ταλαιπώρησαν τους κατοίκους, οι οποίοι έμεναν για κάμποσα χρόνια σε σκηνές, άλλοι είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους και γενικά αντιμετώπιζαν δυσκολίες δυσεπίλυτες. Γι' αυτό και κρίθηκε απαραίτητη η μετοίκηση. Περιγράφεται από τον αφηγητή η ζωή στο Παλιό Κλήμα με τα γλέντια, τα ευτράπελα, τις ιστορίες με φαντάσματα, τα παιχνίδια, τις φεγγέρες, τις γιορτές της χριστιανοσύνης, αλλά και τις δυσκολίες λόγω φτώχειας. Μια από τις δυσκολίες των καιρών του ήταν και η εκπαίδευση. Αναγκάστηκε να γίνει οικότροφος στην Εύβοια και στη χώρα της Σκοπέλου. Τα καλοκαίρια του τα περνούσε στο καλύβι της οικογένειας, μια αγροικία στην Πάνορμο. Tέλος, αναφέρεται στην εργασία του ως ασυρματιστής στα καράβια, μετά από τη φοίτησή του στον «Ευκλείδη».
Αφηγητές/τριες
Σταμάτης Δένδης
Ερευνητές/τριες
Ευαγγελία Τακτικού
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/11/2020
Διάρκεια
131'