Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η μαμά μου ήταν ψυχικά ασθενής
Ενότητα 1
Παιδική ηλικία, ψυχική ασθένεια της μητέρας, νοσηλεία και αλλαγές στην καθημερινότητα
00:00:00 - 00:21:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα ήθελες να μας πεις το όνομά σου; Πηνελόπη Κομνηνού. Είναι Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021, είμαι με την Πηνελόπη Κομ… λείπανε και όλα τα επακόλουθα. Πολλές φορές, ακόμη και στα πιο απλά πράγματα, ακόμη και στα πιο δύσκολα, δεν είχα να πω σε κανέναν τίποτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, η μητρότητα και ο θάνατος της μητέρας της
00:21:53 - 00:37:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς το διαχειρίστηκες όλο αυτό; Και μέσα σ’ όλη αυτή τη δύσκολη πορεία, υπήρχε κάποιο άτομο που να ξεχώρισες, που να σε στήριξε, που να το ε…ου, που άνοιξες την καρδιά σου, μοιράστηκες την ιστορία σου. Μόνο πλουσιότερη φεύγω απ’ αυτή τη συνάντηση. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ! Κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Παιδική ηλικία, ψυχική ασθένεια της μητέρας, νοσηλεία και αλλαγές στην καθημερινότητα
00:00:00 - 00:21:53
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα ήθελες να μας πεις το όνομά σου;
Πηνελόπη Κομνηνού.
Είναι Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021, είμαι με την Πηνελόπη Κομνηνού, εγώ ονομάζομαι Ευανθία Μπατάλα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Θα ήθελες να μου πεις λίγα πράγματα για σένα;
Ναι. Θέλω να ξεκινήσω απ’ την αρχή της ζωής μου. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το ’54. Το ’55 γεννήθηκε ο αδερφός μου ο μεγάλος, το ’58 γεννήθηκα εγώ και το ’60 γεννήθηκε ο μικρός μου αδερφός. Μόλις γεννήθηκε ο μικρός μου αδερφός, στις σαράντα μέρες, αρρώστησε η μητέρα μας.
Θα ήθελες να μιλήσουμε λιγάκι για τη μητέρα σου και την ασθένειά της;
Ναι. Η μητέρα μου αρρώστησε από ψυχιατρικά, που τότε, εάν αντιμετωπίζονταν σωστά, κατά τη γνώμη μου σαν ενήλικη σήμερα, ότι θα είχε ξεπεράσει όλα τα προβλήματα, χωρίς να νοσηλευτεί σε ψυχιατρεία και να ζήσει βάρβαρες καταστάσεις. Όπως είπα και πριν, ότι ήμασταν μια πολύ καλή οικογένεια, είχαμε έναν πατέρα πολύ εργατικό, η μαμά μου ήταν πάρα πολύ νοικοκυρά, ήταν λάτρης των λουλουδιών και της καθαριότητας, της υπερβολικής καθαριότητας. Όταν όμως αρχίνησε να αρρωσταίνει, έβγαζε νεύρα, φωνές και επιθετικότητα. Επιθετικότητα ως προς τι; Ως… Σ’ αυτούς που την πλήγωναν. Που την πείραζαν και την ενοχλούσαν. Γιατί αυτά γινόταν συνέχεια. Εγώ αρχίνησα να θυμάμαι πολύ καλά τις καταστάσεις μετά απ’ τα πέντε-έξι χρόνια, τότε που ήταν, ας πούμε, στην αρχή. Δεν υπήρχαν οι κλινικές, αλλά υπήρχε κάποιος ψυχίατρος στη Λάρισα, ο οποίος την παρακολουθούσε. Μετά από μερικά χρόνια είχε αρχίσει να νοσηλεύει κόσμο σε μια κλινική που έφτιαξε και ήταν τόσο πολύ ακριβή αυτή η κλινική, που δεν μπορούσε ο μπαμπάς μου να αντεπεξέλθει. Και είχαμε πολλά πρόβατα, τα οποία πουλήθηκαν, και ξεχρέωσε. Νομίζω, για έναν χρόνο ήταν τότε τριακόσιες χιλιάδες, που έφτιαξε την κλινική αυτός ο ψυχίατρος. Κι όταν πήγε ο μπαμπάς μου να δώσει τα χρήματα, γύρισε και μας είπε, εμένα και τον μεγάλο μου αδερφό, ότι: «Αν θα περισσέψουν, θα σας πάρω ένα κεμπάπ και θα σας ψήσω στην αυλή». Το θυμάμαι πολύ έντονα αυτό το πράγμα, όπως το θυμότανε κι ο αδερφός μου. Από κει και μετά αρχίνησε ένας Γολγοθάς, και για μένα και για την υπόλοιπη οικογένεια. Η απόρριψη της κοινωνίας, ο ψυχικός βιασμός, η κακοποίηση… και όλα απ’ το συγγενικό περιβάλλον, περισσότερο! Αλλά είχα έναν υπέροχο πατέρα που πάντα μας έλεγε να μη δίνουμε σημασία και: «Ό,τι έχουμε στο τραπέζι το δικό μας θα τρώμε. Δεν θα ζητήσουμε από κανέναν και τίποτα, και καμιά βοήθεια!». Κι αυτό έγινε. Όταν όμως μεγάλωσα, έγινα 8 χρονών, ανέλαβα όλη την οικογένεια. Τότε, όπως ξέρετε, στα χωριά δεν υπήρχαν ούτε οι φούρνοι να αγοράζουμε ψωμί ούτε τίποτα. Έπρεπε να ζυμώνω, να το παίρνω σ’ ένα ποδήλατο, που ήταν απ’ τη γειτονιά, και έβαζα πάνω το ψωμί… Το ξεκινούσα το πρωί και το τέλειωνα το απόγευμα, και πήγαινα στον φούρνο. Κι ο φούρνος το απόγευμα δεν έκαιγε και άναβε τον φούρνο να το ψήσει γιατί ήξερε τι ήμασταν και ποιοι ήμασταν. Να μας ψήσει ένα ψωμί που δεν το ’τρωγαν ούτε τα σκυλιά… κι όμως εμείς το τρώγαμε. Γιατί δεν είχαμε! Από κει και μετά ξεκίνησε ένας άλλος Γολγοθάς, που η μαμά μου έξι μήνες ήταν στο ψυχιατρείο και έξι μήνες ήταν στο σπίτι. Αλλά πώς ήταν στο σπίτι; Μια γυναίκα με ψυχοφάρμακα, μια γυναίκα που ήθελε όλο να κοιμάται, γιατί δεν μπορούσε να σηκωθεί να κάνει τίποτα, κι εμείς από γύρω να λέμε: «Μαμά, θέλουμε να φάμε!». Κι αυτή έλεγε: «Θα σηκωθώ να σας κάνω λίγο ρύζι»… λίγα μακαρόνια κι έναν τραχανά. Αυτό ήταν το μενού! [00:05:00]Ο πατέρας μου δούλευε όλη την ημέρα για να τα βγάλει πέρα. Ήρθε η ώρα να πάω σχολείο. Όταν ξεκίνησε να πηγαίνει στις κλινικές, ήταν έξι μήνες στην κλινική, έξι μήνες έξω… συνέρχονταν. Όταν γύριζε στο σπίτι, ήταν μια υπέροχη μάνα, η οποία… η οποία μας συμβούλευε να σεβόμαστε τους ανθρώπους, να μην εκμεταλλευόμαστε κανέναν, να δίνουμε… να δίνουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, να είμαστε συμπαραστάτες στη ζωή. Όλο αυτό εμάς, σαν παιδιά, μας επηρέαζε πάρα πολύ… Η αρρώστια. Όλη αυτή η αρρώστια. Μας επηρέαζε πάρα πολύ, γιατί όλοι ήταν, όλοι καλόβουλοι από γύρω μας και συνέχεια μας… Κακοποιούσαν; Κακολογούσαν; Μιζέρια, κακία, ζήλια; Δηλαδή αυτοί ήταν κι εμείς δεν ήμασταν. Απόρριψη; Όλα! Εντωμεταξύ, όταν γινόταν καλά, εκείνο που μας έλεγε ότι: Την αρρώστια δεν την αγόρασε. Τη βρήκε η αρρώστια. Ούτε αυτή ήθελε να αρρωστήσει. Ήθελε κι αυτή να χαρεί την οικογένειά της. Γιατί ήταν υπέροχος άνθρωπος! Υπέροχος χαρακτήρας! Ίσως κι αυτό πλήρωσε, γιατί απ’ ό,τι μάθαμε μετά, είχε έναν πατέρα που ήταν βάρβαρος και ίσως η ψυχολογία της από μικρή να την επηρέαζε… Δικά μου αυτά. Δεν ξέρουμε. Όταν ρωτούσαμε τους γιατρούς: «Από τι αρρώστησε η μαμά μας;», μας έλεγαν: «Ψυχιατρικά. Ψυχιατρικά. Ψυχιατρικά». Δηλαδή κανένας δεν έκατσε να μας μιλήσει. Εμείς, σαν παιδιά, μεγάλοι μετά, ενήλικες, μιλούσαμε και συζητούσαμε και λέγαμε ότι εάν υπήρχε ψυχολόγος τότε και αναλάμβανε τη μάνα μου και δεν την ξεκινούσαν με φάρμακα και φάρμακα πολύ βαριά, ίσως η μάνα μας να ήταν στην οικογένειά της και να περνούσαμε κι εμείς αυτό που περνάν όλες οι οικογένειες με τους γονείς. Εμείς ήμασταν πάντα οι… Αδικημένοι της ζωής, γιατί δεν υπήρχε η μάνα; Δεν ξέρω.
Εσύ πόσο χρονών ήσουν όταν η μαμά σου νόσησε;
Ήμουνα 5 χρονών.
Έχεις καθόλου μνήμες…
Μνήμες δεν έχω.
…από τότε;
Το μόνο που έχω μνήμες ήταν ότι ο μπαμπάς μου μας έπαιρνε στα πρόβατα όλους, γιατί δεν είχε πού να μας αφήσει, και ο αδερφός μου ο μικρός ήταν σαράντα μέρες και μας έβαζε και τον φυλάγαμε, για να βοσκάει ο μπαμπάς μου τα πρόβατα μέσα στο μαντρί. Αυτό το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Μέχρι που αποφάσισε ύστερα να τα πουλήσει, γιατί δεν γινόταν. Μετά αρχίνησε… ήταν στο σπίτι κάποιες ώρες, γιατί πήγαινε στα χωράφια και δούλευε, για να μας φέρει να φάμε και να πληρώνει και τα έξοδα της μαμάς. Όπως προείπα, πούλησε τα πρόβατα και να ξεχρεώσει τις κλινικές. Αρχίνησα να μεγαλώνω κι εγώ, να μεγαλώνουν και τα αδέρφια μου, αρχίσαμε και παίρναμε τη ζωή στα χέρια μας ύστερα. Από πολύ μικρή ηλικία.
Θυμάσαι τη στιγμή που συνειδητοποίησες ότι η μαμά σου νοσεί ψυχικά; Σου το είπε κάποιος; Το αντιλήφθηκες μόνη σου;
Μας το είπε ο πατέρας μου. Μας…
Μπορείς να μου πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;
Μας το είπε ο μπαμπάς μου, αλλά… Δεν θυμάμαι πώς μας το είπε, αλλά το μόνο που θυμάμαι ότι τον κοιτούσα στα μάτια κι έλεγα: «Μπαμπά, γιατί η δική μας η μαμά;». Κι ο πατέρας μου μού είπε, ο μπαμπάς μάς είπε: «Μη στεναχωριέστε, η μαμά θα γίνει καλά.». Αλλά μέχρι που πέθανε δεν έγινε ποτέ καλά.
Πώς αντέδρασες όταν ο μπαμπάς σας σάς είπε την αλήθεια;
Περιφρόνηση! Περιφρονήθηκα.
Τι σκέψεις έκανες;
Σκέψεις ακριβώς τώρα δεν μπορούσα… δεν μπορώ να θυμάμαι, αλλά εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι έφυγε η μαμά το βράδυ απ’ το σπίτι και πήγαμε να κοιμηθούμε και κοιμηθήκαμε και τα τρία μαζί αγκαλιά. Αυτό το θυμάμαι.
[00:10:00]Θα μπορούσες να μου περιγράψεις, αν σου είναι εύκολο φυσικά, τη στιγμή του αποχωρισμού;
Εμάς που μας έστελναν στο σχολείο και τα τρία και ήρθε ταξί και πήρε τη μαμά –απ’ ό,τι μας είχε πει ο μπαμπάς– και την πήγε στην κλινική. Όταν γυρίσαμε το μεσημέρι, ήμασταν όπως ήταν δυο παιδιά που γυρίζουν απ’ το σχολείο και δεν βρίσκουν τίποτα μες στο σπίτι, εκτός από μία πατρική φιγούρα που καθόταν στο τραπέζι κι έπιανε το κεφάλι.
Τι άλλαξε από τότε;
Άλλαξε όλη η ζωή. Άλλαξαν τα πάντα! Έπρεπε εμείς να μεγαλώσουμε, να αναλάβουμε ευθύνες και υποχρεώσεις που ένα παιδί θα τις αναλάμβανε σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία.
Σου είναι εύκολο να μου περιγράψεις την καθημερινότητά σας από κει και έπειτα; Αυτές οι αλλαγές που λες, ποιες ήταν;
Ναι. Έπρεπε το πρωί να σηκωθεί ο μπαμπάς μου, να μας φτιάξει το γάλα, να μας το δώσει στο κρεβάτι που κοιμόμασταν, για να είμαστε έτοιμα το πρωί, επειδή θα έφευγε να πάει στο χωράφι πιο πριν από μας, να σηκωθούμε, να ντυθούμε και να φύγουμε να πάμε στο σχολείο, εγώ κι ο μεγάλος μου αδερφός. Α’ Δημοτικού, Β’ Δημοτικού, έπρεπε ο μπαμπάς να έχει κι αυτή την ευθύνη το πρωί. Όπως το μεσημέρι να ’ρθει, να μας φτιάξει φαγητό, για να βρούμε κάτι να φάμε. Που το φαγητό τις περισσότερες φορές ήταν κονσέρβα. Να μας ετοιμάσει μια κονσέρβα και οτιδήποτε άλλο είχε, για να φάμε. Μετά έπρεπε να διαβάσουμε. Εγώ είχα μεγάλη άρνηση να διαβάσω, ενώ ο αδερφός μου ο μεγάλος διάβαζε πάρα πολύ. Αλλά ο αδερφός μου έζησε τη μαμά και ίσως είχε πάρει, δεν ξέρω, άλλες αρχές.
Πώς ήταν η σχέση μεταξύ σας, αφού έφυγε η μαμά σας;
Ο αδερφός μου ο μεγάλος είχε πάρει την… Πώς να το πω; Είχε πάρει την ευθύνη να προσέχει εμάς τα μικρότερα. Ναι. Να μας δώσει να φάμε, να μας πάει σχολείο, όταν μεγάλωσε κι ο μικρός, να γυρίσουμε απ’ το σχολείο, να φάμε κι αυτός να καθίσει να διαβάσει… Κι εγώ δεν ήθελα να δω τα βιβλία ούτε την τσάντα. Έλεγα τότε: «Να πεθάνουν οι δάσκαλοι, να πέσουν τα σχολεία…», γιατί έβγαζα αυτή την αντίδραση. Ίσως ήταν αυτό, ίσως… Δεν ξέρω τι ήταν, τι μ’ έφταιγε κι έβγαζα αυτή την αντίδραση. Δεν ξέρω αν ήταν το λογικό ή το παράλογο αυτό. Τέλος πάντων, περάσαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, εγώ έγινα 12 χρονών, ο αδερφός μου έγινε 13 και ο μικρότερος έγινε 10 χρονών. Από κει και μετά αρχίσαμε και καταλάβαμε τα πάντα! Δηλαδή ότι έπρεπε να έχουμε μια μάνα που έπρεπε να τη φυλάγουμε. Όταν ήταν άρρωστη και δεν την πηγαίναμε στην κλινική, έπρεπε να φυλάγουμε βάρδιες να μη φύγει, γιατί έφευγε και δεν γύριζε στο σπίτι ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί, ούτε… Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε κι αφηνίαζε!
Εκείνες τις περιόδους που η μητέρα σου ερχόταν στο σπίτι…
Ναι.
…πώς θυμάσαι τη σχέση σας, πώς θυμάσαι να ήταν μαζί σου;
Πάρα πολύ καλή! Πολύ καλή! Μας έδινε πάντα συμβουλές. Προσπαθούσε, ενώ δεν είχε κουράγια απ’ τα χάπια, όπως είπα και πριν, να κάνει πολλά πράγματα. Ενώ ήταν μια γυναίκα που ήταν… απ’ ό,τι μας λέγαν κι απ’ ότι μ’ έλεγε κι ο πατέρας μου, ότι τη νύχτα την έκανε μέρα. Τόσο πολύ εργατική γυναίκα ήταν. Μας αγαπούσε πάρα πολύ, όπως αγαπούσε και όλο τον κόσμο. Ποτέ δεν έλεγε κακό για κανέναν. Ποτέ! Εντωμεταξύ, όταν ξεκίνησε να πηγαίνει στις κλινικές, πάντα πηγαίναμε επισκεπτήριο όλοι, να δούμε τη μάνα μας. Ναι.
[00:15:00]Θυμάσαι την πρώτη φορά που την επισκέφτηκες, την πρώτη φορά που αντίκρισες αυτό το κτίριο στο οποίο ζει η μαμά σου πλέον;
Ναι, το θυμάμαι.
Θα μπορούσες να μου το περιγράψεις, να μου δώσεις την εικόνα, τα συναισθήματα;
Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που είπα: «Γιατί σ’ εμάς, Θεέ μου!». Ναι. Και είπα η μάνα μου, επειδή δεν ήταν οι συνθήκες ανθρώπινες εκεί μέσα, δεν έπρεπε να ζει εκεί.
Τι εννοείς μ’ αυτό;
Τι εννοώ; Ήταν μία κλινική που είχε πέντε κρεβάτια μαζί, ήταν όλες γριές και η μάνα μου ήταν η πιο νέα, ήταν κοπέλα.
Τι ηλικία είχε περίπου η μαμά σου τότε;
Η μαμά μου είχε… περίπου 35-37. Περίπου! Εντωμεταξύ…
Μου έλεγες για τις συνθήκες που αντίκρισες.
Ναι. Δεν ήταν οι συνθήκες όπως είναι οι σημερινές κλινικές. Τους είχαν δεμένους, τους κακοποιούσαν… Δηλαδή δίπλα ακριβώς είχε… ήταν μία κυρία η οποία την είχαν δεμένη και στο χέρι και στο πόδι και ήταν λερωμένη, φώναζε και δεν ερχόταν κανένας να την κοιτάξει. Γιατί; Γιατί δεν υπήρχαν οι νοσοκόμες, οι οποίες δεν πληρωνόταν για να βάζουν πολλές μέσα, να κοιτάξουν τις πτέρυγες. Ενώ τώρα είναι κάπως καλύτερα. Τώρα; Δηλαδή πριν από δεκαπέντε χρόνια που ζούσε η μαμά μου. Με τις πιο σύγχρονες κλινικές. Ενώ τότε ήταν απάνθρωπες. Ούτε η καθαριότητα υπήρχε, ούτε το καλό φαγητό υπήρχε, ούτε τίποτα.
Θυμάσαι τη στιγμή που την αντίκρισες;
Ναι, θυμάμαι. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει ποτέ!
Θυμάσαι τι είπατε;
Μας αγκάλιασε κι έκλαιγε. Κι εμείς τη λέγαμε να ’ρθει στο σπίτι. Και έλεγε ότι δεν την αφήνουν.
Την επισκεπτόσουν συχνά τη μαμά σου;
Πάρα πολύ συχνά. Ειδικά όταν μεγάλωσα, είχα αγοράσει ένα μηχανάκι και δεν υπήρχε μέρα και κάθε μεσημέρι που να μην την πάω το φαγητό. Κι έλεγε η καημένη: «Φαγάκι απ’ το σπίτι!». Ναι. Χιόνια, βροχές, κρύο, δεν μ’ ένοιαζε! Έπαιρνα το μηχανάκι και την πήγαινα το φαγητό. Νόμιζα ότι κάτι έκανα. Ίσως… για μένα ίσως αυτό ήταν μια παρηγοριά. Γι’ αυτήν ήταν μια συνάντηση. Που έπρεπε να τη βλέπω κάθε μέρα. Ίσως αυτό που μου έλειψε όλα τα χρόνια κοιτούσα να τ’ αναπληρώσω έτσι. Κατά τη δική μου γνώμη βέβαια. Πέρασαν τα χρόνια, κι απ’ αυτό. Παντρεύτηκα. Η υπόλοιπη ζωή, η υπόλοιπη ζωή, με κυνηγούσε από πίσω. Δηλαδή πάντα έλεγα: «Να κάνω αυτό; Μήπως δεν είναι σωστό, γιατί…;», γιατί δεν ήθελα να αδικήσω κανέναν, δεν ήθελα να κάνω τίποτα κακό σε κανέναν.
Θυμάσαι καθόλου τι κάνατε όταν επισκεπτόσουν τη μαμά σου;
Ναι. Καθόμασταν στο κρεβάτι της και χαϊδεύαμε τα μαξιλάρια. Ναι. Παίρναμε τα ρούχα της και τα μυρίζαμε.
Με τη μαμά σου πώς περνούσατε την ώρα σας; Υπήρχε κάτι που κάνατε μαζί;
Όταν ερχόταν στο σπίτι ή όταν ήμασταν στην κλινική;
Και στα δύο, αλλά στην κλινική στην παρούσα φάση.
Στην κλινική απλά αυτό. Καθόμασταν, δεν μας αφήναν και πολύ να καθίσουμε, και φεύγαμε. Και ξαναγυρίζαμε πάλι στα ίδια. Δηλαδή σ’ ένα άδειο σπίτι, μ’ έναν πατέρα και τρία αδέρφια που ήμασταν. Η ζωή ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη ήταν. Απ’ όλες τις απόψεις. Και όταν έβλεπα κορίτσια που δεν άκουγαν τη μάνα, ήθελα να επιτεθώ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί δεν σέβονταν αυτό [00:20:00]που είχαν. Ίσως γιατί το είχαν δεδομένο ότι είχαν τη μάνα και… Ίσως ζήλευα, δεν ξέρω. Μπορεί να ήταν κι αυτό. Δηλαδή αυτό το είχα και μέχρι που μεγάλωσα. Δεν ήθελα να ακούω κανένα παιδί να βρίζει τη μάνα του ή να μην την ακούει. Παρόλο που είχα κι εγώ πολλές αντιδράσεις σαν παιδί. Είχα πάρα πολλές αντιδράσεις, αλλά αυτό… δηλαδή απέναντι στη μάνα… μου ήταν πολύ ιερό, πολύ… ίσως κι εγωιστικό, δεν ξέρω. Ίσως να ήταν κι αυτό. Με το που περνούσαν τα χρόνια συνειδητοποιούσαμε ότι η ζωή θα είναι δύσκολη, ότι δεν είχαμε ίσως μια προστασία της μάνας, όπως είχαν όλα τα παιδιά. Δηλαδή πηγαίναμε στο σχολείο, παίζαμε σκετς, δεν είχαμε κανέναν να ’ρθει να μας δει. Κάναμε παρέλαση δεν ερχόταν κανένας, γιατί ο πατέρας μου δούλευε. Είχε τα πρόβατα, δεν μπορούσε να ’ρθει. Και μόλις τελείωνε, όλοι βγαίναν φωτογραφίες κι εμείς φεύγαμε να πάμε στο σπίτι. Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή έχω μόνο μια φωτογραφία, που με είχε ντυμένη Αμαλία, αλλά δεν μπορούσε να ’ρθει να με δει. Δηλαδή σε όλες τις φάσεις της ζωής έλειπε η μάνα. Κι απ’ τη μάνα λείπανε και όλα τα επακόλουθα. Πολλές φορές, ακόμη και στα πιο απλά πράγματα, ακόμη και στα πιο δύσκολα, δεν είχα να πω σε κανέναν τίποτα.
Ενότητα 2
Το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, η μητρότητα και ο θάνατος της μητέρας της
00:21:53 - 00:37:30
Πώς το διαχειρίστηκες όλο αυτό; Και μέσα σ’ όλη αυτή τη δύσκολη πορεία, υπήρχε κάποιο άτομο που να ξεχώρισες, που να σε στήριξε, που να το είχες δίπλα σου;
Δεν θα το ’λεγα, εκτός απ’ τον πατέρα μου κι απ’ τα αδέρφια μου. Κανένας άλλος. Όλοι μας εκμεταλλεύτηκαν. Με τον άλφα ή βήτα τρόπο δεν ένιωσα από κανέναν στήριξη. Από κανέναν όμως!
Το οικογενειακό σας ή φιλικό σας περιβάλλον τι στάση κράτησε απέναντί σας;
Το μόνο που ήταν, να μας κρίνουν. Ναι. Να μας κρίνουν κακοπροαίρετα πάντα. Έτσι; Παράδειγμα ότι: «Εσύ είσαι της χαζιάς η κόρη και δεν πρόκειται να παντρευτείς»… Μου το είπε πολύ δικό μας οικογενειακό… στην οικογένεια, που νόμιζες ότι, ότι θα δεις συμπαράσταση. Πολλά. Πάρα πολλά. Που δεν θέλω ούτε να τα συζητάω μερικές φορές. Εμείς τότε είχαμε και το χάρισμα που έπρεπε αν θα παντρευόμασταν να έχουμε και προίκα. Και εγώ, όταν ήμουνα 13 χρονών, 14 χρονών, κάθε Σάββατο που δεν… 13, 12, 12 χρονών, 13. Πήγαινα στη μάνα μου και… πήγαινα στο ψυχιατρείο, καθόμουνα εκεί το Σάββατο το βράδυ και την Κυριακή το πρωί έφευγα κι έπαιρνα το κέντημα για να φτιάξουμε και προίκα. Γιατί έτσι ήθελε το καθεστώς τότε. Αφενός μεν που έφτιαχνα για μένα, επειδή τα ’φτιαχνα τόσο ωραία, με εκμεταλλεύτηκε το οικογενειακό περιβάλλον ακόμα και σ’ αυτό. Μ’ έβαζαν κεντούσα και μ’ έλεγαν: «Θα σε φτιάξουμε εμείς την προίκα». Μέχρι κι εκεί εισέπραξα τη μεγαλύτερη αχαριστία. Ούτε ένα… ούτε μια πετσέτα προσώπου. Αυτό. Δεν πειράζει όμως. Εγώ έχω… και έφτιαξα πάρα πολλά πράγματα. Αυτό είναι το τίποτα βέβαια. Αλλά πώς κύλησε η ροή της ζωής.
Πώς σε θυμάσαι τότε; Όταν βίωνες όλες αυτές τις δύσκολες και άδικες καταστάσεις, πώς θυμάσαι τον εαυτό σου;
Πώς θυμάμαι; Δεν αντιδρούσα! Γιατί δεν αντιδρούσα; Γιατί έπρεπε όλους να τους είχα βάλει στη σειρά. Αλλά όπως σας προείπα ότι η μάνα μου μας είχε μάθει να σεβόμαστε τους πάντες και τα πάντα. Και δεν μιλούσα και τα ’πνιγα μέσα μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν, γιατί φοβόμουνα τι θα γίνει, τι θα πουν, τι θα κάνουν. Κατάλαβες; Δεν είχα κάποιον να τον έχω στήριγμα και να τον εμπιστευτώ, γιατί πίσω από μένα όλοι γελούσαν.
[00:25:00]Πώς το διαχειρίστηκες όλο αυτό; Πού βρήκες τη δύναμη να προχωρήσεις;
Πού βρήκα τη δύναμη; Μαζί με τον αδερφό μου τον μεγάλο μιλούσαμε ατέλειωτες ώρες. Συζητούσαμε τα πάντα και μαζί πορευτήκαμε στη ζωή, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα να τον λέω και να με λέει. Και έτσι πορευτήκαμε. Και φτάσαμε σ’ ένα σημείο να φτιάξουμε όλοι οικογένειες, να παντρευτούμε, να κάνουμε όλοι δουλειές δικές μας, να είμαστε… Θέλω να πιστεύω ότι μας εκτίμησε ο κόσμος σε ό,τι κάναμε, μας βοήθησε. Και ζήσαμε με μεγάλη αξιοπρέπεια, χωρίς να δώσουμε δικαίωμα σε κανέναν.
Πότε παντρεύτηκες και έκανες οικογένεια;
Παντρεύτηκα στα 28. Στα 29 ξεκίνησα να κάνω τα παιδιά μου.
Σε φόβισε ποτέ αυτή η σκέψη;
Καθόλου! Ήμουνα έτοιμη να αντιμετωπίσω τα πάντα. Ίσως πήρα μεγάλη δύναμη από τη ζωή, που μπορεί να μη με φέρθηκε καλά, αλλά θέλω να πιστεύω ότι… Στο μεγάλωμα της οικογένειάς μου και στην οικογένειά μου θα ήθελα να δώσω το εκατό τοις εκατό, αλλά δεν μπορούσα να το δώσω, γιατί δεν πήρα τόσο αγάπη για να δώσω τόση αγάπη. Αλλά είμαι ευχαριστημένη που έχω αυτή την οικογένεια και αυτού αντιμετώπισα προβλήματα πολλά, αλλά όμως δεν με φόβιζε τίποτα. Πάντα ήμουνα μπροστά!
Πιστεύεις ότι ο ρόλος ως μητέρα έχει επηρεαστεί από τα βιώματα που έχεις από τη μαμά σου;
Θέλω να πιστεύω πως ναι. Ναι. Γιατί αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν ξέρω αν ήμουν αυτή που είμαι τώρα. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω, γιατί… Δεν ξέρω αν ήμουν, ας πούμε, εκατό τοις εκατό η καλύτερη μάνα, αλλά προσέφερα ό,τι μπορούσα σ’ αυτά τα παιδιά και στον άντρα μου. Τώρα λάθη θα έκανα… άθελά μου μπορεί να έκανα τραγικά, αλλά ηθελημένα δεν πείραξα ούτε ένα μυρμήγκι. Και… Δεν ξέρω αν αυτό επηρέασε και την ψυχολογία τη δική μου, δηλαδή πάντα θέλω να δίνω, χωρίς να θέλω να παίρνω. Είναι εγωισμός; Είναι κόμπλεξ; Είναι κάποια ψύχωση; Δεν ξέρω τι είναι, αλλά πάντως αυτό το ’χω! Θέλω να δίνω και δεν θέλω να παίρνω. Δεν ξέρω γιατί. Αυτά.
Θέλησες ποτέ να το ψάξεις πιο βαθιά; Απευθύνθηκες ποτέ σε ειδικό;
Ναι, όταν ξεκίνησα να παντρευτώ, επειδή φοβήθηκα αν η αρρώστια της μαμάς μου επηρεάσει και τη δική μου οικογένεια ή εμένα και δεν θα ήθελα ποτέ να αφήσω έστω κι ένα παιδί να περάσει αυτά που πέρασα εγώ. Και ξεκίνησα να πάω σε ειδικούς. Πήγα σε ψυχολόγο, πήγα σε ψυχίατρο και πήγα και σε… Τώρα πώς να σου πω; Που κάνουμε τις εξετάσεις να βρούμε τι, μήπως υπάρχει κάτι και επηρεάσει. Όλοι μου είπαν με μια φωνή ότι: «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», ότι: «Η μαμά σου, δεν ήταν αρρώστια κληρονομικότητας», με το ιστορικό που πήγα, κι ότι: «Τα προβλήματα θα υπάρχουν». Υπήρχαν, θα υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο, όχι μόνο σε μένα. Αυτό.
Ανέφερες νωρίτερα, μέχρι πριν δεκαπέντε χρόνια, αν δεν κάνω λάθος…
Ναι.
…που ήταν στην κλινική η μαμά σου.
Ναι.
Τι συνέβη μετά; Βγήκε από την κλινική;
[00:30:00]Βγήκε από την κλινική, επειδή αυτή η κλινική που ήταν, ήταν πολύ μακριά και πηγαίναμε μια φορά την εβδομάδα, όπως είπα. Πήγαινα κάθε Σάββατο κι έμενα εκεί και έφευγα την Κυριακή. Μετά ήρθε πολύ κοντά, το είπα, και είχα αγοράσει μηχανάκι για να την πηγαίνω το φαγητό. Αυτό για μένα ήταν… λύτρωση; Ήταν ότι ήθελα να είμαι συνέχεια με τη μάνα μου; Δεν ξέρω τι ήταν.
Πόσο χρονών ήσουν όταν έφυγε η μαμά σου από τη ζωή;
Όταν έφυγε η μαμά μου από τη ζωή, ήμουνα… Κοίταξε, είμαι το ’58 γεννημένη, θα ήμουνα 43-44 περίπου.
Τι θυμάσαι από εκείνη την ημέρα;
Που έφυγε η μάνα μου; Εκείνη την ημέρα έφυγε ο κόσμος. Εκείνη την ημέρα νόμιζα ότι ήμουνα στο φως και έπεσα σ’ ένα σκοτάδι. Ότι έστω κι αυτό που πήγαινα ήταν κάτι. Όταν τελείωσε, αφού έγινε όλο το μυστήριο και τελείωσε και πήγαμε και έγινε η ταφή, το μόνο που είπα: «Έφυγε ένα κομμάτι από μένα και μπήκε εδώ μέσα». Αυτό αισθάνθηκα κι όταν πέθανε ο μπαμπάς μου. Ήταν δυο πρόσωπα που δεν τα ζήσαμε. Ο ένας γιατί έπρεπε να δουλεύει κι ο άλλος γιατί ήταν άρρωστος. Ήταν δυο κομμάτια που… που με στοίχισαν εμένα προσωπικά. Με στοίχισαν πάρα πολύ.
Πώς προχώρησες μετά από αυτό;
Προχώρησα γιατί έπρεπε να προχωρήσω, επειδή είχα οικογένεια. Αλλά ποτέ δεν ξεχνούσα. Πάντα σκέφτομαι και σκεφτόμουν αυτά που με λέγαν. Προσπαθώ να τα πω στα παιδιά μου, ίσως τώρα να μην ακούν, αλλά κάποια στιγμή θα σκεφτούν. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, το κάνω όμως. Κι εκείνο που δεν είπα πριν, που το ξέχασα, στα 15 χρόνια όπως… στα 15 χρόνια… Όχι 15. Εγώ ήμουν 8 χρονών, 9, 9 χρονών, η μαμά μου έμεινε έγκυος για τέταρτη φορά. Παρόλο που πήρε πολλά φάρμακα, παρόλο που είχε νοσηλευτεί, παρ’ όλα αυτά οι γιατροί την είπαν το παιδί να το κρατήσει, γιατί ήταν υγιέστατο. Έπρεπε να το κάνει. Μήπως και άλλαζε, ας πούμε, και η ζωή της. Τέλος πάντων, το κάνει κι αυτό το παιδί. Μόλις γεννήθηκε η αδερφή μου, την επόμενη μέρα που φέραν το μωρό στο σπίτι, την άλλη μέρα την πήραν στο ψυχιατρείο πάλι. Γιατί πηδάει απ’ το παράθυρο, κλειδώνει το μωρό μέσα και φεύγει. Εγώ ήμουν στο σχολείο, ο αδερφός μου στο σχολείο κι ο μικρός στο σχολείο. Και όταν γυρίσαμε, βρήκαμε ένα μωρό, που το είχε σε μία κλούβα, ξύλινη κλούβα, είχε μια κουβέρτα μέσα κι από πάνω είχε το μωρό. Και το έκλεισε μέσα κι έφυγε. Μέσα σε τρεις μέρες ήρθε η Πρόνοια και το πήρε. Άλλη τραυματική εμπειρία! Και την ψάχνω και ψάχνω ακόμα και σήμερα, ψάχναμε και τα τρία τ’ αδέρφια και ποτέ δεν τη βρήκαμε. Ούτε ξέρουμε αν ζει, ούτε πού είναι, ούτε τι κάνει. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να μας πει, γιατί είχε ορκιστεί στο δικαστήριο. Όταν παντρεύτηκε κι ο μικρός μου αδερφός, μόλις βγήκε απ’ την εκκλησία, γυρίζει στον ουρανό και λέει: «Θεέ μου, είμαι έτοιμος να παραδώσω ψυχή στον Θεό». Φοβόταν, γιατί ήταν κοντά στην ηλικία με τον μικρό τον αδερφό μου, να μην μπλέξουν και… Και τον βγήκε έτσι αυθόρμητα. Γι’ αυτό λέω ότι οι γονείς μου είχαν ήθος, σεβασμό και αξιοπρέπεια, παρόλο που ήταν δύσκολη η ζωή τους.
[00:35:00]Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι;
Να προσθέσω κάτι ως προς τι; Να πω, ας πούμε, τη μετέπειτα ζωή, που παντρευτήκαμε και οι τρεις; Και τα τρία τ’ αδέρφια. Που κάναμε οικογένειες; Ώσπου ήρθε το τελειωτικό χτύπημα απ’ τον μεγάλο μου αδερφό, γιατί χάθηκε κι εκείνος μετά; Ήταν η ζωή μας, όπως λέω, ένα παγόβουνο που μας ακολουθάει μέχρι και σήμερα. Λιώνουν τα νερά και μας πνίγει. Δεν είμαστε οι μοναδικοί, αλλά συμβαίνει όμως. Κι αυτός που τα περνάει, αυτός τα ξέρει καλύτερα.
Απ’ όσα μοιράστηκες μαζί μου, τι σου έχει μείνει; Απ’ όλα όσα ανέφερες σ’ αυτή την όμορφη συζήτηση.
Τι μου έχει μείνει;
Τι είναι αυτό που κρατάς για το μέλλον;
Που κρατάω για το μέλλον; Για το μέλλον κρατάω ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ο ένας δίπλα στον άλλον, ότι δεν υπάρχει το εγώ, είναι το εμείς, ότι η ζωή είναι αυτή, με τα καλά και τα κακά, που μπορεί να συμβεί στον καθέναν. Δεν είμαι η μοναδική, δεν θα ’μαι η μοναδική και δεν θα τελειώσει εκεί. Ώσπου υπάρχει ζωή, υπάρχει αρρώστια, υπάρχει Γολγοθάς. Αυτό. Και μακάρι να μην το περάσει κανένας, αλλά δυστυχώς όμως ακούμε καθημερινά ένα σωρό τραγικά πράγματα. Αλλά ο καθένας ξέρει τα δικά του.
Θέλω να σ’ ευχαριστήσω πάρα πολύ…
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ.
…για όσα μοιράστηκες μαζί μου, που άνοιξες την καρδιά σου, μοιράστηκες την ιστορία σου. Μόνο πλουσιότερη φεύγω απ’ αυτή τη συνάντηση. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Πηνελόπη Κομνηνού μιλά, γεμάτη δέος και θαυμασμό, για την ψυχικά άρρωστη μαμά της. Περιγράφει την τραγική πατρική φιγούρα, η οποία λειτούργησε ως ασπίδα για τα τρία παιδιά της οικογένειας, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια. Οι ριζικές αλλαγές στην καθημερινότητα, η νοσηλεία της μητέρας και ο κοινωνικός αποκλεισμός σηματοδοτούν τη χαμένη παιδικότητα. Μοιράζεται μαζί μας την ημέρα του αποχωρισμού και την πρώτη συνάντηση με τη μητέρα της στην κλινική, τότε που είδε μπροστά της «την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου», όπως λέει. Τότε που προσπαθούσε να νιώσει ότι ανήκει κάπου, κρατώντας τη μυρωδιά από το μαξιλάρι της μαμάς της. Παράλληλα, βίωσε εκμετάλλευση και κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον. Κατά την αφήγηση των όσων έζησε τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα, κάνοντας ξεκάθαρο πως όσα χρόνια κι αν περάσουν το παιδί θα θυμάται πάντα αυτό που το πλήγωσε. Ο θάνατος της μητέρας της αποτελεί σταθμό στη ζωή της, κάνοντάς τη να θέλει να βελτιώνεται συνεχώς και να προσφέρει απλόχερα βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται. Τη μητρότητα δεν τη φοβήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, ήταν έτοιμη να προσφέρει όσα στερήθηκε, καλύπτοντας έτσι και τα δικά της κενά. Ένας άνθρωπος δυνατός και αισιόδοξος, ο οποίος κοιτά τη ζωή στα μάτια και πηγαίνει μπροστά, ψάχνοντας μέχρι και σήμερα τη χαμένη της αδερφή.
Αφηγητές/τριες
Πηνελόπη Κομνηνού "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Ευανθία Μπατάλα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2021
Διάρκεια
37'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Πηνελόπη Κομνηνού μιλά, γεμάτη δέος και θαυμασμό, για την ψυχικά άρρωστη μαμά της. Περιγράφει την τραγική πατρική φιγούρα, η οποία λειτούργησε ως ασπίδα για τα τρία παιδιά της οικογένειας, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια. Οι ριζικές αλλαγές στην καθημερινότητα, η νοσηλεία της μητέρας και ο κοινωνικός αποκλεισμός σηματοδοτούν τη χαμένη παιδικότητα. Μοιράζεται μαζί μας την ημέρα του αποχωρισμού και την πρώτη συνάντηση με τη μητέρα της στην κλινική, τότε που είδε μπροστά της «την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου», όπως λέει. Τότε που προσπαθούσε να νιώσει ότι ανήκει κάπου, κρατώντας τη μυρωδιά από το μαξιλάρι της μαμάς της. Παράλληλα, βίωσε εκμετάλλευση και κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον. Κατά την αφήγηση των όσων έζησε τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα, κάνοντας ξεκάθαρο πως όσα χρόνια κι αν περάσουν το παιδί θα θυμάται πάντα αυτό που το πλήγωσε. Ο θάνατος της μητέρας της αποτελεί σταθμό στη ζωή της, κάνοντάς τη να θέλει να βελτιώνεται συνεχώς και να προσφέρει απλόχερα βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται. Τη μητρότητα δεν τη φοβήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, ήταν έτοιμη να προσφέρει όσα στερήθηκε, καλύπτοντας έτσι και τα δικά της κενά. Ένας άνθρωπος δυνατός και αισιόδοξος, ο οποίος κοιτά τη ζωή στα μάτια και πηγαίνει μπροστά, ψάχνοντας μέχρι και σήμερα τη χαμένη της αδερφή.
Αφηγητές/τριες
Πηνελόπη Κομνηνού "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Ευανθία Μπατάλα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2021
Διάρκεια
37'