Απόσταξη τσίπουρου στο Πήλιο: Η συνταγή της θείας μου της Κρυσταλλιώς
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια και η πρώτη επαφή με τη γεωπονία
00:00:00 - 00:16:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας; Αθανάσιος Ρούμπος. Γεννήθηκα στο Βόλο Οκτώβριο του 1949, όπου έζησα μέχρι το 1967. Αυτό το έτο…ο λένε το εμβολίασμα οι Πηλιορείτες; Οι Πηλιορείτες δεν λεν' «εμβολιάζω», «θηλιάζω». Και τα εμβολιασμένα δέντρα, λεν «τα θηλιάσματα». Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ενασχόληση με την απόσταξη του τσίπουρου - 48 ώρες απόσταξη στο χωριό
00:16:06 - 00:49:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Ωραία και… Ασχολήθηκες, λοιπόν, με τη γεωπονία, ασχολήθηκες και με το αμπέλι. Στο τσίπουρο πώς έφτασες; Και γιατί, εφόσον ασχολήθη…αλά αυτή την τεχνική, έχω βοηθήσει κόσμο. Μάλιστα, έχουν… Εδώ, στην Ορμύλια, πούλησα δύο άδειες. Βγάλαμε μέχρι και από κεράσι και από λωτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Εργαλεία
Αγροτικά σκεύη, αλετράκια και εργαλεία από ...
Ενότητα 3
Τα χρόνια ως γεωπόνος και εκπαιδευτικός
00:49:09 - 00:56:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Επίσης, με αφορμή το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές πάσχουν από πρόωρη τύφλωση γιατί καταναλώνουν τσίπουρο όχι σωστά αποσταγμένο, με ποσότητ…τη δίνανε. Ο Χατζηπαύλου, ο διευθυντής, βλέποντας την προσφορά μου, μου έδωσε εκπαιδευτική άδεια, πήγα στην Αγγλία και πήρα το διδακτορικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Η ανατομία των καζανιών απόσταξης. Προέλευση της συνταγής και του επιθέτου του αφηγητή
00:56:45 - 01:10:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σχετικά με το τσίπουρο – εγώ ξαναγυρνάω. Ήταν πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που μου λες, εγώ ξαναγυρνάω στο τσίπουρο… Ας πάμε λίγο στο θέμα… Τ…νούσαν την απόσταξη και το κόβανε σε ένα σημείο, έτσι ώστε να μείνει το σύνολο στο 40%. Που σημαίνει ότι όλη η μεθυλική αλκοόλη ήτανε μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τραγούδια του χωριού και η επεξεργασία και ιστορία του σύκου
01:10:42 - 01:27:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σχετικά με όλα αυτά που μου είπες, κύριε Θανάση, έχεις κάτι να προσθέσεις, το οποίο δεν είπαμε ή το οποίο θα ήθελες να μου πεις τώρα; Ήθελ…σω να τα γράψω. Αλλά πέραν τούτου, ελπίζω κάπου να φανούν χρήσιμα. Και εύχομαι και σε σας, πολύ πιο πετυχημένες συνεντεύξεις! Να ‘στε καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Ό,τι απέμεινε από ένα συ ...
Ερείπια - στηρίγματα πρώην συκοκρέβατου πά ...
[00:00:00]
Καλημέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας;
Αθανάσιος Ρούμπος. Γεννήθηκα στο Βόλο Οκτώβριο του 1949, όπου έζησα μέχρι το 1967. Αυτό το έτος πέρασα στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στη Γεωπονική σχολή και από τότε μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα… Θεσσαλονίκη ή οπουδήποτε αλλού βρισκόμουν και στο Πήλιο
Εγώ είμαι ο Γιάννης Γκουμάκης. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Σήμερα είναι 4 Νοεμβρίου το 2021 και βρισκόμαστε στην οικία του κυρίου Θανάση Ρούμπου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος θα μας μιλήσει για πολλά πράγματα και κυρίως για την απόσταξη στο τσίπουρο στο Πήλιο. Κύριε Θανάση, πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς. Πώς ήταν η παιδική σας ηλικία, πώς περάσατε εκείνα τα χρόνια, ας πούμε;
Όπως σας είπα, γεννήθηκα στο Βόλο. Έζησα μία πολύ έντονη παιδική ζωή. Έντονα κοινωνικά. Πήρα πολλή αγάπη. Είχαμε καταπληκτικές σχέσεις με τους συγγενείς, με τους φίλους. Παιχνίδια ατελείωτα, στιγμές ευτυχίας, μέχρι και το 1965 οπότε… πέθανε ο πατέρας μου και στη συνέχεια από εκεί και μετά έγινε μία στροφή στη ζωή μου 180 μοιρών, διότι θα έπρεπε ως το μόνο αρσενικό στην οικογένεια, να δουλέψω και να βοηθήσω την επιβίωση, θα έλεγα, κάτω από δύσκολες συνθήκες, της οικογένειας τότε. Ωστόσο, το 1967 κι ενώ δεν περίμενε κανείς, έδωσα εξετάσεις, πέρασα στο Πανεπιστήμιο και με όλη τη φτώχια και τις δυσκολίες, ήρθα στη Θεσσαλονίκη και μπόρεσα και σπούδασα. Και μάλιστα με επιτυχία.
Τα παιχνίδια που παίζατε όταν ήσασταν μικρός, θυμάστε να μου αναφέρετε κανένα;
Είναι τόσα πολλά που θα σας αναφέρω μερικά. Πρώτα από όλα παίζαμε το «σαράντα μουλάρια καρκατζέλια, πόσα ξύλα στο βουνό» ή αλλιώς, όπως το λέτε τώρα, «μακριά γαϊδούρα» Παίζαμε κρυφτοντενεκιέ. παίζαμε γουρνάκια. Παίζαμε λεφτά. Είχε δύο παιχνίδια, το πατητό και το γαλλικό. Παίζαμε γουρνάκια… Δημιουργούσαμε δικά μας παιχνίδια. Ας πούμε, παίρναμε ρόδα από ποδήλατο και ένα γάντζο, κάναμε τα λεγόμενα «κουρκούλια». Κάναμε πατίνια, κάναμε αερόστατα… Για να πω την αλήθεια, λαχταρώ να κάνω ένα αερόστατο τώρα και να το σηκώσω, γιατί τότε απαγορεύονταν. Παρόλα αυτά, για την περίοδο του Πάσχα, όλος ο Βόλος γέμιζε αερόστατα. Και ήτανε δύο ειδών αερόστατα. Ήταν αυτά που σηκώναμε με καπνό μόνο και ήταν κι αυτά που σηκώναμε με στουπί, με φωτιά. Το τι γινότανε τότε… Υπόψιν, ότι όταν ανυψώνονταν ένα αερόστατο, τρέχαν οι διάφορες ομάδες –συμμορίες σε εισαγωγικά, με την καλή την έννοια– και όποιος το έπαιρνε το έκανε δικό του. Και θυμάμαι μία φορά ένα αερόστατο που σήκωσα μαζί με τον αδερφικό μου φίλο, το Λευτέρη τον Κρατίδη… έπεσε ακριβώς στη γέφυρα του Μουρτζούκου. Οπότε ερχόταν μία παρέα από το Βόλο, μία από τι Νέα Ιωνία και στον καβγά ποιος θα το πάρει, έπεσε ξύλο. Το αερόστατο σκίστηκε κι έτσι μείναμε να απολαύσουμε, εγώ και ο Κρατίδης, τον αγώνα πάλης που γινόταν μεταξύ των ομάδων. Πάρα πολλά άλλα παιχνίδια.
Πες μου την ιστορία εκείνη, που μου είπες, σχετικά με το αερόστατο που κυνηγούσε εκείνος ο αστυνόμος.
Α… Όπως είπα, τα αερόστατα τα κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί ήταν πραγματικός κίνδυνος πυρκαγιάς. Για παράδειγμα, ένα αερόστατο που σηκώσαμε εμείς έπεσε μέσα στο εργοστάσιο του οινοπνεύματος στο Καπακλί. Αλλά συνέβη το εξής. Σηκώσαμε ένα αερόστατο κι εκεί στη γειτονιά μας, στην οδό Χείρωνος με Στρατηγού Μακρυγιάννη εκεί κοντά, είχε γίνει η πρώτη οικοδομή, η οποία είχε οροφή από μπετόν, πλάκα δηλαδή, με εξωτερική σκάλα. Σηκώσαμε εμείς το αερόστατο με στουπί. Αυτό, όπως έπεφτε, κάθισε σιγά - σιγά στην άκρη της πλάκας, της ταράτσας, και το στουπί δούλευε. Ο χωροφύλακας ο οποίος τότε κυνηγούσε, το είδε, το εντόπισε, έφτασε κοντά στο αερόστατο –εμείς κρυφτήκαμε– και έτρεξε από τη σκάλα να ανέβει να το σκίσει. Μόλις όμως ανέβηκε πάνω στην ταράτσα, το αερόστατο είχε ζεσταθεί με το στουπί κι άρχισε να σηκώνεται! Οπότε με τη φόρα που πήρε, να το πιάσει να το σκίσει, βρέθηκε κάτω από την πλάκα. Ήταν κάτι το οποίο ήταν σοκαριστικό και ήταν κάτι που μας έκανε να αισθανθούμε πάρα πολύ άσχημα, γιατί να δεις ένα υπηρεσιακό παράγοντα άσχημα χτυπημένο… Και από τότε σταματήσαμε. Δεν ξανακάναμε Επίσης κάναμε και το άλλο. Σηκώναμε χαρταετούς και από την ουρά κάτω κρεμούσαμε ένα φαναράκι της Αναστάσεως. Και όταν είχε σταθερό αέρα, ο αετός κάθονταν ακίνητος και το φαναράκι από κάτω φώτιζε. Και ο αστυνόμος από κάτω ή οι αστυνομικοί νόμιζαν ότι ήταν αερόστατο και περιμένανε να πέσει και δεν έπεφτε ποτέ. Λοιπόν. Αυτά ήτανε, τώρα, ιστορίες της εποχής… Πάρα πολλά τέτοια περιστατικά. Ήμασταν ζωηρά παιδιά, δεν ήμασταν… Και βέβαια, σε αντίθεση με τα παιδιά τώρα που κάθονται μέσα και τα βγάζουν οι γονείς έξω, εμάς τότε δεν μπορούσαν να μας βάλουνε μέσα γιατί βρισκόμασταν συνέχεια έξω με χίλιες δυο δραστηριότητες.
Μάλιστα! Σχολείο πού πήγατε;
Σχολείο τέλειωσα το 13ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου. Ξεκίνησα το δημοτικό το 1955. Το κτίριο ακόμη δεν ήταν έτοιμο. Κάναμε τα πρώτα μαθήματα μέσα σε αντίσκηνα μεγάλα. Μετά μπήκαμε σε αίθουσα. Τελειώνοντας το 13ο Δημοτικό σχολείο, στο 2ο Γυμνάσιο Βόλου και στη συνέχεια το 2ο Λύκειο Βόλου, το οποίο είχε τότε γυμνασιάρχη και λυκειάρχη τον κύριο Οικονομίδη Δημήτριο, τον περιβόητο «Μητσάρα». Τον οποίο φροντίσαμε όλοι οι απόφοιτοι να του γίνει προτομή στο Βόλο. Ήταν ένας καταπληκτικός λυκειάρχης. Πολύ οργανωτικός. Και βέβαια, από όλες τις τάξεις που βγαίνανε, σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι περνούσαν στο Πανεπιστήμιο. Είχαμε άριστους καθηγητές-παιδαγωγούς. Δεν θα ξεχάσω… Εγώ τελείωσα κλασικό τμήμα. Αν και έδωσα πρακτική κατεύθυνση, τέλειωσα κλασικό τμήμα. Αλλά δεν θα ξεχάσω τους φιλολόγους που είχαμε: Παπαναγιώτου, Παπαθωμαΐδης, Παπαγεωργίου, Βουλγαρίδης, Παπαθανασίου –λυκειάρχης. Οι οποίοι μας ενέπνεαν, ειλικρινά. Και θυμάμαι, ένας από αυτούς όταν μας ανέλυε το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, δάκρυζε. Έκλαιγε… και κάποιος γέλασε. Δεν τον πείραξε, αλλά έκανε την παρατήρηση: «Παιδιά μου, τα συναισθήματα δεν δημιουργούνται κατά παραγγελία…». Ήταν άριστοι, άριστοι παιδαγωγοί. Και παρ’ όλο που τελείωσα κλασικό, είχαμε και πάρα πολύ καλούς μαθηματικούς. Ο μαθηματικός που είχαμε χρόνια, ήταν ο κύριος Αβραμίδης. Καταπληκτικός άνθρωπος, πολύ αγαπητός στα παιδιά, με αίσθηση χιούμορ αλλά και με επιβολή. Για αυτό και ενώ τελειώσαμε κλασικό, ξέραμε από ορίζουσες, ξέραμε από λογαρίθμους, ξέραμε από παραγώγους, ξέραμε από ολοκληρώματα. Και δεν είναι τυχαίο ότι από το κλασικό τότε τμήμα, δύο άτομα, εγώ προσωπικά και ο Μιχάλης ο Φολίνας, δώσαμε στη θετική κατεύθυνση. Και εγώ μεν πέρασα τέταρτος στη γεωπονία, ο Μιχάλης πέρασε ένατος στην ιατρική. Αλλά εδώ πρέπει να κάνω και μία άλλη παρατήρηση, ότι… Εκείνα τα χρόνια η γεωπονία ήταν στον πολυτεχνικό κύκλο. Διότι, ο παλιός πρωθυπουργός Καραμανλής, είχε πει τότε ότι: «Θέλω να επιφέρω αγροτική ανάπτυξη στην Ελλάδα και για αυτό θέλω να στρατολογήσω ικανούς ανθρώπους». Γι’ αυτό το λόγο ενέταξε τη γεωπονική σχολή στον πολυτεχνικό κύκλο. Έτσι λοιπόν, εγώ, όταν πέρασα τέταρτος στη γεωπονία, ισοβαθμούσα με κάτι αντίστοιχους στο Πολυτεχνείο. Χημικούς μηχανικούς, γεωλόγους και τέτοια. Και βέβαια, ο γεωπονικός κλάδος τότε προσέφερε πάρα πολλά. Δηλαδή δημιουργήθηκε ο οργανισμός ζάχαρης, βάμβακος, καπνού, το ένα-το άλλο, όλα, και υπήρξε μία ραγδαία εξέλιξη στην αγροτική ανάπτυξης.
Εσύ όταν ήσουν μικρός, ήθελες να γίνεις γεωπόνος; Τι ήθελες να γίνεις σαν παιδί;
Τα επαγγέλματα που ήθελα να γίνω ήτανε καπετάνιος, ήτανε πιλότος και γεωπόνος. Αν και στα πρώτα χρόνια, πήγαινα στην «Παντίνα». Ο Βόλος είχε μία Σχολή Μαθητευομένων Μουσικών,[00:10:00] την είχε ιδρύσει ο δήμος και πηγαίναμε πάρα πολλά παιδιά. Μάλιστα, υπάρχει και μία φωτογραφία μπροστά στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος στην παραλία. Πρέπει να ήμασταν περίπου εξήντα παιδιά. Ήταν σχολή μαθητευομένων μουσικών και έβγαζε στελέχη τα οποία θα αναπλήρωναν την μεγάλη Φιλαρμονική του Βόλου. Ο Βόλος τότε είχε δύο φιλαρμονικές. Ήτανε η Φιλαρμονική του Δήμου που μαέστρος ήταν ο Κάλβος. Και ήτανε και η Φιλαρμονική της Κασσαβέτειας, των φυλακών, όπου μαέστρος ήτανε ο γιος του Κάλβου, ο Σπύρος. Ένα άτομο… τρομερός μουσικός. Ζούσε στο δικό του κόσμο. Πολλές, έτσι, ιστορίες με ευχάριστη ατμόσφαιρα, θα έλεγα. Και ήτανε και η Σχολή Μαθητευομένων Μουσικών. Εγώ πήγα εκεί, άρχισα να μαθαίνω κλαρίνο. Μάλιστα, κάποτε, όταν γίναν εξετάσεις, δώσαμε εξετάσεις στο Βόλο και αρίστευσα. Κι έχω τη φωτογραφία που ο τότε δήμαρχος, ο κύριος Κονταράτος, μου απονέμει την προτομή του Σούμπερτ και το αριστείο. Αυτά μπορώ να σας τα δείξω και να σας τα φωτογραφίσω. Μάλλον, να σας δείξω και να τα φωτογραφίσετε. Και είχε γίνει και ένα σχετικό δημοσίευμα στις τοπικές εφημερίδες. Μάλιστα, μας πρότειναν να πάρουμε μία υποτροφία για να σπουδάσουμε μουσική. Καλή η πρόταση αυτή. Ήταν ένα όνειρο. Είχα αρχίσει να μαθαίνω και ιταλικά τότε, γιατί η ιταλική γλώσσα είναι η γλώσσα των μουσικών. Αλλά ο πατέρας μου ήτανε τσαγκάρης –συγγνώμη, υποδηματοποιός–, τα οικονομικά δεν έφταναν κι έτσι παρέμεινα στη γεωπονία.
Άρα είχες περισσότερο μία εμπειρία μέσα… Αν και είχες, βασικά, εμπειρία με τη μουσική, η οικογενειακή σου, να το πω έτσι, εμπειρία ήταν περισσότερο στα αγροτικά; Λάθος κάνω;
Δεν είχα αγροτική εμπειρία. Απλώς, ο πατέρας μου και η μητέρα μου μου ενέπνευσαν αυτή την αγάπη. Η μητέρα μου είχε καταπληκτικό λουλουδόκηπο. Με τον παππού μου, τον βοηθούσα –τότε δεν υπήρχε ύδρευση στο Βόλο… τουλούμπα– και βάζαμε τα χωνιά της σόμπας, τα μπουριά που λένε εδώ. Και τουλουμπάριζα εγώ για να ποτίζω τον κήπο, μικρός, με τις ώρες βέβαια. Ο δε πατέρας μου, είχε αδυναμία στο αμπέλι. Βέβαια ο πατέρας μου, γεννημένος και μεγαλωμένος μέχρι τα δώδεκά του χρόνια στην Πρόπαν… Η Πρόπαν ήτανε ένα χωριό όπου η αμπελοκαλλιέργεια και η καλλιέργεια της συκιάς ήτανε οι επικρατούσες καλλιέργειες. Επειδή ήτανε ναυτικοί οι περισσότεροι και ευκατάστατοι, τα ελαιοπερίβολα τους ήταν αγορασμένα στην περιοχή της Κορόπης, της Μπούφας και των Μηλεών. Αλλά στην Πρόπαν υπήρχε εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια, πολλές τοπικές ποικιλίες αμπέλου –από τις οποίες έχω εντοπίσει αρκετές– και πολλά καζάνια που βράζανε τσίπουρο. Και μάλιστα, το χειμώνα που χιόνιζε και δεν είχανε δουλειά να κάνουν, όλοι ασχολούνταν με απόσταξη.
Δηλαδή, ήταν ένα χωριό η Πρόπαν… Είναι ένα χωριό ακόμα, βασικά, η Πρόπαν. Πού είναι κοντά;
Η Πρόπαν απέχει τριάντα οχτώ χιλιόμετρα από το Βόλο. Οδικά μπορεί να πάει κανείς από δύο δρόμους. Ο ένας είναι μέσω Μηλεών. Καλά Νερά, κατόπιν Μηλιές, Χορεύτρα – Καλαμάκι, δύο χιλιόμετρα. Ο άλλος είναι μέσω Νεοχωρίου. Δηλαδή από τα Καλά Νερά συνεχίζουμε Κορόπη –Μπούφα που λέμε–, περνάμε… αφήνουμε την Άφησσο, αφήνουμε τους Αφέτες –ή Νιάο, όπως τη λέμε οι περισσότεροι– περνάμε Νεοχώρι και καταλήγουμε στο Πήλιο. Η δεύτερη διαδρομή είναι εφτά χιλιόμετρα μεγαλύτερη, αλλά είναι πιο άνετη. Δεν έχει τις κλειστές στροφές που έχει η διαδρομή μέσω Μηλεών.
Ωραία. Στην Πρόπαν, λοιπόν, έμαθε ο πατέρας σου… την αμπελουργία, να το πω έτσι. Εσύ;
Την αγάπη για το αμπέλι.
Την αγάπη. Εσύ; Πες μου την πρώτη, ας πούμε, εμπειρία σου με το αμπέλι και που σ’ έκανε μετά να σκεφτείς να βράσεις τσίπουρο, να κάνεις δικό σου.
Λοιπόν, την εμπειρία αυτή, όπως είπα… την αγάπη μάλλον, αυτή μου τη μετέδωσε ο πατέρας μου, διότι στο πατρικό σπίτι είχε κάνει μία, θα λέγαμε, κατακόρυφη κληματαριά. Δηλαδή είχε κάνει ένα πλέγμα από καδρόνια και είχε κάνει… είχε αναπτύξει κλήματα… –πώς είναι η παλμέτα, ας πούμε– σε διαφορετικούς ορόφους και ήταν κάτι το οποίο φροντίζαμε μαζί. Μου δίδαξε, δηλαδή, πώς να το κλαδεύω, πώς να το θειαφίζω, πώς να το ξεφυλλίζω, πώς να ξεβλασταρίζω. Επίσης, έχω μία φωτογραφία… Μου δίδαξε τους εμβολιασμούς. Σε ηλικία τεσσάρων χρόνων είχα κάνει τον πρώτο εμβολιασμό σε ένα δενδρύλλιο αχλαδιάς και ήταν επιτυχής. Και εδώ, αυτό μου δίδαξε κάτι. Ότι μία πρώτη επιτυχία σού δίνει το κουράγιο μετά να αντιμετωπίσεις πολλές αποτυχίες, αλλά να επιμείνεις και να καταφέρεις το σκοπό σου. Ενώ αν μία πρώτη αποτυχία σε απογοητεύει, δεν αγαπάς τόσο το αντικείμενο και αποθαρρύνεσαι. Το παρατάς τις περισσότερες φορές. Έτσι λοιπόν έφτασα αυτή τη στιγμή, και τώρα σε αυτή την ηλικία, να δουλεύω σαν εμβολιαστής, βοηθώντας κόσμο, έτσι αφιλοκερδώς πάντα.
Πώς το λένε το εμβολίασμα οι Πηλιορείτες;
Οι Πηλιορείτες δεν λεν' «εμβολιάζω», «θηλιάζω». Και τα εμβολιασμένα δέντρα, λεν «τα θηλιάσματα». Ναι.
Μάλιστα. Ωραία και… Ασχολήθηκες, λοιπόν, με τη γεωπονία, ασχολήθηκες και με το αμπέλι. Στο τσίπουρο πώς έφτασες; Και γιατί, εφόσον ασχολήθηκες με το αμπέλι, επέλεξες την απόσταξη, ας πούμε, στο τσίπουρο και όχι το κρασί, που είναι και το πιο σύνηθες;
Καταρχήν να πω ότι είχα βγάλει… είχα βγάλει μία άδεια εγκατάστασης αμπέλου. Όταν απέκτησα γη, δηλαδή, στο Καλαμάκι, έβγαλα άδεια αμπέλου και εγκατέστησα το πρώτο αμπέλι. Εμπειρία με το τσίπουρο δεν είχα, συνέβη όμως… Ένας γνωστός μου μου πρότεινε να αγοράσω μία άδεια από κάποιον Βαβάτσιγκο στα Κανάλια, ο οποίος είχε συγχωρεθεί. Άφησε περιουσία… την κινητή περιουσία τού σπιτιού στον ίδιο και μου λέει: «Είναι και μία άδεια με το καζάνι, θέλεις να την πάρεις;» Την αγόρασα. Και η θεία μου, η αδερφή του πατέρα μου στο χωριό, η οποία με είχε σαν γιο της, ήταν, θα έλεγα, πολύ έμπειρη στην απόσταξη και με μύησε στα μυστικά. Οπότε, έχοντας τον αποστακτήρα… Εγώ, ο ίδιος, δεν τον χρησιμοποιούσα, τον χρησιμοποιούσαν άλλοι στο χωριό. Δηλαδή, βγάζαν άδεια και χρησιμοποιούσαν τον αποστακτήρα το δικό μου. Αλλά μαζί με τη θεία μου, μου ‘μαθε τα μυστικά τα οποία περιγράφονται στη συνέχεια – τον τρόπο της απόσταξης. Θα σας τα αποκαλύψω με τον τίτλο «Η συνταγή της θειας μου, της Κρυσταλλιώς».
Καλός τίτλος και για τη συνέντευξη! Ωραία. Κύριε Θανάση, πότε δηλαδή το πήρες αυτό το καζάνι κι αυτή την άδεια; Θυμάσαι την εποχή;
Αυτό το καζάνι πρέπει να ήταν δεκαετία του ’70, αλλά επειδή πήρα… Αγόρασα ακόμη μία άδεια και σε άλλη μία έκανα μία ζαβολιά, την οποία θα σας την πω μετά που θα μιλήσουμε για τον τρόπο των αδειών. Ήταν στη δεκαετία του ’70. Εκεί. Αλλά είναι εύκολο αυτό να το βρούμε, διότι στο τελωνείο σήμερα υπάρχουν όλες οι άδειες από τότε που βγήκε νόμος να βγουν άδειες για τους άβακες και μπορούμε να δούμε πότε την πήρα εγώ, ποτέ τη μεταβίβασα, όλα αυτά τα σχετικά στοιχεία.
Ωραία. Άρα, πότε ήταν η πρώτη απόσταξη; Πότε την κάνατε;
Η πρώτη απόσταξη ήταν εκεί, στη δεκαετία του ‘70. Μάλιστα, μαζεύτηκε σχεδόν όλο το χωριό. Γιατί η απόσταξη είναι μία τελετουργία, δεν είναι απλό θέμα. Εγώ πιστεύω ότι αν γινόταν μία απόσταξη οργανωμένη στην Ελλάδα είτε από Πηλιορείτες, είτε από Κρητικούς, είτε από Μακεδόνες, είτε από Τυρναβίτες… οπουδήποτε. Και Κύπριους, γιατί και εκείνοι έχουν τη ζιβανία τους. Λοιπόν, εάν οργανώνονταν μία καλή απόσταξη και συμμετείχαν οι μεγάλοι αρχηγοί κρατών –ακόμα και η δύστροπη Μέρκελ– θα λύνονταν όλα τα προβλήματα του κόσμου!
Με την οινοποσία; Με την κατάποση του τσίπουρου εννοείς;
Όχι! Κοιτάξτε να δείτε, το τσίπουρο… Καταρχήν, να πούμε κάτι. Το τσίπουρο δεν είναι να το πίνεις, το τσίπουρο είναι να βρέχεις τα χείλη. Γι’ αυτό και σερβίρονταν σε μικρά ρακοπότηρα. Αυτά τα ρακοπότηρα τα λέγανε «ρακοφονιάδες». Ρακοφονιάδες, δηλαδή [00:20:00]ότι μπορούν να γίνουν ο φονιάς αυτουνού που καταναλώνει το τσίπουρο. Το τσίπουρο δεν είναι να το πίνεις. Είναι να βρέχεις τα χείλη και να συζητάς, να κάνεις καλή παρέα. Στην τελετουργία της απόσταξης, ενώνονται όλοι. Μπορεί να γεμίζουν το ρακοπότηρο με το προϊόν που τρέχει, που είναι και πολύ δυνατό, αλλά υπάρχει αγάπη, υπάρχει τραγούδι, υπάρχει μουσική, υπάρχει πείραγμα, υπάρχει η εξιστόρηση. Θα πούνε για τον καθένα τα πιο αστεία περιστατικά της ζωής του. Το ένα, το άλλο, τα πάντα. Και μάλιστα, θα έλεγα ότι είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για κάποιον που ενδιαφέρεται για την ιστορία του χωριού, να συμμετέχει σε μία τέτοια τελετουργία για το λόγο ότι με μία ερώτηση θα προκληθούν πάρα πολλές απαντήσεις και κάθε απάντηση, ας το πούμε, δίνει το έναυσμα για τους άλλους, να πουν και εκείνοι τα δικά τους. Από τη θεία μου, την Κρυσταλλιώ, διδάχτηκα τα δύο είδη αποστάξεων τα οποία γίνονταν στο Πήλιο. Βέβαια, σήμερα συνεχίζεται μόνο το ένα. Το ένα είδος απόσταξης, είναι η απόσταξη που γίνεται με τα χάλκινα καζάνια για την παραγωγή τσίπουρου. Γινόταν όμως και ένα άλλο είδος απόσταξης από τις νοικοκυρές, οι οποίες μαζεύανε τα πέταλα λουλουδιών, κυρίως τριανταφυλλιάς, αγριοτριανταφυλλιάς, γαρδένιας, και κάνανε το ανθόνερο, με το οποίο στη συνέχεια παρασκεύαζαν γλυκίσματα και κυρίως κουραμπιέδες. Ήτανε γλυκίσματα τα οποία ήτανε απερίγραπτης γεύσης, αρώματος… Δηλαδή, όλα τα γευστικά χαρακτηριστικά, τα οργανοληπτικά που λέμε, ήταν απίθανα. Και βέβαια, σήμερα που η γυναίκα έχει μεταφερθεί να ζει σε άλλους κόσμους, ούτε μπορεί να ασχοληθεί με τέτοια πράγματα, ούτε να ασχοληθεί με το νοικοκυριό θα λέγαμε ή την μαγειρική την παραδοσιακή και είναι κρίμα.
Τί περιλαμβάνουν αυτές οι δύο μέθοδοι;
Λοιπόν, σχετικά με την απόσταξη του τσίπουρου, η θεία μου μου δίδαξε, στο δεύτερο βράσιμο που λέγεται «λαμπικάρισμα», τι συστατικά να βάζει και πώς να τα βάζει. Λοιπόν. Τα συστατικά τα οποία έβαζε η θεία μου, ήτανε… το πρώτο το γλυκάνισο. Το γλυκάνισο όμως θα πρέπει να είναι καλής ποιότητας και να προέρχεται από τόπο που καλλιεργήθηκε υπό ξερικές συνθήκες. Ας πούμε, σήμερα στη χώρα μας έχουμε γλυκάνισο από την περιοχή της Βόρειας Εύβοιας και εδώ, της Χαλκιδικής, που είναι εξαιρετικής ποιότητας. Και έχουμε και τούρκικο γλυκάνισο το οποίο είναι σα χορτάρι. Επομένως η ποιότητα του γλυκάνισου παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Σχετικά με το γλυκάνισο, αυτό το οποίο έχει σημασία, είναι ο τρόπος που θα το ενσωματώσουμε. Ας πούμε, ένας ο οποίος είναι λάτρης του γλυκάνισου –γιατί υπάρχουν άλλοι που πίνουνε σκέτο τσίπουρο, χωρίς γλυκάνισο– αλέθει το γλυκάνισο από το προηγούμενο βράδυ, το αφήνει μέσα στο καζάνι αλεσμένο, οπότε γίνεται μία πολύ καλή απορρόφηση του γλυκάνισου –ένας τρόπος είναι αυτός. Και το δεύτερο έχει σημασία να υπολογίσουμε την ποσότητα του γλυκάνισου που βάζουμε μέσα. Η συνταγή της θείας μου ήτανε αν είναι για σένα να βάζεις 6% γλυκάνισο. Δηλαδή, αν έχεις ένα καζάνι χωρητικότητας πενήντα λίτρων, το 6% είναι τρία κιλά, το οποίο έρχεται λίγο-πολύ 2,5 με 2,800 γλυκάνισο. Αν όμως το τσίπουρο το έχεις για να το πουλήσεις, εκεί βάζεις 4% γλυκάνισο για το λόγο ότι σηκώνει νερό. Οπότε πουλάς το τσίπουρο, όχι τόσο δυνατό, με νερό, πράγμα που είναι καλό, γιατί κερδίζει περισσότερο, κατά κάποιο τρόπο, πουλώντας μαζί με το τσίπουρο και νερό. Έτσι λοιπόν… Αυτά με το γλυκάνισο. Τώρα, τα άλλα συστατικά που έβαζε μέσα ήτανε: ένα απλόχερο κριθάρι, ένα απλόχερο καλαμπόκι, ένα καρβελάκι ψωμί ή μισό καρβελάκι, μία χούφτα αλάτι, το γλυκάνισο όπως είπαμε και ήταν και η μαστίχα. Τη μαστίχα την ενσωματώνανε στο τσίπουρο με τρεις τρόπους, διαφορετικούς. Ο ένας τρόπος ήτανε να την βάλουμε μέσα σε ένα τούλι και όπως… Από το ψυγείο, από την άκρη, δηλαδή εκεί που έβγαινε το απόσταγμα, δένανε το τούλι και περνούσε το απόσταγμα μέσα από τη μαστίχα, οπότε έπαιρνε τη γεύση της μαστίχας. Εκεί θέλει λίγη προσοχή η ποσότητα της μαστίχας να μην είναι μεγάλη, για το λόγο ότι η μαστίχα σε μεγαλύτερη συγκέντρωση προκαλεί μία πικρή γεύση. Ο δεύτερος τρόπος ήτανε να βάλουνε μέλι στο καπάκι από το καζάνι ή να το βρέξουνε, να έχουνε τρίψει τη μαστίχα σε σκόνη, να την πετάξουνε στο καπάκι να κολλήσει, οπότε όπως βράζει ο ατμός παίρνει συστατικά της μαστίχας. Και ο τρίτος, ο πιο απλός τρόπος, ήταν να τη ρίξουνε μέσα στο καζάνι μαζί με όλα τα άλλα υλικά.
Αυτά σ' τα ‘δειξε η θεία σου, είπες. Γιατί σ' τα έδειξε εσένα; Και πότε; Όταν έδειξες, ας πούμε, το ενδιαφέρον ότι «θέλω να γίνω γεωπόνος και με ενδιαφέρει η απόσταξη» ή από πιο παλιά;
Όχι, όχι. Όταν εγκατέστησα εγώ το αμπέλι… Ε, η θεια μου, σα Ρούμπενα, είχε και αυτή την αγάπη στο αμπέλι και μου λέει: «Τώρα που πήρες καζάνι… εγώ, εγώ θα σου δείξω!» Τώρα, στο χωρίο υπήρχε πάντα ανταγωνισμός: ποιος θα βγάλει το καλύτερο τσίπουρο. Κι ο καθένας είχε τη δική του συνταγή. Για παράδειγμα, άλλος, προκειμένου… Α, ο στόχος της παραγωγής τσίπουρου στο χωριό, ήταν το τσίπουρο που θα βγει να είναι δυνατό, δηλαδή να είναι 40 με 42% οινόπνευμα, αλλά να μην περιέχει καθόλου μεθυλική αλκοόλη μέσα, ένα, και δεύτερον να είναι γλυκόπιοτο. Και βέβαια, εδώ είναι η τέχνη: πώς θα κάνεις τσίπουρο γλυκόπιοτο, χωρίς μεθυλική αλκοόλη και χωρίς να το αδυνατίσεις. Γιατί; Μπορεί κάποιος να παράγει τσίπουρο με 20% οινόπνευμα, να το πίνεις, να είναι πολύ αψύ και να λες: «Πόσο δυνατό είναι!» ενώ είναι σκέτο νερό, και να πίνεις τσίπουρο με 40 - 42% και να το αισθάνεσαι γλυκόπιοτο. Τώρα, αυτό το πετυχαίνανε με τον εξής τρόπο: στην απόσταξη, επειδή έχουμε παραγωγή μεθυλικής αλκοόλης, το πρώτο απόσταγμα, το πρώτο-πρώτο –εκεί υπάρχει υπολογισμός– το ξεχώριζαν. Δηλαδή για ένα πενηντάρι καζάνι, μόλις άρχιζε η απόσταξη, το πρώτο λίτρο το κρατούσανε. Το λέγανε «πρώτο» και το κρατούσαν για φαρμακευτική χρήση. Τότε το οινόπνευμα ήτανε μονοπώλιο του κράτους. Στα χωριά δύσκολα έφτανε και για φαρμακευτική χρήση, για ενέσεις, για βεντούζες, για εντριβές, χρησιμοποιούσαν το πρώτο. Το οποίο ήταν οινόπνευμα γύρω στο 80 με 90%, όπως καταλαβαίνεις. Πολύ δυνατό. Ύστερα, απολύτως αλκοόλη δεν υπάρχει. Και η πιο, ας πούμε, η πιο καθαρή είναι 98%. Λοιπόν. Επομένως, είχανε ένα τρόπο να βγάζουνε την μεθυλική αλκοόλη. Η μεθυλική αλκοόλη υπολογίζεται. Είναι το 2% του άνυδρου οινοπνεύματος. Δηλαδή, αν έχουμε στο καζάνι πενήντα λίτρα οινοπνεύματος που έχει 60% οινόπνευμα, υπολογίζουμε το 2% και είναι αυτό που αφαιρούμε. Αλλά συνήθως αφαιρούμε περισσότερο. Στη συνέχεια όμως, προς το τέλος, πάλι δεν συνέχιζαν όλη την απόσταξη να πάρουν όλο το οινόπνευμα. Όταν έφταναν στα 18 γράδα, ή στα 20, που σημαίνει 40 με 45% οινόπνευμα, το κόβανε. Συνέχιζαν να το παίρνουν, αλλά αυτό το ξανάβραζαν, το ρίχνανε σε άλλο καζάνι. Έτσι λοιπόν τι κάνανε; Παίρνανε την καρδιά της απόσταξης. Λοιπόν, παίρνοντας την καρδιά της απόσταξης και με αυτά που ενσωμάτωναν μέσα, πετύχαιναν ένα απόσταγμα τσίπουρου το οποίο είχε το άρωμα που θέλανε, είχε τη γεύση που θέλανε και, βέβαια, δεν είχε μεθυλική αλκοόλη, η οποία προκαλεί τύφλωση. Και είναι γεγονός ότι από έρευνες που έγιναν σε περιοχές που καταναλώνουν τσίπουρο, πολλοί που πάσχανε από τη πρόωρη τύφλωση. Και βέβαια, αυτό γίνεται διότι σε πολλά καζαναριά που βράζουνε, για λόγους οικονομικούς, τα βάζουν όλα μέσα. Και το πρώτο… Το πρώτο λέγανε… Την καρδιά [00:30:00]την παίρνανε, αλλά αφήνανε και το «αποράκι», το τελευταίο. Το οποίο το αποράκι έγινε «πουράκι». Και λεν τι είναι τα πουράκια… Αλλά και αυτό, επειδή έπεφτε η θερμοκρασία στην απόσταξη, είχε μεθυλική αλκοόλη μέσα.
Ωραία. Περιγράψτε μου την πρώτη σας απόσταξη
Λοιπόν. Όταν έγινα ιδιοκτήτης του καζανιού ήταν αρκετοί στο χωριό που δεν είχαν άδειες, γιατί πολλές είχαν απενεργοποιηθεί, οι περισσότεροι που είχαν άδειες λείπανε, οπότε βρέθηκε μια άδεια ενεργή. Λοιπόν έγινε συζήτηση στο χωριό και άρχισαν όλοι: «Θανάση, θα βράσουμε; Θανάση, θα βράσουμε;» Και τους έλεγα: «Εξαρτάται από τη θεια μου και το θείο μου» –τον άντρα της. Λοιπόν. Και άρχισε να γίνεται μία έντονη συζήτηση, οπότε άρχισα να μυούμαι κι εγώ τώρα… όχι μόνο να προετοιμάζομαι για την μύηση στην απόσταση αλλά και στην γραφειοκρατική διαδικασία. Διότι για να βράσεις υπάρχουν δύο τρόποι, ο νόμιμος και ο παράνομος. Ακόμη και σήμερα σε κάποια χωριά, όταν χιονίζει και δεν πάει η αστυνομία, άμα ανάψεις σπίρτο πάνω απ΄ το χωριό, θα εκραγούν γιατί βράζουν όλοι παράνομα, έτσι; Οπότε, λοιπόν, η πρώτη δουλειά ήτανε να πάω τότε στο χημείο του κράτους και να βγάλω μία 48ωρη άδεια. Εκεί λοιπόν έμαθα ποια είναι η γραφειοκρατική διαδικασία. Τι θα αποστάξεις… Για κάθε χωριό υπάρχει… υπήρχε τότε αποστακτική περίοδος. Λοιπόν. Και βέβαια, στο χωριό το δικό μας, παλαιότερα που είχαν και πολλούς μεταξοσκώληκες –είχαν το Καματερό όπως λέγανε, την ενασχόληση με τους μεταξοσκώληκες–, είχαν πολλές μουριές. Τα μούρα ούτε φλούδια έχουν ούτε κουκούτσια έχουν. Έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Συλλέγονταν εύκολα γιατί στρώνανε ένα σεντόνι κάτω, τινάζανε κι έπεφτε ο καρπός. Αποτελούσαν μία ιδανική πηγή… Εκτός, μιλάμε τώρα, από το αμπέλι, έτσι; Γιατί η Πρόπαν ήταν αμπελοχωριό και τα μούρα ήταν μία πολύ μεγάλη… μία πολύ καλή πηγή για παραγωγή τσίπουρου. Το δεύτερο ήταν τα σύκα. Τα σύκα… Η καλλιέργεια… Δηλαδή, το Πήλιο ήταν φημισμένο. Ειδικά από Λαμπινού και κάτω… Όχι το βόρειο Πήλιο που έχει πολύ πιο οργιώδη βλάστηση και είναι πιο ψυχρή η κλιματική απόκλιση. Από Λαμπινού, Πρόπαν, Νεοχώρι, Αργαλαστή κάτω, Συκή… εκεί η καλλιέργεια της συκιάς… Ακόμη στη Συκή υπάρχουν συκοκρέβατα στημένα μες στο χωριό. Λοιπόν…
Το ξέρω, από κει είμαι…
Ναι; Τα σύκα, λοιπόν, αποτελούν ένα ακόμη… αποτελούν μια πολύ καλή πηγή για παραγωγή τσίπουρου. Και μετά και άλλα φρούτα είναι οι μπερεκετιές. «Μπερεκέτ» στα τούρκικα σημαίνει «αφθονία». Είναι ένα είδος δαμάσκηνου, το οποίο καρπίζει υπερβολικά και ή το αποξηραίνανε ή το χρησιμοποιούσαν κι αυτό για παραγωγή τσίπουρου. Λοιπόν. Έμαθα, λοιπόν, από το Χημείο του Κράτους, εκεί και από συναδέλφους χημικούς, ποια είναι η διαδικασία, το ένα-το άλλο και όλοι περίμεναν εναγώνια στο χωριό να δουν τι άδεια θα έβγαζα. Αν θα έβγαζα 24ωρη ή 48ωρη… Ε λοιπόν, έβγαλα την πρώτη άδεια 48ωρη και πήγαμε στο χωριό για να ξεκινήσουμε τη διαδικασία. Δεν έβραζε μόνο ένας, γιατί όταν βγάζεις μια άδεια 48 ώρες, βράζεις 48 ώρες, δεν σταματάς. Και μάλιστα, αυτός που ξεσφραγίζει το καζάνι –γιατί το καπάκι του καζανιού είναι σφραγισμένο από το Χημείο– ήταν ή ο αγροφύλακας ή ο αστυνόμος ή ο δάσκαλος. Έρχονταν να ξεσφραγίσει το καζάνι και βέβαια έκαναν και λίγο στραβά μάτια. Δηλαδή σ’ άφηνε αντί για 48 ώρες, έβαζε κι άλλες 12 παράδειγμα, τις έκανε 60. Μαζεύτηκαν όλοι, λοιπόν. Η εμπειρία η πρώτη ήταν με το σταφύλι. Εδώ να πούμε και μία διαφορά του τσίπουρου με το ούζο, έτσι; Το ούζο το κάνουν από βιομηχανική αλκοόλη στην οποία προσθέτουνε όλα αυτά τα μπαχαρικά μέσα, όλα τα πρόσθετα και βγαίνει το ούζο. Το τσίπουρο δεν είναι έτσι. Το τσίπουρο γίνεται κατευθείαν από την νωπή ύλη η οποία έχει ζυμωθεί, είτε είναι σταφύλι, είτε είναι σύκο, είτε είναι μούρο, είτε είναι κούμαρο. Αυτό το ξέχασα να το αναφέρω. Και αυτό βασικό. Λοιπόν. Οπότε, αυτή είναι η βασική διαφορά: το τσίπουρο δεν είναι από βιομηχανική αλκοόλη, είναι από την ζυμωθείσα πρώτη ύλη. Με το σταφύλι ήταν εύκολα τα πράγματα. Εκεί που υπάρχει πρόβλημα, είναι με το σύκο. Τα σύκα τα μαζεύανε και ή τα βάζανε σε ένα κιούπι, σ ένα δοχείο, ρίχναν νερό ίσα-ίσα να καλυφθεί οπότε άρχιζε η βράση. Στη συνέχεια, για να μην ξινίσει, αυτό το χρίζανε. Όταν λένε οι Πηλιορείτες «χρίζω», σημαίνει ότι στο πήλινο κιούπι βάζανε μία πλάκα και γύρω-γύρω το χρίζανε με κοκκινόχωμα για να μην παίρνει αέρα. Γιατί η αλκοολική ζύμωση είναι αερόβια –έτσι;– αλλά αν, ας πούμε, το αφήσουμε συνέχεια στον αέρα συνεχίζει η οξική ζύμωση, δηλαδή το οινόπνευμα μετατρέπεται σε ξίδι. Το χρίζανε, λοιπόν, να μην πάρει αέρα και για να μπορέσουνε να το βράσουνε σε όποιο χρονικό διάστημα ήταν εύκολο για αυτούς. Με το σύκο όμως, το νωπό, νερό, βράσιμο και χρίσιμο από πάνω. Αν είχαν αποξηραμένο σύκο όμως και βάζανε νερό ίσα-ίσα, δεν έβραζε. Έπρεπε να μπουν τα ξερά σύκα σε μία αναλογία ένας όγκος σύκων-τρεις όγκοι νερού. Έτσι, λοιπόν, άρχιζε η ζύμωση με τα σύκα. Και μετά, αφού ζυμώνονταν, πάλι χρίσιμο για να το αποστάξουνε όποτε ευκαιρούσανε. Με το σύκο όμως, υπήρχε και ένα άλλο πρόβλημα. Το καζάνι θερμαίνεται από κάτω και ο πολτός από τα ζυμωμένα σύκα κολλούσε και δημιουργούσε μία μάζα έτσι, καμένη σαν καραμέλα, και το καζάνι ήταν δύσκολο να καθαριστεί. Χώρια που η καζανιά αχρηστεύονταν, γιατί η καμένη γεύση θα μεταφέρονταν και στο απόσταγμα. Οπότε, εκεί εφήρμοζαν την εξής τεχνική: βάζανε τον πολτό –ας πούμε τα ζυμωμένα σύκα– και ζεσταίνουν το καζάνι χωρίς να το έχουνε καλύψει ή να το έχουνε σκεπάσει. Οπότε ζεσταίνονταν-ζεσταίνονταν… Το ανακατώναν συνέχεια. Το ανακατώναν και μόλις άρχιζε να βράζει –όπως λέγανε οι Πηλιορίτες «μόλις έπαιρνε τον χούχλο», άρχιζε να κοχλάζει δηλαδή… Λέγαν συγκεκριμένα: «Θέλει χούχλο». Δηλαδή να το βράσουν-να το βράσουν, να αρχίσει να κοχλάζει– τότε βάζανε το καπάκι και άρχιζε η απόσταξη, το πρώτο βράσιμο. Λοιπόν, το σύκο είχε αυτές τις ιδιορρυθμίες. Και μάλιστα, μετά από τόσα χρόνια είχα επισκεφτεί… Εδώ, στη Βέροια, υπάρχει κάποιος κύριος Γαρίδης, ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά με την καλλιέργεια της συκιάς και ένα χωριό εδώ στο Κιλκίς, στα όρια Πέλλας Κιλκίς το Πολύπετρο, όπου υπάρχει εκτεταμένη καλλιέργεια συκιάς. Είδα στρώμα ξερά σύκα κάτω. Αλλά και στο διαλογητήριο κάθε μέρα πετούσαν μισό με ένα τόνο σύκα, τα οποία δεν ήταν κατάλληλα για την διακίνηση στην αγορά. Εθνική απώλεια. Η Ελλάδα θα μπορούσε να κινεί τα αυτοκίνητα με οινόπνευμα, όπως στη Βραζιλία. Τέλος πάντων, να επανέλθω στο χωριό. Αυτή ήταν η εμπειρία με το σταφύλι, με το σύκο και… και με άλλα φρούτα. Τώρα… Και κάτι άλλο. Τα καζάνια του Πηλίου –θα μιλήσουμε, έτσι, για την ανατομία τους… Α! Πριν πω γι’ αυτό… Για να μην κολλάει το καζάνι, κόβανε φτέρες, τις βάζανε στον πάτο, και μετά βάζανε τα στέμφυλα όλα για να αποστάξουνε. Με αυτό τον τρόπο, παρεμποδίζονταν να κολλήσει το καζάνι, ενώ ταυτόχρονα –είναι πολύ σημαντικό αυτό– χρησιμοποιούσαν σιγανή φωτιά. Η σιγανή φωτιά είναι τελείως απαραίτητη, όχι μόνο για να μην κολλήσει, ή, αντίθετα, να μην «ξεράσει» το καζάνι. Γιατί όταν ήταν δυνατή η φωτιά και έβραζε, έβγαινε από το καζάνι… μες στο απόσταγμα βγαίνανε κομμάτια από την πρώτη ύλη. Λοιπόν, η σιγανή φωτιά είναι απαραίτητη. Γιατί όταν λέμε «απόσταξη», τι είναι απόσταξη; Η απόσταξη είναι από ένα υγρό μείγμα, να απομονώσουμε και να συγκεντρώσουμε μία ουσία, όταν φτάσει το σημείο βρασμού της. Λοιπόν. Επομένως ζεσταίνουμε-ζεσταίνουμε σιγά-σιγά και όταν φτάσει στο σημείο βρασμού που θέλουμε, αρχίζει η ουσία αυτή να εξατμίζεται και βγαίνει. Με τη δυνατή φωτιά δεν έχουμε καλό αποτέλεσμα, γιατί μπορεί το καζάνι να κολλήσει ή να «ξεράσει» όπως λέμε. Και βέβαια, έχουμε απώλεια στο οινόπνευμα. Βγαίνει… Μαζί με το απόσταγμα βγαίνει κι ο ατμός έξω, χάνεται.
Πες μου… ολοκλήρωσέ μου. Ξεκινήσατε στο χωριό να βράζετε σταφύλια. Πώς πήγε, πώς συνεχίστηκε, ας πούμε, το 48ωρο;
Ήταν η πρώτη φορά που έμεινα άυπνος 60 ώρες. Δεν μπορούσα[00:40:00] να κοιμηθώ. Αισθανόμουν… Δηλαδή, να παρουσιάσω το συναίσθημα… Όταν πάω τώρα στα εγγόνια μου καμιά φορά –γιατί δεν με βλέπουν συχνά, επειδή μένω στο Πήλιο και αυτά στη Θεσσαλονίκη–, περιμένουν τον παππού, και όταν χτυπάω το κουδούνι ορμάνε και μαλώνουν ποιο θα πρωτοανοίξει την πόρτα. Βέβαια, δεν ήταν τόσο έντονο το συναίσθημά μου, αλλά το γεγονός ότι μαζεύτηκε το περισσότερο χωριό, ότι συμφιλιωθήκαμε… Κι επειδή έχω πολύ καλή μνήμη, κατέγραψα πάρα πολλά στοιχεία για την ιστορία του χωριού, τα οποία θέλω να καταγράψω. Λοιπόν. Ήτανε για μένα μία πολύ ευτυχισμένη, έτσι, συγκυρία. Ήτανε η θεια μου η οποία είχε τρομερή αίσθηση χιούμορ και ο άντρας της. Καμάρωνε και για τον ανιψιό της, που τελείωσε γεωπόνος ντε –το χωριό μας έβγαλε πολλούς γεωπόνους–, αλλά και για το ότι το σπίτι της είχε γίνει το επίκεντρο του χωριού. Καταλαβαίνεις…
Πόσων χρονών ήσουνα, θυμάσαι;
Ε, εντάξει, δεκαετία του ’70. Πήρα πτυχίο το ’72. Αυτό πρέπει να ‘τανε μετά την επιστράτευση, δηλαδή πρέπει να ‘τανε γύρω στο ’75-‘76, εκεί μέσα, αν θυμάμαι καλά.
Και η απόσταξη, η ίδια, έγινε σε εσωτερικό χώρο;
Όχι… Πάντα στην αυλή έξω… πάντα στην αυλή έξω. Εσωτερικός χώρος στην Πρόπαν δεν υπήρχε. Στην Πρόπαν υπήρχε το σπίτι –τα παλιά σπίτια– και έξω ήταν το νταμ. Όταν λέγανε «νταμ», ήταν ένας χώρος όπου μέσα υπήρχε ο φούρνος, υπήρχε το πατητήρι για το λάδι και ένα σημείο όπου υπήρχε το καζάνι στο οποίο ζεσταίνανε νερό. Τώρα, εκεί μέσα δεν μπορούσαν να κάνουν απόσταξη, γιατί με την απόσταξη πρέπει να έχεις νερό τρεχούμενο, το οποίο περνάει μέσα από το ψυγείο ή… στην Πρόπαν δεν είχανε ψυγεία, περνούσε μέσα από μία κοπάνα ή ένα βαρέλι ή μία δεξαμενή και χύνονταν. Έπρεπε, δηλαδή, να ‘ναι σε ένα μέρος όπου η απορροή του νερού θα ήταν σε μέρος που δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα.
Ωραία. Μου ΄πες πριν ότι μαζεύτηκε σχεδόν όλο το χωριό. Τι θυμάσαι χαρακτηριστικά από πρόσωπα; Θυμάσαι, ας πούμε… Είπες ότι λέγατε ιστορίες, κάνατε-ράνατε. Θυμάσαι κάποιο, έτσι –εκτός απ’ τη θεία σου– κάποιο, έτσι, συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο θες να μου πεις;
Θυμάμαι πολλά πρόσωπα και θυμάμαι και πολλά αστεία που λέγανε, γιατί όλοι ήτανε γλαφυρότατοι στις αφηγήσεις τους. Μία πολύ, έτσι, εντυπωσιακή φιγούρα ήταν ο Αποστόλης ο μούτος, ο οποίος ήτανε μουγκός. Πρόφερε τα φωνήεντα αλλά δεν πρόφερε τα σύμφωνα. Τρομερός εργάτης της γης. Καλλιτέχνης! Δηλαδή, όταν ξελάκωνε τις ελιές και έκανε γούρνες, ήταν όλες σαν να ήταν έργα τέχνης. Και μου ‘κανε εντύπωση πόσο παραστατικός ήτανε και πώς οι άλλοι ξέρανε τα «μουτέικα», «τα μούτκα», δηλαδή τη γλώσσα των μουγκών. Εντύπωση μού κάνανε οι ιστορίες που λέγανε για τους ναυτικούς. Γιατί ακόμα στην Αίγυπτο υπάρχουν πολλοί Προπαντιώτες-Αιγυπτιώτες, οι οποίοι όταν ο Νάσερ εθνικοποίησε τα πάντα δεν μπόρεσαν να γυρίσουνε και μείνανε. Ιστορίες για το καλαμάκι, κάτω εκεί. Ιστορίες… Υπάρχει κάποιος, τον λέγανε «Σκριπ». «Σκρίπς», βγαίνει από το «σκράπας». Σκράπας-σκριάπς,-σκριπς. Ήτανε πανέξυπνος. Ήτανε μία απώλεια για το χωριό όταν πέθανε, διότι ήξερε και την τελευταία… και την ιστορία της τελευταίας πέτρας του χωριού. Έχει γράψει την ιστορία του χωριού σε χειρόγραφο και η κόρη του μου έδωσε τα αντίγραφα. Αν τα διαβάσετε είναι σαν να διαβάζετε Στρατηγό Μακρυγιάννη ή απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη. Τρομερός! Ήταν απώλεια γιατί αυτός ήξερε την ιστορία του χωριού από πολύ παλιά. Και μάλιστα, μου είχε αναφέρει για Πόντο. Μου έλεγε, απ’ τον πλάτανο του χωριού, πόσοι μητροπολίτες πέρασαν από Πόντο, πόσοι από Σμύρνη, πόσοι από Τραπεζούντα. Είχανε σχέσεις με Γιάλτα και Οδησσό και πάρα πολύ με Αλεξάνδρεια και Σμύρνη επίσης. Όλα αυτά όμως πάνε χαμένα και είναι πολύ κρίμα. Εκεί λοιπόν, μέσα στην απόσταξη, καταλαβαίνεις τώρα τι ενδιαφέρονται κεντρίζονταν και πόσο ζήλο είχε κανείς να τα ακούσει.
Τι έλεγε, δηλαδή, αυτός και ήταν τόσο ενδιαφέρον; Τότε, εκείνη τη μέρα. Έλεγε ιστορίες;
Ναι, ναι, έλεγε ας πούμε.
Τι θυμάσαι εσύ απ’ αυτές τις ιστορίες; Κάποια, έτσι, συγκεκριμένη θα μπορούσες να μου πεις;
Προσπαθώ τώρα να θυμηθώ. Λοιπόν, μου έλεγε για τα σπίτια του χωριού. Καταρχήν περιέγραφε τα σπίτια του χωριού, τα οποία ήταν τα παλαιότερα. Όπως ήταν το σπίτι του Βαλσαμή, το οποίο είχε μέσα τις πολεμίστρες, είχε το καζάνι το οποίο είχε ζεστό νερό ή λάδι μέσα και σε περίπτωση που σπάζαν την πόρτα οι Τούρκοι ή οι φοροεισπράκτορες τούς ζεματίζανε. Είχε και μία τρύπα επάνω, από την οποία ρίχναν το κλειδί όταν ερχόταν δικός τους άνθρωπος για να μπει μέσα. Και μάλιστα, από κει και μετά πήγα και τα είδα. Βέβαια, σήμερα αυτό το σπίτι έχει κοπεί στη μέση και έγινε το ξενοδοχείο το «Πετράδι», αλλά ο ιδιοκτήτης που έχει το άλλο μισό, ο Άκης ο Παπαζαφείρης, μου χάρισε το στούμπο μαζί με το κοχύλι, με το οποίο βγάζανε το λάδι και θέλω να κάνω ένα τέτοιο, έτσι, παραδοσιακό ελαιοτριβείο, γιατί μέχρι και πρόσφατα λειτουργούσαν αυτά. Και άλλα πολλά, τώρα τι να σας πω… Να σας πω ιστορίες για ναυτικούς; Για τον Γιώργο τον Τσινίκα και τον πατέρα του, που ναυάγησαν το ίδιο βράδυ σε διαφορετικά σημεία; Γύρω από το πόσα… Α, ο ίδιος ο Σκρίπς… Η κόρη του είχε κάνει ένα δημοσίευμα στον «Ταχυδρόμο» και στη «Θεσσαλία» παλιότερα, πόσα τρικάταρτα καΐκια είχε το χωριό, τη ναυτική δύναμη του χωριού.
Κι όλα αυτά τα συζητούσατε στο…
Ναι, από κει ξεκίνησε, εκεί δοθήκαν ερεθίσματα. Και έχω συγκεντρώσει πάρα πολλά στοιχεία, που μακάρι να μου δοθεί χρόνος να τα γράψω.
Ωραία. Για να είστε 60 ώρες στη βράση σε υπαίθριο χώρο, προφανώς τι εποχή ήταν; Πρέπει να ήταν… Ανοιξιάτικη;
Μάρτιος μήνας.
Μάρτιος.
Τότε δίναν άδειες.
Είπες ότι κράτησε περίπου 48 με 60 ώρες η απόσταξη-
Όχι μία απόσταξη… Έρχονταν ο καθένας και έβραζε στην άδεια. Ουσιαστικά έπρεπε να βράζω μόνο εγώ, αλλά… εντάξει, αφού υπήρχε η άδεια, έχουν δικαίωμα και οι άλλοι να βράζουν στο δικό σου καζάνι. Έτσι; Ναι.
Το χωριό τι έκανε εκείνες όλες τις ώρες; Δηλαδή, έρχονταν κάποιοι-φεύγανε; Ή, ήταν όλοι συγκεντρωμένοι εκεί πέρα, όλες αυτές τις ώρες-
Όχι!
Γλεντούσαν, πίναν, λέγανε…
Όχι, όχι. Κοιτάξτε… Καταρχήν ήταν αυτός που είχε τη βρασιά του –έτσι;– και μαζεύονταν και οι δικοί του. Αλλά μόλις σουρούπωνε, μαζεύονταν όλοι. Όλοι!
Ωραία…
Είχε τζάμπα 25ντάρι!
Ωραία, ωραία… Άρα, πρώτα βράζατε από σταφύλι. Μετά, από σύκο;
Από σύκο. Και μάλιστα τώρα έχει καθιερωθεί οι περισσότεροι στο χωριό, όσοι απέμειναν να βράζουνε βάζουνε μισό σταφύλι-μισό σύκο.
Και μετά; Βράσατε και κούμαρο;
Και κούμαρο, ναι. Εντάξει, με… Από κει και μετά, αφού έμαθα καλά αυτή την τεχνική, έχω βοηθήσει κόσμο. Μάλιστα, έχουν… Εδώ, στην Ορμύλια, πούλησα δύο άδειες. Βγάλαμε μέχρι και από κεράσι και από λωτό.
Επίσης, με αφορμή το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές πάσχουν από πρόωρη τύφλωση γιατί καταναλώνουν τσίπουρο όχι σωστά αποσταγμένο, με ποσότητα μεθυλικής αλκοόλης, σαν εκπαιδευτικός στο ΤΕΙ έβγαλα άδεια κατασκευής αποστακτήρα –μπορούμε να πάμε να το δούμε, βρήκα τρόπο να πούμε σήμερα– με δύο στόχους. Ο πρώτος στόχος ήτανε να εκπαιδευτούν οι φοιτητές της τεχνολογίας τροφίμων, αλλά και οι γεωπόνοι, πάνω στην τεχνική του τσίπουρου –ποια είναι. Να ‘χουν μία ιδέα, να ξέρουν τι γίνεται. Και το δεύτερο, το οποίο ήταν κατά κάποιο τρόπο παράνομο, αλλά εγώ το έκανα κι ας με δικάσουν. Το ΤΕΙ είχε έναν οπωρώνα [00:50:00]κι έναν αμπελώνα. Τα φρούτα τις περισσότερες φορές πετιόνταν, και τα σταφύλια το ίδιο. Πολλές φορές δεν συγκομίζονταν και τα τρώγαν τα πουλιά. Οπότε, επειδή υπήρχανε τα παραϊατρικά επαγγέλματα που χρησιμοποιούσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλης… Εγώ είχα ένα εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας –με συνθήκες χειρουργείου δουλεύαμε– και όταν δουλεύαμε ιστοκαλλιέργεια, δηλαδή αναπαραγωγή φυτών in vitro, στο εργαστήριο μέσα, χρησιμοποιούσαμε μεγάλες ποσότητες αλκοόλης, που για μας το 70% αλκοολούχου διαλύματος ήτανε ιδανικό. Ήταν, λοιπόν, ένας πολύ μεγάλος προϋπολογισμός γιατί και η αλκοόλη ήταν πανάκριβη, οπότε εγκαταστήσαμε αυτόν τον αποστακτήρα. Και οι φοιτητές εκπαιδεύονταν, και αξιοποιούσαμε τα φρούτα και τα σταφύλια τα οποία ή πετιούνταν ή συλλέγονταν από τον καθένα που περνούσε από το αγρόκτημα γιατί η φύλαξη ήτανε σχεδόν αδύνατη, και έτσι καλύπταμε ένα μεγάλο κονδύλιο, ας το πούμε, από την παραγωγή μας.
Τώρα μου μίλησες για τα επαγγελματικά σου χρόνια. Ξεφύγαμε από το τσίπουρο. Θα ‘θελες να μου πεις κάτι σχετικά, έτσι σύντομα, σχετικά με τα επαγγελματικά σου χρόνια;
Τα επαγγελματικά μου χρόνια… Τελείωσα… τελείωσα το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Τελειώνοντας… Υπόψιν ότι όλα τα χρόνια σαν φοιτητής, εργαζόμουν πάρα πολύ σκληρά. Δηλαδή έχω πάνω από χίλια ημερομίσθια, οικοδομικά βαρέα και νυχτερινά, τα οποία, λυπάμαι που θα το πω, πληρωμένα ένσημα, εξαγορασμένα για το Δημόσιο, αλλά στη σύνταξη δεν μετράνε καθόλου. Και βέβαια, ούτε επιστρέφονται. Αυτά πάνε χαμένα. Τέλος πάντων, τέλειωσα τη Γεωπονική σχολή, είχα πρόταση από τρεις καθηγητές να με προσλάβουν ως εργαστηριακό βοηθό. Τελικά, μπορώ να πω ότι ήμουν τυχερός γιατί πήγα σαν βοηθός στον συμπατριώτη μας, τον καθηγητή τον κύριο Πορλίγκη. Τελείωσα το πανεπιστήμιο το ’72. Τελειώνοντας το στρατό το ’74, είχα… είχε έρθει ο διορισμός μου. Αλλά επειδή ο διορισμός είχε γίνει επί επταετίας και συνέβησαν τα γεγονότα μετά, ξανακρίθηκαν οι διορισμοί, οπότε ανέλαβα υπηρεσία στο πανεπιστήμιο το Φεβρουάριο του ‘75. Η θητεία μου ήταν πάρα πολύ καλή. Ήμουν ο πρώτος που ανέπτυξε την καλλιέργεια φυτικών ιστών, δηλαδή την αναπαραγωγή φυτών από μικρομοσχεύματα 1/10 του χιλιοστού, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα φυτά γαρυφάλλου, φράουλας, ελιάς και χρυσανθέμων είχαν παραχθεί από μένα. Τα πήγα πάρα πολύ καλά με την εκπαιδευτική διαδικασία. Το ‘79 όμως, ετέθη θέμα διδακτορικού. Το 1978 είχε γίνει η μεγάλη απεργία του βοηθητικού προσωπικού των πανεπιστημίων, η οποία διήρκησε εκατόν δεκαοκτώ ημέρες. Τότε λοιπόν, ο υπουργός παιδείας, ο κύριος Ράλλης, θέλησε να καταργήσει τον θεσμό του βοηθού και να καθιερώσει τον θεσμό του επιστημονικού συνεργάτη. Για μένα ήτανε μια σωστή απόφαση διότι ένας ο οποίος ήταν άρτι πτυχιούχος, μόλις βγήκε, πήγαινε βοηθός να διδάξει τι; Ενώ ένας ο οποίος ήτανε σε ένα ερευνητικό ίδρυμα επί μία σειρά ετών, ήταν σε μία βιομηχανία, ξέρω γω, με αντικείμενο προχωρημένο, αυτός θα μπορούσε να μεταφέρει πάρα πολλές τεχνικές γνώσεις στους φοιτητές. Κατήργησε, λοιπόν, το… Ήθελε να καταργήσει το θεσμό του επιστημονικού συνεργάτη και να… όχι, το θεσμό του βοηθού και να καθιερώσει τον θεσμό του επιστημονικού συνεργάτη. Ξεκίνησε, λοιπόν, η απεργία του βοηθητικού προσωπικού και εγώ τότε, συμφωνώντας και με την αντίληψη την πολιτική, ζήτησα μετάταξη στο Υπουργείο Γεωργίας. Λέω: «Έτσι κι αλλιώς ψηφίζεται νόμος, θα φύγουμε». Στο πανεπιστήμιο έμειναν όσοι δεν είχαν καμία ελπίδα ή καμία δυνατότητα άλλης αποκατάστασης. Και βγήκαν τυχεροί, για το λόγο ότι άλλαξε το καθεστώς το πολιτικό μετά. Ήρθε… Άλλαξε το κόμμα, ας το πούμε. Και σε όλους αυτούς που έμειναν στο πανεπιστήμιο, που ήταν οι πιο αδύναμοι, τους δόθηκε η ευκαιρία μέσα σε πέντε χρόνια να πάρουν διδακτορικό. Λοιπόν, οι καθηγητές που είχαν ανάγκη από βοηθούς, τους κράτησαν. Τους βοήθησαν να πάρουν διδακτορικό και έτσι είναι αυτοί οι οποίοι εξελίχθηκαν και διαδέχθηκαν τους καθηγητές. Για μένα, η μετάταξη στο Υπουργείο Γεωργίας στάθηκε σταθμός. Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευνοημένο. Από την άποψη ότι με τη μετάταξη τοποθετήθηκα στη διεύθυνση Γεωργίας Ημαθίας και ο τότε διευθυντής, ο Χατζηπαύλου, ένας σοφός άνθρωπος, μου ανέθεσε το τμήμα των φυτωρίων, που ήταν ειδικότητά μου. Σας είπα ότι σε ηλικία τεσσάρων χρονών εμβολίασα φυτό. Κι έκανα πάρα πολύ καλή δουλειά. Ανέλαβα την αναμόρφωση των φυτοριούχων. Τους δίδαξα πώς να κάνεις τις δουλειές που θες, πώς θα εγκαταστήσεις συστήματα υδρονέφωσης, όλα αυτά. Μελέτησα την περιοχή πάρα πολύ σχολαστικά. Εντόπισα τους πρώτους ελαιώνες στο νομό Ημαθίας και αυτή τη στιγμή θεωρούμαι ο πατέρας μιας ποικιλίας που τη βαφτίσαμε «Προδρόμου» και φυτεύεται κατά χιλιάδες σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και προς τα νότια. Και, βέβαια, ενώ είχα μια υποτροφία, την οποία είχα πάρει από το πανεπιστήμιο και με τη βοήθεια του καθηγητού μου, του κυρίου Πορλίγκη, στην αρχή δεν μου τη δίνανε. Ο Χατζηπαύλου, ο διευθυντής, βλέποντας την προσφορά μου, μου έδωσε εκπαιδευτική άδεια, πήγα στην Αγγλία και πήρα το διδακτορικό.
Ενότητα 4
Η ανατομία των καζανιών απόσταξης. Προέλευση της συνταγής και του επιθέτου του αφηγητή
00:56:45 - 01:10:42
Σχετικά με το τσίπουρο – εγώ ξαναγυρνάω. Ήταν πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που μου λες, εγώ ξαναγυρνάω στο τσίπουρο… Ας πάμε λίγο στο θέμα… Τελείωσε η απόσταξη. Η μέρα της απόσταξης τελείωσε. Το 48ωρο-60ωρο πέρασε. Τι έγινε μετά; Μετά από πόσες μέρες, ας πούμε, το ήπιατε, να το πω έτσι;
Όχι, κοιτάξτε… Αυτό που εκτιμούσα εγώ από τους παλιούς, και είναι και κάτι που μου αρέσει εδώ στη Μακεδονία, είναι ότι οι παλιοί πίνανε με μέτρο. Καταρχήν δεν πίναν ποτέ νηστικοί. Δεν πίνανε. Το ποτό ακολουθούσε το στομάχι το γεμάτο. Λοιπόν. Οπότε, γινότανε η τελετουργία της απόσταξης… ε, μετά ο καθένας πήρε αυτό που του αναλογούσε… και στο σπίτι του, δεν είχαμε κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς, τώρα η διαφορά ποια είναι; Είναι ότι… –με εδώ, τη Βόρεια Ελλάδα. Στο Πήλιο όταν πας –ή πήγαινες, γιατί και τώρα έχουν κι εκεί αλλάξει τα πράγματα– σου βγάζανε το τσίπουρο και ήταν το μπουκάλι επάνω. Κι ο νοικοκύρης τι έκανε; Για να φανεί και, έτσι, γενναιόδωρος, ξέρω γω, έπρεπε να πίνει περισσότερο. Λοιπόν. Έπινε λοιπόν. Και μετά, όταν το δικό σου το ποτήρι –του μουσαφίρη– ήτανε στη μέση και το δικό μου άδειο –του νοικοκύρη–, για να σερβίρω τον εαυτό μου, έπρεπε να σερβίρω πρώτα το μουσαφίρη. Και δώσ’ του λοιπόν! Εντάξει, αυτά είναι...
Ωραία. Είπες πριν ότι τη μέρα των αποστάξεων, την περίοδο των αποστάξεων δηλαδή, το 48ωρο ας πούμε, ήταν όλοι εκεί κι είχε τζάμπα 25άρι. Αυτό το 25άρι, φαντάζομαι, δεν είναι από κείνο που αποστάζαν εκείνη τη στιγμή, ήταν απ’ το περσινό, σωστά; Από παλιό.
Όχι, όχι. Γινόταν η πρώτη καζάνια, έβγαινε το απόσταγμα. Το απόσταγμα αυτό έπρεπε κάνεις να το φέρει στους 40 βαθμούς με 42. Οπότε παίρνανε νερό από πηγή και το φέρνανε στη νορμάλ κατάσταση. Και ένα ποσό από αυτό ήτανε για την παρέα. Δεύτερη καζανιά, ποσό για την παρέα…
Άρα, από κείνη τη στιγμή, δηλαδή, που το βράζανε το πίνανε..
Ναι, ναι.
Μάλιστα.
Εκείνο που έχει σημασία είναι να πούμε λίγο για την ανατομία των καζανιών και την προετοιμασία τους για την απόσταξη. Λοιπόν, τα καζάνια εκεί πέρα… Καταρχήν αποτελούνται από το καζάνι, τη χύτρα ας το πούμε, είναι το καπάκι το οποίο είναι ένας θόλος, ωραία κατασκευασμένος με μία έξοδο –τώρα, λέω τη ορολογία την πηλιορείτικη, έτσι;– και στη συνέχεια, το μασούρι. Το μασούρι είναι ένας χάλκινος σωλήνας, ο οποίος περνάει μέσα από μία ξύλινη κοπάνα που γέμιζε με νερό. Δηλαδή, το μασούρι είναι και το ψυγείο ταυτόχρονα. Ή, μπορεί να είναι ένα βαρέλι κομμένο στο οποίο έχει κολλήσει. Ή… Επειδή όλα τα σπίτια τότε είχανε μία στέρνα –στην οποία συγκεντρώνουν το νερό για να ποτίζουν τον κήπο, τότε δεν υπήρχε ύδρευση– το νερό το [01:00:00]παίρνανε με τις ώρες. Γεμίζανε μία στέρνα κι από κει… Εκεί, στη στέρνα λοιπόν, μπορεί να είχαν το μασούρι. Δηλαδή το σωλήνα όπου γινόταν η ψύξη του ατμού. Είχε μεγάλη σημασία το καζάνι να μην είναι γανωμένο. Αυτό είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται. Το καζάνι πρέπει να είναι χάλκωμα και πριν την απόσταξη το καθαρίζανε έτσι ώστε να λάμπει μέσα. Πώς το καθαρίζανε; Είτε βάζανε άμμο σε μία λινάτσα και το τρίβανε καλά μέχρι να γυαλίσει ο χαλκός, και το καπάκι, και το καζάνι, ή χρησιμοποιούσαν κιτρικό οξύ, το οποίο απομάκρυνε την μπακιρίλα, αυτή την πρασινίλα που πιάνει ο χαλκός. Για δε, το μασούρι, αυτό το σωλήνα, χρησιμοποιούσανε πάλι κιτρικό οξύ, αυτό που λεν «λεμόντουζο». Κλείναν από τη μία μεριά και το γεμίζανε. Οπότε, το αφήνανε κάποιες ώρες και μετά έβγαινε ένα γαλανό… γαλαζοπράσινο υγρό. Δηλαδή, έφευγε όλο το επίχρισμα που έπιανε ο χαλκός, την «μπακιρίλα» που λέγανε, κι έμενε καθαρός ο χαλκός. Έχω ακούσει από χημικό ότι ο καθαρός χαλκός δεσμεύει κάποιες ανεπιθύμητες αλκοόλες που λέγονται «φουρφουράλες». Τώρα, κατά πόσο αυτό είναι αλήθεια ή όχι… Πάντως, είναι καλό το καζάνι να ‘ναι μέσα πεντακάθαρο, να γυαλίζει. Όταν… Τώρα, αυτά τα καζάνια δεν έχουνε δακτύλιο ο όποιος να κλειδώνει και έπρεπε όπως κάθεται το καπάκι ακριβώς στο καζάνι, να το χρίσουνε. Πώς το χρίζανε; Παίρνανε στάχτη και αλεύρι, κοσκινίζανε τη στάχτη να μην έχει καρβουνάκια, και το αλεύρι μισό-μισό, και φτιάχνανε… και με νερό… το φτιάχνανε σαν κόλλα και το χρίζανε γύρω-γύρω. Αυτό ήταν αρκετό. Δηλαδή, όπως δούλευε το καζάνι, και με την πίεση που δημιουργούνταν, δεν είχε απώλειες σε ατμό. Εάν δεν είχανε στάχτη και αλεύρι, χρησιμοποιούσαν κοκκινόχωμα. Το Πήλιο έχει αρκετό κοκκινόχωμα εκεί, οπότε… Αλλά αυτό το μίγμα στάχτης και αλευριού το λέγανε «λεκούνι» στην πηλιορείτικη. Ένα άλλο… Άμα θέλεις, μπορώ να σου δώσω το πηλιορείτικο λεξιλόγιο και να σου δώσω ανθρώπους… μάλλον να σου συστήσω ανθρώπους οι οποίοι ξέρουν πάρα πολλά από την τοπική διάλεκτο. Έτσι, λοιπόν, ετοιμάζανε το καζάνι να είναι καθαρό μέσα, μπακίρι, χάλκινο… και στη συνέχεια βάζανε μέσα τη στρώση με τις φτέρες, βάζανε τον πολτό και κάνανε το πρώτο βράσιμο. Λέγανε «πρώτο». Εδώ, στη Μακεδονία, αυτό το προϊόν το λένε «σούμα». Δηλαδή, βγάζουνε… Είναι σκέτο οινόπνευμα. Μείγμα αιθυλικής και μεθυλικής αλκοόλης. Οι Πηλιορείτες κάνανε αυτό το πρώτο βράσιμο και μετά κάνανε το λαμπικάρισμα. Δηλαδή, αυτό το πρώτο το αραιώνανε, γιατί μπορεί να ήταν και 80%, το φτάνανε γύρω στο 60 με 70%, το βάζαν στο καζάνι και βάζανε όλα αυτά τα πρόσθετα που σου είπα ότι μου είπε η θεια μου, η Κρυσταλλιώ. Τώρα, άλλοι έβαζαν κι άλλα. Συνήθως βάζουνε κρεμμύδια, γιατί τα κρεμμύδια προσδίδουν μία γλυκύ γεύση. Οι Πηλιορείτες βάζουν και μια φλούδα από τσιτσιραβιά. Μέσα. Εξαρτάται τι αρέσει κανείς και τι γεύση θέλει να δώσει. Αυτή ήταν η προετοιμασία και η ανατομία των καζανιών.
Όλα τα καζάνια ήταν έτσι; Δεν είχαν διαφορές, δηλαδή, σ’ αυτό;
Όχι. Όχι.
Η θεία σου τώρα, μου είπες ότι σου ‘πε τη συνταγή. Αυτή που την έμαθε;
Παραδοσιακά. Από τη μάνα της και τον πατέρα της.
Από το Πήλιο ήταν αυτή, καταγωγή; Ή από άλλου στην Ελλάδα;
Απ’ ό,τι έχω ψάξει… Απ’ ό,τι έχω ψάξει, ο παππούς μου ο Θανάσης, ήταν τρία αδέρφια. Θανάσης, Γιαννιός και Ρήγας. Ο παππούς μου πρέπει να ήταν γεννημένος το 1870 κάτι. Ήταν ο πρώτος γιος του Απόστολου, ο οποίος ήταν ναυτικός. Είχε δικό του καΐκι. Άραξε στα Καλά Νερά. Ξεκίνησε από τα Καλά Νερά να πάει στο χωριό, και όταν έφτασε στη Χορεύτρα ιδρωμένος και κατηφορίζοντας για το χωριό έπιασε βαρδάρης. Πολύ κρύος αέρας με βροχή. Έπαθε πνευμονία και πέθανε είκοσι τεσσάρων χρόνων. Μέχρι εκεί, έχω φτάσει. Αλλά το περίεργο με το επίθετο μου, ξέρεις ποιο είναι; Είναι ότι… Νόμιζα ότι το επίθετο μου ότι είναι σπάνιο. Βρήκα όμως ότι έχει πάρα πολλούς Ρουμπέους στην Αλεξανδρούπολη. Απ’ ό,τι έμαθα, ο προπάππος ο Αποστόλης ήταν πολλά αδέρφια και ήταν ναυτικοί, και κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο τότε Δεδέαγατς –έτσι λέγανε την Αλεξανδρούπολη– για ναυτικούς λόγους – επειδή ήτανε με τα καΐκια. Αλλά έχω βρει Ρουμπέους στον Αλμυρό του Βόλου, στα κανάλια του Βόλου, υπάρχουν πάρα πολλοί Ρουμπέοι στη Ναυπακτία, υπάρχουνε στην Πελοπόννησο, Καλαμάτα Αρκαδία. Και μάλιστα, μία φορά ταξιδεύοντας από Καλαμάτα για Πόρο, πριν το Λυγουριό είδα ένα χωριό «Ρουμπέικα». Θα σου πω τώρα τι γίνεται και με αυτούς. Εκεί δε, που υπάρχει πληθώρα Ρουμπέων είναι τα Γιάννενα και η Καστοριά. Τον Ιανουάριο του ‘19 έκανα ολική αρθροπλαστική στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Στο δωμάτιο που ήμουν ήταν ένας Βλάχος από το Συρράκο και μόλις με ρώτησε: «Πώς λέγεσαι;» και του είπα: «Ρούμπος», «Α! Ρε συ, εσύ είσαι δικός μας!», λέει. Μου κάνει μία… Λοιπόν. Αυτός που με πήρε με το φορείο να με πάει για το χειρουργείο, μου λέει: «Πώς λέγεσαι;». Λέω: «Ρούμπος». «Α! Και εγώ Θανάσης Ρούμπος λέγομαι και είμαι απ’ τους Χριστούς». Οι Χριστοί είναι ένα χωριό δίπλα από τα Πράμαντα. Λοιπόν. Ταξίδεψα και πήγα και βρήκα εκεί πάρα πολλούς Ρουμπέους. Και υπάρχει ένα χωριό έξω από την Καστοριά, δίπλα από το Επταχώρι, λέγεται Κυψέλη. Το 90% των κατοίκων εκεί είναι Ρουμπέοι.
Άρα, η συνταγή, θα έλεγες –για να επιστρέψουμε στο τσίπουρο– θα έλεγες ότι είναι γηγενής. Δεν ήρθε από Μικρά Ασία, ας πούμε, ή οτιδήποτε…
Θα έλεγα ότι… Δεν ξέρω. Βρήκα πολλά επίθετα του χωριού μας κοινά με επίθετα της Ηπείρου. Και το γεγονός ότι… Στο Πήλιο ερχόταν οι λεγόμενοι «Γκέκηδες» τότε. Δηλαδή οι Γκέκηδες ερχότανε τον Νοέμβριο μήνα, ασχολούνταν με το μάζεμα της ελιάς, ασχολούνταν με το πετάλωμα των αλόγων, με σιδηρουργικές εργασίες, με χτίσιμο, και για το Πάσχα φεύγανε πίσω στα χωριά τους. Η Βυζίτσα χτίστηκε από Ηπειρώτες, για παράδειγμα. Είναι πολύ πιθανό ότι Ηπειρώτες από κει ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πρόπαν.
Σχετικά με τη συνταγή της θείας σου, μεγαλώνοντας και προχωρώντας στο χωριό, φαντάζομαι και πιο πριν, είχες δει κι άλλες συνταγές κατά κάποιο τρόπο. Παρατηρούσες διάφορες; Είχες δει, δηλαδή, κάποιες διαφορές;
Όχι, οι διαφορές είναι λίγες. Δηλαδή όλοι βάζανε μέσα σίγουρα το γλυκάνισο. Περιοχές που δεν χρησιμοποιούν γλυκάνισο είναι η Κύπρος, είναι η ορεινή Αργιθέα στην Καρδίτσα και η Βόρεια Ήπειρος. Εκεί δεν χρησιμοποιούν καθόλου γλυκάνισο. Αλλά, το βασικό συστατικό του γλυκάνισου είναι το κριθάρι, το καλαμπόκι, το ψωμί που βάζουνε μέσα… Α, ξέχασα το βασικότερο: το αλάτι. Και ξέχασα το κυριότερο απ’ όλα: ξυλοκάρβουνο. Ζωικός άνθρακας. Τραβάει κάθε τοξική ουσία. Και μάλιστα, εδώ είναι μία διαφορά. Δηλαδή οι άλλοι στο χωριό δεν χρησιμοποιούν κάρβουνο, προσθέτουν κρεμμύδια και φλούδα από τσιτσιραβιά. Η θεια μου, η Κρυσταλλιώ, έβαζε οπωσδήποτε κάρβουνο. Και μάλιστα, για να δει κανείς τι επίδραση έχει το κάρβουνο, όταν κάποιο κρασί είχε ξινίσει ελαφρώς, πολλοί δεν το βράζανε. Η θεια μου το έβραζε και το κάρβουνο απορροφούσε το οξικό οξύ, την ξινίλα, κι έβγαινε ωραιότατο τσίπουρο. Λοιπόν. Το κάρβουνο είναι ζωικός άνθρακας και απορροφά κάθε τοξική ουσία μέσα από το απόσταγμα.
Αν υποθέσουμε ότι στο χωριό βράζαν πολλοί, εκείνη την περίοδο, από όλα τα χωριά του Πηλίου, σε πόσα βράζανε; Βράζαν και στα πολύ-πολύ ορεινά ας πούμε;
Σε όλα. Σε όλα τα χωριά του Πηλίου. Δεν υπήρχε… Οι Πηλιορείτες είναι ρακοφονιάδες.
Ωραία. Από κει και πέρα, εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω αν… Από την πρώτη φορά, το ’75-’76, μέχρι σήμερα, πόσες φορές θυμάσαι να έχεις βράσει;
Στο χωριό δεν έβρασα πολλές φορές. Τους είχα αφήσει το καζάνι, για το λόγο ότι εγώ ζούσα στη Θεσσαλονίκη. Στο χωριό κατέβαινα κυρίως για να φροντίσω το κτήμα μου. Ε, μετά άρχισα να χτίζω κιόλας, οπότε δεν είχα περιθώρια. Όμως ασχολήθηκα με απόσταξη βοηθώντας ανθρώπους εδώ πέρα, που κάναν το εξής εγκληματικό, θα έλεγα. Κάναν τη λεγόμενη «μονοβρασιά». [01:10:00]Δηλαδή, είχανε τα στέμφυλα ή… Τα στέμφυλα κυρίως, γιατί εδώ σύκα και τέτοια δε βράζουν στη βόρειο Ελλάδα. Αγόραζαν από ένα κατάστημα, εδώ στην Φράγκων, μία ουσία που λέγεται «anadol». Το χρησιμοποιούσαν αντί για γλυκάνισο, το ρίχνανε μέσα, ξεκινούσαν την απόσταξη και το κόβανε σε ένα σημείο, έτσι ώστε να μείνει το σύνολο στο 40%. Που σημαίνει ότι όλη η μεθυλική αλκοόλη ήτανε μέσα.
Σχετικά με όλα αυτά που μου είπες, κύριε Θανάση, έχεις κάτι να προσθέσεις, το οποίο δεν είπαμε ή το οποίο θα ήθελες να μου πεις τώρα;
Ήθελα να πω ότι στο χωριό του πατέρα μου είχα πάει λίγες φορές σαν μικρό παιδί και μία φορά το 1967 κάναμε Πάσχα, κατά τ’ άλλα δεν είχα επαφές. Το χωριό το αγάπησα από αφηγήσεις του πατέρα μου, όσο ζούσε, διότι μας μιλούσε πάρα πολύ συχνά και με καλά λόγια. Διάφορες ιστορίες για τα σπίτια του χωριού, εμπειρίες από τα δικά του παιχνίδια, παιδική ζωή, για τους ανθρώπους, για τα καΐκια, για τις καλλιέργειες. Πάρα πολλά πράγματα. Η επαφή μου εμένα άρχισε το 1973, όταν ο θείος μου ο Χρήστος, σύζυγος της θειας μου της Κρυσταλλιώς, και μία θεία μου, η Μαρίκα η Τσιτσιγιάννη, μου χαρίσανε από ένα κτήμα και κατά σύμπτωση αυτά τα κτήματα ήταν όμορα. Αυτά τα κτήματα τα φύτευσα με ελιές και στη συνέχεια αγόρασα και ένα διπλανό, στο οποίο εγκατέστησα την πρώτη φορά το αμπέλι, με άδεια από τη Διεύθυνση Γεωργίας Μαγνησίας. Γιατί για να εγκαταστήσεις αμπέλι, χρειάζεται ειδική άδεια. Από κει και μετά, εγκατέστησα τα κτήματα, στα οποία κτήματα στην εγκατάστασή τους δούλεψαν οι περισσότεροι από το χωριό. Δηλαδή, με βοήθησαν και έκανα σωστή δουλειά, και είναι κάτι για το οποίο, στους παλιούς αυτούς, χρωστάω ευγνωμοσύνη. Μάλιστα, με ενθάρρυναν πάρα πολύ. Θυμάμαι τον μπάρμπα Θύμιο, να λέει: «Αχ Θανασάκο, θα μεγαλώσεις αυτά τα κλαδάκια… Δε θα σώσουν μόνο εσένα, και το χωριό καμιά φορά». Γιατί… Το έλεγε αυτό με παράπονο, γιατί οι νέοι δεν ασχολούνταν. Είχανε την Πλάκα και εγκατέλειψαν κάθε άλλη δραστηριότητα.
Την Πλάκα Πηλίου εννοείς.
Την Πλάκα Πηλίου, ναι, ναι. Και εγκατέλειψαν κάθε άλλη δραστηριότητα. Και το λέγανε οι παλιοί: «Ούτε μια συκιά δε βάζουνε, ούτε μία ροδιά». Το ‘χανε, δηλαδή, παράπονο. Και είναι γεγονός ότι όταν εγώ, από το χωριό, από το σπίτι του θείου μου, έβαζα τα τσαπιά στον ώμο για να πάω στο κτήμα με τα πόδια να δουλέψω, περνούσα από τα χειμερινά τα λατομεία που είναι προς τη Λαμπινού και με πειράζανε. Μου λέγανε: «Ρε, κτήμα πας να φτιάξεις;» «Ναι ρε παιδιά.» «Α, ρε, εμείς τα έχουμε έτοιμα και τα παρατήσαμε». Και βέβαια, αυτό φάνηκε όταν για ένα διάστημα το ’91 υπήρχε κρίση, έξι μήνες δεν διακινούνταν η Πλάκα –και τώρα που τους είχανε κλείσει τα λατομεία για αρκετά χρόνια–, τότε κατάλαβαν το λάθος τους. Δηλαδή, που είχαν την ασχολία με την Πλάκα που τους έβγαζε αρκετά λεφτά, θα μπορούσαν όμως να έχουν κι ένα κτήμα, να έχουν μια δεύτερη δραστηριότητα. Γιατί μ’ ένα μόνο επάγγελμα, στην ύπαιθρο και στα χωριά δεν ζεις. Πρέπει να έχεις και ένα συμπληρωματικό εισόδημα ή μία εναλλακτική απασχόληση, όταν η κυρία απασχόλησή σου αντιμετωπίζει κάποια κρίση. Τέλος πάντων. Εγώ άρχισα, λοιπόν, από το ’73 να έχω σχέσεις στο χωριό. Με αγάπησε ο κόσμος, με βοήθησε. Και από την ημέρα της απόσταξης, μπορώ να πω, άρχισα να γίνομαι κοινωνός. Διότι, στην απόσταξη μείναμε ώρες μαζί. Μιλήσαμε, είπαμε και τα προσωπικά μας, είπαμε και τα οικογενειακά μας… Εκτυλίχθηκε όλο το γενεαλογικό δέντρο. Το σόι μας, το ένα-το άλλο και… Τραγουδήσαμε μαζί παρέα. Όργανα δεν είχαμε, αλλά θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα τραγούδια. Ήταν μέσα ο Πατάκος, ο οποίος ήταν η φιγούρα του χωριού! Τον θεωρούσανε το χαζό του χωριού, αλλά για μένα ήταν τετραπέρατος! Είχε μία έμφυτη καλοσύνη και αγαθοσύνη. Όποιον έβλεπε τον έλεγε: «Γεια σου, καλέ μ’» και τον χτυπούσε, έτσι, χαϊδευτικά στον ώμο. Είχε την αντίληψη μωρού παιδιού. Ας πούμε, μέχρι και τα ογδόντα τόσα χρόνια που πέθανε, περίμενε κάθε Πάσχα να του φέρουν τη λαμπάδα. Κι επειδή ο νονός του δεν ζούσε, περίμενε από την κόρη του νονού του. Και πράγματι, του πήγαινε τη λαμπάδα και χαίρονταν! Έκανε σαν μικρό παιδί. Ο Πατάκος λοιπόν, ήτανε καλλίφωνος. Και εκείνη την ημέρα της απόσταξης τραγουδούσαμε όλοι, άκουσα τον Πατάκο να τραγουδάει Πηλιορείτικα τραγούδια. Και το πρώτο τραγούδι που τραγούδησε ήταν το «Τα μαύρα σου τα μάτια». Ήτανε τόσο εντυπωσιακό, που έγινε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Εκτός αυτού, τραγούδησε και «Τα Κανάρια». Μετά –δε θυμάμαι τώρα ποιος ακριβώς– τραγούδησε το «Μία βοσκοπούλα αγάπησα».
Αυτό το τραγούδι…
Αυτό το τραγούδι σταματούσε σε ένα στίχο… Πρέπει να το τραγουδήσω τώρα για να το θυμηθώ. Και-
Να το τραγουδήσεις…
Και μάλιστα… μάλιστα, επειδή από εκεί και μετά είχα ένα ερέθισμα, έψαχνα να βρω ορισμένα τραγούδια παλιά που τραγουδούσαν οι παλιοί. Θα σου πω τώρα κι ένα άλλο τραγούδι που έψαχνα να το βρω και… έψαχνα σε λάθος μέρος. Λοιπόν. Έλεγε εκεί: «Μεγάλωσα και τη ζητώ, μ’ άλλον ζητάει η καρδιά της Μα εγώ ποτέ δε λησμονώ το γλυκοφίλημά της» Αυτό είναι το τελευταίο στιχάκι από το «Μία βοσκοπούλα αγάπησα», το οποίο είναι τραγούδι δημοτικό σε στυλ οπερέτας. Ένα άλλο τραγούδι που έψαχνα χρόνια να βρω, γιατί θυμόμουν τους παλιούς… Σου είπα ότι μεγάλωσα, έτσι, με πολλή αγάπη και τέτοια… και θυμάμαι τους γονείς μου με τους συγγενείς να ανταμώνουν κάθε δεκαπέντε μέρες-μία φορά το μήνα σε ένα σπίτι και να τραγουδούν. Και τραγουδούσαν, ως επί το πλείστον, καντάδες τότε. Ήτανε «Το τραγούδι του κυνηγού» που λέει: «Κυνηγός, εκυνηγούσε μες στα δάση μία φορά…». Και με έπιασε έτσι, ένας ζήλος να το βρω αυτό το τραγούδι. Έψαχνα-έψαχνα και δεν το έβρισκα. Η μητέρα μου στα 83 της χρειάστηκε να κάνει εγχείρηση καταρράκτη. Τη φέρνω στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο εδώ, έκανε την πρώτη επέμβαση. Μετά από ένα μήνα την έφερα να κάνει τη δεύτερη και γυρίζοντας στο Βόλο με το αυτοκίνητό, μου λέει: «Ε, μια και ψάχνεις εσύ τα παλιά τραγούδια, θα σου τραγουδήσω και γω ένα τραγούδι». Και μου τραγούδησε αυτό το τραγούδι που έψαχνα εγώ χρόνια να το βρω και δεν το έβρισκα. «Κυνηγός εκυνηγούσε εις τα δάση μία φορά κι έτυχε να συναντήσει μία ερημοεκκλησιά. Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά και έβλεπε που προσκυνούσε μία μικρή καλογριά. Καλογραία μου, της λέει, το όνομά σου επιθυμώ. Ας το μάθω και ας πεθάνω στο ερημοκλήσι αυτό… Το όνομά μου δεν σ' το λέω γιατί θα με λυπηθείς Γιατί συ ήσουν η αιτία καλογραία να με δεις». Και συνεχίζει μετά και λέει: «Έλα πάτησε τον όρκο και παντρέψου μία φορά πάρε με τον κυνηγιάρη που σε αγάπησε πίστα». Και λέει η Καλόγρια: «Πώς τον όρκο να πατήσω, το Θεό να απαρνηθώ που έχω τώρα τόσα χρόνια, εδώ μέσα ασκητώ». Και λέει: «Το φαΐ μου είναι το χόρτο, το ψωμί μου είναι αυτό και μία πέτρα μαξιλάρι… Έτσι μου ήτανε γραφτό». Στο τέλος λέει: «Σκύβει αυτός, την αγκαλιάζει, τον αγκάλιασε και αυτή» –Πάτησε τον όρκο της…– «Και από τότε και οι δύο κείτονται στη γη νεκροί…» Έχει άδοξο τέλος το τραγούδι… Και το βρήκα μετά στο ίντερνετ αυτό το τραγούδι, τώρα τελευταία. Και λέει: «Όπου δεις δύο κυπαρίσσια και στη μέση μία γριά εκεί μέσα έχουν θάψει τη μικρή Καλογριά όπου δεις δύο κυπαρίσσια και στη μέση ένα σταυρό εκεί μας έχουν θάψει το μικρό τον κυνηγό…»
Αυτό το τραγούδι, δηλαδή, το άκουσες πρώτη φορά τη βραδιά-
Το τραγουδούσανε όλοι οι παλιοί τότε.
Και το τραγούδησαν και στην απόσταξη;
Ναι! Ναι, ναι…
Μάλιστα…
Αλλά εγώ από την απόσταξη δεν θυμόμουνα λόγια, στιχάκια, το ένα-το άλλο, και αυτοί που το είχαν τραγουδήσει τότε, δεν υπήρχαν μετά όταν εγώ είχα το ενδιαφέρον για το τραγούδι. Μου το ‘πε η μάνα μου.
Μάλιστα. Κύριε Θανάση, αν δεν έχεις κάτι άλλο να πεις…
Έχω να πω για τα σύκα…
Πες μου και για τα σύκα.
Μια και είστε και από τη Συκή, χωριό που, τέλος πάντων, φημίζονταν για την καλλιέργεια της συκιάς, όπως κι όλο το Νότιο Πήλιο και η Αργαλαστή. Με την πυρκαγιά του 2007, [01:20:00]αποκαλύφθηκαν πάρα πολλά συκοκρέβατα στο χωριό. Για να καταλάβεις τι είναι τα συκοκρέβατα, έχω κάνει αυτό το σκίτσο εδώ πέρα. Ήταν κατασκευές από πλάκες οι οποίες δημιουργούσανε, με ξύλα οριζόντια και κάθετα, που τα κάθετα λέγαν στυμονάρια, μία επιφάνεια ακριβώς με τον ίδιο προσανατολισμό που είναι σήμερα τα φωτοβολταϊκά. Έτσι ώστε να δέχονται την επίδραση του ήλιου σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Λοιπόν. Ήτανε, δηλαδή, δύο παράλληλοι άξονες με κλίση και με κάθετα ξύλα, στυμονάρια, πάνω στα οποία απλώνανε ξούρες. Ξούρες είναι τα ρείκια, έτσι; Πάνω σε αυτά βάζανε τα νωπά σύκα που συλλέγανε και ξηραίνονταν. Επίσης, για να μην πάθουν ζημιά από βροχή, παίρνανε φύλλα από πλατάνια, τα πλέκανε και κάναν τις λεγόμενες «πλαταριές». Δηλαδή, μία φυλλική επιφάνεια μεγάλη, κομμάτια-κομμάτια και τέτοια, ώστε σε περίπτωση που περίμεναν βροχή να σκεπάζουν τα σύκα να μη βρέχονται και σαπίσουνε. Είχανε, λοιπόν, αυτά τα συκοκρέβατα όπως λέγονται και απλώνανε τα σύκα πάνω στις ξούρες και ξεραίνονταν. Όταν βγήκαν οι μεταλλικές οι σίτες λένε :«Ε, τώρα τι να μαζεύουμε ξούρες εμείς, να τις αφήνουμε να ξηραίνονται, να βάζουμε μετά τα σύκα…» και τέτοια. Βάζανε, λοιπόν, τις σίτες. Αποτέλεσμα: να καταστρέφονται τα σύκα. Ο λόγος; «Καταστρέφονταν» με την έννοια ότι ήταν ακατάλληλα για να τα δώσουνε σε έμπορα. Ο λόγος είναι ότι η σίτα υπερθερμαίνονταν και άφηνε το αποτύπωμα της επάνω στο σύκο. Έκαιγε το σύκο εκεί που ακουμπούσε, οπότε χανόταν η καλή όψη του σύκου. Οπότε επανήλθαν πάλι στις ξούρες. Αργότερα βγήκανε τα ντιβάνια. Εκείνα τα μεταλλικά κρεβάτια με τα τσέρκια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετέφεραν τα συκοκρέβατα από τα κτήματα στα σπίτια τους. Αλλά, ήδη, όταν αυτό συνέβη, οι περισσότεροι είχαν φύγει… Είχανε φύγει, είχανε πάει στις πόλεις και η καλλιέργειας συκιάς εγκαταλείφθηκε τελείως.
Αυτό το κάνανε για το λιαστό το σύκο απλά για να το πουλάνε, ή το χρησιμοποιούσαν και στο τσίπουρο; Πώς και μου το αναφέρεις, μιας και μιλάμε για το τσίπουρο;
Κοιτάξτε να δείτε. Θα πω κάτι που μας έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Ραπτόπουλος Θρασύβουλος, καθηγητής δενδροκομίας. Θυμάμαι όταν άρχισε το πρώτο μάθημα δενδροκομίας –μιλούσε αρχαΐζουσα... οι περισσότεροι καθηγητές τότε μιλούσαν αρχαΐζουσα– ανέφερε το εξής: «Κυρίες και κύριοι, η Ελλάς… Η ημετέρα Πατρίς, ανέδειξεν πολιτισμόν μέγαν και επεβίωσε ανά τους αιώνας, χάρις εις την ελαίαν, την συκήν, την άμπελον, την αμυγδαλήν, την κυδωναίαν και την ροδήν». Αυτά είναι τα έξι οπωροφόρα δέντρα, τα οποία εξασφαλίζουν τροφή για όλο το χρόνο. Αυτά και τα σιτηρά. Λοιπόν. Το αμπέλι μάς δίνει το κρασί, μας δίνει το ξύδι. Κάνανε μουστολαμπάδες, δηλαδή…τέτοιο… καρύδια ή φουντούκια ή σύκα βουτηγμένα στο μούστο –δεν ξέρω αν τα πρόλαβες εσύ αυτά. Είχανε τα φύλλα, το κρασί, τα σύκα τα ξηραίνανε… Μάλιστα, στην αρχαία Ελλάδα η λέξη συκοφάντης βγήκε από την καλλιέργεια των σύκων. Η καλλιέργεια των σύκων ήταν πολύ εκτεταμένη στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι είχαν αγροφύλακες, Σκύθες στην καταγωγή, από πάνω, και η κλοπή των σύκων τιμωρούνταν με εξορία. Και αν κάποιος έκλεβε σύκα, έφευγε. Ήταν πολύ αυστηρή τιμωρία γιατί ήταν αποκλειστική τροφή για το χειμώνα. Και λένε χαρακτηριστικά ότι το χρησιμοποιούσαν πολιτικοί αντίπαλοι. Αν, δηλαδή, ο Γιάννης ο Γκουμάκης ήταν πολιτικός μου αντίπαλος, χρησιμοποιούσα ψευδομάρτυρες, ότι έκλεψε σύκα και στέλνονταν εξορία. Από κει βγήκε και η λέξη «συκοφάντης». Τέλος πάντων, έτσι, αυτή είναι η ιστορία με τα σύκα. Βέβαια, το θλιβερό γεγονός… σήμερα είναι κάτι το οποίο, εμένα με λυπεί αφάνταστα, είναι: η ερήμωση της υπαίθρου. Και θα πω το εξής: ότι εγώ σε ηλικία… παίρνοντας το πτυχίο μου το ‘72 και διοριζόμενος στο πανεπιστήμιο το Φεβρουάριο του ’75, έδινε τέτοια κίνητρα η Πολιτεία που τα κτήματα που μου χαρίσανε μπόρεσα και τα αξιοποίησα. Πώς; Δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα για καλλιέργεια. Πήρα ένα δάνειο, τότε, 145.000 δραχμές. Τα πέντε πρώτα χρόνια πλήρωνα τους τόκους, και μετά δόσεις και τόκους. Αλλά οι τόκοι ήτανε το 1/4 του μισθού μου τότε, όταν διορίστηκα στο πανεπιστήμιο. Κι όταν έφτασα να το ξοφλήσω, ήταν σχεδόν τίποτε. Υπήρξε, λοιπόν, δανειοδότηση από τράπεζα. Όταν πήγα στη μηχανική καλλιέργεια υπήρχε η Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων και τους είπα ότι έχω πάρει ένα… έχω αυτά τα κτήματα και θέλω να τα καλλιεργήσω, να τα διαμορφώσω σε βαθμίδες, μου διέθεσαν το μηχάνημα της υπηρεσίας, με πολύ έμπειρους χειριστές. Και ενώ τότε ήτανε 2.500 δραχμές η ώρα για τα χωματουργικά μηχανήματα, η μηχανική καλλιέργεια χρέωνε μόλις 600 ευρώ την ώρα. Οπότε καταλαβαίνεις. Μου δόθηκε η ευκαιρία εμένα, σε μία ηλικία είκοσι τεσσάρων χρόνων, να κάνω όλη αυτή την κτηματική περιουσία. Πήρα και τα καζάνια. Είχα τρεις άδειες, τις οποίες, όμως, αναγκάστηκα και πούλησα. Για ποιο λόγο; Διότι δεν έβλεπα μέλλον. Ο γιος μου είναι γεωπόνος, αλλά δεν υπάρχουν κίνητρα για να αναπτύξει δραστηριότητα σε μία ύπαιθρο όπου πλέον το 95% των εκτάσεων έχουν κηρυχθεί δάση και περιέρχονται στο δημόσιο, και όπου ένα χωριό το οποίο είχε χίλιους διακόσιους κατοίκους στη δεκαετία του ’40-’50, σήμερα έχει μόνο εξήντα κατοίκους το χειμώνα.
Κύριε Ρούμπο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για όσα μου είπατε. Εύχομαι να τα ξαναπούμε ξανά, με περισσότερες ιστορίες και για τα σύκα και για το τσίπουρο.
Εγώ ευχαριστώ, που μου δώσατε αυτή την ευκαιρία. Με απαλλάξατε από τον κόπο να καθίσω να τα γράψω. Αλλά πέραν τούτου, ελπίζω κάπου να φανούν χρήσιμα. Και εύχομαι και σε σας, πολύ πιο πετυχημένες συνεντεύξεις!
Να ‘στε καλά!
Φωτογραφίες

Εργαλεία
Αγροτικά σκεύη, αλετράκια και εργαλεία από ...

Ό,τι απέμεινε από ένα συ ...
Ερείπια - στηρίγματα πρώην συκοκρέβατου πά ...

Ό,τι απέμεινε από ένα συ ...
Ερείπια - στηρίγματα πρώην συκοκρέβατου πά ...

Άδεια για δημιουργία αμπ ...
Άδεια από το κράτος για δημιουργία και τοπ ...

Βεβαίωση φύτευσης κλημάτ ...
Βεβαίωση φύτευσης κλημάτων για τη δημιουργ ...

Σκαλίζοντας Μνήμες
Ο κ. Θανάσης ψάχνει να βρει συμβόλαια από ...

Σκαλίζοντας Μνήμες
Ο κ. Θανάσης ψάχνει να βρει συμβόλαια από ...

Σχέδιο Συκοκρέβατου
Ο κ. Ρούμπος μού δείχνει ένα πρόχειρα σχεδ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Θανάσης Ρούμπος μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο χωριό του πατέρα του, την Πρόπαν Πηλίου, και στη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία μεγαλούργησε ως επιστήμονας και σήμερα κατοικούν τα παιδιά και τα εγγόνια του. Πρώην Καθηγητής στο Αλεξάνδρειο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Γεωπονίας, και ένας εξαίρετος επιστήμονας, συνταξιοδοτημένος πλέον, μας αφηγήθηκε την τελετουργία της απόσταξης τσίπουρου στο Πήλιο, με τα μυστικά της, τα οποία έμαθε από τη θεία του την Κρυσταλλιώ. Μία διαδικασία η οποία ξεχειλίζει από παράδοση και πολιτιστικά στοιχεία αλλοτινών αλλά όχι και τόσο μακρινών εποχών. Στην αφήγησή του γίνεται λόγος για μία κλασική φάση απόσταξης στο πάντοτε φιλικό προς το αλκοόλ Βουνό των Κενταύρων. Επίσης μας μιλάει για τη συνταγή την οποία κληρονόμησε από τη θεία του. Παράλληλα γίνεται εξιστόρηση όλων των σημαντικών πτυχών της διαδικασίας και της κοινωνίας του χωριού του.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Ρούμπος
Ερευνητές/τριες
Ιωάννης Γκουμάκης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/11/2021
Διάρκεια
87'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Θανάσης Ρούμπος μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο χωριό του πατέρα του, την Πρόπαν Πηλίου, και στη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία μεγαλούργησε ως επιστήμονας και σήμερα κατοικούν τα παιδιά και τα εγγόνια του. Πρώην Καθηγητής στο Αλεξάνδρειο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Γεωπονίας, και ένας εξαίρετος επιστήμονας, συνταξιοδοτημένος πλέον, μας αφηγήθηκε την τελετουργία της απόσταξης τσίπουρου στο Πήλιο, με τα μυστικά της, τα οποία έμαθε από τη θεία του την Κρυσταλλιώ. Μία διαδικασία η οποία ξεχειλίζει από παράδοση και πολιτιστικά στοιχεία αλλοτινών αλλά όχι και τόσο μακρινών εποχών. Στην αφήγησή του γίνεται λόγος για μία κλασική φάση απόσταξης στο πάντοτε φιλικό προς το αλκοόλ Βουνό των Κενταύρων. Επίσης μας μιλάει για τη συνταγή την οποία κληρονόμησε από τη θεία του. Παράλληλα γίνεται εξιστόρηση όλων των σημαντικών πτυχών της διαδικασίας και της κοινωνίας του χωριού του.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Ρούμπος
Ερευνητές/τριες
Ιωάννης Γκουμάκης
Θέματα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/11/2021
Διάρκεια
87'