Η ζωή ενός φαροφύλακα
[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης Ξανθούλης, του Εμμανουήλ και της Καλλιόπης. Γεννήθηκα το 1945 στη Σκύρο. Πήγα φαροφύλακας, στο Πολεμικό Ναυτικό, στους φάρους το ’67, παρουσιάστηκα στην Υπηρεσία Φάρων το ’67. Έδωσα εξετάσεις και ήρθα τρίτος στην αρχαιότητα. Πήγα στη σχολή, κάθισα έξι μήνες, μάθαμε όλα πάνω στον φάρο, τα πάντα, πώς λειτουργεί, βλάβες, τα πάντα, να τα συντηρούμε και τη λειτουργία του. Κι από κει, το ’67, 1η Απριλίου, πήγα στη Μύκονο με φύλλο πορείας στον φάρο «Αρμενιστή» Μυκόνου.
Αυτή, κύριε Γιάννη, ήταν η πρώτη σου μετάθεση;
Η πρώτη μου μετάθεση.
Στη Μύκονο;
Στη Μύκονο.
Πόσο καιρό έκατσες εκεί πέρα;
Τρία χρόνια.
Και μετά;
’67-’71. Από κει έφυγα και πήγα στη Σαντορίνη, 7 Ιανουαρίου ανήμερα στη γιορτή μου, 7 Ιανουαρίου το '73 έφυγα απ’ τη Μύκονο με φύλλο πορείας προς τη Σαντορίνη, πήγα στο «Ακρωτήρι» Σαντορίνης, φάρος «Ακρωτήρι» Σαντορίνης.
Πόσο έκατσες εκεί, πόσον καιρό;
Εκεί κάθισα δυόμισι χρόνια.
Μετά ήρθες Σκύρο;
Όχι. Κι από κει με φέρανε στον Πειραιά, επειδής ήμουνα του Γυμνασίου, είχε πάθει ο οπλονόμος μας έμφραγμα και με φέραν οπλονόμο στην Υπηρεσία Φάρων και κάθισα κι εκεί άλλα δύο χρόνια. Από κει πήρα φύλλο πορείας κι ήρθα στη Σκύρο, στον φάρο «Λιθάρι».
Άρα μετά από εφτά οκτώ χρόνια που ήσουν φαροφύλακας ήδη…
Ναι, ξανά επέστρεψα στη Σκύρο και υπηρέτησα στην πατρίδα μου, στον φάρο «Λιθάρι».
Για πόσα χρόνια ήσουν στη Σκύρο;
Κάθισα δύο χρόνια και από κει πήρα, για λόγους… προσόντα προαγωγής, ήτανε ένας νόμος κι έπρεπε να βγούμε εκτός νομού, και πήγα στη Σκόπελο, στον φάρο «Γουρούνι», στη Γλώσσα.
Πόσα ταξίδια έκανες! Σε πόσους φάρους έχεις πάει; Πόσα ταξίδια;
Εκεί κάθισα έναν χρόνο και στον χρόνο επάνω με πήρανε τον Ιούλιο και με πήγανε στην Τζια και υπηρέτησα στον φάρο «Ταμέλου» Κέας τρία χρόνια.
Περίμενε, να βάλουμε τώρα μια σειρά. Έχεις πάει Μύκονο, Σαντορίνη, Πειραιά, Σκύρο, Σκόπελο, Τζια…
Τζια…
Έχει κι άλλα;
Βέβαια. Σκύρο έπειτα…
Ξανά μανά.
Αυτό, ξανά Σκύρο, έπειτα από Σκύρο, Λήμνο, στην Πλάκα Λήμνου…
Δύο χρόνια κι εκεί;
Εκεί κάθισα ενάμιση χρόνο, δύο χρόνια, ναι.
Και η κάθε μετάθεση που έπαιρνες ήταν από επιλογή σου ή…
Όχι, από Υπηρεσίας.
Υπηρεσία. Κι έπρεπε να κάτσεις για συγκεκριμένο διάστημα;
Ναι, έπρεπε να κάτσεις για ανάγκες της Υπηρεσίας. Οι ανάγκες της Υπηρεσίας…
Μετά τη Λήμνο;
Μετά απ’ τη Λήμνο ήρθα εδώ κι από δω πήρα απολυτήριο.
Άρα, κύριε Γιάννη, πόσα χρόνια ήσουνα φαροφύλακας στη ζωή σου;
Τριάντα πέντε χρόνια, Τριάντα πέντε χρόνια...
Πολλά χρόνια.
Μια ζωή. Και το ’94 έφυγα από την Υπηρεσία Φάρων, απολύθηκα και βγήκα στη σύνταξη.
Κύριε Γιάννη, να σε ρωτήσω, πόσο χρονών ήσουν όταν έγινες φαροφύλακας;
18 χρονών.
Πριν πάμε να πιάσουμε όλο αυτό το κομμάτι που έχεις κάνει κι έχεις ζήσει σαν επάγγελμα φαροφύλακας, μέχρι τα 18 σου ήσουνα στη Σκύρο;
Ναι, στη Σκύρο ήμουνα… Εγώ ήμουνα ορφανό παιδί, δεν είχα γνωρίσει πατέρα, ο πατέρας μου είχε πεθάνει… και με μεγαλώσανε ο παππούς μου με τους μπαρμπάδες μου, της μάνας μου τ’ αδέρφια. Πήγα εδώ Γυμνάσιο, είχε τρεις τάξεις μόνο τότε, έβγαλα εδώ το Γυμνάσιο και κάθισα κάνα δυο χρόνια με τα ζώα, είχαμε ζώα η μάνα μου, πρόβατα, κατσίκια, μαζί με τους μπαρμπάδες μου. Κι από κει πήγα στρατιώτης, έκανα έναν χρόνο που 'μουν προστάτης, πήγα 18 χρονών, και μόλις απολύθηκα βγήκε προκήρυξη για τους Φάρους στο Πολεμικό Ναυτικό κι έκανα τα χαρτιά μου και γι’ αυτό και παρουσιάστηκα.
Σαν παιδί στη Σκύρο, πώς ήτανε, ήτανε δύσκολα χρόνια;
Κοίτα, ήτανε δύσκολα χρόνια αλλά ήτανε ζεστά, γλυκά, γλυκά…
Δηλαδή;
Κοίτα… Δεν είχανε οι ανθρώποι τότε πονηρία. Ο συγγενής, ο φίλος, σε υποστήριζε… όταν είχες έναν φίλο σε υποστήριζε σαν αδερφό. Ο συγγενής, δηλαδή, πάλι σε αγαπούσε, δεν υπήρχανε οι νοοτροπίες αυτές που έχουμε σήμερα που το χρήμα έχει χαλάσει τον κόσμο για μένα, κατάλαβες; Τότε υπήρχε αγάπη, όλοι γλεντούσανε, απόψε στο σπίτι του πατέρα σου, την άλλη βραδιά στο σπίτι το δικό μου, όλοι γλεντούσανε μεταξύ τους και με ψωμί και με ελιά. Δηλαδή η μάνα σου έκανε πίτα; Η δική μου μάνα είχε γιαπράτσα, που λέμε, ντολμάδες, μ’ αυτό το μεζέ ‘πίναν κρασί και γλεντούσαν και διασκεδάζανε, κατάλαβες;
Τα πρόλαβες εσύ όλα αυτά;
Βέβαια, όλα. Τα πρόφτασα. Όλη η Αγορά ήταν καφενεία, όλη η Αγορά…
Και στην Αγορά και στα σπίτια;
Ναι, και στην Αγορά και στα σπίτια.
Φαντάρος πού έκανες, σε ποια περιοχή;
Κοίτα, παρουσιάστηκα στο Χαϊδάρι και από κει πήγα στη Ροδόπολη, στο Μπέλες στα Σέρρες.
Έχεις γυρίσει πολλά μέρη της Ελλάδας…
Αυτό στο Μπέλες, στη Ροδόπολη.
Και τελειώνεις φαντάρος και μου λες βγήκε η προκήρυξη στο Πολεμικό Ναυτικό…
Ναι, μόλις απολύθηκα σε δύο μήνες, τρία, βγήκε προκήρυξη στο Πολεμικό Ναυτικό, γιατί τότε έπαιρνε Πολεμικό Ναυτικό για φάρους, στους φάρους απολυμένους από στρατιώτες, όπως και στη Χωροφυλακή και στο Λιμενικό. Και τότε είχαν πάει ο συγχωρεμένος ο Αντώνης ο Μανωλέας, ο Ρεπετίνης ο Σταμάτης που απέθανε, ο Μήτσος ο Μαμολιάς του Σταμάτη του Πασά, ένας κουνιάδος που ‘ναι στη Θεσσαλονίκη, είχαν πάει λιμενοφύλακες αυτοί. Δηλαδή στο Λιμενικό έπαιρνε να ήσουν απολυμένος από στρατιώτης τότε και στη Χωροφυλακή και στους Φάρους. Εγώ μόλις απολύθηκα σε έναν μήνα, δύο, βγήκε η προκήρυξη, την τοιχοκολλήσανε, έκανα τα χαρτιά μου, πήγα παρουσιάστηκα, έδωσα εξετάσεις…
Ήξερες τι είναι ο φαροφύλακας ή είδες μια δουλειά και λες: «Θα πάω να την κάνω»;
Όχι, δεν ήξερα. Δεν ήξερα… Ήξερα τους πατριώτες μου αλλά δεν ήξερα τι δυσκολίες είχε και τι χαρές είχε. Ήταν τα πρώτα χρόνια, Γιώργη, πολύ δύσκολα, πολύ δύσκολα…
Δηλαδή;
Πολύ Δύσκολα… Κοίτα… Πρώτον και κύριον, στα φανάρια δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε ψυγείο, τίποτα… Πήγαινες μες στους κάβους κι έκανες τότε έναν μήνα, ενάμιση μήνα βάρδια. Εάν κάτι πάθαινες, κάτι, μια δηλητηρίαση, πήγαινες σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…
Μοναχός σου, ε;
Όχι, με άλλους συναδέλφους. Αλλά για βάλε τώρα, είναι έξι ώρες απ’ το φανάρι να ‘ρθεις στη Σκύρο με τα πόδια, έξι ώρες είναι…
Με τα ποδάρια πηγαίνατε;
Εμάς τότε είχε η Υπηρεσία καΐκι και μας πήγαινε, η Υπηρεσία. Όπου πήγαινε δρόμος σε φανάρι έβαζε μηχανές, τρίκυκλες ή ταξί, όπου δεν υπήρχε δρόμος, έβαζε ή μουλάρι ή άμα γινότανε διά θαλάσσης, έβγαινε σε δημοπρασία και το παίρνανε οι καϊκτσήδες ή οι μουλαράδες και μας ‘φέρναν τα τρόφιμα και μας πηγαίναν και μας μέσα. Άμα πήγαινες με μουλάρι, ο αγωγιάτης ήταν να πάει τους φαροφύλακες καβάλα πά’ στο μουλάρι, πά’ στον γάιδαρο και τα τρόφιμά τους και να πάρει τους άλλους.
Και στις περισσότερες περιοχές που έχεις κάνει φαροφύλακας πώς πήγαινε η μετακίνηση, με αγωγιάτες, με καΐκια;
Ναι, κοίτα… Στη Μύκονο ήτανε με αγωγιάτη, αν και είχε δρόμο. Στη Σαντορίνη είχε κι αυτός αγωγιάτη πάλι. Στη Λήμνο ήτανε με ταξί, είχε δρόμο. Και στη Σκόπελο πάλι είχε μουλάρι, δεν είχε δρόμο.
Εδώ στο νησί, στη Σκύρο;
Εδώ πηγαίναμε με το καΐκι.
Μου ‘πες η επικοινωνία ήτανε δύσκολη…
Ναι, δύσκολα χρόνια… Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Πολύ δύσκολα… Αλλά επειδής ήμαστε απ’ τα παιδιά της φτωχολογιάς, αντέξαμε. Έπειτα φτιάχτει αυτό απ’ την Υπηρεσία. Έπειτα είχαμε ραδιόφωνα, τηλέφωνα, ασύρματοι, τα πάντα… ψυγεία, τηλεοράσεις, τα πάντα. Αλλά τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα.
Είχατε μια ευκολία μετά…
[00:10:00]Ναι, έπειτα ήταν πολύ εύκολα. Τα πρώτα χρόνια όμως ήταν πολύ δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Κι απ’ ό,τι κατάλαβα, πριν που είπες, δεν ήσουν μοναχός σου, ήσασταν πάντα δύο φαροφύλακες;
Ναι, δύο τρεις φαροφύλακες, ανάλογα τον φάρο. Έχουμε τριών ειδών φανάρια. Είναι τα τριανταπεντάρια, τα πιο μικρά που πιάνουν 8-10 μίλια. Είναι τα πενηνταπεντάρια που πιάνουν 15-20 μίλια και είναι τα ογδονταπεντάρια, αυτά έχουμε μόνο έξι φανάρια, είναι της Σκύρου, που πιάνουν 60 μίλια, 60 μίλια μπορεί να το δει ο ναυτικός. Είχαμε έξι φανάρια, ο «Πάπας» Ικαρίας, το Ταίναρο στη Μάνη, το Σίγρι της Μυτιλήνης. Πόσα είπα;
Τέσσερα.
Τέσσερα; Τώρα δεν τα… έξι φανάρια είχαμε που ‘πιάναν 60 μίλια. Σ’ αυτά που ‘πιάναν 60 μίλια ήμαστε δύναμη έξι άτομα και έπρεπε να κάνουμε τρεις βάρδια, τρεις μαζί.
Και ποιες ήταν οι αρμοδιότητες σου όντες ήσουνα στον φάρο, τι πράγματα έπρεπε να κάνεις;
Κοίτα, εμείς εκεί… Εμείς ανάβαμε το φανάρι, εμείς το σβήναμε. Ήταν με πετρέλαιο…
Είχε μια δεξαμενή ας πούμε;
Είχε κάτι δοχεία που τα γεμίζαμε, κάθε δύο μέρες βάζαμε πετρέλαιο. Και είχε άλλη μια αεροδόχη που βάζαμε αέρα, ήτανε σαν τύπου "Lux", πώς τρομπάρουμε το "Lux" και πηγαίνει… πρώτα κάναμε προθέρμανση, εμείς το ανάβαμε το φανάρι κι εμείς το σβήναμε. Και τις ζημιές που πάθαινε εμείς τις φτιάχναμε αμέσως, έπρεπε να τις… Το φανάρι δεν έμενε ποτέ σβηστό.
Ωραία. Φτιάχνατε εκεί πέρα καύσιμα…
Τα πάντα, όλα. Εμείς το ανάβαμε… Κοίτα, έκανες βάρδια 00:06-12:00, 12:00-15:00, 15:00-18:00 ο άλλος, κατάλαβες; Τρεις… Στα ογδονταπεντάρια ήμαστε έξι δύναμη. Στα 55άρια ήτανε πέντε και στα πιο μικρά ήτανε τέσσερις.
Η δύναμη λες ήτανε έξι, αλλά ήσασταν τρεις…
Όχι…
Α, ξέρεις τι κατάλαβα; Νόμιζα η δύναμη όπως λένε στον Στρατό, δύναμη έξι ότι είναι έξι άτομα σύνολο, νόμιζα αυτό, μπερδεύτηκα.
Έξι ήμαστε η δύναμη του φαναριού, αλλά το κάναμε ανά τρεις βάρδια. Άμα πήγαινε κανείς νοσοκομείο ή έπαιρνε κανονική άδεια τότε κάναμε ανά δυο, κατάλαβες;
Κατάλαβα. Και μου πες, κύριε Γιάννη, ότι ήσουνα σερί ενάμιση μήνα εκεί πέρα;
Ναι… Έκαμα και δύο μήνες να ‘ρθω, να δω τα παιδιά μου, την οικογένειά μου… Και δύο μήνες, γιατί άμα αρρωστούσαν οι συνάδελφοι και πηγαίνανε νοσοκομείο;
Και όταν δεν ήσουν στην Υπηρεσία πόσο καιρό ήτανε η άδεια μετά, το ίδιο, δύο μήνες;
Α, πα πα! Οκτώ μέρες, μόνο όταν έπαιρνες κανονική άδεια, δικαιούμαστε έναν μήνα κανονική.
Άρα οκτώ μέρες και μετά πάλι πίσω.
Ναι, οκτώ μέρες. Πάνω από οκτώ μέρες δεν μπορούσες να κάτσεις.
Τώρα… στον φάρο, η ζωή, είχες τις αρμοδιότητές σου αλλά δεν ήσουν όλη μέρα…
Όχι, στον φάρο η ζωή ήτανε… Κοίτα, την κριτικάραμε εμείς μόνοι μας. Πηγαίναμε για ψάρεμα, πηγαίναμε για κυνήγι, πίναμε τα κρασιά μας, κάναμε τσ’ μεζέδες… Πίναμε τα κρασά μας, πίναμε τα ούζα μας, κατάλαβες; Κοίτα… Αλλά είχες όμως, τα πρώτα χρόνια που δεν είχαμε τηλέφωνα δεν ήξερες… τώρα είχες παιδί, τι κάνει το παιδί σου; Είναι άρρωστο; Είναι καλά; Η μάνα σου, ο πατέρας σου που ήταν γέροι, ήταν άρρωστοι, τι γινήκανε; Είχες μεγάλη αγωνία. Μεγάλο ψυχικό πόνο μες στην καρδιά σου. Κι άφηνες την οικογένειά σου, τσ’ δικοί σου ανθρώποι, άλλοι ήτανε άρρωστοι, άλλοι… το παιδί σου… Και δεν ήξερες τι κάνει. Δεν μπορούσες να επικοινωνήσεις, δεν είχαμε… Έπειτα που μας βάλανε τηλέφωνο κι ασύρματοι, εντάξει, ήταν πιο εύκολα. Μιλούσες με την οικογένειά σου ό,τι και να σύμβαινε, έβγαινες έξω. Δηλαδή μπορούσε να πέθαινε ο πατέρας σου ή, κουφή ώρα ο που το ακούει, και το παιδί σου και να μην είσαι… Μέχρι να ‘ρθουν να σε ειδοποιήσουν… Ανάλογα, ήτανε και ξερονήσια, όπως είναι η Πρασούδα, άμα πιάσει μποφόρια πώς να ‘ρθει το καΐκι να σε βγάλει;
Και στην Πρασούδα παλιά υπήρχε φαροφύλακας;
Αμέ! Βέβαια! Κάνανε εδώ Σκυριανοί, ο Κωνσταντίνος ο Μαυρίκος του δασκάλου, του Τάκη του Μαυρίκη ο μπάρμπας, ο Γιάννης ο Μπαλάσος έχει κάνει απάνω.
Καθόντουσαν κι εκεί δυο τρεις μήνες;
Κοίτα… Ανάλογα οι ανάγκες του φαναριού, άμα αρρωστούσε κανένας; Κάνανε και είκοσι μέρες και έναν μήνα πάνω.
Πάντως, κύριε Γιάννη, ήτανε σημαντικοί παλιά οι φάροι…
Ναι, πολύ. Κοίτα… Εμάς πιο πολύ μας κυνηγούσε το Πολεμικό Ναυτικό, γι’ αυτό ήτανε και υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού. Τα καράβια του Πολεμικού Ναυτικού στις ασκήσεις δεν μπορούσανε να βγάλουνε στίγμα, βγάζανε απά’ στα φανάρια, κατάλαβες; Στην άσκηση το πολεμικό ανάβει ένα φωτάκι μόνο τη νύχτα όταν κάνει άσκηση… Και για να βγάλει πορεία, να βγάλει στίγμα, ήτανε απά’ στα φανάρια. Εάν έσβηνε το φανάρι και μας έδινε σήμα του Πολεμικό Ναυτικό είχαμε φυλακή… Είχαμε φυλακή. Κοίτα, είχε ποινές σκληρές, αν πήγαινες και για προαγωγή σου κόβανε την προαγωγή και περίμενες μετά τον άλλο χρόνο… Σου φτιάχνανε κάθε χρόνο φύλλα ποιότητος.
Εσείς είχατε δηλαδή βαθμούς του Πολεμικού Ναυτικού;
Ναι, του Πολεμικού Ναυτικού. Εγώ πήγα δίοπος, από δίοπος ξεκίνησα–
Πού έφτασες;
Έφτασα πλωτάρχης.
Άρα μετά τη Μύκονο, Σαντορίνη, Πειραιά, έρχεσαι Σκύρο κι εδώ γνωρίζεις την κυρα-Φροσύνη, τότε;
Όχι, όχι… το ’69 είχα ‘ρθει, είχε πεθάνει ο πατέρας μου... ο μπάρμπας μου που με μεγάλωσε, είχα ‘ρθει στην κηδεία του και εκεί ήμουνα 29 χρονών… Εκεί έδωσα λόγο στην κυρα-Φρόσω… Και καθίσαμε τρία χρόνια, γιατί δεν είχα δικαίωμα τότε, έπρεπε να ‘μαστε 28 χρονών, οι χωροφύλακες, οι λιμενικοί, όλοι οι στρατιωτικοί έπρεπε να ‘μαστε 28 χρονών για να παντρευτούμε, αλλιώς δεν παίρναμε άδεια γάμου.
Πριν δεν είχες δικαίωμα να παντρευτείς;
Όχι, όχι… Έπρεπε να κλείσεις το εικοστό όγδοο έτος της ηλικίας σου.
Αυτό γιατί γινότανε, μη χάσουν προσωπικό;
Έτσι… Όχι μη χάσουνε… Έπαιρνες λίγα λεφτά… Όλοι, και το Ναυτικό και η Χωροφυλακή και το Λιμενικό, όλοι… Όλο το Πολεμικό Ναυτικό δεν μπορούσαν να παντρευτούνε…
Δεν το γνώριζα αυτό.
Ναι, και η Αεροπορία, όλα.
Και γνωρίζεστε, δίνετε λόγο, και μένει εδώ η κυρα-Φρόσω;
Ναι, στα τρία χρόνια… Ναι εδώ… Εγώ γύριζα σαν την άδικη κατάρα.
Πώς ένιωθες εσύ, μου είπες και πριν ότι είναι δύσκολα να μην ξέρεις τι κάνει η φαμίλια σου, αλλά όταν είναι η γυναίκα σου… και είχατε και παιδί;
Κοίτα, την γυναίκα μου την πήρα… το ’73 στεφανωθήκαμε. Και πήγα με φύλλο πορείας στην Πάρο με μετάθεση, από δω έφυγα και την πήρα, ήμασταν νιόπαντροι…
Την Πάρο δεν μου την είπες, τώρα μου τη λες!
Δεν είπα που πήγα Πάρο;
Όχι! Και ήρθε μαζί και η κυρία Φρόσω;
Ναι, ναι… Ήμασταν νιόπαντροι και την πήρα. Ο Μανώλης κάτω γεννήθει, στην Πάρο, είναι Παριανός. Το πιο ωραίο είναι ότι το ’74 που έπεσε ο Μακάριος, την ημέρα που έπεσε ο Μακάριος είχα βάλει γω άδεια, θελ’ να γεννήσει η κυρα-Φρόσω, να κάνει τον Μανώλη… Και τη νύχτα, το πρωί θε να φύγουμε να τη φέρω στον Πειραιά και γω να κάτσω στο νοσοκομείο στον αδερφό μου μέχρι να γεννήσει η γυναίκα μου και κηρυχθεί το Κυπριακό, έπεσε ο Μακάριος…
Και σας πήραν επίστρατους;
Ναι, μέσα. Δεν μας αφήσανε, γιατί κοβόντουσαν οι άδειες.
Εσύ στην επιστράτευση σε ξαναφωνάξαν στον φάρο ή σε πήρανε…
Ναι, στον φάρο. Από τον φάρο έφυγα γω από την Πάρο, από τον φάρο «Κόρακας» Πάρου που υπηρετούσα, είχα πάρει άδεια απ’ την Υπηρεσία έναν μήνα να φέρω τη γυναίκα μου με το λογικό να γεννήσει. Μόλις έπεσε το Κυπριακό ανακληστήκανε οι άδειες, όλοι οι στρατιωτικοί μέσα, ένδω.
Άρα ανέβηκε μοναχή της;
Την έφερα μέχρι Πειραιά και γύρισα, ήρθε ο αδερφός μου και την πήρε κάτω στο λιμάνι κι εγώ γύρισα πίσω.
Μετά τα άλλα χρόνια που πήγες και σε τόσα μέρη ακόμα, η γυναίκα ήρθε στη Σκύρο ή ήτανε μαζί;
Όχι, όχι… Ποτέ δεν την πήρα… Από τότε… Γιατί έχω πάρει μετάθεση από την Πάρο το ’74 για δω, και λόγω της εκεχειρίας, λόγω το Κυπριακό είχαν ανακαλεστεί οι μεταθέσεις όλες και ήρθα τέτοια εποχή, Νοέμβριο, που έγινε η εκεχειρία. [00:20:00]Και τότε γεννήθηκε… κει ήταν, το έχω γράψει δω, άμα το διαβάσεις θα το δούνε… Με πειράζανε οι συνάδελφοι κάτω ότι: «Ρε, γέννησε η γυναίκα σου κάτω και δεν είδες το παιδί σου, τίνος μοιάζει, του ταχυδρόμου;». Το σλόγκαν που κάναμε… Λοιπόν, τότε έφυγα μια νύχτα, γιατί τότε έπαιρνε το καράβι από την Πάρο και απ’ τη Σκύρο μόνο τους επίστρατους, δεν έπαιρνε άλλο κόσμο… Κι εγώ σαν στρατιωτικός μπήκα μέσα και ήρθα τη νύχτα στον Πειραιά, έφτασα στις 00:00 η ώρα τη νύχτα και πήγα στο σπίτι είδα το παιδί και το πρωί γύρισα στον Πειραιά κάτω με ένα ταξί και πήγα στην Πάρο.
Το ’75 λες τώρα;
Το ’74… Είχα τότες, έδες βγάζουνε στην κλινική φωτογραφίες και είχα… είχα πάρει φωτογραφίες και πήγα κάτω… Μονάχα ένας συνάδελφος το ‘ξερε που θε να ‘ρθω στον Πειραιά. Και πάω απάνω, παίρνω μπύρες, παίρνω κρασά να πάω απάνω, γιατί πίναμε αφού ήμασταν όλοι μαζί, και κρασά πίναμε, να… το ρίχναμε έξω κι εμείς. Πάω απάνω και με πειράζανε, λέει ένας προϊστάμενος, τώρα έχει πεθάνει, ονόματι Φραγκίσκος, μου λέει: «Άντε», του λέω, «Τσέκο». Εκεί στις Κυκλάδες, στην Πάρο τον Φραγκίσκο τον λένε Τσέκο. «Τσέκο», του λέω, «άμα εσύ νομίζεις εσύ ότι εγώ δεν έχω δει τον γιο μου, είσαι πολύ γελασμένος», βγάζω το πορτοφόλι μου, λέω: «Να τος, ρε, δες τον». Λέει: «Πότε;»… Γιατί τότε πού να στείλουνε, δεν στέλνανε γράμματα, απαγορευότανε όλα, περνούσανε από λογοκρισία και Χούντα. Λέω: «Μάλιστα». Γιατί ένας συνάδελφος το ‘ξερε, ο Χρήστος ο Τσουνάκης, Παριανός, του λέει: «Τσέκο, πήγε, έφυγε». «Καλά έκανε», λέει, «αφού πήγε και ήρθε και δεν ξέραμε τίποτα, καλά έκανε».
Κύριε Γιάννη…
Έπειτα ήταν ωραία χρόνια… Έπειτα, μετά δω φτιάξανε και παντού όπου υπηρετούσες.
Επειδή είπες ότι είχατε την τηλεφωνία και όλα αυτά;
Ναι, τα πάντα. Είχαμε ψυγείο να βάζουμε το φαγητό μας, κρέας πρώτα παίρναμε ένα κιλό κρέας να πάμε στο φανάρι και έπρεπε να το φάμε σε μία μέρα… όλο ξηρά τροφή, αβγά, να… πηγαίναμε για ψάρεμα, πηγαίναμε για κυνήγι, αυτά ήτανε… Τα πρώτα χρόνια ήτανε πολύ δύσκολα. Κι έπειτα εγώ δεν ξαναπήρα οικογένεια μαζί μου, την άφηνα εδώ και πηγαινοερχόμουνα, κατάλαβες; Έκανα και έναν μήνα και δύο να ‘ρθω, λόγω υπηρεσιακής ανάγκης. Αλλά να σέρνω παιδιά, να πηγαίνω να νοικιάζω σπίτια και να αυτό δεν… Δηλαδή ταλαιπωρούμουν εγώ, όχι η οικογένειά μου.
Απ’ όλα αυτά τα χρόνια που έχεις ζήσει μέσα στους φάρους, ποια στιγμή ή ποιες στιγμές σου έχουνε αποτυπωθεί, θυμάσαι περισσότερο;
Κοίτα να δεις, όπου πήγαινα και υπηρετούσα πέρασα πολύ ωραία, γιατί όλοι… φατσικώς δεν γνωριζόμαστε οι φαροφύλακες, αλλά στις μεταθέσεις μέσα γνωριζόμαστε, βλέπαμε τα ονόματα. Γιατί χρόνια τώρα όλοι παίρνανε μετάθεση και γνωριζόμαστε. Και μόλις πήγαινε η διαταγή κάτω, στην Πάρο παράδειγμα, ότι έρχεται ο Ξανθούλης, ας μη με ξέρανε φατσικώς, «α! Ο Ξανθούλης έρχεται απ’ τη Σκύρο». Έπειτα είχαμε τηλέφωνα, τηλεφωνούσαμε: «Έρχομαι την τάδε μέρα». Γιατί εμείς, η αλληλογραφία μας, συνεργαζόμαστε το Λιμεναρχείο, παίρναμε το Λιμεναρχείο. «Λιμενάρχη, είμαι ο Ξανθούλης ο φαροφύλακας που έρχομαι να αντικαταστήσω τον τάδε. Έρχομαι την τάδε μέρα». Και ήταν κάτω συνάδελφος να σε προϋπαντήσει. Και όπου πηγαίναμε έπειτα, γινόμαστε και στελιάρια στο μεθύσι και γλέντια. Ήτανε όλα… αλλά ήτανε και πολύ δύσκολα χρόνια. Να… ξέρεις τώρα, εγώ είχα τον μπάρμπα μου, της Μαρίας του Κοτρότζου, του Τάκη του φυσιοθεραπευτή, μιας ξαδέρφισσάς του τον πατέρα, τον είχα μπάρμπα εγώ, αυτός με μεγάλωσε, της μάνας μου αδερφός. Το ’69 με την «καλή αρρώστια». Και έφευγα από τη Μύκονο και ερχόμουν στον Άγιο Σάββα και καθόμουνα οκτώ μέρες, ήμουν κάθε μέρα μαζί του… Πήγαινα κάτω, έκανα βάρδια και ερχόμουνα. Είχα περάσει δύσκολα, οι στεναχώριες στον άνθρωπο τον δικό σου.
Μετά όλη αυτή η στεναχώρια που λες κι η μοναξιά…
Ε, κοίτα, αντέξαμε… Δόξα τω θεώ αντέξαμε. Αλλά πάντοτε, επειδής ήμαστε παιδιά της φτωχολογιάς, είχαμε γνώμονα πότε θα ‘ρθεί ο μισθός να στείλουμε στα παιδιά μας να πάρουνε γάλατα, να πάρουνε ψωμί να φάνε. Σεβόμαστε αυτό που κάναμε, γιατί τρώγαμε ψωμί, μεγαλώσαμε παιδιά, μεγαλώσαμε οικογένειες.
Όταν, φαντάζομαι, εσάς τα παιδικά χρόνια ήταν πιο δύσκολα, μπορεί να μην είχε πάντα ψωμί και πάντα–
Όλοι μας τότε ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα χρόνια. Άλλοι είχανε κι άλλοι δεν είχανε. Εγώ είχα την καλή τύχη να ‘χουνε οι μπαρμπάδες μου ψωμί, ο παππούς μου… Αυτό, κριθάνο; Κριθάνο! Φασολάδα; Φασολάδα! Κουκιά; Κουκιά! Δεν κοιμηθήκαμε νηστικοί, κατάλαβες; Άλλοι άνθρωποι όμως…
Και μετά, όπως λες, σεβόσουνα αυτό που έκανες γιατί σου έδινε ένα πιάτο–
Σεβόμαστε τη δουλειά που κάναμε γιατί μας έδινε ψωμί και τρώγαμε και εγώ είμαι πολύ ευγνώμων απέναντι στην Υπηρεσία μου, γιατί μας αντέμειψε η Υπηρεσία, μας κοίταξε.
Είναι σημαντικό να έχει ανταπόκριση αυτό που κάνεις.
Ναι… Μας προσέξανε οι διευθυντές μας και οι υποδιευθυντές μας και όλο το προσωπικό μας αγαπήσανε, αλλά ήμαστε και εμείς καλοί, δεν δίναμε δικαιώματα.
Κάνα παράξενο σκηνικό με καιρούς, με καράβια;
Μια φορά γύριζα στη Μύκονο με το «Λητώ», ήτανε ένα καράβι που έκανε Μύκονο-Πειραιά. Γύριζα στη Μύκονο για βάρδια να πάω… και έξω από την Άνδρο του ‘φυγε η προπέλα, ένα μεγάλο καράβι το ονόματι «Λητώ», του ‘φυγε η προπέλα και μείναμε ακυβέρνητοι… Και δίνει ο καπετάνιος σημείο SOS κι έρχεται ένα ρυμουλκό και μόλις το πιάνει να μας ρυμουλκήσει ζήτησε από τον καπετάνιο, γιατί το ρυμουλκό άμα σε πιάσει διοικείται το μισό. Λέει: «Καπετάνιε, το μισό». Και του κόβει τον κάβο και μείναμε ακυβέρνητοι. Με μποφόρια… Τώρα μεις παιδιά, εγώ άντρας, δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου ο κίνδυνος, αλλά να ακούς παιδιά, γυναίκες να κλαίνε… Και μετά από δύο ώρες τρεις, ήρθε της εταιρίας άλλο ρυμουλκό και μας ρυμούλκησε. Αλλά έχουμε φάει πάρα πολλές θάλασσες.
Στον φάρο όταν ήσουνα εσύ σαν φαροφύλακας να βλέπεις;
Στον φάρο, εδώ, έχουμε φάει θάλασσα… Ένα παράδειγμα με τον Μανώλη τον Παναγιώτου τον Τσίφτη, είχε τη συγκοινωνία ο μπάρμπα Μανώλης ο Τσίφτης. Λοιπόν, ήρθε μια μέρα Χριστούγεννα να αλλάξουμε βάρδια και χαλάει η μηχανή του. Βγάζει τσι συνάδελφοι και παίρνει εμάς και χαλάει η μηχανή… Και τρεις ώρες τραβούσαμε κουπιά και ήρθαμε στις Ρένες… Άντε τώρα απ’ το φανάρι να ‘ρθεις στις Ρένες, γιατί πού να πας; Και ούτε VHF είχαν τότε τα καΐκια… Και αργήσαμε, ξέραν στο Λιμάνι τι ώρα έπρεπε να φτάσει και είδαν ότι αργήσαμε να ‘ρθε, έκανε μιάμιση ώρα, δύο ώρες, και ήρθαν καΐκια και μας ρυμουλκήσανε και μας πήρανε. Και άλλη μια φορά, πάλι με τον ίδιο καπετάνιο, πηγαίναμε με έναν συνάδελφο, τον συγχωρεμένο τον μπαρμπα-Γιώρη τον Λορέτζο. Ω ρε, εκείνη την ημέρα δεν έφυγε το καράβι το «Σκυράκι», είχε απαγορευτικό, κι εμείς φύγαμε, μας λέει ο Τσίφτης: «Μπείτε να πάμε». Κι ότι φτάνει στα Μάρμαρα να κατεβαίνει το καΐκι κάτω να μη βλέπεις, μονάχα ουρανό έβλεπες, στεριά δεν έβλεπες… Εκείνη την ημέρα φοβήθηκα, είπα ότι «πάει».
Κι όμως φτάσατε.
Κι όμως φτάσαμε. Πολλά δύσκολα χρόνια περάσαμε. Η ζωή στο φανάρι ήτανε καλή, τα τελευταία χρόνια, τα πρώτα χρόνια είπαμε ήταν δύσκολα.
[00:30:00]Πέρα από την επικοινωνία που δεν υπήρχε, τι άλλη δυσκολία για σένα, τι ήταν αυτό να σου μαυρίζει τη ψυχή, που να πεις υπάρχει περισσότερο απ’ το να μην μπορείς να μιλήσεις με τη φαμίλια σου;
Ναι, μα κοίτα, αυτό ήτανε το μόνο… Αυτό που δεν μπορούσες να επικοινωνήσεις με τους δικούς σου ανθρώπους όταν ήξερες ότι είχες αφήσει κάποιον απ’ τους συγγενείς σου άρρωστο, αυτό ήταν το μεγαλύτερο… Ο μεγαλύτερος καημός που είχαμε. Δεν ξέραμε τι γινότανε, αν ζούνε, αν πέθαινε, αν…
Στο φανάρι τώρα ξαναπάς, πηγαίνεις καθόλου;
Ναι, πήγα πρόπερσι… Έχουμε βγάλει φωτογραφία. Δεν ξέρω αν τον ξέρεις, ο Λάζαρος, αυτοί που έχουν τα νησιά εδώ, που έχει πάρει σπίτι κα’ στο Μώλος τώρα;
Δεν τον ξέρω… Με βάρκα;
Μ’ ένα φουσκωτό. Πήγαμε και δώσαμε συνέντευξη πάλι και μας ανεβάσανε στο πώς τα λένε… Και μας 'δωναν συγχαρητήρια.
Δεν λειτουργεί τώρα ο φάρος, λειτουργεί;
Όχι, αυτό είναι αυτόματος, έχει αυτοματοποιηθεί με ηλιακά.
Σε τι κατάσταση τον είδες τον φάρο;
Να κλαίν’ τα μάτια σου!
Αυτό δεν σε στεναχωρεί;
Στεναχωρέθηκα πάρα πολύ. Έδωσα κι εδώ συνέντευξη. Και ήταν ένας, ήτανε διευθυντής Σκυριανός πρόπερσι που πήγα εγώ, Σκυριανός γαμπρός στην Υπηρεσία μας, αντιπλοίαρχος, και δεν τον είχα γνωρίσει. Και λέω στον παπα-Μωραΐτη που μου λέει: «Έτσι κι έτσι, είναι δω», λέω, «πες του να περάσει να του πω μερικά να πάνε να φτιάξουνε το φανάρι». Κι ήρθε προχθές, συμπτωματικά, και πήρε βενζίνα και λάδι για να κόψει κάτι. Είναι του Σταμάτη απ’ τους Κατρακύληδες, είναι αντιπλοίαρχος κι έχει φύγει από κει. Μου λέει: «Ήμουν ο πρώην διευθυντής, πώς λέγεσαι;». Λέω: «Είμαι ο Ξανθούλης». Του λέω: «Κοίτα να δεις, σας είπα τότε για το φανάρι, σας έστειλα μήνυμα με τον παπα-Μωραΐτη να ‘ρθείτε να συζητήσουμε. Αμαρτία απ’ τον Θεό που αφήσατε το φανάρι». Τα φανάρια αυτά ήταν όλα βυζαντινά, ήτανε βίλες. Αυτά φταίει το κράτος, φταίει το κράτος μας που τα παράτησε.
Αυτά δηλαδή από πότε υπάρχουν, κύριε Γιάννη;
Αυτό, εμάς, είναι ενάμιση αιώνα.
Το πιο παλιό στην Ελλάδα που έχεις πάει ποιο είναι, το θυμάσαι;
Αυτό δω το δικό μας, όλα τα φανάρια είναι παλιά, όλα. Δεν θυμάμαι τώρα τις ημερομηνίες.
Και όταν είπες βυζαντινή βίλα, τι εννοείς;
Το χτίσιμό τους.
Α, το στυλ;
Ναι, το στυλ, βυζαντινά. Όλα είναι βυζαντινά, με πέτρα και με πουριά και με… όλα με πέτρα και με πουριά, οι γωνίες τους. Όλα βυζαντινά, βίλες.
Και τώρα όλα αυτά είναι…
Είναι ρημαγμένα, δυστυχώς. Εγώ τη χρονιά, όταν έγινε αυτοματοποίηση, εγώ το παρέδωσα εδώ στην ΕΟΚ. Ήρθε ο ένας που ήταν στην ΕΟΚ, αυτός ο Μπέκερ, ήρθαν με το ελικόπτερο με τον υποδιευθυντή μας να το παραδώσω. Τα ηλιακά τα είχανε η Siemens, η Γερμανία και τον μηχανισμό του φάρου ήταν αμερικάνικος, κόστισε 40 εκατομμύρια.
Για να γίνει αυτόματο;
Βέβαια… Για να γίνει αυτοματοποίηση, 40 εκατομμύρια.
Πώς το βλέπεις το μέλλον στους φάρους; Θα συνεχίσουν να υπάρχουνε;
Κοίτα… Τώρα έχει ακόμα φαροφύλακες, έχει δύο πολεμικά πλοία που κάνουνε ανεφοδιασμό στα φανάρια, κάνουνε συντηρήσεις στα ηλιακά, στις μπαταρίες. Έχει ακόμα παιδιά… Έχουμε και δύο παιδιά σκυριανά, οι πιο μικροί. Του ταχυδρόμου του Σταμάτη της αδερφής του ο γιος και του Νίκου του Ντρέγκλη.
Ο Μήτσος.
Ο Μήτσος. Είναι απ’ τους τελευταίους. Δεν ξέρω, αλλά τα έχουνε αφήσει κι έχουν ρημάξει.
Ξέρεις γιατί σε ρωτάω; Αν πιστεύεις ότι έχουν μέλλον οι φάροι, γιατί υπάρχει πλέον το GPS, όλα αυτά…
Κοίτα. Πιστεύω, γιατί έχουνε βγει τώρα όλα τα μηχανήματα… Πρώτα, σου είπα, κοίταζε ο ναυτικός το φως να βγάλει πορεία, τώρα έχουνε…
Το GPS.
Το GPS, αυτόματος πιλότος.
Πέρα απ’ αυτό που λες, που είναι πολύ σημαντικό να ξέρει ο άλλος πού βαδίζει και πού αλλάζει πορείες, όλα αυτά τα χρόνια που έχεις υπάρξει εσύ και ήσουνα στους φάρους, τι συμβολίζει, συμβολίζει κάτι ο φάρος;
Η ζωή μου… Σε μένα προσωπικώς και σε όλους τους φαροφύλακες. Και στην οικογένειά μας και στα παιδιά μου. Εμένα, αν ρωτήσεις τον Μανώλη, αν ρωτήσεις την Άννα, αν ρωτήσεις την Καλή, θα σου πούνε τα καλύτερα λόγια. Γιατί τα παίρναμε, όταν ήμαστε εδώ, παίρναμε τις οικογένειες παράδειγμα Πάσχα και κάναμε μέσα. Παίρναμε τα παιδιά, τις γυναίκες και κάναμε μέσα Πάσχα ή Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά. Έχουμε κάνει ο Μαυρίκος, ο Κωσταντής με τα παιδιά του, γω τα παιδιά μου μέσα Πρωτοχρονιά. Έχουμε κάνει Απόκριες μέσα, έχουμε κάνει Πάσχα, ο Γιάννης ο Μπαλάσος ο συγχωρεμένος, ο Μανώλης, ο Σταμάτης ο Αγγελής, τα παιδιά του, αυτός ο Κωσταντής… Τα ‘χουμε πάρει τα παιδιά κι έχουμε ψήσει εκεί Πάσχα που κάναμε βάρδια.
Άρα όσο δουλειά και να ‘χε…
Όσο, ό,τι και να ‘ναι… Για μένα προσωπικώς το φανάρι είναι η ζωή μου. Και μακάρι ακόμα να μπορούσα να προσφέρω αυτά που πρόσφερα, γιατί εμείς ματσακωνούσαμε, έχουμε βαρέσει ματσακώνι πεντακόσια κιλά μπογιά. Εμείς ασπρίζαμε, εμείς σοφαντίζαμε που είναι λόγω υγρασίας. Μπογιές, τα πάντα όλα… Εμείς τα ‘χαμε βίλες.
Το σπίτι σας ήτανε.
Ο Λευτέρης ο Τράκος έκανε στην αρχή κρουαζιέρες κι έφερνε κόσμο στο φανάρι με τα καΐκια, νοικίαζε και έφερνε τριάντα-σαράντα άτομα, βίλες. Ντρεπόσουνα… Να, κάν’ του θέμα του Λευτέρη, ντρεπόσουνα να πατήσεις.
Το είχατε σαν το σπίτι σας.
Ναι, σαν σπίτι μας.
Αφού ήσασταν εκεί πέρα πόσο καιρό.
Για μας, για μένα προσωπικώς αλλά και για όλους τους φαροφύλακες και για τις οικογένειές μας, στα φανάρια όλοι τα αγαπάμε. Και όταν βλέπουμε, εμένα η κόρη που βάζει κάτι ντοκιμαντέρ, έχει πάρει και βιβλίο που έχουμε γράψει οι φαροφύλακες και το έχουνε βγάλει και το έχει πάρει… Όλοι τηλεφωνιόμαστε, συνάδελφοι: «Ρε συ, άνοιξε»... Τα παιδιά τώρα, του Κωσταντή του Μαυρίκου η Άννα, η Σούλα, παίρνει την κόρη μου στην Αθήνα: «Άνοιξε την τηλεόραση, έχουνε για τα φανάρια». Γιατί και τα παιδιά την πονέσανε τη δουλειά μας, γιατί από δω φάγανε ψωμί. Μας δίνανε τώρα τα Χριστούγεννα η Υπηρεσία και πόσα παιδιά είχες, τι ήτανε, μικρά; Μας δίνανε παιχνίδια.
Σας προσέχανε, δηλαδή.
Βέβαια, μας πρόσεχε η Υπηρεσία.
Κι αφού λες τα παιδιά τα είχατε φέρει, είχανε δει πώς είναι…
Ναι, τα πάντα, όλα. Και τώρα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, σε όλους τους φαροφύλακες η Υπηρεσία, το Πολεμικό Ναυτικό, τι παιδιά είχες εσύ, πόση ηλικία; Ξέρανε γιατί τα δηλώναμε, σου έκανε στο κάθε παιδί το παιχνιδάκι του, ανάλογα την ηλικία που ‘χες.
Να σου κάνω ακόμα… έτσι από περιέργεια, δεν ξέρω. Όταν είχες δουλειά, έπρεπε να είσαι ξύπνιος, είχες τη βάρδιά σου, πέρα απ’ τη δουλειά που ‘χες, κάνα τραγουδάκι εκεί, τραγούδαγες τίποτα να περνάει η ώρα;
Βέβαια, τραγουδούσαμε τότε… Εμείς, κοίτα, στα φανάρια κάναμε μεζέδες, είχαμε την ευχέρεια και πηγαίναμε θάλασσα ή στεριά και 21:00 η ώρα είχαμε κολατσό… 21:00 η ώρα σήμερα έκανες εσύ το κολατσό… Δηλαδή τι είχαμε, αν είχαμε θαλασσινό απ’ τη θάλασσα, εντάξει… Απλώς τώρα κοινά όλα, όλα ήταν κοινά, μισά μισά, αλλά ήταν η ώρα να πας εσύ για να σερβίρεις. Αν αργούσες, αφηρημένος, 21:00 η ώρα σου λεγε: «Επ, Γιάννη, 21:00». «Επ, συγγνώμη», πήγαινες εκεί δεν είχαμε αυτό… Έβραζες δυο αβγά, δυο ελιές, μια ντομάτα ανάλογα την εποχή, τα έβαζες μες στο πιάτο, έριχνες αλάτι, πιπέρι, έπιανες το μπουκάλι με το ούζο και φώναζες: «Έλα».
Είχατε καλές σχέσεις.
Ναι, είχαμε. Εδώ, προσωπικώς, όλοι σκαλίζαμε σκυριανά, ο ένας έμαθε τον άλλον.
Ξύλα;
Ναι, βέβαια, σκυριανή λαϊκή τέχνη.
Καταπιάστηκες με ξυλόγλυπτα;
Όλοι μας, Μπαλάσος… Ο Μπαλάσος ήταν ο πιο αρχαιότερος, έδειξε σε όλους. [00:40:00]Ο Σταμάτης ο Αγγελής έκανε ο αδερφός του, αν τον πρόφτασες τον Γιάννη. Έκανε ο Κωσταντής ο Μαυρίκος, εγώ, ο Τάσος ο Θεοχάρης. Τα ‘χουμε όλα τα εργαλεία.
Για να γεμίζετε τον χρόνο σας και να μαθαίνετε κιόλας;
Ναι, παιδί μου, κάναμε, βγάζαμε, πουλούσανε. Κάνανε έπιπλα, νταζιέρες, ράφια… Εγώ προσωπικώς του δικού μου σπιτιού, όλα τα έχω φτιάξει. Κι άμα έναν γάμο, παντρευότανε η αδερφή σου και είχα υποχρέωση τι να της πάω δώρο… Της πήγαινα ένα ράφι, ήτανε τότε ακριβά τα σκαλιστά. Για μας ήταν η θάλασσα, αλλά τον χειμώνα ασχολούμαστε δω στη Σκύρο με τα ξυλογλυπτική. Όλοι έχουμε πάρει τα εργαλεία. Εγώ είχα δώσει 60 χιλιάρικα, τα ‘χω. Όλοι, ο Αγγελής, ο Κωσταντής ο Μαυρίκος, όλοι.
Και έκανες και για το σπίτι σου είπες…
Όλα, ναι… Κάναμε και υποχρεώσεις, έτσι να σου φέρω ένα δώρο, ρε παιδί μου, στη γιορτή σου, σε έναν συγγενή κάτι… Πάντρευες το παιδί σου. Παράδειγμα, η κουνιάδα μου η Μαριά του Δημητράτση τ’ Αυγερινού, που ‘ναι με του Κουναδίνη, πάντρεψε τη θυγατέρα της την Άννα… Εγώ είχα κάνει νταζιέρες, τι δεν είχε η αδερφή σου σκαλιστό; Δεν είχε αυτό το πράγμα, έκανα το σκαλιστό και της το πήγαινα δώρο.
Άλλες ιστορίες που σου ‘χουνε μείνει από τα χρόνια σου στους φάρους;
Κοίτα, εμείς πολλές φορές… Εδώ μια δόση με τους συνάδελφους, τον Αγγελή και τον Μαυρίκο, ήμασταν τρεις και κάναμε βάρδια μέσα... Και πάμε το πρωί με τη βάρκα και χανέψαμε και κάνουμε κακαβιά. Πιάσαμε χάνοι, βγήκε μπόλικο ψάρι, μια κατσαρόλα. Πιάσαμε από τις 9:00 η ώρα να φάμε και πιάσαμε με το ούζο, τότε δεν υπήρχε το τσίπουρο, είχαμε όλοι από ένα μπουκάλι ούζο. Και τότε δεν ήτανε και τα ουίσκια, είχαμε τα βερμούτ. Όλοι μας όταν πηγαίναμε για βάρδια είχαμε από ένα μπουκάλι ούζο και μια πεντάρα κρασί. Είπαμε ότι μεζέδες κάναμε, είχαμε. Πιάσαμε από τις 9:00 η ώρα, πίνουμε εκεί με το ούζο, έπειτα πιάνουμε το κρασί. Ήρθαμε σε κέφι, αρχίζουμε το τραγούδι… Πίνουμε όλο το κρασί και τελευταία είχαμε μια μπουκάλα ξύδι! Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Τα αγόρια είναι καλά κι ο Μαυρίκος κι ο Αγγελής. Πιάνουμε τότε και ρίχνουμε τρία κιλά ζάχαρη μέσα και δύο μπουκάλια βερμούτ… και τα κάναμε…
Κοκτέιλ.
Κοκτέιλ… Και το πίνομε, Γιώργη, πίνουμε κι αυτό απ’ τη σούρα που ‘χαμε. Ήπιαμε και απ’ αυτό, δεν το ‘πιαμε όλο. Έπειτα μας πέθανε το στομάχι μας.
Τόσο ξύδι…
Μάλιστα… Μετά ξυπνήσαμε το πρωί: «Τι έχεις ρε;». Ο καθένας μας, όλοι, βαστούσαμε το στομάχι μας. Αλλά πιάναμε, κοίτα, και με τον Μαυρίκο που κάναμε οι δυο μας, μετά στον φάρο πιάναμε να φάμε το μεσημέρι, πίναμε, πίναμε και παραπάνω, πιάναμε το τραγούδι.
Τι τραγούδια λέγατε;
Ε… Εννοείται, σκυριανά.
Πιο πολύ απ’ όλα, ας πούμε, εσένα ποιο σ’ άρεσε;
Ε, κοίτα, εμένα είν’ και το σόι μου…
Ο «Ξαθλιάν’κος»;
Είναι και το σόι μου, αλλά όλα τα σκυριανά εγώ τα ξέρω και όλοι τσ’ σκοποί.
Εσένα η φαμίλια σου έχει και σκοπό δικό της.
Ναι. Τον «Ξαθλιάν’κο». Πάντα με σκέψη περπατώ κι όλο τη γης κοιτάζω Εμένα το ‘χει η τύχη μου καρδιές να δοκιμάζω Αυτός είναι ο «Ξαθλιάν’κος». «Της νύχτας» είναι αυτός ο «Γαϊδουρνές», που λέγαμε.
Ο αγαπημένος σου ποιος είναι, έχεις και τη φαμίλια εσύ…
Κοίτα, τα τραγουδούσα, Γιώργο, όλα τα τραγούδια, όλα… Και με καλή φωνή, μη λογιάζεις τώρα. Με καλή φωνή… Όλοι οι φίλοι μου τότε δω στη Σκύρο με ‘χανε, δηλαδή… Πηγαίναμε το βράδυ που τραγουδούσαμε σα πιτσιρικάδες και με ‘χανε αυτό… Και χόρευα κιόλας, ήμουνα και χορευτής. Άμα τις Απόκριες, τα Χριστούγεννα, που γλεντούσαμε, σου λέω που μεθούσαμε… Ε, τότε ήταν ο Μπιμπής, ο Βγενικός, ο Παώνης, τους είχαμε… Κι άμα ρωτήσεις τον Μήτσο του Βγενικού να δεις πόσες φορές τον είχαμε ξυπνήσει! Τους είχαμε ξυπνήσει!
Για να κάνετε γλέντι;
Ναι. Ερχόμαστε σε κέφι, πηγαίναμε στο σπίτι, πα’ να φέρουμε τα κλαρίνα. Τα ξέραμε όλα, ας πούμε. Παράδειγμα τώρα, «της νύχτας» που λέγαμε, αυτός είναι ο «Γαϊδουρνές» τώρα: Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά να κάθομαι να κλαίω «Χα αρμαδάτσι χα», έλεγε ο άλλος… Σε κάθε κύμα του γιαλού τον πόνο μου να λέω. Αυτό μ’ άρεσε πολύ το τραγούδι, «της νύχτας», που λέγαμε.
Εμένα μ’ αρέσει κι ο «Πούντες». Σ’ αυτό έχει τον «Πούντε» που λέει: «Νύχτα είναι και ξημερώνει κι η αυγή τα φανερώνει»; Έχει διάφορα.
Ε, καλά, ναι, έχει πολλά να πεις, ναι.
Επί τη ευκαιρία, μου πες για το στυλ στους φάρους το βυζαντινό, και τα σκυριανά τα τραγούδια…
Κι εμάς είν’ βυζαντινά, ναι. Και μάλιστα, αυτό που λέμε «Μαρέ, γιε μου, κανακάρη», είναι… το «αμάν αμάν» που λέμε είναι Κωνσταντινουπολίτικο δηλαδή, που ‘μαστε σκλάβοι. Αυτός ο «αμανές»… Όλα αυτά είναι Κωνσταντινουπολίτικα που ‘μαστε σκλάβοι δω. Άμαν αμανέ Άμαν άμαν αμανέ αμάν Όλα αυτά είναι…
Αλλά, εντάξει, βέβαια σε όλα τα τραγούδια τον βάζουν τον αμανέ, δεν είναι κάτι κακό.
Ναι… Όχι, μα έχουμε να πούμε. Έχουμε πάλι το «καλντερίμι», είναι τουρκικιά λέξη.
Αλισβερίσι, πώς το λένε, πάρε δώσε…
Ναι, δεν είναι τίποτα κακό.
Ωραία φωνή έχεις πάντως!
Είχαμε, τώρα, Γιώργη, τώρα γεράσαμε, Γιώργη.
Θυμάσαι, σαν παιδί, ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθες;
Κοίτα, «Ω, χρυσοπράσινε αητέ» με είχε μάθει ο παππούς μου, γιατί ο παππούς μου ήτανε τραγουδιστής, της μάνας μου ο πατέρας. Και μου μάθαινε το «Χρυσοπράσινε αητέ». Ω χρυσοπράσινε καλέ μ’ αητέ Τι έχεις και μαράθεις Χρυσοπράσινε καλέ μ’ αητέ. Αυτό μου το ‘χε μάθει ο παππούς μου.
Αυτό λένε ότι είναι και δύσκολος σκοπός και λίγοι τον ξέρετε πια…
Ναι, είναι δύσκολος. Εγώ όλα τα τραγούδια τα σκυριανά τα ξέρω. Πάλι, ωραίο τραγούδι είναι: Σα τη μαρμαροκολόνα στέκεις στην Αγιά Σοφιά Και μαραίνεις παλικάρια, νέους, γέρους και παιδιά
Σε όποιο σκοπό;
Ναι. Σαν τη μαρμαροκολόνα Τζόγια μου αμάν Σα τη μαρμαροκολόνα στέκεις μες στην εκκλησιά Στέκεις μες στην εκκλησιά Άμαν άμαν άμαν αμανέ Άμαν άμαν άμαν αμανέ αμάν Όλα αυτά τα πήγαινα…
Και τις Απόκριες φαντάζομαι… άμα ήσουνα έξω θα ‘ταν το καλύτερό σου.
Α, βέβαια! Κοίτα, και μέσα στο φανάρι τις Αποκριές που πηγαίναμε και πηγαίναμε για ψάρεμα, χανεύαμε, μες στη βάρκα τραγουδούσαμε με τον συγχωρεμένο τον μπάρμπα Γιώργη τον Λορέτζο, με τον Μαυρίκο, με όλους. [00:50:00]Τραγουδούσαμε α’ που χανεύαμε, λέγαμε τον «Αποκριανέ». Τσοπάνη μου όταν έρχεσαι απ’ το βουνό ‘δρωμένος Ή θα το ‘παιρνες ψηλά: Κι από τους κάμπους… Άσε, ρίχναμε τραγούδι, Γιώρη!
Γέρος, τέτοια; Σίγουρα θα ντυνόσουνα…
Όχι, δεν γινόμουν Γέρος.
Δεν γινόσουν καθόλου;
Όχι. Μ’ άρεσε να βλέπω τους μερακλήδες, εγώ δεν… Ο γιος μου γινότανε. Ενώ κι ο πατέρας, μου λέει η μάνα μου, ότι γινότανε, είχε αρρώστια, εγώ μόνο γινόμουνα «βρακάς». Εμένα μ’ άρεσε την Καθαρά Δευτέρα, άμα ήμουνα έξω, να γίνω «βρακάς».
Και στον χορό πήγαινες;
Α, χορό στην πλατεία…
Κυρ Γιάννη μου, στον χορό, εκεί που έπαιζε ο Μπιμπής και ο Παγώνης που λες όλοι αυτοί, είχατε και τραγούδι και χορό μαζί ή μόνο μελωδίες; Τι θυμάσαι;
Όχι ρε, όχι… Έλεγε, παράδειγμα, αυτός ο Βγενικός στο ζεϊμπέκικο τον «Μεμέτη» ή τον «Πέργαμο».
Στα συρτά;
Συρτά, ναι, διάφορα συρτά, την «Ευβοιώτισσα».
Τον «Μανώλαρε» τότε αυτά τα λέγανε, «Τσυρά τσ’ αρχοντοπούλα» τα λέγατε;
Ναι. «Τα βραχιόλια σου βροντούν», πώς το… «ντρουμ ντρουμ». Αλλά, κοίτα τότε, ωραίο κλαρίνο έπαιζε ο γέρο Βγενικός, έπαιζε ωραίο κλαρίνο… Βέβαια, ναι… Έπειτα χορεύαν τον «Μπάλλο», στην πλατεία «Μπάλλο».
Χόρευες κι εσύ;
Ε, βέβαια!
Την κυρα-Φρόσω; Και την κυρα-Φρόσω;
Και την κυρα-Φρόσω. Αλλά μ’ άρεσε να γίνομαι «βρακάς».
«Τσοπάνης» όχι;
Όχι, «τσοπάνης», δε... Μικρό με έκανε η μάνα μου αλλά δε… Μ’ αρέσαν τα βρακάδικα. Σε έκανε άλλον άνθρωπο… Και χόρευα στην πλατεία και γινόταν χαμός… Κάποτε είχε ‘ρθει ο Σίμων Καράς και μας είχε πάρει Αποκριές συνέντευξη, εκεί και τραγούδια και αυτά…
Και μετά, μες στην Αποκριά, κάνατε και βόλτες στα σπίτια;
Βέβαια, στα σπίτια στους φίλους. Αυτοί που ήμαστε παρέα φίλοι, πότε στο δικό σου σπίτι, πότε στο δικό μου. Μεθούσαμε στα καφενεία, πηγαίναμε…
Θέλω να σε ρωτήσω, τις πιο πολλές μέρες σερί γλέντι, πόσες ήταν που έχεις κάνει;
Τρία μερόνυχτα…
Στο ίδιο σπίτι τρία μερόνυχτα;
Τρία μερόνυχτα… Όχι. Στου Γιάννη του Πανταζή, του Αϊ-Γιαννιού, παραμονή. Φύγαμε απ’ τον Αϊ-Γιάννη και περνούμε δω απάνω που έμενε ο Γιάννης ο Πανταζής. Και πάμε κει, ο γαμπρός μου, ο συγχωρεμένος ο Κουμιώτης, πολλοί… Ξενυχτήσαμε κει, την άλλη μέρα πάμε στου γαμπρού μου, εγώ ήμουν παντρεμένος, ναι, στου γαμπρού μου. Από κει πάμε στο δικό μου, από κει την τρίτη μέρα πήγαμε κάτω απ’ του συγχωρεμένου του Τσακμάγια, στη «Κρυφή φωλιά», από κάτω, δεν ξέρω αν το πρόφτασες, λεγότανε «Κρυφή φωλιά». Ο μπάρμπα Νίκος ο Τσακμάγιας. Και ο Γιάννης, του Ζολώτα ο πεθερός.
Μαγαζί ήτανε όμως αυτό;
Ναι, καφενείο ταβέρνα. Έφερνε τα μουλάρια που κουβαλούσε στις οικοδομές και πιάνει του Ζολώτα τον πεθερό, τον μπαρμπα-Γιάννη τον Φρέσκο, δεν ξέρω αν τον πρόφτασες… Τον έβαλε απάνω στο μουλάρι και τον κατέβασε κάτω με το μουλάρι καβάλα.
Μέσα στον καφενέ;
Ναι, κάτω, όπως κατεβαίνουμε κάτω. Τότε κατέβαινε κάτω σκαλοπάτια.
Κι ακόμα τα σκαλάκια έτσι είναι.
Ναι. Κατέβει το μουλάρι… Και πάμε από κάτω όλοι, καμιά δεκαπενταριά άτομα. Αυτός ο Κουμιώτης ο Γιάννης, ο συγχωρεμένος, ο Μήτσος του Νικολάου του Γιάννη του Νικολάου, ο πατέρας που ήταν με τον καλόγερο αν τον πρόφτασες, δεν τον πρόφτασες. Εκείνος, ήταν τότε το τραγούδι «Βγήκε ο χάρος παγανιά», και του άρεσε να το χορεύει και του ‘λεγε του συγχωρεμένου, κι οι δυο συγχωρεμένοι τώρα, του Τσακμάγια: «Ε, γαμώφλαρε, βάλε τον Χάρο, βάλε τον Χάρο», την κασέτα. Και ο Κουμιώτης είχε πέσει χάμω να του χτυπάει παλαμάκια και χτυπούσε το κεφάλι του και δω το ‘χε φάει. Ξυπόλυτοι με δίχως τροχάδια… Ωραία χρόνια…
Τρεις μέρες συνεχόμενα… Τι… Ύπνο καθόλου, ούτε λίγο να τον αρπάξεις πα’ στην καρέκλα;
Ύπνο καθόλου, τίποτα. Κανένας. Ούτε, τίποτα.
Μη βασκαθείτε, μπράβο ντερμάνι! Ντερμάνι δεν το λέτε;
Τρία μερόνυχτα. Όλοι, ρε, τότε πίναν κρασί, δεν είχαν τίποτα, αφού σου λέω…
Τώρα για ποια εποχή μιλάς, το ’80 ας πούμε;
Κοίτα… Το ’74… Ναι, για το ’80 και... Αλλά ήταν ωραία χρόνια τότε, γλεντούσανε ο κόσμος. Σου λέω, όλη η Αγορά ήτανε καφενεία. Ειδικά τις Απόκριες, την Καθαρά Δευτέρα, όλα τα τραπέζια ήτανε απ’ έξω… Φάβας, μισόκουρφα, τότε τι είχανε οι ανθρώποι; Ταραμά, τέτοια… Αχινοί που βγάζανε, κρομμύδες που βγάζανε από τα χωράφια…
Έλεγες και σόκιν, μες στ’ Αποκριάτικα λέγατε και σόκιν;
Ναι, λέγανε. Κοίτα, σόκιν έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπακαλιάρος.
Έχω ακούσει γι’ αυτόν αλλά δε…
Ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπακαλιάρος. Του Μανώλη του Ντάου του βενζινά ο πατέρας, αυτοί γινότανε. Θυμάμαι μια δόση ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπακαλιάρος είχε έναν τροχό, υποτίθεται, είχε φτιάξει και τον είχε στην πλάτη κι έκανε τον ακονιστή και έπειτα στην πλατεία λέγανε σόκιν και θυμάμαι ένα που είπε: «Οι καφετζήδες κάνουνε όλο τσοιλιά τσαι σβέρκο, τσαι μεις δεν αποτάσσουμε σουρτούκο τσαι γελέκο». Να ο μπαρμπα-Γιάννης… Ο μπαρμπα-Γιάννης μια δόση, αυτός του Μανώλη του βενζινά ο πατέρας, μ’ ένα παλιόβρακο του πατέρα του, μια παλιοπουκαμίσα, ένα νταβά, ένα χλιάρι κι ένα πιρούνι… Και γυρίζανε τώρα με τον Μπακαλιάρο όλη την Αγορά και τώρα ερχότανε ο μπαρμπα-Γιάννης στο τραπέζι, τι είχε τώρα; Έκανε τον γανωτή… Τι είχε, κρομμύδες; «Εδώ, ρε, να δεις… Να σου φτιάξω εγώ το πιρούνι να σ' το γανώσω, να δεις πώς πιάνει τις κρομμύδες». Ή το κουτάλι, τι είχε, ταραμά, ξέρω γω; «Δω να πέσει στον ταραμά». Δηλαδή και λέγανε σόκιν. Πού να τα θυμόμαστε μεις; Ωραίοι ανθρώποι ας πούμε, ωραίοι ανθρώποι τότε.
Άρα φαντάζομαι ότι όλα αυτά τα χρόνια που έχεις ζήσει και στους φάρους και στη Σκύρο, σίγουρα μόνο ευτυχισμένος θα πρέπει να ‘σαι…
Κοίτα δω να δεις… Όχι, απ’ τη ζωή μου είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δόξα τω Θεώ, είμαι πολύ ευχαριστημένος. Δεν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή μου, δόξα τω Θεώ.
Τουλάχιστον εγώ απ’ αυτά που ‘χουμε συζητήσει αυτή την ώρα που έχουμε συζητήσει, αυτό έχω καταλάβει, ότι…
Όχι, δόξα τω Θεώ, δεν έχω κανένα παράπονο απ’ τη ζωή μου. Αλλά πάντοτε με γνώμονα με το κεφάλι ψηλά.
Ναι, γιατί παρά τις όποιες δυσκολίες μου είπες σου γίνανε κει στα παιδικά σου χρόνια…
Όλα, δόξα τω Θεώ. Κοίτα να δεις… Πάντοτε ο άνθρωπος είναι το μεγαλύτερο θηρίο, εγώ έτσι έχω διδάξει τα παιδιά μου. Εγώ την πάλεψα τη ζωή και τη νίκησα, το λέω και εγωιστικά…
Γιατί να ‘ναι εγωιστικό αυτό;
Όχι, εγώ, κοίτα να δεις… Εμένα μ’ άφησε ο πατέρας μου πέντε μηνών, η μάνα μου κουβαλούσε νερό στα καφενεία να με πηγαίνει σχολείο, για να μου παίρνει τα τετράδια, τότε τα πληρώναμε όλα. Και στο Γυμνάσιο που με πήγε πλήρωνε και την εγγραφή, όλοι τότε πληρώνανε. Κι έβγαλα τρεις τάξεις. Κι αυτά τα βρήκα μπροστά μου έπειτα.
Γυμνάσιο εδώ στη Σκύρο είπαμε;
Ναι, εδώ. Τρεις τάξεις είχε τότε. Εγώ ήμουν και αριστούχος στο σχολείο. Τη Γ΄ τάξη Γυμνασίου, γιατί είχαμε τρεις καθηγητές από πέρα, δεν ήταν ντόπιοι, είχαμε έναν γυμνασιάρχη απ’ το Αχλάδι Ευβοίας, άλλον έναν μαθηματικό απ’ την Αθήνα, απ’ το Αιγάλεω των Αθηνών ήτανε, και άλλος ένας από την Καρδίτσα θεολόγος… Και στην Γ΄ Γυμνασίου ανήκαμε στην Κύμη. Τελευταία τον Ιούλιο, μας λένε οι καθηγητές, εμείς πηγαίναμε δω που ‘ναι το σουβλατζίδικο τώρα, τα παιδιά του Τσελεπή…
Το «Αδράχτι».
Δω, εκεί ήταν το Γυμνάσιό μας.
Πάνω απ’ την «Κρυφή φωλιά» που λες.
Ναι, την «Κρυφή φωλιά», εκεί ήτανε. Από κάτω το ‘χε μαγαζί και έπαιζε το μαγνητόφωνο και μεις από πάνω κάναμε μάθημα… Ναι! Πάνε και μας λένε οι καθηγητές στην Γ΄ τάξη τον Ιούλιο, λέει: [01:00:00]«Όλη η Γ΄ Γυμνασίου θα προβιβαστείτε. Ποιοι θα προχωρήσουνε να παραγγείλουμε…». Ανήκαμε στην Κύμη, να μας φέρουνε τα απολυτήρια από την Κύμη να τα πάρουμε. Εγώ δεν σήκωσα χέρι, αφού ήξερα η μάνα μου δεν είχε λεφτά. Αφού κουβαλούσε νερό στα καφενεία να πάρει δυο δραχμές να μου πάρει τα τετράδια.
Άρα, για να πάει κάποιος σχολείο έπρεπε να ‘χει και λεφτά…
Βέβαια, ναι. Έπρεπε στην Κύμη ή οικότροφο να σε βάλει ή να νοικιάσεις σπίτι να μαγειρεύεις…
Μες στο ’60;
Ναι, ’63-’62. Εγώ δεν σήκωσα χέρι. Μου λέει: «Ξανθούλη, δεν θα προχωρήσεις;». Λέω: «Όχι, κύριε καθηγητά, αφού δεν έχει η μάνα μου λεφτά», δεν μου ‘παν τίποτα. Το απόγευμα, το σπίτι μας το πατρικό ήτανε δω που είναι η κάβα φάτσα, αυτό που ‘χει του Γιάννη του…
Του Κόκοτα; Ναι, μωρέ, πώς τον λένε, του Φτούλη;
Ναι, μωρέ, αυτού που φτιάχνει τα νύχια, αυτό είναι της Άννας της αδερφής μου… Αυτό ήτανε το πατρικό μου. Η μάνα μου, τι κάνανε τότε οι νοικοκυρές; Σκουπίζανε το σοκάκι το βράδυ. Σκούπιζε εκεί το σοκάκι και πάνε εκεί κι οι τρεις καθηγητές στη μάνα μου, όπως σηκώνει το κεφάλι της λένε: «Κυρία Ξανθούλη, τι κάνεις;». Λέει: «Καλώς τους». Λέει η μάνα μου, νόμιζε ότι κάτι έκανε, ήμουνα και ζωηρός και τότε που πηγαίνανε και παίρνανε τους βαθμούς όλοι οι γονείς λέγανε «βαρείτε», δεν λέγανε «μη αυτό»… Η μάνα μου έλεγε: «Άμα αυτό, να βαρείτε, γιατί εγώ δεν μπορώ», έπιανε… Μάλωνα γω με τη συγχωρεμένη την αδερφή μου, έπιανε η μάνα μου να με δέρει, έβγαζε την παντόφλα, της έπιανα το χέρι, την έπαιρνε το γέλιο… Ήμουν κοτζάμ γάδαρος 13 χρονών, την έπαιρνε το γέλιο, δεν… «Γω δεν μπορού να τεν δέρου, να τεν βαρείτε». Μόλις σήκωσε το κεφάλι και λέει: «Κυρία Ξανθούλη, ήρθαμε για σένα». Λέει: «Τι σας έκανε, δεν σας έχω πει να βαρείτε;». «Όχι», λέει, «πάμε στο σπίτι μέσα γιατί σε θέλω». Άνοιξε την πόρτα, μπήκαν κει, τότε τι είχανε; Λίγο ούζο για το δόντι σα φάρμακο και λίγο πελτέ κυδώνι γλυκό, κι αυτό φάρμακο… Έπιασε τους κέρασε εκεί, λέει: «Κυρία Ξανθούλη, δεν θα τον προχωρήσετε τον γιο σας;» λέει. «Όχι, πώς να τον προχωρήσω; Αφού δεν έχω…». Λέει: «Κάνετε έγκλημα». Εγώ έκανα δικές μου λύσεις στα μαθηματικά, ήμουν κεφαλή. Λέει: «Κάνετε έγκλημα, εγκληματείτε». Του λέει: «Τι να κάνω, πού να τα βρω τα λεφτά;». Λέει: «Κάνετε έγκλημα». Στην τρίτη τάξη του γυμνασίου κάναμε Άλγεβρα και η κάθε τάξη έγραφε μοναχή της, δηλαδή ήτανε και οι τρεις καθηγητές, ήρθε η δική μας τάξη γράφαμε μαθηματικά, πιάνουμε τα θέματα και τα ανοίγουμε, μας τα δώσανε, αρχίζει ο μαθηματικός και εξηγά, λέει: «Παιδιά, μη βιάζεστε», ξέρεις, που κάνουνε τον πρόλογο οι καθηγηταί: «Ό,τι έχουμε μάθει σάς έχουμε βάλει». Εγώ με το τελείωμα που έκανε την εξήγηση ο καθηγητής λέω: «Εγώ τελείωσα», όπως σου μιλώ, Γιώργη. «Εγώ τελείωσα». Μου λέει: «Τελείωσες; Εγώ δεν πρόφτασα ακόμα να κάνω την εξήγηση και συ τελείωσες; Πρόσεξε, αν είσαι παπατρέχας κι αν έχεις ξεχάσει ένα συν, ένα πλην, ένα κόμμα», στην Άλγεβρα, «θα σου βάλω άσσο». Λέω: «Εγώ σας δίνω την κόλλα, δεν μου την παίρνετε εσείς, κύριε καθηγητά». Λέει: «Κοίταξέ τη». Λέω: «Δεν κοιτάζω! Τελείωσα». Την παίρνει: «Έλα δω», μου λέει, «τώρα θα δεις»… Την παίρνει και την κάνει έτσι: «Να το, να το!». Λέω: «Πού ‘ν’ το να το; Κάτσε κάτω», όπως σου λέω, να… στην ηλικία που ‘χω. «Κάτσε κάτω να μου πεις το λάθος που ‘χω, που ‘ν’ το;» λέω… Κι όπως ήτανε έτσι, μου έκανε έτσι, δεν με έδειρε, κάνει μια έτσι μια, λέει: «Παιδιά, 20 δεν βάζω, 19. Τσακίσου φύγε». Αλλά ήτανε και το σόι μας, ο πατέρας μου, μου ‘λεγε η μάνα μου, είχε βγάλει το σχολαρχείο. Το σχολαρχείο τότε ήτανε σαν Πανεπιστήμιο. Και τώρα, του Μανώλη ο γιος είναι αριστούχος στα Μαθηματικά.
Ο Γιαννάκος;
Ο Γιαννάκος, στα Μαθηματικά. Εγώ είχα μνήμη. Σου λέω, στα Μαθηματικά έκανα δικές μου λύσεις. Τον θεολόγο τον τρέλανα, έναν που ήτανε απ’ την Καρδίτσα, που τον είχαμε, σου λέω, Γ΄ τάξη Γυμνασίου. Τότε είχαμε τα πηλίκια και τα κρεμάζαμε εκεί… Κάναμε για τον άνθρωπο, άμα πεθαίνει πάει σε μια μεταγενέστερη κατάσταση και άμα ‘ρθει η Τρίτη Παρουσία, «κρίνε ζώντες και νεκρούς», θα κριθούμε. Σηκώνω χέρι γω, να, ρώτα τον Αντρέα τον Μαυρίκο, το Νίκο τον Παπαστάθη, το Νίκο τον Μαργέτη, ήμασταν συμμαθητές… Σηκώνω χέρι εγώ και λέω: «Κύριε καθηγητά, εμένα ο πατέρας μου είναι πεθαμένος. Δεν συμπαθούσε εμένα, έχω την αδερφή μου, έχω τη μάνα μου… Γιατί δεν ήρθε να μας πει ότι "παιδιά, κάτσ’ τε…", σε κάποιον που συμπαθούσε απ’ την οικογένεια, να πει: "Να κάνετε καλά, γιατί στην Τρίτη Παρουσία θα…"». Εγώ επειδή ήμουνα διάολος, στο θρανίο καθόμασταν τρεις, και με είχανε μες στη μέση. Εγώ τους έκανα όλους και τρώγανε στελιάρι κι εγώ ήμουν άγιος, δηλαδή τους πείραζα, έλεγα βλακείες και μόλις θε να γυρίσει ο καθηγητής γω ήμουν άγιος. Οι άλλοι γελούσανε, αποβολή ή ξύλο. Μου λέει: «Βγες έξω». «Ωχ», λέω, «τώρα για τον Αϊ-Στράτιο θα είμαστε πάλι», πηγαίναμε εκεί και κρυβόμασταν άμα μας βγάζανε. «Ε», λέω «για τον Αϊ-Στράτιο είμαι τώρα πάλι», μου λέει, «πάρ’ το πηλίκιό σου», θα με βγάλει τώρα έξω… Το παίρνω το καπέλο μου… Μου λέει: «Τροχάδην στο σπίτι σου να μου φέρεις την κουβέρτα που σκεπάζεσαι μες στο πηλίκιό σου, να το βάλεις και μου τη φέρεις». Λέω: «Κύριε καθηγητά, αυτό που λες δεν γίνεται. Η κουβέρτα είναι μεγάλη, το πηλίκιο είναι μικρό, δεν γίνεται». Μου λέει: «Άλλο τόσο μπορώ κι εγώ να βάλω τον Θεό στο κεφάλι σου». Χτυπά το διάλειμμα, πηγαίναμε από πάνω, η πλατεία είχε κάτι παγκάκια πρωτού την χαλάσουνε, και καθόμαστε. Ήτανε μια κοπέλα επιμελήτρια, που έπαιρνε αυτό… κάθε βδομάδα από μία. Όπως καθόμαστε τώρα κει τα παιδιά όλοι οι συμμαθητές έρχεται αυτή: «Ξανθούλη, σε θέλουνε οι καθηγητές στο γραφείο». Λέω: «Έλα, Παναγία μου, τι διάολο έκανα πάλι, γαμώτο, και με θέλουνε στο γραφείο;». Πάω και οι τρεις καθηγητές, ο γυμνασιάρχης αυτός και άλλοι δύο, κλείνω την πόρτα, μου λέει ο γυμνασιάρχης; «Παιδί μου, Ξανθούλη, άλλη φορά ό,τι απορίες έχεις δεν θα τις λες ενώπιον των μαθητών, θα αφήνεις να χτυπά το διάλειμμα και να έρχεσαι εδώ να τις λύνουμε. Πρόσβαλες τον καθηγητή σου, δεν μπορούσε να σου απαντήσει». Γιώργη, όπως σου λέω, να…
Ναι, αλλά εσύ έκανες μιαν ερώτηση, για τον Θεό απ’ ό,τι κατάλαβα, καλά δεν κατάλαβα, για τον Θεό μιλούσες;
Ναι, ναι.
Έπρεπε να ‘σαστε πιο προσεκτικοί, να μη ρωτάτε κάποια πράγματα εκείνη την εποχή δηλαδή;
Όχι… Όποιος έχει ασχοληθεί τι είναι τώρα θεός, ποιος είναι… Αυτό είναι ανωτέρα δύναμη.
Ναι, αλλά εσύ εκείνη τη στιγμή…
Ναι, εγώ ήθελα… Μάλιστα του λέω του καθηγητή: «1+1 κάνει 2».
Πες μου το άδικο, πες μου το δίκαιο…
Ναι, πες μου πώς, τι, αυτό… Σου λέω και με καλέσανε οι καθηγητές, Γιώργη, να, σου λέω, στον σταυρό που σου κάνω, και μου ‘πανε να μη… Λέει: «Ό,τι απορίες έχεις, θα ‘ρχεσαι στο διάλειμμα». Δεν μπορούσε να απαντήσει ο καθηγητής. Αυτά είναι τα άδυτα και τα κρύφια… Κατάλαβες; Αυτά, Γιωργάκη μου…
Κατάλαβα… Αυτά, κύριε Γιάννη μου. Κύριε Γιάννη, είναι κάτι που δεν σε ρώτησα, που δεν είπαμε;
Ξέρω γω; Που πιάναμε ψάρια πολλά;
Απ’ όλα μου είπες.
Πιάναμε απ’ όλα.
Μου τραγούδησες κιόλας, μου πες και για τους φάρους…
Ναι, ναι… Και λέγαμε κι ένα τραγούδι εμείς οι φαροφύλακες που υπηρετούσαμε: «'Οποιος δεν έχει βάσανα και θέλει να αποκτήσει στον φάρο τον "Αρμενιστή"…» στη Μύκονο παράδειγμα, «να ‘ρθει να υπηρετήσει», ή «στον φάρο το "Λιθάρι" να ‘ρθει να υπηρετήσει». Κατάλαβες;
Κατάλαβα… Κάτσε να πω τώρα κι εγώ μια φράση που δεν την είπα, ότι σήμερα Παρασκευή, 5 Νοεμβρίου στη Σκύρο, στο σπίτι του κύριου Γιάννη Ξανθούλη στους Ασπούς βρισκόμαστε, εγώ ονομάζομαι Γιώργος Γεωργούδης κι ευχαριστώ τον κύριο Γιάννη Ξανθούλη για την συνέντευξη που μας παραχώρησε και μοιράστηκε την ιστορία του μαζί μας. Σε ευχαριστούμε, κύριε Γιάννη, σ’ ευχαριστώ, κύριε Γιάννη… Να ‘σαι καλά!
Τίποτα. Κι εγώ ευχαριστώ και να ‘στε καλά κι εύχομαι καλή πρόοδο σε όλα, υγεία…
Υγεία και δύναμη…
Υγεία, τίποτα άλλο… Ο άνθρωπος είναι το μεγαλύτερο θηρίο. Εγώ, Γιώργη, δεν κώλωσα ποτέ στη ζωή μου, εδώ για το βενζινάδικο; Προβληματίστηκα. Μου παράτησε ο Μανώλης την τρίτη Λυκείου, το σχολείο, εγώ έλειπα, ήμουνα στη Τζια ήμουνα, πού ήμουνα δεν θυμάμαι… Τι να κάνω; Να πάει στο Ναυτικό… Και μου λέει ο Μανώλης: «Εγώ καραβανάς δεν γίνομαι». Να το πάρεις το παιδί απ’ τ’ αφτί δεν γινότανε, ήτανε 15-16 χρονών, τι να κάνω; Προβληματίστηκα. Αυτό το χωράφι ήτανε του πατέρα μου. Που να τον πάω, τι να κάνω, σκέφτηκα να φτιάξω βενζινάδικο…
Τότε υπήρχανε στη Σκύρο ή;
Ήτανε ο μπαρμπα-Νίκος ο Πιλιάτης.
Στο λιμάνι…
[01:10:00]Ο Αγγελής και ο Μανώλης. Ο Μανώλης ό,τι είχε ανοίξει αυτός κάνα δυο χρόνια, τρία. Άρχισα, είχα τότε εφτά εκατομμύρια, λεφτά. Αρχίζω φέρνω μηχανικό τότε, γιατί φοβόμουν κιόλας, ο Ραφτόπουλος… τον Κώστα τον ξέρεις τον μηχανικό; Εγώ τον ανέδειξα. Τον γνώριζε άλλος, τον είχε φέρει φοιτητή και μου τον είχε… Εγώ τον ανέδειξα. Του λέω: «Κώστα…», μου λέει: «Δεν ξέρω περί βενζινάδικα, θα πάω στην Αθήνα να δω τον νόμο και θα ‘ρθω, Γιάννη, να σου πω». Πήγε, έφυγε… Πήγε στην Αθήνα έρχεται και μου λέει: «Εντάξει». Ερχόμαστε δω, το μετρούμε, μάλιστα η θεια Αγνή μάς είδε από πάνω μεριά και μετρούσαμε και λέει: «Τι είναι;». Λέω: «Να, να φτιάξ’νε τον δρόμο, μωρέ», με τον άντρα της, εντάξει. Παίρνω την άδεια και βρίσκει… Εγώ ήμουνα και αξιωματικός στο Ναυτικό, δεν μπορούσα να πάρω άδεια. Βρίσκει ο Κώστας τον νόμο, ο Ραφτόπουλος, κι ήτανε ακόμα βασιλικό διάταγμα και επιτρεπότανε και σε αξιωματικούς και ό,τι επάγγελμα είχες να πάρεις την άδεια. Αφού τρελαθήκανε τότε! Όλοι! Μου λέει: «Γιάννη, υπάρχει, δεν είχε αλλάξει ο νόμος είναι βασιλικό διάταγμα και μπορείς να το βγάλεις εσύ απάνω σου». Έλεγα να το βγάλουμε απά’ στη γυναίκα μου, δεν μπορούσα να το δουλέψω εγώ. Βάζουμε μπρος, παίρνουμε την άδεια. Ήτανε ο Ράδος δω, πά’ στο Ραντάρ, εγώ υπηρετούσα δω κι έρχεται κά’ στο λιμάνι, έρχεται στο Λιμεναρχείο, ήτανε ένα καλό παιδί Μήτσος κι όποτε βγαίναμε γινόμαστε από τα ούζα με τον Φιλιππαίο, δω που ‘ναι ο Ψαριώτης ήτανε το Λιμεναρχείο, από πάνω. Παίρναμε τηλέφωνο τον Γιάννη τον Φιλιππαίο και μας έφερνε ούζα και μεζέ απάνω και γινόμαστε… Έρχεται κι ο Ράδος μια δόση, ήτανε στο Ραντάρ, τότε δα που ‘χα πάρει την άδεια, μου λέει: «Ρε συνάδελφε, πώς το πήρες εσύ;». Γιατί έγινε σήριαλ τότε. «Πώς πήρες την άδεια βενζινάδικου στο όνομά σου;». Λέω: «Δεν ξέρεις, ρε συνάδελφε, που έχουμε δικαίωμα; Με δίχως να ‘χω δικαίωμα την έπαιρα; Ρε συ, είναι βασιλικό διάταγμα ακόμα, δεν έχει αλλάξει ο νόμος». Σκέψου, είχαμε Προεδρική και δεν είχαν αλλάξει, ήταν βασιλικό διάταγμα, είχα το δικαίωμα να πάρω και την πήρα γω την άδεια. Γιώργη, ξεκίνησα με 7 εκατομμύρια, δεν ήξερα πού πήγαινα, πόσο θε’ να πάει. Μου κόστισε χοντρικώς 33 εκατομμύρια, κάτσαμε με την Καλή και τα λογαριάσαμε 33 εκατομμύρια. Είχα 7 εκατομμύρια γω… Το βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ, που πολεμούσα δω, μου ‘ρχότανε, λέω: «Κι άμα θα πέσω έξω; Πού θα τα βρω, τι θα κάνω;», μου ‘ρχότανε μια έξαψη. Εκεί που μου ‘ρχότανε έξαψη και ταραζόμουν στον ύπνο μου έλεγα: «Και τι έγινε; Κι άμα δεν πάω καλά, τι θα πούνε, ότι τα ‘φαγα στα μπουζούκια ή τα ‘χασα στα χαρτιά; Πήγα να κάνω κάτι για τα παιδιά μου κι έπεσα έξω». Μου ‘δινε κουράγιο η ανωτέρα δύναμη. Σου λέω… Εκείνη τη χρονιά είχαμε και πολύ τουρισμό, που άνοιξα γω το ’94. Ο Γιώρης ο Μπαλάσος, ο συγχωρεμένος, μου ‘κανε τα κουφώματα, τις πόρτες, και δεν μου τα είχε τελειώσει, μου είχε κάνει τις κάσες κι εγώ είχα ανοίξει γιατί θε να ‘χανα την άδεια, έπρεπε να… Σου είχαν βάλει όριο, έπρεπε να την είχα ανοίξει, άμα ερχότανε ο Αύγουστος μου παίρνανε την άδεια, την έχανα. Κι έπρεπε να ανοίξω. Του λέω του Γιώρη του συγχωρεμένου: «Γιώργη, έτσι κι έτσι». Μου λέει: «Εντάξει». Μου ‘κανε τα κουφώματα άνοιξα εγώ και κοιμόμουν δω στη γωνία με ένα ράντζο… Τότε ένα μπουκάλι λάδι, μάλιστα, ερχότανε ο Μανώλης ο Ντάος, γω δεν τα ‘ξερα, κι αυτός μου ‘βαζε τις τιμές, γιατί έχουμε και μέχρι σήμερα καλή συνεργασία, για όνομα Θεού, πολύ καλή συνεργασία και μέχρι σήμερα, είναι πολύ καλό παιδί ο Μανώλης. Και ο Μανώλης ήταν στρατιώτης, ήταν στο Ραντάρ απάνω, φαντάρος. Ερχότανε το βράδυ, έφευγε η θειά με τα κορίτσια, μικρά, η Άννα 12-13 χρονών, η Καλή 15, με το λεωφορείο και πήγαινα κι εγώ… Και δωδά είχε ο Βαγγέλης, δωδά που ‘χει το συνεργείο είχε ο Βαγγέλης αυτό το σούπερ μάρκετ, μαγαζί, δεν ξέρω αν το πρόφτασες, είχε δω και πήγαινα και έπαιρνα ένα ψωμί, που θα ‘χαμε το μεσημέρι, κι ένα κουτί σολομό, μια κονσέρβα. Κι έτρωγα και κοιμόμουνα με ένα ράντζο δωνά, αλλά όλη τη νύχτα πολεμούσα. Κι είχε πολύ τουρισμό. Φεύγανε το βράδυ και μου αφήνανε 100 δραχμές ρέστα κι εγώ μέχρι τις 00:00 η ώρα, έσκαβα, έφερνα, κουβαλούσα, τα χαντάκια στις νησίδες να τις διαμορφώσω. Το πρωί ερχότανε κι είχα 700-800 δραχμές. Εκείνη τη χρονιά για 45 μέρες έκανα 65 εκατομμύρια τζίρο…
Άρα βγήκε, εντάξει…
Έβγαλα εγώ 6 εκατομμύρια. Διά νυχτός, ούτε τηλέφωνο είχα, πήγαινα και έπαιρνα την εταιρεία δω απ’ του Βαγγέλη στο σούπερ μάρκετ και διά νυχτός μου στείλανε… Τους έλεγα επάνω: «Παιδιά, στεγνώνω, αύριο δεν θα ‘χω». Διά νυχτός μου στείλανε το καράβι απ’ τη Μυτιλήνη να ‘ρθει το πρωί δω. Μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι, αύριο το πρωί είναι το καραβάκι στο βενζινάδικο». 65 εκατομμύρια τζίρο για 45 μέρες.
Άρα άξιζε το ρίσκο;
Άξιζε, ναι. Άξιζε.
Αλλά όπως είπες, θα μπορούσε να μην είχε βγει.
Ναι, αλλά δόξα τω Θεώ. Σου λέω, είχα αυτά τα λεφτά, έβγαλα κι αυτά τα λεφτά. Εκείνη τη χρονιά απολύθηκα και πήρα και 8.700 εκατομμύρια εφάπαξ, κατάλαβες, ζεστά λεφτά.
Κι όπως είπες όμως απ’ την αρχή, γιατί θυμάμαι που είπες σαν άνθρωπος της φτωχολογιάς, «τη δουλειά -λες- δεν τη φοβήθηκα ποτέ».
Όχι, δεν τη φοβήθηκα, όχι!
Η δουλειά πολλές φορές έχει και αποτέλεσμα…
Δω μου ‘λεγε η θειά: «Άσ’ το, μωρέ Γιάννη». Κοίτα, γω τη θειά… καθόμαστε θα κάνουμε αυτό, θα κάνουμε εκείνο. «Άσ’ το, μωρέ Γιάννη, άσ’ το ακόμα να απολυθεί ο Μανώλης». Εγώ σ' το ‘πα, εγώ θα το κάνω, ή στου ύψους ή στου βάθους… Δηλαδή από τη σκέψη μου δεν έφυγα και πάντοτε μου βγήκε σε καλό. Αλλά πάντοτε όμως συνεργαζόμουν με ανθρώπους κι έκανα εξήγηση. Στον Γιάννη τον Τράκο: «Έχω αυτά τα λεφτά, τον άλλο μήνα θα ‘χω αυτά», στον Τάκο τον Καψοκάρδη που μου κάνανε τις εκσκαφές: «Τάκο, έχω αυτά». Ο Γιωργούλας, θεός συγχωρέσ’ του: «Έχω αυτά τα λεφτά». Ποτέ: «Θα σας τα δώσω σ' έναν μήνα». Σε 20 μέρες τα μάζευα, τα πήγαινα. Ο Τάκος ο Καψοκάρδης, δω απ’ έξω, πάω να τον ξεπληρώσω, ήμαστε με την Καλή τη θυγατέρα μου καλή της ώρα, καθόμαστε, και τραβά τα μισά λεφτά, του ‘χα δώσει αυτό και τα τελευταία να τον ξοφλήσω, δεν θυμάμαι τώρα πόσο ήτανε, και τραβά μετρά τα μισά λεφτά και μου λέει: «Πάρ’ τα αυτά, Ξανθούλη, εμένα μου φτάνουνε, δώσε αλλού όπου θέλεις». «Βρε συ…». «Όχι», ο Τάκος ο Καψοκάρδης. Ο Γιάννης ο Τράκος, αφού πήρα το εφάπαξ και τον έπαιρνα να ‘ρθει, πες του, να τα πάρει 3 εκατομμύρια και δεν ερχότανε. Και μια δόση πήγαινα ταξίδι εγώ, δεν θυμάμαι για τι δουλειά, και σμίξαμε μες στο καράβι, λέω: «Ρε συ, ούτε εγώ τα εκμεταλλεύομαι, γιατί σε περιμένω να ‘ρθεις. Ούτε εγώ μπορώ να τα δώσω πουθενά ούτε κι εσύ τα ‘χεις». Λέει: «Τι στεναχωριέσαι;». Και ήρθε, έφερε στου Βαγγέλη που ‘κανε το σπίτι το από πάνω, ο Βαγγέλης ο Λάμπρος, και ήρθε εδώ απ’ έξω και τα πήρε, μου λέει: «Έλα, ρε ‘συ…». Να, σου ορκίζομαι.
Κατάλαβα, κατάλαβα…
Τους είπα «τον τάδε μήνα», τον τάδε μήνα.
Αυτό που λες, απ’ την αρχή ότι ήτανε με τους ανθρώπους εξηγημένα, 1-2-3.
Σου λέω, ο Τάκος ο Καψοκάρδης… Γιατί σ' τα λέω τώρα; Τράβηξε ο άνθρωπος και μ’ άφησε, δεν θυμάμαι, 10 χιλιάδες ήτανε τώρα το υπόλοιπο; 15 ήτανε; Πόσο ήτανε, δεν θυμάμαι.
Δραχμές μιλάμε;
Ναι, δραχμές τότε. Και τραβά και παίρνει τα μισά λεφτά και μου λέει: «Πάρ’ τα αυτά, δώσ’ τα αλλού, όπου θέλεις, να βολευτείς». «Βρε, δεν έχω…», το κατάλαβες; Είναι καλά ο άνθρωπος, για όνομα Θεού. Αυτά, Γιωργάκη.
Αυτά κύριε Γιάννη μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τίποτα, μωρέ Γιώργο, αλίμονο!
Φωτογραφίες

Άρθρο σε εφημερίδα
Αφιέρωμα με άρθρο στους φαροφύλακες (*1-1)

Άρθρο σε εφημερίδα
*1-2

Άρθρο σε εφημερίδα
*1-3

Ημερολόγιο Φάρου
Εξώφυλλο ημερολογίου Φάρου

Ημερολόγιο Φάρου
Εσωτερικές σελίδες ημερολογίου Φάρου
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Ξανθούλης, γεννημένος στη Σκύρο το '45, μας μιλά για τα παιδικά του χρόνια στο νησί και τα 35 χρόνια υπηρεσίας ως φαροφύλακας. Διηγείται περιπέτειες από τη ζωή του στον φάρο, μιλά για την οικογένειά του και τους συναδέλφους του, για τη φύση του επαγγέλματος, για τους φάρους άλλοτε και τώρα. Ο κύριος Γιάννης, γνώστης των παραδοσιακών τραγουδιών της Σκύρου, μας τραγουδά και μας ταξιδεύει σε μιαν άλλη εποχή, πιο «ζεστή» κατά εκείνον, ενώ, τέλος, μας λέει για το ρίσκο που πήρε κατά την απολύσή του λόγω ηλικίας απ’ την Υπηρεσία Φάρων και άνοιξε το βενζινάδικό του στη Σκύρο.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Ξανθούλης
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γεωργούδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/11/2021
Διάρκεια
79'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Γιάννης Ξανθούλης, γεννημένος στη Σκύρο το '45, μας μιλά για τα παιδικά του χρόνια στο νησί και τα 35 χρόνια υπηρεσίας ως φαροφύλακας. Διηγείται περιπέτειες από τη ζωή του στον φάρο, μιλά για την οικογένειά του και τους συναδέλφους του, για τη φύση του επαγγέλματος, για τους φάρους άλλοτε και τώρα. Ο κύριος Γιάννης, γνώστης των παραδοσιακών τραγουδιών της Σκύρου, μας τραγουδά και μας ταξιδεύει σε μιαν άλλη εποχή, πιο «ζεστή» κατά εκείνον, ενώ, τέλος, μας λέει για το ρίσκο που πήρε κατά την απολύσή του λόγω ηλικίας απ’ την Υπηρεσία Φάρων και άνοιξε το βενζινάδικό του στη Σκύρο.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννης Ξανθούλης
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γεωργούδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/11/2021
Διάρκεια
79'