© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Η πρώτη χασάπαινα γυναίκα ήμουνα, στην Αθήνα ήμουνα εγώ, μπορεί να ήταν και σ’ όλη την Ελλάδα»

Κωδικός Ιστορίας
20244
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευαγγελία Πέτρου (Ε.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2021
Ερευνητής/τρια
Χριστίνα Πέτρου (Χ.Π.)
Χ.Π.:

[00:00:00]Ξεκίνησε να γράφει τώρα, εντάξει; Καλησπέρα.

Ε.Π.:

Καλησπέρα.

Χ.Π.:

Ονομάζομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, βρίσκομαι με την κυρία…

Ε.Π.:

Πέτρου Ευαγγελία.

Χ.Π.:

Και είμαστε στο σπίτι της, και είμαστε έτοιμοι για να αρχίσει η εξιστόρηση της ιστορίας της ζωής της. Πείτε μας πότε γεννηθήκατε;

Ε.Π.:

Γεννήθηκα 29 Μαρτίου του ‘51, στον Ασπρόπυργο Αττικής, σε μια κτηνοτροφική-αγροτική οικογένεια, που ασχολούνταν με τα ζώα και τα χωράφια και τέτοια. Ο πατέρας μου ήτανε παντρεμένος και είχε τρία κορίτσια. Ήταν έμπορας, ζωεμπόριο. Έφερνε ζώα απ’ όλη την Ελλάδα, ζωντανά ζώα, και η γυναίκα του ήταν πάλι έγκυος, και μία αλμπάνισσα στο χωριό τής είπε «Έχεις πάλι κορίτσι» κι αυτή θεώρησε καλό και της λέει «Πω, πω, πω, πώς να το πω στον άντρα μου ότι έχω πάλι κορίτσι;» Και τη βάζει κάτω να της κάνει έκτρωση, κι έπαθε μόλυνση η γυναίκα και πέθανε. Κι όταν ήρθε ο πατέρας μου απ’ το εμπόριο, είχανε κάνει και τα σαράντα. Τότε δεν υπήρχαν κινητά να τον ειδοποιήσουνε. Και έμεινε χήρος με τρία κοριτσάκια μικρά, στον χρόνο τα είχε αυτά. Η μητέρα μου ήταν ορφανή, από μάνα και πατέρα. Ο πατέρας της είχε σκοτωθεί το ‘12 στον πόλεμο, την είχε αφήσει 9 μηνών μωράκι. Η μάνα της πέθανε, όταν ήτανε 9 χρόνων, η μάνα μου. Πέθανε από μία αρρώστια που βγάζουν συνήθως, τότε δεν υπήρχανε εμβόλια και τέτοια, τα ζώα, τον λέγανε άνθρακα. Έβγαζαν κάποιο σπυρί, δεν ξέρω ακριβώς πού, όπως λέγανε, και πέθανε. Η μάνα μου ήτανε η καταγωγή της Βλάχα-Σαρακατσάνα, απ’ αυτούς τους Βλάχους που ‘χουνε πάει στα Μεσόγεια. Που φύγανε απ’ τα Άγραφα, κι έχουνε πάει και κατοικούν ακόμα στα Μεσόγεια. Εκεί ήτανε με τα πρόβατά τους. Και μετά, αφού έμεινε ορφανή η μάνα μου, είχε άλλα δυο αδέρφια, και τους πήρε ο ένας αδερφός του πατέρα της, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στον Ασπρόπυργο, γιατί θεωρούσε ότι ήτανε πιο κοντά η Πάρνηθα, που βγαίνανε την άνοιξη οι Βλάχοι στα βουνά. Του έρχονταν πιο κοντά απ’ τα Μεσόγεια. Και θεώρησε καλό να πάρει τα ορφανά μαζί του, να τα ‘χει υπό την προστασία ο θείος. Μεγάλωναν αυτά. Κάποια στιγμή έφτασε 22 χρόνων ο τελευταίος, ο αδερφός, και παθαίνει φυματίωση. Ε, αφού πήγαινε κοντά στα γίδια, μες στις κακουχίες, βρεχόταν απ’ τις βροχές, απ’ τα χιόνια, έπαθε το παιδάκι φυματίωση. Δεν υπήρχαν τότε, τότε κάλπαζε η φυματίωση, και πέθανε. Και έμειναν τα δύο αδέρφια, η μάνα μου με τον αδερφό της τον μεγαλύτερο. Έβγαλε έναν νόμο τότε, ο, αχ, τώρα τον ξεχνάω τώρα, ο Μεταξάς, να σφαχτούν τα γίδια, για να πάρει πολεμοφόδια, να δώσει τα δέρματα. Δεν ξέρω σε ποιο κράτος θα ‘δινε τα δέρματα, και επέβαλλε στους κτηνοτρόφους που είχανε γίδια να τα σφάξουνε. Και αναγκαστήκαν τα ορφανά και τα σφάξανε τα γίδια, γιατί έτσι διέταξε το κράτος. Και με τα λεφτά αυτά, πήρε η μάνα μου 5-6 μοσχάρια, και κατεβήκαν στο χωριό, γιατί ήταν έξω από τον Ασπρόπυργο, σε ένα βουναλάκι εκεί πέρα, που λεγόταν Ζαβαρδέλλα -τώρα έχουν γίνει όλο εργοστάσια εκεί πέρα. Τέλος πάντων, και είχε τα μοσχάρια αυτά. Νοίκιασαν ένα σπίτι, εκεί πέρα, στον Ασπρόπυργο, και είχε τα μοσχάρια. Αφού τα ‘θρεψε τα μοσχάρια, ήθελε να τα πουλήσει και της λέει της σπιτονοικοκυράς «Θα σου φέρω εγώ έναν έμπορα να τα πουλήσεις» και της πάει τον πατέρα μου. Την είδε ο πατέρας μου και του άρεσε. Και της λέει της σπιτονοικοκυράς, λέει «Δεν κάνεις τίποτα να πάρω αυτήν τη Βλάχα;». Και μάλιστα η μάνα μου ήθελε να τον κοροϊδέψει κιόλας, τα πότισε τα μοσχάρια για να σηκώσουν περισσότερο βάρος να της δώσει περισσότερα λεφτά, τον πατέρα μου. Τέλος πάντων, η μάνα μου το θεώρησε προσβολή να πάρει έναν χήρο, αλλά αφού ήταν ορφανή όμως και δεν είχε πόρους, γιατί ο θείος της δεν ενδιαφερότανε, γιατί αυτός είχε 4-5 κορίτσια και κοίταγε να παντρέψει τα κορίτσια τα δικά του. Την ανιψιά δεν τη… είχε φτάσει 25 χρόνων η μάνα μου, δεν ενδιαφερότανε. Και είδε και αποείδε η μάνα μου και τον πήρε, είπε ναι, και τον πήρε τον πατέρα μου. Εντάξει, πέρασε πολύ καλά, γιατί ο πατέρας μου ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, ήταν έμπορας έβγαλε πολλά λεφτά. Γεννήθηκε ο αδερφός μου, μετά γεννήθηκα εγώ το ’51. Και είχε ζώα και μαγαζί στον Ασπρόπυργο, κρεοπωλείο, και το εμπόριο. Τότε, τα ζώα που τα ‘φερνε ο πατέρας μου από διάφορα μέρη της Ελλάδος, δεν υπήρχανε σφαγεία, να 'παν να τα σφάξουνε, και τα σφάζανε στα σπίτια, στις αχυρώνες, στα… Ο πατέρας μου τα ‘σφαζε στην αυλή του σπιτιού. Σ’ ένα ταξίδι που είχε πάει στη Λήμνο, έπεσε σε θαλασσοταραχή, και τότε φορτώσανε τα ζώα. Δεν υπήρχανε καράβια, όπως είναι τώρα καράβια… ήτανε καράβια της πλάκας. Είπε το λιμεναρχείο να μη φύγει το καράβι, αλλά ο καπετάνιος δεν άκουσε κι έφυγε. Κι όταν έφτασε μεσοπέλαγα το καράβι κι έπεσε στη θαλασσοταραχή, ό,τι είχε το καράβι πάνω, βαρέλια, γιατί ήταν κι άλλοι έμποροι, δεν ήτανε μόνο, δεν ήταν επιβατικό. Ήταν εμπορικό καράβι που είχαν φορτώσει εμπορεύματα, άλλος είχε λάδια, ζώα, ο πατέρας μου είχε ζώα, και όπως ερχόταν τα κύματα, βουνά τα κύματα, έπαιρνε ό,τι έβρισκε, τα λάδια, τα πρόβατα, τα γίδια, τι είχε αυτό. Να μην τα πολυλογώ, ο καπετάνιος -ο πατέρας μου ήτανε πολύ βλάσφημος, δεν άφηνε… έτσι, αμόρφωτος ήταν, αγράμματος άνθρωπος, δεν είχε πάει Πανεπιστήμιο, έμπορας ήτανε- και λέει ο καπετάνιος «Άγιε Νικόλα μου, τώρα σε θέλω» κι έγινε λάδι η θάλασσα. Όταν όμως κατέβηκε στον Πειραιά, ο πατέρας μου έπαθε νευρασθένεια από τον φόβο του. Είχε εννιά χρόνια, δεν βγήκε από το σπίτι. «Βρε, του έλεγαν όλοι, βγες να πας στις επιχειρήσεις σου, να πας…» είχε υπαλλήλους, είχε προσωπικό. «Θα βγω, θα πεθάνω!» έλεγε. Είχε, τον γυρίσανε σ’ όλους τους γιατρούς της Αθήνας, δεν μπορούσαν να βρει γιατριά γι' αυτό που είχε πάθει. Τέλος πάντων, έκανε εννιά χρόνια να βγει απ’ το σπίτι. Η μάνα μου δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει όλα αυτά μόνη της. Αρχίσανε υπάλληλοι, που είχε, κλέβανε, όποιος προλάβαινε τον Κύριο έβλεπε. Αδυνάτισε οικονομικά, έχασε τα λεφτά του που είχε. Εν τω μεταξύ, τη μεγάλη την κόρη την είχανε αρραβωνιασμένη. Ο γαμπρός την είχε αφήσει έγκυος, και ήθελε να φύγει να πάει φαντάρος, και του λέει η μάνα μου «Άμα δεν τη στεφανώσεις τη Μαρία, δεν θα πας φαντάρος» του είπε «Θα τη στεφανώσεις και μετά θα πας φαντάρος». Λέει αυτός «Για να τη στεφανώσω, θέλω την προίκα που μου έχετε ταμένο». Της είχανε τάξει 350 λίρες, συν κτηματική περιουσία που είχανε, χωράφια και τέτοια. Η μάνα μου δεν είχε, αφού ο πατέρας μου είχε εννιά χρόνια να βγει από το σπίτι έξω, δεν είχε λεφτά, δεν της έφταναν τα λεφτά και προίκες να κάνει, όπως κάνανε τότε προικιά και προίκες αυτά, στα κορίτσια, να δώσει, να βρει και τις 350 λίρες. Λέει του πατέρα μου «Εδώ συμβαίνει αυτό το πράγμα. Το κορίτσι είναι έγκυος κι ο γαμπρός θέλει να πάει φαντάρος, κ[00:10:00]αι μας κάνει εκβιασμό, και μας λέει αν δεν πέσουν τα λεφτά την Πέμπτη, γάμος δεν γίνεται». Σου λέει πού θα τα βρει αυτή τα λεφτά να γίνει ο γάμος; Ο πατέρας μου, αφού ήτανε, δεν ήξερε πού βρισκότανε, της λέει «Ε, και τι πειράζει; Άσπρισε το δωμάτιο να γεννήσει». Του λέει η μάνα μου «Ω δυστυχία μου, τι λες; Και πώς θα τα παντρέψεις τα πίσω τα κορίτσια, όταν θα ακουστεί τέτοιο πράγμα, να γεννήσει αστεφάνωτο το κορίτσι;». Τότε ήταν μεγάλη προσβολή να γεννήσει η κοπέλα χωρίς να είναι παντρεμένη, στεφανωμένη. «Τι λες, είσαι με τα καλά σου;». «Και τι θα κάνουμε;», της είπε. Σηκώνεται η μάνα μου, και σε πληροφορώ η μάνα μου ήταν αγράμματη, δεν ήξερε ούτε την υπογραφή της. Αλλά ήτανε δικηγόρος αγράμματος. Και μπαίνει στο λεωφορείο, και πάει στην Αθήνα. Και πάει στον νονό του αδερφού μου, που ήτανε κρεοπώλης στη Βαρβάκειο, που του έδινε κρέατα ο πατέρας μου, και του λέει «Κουμπάρε, μου συμβαίνει αυτό το πράγμα». Ήξερε όμως ότι είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου. Ξέρανε ότι είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου, αφού είχε σταματήσει η συναλλαγή τους, και λέει «Κουμπάρε, μου συμβαίνει αυτό το πράγμα, το κορίτσι είναι έγκυος, κι ο γαμπρός μού κάνει εκβιασμό, και θέλει τα λεφτά απ’ την Πέμπτη, και μου λείπουνε τόσα λεφτά». «Μπράβο -της λέει- παρ’ τα κουμπάρα». Κι έρχεται η μάνα μου στο χωριό. Τότε ο Ασπρόπυργος ήτανε χωριό, μην κοιτάς τώρα που έχει γίνει βιομηχανική πόλη, και ειδοποιεί τον γαμπρό. Του λέει «Έλα, σε θέλω». Έρχεται αυτός στο σπίτι, του λέει «Ο γάμος ξεκινάει, τα λεφτά τα ‘χεις την Πέμπτη. Ορίστε, εδώ τα ‘χω, του λέει, την Πέμπτη, έλα, παρ’ τα. Ο γάμος θα γίνει την Κυριακή!». Και έτσι παντρεύτηκε η μεγάλη κόρη, με όλα τα αυτά, όλα όπως πρέπει. Η μάνα μου το πήρε και προσβολή, σου λέει «Α, επειδή δεν την είχε γεννήσει, σου λέει η μητριά τα παράτησε τα κορίτσια και γεννοβολάνε αστεφάνωτα;». Το πήρε προσβολή η μάνα μου, είχε φιλότιμο. Τέλος πάντων, μετά συνήλθε ο πατέρας μου, μετά από 9 χρόνια και από θεραπεία και από φάρμακα και αυτά, συνήλθε. Αλλά είχε όμως γονατίσει οικονομικά πολύ. Παντρεύει και την άλληνε, και μετά παντρεύει και την τρίτη. Τις πάντρευε μικρές, από 17 χρονών τις πάντρευε. Έτσι παντρευόντουσαν τότες, δεν μεγάλωναν κοπέλες, γιατί δεν πήγαιναν ούτε σε σπουδές ούτε πουθενά. Και λέει «Τώρα πρέπει να κάνουμε…», σκέφτηκε με τη μάνα μου, είχε μεγαλώσει κι ο αδερφός μου, πριν όμως να πάμε, να κάνει κρεοπωλείο, σκεφτήκαμε να κάνει κρεοπωλείο στην Αθήνα. Να φύγουμε από τον Ασπρόπυργο, να μετακομίσουμε στην Αθήνα. Είχαμε όμως και πρόβατα. Είχαμε πρόβατα. Το θεώρησαν σωστό, εγώ που ήμουνα κοτζάμ κοριτσάκι τώρα, 10 χρονών 11, μου φορτώνανε σ’ ένα σουστάκι -έχω και μια φωτογραφία- σε ένα σουστάκι, τα δοχεία με το γάλα, και το πήγαινα στον γαλατά. Όλα τα παιδιά πηγαίναν σχολείο, κι εγώ πήγαινα το γάλα στον γαλατά. Με συναντούσε ο δάσκαλος -γιατί ήταν χωριανός ο δάσκαλος- με συναντούσε στον δρόμο, και μου ‘λεγε «Βαγγελιώ, δεν θα ‘ρθεις στο σχολείο;». «Δεν θα ‘ρθω, κύριε» του έλεγα. Βέβαια, δεν τα αγαπούσα και τα γράμματα, αλλά δεν με πιέζανε κι οι γονείς μου, γιατί τα κορίτσια τότε τα ‘χανε της πλάκας. Δεν τα θεωρούσαν τα κορίτσια για… μόνο τα αγόρια θέλανε να τα ‘χανε. Τον αδερφό μου τον είχανε γραμμένο -δεν υπήρχανε τότε ΤΕΙ και τέτοια και τον είχανε γραμμένο στη Σιβιτανίδειο, λεγόταν μια σχολή, για να γίνει μηχανικός, και πλήρωνανε. Ο αδερφός μου πήγαινε στη Βαρβάκειο στον νονό του, κι αυτός πιο καλός δεν του ‘λεγε «Παιδί μου, ο πατέρας σου πληρώνει, πήγαινε στη σχολή». Τον μάζευε εκεί πέρα, του ‘δινε κάτι θηκάρια, κάτι μαχαίρια, κι αυτός επειδή αγαπούσε τη δουλειά, ας πούμε, το χασαπλίκι, καθόταν στη Βαρβάκειο εκεί πέρα, κι ερχότανε μετά στον Ασπρόπυργο. Ήτανε κοντά, ο Ασπρόπυργος είναι πολύ κοντά απ’ την Αθήνα, και πάει ο πατέρας μου να πληρώσει στη σχολή. Του λέει ο διευθυντής «Κύριε, τι να πληρώσετε; Ο γιος σας έχει να πατήσει έναν χρόνο, τι να πληρώσετε;». Αφού την είχε μάθει καλά τη δουλειά ο αδερφός μου, λέει «Θα φτιάξουμε ένα μαγαζί στην Αθήνα». Και φτιάχνουμε πράγματι ένα μαγαζί στην Αθήνα -στην Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα, στον Βοτανικό- και τ’ ανοίξαμε το μαγαζί αυτό, μια χαρά. Πάει ο αδερφός μου φαντάρος. Πάει ο αδερφός μου φαντάρος, άρχισα εγώ μέσα στο μαγαζί σιγά-σιγά, κι έγινα πρώτος χασάπης. Η πρώτη χασάπαινα γυναίκα ήμουνα, στην Αθήνα ήμουνα εγώ, μπορεί να ήταν και σ’ όλη την Ελλάδα. Ήμουνα εγώ, όχι τώρα που είναι τα σούπερ μάρκετ και τα βγάζουν στον δίσκο, και σου βάζει αυτό το κομμάτι, αυτό μπριζόλες, ξέρω γω, τι. Τότε το ‘κοβες μόνος σου. Τι ήταν αυτό; Γουρούνι; Τι ήταν αυτό; Μοσχάρι; Ολόκληρα αυτά, τα ‘κοβες μόνος σου. Κι ήμουνα η πρώτη γυναίκα χασάπαινα. Έχω και φωτογραφία, το μαγαζί που είμαι χασάπαινα -αφού είχε έρθει και η τηλεόραση τότε, ήταν ΥΕΝΕΔ λεγόταν τότε-, είχε έρθει κι η τηλεόραση, και μ’ είχε πάρει, που ήμουνα η πρώτη γυναίκα χασάπης στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν και σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά στην Αθήνα ήμουνα η πρώτη χασάπαινα, κοπέλα τώρα, όχι να ‘μουνα, τι ‘μουνα, 17 χρονών, που έκοβα κρέας στο μαγαζί. Και τότε, θυμάμαι, πάει ο αδερφός μου φαντάρος και γίνεται η Δικτατορία. Γίνεται η Δικτατορία και ήταν ημέρα Παρασκευή που έγινε η Δικτατορία, ξημέρωνε Παρασκευή. Και, ναι μεν, είχαμε κάνει το μαγαζί στην Αθήνα, αλλά εξακολουθούσαμε να μένουμε στον Ασπρόπυργο, και πηγαινοερχόμασταν με το λεωφορείο. Κι ο πατέρας μου ήθελε να πάει για να ψωνίσει στον Ρέντη για το μαγαζί, αφού ήταν ο αδερφός μου φαντάρος, και εμείς κατεβήκαμε να πάρουμε το λεωφορείο στη στάση να πάμε για την Αθήνα. Περιμέναμε να ‘ρθει το λεωφορείο, περιμέναμε να ‘ρθει το λεωφορείο «Μα γιατί δεν έρχεται το λεωφορείο;». Είδαμε μία παγωμάρα. «Γιατί είναι έτσι, γιατί είναι έτσι;». Να σου ένας γνωστός μας. Της λέει της μάνας μου «Πάρε το κορίτσι και γύρνα στο σπίτι, έχουμε Δικτατορία απόψε, έγινε». «Τι λες;». Δεν υπήρχαν τηλέφωνα να ειδοποιήσουμε, να μάθουμε τι και πώς, αλλά είχαν κοπεί και τα τηλέφωνα τότε. Εκείνη την ημέρα, τα ‘χανε κόψει τα τηλέφωνα, δεν μπορούσες να επικοινωνήσεις.

Ε.Π.:

Τέλος πάντων, μετά από την άλλη μέρα, επιτρεπόταν η μετακίνηση. Έγινε η Δικτατορία, δεν μας πείραξε κανένας στη Δικτατορία εμάς. Κάθε άλλο υπήρχαν οι δουλειές τότε, δούλευαν οι οικοδόμοι, γινότανε η οικοδομή, δουλεύανε ο κόσμος. Δεν είχε, ας πούμε, να μην είχε ο κόσμος λεφτά να… ψώνιζαν. Τι να σου πω, ουρά ο κόσμος να ψωνίζει, είχε λεφτά. Ερχόταν την Παρασκευή και είχε το παντελόνι, γεμάτη η τσέπη του λεφτά, του οικοδόμου. Και ερχόμαστε τώρα στο -να πιω λίγο νεράκι- και ερχόμαστε τώρα που έγινε το Πολυτεχνείο. Στο Πολυτεχνείο, είχαμε εγκατασταθεί πλέον στην Αθήνα. Είχαμε φύγει από τον Ασπρόπυργο, το σπίτι, ας πούμε. Στο Πολυτεχνείο ακούγαμε, είχαμε ένα ραδιόφωνο, δεν είχαμε τότε τηλεόραση, δεν είχαν κι όλα τα σπίτια τηλεόραση. Και δεν είχαμε τηλεόραση. Και είχε απολυθεί ο αδερφός μου από φαντάρος. Και φώναζε εκείνη στο -είχαμε ένα ραδιόφωνο- και φώναζε «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Ψωμί, παιδεία...» και ήταν η Δαμανάκη, ήταν φοιτήτρια η Δαμανάκη τότε. Αλλά δεν ήξερα εγώ ποια είναι η Δαμανάκη, μετέπειτα την έμαθα τη Δαμανάκη, που είπανε ότι αυτή ήτανε που φώναζε στο Πολυτεχνείο, η Δαμανάκη. Στο Πολυτεχνείο, γινότανε ο χαλασμός Κυρίου. Ο κόσμος, επειδή είχε φοβηθεί στην Κατοχή από πείνα, έπεσε στα μαγαζιά, έπεσε στους φούρνους, ουρά, ουρά ο κόσμος να πάρει ψωμί, να πάρει τρόφιμα, γιατί φοβότανε μη γίνει κάτι. Και η Αθήνα [00:20:00]πείνασε τότε, πείνασε πάρα πολύ. Αφού έλεγαν, ο πατέρας μου που έσφαζε, τότε, μετέπειτα, φεύγω απ’ τη συζήτηση αυτή τώρα, και πάω πιο πίσω, ερχότανε με τα πόδια απ’ την Αθήνα στον Ασπρόπυργο, που ήτανε κοντά, και όποιος είχε είτε μια μηχανή είτε… την πούλαγε για ένα καρβέλι ψωμί, για ένα καρβέλι ψωμί! Ερχότανε για να πάρουν να ζήσουνε. Πείνασε η Αθήνα, πείνα! Τι να έτρωγε; Τα ντουβάρια; Δεν είχανε τίποτα στην Αθήνα. Και το θυμάμαι αυτό στο Πολυτεχνείο, και μετά θυμάμαι πάρα πολύ καλά που έγινε η Επιστράτευση με το Κυπριακό. Που μπήκανε οι Τούρκοι στην Κύπρο. Τότε, εκείνο το βράδυ, ήτανε, θυμάμαι, ήτανε Ιούλιος μήνας. 20 Ιουλίου ήτανε; 22; Θυμάμαι γιατί εκεί στη γειτονιά μας που μέναμε, ήταν η εκκλησία, η Αγία Μαρκέλλα, το θυμάμαι αυτό. Ήταν, γι’ αυτό ήταν -τον Ιούλιο είναι της Αγίας Μαρκέλλας- και είχε γίνει Επιστράτευση. Εμείς, δεν μου ‘κοβε το ρημάδι τι πάει να πει Επιστράτευση, και τι πάει να πει αυτό το πράγμα. Και γινότανε, ήμασταν στις γραμμές του τρένου, που ήμασταν το μαγαζί. Και ήταν τα τρένα, φεύγανε με τα παιδιά, γεμάτα τα τρένα, Επιστράτευση. Και ακούμε «Έγινε ανακωχή, έρχεται ο Καραμανλής». Ήταν η ΕΡΤ, δεν υπήρχαν κανάλια άλλα, ΥΕΝΕΔ κιόλας, και έβγαινε, θυμάμαι, έβγαινε δημοσιογράφος ο Τέρενς Κουίκ. Ήταν παιδαρέλι ο Τέρενς Κουίκ, τότε είχε πρώτο… ο Τέρενς Κουίκ, στην ΥΕΝΕΔ λέει «Έρχεται ο Καραμανλής!». Έρχεται ο Καραμανλής, το τι έγινε! Δεν αφήσαν άλλες ελιές στα Μέγαρα, τις στρώσανε στον δρόμο να περάσει ο Καραμανλής. Το τι έγινε τότε! Και ήμασταν τυχεροί, γιατί εάν δεν είχε έρθει ο Καραμανλής εκείνο το βράδυ, άσε τώρα, αν είμαστε, εντάξει, οι Έλληνες υπερήφανοι και δυνατοί, αλλά θα ήμασταν υπόδουλοι σήμερα πάλι, ήμασταν τότε 400 χρόνια στους Τούρκους, τώρα θα ‘μασταν 500. Θα μας είχανε πάρει φαλάγγι οι Τούρκοι, εκείνο το βράδυ, αν δεν είχε έρθει ο Καραμανλής. Και μετέπειτα, γνωρίστηκα με τον άντρα μου. Ο άντρας μου ήταν αστυνομικός, και ήτανε φίλος με τον αδερφό μου. Υπηρετούσε εκεί στο τμήμα, κοντά στο μαγαζί, κι ο αδερφός μου ήτανε οδηγός αξιωματικού του στρατού. Τους μετέφερε απ’ το Μεγάλο Πεύκο στην Αθήνα, και το τζιπ που μετέφερε τους αξιωματικούς το πήγαινε στο τμήμα, και το άφηνε για ασφάλεια. Εκεί γνωρίστηκε με τον άντρα μου και τον είχε φίλο. Έρχονταν ο άντρας μου, εκεί στο μαγαζί, και εκεί ερωτεύτηκα με τον άντρα μου εγώ. Αλλά, βέβαια, ο άντρας μου ήτανε φτωχόπαιδο τώρα, αστυνομικός, γιατί κανένας πλούσιος δεν πάει στην αστυνομία, κακά τα ψέματα. Κανένα πλουσιόπαιδο δεν πάει στην αστυνομία να γίνει αστυνομικός. Τα φτωχόπαιδα πάνε για να βγάλουνε ένα κομμάτι ψωμί. Επειδή όμως εμείς είχαμε πιαστεί και είχαμε το οικονομικό, οι γονείς μου δεν τον θέλανε, γιατί ήτανε αστυνομικός και φτωχός, κι από ένα χωριό της Καρδίτσας τώρα σιγά, του πεταπετού, σιγά τώρα τον πολυέλαιο. Ειδικά, η μάνα μου, η μάνα μου ήτανε πολύ εγωίστρια, και δεν τον ήθελε με τίποτα. Αφού εγώ τον ήθελα, αναγκαστήκανε, θέλανε δεν θέλανε, τον δεχτήκανε για γαμπρό, τον άντρα μου, κι όταν ήρθανε, που λες, οι συμπεθέροι, η μάνα μου, οι γονείς μου, ας πούμε, οικογένειά μου ήτανε άντε και ντε, άντε μάνα μου. Τούτοι εδώ τώρα, από την Καρδίτσα, ήταν κάτι φτωχοί ανθρώποι, κάτι ανθρωπάκια. Η πεθερά μου ήτανε μία λιγοστούλα γυναικούλα, και μου λέει η μάνα μου, όταν φύγανε τα συμπεθέρια, αφού δώσαμε τον λόγο και φύγανε, μου λέει η μάνα μου «Την είδες αυτήν τη γυναικούλα; Αυτή τι έχει τραβήξει για να τον μεγαλώσει αυτόν τον λεβέντη που θα πάρεις εσύ!». Πράγματι, ο άντρας μου ήταν πολύ ωραίος. Η λεβεντιά του με τύφλωσε, όχι τα λεφτά του, να λέμε την αλήθεια τώρα, τέλος πάντων. Εντάξει, πέρασα καλά, δεν έχω πρόβλημα με τον άντρα μου. Έχουμε τρία παιδιά, δόξα σοι ο Θεός, καλά. Μετέπειτα, αφού βγήκε στη σύνταξη ο σύζυγος, θεωρήσαμε καλό και με τον αδερφό μου, βέβαια μετά βγήκανε τα σούπερ μάρκετ και… Ξέχασα να πω ότι, μετέπειτα, αφού έμαθα τη δουλειά εγώ στο κρεοπωλείο, ο αδερφός μου έκανε άλλο κρεοπωλείο, στη Χαροκόπου, και είχαμε δύο κρεοπωλεία. Εγώ, εδώ πέρα στον Βοτανικό, το είχα σχεδόν μόνη μου, με τον πατέρα μου, και ο αδερφός μου στο Χαροκόπου. Ο αδερφός μου, όταν πέθανε ο πατέρας μου, όσο ήταν ο πατέρας μου και βάσταγε τα ηνία, πηγαίνανε όλα ρολόι. Λεφτά να φαν κι οι κότες. Μόλις πέθανε ο πατέρας μου, τα πράγματα αλλάξανε. Κακή διαχείριση ο αδερφός μου, έπεσε έξω, τα ‘χασε όλα, από κει που είχε μία άλφα περιουσία κι αυτό, τα ‘χασε όλα, και φεύγει μετανάστης στην Ολλανδία. Φεύγει μετανάστης στην Ολλανδία, κι εκεί πέρα ήταν έξυπνος, έξυπνος στη δουλειά του απάνω, σε άλλα ήτανε ηλίθιος, αλλά στη δουλειά του απάνω ήτανε έξυπνος. Δεν τον έπιανε κανένας, αλλά σε άλλα ήτανε, άκουγε τι του ‘λεγε η γυναίκα του. Εν τω μεταξύ, είχε βγει ο άντρας μου στη σύνταξη, μου λέει «Ξέρεις, εγώ βρήκα, εδώ πέρα, βρήκα άκρες εδώ πέρα. Θέλεις -λέει- να πάτε στο χωριό του Κώστα να κάνουμε εμπόριο; Να στέλνουμε…», για χονδρεμπόριο μιλάμε τώρα. Δεν μιλάμε για 5.000 και 10. Το σκεφτήκαμε με τα παιδιά μου, τότε είχα τα δυο τα παιδιά, τα δυο τα παιδιά, την κόρη και τον γιο. Επειδή ερχόμασταν στο χωριό, εδώ πέρα, στη Λίμνη Πλαστήρα, και ήτανε πολύ ωραία, μας άρεσε το μέρος, τα παιδιά και τρελαινόντουσαν, τους είπαμε «Παιδιά, θέλετε να πάμε στο χωριό να κάνουμε εμπόριο; Είπε ο θείος ο Τάκης θα στέλνει απ’ έξω ζώα και να… αλλά εσείς, όπου θέλετε να περάσετε, δεν θα καθίσετε στο χωριό». Τα εξηγήσαμε αυτά. Εκείνη την εποχή, η κόρη μου η μεγάλη έδινε Πανελλήνιες. «Εντάξει;». «Εντάξει». «Εσείς, όπου θα περάσετε, θα πάτε. Δεν έχετε καμία δουλειά να καθίσετε στο χωριό, θα ερχόσαστε για καλοκαίρι». Αφού και τα παιδιά μας συμφωνήσανε και δεν κάναμε του κεφαλιού μας εμείς, να εγκαταλείψουμε τα παιδιά, και τη γνώμη των παιδιών μας, ήρθαμε στο χωριό του άντρα μου, που είχε χωράφια ο άντρας μου, το είχε κοντά στον δρόμο, το οποίο βόλευε να ερχόντουσαν οι νταλίκες ν’ άδειαζαν, να ξεφόρτωναν τα ζώα. Και πράγματι, αυτό έγινε.

Ε.Π.:

Εν τω μεταξύ, στο χρονικό διάστημα αυτό, ήμουνα 45 χρονών, και μένω έγκυος στη Χριστίνα μου. Αλλά εγώ νόμιζα ότι είμαι στην κλιμακτήριο, και μετά επειδής ήρθα και στο χωριό, όλη αυτή η αλλαγή μού έφερε κάποια, όσο να ‘ναι τώρα, να ‘σαι απ’ την πόλη, μέσα σε μαγαζί και να φύγεις και να… είναι κάπως, πώς να το πω; Πολύ βαρύ το πήρα, βαρέως, και δεν έδωσα σημασία στον εαυτό μου που είχα αυτές τις ανωμαλίες, με αποτέλεσμα να μην το ψάξω. Όταν βέβαια το ‘ψαξα, και πήγα εδώ στην Καρδίτσα, σ’ έναν γυναικολόγο και λέω «Κάτι προβλήματα, επειδή ήμουνα απ’ την Αθήνα;». Λέει η κουνιάδα μου «Θα κρύωσες, μου λέει, θα κρύωσες και γι’ αυτό έχεις αυτούς τους πόνους». Εγώ ήμουνα έγκυος, κόντευα να γεννήσω, και δεν είχα πάρει χαμπάρι. Και μετά, π[00:30:00]άω στον γυναικολόγο. Μου λέει ο γυναικολόγος «Έχεις παιδιά;». «Έχω, λέω, δύο». Λέει «Να σου ζήσει και το τρίτο» και δίνω ένα σάλτο να πηδήξω απ’ το παράθυρο. Το πήρα πολύ βαρέως. Λέω «Δυστυχία μου! Έχω κόρη 19 χρονών και να γεννάω τώρα; Ω, τι έπαθα!». Εν τω μεταξύ, η κόρη μου εκείνη την περίοδο, την είχε ζητήσει ο αδερφός μου να πάει για να τον βοηθήσει, επειδή η κόρη μου ξέρει τρεις γλώσσες, και ήθελε να τον βοηθήσει στη γλώσσα, που δεν ήξερε ο θείος της τη γλώσσα. Και πήγε το κορίτσι να τον βοηθήσει και δεν ήταν εδώ. ΄Ηταν ο γιος μου, ο οποίος, το παιδί τότε πήγαινε τρίτη λυκείου. Και, τέλος πάντων, θεώρησα καλό να πάω στην Αθήνα να βρω τον γυναικολόγο μου που είχα στα πρώτα μου τα παιδιά. Και μπαίνω στο λεωφορείο, από δω, τότε κάνανε απεργία οι αγρότες. Είχαν κλείσει τους δρόμους οι αγρότες, που γινότανε κακός χαμός. Δεν πέρναγε ούτε μύγα. Δεν ξέρω, πέρασε μέσα από παραδρόμους το λεωφορείο, πέρασε από δω, από κει, πέρασε. Πήγαμε στην Αθήνα, τον είχα πάρει τηλέφωνο τον γιατρό μου, και πάω. Με λέει «Ναι, είσαι έγκυος». Λέω «Όχι, θέλω να το ρίξω!». «Μα τι λες», μου λέει. Γιατί μου λέγανε εδώ, αυτοί που δεν ξέρουνε, γι’ αυτό άμα δεν ξέρεις, ότι επειδή ήμουνα μεγάλη, θα ‘βγαινε με πρόβλημα το παιδί. Θα ‘βγαινε με ειδικές ανάγκες το παιδί, επειδής ήμουνα μεγάλη σε ηλικία. Και λέω «Παναγία μου, μου το φύλαγες τώρα, να κάνω κάνα παρασάνταλο; Παναγία μου, τι ήταν αυτό που έπαθα;». Μου λέει ο γιατρός «Είμαι υπεύθυνος εγώ, δεν γίνεται. Το παιδί θα γεννηθεί πολύ γερό. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα!». «Όχι, του ‘λεγα εγώ, δεν το θέλω!». Αφού είδε κι αποείδε ο γιατρός, μου λέει «Άκου, να σου πω, εγώ δεν μπορώ να σε βάλω στο χειρουργείο, γιατί θα είναι κι ο αναισθησιολόγος και θα είμαστε συμμέτοχοι σ’ ένα έγκλημα. Επειδή το παιδί, να σου δώσω να καταλάβεις, είναι μεγάλο. Είσαι πολύ μηνών, σε δύο μήνες, τρεις, γεννάς. Το παιδί πώς μπορεί να το κόψουμε κομμάτια να το πετάξουμε; Δεν γίνεται, αλλά αφού τόσο πολύ, είσαι ανένδοτη, και δεν το θέλεις, να το δώσουμε σε μια οικογένεια που το ‘χει ανάγκη». «Όχι, έλεγα εγώ, να το σκοτώσω!». Εκεί μ’ είχε μπει, μ’ είχε βάλει «Να το σκοτώσω, έλεγα εγώ, όχι δεν το θέλω!». Με τα πολλά και απ’ τα λίγα, ήρθα πίσω στο χωριό, και όταν ήταν η μέρα που θα γένναγα, και γεννήθηκε η Χριστίνα μου, κι έγινε μία πάρα πολύ καλή κοπέλα, και εντάξει είμαι ευτυχισμένη. Έχω τρία παιδιά, καλά και χρυσά, και ζω εδώ πέρα τώρα, σ’ ένα ορεινό χωριό, στη Λίμνη Πλαστήρα, στην Καστανιά, και αυτά έχω περάσει μέχρι τώρα. Ναι.

Χ.Π.:

Και το ζωεμπόριο πώς το σταματήσατε από τον-

Ε.Π.:

Α, ναι, το ξέχασα! Πράγματι δουλέψαμε. Έστελνε ο αδερφός μου ζώα και είχε γνωριμίες ο αδερφός μου, από εμπόρους, και ερχόταν όλη η Ελλάδα εδώ και ψώνιζε. Ήτανε τα φορτηγά, όταν θα ερχόταν οι νταλίκες, στη σειρά να φορτώσουνε ζώα, προς σφαγή ζώα, και δουλέψαμε δυο χρόνια; Σκάρτα να δουλέψαμε τρία. Ο αδερφός μου, από δω που έφυγε, είχε ένα πρόβλημα με το αναπνευστικό του απ’ το πολύ τσιγάρο. Κάπνιζε 10 πακέτα την ημέρα. Και εκεί που πήγε, στην Ολλανδία, ήτανε το κλίμα υγρό, και επιδεινώθηκε η κατάστασή του, και αρρώστησε. Αλλά δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα πεθάνει. Κι ένα ωραίο πρωί, παίρνω ένα τηλεφώνημα ότι ο αδερφός μου πέθανε. Ο αδερφός μου πέθανε, και από κείνη την ώρα, έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, γιατί είχα ξεσηκωθεί από τη σειρά μου, από την Αθήνα, και βέβαια, ναι, εντάξει, έπαιρνε ο άντρας μου τη σύνταξη, αλλά δεν παύει όμως να ‘ταν τα παιδιά μου απάνω στα έξοδα. Η κόρη μου είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη, Γαλλική Φιλολογία, και ο γιος μου ήτανε στη δευτέρα λυκείου, ήμουνα πάνω στα έξοδα. Και αυτό όλο μου δημιούργησε ένα ψυχολογικό να το πεις; Τέλος πάντων, μου κόπηκαν τα φτερά, με λίγα λόγια. Τι να πω; Μου παρουσιάστηκε ζάχαρο, μου παρουσιάστηκε καρδιά, τέλος πάντων. Και προσπαθήσαμε, με τον άντρα μου, να μπορέσουμε να την κρατήσουμε αυτήν την επιχείρηση με το εμπόριο. Αλλά οι ξένοι, κακά τα ψέματα, μη νομίζετε ότι είμαστε μόνο εμείς οι Έλληνες τσαρλατάνοι. Και οι ξένοι είναι χειρότεροι από εμάς. Δεν μας έστελναν καλό εμπόριο. Δουλέψαμε 5-6 μήνες, αλλά δεν έστελναν καλό εμπόριο, για να μπορέσουμε να βγάλουμε λεφτά, όπως βγάζαμε, όπως τα διάλεγε ο αδερφός μου που ‘ταν εκεί και ήξερε. Και μετά, είχε και γνωριμίες, κι ερχόντουσαν και ψωνίζανε. Κι αναγκαστήκαμε και… είχαμε ζώα για ζωή, πρόβατα, ας πούμε. Τα πρόβατα, εντάξει, το γάλα πού να το δίναμε; Εδώ στα ορεινά δεν είναι... Εδώ στα ορεινά είναι μόνο για τουρισμό, δεν είναι… Για κάνα συνταξιούχος να καθίσει εδώ, δεν είναι για να κάνεις επιχειρήσεις εδώ και τέτοια. Μόνο για τουριστικές επιχειρήσεις, ναι, συμφωνώ. Αλλά έτσι για πρόβατα, για κτηνοτροφία, τέτοια, αυτά δεν είναι. Είναι... Πηγαίναμε το γάλα, έπρεπε να το κατεβάζουμε 20 χιλιόμετρα στην πόλη, σ’ ένα χωριό όταν κατέβαινες στον κάμπο, για να ‘ρθει να το πάρει το τρίκι. Και αναγκάστηκα και λέω «Τώρα, Βαγγελιώ, πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου και να ‘χεις ψυχραιμία πάνω σου και να πάρεις δύναμη!». Πού να την έβρισκα τη δύναμη; Τέλος πάντων. Και λέω να το φτιάχνω το γάλα μόνη μου τυρί, γιαούρτι. Και τώρα, όχι τώρα, τώρα. Μετέπειτα, ας πούμε, που είπα αυτό, όντως έτσι το φτιάχνω, τυρί, γιαούρτι και ό,τι γαλακτοκομικό από γάλα, ό,τι πιάνουν τα χέρια μου, το φτιάχνω και το πουλάω μόνη μου. Έχω ένα περίπτερο, πηγαίνοντας για το φράγμα, πριν το φράγμα της Λίμνης Πλαστήρα, και βγαίνω τα Σαββατοκύριακα, τα τριήμερα. Κι αυτό μου ‘χει δώσει ζωή, γιατί ήρθα πάλι σε επαφή με κόσμο, γιατί είναι μεγάλη υπόθεση, κι ας μην κοροϊδευόμαστε, όταν είσαι μέσα σε κόσμο, άλλη ζωή τώρα να έχεις κόσμο, να έχεις χρήμα στο χέρι σου, είναι δύναμη. Ας μη γελιόμαστε. Κι άλλο να έρθεις να κλειστείς τώρα στα βουνά, εδώ πέρα, και να κοιτάς το χιόνι, και τώρα θα κοπεί. Κι άσε την αγωνία που έχω τραβήξει με τη Χριστίνα μου, τη μικρή την κόρη μου, που το κοριτσάκι μου πήγαινε σχολείο. Ερχότανε, βέβαια, ταξί και το ‘παιρνε και το πήγαινε στο σχολείο. Το πλήρωνε η Νομαρχία γιατί έτσι ήτανε νόμος, όχι το είχα επιβάλει εγώ. Αλλά κοιτάγαμε τ’ αστέρια, θα χιονίσει απόψε; Πώς θα πάει το παιδί σχολείο; Πώς θα πάει το παιδί αυτό; Α, μην κλείσει το χιόνι! Μια φορά, είχε βάλει χιόνι 2 μέτρα; Και εδώ, άμα κλείσει τα μάτια, χιονίζει μερόνυχτα. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Εγώ ήμουν άμαθη, από αυτά τα πράγματα. Κόβεται το ρεύμα. Μετέπειτα, βέβαια, οργανωθήκαμε. Έχουμε γεννήτρια, άμα κόβεται το ρεύμα, εντάξει, εντάξει, τώρα ευχαριστώ πολύ. Αλλά ήτανε δυσκολία στην αρχή. Δεν ήταν αστεία τα πράγματα. Και το παιδί πήγαινε στο σχολείο με το ταξί, αλλά να πάει φροντιστήριο, να πάει τα πάντα. Αλλά, δόξα σοι ο Θεός, το παιδάκι μου και πέρασε στη Θεσσαλονίκη, και τελείωσε, κι όλα καλά. Όλα, δόξα σοι ο Θεός, πάρα πολύ καλά. Η ζωή έχει πολλές περιπέτειες, η ζωή. Δεν είναι… Ο άνθρωπος περνάει όχι και λίγα β[00:40:00]άσανα, περνάει και χαρές, περνάει και… Αλλά έχει και μεγάλες ταλαιπώριες, ταλαιπωρίες. Εδώ τώρα, πριν δύο χρόνια, έρχεται ο Ιανός. Έρχεται ο Ιανός, κόντεψε να μας πνίξει! Μπουκάρισε το νερό μέσα στο σπίτι, κόντεψε να μας πνίξει! Εδώ δίπλα, παρακάτω, πήγε το ποτάμι, σκότωσε έναν άνθρωπο, τον πλάκωσε το σπίτι. Δηλαδή, τι να σας πω; Ταλαιπωρία. Αλλά να τακτοποιήσω και το κορίτσι αυτό και να δω. Καλά θα ‘τανε να φύγω, και να ‘ρχομαι το καλοκαίρι, εδώ πέρα. Γιατί μου είναι λίγο… Κουράστηκα, εδώ πέρα, σ’ αυτήν την ταλαιπώρια. Τα ορεινά, εδώ πέρα, είναι πολύ δύσκολα. Ναι, το καλοκαίρι ευχαριστώ, αλλά τον χειμώνα τι χαμπάρια; Τον χειμώνα, είναι πολύ δύσκολα. Δεν παλεύεται τον χειμώνα, εδώ πέρα. Δεν παλεύεται, γιατί έχει χιόνια, και μετά παρακαλάς τον έναν, τη Νομαρχία να μου ανοίξετε με το grader, κόβεται το φως. Μια φορά είχε κοπεί το φως, και είχαμε 13 μέρες χωρίς ρεύμα. Τώρα, μη νομίζετε ότι… Μόνο στις μεγάλες πόλεις είναι... Τα μικρά τα χωριά τα ‘χουνε εγκαταλειμμένα, γι’ αυτό και δεν υπάρχει ζωή, έχει φύγει ο κόσμος, γιατί δεν τους κοιτάνε. Έχουνε μείνει κάτι παππούδες, και δεν ασχολείται κανένας με τα μικρά τα χωριά, και τα αυτά, και τα ορεινά, ειδικά κιόλας; Καλά. Αυτά, η ζωή μου είναι.

Χ.Π.:

Πώς ήτανε που ήσασταν κρεοπώλης;

Ε.Π.:

Τότε ήμουνα νέα. Πώς ήμουνα; Έπιανα ένα μπούτι μουσχάρι, και το έβαζα στην τσιγκέλα, λες κι έπιανα κάνα κοτόπουλο. Τώρα δεν μπορώ να πιάσω ούτε 1 κιλό ψωμί να το μεταφέρω, έχω γίνει σαράβαλο. Τότε ήμουνα, πέταγα, πέταγα. Πέταγα, γιατί ήμουνα μέσα στο μαγαζί, και το κράταγα το μαγαζί μόνη μου, σχεδόν μόνη μου, το κράταγα το μαγαζί. Πούλαγα 1.000 κιλά κρέας, τη βδομάδα, μόνη μου. Αρνιά, γουρούνια, μουσχάρια, που έπρεπε να το κόψεις. Και ξέρεις το μοσχάρι, αν δεν είσαι τεχνίτης, δεν μπορείς να το κόψεις. Γιατί πρέπει να του πας με τα νερά του -το μοσχάρι ειδικά, καλά το αρνί- αλλά το μοσχάρι ειδικά. Μην κοιτάς τώρα που τα πουλάνε όλα χωρίς κόκκαλο στην πιατέλα, και παίρνει ένα κομμάτι η κοπέλα και στο βάζει στο χαρτί. Να το κόψεις, από κει, να το πάρεις ολόκληρο το μοσχάρι και να το κόψεις να σε δω. Πώς να το κόψει; Η κοπέλα το κόβει; Να τραβάς πριόνι -δεν είχαμε κορδέλα ηλεκτρική τότε να κόβουμε- με το χέρι το πριόνι, κόβαμε τα χοντρά τα κόκκαλα από τα μοσχάρια. Είναι τέχνη να κόψεις το μοσχάρι. Δεν είναι παίξε γέλασε! Το μοσχάρι έτσι και δεν ξέρεις τα νερά του δεν μπορείς να το κόψεις. Αλλά δούλεψα πολλά χρόνια στο μαγαζί, δεν δούλεψα τότε που ήμουνα νέα. Αφού το ‘χα το μαγαζί μέχρι που είχα τα παιδιά, σου λέω η κόρη μου έδινε Πανελλήνιες, όταν έφυγα απ’ το μαγαζί. Ήμουνα πολλά χρόνια κρεοπώλισσα. Δεν ήμουνα έναν χρόνο-δύο. Έχω και φωτογραφία που ήμουνα στο μαγαζί με τον αδερφό μου, με τον πατέρα μου, αλλά μετά το είχα μόνη μου. Το μαγαζί, καταρχήν το μαγαζί είναι σχολείο. Είναι σχολείο. Εγώ, όπως είπα και προηγουμένως, πήγαινα μέχρι το δημοτικό, πήγα έκτη δημοτικού. Αλλά αυτό μια μέρα πήγαινα, πεντακόσιες δεν πήγαινα. Αφού με στέλνανε να πάω το γάλα στον γαλατά. Δεν πήγαινα στο σχολείο. Το μόνο μάθημα που έλεγα στο σχολείο, όταν πήγαινα, επειδή είχε η μάνα μου συγγενείς από κεί, απ’ τα Μεσόγεια, που σας είπα ότι οι Βλάχοι αυτοί που είναι στα Μεσόγεια ήταν όλοι συγγενείς της μάνας μου, γιατί αυτό το γκρουπ των Βλαχών πήγε προς τα Μεσόγεια, που ήταν η μάνα μου. Το μόνο που ήξερα κι έλεγα, έλεγε ο δάσκαλος «Το αλάτι πού βγαίνει;» κι εγώ σήκωνα χέρι κι έλεγα «Στην Ανάβυσσο, στην Ανάβυσσο!» γιατί πέρναγα και πήγαινα στους συγγενείς κι έβλεπα τ’ αλάτια, που τη θάλασσα την κόβανε για να γίνει αλάτι. Μόνο αυτό ήξερα να πω. Δεν ήξερα τίποτα άλλο μάθημα, δεν ήξερα. Μόνο έλεγα «Στην Ανάβυσσο βγαίνει το αλάτι», αφού το 'χα δει που πήγαινα στους συγγενείς. Αλλιώς δεν ήξερα τίποτα, την τύφλα μου ήξερα. Αφού δεν ήξερα, δεν πήγαινα σχολείο, τι να πω; Και στο σχολείο πήγαινα όταν για παρελάσεις; Ω, ήμουνα πρώτη. Χτύπαγα και τύμπανο. Βέβαια. Ήμουνα πρώτη στο τύμπανο. Ήμουνα εξπέρ. Θυμάμαι και μια φορά που ήρθε η βασίλισσα η Φρειδερίκη, κι έδινε βιβλιάρια στους τρίτεκνους, στους πολύτεκνους. Το θυμάμαι αυτό, που ήρθε η Φρειδερίκη μαζί με την κόρη της τη Σοφία. Ήρθανε και δίνανε βιβλιάρια. Τότε δίνανε για προίκα στα κοριτσάκια, που ήτανε πολύτεκνα, ορφανά, κι αυτά. Τους είχανε βάλει ένα χρηματικό ποσό, μες στο βιβλιάριο, το οποίο αυτό τότε ήτανε άλλοι νόμοι, αυτό τοκίζονταν. Κι όταν έρχονταν σε ηλικία, το παιδί, στα κορίτσια ειδικά δίνανε, όχι στ’ αγόρια. Το θυμάμαι αυτό, γιατί ήρθαν στο σχολείο μας και δώσανε, γι' αυτό τη θυμάμαι, την είχα δει προσωπικά τη βασίλισσα. Και τοκίζονταν, ενώ τώρα, μετέπειτα, έτσι και βάλεις μια, ξέρω γω, ένα ποσό μικρό, ξέρω γω, 300 ευρώ, 500 ευρώ, δεν τοκίζεται, πάρα χάνεται, και δεν ξαναβάλεις, στο παίρνει η τράπεζα, σιγά-σιγά, συν τω χρόνω, στο παίρνει. Ενώ τότε, δεν στο ‘παιρνε. Τοκίζονταν. Και βρίσκαν τα παιδιά, όταν μεγαλώνανε, βρίσκανε ένα ποσό μέσα στο βιβλιάριο, αυτά τα παιδιά. Αυτά τα θυμάμαι αυτά, που τα ‘χω περάσει.

Χ.Π.:

Και οι γονείς σας τι λέγανε για το σχολείο;

Ε.Π.:

Καλέ, τίποτα, αφού δεν μ’ έστελναν σχολείο. Άμα ήτανε οι γονείς αυτό, θα με στέλνανε εμένα να πάω το γάλα; Ο Ασπρόπυργος ήτανε, κατά κύριο αυτό, είχε πολύ αγελαδοτροφία ο Ασπρόπυργος, μα πάρα πολύ! Μόλις έστριβες στη διασταύρωση -γιατί ο δρόμος πάει προς Κόρινθο και ο Ασπρόπυργος είναι δεξιά- και έστριβες στη διασταύρωση, μύριζε αγελαδίλας, από τη διασταύρωση μύριζε αγελαδίλας. Μα είχε πάρα πολύ αγελάδα, είχε και πρόβατα, αλλά όχι τόσα πολλά, όπως είχε αγελάδες. O πιο κατώτερος, μα ο πιο κατώτερος, είχε 30 κεφάλια αγελάδες, στην αυλή δεμένα. Καταλαβαίνεις τι γινότανε; Αγελάδες και μετά είχε περιβόλια, το οποίο έβγαζε ντομάτα και αγγούρια, τα πρώτα, που λέγανε αγγούρια καλυβιώτικα και ντομάτες, ήταν απ’ τον Ασπρόπυργο. Tώρα ήτανε το έδαφος; Δεν ξέρω, τι τους κάνανε; Μάγια; Αποκλείεται. Θα ‘ταν το έδαφος που έφτιαχνε τόσο ωραίο… Στρέμματα! Εγώ θυμάμαι, μιλάμε όχι τώρα να ‘χεις πέντε αγγουριές κι έχεις βάλει δυο καλάμια. Όταν ήρθα εδώ, και είδα, λέω «Τι κάνουν τούτοι εδώ; Βάζουν δυο αγγουριές και βάζουν κι ένα καλάμι και τις δένουνε;». Μιλάμε στρωμένες κάτω οι αγγουριές, στρέμματα ολόκληρα. Στρέμματα είχε ο Ασπρόπυργος, και τώρα έγινε βιομηχανική πόλη. Όλα τα εργοστάσια της Αθήνας πήγαν στον Ασπρόπυργο. Γλυκάθηκαν οι Ασπροπύργιοι που παίρνανε λεφτά και τα πουλάγανε, γιατί πήρανε πάρα πάρα πολλά εκατομμύρια, και δεν σκέφτηκαν το αύριο. Τώρα πεθαίνουνε, τώρα; Τώρα έχουνε πεθάνει από καρκίνο, γιατί μολύνθηκε η ατμόσφαιρα και τι κάνανε; Κάνανε όλοι από 2-3 αυτοκίνητα πολυτελείας, σπίτια που δεν τα ‘χει ούτε ο Καραμανλής, τέτοια σπίτια που έχουνε. Γιατί πουλάγανε και παίρνανε από ένα ταγάρι λεφτά, όλα τα χωράφια, γιατί είχανε... Ναι, μεν, ήτανε ξερότοπος, αλλά ήταν ίσιος ο τόπος. Δεν είχε. Πλην απ’ τα βουνά που πιάνει η Πάρνηθα, που ήτανε τα βουνά αυτά, είναι κάμπος ο Ασπρόπυργος. Κι αυτά ήρθαν όλα τα εργοστάσια, που ήτανε κοντά στην Αθήνα, και μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους κοντά στην Αθήνα. Γι' αυτό πήγανε και στον Ασπρόπυργο, και έγινε βιομηχανική πόλη ο Ασπρόπυργος. Και τώρα, δυστυχώς, δεν μπορούν να ζήσουνε. Αλλά, τότε ζούσανε, αφού είχε και [00:50:00]συνεταιρισμό, ο «Ασπρό», που έφτιαχνε παγωτά, «Ασπρό», ο Ασπρόπυργος. Το γάλα το πηγαίνανε, αλλά ήταν και πολλοί γαλατάδες που μαζεύανε γάλα, πλην απ’ τον Ασπρό, που πηγαίνανε οι αγελαδοτρόφοι, επί το πλείστον, το γάλα τους εκεί. Είχε, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, πόσους γαλατάδες είχε εξτρά, που ήτανε τυροκόμοι, που είχανε στην Αθήνα, στην Ευριπίδου είχανε γαλακτοπωλεία, που πουλάγαν τυριά και βούτυρα, κι ακόμα υπάρχει. Δεν ξέρω αν υπάρχει στην Ευριπίδου «Ζαφόλιας», που έπαιρνε γάλα. Του πήγαινα, του πηγαίναμε εμείς, και το πήγαινα εγώ η καημένη. Με κλέβανε και στο ζύγι, εκεί πέρα, τι ήξερα ένα παιδάκι εγώ, 10 χρονών, 11. Μου φορτώνανε καμιά δεκαριά δοχεία γάλα, και τα πήγαινα εγώ τώρα στον γαλατά. Μετά, εγώ ήθελα να φορέσω σαγιονάρες. Σαγιονάρες τότε φέρναν τα μπακάλικα, δεν υπήρχανε καλέ, τώρα; Τώρα τα παιδιά είναι, ζούνε πασάδες τα παιδιά τώρα. Τότε; Πήγα στο μπακάλικο, ήθελα σαγιονάρες να πάρω. Μα δεν είχε το νούμερό μου, και είχε πέντε έξι νούμερα πιο μεγάλα απ’ το νούμερό μου «Όχι, έλεγα εγώ, τις θέλω!». Τις φόρεσα τις σαγιονάρες. Οι σαγιονάρες από πίσω ήτανε σαν φτυάρια, κι όπως περπάταγα, σήκωνε από πίσω τον μπουχό, δεν είχε τσιμέντα, άσφαλτο. Ήταν όλο καρόδρομοι, και σήκωνε μπουχό από πίσω. Περπάταγα και σήκωνε μπουχό η σαγιονάρα από πίσω. Ταλαιπώρια, ταλαιπώρια. Ναι, τι να πεις;

Χ.Π.:

Και πώς είναι για μια γυναίκα να είναι κρεοπώλης; Δεν υπήρχανε προκαταλήψεις τότε ότι «Τώρα αυτή είναι γυναίκα, πώς μπορεί να είναι κρεοπώλης;».

Ε.Π.:

Ότι ήμουνα αρκουδιάρα, ότι ήμουνα-

Χ.Π.:

Ναι, ποια ήταν η θέση της γυναίκας, για εκείνη την εποχή, να έχει ένα κρεοπωλείο;

Ε.Π.:

Μα δεν ήταν κι άλλη γυναίκα! Εγώ ήμουνα. Εγώ το ‘χα πάρει πολύ ελαφρά της καρδίας. Δεν μ' ένοιαζε φράγκο! Καθόλου! Γιατί δεν είχα ταμπού ούτε είχα τίποτα. Δεν με ένοιαζε, δεν ξέρω, τόσο ελαφριά που την έκανα αυτήν τη δουλειά. Τόσο ελαφριά που την έκανα αυτήν τη δουλειά. Πάρα πολύ. Δεν είχα ταμπού να πούνε «Α, αυτή τώρα τι αρκουδιάρα είναι; Κόβει κρέας εκεί». Κι όμως, κύριε, περνάγανε και τους φαινόταν περίεργο. Αφού, σου λέω, είχε έρθει και η τηλεόραση και με είχε πάρει, τότε ΥΕΝΕΔ ήτανε, τώρα τη λένε ΕΡΤ. Τότε τη λέγανε ΥΕΝΕΔ, είχε έρθει και με είχε πάρει. Ήμουνα, σου λέω, η μόνη γυναίκα χασάπης, κρεοπώλης! Παραδοσιακό κρεοπωλείο, το ξαναείπα και πάλι. Όχι, τώρα, που είναι στον δίσκο έτοιμο, κομμένο το κρέας, και λες «Βάλε μου αυτό το κομμάτι» και στο βάζει. Να το κόβεις μόνη σου, να στο φέρνει ο μεταφορέας απ’ το σφαγείο το μοσχάρι, και εσύ να πρέπει να το τεμαχίσεις, και να το κόψεις, και να το πουλήσεις. Να ξέρεις πόσο αναλογία κόκκαλο να βάλεις αυτό που θα πουλήσεις, γιατί άμα, σου είπα και πάλι, ότι αν το μοσχάρι δεν του πας με τα νερά του, δεν πρόκειται να το κόψεις ποτέ. Και αν δεν ξέρεις να το αναλογίσεις το κόκκαλο, γιατί τότε ήτανε με το κόκκαλο το πούλαγανε το κρέας. Μετέπειτα, βγήκε ξεκοκαλισμένο, χωρίς κόκκαλο. Τότε δεν είχε ξεκοκάλισμα, το ‘παιρνες με το κόκαλο, και έπρεπε να ξέρεις και να κανονίσεις. Όχι να δώσεις σ’ έναν το κόκαλο, και άλλον να δώσεις το ψαχνό. Να ξέρεις ίσα να το μοιράσεις, για να το πουλήσεις. Και μετά, πρέπει όταν είσαι μέσα σ’ ένα μαγαζί, κακά τα ψέματα, πρέπει να είσαι και πολύ ωραίος στο στόμα. Να ξέρεις πώς μιλάς, να είσαι τυπικός. Λένε «Μα δουλεύεις εκεί πέρα, δεν είχες φόβο να σου ριχτεί κανένας;». Εγώ δούλεψα μέσα στο μαγαζί 30 χρόνια, 30 χρόνια γεμάτα δούλεψα, μέσα στο κρεοπωλείο, που το κρεοπωλείο είναι μία αντρική δουλειά. Κι όμως, με τον τρόπο μου, δεν μου είπε, και υπήρξα και πολύ ωραία κοπέλα. Δεν υπήρξα καμιά να πεις «Α, ποιος την πλησιάζει αυτήν να την κοιτάξει;». Με τον τρόπο μου με αναστενάζουν κι οι πέτρες όποιος με γνώρισε. Δεν μου μίλησε κανένας να μου κολλήσει ή να μου πει… Γιατί ήξερα πώς συμπεριφερόμουνα και τον είχα τον άλλονε σε απόσταση. Και μου φαίνεται περίεργο που λένε «Α αυτή, εκεί δουλεύει; εκεί έχει νταραβέρια με άντρες, με υπόκοσμο, με…» Αν μία κοπέλα τα ‘χει τετρακόσια, και ξέρει και δουλεύει, γιατί δουλεύει και αυτό, δεν την πλησιάζει να της πει κανένας. Άμα είσαι ελαφρόμυαλη, και χαχανίζεις, και χαχανίζεις με τον έναν, χαχανίζεις με τον άλλον, και βέβαια θα σου κολλήσουν, και βέβαια και θα σου κάνουνε. Όταν όμως δεν του δίνεις δικαίωμα του αλλουνού, πλην από αυτό που πουλάς το εμπόρευμα, και να τον ευχαριστήσεις για τα λεφτά που σου δίνει, κι εσύ για το εμπόρευμα που του πουλάς, και μέχρι εκεί. Δεν μπορεί ο άλλος, άμα δεν του δίνεις δικαίωμα. Πώς, τι; Με το ζόρι θα σου ριχτεί ή θα σου κολλήσει; Κανένας, τόσα χρόνια, δεν μου είπε κάνε παραπέρα, αλλά σου είπα και πάλι ότι ήμουνα τύπος και υπογραμμός.

Χ.Π.:

Και τι φοράγατε μέσα σε ένα κρεοπωλείο, που μπαινοβγαίνατε στα ψυγεία;

Ε.Π.:

Τι φόραγα; Την μπλούζα μου την άσπρη φόραγα, έχω και φωτογραφία κιόλας. Δεν φόραγα παντελόνι, γιατί είχα έναν πατέρα παλαιών αρχών. Παντελόνι; Θα μου τα ‘κοβε τα πόδια, και μπαινόβγαινα στο ψυγείο χωρίς παντελόνι. Γι’ αυτό τώρα δεν ορίζω πόδια. Έχουνε σαπίσει τα κόκκαλα μου, από το 2-3 υπό το μηδέν, να μπαίνεις μέσα, για να ψάχνεις να βρεις το τάδε κομμάτι κρέας, το τάδε κομμάτι κρέας. Φόραγα από μέσα τα ρούχα μου, χωρίς παντελόνι, γιατί σου είπα ήτανε ο πατέρας μου πολύ αυστηρός, παλαιών αρχών, σου λέω. Και απ’ έξω είχα την μπλούζα μου, άσπρη μπλούζα μακριά, σαν ρόμπα.

Χ.Π.:

Θα πάω στην αρχή που είπατε για τον πατέρα σας με τη νευροπάθεια αυτή που έπαθε. Πότε έγινε αυτό και πώς νιώθατε όλη αυτήν την περίοδο των 9 χρόνων;

Ε.Π.:

Είπα ότι πολύ ταλαιπωρία, γιατί αυτό όλο μας κατέστρεψε οικονομικά. Μόλις έβγαινε στην πόρτα, έλεγε «Όχι, όχι, όχι, θα πεθάνω». Έμπαινε, γύριζε πάλι μέσα. Οικονομικά καταστράφτηκε. Ούτε ξαναπήγε εμπόριο. Ο πατέρας μου έφερνε τον άμμο της θάλασσας. Ακόμα, μέχρι τώρα, λίγα χρόνια, τα βαγόνια εδώ στην Θεσσαλία γράφανε «Λιόσης» απάνω, που κουβάλαγε τα ζώα. Μιλάμε για έμπορας. Δεν μιλάμε για να φέρνει δυο γίδες και δυο πρόβατα. Καραβιές, και τα ‘φερνε στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν υπήρχαν τότε, φορτηγά καμιά φορά, αλλά είχε μαζί πάρει και τον αδερφό της μάνας μου. Αυτός να δεις, γρουσούζης αυτός. Όλο τα λεφτά τού παίρναν αυτουνού. Τον είχε πάρει μαζί του, εκεί που θα ‘παιρνε έναν ξένο, τον είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, τον μπάρμπα μου τον Πέτρο. Κι αυτός, εκεί που πηγαίνανε στο Μουζάκι και κοιμόντουσαν, στους μεσίτες που ‘χαν εκεί, τα ‘φτιαξε με μια Μουζακιώτισσα, με την αδερφή αυτωνών. Αυτή δεν είχε ούτε παπούτσια να φορέσει, φτωχιά κοπέλα, και του λέει ο πατέρας μου «Εγώ σε πήρα να δουλέψεις, δεν σε πήρα να γαμπρίσεις, εδώ πέρα, στο Μουζάκι. Εδώ θα μας πιάσουν θα μας κόψουν το κεφάλι, εδώ πέρα, οι Τρικαλινοί», και αναγκάστηκε και την πήρε. Λέει «Δεν έχει προίκα». «Όταν πήγαινες, του λέει, να την αυτό… δεν ήξερες ότι δεν είχε προίκα; Θα την πάρεις, του λέει, θες δεν θες θα την πάρεις!». Και πράγματι, την πήρε και την έφερε. Τότε έμεναν η μάνα μου στην Αθήνα, ένα διάστημα, γιατί είχανε φύγει έτσι από τα κομματικά, απ’ αυτά που γινότανε ο Εμφύλιος, και στην Αθήνα ήτανε πιο... τα πράγματα. Δεν ήταν όπως στα χωριά, που τους [01:00:00]κυνηγάγανε, και, ξέρω γω, τι. Και την έφερε στην Αθήνα. Και του λέει η μάνα μου «Εγώ θα πάω πάλι στο χωριό, πάρ’ το σπίτι, όπως είναι επιπλωμένο, και κάτσε με τη γυναίκα σου, του λέει, εδώ πέρα». Την πήρε πράγματι. Έκανε τρία παιδιά, τρία αγόρια, τα οποία αυτά βγήκανε πάρα πολύ προκομμένα τα παιδιά, και ο μεγάλος πήγαινε σχολείο το καημένο το πρωί, και το βράδυ πήγαινε στον κινηματογράφο, το Ελίτ, που ήταν εκεί Πειραιώς, και πούλαγε πασατέμπο, φυστίκια. Έβαζε εδώ μ’ ένα λουρί στο λαιμό, ένα κασελάκι, και πούλαγε τέτοια. Και τον έστειλε το κράτος με υποτροφία στην Αμερική. Και έγινε ατομικός επιστήμων, ο Θανάσης. Και κοντά στον Θανάση, πήρε και τ’ άλλα τα δυο, και γίνανε μεγάλοι και τρανοί στην Αμερική. Αυτός ο τεμπέλαρος, ο αδερφός της μάνας μου, έβγαλε παιδιά, παιδιά με αξία, αυτός ο τεμπελχανάς. Όσες ζημιές είχε πάθει ο πατέρας μου, τις είχε πάθει από τον μπάρμπα μου τον Πέτρο. Γιατί τότε υπήρχαν το αντάρτικο, και πιάναν τον κόσμο, και τον ληστεύανε, και τους παίρναν τα λεφτά. Τρεις φορές είχανε πάρει του πατέρα μου τα λεφτά οι αντάρτες, αλλά και τις τρεις φορές του μπάρμπα μου του Πέτρου τού τα παίρνανε. Τρεις φορές του μπάρμπα μου του Πέτρου του τα παίρνανε τα λεφτά. Μια φορά, ερχόταν απ’ το Μουζάκι, και του ‘πε ο πατέρας μου «Θα πας, του λέει, στην Αθήνα, τα πράγματα στενέψανε. Θα πας και δεν θα ξανάρθεις, του λέει. Θα πουλήσεις τα πράγματα, και θα καθίσεις στην Αθήνα. Και θα ‘ρθω κι εγώ, του λέει, με το άλλο φορτίο». Αυτός, επειδής είχε νταραβέρια με την Τασούλα, πήγε στην Αθήνα, πούλησε το εμπόρευμα, εκεί που τα ‘χε ο πατέρας μου συμφωνημένα. Πήρε τα λεφτά, τα ‘βαλε σ’ ένα ταγάρι, 3.000 λίρες ήτανε, κι όταν ήρθε στη Θεσσαλία, έξω απ’ τα Τρίκαλα, τον πιάσανε οι αντάρτες. Ένας Πέρδικας ήτανε, λέει, αρχηγός των ανταρτών. Του πήραν τα λεφτά, τον γδύσανε, και πήγαν να τον πετάξουν σε μια λίμνη. Κι εκεί ήταν ένα τσοπανόπουλο και λέει «Τον γνωρίζεις αυτόνε;». Λέει «Ναι, ναι, τον γνωρίζω, έμπορας απ’ την Αθήνα είναι», και τον αφήσανε και ήρθε γδυτός από τα Τρίκαλα, στο Κριεκούκι- Ερυθραί, που λέγεται, μετά τη Θήβα. Ήτανε ένας πρώτος ξάδερφος της μάνας μου εκεί πέρα, παντρεμένος. Μια θεια της μάνας μου, κι είχε έναν γιο, και πήγε εκεί. Ήρθε τσιτσί, όπως τον είχε γεννήσει η μάνα του, απ’ τα Τρίκαλα στο Κριεκούκι, και του έδωσαν σώβρακο και παντελόνι. Κι όταν το ‘μαθε ο πατέρας μου, του λέει «Δεν σου είπα να καθίσεις στην Αθήνα, γιατί τα πράγματα έχουν στενέψει; Γιατί ήρθες;». Κι άλλη πάλι μια φορά, του τα πήρανε από κει, απ’ την Πελοπόννησο πάλι. Ναι, όλο του μπάρμπα μου του Πέτρου τα παίρνανε τα λεφτά.

Χ.Π.:

Και το κρεοπωλείο αρχικά, στον Ασπρόπυργο, πώς το άνοιξε ο πατέρας σας;

Ε.Π.:

Ο πατέρας μου το κρεοπωλείο το είχε ανοίξει, σου λέω έφερνε εμπόρευμα και πούλαγε και κρέας, και στην αγορά, στη Βαρβάκειο, στην Αθήνα, ολόκληρα φορτία. Έφερνε πάρα πολλά κρέατα, και είχε κρεοπωλείο. Και είχε και ζώα γαλακτοπαραγωγή που είχε πρόβατα, πρόβατα, όχι αγελάδες. Εμείς δεν είχαμε αγελάδες. Πρόβατα, πρόβατα, πρόβατα είχαμε. Και τα σφάζαν, τότε δεν υπήρχανε σφαγεία μωρέ τότε. Ούτε αστυκτηνίατροι υπήρχανε ούτε γιατροί. Άρρωστα ήτανε, ξεάρρωστα, τα περνάγανε. Είχε πέσει φυματίωση, στον Ασπρόπυργο, στις γελάδες. Τις έπαιρναν, τις έσφαζαν, η φυματίωση πιάνει στα παΐδια, στα παΐδια από μέσα, στα παΐδια απ’ το ζώο πιάνει μία μεμβράνη, μια πέτσα, να την πω έτσι απλά. Μία πέτσα, το οποίο αυτή η πέτσα έχει γρουμπούλια-γρουμπούλια-γρουμπούλια με πύον, εκεί που πιάνει το πλεμόνι. Η φυματίωση κολλάει στα παΐδια, κι αυτό καθότανε και τα ‘γδερνε η μάνα μου, την πέτσα αυτήν την έβγαζε απ’ τα παΐδια, την καθάριζε και πήγαινε για την Αθήνα. Πήγαιναν για την Αθήνα όλες οι φυματικές οι γελάδες του Ασπροπύργου, όλες οι φυματικές αγελάδες του Ασπροπύργου πήγαιναν για την Αθήνα. Ναι, γιατί δεν υπήρχανε κτηνίατροι, παιδάκι μου. Τα σφάζανε στο σπίτι, κι έβλεπες στην αυλή εκεί πέρα, Βαγγελίστρα μου, το τι γινότανε να σφάζεις τόσα ζώα! Τι βρόμα και τι αίματα και τι αντερομάνι και τι δέρματα! Και τότε δεν ήτανε, βρε, όπως τώρα, που κλειδαροαμπαρονόμαστε και βάζουμε 500 κλειδαριές και 500 στα παράθυρα να μην μπούνε οι κλέφτες και οι διαρρήκτες. Κοιμόταν ο κόσμος έξω, ρε, δεν υπήρχε στις αυλές. Και είχε κουραστεί ο πατέρας μου και κοιμόταν καλοκαίρι και ερχόταν τα σκυλιά να φάνε άντερα, πόδια που πετάγανε. Και ένα σκυλί παίρνει ένα τομάρι, τα τομάρια τα πουλάγαν στους δερματέμπορες. Είχαν λεφτά, δεν τα πετάγανε, αλλά είχε κουραστεί τόσο, δεν μπορούσε να τα μαζέψει που είχε σφάξει πόσα, και παίρνει ένα τομάρι το σκυλί, και βγαίνει από την αυλόπορτα. Μια γειτόνισσα κοίταγε την αγελάδα της που γένναγε, και βλέπει το σκυλί, παίρνει το τομάρι, κι έτρεχε το σκυλί στον δρόμο κι έβγαζε σκόνη, μπουχό. Το πήρε μυρωδιά ο πατέρας μου και σηκώνεται με τα σώβρακα, όπως ήταν ο πατέρας μου, και κυνήγαγε τον σκύλο. Κυνήγαγε τον σκύλο. Μπροστά ο σκύλος με το τομάρι, πίσω ο πατέρας μου, και την άλλη μέρα βγαίνει η κυρά-Φταλιώ μ’ ένα λιβανιστήρι και λιβάνιζε τον δρόμο. «Τι έπαθες;». «Τι είδα απόψε, τι είδα απόψε! Ένα φάντασμα!». Νόμιζε ότι «Ένα πράγμα που σήκωνε σκόνη κι από πίσω ένα άσπρο», με τα σώβρακα ο πατέρας μου κυνήγαγε τον σκύλο, και λιβάνιζε η Ευταλιώ γιατί θα 'τανε το φάντασμα. Ναι, μωρέ, ήτανε παλιοί άνθρωποι, αμόρφωτοι, αγράμματοι. Τόσο τους έκοβε, τόσο… Δεν ήταν, όπως είναι τώρα, άλλη εποχή τώρα. Τώρα, τα παιδιά με τα computer, με τα φροντιστήρια, με τα καλά τους. Ποια φροντιστήρια, μωρέ; Ποια φροντιστήρια; Που μέσα στις καλαμιές τα πόδια μου ήτανε γεμάτα σπυριά απ’ τις καλαμιές και απ’ τ’ αγκάθια που μου μπαίνανε, και κάτι σαγιονάρες μια πιθαμή πίσω, σήκωνα τη σκόνη από πίσω. Πού να δεις μωρέ; Μας κυνήγαγαν τα φίδια και τα αυτά. Τώρα τα παιδιά; Τώρα τα παιδιά είναι… Τα παιδιά, τώρα είναι, μεγαλώνουν βασιλόπουλα.

Χ.Π.:

Και τη βραδιά του Πολυτεχνείου, αν μπορείτε να περιγράψετε, λίγο περισσότερο, πώς ήτανε στο κρεοπωλείο.

Ε.Π.:

Α, καλά! Το βράδυ στο Πολυτεχνείο, επειδή οι γονείς μου είχανε ζήσει τον πόλεμο, και εγώ βέβαια δεν είχα ζήσει τον πόλεμο, ναι, μεν, είδα την Επιστράτευση, αυτό, αλλά δεν είχα ζήσει τον πόλεμο. Οι γονείς μου, που ‘χανε ζήσει τον πόλεμο, φοβήθηκαν πάρα πολύ εκείνο το βράδυ. Άκουγες στην Ακρόπολη, γιατί ήμασταν κοντά στην Ακρόπολη εμείς, άκουγες τα πολυβόλα, κι ήταν ο κόσμος ουρά. Και έλεγε ο πατέρας μου «Ρίχτε, ρίχτε» αφού ήταν ουρά, δεν προλαβαίναμε να πουλήσουμε κρέατα κι αυτά. Εκείνο το βράδυ, φοβηθήκαμε. Έλεγε η μάνα μου, πώς ήτανε κι αυτό ο πατέρας μου «Απόψε, θα μας καθαρίσουν, απόψε». Μας πήγε πέντε κι ένα, εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο. Κι αν δεν είχανε μπει, αν δεν είχανε μπει τα τανκς, εκείνο το βράδυ, την αστυνομία θα την είχανε καθαρίσει. Θα την είχανε καθαρίσει την αστυνομία, εκείνο το βράδυ, γιατί; Άσε τώρα, κορίτσι μου, τι λένε. Λένε τώρα, βρήκανε τώρα και βάλανε ένα κεφάλι εκεί πέρα, και πηγαίνουνε, κοροϊδεύουνε τα παιδάκια του κόσμου. Ο άντρας [01:10:00]μου που ήταν υπηρεσία, εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο, έτυχε. Δεν υπήρχαν τα ΜΑΤ τότε, ήταν ομάδες αστυνομικών. Καταρχήν, στο Πολυτεχνείο, μπήκαν στην αρχή φοιτηταί και μετά μπήκανε ό,τι άλλοι θέλανε. Μπήκανε όλοι, η σάρα και η μάρα. Όλοι οι οικοδόμοι μπήκανε μέσα, και ταμπουρωθήκανε εκεί μέσα, και ζητάγανε ό,τι θέλανε. Αλλά, εκείνο το βράδυ, αν δεν είχε μπει το τανκς, η αστυνομία θα είχε πολλά θύματα. Γιατί; Κόβανε τα νεράντζια, και βάζανε ξυράφια, και τα πετάγανε ενάντια στους αστυνομικούς, και γλάστρες από πάνω από τα μπαλκόνια τους πετάγανε. Θα τους είχανε καθαρίσει, εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο. Εκείνο το βράδυ, εμείς ταχρειαστήκαμε, και η Δαμανάκη φώναζε «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο». Είχαμε ένα τρανζίστορ και έλεγα «Παναγία μου, έλεγα, Παναγία μου!» και να γίνεται χαλασμός Κυρίου, και μετά μπήκε το τανκς, ησυχία. Την άλλη μέρα όμως το πρωί, αδέσποτες πάνω απ’ την Ακρόπολη, πήγαιναν τα πολυβόλα. Τώρα στον αέρα τα ρίχνανε; Αλλά άμα τα ρίχνανε στους ανθρώπους θα ‘χανε τόσους νεκρούς. Ένας, δυο, τρεις από αδέσποτες, ναι μπορεί, αλλά απ’ ότι μου είπε ο άντρας μου, που ήτανε υπηρεσία, από πρώτο χέρι, γιατί εμείς οι υπόλοιποι ό,τι ακούμε και ό,τι μας λένε, αλλ’ ο άντρας μου που ήταν υπηρεσία, εκείνο το βράδυ, και την ώρα που ήρθε το τανκς, μόλις το είδανε και ερχότανε από την Αλεξάνδρας το τανκς, που ήτανε η διμοιρία των αστυνομικών στο Πολυτεχνείο κοντά, και ταχρειάστηκαν ότι απόψε θα μας καθαρίσουνε, και μόλις είδανε το τανκς, πήρανε αέρα οι αστυνομικοί, πήρανε θάρρος. Και ήρθε το τανκς και ήρθε στην πόρτα, αυτά που λένε κολοκύθια στο πάτερο, κανέναν δεν πάτησε το τανκς, κορίτσι μου. Το τανκς, εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο, δεν πάτησε κανένανε. Οι αστυνομικοί, μετά το τανκς, μπήκε μέσα ο άντρας μου. Κανέναν δεν πάτησε το τανκς. Δεν υπήρχε κανένα θύμα, κι αυτά όλα τα κάνανε οι πολιτικοί, γιατί τους είχε κοπεί η μάσα. Θέλανε πάλι να πάρουν τα ηνία, να φάνε οι πολιτικοί, και τα κάνανε όλα αυτά στο Πολυτεχνείο, τα δημιούργησαν όλα αυτά στο Πολυτεχνείο, για να πάρουν τα ηνία πάλι οι πολιτικοί να φάνε. Δεν είχε ούτε έναν στην πόρτα, που λένε ότι πάτησε το τανκς, και αυτά όλα είναι κουραφέξαλα! Κανέναν δεν πάτησε το τανκς, εκείνο το βράδυ. Από αδέσποτες, μπορεί να σκοτώθηκαν δυο-τρεις. Όχι όμως στην πόρτα μέσα στο Πολυτεχνείο. Αυτά είναι όλα ψευτιές που λένε. Κι ας έρθουν να μου πουν εμένα, και να του πούνε του άντρα μου που ήταν υπηρεσία. Ήταν κάνας άλλος υπηρεσία, εκείνη την ώρα, να μπει πίσω απ’ το τανκς; Δεν είδε κανένα νεκρό, κανένα νεκρό δεν είδε, την ώρα που μπήκε το τανκς. Τώρα, αυτά που λένε είναι τρίχες. Τώρα, να ‘χαμε να λέγαμε.

Χ.Π.:

Και για την Επιστράτευση που έγινε με την εισβολή στην Κύπρο;

Ε.Π.:

Ναι, η Επιστράτευση, εκείνη την ημέρα έγινε Επιστράτευση. Αφού οι Τούρκοι, ρε παιδί, μπήκανε στην Κύπρο. Πήρανε την Κύπρο, τη μισή την Κύπρο που πήρανε, κι αφού θέλανε να κάνουν απόβαση εδώ στην Ελλάδα. Θα μας είχανε, θα μας είχανε καταλάβει, ρε οι Τούρκοι, αν δεν ερχόταν ο Καραμανλής. Τι να λέμε τώρα; Τι να λέμε τώρα, ρε; Με τους παλιο-ψευταράδες τους πολιτικούς. Τι να λέμε; Τι να λέμε τώρα; Εκείνο το βράδυ, θα μας είχανε… Η Επιστράτευση; Πράγματι, γεμάτα τα τρένα φεύγανε, όπως ήτανε του ‘40 που βλέπουμε στις 28 Οκτωβρίου, που χαιρετάνε, που κάνουνε. Έτσι ήταν η Επιστράτευση. Και μου φαινόταν τόσο περίεργο, κι εγώ γέλαγα. Τόσο μου ‘κοβε το ρημάδι. Γέλαγα, μου φαινόταν τόσο περίεργο. Τόσο περίεργο. Αλλά οι γονείς μου που ξέραν, τα ‘χανε ζήσει κι ο πατέρας μου ειδικά, που είχε ζήσει τον πόλεμο του ’40, που κουβάλαγε πυρομαχικά στον αλβανικό πόλεμο, δεν ήτανε κληρωτός γιατί ήταν μεγαλύτερος, αλλά τον είχανε πάρει και κουβάλαγε πυρομαχικά στην πρώτη γραμμή. Που τον είχανε πάρει, και μπήκαν στην Αλβανία, που μπήκαν εκείνη την ημέρα, που μπήκαν στην Αλβανία, ο στρατός πολέμησε τότε. Πραγματικά οι Έλληνες είναι, πραγματικά μονοιάζουνε όταν βλέπουν τον κίνδυνο, αλλά είμαστε και παλιοκαθίκια οι Έλληνες. Αλλ’ όταν βλέπουν τον κίνδυνο, τότε μονοιάζουνε. Και τότε στην Αλβανία, οι φαντάροι, ρε, δεν είχανε να φάνε, λέει ο πατέρας μου. Και τ’ άλογα δεν είχαν να τους δώσουν να φάνε, και σηκωθήκανε ένα πρωί και τ’ άλογα, το ένα με το άλλο, έτρωγε τις ουρές του. Ήτανε κουτσούμπι οι ουρές την άλλη μέρα. Είχανε φάει τις τρίχες απ’ τις ουρές απ’ την πείνα. Ναι, που μου έλεγε ο πατέρας μου για τον αλβανικό πόλεμο, που ήτανε στην Αλβανία, τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ήτανε στην Αλβανία ο πατέρας μου. Και ένας αξιωματικός τούς φώναξε με τη σφυρίχτρα, και μαζευτήκανε οι φαντάροι, και λέει «Παιδιά, λέει, απ’ αυτήν τη στιγμή, είμαστε υπόδουλοι στους Γερμανούς» και του τρέχανε τα δάκρυα. «Εμείς, λέει, χαιρόμασταν, νομίζαμε ότι θα ‘ρθουμε στα σπίτια μας». Και λέει «Μη χαίρεστε», επειδή ήτανε λίγο κοντούτσικος αυτός ο ταγματάρχης, και γύρισε ένα καζάνι ανάποδα, κι ανέβηκε πάνω στο καζάνι για να τον βλέπει όλο το τάγμα. Μη χαίρεστε, γιατί από αυτήν τη στιγμή, είμαστε υπόδουλοι στους Γερμανούς». «Και του κάναν τα δάκρυα» λέει. «Τότε, λέει, παγώσαμε». «Θα γυρίσουμε στα σπίτια μας και θα βρούμε τους Γερμανούς μέσα στα σπίτια μας, στις γυναίκες μας, στα κορίτσια μας, στις μανάδες μας. Απ’ αυτήν τη στιγμή, τρυπάτε τα καζάνια να μην τα βρουν οι εχθροί μας» και «Τότε, λέει, καταλάβαμε τι έγινε». Και ήρθε από την Αλβανία με τα πόδια στην Αθήνα. Ήρθαν με τα πόδια από την Αλβανία στην Αθήνα με τα πόδια. Αυτοί που ‘χουνε τ’ άλογα, τα πήρανε τραβώντας, γιατί δεν είχανε, δεν μπορούσανε τ’ άλογα να πάρουν τα πόδια τους απ’ την πείνα, ρε. Τρώγανε τις ουρές τους, δεν είχε να τα ταΐσει ο στρατός τ’ άλογα. Και πολεμάγανε, εκεί βαστάγανε. Είναι ήρωες, οι Έλληνες είναι ήρωες, αλλά όταν είμαστε στα καλά μας κάνουμε και τον κάργα.

Χ.Π.:

Και πήραν και τον αδερφό σας στην Επιστράτευση;

Ε.Π.:

Ναι, τον πήρανε τον αδερφό μου στην Επιστράτευση, και ο πατέρας μου ήτανε πολύ αφελής καλέ, και του λέει, ήτανε, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τι μέρα ήτανε η Επιστράτευση, Τετάρτη ήτανε; Δεν θυμάμαι την ημέρα, και του λέει, ο πατέρας μου ήταν αφελής ο καημένος. Και του λέει του αδερφού μου «Τάκη, να πας στο καλό, αλλά κοίταξε να δεις, το Σαββάτο να ‘ρθεις, γιατί έχουμε δουλειά στο μαγαζί». Και του λέει ο αδερφός μου «Ρε μπαμπά, τι βλακεία ήταν αυτή που είπες; Πού πάω; Δεν ξέρω αν θα γυρίσω. Πάω, μπορεί να γίνει πόλεμος κι εσύ μου λες να γυρίσω; Πού πάω; Εκδρομή και θα γυρίσω;». Του ‘λεγε «Κοίτα, να ‘ρθεις το Σαββάτο, γιατί έχουμε δουλειά». Άσχημα, άσχημα, παρ’ όλο αυτό άσχημο όμως είναι. Δεν υπάρχει το πιο ωραίο, να είναι ηρεμία, να είναι το κράτος ήρεμο, να λειτουργούν τα πάντα. Τώρα να είσαι «Α, τώρα θα μου μπουν ο εχθρός, α, τώρα θα μας κάνει ο εχθρός». Δεν υπάρχει το χειρότερο πράγμα να ζεις μ’ αυτήν την αγωνία και με αυτό το άγχος. Τι λες τώρα; Τι λέτε τώρα; Τότε ήταν διαφορετικά, ρε, τα πράγματα. Στην Αθήνα, καθόσουνα έξω. Τα παράθυρα τα ‘χαμε ανοιχτά, ρε, στο… να πάρουμε αέρα. Δεν υπήρχανε air condition. Τώρα να αφήσεις ανοιχτό παράθυρο; Σε αποκεφαλίσαν, στο παρά πέντε, σε αποκεφαλίσαν, να αφήσεις παράθυρο ανοιχτό; Αφήναμε τα παράθυρα ανοιχτά, στον δρόμο έτσι. Είχαμε μια μονοκατοικία στην Παγγαίου, και τα παράθυρα τα ‘χαμε ανοιχτά, και κοιμόμασταν. Από μέσα το κρεβάτι και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, να πάρουμε αέρα. Τώρα να αφήσεις παράθυρο ανοιχτό; Δεν είμαστε καλά. Σου λέω ήταν τόσο καλές εποχές, δύσκολες, αλλά καλές εποχές. Τώρα, έχουμε όλα τα καλά, αλλά δυστυχώς δεν… Τώρα θα σου πάρουν το [01:20:00]πορτοφόλι, θα σου πάρουν το κεφάλι, θα σου πάρουν… Θα λείψεις, θα μπούνε μέσα, και θα σου πάρουν τα πράγματα. Δεν θα βρεις τίποτα. Τώρα, τι είναι τώρα;

Χ.Π.:

Και εσείς ήσασταν, όταν ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας σας, εσείς ήσασταν η πρώτη που έκανε με τη μητέρα σας;

Ε.Π.:

Όχι, ο αδερφός μου ήταν ο πρώτος, ο αδερφός μου. Τον αδερφό μου έκανε, και μετά από 6 χρόνια έκανε εμένα. Όχι, όχι. Και το ωραίο ήτανε ότι γεννήθηκα εγώ, και είχε πάει και σε κλινική στην Αθήνα, να με γεννήσει η μάνα μου, γιατί είχε από το βάρος που βόηθαγε τον πατέρα μου, και σήκωναν τις γελάδες με τον μακαρά. Ο μακαράς είναι ένας γάντζος που έχει κάτι σχοινιά που σηκώνει βάρος. Τραβάς τα σχοινιά κι αυτό το σηκώνει απάνω το βάρος που έχει. Δηλαδή, τώρα μετέπειτα το ‘χουν ονομάσει παλάγκο, παλάγκος αλλά τότε στη γλώσσα των χασάπηδων ήταν ο μακαράς, λεγόταν αυτό το πράγμα- και τράβαγε απ’ το βάρος η μάνα μου είχε πάθει, είχε κατεβάσει προσμήλωση, ναι, γυναικολογικά, κι επειδής φοβότανε, πήγε στο νοσοκομείο να με γεννήσει. Κι αφού γεννήθηκα εγώ, της ήρθε κόλπος που ήμουνα κορίτσι. Γιατί τότε τα κορίτσια καλέ, δεν τα θέλανε. Ήθελαν προίκες να τα παντρέψουν τα κορίτσια. Μην κοιτάς τώρα τα κορίτσια που παίρνουν τον καλύτερο, άμα είναι και λιγάκι όμορφη η κοπέλα, τώρα παίρνει τον καλύτερο. Τότε έπρεπε να στάξεις λίρες, για να παντρέψεις τα κορίτσια τότε. Και η μάνα μου της ήρθε κόλπος, και σκεφτότανε να με πετάξει, λέει, από το παράθυρο. Το σκεφτότανε, το περιεργαζόταν στο κεφάλι της, να με πάρει από κει που ‘μουνα στην κούνια, να με πετάξει κάτω από το παράθυρο, απ’ το νοσοκομείο. Και πάει επίσκεψη ένας πρώτος ξάδερφός της, που υπηρετούσε στον Σκαραμαγκά ναύτης στο ναυτικό, και έμαθε ότι γέννησε η ξαδέρφη του και πήγε να τη δει και τη βρήκε που έκλαιγε και της λέει «Γιατί, ρε Μαρία, κλαις;». «Να σου πω, Γιώργο, να σου εκμυστηρευτώ. Έκανα κορίτσι και θέλω να το πετάξω». «Τι είπες, μωρέ; Πώς θα πετάξεις το κορίτσι από το παράθυρο; Άστο, αυτό θα γίνει καμία κοπέλα να κάψει καρδιές, μωρέ. Θα γίνεις εγκληματίας; Θα πας φυλακή, μωρέ. Πώς θα το πετάξεις το κορίτσι;». Λέει «Μα έχω άλλα τρία». Η μάνα μου τα θεωρούσε ότι ήταν δικά της. «Αυτά είναι, θα πάρουν τον δρόμο τους, θα πετάξεις το κορίτσι, το αίμα σου; Είσαι καλά, μωρέ;». Και όπου μ' έβρισκε ο μπάρμπας μου, μού έλεγε «Από εμένα ζεις, θα σ’ είχε πετάξει η μάνα σου απ’ το μπαλκόνι». Έτσι μου ‘λεγε ο μπάρμπας μου «Από μένα ζεις, γιατί θα σε πέταγε η μάνα σου η παλαβή απ’ το παράθυρο». Ναι, η μάνα μου είχε αδυναμία στον αδερφό μου, είχε τσουτσουνομανία η μάνα μου. Η μάνα μου για τον αδερφό μου, άμα της έλεγε «Τράβα στην Ακρόπολη, κι ανέβα, και πέσε από την Ακρόπολη, και κάνε και τρεις τούμπες» θα πήγαινε! Τέτοια τρέλα που είχε με τον αδερφό μου, αδυναμία μεγάλη. Εμένα δεν με πήγαινε, θα μου πεις ποια μάνα είναι αυτή που δεν τα θέλει τα παιδιά της, αλλά, τέλος πάντων, εγώ θεωρούσα ότι, και πράγματι είχε αδυναμία στον αδερφό μου. Τι να λέμε τώρα; Έτσι, μωρέ, ήτανε οι παλαιές. Είχαν αδυναμία στ’ αγόρια, και στα χωριά ειδικά, αδυναμία στ’ αγόρια είχανε. Τα κορίτσια δεν τα θέλανε καθόλου, γιατί θέλαν να τα προικίσουν τα κορίτσια. Μην κοιτάς τώρα που τα κορίτσια παίρνουν τον καλύτερο. Τώρα τα κορίτσια έτσι κι είναι λίγο όμορφη και είναι έξυπνη κι αυτά, τον καλύτερο παίρνει. Το αγόρι για να το αποκαταστήσεις, άμα το καλοσκεφτείς, τι θέλει ένα αγόρι για να το αποκαταστήσεις. Να ‘χει δουλειά, να κάνει οικογένεια; Ενώ το κορίτσι, άμα είναι έξυπνη, τον καλύτερο παίρνει. Τότε, άμα δεν τα ‘σταζες, δεν παντρευόταν το κορίτσι. Και δεν με ήθελε η μάνα μου, ήθελε να με πετάξει απ’ το παράθυρο, τη φουκαριάρα.

Χ.Π.:

Τώρα που τα σκέφτεστε όλα αυτά στο παρελθόν, τι σας έχει μείνει έτσι απ’ τη ζωή σας, με το κρεοπωλείο ειδικά, και γενικότερα όλη η ζωή σας;

Ε.Π.:

Να σου πω, το κρεοπωλείο δεν το ‘χω ξεχάσει ποτέ, και να πεθάνω θα το θυμάμαι. Το κρεοπωλείο δεν το έχω ξεχάσει ποτέ! Μπορεί να λέω, να δείχνω ότι δεν με νοιάζει, να δείχνω, αλλά αυτά είναι όλα μάτια που λέω μέσα μου. Ακόμα το κρεοπωλείο με βασανίζει. Δεν το ‘χω ξεχάσει ποτέ! Ποτέ!

Χ.Π.:

Κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε, αν έχετε;

Ε.Π.:

Τι να συμπληρώσω, κοριτσάκι μου; Αν ξέχασα και τίποτα, όλη η ζωή μου είναι όλο ανεβοκατεβάσματα είναι η ζωή μου, σκαμπανεβάσματα η ζωή μου. Τέλος πάντων, τώρα, έφτασα σε μια ηλικία, τουλάχιστον να μου δώσει υγεία, και εμένα και τα παιδάκια μου, να τα χαρώ και στον άντρα μου να ‘μαστε μαζί. Αυτό με απασχολεί, και με στεναχωρεί, και αυτά. Δεν έχω τίποτα άλλο, να ‘χω.

Χ.Π.:

Να σας κάνω μια ερώτηση.

Ε.Π.:

Ναι.

Χ.Π.:

Πίσω, όταν ήρθατε πρώτη φορά στο χωριό του άντρα σας-

Ε.Π.:

Ναι.

Χ.Π.:

Πώς και νιώσατε, και ποια ήταν η αντίδρασή σας;

Ε.Π.:

Όταν ήρθα στο χωριό του άντρα μου, ήρθα αρραβωνιασμένη. Αλλά δεν μ’ αφήναν οι γονείς μου, να με πάρει ο αρραβωνιάρης να ‘ρθω στο χωριό. Έτσι ήταν η νοοτροπία τότε. Κι είχε πάρει άδεια ο άντρας μου, και ήθελε να με πάρει μαζί του να έρθω. Πω, πω, πω, πω, πού να με... Τσαντίστηκε ο άντρας μου, τσαντίστηκε, λέει «Τι;». Λέει ο πατέρας μου «Θα ‘ρθουμε ένα Σαββατοκύριακο εμείς, του είπε, μια Κυριακή, γιατί Σάββατο έχουμε δουλειά στο μαγαζί. Θα ‘ρθουμε μια Κυριακή εμείς». «Ε, καλά». Κανονίσαμε, που λες, και ξεκινήσαμε από την Αθήνα, και ήξερε τώρα ο αρραβωνιάρης μου, αφού ήξερε τώρα ότι, σε τι οικογένεια ήρθε. Δεν ήξερε; Ήξερε ότι ήμασταν, φτωχή οικογένεια αυτοί, άλλη οικογένεια εμείς. Ξεκινήσαμε, που λες, μας περιμένανε εδώ στο χωριό. Στον δρόμο που ερχόμασταν, δεν είχε ακόμα γίνει ο δρόμος αυτός, τώρα που ‘ναι πιο κοντινός απ’ την Καρδίτσα. Ήτανε ο παλιός ο δρόμος, που έρχεται απ’ την άλλη πλευρά, από ‘κει που είναι η Πεζούλα και η Κορώνα. Εκεί σ’ ένα εξοχικό, που λέγεται τσαρδάκι, ψήνανε αρνιά. Λέει η μάνα μου, τώρα που έκανε την πλούσια η μάνα μου, και όντως είχε το οικονομικό, αλλά ήτανε εγωίστρια. Λέει «Δεν σταματάμε εδώ να πάρουμε ένα αρνί, που ψήνεται εδώ πέρα; Τι θα έχουν αυτοί εκεί στο χωριό;». Εγώ μου κακοφάνηκε που υποτίμησε, πώς να στο πω, ότι τάχα μου ήτανε φτωχοί, εδώ πέρα. Κι ερχόμασταν κι ερχόμασταν, μα, ρε παιδιά, μου φάνηκε τόσο μακριά κι έλεγα «Παναγία μου, τι έκανα, έλεγα πάλι με το μυαλό μου. Πού πήγα; Έλεγα, τι έκανα;». Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, φτάσαμε στο χωριό εδώ πέρα. Μας περίμενε ο αρραβωνιάρης, κάτω εκεί, που σταματήσαμε τ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν ερχότανε στην πόρτα τ’ αυτοκίνητο. Γιατί εδώ πέρα είναι ανηφόρες, κατηφόρες. Δεν είχε δρόμους να πάνε μες την πόρτα. Και κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο και είπα «Παναγία μου, εδώ πρέπει να ήτανε πάρα πολύ φτωχοί άνθρωποι. Εδώ είναι, Βαγγελίστρα μου» είπα, αλλά όμως όταν ήρθαμε εδώ στο... ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας. Όταν ήρθαμε όμως, περπατήσαμε λίγο, ώσπου να ‘ρθούμε στο σπίτι. Αλλά ο άντρας μου πιο έξυπνος ακόμη, ο αρραβωνιάρης, πιο έξυπνος ο αρραβωνιάρης, είχε βάλει αρνί στη σούβλα. Είχε μαζέψει το σόι του, και είχανε ένα γλέντι τρικούβερτο, που έμειναν οι γονείς μου άφωνοι. «Τι ήμουνα, λέει, χαζός; Δεν ήξερα ότι οι δικοί σου είναι εγωισταί κι ότι… είσαι στα καλά σου;». Κι έτσι «Α, έχουνε κι αρνί στη σούβλα» είπαν οι δικοί μου. Ναι, υποτιμούσανε πολύ. Εγώ αυτό δεν το [01:30:00]ήθελα, γιατί μου κακοφαινότανε πολύ. Πολύ μου κακοφαινότανε, που τον μειονεκτούσανε, πώς να το πω; Δεν ξέρω, αν το λέω σωστά. Τον υποτιμούσανε, που ήτανε φτωχός, που ήτανε «Α, τώρα ένας παλιο-αστυφύλακας». Αλλά ήταν όμως καλό παιδί, καλό παιδί. Δεν ήτανε κανένας σατράπης, κανένας να με κακομεταχειρίζεται, να με κάνει. Ναι, όταν ήρθα όμως, είπα «Πω, πω, τι είναι εδώ; Τι έκανα; Πού πήγα; Είπα, Θεούλη μου, εδώ πέρα, εδώ πρέπει να ‘τανε πολύ φτωχοί». Και πράγματι οι άνθρωποι, εδώ πέρα, στα ορεινά, φτωχοί ήτανε. Αφού ξύλα κουβαλάγανε να ζήσουνε, πουλάγανε. Φορτώνανε τα μουλάρια ξύλα, και τα κατεβάζαν στον κάμπο, και τα πουλάγανε καυσόξυλα. Και από τα λεφτά αυτά που παίρνανε απ’ τα ξύλα, ξέρω κι εγώ, πόσο παίρνανε; Δεν ξέρω τώρα πόσα παίρνανε. Δεν θα παίρναν κι ένα εκατομμύριο. Ψωνίζανε τίποτα ψώνια, και γυρίζανε πίσω με τα πόδια. Από δω, να πάνε στην Καρδίτσα, ξημερώνανε με τα πόδια, για να πουλήσουνε καυσόξυλα, και να πάρουν τα προς το ζην. Το μόνο που είχαν αυτά τα χωραφάκια, και τα σπέρνανε στάρι, και είχαν το σταράκι τους, και είχανε και τίποτα κοτούλες εκεί, καμιά δεκαριά κοτούλες. Φτιάχνανε κι ένα γουρούνι, όποιος μπορούσε να το θρέψει το γουρούνι, γιατί υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι, εδώ πέρα, που δεν είχανε και τροφή να δώσουν στο γουρούνι να το μεγαλώσουνε. Αυτή ήταν η ζωή τους, εδώ πέρα, και με τα χωράφια αυτά που σπέρνανε, και κάναν το στάρι της χρονιάς τους. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι, εδώ πέρα, και με τα ξύλα, με τα ξύλα. Πουλάγανε ξύλα, καυσόξυλα. Γι’ αυτό πήραν των ομματιών τους οι άνθρωποι. Μετά έγινε το φράγμα, που λένε εδώ πέρα. Κι όσοι δουλεύανε στο φράγμα, μετά που σταμάτησε το φράγμα, που τελείωσε το φράγμα, πήρανε των ομματιών τους και φύγανε. Βέβαια, με το φράγμα πήρε ανάπτυξη και τουρισμός, η Λίμνη Πλαστήρα υπ’ αριθμόν ένα. Λίμνη Πλαστήρα, υπ’ αριθμόν ένα. Τότε δεν υπήρχαν αυτά. Ήταν ένα ορεινό φτωχό χωριό. Φτώχεια και των γονέων, ενώ τώρα με τη αυτό, έχει πολύ τουρισμό, πάρα πολύ τουρισμό. Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν οι εποχές τώρα. Έγιναν τώρα εδώ, τα ορεινά, πολύ τουριστικά, με τη Λίμνη Πλαστήρα, αυτά που είναι γύρω-γύρω από τη λίμνη βέβαια, όχι αυτά που είναι άσχετα. Αυτά που είναι εδώ γύρω-γύρω στη λίμνη είναι, ναι. Τώρα, εντάξει.

Χ.Π.:

Και θα σας πάω πάλι πίσω στην αρχή. Εσείς, όταν αποφασίσανε οι γονείς σας να ανοίξουνε το κρεοπωλείο στην Αθήνα, εσείς σε τι ηλικία ήσασταν, και πώς πήρατε την απόφαση ότι «Θα γίνω κι εγώ, θα μπω μέσα στο μαγαζί, και θα γίνω κι εγώ κρεοπώλης», ή και ο πατέρας σας τι είπε;

Ε.Π.:

Εγώ ήμουνα το ‘64, έχω μία φωτογραφία που ήμουνα στο μαγαζί του ‘64, γεννήθηκα του ’51, πόσο χρονών ήμουνα;

Χ.Π.:

13.

Ε.Π.:

13 χρονών μέσα στο… Μία φωτογραφία που έχω, που είναι το ’64 που έχω, που είμαι στο μαγαζί με την μπλούζα. Το ανοίξαμε το κρεοπωλείο με τη διαφορά να είναι ο αδερφός μου να δουλέψει μέσα, αφού είχε μάθει τη δουλειά, που τον στέλναμε στη Σιβιτανίδειο, κι αυτός πήγαινε στη Βαρβάκειο; Έμαθε τη δουλειά απ’ τον νονό του. Του ‘κανε καθοδήγηση ο νονός. Και πήγε φαντάρος ο αδερφός μου, αλλά πριν πάει φαντάρος, πάλευα κι εγώ. Μ’ άρεσε. Ήθελα εκεί να κόβω κιμά, να ξεκοκκαλίζω, να κάνω. Και μετά, πήρα το χαντζάρι σιγά, σιγά, σιγά. Τι θα μου ‘λεγε ο πατέρας μου; Ο πατέρας μου ήθελε να δουλεύω, τι θα μου έλεγε ο πατέρας μου; Θα μου ‘λεγε «Α, είσαι κοπέλα και πρέπει να είσαι μη μου άπτου και τι θα πούνε, μια χασάπαινα;». Τι λες, ρε; Μου ‘λεγε «Έλα, εδώ κόψε! Πιο δυνατά, πιο δυνατά!» ώσπου να πάρω τον αέρα. Μέχρι που πήρα τον αέρα, και μετά ήθελα πέντε, πέντε κόφτες ήθελα. Πέντε κόφτες ήθελα να με περάσουνε. Από κεί, σιγά-σιγά, μετά έφυγε ο αδερφός μου πήγε φαντάρος. Όταν γύρισε από φαντάρος, αφού είχα μάθει καλά εγώ τη δουλειά, και το κράταγα το μαγαζί, είχαμε και έναν υπάλληλο. Μετά τον διώξαμε τον υπάλληλο, και μετά ο αδερφός μου πήγε στη Χαροκόπου, κι αγόρασε ένα, από ένανε γέροντα που βγήκε στη σύνταξη. Στη Χαροκόπου, είχαμε ένα μαγαζί, άλλο κρεοπωλείο. Είχαμε δύο κρεοπωλεία. Ναι.

Χ.Π.:

Μάλιστα.

Ε.Π.:

Τι άλλο να σας πω;

Χ.Π.:

Όχι, αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, που ήσασταν κρεοπώλης.

Ε.Π.:

Έχω και φωτογραφία, θα στη δώσω και τη φωτογραφία να τη δεις, που είμαι στο κρεοπωλείο, ναι. Α, το κρεοπωλείο, το κρεοπωλείο ήταν η ζωή μου! Και ήμουνα όμως πάρα πολύ γερός άνθρωπος, γερός οργανισμός, γιατί δεν έκανα καταχρήσεις. Ούτε κάπνιζα, ούτε έπινα, ούτε ξενύχταγα, γιατί δεν κόταγα κιόλας. Πού να ξενυχτήσω; Ο πατέρας μου ήτανε περίεργος, δεν ήτανε «Άντε, σήμερα, τώρα θα πάω με τη φίλη μου, μπαμπά, για καφέ ή αύριο θα βγω». Δεν είχαμε τέτοια. Τέτοια; Εδώ δεν μ’ άφηνε αρραβωνιασμένη να πάω με τον αρραβωνιάρη, θα μ’ άφηνε να βγω ελεύθερη; Δεν υπήρχε τέτοια. Κι αν δεν ήτανε φίλος του αδερφού μου ο άντρας μου, δεν πρόκειται να είχα γνωρίσει, γιατί δεν μπορούσα, δεν είχα, πώς να στο πω, τρόπο και χρόνο, για να φύγω να πάω ραντεβού, που λέει ο λόγος. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Αλλά έρχονταν ο άντρας εκεί, τάχα αστυνομικός, τάχα κολοκύθια, και από κει τα ψήσαμε. Ναι.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Και, δεν ξέρω αν το απαντήσαμε αυτό, αλλά όλα αυτά τα χρόνια, 30 που μου είπατε ότι είχατε το μαγαζί, πώς νιώθατε πού ήσασταν έτσι μέσα στην πιάτσα, ας το πούμε, και μέσα σ’ έναν χώρο που είναι-

Ε.Π.:

Ανδροκρατούμενος.

Χ.Π.:

Ναι, πώς νιώθατε;

Ε.Π.:

Πολύ άνετα. Σου λέω ότι δεν είχα κανένα κόμπλεξ, τίποτα. Γιατί την έμαθα τη δουλειά τόσο καλά. Τους άντρες τούς έπαιζα στα δάχτυλα. Δεν με ενδιέφερε. Ποιος είναι ο καλύτερος κόφτης; Με φοβήθηκαν οι καλύτεροι κόφτες της κρεαταγοράς, με φοβήθηκαν. Μα ήμουνα ξακουστή! Μα ήμουνα η μόνη, σου λέω, η μόνη στην Αθήνα! Δεν ξέρω αν ήμουνα και σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά στην Αθήνα ήμουνα η μόνη γυναίκα. Τα είπαμε και πάλι. Που είναι στον δίσκο το κρέας, και το πουλάει η κοπέλα στο σούπερ μάρκετ κι αυτά. Ευχαριστώ πολύ. Να το κόψει, μπορεί να το κόψει; Πες της μία απ’ αυτές τις κοπέλες να πάρει ένα μπούτι μοσχάρι και να το κόψει. Άσε που δεν υπάρχουν τώρα μπούτια. Τα φέρνουν όλα απ’ έξω στα Bάλιουμ μέσα, που είναι μ’ όλα τα σκατά μέσα, που τα βάζουνε μέσα όλα τα συντηρητικά κι όλα. Μας έχουνε λουβιάσει. Υπάρχει κρέας τώρα να το φας να μοσχοβολήσει στην κατσαρόλα; Που μυρίζουνε σκατίλας όλα, που βάζουν όλα τα φάρμακα! Ναι, κορίτσι μου, εμένα τουλάχιστον στο κρέας δεν με γελάει κανένας! Το κρέας μ’ έχει γεννήσει. Δυστυχώς, δεν τρώει ο κόσμος κρέας τώρα, γιατί τα φέρνουν απ’ έξω όλα αυτά και βάζουν φάρμακα για να συντηρούνται. Που το χώνουν μέσα στο Bάλιουμ, και το σφραγίζουν να μην παίρνει αέρα. Αυτό έχει φάρμακο μέσα. Βαστιέται το κρέας μέσα στη σακούλα, άμα το βάλεις; Εδώ στο χαρτί, άμα το ‘χεις τυλιγμένο το κρέας, και το ‘χεις μια μέρα, δύο, τυλιγμένο στο χαρτί, και το ‘χεις μέσα στο ψυγείο, άνοιξέ το μετά από δυο μέρες, αν δεν έχει άλλο χρώμα. Όχι, να το αφήσεις μέρες στη σακούλα. Αφού το βάζουνε φάρμακα, συντηρητικά. Αφού το βλέπεις, μέσα στη σακούλα, στο βάλιουμ αυτό, και είναι κατάμαυρο απ’ τα αίματα. Μόλις το σκίσεις το νάιλον αυτό, και το βγάλεις από κει, γίνεται τριαντάφυλλο κόκκινο, τριαντάφυλλο! Τόσο ωραίο χρώμα! Από το φάρμακο που το ‘χουνε ρίξει. Σκέτο [01:40:00]καρκινάκι, του ‘χουνε ρίξει το φάρμακο και είναι κατακόκκινο, και το βλέπεις εσύ, στον δίσκο στο σούπερ μάρκετ. Λες «Πω, πω, ένα μοσχάρι, τι είν’ αυτό!». Αμ, κακομοίρα μου, αυτό παίρνεις και βάζεις τον καρκίνο μέσα στην κατσαρόλα. Πάρε φασόλια και φάε, παρά αυτό. Αλλά τα κρεοπωλεία, δυστυχώς, τα παίρνουνε φθηνά αυτά τα κρέατα απ’ έξω, γιατί εδώ πέρα οι Έλληνες, εμείς, κάνουμε τους πονηρούς. Πήραν του κόσμου τις επιδοτήσεις, μα του κόσμου τις επιδοτήσεις που έχουν πέσει στην Ελλάδα, και ένας δεν έκανε, να κάνει παραγωγή μοσχάρια, να κάνει παραγωγή πρόβατα, να ‘χει κρέας η Ελλάδα, να ‘χει… Και προσπαθούμε απ’ έξω τώρα. Μας έχουνε φλομώσει οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, τα μοσχάρια τους κι αυτά, που βάζουνε μέσα, χίλια δυο σκατά, και μας τα σερβίρουνε. Γιατί εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε βουστάσια. Δεν μπορεί να κάνουμε μοσχάρια εμείς. Γιατί παίρνουμε την επιδότηση και θέλουμε να πάρουμε τη Mercedes την κούρσα, να γυρίζουμε. Τη φάγαμε την επιδότηση στη Mercedes. Δεν πήραμε να κάνουμε στάβλο. Δεν πήραμε να κάνουμε ζώα. Ναι, μεν, μπήκαμε σε προγράμματα, και παίρνουμε και κάθε χρόνο επιδοτήσεις. Εδώ είναι το ωραίο τώρα. Εδώ είναι το ωραίο. Που δεν κάνουνε… Παλιά, κάτι τάχα, μου κάνανε έλεγχο «Έχεις τόσα ζώα; Έχεις τόσα αυτό;». Κορόιδευαν. Τώρα δεν κοιτάει κανένας. Εδώ, μωρέ, έχουνε τώρα κάνα δυο-τρία κοπάδια που έχουνε, η μία έχει 20 κατσίκες, και έχει επιδόματα για 250, και πληρώνεται για 250. Την ελέγξανε, αν έχει 250 γίδια, και παίρνει τόσα εκατομμύρια τον χρόνο; Τι δίνει στην αγορά, αυτή; Τι προσφέρει στην αγορά, αυτή; Που παίρνει τόση επιδότηση. Προσφέρει τίποτα στην αγορά; Τίποτα. Το λοιπόν; Και πόσοι είναι σ’ άλλα μέρη, καλά εδώ πέρα τούτο το χωριό δεν έχει κόσμο, είναι γεροντάκια. Μετά είναι τουριστικό, έχει γίνει τώρα τουριστικό, εντάξει. Σε άλλα μέρη, που δήθεν τάχα μου, έχουνε μονάδες και έχουνε κολοκύθια στο πάτερο; Έχουνε; Που έπρεπε με τόσα λεφτά που έχουν πέσει στην Ελλάδα, έπρεπε να δίνουνε κι έξω οι Έλληνες, να κάνουν εξαγωγές κρέατα. Κι όμως, έτσι και μας κόψουν απ’ έξω, δεν θα ξαναδαγκώσει Έλληνας κρέας. Θα φτάσει 50 ευρώ το κιλό. Δεν θα ξαναδαγκώσει κρέας ο Έλληνας, με τόση ακρίβεια που θα πάει. Αφού δεν έκαναν τίποτα; Δώσανε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε, αλλά οι δικοί μας τα πήρανε και τα φάγανε. Τα πήρανε και τα φάγανε. Εδώ, στη Λάρισα, καλέ, έχουν τα πιο ακριβότερα αυτοκίνητα στην Ελλάδα. Πόσες επιδοτήσεις έχουν πάρει αυτοί; Πού είναι η παραγωγή που κάνουν και προσφέρουν στην ελληνική αγορά; Τίποτα. Γάλα; Το γάλα όλο αυτό είναι σκόνη, που φέρνουν απ’ έξω. Δεν έστελνε ο αδερφός μου; Του τραβάνε το νερό απ’ την Ολλανδία, και βάζουν την κρέμα μέσα στα βυτία, και το φέρνουν εδώ, κι έχουν χημικούς και βάζουν το ανάλογο νερό, που βάζουνε μέσα, και πίνεις εσύ ότι είναι ελληνικό γάλα. Δεν είναι ελληνικό γάλα! Τι λέτε τώρα; Τι λες τώρα; Σου είπα, είναι-

Χ.Π.:

Κι όταν πήρατε την απόφαση, με τον άντρα σας, και με τον αδερφό σας, να κάνετε αυτό το ζωεμπόριο και να επιστρέψετε στο χωριό του άντρα σας, πώς πήρατε την απόφαση να κλείσετε το μαγαζί; Δηλαδή, ήταν εύκολη;

Ε.Π.:

Όχι, δεν ήταν εύκολη. Ήτανε πολύ δύσκολη απόφαση, αλλά μ’ έφαγε το περισσότερο χρήμα, ότι θα βγάζω περισσότερα, αλλά κι ήτανε κι ένας λόγος παραπάνω, διότι αρχίσανε μετά τα μικρομάγαζα. Τα κρεοπωλεία, τα παραδοσιακά κρεοπωλεία, αρχίσανε κι έκοβε η δουλειά. Γιατί; Γιατί πήγαινε ο κόσμος, έπεσε με τα μούτρα στα σούπερ μάρκετ, και τα σούπερ μάρκετ κόψανε τα μικρομάγαζα. Γιατί βάζανε φτηνές τιμές. Γιατί παίρνανε, όπως είπαμε προηγουμένως, αυτά απ’ έξω στα Bάλιουμ μέσα, σκέτο ψαχνό, το βλέπεις εσύ που δεν ξέρεις, και λες «Α, σκέτο ψαχνό!». Εμ, σκέτο ψαχνό, αυτό είναι σκέτο καρκίνος! Γιατί έχει ένα σωρό φάρμακο απάνω αυτό για να συντηρηθεί, να στο φέρει απ’ τη Γερμανία είτε απ’ τη Γαλλία είτε απ’ το Βέλγιο, από πού στο διάολο το φέρνουνε. Το λοιπόν, και αυτά πέσανε, ο κόσμος εκεί, κι έκοψε η δουλειά. Αν πήγαινε η δουλειά όπως πήγαινε, δεν έφευγα από την Αθήνα, ο κόσμος να ερχόταν τούμπα. Δεν έφευγα! Ερχόταν το Πάσχα, ερχόταν το Πάσχα, πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και το ‘παιρνε το αρνί είτε το κατσίκι 150 ευρώ, 30, ξέρω γω, φθηνότερο απ’ το συνοικιακό μαγαζί. Μένανε του κρεοπώλη τ’ αρνιά και τα πέταγε. Τότε με το Τσερνομπίλ; Τότε με το Τσερνομπίλ έπαθε ο αδερφός μου, από κει, έπαθε ταράκουλο και ξενιτεύτηκε. Απ’ το Τσερνομπίλ, είχε πάει στη Μακεδονία, και είχε αγοράσει 500 αρνιά, με το Τσερνομπίλ, και πρόλαβε τη Μεγάλη Τρίτη κάτι πούλησε. Και σκάει το Τσερνομπίλ, απ’ τη Μεγάλη Τρίτη ότι είναι με Τσερνομπίλ, και δεν πάτησε κανένας να πάρει, κι όπως ήτανε το ψυγείο φορτωμένο με τ’ αρνιά, το έδινε σε ιδρύματα δωρεάν, να τα πάρουν τ’ αρνιά και δεν τα παίρνανε! Δωρεάν, να πάει να τα ξεφορτώσει να φάνε τα παιδάκια τα ορφανά, τα αυτά με τα προβλήματα, αλλαντοποιία, και τα πέταξε στο ρέμα! Πόσοι άλλοι σαν και εμάς τα πετάξανε στο ρέμα; Χιλιάδες. Ναι, κάτι τέτοιες καταστροφές σε ορισμένες αυτές, σου συμβαίνουνε και σε τελειώνουνε. Αν δεν ήτανε αυτό, δεν έφευγα απ’ την Αθήνα εγώ, αν ήταν τα μαγαζιά όπως ήτανε, και είχαν τη δουλειά που είχανε. Πήγαιναν όλοι στο σούπερ μάρκετ, το περνάνε πιο φθηνό. Κι έχανε ο κρεοπώλης 1-2 εκατομμύρια. Λίγες φορές εγώ Πάσχα είχα χάσει, τώρα τελευταία, και 2 εκατομμύρια. Ένα Πάσχα, που τα ‘βαλε το Continent, πώς λεγόταν ένα σούπερ μάρκετ που ήταν κάτω στη Βουλιαγμένης, το Continent ήτανε, και έλεγε «Εννιά, εννιά τα κατσίκια και τ’ αρνιά» εννιά, εννιά δηλαδή 99.

Χ.Π.:

Δραχμές.

Ε.Π.:

Δραχμές. «Εννιά, εννιά τα κατσίκια και τα αρνιά» είχε βάλει κι εγώ τα είχα αγοράσει πιο ακριβά απ’ ότι τα πούλαγε αυτός. Μου μείνανε εμένα, έχασα 2 εκατομμύρια. Άντε, τον άλλο χρόνο, άντε. Μετά απηύδησα και λέω «Α, στο διάολο να πάει» να σηκωθώ για περισσότερα, για πιο καλύτερα για τα παιδιά μου. Αλλά να, όμως, ότι πρέπει στο πίσω μέρος του μυαλού σου να βάλεις και το «Ναι, αλλά». Το πίσω το μέρος του μυαλού του ανθρώπου πρέπει να βάλεις και μία φορά «Ναι, αλλά αν;». Κατάλαβες;

Χ.Π.:

Και πώς δούλευε το κρεοπωλείο στις γιορτές, δηλαδή οι αναμνήσεις σας από όλα αυτά τα 30 χρόνια που πήγαινε καλά, μέχρι που άρχισαν τα σούπερ μάρκετ, πώς ήταν η δουλειά δηλαδή;

Ε.Π.:

Πώς ήταν η δουλειά;

Χ.Π.:

Ναι, κι η διαφορά κιόλας ανάμεσα στις γιορτές και στην καθημερινότητα.

Ε.Π.:

Στις γιορτές, έβγαζα πάρα πολλά λεφτά, μα και την εβδομάδα. Πουθενά, όπου και να δούλευα. Είναι δυνατόν; Έβγαζες λεφτά, παιδί μου, είχε ποσοστό κέρδους πολύ το κρεοπωλείο. Είχε το παραδοσιακό. Τώρα, σου είπα, απλώθηκε στα σούπερ μάρκετ. Γι’ αυτό και δύσκολα βρίσκεις απλό κρεοπωλείο τώρα. Ορισμένα που είναι μπουτίκ κρεάτων και σούπερ μάρκετ κρεάτων και κολοκύθια τέτοια, που πουλάνε διάφορα τέτοια, έχουν κ[01:50:00]αι τυριά μέσα, και σκατολοΐδια. Αλλά σκέτο κρέας, σκέτο, στις γιορτές πολύ… Αλλά και τη βδομάδα, έβγαζα πάρα πολλά λεφτά, βγάζαμε πάρα πολλά λεφτά! Τι να λέμε τώρα; Έβγαζα πολλά λεφτά, μπορεί να ‘βγαζε και 500, 600 χιλιάδες, χιλιάδες, όχι ευρώ. 500, 600 χιλιάδες έβγαζα τη βδομάδα, απ’ τη Δευτέρα μέχρι το Σαββάτο!

Χ.Π.:

Και με την οικογένεια πώς τα καταφέρνατε;

Ε.Π.:

Πώς τα κατάφερνα; Γιατί είχα το μαγαζί, το σπίτι ήταν από πάνω απ’ το μαγαζί, δεν ήτανε μακριά. Και έκλεινα το μαγαζί το μεσημέρι, θα είχα μαγειρέψει από βραδίς. Είχα έτοιμο το φαγητό. Τρώγαν τα παιδιά μου, και ό,τι δουλειά είχα, την έκανα το βράδυ. Το βράδυ θα σφουγγάριζα, θα έβαζα το πλυντήριο, θα σιδέρωνα, μα θα έφτιαχνα, όταν ήτανε γιορτές, τα γλυκά μου. Δεν έλειπε τίποτα απ’ τα παιδιά μου! Δεν έλειπε τίποτα απ’ τα παιδιά μου! Να ‘λεγα «Α, τώρα εγώ δουλεύω», τίποτα δεν έλειπε απ’ τα παιδιά μου. Ούτε τα γλυκά τους ούτε σήμερα είναι γιορτή, και πώς θα φανεί στο σπίτι, όταν δεν έχει το σπίτι το παραδοσιακό, ρε παιδί μου; Εγώ έτσι ήμουνα μαθημένη απ’ την οικογένειά μου. Ξέραμε τα Χριστούγεννα θα είν’ το σπίτι γεμάτο, τα γλυκά τα χριστουγεννιάτικα. Έτσι τήρησα κι εγώ, κι είναι μαθημένα τα παιδιά μου σ’ αυτό το στυλ, τέλος! Ήταν το Πάσχα; Θα ήταν το Πάσχα. Δεν έλειψε τίποτα απ’ τα παιδιά μου, ούτε ποτέ ήταν άπλυτα ούτε ποτέ ήτανε ατημέλητα, ούτε τίποτα. Το σπίτι μου έλαμπε. Τη νύχτα, το πρωί πάλι στη δουλειά. Κατέβαινα, δεν ήτανε μακριά, ήταν από πάνω το σπίτι, από κάτω το μαγαζί.

Χ.Π.:

Και τι ώρες το κλείνατε το μαγαζί;

Ε.Π.:

Τότε δεν ήτανε συνεχές ωράριο. Ήτανε, ας πούμε, το πρωί 7:30 η ώρα μέχρι στις 2 η ώρα, 2:30 και δύο φορές τρεις τη βδομάδα ήταν και τ’ απόγευμα. Τις άλλες μέρες της βδομάδος ήτανε μόνο μέχρι τότε, και το απόγευμα ήτανε κλειστά. Ειδικά Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο ήτανε μέχρι τις 3 η ώρα, τα απογεύματα ήτανε κλειστά. Τώρα Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή ήτανε και το απόγευμα. Άνοιγες στις 5 μέχρι στις 8. Τις άλλες μέρες ήταν κλειστά το απόγευμα, τις τρεις ημέρες.

Χ.Π.:

Και μέσα απ’ αυτήν τη δουλειά τι σας άφησε και τι ήταν αυτό που μάθατε; Η γλώσσα, ας πούμε, του εμπορίου τη μάθατε, όντας μια γυναίκα δηλαδή, που υποτίθεται θα έπρεπε να είναι πιο εκλεπτυσμένη, να μη μιλάει άσχημα και τα λοιπά; Επειδή ήταν ένας αντροκρατούμενος χώρος.

Ε.Π.:

Πώς, μια χαρά. Ούτε μάγκικα μίλαγα ούτε τίποτα. Κανονικά μίλαγα, δεν μίλαγα μάγκικα. Μια χαρά μίλαγα, καθόλου κανένα πρόβλημα. Και πώς δεν μ’ άφησε; Και σπίτι αγορασμένο έχω στην Αθήνα, είχα στην Αθήνα αγορασμένο σπίτι, και τα παιδιά μου στα καλά φροντιστήρια πηγαίνανε, με τα αγγλικά τους, τα γαλλικά τους. Πάρα πολύ καλά. Σου λέω, έβγαζα λεφτά, πάρα πολλά λεφτά.

Χ.Π.:

Και σαν εμπειρίες, τι είναι αυτό που σας άφησε; Δηλαδή, έτσι οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα τώρα, θυμώντας τα, τι είναι το πιο έντονο, απ’ όλα αυτά τα 30 χρόνια, το πιο έντονο που θυμάστε από το κρεοπωλείο, το πιο έντονο. Το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό;

Ε.Π.:

Το πρώτο πράγμα στο μυαλό μου που μου ‘ρχεται; Τα λεφτά που ‘βγαζα! Αυτό μου ‘ρχεται, τι άλλο να μου ‘ρχεται; Όταν γέμιζε η τσέπη μου λεφτά, γι’ αυτό οι χασάπηδες βγάζουν πολλά λεφτά. Τι να λέμε τώρα, σαχλαμάρες; Εγώ ήμουν μαθημένη που στα συρτάρια ήταν φουλ γεμάτα. Αυτό μου ‘ρχεται στο μυαλό, τι να μου ‘ρχεται στο μυαλό; Το τι έβγαζα, και τώρα πώς μπορείς να ζεις μ’ έναν μισθό. Αλλά σιγά-σιγά όμως, σε κάνει η ζωή και συμβιβάζεσαι και με τα λίγα και λες «Δεν βαριέσαι, αρκεί που ‘χω την υγειά μου και βλέπω τα παιδιά μου και είν’ τα παιδιά μου καλά. Δεν πειράζει μου αρκούν κι αυτά τα λίγα, να είμαι καλά». Γι’ αυτό, επειδή ήμουνα μέσα στο εμπόριο, απ’ τα γεννοφάσκια μου, εγώ δεν γνώρισα ποτέ το σπίτι μας, όποιο συρτάρι να άνοιγα να μην έβρισκα λεφτά, να μην υπήρχαν λεφτά. Και γι’ αυτό, τώρα εδώ πέρα, άνοιξα αυτό με τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Γιατί ήμουνα μαθημένη στο εμπόριο και στα λεφτά. Δεν είναι δυνατόν τα λεφτά να τα ξεχάσει κανένας τώρα, κι άσε τα παραμύθια που λέμε «Δεν βαριέσαι και δεν αυτά», αυτά είναι απλώς να δικαιολογούμαστε, να λέμε «Α, δεν βαριέσαι». Δεν είναι έτσι. Γι’ αυτό και αναγκάστηκα, θα μου πεις «Τώρα δεν κουράζεσαι;». Και βέβαια κουράζομαι, και είμαι και σε μια ηλικία. Κουράζομαι, αλλά όμως με ικανοποιεί που βγάζω λεφτά, που αξιοποιώ το προϊόν μου, και δεν μου το παίρνει ο άλλος να με κοροϊδέψει. Να μου το πάρει ο άλλος 80 λεπτά το γάλα, που το παίρνουν 80 λεπτά, το φτιάχνω τυρί. Θα μου πεις «Μα το τυρί έτσι φτιάχνεται;». Όχι, δεν φτιάχνεται έτσι. Θέλει κόπο, τρόπο, καθαριότητα, κι όταν παρουσιάζεις καλό εμπόρευμα, και όχι ψευτιές, γίνεσαι ξακουστή, και βγάζεις και λεφτά. Εγώ πουλάω τυρί και δεν προλαβαίνω! Γιατί το τυρί μου δεν το βρίσκουνε, γιατί δεν το νοθεύω εγώ, να βάλω μέσα σκόνη που βάζουνε, που κάνουν τον έξυπνο και βάζουν σκόνη μέσα, ότι δήθεν τάχα μου να μην ανοίγει τρύπες. Το τυρί, όπως και να το κάνεις, θα έχει μέσα τρύπες, και παιδεύομαι και τώρα. Αλλά όμως ήμουνα μαθημένη στα λεφτά, και θέλω να βγάζω λεφτά. Λέω την αλήθεια. Θα μου πεις «Τα λεφτά είναι το παν;». Κι όμως, χωρίς λεφτά πεθαίνεις, χωρίς λεφτά πεθαίνεις, και άσε τώρα τι λέμε «Δεν βαριέσαι, δεν…», πώς δεν βαριέσαι; Βαριέσαι και πολύ, βαριέσαι.

Χ.Π.:

Έχετε δικά σας πρόβατα;

Ε.Π.:

Ναι, έχουμε, έχουμε πρόβατα δικά μας, και βέβαια έχουμε, και το γάλα, δεν είπα ότι το κατεβάζαμε κάτω στο πρώτο χωριό που συναντάμε για να το πάρει το τρίκι το γάλα; Και τώρα, έχω λίγα χρόνια που το φτιάχνω μόνη μου, τυρί, τραχανά, γιαούρτι. Ό,τι έχει σχέση με το γάλα, το φτιάχνω μόνη μου, και το πουλάω μόνη μου. Έχω περίπτερο, έχω. Στη Λίμνη, γιατί είμαστε στη Λίμνη Πλαστήρα, εδώ στη Λίμνη Πλαστήρα είμαστε, και προσφέρεται, γιατί έχει τουρισμό. Έχει κόσμο. Φτιάχνω δικά μου, χειροποίητες πίτες, σπέσιαλ γαλακτομπούρεκο, σπέσιαλ γαλακτομπούρεκο, που παθαίνουν την πλάκα του, όποιος περνάει και τρώει. Παθαίνει την πλάκα του.

Χ.Π.:

Από πού μάθατε όλα αυτά να τα φτιάχνετε;

Ε.Π.:

Γιατί μ’ άρεσε η μαγειρική. Δεν πήγα πουθενά εγώ να γίνω σεφ. Εγώ χασάπαινα ήμουνα, αλλά δεν ντρεπόμουνα να ρωτήσω εσένα, τον άλλον, τον άλλον πώς το κάνει και τέτοια. Και συν τω χρόνω, έμαθα πάρα πολύ ωραία πράγματα και φτιάχνω.

Χ.Π.:

Για το τυρί και το βούτυρο που είπατε κι αυτό;

Ε.Π.:

Αυτά. Το τυρί και το βούτυρο, να λέω την αλήθεια, είχα δει από τη μάνα μου, γιατί όπως είπα η μάνα μου ήταν Βλάχα-Σαρακατσάνα. Και είχα δει πώς το 'φτιαχνε το τυρί και το βούτυρο. Και όταν σταματήσαμε να το δίνουμε στον γαλατά, το γάλα, λέω «Θα το φτιάξω μόνη μου!». «Και τι ξέρεις εσύ, μου ‘λεγε ο άντρας μου, να το φτιάξεις το τυρί;». «Τι λες, ρε, που δεν ξέρω εγώ;». «Θυμάσαι εσύ, μο[02:00:00]υ λέει, που ήσουνα 10 χρόνων, που έφτιαχνε η μάνα σου το τυρί;». Και όμως. Ναι, κυρία μου! Γιατί έβαζα βάση πώς το ‘φτιαχνε και το ‘φτιαχνα. Γιατί είχα δει απ’ τη μάνα μου, πώς έφτιαχνε το βούτυρο, πώς έφτιαχνε το τυρί. Γιατί η μάνα μου, μ’ αυτά ζούσαν οι Σαρακατσαναίοι, με τα πρόβατα ζούσανε. Αυτό είναι γεγονός ότι οι Σαρακατσαναίοι με τα πρόβατα, αυτό ήταν το επάγγελμά τους, πρόβατα είχανε. Και από ‘κει είχα δει και το… Όχι, ότι το έμαθα από το κρεοπωλείο, μη λέμε τώρα ό,τι θέλουμε. Απ’ τη μάνα μου είχα δει αυτά τα πράγματα.

Χ.Π.:

Μπορείτε να μας περιγράψετε πώς γίνεται το τυρί και το βούτυρο, πώς το κάνετε; Δηλαδή, πώς το έκανε η μητέρα σας και πώς το κάνετε εσείς, ποια είναι η διαφορά σε σχέση με τους άλλους;

Ε.Π.:

Κοιτάχτε να δείτε. Το τυρί δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα άλλη απ’ τους άλλους. Κανονικά το πήζεις το τυρί, αυτό. Το βούτυρο όμως, οι Βλάχοι-Σαρακατσαναίοι δεν το αφήνανε. Γιατί εδώ στα ορεινά, και δεν ξέρω κι αλλού, το γάλα το μαζεύουνε σε βαρέλια, ξέρω γω, πού, και το αφήνουνε κάνα δυο-τρεις μέρες, και αυτό ξινίζει, και μετά το χτυπάνε μέσα σε βούρτσες, τα λένε αυτά. Μ’ ένα ξύλο, μέσα σ’ ένα βαρέλι ξύλινο, το βαράνε μ’ ένα χοντρό ξύλο. Το χτυπάνε, το χτυπάνε το γάλα, το χτυπάνε, και αφού έχει ξινίσει το γάλα, δώσ’ του, δώσ’ του, λέμε παλιά, πώς το κάνανε παλαιά. Τώρα έχουνε βγει τα μηχανήματα, και το βάζουνε στο μηχάνημα, και το βγάζει το βούτυρο. Το χτυπάγανε, και αυτό έρχεται, και όταν είναι ξινό και χωρίζει το βούτυρο απ’ το ξινόγαλο, και βγαίνει από πάνω το βούτυρο. Και το μαζεύεις το βούτυρο, και το πλένεις, με κρύο νερό πάντα. Παγωμένο νερό. Γιατί άμα το βάλεις ζεστό θα λιώσει, θα φύγει στον νεροχύτη το βούτυρο. Θα λιώσει απ’ το νερό το ζεστό, και με της βρύσης το νερό το χάνεις το βούτυρο. Θέλει παγωμένο, όταν βγάζεις βούτυρο, και το ξινόγαλο μετά, το πουλάνε ξινόγαλο. Αλλά αυτό το κάνουν τώρα οι βιομηχανίες στα μηχανήματα. Το βάζουν στο μηχάνημα, και το χτυπάει το μηχάνημα, και βγάζει το βούτυρο. Ενώ οι παλαιοί το χτυπάγανε με τον παραδοσιακό τρόπο, αυτό τη βούρτσα. Εγώ όμως δεν το ‘κανε έτσι μάνα μου. Οι Βλάχοι, επειδής είχανε πολλά πρόβατα, η μάνα μου είχε 1.500 πρόβατα, όταν ζούσε η μάνα της, είχε 1.500 γιδοπρόβατα, και δεν μπορούσαν τώρα να βάλουν τόσο γάλα να ξινίσει για να το βγάλουνε το βούτυρο, αλλά τι κάνανε; Το βάζανε στα καζάνια, το βραδινό ειδικά το γάλα, στα καζάνια, και είχανε σύρμα ψιλό, σίτα, και το κουμπώναν από πάνω απ’ το καζάνι να μην μπει τίποτα, και πάει τίποτα και το μαγαρίσει, που είχανε σκυλιά πολλά που φυλάγαν τα πρόβατα. Το πρωί, έχει την ιδιότητα το γάλα, το πρωί, να έχει καϊμάκι, το καϊμάκι που λέμε, την πέτσα που λένε τώρα, αυτό το μαζεύανε με τρυπητή κουτάλα, και το βάζανε σ’ ένα μέρος. Αφού μαζεύανε, αν ήταν τόσο πολύ και μαζεύανε σε μια μέρα, το χτύπαγαν με το χέρι. Με το χέρι το χτύπαγαν, κι αυτό ερχόταν και έκοβε και γινόταν το βούτυρο, κι έβγαινε μετά τα πολυακόρεστα, αυτά τα λένε, το γάλα, το-

Χ.Π.:

Το νερό.

Ε.Π.:

Το νερό. Και έτσι, είδα απ’ τη μάνα μου που… Και μαζεύω το καϊμάκι, και δεν το χαλάς το γάλα. Δεν γίνεται ξινό, και δεν γίνεται να χαλάει το γάλα, και ρίχνεις και το πρωινό μέσα, που δεν έχεις πάρει την πέτσα, και το πήζεις. Και δεν χαλάει, να το χαλάσεις, να το κάνεις ξινό το γάλα. Και αυτό, όπως το είχα δει από τη μάνα μου, μαζεύω το καϊμάκι εγώ, κι εγώ, βέβαια, δεν το χτυπάω στο χέρι. Το βάζω στον κάδο του μίξερ, και το χτυπάω και γίνεται βούτυρο, το καϊμάκι, και ρίχνω το πρωινό το γάλα μέσα, και το… Τώρα, εγώ βέβαια, δεν το αφήνω έξω. Άλλες οι συνθήκες οι τώρα. Το βάζω στο ψυγείο, έχω ψυγεία, και το βάζω στο ψυγείο, και μαζεύει το καϊμάκι αυτό το βραδινό το γάλα, και την άλλη μέρα ρίχνω το πρωινό το γάλα μέσα, και το πήζω τυρί, και έτσι κάνω το βούτυρο.

Χ.Π.:

Το γάλα το ρίχνετε στο γάλα που έχετε πάρει το καϊμάκι.

Ε.Π.:

Ναι, στο βραδινό το γάλα. Αλλά δεν έχει καμία διαφορά, να πεις ότι το αδυνατείς και… Δεν έχει καμία διαφορά, δεν το χαλάς. Έτσι το κάνανε οι Βλάχοι, και φτιάχνανε το βούτυρο. Δεν το αφήνανε να ξινίσει.

Χ.Π.:

Και το καϊμάκι από πάνω, πότε είναι πιο παχύ;

Ε.Π.:

Απ’ το πρόβειο γάλα, απ’ το πρόβειο γάλα, όχι από το γίδινο. Το γίδινο δεν πιάνει καϊμάκι, γιατί είναι ελαφρύ το γάλα απ’ τις γίδες. Το πρόβειο το γάλα έχει πολύ βούτυρο.

Χ.Π.:

Μάλιστα. Και η μητέρα σας, όταν είχατε το μαγαζί στην Αθήνα, τι έκανε; Είχατε και πρόβατα ταυτόχρονα;

Ε.Π.:

Όχι, όχι, όχι, δεν είχαμε πρόβατα. Είχαμε μοσχάρια στον Ασπρόπυργο, που τα παίρναμε για σφάξιμο, και όταν έβρισκε ευκαιρία ο πατέρας μου κι αγόραζε, ένας είχε ανάγκη που τα πούλαγε, τα ‘παιρνε σ’ ευκαιρία, τα βάζαμε στον στάβλο. Δεν τα σφάζαμε, γιατί είχαμε για να σφάξουμε. Τα βάζαμε στον στάβλο, κι όταν ερχόταν η μέρα που θέλαμε να σφάξουμε, τραβάγαμε απ’ τον στάβλο και είχαμε. Είχαμε μοσχάρια, όχι πρόβατα, όχι. Είχαμε στον Ασπρόπυργο στον στάβλο, που είχαμε μοσχάρια, όχι αγελάδες να ‘χουμε γάλα, για σφάξιμο.

Χ.Π.:

Και τα πουλάγατε στο μαγαζί;

Ε.Π.:

Και τα πουλάγαμε στο μαγαζί, ναι. Τα σφάζαμε και τα πουλάγαμε στο μαγαζί, ναι.

Χ.Π.:

Κι η μητέρα σας τι έκανε, όλα αυτά τα χρόνια, αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνει;

Ε.Π.:

Τίποτα. Καθότανε στο μαγαζί, ειδικά η μάνα μου. Χωριστήκαμε. Και πήγαμε, ο πατέρας μου ήτανε με μένανε στο μαγαζί το πρώτο που είχαμε, και η μάνα μου είχε πάει με τον αδερφό μου στη Χαροκόπου. Κι έβλεπες η μάνα μου που ήταν αγράμματη τελείως, να είναι στο ταμείο και να δίνει τα ρέστα, σαν την καλύτερη ταμίας. Σαν να είχε βγάλει, κι εγώ δεν ξέρω, και ήταν αγράμματη. Δεν ήξερε ούτε το όνομά της να γράψει.

Ε.Π.:

Στο μαγαζί ήταν η μάνα μου κι έδινε τα ρέστα. Mετά παντρεύτηκε ο αδερφός μου. Φάγαν [Δ.Α.] κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου, απ’ τη νύφη, τους κυνήγησε. Πήγαινε η νύφη μετά στο ταμείο. Η μάνα μου καθόταν εκεί στο μαγαζί που είχα εγώ. Μετά, γέννησα εγώ τη μεγάλη μου την κόρη, φύλαγε τα παιδιά.

Χ.Π.:

Πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο, νομίζω τα έχουμε αναλύσει. Ξέχασα να πω, στην αρχή, ότι σήμερα είναι Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021, αυτά. Δεν ξέρω, θέλετε να πείτε κάτι άλλο;

Ε.Π.:

Όχι, δεν ξέρω αν ξέχασα τίποτα. Δεν νομίζω. Αυτά. Και στο μαγαζί που ήμουνα έχω φωτογραφία, άμα θέλεις να στη δείξω, που έχω στο μαγαζί, και με τα πρόβατα που είχα το σουστάκι και πήγαινα το γάλα έχω, και στο σχολείο που μ’ άρεσαν πολύ, όταν ήτανε για «ζήτω» ήμουνα πρώτη, για χορούς, για τέτοια, πήγαινα στο σχολείο. Σου λέω ήμουνα σκράπας. Τόσο μου ‘κόβε το ρημάδι και έλεγα «Δεν γίνεται ένας σεισμός να γκρεμίσει το σχολείο;». Δεν μου ‘κόβε το ρημάδι ότι το σχολείο είναι που πρέπει να πάει ο άνθρωπος στο σχολείο. Κι όμως εγώ δημοτικό, και αυτό με 5 το έβγαλα, αφού μία πήγαινα και 25 δεν πήγαινα; Κι όμως μ’ έκανε η ζωή κι έγινα πρώτος λογιστής. Όταν είχα πρωτοπάει στο μαγαζί, τύχαινε να πάει ο πατέρας μου, ξέρω γω, να μην [02:10:00]έχει έρθει ακόμα από τον Ρέντη, που πήγαινε και ψώνιζε, και να ‘ρχότανε πελάτης, και δεν ήξερα ένα κοτόπουλο πόσο κάνει, δεν ήξερα! Φώναζα δίπλα τον κύριο Ιορδάνη, ήταν ένας μπακάλης δίπλα, να μου κάνει λογαριασμό, πόσο κάνει ένα κοτόπουλο. Σκέψου, να δεις πόσο σκράπας ήμουνα! Και μετά, σε πληροφορώ, έγινα και έπαιζα με τα εκατομμύρια. Εγώ ο σκράπας, που δεν ήξερα πού πάνε τα 5! Που δεν ήξερα ένα κοτόπουλο πόσο κάνει, φώναζα τον κύριο Ιορδάνη να μου κάνει λογαριασμό.

Χ.Π.:

Ναι, αυτό πόσο σας δυσκόλεψε στην αρχή μέχρι να μάθετε;

Ε.Π.:

Όχι, στην αρχή με δυσκόλεψε, αλλά όχι για πολύ καιρό. Πήρα το κολάι και πάει. Μετά, βέβαια, είχαμε και ζυγαριές που πάταγες το ποσόν, την τιμή, και το αυτό, και στο ‘βγαζε, μεγάλη ευκολία. Ήτανε οι ζυγαριές αυτόματες, που πάταγες το αυτό, και σου ‘βγαζε τον λογαριασμό. Αλλά τότε, όταν πήραμε τις ζυγαριές, ήταν τώρα τελευταία, το οποίο εγώ είχα γίνει εξπέρ. Δεν χρειαζότανε, ας πούμε, ότι δεν ήξερα να κάνω λογαριασμό. Σας είπα στην αρχή, δεν ήξερα ούτε ένα κοτόπουλο. Το ζύγιζα και φώναζα τον μπακάλη να μου κάνει λογαριασμό δίπλα.

Χ.Π.:

Και πώς ήτανε, πώς ζυγίζατε πριν βγουν οι ζυγαριές αυτές οι αυτόματες;

Ε.Π.:

Είχαμε ζυγαριά αυτόματη, αλλά όχι από τις υπεραυτόματες που πατάς την τιμή απάνω. Δεν ήμασταν με τα δράμια, που έβαζες τα δράμια πάνω, ήτανε κανονικά. Εγώ πρόλαβα τη ζυγαριά που ήτανε αυτόματη, έβαζες απάνω και σου ‘λεγε πόσα κιλά είναι, αλλά δεν σου ‘βγαζε λογαριασμό, έπρεπε να το κάνεις εσύ το λογαριασμό, να βάλεις την τιμή και τα κιλά, το πόσο είναι και να βγάλεις. Μετέπειτα όμως βγήκανε σύγχρονες ζυγαριές, μετά βγήκαν οι πιο σύγχρονες που σου ‘βγαζε και τον λογαριασμό. Πάταγες και σου ‘βγαζε και το χαρτάκι που κολλάει απάνω, όπως είναι τώρα στα σούπερ μάρκετ, αλλά πριν βγούνε να βγαίνει το χαρτάκι, πάταγες, ας πούμε, ήτανε 2.200; Έβαζες την τιμή εσύ και σου ‘βγαζε στην οθόνη πόσα λεφτά κάνει.

Χ.Π.:

Και πόσο σημαντικό είναι η βιτρίνα ενός κρεοπωλείου;

Ε.Π.:

Πολύ σημαντικό είναι. Πολύ σημαντικό είναι, γιατί άμα ένας περνάει από ένα κρεοπωλείο και δεν βλέπει τίποτα, λέει «Α, αυτός βαράει μύγες, αφού δεν έχει τίποτα». Ενώ άμα περάσει και το δει φορτωμένο, να ‘χεις κρέατα, αρνιά, διάφορα είδη, σου λέει «Α, αυτό είναι γερό. Δουλεύει, ας μπω μέσα να ψωνίσω». Πολύ μεγάλο ρόλο είναι η βιτρίνα. Σε οτιδήποτε πράγμα η βιτρίνα πουλάει την ποσότητα, η βιτρίνα, οτιδήποτε πράγμα να είναι. Όπως, ας πούμε, άμα δεις ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια, δεν λες «Α, είδα ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια, θα πάω να το πάρω». Άμα αυτός τα ‘χει μες στα κουτιά, ξέρεις τι έχει αυτός μες στο κουτί; Δεν ξέρεις τι έχει μες το κουτί. Αυτός μπορεί να έχει τα ωραιότερα παπούτσια, αφού δεν τα δείχνει; Τι θα έχω μυρίσει εγώ τα νύχια μου τι έχει αυτός μες στο κουτί; Έτσι είναι και το κρέας. Η βιτρίνα το πουλάει το κρέας. Το κρέας που ήταν η δουλειά μου εγώ που το λέω τώρα, έτσι; Έτσι είναι και το κάθε είδος που εχει αυτός που έχει διάφορα είδη σε μαγαζιά είτε ρούχα είναι αυτά είτε… Η βιτρίνα είναι, η βιτρίνα είναι που τα πουλάει. Μεγάλο ρόλο παίζει η βιτρίνα. Και τότε, δεν υπήρχανε όπως είναι τώρα οι βιτρίνες στα κρεοπωλεία. Τα είχανε έξω στις τσιγκέλες και τα φώτα, τα φώτα. Το κρέας, άμα το βλέπεις, και να 'ναι και δύο-τριών ημερών μπαγιάτικο το κρέας, άμα είναι κάτω από το φως, το βλέπεις και γυαλοκοπάει. Τώρα, άμα το κατεβάσεις απ’ το φως, είναι άλλο σχέδιο. Το φως και η βιτρίνα. Τότε δεν είχανε. Μετά, μετέπειτα βγήκε η βιτρίνα που τα ‘βαζες μέσα τα κρέατα. Σιγά-σιγά εξελιχθήκανε, όπως βγήκαν τα σούπερ μάρκετ και τα ‘χανε μες στη βιτρίνα.

Χ.Π.:

Πρώτα, τα είχατε κρεμασμένα;

Ε.Π.:

Ναι, ναι, κρεμασμένα, κρεμασμένα. Αρνιά, κοτόπουλα. Και τότε δεν τα ‘βγάζαν τ’ άντερα απ’ τα κοτόπουλα και τα πόδια. Μόνο τα πούπουλα λείπανε από τα κοτόπουλα. Ήτανε τα κοτόπουλα με τα πόδια, με τ’ άντερα, τα κοτόπουλα που πουλάγανε. Ναι, βέβαια, έξω τα ‘χανε. Αρνιά, γουρούνια, έξω στη βιτρίνα, ναι.

Χ.Π.:

Δεν είχατε δηλαδή έτοιμο κομμένο;

Ε.Π.:

Όχι, όχι. Ερχόταν ο πελάτης, σου ‘λεγε «Τι θέλεις;» και σου το ‘κοβε, ποτέ κομμένο! Γιατί έτσι ήταν τα παραδοσιακά, δεν υπήρχε κομμένο. Γιατί άμα το κόψεις το κρέας και σου μείνει, μαυρίζει, και δεν πουλιέται μετά. Ενώ τώρα γι’ αυτό και στα σούπερ μάρκετ τα κρεοπωλεία, που είναι στα σούπερ μάρκετ, τα περισσότερα σούπερ μάρκετ είναι σ’ όλων μέσα χρεωμένα, γιατί τους μένουνε. Αυτά που είναι μέσα στις βιτρίνες, την άλλη μέρα είναι κατάμαυρα. Χαλάει τη φιγούρα η βιτρίνα αυτή. Τη φιγούρα από το κρέας το χαλάει και το χαλάει το χρώμα του. Τώρα, άμα το βλέπεις εσύ, κι είναι έτσι λίγο μαύρο, ξέρω γω, το παίρνεις; Δεν το παίρνεις. Το βάζουνε, γεμίζουν εκεί πέρα τους δίσκους, ‘ντάξει ένα μαγαζί που έχει δουλειά μπορεί να πουληθεί, αλλά άμα μείνουνε, την άλλη μέρα αυτά όλα είναι για πέταμα. Είναι για πέταμα την άλλη μέρα.

Χ.Π.:

Και εκτός από τα ολόκληρα τα κρέατα που είχατε, κάνατε, ας πούμε, όπως είναι το κοκορέτσι. Πουλάγατε τέτοια;

Ε.Π.:

Ναι, ναι. Μόνο κοκορέτσι; Κοκορέτσι, κοτόπουλα ρολό, τα ξεκοκάλιζα, αφού και τώρα στην οικογένειά μου φτιάχνω γιατί είμαι μαθημένη, γιατί έχω τα εργαλεία απ’ το μαγαζί, και φτιάχνω ρολά και αυτά. Βέβαια τα φτιάχναμε. Φτιάχναμε ρολά χοιρινά, ειδικά τις γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά. Ναι, φτιάχναμε, φτιάχναμε τέτοια. Το Πάσχα κοκορέτσια, τέτοια έφτιαχνα. Εγώ ειδικά έφτιαχνα πολλά, έφτιαχνα. Σου λέω που την είχα αυτήν τη δύναμη και τώρα έχω πολύ... Τώρα, βέβαια, πέρασε κι η ηλικία μου, αλλά δούλεψα πάρα πολύ, πάρα πολύ στα νιάτα μου, και τώρα αναρωτιέμαι και λέω «Πώς είναι δυνατόν και πέρασε τόση δουλειά από τις πλάτες μου; Τόνους κρέας έχω πουλήσει, μα τόνους κρέας έχω πουλήσει από τις πλάτες μου. Πώς και τώρα δεν μπορώ να περπατήσω;». Τώρα έχω οστεοπόρωση, έχω ζάχαρο, έχω, άστα να πάνε.

Χ.Π.:

Και έλεγχος γινότανε τότε;

Ε.Π.:

Βέβαια, υπήρχανε. Βέβαια, αστυκτηνιατρική πέρναγε, για να μην πω κάθε εβδομάδα, αλλά κάθε 15 μέρες, βεβαίως, και άμα δεν σε έβρισκε... σου ‘βρισκε κάτι μπαγιάτικο μέσα, κατευθείαν σε έγραφε, σου ‘κανε μήνυση, και στο κατέστρεφε το κομμάτι αυτό που έβρισκε μπαγιάτικο. Γιατί το κρέας, άμα μπαγιατέψει, πιάνει απ’ έξω μια γλίτσα, να το πω έτσι απλά. Μια γλίτσα πιάνει απ’ έξω, όταν είναι πάρα πολλές μέρες. Άμα έβρισκε τέτοιο; Αμέσως σ’ έγραφε, σε έγραφε βέβαια. Βέβαια, πέρναγε αστυκτηνίατρος, βέβαια. Τότε υπήρχαν έλεγχοι, δεν ξέρω τώρα, αν υπάρχουν, και αν υπάρχουν τέτοιες υπηρεσίες, να περνάνε αστυκτηνίατροι. Δεν το ξέρω αυτό, αν τώρα υπάρχουν ακόμα τώρα, αλλά τότε υπήρχανε. Αλλά θα μου πεις τώρα έχουνε γίνει… Εδώ πας στα σφαγεία, και παίρνει τη σφραγίδα ο χασάπης, και σφραγίζει τα αρνιά του. Ό,τι του γουστάρει, βάζει σφραγίδα πάνω. Γιατί ο γιατρός έχει μια τσέπη από πάνω απ’ τα νεφρά μέχρι τον αστράγαλο, που είναι γεμάτο πεντοχίλιαρα μέσα. Αυτοί που είναι στα σφαγεία τα παίρνουνε. Είναι απ’ τη Ρουμανία τα αρνιά; Ελλάς, κοπανάει σφραγίδα Ελλάς. Φάε εσύ ελληνικό, γιατί έχει [02:20:00]περάσει απ’ τον έλεγχο, και ο γιατρός δεν έχει καθόλου ελέγξει από πού είναι αυτά, από πού είναι αυτά τα ζώα που έχουνε σφαχτεί εδώ, κι αυτό το λέω, δεν το λέω εγώ με το μυαλό μου. Όταν φέρναμε εισαγωγή, πήγα στα σφαγεία εγώ ζώα για να σφάξει πελάτης, και περίμενα να τα ξεφορτώσω να σφαχτούνε, και το είδα αυτό. Ήτανε Μεγάλη Βδομάδα, και ήταν ο γιατρός, είχε μία τσέπη από τη μέση, απ’ τη λουρίδα του, μέχρι τον αστράγαλο ήταν η τσέπη. Ειδική τσέπη, και πηγαίναν τα πεντοχίλιαρα βροχή μέσα, και το αρνί. Και το αρνί, το ‘βαζε στο πορτ μπαγκάζ. Αλλά ο κρεοπώλης έπαιρνε τη σφραγίδα και σφράγιζε μόνος του τα αρνιά. Δεν τον έλεγχε, «Από πού τα βρήκες τ’ αρνιά;» και αν είναι υγιή, και αν και από πού και τι. Λέει, φωνάζουν τώρα ότι γίνονται ελληνοποιήσεις, τα κάνουν ελληνικά. Ναι, έχουνε δίκιο, αυτό γίνεται. Ναι, είναι γεγονός αυτό, ότι τα φέρνουν από το εξωτερικό και τους βάζουν σφραγίδα ότι είναι ελληνικά, ναι. Και ο Έλληνας ο κτηνοτρόφος, που τον έχει φάει η κοπριά και η λάσπη, τα πουλάει τζάμπα. Γιατί από εκεί που τα παίρνει αυτός, απ’ τη Ρουμανία, απ’ τη Βουλγαρία τα παίρνει, απ’ την Αλβανία, τα παίρνουνε πολύ φθηνά. Και του λέει ο έμπορας του κτηνοτρόφου του Έλληνα «Τόσο θέλεις;». «Όχι». «Ε, βάστα τα και φάτα μόνος σου». Και θέλει, δεν θέλει, δεν μπορεί να συναγωνιστεί ο Έλληνας τα ξένα, και τα δίνει τόσο φθηνά. Αφού ο έμπορας έχει βρει το κόλπο και πληρώνει τον κτηνίατρο και του τα τα σφραγίζει ελληνικά; Είναι γεγονός, ναι, δεν είναι ψέματα αυτό. Είναι γεγονός.

Χ.Π.:

Ατυχήματα είχατε, όσο ήσασταν στο κρεοπωλείο;

Ε.Π.:

Όχι, τι ατυχήματα; Ποτέ δεν είχαμε. Εντάξει, να κόψω μία φορά το δάχτυλο είτε να μας τρυπήσει ένα κόκκαλο, αλλά για σοβαρά ατυχήματα όχι, ποτέ. Προσέχαμε, τι να βάλεις το χέρι στη μηχανή, και να στο βγάλει κιμά μπροστά; Άμα είσαι για τα πανηγύρια, ναι. Αλλά ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν είχαμε ποτέ ατυχήματα. Είπαμε με μαχαίρια μεταχειριζόμασταν, μπορεί να κοπείς λίγο, να κοβόσουνα λίγο, αλλά, εντάξει, ψιλοπράγματα, όχι για σοβαρά πράγματα, όχι, όχι, ποτέ.

Χ.Π.:

Και όταν αρχίσατε να μαθαίνετε τη δουλειά, πώς εκπαιδευτήκατε; Δηλαδή, από μόνη σας ξεκινήσατε και όταν ξεκινήσατε μόνη σας, από ότι θυμάμαι, μου είπατε, ο πατέρας σας πώς σας εκπαίδευσε να συνεχίσετε;

Ε.Π.:

Ε, αυτός πρώτος εκπαιδευτής. Έτσι, πιο δύναμη βάλε. Κάνε εκείνο, κάνε εκείνο, το πήρα το κολάι, πάει. Δεν ήθελε άλλη καλλιγραφία. Σου λέω, είχα θέληση, ρε κορίτσι μου, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Δεν ξέρω, ήμουνα δυνατή, δεν ξέρω, γιατί αυτό θέλεις και δύναμη να κόψεις το κρέας. Δεν είναι, έτσι, παίξε-γέλασε να σπάσεις τα κόκαλα. Αυτό θέλει δύναμη, δεν είναι έτσι, άντε κόβουμε τώρα, ένα κοτοπουλάκι και εντάξει. Αυτό θέλει δύναμη, αλλά εγώ δεν χαμπάριζα. Δεν ξέρω μου φαινόταν τίποτα, τίποτα. Μου φαινόταν άνετο. Δεν, τίποτα.

Χ.Π.:

Μετά με το ζωεμπόριο που κάνατε, όταν επιστρέψατε στην Καρδίτσα, στο χωριό, όλη αυτή η περίοδος, πόσα χρόνια ήτανε που κάνατε το ζωεμπόριο όλο αυτό;

Ε.Π.:

Το ζωεμπόριο ήτανε 3 χρόνια; 3 χρόνια το ζωεμπόριο. Μετά, από κει και πέρα, έχουμε πρόβατα για ζωή. Πρώτα είχαμε πολλά. Τώρα όχι, δεν έχουμε πολλά, γιατί περνάει κι η ηλικία και δεν μπορούμε κιόλας. Τα παιδιά μας δεν είναι εδώ. Εμείς οι δυο μας, με τον άντρα μου. Εγώ τώρα δεν μπορώ, πονάνε τα πόδια μου, αυτό. Δεν μπορώ να βοηθήσω πολύ. Το μόνο που φτιάχνω το γάλα, που φτιάχνω το γάλα, επεξεργάζομαι το γάλα. Είτε θα το φτιάξω τραχανά είτε θα το φτιάξω τυρί. Τυρί περισσότερο, τυρί.

Χ.Π.:

Ποια ήτανε αυτά τα 3 χρόνια του ζωεμπορίου που κάνετε, πώς, τώρα που τα σκέφτεστε, πώς θα λέγατε ότι ήταν;

Ε.Π.:

Εάν δεν είχε χαθεί ο αδερφός μου, θα ήμασταν πάρα πολύ καλά οικονομικά. Πάρα πολύ καλά οικονομικά, γιατί ήταν χονδρεμπόριο. Ήταν χοντρά τα λεφτά. Θα μου πεις «Μα καλά, με τα λεφτά έχεις να κάνεις;». Ναι, με τα λεφτά, έχω πιστέψει στα λεφτά. Μπορεί ο άλλος να μ’ ακούσει και να πει «Καλά αυτή έχει στρίψει, με τα λεφτά έχει να κάνει;». Ναι, ρε παιδί μου, αυτό ήτανε χονδρεμπόριο. Αν δεν είχε συμβεί η ατυχία αυτή, ναι. Θα μου πεις αυτό δεν το ξέρει κανένας τι μπορεί να είχε συμβεί. Μπορεί να είχε συμβεί κάποια άλλη ατυχία. Θα μου πεις ότι όλα για κάποιο σκοπό γίνονται. Δεν ξέρω. Μπορεί να μου πεις ότι όλα για κάποιο σκοπό… Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω. Τι να πω; Δεν ξέρω.

Χ.Π.:

Και πώς ήταν η διαδικασία αυτή που φέρνατε τα ζώα, τα έστελνε ο αδελφός σας, και μετά εδώ πέρα στην Ελλάδα πώς τα…

Ε.Π.:

Τα πουλάγαμε προς σφάξιμο, όχι για ζωή. Ναι, ερχόταν και τα παίρνανε, τ’ αγοράζανε απ’ όλη την Ελλάδα. Δεν ερχόταν μόνο από εδώ απ’ την Καρδίτσα. Δεν είχαμε καθόλου πελάτες απ’ την Καρδίτσα. Είχαμε απ’ την Αθήνα, απ' τη Χασιά, που πηγαίνει ο κόσμος και τρώει τα παϊδάκια της Χασιάς, που πηγαίνει ο κόσμος και τρώει και πιστεύει ότι είναι χασιώτικα και ήτανε ολλανδέζικα. Απ’ το Ναύπλιο, απ' όλη την Ελλάδα ερχότανε και παίρνανε, και τα ελληνοποιούσανε. Εγώ όμως τα ‘δινα εισαγόμενα, αλλά ήταν όμως υγιέστατα ζώα, έτσι; Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Υγιέστατα ζώα, από γιατρούς περασμένα. Δεν υπήρχε τίποτα παράνομο. Τα παίρνανε με τιμολόγιο ότι είναι εισαγωγής, από χώρες της ΕΟΚ, και αυτοί που τα πηγαίναν στα σφαγεία, όπως σου είπα προηγουμένως, ότι ο αστυκτηνίατρος έπαιρνε το πενταχιλιαρικάκι, έπαιρνε τη σφραγίδα αυτός που είχε σφάξει, και πήγαινε και τα σφράγιζε «Ελλάς», κόπαναγε τη σφραγίδα επάνω «Ελλάς».

Χ.Π.:

Και πώς γίνατε γνωστή, δηλαδή πώς σας γνώρισε ο κόσμος;

Ε.Π.:

Οι εμπόροι;

Χ.Π.:

Ναι, για να έρθουνε να πάρουνε.

Ε.Π.:

Αυτό, τους γνώριζε ο αδερφός μου, σου λέω. Ο αδερφός μου είχε μεγάλο κύκλο ζωεμπόρων, και απ’ τον αδερφό μου ερχόταν και παίρνανε. Από όλη την Ελλάδα, απ’ την Κάρυστο, και από πού δεν έχουν έρθει, εδώ πέρα, να πάρουνε ζώα! Τους γνώριζε ο αδερφός μου, όχι ότι τους ήξερα εγώ, να λέμε το σωστό. Εγώ τι ήξερα; Την τύφλα μου ήξερα, δεν ήξερα εγώ τίποτα. Απλώς εγώ τα πούλαγα, δεν ήξερα κανένανε. Αυτοί ερχότανε και παίρνανε, φορτώνανε. Αναλόγως την κατανάλωση που είχανε, και φορτώνανε πόσα ζώα θέλανε, άλλος 20, άλλος 50, αναλόγως τι κατανάλωση είχανε.

Χ.Π.:

Μόνο πρόβατα είχατε;

Ε.Π.:

Όχι, όχι, κι αρνιά κι αρνιά, πρόβατα κι αρνιά. Προς σφαγή όμως, έτσι; Για σφάξιμο, όχι για ζωή.

Χ.Π.:

Κατσίκες και τέτοια ή όχι;

Ε.Π.:

Όχι, δεν ήτανε κατσίκες. Αν ήταν καμιά φορά μέσα στην νταλίκα καμιά δεκαριά κατσίκες ήταν, έτσι, δεν υπήρχαν κατσίκες όχι, όχι. Μόνο αρνιά και πρόβατα για σφάξιμο.

Χ.Π.:

Και πόσες νταλίκες ερχόντουσαν;

Ε.Π.:

Α, καλά, άστα καλύτερα, μη μου τα θυμίζεις. Έφτασε βδομάδα που να ‘χουμε πουλήσει και 4 νταλίκες, και 5 νταλίκες τη βδομά[02:30:00]δα. Που κάθε νταλίκα χώραγε από 750 αρνιά, η κάθε νταλίκα, και 400 πρόβατα η κάθε νταλίκα. 750 αρνιά χώραγαν, όχι η μία νταλίκα. Και τα 750 αρνιά μαζί και τα πρόβατα. Μην τα μπερδέψουμε. 750 αρνιά χώραγε μια νταλίκα, ήταν σκέτο αρνιά. Αυτή που είχε πρόβατα, επειδής τα πρόβατα ήταν πιο σωματώδη, 400-450 πρόβατα.

Χ.Π.:

Και οι νταλίκες που ερχόντουσαν από το εξωτερικό πόσες ερχόντουσαν;

Ε.Π.:

Ερχότανε μέσω Ιταλίας, στο Μπάρι. Ερχότανε στο Μπάρι και βγαίνανε, ξεχνάω τώρα, όχι στην Πάτρα, βγαίνανε στο-

Χ.Π.:

Ηγουμενίτσα;

Ε.Π.:

Μπράβο στην Ηγουμενίτσα, ναι. Στην Ηγουμενίτσα, και απ’ την Ηγουμενίτσα, Γιάννενα, και ερχόντουσαν Καρδίτσα.

Χ.Π.:

Ο αριθμός τους; Πόσες μπορεί να είχατε; Ξέρατε ότι θα έρθουνε αυτήν την εβδομάδα πόσες;

Ε.Π.:

Ναι, ξέραμε ότι την Τρίτη θα ‘ρθούνε δύο, ξέρω γω, το Σάββατο θα ‘ρθουνε μία. Αναλόγως από τι ζήτηση είχαμε, τι παραγγελίες είχαμε.

Χ.Π.:

Από πόσα κεφάλια, ας πούμε, ζώων είχε η κάθε νταλίκα μέσα;

Ε.Π.:

Δεν είπα; Είπα ότι είχε, στάνταρ ήτανε, τα αρνιά ήτανε 700-750 αρνιά, έπαιρνε η κάθε νταλίκα.

Χ.Π.:

Εγώ νόμιζα ότι ήταν αυτά που δίνατε.

Ε.Π.:

Όχι, όχι, όχι, η κάθε νταλίκα που ‘ρχόταν φορτωμένη απ’ το εξωτερικό είχε αρνιά 750, και η άλλη πρόβατα, σκέτο πρόβατα, 400-450, αναλόγως τα κιλά που ‘χανε. Ήταν βαριά πρόβατα, από 60 κιλά προβατίνα, 70 κιλά προβατίνα. Βαριά πρόβατα. Αυτά πηγαίναν όλα για παϊδάκια.

Χ.Π.:

Μάλιστα, ωραία νομίζω ότι μπορούμε να κλείσουμε τη συζήτησή μας.

Ε.Π.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ-

Χ.Π.:

Κι εγώ σας ευχαριστώ.

Ε.Π.:

Που με ακούσατε. Έβγαλα από μέσα μου το άχτι που ήθελα να μιλήσω, να πω την ιστορία της ζωής μου, και τι να κάνουμε; Η ζωή έχει περιπέτειες, και προχωράμε, όσο μας έχει ο Θεός να ζήσουμε. Αυτά.

Χ.Π.:

Σας ευχαριστώ πολύ.

Ε.Π.:

Κι εγώ ευχαριστώ, κι εγώ ευχαριστώ.