© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μεγαλώνοντας σε ένα «μεγάλο σπίτι»: Η Ελένη Πιτούλη μιλά για το Πιτουλαίικο και τη ζωή της στην Ηγουμενίτσα

Κωδικός Ιστορίας
20175
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Πιτούλη (Ε.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/10/2021
Ερευνητής/τρια
ΓΙΑΝΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ; (Γ.Α.)
Γ.Α.:

[00:00:00]Καλημέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;

Ε.Π.:

Καλημέρα. Λέγομαι Ελένη Πιτούλη. 

Γ.Α.:

Είναι Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021, είμαι με την Ελένη Πιτούλη, ονομάζομαι Αποστόλου Γιαννούλα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλετε να μου πείτε αρχικά πότε γεννηθήκατε και πού;

Ε.Π.:

Γεννήθηκα στα Ιωάννινα, το 1950.

Γ.Α.:

Θέλετε να μου μιλήσετε λίγο για τις παιδικές σας αναμνήσεις οι οποίες εννοείται σχετίζονται με το κτίριο που θέλουμε να μιλήσουμε, που ήταν το σπίτι σας.

Ε.Π.:

Ναι, βεβαίως. Λοιπόν, το σπίτι αυτό είναι το πατρικό μου σπίτι. Έζησα εκεί περίπου από τα 6 μου μέχρι την όλη μου την εφηβεία μέχρι τα 17 μου που έφυγα για σπουδές και μετά γυρίζω σχεδόν κάθε καλοκαίρι, ως εξοχικό πια.

Γ.Α.:

Μπορείτε να μου πείτε λίγο την ιστορία του κτιρίου όπως την γνωρίζετε και εσείς; 

Ε.Π.:

Ναι, ναι την ιστορία του κτιρίου. Βασικά το σπίτι ξεκίνησε να κτίζεται στη δεκαετία του '20, αρχές του '20. Η οικογένεια μπήκε μέσα, άρχισε να το κατοικεί στο τέλος της δεκαετίας του ΄20, δηλαδή περίπου ΄28, 1928-'29. Κτίστηκε από τα τέσσερα αδέρφια Πιτούλη, τον Χρήστο, τον Θωμά, τον Γιώργο και τον Ντίνο και ήταν παιδιά του Δημήτρη Πιτούλη. Στην ουσία η οικογένεια κατέβηκε, δεν έχει... δεν είναι γηγενής, δηλαδή δεν έχουν σχέση άμεση με τη Θεσπρωτία μέχρι τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Η οικογένεια ήταν νομαδική οικογένεια της Βορείου Ηπείρου. Κατοικούσαν κυρίως στα βουνά του Γράμμου έχοντας ένα τσελιγκάτο, οργανωμένο τσελιγκάτο από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ανεβοκατέβαιναν από τα βουνά του Γράμμου στα παράλια της Βορείου Ηπείρου. Είχαν... το 1908 σκοτώθηκε ο Δημήτριος Πιτούλης, δολοφονήθηκε προφανώς στην εποχή που άρχιζε το Νεοτουρκικό κίνημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διότι ο Δημήτριος Πιτούλης μαζί με άλλους Βλάχους, με ελληνική καθαρά συνείδηση εμπλέκονται στον αγώνα της Βορείου Ηπείρου για την απελευθέρωσή της.  Το 1908 λοιπόν σκοτώνεται ο πατέρας Δημήτριος. Τα παιδιά αρκετά μικρά αναλαμβάνουν το τσελιγκάτο και συνεχίζουν τη δράση του πατέρα τους Δημήτριου, εμπλεκόμενοι στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και αυτοί. Στην πρώτη φάση αξίζει να σημειώσουμε ότι στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα, στον αγώνα δηλαδή για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, στην πρώτη φάση οι αγώνες δεν ήταν για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και την ένωση με την Ελλάδα. Αυτά που σας λέω τώρα είναι στο τέλος του 19ου αιώνα. Στην πρώτη φάση ήταν να φύγουν οι Τούρκοι από την περιοχή. Οπότε σε πρώτη φάση υπήρχε μια... μπορώ να πω μια σύμπραξη ανάμεσα στους Αλβανούς εθνικιστές και στους Έλληνες εθνικιστές με πρώτο στόχο να φύγει ο Τούρκος. Στη δεύτερη φάση που περνάμε τώρα με τον Δημήτριο Πιτούλη, το 1908, τα πράγματα ίσως να ξεκαθαρίζουν. Δηλαδή οι Αλβανοί ήθελαν αυτό το κομμάτι της Βορείου Ηπείρου να ενταχθεί στο κράτος που πίστευαν ότι θα γίνει, την Αλβανία. Οι δε έχοντες ελληνική συνείδηση, όπως ήταν ο παππούς Δημήτριος, ήθελαν αυτό το κομμάτι να ενταχθεί στο Ελληνικό. Έτσι ονόμαζαν την Ελλάδα μεταξύ τους, το Ελληνικό. Αυτά όλα είναι όπως μου τα έχουν διηγηθεί και όπως τα ξέρω από τις ιστορίες της μετέπειτα γενιάς.  Λοιπόν, τα τέσσερα αδέρφια Πιτούλη που είχαν και τρεις αδερφές, εμπλέκονται στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, κατεβαίνουν στην Φιλιππιάδα, πολεμούν με τον ελληνικό στρατό, μετέχουν στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα με τον Γιωργάκη Ζωγράφου, που ήταν και οικογενειακός τους φίλος. Οπότε στην δεύτερη φάση θεωρήθηκαν persona non grata στην Αλβανία, όταν άρχισε πια να ξεκαθαρίζει ότι η Βόρειος Ήπειρος με δυσκολία θα περάσει στο Ελληνικό. Θεωρούνται persona non grata στην Αλβανία, οπότε υποχρεούνται να κατέβουν προς το Ελληνικό, την τότε δηλαδή ελληνική, τη σημερινή ελληνική Ήπειρο, που ήταν η Θεσπρωτία και τα Γιάννενα. Αγοράζουν εκτάσεις στην περιοχή της Θεσπρωτίας και των Ιωαννίνων και στήνουν το τσελιγκάτο κανονικά στην Ήπειρο. Η πρώτη τους σκέψη ήταν να κατέβουν στην Αθήνα, με συμβουλή του Ζωγράφου, ο οποίος είχε ήδη αγοράσει την περιοχή Ζωγράφου στην Αθήνα, που ήταν τότε τσιφλίκι, δηλαδή για να έχουν τα ζώα τους. Την ίδια εποχή, η οικογένεια αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα και να αγοράσει μια περιοχή στην Γλυφάδα που ήταν βοσκότοποι, αλλά μετά από σκέψη αποφασίζουν να ξαναγυρίσουν στην Ήπειρο, έχοντας στο πίσω του μυαλού τους ότι πάλι η Βόρειος Ήπειρος θα έρθει πάλι στην Ελλάδα, οπότε ήθελαν να είναι κοντά στο σόι τους που είχε μείνει μέσα και στα μέρη που ήταν γνωστά σε αυτούς.  Έτσι στην δεκαετία του... αρχές του '20, αποφασίζουν αγοράζουν εκτάσεις, ήδη από το '17-'18 αγοράζουν εκτάσεις στην Θεσπρωτία για τα ζώα τους και αγοράζουν επίσης το πρώτο τους σπίτι που ήταν η παλιά οικοκυρική σχολή της Ηγουμενίτσας. Ένα κτίριο που δυστυχώς δεν υπάρχει, καταστράφηκε εκεί στη δεκαετία του '70, αν θυμάμαι καλά. Μένουν οικογένειές τους σε πρώτη φάση εκεί και αποφασίζουν να κτίσουν ένα σπίτι για τις τέσσερις οικογένειες. Ήδη είχαν αρχίσει να έχουν επαφή με τα... με την Κέρκυρα, γιατί έστελναν τα παιδιά τους σε σχολεία σε παιδικά στην Κέρκυρα, τις κόρες τους στις Ουρσουλίνες και στο γαλλικό σχολείο και τα αγόρια τους στις σχολές στην Κέρκυρα. Οπότε απευθύνονται σε Κερκυραίο αρχιτέκτονα, τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Παντελιό, ο οποίος είχε σπουδάσει Ιταλία και Γερμανία. Τους κάνει τα πρώτα σχέδια και αρχίζει το σπίτι να κτίζεται και να ανυψώνεται στην Ηγουμενίτσα. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με το κτίσιμο του σπιτιού ήταν οι τότε πρόσφυγες, μόλις είχαν φτάσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που είχαν κάποια σχέση με τέτοια κτίσματα και εργολάβος σε πρώτη φάση με την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα ήταν ο Τριανταφυλλίδης. Ήταν πρόσφυγας που και στην Μικρά Ασία δούλευε ως εργολάβος και στήνει την εργολαβία του στην Θεσπρωτία. Μαζεύει εργάτες από το Ντούσκο, την σημερινή Νέα Σελεύκεια, και είναι οι πρώτοι εργάτες που ασχολήθηκαν, που άρχισαν να κτίζουν το σπίτι. Η επόμενη γενιά που ξέρω ότι κατέβηκε είναι χτίστες από τα Μαστοροχώρια, από την περιοχή της Κόνιτσας. Αυτές οι δύο ομάδες έχτισαν το σπίτι. Το σπίτι πρέπει να τελείωσε γύρω στο 1928 απ' ό,τι ξέρω από ακούσματα. Σιγά-σιγά η οικογένεια άρχισε να μπαίνει μέσα. Ο κήπος χωρίστηκε, ο κήπος ήταν περίπου 40-50 στρέμματα, χωρίστηκε ανάλογα με τις καλλιέργειες, δηλαδή πέριξ του σπιτιού υπήρχε ο ανθόκηπος. Ο κάτω κήπος ήταν για τα εσπεριδοειδή, λεμονιές, μανταρινιές, νεραντζιές, λωτούς, θυμάμαι ακόμα και στη δική μου την εποχή, ως έφηβη θυμάμαι τους λωτούς, αμυγδαλιές. Ο επάνω κήπος έγινε για καρυδιές και τις αμυγδαλιές και ένα κομμάτι για τα αμπέλια. Ο κάθε κήπος είχε κάθε... ο κήπος ήταν ενιαίος, δεν ήταν χωρισμένος. Η είσοδος ήταν από τη μεριά της θάλασσας, η κεντρική είσοδος ήταν από την μεριά της θάλασσας και παράλληλα στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα μικρό γεφυράκι από όπου μπορούσαν να έχουν πρόσβαση τα αυτοκίνητα και τα αμάξια της εποχής. Το σπίτι ήταν τριώροφο και χωρισμένο κάθετα σε τέσσερις κάθετες ιδιοκτησίες συμμετρικά μεταξύ τους. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι, για να σας δείξω την ενότητα της οικογένειας, που και ως τσελιγκάτο ενεργούσε με αυτή την λογική, αλλά και ως οικογένεια οι θεσμοί συνέχιζαν να είναι: η ένωση, η αλληλοστήριξη και η αγάπη. Να σημειωθεί ότι το σπίτι ενώ άνηκε κατά 1/4 σε ίσα μέρη στα τέσσερα αδέρφια, όταν άρχισε να κατοικείται το σπίτι χωρίστηκε ανάλογα με τα παιδιά που είχε η κάθε οικογένεια. Δηλαδή τα παιδιά που είχαν περισσότερα, τα δύο αδέρφια που είχαν αντίστοιχα από εννιά και εφτά αδέρφια, συγγνώμη παιδιά, πήραν σαφώς περισσότερες κρεβατοκάμαρες από τα δύο άλλα αδέρφια που είχαν αντίστοιχα δύο και τρία παιδιά. [00:10:00]Αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Θέλω να πω ότι το σπίτι αυτό ήταν πάντα ένα οικογενειακό σπίτι που μας ένωνε και ανεξάρτητα από τις μικροδιαφορές ήταν πάντοτε το σπίτι το οικογενειακό που ακόμα και η 3η και η 4η γενιά σήμερα κρατάμε τα ίδια, τις ίδιες συνθήκες και την ένωση. Τα βιώματά μου, το σπίτι από ό,τι ξέρω στην εποχή στη δεκαετία του '30 όταν η Θεσπρωτία έγινε πια ξεχωριστός νομός και η Ηγουμενίτσα έγινε πρωτεύουσα νομού φιλοξένησε κατά καιρούς τις αρχές του τόπου. Η οικογένεια δηλαδή συμπυκνώθηκε σε δύο και σε τρία δωμάτια για να μπορέσουν να φιλοξενηθούν οι αρχές του τόπου εδώ στην μικρή Ηγουμενίτσα που ήταν ένα ψαροχώρι στην ουσία μέχρι τη δεκαετία του '30. Δεν υπήρχαν υποδομές για να φιλοξενήσουν, δεν υπήρχαν ενοικιαζόμενα δωμάτια, δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, μόνο το χάνι του Φίλιππα, οπότε όλες οι αρχές που έπρεπε να έρθουν για να στελεχώσουν το διοικητήριο της εποχής έπρεπε κάπου να μείνουν. Και η οικογένεια παραχώρησε αρκετά από τα δωμάτια για να μείνουν αυτές οι οικογένειες. Αυτά είναι ακούσματα, δεν τα έχω ζήσει εγώ.  Τώρα φτάνουμε πάλι από ακούσματα στη δεκαετία του '40, στις αρχές του πολέμου, που η οικογένεια στην ουσία για 10 χρόνια εγκατέλειψε την Θεσπρωτία, μετά από τα τραγικά γεγονότα του ιταλοελληνικού πολέμου, της γερμανικής κατοχής και μετά τον εμφύλιο και την ιστορία την δραματική ιστορία για τον τόπο, με την ιστορία των Τσάμηδων. Φτάνουμε λοιπόν αρχές του πολέμου, εκεί η οικογένεια στιγματίζεται από το τραγικό γεγονός του χαμού, της εκτέλεσης του αρχηγού της οικογένειας, του παππού Χρήστου. Είναι ένα τραγικό γεγονός για την οικογένεια, για την Θεσπρωτία και όλη την Ελλάδα, διότι 28 Οκτωβρίου κηρύσσεται ο πόλεμος με τους Ιταλούς, 29 Οκτωβρίου η οικογένεια, ο παππούς Χρήστος ενημερώνεται από βοσκό του τσελιγκάτου ότι οι Ιταλοί ανιχνευτές με Τσάμηδες οδηγούς έχουν περάσει το φράγμα του Καλαμά. Ανιχνεύουν παίρνουν στοιχεία, για το που μπορούνε να είναι τα φυλάκια των Ελλήνων, κάνουν δηλαδή κανονική κατασκοπεία, γιατί σε λίγο οι Ιταλοί σπάζουν το φράγμα, το φράγμα το στρατιωτικό. Ο παππούς ο Χρήστος επειδή τότε δεν υπήρχε η ευκολία των τηλεφώνων και των άμεσων ειδοποιήσεων, κατεβαίνει στο χωριό στην πόλη στην πλατεία, ήταν 58 χρονών υπόψιν τότε ο παππούς ο Χρήστος και καλεί ποιους θέλει να τους ακολουθήσουν και ποιους θέλουν να τον ακολουθήσουν και συστήνει ένα μικρό απόσπασμα, από εθελοντές Ηγουμενιτσιώτες και ξεκινούν να συναντήσουν μόνοι τους αυτό το μικρό απόσπασμα τέλος πάντων. Να συναντήσουν μόνοι τους τους Ιταλούς.  Συγχρόνως, στέλνει με άλογο να ειδοποιηθεί το τάγμα στο Φιλιάτι, αλλά επειδή ξέρει ότι μέχρι τότε ίσως δεν μπορέσουν να τους προλάβουν, ξεκινά μόνος του με αυτούς τους Θεσπρωτούς γενναίους εθελοντές, να κυνηγήσουν τους Ιταλούς. Πραγματικά κάπου στο ύψος του Ραγίου, του σημερινού Ραγίου, στήνεται μάχη μεταξύ των αξιωματικών, των Ιταλών στρατιωτών, που ήταν κανονικά στρατιώτες ήτανε με Ιταλό αξιωματικό επικεφαλής. Στήνεται μάχη και στη μάχη αυτή σκοτώνεται ο Ιταλός, με άλλους κιόλας οι οποίοι πνίγηκαν και στον βάλτο επειδή δεν ήξεραν και τα κατατόπια. Και σκοτώνεται ο Ιταλός αξιωματικός, ο οποίος ήταν συγγενής του Τσιάνο, του υπουργού του Μουσολίνι. Οι Ιταλοί φεύγουν, σκοτώνονται όσοι δεν ήξεραν το ποτάμι και πνίγηκαν στον βάλτο και οι εθελοντές με επικεφαλής τον παππού Χρήστο βρίσκουν τα εργαλεία των δολιοφθορών και εργαλεία που ήταν για να καταστραφούν οι τηλεφωνικές γραμμές της περιοχής. Κάτι που θα ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο για την μετέπειτα εξέλιξη του πολέμου.  Γυρίζουν στην Ηγουμενίτσα και δυστυχώς την 4η προς 5η Νοεμβρίου νύχτα οι Ιταλοί σπάζουν το μέτωπο του Καλαμά και μπαίνουν οι Ιταλοί, η μεραρχία νομίζω ήταν... δεν θυμάμαι, τέλος πάντων δεν έχει σημασία. Και μπαίνουν στην Ηγουμενίτσα. Οι περισσότεροι Ηγουμενιτσιώτες φεύγουν, φεύγουν προς την Λευκίμμη, ανεβαίνουν στα πέριξ στα γύρω χωριά. Η οικογένεια Πιτούλη φεύγει με βάρκες στη Λευκίμμη και από εκεί θα έφευγαν για Κέρκυρα... για Αθήνα προφανώς με καράβι. Ο Χρήστος ο Πιτούλης όμως μαζί με τον ανιψιό του Βασίλη Πιτούλη δεν ακολουθεί δυστυχώς την οικογένεια και κρύβεται σε χωριά στο σπίτι της φιλικής οικογένειας –που ήταν στο χωριό αυτό λεγόταν Πέστιανη, σήμερα δεν ξέρω την ονομασία πως είναι γνωστή η Πέστιανη σήμερα. Δυστυχώς έχουν αλλάξει τα ονόματα. Κρύβεται εκεί μέχρι να δει τι θα κάνουν οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί σαφώς με τους Τσάμηδες έκαψαν την πόλη. Περίμεναν αρκετές ημέρες. Το σπίτι ευτυχώς σώθηκε, λεηλατήθηκε όμως όλο. Δηλαδή σώθηκε από τους Ιταλούς, υπόψιν αυτό, δεν σώθηκε από τους ντόπιους. Δυστυχώς όμως λεηλατήθηκε ολόκληρο, υπόψιν ότι το σπίτι ήταν τα έπιπλα του σπιτιού είχαν έρθει στη δεκαετία του '30, του '20 δηλαδή μόλις τελείωσε το κτίσιμο είχαν έρθει όλα από Ιταλία και Κέρκυρα. Το σπίτι λεηλατήθηκε τελείως, δεν έμεινε τίποτε. Σώθηκε γιατί εγκαταστάθηκαν Ιταλοί και σε κάποια φάση από ότι θυμάμαι το έκαναν νοσοκομείο. Και έτσι σώθηκε. Αλλιώς θα είχε καταστραφεί όπως και η υπόλοιπη πόλη.  Η οικογένεια φεύγει, οι Ιταλοί. Ο παππούς ο Χρήστος μετά από κάποιες ημέρες μαζί με τους άλλους Ηγουμενιτσιώτες που είχαν ανέβει στα βουνά κατεβαίνουν για να δουν τι έχει γίνει. Εκεί ντόπιοι προφανώς Τσάμηδες τον καταδίδουν στους Ιταλούς, οι οποίοι ήδη τον είχαν επικηρύξει, επειδή ήταν υπεύθυνος και οργανωτής της ομάδας των ελευθεροσκοπευτών κατά κάποιο τρόπο. Τον ψάχνουν, τον επικηρύσσουν και το τραγικό ήταν ότι ο αξιωματικός που σκοτώθηκε ήταν συγγενής του Τσιάνο, οπότε οπωσδήποτε έπρεπε να υπάρχει τιμωρία. Οι Ιταλοί τον περνούν από στρατοδικείο, άμεσο στρατοδικείο, οργανώθηκε δηλαδή άμεσα, τον καταδικάζουν σε θάνατο μαζί με τον Χρήστο Τσώνη, ο οποίος ήταν ένα γειτονόπουλο 25 χρονών παλικάρι και τον καταδικάζουν σε θάνατο, τον Χρήστο Πιτούλη και τον Χρήστο Τσώνη. Και τον εκτελούν στη θέση μόλιζα –είναι δίπλα από τη θάλασσα κοντά στο ξενοδοχείο «Ακταίον» σήμερα, τότε ήταν ένα μικρό σαν μικρός όλμος αν θυμάμαι καλά. Τον εκτελούν το πρωί της 8ης Νοεμβρίου του '40 εκτελέστηκε ο Χρήστος Πιτούλης και ο Χρήστος Τσώνης. Ο Χρήστος Πιτούλης ήταν ένας άνθρωπος εκείνη την εποχή πρέπει να ήταν 58 ή 59 ετών, για την εποχή εκείνη ήταν ένας αρκετά μεγάλος άνθρωπος, ο οποίος είχε κάνει και τον κύκλο της ζωής του. Το τραγικό είναι, και αυτό το θυμάμαι και από αναμνήσεις από διηγήσεις μετά, το τραγικό είναι ότι μαζί με τον Χρήστο Πιτούλη σκοτώθηκε και ο Χρήστος Τσώνης, ο οποίος δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ που ήταν ένα παλικάρι 25 χρονών. Συγκινούμαι γιατί έχω ζήσει την οικογένειά του. Ο οποίος άφησε πίσω του τη γυναίκα του, ήταν μόνο 22 χρονών κοριτσάκι, με ορφανό τον Γιώργο Τσώνη που ήταν 2 χρονών και την κόρη που ήταν 4 χρονών. Η οικογένεια αυτή έζησε δίπλα από το σπίτι μου, σε οικογενειακό κτήμα δίπλα από το σπίτι μου. Τους θυμάμαι πάντα με πολλή συγκίνηση. Και για χρόνια ολόκληρα κανείς δεν είχε αναφέρει αυτό το τραγικό γεγονός, ότι εκείνη η γυναίκα έμεινε χήρα. Δηλαδή εγώ δεν το θυμάμαι ως παιδάκι ποτέ μα ποτέ στην τοπική κοινωνία να το αναφέρουν, παρά μόνο το ξέρω από διηγήσεις της οικογένειας και λόγω γειτνίασης. Αυτό είναι κάτι που δεν αφορά, δεν είναι μέσα στο πλαίσιο της σημερινής συζήτησης που αφορά το σπίτι και την οικογένεια Πιτούλη, απλώς θέλω να το αναφέρω ως κάτι που με είχε στιγματίσει στην παιδική μου ηλικία. Γιατί έβλεπα τη χήρα, ήξερα για ποιον λόγο μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά και το πιο τραγικό ήταν ότι κανένας από τα παιδιά που έκανα παρέα στο σχολείο που πήγαινα δεν είχε αναφερθεί ποτέ για αυτό το τραγικό γεγονός της εκτέλεσης ενός παλικαριού 25 χρονών από τους Ιταλούς. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα μείον για την θεσπρωτική κοινωνία, κάτι που πραγματικά σήμερα καταλαβαίνω τη διάσταση του γεγονότος. [00:20:00]Σημειωτέον να αναφέρω εδώ ότι ο Γλέζος, ο μεγάλος αντιστασιακός Έλληνας στο βιβλίο του στην ιστορία της Ελλάδος, συγγνώμη της Εθνικής Αντίστασης, ο Γλέζος έχει γράψει ένα βιβλίο Εθνική Αντίσταση 1940-1945 εκδόσεις στοχαστής αν θυμάμαι. Ο Γλέζος στον πρώτο τόμο του αναφέρει: οι δύο πατριώτες ο Χρήστος Πιτούλης και ο Χρήστος Τσώνης υπήρξαν τα πρώτα θύματα, οι πρώτοι Έλληνες που εκτελέστηκαν στην πατρίδα μας από στρατεύματα κατοχής. Σημειώνει δε ότι ο επόμενος, σε επίπεδο Ευρώπης πια, αντιστασιακός που εκτελέστηκε από ναζί ήταν στην Γαλλία λίγο αργότερα. Τον Δεκέμβριο του '40. Σύμφωνα με τον Μανώλη Γλέζο ο Χρήστος Πιτούλης και ο Χρήστος Τσώνης –σύμφωνα με τον Μανώλη Γλέζο– είναι οι πρώτοι αντιστασιακοί ευρωπαίοι, οι πρώτοι αντιστασιακοί στο φασισμό. Και εννοεί οι πρώτοι αντιστασιακοί από ανθρώπους που βγήκαν από κοινωνία των πολιτών, δηλαδή από ανθρώπους που οργάνωσαν την αντίσταση χωρίς να είναι το καθήκον τους, διότι σαφώς υπήρχαν αυτοί που είχαν σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο, στην μάχη της Γαλλίας όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Γαλλία, το Βέλγιο. Απλώς οι πρώτοι εκτελεσθέντες από κοινωνία πολιτών, δηλαδή από οργανωμένη αντίσταση πολιτών και όχι στρατιωτών και αξιωματικών που ήταν το καθήκον τους να είναι στην πρώτη γραμμή θεωρεί ο Γλέζος το Χρήστο Πιτούλη και τον Χρήστο Τσώνη. Αυτά εγώ όσο ήμουν παιδάκι στη Θεσπρωτία και αρκετά μεγαλύτερη που πηγαινοερχόμουν δεν τα έχω ακούσει ποτέ, ποτέ! Απλώς τα ξέρω επειδή ήταν η ιστορία, όχι του τόπου μου που έπρεπε να τα ξέρω ως ιστορία του τόπου μου, τα ξέρω ως ιστορία της οικογένειας. Λοιπόν. Πάμε παρακάτω. Το σπίτι εκεί στη δεκαετία του '40 σώθηκε γιατί στην πρώτη φάση ήταν ιταλικό νοσοκομείο, μετά σε κάποια φάση πρέπει να φιλοξένησε Γερμανούς, όταν έφυγαν οι Ιταλοί κατέβηκαν στην Θεσπρωτία. Η οικογένεια Πιτούλη ξανά γυρίζει στην Θεσπρωτία στις αρχές του '50 χοντρά χοντρά. Σε αυτή τη φάση από τα μέσα της δεκαετίας του '50, ΄57-'58 έχω αρχίσει και εγώ πια να έχω μνήμες. Αμυδρές, αλλά ως παιδάκι πράγματα με στιγμάτισαν. Τα θυμάμαι τέλος πάντων. Πάμε παρακάτω. Τι άλλο θέλετε να σας πω; 

Γ.Α.:

Θέλω να μου πείτε, πολύ ωραία αυτά που μου είπατε έτσι η ιστορία γιατί είναι καλό έτσι να γνωρίζουμε κιόλας την ιστορία. 

Ε.Π.:

Είναι καλό να γνωρίζετε και το λέω πραγματικά με συγκίνηση όχι τόσο για τον Παππού Χρήστο, αλλά για αυτό το παλικάρι των 25 χρόνων που σας λέω ειλικρινά δεν ξέρει κανένας την ιστορία αυτού του παλικαριού. Άφησε πίσω του δύο μικρά παιδιά, δύο ορφανά και μια χήρα γυναίκα 22 χρονών. Και γι' αυτό επειδή οι μνήμες μου είναι από τη δεκαετία του '60, αρχές του '70 που πηγαινοερχόμουν δεν θυμάμαι ποτέ να γίνεται αναφορά σε αυτό το γεγονός, που το θεωρώ τραγικό. Γίνεται αναφορά για χιλιάδες άλλα πράγματα και γι αυτό το τραγικό γεγονός δεν είχα ποτέ μου ένα άκουσμα ως έφηβη σε αυτή τη μικρή πόλη που μεγάλωσα. Αυτό το λέω ως κάτι που δεν τιμά την κοινωνία της Ηγουμενίτσας, δεν μιλάω για τους άλλους, για τις μικρές πόλεις εδώ γύρω. Γιατί από ό,τι ξέρω οι μικρές πόλεις εδώ γύρω έχουν τιμήσει τους νεκρούς.  Λοιπόν. Τώρα πάμε στα μέσα της δεκαετίας του '50 που αρχίζω αμυδρά γυρίζοντας στην Ηγουμενίτσα και εγώ να έχω κάποιες μνήμες. Το σπίτι συνέχιζε να είναι το ίδιο, η οικογένεια πάλι μένανε με το ίδιο με την ίδια αγάπη. Εγώ θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια ήταν με τους θείους, τις θείες, εκτός από την οικογένειά μου, την στενή μου οικογένεια, πατέρα, μητέρα και τα δύο μου αδέρφια. Η γιαγιά μου που την χάσαμε δυστυχώς πάρα πολύ νωρίς. Η άλλη μου ζωή ήταν το ίδιο, η ίδια ενότητα που έχω ως άκουσμα την ζούσανε πριν η προηγούμενη γενιά. Ο κοινός κήπος, υπήρχε μια αυτάρκεια. Εμείς ως παιδάκια επειδή οι οικογένειες είχαν συνομήλικα παιδιά, τα ξαδέρφια μου ήταν περίπου λίγο μεγαλύτερα ή λίγο μικρότερα από εμένα, οπότε είχαμε μια αυτάρκεια ως παιδάκια. Δηλαδή είχαμε τον μικρόκοσμο μας που μπορούσαμε κάθε απόγευμα μετά τη μελέτη να παίζουμε χωρίς να έχουμε ανάγκη να φύγουμε από τον κήπο που ήταν πάλι τα ίδια στρέμματα που υπήρχε και πριν από τον πόλεμο. Είχαμε τον κήπο μας, το ψηλό τοίχο που μας χώρισε από την υπόλοιπη Ηγουμενίτσα χωρίς αυτό να είναι σημειολογικά τίποτε που να μας χώριζε από την άλλη πόλη, γιατί η υπόλοιπη ζωή μας ήταν το σχολείο που πηγαίναμε με τα παιδάκια, τα σπίτια των φίλων μας που ήταν εκτός του τοίχου. Οπότε η οικογένεια αυτό που έχω ως μνήμη ήταν ότι η οικογένειά μου δεν ήταν μόνο ο μπαμπάς μου, η μαμά μου και τα δύο παιδάκια που ήταν το συνηθισμένο της εποχής εκείνης, αλλά ήταν μια αγκαλιά όλη η υπόλοιπη οικογένεια.  Παράδειγμα, όταν η μαμά μου μαγείρευε κάποιο φαγητό που δεν μου άρεσε είχα την ίδια άνεση, ήμουνα ξυπόλητο παιδάκι να πάω στο δίπλα που μου μύριζε το ψάρι και να πω: «Θεία Αλίκη έχεις ψάρι, θέλω να φάω ψάρι». Και ήμουνα το ίδιο αποδεκτή όπως ήμουνα στην πιο στενή μου οικογένεια. Οπότε μεγάλωσα στην ουσία με πολλές μαμάδες και πολλούς μπαμπάδες και αντί για τα υπόλοιπα δύο αδέρφια μου είχα άλλα 15 παιδιά που τα θεωρώ αδέρφια μου, παρόλο που η συγγένεια μας ήταν πρώτα και αργότερα δεύτερα ξαδέρφια. Αυτό κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60, μέχρι το '68 που έφυγα για τις σπουδές μου. Μέχρι την εποχή εκείνη, μέχρι το '68, η Ηγουμενίτσα άρχισε να μεγαλώνει είχε έρθει πια το πρώτο άνοιγμα, η πρώτη επαφή με το εξωτερικό. Τα δύο καράβια που είχαν έρθει που εκτελούσαν γραμμές Ιταλία-Ελλάδα, το «Άπια» και το «Εγνατία» ήταν τα πρώτα καράβια που ήταν ιστορικό γεγονός για την πόλη το άνοιγμά μας με την Ιταλία. Στο σχολείο τα παιδιά ήμασταν... Η πρώτη μου χρονιά ως δημοτικό δεν ήταν στην Ηγουμενίτσα, η πρώτη δεύτερη. Τα τέσσερα του χρόνια του Δημοτικού και τα έξι χρόνια του σχολείου ευτυχώς ήταν με τα ίδια παιδιά που μπήκαμε από την αρχή της εκπαίδευσης μέχρι το τέλος της μέσης εκπαίδευσης. Ήμασταν περίπου τα ίδια παιδιά, οι ίδιοι φίλοι, τα ίδια βιώματα. Αυτό θυμάμαι από την παιδική και εφηβική ηλικία σε σχέση με την έξω πόλη. Η υπόλοιπη οικογένεια είναι αυτό που σας λέω, ζούσαμε στον δικό μας μικρόκοσμο που είναι αλήθεια ήταν λίγο ξεχωριστό από την υπόλοιπη πόλη. Τώρα που το βλέπω με την απόσταση των χρόνων, τότε δεν το πολύ καταλάβαινα. 

Γ.Α.:

Θέλω να μου περιγράψετε λίγο, επειδή ξεκινήσατε λίγο να μου το κάνετε αυτό, πώς ήταν η καθημερινότητά σας σαν μικρό κορίτσι στο σπίτι, δηλαδή πόσοι άνθρωποι ζούσατε εκεί μέσα;

Ε.Π.:

Κάθε οικογένεια, μιλάω για την δική μου την οικογένεια που ζούσα στο 1/4 του σπιτιού, αν καταλάβατε καλά το σπίτι είναι χωρισμένο στα τέσσερα. Η οικογένεια η δική μου, ο πατέρας μου δηλαδή ζούσε στο 1/4 ως κληρονόμος του Γεωργίου Πιτούλη, του ενός αδερφού που έκτισε το σπίτι. Λοιπόν, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τα τρία παιδιά και στην πρώτη φάση δυστυχώς πολύ νωρίς, εγώ αμυδρά θυμάμαι την γιαγιά μου που χάθηκε το ΄57, αρχές του '58 μάλλον τέλος του '57. Ζούσαμε, ο πατέρας μου, όπως ζούσαν όλες οι οικογένειες, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, εγώ, τα δύο μου αδέρφια και μόνιμα είχαμε την –πώς να την πω τώρα γιατί για μένα ήταν η μεγάλη, δεύτερη μητέρα μου. Ήταν η κοπέλα που ήδη είχε η γιαγιά μου ως παιδάκι πάρει στο σπίτι της. Η ψυχοκόρη της γιαγιάς τέλος πάντων, που ήταν η Αννίκα. Ένα καταπληκτικό κορίτσι. Είχαμε περίπου 10 χρόνια διαφορά, η οποία στην ουσία μεγάλωνε μαζί μας.  Η Αννίκα ήταν ένα κορίτσι, που 7 χρονών για κάποιους λόγους αρκετά τραγικούς θα πω, βρέθηκε να μεγαλώνει με την γιαγιά μου. Η Αννίκα ήταν ένα κορίτσι που στον Εμφύλιο έχασε 7 χρονών τον πατέρα της. Η μητέρα της βρέθηκε με άλλα έξι παιδιά, αδυνατούσε να τα συντηρήσει ως χήρα τα παιδιά της και 7 χρονών αποφάσισε την Αννίκα να την στείλει υπηρέτρια σε ένα πλούσιο σπίτι, θεωρώντας ότι μπορούσε στο σπίτι του πατέρα μου, στης γιαγιάς μου τότε, να επιβιώσει τρώγοντας ένα κομμάτι ψωμί. [00:30:00]Αυτή ήταν η τραγική ιστορία του τόπου και της Ελλάδας εκείνον τον καιρό. Η γιαγιά μου φυσικά δεν θεώρησε ποτέ ότι ένα παιδάκι 7 χρονών μπορεί να είναι υπηρέτρια και επειδή είχε μόνο τρία αγόρια είπε: «Δεν είναι δυνατόν να πάρω 7 χρονών υπηρέτρια. Ο Θεός μου στέλνει ένα κορίτσι που δεν έχω». Η Αννίκα λοιπόν στην ουσία είχε αρκετά χρόνια διαφορά, ήταν η μικρότερη αδερφή του πατέρα μου. Την θεωρούσαμε δηλαδή ως ένα κομμάτι της οικογένειας με τον ίδιο τρόπο που ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε και άλλα δύο αδέρφια. Η Αννίκα λοιπόν έζησε μαζί μας, με τη γιαγιά ως κόρη της... ως ψυχοκόρη της γιαγιάς μέχρι το 1957 που χάθηκε η γιαγιά και στη συνέχεια έμεινε μαζί μας. Επειδή ποτέ δεν την θεώρησαν ως έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να κάνει δουλειές στο σπίτι, ήταν πάντα η ψυχοκόρη της γιαγιάς, και με όλο το σεβασμό που ο πατέρας μου είχε στην μητέρα του συνέχισε να αντιμετωπίζει την Αννίκα ως αδερφή του, παρόλο που είχε μεγαλώσει και θα μπορούσε να κάνει και τις δουλειές. Την θεωρήσαμε πάντα ως ένα μέλος της οικογένειας, δεν ήταν σε θέση να κάνει τις δουλειές τις χοντρές, τις πιο χοντρές δουλειές του σπιτιού. Οπότε η συμβίωση ήταν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, τα δύο μου άλλα αδέρφια, εγώ είμαι η μεσαία, υπάρχει μια μεγαλύτερη αδερφή και ένα μικρότερος αδερφός, η Αννίκα και συνήθως, πάντα, όχι συνήθως, υπήρχε ένα άλλο κορίτσι που ήταν αυτό που λέμε υπηρέτρια της εποχής. Η Αννίκα, για να σας δώσω να καταλάβετε, επειδή η μαμά μου ήταν ένας πολύ μαλακός άνθρωπος δεν μπορούσε να φωνάξει, δεν μπορούσε να βρίσει, δεν μπορούσε να μας χτυπήσει ποτέ μα ποτέ. Ούτε ο μπαμπάς μου ούτε η μαμά μου μας έχουν χτυπήσει ούτε μας έχουν φωνάξει. Η Αννίκα αναλάμβανε αυτό το δύσκολο ρόλο, δηλαδή η Αννίκα παρόλο που είχαμε μόνο 10 χρόνια διαφορά, ήταν αυτή που επέβαλε την τάξη σε μένα και στα τρία μου αδέρφια. Την Αννίκα, δηλαδή χοντρά χοντρά, την Αννίκα την φοβόμασταν πιο πολύ από την μαμά και τον μπαμπά. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, έχει κάνει μια ωραία οικογένεια, ζει στην Ηγουμενίτσα, δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει χάσει τον σύντροφό της και για εμάς πάντα είναι η Αννίκα της καρδιάς μας. Το λέω αυτό γιατί χρωστάω πάρα πολλά σε αυτό το υπέροχο πλάσμα που παρόλο που είχε όλη την τραγική ιστορία από πίσω της έζησε πάντα με μια χαρά ζωής, με ένα υπέροχο χαμόγελο και επιπλέον ήταν ένα πανέξυπνο κορίτσι. Για να σας δώσω να καταλάβετε ότι εγώ επειδή τα δύο χρόνια της ζωής μου δεν τα έζησα στην Ελλάδα, δεν εννοώ τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα δύο πρώτα χρόνια της στοιχειώδους εκπαίδευσης δεν ήμουν στην Ελλάδα και χρειάστηκε για να μπορέσω να ακολουθήσω γρήγορα γρήγορα να παρακολουθήσω την τρίτη τάξη χωρίς να χάσω χρονιά. Οι δικοί μου έκαναν ταχύρρυθμα μαθήματα τέλος πάντων για να μάθω γρήγορα γρήγορα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά για να πάω στην τρίτη Δημοτικού. Μου έβαλε μια δασκάλα στο σπίτι για να μπορέσω να προχωρήσω πολύ γρήγορα, να κερδίσω τα δύο χαμένα χρόνια της εκπαίδευσης, της στοιχειώδους εκπαίδευσης.  Λοιπόν, η Αννίκα μαζί μου έκανε μαθήματα γιατί στα 7 της χρόνια που έφυγε κυνηγημένη από τον Εμφύλιο μόνο σχολείο δεν μπορούσε να πάει. Λοιπόν, η Αννίκα έμαθε μαζί μου να γράφει, να διαβάζει, να μετράει και κάναμε και ανταγωνισμό σαφώς επειδή ήταν και πολύ πιο έξυπνη από μένα με ξεπέρασε πολύ γρήγορα. Αυτά για την Αννίκα μου. Τώρα άλλα βιώματα από εκείνη την εποχή τι θα μπορούσα να σας πω; Αυτό που θυμάμαι από το σπίτι, εκτός από την οικογένεια, ήταν οι άνθρωποι που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, που χαρακτηρίζουν πιστεύω, αντιπροσωπεύουν όλη τη μικρή πόλη της Ηγουμενίτσας, γιατί για την Ηγουμενίτσα μιλάμε, η υπόλοιπη Θεσπρωτία ήταν κάτι άγνωστο. Γιατί η μητέρα μου, δυστυχώς, –το λέω το δυστυχώς γιατί κάθε φορά γυρνούσα στο σχολείο τα καλοκαίρια από τις διακοπές του καλοκαιριού με τον καημό ότι εγώ δεν είχα ένα χωριό να πάω. Η μητέρα μου ήταν από τα Γιάννενα, οπότε τις διακοπές των Ιωαννίνων έπρεπε να ακολουθούμε την μητέρα μου στα Γιάννενα που ήθελε να βλέπει, και καλά έκανε, τους γονείς της και οι γονείς της οι παππούδες μου δηλαδή ήθελαν να μας βλέπουν. Οπότε γυρίζοντας από τις διακοπές εγώ δυστυχώς δεν είχα αυτό που λέμε το χωριό μου, γιατί οι υπόλοιποι συμμαθητές μου είχαν τα χωριά τους γύρω από τη Θεσπρωτία. Οπότε γυρίζοντας μου περιέγραφαν τι ωραία που περνούσαν στο χωριό τους, με την γίδα της φίλης μου που την έλεγαν Ζήνα και η φίλη μου η Ειρήνη που περιέγραφε την απίστευτη σχέση που είχε με τη γίδα της τη Ζήνα. Και εγώ δυστυχώς δεν είχα μια αντίστοιχη Ζήνα για να διηγούμαι 10 χρονών παιδάκι ιστορίες με τη γίδα μου τη Ζήνα. Συνέχιζα δηλαδή να έχω μια ζωή σε μια μικρή πόλη, σε μια πόλη όπως ήταν τα Γιάννενα, που ήταν μια συνέχεια της ζωής μου όπως ζούσα στην Ηγουμενίτσα. Χωρίς ζώα, χωρίς τέτοιου είδους ζωή, αγροτικές ασχολίες, κάτι που το ζήλευα πάρα πολύ όταν ήμουν 10 χρονών. Στον κήπο της αυλής τώρα που θυμάμαι, αυτό τώρα με τις σπουδές και με την απόσταση των τόσο χρόνων, μπορώ να καταλάβω ότι στον κήπο της αυλής υπήρχε αυτό που λέμε ο καθρέφτης της τοπικής πολυπολιτισμικότητας αν μπορούμε να πούμε. Δηλαδή, κάθε τρεις και λίγο, αρκετά συχνά δηλαδή, σε καθημερινή βάση είχαμε τον κυρ-Γιώργο τον γαλατά. Ο κυρ-Γιώργος ήταν από το σημερινό, από την σημερινή Νέα Σελεύκεια, δηλαδή ήταν από οικογένεια προσφύγων που τότε είχαν κατοικήσει το σημερινό, τη σημερινή Νέα Σελεύκεια που τότε το λέγαμε Ντούσκο. Ήταν η περιοχή που είχε δοθεί στους πρόσφυγες εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 20, όταν ήρθαν από τη Σελεύκεια και εγκαταστάθηκαν πολύ κοντά στην Ηγουμενίτσα, στα περίχωρα τέλος πάντων της Ηγουμενίτσας, και έκτισαν τον οικισμό Νέα Σελεύκεια, μεταφέροντας το όνομα της πόλης τους. Που τότε εμείς βέβαια δεν το λέγαμε Νέα Σελεύκεια, το λέγαμε Ντούσκο. Από την κοινωνική ομάδα αυτή λοιπόν των προσφύγων σε καθημερινή βάση είχαμε τον κυρ-Γιώργο τον γαλατά, ο οποίος περνούσε με το γαϊδουράκι του και προμήθευε σε 5-6 οικογένειες, γιατί δεν μπορούσε να μεταφέρει και πιο πολύ γάλα ο άνθρωπος με ένα γαϊδουράκι, προμήθευε το καθημερινό μας γάλα. Και θυμάμαι τη μητέρα μου, που κάθε πρωί μας έλεγε, ήταν η ώρα που ετοιμαζόμασταν για το σχολείο: «Βγέστε να χαιρετήσετε τον κυρ-Γιώργο, γιατί αν δεν περάσει ο κυρ-Γιώργος βρέξει χιονίσει -τον θυμάμαι με την νιτσεράδα του, με την ομπρελίτσα του- δεν θα έχετε γάλα». Και το θεωρούσαμε ως κάτι πολύ σημαντικό, ότι κάθε πρωί ο κυρ-Γιώργος περνάει να μας δώσει το γάλα, γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε γάλα που εγώ το λάτρευα και έπρεπε είχαμε υποχρέωση να τον ευχαριστήσουμε με μια καθημερινή καλημέρα. Ο κυρ-Γιώργος λοιπόν ήταν στην καθημερινότητά μας, από την ομάδα αυτή της Νέας Σελεύκειας. Σε πιο τακτικά διαστήματα, αλλά όχι σε καθημερινή βάση, είχαμε γυναίκες από την Νέα Σελεύκεια που ερχόταν και έκαναν τις χοντρές δουλειές του σπιτιού. Καθάριζαν κήπους, έπλεναν τα χοντρά, τις βελέντζες, τα χοντρά πράγματα του σπιτιού. Χαρακτηριστική είναι η κυρά-Κούλα, τη θυμάμαι και την αναφέρω πάντα με πολλή συγκίνηση, διότι ήταν μια γυναίκα που 10 φεμινίστριες σήμερα δεν μετρούν όσο η κυρά-Κούλα. Η κυρά-Κούλα ήταν μια χαροκαμένη γυναίκα, τότε βέβαια εμείς παιδάκια δεν τα καταλαβαίναμε, αλλά ξέρω ότι η κυρά-Κούλα ήταν από την κάπου από τα χωριά της Σελεύκειας, ήρθε μικρό κοριτσάκι πρόσφυγας στην Ηγουμενίτσα. Νομίζω τελείως ορφανή από ό,τι θυμάμαι από την μητέρα μου. Παντρεύτηκε έναν Μικρασιάτη από το χωριό της, ο οποίος, τώρα με την απόσταση των χρόνων επαναλαμβάνω, καταλαβαίνω για ποιο λόγο ήταν ένας άνθρωπος που ήταν πρέπει να ήταν σε βαθιά κατάθλιψη, δεν μπορούσε να δουλέψει. Ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε όλο αυτό το στίγμα της προσφυγιάς, ποιος ξέρει τι είχε ζήσει και τι είχε αντιμετωπίσει στο κυνήγι των Μικρασιατών. Οπότε όταν ήρθε στην Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να είναι αυτός που λέμε ο στυλοβάτης της οικογένειας. Στυλοβάτης λοιπόν της οικογένειας ήταν η κυρά-Κούλα, η οποία ήταν μια ισχνή, λιπόσαρκη φυσιογνωμία, δούλευε ως άντρας. Και εκείνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήταν ότι εκτός από την θεία μου Χριστίνα που κάπνιζε, ήταν η δεύτερη γυναίκα που ήξερα ότι καπνίζει στο μικρόκοσμό μας. Κάθε φορά που τέλειωνε κάποια χοντρή δουλειά καθόταν σταυροπόδι στο πλακόστρωτο της αυλής, σήκωνε τη φούστα της έβγαζε τα Sante τα χαρακτηριστικά τσιγάρα και έλεγε στην μητέρα μου, δεν θέλω να πω την έκφραση δεν επιτρέπεται: «Τώρα κάνε μου έναν καφέ». [00:40:00]Απευθυνόταν στη μαμά μου στον ενικό, με όλη την οικειότητα που της είχε επιτρέψει η μητέρα μου να έχει. Ζητούσε από την μητέρα μου τον καφέ, να της τον κάνει η ίδια η μητέρα μου. Η μητέρα μου καθόταν μαζί της και της έκανε τον καφέ και η κυρά-Κούλα περιέγραφε τη ζωή της με τον αγαπημένο της Αβραάμ, τον άντρα της.  Δεν είχε παραπονεθεί ποτέ γιατί ήταν αυτή ο στυλοβάτης της οικογένειας. Αναλάμβανε να κάνει όλες τις δύσκολες δουλειές που μπορούσε, που είχε ανάγκη η οικογένεια ως νοικοκυριό μιλάμε πάντα βέβαια, όχι σκάψιμο και τέτοια. Και συντηρούσε μέχρι τα βαθιά γεράματά της, ξέρω, αυτή την οικογένειά της, χωρίς ποτέ να βαρυγκομήσει για τον Αβραάμ της, τον σύντροφό της. Αυτά για την συγχωρεμένη Κούλα, την Μικρασιάτισσα. Με φέρνετε πάρα πολύ πίσω τώρα, με φοβερές μνήμες, Συγγνώμη τώρα για την συγκίνηση, αλλά είναι άνθρωποι που πρέπει να μνημονεύονται. Η κυρά-Κούλα όταν έψαξα να την βρω την είχαν πάρει τα παιδιά της, ευτυχώς δηλαδή, οπότε δεν μπόρεσα να την βρω. Αρκετά μεγάλη, δηλαδή πριν αρκετά χρόνια, πρόσφατα δηλαδή μετά κάπου στις αρχές του '90-'95 κάπου εκεί και ξέρω ότι ήταν πια τυφλή. Αυτά για την κυρά-Κούλα, και πρέπει να τους θυμόμαστε αυτούς τους ανθρώπους έστω και ως απλή αφήγηση που δεν ξέρω ποιος θα την ακούσει και ποιος θα ενδιαφερθεί για αυτή την υπέροχη κυρά-Κούλα. Λοιπόν η κυρά-Κούλα ερχόταν μας έκανε τις δουλειές, τις πιο χοντρές δουλειές.  Από αυτή την ομάδα, ας πούμε την κοινωνική ομάδα, δεν μπορώ να το λέω έτσι αλλά για την έρευνα ας τη χαρακτηρίσουμε ομάδα. Η άλλη από την Μικρά Ασία που ερχόταν στο σπίτι ήταν η κυρά-Κατίνα, που ήταν λίγο πιο εκλεπτυσμένη, πρέπει να είχε ζήσει περισσότερο σε πόλη στην Μικρά Ασία. Γιατί μιλάμε ότι οι περισσότεροι Μικρασιάτες ήταν γύρω από την Σελεύκεια, οι Μικρασιάτες εννοώ που ήταν στα μέρη μας, ήταν περισσότερο από αγροτικές περιοχές γύρω από την Σελεύκεια. Η κυρά-Κατίνα πρέπει να ήταν –τώρα πάλι αναλύοντας τα πράγματα, τότε που τα ζούσα δεν μπορούσα να κάνω αυτές τις αναλύσεις. Πρέπει να ήταν από πιο αστικό χώρο. Ήταν σαφώς πιο ραφιναρισμένη γυναίκα και η οποία το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν υπέροχα παπλώματα. Αυτά τα υπέροχα μεταξωτά της παπλώματα. Που κατά καιρούς η οικογένεια την φώναζε και μας έκανε τα υπέροχα μεταξωτά παπλώματα. Ένας πολύ γλυκός, πολύ αισθαντικός και τραγουδούσε και πολύ ωραία θυμάμαι. Πολύ ωραίος άνθρωπος. Αυτή ήταν η μια κοινωνική ομάδα που μπαινόβγαινε στο σπίτι.  Μπορώ να αναφέρω εδώ και την Μπαμπακή. Η Μπαμπακή δεν ήταν μόνο στο σπίτι, ήταν η γραφική φιγούρα της Ηγουμενίτσας για μεγάλο διάστημα, διότι πρέπει να πέθανε όταν εγώ ήμουν 11-12 χρονών. Αλλά θυμάμαι ερχόταν και πουλούσε στην πόλη, με το γαϊδουράκι της, βότανα. Ήταν μια πολύ μοναχική ύπαρξη, δεν υπήρχε οικογένεια πίσω της. Ήταν αρκετά μεγάλη όταν την θυμάμαι εγώ, δηλαδή ήταν μια γριούλα με την καμπουρίτσα της επάνω σε ένα γαϊδουράκι που πουλούσε βότανα, ρίγανη, τσάι, από τον κάμπο του Ραγίου προφανώς. Από τα χωριά γύρω από την Νέα Σελεύκεια. Που επειδή δεν μιλούσε καλά ελληνικά, επειδή φαινόταν να είναι λίγο όχι με πολύ το μυαλό στη θέση της, τα περισσότερα παιδιά έτρεχαν από πίσω της και την κοροϊδεύαμε «Μπαμπακή, Μπαμπακή!». Χωρίς να έχουμε συνείδηση τι σημαίνει προσφυγιά τότε και τι δράμα που μπορούσε να κουβαλάει αυτή η γυναίκα που βρέθηκε μόνη της με ένα γαϊδουράκι να περιφέρεται μόνη της σε μια πόλη, με 5-6 παιδάκια πίσω της να την κοροϊδεύουν. Θυμάμαι όμως ότι η μητέρα μου θύμωνε πάρα πολύ, προφανώς όχι γιατί την κοροϊδεύαμε, τρέχαμε. Εγώ όχι, δεν το έκανα, αλλά τα παιδάκια τέλος πάντων που το κάνανε, εγώ δεν μπορούσα να το κάνω και για πρακτικούς λόγους. Η μητέρα μου θύμωνε και πάντα έλεγε που ίσως δεν θα θύμωνε τόσο πολύ με άλλες φιγούρες που θυμάμαι στην Ηγουμενίτσα να τις κοροϊδεύουν τα παιδάκια που προφανώς δεν έδινε σημασία. Αλλά με τη συγκεκριμένη Μπαμπακή προφανώς επειδή καταλάβαινε ότι πίσω από αυτή την μοναχική φιγούρα υπήρχε μια πολλή τραγική ιστορία θύμωνε πάρα πολύ και έλεγε: «Δεν θα το κάνετε ποτέ εσείς». Προφανώς επειδή ως πιο μεγάλη και ως πιο γνώστης της ιστορίας ήξερε ότι αυτή η φιγούρα δεν ήταν παρά μόνο μια κυνηγημένη ύπαρξη που μας είχε έρθει από πολύ μακριά, κουβαλώντας πολύ τραγικά πράγματα.  Λοιπόν, αυτή είναι μια κοινωνική ομάδα που δεν μου αρέσει γιατί αυτοί είναι άνθρωποι της ζωής μου, άνθρωποι που τους έχω ζήσει, τους έχω βάλει στην ψυχή μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να τους ονομάσω ομάδα, αλλά επαναλαμβάνω ότι είναι για τους λόγους της έρευνας τους ονομάζουμε ομάδα. Η άλλη ομάδα που θυμάμαι να έρχεται στην αυλή είναι οι Καλαντζήδες της Μουργκάνας. Η Μουργκάνα είναι το βουνό η ορεινή περιοχή της Θεσπρωτίας στα σύνορα με την Αλβανία. Έχει έναν υπέροχο πλούτο και γεωφυσικό και η ιστορία της περιοχής είναι πολλή σημαντική, δεν ξέρω πόσοι την ξέρουμε και πόσοι την αναγνωρίζουμε στη Θεσπρωτία, με πολλούς αγώνες. Λοιπόν, οι Μουργκανιώτες, οι άνθρωποι δηλαδή που ζούσαν στα χωριά της Μουργκάνας συνήθως επειδή ο τόπος τους ήταν πολύ φτωχός, μιλάμε οι άνθρωποι έτσι ζούσαν πραγματικά σε βουνοκορφές, οι δουλειές που κάνανε ήτανε περισσότερο δουλειές τεχνιτών, δηλαδή καλαντζήδες, χουλιαράδες... Χουλιαράδες ήταν αυτοί που ασχολιόταν με τα κουτάλια, κάνανε τα χειροποίητα κουτάλια, βαρελάδες, κάνανε τα βαρέλια της περιοχής και συνήθως ήταν άνθρωποι που περιφερόταν στην ευρύτερη περιοχή, ακόμα και μακρύτερα. Ξέρω ότι οι Μουργκανιώτες είχαν φτάσει πολύ κάτω, μέχρι και την Πελοπόννησο. Οι τεχνίτες αυτοί λοιπόν, παίρνανε, βάζανε τα εργαλεία τους στα σακιά και περιφερόταν στην περιοχή κάνοντας επιτόπου τις δουλειές που ξέρανε.  Λοιπόν, στην αυλή αυτούς που θυμάμαι ήταν ο Κύργιος, ο Κύργιος ήταν –επίθετο είναι το Κύργιος– Μουργκανιώτης Καλαντζής. Έπαιρνε το χαμαλοσάκι του, είχε μέσα τα όργανά του που δεν μπορώ να τα ξέρω ακριβώς τι ήταν και περνούσε από αυλή σε αυλή κάνοντας το καλάι. Τι ήταν ακριβώς τώρα αυτό... Προφανώς τα οικιακά σκεύη που ήταν από κασσίτερο κάποια... σε κάποια χρονική, με κάποια χρονική συχνότητα έπρεπε να τα ξαναπερνάς από κασσίτερο. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι περνούσαν κάθε τόσο από τις αυλές και κάνανε αυτή την δουλειά. Θυμάμαι λοιπόν τον Κύργιο με τους παραγιούς του στην αυλή του σπιτιού. Αυτά πολύ πολύ παλιά βέβαια, αμυδρά τα έχω στο μυαλό μου με τα σύνεργά του στις αυλές να καλαϊζουν μάλλον, να καλαϊζουν τα χαλκώματα και τα οικιακά σκεύη του σπιτιού. Αυτή ήταν η ομάδα των καλατζήδων, αυτούς θυμάμαι από αυτή την ομάδα. Τοπικές ομάδες ήταν η ομάδα των γύφτων, οι οργανοπαίχτες ή χαμάληδες. Οι γύφτοι της Ηγουμενίτσας ήταν οι άνθρωποι που έκαναν τις μεταφορές ή με τα χέρια τους ή με τα καροτσάκια τους ή με τα γαϊδουράκια τους, από το τότε λιμάνι που ερχόταν πριν από την «Εγνατία» και την «Απία» τα καράβια τα μεγάλα είχαμε τις μικρές μαούνες που ερχόταν από Πάργα από Κέρκυρα μεταφέροντας εμπορεύματα. Τη δουλειά την έκαναν οι χαμάληδες γύφτοι, οι οποίοι συγχρόνως ήταν και οι διασκεδαστές της μικρής κοινωνίας, οι οποίοι ήταν οι οργανοπαίχτες, οπότε σε κάθε πανηγύρι, σε κάθε γιορτή συμμετείχαν με τα όργανά τους στις γιορτές. Αυτές ήταν οι τρεις έτσι μεγάλες, οι μεγάλες ομάδες που θυμάμαι να έχουν κάποια σχέση με την παιδική μου ζωή και με την αυλή του σπιτιού, με το σπίτι μου. Λοιπόν, αυτά όσον αφορά τις επισκέψεις, κατά κάποιο τρόπο, του σπιτιού.

Γ.Α.:

Θα ήθελα να σας ρωτήσω λίγο, επειδή το αναφέρατε λίγο, ότι εσείς είχατε στην ουσία επικοινωνία, όπως όλα τα παιδιά βγαίνατε και στην πόλη, δεν είναι ότι υπήρχε ας πούμε απομόνωση μέσα στο σπίτι αυτό, παρόλο που είχε κάπως τις ανέσεις. Θέλω να μου περιγράψετε λίγο πώς ήταν η ζωή σας έξω στην πόλη; Δηλαδή τι δραστηριότητες κάνατε σαν παιδιά; Τι είχε η πόλη;

Ε.Π.:

[00:50:00]Φυσικά η ζωή μας ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την υπόλοιπη πόλη. Ζούσαμε σαν φυσιολογικά παιδάκια. Εμείς δεν καταλαβαίναμε ότι είμαστε, ούτε οι γονείς μας επέτρεπαν να καταλάβουμε ότι επειδή είχαμε ένα αρκετά πιο μεγάλο σπίτι από τα άλλα παιδιά ότι είμαστε κάτι ξεχωριστό. Συμβιώναμε, οι φίλοι μας ήταν, η καλύτερη μου φίλη ήταν ένα κοριτσάκι που ζούσε στην γειτονιά τέλος πάντων. Ζούσε σε ένα πολύ χαμηλό, ταπεινό σπίτι. Εγώ δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια διαφορά στο όταν πήγαινα από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό σπίτι. Γιατί αυτό που θυμάμαι είναι η ζεστασιά της μητέρας της που με αγκάλιαζε ως δικό της παιδί. Μας έκανε τις τηγανίτες, ό,τι μπορούσε να προσφέρει η γυναίκα.  Στο μυαλό των άλλων δεν ξέρω αν λειτουργούσε διαφορετικά. Στο παιδικό μυαλό μας ήμασταν τα παιδιά που ζούσαμε στα σχολεία, εμένα οι φίλοι μου ήταν τα παιδιά που ζούσαν σε καθημερινή βάση πηγαίναμε σχολείο. Ήταν φυσικό να πηγαίνουμε και να συγχρωτιζόμαστε με τα παιδιά της υπόλοιπης πόλης, που ήταν τα παιδιά της μικρής μας πόλης, παιδιά υπαλλήλων, εμπόρων, αλλά συγχρόνως ήταν τα παιδάκια που ερχόταν από τα γειτονικά σχολεία. Υπήρχε ένας συγχρωτισμός και αυτό το θεωρώ ως κάτι πάρα πολύ θετικό για την παιδική μου και εφηβική μου ηλικία. Η δυνατότητα να μπορώ και να καταλαβαίνω και να συγχρωτίζομαι με όλες τις κοινωνικές ομάδες, κάτι που δεν το καταλάβαινα όταν βρισκόμουν στην Αθήνα, γιατί η μισή οικογένεια επέστρεψε στην Ηγουμενίτσα, η υπόλοιπη μισή οικογένεια από την ευρύτερη οικογένεια Πιτούλη παρέμειναν στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Οπότε είχαμε άμεση επαφή σε τακτικά διαστήματα με την Αθήνα. Στην Αθήνα λοιπόν, οι ξαδέρφες μου, τα ξαδέρφια μου που είχανε περίπου την ίδια ηλικία με εμένα δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, γιατί υπήρχε μια ομογενοποίηση. Δηλαδή οι γειτονιές που έμεναν ήταν οι αστικές γειτονιές των Αθηνών, τα σχολεία που πήγαιναν ήταν κάποια καλά σχολεία των Αθηνών όπου υπήρχε ομογενοποίηση, δηλαδή οι φίλοι τους, οι φίλες τους θα ήταν από το ίδιο κοινωνικό επίπεδο. Μια αστική τάξη των Αθηνών. Δεν είχαν αυτή την ποικιλία που είχα εγώ και τα αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου σε αυτή τη μικρή κοινωνία. Που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο που μας έλεγε ότι την Κυριακή στο χωριό δεν μπορεί να πάει, δεν μπορούσε να πάει κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Αυτό είναι ένα άκουσμα που το έχω και είμαι πολύ τυχερή που το έχω ως άκουσμα, γιατί έχω επίγνωση του τι γινόταν στην Ελλάδα της δεκαετίας, της μεταπολεμικής Ελλάδος τέλος πάντων.  Το παιδάκι δεν πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, γιατί στην εκκλησία έπρεπε να πάει με καλά παπούτσια και επειδή είχαν μόνο ένα ζευγάρι όλα τα αδέρφια πήγαινε εναλλάξ κάθε Κυριακή κάθε παιδί στην εκκλησία γιατί δεν μπορούσαν να πάνε όλα μαζί με τα παπουτσάκια που δεν ήταν καθαρά. Προφανώς και ξυπόλητα κάποια παιδιά, δεν ξέρω πώς ήταν στα χωριά οι συγκεκριμένες οικογένειες. Λοιπόν αυτό δεν ξέρω, οι άλλοι μπορεί να το είχαν στο μυαλό τους έτσι ότι ήμασταν κάτι άλλο, επειδή είχαμε ένα πιο μεγάλο και πιο ωραίο σπίτι. Εμείς ως παιδιά δεν το ζούσαμε αυτό. Για μένα τα παιδικά μου χρόνια ήταν, εκτός από την οικογένεια μου, το σπίτι της φίλης μου της Ειρήνης, το σπίτι της φίλης μου Αρετής, το σπίτι της φίλης μου της Λίλης που ήταν τα συνηθισμένα σπίτια μιας μικρής πόλης. Από μεσαία μέχρι και πολύ φτωχικά. Εγώ το μόνο που λάμβανα ως παιδάκι ήταν η αγάπη που πήγαινα, η άνεση που είχα να πάω στο σπίτι τους, όπως την ίδια άνεση είχαν και τα παιδιά αυτά όταν ερχόταν στο δικό μου το σπίτι. Δεν νομίζω να υπήρχε κάποια διαφορά, γιατί η μητέρα μου τα δεχόταν με την αγάπη που με δεχόταν και οι δικές τους οι μητέρες. Συμβιώναμε κανονικά, παίζαμε στις αυλές. Αυτό δεν μπορώ εγώ, καταλάβατε τι θέλω να πω;  Διαφορές βέβαια υπήρχαν σε κάποια έτσι τώρα που το θυμάμαι και είναι για γέλιο βέβαια. Όταν κάποια στιγμή η φίλη μου η Λίλη που ήταν ένα κοριτσάκι Θεσπρωτή, αλλά είχε ζήσει αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όταν χρειάστηκε για οικογενειακούς λόγους να επιστρέψουν στην Θεσπρωτία και έκανε σχολείο μαζί μου στην Ηγουμενίτσα ήταν, είναι πολύ καλή μου φίλη και συνεχίζει να είναι, είναι ένα γλυκύτατο πλάσμα. Έγινε αμέσως η καλή μου φίλη. Όταν η Λίλη ερχόταν στο σπίτι μου ενώ είχε τη δυνατότητα να καθίσει μέχρι πιο αργά να διαβάσουμε, να παίξουμε και να γυρίσει να τη συνοδεύσει κάποιος από εμάς στο δικό της σπίτι για να μην κινδυνεύσει, να μη φοβηθεί, η Λίλη με το που έπεφτε ο ήλιος, με το πρώτο σούρουπο τέλος πάντων μάζευε γρήγορα γρήγορα παιχνίδια, βιβλία και έλεγε: «Εγώ πρέπει να φύγω». Η μητέρα μου της έλεγε: «Μα δεν τελειώσατε, κάθισε να σε πάμε εμείς στο σπίτι, μην ανησυχείς». Η Λίλη παρόλα αυτά έφευγε τρέχοντας. Πολύ αργότερα, η Λίλη μου αποκάλυψε γιατί έφευγε τρέχοντας. Δεν μου το είπε επιτόπου, μου το είπε πια πολύ μεγάλη, όταν γελούσαμε πια με τις αναμνήσεις μας, ότι η Λίλη μαθημένη σε ένα αστικό περιβάλλον στην Αθήνα αφού το σπίτι της φαινόταν πολύ περίεργο και στο μυαλό της ήταν ότι μπορεί να υπάρχουν και φαντάσματα. Έφευγε τρέχοντας, γιατί στο παιδικό μυαλό της ήταν ότι ένα τέτοιο σπίτι μπορεί και να έχει και κάποια φαντάσματα. Αυτό βέβαια τότε δεν μου το είχε εκμυστηρευτεί. Εγώ νόμιζα ότι για κάποιους συγκεκριμένους δικούς της λόγους η Λίλη έπρεπε να φύγει.  Οι άλλες φίλες μου μέναμε μέχρι πολύ αργά, διαβάζαμε και παίζαμε μέχρι πολύ αργά. Τότε η κοινωνία ήταν και πολύ πιο ανοιχτή, με ποια έννοια; Οι γονείς είχαν πολύ μεγάλη άνεση να αφήνουν τα παιδιά τους σε ξένα σπίτια. Εγώ θυμάμαι ότι κοιμόμουν σε ξένα σπίτια φίλων, οι φίλες μου κοιμόταν στα δικά μου τα σπίτια, γιατί ξέραμε ποια σπίτια είναι, κάτι που τώρα στις μεγάλες πόλεις, ας πούμε στην Αθήνα, δεν ξέρω αν γίνεται με πολύ μεγάλη ευκολία γιατί δεν ξέρεις σε ποιο κοινωνικό οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να αφήσεις το παιδί σου να κοιμηθεί ένα βράδυ. Θυμάμαι αυτή την άνεση, που εμείς σαν παιδάκια θυμάμαι να κοιμάμαι στο σπίτι της φίλης μου της Αρετής. Θυμάμαι φίλες μου να κοιμούνται στα δικά μου τα σπίτια όταν παίζαμε μέχρι πολύ αργά. Αυτά είναι οι μνήμες από τις φίλες μου. Και το άλλο γεγονός που είναι λίγο αστείο τώρα είναι ότι μια φίλη μου είχε έρθει να με δει το απόγευμα και τυχαία εκείνη την ημέρα εμείς κάναμε μετά τον πόλεμο είχαμε αρχίσει, οι γονείς μου δηλαδή φτιάχνανε λίγο το σπίτι που είχε αρκετές φθορές από όλους αυτούς που είχαν περάσει, κατά τη διάρκεια των 10 χρόνων που δεν έμενε η οικογένεια, φτιάχναμε το μπάνιο. Και είχαν φέρει μπανιέρα από την Κέρκυρα. Θυμάμαι κιόλας και το συνεργείο που είχαν φέρει. Και μέχρι να έρθει ο τεχνίτης να βάλει την μπανιέρα στο μπάνιο η μπανιέρα ήταν στο χολ του σπιτιού, στην είσοδο του σπιτιού. Και ήρθε η φίλη μου, η οποία δεν είχε ξαναδεί, τότε δεν είχαμε τηλεοράσεις για να έχεις εικόνες. Και στο σπίτι σου να μην είχες την μπανιέρα ήξερες ότι αυτό το πράγμα μέσα από την τηλεόραση, από άλλες προσλήψεις ότι αυτό ήταν μπανιέρα. Και τρένο δεν είχαμε δει, αλλά ξέραμε τι είναι το τρένο.  Αυτό το κοριτσάκι λοιπόν, δεν ήξερε τι είναι μπανιέρα και γυρίζει με έκπληξη και λέει: «Τι περίεργο κρεβάτι, ποιος κοιμάται σε αυτό;». Και εγώ πρώτα πρώτα επειδή τα παιδάκια θέλουν να μην αισθάνονται διαφορετικά, για να μην νιώσουν [Δ.Α.], γιατί τα παιδιά θέλουν να ζούνε με τον ίδιο τρόπο για να είναι αποδεκτά από τα άλλα τα παιδάκια. Προφανώς τελείως εγωιστικά και μπορεί για να μην... και το σκέφτομαι ότι μπορεί να ήταν εγωιστικό, ότι δεν θέλω να ξεχωρίζω γιατί φοβόμουν ότι αν ξεχωρίζω τα παιδάκια θα με αποκλείσουν από τις παρέες τους. Μπορεί να ήταν αυτός ο εγωιστικός λόγος, μπορεί να ήταν όμως ότι από λεπτότητα δεν ήθελα να προσβάλω τη φίλη μου και να της πω: «Μα δεν ξέρεις τι είναι μπανιέρα;». Της είπα το πολύ απλοϊκό: «Κοιμούνται εδώ όταν έρχονται κάτι συγγενείς που δεν έχουμε πού να τους βάλουμε». Η φίλη μου το δέχθηκε ως πολύ καλή εξήγηση. Η μητέρα μου που με άκουσε δεν επενέβη καθόλου στην κουβέντα, απλώς με ρώτησε γιατί το είπες. Ε απλώς για να καταλάβει την παιδική μου ψυχή, γιατί το είπα. Ούτε να με επιπλήξει και όταν της είπα ότι δεν ήθελα, δεν θυμάμαι τι εξήγηση της έδωσα φυσικά, θυμάμαι ότι η μητέρα μου το δέχτηκε ως κάτι φυσιολογικό ότι δεν της φάνηκε η εξήγηση που της έδωσα ως κάτι που την ξένισε. Προφανώς της άρεσε η εξήγηση που της έδωσα. Μάλλον το πιο προφανές θα ήταν ότι για να μην την προσβάλω, γιατί το άλλο το αναλύω εγώ ως πολύ εγωιστικό, δεν ήθελα να ξεχωρίζω από τα άλλα παιδάκια. Τώρα το βλέπω ως αντίδραση ενός παιδιού που δεν ήθελε για συγκεκριμένους λόγους να αποκλειστεί από άλλη μια ομάδα παιδιών που δεν είχαν τα ίδια βιώματα με αυτή. Αυτά θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν θυμάμαι κάτι που να με κάνει να αισθάνομαι ότι ξεχωρίζω, γιατί όλη η ζωή της πόλης ήταν έτσι, συμβιώναμε. Δεν είχαμε κάτι που να μας κάνει... δεν είχαμε ξεχωριστά σχολεία, δεν ήμασταν μια οικογένεια που ζούσαμε έξω από την πραγματικότητα. Ήμασταν μια οικογένεια που συμμετείχαμε σε όλα. Η ίδια αγορά, τα ίδια πράγματα, στα ίδια μπακάλικα πηγαίναμε, στα ίδια εστιατόρια. Εστιατόρια εντάξει, τότε δεν θυμάμαι ένα εστιατόριο να πηγαίναμε πολύ συχνά. Διότι ήταν περισσότερο το εστιατόριο που ήταν γι' αυτούς που ερχόταν για τα ψώνια από τα χωριά και έπρεπε κάτι να φάνε το μεσημέρι. Τώρα που ξαναγυρίζω στις ομάδες που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, όπως σας είπα πριν η οικογένεια ήταν οικογένεια Βλάχων νομάδων που είχαν κατέβει από την Βόρειο Ήπειρο. Το ένα κομμάτι αστικοποιήθηκε τελείως, αλλά ένα αρκετά, κυρίως από το σόι της γιαγιάς μου που ήταν και η γιαγιά μου Βλάχα, από την γενιά του πατέρα μου και μετά δεν παντρευόταν μεταξύ τους οι Βλάχοι. Δυστυχώς, γιατί δεν μάθαμε και βλάχικα.[01:00:00] Η γενιά του πατέρα μου και μετά επειδή δεν έζησαν στην Ηγουμενίτσα, όπως σας είπα και πριν ζούσαν Κέρκυρα και μετά Αθήνα, δεν παντρεύτηκαν Βλάχες. Οπότε δυστυχώς χάθηκε η αμεσότητα με την γλώσσα και δυστυχώς από την γενιά του πατέρα μου και μετά κανένας μας, παρόλο που είμαστε αρκετά μεγάλοι άνθρωποι, δεν μιλάμε βλάχικα. Λοιπόν, αυτό που θυμάμαι είναι ότι οι νομάδες θείοι μου που ζούσαν από το σόι της γιαγιάς μου στο Καρβουνάρι –πάλι κι αυτό δεν ξέρω πως λέγεται σήμερα– που ζούσαν αρκετά... συνέχιζαν να έχουν αρκετά χρόνια μετά από τον πόλεμο νομαδική ζωή. Ερχόταν για τα ψώνια τους ή ερχόταν για να δουν τη γιαγιά μου μέχρι και την εποχή που ζούσε η γιαγιά μου και αργότερα ερχόταν στο σπίτι τακτικά. Ήταν η ομάδα των συγγενών βλάχων, που ερχόταν για γιατρούς στην πόλη, για ψώνια. Επειδή τότε δεν είχαμε τη δυνατότητα παίρνω το αυτοκίνητό μου, πηγαίνω στην πόλη το πρωί και γυρίζω στο χωριό μου το βράδυ, κοιμόταν στο σπίτι. Αυτό το θυμάμαι και θυμάμαι έτσι με πολλή τρυφερότητα ότι ερχόταν με τις καραμέλες τους γεμάτες. Γέμιζαν, αυτό που ήθελαν που μπορούσαν να μας φέρουν ήταν οι καραμελίτσες τυλιγμένες με το σελοφάν. Γέμιζαν τις τσέπες τους και κάθε φορά που ερχόταν σε μας τα παιδιά ως κέρασμα τέλος πάντων βγάζανε και μας δίνανε τις καραμέλες. Αυτά είναι από το σόι της γιαγιάς μου, από το σόι Χατζάρα Καρβουναρίου που τους αναφέρω, γιατί μέχρι πολύ πρόσφατα συνέχιζαν να έχουν μια νομαδική ζωή. Ήταν το σόι της γιαγιάς μου που τους αγαπάω. Δυστυχώς οι μεγάλοι έχουν χαθεί, αλλά και τα υπόλοιπα ξαδέρφια μου ζουν έτσι ανάμεσα από Ηγουμενίτσα και Καρβουνάρι, σε μεγαλύτερες πόλεις.  Κάποια από τα παιδιά συνεχίζουν ακόμη, με άλλες συνθήκες βέβαια, να ζουν από την κτηνοτροφία. Με τελείως άλλες συνθήκες, δεν ανεβοκατεβαίνουν. Ευτυχώς δηλαδή γι' αυτούς δεν έχουν τις ίδιες σκληρές δουλειές που είχε η νομαδική ζωή της δεκαετίας του '50 ή πριν από τον πόλεμο. Αυτή η διαφορετική κατά κάποιο τρόπο κοινωνική ομάδα περνάει στην οικογένεια και από αυτούς έχω πολύ ωραία βιώματα. Και ήταν πραγματικά κάτι ξεχωριστό από αυτό που ζούσαν επαναλαμβάνω τα παιδιά που ζούσαν σε πιο αστικά... αστικές πόλεις, σε πιο αστικά περιβάλλοντα, όπως τα Γιάννενα ή η Αθήνα που είχα μια επαφή ως έφηβη, ή ως παιδάκι και που πραγματικά είχαν χάσει ή δεν είχαν καμία επαφή με όλο αυτόν τον πλούτο που ήρθαμε εμείς στην μικρή πόλη της Ηγουμενίτσας εκείνη την εποχή. Φυσικά μετά οι επιστροφές μου στην Ηγουμενίτσα ήταν πιο οδυνηρές γιατί υπήρχε πια μια ομογενοποίηση. Όλες αυτές οι κοινωνικές ομάδες ενσωματώθηκαν κανονικά, δεν υπήρχε ούτε ενδυματολογικά ούτε στα επαγγέλματα πια κάτι που να πεις ξεχωρίζει και να τους διαφοροποιείς. Και επιπλέον και ο τόπος άλλαξε πάρα πολύ. Ενώ ο τόπος ως χώρος, η πόλη από εκεί που ήταν μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη με έναν κεντρικό παραλιακό δρόμο, με τα πλατάνια, με τα δύο-τρία μικρά καφενεδάκια, σιγά-σιγά κάθε φορά που επέστρεφα στην Ηγουμενίτσα ήταν και πιο τραγικό γιατί η πόλη μεγάλωνε, σπίτια παλιά γκρεμιζόταν, οι δρόμοι άρχισαν να περνούν ακόμη και σήμερα από τον κήπο. Και ο κήπος εκεί που ήταν... στην αρχή ήταν 50 στρέμματα δεν θυμάμαι, ο κεντρικός μου κήπος δηλαδή μέχρι την εποχή που έφυγα εγώ ήταν ο κήπος με τα στρέμματα, με τα εσπεριδοειδή, με τις καρυδιές, σιγά-σιγά περνούσαν έχουν περάσει στον κήπο 3-4-5 δρόμοι. Δύο κάθετοι και δύο παράλληλοι και τρεις κάθετοι.  Κάθε φορά που γυρνούσα έβρισκα και ένα κομμάτι του κήπου πια δοσμένο στους δρόμους. Αυτό ήταν λίγο επίπονο για πρώτη διαδικασία να το συνηθίσεις, ότι ο κήπος σου πια έχει γίνει δρόμος ή οι κήποι δόθηκαν για τους λόγους που η οικογένειά μου αποφάσιζε δόθηκαν αντιπαροχή. Φυσικό ήταν όταν υπάρχει ένας κήπος που ανάμεσα εκεί που χωρίζεται με τρεις κάθετους και δύο παράλληλους δρόμους φυσικά δεν μπορεί να είναι κήπος, είναι ένα οικόπεδο πια. Οπότε σιγά-σιγά το σπίτι περιορίστηκε στα τέσσερα στρέμματα του ανθόκηπου, του παλιού ανθόκηπου, που είναι αυτό είναι που ζούμε σήμερα. Το σπίτι που συνεχίζει να είναι μια ιδιωτική κατοικία χωρισμένη πάντα στα τέσσερα μερίδια με τον κοινόχρηστο κήπο των τεσσάρων στρεμμάτων, που είναι πια ένας κήπος μιας μονοκατοικίας που βρίσκεται πια στο μέσο της πόλης, ενώ παλιά ήταν λίγο πιο απόμερη και δεν μιλάμε... Μιλάμε πια όταν ήταν παλιά δεν ήταν αυτό που λέμε οικία, ήταν αγρόκτημα. Και μάλιστα κτισμένο –επειδή δεν τα αναφέραμε στην αρχή αυτά. Το σπίτι χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Παντελιό όπως σας είπα, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Γερμανία και στην Ιταλία και το κτίριο πρέπει να ήταν επηρεασμένο από την σχολή Παλάντιο. Ο Παλάντιο ήταν ένας αναγεννησιακός αρχιτέκτονας της Ιταλίας που η λογική του ήταν αυτή, να χτίζει σπίτια αγροκτήματα, δηλαδή είχε χτίσει στην Βερόνα, όλη την Βόρεια Ιταλία και πολλά κτίσματα του υπάρχουν στην Αγία Πετρούπολη, σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης που δεν ήταν στην ουσία αστικά σπίτια, ήταν σπίτια βίλες. Δηλαδή κτισμένα με έναν αρκετά μεγάλο όγκο, διότι ο όγκος αυτός χανόταν στον περίγυρο, στον περίγυρο των μεγάλων κτημάτων που χτιζόταν, που ήταν γύρω από τις βίλες. Γι' αυτό το σπίτι αυτό μπορεί σήμερα να φαίνεται μεγάλο σε έναν αστικό χώρο όπως είναι η σημερινή Ηγουμενίτσα, αλλά αν το βάλουμε στα μέτρα της εποχής που χτίστηκε, δηλαδή αν το τοποθετήσουμε σε ένα κτήμα γιατί κτήμα ήταν δεν ήταν καν κήπος, σε ένα κτήμα 50-40-50-60 στρεμμάτων –δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήταν– δεν είχε την ίδια αίσθηση του πολύ μεγάλου κτίσματος. Αυτό, αυτό βλέπω και από τις παλιές φωτογραφίες που έχει κρατήσει η οικογένεια από την εποχή εκείνη. Ο όγκος του χανόταν από τον περιβάλλοντα χώρο και αυτή ήταν η λογική του Παλάντιο. Ο Παλάντιο ήταν αναγεννησιακός, δεν έζησε... δεν ήταν στην εποχή του παππού που χτίστηκε το σπίτι. Αλλά ο αρχιτέκτονας με σπουδές Ιταλία και Γερμανία προφανώς επηρεασμένος από αυτή τη λογική ότι θα έχτιζε ένα σπίτι τέλος πάντων μέσα σε έναν πολύ μεγάλο περιβάλλοντα χώρο. Γι' αυτό και ίσως είναι και το μέγεθος του σπιτιού. Αν ήταν ένα σπίτι κτισμένο από την αρχή σε έναν αστικό χώρο μπορεί να ήταν πιο μικρό σε διάσταση, ο όγκος του να ήταν πιο μικρός. Αυτό είναι κάτι που το βλέπω εγώ τώρα σε κάποιες παλιές φωτογραφίες, που η πιο παλιά ωραία φωτογραφία που υπάρχει από το σπίτι είναι η φωτογραφία του μεγάλου Ηπειρώτη φωτογράφου του Μελετζή, ο οποίος Μελετζής σε προσωπική αφήγηση, μου έχει διηγηθεί ο ίδιος χαρίζοντας μου και την φωτογραφία του σπιτιού μου είπε σε στιλ του αστείου το πώς έζησε την πρώτη του επαφή με το σπίτι. Ήρθε στην Ηγουμενίτσα στη δεκαετία του '30, από εκείνη την φάση είναι ή τέλος του '20 δεν θυμάμαι πρέπει να τα έχω καταγεγραμμένα αυτά, τέλος πάντων. Αρχές του '30 μόλις είχε φτιαχτεί το σπίτι, μόλις είχε τελειώσει και είχαν εγκατασταθεί. Ο οποίος ήρθε στη Θεσπρωτία, στην Ηγουμενίτσα χωρίς να περιμένει ότι θα συναντήσει σε μια τόσο μικρή πόλη ένα τέτοιο σπίτι τέτοιου μεγέθους. Και μου περιέγραψε ότι όταν έφτασε στην πόλη και βρέθηκε μπροστά σε αυτό το σπίτι που δέσποζε φυσικά σε μια μικρή πόλη, όπως ήταν η Ηγουμενίτσα στη δεκαετία, δεν ήταν καν πόλη πρέπει να ήταν μια μικρή κωμόπολη στη δεκαετία του... στις αρχές του '30 που δεν είχε έρθει ακόμη ούτε δεν είχε γίνει καν πρωτεύουσα, ήταν πολύ μικρής κλίμακας οικισμός.  Λοιπόν, βλέπει το σπίτι και μου λέει: «Το πράγμα που σκέφτηκα έχω πάθει ας πούμε οφθαλμαπάτη, δεν είναι δυνατόν!». Δηλαδή νόμιζε, μου το είπε βέβαια σε στιλ αστεϊσμού ο άνθρωπος, ότι πίστευε ότι είναι κάτι που του συμβαίνει ως οφθαλμαπάτη. Αυτά είναι για την μοναδική φωτογραφία σε απόσταση εννοώ, γιατί υπάρχουν οικογενειακές φωτογραφίες που φωτογραφίζουν το σπίτι σε συγκεκριμένες γωνιές, γιατί φωτογραφίζουν συγκεκριμένες οικογενειακές δραστηριότητες, γάμους, βαφτίσια. Δεν έχουν την φωτογραφία της απόστασης του σπιτιού. Η μόνη που υπάρχει τουλάχιστον αυτή που ξέρω εγώ στην οικογένεια είναι αυτή του Μελετζή που την έχει πάρει από την παραλία και υπάρχει, που υπάρχει όλο το σπίτι με τον χώρο γύρω από αυτόν. Αυτά. Τι άλλο να σας πω τώρα για το σπίτι; [01:10:00]Αυτό που θυμάμαι είναι η απουσία των νεκρών στη ζωή της οικογένειας και στις μεταξύ μας σχέσεις. Αυτό δεν έχει σχέση με τους άλλους, είναι το κενό που άφηναν οι νεκροί και πώς επιβίωναν στους μεταγενέστερους. Δηλαδή ο χαμός του παππού Χρήστου, που ήταν κάτι πολύ σημαδιακό για την οικογένεια, η εκτέλεσή του δηλαδή από τους Ιταλούς σημάδευε και τον χώρο. Δηλαδή θυμάμαι να λένε ότι εδώ ήταν η καρέκλα που έβγαινε ο παππούς ο Χρήστος και καθόταν. Θυμάμαι τις κουρτίνες της –αυτό είναι έτσι μια ιστορία που μπορώ να την αναφέρω– τις κουρτίνες της γιαγιάς μου, που οι κουρτίνες της γιαγιάς με σημάδεψαν γιατί συνδέονταν με τον χαμό του παππού Γιώργη. Η γιαγιά μου έμεινε χήρα πολύ νωρίς και είχε από τον παππού, όπως και όλες οι οικογένειές τις βελούδινες κουρτίνες, που για τα δύο σπίτια ήταν πράσινες, για τα σαλόνια του σπιτιού. Ήταν βελούδο σιφόν πάρα πολύ καλό, αυτό πρέπει να ήταν από την Κέρκυρα, εισαγωγή από την Ιταλία. Η γιαγιά μου θεωρούσε ότι αυτές οι πράσινες κουρτίνες οι βελούδινες ήταν ένα δώρο από τον παππού μου που σκοτώθηκε πολύ νωρίς. Η γιαγιά μου είχε μείνει χήρα 22 χρονών. Λοιπόν, οι κουρτίνες της γιαγιάς χάθηκαν όταν έγινε το πλιάτσικο στην πόλη μετά το '40. Και η γιαγιά επειδή θεωρούσε ότι ήταν το δώρο του παππού, κάτι που της είχε μείνει από τον παππού σαν κάτι πολύ προσωπικό, δεν ξέρω ίσως τις είχε αφιερώσει ο παππούς, τις είχε δεν ξέρω για ποιο λόγο θεωρούσε ότι ήταν το δώρο του άντρα της οι πράσινες κουρτίνες. Οι πράσινες κουρτίνες λοιπόν οι βελούδινες, ήταν κάτι που στιγμάτιζε την γιαγιά γιατί τις έχασε. Υπόψιν ότι μετά τον πόλεμο που γυρίσανε και δεν υπήρχε τίποτα από το παλιό σπίτι, ούτε έπιπλα, ούτε σερβίτσια, τίποτε, τίποτε, τίποτε! Από εκείνη την εποχή, από όλα τα έπιπλα σε εμάς υπάρχει στο σπίτι το δικό μας υπάρχει ένας μπουφές, που δεν μπορούσαν να τον μετακινήσουν όλο και πήραν μόνο το επάνω που ήταν με κρύσταλλα και το κάτω το αφήσανε. Υπάρχει μόνο αυτό από εκείνη την εποχή. Κάτι αντίστοιχο στο σπίτι του άλλου θείου μου, που προφανώς δεν μπορούσαν να τα μετακινήσουν ή μπήκαν οι Ιταλοί και τους απαγόρευσαν να μετακινήσουν και άλλα. Και οι κουρτίνες της γιαγιάς, οι οποίες κουρτίνες της γιαγιάς βρέθηκαν σε σπίτι κατοίκου του νομού Θεσπρωτίας, της ευρύτερης δηλαδή περιφέρειας, δεν ξέρω σε ποιο χωριό. Και να το ήξερα, δεν θα το ανέφερα. Λοιπόν, επειδή οι δύο θείοι μου στην μεταπολεμική περίοδο ήταν οι δύο γιατροί της Ηγουμενίτσας και περιφερόταν στα χωριά κατά καιρούς έβρισκαν πράγματα που είχαν φύγει από το πατρικό και είχαν καταλήξει σε άλλα σπίτια. Παραδείγματος χάριν, σε σπίτια Θεσπρωτών, δεν μιλάω Ηγουμενίτσας ή ευρύτερης περιοχής, μιλάω αφηρημένα, Θεσπρωτών βρισκόταν κομμάτια από τα χαλιά, που επειδή τα δωμάτια στο πατρικό ήταν πολύ μεγάλα και τα χαλιά ήταν πολύ μεγάλα βρισκόταν χαλιά κομμένα στα τέσσερα, στα δύο, στα πέντε σε σπίτια Θεσπρωτών, που σημαίνει το πλιάτσικο μπορεί να έγινε από τους Τσάμηδες το πολύ μεγάλο, αλλά δεν ξέρω για κάποιο λόγο κάποια κομμάτια βρέθηκαν και σε άλλα σπίτια. Αυτό σε παρένθεση. Γυρίζω τώρα στις κουρτίνες της γιαγιάς. Η γιαγιά από πληροφορία των ανιψιών της γιατρών άκουσε ότι οι συγκεκριμένες κουρτίνες βρέθηκαν σε σπίτι Θεσπρωτών. Και επειδή ήθελε να ξαναπάρει τις κουρτίνες που τις είχε χαρίσει ο άντρας της ξεκίνησε να τις ψάξει.  Η ιδιοκτήτρια της είπε: «Βεβαίως θα σου τις δώσω πίσω, αλλά επειδή εγώ τις αγόρασα, -μπορεί να είναι αλήθεια δεν λέω απλά το αναφέρω ως γεγονός- εγώ όμως δεν τις έκλεψα. Τις αγόρασα από Τσάμηδες και τις πλήρωσα, τις πλήρωσα. Δεν είναι κάτι που το έκλεψα». Και η γιαγιά μου ξανά αγόρασε τις πράσινες βελούδινες κουρτίνες, οι οποίες ευτυχώς υπάρχουν ακόμη στο πατρικό. Αυτά είναι κάτι που στη διάρκεια των χρόνων έχουν την συγκεκριμένη απόσταση. Για τους Τσάμηδες φυσικά κάναν πολύ μεγάλο κακό στην ιστορία του τόπου, δεν το συζητάμε, αλλά κάπου υπάρχει και μια χρυσή τομή που δεν ξέρω αν θέλετε να αναφερθούμε σε αυτά. Αυτά δεν αφορούν βέβαια την οικογένεια παρά μόνο σε συγκεκριμένο πλαίσιο αυτό που σας είπα τώρα για τις κουρτίνες ή από ακούσματα που έχω ή πράγματα που συνέβησαν πολύ αργότερα στην δεκαετία του '90 όταν άνοιξαν τα σύνορα.  Εγώ αυτό που έχω ως άκουσμα για αυτό που λέμε Τσάμηδες, είναι ότι οι Τσάμηδες της Ηγουμενίτσας, δεν ξέρω στα χωριά και στα γύρω χωριά, είχαν πολύ καλή σχέση με τους ντόπιους. Τσάμηδες αναφέρω τους ντόπιους μουσουλμάνους, αυτούς αναφέρουμε πια ως Τσάμηδες έτσι; Οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι λοιπόν της Ηγουμενίτσας, δεν μιλάω για τα υπόλοιπα χωριά, οι ντόπιοι Μουσουλμάνοι της Ηγουμενίτσας είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους ντόπιους Χριστιανούς. Η οικογένειά μου λοιπόν είχε πάρα πολύ καλή σχέση με τους ντόπιους Τσάμηδες, αν όχι με όλους με αρκετούς, όπως ο παππούς ο Χρήστος που είναι αυτός που εκτελέστηκε από τους Ιταλούς είχε πολύ καλό φίλο, αυτά τα έχω από ακούσματα, τον ντόπιο Τσάμη, τον Μπίτο Ντούλε. Με τον οποίον υπήρχαν και φοβερές ιστορίες για γέλια, επειδή η οικογένειά μου ήταν τη δεκαετία του '30 μιλάμε τώρα πάλι, γιατί οι Τσάμηδες μετά το '40 η συμβίωση χάθηκε Στη δεκαετία του '30 η δική μου οικογένεια ήταν βενιζελική και η συγκεκριμένη οικογένεια του Τσάμη Μπίτο Ντούλε ήταν βασιλική. Οπότε η μόνη διαφορά που είχαν οι δύο οικογένειες, αλλά πάλι σε επίπεδο αστεϊσμού και τίποτε άλλο ήταν ότι όταν κέρδιζαν οι βενιζελικοί, ο παππούς έβαζε με το γραμμόφωνο και έπαιζαν υπέρ του Βενιζέλου για να τσαντίσει τον γείτονά του και αντίστοιχα ο Τσάμης Μπίτο Ντούλε έκανε το ίδιο όταν έχαναν οι βενιζελικοί. Αλλά πάλι αυτό σε επίπεδο φιλικής κόντρας, φιλικής σύγκρουσης που μετά κατέληγαν να πίνουν τα κρασάκια τους μαζί. Δεν ξέρω αν οι Τσάμηδες έπιναν κρασιά, τέλος πάντων, ό,τι έπιναν στις αυλές των σπιτιών. Είχαν πάρα πολύ καλή συμβίωση. Αυτό το θυμάμαι ως πριν από τον πόλεμο. Αυτό που θυμάμαι για μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι αυτοί φύγαν καλώς ή κακώς μαζί με τους καλούς έφυγαν μαζί με τους κακούς –με τους κακούς εννοώ αυτοί που μπλέχτηκαν ως συνεργάτες των Γερμανών σε όλα αυτά τα εγκλήματα που έγινα στη διάρκεια της κατοχής. Γιατί πραγματικά οι περισσότεροι συμμετείχαν στην Γερμανική κατοχή με αρκετά εγκλήματα στην Θεσπρωτία, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Μαζί με αυτούς, δυστυχώς, έφυγαν και φίλοι και Τσάμηδες που προφανώς δεν είχαν την διάθεση να είναι τόσο εχθρικοί με τους Θεσπρωτούς Χριστιανούς. Υπήρχαν... αυτή η συμβίωση την θυμάμαι εκδηλώθηκε, δηλαδή την είδα χειροπιαστή πολύ μετά, ως βίωμα πια στη δεκαετία του '90 όταν άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία. Γιατί μέχρι τότε η Αλβανία και αυτό που λέμε σήμερα το κομμάτι της Βορείου Ηπείρου που είχαν μείνει αρκετοί φίλοι της οικογένειας και αρκετοί συγγενείς που κλείστηκαν και δεν είχαμε καμία επαφή μαζί τους για μένα ήταν το σκοτεινό κομμάτι που πέρα από τα σύνορα του Γράμμου, γιατί δύο καλοκαίρια έχω περάσει στον Γράμμο, στα χωριά δηλαδή του Γράμμου. Ήξερα ότι από κει και πέρα υπήρχε ένα κομμάτι ελληνισμού, υπήρχε ένα κομμάτι της οικογένειάς μου που ζούσε πέρα από αυτό το κομμάτι. Για μένα δηλαδή αυτό το σύνορο ήταν καθοριστικό, ήταν βιωματικό, το ζούσα. Πηγαίναμε στη βουνοκορφή και οι μεγαλύτεροι έδειχναν ότι από εκεί και πέρα είναι τα παιδιά της Νταντατσίνας. Ήταν συγγενείς του.  Και υπήρχε τότε το διαχωριστικό αόρατο κομμάτι που εγώ δεν μπορούσα να το περάσω και κανένας μας δεν μπορούσε να το περάσει, και ότι από εκεί δεν ξέραμε καν τι γινόταν. Αυτό είναι κάτι που το ζούσα όχι στη Θεσπρωτία, αλλά όταν είχα πάει δυο χρονιές στα βουνά στο Γράμμο, στα χωριά του Γράμμου που συνόρευαν ακριβώς με την Αλβανία. Την Αλβανία, τα σύνορα δηλαδή και τα φυλάκια τα έβλεπες από πολύ κοντινή απόσταση. Όταν ανοίξανε λοιπόν τα σύνορα στη δεκαετία του '90, αρχές του '90, ένας θείος μου από τους πολλούς που έχω και είχα –και δυστυχώς αυτή η γενιά έχει όλη χαθεί– ζούσε στην Αθήνα με την γυναίκα του που ήταν δύο άνθρωποι στη δεκαετία, στις αρχές του '90, πλησίαζαν τα... ήταν γύρω στα 85 εκεί, 85-86. Οπότε ήταν δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι που ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. [01:20:00]Κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα, το κουδούνι, η θεία μου που ήταν 85 χρονών πηγαίνει και βλέπει από το ματάκι μια άγνωστη φυσιογνωμία. Ρωτάει: «Ποιος είναι;» και της απαντάνε: «Είμαστε τα εγγόνια του τάδε» ένα όνομα τσάμικο. Η θεία μου επειδή δεν ήτανε από την περιοχή της Θεσπρωτίας πανικοβλήθηκε, γιατί δεν ήξερε καν ποιος ήταν αυτός που υποτίθεται ήταν εγγονός του τάδε. Πήγε πανικόβλητη και είπε στον άντρα της: «Έξω είναι δύο παιδιά, άγνωστα, που μου λένε ότι είναι τα εγγόνια του τάδε. Δεν ξέρω ποιος είναι». Και λέει ο παππούς μου: «Μάρθα -ο θείος μου- Μάρθα άνοιξέ τους». Και η θεία μου πανικόβλητη, δυο μεγάλοι άνθρωποι μόνοι τους σε ένα σπίτι, τότε που ακούγαμε διάφορα: «Οι Αλβανοί έρχονται κλέβουν». Θυμόσαστε όλοι αυτή την φημολογία για τους Αλβανούς, πανικόβλητη λέει: «Μα είσαι τρελός; Είναι δύο Αλβανοί έξω στην πόρτα, σου λένε ότι είναι τα εγγόνια του τάδε και θα τους ανοίξεις;». Και ο θείος ο Τάσος της είπε το εξής αμίμητο: «Μπορεί να είναι ψέματα, να έχουν μάθει ότι εγώ ήμουν φίλος με τον συγκεκριμένο, αλλά εάν στην πραγματικότητα είναι αλήθεια αυτό που σου λένε, 2% να είναι τα εγγόνια του ίδιου και δεν τους ανοίξω δεν θα με χωράει ο παράδεισος».  Και 80 τόσο χρονών γέρος άνθρωπος άνοιξε σε δύο ξένα παιδιά, νεαροί τότε, που ούτε ήξερε από πού είναι, ποιοι είναι. Το μόνο που ήξερε ότι είναι, ότι μπορεί να είναι τα εγγόνια του φίλου του που είχε να τον δει από την δεκαετία του '30. Τα παιδάκια λοιπόν αυτά, τα παιδάκια; Οι νεαροί αυτοί του είπαν ότι ο παππούς τους που έφυγε με τους Τσάμηδες τη δεκαετία του '45, του έλεγε ότι: «Αν ποτέ ανοίξουν...» είχε τόσο καλή σχέση με τον παιδικό του φίλο τον θείο μου τον Τάσο, που του έλεγε: «Αν ποτέ τα σύνορα ανοίξουν θα πας να βρεις τον φίλο μου τον Τάσο και θα τους πεις ότι είσαστε εγγόνια μου». Ούτε ο πατέρας των παιδιών είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, μόνο ο παππούς τους. Από τέτοια ακούσματα. Και αυτό που ξέρω ότι ο θείος μου πραγματικά τα δέχτηκε, τίμησε αυτή την φιλία που είχε με αυτόν τον συγκεκριμένο στην παιδική του ηλικία. Και υπόψιν ότι με αυτόν τον φίλο του βρισκόταν μόνο καλοκαίρια, γιατί η άλλη ζωή του θείου μου δεν ήταν στην Ηγουμενίτσα. Αλλά αυτή η παιδική ηλικία, τα παιδικά καλοκαίρια δύο αλλόθρησκων Θεσπρωτών ήταν κάτι που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή και το θυμόταν 60 χρόνια μετά. Που θέλω να πω με αυτό ότι η ιστορία γράφεται από την μια μεριά και από την άλλη μεριά κάπου υπάρχει... οι άνθρωποι που την βίωσαν και την βίωσαν ίσως έξω από τόσες συγκρούσεις και από τόσα πάθη που μας έχουν μεταφερθεί. Αυτό θυμάμαι.  Όπως θυμάμαι και πολύ πρόσφατα το γεγονός ότι ένα παιδάκι, πάλι εγγόνι άρα τρίτης γενιάς Τσάμης, που ήρθε στο πατρικό ως εργάτης Αλβανός. Όταν γίναμε πια έτσι επειδή δούλευε δύο-τρεις ημέρες στο σπίτι και ανοίχτηκε –ένα υπέροχο παλικαράκι–, μου είπε την ιστορία που άκουγε από την γιαγιά του που και αυτή κοριτσάκι θυμόταν τον πατέρα της στην Ηγουμενίτσα πριν από τον πόλεμο, όταν τους Τσάμηδες τους έπαιρναν για λόγους ασφαλείας, προληπτικά δηλαδή τους έπαιρναν τους απομόνωναν από την Ηγουμενίτσα. Αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που το ανοίγουμε τώρα, γιατί πριν από τον πόλεμο όταν οι Έλληνες για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το περιμένανε, όταν οι Ιταλοί μπήκαν ήδη στην Αλβανία την άνοιξη του '39 αν θυμάμαι καλά, οι Έλληνες ήταν σίγουροι ότι κάποια στιγμή από την Αλβανία θα κατέβουν και στην Ελλάδα. Και το καθεστώς Μεταξά κατάλαβε και καλά έκανε ότι οι Τσάμηδες θα συμπράξουν με τους Ιταλούς για να απελευθερώσουν αυτό που έλεγαν το Τσάμικο. Γιατί θεωρούσαν ότι μπορεί διώχνοντας τους Χριστιανούς από την Θεσπρωτία να κάνουν αυτό που θέλαν την Μεγάλη Αλβανία. Δηλαδή να φτάσουν την Αλβανία, αυτό που τους είχε υποσχεθεί ο Μουσολίνι, να φτάσουν την Αλβανία μέχρι τα σύνορα του Άραχθου. Αυτό που διεκδικούσαν δηλαδή από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.  Λοιπόν, ο Μεταξάς προληπτικά έστειλε αξιωματικούς από την Αθήνα να συλλάβουν και να απομονώσουν, να απομακρύνουν δηλαδή από την Ηγουμενίτσα, από την Θεσπρωτία όχι μόνο από την Ηγουμενίτσα, κάποιους Θεσπρωτούς. Κάποιους Θεσπρωτούς Τσάμηδες μουσουλμάνους. Και αυτό έγινε ακριβώς πριν από τον πόλεμο, υποθέτω το καλοκαίρι μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» που άρχισαν μετά να φοβούνται πάρα πολύ. Έστειλε απόσπασμα από την Αθήνα να συλλάβουν, να απομονώσουν και να απομακρύνουν σε νησιά τους Τσάμηδες της περιοχής. Ανάμεσά τους πήραν τον πατέρα της κυρίας που θα σας διηγηθώ τώρα την ιστορία και είναι αλήθεια ο παππούς ο Χρήστος –αυτό υπάρχει και σε αποσπάσματα του στρατού δηλαδή– μεσολάβησε στον ελληνικό στρατό να μην πάρουν συγκεκριμένους ανθρώπους που τους θεωρούσε ότι επειδή είχαν περιουσία στην Θεσπρωτία δεν τους θεωρούσε ότι ήταν ικανοί να κάνουν πλιάτσικο και να συμμετέχουν σε αυτό που έγινε μετά σε πλιάτσικο από τους Τσάμηδες και σε δολοφονίες, γιατί ήταν οι συνετοί του τόπου. Τους ήξερε, τους είχε... ήταν φίλοι του ο Μπίτο Ντούλε, όλοι αυτοί που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Μεσολάβησε λοιπόν για να μην φύγουν, να μη πάρουν εξορία οι Τσάμηδες, οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού να μην πάρουν τους συγκεκριμένους Τσάμηδες που τους θεωρούσε ότι δεν είναι ικανοί να συμμετέχουν στα εγκλήματα και σε λεηλασίες όπως έγινε αργότερα.  Η γιαγιά του παιδιού λοιπόν που βρέθηκε στο σπίτι μου ως εργάτης του έλεγε ότι θυμάται παιδάκι, κοριτσάκι τον πατέρα της να φεύγει και τον παππού τον Χρήστο να κλαίει γιατί του έπαιρνε τους καλούς του φίλους. Και αυτό που υπάρχει και αξίζει να το αναφέρουμε ως ιστορία για να στοιχειοθετεί και όλο αυτό που λέμε για τις καλές σχέσεις που υπήρχαν με συγκεκριμένες μουσουλμανικές οικογένειες του τόπου. Είναι και αυτό ότι στη συγκεκριμένη εποχή που μιλάμε, οι άνθρωποι που έφυγαν, που τους πήρε ο Μεταξάς, ήταν αυτοί που είχαν τους ελαιώνες στη Θεσπρωτία, είχαν το λάδι στον τόπο και δεν ήταν άνθρωποι που συμμετείχαν και πάρα πολύ σε τράπεζες και με τέτοιες δανειοληψίες. Και αυτό που το βρήκε ως στοιχείο, που το ανέφερε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» πολύ αργότερα. Ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» και νομίζω ο Μαρίνος ο οικονομολόγος είναι ότι ο παππούς ο Χρήστος εκείνη την εποχή για να μην αφήσει τους άντρες τους φίλους του που τους πήρε μαζί του ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού, για να μη τους αφήσει ξεκρέμαστους ότι τι θα γίνουν τα παιδιά, τα χρήματα που τους χρωστούσανε αυτοί που είχανε τους ελαιώνες που έπρεπε να τους δώσουν το λάδι όλα αυτά, έβγαλε και πλήρωσε, έδωσε χρήματα στους φίλους του για να δώσουν αυτοί στις οικογένειές τους για να νιώθουν ότι δεν αφήνουν τις οικογένειές τους χωρίς κάλυψη οικονομική. Αυτό για να επιβεβαιωθούν ότι κάποιες σχέσεις, όχι όλες, ήταν πάρα πολύ γερές και πάρα πολύ γνήσιες ανάμεσα σε αυτό... την κοινωνική ομάδα των μουσουλμάνων Ηγουμενιτσιωτών και των χριστιανών Θεσπρωτών. Μάλλον λέω λάθος, Ηγουμενιτσιωτών. Γιατί στα χωριά δεν ξέρω, υπήρχε ίσως άλλο αλισβερίσι με οικονομικές διεκδικήσεις. Δεν τα ξέρω αυτά. Αλλά εγώ μιλώ για αυτό που έχω ζήσει με συγκεκριμένες 3-4 οικογένειες Θεσπρωτών, μουσουλμάνων Ηγουμενιτσιωτών. Αυτά είναι ως ακούσματα από συγκεκριμένες οικογένειες, όπως η μια είναι που την θυμάμαι γιατί την ανέφεραν πολύ συχνά, ήταν του φίλου του παππού Χρήστου, του Μπίτο Ντούλε.  Αυτά είναι για αυτή την κοινωνική ομάδα που λίγα είναι τα ακούσματα και τα στίγματα από αυτή την ομάδα έχουν εξαφανιστεί γιατί σπίτια τους με την ανοικοδόμηση της Ηγουμενίτσας, από ό,τι θυμάμαι ήταν επάνω στα βουνά, όχι στα βουνά, σε ένα λοφάκο, αυτά έχουν ως ίχνη πια δεν υπάρχουν, έχουν δοθεί προφανώς όπως όλη η περιουσία των Τσάμηδων σε μη κληρούχους, σε μη άκληρους τέλος πάντων Θεσπρωτούς που και αυτά τα στίγματα τώρα είναι εξαφανισμένα, δεν ξέρω αν υπάρχει και τίποτε εκεί πάνω από αυτά τα σπίτια. Από αυτή την κοινωνική ομάδα δηλαδή το μόνο που έχω ως άκουσμα είναι η ιστορία του Μπίτο Ντούλε με τον παππού, η ιστορία της κουρτίνας που ψάξαμε και τις ξαναβρήκαμε και αυτά τα δύο γεγονότα τα πρόσφατα που μου τα έχουν διηγηθεί, που δεν είναι ούτε καν της οικογένειας ακούσματα. [01:30:00]Είναι από το παιδί που θυμόταν την γιαγιά του που του έλεγε αυτό. Και για την... ότι έκλαιγε ο παππούς ο Χρήστος φιλώντας και αγκαλιάζοντας τους φίλους που τους παίρνανε εξορία. Και μάλιστα τότε είχε μεσολαβήσει και είχε προφητεύσει αυτό που θα γινόταν, γιατί είχε πει, νομίζω ο Βαρδουλάκης ήταν αξιωματικός του στρατού, που έπαιρνε τους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας. Τους είχε πει ότι: «Παίρνετε αυτούς τους συνετούς ανθρώπους που είναι αυτοί που θα εμποδίσουν να γίνουνε τα έκτροπα και θα μας αφήσετε έρμαιο των άλλων που αυτοί είναι ικανοί να κάνουν πλιάτσικο». Αυτά είναι καταγεγραμμένα στα... τι υπάρχει στο στρατό τέλος πάντων, τα έχω δει κατά καιρούς από αποσπάσματα από μονογραφίες που έχουν γίνει για την Θεσπρωτία.

Γ.Α.:

Ξέρετε τι ήθελα να σας ρωτήσω;

Ε.Π.:

Πέστε μου.

Γ.Α.:

Επειδή κατάλαβα, από αυτά που μου είπατε και προηγουμένως, ότι εσείς τουλάχιστον προσωπικά, σαν κορίτσι που ήσασταν τότε, δεν θέλατε να δημιουργήσετε ένα αίσθημα διαφοροποίησης με τα άλλα τα παιδιά. Δηλαδή νιώθατε ότι υπάρχει... υπάρχει ένα κοινό ας πούμε αίσθημα. Εσείς καταλάβατε κάποια στιγμή να σας αντιμετωπίζουν διαφορετικά; 

Ε.Π.:

Πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι τα παιδάκια, έτσι τώρα που μπορώ να το δω, δεν είναι τα παιδιά αυτό που οι μεγάλοι αργότερα έχουν, ο πλούσιος, ο φτωχός... Για μένα ήταν φίλες μου τα παιδάκια που παίζαμε, δηλαδή πιο πολύ μπορεί να με απασχολούσε ποιος θα βγει πρώτος ας πούμε στο παιχνίδι, αυτή ήταν η αγωνία μου ή η φοβερή φίλη μου Λίλη που είχε πολύ ωραία φωνή, αν θα τραγουδήσει καλύτερα από μένα. Αυτό ήταν το άγχος μου, γιατί οι ανταγωνισμοί, πώς να σ' το... μέσα σε εισαγωγικά δεν... Οι ανταγωνισμοί μου δεν ήταν τόσο ποιος έχει πιο πολλά ποιος έχει πιο λίγα, αλλά ήταν τελείως σε παιδικά πλαίσια, δηλαδή μπορούσε να με απασχολήσει πιο πολύ αν η φίλη μου ήταν πιο ωραία από μένα και την κοιτούσε πιο πολύ το αγοράκι που μου άρεσε εμένα. Σας το λέω τώρα γελώντας, καταλάβατε. Δηλαδή ο ανταγωνισμός μπορεί να ήταν γιατί η Λίλη είναι πιο ωραία από μένα, την κοιτάζει πιο πολύ το αγοράκι που στα 12 μπορεί να με ενδιέφερε εμένα παρά αν η Λίλη είχε μεγάλο ή μικρό σπίτι. Αυτό δεν το καταλάβαινα ούτε ως παιδάκι, πρώτα πρώτα γιατί είχα μια αγωγή από το σπίτι μου που δεν θα μου επέτρεπε ποτέ που δεν έγινε με το δαχτυλάκι δηλαδή δεν θα είσαι το διαφορετικό παιδάκι. Έγινε βιωματικά, δηλαδή δεν μας είπαν ποτέ ότι είσαστε κάτι ξεχωριστό ούτε μας είπαν ποτέ ότι δεν φέρεστε ως κάτι ξεχωριστό. Καταλαβαίνετε; Φταίει στο πώς μεγαλώσαμε, χωρίς μεσολάβηση τι πρέπει τι δεν πρέπει. Πρέπει να φέρεστε έτσι για να μην ξεχωρίζετε ή ότι πρέπει να φέρεστε έτσι για να ξεχωρίζεστε. Ήταν στην πορεία των σχέσεων, δεν κατάλαβα, όχι. Από το πολύ στενό μου φιλικό περιβάλλον σας το λέω ειλικρινά δεν κατάλαβα ποτέ ότι τα παιδάκια με ξεχωρίζουν ή με αντιμετωπίζουν σαν κάτι διαφορετικό, ως κάτι διαφορετικό ούτε εγώ ποτέ αντιμετώπισα τα άλλα παιδάκια ως κάτι ξεχωριστό.  Δηλαδή πιο πολύ με απασχολούσε γιατί η φίλη μου η Ρίτα ήταν πολύ καλύτερη από μένα στα μαθηματικά, δηλαδή αυτό μπορεί να με μπλόκαρε περισσότερο παρά το ότι το σπίτι της φίλης μου ήταν πιο φτωχικό. Ήταν άλλου είδους τα πράγματα που μας απασχολούσαν ως παιδάκια. Όχι, δεν κατάλαβα ποτέ! Αντίθετα, τώρα έτσι γελώντας κιόλας, αυτό που θυμάμαι είναι κακίες γιατί δεν μπορεί να το λες αυτό σε ένα παιδάκι μικρό. Είναι από πιο μεγάλους που ήταν και έξω από το φιλικό μου κοινωνικό μου περιβάλλον. Ήταν από το φιλικό μου περιβάλλον έξω, από το κοινωνικό προφανώς όχι, γιατί για να έχω ένα συγχρωτισμό μάλλον δεν ήταν και έξω από το κοινωνικό μου περιβάλλον. Που πράγματα που δεν θα τολμούσαν ποτέ να τα πούνε στους μεγαλύτερους από μένα, μπορούσαν να μου τα πετάξουν. Ναι αυτό, θυμάμαι δύο φορές, ναι. Θυμάμαι δύο φορές, που την μια φορά και επειδή εγώ τότε ακόμα δεν ήξερα, δεν μου ήταν τόσο ξεκάθαρο το πώς χτίστηκε το σπίτι, πώς κατεβήκαμε από την Βόρειο Ήπειρο, πώς η οικογένειά μου σύμφωνα με τον... Αυτό πρέπει να το πω. Το έχω βρει πολύ αργότερα με τις σπουδές μου, γιατί οι σπουδές μου ήταν καθαρά κοινωνιολογικού περιεχομένου, έχω κάνει διδακτορικό στη Σορβόννη, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες.  Λοιπόν, σε βιβλίο εκδόσεων Harvard έχω βρει για το, μάλιστα δεν το έχω βρει εγώ άμεσα, το έχει βρει γνωστός μου που έκανε εκείνο τον καιρό το διδακτορικό του για την αγροτική κοινωνία της Ελλάδας και συγκεκριμένα του Ηπειρωτικού χώρου. Βρήκε σε αγγλόφωνο βιβλίο εκδόσεων Harvard, έναν εθνολόγο Αμερικανό, τον Ίρβιν Σάντερς που ανέφερε ότι το τσελιγκάτο των Πιτουλάιων, τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ήταν το μεγαλύτερο τσελιγκάτο των Βαλκανίων. Αυτό σε παρένθεση. Εγώ αυτά δεν μπορούσα τότε να τα καταλάβω, να τα συλλάβω, να τα επεξεργαστώ ως παιδάκι, για να έχω και τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες για να ξέρω να απαντώ σε συγκεκριμένα πράγματα. Λοιπόν, οι παππούδες είχαν ζήσει σε έναν τέτοιο χώρο, γιατί ο ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου, μην ξεχνάμε, ήταν ένας ελληνισμός που ευημερούσε εκείνο τον καιρό. Είχαν το εμπόριο τα μαλλιά τους τα έστελναν στην Τεργέστη. Υπήρχε μεγάλη οικογένεια, δεν ξέρω αν θα αναφερθεί ποτέ στις δουλειές που κάνατε αν κάποιος την αναφέρει την οικογένεια Ρίγγα που ήταν πολύ πιο αστικοποιημένη οικογένεια από την οικογένεια Πιτουλαίων και πολύ πιο νωρίς. Την έχετε ακούσει την οικογένεια Ρίγγα; Παραμυθιώτη οικογένεια. Η οικογένεια Ρίγγα ήταν η μεγαλύτερη οικογένεια του θεσπρωτικού χώρου, που αστικοποιήθηκε πολύ πιο νωρίς από την οικογένεια Πιτούλη και η οποία είχε εμπορικό οίκο στην Τεργέστη. Οπότε όλα τα προϊόντα του ενιαίου ηπειρωτικού χώρου, γιατί στην οθωμανική αυτοκρατορία ο ηπειρωτικός χώρος ήταν ενιαίος, μετά έγινε ο χωρισμός νότιος Ήπειρος και βόρειος Ήπειρος. Λοιπόν, σε αυτόν τον ενιαίο ηπειρωτικό χώρο που ζούσαν οι δικοί μου, τα σπίτια των Βορειοηπειρωτών, Ζωσιμά, Ζάππα, όλα αυτά ήταν μέγαρα. Λοιπόν, αυτός ο χώρος είχε άμεση σχέση και με την Δύση. Δηλαδή η οικογένεια Πιτούλη στην αρχή του 20ού αιώνα ή στο τέλος του 19ου, τα προϊόντα τα έστελνε Τεργέστη μέσω Αυλώνας. Είχαν άμεση επαφή με την Δύση. Δηλαδή δεν ήταν ξαφνικά, κατέβηκαν ένα πρωί και είπαν... παρόλο που ζούσαν νομαδική ζωή γιατί δεν επιτρεπόταν να έχουν μεγάλες εκτάσεις στον αλβανικό... επί οθωμανική αυτοκρατορίας, γι' αυτό ήταν νομάδες. Έπρεπε να μετακινούνται και να νοικιάζουν μεγάλα κτήματα. Είχαν άμεση επαφή με τέτοιο πολιτισμό, με μεγάλα σπίτια, η Μοσχόπολη, η οποία θεωρείται πηγή της καταγωγής τους ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις των Βαλκανίων που δυστυχώς καταστράφηκε τρεις φορές στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τελευταία που την έκαψαν τελείως οι Αλβανοί το 1916.  Είχαν άμεση επαφή με τέτοιο χώρο και με τέτοια βιώματα. Η οικογένεια Ρίγγα λοιπόν, η οποία είναι η παραμυθιώτικη μεγαλύτερη οικογένεια του θεσπρωτικού χώρου, είχε εκδοτικό οίκο στην Τεργέστη. Και ερχόταν στη Θεσπρωτία μάζευαν τα περισσότερα προϊόντα, μαλλί, τομάρια από το πλαίσιο και τα διοχέτευαν στη Δύση, δηλαδή υπήρχε αυτή η σχέση Ηπείρου-Δύσης. Άρα, αυτό το γεγονός ότι η οικογένεια έχτισε ξαφνικά, ξαφνικά; Έχτισε αυτό το σπίτι, είχε προϊστορία πίσω, δεν ήταν ξαφνικά πήγαν σε ένα μικρό ψαροχώρι και είπαν: «Α, εδώ θα χτίσουμε ένα μεγάλο σπίτι» έτσι από το πουθενά. Είχαν τέτοια βιώματα από την επαφή τους με τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Σας λέω, φίλος της οικογένειας ήταν ο Γιωργάκης Ζωγράφος, μεγάλος ευεργέτης του ελληνισμού. Ξαναγυρίζω λοιπόν στο ότι κάποιοι από το κοινωνικό περίγυρο μη τολμώντας να μιλήσουν στους μεγάλους που προφανώς ήξεραν πιο καλά την ιστορία από ότι ένα παιδάκι 10-12-13 χρονών. Έχω ακούσει δύο φορές και αυτό με είχε προβληματίσει, γιατί δεν ήξερα ακόμη την ιστορία της οικογένειας και πολύ συγκεκριμένα δεν ήξερα και την ιστορία του τόπου τόσο αναλυτικά. Οι σπουδές μου είναι αυτές που με έφεραν πιο κοντά, στο να μπορώ να αναλύω και αυτό που λέμε κοινωνικές ομάδες και να ξεκαθαρίζω τι γινόταν τότε σε μια πολύ μικρή κοινωνία με τις πολυπολιτισμικές συνθήκες που έζησαν οι άνθρωποι εκείνον τον καιρό.  Δύο κακίες που είχα ακούσει και που προφανώς ως παιδάκι δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ ήταν, ότι το σπίτι μας δεν το χτίσαμε εμείς αλλά το πήραμε από τους Τσάμηδες, που ήταν ένα κενό στο μικρό μυαλουδάκι και όταν το είπα στον μπαμπά μου πιο μεγάλη, δηλαδή όχι αμέσως, δεν το είπα αμέσως, το είπα ίσως μετά από κάποιο διάστημα, ο πατέρας μου γέλασε και μου είπε: «Το σπίτι χτίστηκε στο '20, οι Τσάμηδες φύγανε το '45 και εμείς μεγαλώσαμε σε αυτό το σπίτι από τη δεκαετία του '20» κάτι δηλαδή που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να ισχύει. Και την άλλη κακία που μου την είπαν και αρκετά μεγαλύτερη, ευτυχώς τότε είχα ήδη πιο συγκροτημένο μυαλό, μου είπαν ότι το σπίτι αυτό το έκτισαν οι Ρουμάνοι, ακούστε παραλογισμό, για να το κάνουν ρουμάνικη πρεσβεία και ρουμάνικο σχολείο. [01:40:00]Και το μυαλό μου ήταν, η απάντηση ήταν πώς οι Ρουμάνοι πήγαν να χτίσουν στη δεκαετία του '20 ένα τέτοιο πράγμα ως πρεσβεία, για ποιο λόγο, όταν το αντίστοιχο ρουμάνικο σχολείο... προξενείο που εγώ το θυμάμαι. Λοιπόν, το ρουμάνικο προξενείο στα Γιάννενα επειδή σας είπα ότι κάθε καλοκαίρι πήγαινα στους παππούδες, το θυμάμαι και ήταν ένα πολύ πολύ ασήμαντο σπιτάκι. Και αναρωτιόμουν γιατί οι Ρουμάνοι θα ερχόταν να κάνουν, αυτό το πράγμα ως ρουμάνικη πρεσβεία κιόλας σε ένα ψαροχώρι, γιατί στη δεκαετία του '20 η Θεσπρωτία δεν επικοινωνούσε καν ούτε με Γιάννενα. Η Ηγουμενίτσα δεν είχε δρόμο με τα Γιάννενα. Στα Γιάννενα πηγαίναμε αν θυμάμαι καλά μέσω Πρεβέζης. Καλά στην Αθήνα ούτε κατά διάνοια. Κατέβαιναν, πήγαιναν με πλοίο στην Κέρκυρα και από την Κέρκυρα έπαιρναν το πλοίο που πήγαινε στον Πειραιά. Δηλαδή να έρθουν να κάνουν, αυτό ήταν δηλαδή μια απίστευτη κακία, που μόνο κακία μπορώ να πω ότι ήταν και επιπλέον ρουμάνικο σχολείο ούτε στα Γιάννενα δεν είχαν, που είχαν μια πολύ ευρύτερη περιφέρεια με Βλάχους, γιατί οι βλάχοι στη Θεσπρωτία ειδικά τη συγκεκριμένη εποχή, καλά που ήταν όλοι με ελληνική συνείδηση. Απόδειξη ότι πολέμησαν καθαρά στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον ελληνικό στρατό. Υπήρχαν πολύ λίγες οικογένειες, η μεγαλύτερη οικογένεια από εμάς δηλαδή και με μεγάλο πληθυσμό, με πολλά άτομα εννοώ πολυπληθής οικογένεια και αστικοποιημένη πολύ πριν από τους Πιτουλαίους, ήταν η οικογένεια Μπέζα. Δεν ξέρω αν έρχεται σε επαφή με ανθρώπους από την οικογένεια Μπέζα.

Γ.Α.:

Όχι, όχι.

Ε.Π.:

Που αξίζει, γιατί και αυτοί είχαν αντίστοιχα αστικά σπίτια που δεν ξέρω κι αυτά νομίζω έχουν καταστραφεί πια. Δεν ξέρω αν μένουν τα παλιά Μπεζέικα, τα έχω προλάβει εγώ που ήταν πολύ ωραία κτίσματα. Η οικογένεια Μπέζα ήταν πριν από εμάς εγκατεστημένοι στην Θεσπρωτία και μάλιστα επειδή είχαν πολύ καλές φιλικές σχέσεις η οικογένεια Μπέζα πληροφόρησε τους παππούδες ότι στη Θεσπρωτία πωλείται η πολύ μεγάλη έκταση που έκαναν το σπίτι από τον Χαμίτ Μπέη, ο οποίος ήταν Μπέης, που από τη δεκαετία του 1912 και μετά ήταν κανονικός πολίτης ενός ελεύθερου κράτους, μπορούσε να κάνει αγοραπωλησίες να κάνει τα πάντα. Η οικογένεια Μπέζα λοιπόν ήταν πιο αστικοποιημένη από εμάς και αρκετά μεγάλη οικογένεια με πολύ καθαρό ελληνικό πρόσημο, οπότε δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα γινόταν ένα ρουμάνικο σχολείο σε μια μικρή... σε ένα ψαροχώρι. Οπότε καταλαβαίνω στη διάρκεια του χρόνου ότι αυτό μόνο κακόβουλα μπορούσε κάποιος να το πει, αν συμφωνείτε και εσείς. Αυτό θυμάμαι μόνο ως κάτι αρνητικό σε σχέση με την οικογένεια. Κατά τα άλλα η οικογένεια ζούσε κανονικά με τους ανθρώπους όπως ζούσαν όλοι. Συμμετείχαν στα κοινωνικά δρώμενα της πόλης, δεν είχαμε, δεν καταλαβαίναμε. Οι φίλοι του πατέρα μου ήταν πολύ απλοί άνθρωποι, δεν καταλαβαίναμε πραγματικά σας το λέω αυτό όσο και να φαίνεται αστείο. Αστείο όχι, αστείο δεν φαίνεται, αλλά όσο και να φαίνεται παράξενο στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι πολύ άλλα τα κριτήρια που σε κάνουν να διαφέρεις από τα άλλα παιδάκια, από το αν έχεις ένα πιο μεγάλο σπίτι ένα πιο μικρό σπίτι.  Πραγματικά δεν ξέρω, εγώ, αλλά και από τη θεία μου που ξέρω από κουβέντες τι σηματοδοτούσε αυτό το πράγμα η διαφορά. Σας λέω ειλικρινά, πολύ πιο πολύ μπορεί να με ενδιέφερε αν ήμουν καλή στα μαθηματικά, αν ήμουν καλή, αν... Άλλα ήταν τα κριτήρια, δεν ήταν το ποιος έχει πιο μεγάλο σπίτι. Ειλικρινά. Και άλλο εκείνο πάλι που ξεχώριζε λίγο την οικογένεια, αλλά αυτό χωρίς να σημαίνει ότι ήταν κάτι που δεν ξεπερνιόταν. Ήταν ότι επειδή η γενιά του πατέρα μου, αρκετοί από τους θείους μου δηλαδή είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό είχαν επαφή με... οι έρωτες τους τέλος πάντων ήταν γυναίκες ξένες. Οπότε στην εποχή του '50 ή αρχές του '60 πολλές θείες μου ήρθαν ως νύφες σε αυτό το σπίτι από το εξωτερικό. Η θεία μου η μια ήταν Νορβηγίδα, είναι η μητέρα του σημερινού αντιπεριφερειάρχη, του Θωμά Πιτούλη, είναι η θεία η Γιούριν, η οποία ήρθε στην Ηγουμενίτσα παρόλο που ήταν από Νορβηγία και όταν γνώρισε τον θείο μου σπούδαζε αγγλική φιλολογία και Σαίξπηρ στο Λονδίνο, μιλούσε άπταιστα 5-6 γλώσσες, ερωτεύτηκε τον θείο μου και ήρθε και ζούσε στο σπιτάκι, σε ένα μικρό μικρότερο σπίτι από το Πιτουλαίικο, που έχτισαν στον κήπο. Η άλλη μου η θεία ήταν, η θεία Φράνκα ήταν Ιταλίδα, η θεία Πέγγυ που ήταν Αμερικανίδα. Όλες αυτές πραγματικά έδωσαν κάτι καινούργιο στην οικογένεια, γιατί ακόμη ζούσε η πρώτη γενιά, δηλαδή η γενιά της γιαγιάς μου που ήταν καθαρά Βλάχα. Παρόλο που είχαν αστικοποιηθεί στη διάρκεια του γάμου τους, αλλά οι γονείς της ήταν νομάδες. Σας λέω η οικογένεια Χαντζάρα. Η γιαγιά, η Βλάχα, συμβίωνε με τις νύφες τις αστές, που ήταν από τα Γιάννενα, από την Κέρκυρα, από την Αθήνα και παράλληλα με τις θείες, τις αστές Ελληνίδες εννοούσα. Αστές με την έννοια ότι ήρθαν στην Ηγουμενίτσα παρόλο που ήταν από μεγάλες πόλεις, μεγαλωμένες σε πιο αστικό περιβάλλον.  Η μαμά μου στα Γιάννενα από οικογένεια εμπόρων, η άλλη θεία μου από την Αθήνα, η άλλη θεία μου από το Βόλο. Παρόλα αυτά συμβίωναν κανονικά σε μια μικρή πόλη όπως ήταν η Ηγουμενίτσα εκείνον τον καιρό και παράλληλα με αυτές τις θείες και συγγενείς ήρθαν και οι νύφες οι ξένες που συμβίωναν κανονικά χωρίς κανένα πρόβλημα. Βαφτίστηκαν με τα ίδια έθιμα της οικογένειας... Ίσως ήταν οι μεγάλοι έρωτες της εποχής, δεν ξέρω, διότι ήταν λίγο δύσκολο να φανταστώ ότι μια γυναίκα... Τώρα καταλαβαίνω τι βήμα μεγάλο έκανε η θεία η Γιούριν που από Αγγλίδα, από φοιτήτρια της Αγγλίας εκείνον τον καιρό ήρθε στην Ηγουμενίτσα που ακόμη και το νερό το βγάζαμε από το πηγάδι. Αυτά δηλαδή πραγματικά πρέπει να οφείλονται σε πολύ μεγάλους έρωτες, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αυτό ήταν πραγματικά κάτι που ξεχώριζε από την άλλη οικογένεια, αλλά πολλές φορές ναι, αυτό ήταν... Δηλαδή τώρα που θυμάμαι αυτό που είπατε αν ήταν κάτι που αισθανόμουν λίγο άσχημα. Είναι ότι η μια θεία μου κυκλοφορούσε με ποδήλατο στην πόλη, που γυναίκα με ποδήλατο στην πόλη εκείνο τον καιρό ήταν λίγο περίεργο. Είχε από πίσω της το καροτσάκι, το καλαθάκι που έβαζε τα ψώνια της, και επειδή ήταν και πολύ φιλόζωη την ακολουθούσαν τρέχοντας και 3-4 γατιά και 5-6 σκυλάκια που τα είχε στην αυλή της. Λοιπόν αυτό ήταν το θέαμα κάποια στιγμή της πόλης, γιατί περνούσε η θεία μου με το ποδηλατάκι και όλο αυτό το συρφετό που σας λέω από πίσω της και ακόμη και η δασκάλα έβγαινε στο παράθυρο, επειδή το σχολείο μας δεν ήταν το σημερινό σχολείο, ήταν κάτι πολύ μικρά κτίσματα που τα νοίκιαζαν εκείνον τον καιρό γιατί δεν υπήρχε ακόμα υποδομή. Πρέπει να δημιουργήθηκε εκεί μετά το... περίπου στη δεκαετία του '70, γιατί εγώ αυτά τα καινούργια κτίσματα, το καινούργιο σχολείο, το καινούργιο Γυμνάσιο εγώ αυτά δεν τα έχω προλάβει. Έβγαιναν λοιπόν στο παράθυρο και έλεγαν: «Α, περνάει η Ιταλίδα. Περνάει...». Αυτό πραγματικά ένιωθα: «Αχ, μήπως είναι κάτι που πρέπει να ντρέπομαι, γιατί είναι κάτι που γίνεται θέαμα;». Αυτό ήταν το μόνο έτσι που θυμάμαι ως κάτι που με ξεχώριζε αν θέλετε να το πω έτσι από τα άλλα παιδάκια. Κάτι τέτοιες σκηνές, ότι η θεία μου η Ιταλίδα κυκλοφορούσε με ποδήλατο που τότε η γυναίκα με ποδήλατο ήταν κάτι τελείως άγνωστο. Και συγχρόνως είχε το καλαθάκι για τα ψώνια και 5-6 σκυλάκια, γατάκια και ό,τι την ακολουθούσε από πίσω. Αυτά είναι έτσι μνήμες –που με πάτε πολύ πολύ πίσω τώρα– που μπορεί κάποια στιγμή να αισθάνθηκα όχι άσχημα, λίγο αμήχανα και τα παιδιά, οι φίλες μου οι συμμαθητές μου βγαίνανε για να χαζέψουν τη θεία μου. Και μπορεί να γελάσουν κιόλας με όλη αυτή την κουστωδία από πίσω. Αυτό. Άλλα χαρακτηριστικά δεν θυμάμαι έτσι να με έχουν πραγματικά χαρακτηρίσει, να νιώθω δηλαδή ότι κάτι ξεχωριστό είμαι.  Ακόμη και τις ξένες γλώσσες και αυτό που το κάναμε στο σχολείο. Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή για τις ξένες γλώσσες ερχόταν μια κυρία, πολύ νωρίς όμως αυτό, από την Κέρκυρα μια φορά κάθε εβδομάδα, δεν θυμάμαι. Τα πιο μεγάλα παιδιά από εμένα που έκαναν ξένες γλώσσες, γιατί δεν υπήρχαν τότε ξένες γλώσσες στην Ηγουμενίτσα. Αυτό το θυμάμαι, την Μαντάμ που ερχόταν από την Κέρκυρα και μέχρι που έγινε ένα πρότυπο, δεν ήταν ακριβώς ινστιτούτο, ήταν σε ιδιωτικό χώρο μια κυρία που και αυτή πρέπει να την αναφέρω, γιατί ήταν έτσι από τα πιο γλυκά πρόσωπα που θυμάμαι από την ηλικία αυτή. Η Μαντάμ Ελευθερία. Η Μαντάμ Ελευθερία ήταν από τους Θεσπρωτούς της Αιγύπτου. [01:50:00]Πρέπει να ήρθε στη δεκαετία του, αρχές του '50 με τον Νάσερ που έδιωξε τους Έλληνες και εγκαταστάθηκε στην Ηγουμενίτσα και ήταν μόνη μου που ήξερε ξένες γλώσσες σε επίπεδο να τις διδάσκει και σε παιδάκια. Και ήταν η Μαντάμ Ελευθερία που κατά κάποιο τρόπο μας έκανε να φύγουμε από αυτό το πολύ προσωπικό που ερχόταν μόνο σε εμάς από την Κέρκυρα να μας κάνει μαθήματα μία Μαντάμ, ή μουσική. Και που ξαφνικά προς μεγάλη μας ευχαρίστηση το μάθημα των αγγλικών ή των γαλλικών δεν γινόταν πια σε ιδιωτικό χώρο στο σπίτι μας, αλλά γινόταν με παρέα τις φίλες μας που βρισκόμασταν τρεις φορές την εβδομάδα, εκτός από το σχολείο και στο σπίτι της Μαντάμ Ελευθερίας που ήταν πραγματικά κάτι πολύ, πολύ ευχάριστο για εμάς αυτό το... Η Μαντάμ Ελευθερία μας μάθαινε γαλλικό εθνικό ύμνο, τα πρώτα αγγλικά, τα πρώτα γαλλικά. Υπέροχη, υπέροχη κυρία. Νομίζω δυστυχώς έχει χαθεί, έχει χαθεί ναι. Αυτά. Δεν νομίζω να μας ξεχώριζε τίποτα άλλο. Όχι. Δεν μας ξεχώριζε κάτι άλλο. Τώρα οι άλλοι πώς μας έβλεπαν, τουλάχιστον οι άμεσα άνθρωποι που ερχόμασταν, οι άμεσα συγχρωτιζόμενοι κατά κάποιο τρόπο, οι φίλοι, παιδικοί μας φίλοι, φίλοι των γονιών προφανώς είχαν την άνεση της φιλίας και της οικειότητας που αυτό νομίζω ότι εξουδετερώνει οτιδήποτε μπορεί να κάνει τη διαφορά. Τώρα, οι πιο έξω που δεν είχανε συγχρωτισμό με εμάς, τα παιδάκια εννοώ, και με την οικογένεια αυτό οι άλλοι μπορούν να το πουν. Όχι, εγώ δεν έχω αισθανθεί ποτέ μου ότι είμαστε σε κάτι διαφορετικό, γιατί ήταν όλη η υπόλοιπη κοινωνική μας ζωή σε πλήρη συγχρωτισμό με τις κοινωνικές... με την κοινότητα της Ηγουμενίτσας και την κοινωνία της Ηγουμενίτσας. Πηγαίναμε στα ίδια σχολεία, κάθε Σάββατο πηγαίναμε στον ίδιο κινηματογράφο που ήταν ο μοναδικός του χώρου, δύο ζαχαροπλαστεία ήταν όλα κι όλα που τρώγαμε εκεί το Σαββατοκύριακο την πάστα μας, που ήταν πάντα τα ίδια παιδιά, το ίδιο περιβάλλον. Όλα αυτά σου εξουδετερώνουν την οποιαδήποτε απόσταση μπορεί να δημιουργήσει το γεγονός ότι έχεις ένα πιο μεγάλο σπίτι. Αν μιλάμε μόνο για το σπίτι. Εντάξει, τα άλλα βιώματα ήταν τελείως προσωπικά που εγώ είχα τη δυνατότητα να έχω ζήσει λίγο στο εξωτερικό, να κάνω κάποια ταξίδια στο εξωτερικό, να έρχομαι συχνά στην Αθήνα να βλέπω ένα καλό θέατρο, γιατί ήταν οι θείοι μου στην Αθήνα.  Αυτό. Αυτό όμως τα άλλα παιδιά είχαν αντίστοιχα, διαφορετικά βιώματα που κι αυτά τα ζούσανε με την ίδια ανεμελιά των παιδικών τους χρόνων. Δεν ήταν όμως κάτι που σε ξεχώριζε. Δηλαδή εγώ, αυτό που σας είπα προηγουμένως, στα 8 μου και στα 9 μου πιο πολύ ζήλευα την φίλη μου την Ειρήνη που έλεγε: «Θέλω να πάω στο χωριό γιατί θέλω να ταΐσω τη γίδα μου τη Ζήνα» που έβλεπα ότι: «Αχ, έχει μια γίδα που τη λένε Ζήνα και είναι η κολλητή της». Αυτό το ζήλευα πιο πολύ από το να πω: «Α, ξέρετε εγώ πήγα στα Γιάννενα γιατί ο παππούς μου και η γιαγιά μου μένουν στα Γιάννενα». Είναι δηλαδή πολύ, πολύ εύθραυστα το από δω και το από κει, το τι μπορεί να κάνει τη διαφορά σε ένα παιδάκι 10 χρονών και 12. Ακόμη και στην εφηβεία σας λέω είναι τελείως διαφορετικά τα... ξεχωρίζει σε εκείνη την ηλικία. Είναι πολύ διαφορετικά. Έτσι τουλάχιστον το έχω ζήσει εγώ. Ίσως από την αγωγή, ίσως από όλο αυτό που πήρα από τους γονείς μου; Δεν ένιωσα ποτέ και ευτυχώς μου έχει μείνει και μέχρι τώρα δεν ένιωσα ποτέ ότι ένα πιο μεγάλο σπίτι, ένα πιο καλό αυτοκίνητο ή δεν ξέρω τι, πιο μεγάλους λογαριασμούς στην τράπεζα σε κάνει να είσαι κάτι ξεχωριστό. Το έχω αυτό και το ευχαριστώ ακόμη στους γονείς μου που βρίσκονται λίγο στο πέρα από δω τέλος πάντων. Και τους το χρεώνω, τους το αποδίδω έτσι, τους αποδίδω την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Πραγματικά δεν αισθάνθηκα ποτέ ούτε με άφησαν ποτέ να καταλάβω ότι το ένα μεγάλο σπίτι σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό. Κάτι διαφορετικό σηματοδοτούσε για μένα το να είσαι ένας καλός επιστήμονας, κάτι που το άκουγα πάντα από την μητέρα μου, η οποία στην εποχή της φυσικά δεν ήταν από τις γυναίκες που είχε την ευκολία να πάει πανεπιστήμιο και να εργαστεί. Την ευκολία την είχε, τέλος πάντων, την δυνατότητα... ίσως το ψάξιμο δεν είχε να πάει σε ένα καλύτερο, σε ένα πανεπιστήμιο. Τελείωσε την Εμπορική Σχολή Ιωαννίνων, αλλά δεν πήγε σε πανεπιστήμιο. Θα μπορούσε να το είχε κάνει, γιατί και από την οικογένειά της μπορούσε να το κάνει, τέλος πάντων η μητέρα μου το θεωρούσε αυτό ως μείον στη ζωή μιας γυναίκας, το ότι δεν εργάζεται.  Και το μόνο της μέλημα δεν ήταν: «Α, τι διαφορετικά παιδιά που είσαστε». Ήταν ότι: «Θα πρέπει να κάνετε κάτι στη ζωή σας, για να είσαστε ανεξάρτητες». Το έλεγε περισσότερο σε μένα και στην αδερφή μου που ήμασταν κορίτσια, παρά στον αδερφό μου που ήξερε ότι έτσι κι αλλιώς ως άντρας θα έπρεπε να κάνει κάτι. Το θεωρούσε πιο δεδομένο. Ενώ για την γυναίκα της εποχής μου δεν ήταν δεδομένο ένα κορίτσι από μια καλή οικογένεια, ότι θα έπρεπε και να έχει και ένα επάγγελμα και να κάνει κάτι ανεξάρτητο. Δηλαδή πιο πολύ με σηματοδοτούσε σε αυτή την ηλικία των 14-15 χρονών πώς θα επιτύχω το στόχο που ήθελε η μητέρα μου, να μπω οπωσδήποτε σε ένα πανεπιστήμιο, σας το λέω αυτό με όλη μου την ειλικρίνεια, παρά αν θα έχω αύριο μεθαύριο το αντίστοιχο σπίτι. Πιο πολύ σαν μέτρο σύγκρισης είχα το φοβερό μυαλό της Ρίτας της φίλης μου που ήξερα ότι θα μπει πρώτη στο Πολυτεχνείο γιατί είχε ένα απίστευτο μυαλό, τη συγχωρεμένη φίλη μου Γκόλφω που πρέπει κι αυτή να την αναφέρω. Η Ρίτα ευτυχώς ζει, και πραγματικά είναι από τις πρώτες που μπήκε στο Πολυτεχνείο, όπως το φανταζόμασταν όλοι στην εφηβική ζωή μας ότι θα ήταν το φοβερό μυαλό. Όπως αντίστοιχα δεν θαύμαζα για κάτι άλλο άλλους ανθρώπους, θαύμαζα το μυαλό της φίλης μου Γκόλφως που οφείλω να την αναφέρω και αυτή. Στη μνήμη της γιατί έχει χαθεί δυστυχώς πολύ νέα, που ήταν ένα από τα πιο γερά μυαλά που έχω συναντήσει τουλάχιστον μέχρι την ηλικία που μιλάμε τώρα την εφηβική μου ηλικία. Η οποία ήταν ένα φοβερό μαθηματικό μυαλό, έγινε μια πολύ καλή μαθηματικός. Δυστυχώς χάθηκε πάρα πολύ νωρίς, αφήνοντας πολύ μικρά τα παιδιά της. Και γι' αυτό θέλω να την αναφέρω, έστω και σε αυτά τα πέντε λεπτά που μου δίνεται η δυνατότητα.  Η Γκόλφω ήταν ένα φοβερό μυαλό και πιο πολύ θαύμαζα την Γκόλφω που ξεκινούσε από το χωριό της για να έρθει στην πόλη στο γυμνάσιο. Πολλές φορές με πολύ αντίξοες συνθήκες, με βροχές, με χαλάζι, χάνοντας τα λεωφορεία που περνούσαν, που σπάνια περνούσαν να το πούμε και αυτό. Και που μου είχε εξομολογηθεί κάποια στιγμή ότι ζει με 5 δραχμές την εβδομάδα, αν μπορείτε να το φανταστείτε. Δηλαδή το μόνο που μπορούσε να φάει είναι ενάμιση καρβέλι ψωμί κάθε δύο μέρες. Αυτό το κορίτσι για μένα, ως μέτρο σύγκρισης, ήταν πιο σημαντικό από το παιδί που στα Γιάννενα μπορούσε να έχει ένα αντίστοιχο σπίτι σαν το δικό μου ή και πιο μεγάλο. Καταλαβαίνετε; Το μέτρο σύγκρισης σε αυτή την ηλικία, ευτυχώς για την αγωγή που είχα, δεν ήταν το μεγάλο σπίτι. Γι' αυτό το περνούσαμε εντελώς ανώδυνα. Για μένα το μέτρο σύγκρισης ήταν η Ρίτα που ήταν αυτονόητο ότι θα έμπαινε στο Πολυτεχνείο, όπως και έγινε, και η Γκόλφω που ήταν εκτός από το φοβερό μυαλό και μια μικρή ηρωίδα του μικρόκοσμού μου. Για μένα ήταν η μικρή μου ηρωίδα η Γκόλφω και γι' αυτό την αναφέρω κιόλας. Αυτά ήταν τα μέτρα σύγκρισης της εποχής μας και δεν νομίζω να ήταν μόνο τα δικά μου μέτρα σύγκρισης. Ζούσαμε με τελείως άλλα... Δεν ξέρω πώς είναι τα σημερινά παιδιά, ειλικρινά σας το λέω. Απλώς έχουν άλλες προσλαμβάνουσες και δεν έχουν... έχουν άλλες αξίες. Δεν λέω αν είναι καλύτερες ή λιγότερες, απλώς είναι διαφορετικές. Είναι διαφορετικός ο ανταγωνισμός, διαφορετική η κοινωνία που ζούνε, διαφορετική η κοινωνία που θα βρούνε μπροστά τους ως νέα παιδιά. Οπότε ζώντας ως έφηβοι σήμερα πρέπει να ήμουν πιο διαφορετικά τα μέτρα σύγκρισης τους. Εμείς και όχι μόνο εγώ, η μικρή μου, η τάξη μου, αυτοί που με ακολουθούσε από την τρίτη Δημοτικού μέχρι που τελείωσα, μέχρι που έφυγα 17 χρονών το μέτρο σύγκρισης και τα ιδανικά μας και οι αξίες μας ήταν διαφορετικές από το ένα μεγάλο σπίτι. Πολύ πιο μεγάλη σημασία δίναμε στη φιλία. Η φιλία για εμάς ήταν όχι μόνο για μένα ήταν για όλα τα παιδάκια και ακόμα το κρατούμε, δηλαδή βρισκόμαστε φίλοι που μπορεί να βρισκόμαστε μια φορά στα πέντε χρόνια και νιώθουμε την ίδια τρυφερότητα, την ίδια αγάπη, την ίδια συγκίνηση, που δεν με ενδιαφέρει ούτε τι έγινε ούτε τι ήταν. Είναι οι φίλοι μου οι παιδικοί. Μας συνδέουν όλα αυτά τα κοινά πράγματα. Ο σεβασμός που είχαμε στους μεγαλύτερους, καλά η κακά. Δεν ξέρω αν ήταν πάντα καλό το να μη μπορείς να αντιμιλάς. Μπορεί για άλλους σήμερα να είναι καλό το ότι μπορείς να αντιμιλήσεις. Εγώ ακόμα και αν ήξερα ότι χάνω το δίκιο μου, δεν θα αντιμιλούσα εύκολα σε έναν άνθρωπο μεγαλύτερης ηλικίας, παρόλο που ήμουν και λίγο παιδάκι που δεν ήμουν και το πολύ φρόνιμο παιδάκι. [02:00:00]Μπορούσα να αντιμιλήσω, μπορούσα να αντιμιλήσω στον δυνατό. Στον δυνατό μπορούσα να αντιμιλήσω, στον ηλικιωμένο δεν μπορούσα να αντιμιλήσω.  Μου είχε συμβεί αυτό, μικρό παιδάκι να έχω αντιμιλήσει σε στρατιωτικό Χούντας, γιατί όταν τελείωνα το Λύκειο είχε γίνει η Χούντα στην Ηγουμενίτσα και δυστυχώς τον έναν μου τον θείο τον πήραν εξορία και τον πατέρα μου που ήταν δήμαρχος απολύθηκε. Δεν ξέρω την έκφραση. Δήλωσε την παραίτησή του μάλλον, δεν απολύθηκε. Οπότε στην κόντρα αυτή, παρόλο που ήμουν ένα παιδάκι 16 χρονών είχα το τσαγανό και αντιμίλησα. Αντιμίλησα στον δυνατό, αλλά δεν αντιμίλησα στον ηλικιωμένο ή τον αδύνατο, που αυτό δεν ήταν μόνο του δικού μου, της δικής μου φύτρας ας πούμε ή του δικού μου χαρακτήρα αντιμετώπιση. Πιστεύω ότι τα περισσότερα παιδιά που είχαν ζήσει όπως είχαμε ζήσει εμείς στην Θεσπρωτία είχαν την ίδια αντιμετώπιση των πραγμάτων, τις ίδιες αξίες. Αυτό κάνοντας μια σύγκριση του τότε με το τώρα. Εμείς δεν αντιμιλούσαμε σε ανθρώπους που πιστεύαμε ότι οφείλουμε έναν σεβασμό, στον πιο μεγάλο, ακόμα και στον παπά, στον δάσκαλο που πολλές φορές δεν συμφωνώ ότι μπορεί ο άλλος να σε κάνει, να σου καταπατά τον χαρακτήρα ή την προσωπικότητα και να μην αντιμιλάς. Εμάς η αγωγή που είχαμε από το σχολείο κυρίως ήταν αυτή. Δεν λέω αν είναι καλό ή κακό, αλλά ήταν κάτι που σηματοδοτούσε όλη τη γενιά μου, οπότε οι αξίες ήταν κοινές. Τα παιδάκια, τα 50 παιδάκια που ξεκινήσαμε από την πρώτη, εγώ από την τρίτη, από την τρίτη Δημοτικού μέχρι το Γυμνάσιο που ήμασταν όχι ομοιογενής ομάδα, ήταν άλλα παιδάκια μεγαλωμένα στα χωριά με πιο δύσκολες συνθήκες, άλλα παιδιά μεγαλωμένα στην πόλη παιδιά υπαλλήλων. Παρόλο που υπήρχε αυτή η ανομοιογένεια στο αξιακό σύστημα, μπορώ να το πω ήμασταν όλοι της ίδιας κατεύθυνσης. Οπότε αυτό σου έδινε άλλο δρόμο. Δεν σε άφηνε να σκεφτείς α έχω μεγάλο σπίτι, έχω μικρό σπίτι. Πιο πολύ δίναμε σημασία σε άλλα πράγματα, όπως σας είπα στο ποιος είχε το καλύτερο μυαλό, στο ποιος θα προσπαθούσε περισσότερο να κάνει πράγματα και να ξεφύγει. Εγώ μιλούσα με τις φίλες μου που προσπαθούσαν να σπουδάσουν με πολύ κόπο και με πολύ ζόρι τα κατάφεραν, ακόμα και αν δεν ήταν οι καλύτερες μαθήτριες, γιατί μου έλεγαν ότι πρέπει να σπουδάσουμε γιατί αν δεν σπουδάσουμε το μόνο που μας περιμένει είναι να γυρίσουμε στο χωριό και ο πατέρας μας να μας παντρέψει με τον πρώτο που θα μας ζητήσει. Μπαίνουμε δηλαδή σε τελείως άλλες κοινωνίες, οπότε για μένα αυτό ήταν το σημαντικό, το ότι η φίλη μου, η κολλητή μου προσπαθούσε να κάνει κάτι άλλο για να πετύχει. Αυτό της έδινε την αξία που έπρεπε να έχει. Καταλάβατε; Όχι το αν είχε μεγάλο σπίτι... Οι αγώνες που έκανε να μη γυρίσει στο χωριό, να μη την κάνει ο πατέρας της μια αγρότισσα και το πιο σπουδαίο να παντρευτεί αυτόν που ήθελε και όχι τον πρώτο που θα την ζητούσε και που ο πατέρας της θα την έδινε για να την ξεφορτωθεί κατά κάποιο τρόπο. Να την ξεφορτωθεί; Ένα στόμα λιγότερο οι άνθρωποι εκείνον τον καιρό. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι, ήταν άλλο το αξιακό σύστημα, γι' αυτό πολλές φορές δεν μπορώ να συγκρίνω το τώρα με το τότε, γιατί ήταν τελείως διαφορετικές οι συνθήκες.  Το γεγονός ότι ένα κοριτσάκι 15 χρονών ερχόταν με 5 δραχμές στην τσέπη της για να σπουδάσει, για να φύγει, δεν είχε την ίδια αξία με αυτό που έχει σήμερα το οποιοδήποτε κοριτσάκι που έχει 15 φροντιστήρια από πίσω, που οι γονείς της της λένε: «Σπούδασε και άμα δεν σπουδάσεις μπορείς να πας και στην Βουλγαρία άντε και σε καλύτερη περίπτωση να πας και στην Αγγλία». Δεν είναι τα ίδια μέτρα. Καταλάβατε; Μπαίνουμε σε τελείως άλλη κοινωνία, σε τελείως άλλο αξιακό σύστημα, οπότε το ποιος έχει, ποιος δεν έχει για ένα παιδί με λίγο μυαλό και λίγες ευαισθησίες πήγαινε στην άκρη, σε σχέση με όλο αυτό το σύστημα το κοινωνικό, τον περίγυρο που ζούσαμε.

Γ.Α.:

Εγώ είμαι καλυμμένη με όσα μου έχετε πει, δεν ξέρω αν έχετε εσείς κάτι στο μυαλό σας που ίσως δεν το είπατε.

Ε.Π.:

Το σπίτι αυτό ήταν κανονική ζωή που ζούσε κάθε παιδάκι που έπαιρνε αγάπη από τους γύρω. Αυτό που ξεχώριζε είναι ότι η αγάπη δεν την παίρναμε μόνο από την πολύ στενή οικογένεια, την παίρναμε και από ευρύτερη οικογένεια που αυτό βέβαια είναι και πολύ καλό, γιατί τουλάχιστον στο προσωπικό επίπεδο αυτό που εγώ έζησα είναι ότι παίρνοντας τόσο αγάπη είχα μια αφέλεια να το πω, ότι ο κόσμος γύρω μου δεν είναι μόνο ο μπαμπάς μου και η μαμά μου που με αγαπούν είναι και πιο πολλοί. Άρα αφού είναι τόσο πιο πολλοί, όλη η κοινωνία κατά κάποιο τρόπο είναι καλή. Δηλαδή ένιωθα που αυτό με ακολουθεί ευτυχώς, γιατί ποτέ μου δεν είμαι κακοπροαίρετη και ποτέ μου καχύποπτη. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η μεγάλη αγκαλιά που είχα μέχρι τα 17 μου και πολύ αργότερα, απλώς μέχρι τα 17 μου ήταν το πολύ άμεσο περιβάλλον μου. Το γεγονός ότι σηκωνόμουν και πήγαινα σε κάθε θεία και σήκωνα την κατσαρόλα και μέσα είχε το πιο ωραίο φαγητό ή έπεφτα και αντί να πάω στην μαμά μου που ήταν τρομοκρατημένη με τα τραύματα, δεν ήταν και ο πιο ψύχραιμος άνθρωπος, έτρεχα στη θεια μου ή στην άλλη θεια μου να μου δέσουνε το πόδι με τον επίδεσμο. Όλο αυτό μου έδινε τη σιγουριά ότι ο κόσμος, η κοινωνία, και η ευρύτερη κοινωνία της Θεσπρωτίας, δεν είναι ότι είναι κάτι εχθρικό, κάτι επιθετικό. Όλο αυτό το πράγμα με ακολουθεί μια ζωή, μέχρι και τώρα στα 70 μου ξεκινώ και οι άνθρωποι γύρω μου, δεν μιλάω για την οικογένειά μου και για τους φίλους, η ευρύτερη κοινωνία δεν είναι αυτό που λέμε η κακιά κοινωνία. Είναι κάτι πιο... βλέπω δηλαδή πιο καλοπροαίρετα το άνοιγμα μου προς τα έξω. Αυτό είναι βέβαια πάρα πολύ καλό, διότι έχω την ευκολία να ζω με μια αγνότητα στα 70 μου, την έχω ευτυχώς ακόμη. Ξεκινώντας ότι οι άνθρωποι οι περισσότεροι μέχρι να αποδείξουν ότι είναι κακοί, ότι όλοι είναι καλοί, που αυτό μου αρέσει να το έχω ως αντιμετώπιση. Δηλαδή κερδισμένη έχω βγει από αυτό, δεν έχω βγει χαμένη. Και αλλά από την άλλη μεριά αυτό μπορεί να είναι και λίγο μείον, γιατί έχοντας όλη αυτή την αγάπη και ζώντας όλο αυτό το πράγμα από την στενή μου οικογένεια, από την ευρύτερη οικογένεια, αλλά και από όλη την κοινωνία της Ηγουμενίτσας, γιατί πιστεύω ότι όλη η κοινωνία της Ηγουμενίτσας είχε αυτό τον συγχρωτισμό, την αλληλεγγύη. Το ζω και μιλώντας τώρα με τους συμμαθητές μου που βρισκόμαστε, όλοι το εκλαμβάνουν αυτό έτσι. Ότι υπήρχε μια ομόνοια.  Μπορεί φυσικά οι μεγαλύτεροι να ζούσαν συγκρούσεις, εμείς ως παιδιά είχαμε μια αίσθηση ότι ήμασταν σε ένα γλυκό κουκούλι όλα τα παιδιά. Ακόμα και αυτά τα παιδιά σας λέω που ερχόταν με τα 5 ευρώ στην τσέπη, δεν το είχαν ζήσει ως κάτι πολύ αρνητικό. Για την ενσωμάτωσή τους εννοώ. Αρνητικό φυσικά είναι να ξέρεις ότι ζεις με ένα καρβέλι ψωμί. Αλλά στην ενσωμάτωσή τους δεν το είχαν δει ως κάτι που τους στέρησε την αγάπη, την επιδοκιμασία. Δηλαδή την φίλη μου την Γκόλφω όλοι την θαυμάζαμε και όλοι όταν ερχόταν ο επιθεωρητής τη βγάζαμε πρώτο τραπέζι για να μας ξεμπροστιάσει με τις γνώσεις της και με την εξυπνάδα της. Ήταν δηλαδή η επιδοκιμασία που δίναμε σε ένα παιδί με ένα φοβερό μυαλό. Οπότε αυτό όμως μπορεί να είναι και πολλές φορές, κάποια στιγμή μπορεί να είναι και λίγο αρνητικό γιατί έχοντας την αίσθηση ότι όλοι είναι κακοί, καλοί, πέφτεις και σε κάποιους κακούς. Κακό του κεφαλιού τους που έλεγε και η μαμά μου. Όσοι δεν είναι με ανοιχτό πνεύμα και με ανοιχτή καρδιά αυτοί τον εαυτούλη τους βλάπτουν. Οπότε έτσι κλείνω ότι όλο αυτό που έχω πάρει από αυτή την ζωή μου σε αυτή την μικρή, υπέροχη πόλη που δεν έχει καμία σχέση με την τωρινή πόλη, ούτε ως χώρος ούτε ως ζωή... Δεν ξέρω, έχει αλλάξει και μόνο το γεγονός ότι είναι λιμάνι σηματοδοτεί έναν άλλον τρόπο ζωής. Και κλείνουμε με αυτό.  Εγώ από αυτό που έχω πάρει, πρώτα πρώτα από το σπίτι αυτό το κουκούλι, από την ευρύτερη κοινωνία που πάλι νιώθαμε ένα κουκούλιασμα, μια σύμπνοια, ότι όλοι είχαμε το χώρο και το ρόλο μας να παίξουμε σε αυτή την κοινωνία. Αυτό που λέω και η μαμά μου μου έλεγε: «Βγες να πεις καλημέρα στον κυρ-Γιώργο τον γαλατά, γιατί αν δεν έρθει ο κυρ-Γιώργος δεν θα έχεις γάλα». Ήθελε να μου δώσει να καταλάβω ότι ο κυρ-Γιώργος είναι γαλατάς με ένα γαϊδουράκι, αλλά έχει το ρόλο του που πρέπει να τον σέβεσαι. Και αυτό δεν ήταν μόνο της δικής μου μαμάς, πιστεύω ότι όλοι το είχανε αυτό το πράγμα. Και αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα πολύ πολύ θετικά πράγματα που έχω πάρει από τη ζωή μου, στην οποία είμαι πολύ ευγνώμων στη ζωή μου εννοώ γιατί και μόνο που γεννήθηκα σε αυτή την υπέροχη μικρή πόλη με όλα όλα αυτά τα καλά, τα ερεθίσματα, την... την ποικιλία. Η ποικιλία αντιλήψεων, η ποικιλία βιωμάτων που μου έδωσε, με σηματοδότησε σε πολλά πράγματα στη ζωή. Ακόμη τις σπουδές που έκανα, η ανησυχία μου να μάθω αυτό το πράγμα γιατί ο άλλος έχει πιο μεγάλο σπίτι και γιατί ο άλλος έχει πιο μικρό με οδήγησαν και στις μετέπειτα σπουδές μου. [02:10:00]Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου πιστεύω ότι ξεκινάω από αυτά τα –συνειδητά ή ασυνείδητα– ξεκινάει από αυτά τα βιώματα της μικρής μου πόλης. Ναι, αυτή είναι η Ηγουμενίτσα της εποχής που έζησα εγώ. Και αυτή είναι και η οικογένειά μου που την αγαπάω. Και να είναι καλά οι άνθρωποι που έχουν φύγει, γιατί δυστυχώς οι περισσότεροι που έχουν ζήσει με αυτά τα βιώματα που σας λέω είναι η γενιά που τελευταία γενιά είναι η δική μου.  Τα άλλα παιδιά έχουν ζήσει στην Ηγουμενίτσα ή εκτός Ηγουμενίτσας που δεν έχει πολύ σχέση με αυτό που σας λέω τώρα. Ακόμα και το Πιτουλαίικο, έτσι το λέγαμε το πατρικό μας, δεν έχει πολύ σχέση με αυτό που ζήσαμε εμείς. Τώρα το Πιτουλαίικο δεν ζει παρά μόνος ένας σε όλο αυτό το σπίτι, που συνεχίζει να είναι χωρισμένο στα τέσσερα μερίδια. Κάποια μερίδια έχουν χωριστεί και στα δύο γιατί δεν μένει κανένας, οπότε τα χρησιμοποιούν μόνο για εξοχικό. Σε αυτό όλο το σπίτι των 1000 τόσο τετραγωνικών ζει μόνιμα ένας ξάδερφός μου μόνος του, τα παιδιά του είναι παντρεμένα έχουν φύγει και μόνο εγώ όταν επιστρέφω το καλοκαίρι. Κανένας άλλος. Οπότε καμία σχέση το σημερινό σπίτι με το πατρικό που ζούσαμε οικογένειες με minimum 20 παιδιά μαζί, τα παιχνίδια, οι γιαγιάδες οι παππούδες. Αλλά η ζωή έτσι πάει, έτσι εξελίσσεται και είμαι συμβιβασμένη από το γεγονός. Αλλά ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία να θυμηθώ τόσο ξεχασμένα και τόσο στο πίσω πίσω του μυαλού μου πράγματα. Να μνημονεύσω την κυρία, θα την πω κυρία παρόλο που έχει πεθάνει γιατί για μένα μια κυρά ήταν, μια η κυρά Κούλα, η κυρά Κατίνα, την Μπαμπακή, τον κυρ Γιώργο τον γαλατά, τον κυρ Νιόνιο τον ψαρά που μας έφερνε τα υπέροχα ψάρια, τους βιολιτζήδες που μας παίζανε τα βιολιά, τον κυρ-Γιώργο, τον κυρ-Κύργιο τον καλαντζή. Ένας μικρόκοσμος που πραγματικά ανήκει σε έναν άλλον κόσμο. Καλό είναι και με την δική σας συμβολή να διατηρηθεί έστω και με κάποιες μνήμες προφορικές, κάποιες καταγραφές που μπορεί να υπάρχουν για κάποιους που ψάχνουν. Δεν ξέρω σε ποιους θα απευθυνθεί αυτό που εγώ καταθέτω σήμερα, περίπου δύο ώρες, δεν ξέρω και πόση ώρα μιλάω. Είμαι λίγο πολυλογού. Ελπίζω κάποιοι άνθρωποι να ζήσουν έστω και από άκουσμα και να έχουν αυτή την προσλαμβάνουσα μιας μικρής πόλης που πραγματικά πιστεύω ότι ήταν κάτι ξεχωριστό. Ίσως στη διάρκεια των χρόνων αποδειχθεί πόσο ξεχωριστό ήταν αυτό το πράγμα, το να ζεις σε μια μικρή πόλη, δεν ξέρω άλλες πόλεις που να είχαν συμπυκνωμένα τόσες διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Συνεχίζω να τις λέω κοινωνικές ομάδες, παρόλο που δεν ήταν ομάδες για μένα ήταν η καθημερινότητά μου και οι άνθρωποι της ψυχής μου. Δεν ξέρω πόσα παιδιά έχουν βιώματα από τόσες διαφορετικές νοοτροπίες, τόσους διαφορετικούς ανθρώπους. Ναι, ευχαριστώ την μικρή μου πόλη. Ναι, ναι την ευχαριστώ ειλικρινά. Δεν ξέρω τώρα τι να θυμηθώ άλλο. Για τους Βλάχους σας είπα, για την φάρα των Πιτουλαίων που κατέβηκε από πάνω και είχε την τύχη όλου του ελληνισμού της ευρύτερης Ελλάδας, μη λέω μόνο της Βορείου Ηπείρου, να συμπυκνωθούν και να συγκατοικήσουν σε ένα μικρότερο χώρο, κουβαλώντας όλο αυτό το πράγμα της ξενιτιάς. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, η γιαγιά μου την αδερφή της δεν την έχει δει ποτέ, γιατί χάθηκε πολύ πριν ανοίξουν τα σύνορα. Η αδερφή της η μια ήταν παντρεμένη στην Κορυτσά. Είχε να την δει από τότε από το '40. Η γιαγιά μου έφυγε στην Αθήνα με τον πόλεμο, η αδερφή της κλείστηκε στη σημερινή Αλβανία και δεν ειδωθήκαν ποτέ. Αυτά ήταν τραύματα, ήταν χωρισμοί, ήταν ξεκληρίσματα. Αυτό της Μπαμπακής που κυκλοφορούσε μια φιγούρα στο δρόμο τρελή και αλλοπαρμένη χωρίς να ξέρουμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι δράμα μπορούσε να κουβαλάει αυτό το ξενιτεμένο πλάσμα. Τώρα ευχαριστώ που τα έχω ζήσει, γιατί τώρα με την ωριμότητα, με τις γνώσεις που μπορώ να κάνω την ανάλυση, καταλαβαίνω ότι ζούσα σε ένα συγκλονιστικό μικρόκοσμο.

Γ.Α.:

Εγώ είμαι καλυμμένη, ευχαριστώ πάρα πολύ.