Ο εφευρέτης του ηλεκτρικού λαούτου
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στην Αθήνα
00:00:00 - 00:11:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η ημερομηνία είναι 27 Σεπτεμβρίου το 2021, εγώ είμαι ο Γιώργος ο Γκουνέζος, ερευνητής στο Istorima, είμαστε εδώ πέρα με το Δημήτρη. Δημήτ…συνεντεύξεις, μπορεί να απομαγνητοφωνήσω καμιά συνέντευξη από τις παλιές. Μένει αυτό το υλικό, κάποια στιγμή θα ξαναπιαστώ μαζί του κάπως.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η δημιουργία του ηλεκτρικού λαούτου
00:11:25 - 00:41:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και με το ηλεκτρικό λαούτο πώς έγινε η ιστορία όλη; Πώς σου ήλθε σαν ιδέα; Πώς το δημιούργησες; Κοίτα… με το να έχω αυτή τη σχέση με τη …κάποιες παλιές μαντινάδες ή μπορεί να είναι μία παλιά μαντινάδα, την αλλάζουμε κάπως. Πιο πολύ εγώ έχω επιμεληθεί του στίχου, αλλά so far…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Η ενασχόληση με τη μουσική και τα χρόνια της πανδημίας του Covid
00:41:27 - 01:11:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να πεις μερικές από τις μαντινάδες που λέτε; Ο ξένος… «Ξένος εδώ ξένος εκεί και όπου κι αν πάω ξένος, κι αν πάω και στο σπίτι μο…ουμε και live! Μακάρι και εμείς. Τέλεια, σε ευχαριστώ πολύ. Και εγώ σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Να ‘σαι καλά, το κλείνω αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
[00:00:00]Η ημερομηνία είναι 27 Σεπτεμβρίου το 2021, εγώ είμαι ο Γιώργος ο Γκουνέζος, ερευνητής στο Istorima, είμαστε εδώ πέρα με το Δημήτρη. Δημήτρη, άμα θες πες μου και εσύ ολόκληρο το ονοματεπώνυμό σου.
Δημήτρης Σιδερής.
Για να ξεκινήσουμε να μου πεις λίγο κάποια πράγματα για σένα, δηλαδή πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες, με τι ασχολείσαι…
Στην Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα, ο πατέρας μου ήταν από την Κρήτη και η μάνα μου από τον Αλμυρό Βόλου, από το Ηράκλειο ο πατέρας μου, μεγάλωσα στην Αθήνα, έκανα σχολείο εκεί… Στα 18 μου, κατέβηκα στο Ρέθυμνο να σπουδάσω κοινωνιολογία. Σπούδασα Κοινωνιολογία εκεί. Αυτό. Με ένα μικρό διάλειμμα που ξανανέβηκα Αθήνα το 2002 που πήρα πτυχίο, ενάμιση χρόνο περίπου, μένω στην Κρήτη. Έμενα στο Ρέθυμνο και τώρα μένω στο Ηράκλειο από το ‘16.
Και με τι ασχολείσαι γενικά, και επαγγελματικά και προσωπικά;
Επαγγελματικά ασχολούμαι με την μουσική, έχω ασχοληθεί και με την Κοινωνιολογία που σπούδασα, ξεκίνησα μία έρευνα... Ένα διδακτορικό στο ΦΚΣ εδώ στο πανεπιστήμιο με θέμα την μουσική ταυτότητα στην Κρήτη, ανθρωπολογικής κατεύθυνσης… πάντρεψα κάπως και την μουσική και το ενδιαφέρον μου για την κρητική μουσική… αυτό.
Τα παιδικά σου χρόνια πώς ήταν στην Αθήνα; Δηλαδή σε ποια περιοχή μεγάλωσες και τι σχέση είχες με τη μουσική από μικρός;
Μεγάλωσα στην Κυψέλη μέχρι και το γυμνάσιο, το λύκειο το έκανα στο Χαλάνδρι... Κυψέλη δηλαδή εμένα με τη μητέρα μου -ήταν χωρισμένοι οι γονείς μου- και στο Χαλάνδρι με τον πατέρα μου στο Λύκειο πριν κατέβω στην Κρήτη… με την μουσική όλοι παίζανε και είχανε σχέση με τη μουσική και το σόι του πατέρα μου και το σόι της μάνας μου και ο πατέρας μου και η μάνα μου. Ο πατέρας μου ήταν μπουζουξής επαγγελματίας. Τουλάχιστον όσο μεγάλωνα εγώ και έπαιρνε ειδικότητα ακόμα δούλευε μπουζούκι, ήταν γιατρός. Μετά το σταμάτησε δηλαδή έπαιζε στο σπίτι, αλλά πάντοτε έπαιζε και τραγουδούσε και η μάνα μου το ίδιο και αυτή το ίδιο δηλαδή οδοντίατρος, αλλά έπαιζε κιθάρα, ακορντεόν, τραγουδούσε και σε κάποιες μπουάτ όταν ήταν μικρή και διάφορα. Και οι δύο γιαγιάδες μου γιατί παππούδες δεν γνώρισα, αλλά οι γιαγιάδες μου τραγουδούσαν και οι δύο… η γιαγιά μου στο Ηράκλειο που ήταν μικρασιατικής καταγωγής τραγουδούσε τα μικρασιάτικα. Τραγουδούσε κάποια από αυτά τα ταμπαχανιωτικα που λέμε, κάποιους αμανέδες έκανε και η άλλη μου γιαγιά από τον Βόλο, από τον Αλμυρό, ένα πιο Ευρωπαϊκό στυλ Βέμπο και τέτοια τραγούδια. Όλες μου οι θείες και οι θείοι ασχολούνται με τη μουσική δηλαδή πιάνο, κλαρίνο, τραγούδι. Πολλή μουσική γενικά στο σπίτι και ξεκίνησα την σπουδή από το δημοτικό. Δηλαδή, εκεί τετάρτη δημοτικού, τρίτη προς τετάρτη δημοτικού με ξεκίνησε η μάνα μου κλασική κιθάρα. Πήγα μέχρι το γυμνάσιο, εκεί ασχολήθηκα με την ηλεκτρική κιθάρα μετά, μου πήρε ο πατέρας μου μία ηλεκτρική κιθάρα και άφησα το ωδείο και έπαιζα κιθάρα. Μελετούσα τα blues πάρα πολύ και έπαιζα blues και είχα συγκροτήματα στο λύκειο με παιδιά από την Κυψέλη και κάναμε live. Το πρώτο μου live το έκανα τρίτη γυμνασίου, για να φανταστείς.
Πού;
Στην Κυψέλη… Υπάρχουν ακόμα τα Μαυράδικα τα λέγαμε στην Κυψέλη, επειδή είχε πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες από Σουδάν, από Αφρική, υπήρχαν μαγαζιά που πηγαίνανε οι μαύροι και χτυπιότανε εκεί μέσα. Κάποιες μέρες τις δίνανε για live για τοπικά συγκροτήματα που δεν ήτανε οι ζέστες τους μέρες ας πούμε. Όχι Παρασκευή και Σάββατο, κάπου καθημερινή, καμιά Κυριακή δίνανε… και σε ένα από αυτά, έγινε το live αυτό που έπαιξα πρώτη φορά ηλεκτρική κιθάρα και μπλουζ και metal και ροκ και hardrock και διάφορα. Πολλή μουσική στο σπίτι, πολλή δισκογραφία, πολύ βυνίλιο και πολύ μεγάλο range γενικά, πολύ μεγάλη γκάμα ακουσμάτων και από την μάνα μου και από τον πατέρα μου, δηλαδή από κλασικά, βυζαντινή μουσική, κρητικά, ροκ, hardrock, τζαζ, δωδεκαφθογγικά, Ξενάκης… Ήταν διανοούμενοι και οι δυο μου γονείς, γενικά, διάβαζαν πάρα πολύ και οι δύο. Οπότε, πήρα πολλή μουσική από μικρός. Μετά, έδωσα Πανελλήνιες. Δίναμε τότε με τις δέσμες κάπως παράτησα την μουσική τρίτη λυκείου, ειδικά, και ασχολιόμουν να περάσω στο πανεπιστήμιο. Μετά πέρασα και ήρθα στο Ρέθυμνο. Για κανένα χρόνο δεν ασχολιόμουν, στο πρώτο έτος δεν ασχολιόμουν κάπως με την μουσική, δηλαδή είχα έρθει εδώ, προσπαθούσα να εγκλιματιστώ στο Ρέθυμνο και μετά κάτι έπαθα με την δημοτική μουσική, με την ethnik τότε έβγαινε η ethnic μουσική world music… και άρχισα να μαζεύω κασέτες και cd από μουσικές του κόσμου. Παραδοσιακές... Άρχισα να μαζεύω σκανδιναβικά, κινέζικα, πάρα πολύ Τουρκία και Αραβία και μάζευα τέτοια πράγματα, ακούσματα… Ξέρεις ήτανε μία μεγάλη γέφυρα για εμάς ο Ross Daly που όλο αυτό τον κόσμο τον φανέρωνε και υπήρχε στην Κρήτη και ακούγαμε κάτι άλλο από τον Ross. Ήμουν και φαν του Αχιλλέα του Περσίδη. Ο Αχιλλέας ο Περσίδης είναι πάρα πολύ σημαντικός μουσικός. Είχε κάνει το «Νότιο Ήχο». Έχει συμβάλει πάρα πολύ στην αισθητική της ενορχήστρωσης του Ψαραντώνη... Όλο αυτό που ακούμε από τον Ψαραντώνη είναι πάρα πολύ επηρεασμένο από τον Αχιλλέα και ήταν φίλος του πατέρα μου. Και έλεγα τότε στον πατέρα μου ότι: «Θέλω να πιάσω κανένα σάζι κανένα ούτι, κανένα λαούτο κάτι τέτοιο» και πήρε τηλέφωνο τον Αχιλλέα και με έστειλε στο σπίτι του και είχε ο Αχιλλέας εκεί διάφορα όργανα και μου έδωσε το κρητικό λαούτο και έκανα ένα έτσι και έπαθα… λέω: «Αυτό θέλω», και από κει κάπως ξεκίνησα να ασχολούμαι με το λαούτο εκεί στο 2ο έτος. Άρχισα να ακούω, στο τρίτο έτος πήρα και ένα λαούτο και ξεκίνησα… μετά, τελείωναν και οι σπουδές μου και ένιωθα ότι έφτανα σε ένα σταυροδρόμι ότι τι θα κάνω θα ασχοληθώ με την κοινωνιολογία ή θα ασχοληθώ με την μουσική… ξαναπήγα στην Αθήνα μετά το πτυχίο και έδωσα κατατακτήριες, για να πάρω το πτυχίο της κιθάρας της κλασικής, ότι θυμήθηκα πάλι την κλασική κιθάρα, γιατί θα ήθελα να γίνω μουσικός τελικά. Μετά στην πορεία αυτή, επειδή έπαιζα κλασική, μελετούσα κλασική, αλλά έπαιζα και λαούτο και κάπως άρχισα να παίζω κιόλας στα γλέντια όταν κατέβηκα εδώ με κάποιους λυράρηδες στο Ρέθυμνο και με ανακάλυψε ο Σγουρός. Εγώ τον ήξερα, αλλά αυτός γνωριστήκαμε σε μία παρέα και μου έδωσε κάποια γλέντια να τον συνοδεύω. Οπότε, μπήκα σε αυτή τη διαδικασία με το λαούτο και αποφάσισα να κάνω ένα διδακτορικό που στην ουσία ήταν ένα όχημα για μένα η έρευνα να εμβαθύνω σε κάτι που δεν το είχα και σαν βίωμα τόσο, δηλαδή δεν μεγάλωσα εδώ. Είχα πολύ στενή σχέση με την Κρήτη δηλαδή πολύ περισσότερο με το Ηράκλειο απ’ ό, τι με τον Βόλο. Στον Βόλο, πολύ σπάνια πήγαινα. Σε όλες τις διακοπές και όλα τα καλοκαίρια και Πάσχα, Χριστούγεννα, Σαββατοκύριακα, αργίες και τα λοιπά και σκέψου ότι από πολύ μικρός ταξίδευα με αεροπλάνο. Με στέλνανε ασυνόδευτο στην Κρήτη. Είχα μία σχέση, αγαπούσα εδώ πέρα το τόπο, μου άρεσε πάρα πολύ η Κρήτη. Για αυτό, και όταν έδωσα Πανελλήνιες στο μηχανογραφικό έβαλα μόνο Κρήτη και κάπως ήθελα να τα συνδυάσω αυτά τα πράγματα και ξεκίνησα αυτήν την έρευνα στο πανεπιστήμιο εδώ.
Άρα, τελείωσες την κοινωνιολογία και μετά έκανες το διδακτορικό σου…
Ξεκίνησα το διδακτορικό μου, δεν έχει τελειώσει το διδακτορικό και δεν ξέρω άμα θα τελειώσει και πότε… κάπως ένιωσα ότι πήρα αυτό που ήθελα, γιατί μου έδωσε μέσα από την αφήγηση ζωής και την συμμετοχική παρατήρηση μία γνώση του πεδίου, πήγα και βρήκα τους παλιός λυράρηδες, τους τραγουδιστές, χορευτές… πήρα συνεντεύξεις, παίξαμε μαζί, έχω πολύ υλικό μαζεμένο. Τελικά, αυτό στην πράξη σε κάποια συνεδρία μεταπτυχιακών και διδακτορικών που έγιναν στο πανεπιστήμιο, ανέδειξα κάποια ειδικά θέματα σε κάποιες ομιλίες, κάποιες εισηγήσεις είχα σε αυτά, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μου δώσανε εμένα μία γνώση και κάπου όταν άρχισε να βαραίνει το επάγγελμα σαν να λέμε και οι απαιτήσεις του για μελέτη, για [00:10:00]παίξιμο, για κίνηση στη μουσική, έκανε fadeout η έρευνα. Κατά καιρούς την πιάνω και αυτό που φτιάχνουμε τώρα με τον Στίνο το Σοφιαδάκη αυτό που φτιάχνουμε πάνω στο Άνω μέρος που κάναμε... Αυτό το ερευνητικό μου κομμάτι βρίσκει κάπως διέξοδο. Με έχει βοηθήσει πάρα πολύ στην διδασκαλία, όντως δηλαδή εκεί που με έχει βοηθήσει πάρα πολύ είναι η διδασκαλία. Γιατί δεν είναι μόνο η μουσική. Δεν είναι μόνο οι νότες, ειδικά όταν μιλάμε για ιδιώματα και μουσικούς πολιτισμούς και λαϊκούς, οι νότες είναι δευτερεύον δηλαδή το να ξέρεις τα νοήματα είναι πολύ πιο σημαντικό τελικά, γιατί να μάθεις τις νότες μπορείς να κάτσεις και σε ένα κουτί στην Σουηδία και να παίξεις όλη τη μουσική, άμα θες σε ένα όργανο. Θα το βάλεις κάτω, θα το κάνεις. Το κατά πόσο και τι σημαίνει το κάθε και γιατί και τι σημαίνει το χρώμα, ο τρόπος και όλα αυτά μου συμπλήρωσε η έρευνα αυτό το έλλειμμα που είχα... Δεν την συνέχισα την έρευνα, την έχω κάπως πίσω στο μυαλό μου ότι ίσως να την ξαναπιάσω… κατά καιρούς ακούω τις συνεντεύξεις, μπορεί να απομαγνητοφωνήσω καμιά συνέντευξη από τις παλιές. Μένει αυτό το υλικό, κάποια στιγμή θα ξαναπιαστώ μαζί του κάπως.
Και με το ηλεκτρικό λαούτο πώς έγινε η ιστορία όλη; Πώς σου ήλθε σαν ιδέα; Πώς το δημιούργησες;
Κοίτα… με το να έχω αυτή τη σχέση με τη μουσική την πολύ ανοιχτή από πολύ μικρός και να έχω περάσει από όλο αυτό που σου περιέγραψα, έπαιζα την ηλεκτρική κιθάρα, έπαιζα με πετάλια στην ηλεκτρική κιθάρα, φτιάχναμε group στην Κυψέλη με κόσμο που τζαμάραμε και παίζαμε, δηλαδή τότε φαντάσου ότι το χαρτζιλίκι μου εμένα όλο πήγαινε στα στούντιο από το Γυμνάσιο. Δηλαδή, το σαββατοκύριακο που έπαιρνα ένα χαρτζιλίκι δεν πήγαινε σε ποτά, σε εξόδους… Πήγαινε να νοικιάζουμε στούντιο, όπου δεν ήταν αμιγώς ένα γκρουπ αυτό και ήταν αυτό σε όλα τα χρόνια, δηλαδή μπορεί να κλείναμε το στούντιο εγώ με ένα ντράμερ και θα βρούμε ένα μπασίστα… «Ποιος είναι; Γουστάρεις ρε φίλε, Σάββατο 6-8;». Υπήρχανε στούντιο στην Κυψέλη -ακόμα υπάρχουνε προβάδικα- που έχουνε τρεις τέσσερις αίθουσες… από την μικρή μέχρι την μεγάλη αίθουσα με μία κλίμακα τιμών. Οπότε κλείναμε εκεί πέρα και κάθε Σαββατοκύριακο, υπήρχε αυτό εκεί κουμπώναμε, παίζαμε, κάτι βγάζαμε δικά μας μέχρι και noise φτάναμε να κάνουμε τότε… Δηλαδή, δεν ήταν ότι παίζαμε τα κομμάτια που ακούγαμε. Ότι παίζαμε εκεί Iggy Pop, μπορεί να παίζαμε και Iggy Pop, αλλά κυρίως μας ενδιέφερε να βγάλουμε δικά μας πράγματα, μέσα από το jam να βγούνε πραγματάκια τέτοια, οπότε είχα αυτή την εμπειρία με τον ηλεκτρικό ήχο και με όλα αυτά τα ακούσματα, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν φαν μιας συγκεκριμένης μουσικής πότε, ότι αυτή η μουσική… και ακόμα δηλαδή… δεν θεωρώ ότι είμαι φαν ενός είδους, την μουσική την βλέπω πολύ ανοιχτά... δηλαδή αν μπεις στο αμάξι μου, το range είναι τεράστιο… Από ποπ, ηλεκτρονικό, μέταλ, heavy, πειραματικό, δημοτικά, τα πάντα όλα. Ήταν και αυτός ο σταθμός, ότι εγώ το λαούτο κάπως αυτό που θαύμαζα με το κρητικό λαούτο ήτανε αυτό το ηχόχρωμα που έβγαινε, όταν το λαούτο πήγαινε να κάνει κάπως άλλα πράγματα. Δηλαδή, με τον «Νότιο Ήχο», όπως το xρησιμοποιούσε ο Ψαρογιώργης με τους αντίποδες και αυτά... Κάποιες παραγωγές που ήτανε πιο ελεύθερες, που είχαν αυτοσχεδιασμούς που έμπαινε σε ένα άλλο πλαίσιο και ο Ross Daly. Αυτό κάπως εμένα με κινητοποίησε να πιάσω αυτό το όργανο και το ηχόχρωμά του. Από πολύ νωρίς όταν το έπιασα αυτό το όργανο, είχα μία φαγούρα με αυτό, «Tι ωραία ακούγεται και heavy». Εγώ δηλαδή από την πρώτη μου επαφή με το λαούτο, άκουγα μέσα σε αυτό στοιχεία της metal μουσικής, της ροκ μουσικής, της ψυχεδέλειας, στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα άκουγα ηλεκτρονικές αναφορές από πάρα πολύ νωρίς το άκουσα αυτό και μετά ακολούθησε μία μεγάλη πορεία, στην οποία έσκυψα στο κείμενο, γιατί κατάλαβα ότι, τελικά, για να κάνεις αυτό που θες να κάνεις, πρέπει όντως να το μάθεις… για αυτό και δύσκολα με ευχαριστούν πειραματισμοί που γίνονται. Δηλαδή, δεν είμαι και τόσο φαν των πειραματισμών με την δημοτική μουσική σε άλλα είδη. Δεν είναι ότι είμαι φαν αυτό του πράγματος, ότι πιάσε ένα σάζι και πάμε, δηλαδή αναγνωρίζω ποτέ αυτό είναι βαθύ ή όχι… υπάρχει ένα trend σε αυτή την ιστορία του πειραματίζομαι και βγάζω ήχους με τα παραδοσιακά όργανα και cross-gender πράγματα, διασταύρωση ειδών με διάφορα τέτοια. Εκεί υπάρχει πάρα πολύ επιφανειακό πράγμα… κάπως εγώ από νωρίς ήθελα να κάνω αυτό που με τράβηξε και είπα ότι: «Όχι, πρέπει να σκύψεις, να κάτσεις εκεί να μάθεις το λαούτο, γλέντι και από κει να αναδειχθεί», όχι να το πιάσουμε και να βάλουμε να βάλω ένα delay,πάμε… Οπότε, εκεί ακολούθησε μία μακρά περίοδος, όπου μάθαινα και τότε ανοίχθηκε μπροστά μου όλο αυτό το πράγμα, το οποίο δεν το περίμενα κιόλας ότι τόσο πολύ θα μου αρέσει το λαούτο και η Κρητική μουσική και θα μπω τόσο βαθιά και πιο βαθιά και πιο βαθιά που ακόμα δεν το έχω… έχει τα πολύ πλούσια ειδικά ιδιώματα, δεν λέμε τώρα για την μουσική της Κύθνου που έχει κάποιους σκοπούς, αλλά μεγάλες επαρχίες, όπως η Κρήτη, που έχει ένα σωρό στυλ ιδιωματικά, ένα σωρό μέσα στην πάροδο του χρόνου, τις προσωπικότητες, τις τοπικότητες, πώς επηρεάζουν τα τοπικά ιδιώματα, τα ιδιώματα τις προσωπικότητες και ξανά πίσω... Η Κρήτη που είναι μέσα σε αυτό το σταυροδρόμι που Μικρασιάτες και Άραβες και Ενετοί… δηλαδή υπάρχουνε τα δυτικά στοιχεία των Ενετών, τα αραβικά στοιχεία, τα τούρκικα, τα μικρασιάτικα, τα πολύ νησιωτικά… Και όταν λέω νησιώτικα, εννοώ αυτά της άγονης γραμμής το χρώμα, Κάσος, Κάρπαθος… αυτό το πράγμα το σκληρό… σκληρή μουσική… λαούτα στο τέρμα να παίζουνε βούρτσες και λύρες, πηδηχτοί χοροί, κάτι αρχέγονα πράγματα μέσα σε αυτό, δηλαδή είναι ένα mix πολύ η Κρητική μουσική, ένα σωρό επιρροών. Οπότε, παίζει τόσο πολύ υλικό τελικά για να δουλεύεις που δουλεύεις μία ζωή. Δεν έχω σταματήσει να είμαι εκεί, αλλά κάποια στιγμή εκεί γύρω στο 2010-11, τότε έχασα και τη μητέρα μου και ήταν αυτό ένας μοχλός που έφαγα μία αναστροφή στο κεφάλι μου. Γνωρίστηκα εκεί με τον Ζαχαριουδάκη τον Γιώργο και με τον Παπατζανή το Γιάννη και φτιάξαμε αυτό το σχήμα το «Daulute». Που είναι συνδυασμός τριών οργάνων νταούλι, αυλός και λαούτο σε ένα όνομα ας πούμε. Οπότε, εκεί ξεκινήσαμε να τζαμάρουμε τους σκοπούς, να παντρεύουμε ένα ιρλανδέζικο με κάτι κοντυλιές, ένα κομμάτι από τα Δωδεκάνησα που μοιάζει με ένα κομμάτι Κρητικό και να τα παντρεύουμε και να φτιάχνουμε ενώσεις… να παίρνουμε αφορμή από έναν σκοπό και να κάνουμε αυτοσχεδιασμούς μέσα σε αυτό το σκοπό και να το τζαζέβουμε κάπως αυτό το πράγμα. Οπότε, από εκεί με το «Daulute» ξεκίνησα να πειραματίζομαι μουσικά. Μόνος μου κάπως το έκανα, αλλά με αυτούς τους ανθρώπους κάπως άρχισε να γίνεται. Έκανα ούτως ή άλλως cross-gender πράγματα, δηλαδή το 2004 είχα παίξει στο Ρατζαστάν-Κρήτη. Ένα project του Ross Daly που πήρε έξι Κρητικούς μουσικούς και έξι-εφτά Ρατζαστάνους και μας έβαλε, κάναμε πρόβες και κάναμε μία μεγάλη συναυλία με φακίριδες, με χορο, με χαμός. Ήταν το 2004 που είχε πάρει ο ross είχε πάρει μία καλή χορηγία, για να κάνει πολιτισμό και συναυλίες και έκανε αυτά τα…
Το Ρατζαστάν πού είναι;
Το Ρατζαστάν είναι στην Ινδία, στο Πακιστάν κοντά, στην ουσία νομίζω είναι επαρχία του Πακιστάν, που υποτίθεται ότι είναι η πατρίδα των τσιγγάνων… από εκεί ξεκινάνε οι τσιγγάνοι και ακολουθούν όλο του Μεταξιού τον δρόμο και φτάνουν μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο. Θέλω να πω ότι σε αυτό το cross-gender πράγμα, ήμουνα ούτως ή άλλως κάπως και μέσω του Ρος τα ακούσματά μου… μελετούσα όμως και τα γλέντια, το λαούτο, έπαιζα. Υπήρχε και η κλασική κιθάρα ξανά μέσα σε αυτό, όλο την εμπειρία και η σπουδή αυτή… και κάποια στιγμή μπήκα σε ένα project που είχε ο Παπατζανής ο Γιάννης με τον Κουκουλητάκη τον Δημήτρη και τον Ζαχάρη τον Σπυριδάκη, «Ανδαλουσία-[00:20:00]Κρήτη». Είχαν γίνει εδώ ήδη μία συναυλία με Flamenco χορό και κρητική μουσική, φλαμένκο μουσική και κρητική μουσική μπλεγμένη, δηλαδή ο Κουκουλιτάκης παίζει φλαμένκο κιθάρα, ο Ζαχάρης λύρα και ο Παπατζανής κρουστα και το ξεκίνησαν κάπως ένα τζαμάρουν και ήταν ιδέα του Γιάννη να γίνει αυτό και πιο πλαισιωμένα, να φέρουμε και Ισπανούς και κρητικούς χορευτές και φτιάχτηκε μία παράσταση που λεγόταν «Ανδαλουσία-Κρήτη» και είχε και Ισπανούς μουσικούς, φλαμένκο μουσικούς, και Κρήτες μουσικούς να παίζουν μαζί… και οι φλαμένκο να παίζουνε, να συνοδεύουνε τα κρητικά και οι Κρητικοί μέσα στα Φλαμένκο και χορός πάνω στο stage. Με χορευτές και φλαμένκο και όλο μαζί ένα μπουρδούκλωμα Και μπήκα τότε σε αυτό το project σαν λαουτιέρης και πήγαμε στην Αμερική, το 2013 νομίζω έγινε αυτό, και πήγαμε στην Αμερική και το παίξαμε εκεί στο New Jersey, στην Washington… Κάναμε μία βόλτα εκεί και ήμουνα στο New Jersey σε ένα μουσικό μαγαζί και πετυχαίνω μία πεταλιέρα ψηφιακή, η οποία ήταν τοπ τότε η «Line 6 M13», η οποία ήτανε τοπ ψηφιακή πεταλιέρα και ακόμα είναι από τα πιο καλά ψηφιακά εργαλεία και loop station πάνω και όλα τα βάτια όλα τα delay επάνω, τα πάντα όλα… και όπως ήταν η αμοιβή μου την ακούμπησα και πήρα την πεταλιέρα και πήρα και μία λουπιέρα μία «Bosch» λουπιέρα, ένα loop station… Γιατί τα εργαλεία αυτά ήταν πάρα πολύ φθηνά εκεί, ήτανε κάτω από την μισή τιμή, εδώ το έβρισκες έξι κατοστάρικα την πεταλιέρα αυτή και εγώ την πήρα 2,5 κατοστάρικα την καθεμία. Παίρνω, λοιπόν, αυτά και γυρίζω Κρήτη και αρχίζω και κουμπώνω τώρα το λαούτο στην πεταλιέρα, πήγα πήρα και ένα μόνιτορ και έναν ενισχυτή, για να μπορώ να κάνω τους πειραματισμούς στο σπίτι και έμπαινα στην πεταλιέρα με το λαούτο και στο [Δ.Α.], ένα μόνιτορ που είχα και φόρτωνα delay, τέτοια, προσπαθούσα να παίξω κομμάτια, ιδέες, δικά μου… και άρχισα να πειραματίζομαι με τον εφεδιάζω τον ήχο του λαούτου… του μαγνήτη δηλαδή, του λαού του, όχι όλο τον ήχο. Τον ήχο που έπαιρνε ο μαγνήτης του λαούτου. Μετά, από αυτό δεν μου έφτανε, γιατί δεν ήτανε όλος ο ήχος, οπότε είχα γνωριστεί και με τον Τέλη και έκανα κάποιους πειραματισμούς και έπαιρνα έναν μικροφωνητικό ήχο και τον μαγνήτη και τα μίξαρα… και αυτά πηγαίναν στην πεταλιέρα, για να μπαίνει μέσα στην πεταλιέρα και το φυσικό ηχόχρωμα και όχι μόνον το ηλεκτρικό και ξεκίνησα κάπως έτσι να το κάνω. Σε εκείνη τη φάση γνωρίζω τον Τρικαλέρο και τον Αυλωνίτη και ξεκινάμε να τζαμάρουμε πρώτα με τον Τρικαλέρο μετά ήρθε και ο Μιχάλης, όπου ιδέες, διάφορα... Παίζαμε του Αχιλλέα Περσίδη κάτι κομμάτια… ένα αφρικανικό κομμάτι… κάτι μικροθέματα που είχα εγώ και μετά κάναμε αυτοσχεδιασμούς, ένα πιο τζαζ πράγμα έβγαινε με αυτό το set-up και στην πορεία τώρα αυτό... ενώ σε αυτό τον ήχο του λαούτου φόρτωνα εφέ που ήταν μαλακά σαν να λέμε, σε modulation εφέ, δηλαδή phazer, flanger, delays, reverb όλα αυτά τα εφέ σε έναν clean ήχο που είναι του λαούτου ταιριάζανε. Μετά, όμως, μόλις πήγαινα και κούμπωνα distortion, fuzz βρώμικο ήχο, παραμορφωμένο δεν… δηλαδή γινότανε feedback… και δεν μπορούσα να το σκληρύνω. Δεν γινότανε... Δεν μπορείς να σκληρύνεις έναν ακουστικό ήχο, γιατί υπάρχει το καβούκι και αυτό που ακούς μπορείς να το σκληρύνεις άμα το γράψεις στον υπολογιστή. Δηλαδή, εγώ ότι γράφω στον υπολογιστή του λαούτου και μετά το περνάω ένα εφέ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αλλά αν εκείνη τη στιγμή υπάρχει ένα μόνιτορ και ένα PA σύστημα και παίζω εγώ και βάλω παραμόρφωση, είναι στα όρια του feedback, στα όρια του λάθους ας πούμε. Γιατί υπάρχει το καβούκι και κάνει ανάδραση ο ήχος. Κάνει feedback. Και πώς θα το λύσω αυτό... δηλαδή ήθελα να σκληρύνω τον ήχο και δεν μπορούσα με το λαούτο… μετά ξαναθυμόμενος τον ηλεκτρικό ήχο, πήγα και πήρα ένα λαμπάτο ενισχυτή και έμπαινα με το ακουστικό λαούτο στον λαμπάτο ενισχυτή ένα fender και πάλι την λάμπα δεν μπορούσα να την σηκώσω, δηλαδή δεν μπορούσα να σηκώσω αυτό τον ενισχυτή. Πάλι γινόταν feedback… είναι αυτή η τεχνολογία με τις λάμπες -η παλια τενχολογία- που σου δίνει αυτόν τον ζωντανό ήχο που ξέρουμε με τα ηλεκτρικά όργανα, δηλαδή αυτός ο ήχος που ξέρουμε από όλο το rock, blues, metal στα classics είναι από ενισχυτές λαμπάτους… Από αυτήν την τεχνολογία παίρνουμε αυτόν τον ήχο που ξέρουμε... μετά προέκυψε ο ψηφιακός ήχος και το τρανζίστορ. Έχεις κάπως εικόνα την μετάβαση της τεχνολογίας.
Ναι, ναι.
Πώς πάμε από το analogue σιγά σιγά στον ψηφιακό ήχο και από τα 80s και μετά μπαίνουμε για τα καλά στον ψηφιακό ήχο, στο τρανζίστορ, στην πλακέτα δηλαδή που είναι πλακέτα με τρανζίστορ πάνω. Δεν είναι πυκνωτές και ρεύμα αυτό που μου ακουγόταν ψεύτικο αυτό το πράγμα και ήθελα να μπω στον λαμπάτο ενισχυτή. Είχα αυτά τα δύο προβλήματα, ότι ήθελα και να σκληρύνω τον ήχο μου και αυτός ο ήχος να σκληρύνει, αλλά να συνδεθεί με την τεχνολογία της λυχνίας. Γιατί γενικά είμαι old-school με τον ήχο. Έκανα λοιπόν μαθήματα τότε και είχα έναν μαθητή ένα πολύ καλό παιδί, τον Γιάννη τον Λεβεντάκη που είναι μηχανικός αυτοκινήτων εδώ στο Ρέθυμνο, είναι στα Μισίρια - εξαιρετικός άμα σου τύχει κάτι, θα πας στον Γιάννη. Εγγύηση. Πιο μικρός από μένα, δηλαδή του ρίχνω και καμιά δεκαριά χρόνια… ήρθε σ’ εμένα, μου λέει: «Σε βρήκα, θέλω να μου κάνεις μαθήματα». Του λέω: «Ναι, ρε Γιάννη, να κάνουμε μαθήματα, έλα». Έρχεται με ένα λαούτο, το οποίο μόλις το είχε αγοράσει -είχε δώσει ένα χιλιάρικο τότε- το οποίο είναι από αυτά τα λαούτα τα καινούργια... Υπάρχει μία εξέλιξη του Κρητικού λαούτου, αυτά τα μοντέρνα που λέμε τα λαούτα, το σκυλάδικο εντός εισαγωγικών που έχουνε μοντέρνους καβαλάρηδες κιθάρας, ένα τσίγκινο ήχο, παίζουνε πιο καλά στα μηχανήματα, δεν έχουνε τόσο καλό feedback, γιατί είναι νεκρά κάπως σαν όργανα. Παίζουν πολλά χημικά λούστρα πάνω στα όργανα αυτά, οπότε ο φυσικός τους ήχος είναι dead, είναι πολύ μικρός, έτσι ώστε να βγει στο μηχάνημα και να μην έχει πρόβλημα. Μιας φιλοσοφίας που τελικά το ηχόχρωμα δεν βγαίνει αυτό που ο άλλος θέλει να μάθει από μένα με ένα τέτοιο λαούτο δεν βγαίνει αυτό το ηχόχρωμα… Έχω πολλούς μαθητές σαν τα χρόνια που ήρθαν σε μένα με τέτοια όργανα, γιατί αυτά τώρα πουλιούνται και βρίσκονται και είναι και πιο φθηνά και, τελικά, αλλάζουν και όργανο στην πορεία, γιατί αυτό που ακούνε από εμένα δεν μπορούνε... Δηλαδή πρέπει να πάρεις παλαιού τύπου όργανο για να βγει αυτός ο ήχος… Δεν είναι μόνο τεχνική, είναι και η κατασκευή… Και είχε πάρει αυτό το όργανο και του λέω: «Ρε Γιάννη, δεν βγαίνει αυτό που θες να μάθεις, το old-school λαούτο, η παλιά τεχνική του Μαρκόγιαννη και των παλιών λαουτιέριδων δεν βγαίνει με αυτό το όργανο, γιατί ναι μεν θα κάνεις την τεχνική, αλλά ο ήχος είναι τσίγκινος, δεν μοιάζει με αυτό που θες να μιμηθείς», και τα παίρνει στο κρανίο ο Γιάννης που είναι τρομερά ικανός άνθρωπος και τότε ήδη είχε σκαλίσει, είχε φτιάξει έναν μπαγλαμά νομίζω ή κάτι τέτοιο, και πουλάει το λαούτο… γιατί εγώ του λέω: «Θα πας να πάρεις ένα παλαιού τύπου καβαλάρη…», και πήγε και ρώτησε και, βέβαια, αυτά τα λαούτα είναι του διχίλιαρου τα παλαιού τύπου που παίζουνε κιόλας, όχι παλαιού τύπου κακή κατασκευή… υπάρχουν και φθηνά, αλλά για να πάρεις λαούτο παλιού τύπου με καλή κατασκευή είσαι για πάνω από δύο χιλιάρικα να δώσεις… και λέει: «Το πουλάω», και πήρε εργαλεία και έφτιαξε ένα λαούτο μέσα σε ένα διάστημα εξευτελιστικό, δηλαδή τον έπιασε μανία... Χώθηκε στο εργαστήριο, πήρε τα εργαλεία και έφτιαξε ένα λαούτο το οποίο έπαιζε μία χαρά... ήταν λίγο στραβοχυμένο… Ήταν το πρώτο του και το καλούπωμα δεν του βγήκε ακριβώς, αλλά είχε πάρα πολύ καλό ήχο. Και μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτό και η θέλησή του να μάθει και ο τσαμπουκάς του, ότι σπάει την περπατημένη οδό, ότι, «Πας και το αγοράζεις. Όχι, θα το φτιάξω». Και η ικανότητα του δηλαδή το πρώτο του όργανο να παίζει κανονικά, αλλά είχε τα προβλήματα του αλλά έπαιζε και είχε ήχο καλό και κάποια στιγμή εκεί που καθόμασταν -είχαμε κάνει μάθημα και καθόμασταν εκεί και πίναμε μία ρακί- του είπα εγώ αυτή την ιδέα, την οποία στην προσπάθειά μου τώρα εγώ όλο αυτό το πρόβλημα να λύσω που παίζαμε με τον [Δ.Α.]... Εν τω μεταξύ, τότε ανακατευόμουν κάπως και με τον Μπαρνιά, έναν φίλο στα Χανιά που παίζει ηλεκτρονική noise μουσική που φιντμπακάρει κονσόλες και παίρνει το noise αυτό και μετά το πάει σε εφέ, στέλνει την έξοδο της κονσόλας ξανά στην κονσόλα και έχει ένα μόνιμο feedback έχει μία κονσόλα που του δίνει μόνο feedback και αυτό μπαίνει μετά στα εφέ και σε λούπες και κάνει κάτι φάσεις δικές του και με σάμπες και αυτά... Είναι πειραματικός Χανιώτης... Είχε προκύψει να παίξουμε με το «Daulute» να συνεργαστούμε με έναν ηλεκτρονικό τότε, τον Στέφαν Τόρτο, που κάναμε ένα jam με ηλεκτρονική μουσική και «Daulute» και κάναμε κάποια live [00:30:00]εδώ στην Κρήτη, έπαιζε το «Babel»… ξέρεις που τζαμάραμε και γενικά ανέβηκε η ένταση του παταριού πάρα πολύ με όλα αυτά που σου περιγράφω. Αυτό που άκουγες δίπλα σου δεν ήτανε απλά μία λύρα ή ένα κρουστό, ήταν ηλεκτρονικό beat, ή ένα ταμπούρο να παίζει και πιάτα... Είχα ένα θέμα έντασης δηλαδή, ούτως ή άλλως ήθελα αυτό το πράγμα να ενισχυθεί πολύ και δεν μπορείς να ενισχύσεις ένα ακουστικό όργανο σε τέτοιο βαθμό… άμα κάτσεις να σκεφτείς... Αυτό είναι η ίδια πορεία ακριβώς που κατασκευάστηκε η ηλεκτρική κιθάρα, δηλαδή παίζανε με τις ακουστικές κιθάρες στις οποίες βάζαν μικρόφωνο στην αρχή. Αυτό το μικρόφωνο δεν μπορούσε να ανέβει... Πόσο να ανέβαινε αυτό το μικρόφωνο; Όταν υπάρχουν και τρία πνευστά πάνω, μία τρομπέτα, ένα σαξόφωνο κι ένα drum και ένα κοντραμπάσο… δεν ερχότανε μπροστά αυτή η κιθάρα, πάντα έμενε πίσω. Μετά φτιάξαμε τους μαγνήτες που τους βάζανε πάνω στην ακουστική κιθάρα και περνάνε λίγο αλλά πάλι υπήρχε το feedback που πάλι πήρε ένταση, αλλά δεν μπορούσε να βγει καπάκι… και μετά φτιάξανε την ηλεκτρική κιθάρα που σου λένε ότι καταργούμε το σώμα, για να μην έχω το feedback αυτό που με κολώνει και έτσι κατάφερε η κιθάρα… Που η κιθάρα άμα κάτσεις να το σκεφτείς, είναι ένα πολύ χαμηλόφωνο όργανο. Άμα κάτσει εδώ στο σαλόνι ένα drumset και μία κιθάρα και παίξουνε κανονικά και οι δύο, κιθάρα θα ακούσεις μόνο τις χορδές, δηλαδή δεν θα ακούς τίποτα... Τις χάνεις τις νότες. Άμα τώρα σε αυτό προσθέσουμε και ένα κοντραμπάσο και τρία πνευστά και δύο βιολιά και φωνές και κάτι πλήκτρα, χάθηκε η κιθάρα, την κατάπιε. Δεν ακούς τίποτα. Φυσικά σαν όργανο… και ότι τη δυνατότητα έδωσε η ηλεκτρική κιθάρα στην κιθάρα σαν όργανο να έρθει καπάκι από drumset, από μπάσα, από φωνές και να σολάρει… να είναι δηλαδή lead όργανο σε μία ορχήστρα… στην ουσία ηλεκτρικός ήχος, το ότι έγινε ηλεκτρική της έδωσε αυτή τη δυνατότητα. Είχα λοιπόν αυτή την αγωνία και τα λοιπά... Κάποια στιγμή πήγαινα στο Ρέθυμνο... εμένα στο Ρέθυμνο και πήγαινα στο Ηράκλειο για να δω τη γιαγιά μου και όπως πήγαινα, μου ήρθε η ιδέα στο δρόμο - το ‘χα και το βασάνιζα στο κεφάλι μου- και κόντεψα να τρακάρω, δηλαδή που μου ήλθε ιδέα και ήταν και τόσο απλό να το σκεφτείς, που βασανιζόμουνα και λέω: «Θα φτιάξω ένα ηλεκτρικό λαούτο». Αυτό είναι, τρελάθηκα! Οπότε πήρα μιλιμετρέ χαρτί, άρχισα εκεί σχεδίαζα έκανα αυτά, πώς να είναι, έφτιαξα δύο-τρία σχέδια, πώς θα ήτανε, πώς θα το έκανα, μπήκα διάβασα για τους μαγνήτες, μπήκα διάβασα πώς έγινε η πρώτη κιθάρα, πώς φτιάχτηκε, ποιοι ήταν οι μαγνήτες ποιοι είναι οι άλλοι μαγνήτες, το ένα σύστημα, το άλλο… τα ημίτονα της χορδής, πού πρέπει να μπει αυτός ο μαγνήτης… Και άρχισα να κάνω τα σχέδια αυτού του πράγματος... Το φαντάστηκα, το έφτιαξα σχέδια και βρίσκομαι με τον Γιάννη και του λέω: «Ρε φίλε, έχω ένα μαράζι». Μου λέει: «Τι;». «Θέλω να φτιάξω αυτό το όργανο…». «Εγώ -μου λέει- θα σε βοηθήσω», τρελαμένος... μόλις του είπα ότι θα πάρουμε καρμπόν, θα φτιάξουμε καβούκι τρύπιο αλλά θα μας δίνει την αίσθηση του οργάνου και θα είναι carbon-fiber κι αυτά έπαθε αλαλούμ... Πήγα στην Αθήνα βρήκα ανθρακονήματα, βρήκα εποξικές ρητίνες, φτιάξαμε καλούπια να φτιάξουμε το carbon, πήγαμε παραγγείλαμε τα ξύλα, παρήγγειλα τους μαγνήτες. Τους δέσαμε με τον Νίκο τον Κεφαλογιάννη αυτούς τους μαγνήτες που ήταν καθηγητής εδώ στο ΤΕΙ -ακόμα είναι- ηχολήπτης από τους πιο καλούς ηχολήπτες. Γενικά στην Ελλάδα ο Νίκος που ξέρει, φτιάχνει και ο ίδιος κυκλώματα και είναι πολύ καλός και ηλεκτρονικός και δέσαμε τους μαγνήτες πάνω στο όργανο. Φτιάχτηκε όλο το πράγμα, το κουμπώσαμε, έπαιζε. Τέλος. Αυτή ήταν η πορεία. Μετά με το που μπήκε αυτό στο «Babel», αμέσως σκλήρυνε ο ήχος, δηλαδή και αν έχεις ακούσει κάποια πιο μαλακά πράγματα που έχουμε με το «Babel» στον πρώτο δίσκο... Με το «Babel Trio» δηλαδή που έχουμε κάποια clean κομμάτια, με clean ήχο το λαούτο, είναι κομμάτια που παίζαμε με το ακουστικό λαούτο. Με το που ήρθε το ηλεκτρικό, ο ήχος κατευθείαν… μπήκα στις λάμπες, σήκωσα αυτά που ήθελα να πάρω, μπήκα σε πετάλια, παραμορφώσεις και αυτά και αμέσως άρχισε να σκληραίνει ο ήχος μας από εκεί και ύστερα και έχουμε φτάσει στον τρίτο δίσκο να είναι heavy ο ήχος που δίνω στο «Babel».
Θες να μου μιλήσεις και λίγο για τους «Babel»;
Τι θέλεις να σου πω;
Να μου πεις τι είναι οι «Babel Trio»;
Ε΄να συγκροτημα.
Και να μου πεις για κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα, εκεί που το άφησες... Παίζατε, τζαμάρατε με τον Αυλωνίτη και με τον Τρικαλέρο.
Τζαμάραμε στην αρχή με τον Τρικαλερό, που κάπως ήμασταν γνωστοί στο Ρέθυμνο. Γιατί και αυτός ήταν στο ΤΕΙ κι από κοινές παρέες και πάντοτε βρισκόμασταν σε κανένα καφενείο λέγαμε: «Ρε συ μήπως να τζαμάρουμε, ρε συ μήπως να παίξουμε κλπ.», και κάποια στιγμή τότε που ήμουνα και εγώ με την πεταλιέρα και το είχα κουμπώσει βρεθήκαμε σε ένα καφενείο και μου λέει ότι καλύτερο με τραβούσε και μου έλεγε: «Έλα να παίξουμε» και πάμε λέω και μπήκαμε και παίξαμε δυο-τρεις φορές και μετά αυτός ήξερε τον Μιχάλη που είχανε συνεργαστεί σε κάποια κρητικά μπατάρια με μπάσο, ντραμς και τέτοια φάση. Αν δεν κάνω λάθος και έφερε και τον Μιχάλη σε μία πρόβα. Εκεί τώρα με τον Μιχάλη... Με τον Τρικαλέρο πρώτα από όλα είχαμε άμεση σύνδεση, δηλαδή παίζαμε και μαζί, οι δυο μας ντραμς και λαούτο και είχαμε και ρεπερτόριο δηλαδή 2-3 ιδέες, κομμάτια είχανε κουμπωθεί. Ήρθε ο Μιχάλης που και με τον Μιχάλη κατευθείαν... Η πρώτη πρόβα νομίζαμε τουλάχιστον ότι μπορούσαμε να την ηχογραφήσουμε και να στέκει. Τέτοια σύνδεση πάθαμε και οι τρεις μας εκεί. Ε και μετά, «Παιδιά πότε είναι η επόμενη πρόβα;», και ξεκίνησε… το όνομα μου ήρθε εμένα κάπως σε μία φάση που ψάχναμε για όνομα και λέγαμε θέλουμε ένα όνομα, αλλά τι θα είναι αυτό και εγώ είχα πάρει έναν ύπνο σε κάποια δόση και είχα ονειρευτεί αυτό… Εν τω μεταξύ, είχα ένα φίλο από την Αμερική ο οποίος μου είχε ποιοι την ατάκα που λένε Αμερικανοί sleep on it… Δηλαδή, άμα έχεις κανένα πρόβλημα, sleep on it... έχε το στο νου σου, κοιμήσου και θα βρεις τη λύση, οπότε έκανα κάτι τέτοιο δηλαδή έπεσα για μεσημεριανή σιέστα και έλεγα τι όνομα, τι όνομα… με πήρε ο ύπνος… και με το που ξύπνησα, με το που άνοιξα τα μάτια μου. Μου ήρθε στο νου ο Μπρίγκελ, ο πατέρας μου ήταν φαν του Μπρίγκελ, του ζωγράφου αυτού του Ολλανδού Ζωγράφου. Είναι μία διάσημη εικόνα που είναι ο πύργος της Βαβέλ του Bruegel γράφεται, αν τον ξέρεις του Ολλανδού που είχε κάτι παράδοξα... Είναι μία διάσημη εικόνα που είναι ο πύργος της Βαβέλ του Μπρίγκελ που έχει ζωγραφίσει τον πύργο της Βαβυλωνίας... ξέρεις την ιστορία… ότι ξεκίνησαν να φτιάχνουν τον πύργο που θα φτάσει στο Θεό και ο Θεός τους καταράστηκε με την πολυγλωσσία, οπότε δεν μπορούσα να συνεννοηθούν και σταμάτησε το έργο. Και λέω: «Babel». «Babel Trio» το βγάλαμε. Κάναμε το όνομα και τζαμάραμε και πήγαμε στου Τέλη... παίξαμε στο ότι ΤΕΙ [Δ.Α.], παίξαμε εδώ στο Ρέθυμνο που είχε παλιά ένα στέκι πολιτιστικό οι φοιτητές που δεν είχαμε κανά μεγάλο ρεπερτόριο. Μπορούσαμε να παίξουμε μόνο σε κάποιο φεστιβάλ. Δεν είχαμε άλλα κομμάτι. Είχαμε τρία ή τέσσερα κομμάτια παρόλα αυτά επειδή εκείνη την εποχή ήμασταν ήδη επαγγελματίες εμείς… Ήμασταν μικροί κάπως, αλλά παίζαμε επαγγελματικά, δηλαδή μπορούσαμε να το στηρίξουμε. Δεν είναι ότι έπρεπε να... Ήμασταν δεξιοτέχνες κάπως στα όργανά μας και οι τρεις, ρε παιδί μου, ήδη όταν βρεθήκαμε εκεί και εγώ έπαιζα σε γλέντια και αυτοί παίζανε σε συναυλίες με τζαζ πράγματα, με μπλουζ, με ροκ... Εγώ εκεί με τα γλέντια, με το λαούτο, με συναυλίες με «Daulute» και όλα αυτά τα cross gender που λέγαμε. Δηλαδή, ήμουν και εγώ σε μία φάση που έπαιζα συναυλία, είχα προγράμματα, πρόβες, ηχογραφήσεις, κουρδίσματα, πράγματα προχωρημένα… Οπότε, αυτό πιστεύω ότι ήταν πολύ σημαντικό για το «Babel», ότι δεν ήμασταν ερασιτέχνες μουσικοί που είχαμε και μια άλλη δουλειά και βρεθήκαμε να κάνουμε μια μπάντα και έχουμε την πάντα και πάμε… ήμασταν μουσική επαγγελματίες ήδη, όταν το πιάσαμε. Επομένως, ήταν πολύ εύκολο για μας να συνεννοηθούμε και να πούμε αυτήν την ιδέα, «Αυτό κράτα το, αυτό πέτα το αυτό πάμε, μήπως να κάνω αυτό, όχι, τι να κάνω εδώ...» Να σου λέει ο άλλος να καταλαβαίνεις. Όλο αυτό.
Μιλούσατε την ίδια γλώσσα σε αντίθεση με την πολυγλωσσία στον μύθο…
Ναι… πού όμως, άμα το σκεφτείς, εγώ από Κρήτη, ο Μιχάλης από Κέρκυρα και ο Τρικαλέρο από τα Τρίκαλα, δηλαδή ήταν όντως «Babel» το πράγμα και ακόμα είναι, δηλαδή δεν νιώθω ότι είμαστε από το ίδιο ανέκδοτο, κανείς μας νομίζω δεν το νιώθει αυτό. Έχουμε αυτό που ο καθένας μας είναι από άλλο ανέκδοτο σαν να λέμε και αυτό είναι και το θαυμάσιο που συμβαίνει, μας αρέσει πιστεύω αυτό πολύ.
Τι κομμάτια παίζετε και οι στίχοι από αυτά τα κομμάτια πώς βγαίνουν οι μαντινάδες;
Παίζουμε κομμάτια, κατ’ αρχάς, δικά μας. Είναι αρκετές ιδέες που είναι δικές μου, δηλαδή μπορεί να είναι μία δική μου ιδέα, τη φέρω στο σχήμα, μπαίνει ενορχήστρωση, pop βάζει ο Μιχάλης, βάζει ο Τρικαλέρο και φτιάχνουμε μαζί. Κάποια είναι και συνθέσεις όπως είναι... Το έφτιαξα το κομμάτι, αλλά τις περισσότερες φορές αυτές οι συνθέσεις ήδη έχω στο μυαλό μου[00:40:00] ότι πάνε για το «Babel». Γράφω για το «Babel», έχω γράψει κομμάτια που είναι ολόκληρα. Υπάρχει πάρα πολύ επέμβαση στην ενορχήστρωση, στην αισθητική, στο πώς θα το κάνουμε δηλαδή ακόμα και σε κάτι το οποίο μπορεί να είναι η ολοκληρωμένη σύνθεση δική μου... αρχή μέση τέλος... εκεί παίζει πάρα πολύ από τους άλλους δύο συμβολή στην αισθητική, στο παίξιμο, στο πώς θα το κάνουμε... Στο, «Άσ’ το αυτό, ωραίο αλλά δεν το θέλουμε». Παίζει πολύ αυτό και αυτό είναι που χαράζει έναν αισθητικό δρόμο, τα όχι δηλαδή που λες και πόσο είσαι διατεθειμένος να ρίξεις και τον εγωισμό σου, ότι κάτι που εσένα σου αρέσει και πιστεύεις ότι ταιριάζει, φάει άκυρο. Ωραία, πάμε παρακάτω! Και όλο αυτό φτιάχνει έναν κοινό παρονομαστή και για τους τρεις μας, φτιάχνει ένα πράγμα το οποίο είναι κοινό όντως. Μέσα από αυτόν τον κοινό κώδικα που φτιάχνεται μέσα από τέτοιες διαδικασίες φτιάχνεται η μουσική. Ο στίχος… έχουμε μελοποιήσει Σολωμό… έχουμε μελοποιήσει στίχο του πατέρα μου… γιατί ποιήματα έγραφε ο πατέρας μου, κάποιες δικές μου μαντινάδες, κάποιες παλιές μαντινάδες ή μπορεί να είναι μία παλιά μαντινάδα, την αλλάζουμε κάπως. Πιο πολύ εγώ έχω επιμεληθεί του στίχου, αλλά so far…
Θες να πεις μερικές από τις μαντινάδες που λέτε;
Ο ξένος… «Ξένος εδώ ξένος εκεί και όπου κι αν πάω ξένος, κι αν πάω και στο σπίτι μου, και εκεί ξενιτεμένος». Αυτή η μαντινάδα είναι παλιά μαντινάδα… Κοίτα τώρα τι γίνεται... αυτή η μαντινάδα υπάρχει από τον Αντώνη Νταλγκά, τον Διαμαντίδη, τον τραγουδιστή του μικρασιατικού ρεμπέτικου, τον αμανετζή… σε έναν αμανέ. Όπου σκέψου ότι συναντάμε αμανέ αυτουνού που είναι μαντινάδα μέσα στον αμανέ, δηλαδή ο στίχος είναι μαντινάδα από τον Ερωτόκριτο, δηλαδή το πώς επικοινωνούσαν τα δοχεία ήτανε κάτι πολύ δυνατό… η επικοινωνία του υλικού από το ένα δοχείο στο άλλο, από το ένα νησί στο άλλο, από τον έναν πολιτισμό στον άλλον. Θέλω να πω... Ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο που είναι η μαντινάδα είχανε και στα Δωδεκάνησα και σε όλη την Ελλάδα υπάρχει αυτό το μοτίβο. Απλά, στην Κρήτη το λέμε μαντινάδα και στηρίζεται πολύ ο στίχος στηρίζεται σε αυτό το πράγμα, στην παραγωγή αυτού του δίστιχου. «Να ‘χα φτερά να πέταγα να ‘ρθω να σε ανταμώσω ορφανεμένο μου πουλί που μου ‘χεις λείψει τόσο» Ρεφρέν… υπάρχει το reef… μπαίνει η μαντινάδα πάνω στο reef και χρειάζομαι ρεφρέν που είναι πάλι μία μαντινάδα… και βάζω αυτήν π.χ. Τι να σου πω; Έχουν πολλές μαντινάδες μέσα τα τραγούδια μας. Χρησιμοποιούμε τη μαντινάδα τώρα. Στα επόμενα δεν ξέρω. Πάλι υπάρχει η μαντινάδα γιατί και εγώ όταν παράγω στίχο, παράγω μαντινάδα. Είναι και εύκολο να παράξεις μαντινάδα γενικά. Με νόημα, βέβαια, είναι πάρα πολύ δύσκολο… αλλά αυτό το δεκαπεντασύλλαβο με ομοιοκαταληξία είναι κάτι που κυκλοφορεί πάρα πολύ σε όλα τα νησιά, δεν είναι τυχαίο.
Με το «Κόσμε χρυσέ»;
Ριζίτικο. Το «Κόσμε Χρυσέ», ριζίτικο από τον Ψαρονίκο. Δηλαδή, μετάφραση της μετάφρασης τώρα... ο Ψαρονίκος πήρε αυτό το ριζίτικο που δεν είναι έτσι κανονικά. Τα ριζίτικα και κάνει μία μετάφραση ο Ψαρονίκος. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το ριζίτικο και μου αρέσει πιο πολύ αυτή η μετάφραση που έχει κάνει ο Ψαρονίκος και βγάζω το reef και απλά εκεί που παίζω το reef κολλάει επάνω το ριζίτικο, τόσο απλά.
Κομματάρα!
Μα, είναι και πάρα πολύ σημαντικός ο στίχος. Αυτό που γίνεται με το «Babel» είναι ότι αναδεικνύεται μέσα από την αλληγορία που η μαντινάδα έχει αυτό το πράγμα, την αλληγορία χρησιμοποιεί... ψάχνουμε νοήματα τα οποία έχουν να μιλήσουν για αυτό που κάνουμε τώρα. Δηλαδή, αυτό που με συγκινεί πάρα πολύ και μας δίνει σε όλους μας δύναμη να το κάνουμε αυτό το πράγμα που κάνουμε, εκτός από την χημεία που έχουμε μεταξύ μας που έχουμε κατακτήσει, γιατί κατακτάται η χημεία. Δεν είναι μόνο... υπάρχει μουσική χημεία αλλά μετά είναι και οι προσωπικότητες και αυτό το κατακτάς και έτσι αγαπιέσαι με τους ανθρώπους και γίνονται αδέρφια σου οι άνθρωποι... είναι κι ότι αυτό που κάνουμε έχει και μία πολιτική σημασία για μας, αυτό που κάνουμε, και για τους τρεις μας και για τον Τέλη που είναι ο ηχολήπτης μας και για πολύ κόσμο που αντιλαμβάνεται… δηλαδή πιστεύω ότι ο κόσμος που είναι fans του «Babel Trio» έχουν πιάσει αυτό το νόημα, ότι εμείς, ρε παιδί μου, δεν είμαστε metalheads. Κανένας δηλαδή… ακούμε και όλοι οι άλλοι και οι τρεις μας όλα τα είδη. Δεν είμαστε κολλημένοι με ένα είδος να παίζουμε metal. Είναι ότι εδώ τώρα που ήρθαμε και αυτά που έχουμε ζήσει θέλουνε σκληρό ήχο, για να ειπωθούν, δηλαδή οι σκληρές αλήθειες θέλουνε σκληρό ήχο. Αυτό και κάπως έρχεται η μαντινάδα, αλλά όχι η μαντινάδα μία εξυπνάδα… ένας παλιός στίχος που έχει να πει για το σήμερα… μπορεί να είναι ο Σολωμός αυτό… μπορεί να είναι ένα ποίημα του Καρούζου, που έχουμε που διαβάζει ο ίδιος ο Καρούζος… και έχουμε πάρει το sample και παίζουμε μουσική και απαγγέλει ο ίδιος ο Καρούζος το ποίημά του. Έχουμε πάρει αυτό το sample, το χρησιμοποιούμε... Ανοιχτοί είμαστε στο από που παίρνουμε υλικό, δεν είναι μόνο το κρητικό υλικό. Επίσης, βλέπεις διάφορα στοιχεία μέσα στο «Babel Trio». Δεν είναι ότι αυτό που εύκολα κάποιος λέει είτε το έχουμε ακούσει οι Villagers της Κρήτης. Δεν είναι έτσι δηλαδή δεν κάνουμε το Κρητικό ροκ, άσχετα αν το «Κόσμε Χρυσέ» είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, αλλά υπάρχουν κομμάτια μέσα που θα μπορούσαν να είναι αραβικές μελωδίες, παίζουμε το αϊβαλιώτικο το ζεϊμπέκικο… αντιλαμβανόμαστε τα μουσικά ιδιώματα, όπως και της Κρήτης, δεν είναι κάτι κλειστό, όπως και η κουβέντα που σου έκανα πριν να αρχίσουμε να γράφουμε… δηλαδή, εμένα ο παππούς μου ήταν Ηρακλειώτης. Ναι μεν πρέπει να έρθει από κάποιο νησί που δεν ξέρουμε ακριβώς. Μάλλον από την Κω, ίσως από το Καστελόριζο, γιατί ήταν πολλές γενιές Ηρακλειώτες λιμανιώτες, λιμενεργάτες, φτωχοί άνθρωποι στο Ηράκλειο του μόχθου, η οικογένεια, αλλά ξέρεις ήταν ενδιάμεση κουλτούρα. Δηλαδή, εγώ προέρχομαι από μία πιο ενδιάμεση κουλτούρα, όχι από αυτή του χωριού του Κρητικού του κλασικού που μπορεί να θεωρήσει κάποιος κλασικό και γραφικό κάπως. Ήταν κάτι πιο ενδιάμεσο που ήτανε μέσα στα αστικά κέντρα του νησιού που χόρευε τα ζεϊμπέκικα του που χόρευε και τον μαλεβιζιώτη του ή ένα mix. Οι άνθρωποι του λιμανιού ήτανε mix… Ναι αλλά Κρήτη σημαίνει ότι δεν είναι μόνο τα χωριά, κυρίως είναι ο Χάνδακας, τα Χανιά, τα μεγάλα λιμάνια που μάζευαν όλο αυτό τον κόσμο και γινόταν όλη αυτή η μίξη των πολιτισμών και φυσικά ήτανε και η επαρχία του, δηλαδή είναι τεράστια η επαρχία της Κρήτης. Όπως ξέρεις και εδώ και στο Ρέθυμνο. Ο Φουσταλιέρης ήτανε εκφραστής αυτού του ενδιάμεσου πράγματος, οπότε και εγώ δεν αντιλαμβάνομαι ότι παίρνω το λαούτο παίζω με το «Babel Trio»... καθαρά πράγματα... θα παίξω κρητική μουσική metal. Δεν είναι ακριβώς αυτό, ότι ξες αυτό είναι κρητικό. Παίζουμε μία ζεμπεκιά. Την παίζουμε. Δεν παίζει αυτό το φολκλόρ το κόλλημα. Γενικά, δεν παίζει καθόλου φολκλόρ σε αυτό το πράγμα που κάνουμε με το «Babel Trio». Το Κρήτη όχι ως φολκλόρ. Για τα παιδιά μιλάω για τον Τρικαλέρο και τον Μιχάλη, ότι αφού ανακατεύονται με έναν λαουτιέρη, το πιθανότερο είναι ότι θα γέρνει προς την Κρήτη, με έναν Κρητικό λαουτιέρη, αλλά επειδή και εγώ είμαι πιο ανοιχτός και δεν το θεωρώ φολκλορικά, εκεί έχουμε πολύ κοινό σημείο, ότι δεν μας ενδιαφέρει εδώ να στηρίξουμε την Κρήτη, να συνεχίσουμε μία παράδοση ή να το πάμε αλλού. Λέγονται διάφορα, «Α, το πας αλλού ή το πάτε αλλού ή προχωράτε...». Πού αλλού; Εδώ είμαστε, εδώ μένουμε… δεν ξέρω πού αλλού. Πήγαμε στο Βερολίνο παίξαμε όντως. Αλλού. Αυτό.
Και πώς το αντιμετωπίζουν εδώ πέρα οι ντόπιοι που λες και οι ντόπιοι και οι ξένοι που είπες στο Βερολίνο;
Τελείως διαφορετικά. Βέβαια, ποιοι οι ντόπιοι; Δηλαδή παίζουμε στο Ηράκλειο, έρχεται κάποιο κοινό, κάποιος κόσμος. Ντόπιοι είναι, αλλά αλλού είναι οι Ηρακλειώτες αλλού είναι Χανιώτες, κάποιοι είναι από χωριό και κάποιοι είναι από το Ηράκλειο μέσα, αλλιώς κάπως και δεν έχει να κάνει τόσο με την καταγωγή... έχει να κάνει πιο πολύ με τα ακούσματα που έχεις και με το τι σε εκφράζει και σε ηδωνεί. Μπορεί να είσαι από ένα χωριό της Κρήτης και να ακούσεις «Babel Trio» και να τρελαθείς και μπορεί να έχεις όλες αυτές τις μουσικές αναφορές και να ακούσεις το «Babel Trio» και να σου φανεί αδιάφορο. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω γιατί μπορεί να σου φανεί αδιάφορο το «Babel» βασικά, αλλά λέμε τώρα… Εγώ, προσωπικά, έχω εισπράξει μέσα από... Είναι και μικρό το μέρος και παίζουνε και κουτσομπολιά... έχω εισπράξει λίγο μία κριτική πάνω στο ότι, «Μα, τι κάνει μωρέ αυτός; Μα, τι γίνεται». Κάπως το ‘χω εισπράξει αυτό, αλλά… νομίζω ότι είναι ο τρόπος που το λαούτο συμπεριφέρεται που δεν πάμε να παίξουμε πρώτο συρτό με ντραμς, μπάσο και ηλεκτρικό λαούτο… Άσχετα αν μπορεί να το κάνουμε και στις πρόβες μας και να γουστάρουμε ή να ρίχνουμε και λίγο γέλιο. Επειδή δεν μπαίνω και πολύ στα χωράφια, είναι κάπως ξεκάθαρα για μένα τα πράγματα. Δηλαδή, όταν θα βγω σε ένα γλέντι, θα με δει ένας ντόπιος... μιλάω τώρα για μένα, όχι για το Τρίο... όταν θα με σε δει κάποιος ντόπιος σ’ ένα γλέντι να παίζω, παίζω με τον παλιό[00:50:00] τρόπο, με τον δικό μου τρόπο μέσα στον παλιό τρόπο… και σεβόμενος το ηχόχρωμα αυτό και δεν παίζει τώρα εκεί νεωτερισμός με αυτήν την έννοια. Όταν θα κάνω συναυλία «Daulute», θα βάλω και εφέ, αλλά είναι συναυλία, είναι το «Daulute» που κάνει κάτι άλλο... δεν τα μπλέκω αυτά να γίνει ένας αχταρμάς. Οπότε, εγώ προσωπικά, κάπως επειδή τα έχω ξεκάθαρα αυτά, δεν εισπράττω κάτι αρνητικό τελικά. Ίσα-ίσα θετικά βλέπω τον κόσμο να τα βλέπει αυτά τα πράγματα. Το Babel τώρα έχει ανταπόκριση… νομίζω… αυτά είναι όλα υποθέσεις και δεν μπορώ να είμαι στο σπίτι και στο μυαλό του καθενός που ακούει αυτό που κάνουμε… νομίζω ότι αυτός που ακούει μπάμπελ, από το δείγμα από το YouTube που αυτό είναι τώρα το μέσο ή από τη δισκογραφία μας ή από κάποιο βίντεο δεν παίρνει αυτή την εμπειρία που θα πάρει... Δηλαδή, πολύς κόσμος έρχεται και μας λέει: «Εντάξει, σας είδα, σας είδαμε live, τώρα καταλάβαμε…». Δηλαδή, υπάρχει μία ενέργεια στο live που δεν αποδίδεται στην δισκογραφία και στο δείγμα. Οπότε, έχει σημασία το πώς το βλέπει, από που το παίρνει και το βλέπει… το είδες ένα βιντεάκι σε μία στιγμή που μπορεί να μην ήταν έτοιμος για σκληρό ήχο και πάτησε play και το άκουσε και του φάνηκε λίγο σκληρό, δεν ήτανε σε mood... ήταν λίγο χαλαρός/χαλαρή και πάτησε ένα play και δεν μπορούσε να συντονιστεί με αυτό το πράγμα, δεν είναι ακριβώς κρίση. Γιατί στην ουσία πραγματική κρίση βγάζει κάποιος όταν έρχεται στα live. Εκεί βγάζεις κρίση για το γίνεται γενικά στη μουσική, στο live… και στην δισκογραφία, γιατί και η δισκογραφία είναι μία επιλεγμένη κατάσταση του καλλιτέχνη. Δηλαδή, επιλέγει μία μπάντα επιλέγει να σου δώσει αυτό το δείγμα. Δεν είναι ένα βιντεάκι... Βέβαια, αυτό το δείγμα πατάς play στο YouTube ή το βάζεις στο βινύλλιο... μέρα με τη νύχτα. Η ποιότητα δηλαδή τελικά είναι πολύ χαμηλή στα mp3 και στα upload και όλα αυτά. Τώρα, λέω πράγματα λίγο συγκεχυμένα. Γιατί δεν μπορώ να σου πω ακριβώς πώς το εισπράττει ο κόσμος. Εγώ βλέπω ότι στα live μας σταδιακά όλο και περισσότερο κόσμο έχουμε και όλο και περισσότερος κόσμος συντονίζεται με αυτό που κάνουμε. Όχι τόσο γρήγορα, πιο αργά, δηλαδή δεν είναι μία ποπ κατάσταση, Μαρίνα Σάττι, έβγαλε ένα χιτ, όλοι τραγουδάνε το χιτ. Επειδή είναι μία original κατάσταση, επειδή έχει underground στοιχεία, δηλαδή βγαίνουμε στο live και παίζουμε κομμάτια που άλλος μπορεί να τα ακούει πρώτη φορά. Μέχρι να καταλάβει, να έχει τελειώσει το live. Δηλαδή δεν παίζουμε και κάτι που το ξέρει να το τραγουδήσει. Κάποιοι, βέβαια, με κάποια γνωστά, όπως το «Κόσμε Χρυσέ» μπορεί να το τραγουδήσουνε με την πρώτη, να το πιάσουν ότι αυτό είναι το κομμάτι το ριζίτικο και να τραγουδήσουνε, αλλά είναι τόσος ο καταιγισμός από μελωδίες που δεν ξέρουν, από κομμάτια που μπορεί να τα ακούνε για πρώτη φορά που αυτό θέλει και μία εμπειρία και βλέπω στο βλέμμα του κόσμου ότι: «Ναι πάθαμε πλάκα αλλά δεν ξέραμε και πώς να συμμετάσχουμε αλλά στην επόμενη όμως… το περιμένουνε το reef να σκάσει… περιθμέβνουτνε αυτό να γίνει, δεν παίζουμε ούτε covers… ούτε μουσική άλλων… αξιώνουμε να παίζουμε δική μας μουσική ή να διασκευάζουμε στην δική μας μουσική να περνάνε μελωδίες, ψήγματα μιας παραδοσιακής μελωδίας.
Τώρα τον τελευταίο καιρό με την κατάσταση που βιώνουμε με τον κορονοϊό και με όλα αυτά… πώς επηρεάστηκε η ζωή σου σαν μουσικός και σε σχέση με το βιοποριστικό και όλα αυτά;
Πάρα πολύ επηρεάστηκε... ο βαθμός δηλαδή ήταν τεράστιος, γιατί αν σκεφτείς ότι η μουσική ακόμα έχει απαγορεύσεις… αυτή τη στιγμή που μιλάμε τώρα στο Βερολίνο απαγορεύονται τα live τα geeks, ενώ επιτρέπεται στο club να παίζει μουσική και να είναι ο κόσμος μέσα χωρίς μάσκες. Δηλαδή, ζούμε μία παράνοια, εμείς ειδικά οι μουσικοί... επιτρέπεται η συναυλία που είναι καθισμένοι ανά δύο και σε ανοιχτό χώρο… τώρα στους κλειστούς χώρους δεν ξέρουμε τι θα γίνει... άμα είσαι καθιστός δεν κολλάει… άμα είσαι όρθιος κολλάει… δηλαδή ζούμε μία παράνοια, η οποία πραγματικά δεν ξέρω τι γίνεται. Πολλοί νομίζουν ότι έχει να κάνει με την κυβέρνηση εδώ. Νομίζω ότι δεν έχει να κάνει με την κυβέρνηση εδώ, αλλά έχει να κάνει με τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή ζούμε μία κατάσταση, η οποία είναι πάρα πολύ αρνητική για τους καλλιτέχνες και εξ’ ορισμού, γιατί είναι μία πανδημία, αλλά και ο τρόπος χειρισμού είναι πολιτικό πια θέμα. Δηλαδή, τόσο καιρό καθόμαστε... όλοι οι μουσικοί καθόμαστε... δεν έζησα κάτι που δεν έχουν ζήσει όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί... σε ένα προσωπικό επίπεδο μπορώ να σου πω ότι υπήρχαν και κάποια θετικά, δηλαδή είχα χρόνο να μελετήσω, να ανακαλύψω κάποια πράγματα στην τεχνική μου περισσότερο, γιατί δεν είχα τόσο έμπνευση. Δεν υπήρχε έμπνευση… δηλαδή έμπνευση έχω, όταν θα βρεθώ με τον Τρικαλέρο, με τον Αυλωνίτη… να κουμπώσουμε, να παίξουμε, θα πάρω feedback, θα γίνει η φάση μας και θα πάρω έμπνευση… όταν δεν βρισκόμαστε, δύσκολο… Ή με τον Ζαχαριουδάκη, με τον Παπατζανή, με τους λυράρηδες που παίζω, με τον Σγουρό τον Δημήτρη που κάνουμε τα… παίρνω έμπνευση… ανακατεύονται τα ζουμιά μας,. όταν παίζουμε. Δεν είχα πολλή έμπνευση... Είχα, όμως, χρόνο να εξελίξω την τεχνική μου στο Κρητικό λαούτο. Αυτό ήταν κάτι καλό... σε προσωπικό επίπεδο ξεκουράστηκα αρκετά και μετά άρχισα να κουράζομαι πάρα πολύ. Τώρα, αυτή τη στιγμή τώρα είμαι τρομερά κουρασμένος από όλο αυτό. Δηλαδή, ενώ ξεκουράστηκα στην πρώτη καραντίνα, απ’ την δεύτερη καραντίνα και μετά μόλις μπήκε το πράγμα και ξανά μέσα άρχισε μία φοβερή κόπωση. Η δουλειά μας έχει πάει κατά διαόλου, δηλαδή δεν υπάρχει άλλος πάτος, όταν δεν επιτρέπεται να δουλέψεις, τι να πούμε; Θα μπορούσε σ’ όλο αυτό το διάστημα να σου πει ότι: «Να, φίλε, υπάρχει μία αίθουσα εκεί στον πολιτιστικό π.χ. στο Ηράκλειο με πραγματικά νούμερα να μιλήσουμε, υπάρχουν αίθουσες μεγάλες που μπορείς να πεις ότι ναι ρε φίλε μπορείς να πας εκεί και να προσκαλέσεις 15 άτομα σ’ αυτήν την αίθουσα, με απόσταση 5 θέσεις και να κάτσουνε και να τους παίξεις. Μπορείς». Όχι, δεν επιτρέπεται, αλλά στο σχολείο μπορούν να μπουν τα παιδιά. 20 παιδιά και 30 σε μία αίθουσα, στα μέσα μαζικής μεταφοράς όλοι μπορεί να είναι τσίτα, σαρδελοποιημένοι, να μπαίνουν σ’ ένα μέσο μαζικής μεταφοράς, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάτσω να παίξω για 10 άτομα σε μία τεράστια αίθουσα, θα το έκανα… όλοι θα το κάναμε. Ύστερα, μας βάζουν σε μία τέτοια κατάσταση και μας επιδοτούν, αλλά δεν μας δίνουν εργασία. Δηλαδή, θα μπορούσαν να μας πούνε: «Έλα θα πάρεις αυτή την επιδότηση, αλλά θα παίζεις σε ανοιχτό χώρο στην πλατεία για 1 ώρα την εβδομάδα, 2 ώρες, να δώσεις στον κόσμο που περνάει μία... κάτι ότι σε έχω και σε χρησιμοποιώ», με αυτόν τον τρόπο αυτά ήταν και ασφαλισμένα τα επιδόματα. Θα παίρναμε και ασφάλιση από αυτό, εκεί τώρα είναι η Ελληνική διαχείριση του πράγματος, ότι ακόμα συζητάμε αν θα πάρουμε το επίδομα του Ιουνίου... πλήρης παράνοια... ότι μπορώ να παίξω σε ένα γάμο, αλλά δεν μπορώ να παίξω σε ένα μαγαζί… ποια είναι η διαφορά; Για πες εσύ. Ποια είναι η διαφορά του να παίξω εγώ, να κάνω μία βραδιά στο ίδιο μαγαζί που γίνεται ο γάμος;
Επειδή είναι η βιομηχανία του γάμου εδώ στην Κρήτη-
Μα είναι το ίδιο μαγαζί, ποια είναι η διαφορά;
Τα φράγκα.
Ποιος τα παίρνει; Ποιο στοιχείο μπαίνει εκεί μέσα που δεν θέλουμε να θίξουμε τόσο καιρό… την εκκλησία μήπως; Την βιομηχανία της τελετής και της εκκλησίας μήπως; Ότι αυτή τη στιγμή, εγώ πάω σε ένα μνημόσυνο και δεν επιτρέπεται… πάω στο μνημόσυνο κάθομαι στην εκκλησία και επιτρεπόμαστε μόνο τέσσερα άτομα... λέει ο ψάλτης τα δικά του… Και μία στιγμή είναι η θεία κοινωνία, μπαίνει ένας και όλοι με το ίδιο κουταλάκι, ότι στον ίδιο χώρο... δηλαδή η παράνοια είναι ριζωμένη. Οπότε, νομίζω ότι όποιον μουσικό και να ρωτήσεις, θα σου πει το ίδιο, ότι ζούμε μία παράνοια, φίλε, πραγματικά με την μουσική. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτό, πολλοί χάνουμε το κουράγιο μας. Έχω χάσει το κουράγιο μου, το ‘χω ξαναβρεί το έχω ξαναχάσει και το έχω ξαναβρεί, το έχω ξαναχάσει και το έχω ξαναβρεί και όλα αυτά μπορεί να γίνονται μέσα σε τρεις ώρες. Όχι, σε όλο αυτό.
Από εδώ και πέρα, σχέδια και κάτι που έχεις στο μυαλό σου να γίνει;
Σχέδια έχω με την μουσική, εννοείς...
Και με τη μουσική και γενικότερα, τι θα ήθελες εσύ να κάνεις; Τι οραματίζεσαι; Τι όνειρα έχεις;
Με τη μουσική θέλω να δισκογραφήσω κρητικό λαούτο. Έχω μία ιδέα να κάνω μία χρήσιμη δισκογραφία δηλαδή, δισκογραφία με το κρητικό λαούτο που να γίνει υλικό, για να μάθει ο κόσμος ότι γράφω τους σκοπούς, επανεκτελέσεις των σκοπών στο λαούτο πεντακάθαρα ένα όργανο, έτσι ώστε κάποιος που θέλει να μάθει να μπορεί να χρησιμοποιήσει τελικά την ηχογράφηση, όχι μόνο να γουστάρει ή να μη γουστάρει. Αυτό έχω τώρα στα σκαριά να φτιάξω. Θέλω να φτιάξω ένα δεύτερο δίσκο lute electric... τώρα στην ιστορία του ηλεκτρικού λαούτου δεν σου είπε αυτό το πολύ σημαντικό που έγινε ότι με το που το έφτιαξα το όργανο, ήθελα να το αποτυπώσω αυτό το όργανο σε έναν δίσκο και έκανα έναν σόλο δίσκο που κάπως ο χώρος του στούντιο δεν ήταν για μένα.[01:00:00] Ήτανε εντελώς φρέσκο το όργανο όταν βγήκε και έριξα την ιδέα στον Κεφαλογιάννη τον Νίκο να πάμε σε φυσικούς χώρους να γράψουμε το λαούτο και όλα αυτά τα σενάρια τα σκληρά μαλακά ambient… noisy, διάφορα να ξεδιπλωθούν Αναλόγως τον χώρο που θα πάμε και ανάλογα με το τι επιτρέπει ο χώρος και γίνανε soundscape recordings, δηλαδή φτάσαμε σε σημεία που είχαμε μικρόφωνα που ήταν είκοσι μέτρα μακριά από εμένα και έπαιρναν το περιβάλλον και είναι όλο αυτό μιξαρισμένο μέσα σε αυτό τον δίσκο και έχει γίνει και ένα ντοκιμαντέρ πάνω σε αυτή την απόπειρα, δηλαδή μας ακολουθεί ένα συνεργείο και φιλμάρει αυτό το ντοκιμαντέρ. Έχει και μία συνέντευξη για όλο αυτό που λέω τώρα για το πώς έκανα αυτό το όργανο και τι έγινε. Αυτή ήταν η πρώτη δισκογραφία που έγινε με το ηλεκτρικό. Ήταν και μία προσπάθεια δική μου να κατοχυρώσω και οπτικοακουστικά αυτό το πράγμα που έκανα, αλλά και να ανακαλύψω τον ήχο που μπορεί να βγει από αυτό το όργανο. Ήταν τρεις μήνες σαν να λέμε μετά που ξεκίνησε αυτό. Ήταν πολύ φρέσκο… οπότε, τώρα είμαι σε μία προσπάθεια να κάνω το δεύτερο βήμα με σόλο ηλεκτρικό, να κάνω το δεύτερο ηλεκτρικό σόλο. Έχω κάποια κομμάτια επίσης που παίζω με το ακουστικό λαούτο που είναι δικά μου που δεν είναι ούτε κρητικά ούτε τίποτα δηλαδή δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις σαν κάτι. Έχουν ένα πιο universal θέμα κάπως σαν συνθέσεις… καινούρια reef για το «Babel» μου κατεβαίνουν και περιμένω πώς και πώς να αρχίσουμε να ξαναβρισκόμαστε να φτιάξουμε καινούρια κομμάτια. Εκπαιδευτικά, το εκπαιδευτικό μου κομμάτι θέλω να εξελίξω... είμαι σε μία διαδικασία να αποτυπώσω τις γνώσεις μου σε κάποια μέθοδο και να φτιάξω κάτι το οποίο χρησιμοποιώ στα μαθήματά μου και στα σεμινάρια που κάνω για το κρητικό λαούτο. Θέλω να ταξιδέψω πάρα πολύ. Παρακάτσαμε εδώ πέρα, μέσα στο σπίτι… θα ήθελα να πάω μεγάλα ταξίδια. Αυτό δεν είναι και τόσο εφικτό, αλλά πιστεύω και περιμένω να κάνω το ταξίδι αλλά να είναι και τα πράγματα, να πάω να πάρω ερεθίσματα, να γίνονται συναυλίες να πάω να ακούσω. Ξέρεις ένα αναγκαίο κακό της επαρχίας είναι ότι όσο και αν είσαι σε μία κατάσταση που έχεις πάρα πολύ μεγάλη φαγούρα και μέσα από αυτή τη φαγούρα μπορεί να φτιάξεις καινοτομίες, όπως είναι το ηλεκτρικό λαούτο ή όπως είναι ένας άλλος ήχος που δεν έχουμε ξανακούσει… που συμβάλλει και η επαρχία ενδεχομένως σε αυτό, ότι θες κάτι να ζήσεις, να βιώσεις, αλλά δεν σου προσφέρεται και πρέπει να το κάνεις εσύ, αλλά δεν έχεις και ερεθίσματα δυστυχώς. Δηλαδή, μία πολύ σημαντική μελέτη για εμάς για το τι κάνουμε, πως πορευόμαστε σαν μουσικοί είναι το ερέθισμα. Σκέψου ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της μελέτης μας είναι να ακούμε μουσική και αυτήν τη μουσική την ακούμε από τα media πλέον, δηλαδή δεν γίνονται live και όχι μόνο εξαιτίας του κορονοϊού. Δεν υπάρχει στην Κρήτη όλη αυτή η προσφορά που υπάρχει σε άλλα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, οπότε κάπως θα έλεγα ότι ένας στόχος μου θα ήτανε να πάω να κάτσω σε ένα μεγάλο μητροπολιτικό κέντρο και αν μπορούσε να γίνει μαζί με το «Babel Trio» που κάπως το συζητάμε θα ήταν ευχής έργον, για να μπορέσουμε να παίξουμε και αλλού και να είμαστε και έτσι λίγο γκαγκ. Όλοι μαζί να κάνουμε την φάση μας. Αυτά! Δεν έχω κάποια άλλα σχέδια. Προσπαθώ να μην κάνω και πολύ πολλά σχέδια… τα πράγματα ανατρέπονται διαρκώς… υπάρχουν και πάρα πολλά άμεσα σχέδια που άμα κάτσεις να το σκεφτείς είναι πάρα πολύ σημαντικά, δηλαδή και μόνο να καταφέρεις να είσαι στο παρόν θέλει αγώνα μέσα στη μέρα σου... αυτό είναι ένα σχέδιο. Δηλαδή, να ξυπνήσεις το πρωί και να πεις θέλω να πιάσω το παρόν σήμερα και να δουλέψεις για αυτό μέσα στη μέρα να πιάσεις αυτή την στιγμή που είσαι στο εδώ και το τώρα 100% μέσα... αυτό είναι φοβερό σχέδιο.
Ισχύει-
Να πεις ότι είμαι εδώ και τώρα και είμαι όντως... δεν τρέχει ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν το μυαλό πουθενά... είναι εδώ και τώρα. Τέτοια πιο ουσία σχέδια με ενδιαφέρουν, να βρω έναν τρόπο να βρίσκομαι στο παρόν, να βρω έναν τρόπο να απολαμβάνω πράγματα που είναι απλά και δεν τους δίνω σημασία, γιατί τρέχει ο νους μου σε άλλα. Θέλει προσπάθεια, δεν είναι εύκολο.
Πνευματικά ότι έχει κάτι.
Ναι, και όντως η πνευματική αναζήτηση είναι κάτι που θέλει διάβασμα, θέλει συζήτηση, θέλει στοχασμό και αναστοχασμό, θέλει ενδοσκόπηση, θέλει παρατήρηση, δηλαδή τελικά όλα αυτά που είπα τώρα θέλουνε χρόνο και κόπο. Δεν γίνονται εξ’ ορισμού, επειδή ξύπνησες και μπορώ να πω ότι αυτά με απασχολούν τώρα τελευταία και θα ήθελα αυτό κάπως... είναι στα σχέδιά μου και αυτό, να εξελιχθώ πνευματικά. Πώς θα το καταφέρω;
Φαντάζομαι έτσι όπως έχεις καταφέρει και όλα τα υπόλοιπα μέχρι στιγμής θα γίνει και αυτό.
Ναι.
Και είναι ωραίο και εμπνευστικό να το πω και έτσι αυτό που λες και για εμένα, οπότε εγώ έχω καλυφθεί από την κουβέντα.
Αυτό που ήθελα να προσθέσω τελευταίο έχει να κάνει και με την ερώτησή σου που λες πώς το βίωσα όλο αυτό και έδωσα όντως την αρνητική εικόνα αυτού του πράγματος... έχει να κάνει με την πνευματική μας εξέλιξη. Αυτό που συμβαίνει είναι ένα μαχαίρι στην πνευματική μας εξέλιξη, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να γίνει και εφαλτήριο για την πνευματική σου εξέλιξη, αν καταλάβεις ότι όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας τώρα με την αφορμή της πανδημίας είναι κάτι το οποίο μοιάζει πάρα πολύ με ένα πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας, ένα κοινωνικό, πολιτιστικό, ανθρωποκεντρικό πείραμα και αντιλαμβάνομαι ότι μέρος του πειράματος είναι να πειστείς ότι δεν υπάρχει ελπίδα... υπάρχει απόλυτη δυστοπία και ότι αυτό είναι μέρος του πειράματος, ότι: «Τώρα παιδιά την βάψαμε». Τώρα όλα τα χειρότερα έρχονται, ότι αυτό είναι μέρος της διαδικασίας, αρκεί να το αντιληφθείς αυτό και μετά να πεις ωραία πώς θα κάνω το βήμα να ξεφύγω εγώ από αυτή τη μέτρηση. Γιατί είναι μέτρηση. Δηλαδή όσο εσύ κάθεσαι εδώ και μιζεριάζεις και κάθομαι και εγώ και μιζεριάζω και μετά βρισκόμαστε και ανταλλάσσουμε την μιζέρια, αυτό μετριέται. Υπάρχουν τρόποι να ηχογραφηθεί, υπάρχουν τρόποι να μετρηθεί. Είναι μετρήσιμο πλέον αυτό, το ποσό μίζεροι είμαστε και είναι μέρος της όλης διαδικασίας. Πιστεύω, για να έρθουν να μας δώσουνε αυτή τη στιγμή μία λύση σε όλο αυτό και εμείς να την δεχτούμε. Δηλαδή, σε βάζω, σε παίρνω, σε φυλακίζω, σε βάζω στο κλουβί, σου λέω δεν υπάρχει φως και δεν θα δεις και ποτέ το φως. Στην αρχή, εσύ πιστεύεις ότι, «Έλα, μωρέ, εντάξει πόσο να με κρατήσει μέσα τώρα;». Μετά αρχίζεις και λες «ρε μπας και… λες να με έχει μέσα;». Μετά σου λέει: «Θα σε βγάλω λίγο, αλλά μετά πάλι στο κλουβί... κάπως έτσι θα γίνεται… Θα σε βγάζω όποτε θέλω εγώ και θα σε ξανά βγάζω από το κλουβί, όποτε θέλω εγώ πάρε λίγο τον αέρα σου, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση για το πότε θα βγει το φως» και ξανακάθεσαι στο σκοτάδι και αρχίζουν πάλι οι ίδιες σκέψεις… βρε λες, βρε λες να είναι έτσι τα πράγματα από δω και πέρα… όλοι τα μοιράζονται αυτό δηλαδή λένε…. από δω και πέρα, αν κάνεις μια κουβέντα γύρω γύρω, αυτό θα ακούσεις… από δω και πέρα τα πράγματα… από εδώ και πέρα σκοτάδι… και εσύ αρχίζεις από δω και πέρα σκοτάδι θα βλέπω… για ποιο λόγο; Για να έρθει να σου πει: «Έλα, φίλε μου, θες να βλέπεις φως;». Έτσι γίνεται… θες λοιπόν το φως; Θα δεχτείς αυτό που θα σου πω και εσύ μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο, θα δεχτείς τον μονόδρομο που θα σου επιβάλει. Τώρα ποιος είναι αυτός ο μονόδρομος μένει να το δούμε. Τώρα, είμαστε πάνω στη διαδικασία.
Εμείς βέβαια… Εντάξει, το λέω εγώ προσωπικά και με έναν κύκλο που υπάρχει έντονα η ιδέα της αμφισβήτησης και τις σχέσεις που χτίζουμε με ανθρώπους που μπορούν να καταλάβουν, οπότε υπάρχει και αυτό που από τη μία σε πιέζουν, οπότε εσύ θα πας και θα βρεις κάτι άλλο και θα το φέρεις μόνος σου το φως.
Μπορείς να το φέρεις και μόνος σου το φως, αλλά δυστυχώς δεν φτάνει… Δηλαδή, αυτό είναι το πρόβλημα, εγώ διαφωνώ σε αυτό. Λέω ότι δεν μπορείς μόνος σου μου το φέρεις το φως, πρέπει να βρεθείς με άλλους ανθρώπους, ότι μόνος σου τελικά τι θα φας… καμιά ταινία… καμία σειρά…
Ναι συλλογικά και εγώ το λέω.
Αν δεν βρεθείς με τους ανθρώπους να κάνεις κάτι, να παράξεις κάτι… να βλέπεις εμείς με το «Babel Trio» βγάλαμε αυτό το δίσκο και ήταν έτοιμος ο δίσκος… Φαντάσου ότι στην πρώτη καραντίνα ακόμα μένανε να γραφτούν κάτι φωνητικά. Ήταν έτοιμος ο δίσκος και θα περνούσαμε σε μίξη, μας χώνουν μέσα, δεν μπορούμε να τα γράψουμε αυτά τα φωνητικά, ούτε να μιξάρουμε, ούτε να… Γίνεται λίγο μέσα στην καραντίνα κάποια δουλειά από τον Τέλη και αυτοί και μετά μας αφήνουνε... γράφουμε κάποια πράγματα που μένανε και περνάμε σε μίξη μες στο καλοκαίρι και ετοιμάζεται ο δίσκος μες στο καλοκαίρι που είναι το πράγμα αυτό που ήτανε, το χλιαρό, το τέτοιο, το προηγούμενο καλοκαίρι... όχι αυτό... και βγαίνει ο δίσκος το [01:10:00]Νοέμβρη που είμαστε σε καραντίνα. Δηλαδή εμείς κάναμε release μες στην καραντίνα, ακόμα δεν τον έχουμε παίξει τον δίσκο στον κόσμο... αυτό. Εκεί είναι το πρόβλημα, ότι σου λέει: «Φίλε, θα κάτσεις μόνος σου εκεί στο σπίτι, μήνυμα για να βγεις έξω, δεν επιτρέπεται να αλλάξεις νόμο». Δεν κατάλαβα, τι θα πει; Άμα αλλάξω νόμο, κολλάει; Δηλαδή, τι γίνεται; Τι μου λέτε; Όλο αυτό σε απομακρύνει από τον κόσμο… και για εμάς που έχουμε στήσει ήδη πράγματα, είναι ακόμα πιο δύσκολο, όσο κι αν φαίνεται ότι έχουμε κάτι να κρατηθούμε, δηλαδή μπορεί κάποιος που δεν έχει στήσει μία ομάδα… δεν είναι μέρος μιας ομάδας που είναι δημιουργική να λέει: «Καλύτερα ας την είχα την ομάδα και ας ήταν ανενεργή», αλλά και αν την έχεις την ομάδα και είναι ανενεργή είναι το μαρτύριο τεράστιο, να λες τώρα θα έκανα αυτό θα κάναμε αυτό… θα γράφαμε, θα παίζαμε… θα κάναμε tour… ήδη δηλαδή με το «Babel Trio», έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που σχεδιάζαμε περιοδεία και είχαμε περάσει το μία περιοδεία στην Ελλάδα το χρόνο και πηγαίναμε στο δύο περιοδείες στην Ελλάδα τον χρόνο και πως πάμε να κάνουμε και περιοδεία εξωτερικό και να βρούμε και έναν άνθρωπο να μας τρέξει μία Ευρωπαϊκή περιοδεία, δηλαδή τρίτο άλμπουμ και ήδη έτοιμα... Ήδη υπάρχει έμπνευση για τον μισό από τον επόμενο δίσκο, τώρα αν μας είχαν ελεύθερους, ήδη θα σχεδιάζαμε το επόμενο άλμπουμ. Παίζει πολλή κινητικότητα. Αυτό, κάπως στο χέρι μας είναι να γίνει.
Ωραία, ανυπομονούμε να το ακούσουμε και live!
Μακάρι και εμείς.
Τέλεια, σε ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον.
Να ‘σαι καλά, το κλείνω αυτό.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Σιδερής είναι μουσικός και έχει εφεύρει το δικό του δικό του ηλεκτρικό λαούτο καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να παίξει σκληρό ήχο και να αλλάξει για τα καλά τον χώρο της παραδοσιακής μουσικής και της κλασικής οργανοποιίας στην Κρήτη. Σε αυτήν του τη συνέντευξη εστιάζει στα πρώτα του μουσικά βήματα, στις συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες και στα ακούσματα που τον διαμόρφωσαν.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Σιδερής
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γκουνέζος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/09/2021
Διάρκεια
71'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Σιδερής είναι μουσικός και έχει εφεύρει το δικό του δικό του ηλεκτρικό λαούτο καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να παίξει σκληρό ήχο και να αλλάξει για τα καλά τον χώρο της παραδοσιακής μουσικής και της κλασικής οργανοποιίας στην Κρήτη. Σε αυτήν του τη συνέντευξη εστιάζει στα πρώτα του μουσικά βήματα, στις συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες και στα ακούσματα που τον διαμόρφωσαν.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Σιδερής
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γκουνέζος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/09/2021
Διάρκεια
71'