«Το χωριό τελειώνει, σβήνει»: Μνήμες και βιώματα από τα Μαράσια Έβρου
Ενότητα 1
00:00:00 -
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, είμαι η Καραμπατζάκη Ευγενία, Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα, 21 Οκτωβρίου του 2021 βρισκόμαστε στα Μαράσια του Έβρου και αφηγ…πάρα πολύ να με το γόνατό μου που δεν μπορώ να περπατήσω, να κάνω τις δουλειές μου, έστω μες στο δρόμο λίγο να βγω να περπατήσω, δεν μπορώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
-
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ας πούμε μερικά πράγματα για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας στα Μαράσια. Πώς ήταν το χωριό τότε; Τι ασχολίες άλλες είχατε; Το χωριό τότες, τα…αιρό, αλλά πιστεύω ότι ο Θεούλης και η Παναγίτσα δεν θα με αφήσουν, θα με προστατέψουν πάλι να βρω τις άκρες μου, που λέμε εμείς στα χωριά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
-
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η εκκλησία μας από τον ποταμό Έβρο περίπου 500 μέτρα απέχει, τώρα εγώ σαν γυναίκα έτσι το υπολογίζω. Είναι ο σιδηρόδρομος και στα δυο τα μέτ…, είμαστε όπως σου το είπα και το ξαναίπα, μόνες μας στα σπίτια. Συγγενείς και φίλοι έγιναν οι τηλεοράσεις. Ευχαριστώ πολύ. Να είσαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
00:00:00 -
[00:00:00]Καλησπέρα, είμαι η Καραμπατζάκη Ευγενία, Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα, 21 Οκτωβρίου του 2021 βρισκόμαστε στα Μαράσια του Έβρου και αφηγήτρια μας η κυρία Αγάπη, κάτοικος των Μαρασίων.
Ονομάζομαι Αγάπη, γεννήθηκα στα Ρίζια του Έβρου 1946, 2 Σεπτεμβρίου. Ήμουνα οκτώ μηνών, αρρώστησε η μαμά μου από σκωληκοειδίτη, την πήγα στο Διδυμότειχο την εγχείρησησαν και την είπα θα την κρατήσουν ένα μήνα. Η μαμά μου άρχισε να κλαίει γιατί θήλαζε εμένα και με άφησε να με θηλάζει η αδερφή της γιατί είχε το ίδιο μωρό και εκείνη, την ίδια ηλικία. Ο γιατρός... Και λέει η μαμά μου: «Θα το σταματήσω το θηλασμό». Ο γιατρός όμως τη μάλωσε και τη λέει: «Θα πάτε να φέρετε το μωρό εδώ, γιατί είναι κατακαλόκαιρο θα αρρωστήσει το μωρό». Ήρθε ο πατέρας μου με πήρε, με πήγε στο νοσοκομείο, με δώσαν κρεβατάκι κοντά στη μαμά μου και με θήλαζε, με είχε κοντά της. Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, χωρίς να μπουσουλήσω, γλίστρησα από το κρεβατάκι άρχισα να περπατώ. Ερχόντας η νοσοκόμα να φέρει φαγητό στη μαμά μου, με είδε εμένα ψηλό, αδύνατο –γιατί γεννήθηκα οχτώ μηνών και μίας ημέρας, ήταν πολύ σίγουρο αυτό–, άρχισε να φωνάζει: «Καλέ καλέ! Τι γίνεται εδώ;». Τρόμαξαν οι νοσοκόμες, η μαμά μου τρόμαξε, άφησε το φαγητό η νοσοκόμα και όλες έτρεχαν να με αγκαλιάσουν, γιατί είχα ένα σγουρό μαλλί, αδύνατο, ψηλό, άσπρο πρόσωπο, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια. Μείναμε ένα μήνα, τελείωσε η θεραπεία της μαμάς μου και ήρθαμε εδώ στα Μαράσια, στη γιαγιά μου –από δω που καταγόταν η μαμά μου, από το χωριό Μαράσια– γιατί στα Ρίζια η γιαγιά μου δεν είχαν,είχαν μονάχα βόδια, πώς λέμε εδώ στα χωριά. Δεν είχανε και ούτε γάλα, ούτε τυρί, ούτε τίποτα. Μας κράτησε η γιαγιά μου εδώ, είχε δέκα αγελάδες, είχε γάλατα ,είχε βούτυρο, είχε μελίσσια, είχε κοτόπουλο και μείναμε εδώ. Πήγε ο πατέρας μου να μαζέψουν ξύλα με τον παππού, με τον θείο μου και άλλα τριάντα άτομα. Ήταν κάπως συνεννοημένα, μαζεύτηκαν γύρω οι αντάρτες, τους πήραν στον Εμφύλιο. Σκοτώθηκε 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα Χριστούγεννα σε ενάμιση χρόνο. Και έτσι μείναμε εδώ στα Μαράσια. Εδώ μεγάλωσα, περιπέτειες στην ζωή μου πολλές. Άμα έγινε Εμφύλιος, σκόρπησε και εδώ της γιαγιάς μου η περιουσία της, έμειναν με λίγα. Τέλος πάντων, μείναμε έτσι στα Μαράσια. Αφού σκοτώθηκε ο πατέρας μου και δεν είχαμε υποστήριξη άλλη, μόλις τελείωσα από το Δημοτικό, η μαμά μου πήγε στην αδερφή της δούλευε για να μας φέρνει λίγα ξύλα για το χειμώνα. Είχαμε και δύο αγελάδες, να μας φέρουν άχυρο, να ετοιμαστούμε για το χειμώνα και δουλεύει εκεί. Άρχισα και εγώ από τη δεύτερη μέρα που σχόλασα από το σχολείο να πηγαίνω μαζί της, να θερίζω στάρια. Έπαιρνα το δρεπάνι, χτυπούσα, έκοβα τα δάχτυλά μου. Γιατί αυτό που λέμε παλαμαριά στο χωριό ήταν μεγάλο, έπεφτε και έκοβα τα δάχτυλα και ύστερα η μανά μου με τύλιζε κουρελάκια στα δάχτυλα για να με σφίγγει και να μην φεύγει. Θέρισα στάρια. Μετά αρχίσαμε τον επόμενο χρόνο να θερίζω και στα μεροκάματα, να πηγαίνω μαζί με τη μαμά μου, όταν δεν είχαν η θεία μου δουλειά, να πηγαίνω και στα μεροκάματα και να με δίνουν μεροκάματο όπως έδιναν τις μεγάλες. Γιατί είχα μάθει εγώ, όπως δούλευε η μαμά μου καθαρά και πολύ, έτσι είχα μάθει και εγώ και με έδωναν μεροκάματο. Μεγάλωσα σε αυτές τις συνθήκες. Ήρθε ο καιρός, παντρευτήκαμε με τον άντρα μου. Και καλές στιγμές, όμορφες, και δύσκολες στιγμές. Η ζωή έτσι είναι. Τον γνώρισα σαν Ράφτη, είχε κάνει καλό όνομα στο χωριό, το χωριό είχε κόσμο πολύ, τριακόσια άτομα και, είχε καλή δουλειά. Αλλά άρχισε η νεολαία να φεύγει από το χωριό, άρχισε το έτοιμο και έτσι αναγκάστηκε να κλείσει το γραφείο. Δούλευε στη σιδηροδρομική γραμμή σαν εργάτ[00:05:00]ης που φτιάχνουν και τα σίδερα, τις στραβέτσες που λέγαμε και παλιά. Μία μέρα ήταν σε μακρινό μέρος δούλευαν, περνάει το τρένο, παρόλο που είχε φύγει πιο μακριά από όλους τους συναδέλφους, πετάει μία πέτρα, τον χτυπάει στο μάτι. Τον φέρουν μέρα μεσημέρι εδώ, ήρθαν να δουν το βιβλιάριο, όταν κατέβηκα κάτω στο σταθμό που είχε μία παράγκα, μούγκριζε σαν το ζώο από τον πόνο που τον χτύπησε στο μάτι. Τον τύφλωσε, πενήντα πέντε μέρες στον Άγιο Δημήτριο στη Θεσσαλονίκη, δύο φορές την εγχείρηση και το μάτι και αχρήστευσε και το άλλο το μάτι έκανε γλαύκωμα, με μισή όραση. Περάσαμε μεγάλες ταλαιπωρίες. Αρρώστησα εγώ από σπαστική κολίτιδα, τρέχα νοσοκομεία, τρέχα γιατρούς. Ε λίγο συνήλθα ύστερα, αντί που ήταν σε κρατικιά δουλειά και ήταν συμβασιούχους και έπαθε εκεί το ατύχημα, δεν ήξεραμε πού να πάμε, πού να ζητήσουμε, τον σχόλασαν και τον άφησαν έρμαιο. Μετά από δύο χρόνια τον έδωσαν μία παραμικρή συνταξούλα που δεν μπορούσαμε ούτε τα φάρμακα. Από τη στενοχώρια του... Μετά όταν φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη, ξέχασα να σας πω μας δώσανε ένα χαρτάκι στα χέρια και μας είπαν: «Θα πάτε στην Ορεστιάδα στον οφθαλμίατρο θα του δώσετε αυτό το χαρτί». Πήγαμε να το διαβάσει και τον λέει: «Σε λυπάμαι αλλά θα τυφλωθείς». Και γυρνάω και τον λέω: «Γιατρέ, σαν να λες έναν άνθρωπο ότι εσύ αύριο θα πεθάνεις. Γιατί, δεν πρέπει να το ξέρει;». Από εκείνη την ώρα ο άντρας μου: «Εγώ θα τυφλωθώ, εγώ θα τυφλωθώ, εγώ θα τυφλωθώ, δεν έχει ζωή για μένα». Δεν ξέρω, βασανίστηκε πολύ και εγώ έκλαψα, έκανα. Έπαθε καρδιά, έπαθε ζάχαρο, περάσαμε δύσκολες εποχές. Εκείνα τα χρόνια τα πρώτα, πέντε-έξι χρόνια, πάρα πολύ δύσκολα. Ε μετά αρχίσαμε λίγο να συνερχόμαστε. Η περιουσία μας εδώ είναι πολύ λίγη, δεν έχουμε χωράφια πολλά, με αυτά τα λίγα για να τα καλλιεργήσουμε άρχισαν να πηγαίνουν σε κάτι άλλους νοικοκυραίους που είχαν τρακτέρια να μας καλλιεργήσουν τα χωράφια. Και εμείς, τότε είχε σκούπα στα Μαράσια, τότε είχε πολύ πέραση. Σκάβαμε σκούπες, τις κόβαμε, τις φέρναμε στα αλώνια, γινόμασταν με αυτά, δουλεύαμε σε ξένους ανθρώπους να καλλιεργηθούν και τα δικά μας αυτά τα λίγα χωραφάκια που είχαμε. Τέλος πάντων, κακώς καλώς τα φέρναμε βόλτα. Πότε είχαμε λάδι στο σπίτι να φάμε και πότε το μετρούσαμε το κουταλάκι της σούπας. Mετά από αυτό συνήλθα κάπως και εγώ, άρχισε και εκείνος λίγο έξω να δουλεύει στην Ορεστιάδα, σε μία δουλειά ελαφριά, τα βολέψαμε. Κακώς καλώς τα βολέψαμε. Αποκτήσαμε ένα παιδί, γεννημένο το 1967, 21 Σεπτεμβρίου. Το παιδί τελείωσε το Δημοτικό, ξεκίνησε Γυμνάσιο. Εγώ επειδή είχα μεγάλη αδυναμία και δεν μπορούσα να αποκτήσω γρήγορα παιδί, είχα πάθει πολύ δύσκολη γέννα που κόντεψα να πεθάνω και δεν αποφασίσαμε να κάνουμε δεύτερο παιδί, δεν ξεχώριζα. Είπα αν το αφήσω μόνο του, μην μπλέξει με παρέες, δεν προσέχει να διαβάσει και αναγκαστικά να πηγαίνω να βρίσκω κάτι πολύ μικρά σπιτάκια που είναι πάμφθηνα, από το χωριό από δω να κουβαλάω άμμο και ασβέστη για να τα καθαρίσω και να καθίσουμε μέσα. Τελείωσε το Γυμνάσιο, τελείωσε το Λύκειο, έφυγε φαντάρος. Μέχρι εδώ σταματάω του γιου μου. Ξεκινάω πάλι για τη δικιά μας τη ζωή. Εμείς, στο χωριό πάντα, τα καλοκαίρια ερχόμουνα εδώ πάλι, πάλι που δούλευα σε ξένα χωράφια δυόμιση-τρεις μήνες και την άνοιξη ακόμα είχα τη μαμά μου, την έστελνα κοντά στο παιδί, ερχόμουν στο χωριό να πάω να –λέγαμε εδώ τα τεύτλα τότε– να πάω να σκάψω τεύτλα για να πάρω ένα μεροκάματο και εγώ. Τα φέραμε βόλτα. Έφυγε φαντάρος. Τα έξοδα περίσσευαν, εγώ πάντα οικονομίες να κάνω, οικονομίες να στερηθώ τα πάντα, να φορέσω ξένα ρούχα, ν[00:10:00]α μπαλώσω κάλτσες, να μπαλώσω εσώρουχα για να μπορέσουμε να τα φέρουμε βόλτα. Πάντα με οικονομία, πάντα με προσοχή πού θα δώσω τα λεφτά να πιάσουν τόπο, να μην σπαταλήσω να μην κάνω. Δόξα τω Θεώ, δεν μείναμε να πάμε ύστερα από κει. Μόνο μία φορά δανειστήκαμε λεφτά για να πάω στη Θεσσαλονίκη σε γιατρό για την σπαστική κολίτιδα που είχα. Μετά μπήκα στο νοσοκομείο και εγώ στον Άγιο Δημήτριο, όπου είχε χτυπήσει άντρας μου το μάτι και τον κράτησαν πενήντα πέντε μέρες, μπήκα και εγώ και με κάνανε και γενικές εξετάσεις. Μετά από κει πήγα σε ιδιώτη σε ιδιώτη γιατρό, με τα φάρμακα, με... Το ξεπέρασα, δόξα τω Θεώ, το ξεπέρασα. Αλλά είμαι αγχώδης τύπος, στεναχωριέμαι με το πρώτο. Πήγε το παιδί μου φαντάρος, εγώ όλη την ώρα πάνω μας είχαν βάλει πια το χωριό τηλέφωνα, με χίλιες οικονομίες κάναμε αίτηση, έβαλα το τηλέφωνο. Δεν έφευγα να με πάρει το παιδί μου τηλέφωνο από το στρατόπεδο. Αδυναμία. Ένα παιδί είναι πολύ δύσκολο, γερό να 'ναι, όλου του κόσμου και το δικό μου και το παιδί, το παιδί μου. Απολύθηκε από φαντάρος, αγαπήθηκαν με μία κοπέλα από μέσα από το χωριό. Ε είπαμε να μην τον φέρουμε εμπόδιο, αρραβωνιάστηκαν, παντρεύτηκαν μένουν τώρα στην Ορεστιάδα. Έχω δύο εγγόνια, το κοριτσάκι είναι γεννημένο το '92, το αγοράκι είναι γεννημένο του '98. Για μένα είναι ακόμα, μωρά τα βλέπω, όπως λέω και στον γιο μου. Γιατί μου λέει: «Μην κάνεις έτσι». «Θα κάνεις και εσύ το ίδιο. Για σένα τα παιδιά σου θα είναι πάντα μωρά, όπως εγώ κάνω σε εσένα το ίδιο θα κάνεις και εσύ». Ο εγγονός μου εγώ τελείωσε το Πανεπιστήμιο το Δημοκρίτειο στην Ξάνθη, τώρα περιμένει αποτελέσματα. Η εγγονή μου οι μόδες άλλαξαν, δεν είναι τα χρόνια τα δικά μας που ήμασταν πολύ περιορισμένες και πολύ σωστά έκανε η μαμά μου. Με έλεγε: «Άμα θα βγεις βόλτα στο χωριό και σε δω να μιλήσεις με παλικάρια, θα έρθουμε στο σπίτι και θα σε βγάλω τα μαλλιά σου». Και έτσι πήγαινα, στα ίσα μόνο έβλεπα, πουθενά αλλού. Τέλος πάντων, τώρα αλλάξαν τα χρόνια η εγγονιά μου με ένα παιδί φτωχό, καλό παιδί, συζούν μαζί. Ο εγγονός μου περιμένει τη εξεταστική, τελείωσε, περιμένει αποτελέσματα να δει αν τελείωσε ή χρωστάει κανένα μάθημα, δεν ξέρω, περιμένει ακόμα. Ε, αγωνιούμε και εμείς μαζί, λέμε: «Πρώτα να 'ναι γερά και καλότυχα. Πρώτα η υγεία στον γιο μου, στη νύφη μου και στα εγγόνια μου». Και παρακαλώ την Παναγία και λέω: «Παναγία μου, φύλαγε στη σκέψη σου όλου του κόσμου τα παιδιά και ύστερα και τα δικά μου». Ελπίδα και στήριγμα μόνο την Παναγία. Ο άντρας μου έχουμε δύο χρόνια και κάτι που πέθανε, είμαι ολομόναχη στο σπίτι. Δεν έχω γειτονιά, το χωριό ερήμωσε. Όποιες είχαν λεφτά αγόρασα σπίτια, πήγα στην Ορεστιάδα. Γύρω-γύρω εδώ δεν υπάρχει ψυχή, είμαι ολομόναχη. Είμαι και αρρωστούλα αυτό τον καιρό με το γόνατό μου, δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία και αυτό με λείπει πάρα πολύ, που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία και είμαι μέσα στο σπίτΙ. Κάθομαι και κλαίω για αυτό το πράγμα, γιατί δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Η γειτονιά δεν υπάρχει αλλά δεν μου κακοφαίνεται, αφού έτσι έγινε το χωριό ερήμωσε, δεν με κακοφαίνεται. Με κακοφαίνεται όμως που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Νιώθω σαν να είμαι ένα αρνί έξω από το μαντρί. Ενώ όταν πάω στην εκκλησία, νομίζω ότι είμαι μέσα στο μαντρί και με φιλάει ο τσομπάνος. Αυτό του λέω σαν ένα παράδειγμα, ότι εννοώ τσοπάνο τον Ιησού Χριστό και αρνιά εμείς οι άνθρ[00:15:00]ωποι. Αυτό με λείπει πάρα πολύ. Είμαι κλεισμένη μέσα, έχω δυσκολίες τώρα πάρα πολύ να με το γόνατό μου που δεν μπορώ να περπατήσω, να κάνω τις δουλειές μου, έστω μες στο δρόμο λίγο να βγω να περπατήσω, δεν μπορώ.
Ας πούμε μερικά πράγματα για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας στα Μαράσια. Πώς ήταν το χωριό τότε; Τι ασχολίες άλλες είχατε;
Το χωριό τότες, τα Μαράσια, εγώ σας είπα ότι μετά από το νοσοκομείο της μαμάς μου μείναμε εδώ. Πήγαινα στο Δημοτικό, είχε φτώχεια αλλά το χωριό ήταν πολύ αγαπημένο ένας με τον άλλον. Όχι να χιόνιζε, ό,τι και να έκανε, το βράδυ οι γειτόνισσες, τέσσερις μαζί με τα φαναράκια. Το χιόνι μέχρι το γόνατο. Αλλά δεν ήταν τότε τα τσιμέντα. Άνοιγαν από το χιόνι διαδρόμους στενούς, ούτε μισό μέτρο, το νερό που έλιωνε το έπινε το χώμα, δεν γλιστρούσε. Το χιόνι μέχρι το γόνατο αλλά οι γειτόνισσές τέσσερις-πέντε, ένα βράδι σε εμάς, το άλλο βράδυ στην άλλη την γειτόνισσά, το άλλο στην άλλη, το άλλο στην άλλη, κάθε βράδυ μαζευόντουσαν έβαζαν έναν τενεκέ λάδι που παίρνουν, μία πετσέτα πάνω και τη λάμπα και γύρω-γύρω καθόταν, λέγαμε, στο σπίτι, κλώθουν μαλλί. Πλέκουν κάλτσες για τους άντρες, για τα παιδιά. Εμείς διαβάζαμε όταν πηγαίναμε Δημοτικό. Μετά, όταν τελειώσει το Δημοτικό, αρχίσαμε να θέλουμε να κεντήσουμε και κεντούσαμε κοντά τους, γύρω-γύρω. Γινόταν γάμοι. Οι γάμοι ήταν το κάτι άλλο. Το Σάββατο το απόγευμα –ένα παράδειγμα– παντρευόταν ένας γείτονας εδώ, είδα να μας φωνάζουν. Εμείς τότε ήμασταν κάπου 14 χρόνων, αλλά εγώ ψηλιά, φαινόμουνα για 18 χρονών, ψηλιά και αδύνατη. Ωραίο μαλλί σπαστό, δεν υπολόγιζαν ότι είμαι μικρή, νόμιζαν είμαι μεγάλη. Και την ξαδέρφη μου και άλλα κοριτσάκια, να πάμε το νυφικό με τα όργανα το Σάββατο το βράδυ. Μετά, την Κυριακή, θα πάμε με τα όργανα να ντυθεί η νύφη, η κουμπάρα θα την ντύσει, θα γίνουν τα στεφανώματα μετά, θα έρθουμε στο σπίτι γαμπρός, νύφη και τα σόγια, οι κουμπάροι, θα γίνει το γλέντι. Και εμείς που ήμασταν κοντά και καλεσμένες θα χορέψουμε, θα γλεντήσουμε. Ήταν χρόνια καλά. Αν δε πάλι να θυμηθώ Χριστούγεννα, το τι γινόταν στο χωριό μας ήταν το κάτι άλλο. Τα Μαράσια ήταν η πρωτεύουσα του τριγώνου, στο αγαπημένο χωριό, στα πολλά γλέντια, ερχόταν από άλλα χωριά και έλεγαν: «Τι χωριό είναι αυτό!». Προτιμούσαν κορίτσια από ξένα χωριά να 'ρθουν να παντρευτούν στα Μαράσια για να ζήσουν στα όμορφα Μαράσια. Και τώρα που έγινε έτσι το χωριό, που μείναμε εβδομήντα-εβδομήντα πέντε άτομα τα καθημερινά –το καλοκαίρι εντάξει, έρχονται λίγο φτάνουμε και τα εκατό– είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Σταμάτησαν τα ωραία εθίματα. Τα Χριστούγεννα έβγαιναν 12 παλικάρια που συμβολίζουν τους δώδεκα μαθητές, ντυμένα με κοστούμια, άσπρο μαντήλι στο σακάκι και τριαντάφυλλο και ερχόταν εδώ –το σπίτι μου είναι μπαίνοντας ένα χωριό λέγεται Καναδάς, μετά μπαίνοντας στα Μαράσια είμαστε εδώ κοντά στην άκρη– και όλοι, το μισό το χωριό ερχόταν εδώ στην άκρη που θα ξεκινήσουν από δω τα παλικάρια να τραγουδούν, με όργανα, κλαρίνο, βιολί και μπουζούκι. Το τουμπερλέκι το άφηναν σε ένα καφενείο, καθόταν. Πήγαιναν πρώτα στο σπίτι του παπά, εμείς από δω όλα μαζεμένα, μπορεί και πενήντα-εξήντα κορίτσια, γυναίκες, θα τους ξαποστείλουμε, θα φύγουν, θα πάνε στο σπίτι του παπά που ήταν στην άλλη άκρη. Μετά θα πάμε στο σπίτι του Προέδρου και μετά θα πάνε στο σπίτι του δασκάλου για να γίνει ένας σταυρός, έτσι το είχαμε. Τραγουδούσαν όλη νύχτα από σπίτι σε σπίτι. Μέχρι τα μεσάνυχτα έλεγαν: «Από αυγενίκο και αν βγήκαμε, σε Αρχοντικό θα πάμε…», να μην το συνεχί[00:20:00]σω και μετά, από τις 1:00 έλεγαν: «Σαράντα μέρες, Σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τους αρχαγγέλους "Βοηθήστε με αυτήν την ώρα την ευλογημένη"». Σταματούσαν κατά τις 5:00 η ώρα που χτυπούσε η καμπάνα νύχτα, έμπαιναν στην εκκλησία, άναβαν τα κεράκια τους σταματούσαν κάπου μισή ώρα, ξαναξεκινούσαν και τέλειωναν το χωριό το πρωί. Κάθε νοικοκυρά, την παραμονή των Χριστουγέννων, ό,τι μέρα και αν ήταν, ζύμωνε φρέσκο ψωμί, έκανε και μία πίτα και όταν ερχόταν τα παλικάρια στο σπίτι, από σπίτι σε σπίτι περπατούσαν. Ερχόταν στο σπίτι της νοικοκυράς, θα βγει με την πίτα και το κεράκι αναμμένο, θα πουν τα κάλαντα, θα πουν τα τραγούδια αυτά, θα δώσει η νοικοκυρά την πίτα, θα την δώσουν κρασί να την κεράσουν, θα φύγουν θα πάνε σε άλλο σπίτι, μέχρι το πρωί τελείωναν. Εμείς πηγαίναμε στην εκκλησία, πρώτη μέρα ακόμα χτυπούσε νωρίς την καμπάνα, πηγαίναμε νύχτα στην εκκλησία και μεταλαμβάναμε. Μετά, τη δεύτερη μέρα, τα παλικάρια, τα λεφτά που μάζευαν αγόραζαν ένα δοχείο λάδι καλό και το έδιναν στην εκκλησία και τις πίτες που τις δίναμε εμείς τις μαζεύαν σε ένα καθαρό πανί μέσα, τις μαζεύουν σε ένα σπίτι και το πρωί τις έβγαζαν σε ένα καφενείο, τις αγοράζαμε πάλι οι νοικοκυρές, οι νοικοκυραίοι και τα λεφτά, μάζευαν τα παλικάρια να πληρώσουν τα όργανα. Δυο βραδιές, την ανήμερα του βράδυ και τη δεύτερη μέρα, από τις 5:00 τώρα που χειμωνιάζει, μπορώ να σας πω και από τις 4:00- 4:30, στην πλατεία του χωριού ,πλατεία λέγοντάς τότε ούτε και πλατεία, σε ένα μέρος ας πούμε που ήταν ανοιχτό, γινόταν χορός τρικούβερτος! Γλέντι! Όχι κρύο να ήταν, αλλά και δεν έκανε έτσι, ο Θεούλης το έφερνε να ναι πάντα ο καιρός καλός για τα Χριστούγεννα. Χορός; Μέχρι τις 12:00, όλο το χωριό γλεντούσε. Αλλά δυστυχώς τώρα σταμάτησαν όλα αυτά τα αισθήματα και ερήμωσε το χωριό. Και λέμε: «Τώρα είναι Χριστούγεννα, τώρα είναι η Πρωτοχρονιά;». Χώρια που ένας, ένα νεαρό παιδί έφτιαχνε την καμήλα που λέμε. Από κάτω ήταν τέσσερα άτομα, ήταν από κάτω με ξύλα φτιαγμένη, από πάνω με κουβέρτες σκεπασμένη να μη φαίνεται πια είναι, τις βάζαν και κεφάλι από ένα άγριο ζώο, αλλά ήταν ένα πολύ σύγχαρο παιδί που ήξερε να λέει αστεία, που να γελάς, να ξεκαρδίζεσαι. Και η καμήλα περπατούσε από σπίτι σε σπίτι. Όλοι εκείνη τη βραδιά, είχαμε τόση χαρά όλος ο κόσμος, δεν κοιμόμασταν. Περιμέναμε να περάσουν τα παλικάρια, να τραγουδήσουν στο σπίτι, να δώσουν την ευχή: «Σε αυτό το σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει». «Αμήν» έλεγαν τα υπόλοιπα παλικάρια. Ο ένας λεγόταν Μαρμάρης και είχε στα χέρια του κρασί και κερνούσε εκείνος το κρασί, να περάσει και η καμήλα. Και ξενυχτούσαμε όλη τη νύχτα με μεγάλη χαρά τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα γινόταν όπως σε όλα τα μέρη, με τη διαφορά εδώ, χωριό, ήταν πάλι διαφορετικά γιατί έχουμε δέντρα πολλά στο χωριό μέσα. Δυστυχώς δεν είναι ωραία δέντρα, είναι όλο ακακίες και μας έχουν σκεπάσει και τα σπίτια, έχουν καλές σκιές. Σε κάθε σπίτι θα μαζευτούν τα παιδιά, τα εγγόνια, θα ανάψουμε φωτιά να ψήσουμε, να φάμε, να βάλουμε ραδιόφωνο. Όποιος έχει καλή διάθεση να χορέψει, να γλεντήσει και το Πάσχα, αλλά τώρα, δυστυχώς το χωριό μας πολύ γρήγορα πολλά άτομα έφυγαν. Σταμάτησε και αυτό, κλειστήκαμε μέσα στα σπίτια. Σπάνια μέσα στο χωριό σε δυο-τρία σπίτια αν γίνει έτσι ένα γλεντάκι και να ακούσουμε, εκείνη την ώρα ρίχνουν και με τα όπλα. Λέμε ότι: «Στο τάδε σπίτι έχει γλέντι». Και έτσι περνούσαμε το Πάσχα. Η πιο μεγάλη γιορτή είναι η Μ[00:25:00]εγάλη Παρασκευή και η Ανάσταση, της χριστιανοσύνης, αλλά η πιο χαρά που νιώθαμε ήταν οι μέρες των Χριστουγέννων που γινόταν μεγάλο γλέντι μέσα στο χωριό και γλεντούσε ο κόσμος και περιμένανε νέοι και γεροί για να 'ρθουν οι γιορτές. Γινόταν γάμος, ας έχει και χιόνι. Εγώ επειδή μεγάλωσα ορφανή, η μαμά μου ύφανε ένα πανί, το έδωσε σε μία μοδίστρα και της λέει: «Ράψε το λίγο φαρδύ να το φοράει και του χρόνου». Εκείνο έφευγε το παλτό από μένα μισό μέτρο πιο μπροστά. Τις μπότες που φορούσα ήταν τρύπιες. Αλλά εγώ ήθελα να είμαι στο γάμο να δω τη νύφη, ήμουνα κάπου 8 χρόνων, μαζί με την φίλη μου και άλλα παιδιά της ηλικίας μου, την νύφη να πάμε να δούμε. Όταν τελειώνει το μυστήριο και από την εκκλησία έμπαινε η νύφη μέσα, ερχόμουνα στο σπίτι, με τραβούσε η μαμά μου την μπότα, τι να με δει; Τα πόδια μου μέσα ήταν μούσκεμα. Άρχιζε να με μαλώνει, αλλά τίποτα, εγώ και οι φίλες μου γάμος γινόταν, πρέπει να είμαστε στην εκκλησία. Όλα τα κοριτσάκια και πιο μεγάλα, και 18χρονα, και εικοσάχρονα, και γυναίκες, όλο το χωριό ήταν καλεσμένο στο γάμο στην εκκλησία. Αλλά τώρα δυστυχώς όλα τα εθίματα άλλαξαν και γίνονται όλα διαφορετικά.
Σχολείο τότε είχε στο χωριό ή πηγαίνετε σε άλλο χωριό;
Όχι, είχε στο χωριό σχολείου και ήταν πολύ ωραίο σχολείο. Ήταν μπροστά, μπαίναμε σε ένα φαρδύ χολ, είχε δύο αίθουσες πολύ μεγάλες και αυτό το χολ ήταν σαν να ήταν ένα ταφ, να σας πω. Πήγαινε έτσι και από τις αίθουσες πίσω πάλι είχε διάδρομο φαρδύ. Φαρδύ διάδρομο. Αυτός ο διάδρομος όλους ήταν κρεμασμένα κάδρα ας το πω, οι ήρωες του 1821. Ήταν στα κάδρα ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης, η Μαντώ Μαυρογένους, τώρα δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα, ήταν αρκετά κάδρα. Κάδρα όχι ψεύτικα του παζαριού, ήταν πανάκριβα αυτά τα κάδρα. Όταν όμως το σχολείο αυτό έγινε, αφού φοίτησε η μαμά μου σε αυτό το σχολείο, τότε με τον ανταρτοπόλεμο, μάλλον με τους Γερμανούς που ήρθαν στην Ελλάδα, τα σχολεία έκλεισαν όταν έφυγαν οι Γερμανοί και άρχισαν πάλι τα σχολεία, φοίτησε και η μαμά μου σε αυτό το σχολείο. Και τους λέει –τώρα έτσι θα πω και ένα λίγο...– τους λέει: «Όταν πάτε στο σπίτι τώρα το μεσημέρι τι θα πείτε;». « Θα πούμε "Νιενιέ ήρθα"». «Όχι, τώρα που θα πάτε στο σχολείο, θα πείτε "Καλημέρα μητέρα"». Ε ήρθε η μαμά στο σπίτι, ήταν ο ένας της αδερφός τέσσερα αδέρφια Ήταν δύο αδερφές και δύο αδέρφια ήταν ο ένας αδερφός, τέσσερα αδέρφια ήταν, δυο αδερφές και δυο αδέλφια. Ήταν ο ένας της αδερφός στο σπίτι, άμα την ακούν μπήκε: «Καλημέρα μητέρα!». Γελούν αυτές, λέει: «Τι έπαθε αυτό;». «Όλες θα λέτε τη μαμά, μητέρα θα τη λέτε, όχι Νιενιέ». Ε και έγινε αυτό, δεν ξέρω, όλοι εκείνη την ώρα άρχισαν να λένε μητέρα που παντρεύτηκε ο γιος της και η γυναίκα του και εκείνη που ήρθε στο σπίτι μητέρα, μέχρι το τέλος που έφυγε η γιαγιά μου, όλοι μητέρα. Και όταν γεννήθηκε ο γιος μου, γιατί τη γιαγιά εμείς την γηροκομήσαμε, η μάνα μου την έλεγε μητέρα, εγώ την έλεγα γιαγιά. Τώρα το παιδί άκουγε, εγώ τη λέω γιαγιά, η μαμά τη λέει η μητέρα, τι να κάνει; Η γιαγιά-μητέρα. Και έτσι έμεινε σε όλα τα εγγόνια τώρα, όταν αρχίσουμε να συζητούμε για τη γιαγιά που έφυγε –να την έχει ο Θεός καλά– πια για τη γιαγιά-μητέρα, έτσι ακόμα το συνεχούμε, ναι, για τη γιαγιά-μητέρα. Αλλά το λέω και το ξαναλέω, τα καλά χρόνια φύγαν από το χωριό μας, ερήμωσε και είναι πάρα πολύ δύσκολα. Ούτε συγκοινωνία έχουμε τ[00:30:00]ης προκοπής, σχεδόν καθόλου. Όταν περνάει ένα τρένο η ώρα 5:00, πού να κατεβούμε εμείς εκεί κάτω; Ο Έβρος, το ποτάμι, από την εκκλησία μας να έχει 500 μέτρα, εκεί είναι ο σταθμός. Όλη την ώρα περνούν απέναντι λαθρομετανάστες. Έχει μία καφετέρια, μία μέρα από την εκκλησία βγήκαμε, πήγαμε στην καφετέρια, μέρα μεσημέρι, περνούν οι λαθρομετανάστες από το ποτάμι και βγαίνουν έρχονται στο χωριό. Άρχισα να κλειδαμπαρώνω πόρτες, αυλόπορτες, τα πάντα με κλειδιά από το φόβο και είμαστε δηλαδή τώρα... Ούτε τρένα άλλα υπάρχουν. Είχαν ένα λεωφορείο στην Ορεστιάδα πήγαινε ερχόταν μία φορά την εβδομάδα και ένα λεωφορείο στα Δίκαια, ήταν δωρεάν. Το λεωφορείου στα Δίκαια το σταμάτησαν, το λεωφορείο στην Ορεστιάδα το σταμάτησαν, τώρα άρχισε πάλι να έρχεται. Δυσκολεύεται ο κόσμος. Όσοι έχουν αυτοκίνητα μπορούν πηγαίνουν κάνουν τη δουλειά τους, ε αναγκαζόμαστε και εμείς να υποχρεωνόμαστε στα παιδιά μας. Μένει ο γιος μου στην Ορεστιάδα με την οικογένειά του, παίρνω τηλέφωνο και του λέω: «Όταν θα έρθεις το Σάββατο -από Σάββατο σε Σάββατο έρχεται- θα μου φέρεις αυτά και αυτά τα πράγματα που με χρειάζονται». Οι πιο πολλοί αναγκάστηκαν να πάρουν αυτοκίνητα να πηγαίνουν να παίρνουν τα ψώνια τους από ένα χωριό, Ρίζια, το χωριό που γεννήθηκα, ή από Ορεστιάδα ή από Δίκαια. Δεν ξέρω, μας εγκατέλειψε το κράτος, μας εγκατέλειψε ο Δήμος της Ορεστιάδος, δεν ξέρω τι έγινε, πάντως δυσκολευόμαστε.
Θυμάστε καθόλου το σχολείο πώς ήτανε όταν πρωτοπήγατε;
Tο σχολείο, κοίτα τι έκανα... Δεν μπορείς να το γυρίσεις πίσω; Που είπα για τους πίνακες αυτές, ήταν πανάκριβοι πίνακες. Δεν ήταν πως έχω εγώ τώρα στο σπίτι ας πούμε πίνακες. Μία δόση έβγαλαν και μία μόδα να κεντούν πίνακες. Ρε πίνακας κεντημένος; Ο άλλος λέει Καλών Τεχνών, γίνεται ζωγράφος, όχι να τον κεντάς. Εγώ δεν το χώνεψα αυτό καθόλου Ευγενία, κεντημένους πίνακες. Παρακατιανές, φτωχές ό,τι ήταν, αγορασμένες στο σαλόνι μου και εγώ η δόλια. Ναι, αυτά είχαν μεγάλη αξία τα κάδρα που σου λέω. Πίνακες να τους πω, κάδρα να πω, δεν ξέρω. Είχαν μεγάλη αξία. Μετά, το σχολείο, επειδή ήταν στην άκρη του χωριού, έκανε ρωγμές και αναγκάστηκαν, έκτισαν... Για νηπιαγωγείο αυτό το έκανα εδώ στην άκρη, δεν είχε παιδιά και μετέφεραν το σχολείο εδώ στο νηπιαγωγείο. Οι πίνακες όμως χάθηκαν! Οι πίνακες χάθηκαν όλοι! Ήταν πανάκριβοι πίνακες, πανάκριβοι! Ναι, μετέφεραν το σχολείο εκεί αλλά σιγά-σιγά, όπως σας είπα, έφυγε ο κόσμος στην Ορεστιάδα. Τελευταία έμειναν δύο παιδάκια, ένας δάσκαλος, δύο χρόνια κράτησαν και έκλεισε το σχολείο και δεν υπάρχει ούτε σχολείο. Την αστυνομία την κατήργησαν, που η αστυνομία μας εδώ παλιά χρόνια κρατούσε Μαράσια, Καναδά και Άρζο. Και ο ένας θείος μου είχε άλογα και λένε στο χωριό, εμείς στα χωριάτικα, "νταλίκα", εκείνη η σούστα που κουνιέται και τον είχε η αστυνομία για ταξί. Έλεγαν: «Πηγαίνετε φωνάξτε μωρέ του Μιχάλη -Μιχάλης ήταν το όνομά του αλλά ήταν πολύ αγαπητός, άλλαζαν τότε τα χρόνια-, τον Μελτζίκ μωρέ φωνάξτε να έρθει να μας πάει στον Άρζο». Ήταν το ταξί. Τις έβαζε πάνω στην νταλίκα, να τις πάει στον Άρζο, να πάει στον Καναδά, πολλές φορές και μέχρι την Πλάτη από άλλη αστυνομία συναντιούνταν εκεί. Έξω βέβαια ήταν ο θείος μου, έλεγαν τι έπρεπε να πουν, τις ξαναέφερνε. Αλλά με τον Εμφύλιο πιάστηκε στην Βουλγαρία, έμεινε εκεί και δεν τον ξαναείδα, εγώ τουλάχιστον. Η γιαγιά μου πήγε, ο ένας θείος μου πήγε τον είδε, η θεία πήγε τον είδε. Εμείς είχαμε πολλή φτώχεια, δεν μπορούσαμε, δεν είχαν καθόλου τη δυνατότητα και η μαμά μου την έμεινε μεγάλος ο καημός που δεν μπόρεσε να τον δει.
Τον άντρα σας πότε τον γνωρίσατε, τι ηλικία παντρευτήκατε;
Tον άντρα μου τον γνώρισα... Το '63 αρραβωνιαστήκαμε, όπως σας είπα ήταν ράφτης, είχε ανοίξει μαγαζί εδώ. Παρόλο που δεν είχε τότε ρεύμα, είχαμε «λουξ» τα έλεγαν, που έδινε δυνατό φως. Αν σας πω[00:35:00] τέσσερις στύλοι της ΔΕΗ που δίνουν, αυτό έδινε πιο πολύ φως και ράβαμε και τη νύχτα. Τον γνώρισα όταν γύρισε από το στρατιωτικό και άνοιξε το γραφείο, Κάναμε βόλτες τότε στο χωριό και σε όλα τα χωριά γινόταν βόλτες, ακόμα και στην Ορεστιάδα. Κορίτσια, παλικάρια, αρραβωνιασμένες, νιόπαντρες, ακόμα και να ψιχαλίζει ψιλά-ψιλά, η βόλτα δεν σταματούσε. Έτσι γνωριστήκαμε. Άρχισαν να έρχονται ειδήσεις ότι με θέλει, ότι ε... Ήμαν μικρή, η μαμά μου δεν με άφηνε να αρραβωνιαστώ, γιατί 2 Σεπτεμβρίου έκλεισα τα 17 και 23 Δεκεμβρίου αρραβωνιαστήκαμε. Εγώ επειδή ήμαν ψηλιά νόμιζα ήμαν και μεγάλη. Αρραβωνιαστήκαμε, σε ενάμιση χρόνο παντρευτήκαμε. Σε ένα πολύ παλιό μικρό σπιτάκι της γιαγιάς μου που του είχε από το 1912 ένα δωματιάκι, μετά είχαν κάνει άλλα δύο, ο θείος μου πέρασε στο ένα το σπίτι, καινούργιο λεγόμενο, και εμείς μείναμε εδώ, αφού έμεινα ορφανή από τον πατέρα μου, με τη γιαγιά μου, με τη μαμά μου και εγώ. Αρραβωνιαστήκαμε και σε ενάμιση χρόνο παντρευτήκαμε. Και μετά, το '67 γέννησα το παιδί μου. Όπως είπα περάσαμε και δύσκολες πολύ στιγμές και ευχάριστες. Ήταν μερακλής, ήθελε να με βλέπει ντυμένη, να με βλέπει περιποιημένη. Εγώ ήμουνα άνθρωπος πάντα οικονομία, πάντα, ναι. Αλλά είπα, τώρα που έμεινα μόνη μου, 2 Σεπτεμβρίου μπήκα στα 75, με λείπει πολύ η παρέα του. Πρώτα το χωριό μας, δεν είναι μόνο που ήταν τις γιορτές που θα βγει ο κόσμος έξω, κάθε βράδυ, μα κουρασμένες από τη δουλειά, μα τι θα είναι, θα έρθουν στο σπίτι. Άλλος είχε πεθερά, άλλος είχε μάνα, θα ετοιμάσει λίγο φαγάκι, ό,τι είναι. Θα φάνε λίγο, πρώτα οι γριές, θα βγουν, γιατί ήταν όλη μέρα στο σπίτι, κρατούσαν και εγγόνια, είχαν και στο στάβλο μοσχάρια να ποτίσουν, να ταΐζουν, κοίταζαν να βγουν εκείνες πρώτα. Τις λέγαμε λόντζες. Σε κάθε 100 μέτρα και μία λόντζα, δέκα-δεκαπέντε γυναίκες να λένε τα αστεία τους, να γελούν. Όμορφα χρόνια, όμορφα χρόνια. Τώρα, η μεγάλη εξέλιξη έφερε αυτή τη μοναξιά. Με μία τηλεόραση κλεισμένες και αφού σας λέω δεν υπάρχει γειτονιά, μετράω στην άκρη του χωριού τέσσερα σπίτια, είναι λίγο κοντά ο ένας με τον άλλον. Από κει, να σας πω 500 μέτρα και παραπάνω, είμαι εγώ και ένα σπίτι αντίκρα, αλλά όλη μέρα λείπουν, έρχονται μόνο το βράδυ. Δεν υπάρχει εκείνη η αγάπη μεταξύ μας. Χάθηκαν και οι λόντζες που λέγαμε. Μαζευόμασταν του χειμώνα, καφέδες –σχήμα λόγου είναι ο καφές– με τα πλεκτά μας, με το βελονάκι να πλέξουμε δαντέλες, να κάνουμε, να δείξουμε. Τώρα όλα τελειώσανε. Και που πλέξαμε όλες, μάνες ή πεθερές, ούτε οι θυγατέρες τα πήραν από τις μάνες ούτε οι νύφες από τις [εθερές, τα βλέπουμε μέσα στα ντουλάπια. Και σταματήσαμε και εμείς και δεν βλέπουμε πια τώρα και καλά για να κάνουμε τίποτα. Με μία τηλεόραση συντροφιά και κανένας άλλος. Λέω για μένα, μες στη μέση στο χωριό είναι πέντε-έξι σπίτια που είναι έτσι κοντά, νομίζουν ότι και εδώ είναι, σαν να μην ξέρουν το χωριό που είμαστε. Και λέω: «Πάει το χωριό μας, τελειώνει, σβήνει». Και άκουσε από την άλλη μεριά ότι με βρήκαν σφάλμα που το είπα αυτό, Μα δεν είπα ψέματα. Εκεί μπροστά που λέγαμε το κέντρο που είναι, ήταν παντοπωλεία, τα παντοπωλεία έκλεισαν, το καφενείο έκλεισε που ήταν αντίκρυ στην Κοινότητα και κρατο[00:40:00]ύσε και εκείνο, έτσι, κάτι μία ζωή μάς έδινε. Έκλεισε εκείνο το καφενείο, το φως στην κοινότητα φέγγει αλλά δεν υπάρχει κόσμος, δεν υπάρχει. Έγινε δηλαδή δύσκολη η ζωή στο χωριό που μείναμε τόσο λίγες. Έχω φίλη, είμαστε πολύ μακριά. Και τώρα με αυτό το Covid φοβόμαστε και η μια με την άλλη να σμίξουμε. Έκανα τα εμβόλια, αλλά λόγω που έχω πρόβλημα δυνατό με το γόνατό μου και έκανα ένεση προχθές και έδωσα 150 ευρώ, παίρνω μία συνταξούλα 438 ευρώ, 440, τα δύο μου τα κόψανε και προσπαθώ να βολευτώ να τα βγάλω πέρα. Δυσκολεύομαι αυτόν τον καιρό, αλλά πιστεύω ότι ο Θεούλης και η Παναγίτσα δεν θα με αφήσουν, θα με προστατέψουν πάλι να βρω τις άκρες μου, που λέμε εμείς στα χωριά.
Η εκκλησία μας από τον ποταμό Έβρο περίπου 500 μέτρα απέχει, τώρα εγώ σαν γυναίκα έτσι το υπολογίζω. Είναι ο σιδηρόδρομος και στα δυο τα μέτρα είναι ο Έβρος. Παλιά χρόνια, όταν ήμουν εγώ επειδή 8-10 χρονών, το ποτάμι το νερό άδειαζε και εμείς και από της Τουρκίας τη μεριά λίγο νερό να τρέχει. Από δω ήταν αμμουδιά και εμείς παιδιά τότε 8-10 χρόνων στο Δημοτικό, τις διακοπές το καλοκαίρι, πηγαίναμε εκεί κοριτσάκι, αγοράκια, σκάβαμε στην άμμο, το λέγαμε «κάναμε αγίασμα». Και έβγαινε νερό από κει και είχαμε κάτι μικρά κουβαδάκια και παίρναμε νερό. Και οι Τούρκοι μας έβλεπαν, μας έλεγαν: «Gel». Το «gel» εμείς νομίζαμε «ελάτε» μας έλεγαν. Δεν είχαμε τότε φόβο, αλλά αφού δεν είχε εδώ νερό από τη μεριά τη δικιά μας, φύτρωσαν μερικά ψηλά δεντράκια. Έπρεπε οι χωριανοί, τα είδαν, να τα βγάλουν τότε. Αυτά μεγάλωσαν, φύτρωσαν κι άλλα. Μαζεύτηκε εκεί άμμος, έγινε ένα μικρό σαν δασάκι. Το βαθύ νερό έμεινε από το δασάκι μέχρι σχεδόν στη σιδηροδρομική γραμμή που απέχει 2 μέτρα το ποτάμι, οι Τούρκοι τους περνούν από κει τους λαθρομετανάστες, αυτό το δασάκι. Τους αφήνουν, φωνάζουν, κάνουν, ξημερώνουν εκεί πέρα, κολυμπούν βρεγμένες, έχουν μαζί τους ρούχα, με βάρκες. Αφού δύο φορές πήγαμε στα μηνύματα και βρήκαμε βάρκα ξεφουσκωμένη, πεταμένη μέσα στα μνήματα. Άλλη φορά πήγαμε, βρήκαμε ένα ζευγάρι μπότες δερμάτινες καινούργιες, μέσα με άσπρο μαλλί, λασπωμένες, αφημένες απάνω στα μνήματα. Φανερό που παίρνουν από δω από μέσα. Κάναν και ένα φυλάκιο, ακριβώς αντίκρα από... Το χωριό και ο σιδηροδρομικός σταθμός και η στάση του τρένου, είναι δηλαδή αντικριστά με την εκκλησία. Κατεβαίναμε τότε που είχαμε συγκοινωνία να περιμένουμε το τρένο, εκείνες ανεβασμένες απάνω σε ένα ψηλό, πώς το λένε αυτό τώρα, παρατηρητήριο πολύ ψηλό. Και αφού άκουγαν τις γειτόνισσες που έλεγαν: «Άντε Κατίνα έλα να πιούμε καφέ -ή- Μαρία, έλα να πιούμε καφέ», φώναζαν και αυτοί από κει: «Μαρία, Κατίνα. Τώρα όμως τα πράγματα αγρίεψαν. Όλο μας βλέπουν τα κιάλια, πώς τα λέτε, μας βλέπουν αγριεμένες. Πολλές φορές εγώ, και είμαι άυπνος άνθρωπος, άκουγα πολύ δυνατή βουή και το ποτάμι την κάνει πιο δυνατή, κι όταν φυσάει κι αέρας βοριάς τη φέρνει. 1:00-2:00 τη νύχτα πάντα άκουγα δυνατή βοή. Τώρα με τα φτωχά μου τα μυαλά εγώ λέω ότι κάναν σήραγγα και κάτω από αυτό το φυλάκιο που έχουν για αυτό το ψηλό το παρατηρητήριο από κάτω έχουν σήραγγα και έχουν, μπορεί να έχουν και τανκς και πολύ μεγάλο στρατιωτικό υλικό. Γιατί τα μυαλά τους είναι να πάρουν τον Έβρο. Προπέρσι έγινε εδώ, Μαράσια-Καστανιές έχουμε δύο χιλιόμετρα απόσταση, μας χωρίζει ο ποταμός Άρδας, μας λένε πινέζα. Έχω και ένα παράπονο μεγάλο, δείχ[00:45:00]νουν τον καιρό. Εγώ επειδή είμαι μόνη μου θέλω να δω τον καιρό. Αφήστε τους, ζουμάρετε λίγο το μηχάνημα, να φανεί και εδώ πάνω πάνω που είμαστε εμείς τα τελευταία χωριά. Φυλάμε Θερμοπύλες. Δείξτε τον καιρό, τι θα γίνει και σε μας εδώ, θα βρέξει; Τι θα γίνει, να κάνουμε λίγο την ετοιμασία μας. [Δ.Α.] να το δείξουν, αμέσως του χάνουν. Δεν μας υπολογίζουν, είμαστε η πινέζα εμείς. Αυτή η πινέζα όμως αγρυπνάει και κρατάει τα σύνορα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο μας έχουν παρατημένους, που πρέπει εμάς, εδώ αυτά τα χωριά να μας... Άντε οι Καστανιές από κείθε από το νερό, αυτοκίνητα, μπορούν, κάνουν τις δουλειές τους, τις κάνουν. Εμάς εδώ που είμαστε έτσι γιατί μας παράτησαν και μας άφησαν σε αυτά τα χάλια; Να μην έχουμε έστω μία φορά τη βδομάδα πούλμαν στην Ορεστιάδα, μία φορά την εβδομάδα που ήμουν στα Δίκια που ήταν δωρεάν. Αφού είμαστε όλο το παραπάνω συνταξιούχοι. Όχι το παραπάνω, δυο-τρεις οικογένειες είναι νέα παιδιά που έμειναν στο χωριό. Έχουμε δηλαδή προβλήματα.
Κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε;
Τελευταίο παιδί μου... Πολλά από τη ζωή μου ακόμα, αλλά τι να ξέρει ο κόσμος τα πολύ-πολύ...
Σαν τι;
Στενοχώριες, βάσανα... Δεν χρειάζεται να τα ξέρει ο κόσμος όλα. Και αυτά που είναι πάρα πολλά. Η ζωή στο χωριό αυτή είναι. Όταν είχαμε τον κόσμο που ήταν σας λέω τριακόσια άτομα και, έχει το χωριό μας μία ευλογία που είναι, έχει πολύ κάμπο. Και όσοι είχαν χωράφια πολλά σπέρναν τότε τη σκούπα, πηγαίναμε από το χωράφι θα την κόψουμε, τη φέρουμε στο αλώνι. Οι γυναίκες με τα χέρια, με τα πριόνια τα έλεγαν, τα έβγαζαν τα σπόρια από τη σκούπα, μετά βγήκαν ένα μηχάνημα που τα δίναμε από λίγα λίγα. Πηγαίναμε πάλι με το μεροκάματο στα αλώνια, δίναμε σκούπα για να το κάνει το μηχάνημα. Εκείνος που είχε χωράφια είχε πολύ καλό εισόδημα από τις σκούπες. Μετά έγιναν τα ποτιστικά, έγινε αναδασμός, έγιναν τα ποτιστικά, άρχισε ο κόσμος να σπέρνει τεύτλα, προόδεψέ πολύ τότε, εδώ γενικά το τρίγωνο, όσα χωριά μπήκαν στον αναδασμό προόδευσε πάρα πολύ με τα τεύτλα. Γέμισαν με αυτοκίνητα, με τρακτέρια, με αποθήκες, με αυτοκίνητα, με όλα. Αλλά δυστυχώς το εργοστάσιο του ζαχάρεως πουλήθηκε και αυτό. Δεν έμεινε τίποτα κρατική υπηρεσία, μόνο μία οικογένεια έμεινε η κρατική υπηρεσία στην Ελλάδα και τα άλλα όλα είναι πουλημένα. Άμα έκλεισε το εργοστάσιο σταμάτησαν και τα τεύτλα, και τώρα και οι γεωργοί, μεγάλοι άνθρωποι όλοι, τέσσερα άτομα νέα παιδιά έμειναν στο χωριό, τα πήραν τα χωράφια, μας δίνουν κάτι ψιχουλάκια, πολύ λίγα ψιχουλάκια, και τα δουλεύουν τα παιδιά αυτά. Τα σπέρνουν σιτάρια, τα σπέρνουν ηλιολουλουδα. Δεν μπορούν καλαμπόκι, το καλαμπόκι δεν δίνουν τιμή καλή. Αλλά αφού μάζεψαν όλα τα χωράφια είναι κερδισμένα, είναι κερδισμένα, είναι καλά. Και τα υπόλοιπα τα παιδιά έφυγαν. Άλλος έγινε γκαρσόν, άλλος έγινε σε ξενοδοχείο, πώς λέγεται τώρα, δεν μπορώ να το θυμηθώ, ρεσεψιονίστας, ναι. Να μην εξηγώ, θα τα καταλάβει και όλα. Φύγαν από το χωριό και το χωριό ερήμωσε τελείως και λυπάμαι πάρα πολύ για αυτό. Μετράμε στην εκκλησία πόσες ήμασταν σήμερα. Α σήμερα ήμασταν δεκαεφτά, ήρθαν δύο-τρεις από τις Καστανιές, γίναμε είκοσι. Άλλη μέρα πόσοι ήμασταν, σήμερα δεκαπέντε, αχ τι κρίμα. Άλλη μέρα άμα έρθουν και από Ορεστιάδα, έρχονται έτσι κάνα δυο οικογένειες, παίρνουμε λίγο κουράγιο στην εκκλησία αν μαζευτούμε και δούμε ότι είμαστε όλες μαζί. Αλ[00:50:00]λιώς, είμαστε όπως σου το είπα και το ξαναίπα, μόνες μας στα σπίτια. Συγγενείς και φίλοι έγιναν οι τηλεοράσεις.
Ευχαριστώ πολύ.
Να είσαι καλά.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Αφηγήτρια μας η κυρία Αγάπη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μαράσια του Έβρου. Πλέον μια από τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού, μας μιλάει για τη ζωή της και τα χρόνια της άνθησης και της παρακμής που βίωσε το χωρό
Αφηγητές/τριες
Αγάπη Καργιώτου
Ερευνητές/τριες
Ευγενία Καραμπατζάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/10/2021
Διάρκεια
50'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Αφηγήτρια μας η κυρία Αγάπη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μαράσια του Έβρου. Πλέον μια από τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού, μας μιλάει για τη ζωή της και τα χρόνια της άνθησης και της παρακμής που βίωσε το χωρό
Αφηγητές/τριες
Αγάπη Καργιώτου
Ερευνητές/τριες
Ευγενία Καραμπατζάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/10/2021
Διάρκεια
50'