© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Πώς να μην σ' αγαπώ, Μάρω μου;»

Κωδικός Ιστορίας
20043
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Δαμιανίδου (Μ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/10/2021
Ερευνητής/τρια
Χαϊδεμένη Παλτόγλου (Χ.Π.)

[00:00:00] 

Χ.Π.:

Έναρξη συνέντευξης. Ονομάζομαι Παλτόγλου Χαϊδεμένη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, η ημερομηνία είναι 13 Οκτωβρίου του 2021, βρίσκομαι στον Αμυγδαλεώνα, στον Νομό Καβάλας, και ξεκινάει η συνέντευξη. Καλησπέρα.

Μ.Δ.:

Καλησπέρα.

Χ.Π.:

Θα θέλατε να μας πείτε το όνομα σας;

Μ.Δ.:

Μαρία Δαμιανίδου.

Χ.Π.:

Πολύ ωραία. Θέλετε να μας πείτε και λίγα λόγια για εσάς; Ποια είστε; Τι κάνετε;

Μ.Δ.:

Λοιπόν. Γεννήθηκα στον Αμυγδαλεώνα, εδώ μεγάλωσα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ έμεινα όλα τα χρόνια της ζωής μου. Ξεκίνησα σαν δημοτικός υπάλληλος στην κοινότητα Πολύστυλου. Στη συνέχεια, με διαγωνισμό, μπήκα στον Δήμο Καβάλας και μετά στο Υπουργείο Οικονομικών. Συνολικά δούλεψα είκοσι χρόνια, έχω δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Τώρα είμαι συνταξιούχος, φυσικά, είμαι 76 χρόνων.

Χ.Π.:

Πολύ ωραία. Θέλετε να μου πείτε για τον σύζυγο σας; Πώς γνωριστήκατε;

Μ.Δ.:

Γνωριστήκαμε όταν ήμουν 16 χρονών, μια Κυριακή πρωί που ήρθε σαν γραμματέας στην κοινότητα μας και ήρθε να γνωρίσει το χωριό και συναντηθήκαμε έξω από την εκκλησία. Ουσιαστικά εκεί ήτανε και με μια πρώτη ματιά, που λένε, έρωτας με την πρώτη ματιά. Φυσικά, ήμουν μικρή, δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήμουν μαθήτρια, στην τετάρτη τάξη Γυμνασίου. Πέρα ότι φοβόμουν την οικογένεια μου, γιατί τα χρόνια ήταν διαφορετικά, δεν ήταν για όλους, τα κορίτσια, ελεύθερα όλα. Ζούσα με τους γονείς μου και τα δυο αδέρφια μου, αγόρια, που ήταν παντρεμένα με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, όλοι μαζί σε ένα σπίτι. Ήμασταν πατριαρχική οικογένεια, αγρότες και κτηνοτρόφοι. Η πρώτη συνάντηση με τον άντρα μου, έγινε μέσα στο λεωφορείο, συνταξιδεύαμε. Καθίσαμε, φυσικά, στο ίδιο κάθισμα, το επιδίωξε, μου έβγαλε και το εισιτήριο και εκεί που μου πρότεινε να κάνουμε σχέση. Εγώ, φυσικά, αρνήθηκα, γιατί φοβόμουν πάρα πολύ, ήμουν παιδί ακόμα. Μπορεί το σώμα μου να ένιωθε ότι έγινα γυναίκα, αλλά η καρδιά μου και το μυαλό μου ήτανε παιδικά και φοβόμουν. Αρνήθηκα, φυσικά. Επί δύο συνεχή χρόνια, βλεπόμασταν έξω, παρέες, όλα τα κορίτσια του Γυμνασίου και ο Δαμιανός, κάναμε παρέα έξω, βόλτες έτσι, στο χωριό, αλλά όχι να με ξεμοναχιάσει. Επί δύο χρόνια προσπαθούσε, εγώ, φυσικά, αρνιόμουν, ώσπου στο τέλος έγινε μια παρεξήγηση και έπαψε να με κυνηγάει. Στο διάστημα αυτό, αρραβωνιάστηκε με μια άλλη κοπέλα από το χωριό. Εγώ έφυγα στην Αθήνα, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, λίγο γιατί αρραβωνιάστηκε, λίγο γιατί είχανε συμβεί κάτι άλλα πράγματα και για ένα περίπου χρόνο δεν ειδωθήκαμε καθόλου. Και όταν τελείωσα το Γυμνάσιο και ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, μια μέρα βγήκα να πετάξω κάτι σκουπίδια και ήρθε ο ταχυδρόμος και λέει: «Μαρία Κριτίδου ποια είναι;», λέω: «Εγώ», λέει: «Έχετε ένα φακελάκι». Το παίρνω –το ‘χω εκεί απέναντι– και μου έστειλε ευχές για τη γιορτή μου: «Επί ευκαιρία της ονομαστική σας εορτής, σας εύχομαι χρόνια πολλά και εκπλήρωση κάθε ευγενούς σας πόθου». Τέλος πάντων, εγώ απ’ τη μια χάρηκα, απ’ την άλλη λέω: «Αρραβωνιασμένος. Τι μου έστειλε;». Μια φίλη μου επέμενε να του απαντήσω, εγώ δεν ήθελα, τελικά με έπεισε και απάντησα, ένα ευχαριστήριο, δηλαδή, όχι τίποτα περισσότερο. Εκείνος, όμως, με απάντησε πάλι, μου έγραψε για όλο αυτό το διάστημα που ήθελε να κάνουμε σχέση και εγώ αρνιόμουν. Εν πάση περιπτώσει, τα Χριστούγεννα ανέβηκα στο χωριό και ήμουν πλέον 19 χρονών και αρχίσαμε να συναντιόμαστε. Ώσπου το μάθανε οι δικοί μου, με διώξανε από το σπίτι, πήρα το βαλιτσάκι μου με λίγα ρούχα και πήγα στην Καβάλα, στην αδερφή μου. Βρήκα δουλειά σε ένα λογιστήριο, δούλεψα για δέκα μέρες, τη δέκατη μέρα ήρθε ο πατέρας μου, έξω από το λογιστήριο, εκεί που δούλευα, σε βιοτεχνία ήταν, και μου λέει: «Παιδί μου, εγώ το έκανα, εσύ μην το κάνεις. Γύρισε, σε παρακαλώ, στο σπίτι!» και εγώ πίστεψα ότι όλα θα ήτανε καλά και γύρισα. Αλλά όταν γύρισα, αρχίσανε πάλι τα ίδια, να μην βγαίνω από το σπίτι… Τέλος πάντων και κάποια στιγμή μου λέει ο Δαμιανός: «Δεν γίνεται», λέει, «θα αρραβωνιαστούμε!». Το λέω στους γονείς μου, λέει ο πατέρας μου: «Εντάξει. Αφού», λέει, «τον θέλεις και σε θέλει, θα αρραβωνιαστούμε. Ας έρθει το Σάββατο να σε ζητήσει». Παρασκευή το πρωί, αφού ήρθε ο αδερφός μου, στον οποίο έμενα στην Αθήνα, κάτω, ήρθε στο σπίτι. Τι είπαν, τι δεν είπανε; Φωνάζει ο πατέρας μου, μου λέει: «Ειδοποίησε τον Δαμιανό να μην έρθει», λέει, «δεν θα συμφωνήσουμε!», λέω εγώ: «Δεν μπορώ να του το πω! Όπως εσείς μου είπατε να τον πω να ‘ρθει, θα ‘ρθει και εσείς να του πείτε ότι δεν έχετε κορίτσι για γάμο» και η μητέρα μου, η οποία συμφωνούσε μαζί μου, με πήρε και φύγαμε από το σπίτι, πήγαμε σε ένα γειτονικό σπίτι, μια κουμπάρα. Μείναμε εκεί μέχρι αργά το βράδυ, ήρθαν ο Δαμιανός, φυσικά είπαν αυτά που, ότι: «Δεν έχουμε κορίτσι για παντρειά, αλλά να σπουδάσει και λοιπά» και την άλλη μέρα, Κυριακή, το βράδυ με μια φίλη, η οποία αργότερα γίναμε και κουμπάρες –τη στεφάνωσα εγώ–, είχε έναν δεσμό με έναν χωριανό μας, φίλο του Δαμιανού, κάνουμε βόλτα στο χωριό και πήγα σε ένα ζαχαροπλαστείο. Ναι, συναντηθήκαν και μου λέει ο Δαμιανός: «Τι γίνεται, Μάρω;», λέω: «Τι να σου πω, Δαμιανέ;», «Εγώ», του λέω, «δεν μπορώ να πω τίποτα, από εσένα εξαρτάται», μου λέει: «Εγώ... Συνεχίζουμε!», λέω: «Εντάξει» και πηγαίνουμε σε ένα ζαχαροπλαστείο, καθόμαστε να φάμε γλυκό. Κάποια στιγμή ένα ανιψάκι μου –της αδερφής μου, της μεγάλης, ο γιός– ήρθε στο ζαχαροπλαστείο, έψαχνε τον θείο του, τον αδερφό μου. Γύρισε στο σπίτι και λέει στον πατέρα μου: «Δεν βρήκα», λέει, «τον θείο, αλλά είδα», λέει, «τη Μάρω με τον γραμματέα που καθόντουσαν στο ζαχαροπλαστείο!» και σε λίγο ξαναβλέπω τον ανιψιό μου, έρχεται, λέω: «Τώρα;», μου λέει: «Είπε ο παππούς να πας στο σπίτι!». Σηκώνομαι με τη φίλη, σηκωθήκαμε, κατηφορίζουμε προς το σπίτι, ο πατέρας μου ανέβαινε, λέω: «Πατέρα, είπες να ‘ρθω;», λέει, ήταν ευγενέστατος και πολύ κοινωνικός άνθρωπος, σου λέει: «Τώρα τι να την πω μπροστά στην κοπέλα;», μου λέει, «Όχι», λέει, «ας τελείωνες ό,τι έκανες, την παρέα σου και μετά να ‘ρχοσουν», λέω: «Όχι, τώρα ήρθα», λέω, «πάμε στο σπίτι». Πήγαμε στο σπίτι, εκεί έγινε το σώσε! Τελικά, δεν με αφήναν να βγω καθόλου έξω, καθόλου στο χωριό, τίποτα και όταν θέλει, όμως, το κορίτσι, δεν πάει να είχα και τρεις άντρες μες στο σπίτι και άλλες τόσες γυναίκες! Με σημειώματα, ένας κοινός μας φίλος, γείτονας, μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ τον Δαμιανό –Θεός σχωρέστον εκεί που είναι τώρα– ο μπαρμπα-Σάββας, δίναμε σημειώματα, ραβασάκια και επικοινωνούσαμε και το βράδυ μετά που ερχόντουσαν όλοι στο σπίτι, εγώ έβγαινα έξω στην αυγή και συναντιόμασταν με τον Δαμιανό! Αυτό συνεχίστηκε αρκετό καιρό, μέχρι τη μέρα που μπήκα στην κοινότητα Πολυστύλου και τους είπα... Γιατί ο Δαμιανός μου είπε ότι γίνεται διαγωνισμός: «Θα δώσεις εξετάσεις;» και: «Φυσικά θα δώσω», του λέω. Δίνω εξετάσεις, περνάω, πιάνω δουλειά στις 11 Σεπτεμβρίου –αξέχαστη μέρα–, από εκεί και μετά έκανα ό,τι ήθελα πλέον και αναγκάστηκε ο πατέρας μου, τον Νοέμβρη λέει στη μητέρα μου: «Πες στη Μάρω να πει τον Δαμιανό να ‘ρθει, να τους αρραβωνιάσουμε, να τελειώνουμε», λέει, «γιατί αυτοί δεν πρόκειται να χωρίσουν!». Μου το λέει η μάνα μου, το λέω στον Δαμιανό, λέω: «Δαμιανέ, έτσι και έτσι», μου λέει: «Μάρω, λυπάμαι, αλλά εγώ στο σπίτι δεν ξανάρχομαι. Αν θέλει ο πατέρας σου, να κατέβει στην Καβάλα, θα συναντηθούμε στο κεντρικό, το καφενείο, στην Καβάλα και εκεί να συζητήσουμε ό,τι θέλει!» και πράγματι, το είπα στον πατέρα μου, κατέβηκε κάτω, συναντηθήκανε, πίνοντας καφέ, τον ρώτησε, όπως την εποχή εκείνη: «Τι θέλεις; Τι απαιτήσεις έχεις;», του λέει: «Εγώ δεν έχω», λέει, «απαιτήσεις! Τη ζωή μας θα τη φτιάξουμε με τη Μάρω. Από εσάς δεν θέλουμε απολύτως τίποτα! Μόνον την ευχή σας!». Μετά ήρθε ο πατέρας μου, συναντηθήκαμε με τον Δαμιανό, μου λέει: «Μπορούμε να αρραβωνιαστούμε!», ήτανε Τρίτη η μέρα, 28 Νοεμβρίου. Λέω: «Πότε να αρραβωνιαστούμε;», «Την Πέμπτη», μου λέει, «30 Νοεμβρίου του Αγίου Ανδρέα», λέω: «Βρε Δαμιανέ, κάτσε!», του λέω, «Δύο μέρες μείνανε! Ας το κάνουμε το Σάββατο», «Όχι!», μου λέει, «Την Πέμπτη! Γιατί, ξέρω ‘γω», λέει, «τι μπορεί να αλλάξει μέχρι το Σάββατο;» και έτσι το Σάββατο 30 Νοεμβρίου αρραβωνιαστήκαμε, μας αρραβώνιασε φίλος παπάς, ήρθε στο σπίτι. «Επειδή ξέρω», λέει, «σας ξέρω και τους δύο, δεν πρόκειται να χωρίσετε, θα σας αρραβωνιάσω εγώ. Είναι ο αρραβώνας που κάνουν στην εκκλησία και όταν θα γίνει η στέψη, θα πείτε στον παπά ότι ο αρραβώνας έχει γίνει, έχει διαβαστεί με τον κανόνα της εκκλησίας και λοιπά και να μπει απευθείας η στέψη». Τώρα δεν θυμάμαι αν το τήρησε ο παπάς, γιατί ήτανε μεθυσμένος. Ο παπάς που μας στεφάνωσε ήταν [00:10:00]μεθυσμένος, κόντεψε το κρασί να το ρίξε όλο πάνω στο νυφικό μου. Το άρπαξε απ’ το χέρι ο Δαμιανός και δεν λερώθηκα! Φυσικά, το καλύτερο νυφικό για την εποχή εκείνη, για τον γάμο μας, που δεν το είχε φορέσει καμία! Όλα ήταν τέλεια, ο γάμος μας πάρα πολύ ωραίος, αλλά δεν μπορούσαμε να πάμε γαμήλιο ταξίδι, γιατί την επόμενη τη Δευτέρα είχανε απογραφή ζώων, κτηνών –έτσι τα λέγανε τότε– και έπρεπε να είμαστε και οι δύο στα γραφεία μας και δεν πήγαμε γαμήλιο ταξίδι. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, φτιάξαμε το σπιτικό μας. Έμεινα έγκυος στο πρώτο παιδί, την κόρη μας, μετά στο δεύτερο. Από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ, ποτέ, παρά μόνο για νοσηλεία στο νοσοκομείο –ή εκείνος ή εγώ– και μία φορά που πήγα στην Αθήνα για μία μετεκπαίδευση σαν γραμματέας, είκοσι μέρες. Αυτές ήτανε οι μέρες που δεν κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Φυσικά στην αρχή δεν είναι εύκολο, όσο και να τον ξέρεις τον άνδρα, όταν ζεις κάτω απ’ την ίδια στέγη, καθένας έχει τον χαρακτήρα του, υπήρχανε κάποιες... Είχα και την πεθερά μου μέσα στο σπίτι, η οποία ήτανε δύσκολος άνθρωπος. Βέβαια ο Δαμιανός ποτέ δεν έπαιρνε τη θέση της, πάντα ήταν μαζί μου, αλλά, όπως και να 'χει, όταν έχεις αυτή τη γκρίνια μες στο σπίτι, γίνεσαι και νευρικός. Με τα χρόνια, όμως, μάθαμε ο ένας τον άλλο και την αγάπη που είχαμε. Διορθώσαμε ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, χωρίς καυγάδες, χωρίς... Και περισσότερο εγώ υποχωρούσα και εκείνος μ’ αγαπούσε, αλλά εγώ για τον εαυτό μου ήξερα ότι τον αγαπάω πάρα πολύ και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον Δαμιανό. Δηλαδή, και να μου έκανε κάτι, δεν θα έπαυα να τον αγαπώ, απλώς θα έχανα τη ψυχή μου, αλλά θα τον αγαπούσα και δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνον. Όμως η ψυχή μου, θα ήτανε πληγωμένη. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις αυτό το πράγμα. Μετά, κάναμε και το δεύτερο παιδί, ωραία ήτανε, δεν μας έλειπε τίποτα και τα γλέντια και οι βόλτες και εκδρομές, παρέες, φίλους. Το σπίτι μας ήτανε πάντα γεμάτο. Η γειτονιά μ’ έλεγε: «Δεν κουράζεσαι, βρε Μάρω; Όλη μέρα στη δουλειά!». Τότε δουλεύαμε και Σάββατο και πρωί, απόγευμα και τα βράδια, τα καλοκαίρια, έξω, στο μπαλκόνι, γινότανε χαμός. Το ‘90 παθαίνει ένα καρδιακό επεισόδιο και κάνει τρία bypass. Για το ‘90 ήταν ακόμα αρχές, τότε δεν κάνανε, όπως τώρα, συνέχεια επεμβάσεις και μπαλονάκια και λοιπά. Περάσαμε μια άσχημη κατάσταση, ήτανε παχύς, είχε παχύνει. Μες στο νοσοκομείο στο ΑΧΕΠΑ, μες στη βρωμιά, μια αηδία, δεν ήταν νοσοκομείο εκείνο τότε. Σε δεκατρείς μέρες έχασε 19 κιλά και έφτασε στα 71 κιλά. Φυσικά δίαιτα, πρόσεχα πάρα πολύ το διαιτολόγιο του, μαζί του και εγώ, περπατούσαμε κάθε πρωί. Μετά από έναν χρόνο βγήκε και στη σύνταξη, γιατί δεν ήθελε να παίρνει αναρρωτικές άδειες: «Εγώ», λέει, «δεν μπορώ να παίρνω αναρρωτικές και να δουλεύουν άλλοι για ‘μενα», εγώ είχα βγει ήδη στη σύνταξη. Περπατούσαμε κάθε πρωί 6 χιλιόμετρα, κάναμε υγιεινή διατροφή, έτρωγα ό,τι έτρωγε και εκείνος και μόνο όταν βγαίναμε έξω, κάναμε παρασπονδίες.

Μ.Δ.:

Το ‘90 αρραβωνιάσαμε την κόρη μας, ο γιός μας είχε φύγει στα 18 του στη Γερμανία να πάει σε μια τεχνική σχολή. Εμείς πηγαίναμε στη Γερμανία κατά διαστήματα, τον βλέπαμε. Λοιπόν, περάσανε δώδεκα χρόνια, τον είχανε χωρίς φαρμακευτική αγωγή οι γιατροί εδώ, δεν έπαιρνε τίποτε εκτός απ’ το Salostir, ασπιρινούλα για την πήξη του αίματος, τίποτα άλλο. Όμως τα μοσχεύματα είχανε σκληρύνει, ενώ δεν είχε χοληστερίνη, είχανε σκληρύνει τα μοσχεύματα και αναγκάστηκε να κάνει δεύτερη φορά στο Διαβαλκανικό. Εκεί, όμως, ήταν πάρα πολύ εύκολα, συνήλθε πολύ γρήγορα, ενώ την πρώτη φορά ήτανε σαν να γύρισε από το θάνατο. Όλα αυτά τα χρόνια αγωνία, τις νύχτες πολλές φορές ξυπνούσα και αν δεν άκουγα την αναπνοή του, να δω αν αναπνέει, μήπως έπαθε κάτι. Ήταν δύσκολα χρόνια και το ’13 –όχι–, αρχές του ‘14 διαγνώστηκε με άνοια, κατά επέκταση τ’ Αλτσχάιμερ. Είχα καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, πράγματα που δεν έκανε, που έκανε καλά, δεν μπορούσε να τα κάνει. Φορολογικές δηλώσεις έκανε το μισό χωριό και άρχισε να μου λέει –στο μεταξύ έφυγε και ο Δαμιανός από την κοινότητα και είχε πάει στην Καβάλα, ήμασταν στο Ταμείο και οι δυο, αλλά αυτός κοινοτικός υπάλληλος– και μου λέει: «Δεν μπορώ να κάνω τη δήλωση! Δυσκολεύομαι», την πρώτη φορά. Εγώ λέω: «Πέρασαν τα χρόνια», λέω, «Καν’ την και πήγαινε στη λογίστρια να δεις αν είναι σωστή, τη στέλνεις, την πας, αν δεν είναι τη διορθώνει η λογίστρια», πήγε, ήρθε χαρούμενος, μου λέει: «Όλα ήταν εντάξει!», του λέω: «Είδες;». Όμως, παρόλα αυτά, παρατηρούσα κάτι άλλα πράγματα, δυσκολίες στην οδήγηση, συμπεριφορές εδώ, μες στο σπίτι, πράγματα που, ήτανε πάρα πολύ, με την καθαριότητα είχε τρέλα. Άρχισα να βλέπω στο μπάνιο υπόλοιπα του ξυρίσματος, κάθε πρωί έπρεπε να ξυριστεί, κάθε πρωί! Είτε δούλευε, είτε δεν δούλευε. Λέω: «Κάτι συμβαίνει, παιδιά! Θα τον πάω σε γιατρό τον μπαμπά». Μου συστήσανε την κυρία Λεμονή, ώρα της καλή, τον πήγα. Αφού του έκανε κάποιες ερωτήσεις, εγώ δεν καταλάβαινα, απαντούσε σε όλα και όμως εκείνη τη διάγνωση της την είχε κάνει. «Υποψιάζομαι», λέει, «κυρία Δαμιανίδου, ότι πάμε για Αλτσχάιμερ. Αλλά θέλω», λέει, «μια μαγνητική στο κεφάλι». Κάναμε τη μαγνητική και εκεί λέει: «Ναι, εδώ ήδη ο εγκέφαλος άρχισε από γκρι σκούρο να γίνεται γκρι ανοιχτό». Εν πάση περιπτώσει, πήγαινε ακόμα στο καφενείο. «Θα συνεχίσεις», λέει, «κύριε Δαμιανέ, να κάνεις ό,τι έκανες! Δεν είναι τίποτα, θα σου δώσουμε φάρμακα», πράγματι συνέχισε να πηγαίνει στο καφενείο, «Θα οδηγείς, όπως οδηγείς τώρα», του λέει, «θα αποφεύγεις τον συνωστισμό, αλλά θα πηγαίνεις στο καφενείο να παίζεις το χαρτάκι σου με τους φίλους, θα κάνεις ό,τι έκανες! Θα βγαίνεις έξω, όλες τις δραστηριότητες!». Όμως κάποια μέρα μου λέει: «Μάρω μου, δεν θέλω να ξαναοδηγήσω», λέω: «Γιατί;», «Καταλαβαίνω», λέει, «ότι κάτι δεν πάει καλά και εγώ δεν θα γίνω αιτία», λέει, «να σκοτώσω κάποιον άνθρωπο!». Πήγαμε στη γιατρό, λέει: «Κύριε Δαμιανέ...», «Όχι», της λέει, «κυρία Λεμονή, δεν θα οδηγήσω!», άφησε τα κλειδιά στο σπίτι, δεν ξαναοδήγησε. Ενώ άλλος με Αλτσχάιμερ με το ζόρι τους παίρνουν τα κλειδιά, εκείνος ήτανε, αυτό μου έλεγε η κυρία Λεμονή, ότι είναι: «Ακόμα και στην ασθένεια του, είναι λογικός». Μας στάθηκε πάρα πολύ η κυρία Λεμονή, σαν γιατρός είναι... Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι να πω, αλλά και σαν άνθρωπος δεν υπάρχει! Είναι... Αν πούνε με μια λέξη να περιγράψω την ειδικότητα του νευρολόγου, θα έλεγα: «Ιφιγένεια Λεμονή!», τίποτε άλλο! Μας στάθηκε πάρα πολύ, όταν δεν μπορούσε πια να πηγαίνει, ερχόταν στο σπίτι, αλλά αρχίσαν τα προβλήματα με εμένα, τα ψυχολογικά. Πονούσε η πλάτη μου, έκανε όλες τις εξετάσεις, τα πάντα, από γιατρό σε γιατρό, νοσοκομεία, τίποτα. «Δεν υπάρχει τίποτα σωματικό». Ήτανε ψυχολογικό το πρόβλημα μου. Κάποια μέρα, ενώ περπατούσε εδώ, έπεσε. Έπεσε, δεν μπορούσα να τον σηκώσω, φώναξα τα παιδιά, ήρθαν, τον σηκώσαμε, τον βάλαμε στην καρέκλα: «Δαμιανέ, πονάς;», «Όχι!». Παίρνω την Όλγα τηλέφωνο, λέω: «Όλγα, έτσι και έτσι», μου λέει: «Πονάει;», λέω: «Όχι, δεν πονάει», ήρθε εδώ, τον είπε: «Σήκω», σηκώθηκε, του λέει: «Μπαμπά, πονάς;», λέει: «Όχι!», λέει: «Μαμά, επειδή ξέρω», λέει, «τον μπαμπά πόσο δυνατός είναι, πιστεύω και να πονάει δεν θα το πει. Για αυτό», λέει, «τον πάμε στο νοσοκομείο» και τον βάζουμε στο αυτοκίνητο, τον πάμε στο νοσοκομείο και είχε σπάσει το ισχίο του, κάταγμα... Δηλαδή σπάσιμο στο ισχίο και εκείνος έλεγε: «Δεν πονάω». Τέτοιος, δηλαδή, δυνατός άνθρωπος ήτανε, να μη στεναχωρήσει κανέναν! Όταν είδανε την ακτινογραφία οι γιατροί και η νύφη μου, παγώσανε. Λέει: «Αν είναι δυνατόν!» και εκεί ας είναι καλά και η κυρία... Πώς τη λέμε; Η αναισθησιολόγος, ενώ ήταν να τον χειρουργήσουν Δευτέρα, λέει: «Όχι, τον άνθρωπο! Θα ‘ρθω εγώ εκεί και δεν θα τον αφήσετε να πονάει!» και την Παρασκευή μέρα τον χειρουργήσανε, αλλά μας είπαν οι γιατροί: «Δεν θα ξαναπερπατήσει, γιατί όταν θα μείνει στο κρεβάτι θα νομίζει ότι αυτή είναι η κατάσταση που πρέπει να είναι» και πραγματικά δεν περπατούσε πλέον μόνος του. Πήρε και κοπέλα στο σπίτι να με βοηθήσει, αλλά δεν ήθελε κανέναν, ήθελε μόνο εμένα. Ντρεπότανε, έπρεπε εγώ να τον αλλάξω, δεν μπορούσε, δεν πήγαινε στην τουαλέτα, εγώ τον έλουζα, εγώ τα κακά του, όλα, τα πάντα! Η κοπέλα μόνο λίγο να τον σηκώσουμε να περπατήσει και να τον ταΐσει, όταν εγώ δεν [00:20:00]μπορούσα από τον πόνο, δεν μπορούσα να σταθώ όρθια, αλλά όλα τα έκανα. Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να πάρουμε και κρεβάτι ειδικό, γιατί πλέον δεν σηκωνόταν καθόλου. Τον έλουσα στο κρεβάτι, τον περιποιόμουν, μου έλεγε η κυρία Λεμονή: «Βαλ’ τε τον. Τουλάχιστον δυο βδομάδες σ’ ένα ίδρυμα, λίγο να ξεκουραστείτε», «Όχι», της έλεγα, «ούτε ώρα! Ούτε ώρα!», «Τουλάχιστον να βγαίνετε εσείς!», μου λέει. Τελικά κάποιες συμμαθήτριες απ’ το Γυμνάσιο είχανε κανονίσει και βγαίνανε όλες μαζί μια φορά τον μήνα, ‘καναν συνάντηση και με έπεισαν και πήγαινα και εγώ. Αλλά τον πρώτο καιρό και εκεί που πήγαινα, έμπαινα στο αμάξι της φίλης μου, που κατεβαίναμε, και ξάπλωνα, γιατί δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Σιγά, σιγά πέρασε. Στην αρχή με περίμενε να ‘ρθω, μετά –αυτά έγιναν πριν πέσει– με περίμενε να ‘ρθω, μετά έμενε η κοπέλα. Κανά-δυο φορές έμεινε και η κόρη μου κοντά του. Εν πάση περιπτώσει, μια φορά τον μήνα έβγαινα. Όταν πια έμεινε τελείως στο κρεβάτι, τον φέραμε εδώ, τα νοσοκομειακά κρεβάτια πήραμε και του τα ‘κανα όλα στο κρεβάτι. Ξύρισμα, κακά του, λούσιμο, νύχια, τα πάντα! Τα πάντα από ‘μενα, η κοπέλα μόνο έβλεπε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο ή να τον σηκώσουμε. Μετά, όταν σηκωνόταν και το κρεβάτι, δεν χρειαζόταν αλλά την είχα. Δέκα μέρες δεν μιλούσε καθόλου, έτρωγε, τον ταΐζαμε, έτρωγε. Έφερα και παθολόγο μια φορά, τον είδε, λέει: «Καλά είναι. Καλά τον βλέπω», ακόμα ανέπνεε με άνεση και δέκα μέρες πριν φύγει τον είχα λούσει ανά σχεδόν μέρα παρά μέρα, τον έπλυνα, τον ξύρισα, τέλος πάντων, τον άλλαξα και εκεί με ‘πιασαν τα κλάματα. Έσκυψα πάνω του, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του λέω: «Δαμιανέ μου, πόσο σε αγαπάω!», του λέω, «Να ‘ξερες! Δεν ξέρω, όμως, εσύ αν μ’ αγαπάς!». Ήταν και η κοπέλα στα πόδια του κρεβατιού και γύρισε, με κοίταξε –δεν θα το πιστέψεις– και μου λέει: «Πώς να μην σ’ αγαπώ, Μάρω μου;», ενώ δεν μιλούσε καθόλου. Μου λέει η Βούλα: «Δεν το πιστεύω», λέει, «Μάρω! Δεν το πιστεύω ότι μίλησε!», δεν ξαναμίλησε. Μετά συνέχισα εγώ να τον πλένω, να τον καθαρίζω. Στις 22 Ιανουαρίου, απόγευμα, τον έλουσα, τον ξύρισα, έκοψα τα νύχια του, τον άλλαξα, τα πάντα, ήρθε η κόρη μου κάτω και τον έβαλα να κοιμηθεί, έφαγε και τον έβαλα να κοιμηθεί. Εντωμεταξύ, δεν ήτανε πολύ καλά. Του έκανα μασάζ στην πλάτη κάθε μέρα, όπως μου είπε ο γιατρός και ο φυσικοθεραπευτής, για να βοηθάω τα πνευμόνια του. Ήρθε η κόρη μου και λέει: «Μαμά, έχει τρεις μέρες που δεν κοιμήθηκες. Πάρε μισό Xanax και ξάπλωσε εδώ, στον καναπέ», λέω: «Όχι, πουλάκι μου, ο μπαμπάς δεν είναι καλά! Δεν θέλω να κοιμηθώ!», «Όχι», μου λέει, «θα κοιμηθείς, γιατί δεν ξέρουμε πόσο θα πάει ακόμα. Εγώ θα είμαι πάνω και θα ‘ρχομαι να τον βλέπω». Να φανταστείς, Χαϊδεμένη, έπαιρνα Xanax το βράδυ για να κοιμηθώ, τις προηγούμενες βραδιές, και ξυπνούσα τέσσερις φορές τη νύχτα, για να δω αν είναι καλά, αν αναπνέει. Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να φύγω και απ’ το κρεβάτι, γιατί δεν μπορούσα από τον θόρυβο που έκανε το αερόστρωμα, να κοιμηθώ καθόλου και είχε και –πώς το λένε;– ανησυχίες τη νύχτα, τα χέρια του τα σήκωνε, έδινε γροθιές, τα πόδια του και μου ‘λεγε η γιατρός: «Θα κοιμηθείς χωριστά, γιατί μπορεί να σε κάνει κακό, χωρίς να το θέλει» και κοιμόμουνα στον ξενώνα. Σηκωνόμουν τέσσερις φορές τη νύχτα, για να δω αν αναπνέει και όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, πήγαινα κοντά του, τον αγκάλιαζα, έπαιρνα το χέρι του, το ‘βαζα εδώ και με έπαιρνε ο ύπνος. Και το βράδυ εκείνο πήρα το Xanax, ξάπλωσα στον καναπέ και με πήρε ο ύπνος αμέσως. Είχα τρία βράδια να κοιμηθώ. Η κόρη μου κατέβηκε κάποια στιγμή, τον είδε και ξανανέβηκε και κάποια στιγμή ακούω: «Μαμά, ο μπαμπάς!», πετάγομαι πάνω, εκεί είναι που άνοιξα την πόρτα, τον είδα που... Και όταν σηκώθηκα εγώ και πήγα επάνω του, έβγαλε, δύο φορές ανάσες πήρε και ξεψύχησε. Και τώρα, όσο περνάει καιρός, γίνομαι χειρότερα. Λένε: «Ο χρόνος είναι γιατρός». Ο χρόνος γιατρεύει ό,τι το αφήσεις να γιατρέψει! Αφού τον βλέπω συνέχεια μπροστά μου! Έρχεται στον ύπνο μου πολύ συχνά, αλλά δεν μιλάει, τον βλέπω να δουλεύει, αλλά δεν μου μιλάει ποτέ! Εγώ τώρα είμαι, φυσικά, με θεραπευτική αγωγή, γιατί πονούσα πάρα πολύ. Δεν μπορούσα, και τώρα με παρακολουθεί η κυρία Λεμονή, είμαι καλά, εντάξει. Καμιά φορά τώρα, με αυτήν την αναστάτωση μπορεί μετά να με πιάσει ο πόνος, αλλά περνάει. Ξαπλώνω λίγο και με περνάει, δεν είναι όπως πριν.

Χ.Π.:

Είστε εντάξει;

Μ.Δ.:

Εντάξει.

Χ.Π.:

Θα μπορούσα να σας κάνω κάποιες–

Μ.Δ.:

Αυτή είναι.

Χ.Π.:

Διευκρινιστικές...

Μ.Δ.:

Αυτή είναι η ζωή, η ζωή μου! Πριν από τα 16 μου χρόνια δεν θυμάμαι τίποτα, δεν ξέρω, δεν. Η ζωή μου είναι από την ημέρα που γνώρισα τον Δαμιανό!

Χ.Π.:

Θα μπορούσα να σας κάνω κάποιες διευκρινιστικές, για τα πρώτα χρόνια;

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Θέλετε... Μου είπατε ότι πρώτη μέρα τον γνωρίσατε στην εκκλησία.

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Θέλετε να μου πείτε λίγο παραπάνω για αυτό; Που μου είπατε πριν πώς αντιδράσατε όταν τον είδατε την πρώτη, πρώτη φορά;

Μ.Δ.:

Ένιωσα κάτι περίεργο. Ήμουν παιδί, το αγοροκόριτσο του χωριού. Όποιον να ρωτήσετε εδώ θα σας πει: «Τη Μάρω, το αγοροκόριτσο». Ποδόσφαιρο... Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, έπαιζα τα πάντα, όλα τα παιχνίδια. Ήμουν πάντα αρχηγός και ούτε στο μυαλό μου ούτε έρωτες, ούτε τέτοια πράγματα, δεν περνούσαν. Όταν είδα τον Δαμιανό, όμως, κάτι άλλαξε μέσα μου και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που με τραβούσε. Πήγα στην εκκλησία, πήρα τη βεβαίωση, γύρισα στο σπίτι, πήγα στο κρεβάτι μου, ήρθε η μαμά μου μέσα, μου λέει: «Μάρω, είσαι άρρωστη;», «Όχι», λέω, «δεν... Έτσι, νιώθω κουρασμένη» και λέω: «Τι είναι αυτό, ρε παιδί μου; Τι έπαθα;», λέω. Από εκεί και μετά δεν έβγαινε απ’ το μυαλό μου καθόλου, καθόλου! Παρόλα αυτά, εκείνη η χρονιά ήταν η πιο παραγωγική στο Γυμνάσιο. Διάβαζα πάρα πολύ, γιατί ο Δαμιανός ήτανε πάρα πολύ καλός και σαν μαθητής και σαν υπάλληλος και ήθελα να φανώ αντάξιά του και μια μέρα από το σχολείο, πώς βρεθήκαμε στο ίδιο λεωφορείο; Τι πώς βρεθήκαμε; Ήθελα να τον συναντήσω και έφυγα από το σχολείο –δεν το είπα προηγουμένως–, ενώ πήγα, κατέβηκα με το λεωφορείο, πήγα στο σχολείο και έφυγα για να προλάβω το λεωφορείο που έρχεται στο χωριό, για να τον δω. Και έτσι συναντηθήκαμε, μπήκαμε μέσα στο λεωφορείο, καθίσαμε στο ίδιο κάθισμα, μου έβγαλε το εισιτήριο, ευγενέστατος, και με ρωτούσε εκεί για το σχολείο και κάποια στιγμή μου λέει: «Μάρω, θες να κάνουμε σχέση;». Εγώ άρχισα να τρέμω ολόκληρη! Του λέω –μου ‘ρχοταν να πέσω στην αγκαλιά του, αλλά φόβος!– λέω: «Όχι, Δαμιανέ», λέω, «δεν μπορώ, γιατί δεν θα τα βγάλω πέρα. Και σχολείο και σχέση», του λέω, «δεν, δεν μπορώ». Μπορεί στο σώμα να ένιωθα πλέον γυναίκα, αλλά στο μυαλό και στην καρδιά ήμουνα ακόμα παιδί και φοβόμουν. Ήξερα και την οικογένεια μου. Ενώ ήτανε –δεν ξέρω τι να πω;–, δεν ήτανε και ο πατέρας μου παλαιών αρχών, ήτανε πολύ κοινωνικός, αλλά φοβόμουν τα αδέρφια μου. Αν ήταν μόνο ο πατέρας μου, δεν θα είχα πρόβλημα. Και από εκεί και μετά, κάναμε παρέα, αλλά με άλλα κορίτσια μαζί, μιλούσαμε, ήτανε συνέχεια στην παρέα μας. Αλλά δεν μπορούσε να με ξεμοναχιάσει για να μου μιλήσει, δεν του το επέτρεπα, το απέφευγα και μια μέρα, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Γεωργίου, που είχαμε πανηγύρι, κάναμε βόλτες στον δρόμο μέχρι το αεροδρόμιο και με μια φίλη μου –το πατρικό μου σπίτι είναι πάνω στον δρόμο, βγαίνοντας από το χωριό– και προχωρήσαμε προς τα κάτω οι δυο μας και κάναμε βόλτα και κάποια στιγμή βλέπουμε έρχονται ο Δαμιανός με τον Νίκο, τον Σιδηράτο –καθηγητής ο οποίος και αυτός πέθανε νεότατος από τον Σταυρό, ένα πολύ καλό παιδί–, κάνανε και αυτοί περίπατο και όταν συναντηθήκαμε, λέει ο Δαμιανός: «Να κάνουμε μαζί περίπατο;». Εγώ αμέσως απάντησα: «Όχι!», εκεί κάτι είπε ο Δαμιανός, εγώ, όμως, δεν το άκουσα. Από την άλλη μέρα, άρχισε να με αποφεύγει. Λέω: «Αν εσύ μια φορά με αποφεύγεις, εγώ θα σε αποφύγω δυο, έστω και αν υποφέρω!». Πήγα άλλη μια φορά εδώ στο Γυμνάσιο, μετά έφυγα, πήγα κάτω, στην Αθήνα, ο Δαμιανός αρραβωνιάστηκε. Τα είπαμε αυτά νομίζω.

Χ.Π.:

Μάθατε γιατί, τι σας είπε;

Μ.Δ.:

Ναι! Είπε στον φίλο του: «Έλα, ρε Νίκο, υπάρχουνε και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια!» και νομίζοντας ότι εγώ –γιατί τσατίστηκε, σου λέει: «Μέχρι πότε θα σε κυνηγάω εγώ;»–, νομίζοντας ότι εγώ το άκουσα και θύμωσα. Εγώ νόμιζα ότι θύμωσε εκείνος, γιατί δεν κάναμε μαζί τους βόλτα και έτσι από μια παρεξήγηση, που δεν ξέραμε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ποια είναι, σταματήσαμε να χαιρετιόμαστε.

Χ.Π.:

[00:30:00]Θυμάστε τη μέρα που μάθατε ότι αρραβωνιάστηκε; Πώς το μάθατε;

Μ.Δ.:

Πώς το ‘μαθα; Δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ. Με μια κοπέλα από εδώ, απ’ το χωριό μας είχε αρραβωνιαστεί, η οποία δεν ξέρω πώς αρραβωνιάστηκε, καμία... Τέλος πάντων. Ίσως ήθελε να κάνει οικογένεια ο άνθρωπος και εγώ δεν συμφωνούσα, δεν μπορώ να πω τίποτα. Μετά, όταν παντρευτήκαμε πια, αρραβωνιαστήκαμε, δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί αρραβωνιάστηκε, αλλά μου είπε τον λόγο που χωρίσανε, τον οποίο δεν μπορώ να πω. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω, δεν ξέρω αν, γιατί πριν μου στείλει τις ευχές για τη γιορτή μου, είχε συναντήσει μια κοινή μας φίλη που κάναμε παρέα στην Καβάλα και της λέει: «Η φίλη», αφού είπαν τα δικά τους, λέει: «Η φίλη σου, η Μάρω, τι κάνει;», του λέει: «Η φίλη μου, η Μάρω, είναι μια χαρά στην Αθήνα! Εσύ», του λέει, «ήσουν ο βλάκας που έχασες τέτοιο κορίτσι μέσα απ’ τα χέρια σου!», «Μα», της λέει, «αφού δεν με ήθελε!», «Τι λες;», του λέει, «Η Μάρω σε αγαπάει!», «Είσαι σίγουρη;», τη λέει, λέει: «Σιγουρότατη!». Δεν τον ρώτησα ποτέ, όμως, αν ήταν αρραβωνιασμένος όταν τα είπε, δεν ήθελα, ας πούμε, να τον φέρω σε τέτοια κατάσταση δύσκολη. Και όταν ήμασταν στον Ασπρόπυργο, μέναμε με την αδερφή της νύφης μου, κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι και κάποια μέρα πηγαίνουνε –δεν θυμάμαι τώρα τι, σε ποια γιορτή– πηγαίνουν στην εκκλησία σιτάρι και το διαβάζει ο παπάς και οι κοπέλες βάζουνε κάτω απ’ το μαξιλάρι να δουν ποιον θα παντρευτούνε! Ήταν ένα έθιμο, ας το πούμε έτσι. Και είχαμε πάει στην εκκλησία, στον Ασπρόπυργο, στην παραλία Ασπροπύργου, ήταν ένας νεαρός παπάς και λέει: «Κορίτσια, αύριο να μου φέρετε σιτάρι να το διαβάσω και να σας το δώσω να δείτε ποιον θα παντρευτείτε!» και κάποια από εκεί, γιατί αγροτικές οικογένειες ήταν, πήγε σιτάρι και αφού το διάβασα μας το μοίρασε και βάλαμε –κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι με την Πόπη–, βάλαμε το σιτάρι κάτω απ’ το μαξιλάρι. Το πρωί μου λέει η Πόπη: «Τι όνειρο είδες;», λέω: «Άμα σου πω τι όνειρο είδα... Τον Δαμιανό», της λέω, «είδα,, που περνούσε έξω απ’ το σπίτι του και έκοψε ένα κλαδί γαρύφαλλα, κόκκινα γαρύφαλλα και μου το πρόσφερε από τη βεράντα μου πρόσφερε τα...», «Είδες μου», λέει, «τι βλακείες είναι! Αρραβωνιασμένο άνθρωπο, τον είδες στον ύπνο σου!», λέω: «Εσύ τι είδες;», «Εγώ», λέει, «είδα έναν γάιδαρο» και γελούσαμε! Και μετά, τώρα δεν θέλω να πιστεύω ότι είχε κάποια σχέση αυτό με το ότι έσμιξα με τον Δαμιανό. Δεν ξέρω. Αλλά τότε τα πιστεύαμε.

Χ.Π.:

Μπορείτε να μου πείτε λίγες παραπάνω λεπτομέρειες για αυτό το έθιμο με το σιτάρι; Τι εννοούσε ότι θα το διαβάσει;

Μ.Δ.:

Ναι, διαβάζει κάποια ευχή –δεν θυμάμαι σε ποια γιορτή, κάπου Αγίου γιορτή είναι, δεν μπορώ να θυμηθώ– και διαβάζει το σιτάρι μες στο ιερό. Το παίρνει, το διαβάζει τότε και το έδινε στα κορίτσια, όπως τα κουφέτα που δίνουν οι νύφες; Κάτι παρόμοιο.

Χ.Π.:

Σιτάρι εννοείται...

Μ.Δ.:

Το σιτάρι που κάνουμε το αλεύρι, ναι!

Χ.Π.:

Okay. Θέλετε να μου πείτε και για τη μέρα του αρραβώνα, πώς ήτανε; Να μου την περιγράψετε;

Μ.Δ.:

Η μέρα του αρραβώνα ήτανε πάρα πολύ ωραία! Είχαμε και μπουμπουνιέρες, είχαμε παπά. Ένας φίλος παπάς, εξαιρετικός, που τον είχε στείλει η Χούντα από την Αθήνα, από το Πεδίο του Άρεως εδώ, σε εμάς. Ήτανε πάρα πολύ ωραίος και ήτανε φίλος, πολύ φίλος του Δαμιανού, κάνανε παρέα και του είπε ο Δαμιανός και λέει: «Θα ‘ρθω, Δαμιανέ, γιατί ξέρω ότι με τη Μάρω αγαπιέστε πάρα πολύ και δεν πρόκειται να χωρίσετε, γιατί, αν διαβάσω και χωρίσετε πρέπει να πάτε στη Μητρόπολη». Ναι. Τώρα δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει αυτό, αλλιώς αρραβώνας είναι μόνο να βάλεις τις βέρες. «Για αυτό», λέει, «θα πείτε τον παπά ότι ο αρραβώνας έχει γίνει κανονικά, με τους κανόνες της εκκλησίας και να μπει κατευθείαν στα λόγια της στέψης», αλλά σου είπα δεν θυμάμαι αν, ο παπάς μας ήταν μεθυσμένος και δεν ξέρω αν μας έκανε αρραβώνα ή όχι, δεν το θυμάμαι.

Χ.Π.:

Ο παπάς στον γάμο ήταν μεθυσμένος;

Μ.Δ.:

Όχι, αυτός που μας αρραβώνιασε είχε φύγει και ήρθε ένας άλλος παπάς, από ‘δω, από το Δάτο, ο οποίος ήτανε αλκοολικός και ήτανε η γιορτή της Χούντας, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, εμείς εκείνη τη μέρα παντρευτήκαμε, 22 Απριλίου και αυτός ήρθε απ’ το τραπέζι εκεί μεθυσμένος και μας λένε: «Μεθυσμένος παπάς σε πάντρεψε;». Εμάς μεθυσμένος ήταν!

Χ.Π.:

Θυμάστε τις προετοιμασίες για τον γάμο;

Μ.Δ.:

Για τον γάμο, ναι. Αφού άρχισα να δουλεύω, την προίκα την έκανα όλη μόνη μου, δεν υποχρέωσα τους γονείς μου σε τίποτα, τίποτα απολύτως. Τα ‘κανα όλα μόνη μου και με τον Δαμιανό, τα πάντα! Επειδή είχε σκοτωθεί ο αδερφός μου το ‘64, παρόλο ότι παντρευτήκαμε το ‘68, μετά από τέσσερα χρόνια, δεν καλέσανε κόσμο στον γάμο. Δηλαδή, για το Σάββατο βράδυ, εμείς οι Πόντιοι κάναμε γλέντια στο σπίτι και απλώς ήρθαν οι συγγενείς από μακριά και μέσα απ’ το χωριό οι πολύ στενοί φίλοι και με μια ποντιακή λύρα κάναμε το γλέντι και την άλλη μέρα, πήγαμε στην εκκλησία. Θυμάμαι τον Δαμιανό να περιμένει στην παλιά εκκλησία, όπως ήταν ο διάδρομος, μπροστά στην εκκλησία και μπήκα εγώ και άρχισαν οι συνάδελφοι και φίλοι και συγγενείς να χειροκροτάνε και τον Δαμιανό να με περιμένει στην πόρτα της εκκλησίας. Ήταν πάρα πολύ ωραία!

Χ.Π.:

Θέλετε να μου δείξετε κάτι;

Μ.Δ.:

Όχι, και άλλο άλμπουμ, δεν ξέρω, δεν το πήρα, του γάμου.

Χ.Π.:

Θα το δούμε μετά.

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Ναι;

Μ.Δ.:

Ναι, ναι.

Χ.Π.:

Εκτός άμα θέλετε τώρα. Υπήρχανε κάποια έθιμα, ξέρω ότι παλιότερα, πριν τον γάμο, υπήρχαν κάποια έθιμα που κάνανε.

Μ.Δ.:

Στον δικό μου γάμο δεν γίνανε. Όχι, αυτά τα έθιμα δεν γίνανε στον δικό μου γάμο. Αλλά έθιμα, απ' τα αδέρφια μου που παντρευτήκανε τρεις μέρες ήταν ο γάμος. Τρεις μέρες, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα. Δευτέρα βράδυ, χορεύοντας, οι φίλοι του γαμπρού και της νύφης, γύριζαν σπίτια γνωστά και κλέβανε κοτόπουλα. Χορεύανε το Κοτσανγκέλι, έτσι το λένε οι Πόντιοι, και κλέβανε κοτόπουλα, τα ‘φέρναν στο σπίτι, τα μαδούσανε, σε καζάνι τα βράζανε και την άλλη μέρα, Τρίτη, ξανά συνεχιζόταν το γλέντι! Τέσσερις μέρες. Σε εμένα όμως, επειδή σου είπα ότι είχε σκοτωθεί ο αδερφός μου και επειδή ήταν 26 χρονών δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Απλά την Κυριακή το βράδυ, με τους κουμπάρους μας και τον αδερφό του άνδρα μου, τον κουνιάδο μου και τη γυναίκα του βγήκαμε, πήγαμε στον Μιχάλη και φάγαμε εκεί, χορέψαμε λίγο και γυρίσαμε στο σπίτι.

Χ.Π.:

Θέλετε να μου πείτε και για την οικογένεια σας;

Μ.Δ.:

Η οικογένεια μου. Λοιπόν, οι γονείς μου ήρθαν και οι δύο από τον Πόντο, Τραπεζούντα, από διαφορετικά χωριά. Ο πατέρας μου ήρθε μόνος του, χωρίς τους γονείς του, οι γονείς του πρέπει να είχανε πεθάνει. Ο πατέρας μου ήτανε γεννημένος το 1896, η μάνα μου το 1908 –δώδεκα χρόνια είχαν διαφορά όχι δέκα– και η μητέρα μου έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 7 χρόνων και ήρθε με τη μητέρα της, την νύφη του, τη γυναίκα του μεγάλου αδερφού της και τον ανιψιό της, επίσης και τον μικρό της αδερφό. Αλλά η μητέρα της πέθανε στην Κωνσταντινούπολη από τύφο και την ρίξανε εκεί σε έναν λάκκο με ασβέστη και ήρθε αυτή με τους υπόλοιπους στην Καβάλα. Τους στείλανε στο Μακρυχώρι, σε ένα χωριό νικητές, που κατοικούσαν Τούρκοι πριν, τους δώσανε σπίτια. Μείνανε εκεί μέχρι το ‘36, γεννηθήκανε –πόσα παιδιά; Πέντε και τέσσερα;– εννιά παιδιά στο χωριό εκεί... Όχι, ψέματα! Τα δίδυμα γεννηθήκανε εδώ, όχι. Πέντε, εφτά παιδιά και πέντε έκανε εδώ, εγώ είμαι η τελευταία, τα δίδυμα είχαν πεθάνει μικρά. Ήμασταν τέσσερα αγόρια, τέσσερα κορίτσια με διαφορά ηλικίας, τα πρώτα, δύο χρόνια, ανά δύο χρόνια έκανε παιδί η μάνα μου, και στο τέλος, εγώ είχα πέντε χρόνια διαφορά με την αδερφή μου. Μέχρι και την προηγούμενη αδερφή μου, ήτανε, δύο χρόνια έκανε παιδιά η μαμά μου. Μια ηρωίδα. Μετά παντρευτήκανε τα… Ο πρώτος ο αδερφός μου παντρεύτηκε, μες στο σπίτι έμεινε, παντρεύτηκε και ο δεύτερος. Κάνανε και οι δύο, ο ένας δύο παιδιά, ο άλλος τρία. Μέναμε όλοι μαζί. Ήρθε κάποια εποχή που ήμασταν στο σπίτι δεκαοχτώ άτομα. Είχαμε ένα τραπέζι μιάμιση φορά σαν και αυτό, σαν του μυστικού δείπνου και από πάνω είχαμε την εικόνα του μυστικού δείπνου, σε μια μεγάλη κουζίνα. Φυσικά, ποτέ δεν μπορούσαμε να φάμε μαζί, παρά μόνο τις γιορτές, γιατί ο κάθε ένας είχε τις δουλείες του και δεν μπορούσαμε να φάμε μαζί. Αλλά στις γιορτές ήμασταν... Πρώτα θα τρώγαμε και μετά θα φεύγανε, και τα Χριστούγεννα και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τρώγαμε όλοι μαζί, φρούτα, γλυκά στο τραπέζι και ο πατέρας μου έριχνε χρήματα στο τραπέζι και όποια από τις γυναίκες σηκωνόταν το πρωί και μάζευε το τραπέζι –τ’ αφήναμε έτσι για να ‘ρθει ο Αϊ Βασίλης να φάει και εκείνος– και όποια γυναίκα σηκωνόταν το πρωί, έπαιρνε και τα λεφτά, τα χρήματα που άφηνε ο πατέρας μου. Τα αδέρφια μου ‘βγαιναν έξω, μετά που τρώγαμε, γιατί τότε παίζανε χαρτιά σε σπίτια και σε καφενεία και γυρίζανε το πρωί. Παραμονή Χριστουγέννων πηγαίναμε στην εκκλησία τα ξημερώματα, ήταν ωραία. Ωραία χρόνια! [00:40:00]Μετά, τα παιδικά μου χρόνια ήτανε παιχνίδι και τίποτα άλλο και δουλειές, φυσικά, απ’ τα δώδεκα μου χρόνια, άρχισα να δουλεύω. Όταν, όμως, δεν είχαμε δουλειές, παίζαμε. Τα εφηβικά μου χρόνια, δεν θα ‘λεγα ότι ήταν όμορφα, γιατί, με νύφες μες στο σπίτι, δεν... Εγώ ήμουν τελευταία και δεν δικαιούμουν ούτε να μιλάω, ούτε να απαιτώ. Μετά έφυγε ο ένας αδερφός μου, του χτίσανε σπίτι, έφυγε, έμεινε ο άλλος. Ο τρίτος σκοτώθηκε. Ο ένας ήταν στρατιωτικός, παντρεύτηκε από εδώ απ’ το χωριό και έμενε στο σπίτι του και έμεινα εγώ με τους γονείς μου και τον αδερφό μου με την οικογένεια του, τον μεγάλο. Ώσπου παντρεύτηκα και έφυγα και εγώ. Οι γονείς μου μείνανε με τον μεγάλο τον αδερφό μου, μέχρι που πέθαναν, ο πατέρας μου το ‘82, σε ηλικία 86 ετών και η μητέρα μου το 2000, σε ηλικία 90, το 2002; 94. Το 2002, σε ηλικία 94 χρόνων.

Χ.Π.:

Μου είπατε πριν για τη μητέρα σας, νομίζω για τον γάμο, ότι παντρεύτηκε στα 15.

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Μπορείτε να μου πείτε λίγο παραπάνω για αυτό;

Μ.Δ.:

Αφού δεν είχε μητέρα, δεν είχε πατέρα, η νύφη της ήθελε να την παντρέψει και παντρεύτηκε στα 15, στον πατέρα μου, ο οποίος ήτανε δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος. Αλλά ήτανε πάρα πολύ καλός, βοηθούσε πολύ τη μητέρα μου, μπορεί να ‘καναν πολλά παιδιά, αλλά επειδή μαγείρευε ο πατέρας μου –γιατί ήτανε μάγειρας σε πλοίο, έκανε μάγειρας σε πλοίο–, μαγείρευε τα δύσκολα φαγητά, δεν την άφηνε τη μητέρα μου ψάρια και τέτοια πράγματα. Έκανε γλυκά τις γιορτές ο πατέρας μου, ζύμωνε πάντοτε εκείνος, γιατί κάναμε πάρα πολλά ψωμιά, δεκαοχτώ ψωμιά και η μάνα μου δεν μπορούσε να ζυμώσει. Ήτανε μικρόσωμη, πιο μικρόσωμη από εμένα και ζύμωνε ο πατέρας μου. Είχαμε φούρνους στην αυλή μας. Μου έλεγε η μητέρα μου, στην Κατοχή ο πατέρας μου πήγαινε κρυφά στον μύλο, απ’ τα στάρια που κλέβανε απ’ τα χωράφια τους, κρυφά από τους Βούλγαρους, κλέβανε σιτάρια, τα κρύβανε στο σπίτι και την νύχτα, με κίνδυνο να τον πιάσουν –και όπως τον πιάσανε μια φορά– πήγαινε στον μύλο στις Κρηνίδες, άλεθε το αλεύρι, για να ‘χουμε αλεύρι. Και ζύμωνε, ζύμωνε, φούρνιζε η μαμά μου τα ψωμιά, όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε και όσοι θέλανε και είχανε σιτάρι, τα ‘παιρνε ο πατέρας μου και τα πήγαινε μαζί με το δικό μας. Με το άλογο και το κάρο και της έλεγε... Καβαλιώτισσες ερχόντουσαν εδώ και πουλούσαν τις προίκες για ένα ψωμί! Προίκες! Πείνα στην Καβάλα, εδώ εμείς όσο και να ‘ναι κάτι βρίσκαμε να φάμε και της είπε μια μέρα ο πατέρας μου: «Ελένη, εάν μάθω ότι πήρες έστω και ένα εσώρουχο ή ένα σεντόνι από κάποια Καβαλιώτισσα, να ξέρεις», της λέει, «θα σε σπάσω στο ξύλο! Όποιος έρχεται, θα κόβεις ό,τι έχουμε! Ψωμί; Θα δίνεις» και παρόλα αυτά είχε η μάνα μου ένα σάλι, πλεγμένο με τσιγκελάκι, ένα βυσσινί χρώμα, το οποίο το θυμάμαι εγώ μέχρι μεγάλη, το είχε η μάνα μου, και λέει: «Αυτό μου το ‘φερε μία Καβαλιώτισσα» και εγώ της έλεγα: «Δεν θα το πάρω!», γιατί της έδωσα ψωμί και ερχόταν συχνά, λέει: «Δεν θα το πάρω, γιατί ο Γιώργος θα με σκοτώσει!». «Ελένη, σε παρακαλώ», της έλεγε, «σε παρακαλώ, παρ’ το να με θυμάσαι! Να το βάζεις στους ώμους σου και να με θυμάσαι! Όπως θα σε θυμάμαι εγώ μέχρι να πεθάνω!» και η γυναίκα αυτή ερχόταν και μετά την Κατοχή, τη γνώρισα, ερχόταν στο σπίτι μας. Συνήθως Κυριακές, ερχόταν στο σπίτι. Ήταν το μόνο πράγμα που πήρε η μητέρα μου μετά από πολλά παρακάλια. Το σπίτι μας ήτανε ανοιχτό για όλους! Ο πατέρας μου, σε είπα, ήταν πάρα πολύ κοινωνικός, πολιτικοποιημένος, ήταν απ’ τους λίγους που διαβάζανε, αγόραζε και διάβαζε εφημερίδα, την ξεσκόνιζε την εφημερίδα. Η μάνα μου ήτανε, σου είπα, δώδεκα αδέρφια. Η μια αδερφή της... Ο πατέρας της ήταν επιπλοποιός και πήγαινε σε σπίτια, κατασκεύαζε έπιπλα, έπαιρνε τα εργαλεία του και έκανε έπιπλα σκαλιστά και η αδερφή της, μια από τις αδερφές της, η Ελισάβετ, ζωγράφιζε και κεντούσε χωρίς να ζωγραφίζει στο ύφασμα, χωρίς σχέδιο, κατευθείαν με το κέντημα ζωγράφιζε και τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα και έχουμε μια τον Φρίξο και την Έλλη, που πέφτει η Έλλη στον Βόσπορο και ο Φρίξος προσπαθεί να τη σηκώσει καβάλα σε ένα κριάρι και με ‘λεγε η μαμά μου: «Το ‘κανε», λέει, «χωρίς ζωγραφιά, σε άσπρο ύφασμα επάνω κεντημένο» και αυτοί είχανε φούρνο, μαζί με τον άντρα της, και ένα κοριτσάκι είχαν, τους έσφαξαν οι Τούρκοι στην Τραπεζούντα, μέσα στο σπίτι τους. Τα δύο αδέρφια της φύγανε στην Ρωσία, τους είχαν εξορίσει στην Ρωσία οι Τούρκοι. Άλλοι πεθάνανε και αυτή με τον αδερφό της ήρθε εδώ, τον έναν αδερφό της.

Χ.Π.:

Μου είπατε ότι οι Βούλγαροι πιάσανε...

Μ.Δ.:

Τον πατέρα μου, ναι! Τον πιάσανε μια φορά. Κοίταξε, σε όλους, σε όλους τους λαούς υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Υπάρχουν και κακοί, υπάρχουν και καλοί, έλεγε ο πατέρας μου... Οι Βούλγαροι κάνανε έλεγχο στα σπίτια να βρουν αν έχουν περισσότερα από αυτά που τους δίνανε, αν κλέβαν, δηλαδή, απ’ τα χωράφια τους, απ’ τα δικά τους αν κλέβανε και ο πατέρας μου είχε οχτώ παιδιά. Εγώ μόλις είχα γεννηθεί, το ‘45 φύγανε, μόλις είχα γεννηθεί, είχε εφτά παιδιά; Αυτά όλα έπρεπε να φάνε και δύο εκείνοι εννιά. Με ένα τσουβάλι σιτάρι και κάτι λίγα φασόλια και λοιπά, πώς θα τα ‘βγάζαν πέρα; Και πήγαιναν την νύχτα και κλέβανε σιτάρι και τα κοπανίζανε στο σπίτι μέσα, να βγάλουν το σιτάρι και γεμίζανε σακιά και είχε κρύψει ο πατέρας μου δύο σακιά σιτάρι, πίσω απ’ την κουζίνα που είχαν τότε, πίσω από την πόρτα και κάποια στιγμή ήρθαν οι Βούλγαροι να κάνουν έλεγχο με μπροστάρη έναν χωριανό μας. Δωσίλογο! Λοιπόν και ο πρώτος Βούλγαρος που μπήκε μέσα, έκανε την πόρτα έτσι και είδε τα σακιά πίσω, δεν άνοιγε καλά η πόρτα γιατί ήταν τα σακιά και μπήκε μέσα ο Έλληνας και πήγε να τραβήξει την πόρτα για να δει. Του λέει: «Φύγε», του λέει στα βουλγάρικα, «δεν έχει τίποτα εδώ!» και μια φορά αυτός, ο ίδιος, τον γλίτωσε γιατί τον πιάσανε που πήγαινε αλεύρι, πήγαινε –στην επιστροφή τον πιάσανε– και αυτός ο Βούλγαρος τον γλίτωσε. Και όταν χτίζανε το σχολείο, εδώ, το πρώτο μας σχολείο, το παλιό, το χτίσανε οι Βούλγαροι και υποχρεώνανε τους άντρες να πάνε εκεί να δουλέψουν. Και ο πατέρας μου δεν πήγε! Λέει: «Εγώ δεν θα πάω να δουλέψω για τους Βούλγαρους!» και αυτός που σου είπα, ο Έλληνας, πήγε και τον πρόδωσε και ήρθαν τον πήραν οι Βούλγαροι –πόσο ήταν ο πατέρας μου τότε; 45; 48 χρονών; 49; Τόσο περίπου, ήταν παλικάρι! Ψηλός, γεροδεμένος– τον πήρανε, τον δείρανε με βούρδουλα στην πλάτη, τον ξεγυμνώσανε, τον δείρανε μέχρι που έπεσε λιπόθυμος και τον φέρανε στο σπίτι και μετά ήρθε ένας Βούλγαρος γιατρός, Βούλγαρος γιατρός ήρθε στο σπίτι και του έβαζε επιθέματα, για να τον γιατρέψει και αυτός ο χωριανός μας μόλις φύγανε οι Βούλγαροι, έφυγε και αυτός, πήγε στην Αθήνα και αυτός έγινε ο καλύτερος δημοκράτης επί ΠΑΣΟΚ. Όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ, βγήκανε στον αφρό όλοι τους! Και κάποιος έγραψε ένα βιβλίο για το χωριό, ο οποίος ήτανε του ΠΑΣΟΚ. Έγραψε ένα βιβλίο για το χωριό μας και μες το βιβλίο, αναφέρουν την ιστορία του πατέρα μου, αλλά δεν αναφέρουν ποιος τον πρόδωσε, δεν αναφέρουν ποιος έφερε το νερό στο χωρίο, ποιος έκανε… Είχαμε, βρύσες δεν είχαμε, από πηγάδια πίναμε νερό και ο πατέρας μου έκανε συμφωνία με έναν μύλο που είχανε εδώ, που έβγαζε νερό, σαν Πρόεδρος της κοινότητας, συμφώνησε μαζί τους να μας δίνουν νερό και να έχουνε τζάμπα το οικόπεδο, να μην πληρώνουν ενοίκιο, και κανένας δεν ανέφερε μέσα ποιος έκανε αυτή τη συμφωνία. Τέτοιο μίσος, δηλαδή, είχαν τον πατέρα μου! Και ένας άλλος δάσκαλος που είχαμε εδώ, δίδασκε πριν επάνω στα χωριά, οι οποίοι μετά κατέβηκαν, όταν ήρθαν οι Βούλγαροι και οι κουμουνιστές ‘καψαν τα χωριά τους, κατέβηκανε εδώ στο χωριό μας και δίδασκε αυτός εκεί και τους έλεγε ότι: «Εάν θα επικρατήσει ο κομμουνισμός, τον πρώτο που θα κρεμάσω θα είναι ο Ακριτίδης ο Γιώργος!» και με αυτούς γίναμε συμπεθέρια [00:50:00]και μας το λέγανε μετά, σε αυτούς που τα ‘λεγε, γίναμε συμπεθέρια. Και αυτός πρωτοστατούσε πάλι ο δάσκαλος στο ΠΑΣΟΚ και κανόνιζε ποιος θα είναι Πρόεδρος προτεινόμενος από το ΠΑΣΟΚ και λοιπά. Τέτοια πράγματα, για αυτό για εμένα η πολιτική είναι ό,τι πιο βρώμικο υπάρχει. Ο καθένας καταφέρνει να οικειοποιείται πράγματα άλλων και να ωραιοποιεί τα δικά του. Δεν πιστεύω σε κανέναν, σε καμιά ιδεολογία. Για εμένα δεν υπάρχουν ιδεολογίες, υπάρχουν άνθρωποι.

Χ.Π.:

Να σας ρωτήσω κάτι;

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Είπατε ότι γίνατε συμπέθεροι;

Μ.Δ.:

Ναι, σε αυτόν που έλεγε ότι αν θα επικρατήσουν οι κουμουνιστές, στο σπίτι εκεί που έμενε και τους έλεγε: «Αν επικρατούσαν οι κομουνιστές, εγώ τον Ακριτίδη είναι ο πρώτος που θα κρεμάσω!» και μετά όταν κατέβηκαν αυτοί, σου λέω ότι το σπίτι μας ήταν ανοιχτό για όλους, ο πατέρας μου τους πήρε στο σπίτι, μείνανε μέχρι να βρούνε άλλο σπίτι, τους τάιζε και στο άλλο σπίτι που πήγανε και ήταν οι πιο καλοί φίλοι και γίναμε συμπεθέρια, ο αδερφός μου πήρε την κόρη του. Δηλαδή, τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου!

Χ.Π.:

Μάλιστα.

Μ.Δ.:

Όλοι οι παλιοί, γιατί ο πατέρας μου κατεβήκαν το ‘36 εδώ, οι άλλοι ήρθαν το ‘22 και για όλους ήταν ο πατέρας μου ξένος! Φαντάσου, δηλαδή, τώρα που λέμε: «Ρατσισμός για τους ξένους που έρχονται», εδώ εμάς να δεις τι συμπεριφορά είχανε! Μέχρι το... Πώς να σου πω; Πόσα χρόνια; Μας θεωρούσανε ξένους! Απ’ το ‘36 κατοικούσε ο πατέρας μου εδώ! Έκανε και Πρόεδρος. «Τον ξένο κάνατε Πρόεδρο!» και αν ρωτούσες κάποιον να σου πει κάτι κακό για τον Ακριτίδη, τον Γιώργο: «Πες τι κακό έχει κάνει;», δεν μπορούσε κανένας να πει τίποτα!

Χ.Π.:

Θέλετε να μου πείτε ο πατέρας σας έφτασε στην Καβάλα;

Μ.Δ.:

Ο πατέρας μου μπήκε στο καράβι του Μποδοσάκη σαν μάγειρας και ο Μποδοσάκης τον αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα μου. Να πάρω λίγο νερό; Και ήρθα στην Καβάλα, για να πάνε στη συνέχεια στη Σάμο.

Χ.Π.:

Δώστε μου μισό λεπτό να το αφήσω, γιατί κάνει παρεμβολές. Κανένα πρόβλημα.

Μ.Δ.:

Τώρα ο πατέρας μου τα λέει αυτά. Θα μου πεις: «Δεν τον πιστεύεις τον πατέρα σου;», ο πατέρας μου ψέματα δεν έλεγε! Ψεύτης δεν ήταν, ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Κάποια στιγμή, όταν ‘φτασαν στην Καβάλα, τον κάλεσε ο Μποδοσάκης στην καμπίνα –πώς τα λένε;– στο πλοίο και του λέει: «Γιώργο, θα πάμε στη Σάμο. Έχουμε», λέει, «σακιά με» –πώς τα λέμε;– «ψεύτικα νομίσματα» –πώς το λέμε;– «παραχαραγμένα...».

Χ.Π.:

Πλαστά.

Μ.Δ.:

Ναι: «Πλαστά χρήματα και θα τα πάμε στη Σάμο. Αν θα ‘ρθεις μαζί μου, θα πάρεις μεγάλο μερτικό» και του λέει ο πατέρας μου: «Ευχαριστώ πολύ, κύριε Μποδοσάκη, αλλά εγώ σε τέτοια πράγματα δεν μπλέκω» και έτσι κατέβηκε στην Καβάλα και έμεινε και πήγε στο χωριό, εκεί που πήγαν μετά η μητέρα μου και παντρευτήκανε.

Χ.Π.:

Και έτσι ακόμα μια μικρή λεπτομέρεια, μου είπατε ότι η μητέρα σας παντρεύτηκε 15 χρονών και μου είπατε κάτι για το πρώτο της παιδί, που έγινε μετά από ένα χρόνο, για την περίοδο.

Μ.Δ.:

Παραπάνω και παραπάνω. Ενάμιση χρόνο περίπου, ναι. Γιατί ήτανε κοριτσάκι, δεν είχε γίνει γυναίκα ακόμα, δεν ήταν κοπέλα, κοριτσάκι. Δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και τεκνοποίησε μετά από ενάμιση χρόνο και το παιδί πέθανε, το πρώτο της παιδί, και μετά το ‘26 έκανε το πρώτο της παιδί, που έζησε, ας πούμε. Το πρώτο είχε γίνει τρία χρόνια πιο μπροστά –το ‘23, ‘24;– και μετά γέννησε τον μεγάλο αδερφό μου και έζησε.

Χ.Π.:

Πηγαίνοντας, λοιπόν, λίγα χρόνια πιο μετά. Μπορείτε να μου πείτε αν θυμάστε για την 21η Απριλίου.

Μ.Δ.:

21η Απριλίου, την ημέρα εκείνη με τον αδερφό μου, τον μεγάλο, ραντίζαμε μηλιές και ροδακινιές σε ένα οπωρώνα που είχαμε, πάνω στον δρόμο, πηγαίνοντας για τη Δράμα δεξιά, και όταν τελείωσε το βυτίο, το φάρμακο, το γυρίζαμε στο σπίτι για να γεμίσουμε με νερό. Όταν βγήκαμε στον δρόμο, ακούσαμε εμβατήρια. «Τι γίνεται», μου λέει, «Μάρω;», λέω: «Δεν ξέρω, Λάμπη!» και εγώ ήμουν μεγάλη, ήμουν 22 χρονών, δεν ήμουνα μικρή. Φτάνουμε στο σπίτι, λέμε: «Τι έγινε;», «Το ραδιόφωνο λέει ότι έχουμε επανάσταση! Κάποιοι στρατιωτικοί, Αξιωματικοί, Συνταγματάρχες ‘καναν», λέει, «επανάσταση. ‘Ριξαν την κυβέρνηση και ανέλαβαν αυτοί», έτσι την ‘λεγαν τότε, επανάσταση. Από εκεί και μετά, για να πω την αλήθεια, οπωσδήποτε, όταν γίνεται ένα στρατιωτικό καθεστώς, φοβάσαι, αλλά δεν ζήσαμε καταστάσεις έτσι… Να μαζεύουνε, να παίρνουνε, να βάζουν φυλακή. Τέτοια πράγματα δεν ζήσαμε στο χωριό. Απλώς λίγο αργότερα, κάποιος που έγινε Πρόεδρος και είναι από αυτούς που λέμε τους «καλούς ανθρώπους», που υπάρχουνε παντού –σε εισαγωγικά οι καλοί άνθρωποι–, ξεχώριζε τους χωριανούς από αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους. Έλεγε: «Οι δικοί μας και οι δικοί τους», μέχρι και πιστοποιητικά γεννήσεως αρνιόταν να δώσει σε αριστερούς! Και ήρθε σε κόντρα με τον μετέπειτα άντρα μου, ο οποίος ήταν γραμματέας του, του λέει –πήγε να υπογράψει το πιστοποιητικό– και του λέει: «Όχι», του λέει, «αυτός είναι αριστερός!», «Καλά», του λέει, «είναι αριστερός και δεν θα του δώσουμε πιστοποιητικό γεννήσεως; Τι πράγματα είναι αυτά, Πρόεδρε; Δεν ρωτάει», λέει, «για τα φρονήματα του! Ρωτάει πότε γεννήθηκε, πού γεννήθηκε, ποιος είναι ο πατέρας του, ποιος είναι η μάνα του. Αυτό ζητάει! Δεν σε ρωτάει αν είναι αριστερός ή δεξιός! Εκεί κάνε ό,τι θέλεις», του λέει, «αλλά αυτό είναι πιστοποιητικό που βγαίνει απ’ τα χαρτιά μας και το υπογράφω και εγώ! Είμαι υποχρεωμένος να το υπογράψω και να το υπογράψεις και εσύ!» και αυτό έγινε αιτία να τον καταγγείλει στο –πώς το ‘λεγαν τότε;– Α2, ένα ανακριτικό τμήμα στο στρατόπεδο που είναι εδώ πάνω. Πώς λέγεται αυτή η περιοχή εκείνη; Στην Αγία Παρασκευή, από πάνω, δεν έχει ένα στρατόπεδο που πάμε για Καλαμίτσα από το Σίγμα; Που κατεβαίνουμε;

Χ.Π.:

Στον Άγιο Λουκά;

Μ.Δ.:

Στον Άγιο Λουκά, ναι! Στον Άγιο Λουκά. Εκεί, τον πήγαν εκεί, στο στρατόπεδο, για ανακρίσεις και πήγε από εδώ και τρία, τέσσερα άτομα απ’ το συμβούλιο που είχαν διορίσει οι χουντικοί, αυτός τους είπε ότι: «Δεν είναι πατριώτης ο γραμματέας που έχουμε στην κοινότητα, γιατί δεν υπακούει στις εντολές της κυβέρνησης!» και εκεί είπαν τι έγινε και είπε ένας, ο Aντιπρόεδρος, λέει: «Καλά», λέει, «δεν είναι πατριώτης ο κύριος Δαμιανίδης, που υπηρέτησε», λέει, «στον στρατό και μάλιστα Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και είναι», λέει, «αυτός που δεν υπηρέτησε, για διάφορους λόγους, γιατί παρουσίασε ότι είναι άρρωστος και λοιπά, για να μην υπηρετήσει; Ποιος απ’ τους δύο είναι πατριώτης; Δηλαδή αν η πατρίδα», λέει, «καλέσει για να πάνε στον πόλεμο, ο κύριος Δαμιανίδης θα πάει ή ο κύριος Ζουμπουλίδης;» και εκεί τον διώξανε τον άλλον. Τον διώξανε, δηλαδή μόνο κλωτσιές που δεν του δώσανε και ζήτησαν συγγνώμη από τον άντρα μου και γύρισε πίσω. Αλλά ήτανε ένα σοκ που του στοίχησε πάρα πολύ και αυτός συνέχισε μετά, με τον ίδιο τρόπο, να τον κυνηγάει. Ώσπου στο τέλος μου λέει... Εγώ εντωμεταξύ το ‘71 έδωσα εξετάσεις στον Δήμο Καβάλας και πήγα εκεί, στο Ληξιαρχείο, Δημοτολόγια, για εννιά χρόνια ήμουν, με Δήμαρχο τότε τον Ευαγγελίου. Ήτανε χούντα ακόμα και μας κάλεσε επάνω, τις καινούργιες, είχαμε περάσει –πόσες ήμασταν; Καμιά 8; 9;– δεύτερη πέρασα εκεί και μας λέει: «Θέλω να θεωρείτε ότι είμαι πατέρας σας. Οποιοδήποτε πρόβλημα συναντήσετε, οικογενειακό ή οτιδήποτε, θα ‘ρθειτε σε εμένα! Και αν μπορώ να βοηθήσω, θα βοηθήσω!». Κάποια μέρα ήρθε ο άντρας μου, έτρεχε συνέχεια σε γιατρούς για το στομάχι του και μου λέει: «Μάρω, δεν γίνεται, δεν αντέχω άλλο», λέει, «θα πεθάνω», λέει, «με αυτόν τον άνθρωπο!», του λέω μια μέρα: «Βρε Δαμιανέ», του λέω, «θα σου πω κάτι. Είσαι δυνατός άντρας», του λέω, «αυτός είναι μια γροθιά άνθρωπος! Μια μέρα που θα ‘ρθει και θα ‘στε οι δύο σας, είναι και φοβητσιάρης», τον λέω, «πιασ’ τον απ’ τον γιακά, στριμωξ’ τον πίσω στην πόρτα και πες του: «Αν θα με ξαναενοχλήσεις, θα σε σκοτώσω!», μου λέει: «Μάρω, είσαι καλά; Θες να μπλέξω;», με λέει, «Και πραγματικά μπορεί να τον σκοτώσω! Μόνο που θα τον κάνω έτσι», λέει, «αυτός», λέει, «ψυχή δεν έχει πάνω του! Φιλάσθενος είναι!» και λέω: «Τι να κάνουμε;», μου λέει: «Πρέπει να φύγουμε! Πρέπει να φύγω», λέει, «δεν γίνεται!», λέω: «Πού να πας;», μου λέει: «Ζητάνε κοινοτικούς εισπράκτορες στο Ταμείο, αλλά είναι δύσκολο να πάρω μετάθεση!», λέω: «Από ποιον εξαρτάται;», μου λέει: «Απ’ τον Νομάρχη», λέω: «Δαμιανέ, θα πάω στον Δήμαρχο. Μπορεί να μας βοηθήσει!». Πράγματι ζήτησα μια μέρα να του μιλήσω, με δέχτηκε, μου λέει: «Τι συμβαίνει, Μαρία, παιδί μου;» –γιατί μας γνώριζε, επισκεπτόταν συχνά τα γραφεία, ήμουν και καλή υπάλληλος από την πρώτη στιγμή, επειδή είχα και τέσσερα χρόνια στην κοινότητα, εγώ ήξερα από όλα, δεν ήξερα ένα αντικείμενο μόνο– λέω: «Κύριε Δήμαρχε, αυτό και αυτό. Ο άντρας μου, τον ξέρετε», [01:00:00]του λέω, «Δαμιανό, έχει», λέω, «Πρόεδρο τον κύριο Ζουμπουλίδη και δεν μπορεί να ησυχάσει. Τρέχουμε από γιατρούς σε γιατρούς. Με φάρμακα είναι!», μου λέει: «Γιατί;», λέω: «Δεν ξέρω», λέω, «τον πάει πολύ κόντρα», «Και τι θέλει;», λέω: «Ζητάνε κοινοτικούς εισπράκτορες και μπορεί να πάρει μετάθεση, αλλά είναι δύσκολα», λέει: «Από ποιον εξαρτάται;», του λέω: «Απ’ τον Νομάρχη», μου λέει: «Πες ότι έγινε», μου λέει, «παιδί μου! Πες ότι έγινε!». Με τον Νομάρχη ήτανε κολλητοί, κάθε βράδυ πίνανε και τρώγανε μαζί. Δεν θυμάμαι πώς το λέγανε, ο Δαμιανός θα το θυμότανε, ένας χοντρούλης ήτανε, και το βράδυ συναντήθηκε με τον Νομάρχη, του λέει: «Αυτό και αυτό. Γράψε αυτό το όνομα, θέλω να πάρει μετάθεση από την κοινότητα Αμυγδαλεώνα στο Ταμείο σαν κοινοτικός εισπράκτορας» και πράγματι, την άλλη μέρα ο Νομάρχης λέει στον ιδιαίτερο του έξω: «Για τη θέση αυτή», λέει, «είναι κλεισμένη για τον Δαμιανίδη, τον Δαμιανό. Θα κάνει τα χαρτιά του. Όποιος έρχεται, θα λες ότι έχει κλείσει η θέση». Ήρθα εδώ, είπα τον Δαμιανό μες τη χαρά, έκανε αίτηση για μετάθεση, την έστειλε κάτω, πήγαν τα χαρτιά στο Υπουργείο Εσωτερικών, έγινε η μετάθεση του μια χαρά και έτσι γλίτωσε από… Δηλαδή θέλω να σου πω ότι ο άνθρωπος χουντικός ήταν, ο Ευαγγελίου, και όμως μας βοήθησε και εμείς που μπήκαμε, μπήκε και μια αριστερή μαζί. Το μόνο θέμα ήταν ότι ζητούσανε πιστοποιητικό νομοφροσύνης. Εάν δηλαδή είχες κάποιον να εγγυάται για σένα και αριστερή να ‘σουν θα περνούσες, δεν είχε... Θα σε διορίζανε. Αρκεί να είχες κάποιον, αφού ήτανε στρατιωτικό καθεστώς, ό,τι και να πούμε είναι… Μήπως αργότερα δεν γινόντουσαν; Ο γιος μου ήθελε να πάει σε στρατιωτική σχολή και ο ανιψιός του άντρα μου ήτανε σημαιοφόρος του ΠΑΣΟΚ και του λέει: «Βρε αγόρι μου, ο Φίλιππας δεν το θέλει πολύ το σχολείο. Να πάει σε καμία στρατιωτική σχολή» και του λέει: «Θείε, δεν γίνεται! Αν δεν έχει πράσινη κάρτα, στον στρατό δεν μπαίνει!». Θέλεις πίστεψε το, θέλεις μην το πιστεύεις, Χαϊδεμένη μου. Για αυτό σου είπα προηγουμένως ότι δεν πιστεύω ούτε σε ιδεολογίες, ούτε πουθενά! Σε ανθρώπους! Μόνο σε ανθρώπους πιστεύω! Και ας είναι καλά, έγινε αιτία αυτό, τελείωσε το Λύκειο ο γιός μου, ένας φίλος Γερμανός τον έστειλε στη Γερμανία, τελείωσε δύο τεχνικές σχολές. Τελείωσε τεχνολόγος, μηχανολόγος, πολύ καλό παιδί και καλός στη δουλειά του, ήρθε από τη Γερμανία. Δηλαδή καλό μας έκαναν.

Χ.Π.:

Σε μια άλλη νότα, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τη ζωγραφική που βλέπω και εδώ στο σπίτι σας τα έργα σας, τα όμορφα. Τη σχέση σας με τη ζωγραφική.

Μ.Δ.:

Τη σχέση; Από παιδί μου άρεσε πάρα πολύ να ζωγραφίζω και στο σχολείο, στο Γυμνάσιο, κάναμε ζωολογία και ανατομίες των ζώων εκεί. Με έβαζε ο κύριος Δογραματζής και ζωγράφιζα με σινική μελάνη και μπογιές σε χαρτόνια, για να τα καρφιτσώνει στον πίνακα και να μας διδάσκει. Δίπλα με τόξα, τι είναι το κάθε ένα και τα λοιπά, ήμουν και καλλιγράφος και όταν παντρεύτηκα, έτσι, ήθελα να ασχοληθώ λίγο, αλλά είχε αντίρρηση ο Δαμιανός. Μου λέει: «Παιδιά, σπίτι, δουλειά! Πώς θα τα βγάλεις πέρα;» και εγώ ήμουν και λίγο υπερήφανη και εγωίστρια, λέω: «Δεν πειράζει, θα τα παρατήσω. Αφού θες», δεν έφερα αντίρρηση και μετά, όταν πήρα σύνταξη, μια μέρα ήρθε με ένα χαρτάκι, με ένα τηλέφωνο. Μου λέει: «Κάποτε σου άρεσε να ζωγραφίζεις», έχοντας ενοχές προφανώς, «είχε αυτή την ανακοίνωση εκεί στην κοινότητα κάτω, γράφει το τηλέφωνο μιας ζωγράφου. Αν θέλεις, παρ’ την ένα τηλέφωνο, έρχεται στα σπίτια και κάνει μαθήματα» και ήρθε μια κοπέλα, την πήρα τηλέφωνο, ήρθε, κάναμε πέντε μαθήματα, μου λέει... Μου έδειξε κάτι βασικά, μου λέει: «Μάρω, δεν χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα μαθήματα, εσύ έχεις την τεχνική σου, μπορείς να συνεχίσεις!» και από τότε ζωγράφιζα πάρα πολλά, πάρα πολλά, δεκάδες! Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, ανίψια, συγγενείς, φίλοι! Όλοι έχουνε πίνακες μου! Ζωγραφίζω και χαρίζω. Όποιος έρχεται και λέει: «Ο πίνακας αυτός, τι ωραίος που είναι!», «Παρ’ τον!».

Χ.Π.:

Πώς αισθανθήκατε όταν σας έφερε αυτό το χαρτάκι ο σύζυγος σας;

Μ.Δ.:

Έβαλα τα κλάματα, γιατί ήξερα πόσο τον πονούσε! Ήξερα ότι κατά βάθος και τότε που μου το είπε ένιωθε... Είχε ενοχές! Και για να το θυμηθεί μετά από πόσα χρόνια; Είκοσι χρόνια; Είκοσι χρόνια; Είκοσι τέσσερα χρόνια; Πόσα; Τόσα πρέπει να είχαν περάσει, άρα τον βασάνιζε αυτό το πράγμα. Έλεγε: «Πώς την έκανα εγώ αυτή τη δουλειά στη Μάρω;» και όταν είδε το τηλέφωνο στην ανακοίνωση, σου λέει: «Ευκαιρία τώρα να επανορθώσω!» και με ‘πιασαν τα κλάματα και μ’ αγκάλιασε και εκείνος, με φίλησε. Ξέρεις, Χαϊδεμένη, ποτέ δεν λέγαμε... Και όταν μαλώναμε δεν ξαναγυρίζαμε σε αυτό πότε, να το ανακυκλώνουμε και να λέμε: «Γιατί;» και λοιπά. Μόνο μια φορά του είπα εγώ: «Δαμιανέ, θέλω να μου πεις αν σκέφτηκες ποτέ… Είμαστε παρεξηγημένοι, πέφτουμε το βράδυ να κοιμηθούμε, δεν μιλιόμαστε, τέλος πάντων, μόνο τα απαραίτητα. Το πρωί ξυπνήσεις και εγώ», του λέω, «δεν ξυπνήσω, πώς θα νιώσεις;» και μου λέει: «Τι λες, ρε γυναίκα; Δεν βάζω», λέει, «τέτοια πράγματα στο μυαλό μου!», «Και όμως», του λέω, «πρέπει να τα βάζεις, γιατί κοιμόμαστε, αλλά δεν ξέρουμε αν θα ξυπνήσουμε! Και σκέψου πώς θα νιώθουμε μετά, όποιος απ’ τους δύο φταίει, πώς θα νιώθουμε για την υπόλοιπη ζωή μας!». Αυτό ήταν! Ξανά δεν παρεξηγηθήκαμε! Δηλαδή και αν μαλώναμε, την επόμενη στιγμή θα αγκαλιαζόμασταν, θα μιλούσαμε, θα κάναμε. Δηλαδή συνήθως για τα παιδιά. Τέτοια, δεν είχαμε άλλες διαφορές. Για την κόρη μας, που δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, που ήτανε καλή μαθήτρια και λοιπά, για τον γιό που δεν διάβαζε, να! Εγώ προσπαθούσα λίγο να τα υπερασπιστώ, εκείνος ήτανε πιο αυστηρός σε αυτά τα θέματα. Ή μετά με τα θέματα της υγείας του, έμπαινε, καλλιεργούσε μπαχτσέ, μες στη ζέστη, εγώ φώναζα, μάλωνα, γιατί φοβόμουν μήπως πάθει κάτι. Εκείνος μούσκεμα στον ιδρώτα: «Δεν παθαίνω τίποτα», έλεγε, «Μάρω!», «Πώς δεν παθαίνεις τίποτα;», του λέω, «εγώ ξέρω τι πέρασα!» και από τη φορά εκείνη που είπαμε αυτά δεν ξαναμαλώσαμε. Ούτε και ποτέ σε όλα τα χρόνια, τα μετέπειτα, να συζητήσουμε για κάποιο σοβαρό ζήτημα που είχαμε που υπήρχαν. Να πούμε: «Γιατί αυτό;» ή «Γιατί εκείνο;» όπως και για τον αρραβώνα του. Ποτέ δεν τον ρώτησα αν χώρισε μετά που έμαθε ότι τον αγαπάω ή αν είχε χωρίσει και μετά το έμαθε. Δεν ανακυκλώναμε τίποτα!

Χ.Π.:

Και σήμερα η ζωγραφική;

Μ.Δ.:

Σήμερα η ζωγραφική είναι μία διέξοδος για ‘μενα, γιατί είμαι με φάρμακα, δεν μπορώ να το ξεπεράσω, ότι δεν θα τον ξαναδώ τον Δαμιανό μου, μου είναι αδύνατο αυτό, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν θα τον ξαναδώ και η ζωγραφική είναι κάτι που με απορροφά! Ενώ το κέντημα δεν με απορροφά, το κέντημα σκέφτομαι συγχρόνως. Στη ζωγραφική ξεχνιέμαι, γιατί πρέπει να προσέξω περισσότερο, να συγκεντρωθώ, να κάνω και εκεί ξεχνιέμαι έστω μια ώρα, μια ώρα, αλλιώς πηγαίνω κάθε μέρα στα νεκροταφεία, κάθε μέρα. Όλοι μου λένε ότι είναι νωρίς ακόμα. Δεν είναι νωρίς! Ξεχνάς ό,τι αφήνεις να ξεχαστεί! Δεν νομίζω ότι... Όπως λέει και το τραγούδι: « Χίλια αύριο θα άλλαζα μ’ ένα εχθές», μια μέρα να ήμουν με τον Δαμιανό και δεν ήθελα να ζήσω άλλο, να του πω όλα αυτά που δεν του είπα. Τα λέω τώρα, αλλά δεν τα ακούει! Για αυτό λέω στα παιδιά μου, συνέχεια το λέω και σε νέους ανθρώπους παντρεμένους: «Να ανοίγετε την καρδιά σας, να μιλάτε! Αυτά που νιώθετε να τα λέτε! Να μην λέτε: “Θα το πάρει πάνω του και...”», ξέρω ‘γω. Εμένα ο άντρας μου, το πρώτο διάστημα ήτανε σκληρός μαζί μου, δηλαδή είχε μια σκληράδα που δεν την είχε όταν γνωριζόμασταν.

Μ.Δ.:

Μετά που αρραβωνιαστήκαμε και παντρευτήκαμε, είχε μια σκληράδα απέναντι μου και όταν αρρώστησε το μόνο που τον ρώτησα ήταν αυτό. Του λέω, καθόμασταν δίπλα-δίπλα και του λέω: «Δαμιανέ, γιατί ήσουν τόσο σκληρός στην αρχή μαζί μου;» –που σου είπα ότι: «Αν δεν ξυπνήσω και λοιπά;», για αυτό του το είχα πει, γιατί είχε μια σκληράδα απέναντι μου–, «Γιατί», του λέω, «ήσουν έτσι απέναντι μου;», γύρισε, με κοίταξε και μου λέει: «Επειδή σ’ αγαπούσα πάρα πολύ, φοβόμουν μην το πάρεις πάνω σου, αν το καταλάβεις, και μ’ αφήσεις και φύγεις!», του λέω: «Είσαι καλά; Να σ’ αφήσω και να φύγω εγώ που έκανα τόσο αγώνα να σε παντρευτώ; Και τώρα να!» –Και μάλιστα μια φορά που είδα στον ύπνο μου ότι ήμασταν αρραβωνιασμένοι, πιο μπροστά, πριν [01:10:00]αρρωστήσει, και ψάχναμε σπίτι, για να παντρευτούμε και του το ‘λεγα το πρωί και μου λέει: «Καλά, ρε γυναίκα, εμένα θα παντρευόσουν πάλι;», λέω: «Ποιον να παντρευόμουν; Έναν άνδρα γνώρισα, έναν ερωτεύτηκα, έναν αγάπησα. Τελείωσα!», του λέω. Δεν ξέρω αν υπάρχουνε πολλά τέτοια ζευγάρια. Το έγραψα στον τάφο του: «Θα ‘θελα εκεί που θα ‘σαι, να μ’ έπαιρνες μαζί σου. Να με φιλάς, να μην πονώ, να με έχεις αγκαλιά, να μην φοβάμαι, να με κρατάς το χέρι μου, να μη χάνομαι στις μοναξιάς τους δρόμους». Έχω γράψει ημερολόγιο από τότε που αρρώστησε. Μέρα, μέρα κρατάω τα πάντα. Έχω γράψει ποιήματα για το πώς γνωριστήκαμε, πώς βίωνα την ασθένεια του. Όλα τα ‘χω γραμμένα. Δεν ξέρω αν υπάρχουνε, τέτοιοι έρωτες δεν ξέρω αν υπάρχουν.

Χ.Π.:

Κυρία Μαρία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ–

Μ.Δ.:

Παρακαλώ, κορίτσι μου.

Χ.Π.:

Και για τον χρόνο σας και για όλα αυτά που μου μοιραστήκατε. Το εκτιμώ πάρα πολύ.

Μ.Δ.:

Παρακαλώ. Τώρα άνοιξα την καρδιά μου, δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό–

Χ.Π.:

Ελπίζω να είναι καλό.

Μ.Δ.:

Το έκανα, όμως. Ίσως το πρόσωπο σου να με έκανε να ξανοιχτώ, έχεις τόσο γλυκό πρόσωπο, να ξανοιχτώ έτσι. Σε ευχαριστώ, εγώ σε ευχαριστώ που είπα αυτά που έχω μέσα μου.

Χ.Π.:

Δεν ξέρω άμα θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο; Κάποια άλλη πτυχή για τη ζωή σας;

Μ.Δ.:

Τι να πω; Τίποτε άλλο δεν έχω να πω. Τι να πω; Να πω ότι ήμουν στη Θεσσαλονίκη κάποιους μήνες, πήγαινα εκεί φροντιστήριο, ήρθε και με βρήκε.

Χ.Π.:

Σε τι ηλικία;

Μ.Δ.:

Ωραία χρόνια. Στα 19. Τελείωσα το σχολείο και μετά, 19; Ναι. Όχι, όχι. 19-20 ήμουν. Ναι, είχα έρθει από την Αθήνα και πήγα στη Θεσσαλονίκη, για να δώσω... Δεν σου είπα ότι πίστευε τόσο πολύ σε εμένα, στις γνώσεις μου, στο μυαλό μου, ήμουν η πρώτη που ξέχασε με την ασθένεια του. Είδες, λοιπόν; 22 Απριλίου το πρωί, είχαμε επέτειο γάμου, μέχρι και την προηγουμένη ήμασταν καλά, συζητούσε μια χαρά και 22 το πρωί, που ξύπνησα, του λέω: «Δαμιανέ, σήμερα έχουμε επέτειο γάμου!», μου λέει: «Ναι;», λέω: «Χρόνια μας πολλά!», «Χρόνια μας πολλά», αλλά το είπε με τέτοιο τρόπο που... Σαν να απορούσε! Που δεν ξεχνούσε αυτός ημερομηνίες, τον φίλησα, με φίλησε και εκείνος: «Χρόνια μας πολλά» είπε και γυρίζει, μου λέει: «Να σου κάνω μια ερώτηση;», λέω: «Τι;» –δεν θα το πιστέψεις!– «Πώς σε λένε;», μου λέει. Πρώτη φορά δεν με γνώρισε, 22 Απριλίου ημερομηνία, επέτειο του γάμου μας. Λέω: «Δαμιανέ, η Μάρω είμαι!», του λέω, όχι: «Ρωτάς το όνομα μου;», του λέω, «Δεν ξέρεις ποια είμαι;», λέει: «Να μην ξέρω με ποια γυναίκα κοιμάμαι στο κρεβάτι;». Εκεί λέω: «Τελείωσε! Αυτό ήταν!». Μετά άρχισε, δεν με γνώριζε, να φύγω, να με έδιωχνε. «Φύγε», μου έλεγε, «φύγε μακριά μου, γιατί δεν θέλω να σου κάνω κακό!». «Δαμιανέ», του έλεγα, «η Μάρω είμαι! Η γυναίκα σου!». «Όχι», έλεγε, «δεν είσαι η γυναίκα μου! Φύγε! Μην ξαναπάρεις τη γυναίκα μου στο στόμα σου! Δεν ξέρεις τι γυναίκα έχω εγώ!», «Τι γυναίκα;», «Η γυναίκα μου είναι συγκροτημένο άτομο! Δεν την έχεις γνωρίσει! Άμα τη γνωρίσεις, θα καταλάβεις τότε για τι γυναίκα μιλάω!» και τα ‘λεγε σε ‘μενα! Και μια μέρα, έτσι, που μου είχε πιάσει τα χέρια και δεν με άφηνε, κατάφερα να πατήσω την επανάληψη στο τηλέφωνο, είχα μιλήσει με τον γιό μου και το σήκωσε και λέω: «Φίλιππα, τρέξε! Δεν... Ο μπαμπάς με έχει πιάσει απ’ τα χέρια και δεν μ’ αφήνει! Δεν ξέρω», λέω, «τι μπορεί να κάνει!» και ήρθε –ξέχασε να πάρει κλειδιά, γιατί τα παιδιά έχουνε κλειδιά απ’ το σπίτι–, αυτό το παράθυρο –είναι δυνατό παιδί!– με τη γροθιά του τ’ άνοιξε, έσπασε την… Έβγαλε την κλειδαριά έτσι, χτυπώντας. Φαντάσου τι αγωνία είχε το παιδί! Και του λέω, πριν να ‘ρθει ο Φίλιππας, του λέω: «Δαμιανέ, τηλεφώνησα στον Φίλιππα. Θα ‘ρθει τώρα ο Φίλιππας, άσε με!», «Ποιον Φίλιππα;», λέει, «Τον γιό μου;», λέω: «Ναι», γέλασε ειρωνικά: «Τον γιό μου», λέει, «κάλεσες και τι νομίζεις θα υποστηρίξει; Εσένα; Εμένα», λέει, «θα υποστηρίξει!» και όταν πήδησε απ’ το παράθυρο ο Φίλιππας και του έπιασε τα χέρια και του λέει: «Μπαμπά, τι κάνεις; Η μαμά είναι!», του λέει, «Θα τη σκοτώσεις;», του λέει. Εκείνος άφησε τα χέρια μου, τον κοίταξε έτσι, με μάτια βουρκωμένα, και αγκαλιάστηκαν και ‘κλαιγαν και οι δυο βέβαια. Δεν υπάρχει χειρότερη αρρώστια, Χαϊδεμένη μου, δεν υπάρχει!

Χ.Π.:

Θέλετε να μου πείτε που ήρθε και σας βρήκε στη Θεσσαλονίκη;

Μ.Δ.:

Ναι. Ήρθε, έμενα με μια κοπέλα σε ένα σπίτι, Πρίγκηπος Νικολάου μέσα σε οικογένεια, ένα ηλικιωμένο ανδρόγυνο και μας έδωσε ένα στενό δωμάτιο, από 250 δραχμές πληρώναμε. Στενό, ίσα-ίσα που χωρούσαν δυο ντιβάνια, δεν μπορούσαμε... Και ένα τραπεζάκι είχε, εκεί διαβάζαμε. Και ήρθε χτύπησε την πόρτα, ήξερε πού μένω και πήγε να ανοίξει η σπιτονοικοκυρά, η οποία ήτανε παχύσαρκη, τεράστια, χοντρή και πήγε να του ανοίξει την πόρτα και την άνοιξε την πόρτα και μετά που βγήκα εγώ, γλίστρησε αυτή και έπεσε και έσπασε το πόδι της και την πήγα στον γιατρό. Τέλος πάντων, εμείς φύγαμε, δεν ήξερα, πήγαμε σε ένα δάσος, στο δάσος του Σέιχ Σου εκεί επάνω βόλτα, γυρίσαμε. Όταν γύρισα, μου λέει: «Να! Που ήρθε το παλικάρι σου και έπεσα και έσπασα το πόδι μου και πλήρωσα 500 δραχμές στο γιατρό! Και το ένα και το άλλο!», αναγκάστηκα, της έδωσα 500 δραχμές για τον γιατρό. Λέω: «Παρ’ τα», της λέω, «τις 500 δραχμές», της λέω, «να μην παραπονιέσαι!», της έδωσα λεφτά που θα περνούσα εγώ τον μήνα, για να δώσει στον γιατρό της. Αλλά δεν το ήξερα που ξέραμε πριν, μετά το είπα στον Δαμιανό, του λέω: «Έτσι και έτσι!», μου λέει: «Και τα πήρε;», λέω: «Τα πήρε, Δαμιανέ!», «Και τι έκανες εσύ;», λέω: «Βολεύτηκα, πήρα δανεικά από την κοπέλα που ήμασταν μαζί και όταν έστειλε ο πατέρας μου, της τα ‘δωσα».

Χ.Π.:

Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ για όλα.

Μ.Δ.:

Μου φαίνεται δεν θα τελειώσουμε!

Χ.Π.:

Σκεφτήκατε κάτι άλλο;

Μ.Δ.:

Όχι, δεν... Τόσα πολλά! Η ζωή μας έχει τόσα πολλά, που δεν τελειώνουνε! Ειλικρινά σ’ το λέω, δεν τελειώνουν! Πάρα πολλά! Τι να πρωτοθυμηθώ! Όταν πήγα στην Καβάλα, στην αδερφή μου, τα δύο αδέρφια μου ήρθανε, στήσανε καρτέρι από κάτω, πιστεύοντας ότι θα ‘ρθει ο Δαμιανός, για να τον δείρουνε και ο ανιψιός μου τους είδε και κρυφά έτρεξε, δεκάχρονο παιδί, έτρεξε στο σπίτι και λέει: «Μαμά! Θεία! Ο θείος, οι θείοι», λέει, «είναι από κάτω και μάλλον...», λέει, «Τι κάνουν εκεί;», λέω: «Περιμένουν τον Δαμιανό, για να τον δείρουνε!». Περίμεναν, περίμεναν, φυσικά δεν είχε έρθει ο Δαμιανός, γιατί δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί και φύγανε! Και μετά τον ειδοποίησα και του λέει: «Έτσι και έτσι, Δαμιανέ!», «Τι να πω;», λέει, «Τι να πω;». Δηλαδή, εξωφρενικά πράγματα και ακόμα και για εκείνη την εποχή. Αυτά τα πράγματα δεν γινόντουσαν! Εντάξει.

Χ.Π.:

Να κλείσω τη συνέντευξη;

Μ.Δ.:

Ναι.

Χ.Π.:

Λήξη συνέντευξης.