Ιστορικός, αθλητής, πρόσκοπος και μουσικός: Το αυτοάνοσο νόσημα δεν στάθηκε εμπόδιο σε μία δημιουργική ζωή (Ά Μέρος)

Κ.Κ.

Καλησπέρα.

[00:00:00]

Γ.Κ.

Καλησπέρα.

Κ.Κ.

Θέλω να μου πεις πώς ονομάζεσαι.

Γ.Κ.

Γεώργιος Κυριακίδης.

Κ.Κ.

Είμαι ο Κωνσταντίνος Καραΐσκος, είμαι με τον Γεώργιο Κυριακίδη, βρισκόμαστε στην Ξάνθη, είναι 30 Σεπτεμβρίου του 2021, είμαι Ερευνητής στο Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, θέλω να μου πεις πότε γεννήθηκες και πού.

Γ.Κ.

11/07 του 1996, στην Καβάλα, γιατί πάρα πολύ απλά δεν υπήρχαν κλινικές μαιευτικής στην Ξάνθη τότε.

Κ.Κ.

Γεννήθηκες σε κλινική, όχι σε νοσοκομείο;

Γ.Κ.

Σε κλινική, γιατί ο γιατρός που συμβούλευε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τη μητέρα μου εγχείριζε, εντός εισαγωγικών, ξεγεννούσε, στην Καβάλα.

Κ.Κ.

Οκέι, οκέι.

Γ.Κ.

Ξανθιώτης βέβαια, αλλά σε κλινική στην Καβάλα.

Κ.Κ.

Μετά ήρθες στην Ξάνθη ωστόσο κι έζησες...

Γ.Κ.

Ναι, εννοείται.

Κ.Κ.

Είσαι... Πες

Γ.Κ.

Με τη μητέρα ήμουν τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, μέχρι να γίνω και πέντε ή έξι χρόνων, δηλαδή πριν την πρώτη δημοτικού. Ο πατέρας μου βρισκόταν σαν λοχαγός στην Κόρινθο. Αλλά ήταν και η τελευταία φορά που ήταν μακριά ο πατέρας μου, λόγω επαγγέλματος.

Κ.Κ.

Ωραία, ναι. Άρα η μητέρα σου πώς και δεν τον ακολούθησε στην Κόρινθο;

Γ.Κ.

Η μητέρα μου δεν τον ακολούθησε στην Κόρινθο γιατί είχε ήδη εδώ δικό της γραφείο, δικηγορικό. Οπότε δεν μπορούσε να αφήσει την όποια πελατεία. Χώρια άμα βάλεις κάτω ότι νομικά πρέπει να βοηθήσεις και να τελειώσεις τις υποθέσεις σου πριν μετακινηθείς σε άλλο γραφείο. Οπότε δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση. Στην ανατροφή μας στα πρώτα χρόνια βοηθούσε και η γιαγιά μας, η μητέρα της μητέρας μου δηλαδή. Αλλά αυτό, όπως είπα, ήταν και η τελευταία φορά που έλειπε ο πατέρας μου. Δηλαδή μέχρι να πάω εγώ πρώτη δημοτικού, ήταν ήδη πίσω πατέρας μου. Αυτό.

Κ.Κ.

Όχι, ρωτάω γιατί συνήθως ξέρω ότι συμβαίνει αυτό στις οικογένειες στρατιωτικών, ότι μετακινούνται ως οικογένειες.

Γ.Κ.

Το πιο συνηθισμένο αυτό, είναι η αλήθεια. Αλλά ο πατέρας μου ήταν: «Καλύτερα να μην τραβάω όλη την οικογένεια μου», ήταν αυτής της λογικής. Δεν μας τράβηξε πουθενά. Πήγε Γιάννενα, πήγε Κόρινθο και σε άλλη μία πόλη τώρα, αν δεν απατώμαι, στις Σέρρες. Οπότε αυτό, δεν μας τράβηξε ποτέ πουθενά. Ήμασταν εδώ πάντα.

Κ.Κ.

Σε αυτές τις πόλεις πήγε αφού γεννήθηκες;

Γ.Κ.

Όχι, σ’ αυτές και πολύ πριν γεννηθώ και πολύ πριν γεννηθεί ο αδερφός μου. Που είναι το '94 ο αδερφός μου.

Κ.Κ.

Ωραία.

Γ.Κ.

Δεν είχαμε ποτέ κανένα πρόβλημα με μετακομίσεις, με αλλαγές σχολείων, που είναι το πιο συνηθισμένο για άλλες οικογένειες στρατιωτικών.

Κ.Κ.

Ωραία. Οπότε έμεινε Ξάνθη μετά και μείνατε Ξάνθη όλοι μαζί, μεγαλώσατε εδώ.

Γ.Κ.

Γύρισε δυστυχώς, μες στην ατυχία του, αυτό ήταν το τυχερό, ότι γυρνούσε Ξάνθη. Η ατυχία του ήταν ένα πρόβλημα υγείας που είχε ο πατέρας μου. Οπότε παίρνεις μετάθεση εκεί που δηλώνεις, στην ευρύτερη περιοχή εκεί που δηλώνεις. Αλλά ήταν τυχερός, γιατί κάποια χρόνια έκανε στην Ξάνθη, μετά κάποια χρόνια έκανε στην Κομοτηνή, κάποια χρόνια στην Καβάλα... Και απλά γυρνούσε γύρω γύρω τις πόλεις. Μετά δεν έκανε κάτι άλλο. Και κατέληξε, τα τελευταία του τρία, τέσσερα χρόνια που ήταν στον στρατό ακόμα, κατέληξε στην Ξάνθη κιόλας. Μέχρι κι εγώ να πάω πρώτο έτος, ήταν στην Ξάνθη όπου κι εκεί συνταξιοδοτήθηκε.

Κ.Κ.

Κατάλαβα. Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχεις;

Γ.Κ.

Με τον πατέρα μου;

Κ.Κ.

Γενικότερα.

Γ.Κ.

Η πρώτη ανάμνηση που έχω... Σίγουρα θα βάλω την γιαγιά μου να προσπαθεί πολύ πριν την πρώτη δημοτικού να μου μάθει προπαίδεια. Παρόλο που η γιαγιά μου ήταν αγράμματη, ήξερε όλα τα βασικά, μην σου πω κι όλα τα βασικά του δημοτικού. Παρόλο που δεν πήγε ποτέ σχολείο. Πήγε μέχρι τρίτη, τετάρτη τάξη αν δεν κάνω λάθος, εκεί. Αλλά μου έμαθε προπαίδεια, μου έμαθε να γράφω, τα πάντα όλα. Σε πάρα πολλές λέξεις και ορθογραφία. Παρόλο που αυτό που είπα, αναλφάβητη. Θα βάλω πρώτη ανάμνηση αυτή. Δεύτερη ανάμνηση θα βάλω τη μητέρα μου να πηγαινοέρχεται συνέχεια σε ένα γραφείο. Αλλά, θα τη βάλω σαν ευχάριστη ανάμνηση και όχι σαν ανάμνηση το: «Μου λείπει η μαμά μου». Σίγουρα μετά θα βάλω κι ένα αστείο που είχαμε -εγώ τότε δεν το καταλάβαινα γιατί ήμουνα μικρός- ένα αστείο που έκανα με τον πατέρα μου όταν με πήγαινε σχολείο. Όταν γύρισε εδώ δηλαδή, ήταν ο καημός του να μας πηγαίνει σχολείο με το αμάξι. Και μιλάμε για αποστάσεις τώρα, πεντακόσια μέτρα, ούτε χιλιόμετρο ας πούμε. Και θυμάμαι που εγώ δεν μπορούσα να κλείσω το ένα μάτι σαν συνεννόηση, πώς κλείνεις το ένα μάτι… Κι επειδή δεν μπορούσα να το κάνω, έκλεινα και τα δύο μάτια. Μου έκλεινε ο πατέρας μου το ένα κι εγώ έκλεινα και τα δύο και ήταν αυτά τα inside jokes που είχαμε. Θα βάλω αυτές τις τρεις αναμνήσεις σαν πρώτες αναμνήσεις.

Κ.Κ.

Άρα αυτή είναι και η πρώτη ανάμνηση από τον πατέρα σου;

Γ.Κ.

Θα μπορούσε. Αυτή τη στιγμή σίγουρα μου διαφεύγουν πολλά πράγματα, γιατί οι αναμνήσεις και γενικότερα η μνήμη είναι το αδύναμό μου σημείο.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Παρόλη την εξέλιξη που είχα γενικά και στα γνωσιακά μου, είναι το αδύναμό μου σημείο. Ας βάλουμε αυτήν.

Κ.Κ.

Εντάξει.

Γ.Κ.

Δεν μου έρχεται κάτι τώρα, κάτι άλλο πιο πρόχειρο.

Κ.Κ.

Πώς θυμάσαι τα χρόνια πριν πας σχολείο ακόμα;

Γ.Κ.

Τα θυμάμαι ελάχιστα. Συνεχόμενα η γιαγιά μου μες στο σπίτι. Δεν είχε κι άλλα εγγόνια οπότε μπορεί και να τη βοηθούσε αυτό. Ο άντρας της δεν ζούσε, ο παππούς μου δηλαδή, δεν ζούσε ήδη, γιατί είχε πεθάνει δύο μήνες πριν γεννηθώ, οπότε…

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Nαι, υποχρεώσεις στο σπίτι στο χωριό είχε ελάχιστες, ελάχιστα ζώα που είχε, κάτι κατσικούλες, κάτι κότες, ελάχιστα πράγματα κι έναν μικρό μπαχτσέ. Οπότε, λόγω των ελάχιστων υποχρεώσεων που είχε, μπορούσε να έρχεται συνεχόμενα στην Ξάνθη. Τότε ήταν ανύπαντρος και χωρίς οικογένεια και ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου δηλαδή, οπότε την πηγαινόφερνε αυτός. Γιατί αυτός αγρότης, οπότε ξέρεις. Τα είχε βολέψει αυτός... Μετά θα συνεχίσω με την ανάμνησή της μητέρας μου να πηγαινοέρχεται συνεχόμενα σ' ένα γραφείο. Ειδικά τις ώρες του απογεύματος που λες: «Εντάξει, θα δουλέψω το κλασικό οκτάωρο, εννιάωρο το πρωί...» Η μάνα μου πάντα μαγείρευε από την προηγούμενη μέρα, τα πάντα όλα δηλαδή έτοιμα. Γυρνούσαμε, ζεσταίναμε το φαΐ, τρώγαμε. Αλλά το απόγευμα έφευγε αρκετές ώρες, τη θυμάμαι να γυρνάει και δέκα η ώρα το βράδυ. Να φεύγει στις πεντέμισι, πέντε, και να γυρνάει και δέκα, ας πούμε. Μιλάμε τώρα για δεκατρείς, δεκατέσσερις ώρες δουλειάς την ημέρα σίγουρα. Και λόγω της πολλής πελατείας, αλλά και... Είναι βαρύ για μία γυναίκα τριάντα χρόνων το επάγγελμα της δικηγορίας. Κι όχι μόνο, για όλους τους δικηγόρους το λέω αυτό.

Κ.Κ.

Γιατί το λες αυτό;

Γ.Κ.

Γιατί ήταν μόνη της, δεν είχε κάποια βοήθεια. Ασκούμενη έκανε σε έναν κύριο, πάρα πολύ καλό κύριο. Ο οποίος τη βοήθησε πάρα πολύ, αλλά πατείς με, πατώ σε, στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Και γυναίκα προς γυναίκα, και άντρες προς άντρες και ανάμεικτα. Είναι πατείς με, πατώ σε, γιατί... Τώρα να πω η Ξάνθη να είχε τόση πελατεία, δεν ξέρω. Αλλά όντως γινόταν ο κακός χαμός. Αυτό το ξέρω και από μελλοντικές αφηγήσεις της μητέρας μου πάνω σε θέματα της δουλειάς. Όχι σε υποθέσεις, αλλά σε γενικά θέματα της δουλειάς. Γιατί ξέρεις, έχει και το απόρρητο.

Κ.Κ.

Ναι, ναι, εννοείται. Επίσης, επειδή το ανέφερες, η γιαγιά σου σε χωριό ήταν;

Γ.Κ.

Η γιαγιά μου έζησε και μεγάλωσε πάντα στο χωριό, στο Κουτσό Ξάνθης.

Κ.Κ.

Κουτσό;

Γ.Κ.

Κουτσό, ναι.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Ναι, είναι λίγο περίεργο το όνομα.

Κ.Κ.

Όχι, δεν το άκουσα απλά.

Γ.Κ.

Σε περίπτωση που προκύπτει απορία, οι κάτοικοι του Κουτσού δεν λέγονται Κουτσοί. Γιατί είναι ένα κλασικό αστείο που ακούω τόσα χρόνια. Όχι δεν είμαι Κουτσός, είμαι Κουτσομπασιώτης, λόγω της παλαιότερης ονομασίας του χωριού που λεγόταν Κουτσόμπασι.

Κ.Κ.

Άρα εσύ έχεις καταγωγή από κει από την πλευρά της μαμάς σου;

Γ.Κ.

Ναι, η καταγωγή από την πλευρά της μαμάς μου είναι το Κουτσό Ξάνθης κι από την πλευρά του πατέρα μου είναι από τον Άβαντα Αλεξανδρούπολης. Παρόλο που ο πατέρας μου δεν μεγάλωσε στον Άβαντα, μεγάλωσε πιο πολύ στο κέντρο της πόλης.

Γ.Κ.

Της πόλης;

Γ.Κ.

Της Αλεξανδρούπολης.

Κ.Κ.

Οκέι, εντάξει.

Γ.Κ.

Της Αλεξανδρούπολης.

Κ.Κ.

Κατάλαβα

Γ.Κ.

Δηλαδή 100% χωριατόπαιδο κι εγώ, πήγαινα και στα δύο χωριά πάρα πολύ. Βέβαια, στην Αλεξανδρούπολη κυρίως για τις μεγάλες γιορτές. Πάσχα, Χριστούγεννα, λίγο το καλοκαίρι, αυτό. Στο εδώ χωριό, ειλικρινά, κάθε, μα κάθε Κυριακή. Με εξαίρεση, τι να σου πω, πέντε Κυριακές τον χρόνο. Παίζει να πηγαίναμε σαράντα, σαράντα πέντε φορές σίγουρα τον χρόνο. Και καλοκαίρια βγάζαμε εκεί σαν παιδιά, μέχρι και να τελειώσουμε το γυμνάσιο. Βγάζαμε σίγουρα ενάμιση με δύο μήνες το καλοκαίρι εκεί. Γιατί ήμασταν των κατασκηνώσεων, αλλά όχι των πολλών ημερών. Δέκα, δεκαπέντε μέρες κατασκήνωση και μετά πίσω χωριό. Όλη μέρα μπάλα, ξέρεις, τα κλασικά.

Κ.Κ.

Τι θυμάσαι από τα χωριά;

Γ.Κ.

Να πιάσουμε πρώτα το χωριό του Άβαντα, γιατί είναι λιγότερες οι αναμνήσεις. Ξέρεις, είναι και λίγο πιο θολές. Από το χωριό του Άβαντα, θυμάμαι ότι δεν ξέρω κανένα συγγενή μου.

Κ.Κ.

Ωραία.

Γ.Κ.

Είναι τα δεύτερα μου ξαδέρφια εκεί, πέρα απ' το ότι είναι πάρα πολλά, λόγω του ότι είναι [00:10:00]πολλά αδέρφια ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Πέρα από το ότι τα δεύτερά μου ξαδέρφια είναι πάρα, μα πάρα πολλά, δεν έκανα με κανένα από αυτά τα παιδιά παρέα, έκανα μόνο με τα δύο μου πρώτα ξαδέρφια παρέα. Παρεμπιπτόντως, είναι και πολύ μεγαλύτερα. Η μικρή από τους δύο αυτούς είναι του '90 και ο άλλος είναι του... Είναι κατά πολύ μεγαλύτερά μου, αλλά παίζαμε με αυτούς κυρίως. Παιχνίδια δηλαδή στην πίσω αυλή εκεί στο χωριό, που ήταν κι ο μπαχτσές και μας μάλωνε ο παππούς τότε, ότι: «Μη ντομάτες!», μη το ένα, το άλλο, αλλά εμείς παίζαμε, δεν δίναμε σημασία. Τώρα σαν ανάμνηση θυμάμαι όλα τα παλιά έπιπλα του σπιτιού εκεί. Μιλάμε για αντίκες και αντίκες από βελέντζες μέχρι έπιπλα, τι να σου πω, έπιπλα κουζίνας τα οποία λες: «Αυτό τώρα παίζει να 'ναι πιο παλιό κι από οτιδήποτε ξέρω αυτή τη στιγμή». Παλιό τηλέφωνο, και το χρησιμοποιούσαμε και αφού αναπτύχθηκε η τεχνολογία, τύπου internet κλπ.. Χρησιμοποιήσαμε ακόμα το παλιό τηλέφωνο, ξέρεις, αυτό που το γυρνάς. Τώρα από αναμνήσεις του άλλου χωριού… Σίγουρα θα βάλω μέσα την μπάλα, το ποδόσφαιρο δηλαδή, στο γήπεδο του χωριού μαζί με τα άλλα παιδιά. Αλλά μιλάμε για ατελείωτες ώρες μες στην ημέρα, μιλάμε για τρεις, τέσσερις ώρες το πρωί και άλλες δύο, τρεις το απόγευμα. Θα βάλω επίσης το κρυφτό, κυνηγητό σε όλο το χωριό. Μία γύρα να έπαιρνε μιάμιση, δύο ώρες, αφού δεν μπορούσες να τους βρεις, προφανώς δεν μπορούσες να τους βρεις. Απλά σε κάποια φάση ο άλλος βαριόταν, έβγαινε από την κρυψώνα του και απλά κυνηγιόσασταν. Και οι δύο παιδικές αναμνήσεις είναι διαφορετικές, όπως καταλαβαίνεις. Η μία είναι πολύ παιχνίδι και η άλλη είναι λίγο παιχνίδι και λίγο το μένω μες στο σπίτι και έχω, ξέρεις, αυτές τις εικόνες από το σπίτι μέσα. Δύο διαφορετικές δηλαδή παιδικές, ας πούμε, αναμνήσεις από αυτές τις συνθήκες, που λες…

Κ.Κ.

Από αυτές τις αντίκες που λες, θες να περιγράψεις μία; Αυτή που σου έκανε την περισσότερη εντύπωση.

Γ.Κ.

Mπορώ να περιγράψω συγκεκριμένα το ένα υπνοδωμάτιο που, από όσο κατάλαβα, πρέπει να ήταν το υπνοδωμάτιο του παππού μου και της γιαγιάς μου, από όσο θυμάμαι. Κρεμασμένες βελέντζες και στους τοίχους και κάτω, προφανώς για να είναι πιο ζεστό το σπίτι, χειμώνα, καλοκαίρι. Tο έπιπλο του κρεβατιού είχε, ξέρεις... Αχ πώς λέγεται αυτό; Που βαστάει το κεφαλάρι; Κεφαλάρι λέγεται, αυτό που είναι στο... Στην πάνω πλευρά του κεφαλιού του κρεβατιού, κεφαλάρι λέγεται.

Κ.Κ.

Δεν ξέρω, αλλά οκέι.

Γ.Κ.

Δεν θυμάμαι, έχω την εντύπωση ότι λέγεται έτσι. Και κλασικό για κάποιο λόγο, πάντα μπροστά από το κρεβάτι, από την κάτω πλευρά του κρεβατιού, υπήρχε ένα μικρό σκαμνάκι, το οποίο για κάποιο λόγο ήταν πάρα πολύ μικρό. Είχε πάνω ένα ανάγλυφο με περίεργες εικόνες φύσης, σαν κισσός. Δηλαδή, έτσι, σκαλισμένο και λίγο ανάγλυφος κισσός. Προφανώς και αυτό τυλιγμένο με αντίστοιχο ύφασμα της εποχής. Αυτό θυμάμαι πιο πολύ. Η ντουλάπα ήταν κλασική, μία μεγάλη, τεράστια βασικά, όχι απλά μεγάλη. Τώρα μπορεί να μου φαίνεται και τεράστια επειδή ήμουν πολύ μικρός. Αλλά μιλάμε για πολύ μεγάλη ντουλάπα. Είχε οκτώ, μπορεί και δέκα παράθυρα, για να βάζεις και πράγματα μέσα. Κλασική μυρωδιά, αυτό που λέμε, παππουδίλας, ξέρεις, αυτό που δεν μπορείς να το περιγράψεις, αλλά όλοι ξέρουμε αυτή τη μυρωδιά. Είναι αυτή η ανάμνηση του υπνοδωματίου. Το περίεργο ήταν επίσης στην κουζίνα το ότι υπήρχε ένα μικρό μεμονωμένο δωματιάκι, αλλά τύπου ενάμισι επί ενάμισι, τόσο μικρό μιλάμε. Το οποίο πρέπει να ήταν το παλιό πλυσταριό για τα ρούχα. Δηλαδή εκεί πρέπει να είχε η γιαγιά μου τη σκάφη, και η γιαγιά μου και η πεθερά της. Γιατί εκείνο είναι το πατρικό του παππού μου. Πρέπει εκεί να είχαν και τη σκάφη, δηλαδή δεν την είχαν έξω, την είχαν εκεί μέσα. Από περίεργα έπιπλα και πώς ήταν η δομή του σπιτιού, αυτό θυμάμαι. Κάτι άλλο;

Κ.Κ.

Σχολείο πού πήγαινες;

Γ.Κ.

Σχολείο... Εδώ έρχεται το ωραίο. Προνήπια και νήπια στο χωριό.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Ναι, είναι λίγο περίεργο. Ήμουν και στο χωριό, με φρόντιζε η γιαγιά μου και εμένα και τον αδερφό μου. Μας πηγαινοέφερνε ο αδερφός της γιαγιάς μου με το μηχανάκι. Αυτό το μηχανάκι δεν θα το ξεχάσω ποτέ, εντωμεταξύ. Έκανε τόσο θόρυβο! Ξέρεις, κλασικό ταφάκι, εποχής '70, εβδομηντατόσο, το ταφάκι, για να σου δώσω να καταλάβεις. Ένα πράσινο, άσχημο, αλλά ο θείος ο Δημήτρης, ο αδερφός της γιαγιάς μου, και τι δεν έκανε... Σοφέρ στην κυριολεξία, σοφέρ. Μας πηγαινοέφερνε όλες τις ώρες. Και στα χωράφια να ήταν ο άνθρωπος, πάντα έφευγε από τα χωράφια, ερχόταν, μας γυρνούσε στο σπίτι. Απίστευτο, απίστευτο! Του χρωστάμε δηλαδή το πρώτο κομμάτι της εκπαίδευσής μας τουλάχιστον, το χρωστάμε στον θείο Δημήτρη. Μετά στο δημοτικό... Ψέματα. Όταν πήγε ο αδελφός μου πρώτη δημοτικού, είχαμε γυρίσει ήδη στην Ξάνθη. Οπότε το τελείωμα των νηπίων, πριν το δημοτικό, το έκανα στην Ξάνθη, το τελείωμα. Στην πρώτη δημοτικού πήγα στο 5ο δημοτικό, γυμνάσιο πήγα στο 6ο γυμνάσιο και λύκειο πήγα στο 3ο γενικό. Μικρή λεπτομέρεια ότι ο αδερφός μου όταν πήγαινε στο γυμνάσιο έκανε δυο χρονιές, την πρώτη και τη δευτέρα γυμνασίου, τις έκανε απογευματινές. Επειδή συστεγάζονταν και το 3ο γενικό λύκειο και το 4ο και 6ο γυμνάσιο, οπότε κάποιες χρονιές κάποια σχολεία γίνονταν απογευματινά. Εγώ δεν το πρόλαβα αυτό το σύστημα, όταν ο Δημοσθένης πήγε δηλαδή τρίτη γυμνασίου κι εγώ πρώτη, δεν το πρόλαβα αυτό το σύστημα. Γιατί απλά το 3ο λύκειο, δημιουργήθηκε ένας νέος χώρος και κτίρια σε άλλο σημείο της πόλης, οπότε και δεν χρειαζόταν. Εγώ δεν το πρόλαβα καν αυτό. Θυμάμαι να λέω: «Πώς είναι το απογευματινό σχολείο; Δεν έχω πάει ποτέ. Όλο τα πρωί να κάθεσαι και το απόγευμα να πηγαίνεις σχολείο». Δεν το πρόλαβα ποτέ δυστυχώς, σαν εμπειρία δεν το έζησα αυτό. Αυτό από το πρώτο κομμάτι τουλάχιστον της εκπαίδευσης. 5ο δημοτικό, 6ο γυμνάσιο και 3ο γενικό λύκειο.

Κ.Κ.

Στα νήπια και στα προνήπια πήγαινες στο χωριό, δεν έμενες όμως στο χωριό, έμενες στην πόλη;

Γ.Κ.

Ναι, τα απογεύματα γυρνούσα στην πόλη. Όλα τα απογεύματα ήμουνα πίσω, μαζί με τη γιαγιά μου, γιατί ερχόταν και μας έπαιρνε ο θείος μου. Αλλά τα πρωινά γυρνούσα εκεί από νωρίς και ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου, δηλαδή μέχρι το μεσημέρι. Αυτό γιατί; Γιατί η μητέρα μου δεν μπορούσε να μας πάει εδώ. Η γιαγιά μου έπρεπε να γυρνάει οπωσδήποτε για τις απογευματινές της δουλειές, τις υποχρεώσεις που είχε εκεί. Μικρές ή μεγάλες, αυτές ήταν.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Οπότε, ήδη υπήρχε αυτό το πήγαινε-έλα γενικά. Όχι ότι το θυμάμαι κιόλας. Το θυμάμαι μόνο τώρα να στο περιγράψω, να υπάρχει κάποιου είδους ταλαιπωρίας, εντός εισαγωγικών, ποτέ, δεν το θυμάσαι καν. Δεν το σκέφτεσαι εντωμεταξύ, δεν υπάρχει σαν ανάμνηση καν. Ναι, προνήπια, νήπια εκεί, το τελείωμα βασικά τον νηπίων εδώ και ούτω καθεξής, όπως το ανέφερα.

Κ.Κ.

Από τα σχολικά σου χρόνια τι θυμάσαι; Από δημοτικό και μετά.

Γ.Κ.

Από το δημοτικό και μετά τι θυμάμαι... Θυμάμαι ότι ήμουν διαβαστερό παιδί γενικά, αλλά στην πρώτη τάξη του δημοτικού, συγκεκριμένα, θα πω ότι είχα ένα πρόβλημα με την ανάγνωση. Αλλά αυτό που διάβαζα το μετέφραζα σε σκέψη και όχι σε λέξη. Θα στο εξηγήσω τώρα. Δεν ξέρω ποια μορφή δυσλεξίας είναι αυτή, αλλά από ό,τι κατάλαβα πρέπει να είναι κάποια μορφή δυσλεξίας. Αυτό το κατάλαβα αργότερα, πολύ αργότερα. Ένα περιστατικό συγκεκριμένα ήταν να με διαβάζει η μάνα μου, συγκεκριμένα, και να μου λέει, να συλλαβίζουμε τώρα: «τ και ο;» Να λέω: «το». «ξ και ο;» Να λέω: «ξο». Και να μου λέει η μάνα μου: «Όλο μαζί;» Κι εγώ έλεγα: «Βέλος», για κάποιο λόγο. Μου ερχόταν προφανώς η εικόνα στο κεφάλι του τόξου, αλλά τι μου έκανε εμένα σαν μικρό παιδί εντύπωση από το τόξο; Το βέλος που εκσφενδονίζεται. Κι αντί να λέω τόξο, έλεγα βέλος. Που αυτό είναι ξεκάθαρα κάποια μορφή δυσλεξίας. Βασικά, δεν ξέρω και να το περιγράψω σαν πρόβλημα. Αλλά προφανώς τώρα το σκέφτομαι και είναι αστείο γεγονός, εννοείται, εγώ το λέω για αστείο παραέξω. Αλλά άμα κάποιος κάτσει και σκεφτεί τι είχε στο μυαλό του αυτό το παιδί, σίγουρα θα βγάλει κάποιο είδους... Δυσλειτουργία δεν το λες ακριβώς, αλλά ότι κάτι δεν πάει καλά, ρε φίλε. Αυτό. Αλλά το σκέφτομαι και γελάω, δεν το θυμάμαι σαν πρόβλημα.

Κ.Κ.

Αυτό πότε σταμάτησε;

Γ.Κ.

Αυτό σταμάτησε μετά κόπων και βασάνων... Με βοήθησε πάρα πολύ και η μητέρα μου και η γιαγιά μου σ’ αυτό. Δηλαδή που με διάβαζαν, με την προπαίδεια κιόλας και με το συλλαβισμό. Πάρα πολλές ώρες το απόγευμα στο σπίτι, γεμίζαμε τετράδια και τετράδια για να μην παρουσιάσω κάποιο πρόβλημα. Αλλά τα κατάφερα, εντάξει, [00:20:00]ανταπεξήλθα σε όλες τις τάξεις του δημοτικού. Δηλαδή μετά την πρώτη τάξη... Όχι ότι παίρνανε πολλά παιδιά 7, 8, 9, αλλά δεν θυμάμαι να πήρα ποτέ κάτω από 9. Όλο 9, 10, 9, 10. Δηλαδή Γλώσσα, Μαθηματικά, δεν είχα ποτέ πρόβλημα.

Κ.Κ.

Θα επιμείνω λίγο.

Γ.Κ.

Ναι, εννοείται, όσο θες.

Κ.Κ.

Επειδή μου έκανε εντύπωση, όχι τίποτα άλλο. Αντιδρούσες εσύ σ’ αυτό, στην προσπάθεια να...

Γ.Κ.

Καθόλου. Καταλάβαινα όντως ότι είναι πρόβλημα. Γιατί άμα κάτσεις και το συζητήσεις και με τότε παιδιά της ηλικίας, που λες: «Τώρα, τι συζήτηση θα κάνω;» Απλά πας στο φίλο σου και λες: «Βασίλη, δεν μπορώ να πω αυτό» και λέει «Ποιο;» Να του δείχνω στο τετράδιο, να του εξηγώ το ίδιο παράδειγμα: «τ και ο, το, ξ και ο, ξο, όλο μαζί βέλος». Και να μου λέει: «Όχι ρε χαζέ, τόξο είναι». Και να κάνω αυτή τη συζήτηση: «Όχι τόξο, όχι τόξο, πες το κι εσύ, διάβασέ το πρώτα και μετά πες το». Απλή συζήτηση δηλαδή, όχι ότι είχες ενσυναίσθηση του τι όντως συμβαίνει, το ότι όντως αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα και δεν θα μπορέσω ποτέ να το λύσω. Αλλά το θυμάμαι να το συζητάω. Θυμάμαι να το συζητάω και με φίλους τότε. Αλλά λύθηκε γρήγορα σχετικά. Και δεν θυμάμαι να… Τουλάχιστον την προσπάθεια των γονιών μου και της γιαγιάς μου δεν τη θυμάμαι σαν πίεση των γονιών και της γιαγιάς μου. Τη θυμάμαι σαν προσπάθεια όντως να τελειώνει αυτό το περίεργο πράγμα που μου συμβαίνει.

Κ.Κ.

Το αντιλαμβανόσουν ως περίεργο πράγμα;

Γ.Κ.

Ναι, ναι, γιατί βλέπεις, όλα τα άλλα παιδάκια λένε -πάλι το ίδιο παράδειγμα- τόξο κι εσύ λες κάτι εντελώς άλλο, δεν μοιάζει καν. Δεν έλεγες: «τάξα», δεν άλλαξες τα φωνήεντα, ή κάτι σε σύμφωνα, να κάνεις «τόκο» ας πούμε. Έλεγες βέλος, κάτι εντελώς άλλο. Οπότε το καταλαβαίνεις κατευθείαν. Εγώ τουλάχιστον το καταλάβαινα, τώρα άλλα παιδιά, τι να σου πω, μπορεί να έχουν ακόμα δυσλεξία και να μην το καταλάβαιναν τότε.

Κ.Κ.

Θυμάσαι αντιδράσεις από δασκάλους μήπως, ή κάτι τέτοιο;

Γ.Κ.

Να σου πω μία πάρα πολύ χαρακτηριστική. Βέβαια, όχι με το κομμάτι της γλώσσας, με το κομμάτι των μαθηματικών. Δεν μπορούσα καθόλου τις προπαίδειες του επτά και του εννιά. Καθόλου. Θυμάμαι δηλαδή και προσπάθεια στο σπίτι πολύ απ' τη γιαγιά και προσπάθεια από δασκάλους. Έχω γεμίσει τετράδια και τετράδια με το να μάθω τις δύο συγκεκριμένες προπαίδειες, του επτά και του εννιά. Τι να σου πω τώρα, να μου λέει -να σου δώσω να καταλάβεις, παράδειγμα-, να μου λέει η γιαγιά μου: «6 επί 7;» Και να λέω εγώ «42». Και στο καπάκι η γιαγιά μου να με ρωτάει: «7 επί 6;» και να κολλάω. Και να μην ξέρω τι να απαντήσω. Που είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα εννοείται, το καταλαβαίνεις. Και να μην μπορώ να απαντήσω. Kαι να φωνάζει η γιαγιά και να λέει «Μα τώρα δεν μου το απάντησες;» «Ναι, αλλά σου είπα 6 επί 7, 42, όχι 7 επί 6». Και δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά είναι αυτό το κομμάτι της γιαγιάς μου. Στο κομμάτι των δασκάλων, πάρα πολλές... Επειδή ήταν συνεννοημένοι και με την μάνα μου και με τον πατέρα μου, προφανώς, για να μη φανεί περίεργο... Γιατί στην αρχή στη μάνα μου φαινόταν περίεργο. «Γιατί το παιδί μου γυρνάει με δεκαπέντε ασκήσεις για να κάνει στο σπίτι, ενώ άλλα παιδιά γυρνάνε με πέντε;» Γιατί η μάνα μου ήταν πάντα σε επικοινωνία και με άλλους γονείς από παιδιά απ' το σχολείο μου. Οπότε της φαινόταν περίεργο. Για να μην της φαίνεται περίεργο ήταν πάντα συνεννοημένοι οι καθηγητές. Χώρια του ότι ήταν και πάντα στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων. Και τις περισσότερες φορές και πρόεδρος των αντίστοιχων συλλόγων. Τέλος πάντων, για να μην της φαίνεται περίεργο, της εξηγούσαν οι καθηγητές ότι, ξέρεις, το και το.

Κ.Κ.

Για να μη φαίνεται περίεργο στην ίδια ή αυτή εξηγούσε στους...

Γ.Κ.

Και τα δύο, και προς τη μία κατεύθυνση και προς την άλλη. Τις πρώτες φορές τής φάνηκε περίεργο κι εκεί είναι που ξεκίνησε η προσπάθεια, εκεί περίπου ξεκίνησε η προσπάθεια, εκεί στην πρώτη δημοτικού, ότι: «Κάτσε, γιατί το παιδί μου έχει γεμίσει ήδη τρία τετράδια, ενώ άλλα παιδιά που ξέρω από γονείς έχουν γεμίσει ένα τετράδιο;» Αλλά οι καθηγητές το έκαναν, οι δάσκαλοι δηλαδή, το έκαναν όχι με κακό τρόπο. Δηλαδή μου έλεγαν απλά: «Αγόρι μου, εσύ θα πάρεις αυτές τις ασκήσεις». Δεν μου έλεγαν: «Έχεις πρόβλημα, είσαι προβληματικό παιδί». Σε καμία περίπτωση. Όλοι οι δάσκαλοι και καθηγητές που είχα δεν μου προξένησαν ποτέ πρόβλημα, στο συγκεκριμένο κομμάτι τουλάχιστον. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο σαν περιστατικό να σου πω. Να, αυτό με τις προπαίδειες του επτά και του εννιά και τον συλλαβισμό στην πρώτη δημοτικού.

Κ.Κ.

Τον συλλαβισμό... Αυτό με το τόξο.

Γ.Κ.

Με το «τ και ο, το», ναι.

Κ.Κ.

Απλά αυτό είναι αντίδραση την οποία έλαβε η μαμά σου, ας πούμε, κι εσύ...

Γ.Κ.

Εγώ απλά καθόμουν και... Εγώ κατάλαβα ότι όντως είναι πρόβλημα αυτό, δεν το κατονόμαζα πρόβλημα, σε καμία περίπτωση, αλλά καταλάβαινα ότι αυτό κάπως δεν κολλάει με το υπόλοιπο, με τα ερεθίσματα που βλέπω από τα υπόλοιπα παιδιά. Οπότε λες: «Κάτσε, κάτι είναι αυτό». Ούτως ή άλλως με τη μάνα σου κάθεσαι και με τη γιαγιά σου κάθεσαι και μαθαίνεις απλά κάποια παραπάνω πράγματα. Το έβλεπα δηλαδή αυτό, δεν...

Κ.Κ.

Όχι, εννοώ ότι εσύ από τους δασκάλους, ένιωσες ποτέ ότι-

Γ.Κ.

Δακτυλοδεικτούμενος, εντός εισαγωγικών;

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Όχι, σε καμία περίπτωση. Σε καμία περίπτωση. Όλοι οι δάσκαλοι, ειδικά στο δημοτικό, παρόλο που δεν ήταν εκπαιδευμένοι για αντίστοιχα προβλήματα σε παιδιά... Εντωμεταξύ, είναι κακό που το λέω προβλήματα, δεν είναι πρόβλημα. Απλά χρήζει μιας περισσότερης προσοχής. Σβήσ’ το το πρόβλημα, ξέρω ‘γω.

Κ.Κ.

Όχι, θα-

Γ.Κ.

Σε περιπτώσεις που χρήζουν, έτσι, λίγο μεγαλύτερης προσοχής, δεν ήταν εκπαιδευμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Παρόλα αυτά δεν ένιωσα σε καμία περίπτωση ότι «Γιατί με στοχοποιεί ο δάσκαλος; -ή- Μήπως δεν κάνω σωστά κάτι, γι' αυτό μου βάζει περισσότερες ασκήσεις;» Αλλά έβλεπες μετά τους βαθμούς, όλα ήταν 9, 10 και λές, οκέι. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δάσκαλος δεν γύρισε ποτέ να μου πει: «Γιώργο -π.χ.- είσαι άχρηστος και δεν ξέρεις και τι είναι αυτά που λες». Ή να γελάσει κάποιος δάσκαλος μαζί μου, γιατί κι αυτό είναι φαινόμενο μες στα σχολεία. Και αυτοί άνθρωποι είναι, τόσα ξέρουν, τόσο κάνουν.

Κ.Κ.

Το ψιλοαπάντησες, απλά για να καταλάβω εντελώς, το αντιλαμβανόσουν ή το αντιλαμβάνεσαι ως πρόβλημα;

Γ.Κ.

Όχι, απλά ήμουν ένα από τα τόσα πολλά παιδιά εκεί έξω που... Γιατί είναι από το πιο απλό, ότι βαριούνται να διαβάσουν, μέχρι και το ότι όντως έχουν εντοπίσει κάποιου είδους δυσλεξία. Απλά, ρε παιδί μου, πρέπει να δώσεις λίγο παραπάνω προσοχή, αυτό είναι. Ήταν και προσωπικός κόπος και κόπος των δασκάλων και των γονέων. Το διαμοιράζω, ένα τρίτο στον καθένα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι πρόβλημα. Και ούτε θα έπρεπε οι γονείς και οι δάσκαλοι να το βλέπουν σαν πρόβλημα. Δουλειά τους είναι και των δύο, εντός εισαγωγικών. Βασικά των δασκάλων είναι και πρακτικά η δουλειά τους. Που θα έπρεπε όντως, μη σου πω, και να υπάρχει αντίστοιχο μάθημα. Δηλαδή αν εντοπίζονται αντίστοιχες περιπτώσεις από το σχολείο, θα έπρεπε να γίνεται κάτι και όχι απλά να υπάρχει ένας εξωτερικός παράγοντας. Θα έπρεπε να υπάρχει και μες στη δημόσια εκπαίδευση πιστεύω αυτό το πράγμα. Σε όλες τις τάξεις, αν και πρέπει να το εντοπίσεις νωρίς.

Γ.Κ.

Αυτό πότε σταμάτησε να γίνεται;

Γ.Κ.

Αυτό το θυμάμαι να σταμάτησε σίγουρα πριν την τρίτη, τετάρτη δημοτικού. Μην σου πω, τώρα την τετάρτη κακώς την αναφέρω, μπορεί και στην τρίτη δημοτικού. Είχε τελειώσει ήδη δηλαδή και δεν ξαναεντόπισα άλλο αντίστοιχο πρόβλημα. Δεν με θυμάμαι κιόλας να έχω. Ούτε στη γραφή, ούτε για παράδειγμα στο Σκέφτομαι και Γράφω, το αντίστοιχο μάθημα της Έκθεσης. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα έκφρασης στον γραπτό λόγο, ούτε στον προφορικό μετά από ένα σημείο. Δεν θυμάμαι κάτι αντίστοιχο. Βασικά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν είχα κάτι αντίστοιχο. Να 'ναι καλά οι δάσκαλοι και οι γονείς μου και η γιαγιά μου που βοήθησαν όντως πολύ σ’ αυτό.

Κ.Κ.

Πέρα από αυτό; Από αναμνήσεις;

Γ.Κ.

Από άλλες αναμνήσεις του σχολείου τώρα…

Κ.Κ.

Ή καθημερινότητα γενικά.

Γ.Κ.

Να πάμε σε ανάμνηση σχολείου, μπορούμε να πάμε σε ανάμνηση σχολείου. Μπορώ να σε πάω στο γυμνάσιο, που εκεί μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που είπαμε μέχρι στιγμής. Εγώ είχα ξεκινήσει ήδη από έκτη δημοτικού να πηγαίνω βόλεϊ. Ξεκίνησα να αθλούμαι, ρε παιδί μου, αυτό. Όπως πολλά παιδιά που προσπαθούν να βρουν ένα χόμπι, πέρασα από αρκετά χόμπι. Να κάνω μία μικρή παρένθεση, πέρασα από σκάκι, από παραδοσιακούς χορούς, από κολύμβηση και κατέληξα στο βόλεϊ. Ευτυχώς. Μην με ρωτήσεις για κινήσεις στο σκάκι, μην με ρωτήσεις... Βασικά, για παραδοσιακούς χορούς μπορείς να με ρωτήσεις, αλλά από άλλη οπτική. Για κολύμβηση... Εντάξει, ξέρω να κολυμπάω. Στο βόλεϊ το 'χω... Μου έμεινε ένα παράπονο στο τέλος, αλλά θα πιάσω πρώτα αυτό που μου έκανε εντύπωση στο σχολείο. Είχαμε μία γυμνάστρια, η οποία, πάρα πολύ καλή στο αντικείμενό της. Σούπερ καλή μη σου πω κιόλας. Δεν θυμάμαι, το επίθετό της πρέπει να ήταν Δήμου και στο όνομα πρέπει να λεγότανε [00:30:00]Γερακίνα, αν δεν κάνω λάθος, αν δεν απατώμαι αυτή τη στιγμή. Η εν λόγω κυρία όχι απλά μας πρόσεχε τον καθένα ξεχωριστά, αλλά μας άφηνε, πέρα από κάποια πράγματα που έπρεπε να μας δείξει, μας άφηνε κατευθείαν να παίξουμε το άθλημα που παίζαμε όλοι. Δηλαδή αν κάποιος ήταν καλός στο μπάσκετ, ή πήγαινε ήδη σε ομάδα στο μπάσκετ, όντως έπαιρνε άλλα πέντε, έξι παιδιά, τα έβαζε να παίζουν μπάσκετ. Έλεγε μετά: «Ποια παιδιά θέλουν να παίξουν ποδόσφαιρο;» Παίζανε ποδόσφαιρο. «Ποια παιδιά θέλουν να παίξουν βόλεϊ;» και ούτω καθεξής. Για να μην μπερδευτούμε στο τέλος, αυτή ήταν στο γυμνάσιο. Γιατί το ανέφερα ότι από έκτη δημοτικού ξεκίνησα το βόλεϊ, για να μην μπερδευτεί, απλά, αυτή ήταν στο γυμνάσιο η γυμνάστρια. Συγκεκριμένα τη βλέπω μία μέρα να μιλάει με τη μητέρα μου. Από μακριά προφανώς. Δεν ξέρω τι ειπώθηκε αλλά, από αυτά που μου είπε μετά η μητέρα μου, μου είπε ότι: «Γιώργο, να ξέρεις, δεν θα σταματήσεις ποτέ το βόλεϊ». Μου φάνηκε περίεργο εκείνη τη στιγμή και λέω από μέσα μου: «Κι άμα όντως θέλω να το σταματήσω, τι θα γίνει;» ή «Γιατί μου το είπε αυτό η μάνα μου;» Ξέρεις, τέτοιες ερωτήσεις. Απλές ερωτήσεις. Μετά από χρόνια συνάντησα την εν λόγω καθηγήτρια. Τη συνάντησα τρίτη λυκείου, πρώτο έτος... Και της ανέφερα το συγκεκριμένο περιστατικό και μου λέει: «Γιατί με ρωτάς;» «Σας ρωτάω γιατί σταμάτησα». «Είσαι χαζός», λέει. Δεν το είπε έτσι, το είπε με άλλη λέξη, αλλά λέει είσαι χαζός. Λέω: «Μα γιατί τώρα έτσι κυρία, γιατί με λέτε έτσι, γιατί με κάνετε έτσι τώρα;» Λέει: «Εγώ το είπα αυτό στη μάνα σου για να μη σταματήσεις ποτέ, γιατί τα πήγαινες περίφημα. Χώρια -λέει- του ότι πήγαινες ήδη σε ομάδα, και είχα βρει τότε και το γυμναστή σου -στην αντίστοιχη ομάδα που πήγαινα, στον Ερμογένη πήγαινα τότε-, και είχα βρει και το γυμναστή σου, τον κύριο Τριαντάφυλλο και του είπα το και το, να μη σε αφήσει ποτέ να φύγεις». Κι όντως θυμάμαι να υπήρχε και μία αντίστοιχη προσοχή από τον κύριο Τριαντάφυλλο μετά, όταν πηγαίναμε δηλαδή το απόγευμα στο βόλεϊ. Άλλος εξαιρετικός πάνω στο αντικείμενό του, απίστευτος, πολύ καλός. Και λέω: «Το σταμάτησα για άλλους λόγους, για φροντιστήρια, για τέτοια». «Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις, η χειρότερη επιλογή», και πιάσαμε μία κουβέντα πάνω σ’ αυτό. Με έπιασαν λίγο οι τύψεις, λες να πήρα λάθος κατεύθυνση στη ζωή μου; Λες να μην πήγαινα γαλλικά και να συνέχιζα το βόλεϊ; Και υπάρχουν ακόμα αυτές οι σκέψεις: «Τι θα γινόταν αν...», κλασική ερώτηση για άνθρωπο της ηλικίας μας. Πόσο μάλλον όταν κάποιες εμπειρίες όταν είσαι και πιο μικρός δεν τις ελέγχεις 100% εσύ. Είσαι και λίγο... Σου δίνουν μία κατεύθυνση οι λίγο μεγαλύτεροι. Κι έμεινε σαν παράπονο τελικά αυτό, εκεί που λες: «Γιατί δεν μου είπε κάποιος αυτολεξεί ότι: "Γιώργο, τα πας πολύ καλά, συνέχισε το"...», αυτό. Μου έμεινε μετά σαν παράπονο ότι: «Φαντάζεσαι τώρα να ασχολούμουν ακόμα με το βόλεϊ;» Δεν θα είχα άλλα χόμπι μετά. Και χόμπι και γενικά ασχολίες. Αλλά είναι κι αυτό ένα «What if», ένα «Τι θα γινόταν αν». Σαν ανάμνηση αυτή θα έβαζα από το γυμνάσιο, συγκεκριμένα. Άλλης καθημερινότητας ανάμνηση... Καλά εδώ ξεκινάνε τα γελοία/αστεία. Όταν έφτασα τρίτη λυκείου, μαθαίνω -αυτό είναι ιστορία από δεκαπενταμελές τώρα-, μαθαίνω ότι δυο παιδιά -δεν θα τους κατονομάσω προφανώς- τους οποίους δεν πολυσυμπαθούσα, ότι ήθελαν να βάλουν υποψήφιοι για δεκαπενταμελές…

Κ.Κ.

Σε ποια βαθμίδα είπες; Πότε έγινε αυτό;

Γ.Κ.

Για το λύκειο τώρα αυτό. Τρίτη λυκείου.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Θέλαν να βάλουν για δεκαπενταμελές και επειδή ήμουνα σίγουρος ότι βρομούσε λίγο η υπόθεση, λέω, συζητούσα με τον φίλο μου: «Να βάλω, να μην βάλω;» Δεν δηλώνω εγώ εντωμεταξύ. Λέω: «Δεν θα δηλώσω τελικά». Με παίρνουνε μετά από δυο, τρεις μέρες, στις εκλογές, με παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος μου που ήταν στην επιτροπή, που καταμετρούσε δηλαδή τους ψήφους. Με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Ρε συ, έχεις βγει πρώτος με διαφορά τάδε ψήφων...» Δεν θυμάμαι, μου είχε πει καμιά πενήντα, εξήντα ψήφους διαφορά, ξέρω 'γω απ' τον δεύτερο. Που ο δεύτερος ήταν ένας εκ των δύο που είπαμε ότι δεν συμπαθούσα.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Και λέω: «Δεν έχω βάλει καν. Είσαι σίγουρος; -λέω- Δεν έχω βάλει καν». «Όχι -λέει-, ήρθε σε δήλωσε τότε ο...» Ποιος μ' είχε δηλώσει; Νομίζω ο Νίκος. «Ήρθε σε δήλωσε, ξέρω 'γω, δεν σ' το πε;» «Τι να μου πει; Δεν μου το 'πε». «Πω, ό, τι να 'ναι». Γελούσαμε, γιατί από κει που λέγαμε: «Τι έγινε, πώς έγινε;» κτλ... Και βγήκα τελικά πρόεδρος του δεκαπενταμελούς. Δηλαδή σαν αστεία ανάμνηση. Δηλαδή εκεί που λες ότι: « Γιατί;» ξέρω 'γω... «Γιατί», από την έννοια το: «Τι φάση;» Κάπως έτσι δηλαδή. Γιατί αυτό το περίεργο πράγμα, ας πούμε. Αλλά έτυχε κι αυτό, σαν έτσι περίεργη ανάμνηση και αστεία. Σίγουρα και αστεία. Αυτό. Άλλες αναμνήσεις μετά είναι απλές αναμνήσεις. Δηλαδή από εκδρομές, από τέτοια. Δηλαδή η επταήμερη στην Ιταλία είναι μια εμπειρία για ένα παιδί τρίτης λυκείου κιόλας, απίστευτη. Μουσεία είδαμε, πλατείες, δεξιά-αριστερά, Κολοσσαία... Όλα, όλα, όλα, τι να σου πω δηλαδή... Όχι ότι τα θυμάμαι, αλλά ξέρεις... Είναι μια ανάσα πριν τις πανελλήνιες. Λες και είναι το φοβερό οι πανελλήνιες. Λες είναι: «Πω πω, πόσο δύσκολες είναι!» Και μετά λες: «Πού να 'ξερα ότι θα έρθουν πιο δύσκολα;» Κάπως έτσι. Πιο δύσκολα, εννοώ μαθήματα σε σχολές, δεξιά-αριστερά, αυτό. Δεν έχω άλλες, έτσι να πεις, τρανταχτές αναμνήσεις από καθημερινότητα ή από κάτι, έτσι, τέτοιο... Και το ότι πήγα αρκετά ταξίδια. Δηλαδή οι γονείς μου.. Με τα φροντιστήρια που γινόντουσαν κάτι εκδρομές, δεξιά-αριστερά και με το σχολείο κάποιες εκδρομές και τα λοιπά... Πήγα... Έχω πάει και Λονδίνο το 2012, έχω πάει και Γαλλία, Γερμανία. Στην ίδια εκδρομή δηλαδή, πάλι έξι μέρες, στο γυμνάσιο κιόλας αυτό. Με τα αντίστοιχα τμήματα των Γαλλικών και των Γερμανικών του σχολείου. Περίεργες εμπειρίες. Ένα γυμνασιόπαιδο δεν μπορεί να τις αφουγκραστεί 100%, γιατί το έχουνε σ' ένα πρόγραμμα στημένο. Δηλαδή άλλο να πας είκοσι χρονών Γερμανία κι άλλο να πας δεκατρία και δεκατέσσερα χρονών Γερμανία. Είναι εντελώς διαφορετικό, Εντελώς διαφορετικό. Πόσο μάλλον Αγγλία, που Αγγλία πήγα το '12. Πρώτη γυμνασίου παιδί. Δηλαδή εντάξει. Τι να πεις εκεί; Τι μπορείς να κάνεις δώδεκα χρονών; Δώδεκα χρονών λέω, συγγνώμη. Τι μπορείς να κάνει δεκατρία, δεκατέσσερα χρονών στην Αγγλία; Τίποτα, ό,τι σου πούνε. Και πήγαμε για ένα πρόγραμμα ανταλλαγής. Πήγαμε δηλαδή εκεί σ' ένα ιδιωτικό σχολείο, το οποίο ήταν ανάμεικτο, εντωμεταξύ. Ήταν για ενισχυτική διδασκαλία στα αγγλικά. Αγγλικά σαν δεύτερη ξένη γλώσσα. Σαν δεύτερη γλώσσα, όχι σαν ξένη. Σαν δεύτερη γλώσσα. Εκεί είχε και παιδιά από πάρα πολλές χώρες. Από όπου μπορείς να φανταστείς, εντωμεταξύ. Από Μέση Ανατολή μέχρι Αφρική, μέχρι βόρεια Ευρώπη. Από παντού, από παντού. Θυμάμαι ένα παιδί εντωμεταξύ , πρέπει να 'ταν από... Από πού ήταν; Από τη Συρία πρέπει να 'τανε. Χουσεΐν πρέπει να τον λέγανε. Με τον οποίο έκανα τρομερή παρέα αυτό το δεκαήμερο που πήγα. Τρομερή παρέα. Μαζί τρώγαμε, μαζί όλα, μαζί όλα. Κι ήξερε κι αυτός πολύ καλά αγγλικά εντωμεταξύ και γι' αυτό υπήρχε συνεννόηση, έτσι; Προφανώς. Αυτό, δεν... Από παιδική ανάμνηση, πριν την ενηλικίωση, δεν υπάρχει κάτι έτσι άλλο που να θυμάμαι τώρα για να σου πω. Αυτό.

Κ.Κ.

Θέλω να γυρίσουμε λίγο στο βόλεϊ που μου είπες πριν.

Γ.Κ.

Βεβαίως.

Κ.Κ.

Εσύ… Θα πάω μάλλον ακόμα πιο πριν. Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο μου είπες ότι η μητέρα σου σας πήγαινε, σας έγραφε από δω κι από κει.

Γ.Κ.

Παντού, ειλικρινά παντού. Όπως είπα, κάποια από τα χόμπι και κάποιες από τις γενικές ασχολίες που είχα είναι μέσα... Στα πιο απλά ας βάλουμε το σκάκι, τους παραδοσιακούς χορούς, το κολύμπι, το βόλεϊ. Βάζω μέσα και στις ασχολίες επίσης και τον προσκοπισμό, που όλα αυτά κινούσαν παράλληλα. Συγκεκριμένα, σκάκι δευτέρα, τρίτη δημοτικού, κολύμβηση σίγουρα και μέχρι την πέμπτη δημοτικού, παράλληλα δηλαδή, πρώτη με πέμπτη, εκεί. Τότε ήταν ακόμη ανοιχτό το κολυμβητήριο της Ξάνθης, να φανταστείς. Φαντάσου. Οι παραδοσιακοί χοροί πρέπει να 'τανε αφού τελείωσα το σκάκι. Αφού σταμάτησα το σκάκι. Και θυμάμαι ότι το σκάκι, ο σύλλογος δηλαδή στο σκάκι και η κολύμβηση ήταν στο ίδιο κτίριο, οπότε γι' αυτό βόλευε κιόλας. Οι παραδοσιακοί χοροί γίνονταν στον χώρο της Φ.Ε.Ξ, που βρίσκεται [00:40:00]ακόμα και σήμερα εκεί, εκεί πάνω στη γωνία, την κλασική.

Κ.Κ.

Στο Σπίτι Πολιτισμού.

Γ.Κ.

Στο Σπίτι Πολιτισμού, ακριβώς εκεί.

Κ.Κ.

Το σκάκι και η κολύμβηση ήταν στον ίδιο χώρο;

Γ.Κ.

Ήταν στον ίδιο χώρο λέγοντας, στα ίδιο κτίριο, στο ίδιο κτιριακό σύμπλεγμα, ρε παιδί μου.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Δηλαδή σε έναν όροφο, στον πρώτο όροφο, να σου πω, ήταν το σκάκι και κάτω, αφού προσπερνούσες βασικά κάποια κτίρια πρώτα, μετά ήταν οι πισίνες, οι θερμαινόμενες, οι έτσι, οι αλλιώς, ας πούμε. Πολύ μετά δηλαδή.

Κ.Κ.

Πότε έκλεισε το κολυμβητήριο στην Ξάνθη;

Γ.Κ.

Δεν το θυμάμαι αυτό, είναι η αλήθεια, αλλά πρέπει καθ’ όλη τη διάρκεια… Από το -να πω με σιγουριά- '12, μέχρι και σήμερα.

Κ.Κ.

Από το '12.

Γ.Κ.

Ναι, πρέπει να είναι από το '12. Άντε τώρα να είναι απ' το '13, απ' το '14, αλλά σίγουρα έχει πολλά χρόνια που έκλεισε. Πολλά χρόνια... Τώρα γίνονται βέβαια κάποιες εργασίες να ξανανοίξει. Τι να πω, μακάρι να ανοίξει, αλλά θα είναι και δύσκολο αν δεν μπεις σε σύλλογο, για ώρες κοινού δεν θα έχει σίγουρα πολλές. Γιατί προφανώς έχει συλλόγους, έχει ομάδες και είναι και λογικό, έτσι;

Κ.Κ.

Οπότε το βόλεϊ έτσι προέκυψε αρχικά;

Γ.Κ.

Το βόλεϊ προέκυψε σαν αντικατάσταση του αθλητισμού. Σταμάτησα το κολύμπι, οπότε κάτι έπρεπε να κάνω πάλι πάνω σ’ αυτό. Και επιλέξαμε, η μάνα μου μου είπε: «Τι θες, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ;» Επέλεξα βόλεϊ γιατί βόλευε, πήγαινε ήδη ο αδερφός μου. Μου άρεζε κιόλας πολύ σαν άθλημα. Παρόλο που έπαιζα πολύ μπάλα σαν μικρό παιδί, το βόλεϊ μου έκανε για κάποιο λόγο, λες και ήταν το καλύτερο άθλημα που μπορείς να ασχοληθείς ποτέ, σαν παιδί. Το καλύτερο όμως. Ήμουν με λίγα παιδιά της ηλικίας μου, τα περισσότερα παιδιά ήταν ένα, δύο χρόνια μεγαλύτεροι, τα περισσότερα παιδιά. Συμπτωματικά ήταν και ο αδερφός μου κάποιες χρονιές, ήμασταν στην ίδια ομάδα, στην ίδια ηλικιακή ομάδα. Στην αρχή ξέρεις, είναι ανάλογα με την ηλικία των παιδιών. Πολύ ωραία εμπειρία, πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Όταν θα φτάσει η δικιά μου εποχή, να προτείνω στο παιδί μου να ασχοληθεί με κάτι, δεν θα 'ναι βόλεϊ, σε καμία περίπτωση, αλλά τον αθλητισμό θα του τον προτείνω. Μη σου πω και πιο πάνω, πέρα από τις βασικές αναγκαίες γνώσεις, δηλαδή τα αγγλικά. Δεύτερη γλώσσα δεν ξέρω αν θα το στείλω, αλλά το ότι θα το στείλω στον αθλητισμό είναι το μόνο σίγουρο. Ό,τι διαλέξει αυτό, θέλει καράτε, βαράτε, κολύμπι, βόλεϊ, ό,τι θέλει, ό,τι θέλει. Αλλά αθλητισμό χίλια τα εκατό, χίλια τα εκατό.

Κ.Κ.

Γιατί;

Γ.Κ.

Γιατί πιστεύω ότι... Καλά, πέρα από εκτόνωση και το κομμάτι της γυμναστικής δηλαδή που χρειάζεται, πιστεύω ότι δεν πρέπει να καταλήξουμε Αμερική. Που η παιδική παχυσαρκία έχει φτάσει στον Θεό. Αλλά σου μαθαίνει και να κοινωνικοποιηθείς. Όχι ότι χρειαζόμουν και πολύ. Απ' ό,τι κατάλαβες είμαι ομιλητικός, δεν ντρέπομαι. Αλλά βοηθάει πάρα πολύ στην κοινωνικοποίηση, στο να σου δημιουργήσει τη σκέψη και μόνο τη σκέψη ότι πώς εντάσσομαι σε ένα ομαδικό σύνολο και πώς λειτουργεί μία ομάδα. Εντωμεταξύ, μάλλον και για αυτό μου άρεσε και πολύ και προσκοπισμός, λόγω της κοινωνικοποίησης, τώρα, σαν μικρό παιδί. Η κοινωνικοποίηση, λίγο το πώς εντάσσομαι σε μία ομάδα. Το ότι κάνω όντως φίλους μέσα από αυτό το πράγμα, και στο βόλεϊ είχα φίλους και στον προσκοπισμό. Ξέρεις είναι πολύ σημαντικό πιστεύω, αν το παιδί σου ειδικά είναι και λίγο πιο ντροπαλό, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, είναι το κάτι άλλο. Θα του ανοίξει ορίζοντες που δεν θα τους ξεχάσει κιόλας. Και καλή ώρα να, το λέμε σαν ανάμνηση. Το βόλεϊ είναι... Και όχι μόνο το βόλεϊ, τα αθλήματα είναι το κάτι άλλο. Εντός εισαγωγικών, δεν το εννοώ λες και τα λυπάμαι όντως τα παιδιά, αλλά λυπάμαι τα παιδιά που δεν πήγαν αθλητισμό. Δηλαδή χάσανε κάτι, θα μπορούσαν να το κάνουν. Έστω και ατομικά, μόνος του δηλαδή να ξεκινήσει να πει ότι: «Εγώ θέλω να μάθω να κάνω πεζοπορία». Πρέπει από μικρά να ξεκινάμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο. Θα βγάλεις γούστα, σίγουρα.

Κ.Κ.

Αυτό που έβλεπε η γυμνάστρια, που είπες, σε σένα στο βόλεϊ, εσύ το αντιλαμβανόσουν;

Γ.Κ.

Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι παίζω καλύτερα από άλλους. Γιατί πάντα έβλεπα τα παιδιά που ήταν και λίγο μεγαλύτερα από μένα, στην ομάδα τώρα θα σ’ το πάω, όχι στο σχολείο. Έβλεπα, ας πούμε, με τα παιδιά που ήταν και λίγο μεγαλύτερα από μένα, και λίγο πιο ψηλά από μένα, τι λίγο... Εγώ ψήλωσα απότομα εντωμεταξύ, σε άλλη φάση. Εγώ ψήλωσα δευτέρα προς τρίτη γυμνασίου, εκεί δηλαδή τράβηξα ένα μπόι και μετά τους έφτασα τους άλλους. Και έβλεπα, τέλος πάντων, αυτούς που ήταν ήδη πολύ καλοί, οπότε λέω ότι: «Έχεις πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να φτάσεις τουλάχιστον σ’ αυτό το επίπεδο, έχεις πολύ δρόμο ακόμα». Τώρα το τι είδε η καθηγήτριά μου στη γυμναστική, η γυμνάστριά μας αυτή, με το τι σκεφτόμουν εγώ, απέχει σίγουρα πολύ. Απέχει σίγουρα. Μπορεί και να χρειαζόμουν κάποια στιγμή να μου πει κάποιος: «Γιώργο, τα πας κομπλέ», ή «Πας καλά, συνέχισέ το, κάν’ το». Ή μπορεί και να μου το 'παν και να μην το θυμάμαι τώρα, αλλά πάντα χρειάζεται έστω και μία μικρή επιβράβευση για να συνεχίσει κάποιος. Κι ας το κάνει ήδη καλά, γιατί καμιά φορά δεν το συνειδητοποιείς. Άμα δεν σου πει κάποιος «Μπράβο» ή να το ακούσεις και από τρίτο, δηλαδή: «Αυτός όντως κάνει κάτι καλά», θες βόλεϊ, θες, ξέρω ‘γώ, κάποια άλλη ασχολία, θες: «Γράφει καλά», ξέρεις, αυτό. Πρέπει να το ακούσεις και μία φορά. Έστω μία φορά για να πεις ότι… Να πάρεις το ψυχολογικό boost, ότι εδώ είμαστε καλά. Πάμε να συνεχίσουμε.

Κ.Κ.

Εσύ λες ότι δεν το άκουσες.

Γ.Κ.

Δεν θυμάμαι τώρα να το άκουσα. Υποσημείωση ότι όντως η μνήμη μου δεν είναι καλή, αλλά όντως δεν το θυμάμαι τώρα, να σου πω την αλήθεια. Αν μου 'ρθει θα στο πω, αν το θυμηθώ θα σου το πω, αλλά δεν θυμάμαι. Πόσο μάλλον, το συγκεκριμένο περιστατικό με την καθηγήτριά μου, το θυμάμαι να μου το αφηγείται η μητέρα μου. Καμία σχέση, ποτέ δεν το άκουσα από την καθηγήτριά μου. Τώρα γιατί, για ποιον λόγο, τι να σου πω…

Κ.Κ.

Πότε ξεκίνησες να είσαι σε ομάδα;

Γ.Κ.

Κανονικά, από την πρώτη χρονιά που μπήκα, κάναμε κάποια δοκιμαστικά στην αρχή για να σε βάλει αναλόγως. Δυστυχώς ή ευτυχώς υπήρχε και ένα τμήμα αρχαρίων, είχε κι ένα τμήμα λίγο πιο προχωρημένων. Εγώ με τον αδερφό μου είχαμε μπει κατευθείαν στο αντίστοιχο τμήμα.

Κ.Κ.

Ποια χρονιά;

Γ.Κ.

Έκτη δημοτικού. Πέμπτη δημοτικού ήταν που στο τέλος της χρονιάς έκανα κάποια δοκιμαστικά, από έκτη δημοτικού ξεκίνησα κανονικά, προπονήσεις, τα πάντα όλα. Τέσσερα χρόνια. Πρώτη λυκείου είχα σταματήσει, μέχρι και τρίτη γυμνασίου πήγαινα. Τώρα μοιάζει πολύ βάθος χρόνου, πολύ πίσω ότι είναι, αλλά όντως ήταν και τέσσερα χρόνια αυτά.

Κ.Κ.

Όχι, ναι, σίγουρα. Κι ήταν τέσσερα χρόνια που ήσουν μικρός οπότε-

Γ.Κ.

Ναι.

Κ.Κ.

Τα θυμάσαι ακόμα πιο έντονα. Θυμάσαι αγώνες;

Γ.Κ.

Από αγώνες εμπειρίες;

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Θυμάμαι σχολικούς αγώνες, γιατί το ρόστερ της ομάδας που ήμουν, ήταν ήδη καλυμμένο πολύ. Εγώ ήμουν, λόγω και του επιπέδου που είπαμε πριν, παρόλο που ήμουν στο, εντός εισαγωγικών, προχωρημένων το τμήμα, αναγκαστικά μέχρι να φτάσω και το μπόι και το επίπεδο των υπολοίπων, ήθελα προσπάθεια. Θυμάμαι ο άλλος ήταν τότε 1,90, τρίτη γυμνασίου παιδί τώρα που, Χριστέ μου, το σκέφτεσαι τώρα και λες: «Τι φάση;» Ο οποίος πηδούσε άλλο τόσο, τον θυμάμαι να πηδάει άλλο τόσο. Ποιο φιλέ, το είχε ξεπεράσει κιόλας. Το θυμάμαι ότι έφτανε η μούρη του στο φιλέ, ήταν άσ' το... Θύμισέ μου τι πήγα να πω. Πήγα να πω για τους αγώνες, ναι. Θυμάμαι τους σχολικούς αγώνες… Καλά, στους σχολικούς αγώνες, που ήμουν η πρώτη επιλογή. Δεν είχαμε και πολλά παιδιά που πηγαίναν βόλεϊ. Οπότε αναγκαστικά ξεκινούσαν: «Γιώργο, ποιοι ξέρεις να παίζουν καλά βόλεϊ, ποιοι βλέπεις να παίζουν καλά βόλεϊ;» και έλεγα ο τάδε, ο τάδε κι ο τάδε και φτιάχναμε τη σχολική ομάδα. Και στο λύκειο έπαιξα μια, δυο φορές στη σχολική ομάδα, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, γιατί εντάξει δεν ήμασταν όλοι του βόλεϊ. Υπήρχαν άλλα σχολεία που ήταν λες και φτιάχτηκαν για να παίζουν μόνο αυτό. Αλλά, ναι, τι να κάνεις. Θυμάμαι από αυτές τις εμπειρίες, είναι λίγο... Ο πρώτος αγώνας είναι πάντα αγχωτικός, πάντα. Και να σου λένε ότι η άλλη ομάδα δεν ξέρει πώς μοιάζει η μπάλα εξωτερικά, σε εξωτερική εμφάνιση, πάντα εσύ θα πας αγχωμένος. Είναι αυτό το: «Είναι μέσα από τη γραμμή, είναι έξω από τη γραμμή ο πόντος; -ή- Αν αυτός κάρφωσε από εκείνη την πλευρά, εγώ από πού θα σηκωθώ να κάνω block;» Ή έτσι κι έτσι κι έτσι. Εγώ που ήμουν πιο πολύ, ήμουν πιο καλός στην άμυνα, εγώ πάντα αυτό σκεφτόμουν: «Κι άμα βαρέσει από κει το καρφί και άμα έτσι από κει, κι άμα έτσι από κει…»

Κ.Κ.

Σχολικοί αγώνες εννοείς μεταξύ σχολείων;

Γ.Κ.

Ναι, μεταξύ σχολείων. Υπήρχαν και τέτοιες ομάδες, που κάθε χρόνο διοργανώνεται... Υπήρχε μία διοργάνωση, προφανώς ίδιας ηλικίας πάντα, δηλαδή δεν έπαιζε γυμνάσιο με λύκειο ποτέ. Έπαιζε μόνο όλα τα γυμνάσια μεταξύ τους, όλα τα λύκεια μεταξύ τους. Όχι ότι γινόταν κάτι τρομερό άμα έβγαινε πρώτο το γυμνάσιο ή το λύκειο, αλλά να, είναι έτσι ένα επαθλάκι, το οποίο πήγαινε σε ένα χολ, ενός κομοδίνου του γυμνασίου ή του λυκείου, αυτό. Εντάξει δεν είναι κάτι. Απλά λες ότι... Εμείς τότε παθιαζόμασταν και λέγαμε: «Όχι ρε φίλε, εμείς θα νικήσουμε», ήταν κι αυτό λίγο μες στο [00:50:00]μυαλό μας έτσι. Αλλά όχι φανατίλα, μιλάμε για απλά πάθος, ρε παιδί μου, για το άθλημα. Δεν μιλάμε για κάτι πιο τρομερό.

Κ.Κ.

Αυτοί είναι από το Υπουργείο Παιδείας;

Γ.Κ.

Ναι, πρέπει να ήταν... Σίγουρα αυτό κάτι από την εγκύκλιο θα ήταν, δεν υπάρχει περίπτωση. Μόνοι τους οι καθηγητές να κάτσανε, αποκλείεται. Να πεις ότι μαζευτήκανε όλοι της Γυμναστικής Ακαδημίας, των σχολείων και να είπαν αυτό, με τίποτα. Με τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση. Ή να το πούμε κι αλλιώς, εντάξει, να μην τους κατηγορούμε κιόλας. Αν το κάναν όντως αυτό από μόνοι τους, τι να πω, μπράβο, εξαιρετική ιδέα. Αλλά δεν νομίζω. Είπαμε, ασχολούνταν με τα παιδιά, αλλά δεν νομίζω τόσο πολύ. Και βασικά δεν θυμάμαι να είναι και υποχρεωτική συμμετοχή. Αν είχες ομάδα, πήγαινες, κατέβαινες στους αγώνες. Το καλό είναι ότι έχανες μερικές φορές και ώρες σχολείου, ε;

Κ.Κ.

Να σημειωθεί αυτό.

Γ.Κ.

Αυτό να σημειωθεί, να υπογραμμιστεί και να γίνει bold, ξέρω ‘γω. Ποιος δεν ήθελε να χάνει και λίγες παραπάνω ώρες. Που είχαμε τέτοια παιδιά, εντωμεταξύ στην ομάδα, αλλά εντάξει, αφού παίζανε, παίζανε, δεν μας νοιάζει από κει και πέρα.

Κ.Κ.

Οκέι. Είχατε βρεθεί-

Γ.Κ.

Συγγνώμη, συγγνώμη.

Κ.Κ.

Δεν πειράζει. Είχατε βρεθεί σε κάποια υψηλή θέση, θυμάσαι;

Γ.Κ.

Πρέπει όταν ήμουν δευτέρα γυμνασίου να είχαμε βγει δεύτεροι.

Κ.Κ.

Α, οκέι. Πανελλήνια;

Γ.Κ.

Όχι ρε, τι λες ρε; Τι λες κι εσύ ρε; Όχι, όχι, δεύτεροι στα σχολεία της Ξάνθης. Στην τρίτη γυμνασίου, ήμασταν σίγουρα στην τριάδα. Τώρα δεν θα πω δεύτεροι, θα πω σίγουρα τρίτοι. Στην τρίτη γυμνασίου. Καλά, όταν φτάσαμε λύκειο, που σοβάρευε και λίγο το πράγμα, όχι, σε καμία περίπτωση.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Τέταρτοι, πέμπτοι με το ζόρι. Στα δέκα λύκεια που έχουμε, κι αν κατέβαζαν όλα, ήταν και αυτό ένα... Κι αν κατέβαζαν όλα ομάδα, ήταν και αυτό είναι πρόβλημα.

Κ.Κ.

Επειδή τον ανέφερες κιόλας τώρα, ως προς τα χόμπι, η σχέση με τον αδερφό σου ποια ήταν;

Γ.Κ.

Από μικροί, όχι μέχρι σήμερα, αλλά όταν ήμασταν μικροί, στο σχολείο ας πούμε, συγκρουσιακή σίγουρα. Αλλά θα πω ότι τώρα που το βλέπω λίγο πιο απομακρυσμένος, θα πω ότι για καλό ήταν τελικά. Έσπρωχνε ο ένας τον άλλον να γίνουμε καλύτεροι, παρόλη τη μικρή διαφορά ηλικίας. Έσπρωχνε ο ένας τον άλλον να γίνουμε καλύτεροι όντως. Στο βόλεϊ σίγουρα. Και κολύμπι που πηγαίναμε μαζί, νομίζω περίπου τις ίδιες ώρες, και στο κολύμπι. Πού αλλού μπορώ να πω; Στα μαθήματα, ποιος πήρε καλύτερους βαθμούς εκεί, ποιος πήρε καλύτερους βαθμούς εκεί. Ξέρεις, ήμασταν και οι δύο παιδιά του διαβάσματος. Όταν μπήκαμε, και είπαμε κιόλας, ίδια κατεύθυνση, γιατί και οι δύο είμαστε της θεωρητικής, συγκρινόμασταν. Π.χ.: «Εσύ έγραψες, για παράδειγμα, 16 σε εκείνο το διαγώνισμα». «Όχι, εγώ εκεί έγραψα 17,5 στην ηλικία σου». Ξέρεις και τέτοια μικροπειράγματα. Όπως όλα τα φυσιολογικά παιδιά, παίζαμε και λίγο ξύλο. Γιατί παιδιά είναι, άσ’ τα να τρέξουν και να παίξουν, κάπως έτσι δηλαδή. Αλλά μερικές φορές με βόλευε κιόλας, από την άποψη ότι ήταν μεγαλύτερος, τον ήξεραν ήδη, οπότε τα περισσότερα προβλήματα τα φόρτωνα εγώ σ’ αυτόν. Συγγνώμη, αν με ακούει συγγνώμη. Τα περισσότερα προβλήματα και τις ευθύνες κτλ. τα φόρτωνα σ’ αυτόν. Οπότε, πιστεύω ότι και τα νεύρα του μαζί μου έβγαιναν ανάποδα λόγω αυτού. Ήμουνα κι εγώ... Δεν ήμουν φρόνιμο παιδάκι. Παρόλο που φαινόμουν φρόνιμο παιδάκι, δεν ήμουν φρόνιμο παιδάκι. Πρώτη εμπειρία με τον αδερφό μου, θα σε πάω στην κυριολεξία στη γέννα, όταν γεννήθηκα εγώ. Με φέρνει η μάνα μου στο σπίτι, με βλέπει ο αδερφός μου -ο αδερφός μου ήταν τότε ενάμιση χρονών-, με βλέπει στην αγκαλιά της μάνας μου, κάνει έτσι το σκέπασμα, το ανοίγει, κοιτάει, βλέπει άλλο μωρό. Προφανώς από τη ζήλεια του, παίρνει φόρα και με δίνει μία σφαλιάρα. Προφανώς αυτό είναι αφήγηση που άκουσα από τη μητέρα μου και τον πατέρα μου. Άμα με ρωτούσες από πότε ξεκίνησε αυτή η σχέση, αυτή η, έτσι, η δύσκολα απαράμιλλη σχέση, από τότε. Αλλά εντάξει, καμία σχέση τώρα, μεγάλα παιδιά είμαστε, σε καμία περίπτωση. Πλέον δεν μαλώνουμε για κανένα λόγο. Ίσα ίσα, είμαστε μία γροθιά, είναι και λίγο αυτό το συναίσθημα το «Εμείς και όλοι σας». Κάπως έτσι, δηλαδή υπερπροστατευτικοί και οι δύο προς τον άλλον. Δεν σηκώνω κουβέντα, εγώ τον αδερφό μου θα τον βρίζω όλη μέρα, εσύ με τίποτα. Δεν έχεις δικαίωμα. Κατάλαβες πώς το λέω. Είναι αυτό της αδελφικής αλληλεγγύης από ένα σημείο και μετά. Γιατί καταλαβαίνεις ότι, έτσι, δεν είσαι πλέον μικρός άνθρωπος, δεν είσαι παιδάκι βασικά. Μεγάλωσες πλέον. Αλλά στην αρχή δύσκολα, τώρα μέλι γάλα. Όπως πιστεύω όλα τα αδέρφια εκεί έξω, όχι μόνο εμείς.

Κ.Κ.

Ο αδερφός σου πότε μπήκε στους προσκόπους; Να το πάμε εκεί.

Γ.Κ.

Μπήκε κανονικά όταν ήταν αυτός δευτέρα δημοτικού, δηλαδή εγώ λίγο πριν πάω δημοτικό. Όταν τον είδα με την ενδυμασία την αντίστοιχη του δημοτικού, της αγέλης, ξετρελάθηκα. Λέω: «Τι είναι αυτό, Παναγία μου». Καταρχάς αυτό έχει πολλά χρώματα, είναι σίγουρα ωραίο. Κάτι καλά κάνουν εκεί, κάτι καλό συμβαίνει εκεί. Προφανώς όμως δεν μπορούσα να πάω, γιατί ο κανονισμός λέει ότι πρέπει να πηγαίνεις από δευτέρα δημοτικού και μετά. Εγώ όμως, επειδή ήμουν τόσο σπαστικό παιδάκι, ανάγκασα τους γονείς μου να με στείλουν πρώτη δημοτικού. Παράνομα, εντός εισαγωγικών, με δέχτηκαν και από κει στα παιδιά του δημοτικού. Έχω τρομερές εμπειρίες σαν παιδί, δεν θα ξεχάσω κατασκηνώσεις και κατασκηνώσεις που μιλάμε για δέκα μέρες τον χρόνο, ε; Οι κατασκηνώσεις. Βέβαια, συναντιόμαστε κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή, αναλόγως πότε βολεύονται όλα τα παιδιά και προφανώς τα ενήλικα στελέχη. Αλλά μιλάμε για τρομερές εμπειρίες. Τι να σου πω, να σου πω τώρα ότι χάρη στον προσκοπισμό έχω γυρίσει τη μισή Ελλάδα. Που κανονικά μόνος μου μπορεί και να μην πήγαινα σ’ αυτά τα μέρη. Κορφοβούνια και κορφοβούνια, νησιά και νησιά. Εμπειρίες... Όποιο παιδί πηγαίνει, δεν χάνει σίγουρα. Κοινωνικοποιείσαι πολύ εύκολα μέσα, γιατί σε δέχονται κατευθείαν. Δεν υπάρχει... Υπάρχουν κάποιοι γενικοί κανόνες, αλλά κανόνες λέγοντας, κανόνες δημοκρατίας. Ισηγορία σίγουρα, δηλαδή όλοι έχουμε λόγο. Και σαν παιδιά γυμνασίου, φαντάσου, περνάμε στο κομμάτι ότι όχι απλά έχουμε λόγο, ότι επηρεάζουμε πλέον και το πρόγραμμά μας. Δηλαδή για να σου δώσω να καταλάβεις, επειδή είμαστε διαμορφωμένοι και σαν ομάδα, εσωτερικά σε μικρότερες ομάδες, ενωμοτίες τις λέμε, που αυτό σημαίνει η λέξη, μικρότερη ομάδα. Φαντάσου ότι μαζευόμαστε και λέμε: «Πού θέλουμε να πάμε το επόμενο Σάββατο;» Τώρα αυτό μιλάμε για παιδιά γυμνασίου, στους προσκόπους δηλαδή, γιατί λεγόμαστε πρόσκοποι. «Πού θέλουμε να πάμε το επόμενο Σάββατο, θέλουμε να πάμε ξέρω ‘γω για bowling;» Θα πάμε για bowling, θα το κάνουμε πρόταση να πάμε για bowling. Ή θέλουμε να πάμε να βρούμε έναν σύλλογο, μια φιλοζωική; Κανονίζουμε ραντεβού με τη φιλοζωική, για να πάμε να δούμε πώς λειτουργεί μία φιλοζωική. Για να σου δώσω να καταλάβεις, μιλάμε για ότι, από το γυμνάσιο και μετά, επηρεάζουμε το πρόγραμμά μας. Είναι και ευθύνη, γιατί εγώ το προγραμματίζω. Ναι, τι ωραία είναι να πω: «Θέλω να πάω bowling». Όχι φίλε. Θα κάτσεις, θα βρεις το τηλέφωνο του bowling, είναι μέσα στο -πώς να το πω- στη διαπαιδαγώγηση. Το να δώσεις σε ένα παιδί γυμνασίου να είναι υπεύθυνο με τον εαυτό του και για το πρόγραμμά του, πέραν του ότι του φαίνεται αρχικά δύσκολο, μετά θα το χαρεί διπλά. Γιατί σου λέει: «Έγώ το κανόνισα αυτό. Εγώ έριξα την ιδέα να μαζευτούμε σήμερα να πάμε για bowling». Που είναι μία από τις πολλές δραστηριότητες. Μπορούσες να προτείνεις και πιο extreme sport. «Θέλω να πάμε για κανό στο Νέστο, θέλω να πάμε για flying fox σε εκείνη την κορυφή, -ή- Θέλω να βρω...» Βέβαια, αυτό για παιδιά λυκείου, γιατί υπάρχει και ένα σημείο επικινδυνότητας, εντάξει, δεν θα πάω παιδιά δημοτικού και γυμνασίου στο paintball. Και άμα πάω παιδιά λυκείου, σίγουρα θα βάλω τους γονείς των παιδιών και τους κηδεμόνες να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση, τραυματισμού και τέτοια. Σίγουρα θα πάω για προετοιμασία και πρακτική, εντός εισαγωγικών, να δω πώς λειτουργεί αυτό μες στην πράξη πριν παίξω όντως. Τους κανόνες ασφαλείας τους έχουμε νούμερο ένα εντομεταξύ. Αλλά σαν παιδί, θυμάμαι, έκανα τρομερά πράγματα, που ήταν αξιοζήλευτα. Ειδικά στο γυμνάσιο, που είχαμε πολλά [01:00:00]πάρε δώσε και με μία συγκεκριμένη εταιρεία -δεν θα την κατονομάσω για λόγους διαφήμισης-, με μία συγκεκριμένη εταιρεία που ήταν των extreme sport εδώ στην Ξάνθη, είχαμε πάρα πολλά πάρε δώσε και πηγαίναμε μην σου πω και μία φορά στον ενάμιση μήνα για κανό, για flying fox, για ράφτινγκ, για ποδηλασία, για πεζοπορίες, για τα πάντα όλα. Βέβαια, βοηθούσε, γιατί και ο κύριος που είχε την εταιρεία ήταν κι αυτός παλιός πρόσκοπος, οπότε ξέρεις, μας είχε σε εκτίμηση. Ή και σε προτεραιότητα καμιά φορά. Τοξοβολίες, ιππασίες, τέτοια, έτσι, πολλά πράγματα. Που αυτά τώρα άμα τα πεις στους συμμαθητές στο σχολείο, θα σου πουν: «Όπα ρε φίλε, αυτός πού πάει, τι κάνει αυτός εκεί;» Φαντάσου ότι εγώ δευτέρα γυμνασίου έπεισα τέσσερις φίλους μου να έρθουν στον προσκοπισμό. Να έρθουν να δουν. Τους λέω: «Παιδιά, δεν σας αναγκάζω, άμα θέλετε». «Όχι, τι λες, πότε συναντιέστε, πώς κάνετε...» Και όντως έπεισα τέσσερις φίλους μου, οι οποίοι συνέχισαν μέχρι και την τρίτη λυκείου να είναι ενεργά, δηλαδή ανήλικα, μέλη του προσκοπισμού. Με μία λέξη, τρομερό. Με δύο λέξεις, τρομερή εμπειρία, δεν θα το άλλαζα για κανέναν λόγο. Πόσο μάλλον όταν στο λύκειο, όχι απλά διαλέγεις το πρόγραμμά σου, χωρίζεσαι σε ομάδες και κάθε ομάδα αναλαμβάνει και ένα συγκεκριμένο κομμάτι της εκδρομής. Τροφοδοσία, ας πούμε, μετακίνηση, τι θα δούμε εκεί που θα πάμε. Από, να στο πω πιο γενικό, από πολιτιστική κληρονομιά και τοπική ιστορία της πόλης, χωριού, νησιού που θα πάμε, δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε πάνω σ' αυτό. Τι άλλο μπορώ να σου πω, με ποιους μπορούμε να μιλήσουμε εκεί. Για να σου δώσω να καταλάβεις, είχαμε πάει δευτέρα λυκείου -εγώ όταν ήμουν δευτέρα λυκείου- είχαμε πάει στη Σαμοθράκη. Χώρια του ότι πήγαμε στα λαογραφικά, κάναμε πεζοπορία στο βουνό, ανεβήκαμε στην κορυφή και όλα τα συναφή. Κάναμε camping, γιατί είμαστε, ξέρεις, πρόσκοπος ίσον διαβίωση στην ύπαιθρο και επαφή με τη φύση στο 100%, όσο πιο πολύ πάει. Αλλά συγκεκριμένα στη Σαμοθράκη είχαμε πει ότι θα πάμε στο Λαογραφικό και θα προσπαθήσουμε να βρούμε... Επειδή είχαμε εντοπίσει ήδη, μέσω κάποιων τηλεφωνημάτων που κάναμε και στο Λαογραφικό, ότι τα περισσότερα αντικείμενα είναι από δωρεές οικογενειών της Σαμοθράκης, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε, στην κυριολεξία από πόρτα σε πόρτα, ποιος έκανε την τάδε δωρεά και να του πάρουμε μία συνέντευξη. Να, καλή ώρα, όπως κάνουμε αυτό τώρα. Δηλαδή παίρναμε συνεντεύξεις, είχαμε βρει συγκεκριμένα, θυμάμαι, μία κυρία η οποία έφτιαχνε γλυκά, αλλά όλα τα γλυκά. Ήταν σαν φουρνάρισσα αυτή, παλιά αλλά το γύρισε μετά στο γλυκοπωλείο. Δεν θυμάμαι μία συγκεκριμένη συνταγή πώς λέγεται, ένα γλυκό το οποίο είναι ελαφρώς σιροπιαστό, δεν είναι 100% δηλαδή σιροπιαστό, και φτιάχνεται με σταχτόνερο. Δηλαδή έχεις ζυμάρια, φύλλα, γέμιση, κάτι σαν καρύδι πρέπει να ήταν, αν δεν κάνω λάθος. Και δεν βάζεις απλά νερό, βάζεις σταχτόνερο για κάποιο λόγο. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση αυτό. Τώρα δεν θυμάμαι πώς λέγεται η συνταγή, αν το θυμηθώ και μου 'ρθει σαν φλασιά, θα σ’ το πω αργότερα. Αλλά σου λέω ότι όντως γνωρίζεις έναν τόπο, δεν πηγαίναμε παραθέριση, πηγαίναμε για να μάθουμε έναν τόπο στην κυριολεξία. Για παράδειγμα στη Σαμοθράκη. Ή άλλο καλύτερο παράδειγμα, όταν εγώ έγινα κιόλας αρχηγός σε παιδιά γυμνασίου, σε ομάδα δηλαδή. Μαζί με έναν φίλο μου που ήταν κι αυτός πάλι αρχηγός άλλης ομάδας, πήγαμε μία χρονιά στην Κέρκυρα. Την γυρίσαμε όλη εννοείται. Όλα τα μουσεία, όλα, τα πάντα όλα, όλα, μουσεία, ιστορικά σημεία, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Kαι την επόμενη χρονιά -αυτό έγινε το 2017, στην Κέρκυρα- και την επόμενη χρονιά, το 2018, πάλι σε συνεργασία με τον ίδιο, πήγαμε στην Χίο. Καλά, τι να πω τώρα... Άλλη τρομερή εμπειρία. Πας και γνωρίζεις όντως τον τόπο, πώς να στο πω, πας και γνωρίζεις τον τόπο, τέλος. Ήταν και ψιλοκαινούργιο ακόμα το μουσείο της μαστίχας εκεί. Λόγω και του αντικειμένου γούσταρα πολύ. Του αντικειμένου που σπούδασα. Τα μουσεία ήταν η νούμερο ένα επιλογή. Τους λέω «Θα πάμε ένα, δύο, τρία, ξέρω αυτό, αυτό κι αυτό, πάμε εκεί, κατευθείαν». Το μουσείο της μαστίχας μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, γιατί δεν ήξερα για το προϊόν καθόλου, οπότε ξέρεις ήταν λίγο πιο…

Κ.Κ.

Στη Χίο πότε πήγατε;

Γ.Κ.

Στη Χίο ήταν το '18

Κ.Κ.

Ναι, το είπες, σόρρυ.

Γ.Κ.

Δεν πειράζει. Γενικά μπορώ να βάλω και πολλά θετικά και πολλά αρνητικά. Στα αρνητικά θα βάλω ένα, δυο περιστατικά μόνο που είχα σαν αρχηγός. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη όσον αφορά το πώς στελεχώνεται, από ενήλικα στελέχη, ο προσκοπισμός, υπάρχει μεγάλη έλλειψη. Υπήρξε μία περίοδος, μικρή βέβαια, που ήμουν μόνος μου. Στο πρακτικό κομμάτι ήμουν μόνος μου, στα χαρτιά, και στις εκδρομές και τις κατασκηνώσεις προφανώς είχα άλλους πέντε, δέκα να με γυροφέρνουν, καμία σχέση. Όλοι βοηθούσαν στην κατασκήνωση και στις εκδρομές. Απλά στο εβδομαδιαίο, το κάθε Κυριακή ας πούμε, καμιά φορά τύχαινε να είμαι και μόνος μου. Που είναι πολύ δύσκολο, γιατί πρέπει να γίνουν κάποιες διαδικασίες. Ε, δεν γίνεται να είμαι παντού ταυτόχρονα. Ή να είμαι πάνω από το κεφάλι δέκα παιδιών, έτσι συνεχόμενα. Κάτι θα μου ξεφύγει. Κατάλαβες πώς το λέω. Αλλά στα θετικά βάζω μέσα κοινωνικοποίηση, εθελοντισμό... Γιατί, προσωπικά, όσον αφορά τον εθελοντισμό, παρόλο που είμαστε και εθελοντικός οργανισμός… Εγώ προσωπικά πήγα δύο Σαββατοκύριακα, με μία μεγάλη ροή μετανάστευσης, που είχαν έρθει τότε κάποιοι άνθρωποι από πάρα πολλές χώρες τέλος πάντων, στην Ειδομένη, στο Κιλκίς. Και είχα ανέβει δύο Σαββατοκύριακα εκεί. Το πρώτο Σαββατοκύριακο, μαζί με άλλα ενήλικα στελέχη, στήσαμε ιατρεία. Στήσαμε και ένα ποστ, το οποίο θα γινόταν το επόμενο Σαββατοκύριακο ποστ για διανομή φαγητών. Το επόμενο Σαββατοκύριακο μοιράσαμε φαγητά. Εμπειρίες δηλαδή τώρα... Με κάνει λίγο… Να δίνεις ένα ψωμί και να βλέπεις τη μάνα να κλαίει, γιατί δεν φτάνει το ένα ψωμί. Kαι να λες... Aναγκαστικά, να προσπαθείς να συνεννοηθείς και με τους μεταφραστές που είχαν αυτοί οι άνθρωποι, από άλλες μεγάλες οργανώσεις, να προσπαθείς να συνεννοηθείς, ότι: «Καλό θα ήταν απλά να μοιράσεις το ψωμί τώρα το ένα και να ξαναμπείς στη σειρά, για να πάρουν τουλάχιστον όλοι από ένα». Γιατί δεν ξέρεις άμα θα φτάσει. Ήταν κι αυτό. Ή να παίζουν τα παιδάκια -αυτό το πρώτο Σαββατοκύριακο-, να παίζουν τα παιδάκια και να προσπαθήσεις τώρα με τα δοκάρια να στήσεις στο ιατρείο, να κάνεις, να ράνεις, ή να κουβαλάς τα φορεία τα φάρμακα, τις κούτες κι αυτά, και να ‘χεις τα παιδάκια να γυρνάνε γύρω σου, γύρω σου, σαν παιχνίδι δηλαδή, να τρέχουν, να τρέχουν. Επίσης δεν θα ξεχάσω ένα παιδάκι συγκεκριμένα, ούτε ένα μέτρο στο μπόι, ρε, ούτε ένα μέτρο στο μπόι, που με κοιτούσε στα μάτια, έτσι. Που με κοιτούσε στα μάτια συγκεκριμένα και λέω: «Έκανα κάτι τώρα;» Γιατί δεν πηγαίναμε με τη στολή, πηγαίναμε μόνο με το μαντήλι που φοράμε. Και λες, έκανα κάτι συγκεκριμένο τώρα; «Τι έγινε τώρα ρε φίλε; Τι με κοιτάει...» Με κοιτάει, με κοιτάει, δεν μου λέει ούτε κάποια λέξη, ούτε κάπως να με χαιρετήσει, κάτι να μου πει, που προφανώς στη γλώσσα του θα ήταν κάτι μάλλον αστείο, ή κάτι να με... Απλά με κοιτούσε, να 'ταν αυτό για κάνα λεπτό, κανένα δίλεπτο; Και λέω: «Γιατί με κοιτάει αυτό το παιδάκι;» Του κάνω: «Έλα». Του κάνω το νόημα να έρθει. Με πλησιάζει και τι κάνει; Βάζει κατευθείαν το χέρι στην τσέπη μου. Εγώ σ’ εκείνη την τσέπη είχα καραμέλες. Είχα καραμέλες, ξέρεις, μες στον ήλιο, μες στο τέτοιο, να έχεις λίγο ζάχαρη, να πιπιλάς. Όχι ότι δουλεύαμε λες και είναι καταναγκαστικά έργα, αλλά κατάλαβες... Και βάζει κατευθείαν το χέρι στην τσέπη μου, για να πιάσει τις καραμέλες. Και γελάω προφανώς. Αυτό, ξέρεις, με το που με άκουσε ότι αντιδράω, κατευθείαν τραβήχτηκε. Και του κάνω: «Σταμάτα». Του κάνω νόημα να σταματήσει. Και του άφησα τρεις καραμέλες και είχε τέτοια χαρά... Δεν μπορείς να φανταστείς τι χαμόγελο ήταν αυτό. Το καλύτερο χαμόγελο που έχω δει στη ζωή μου! Το πιο, έτσι, όμορφο χαμόγελο. Για τρεις καραμέλες τώρα, ούτε καν για φαγητό, για τρεις καραμέλες. Να τις βράσω τις καραμέλες, τόσα που τράβηξε αυτό το παιδάκι. Τέλος πάντων. Αυτό, σαν εικόνα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, αυτό και τη μάνα που από όσα καταλαβαίνεις από την γλώσσα του σώματος, ζητάει περισσότερο ψωμί.

Κ.Κ.

Πόσες φορές πήγατε Ειδομένη;

Γ.Κ.

Συγκεκριμένα εμείς πήγαμε... Το σώμα [01:10:00]σαν σώμα είχε οργανώσει για περίπου ενάμιση μήνα, στον ενάμιση μήνα δηλαδή τα έξι, επτά Σαββατοκύριακα ή και επτά Σαββατοκύριακα μπορεί, εγώ πρόλαβα να πάω μόνο στα δύο. Γιατί ήταν και περίοδος εξεταστικής δυστυχώς και τι να κάνουμε… Ήταν χειμώνας δηλαδή. Αυτό. Η Ειδομένη ξέρεις, είναι ψιλοκοντά στα σύνορα, δεν ξέρω άμα έχεις εικόνα από Κιλκίς. Και αναγκαστικά αυτοί οι άνθρωποι, μετά από κάποιες μέρες, επιβίβαση σε βαγόνια, προς Σκόπια, προς και πιο ψηλά μετά. Υποθέτω και μετά προς Σερβία, γιατί ο σιδηροδρομικός σταθμός καταλήγει κάπου εκεί. Τώρα δεν ξέρω άμα συνεχίζει από κει σε κάποια άλλη χώρα. Τι να κάνεις, είναι κι αυτό μία εμπειρία που σίγουρα σου μένει αψεγάδιαστη. Αλλά αυτά στο κομμάτι του εθελοντισμού, γιατί κάποιος μπερδεύει συνήθως, λέει: «Ναι, αλλά χρησιμοποιείτε τον εθελοντισμό μόνο εσωτερικά, για δικές σας δραστηριότητες και υποχρεώσεις». Όχι, είναι κι αυτό που βλέπεις καμιά φορά στην τηλεόραση, που υπάρχουνε συστήματα προσκόπων που πηγαίνουν μετά από κάποια φυσική καταστροφή... Και στο Μάτι πήγαν πρόσκοποι, και φέτος πήγαν στην Εύβοια κάποιοι πρόσκοποι, και μετά από σεισμό, που είχε γίνει εκείνος ο μεγάλος σεισμός, που έχει φτάσει κοντά 9 ρίχτερ νομίζω; Που έγινε πέρσι, αν δεν κάνω λάθος. Κι εκεί πήγανε πρόσκοποι, παρόλη και την πανδημία κτλ. Το ξεχνάει συνήθως ο κόσμος αυτό. Έχω συναντήσει ταξιτζή που… Συγκεκριμένα τότε για μία πλημμύρα που είχε γίνει, που είχε γίνει μία τεράστια πλημμύρα και είχε παρασύρει σπίτια, επειδή είχαν χτιστεί κάποια σπίτια πάνω σε χείμαρρο, παράνομα μάλλον. Ποιος έβαλε αυτές τις υπογραφές, τέλος πάντων... Άλλο θέμα αυτό. Θυμάμαι συγκεκριμένα ο ταξιτζής να λέει γι’ αυτή την πλημμύρα ότι: «Και ποιος πήγε να βοηθήσει, κανένας δεν πήγε να βοηθήσει. Να 'ναι καλά οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί». Και λέω εγώ... Γιατί συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο είχα και έναν φίλο μου που είχε πάει εκεί. Και μου περιέγραψε, ας πούμε, και μου είχε στείλει και δυο, τρεις εικόνες στο messenger και μου περιέγραψε το σκηνικό αυτός ο φίλος και το 'χα λες και το έζησα εγώ, τόσο καλά μου τα περιέγραψε. Και μου λέει ο ταξιτζής: «Ποιος πήγε να βοηθήσει;», και λέω: «Πήγανε κι άλλοι και εθελοντικοί οργανισμοί, και ο Ερυθρός πήγε, και άλλοι, ξέρω ‘γω, και πρόσκοποι». «Μωρέ ποιος τους... τους Προσκόπους». Λέω: «Συγγνώμη, αυτό που λέτε τώρα γιατί το λέτε; Όσο μπορούν βοηθούν κι αυτοί, ένα φτυάρι, ένα φτυάρι... Γιατί; Πέντε κουβάδες να βγάλω ένα νερό, ή να μοιράσω σε ένα σαν συσσίτιο -εντός εισαγωγικών- στους πυρόπληκτους -λέω- κι αυτό μία βοήθεια είναι. Δέκα ζευγάρια χέρια, δέκα ζευγάρια χέρια, γιατί…» «Ε, ποιος τους -να μην πω τη λέξη- τους προσκόπους». Και λέω: «Τι να σας πω, εδώ με βρίσκετε να διαφωνώ». Κι έπιασα τώρα κουβέντα εγώ με αυτόν τον... Να μην τον χαρακτηρίσω, τέλος πάντων. Όταν του είπα ότι είμαι κι εγώ ενήλικο στέλεχος του προσκοπισμού, το βούλωσε, δεν είπε κάτι. Αυτό το είπα πιο πολύ, γιατί κάποιες φορές δεν εκτιμάται σε καμία περίπτωση, όχι μόνο ο εθελοντισμός που προσφέρει ο προσκοπισμός, γενικά ο εθελοντισμός στην Ελλάδα. Εδώ άλλοι δεν εκτιμάνε τους εθελοντές αιμοδότες... Σου λέει ο άλλος: «Γιατί να κάνουν οι εθελοντές αιμοδότες πορεία στο κέντρο της πόλης;» Γιατί αν δεν είχες αυτούς, δεν θα είχες, χτύπα ξύλο, ζωντανό συγγενή ή φίλο, γιατί κάποιος χρειάζεται αίμα, ας πούμε. Τώρα να μην το φτάσω στα άκρα. Γυρνώντας πάντως στο θέμα, το τι εμπειρίες προσφέρει ο προσκοπισμός, δεν είναι οι κλασικές εμπειρίες ενός παιδιού. Επαφή με τη φύση, υπευθυνότητα, η κοινωνικοποίηση, αυτό το πλαίσιο συνεργασίας. Το ότι σου μαθαίνει βασικές αξίες όπως η δημοκρατία, το ότι όλοι έχουν λόγο. Mέχρι και το πιο απλό, το να μην φοβάσαι να μιλήσεις, και το πιο απλό πράγμα... Τι να σου πω, τρομερά πράγματα. Χώρια του ότι εσωτερικά, υπάρχουν και κάποια διαδικαστικά κομμάτια στα οποία μελετάμε εμείς το προφίλ του κάθε παιδιού ξεχωριστά, για να μπορέσουμε να το βοηθήσουμε και μετέπειτα. Και στο κομμάτι της διαπαιδαγώγησης δηλαδή και στο κομμάτι το κοινωνικό. Να δώσω παράδειγμα, δραστηριότητες σωματικής αγωγής. Ή να δώσω ένα πνευματικής καλλιέργειας, για παράδειγμα, έχω φέρει εξωτερικό συνεργάτη πυροσβέστη… Μπορώ να φέρω οποιοδήποτε εξωτερικό συνεργάτη, εντωμεταξύ, για να μας μάθει ένα επάγγελμα. Πυροσβέστη είχα φέρει, δικηγόρο είχα φέρει, ξέρεις, για να έρθουν τα παιδιά, προετοιμάζουν τα παιδιά ερωτήσεις και ρωτάνε τον επαγγελματία τι συμβαίνει. Το λες και επαγγελματικό προσανατολισμό, πολύ άτυπο βέβαια, αλλά το λες κι έτσι. Σου μιλάω για τρομερές εμπειρίες. Ένα και βασικό, ποιο παιδί δεκατριών χρονών ξέρει να διαβάσει συνταγή από φαγητό, π.χ. μανιταρόσουπα; Ναι, παιδιά δεκατριών χρονών μαγειρεύουν μανιταρόσουπα. Τον χειμώνα, για να είναι και αντίστοιχο το πλαίσιο. Παιδιά δεκατριών και δεκατεσσάρων χρονών μαγειρεύουν μανιταρόσουπα. Που εγώ τώρα να μου πεις, δεν τη θυμάμαι τη μανιταρόσουπα. Που και την έχω κάνει σαν παιδί και την έχω κάνει σαν ενήλικος, στα παιδιά που είχα. Αλλά ποιο παιδί ξέρει να κάνει σωστά μία εκτέλεση συνταγής, να την τηρήσει; Βάλε εσύ ένα δεκατέσσερα χρονών παιδί από το μηδέν και πες του: «Μαγείρεψε». Αν δεν στα κάνει όλα χάλια μες στην κουζίνα, να μη με λένε Γιώργο. Το βάζεις το παιδί να λειτουργεί ο εγκέφαλός του, να μάθει να είναι πρακτικό, να βοηθάει και στο σπίτι μετά. Πόση λάντζα έκανα εγώ σαν μικρό παιδάκι, κατάλαβες πώς το λέω; Όχι ότι είναι κακό, πολύ ευχάριστη εμπειρία. Αλλά γύρισα στο σπίτι μου μετά και με έβλεπε η μάνα μου να πλένω πιάτα. Μου λέει: «Γιατί πλένεις πιάτα;», λέω: «Να, το κάναμε και στην κατασκήνωση». Μέχρι και στη μητέρα μου φαινόταν περίεργο, αλλά προφανώς είναι κι αυτό ένα κομμάτι της όλης σκέψης. Αυτό.

Κ.Κ.

Πώς θα περιέγραφες τον προσκοπισμό σε κάποιον που δεν έχει ιδέα; Που ακούει πρώτη φορά τη λέξη;

Γ.Κ.

Ακούς πρώτη φορά τη λέξη «πρόσκοπος», ή και «προσκοπισμός», πώς το περιγράφεις; Θα πω ένα λίγο πιο μελό κι ένα λίγο πιο σοβαρό. Το πρώτο πράγμα που θα πω σαν πιο μελό είναι το «εμπειρία ζωής». Θα μάθεις πράγματα τα οποία δεν ήξερες καν ότι μπορείς να τα κάνεις. Το πιο απλό, το πιο καθαρά προσκοπικό: Φτιάχναμε με ξύλα κατασκευές, τα οποία άντεχαν να κάτσουν πάνω και δέκα άνθρωποι, ή άντεχαν να κάτσουν πάνω ολόκληρα αντίσκηνα, ή να βάλουμε πάνω τα σακίδια μας. Στην κυριολεξία μεγάλες κατασκευές. Δηλαδή έχουμε φτιάξει και μικρή γέφυρα, έχουμε φτιάξει, τι να σου πω φίλε, άσ' το. Πράγματα τα οποία λες... Ένα παιδί δώδεκα, δεκαπέντε, δεκαεπτά χρονών δεν έχει κάτσει να σκεφτεί ότι: «Κάποια στιγμή στη ζωή μου θα ήθελα να φτιάξω και κάτι τέτοιο». Ποτέ, κανένας. Καταρχάς, βάζεις το παιδί να σκεφτεί και το πιο πρακτικό κομμάτι. «Αυτό που πάω να φτιάξω θα είναι σταθερό; Θα μπορεί να σταθεί όρθιο;» Λες τώρα: «Δεν του έβαλα να μάθει φυσική, πού πέφτει το βάρος και πού είναι το... Και άμα θα είναι σταθερό κτλ.. Αλλά το μαθαίνω με πλάγιο τρόπο να είναι πρακτικό. Ή να μην τα έχει όλα έτοιμα». Γιατί ξέρεις, σαν παιδί επαναπαύεσαι, είσαι μία ζωή, εντός εισαγωγικών, στην αγκαλιά των γονιών και επαναπαύεσαι, όπως και να 'χει. Ασυναίσθητα, δεν το κάνεις επίτηδες, ασυναίσθητα. Φέρε το παιδί σου δέκα μέρες κατασκήνωση, να σου πω εγώ, θα γυρίσει άλλο παιδί. Με την καλή την έννοια, θα γυρίσει άλλο παιδί. Και να πω και τώρα σαν εμπειρία πώς θα το περιέγραφα σε κάποιον όντως. Βασικά το περιγράφω σε παιδί ή το περιγράφω σε ενήλικο, που πάει το παιδί του, σε κάποιον κηδεμόνα που θα πάει το παιδί του;

Κ.Κ.

Το περιγράφεις σ' εμένα που σε ρωτάω.

Γ.Κ.

Σε εσένα που σε ρωτάω... Θα σου πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ξεκάθαρα. Δεν θα κρύψω τίποτα, ειλικρινά. Αξίζει πάρα πολύ, το παιδί σου δεν θα είναι, ή κι εσύ δεν θα είσαι μπροστά από μία οθόνη. Πολύ βασικό για την εποχή μας. Θα ανοίξουν οι ορίζοντές σου όσον αφορά και τις ηθικές αξίες που περνάμε στα παιδιά. Τα ενήλικα στελέχη, σε αυτό το σημείο να πω, ότι εκπαιδεύονται. Δεν είναι τυχαία, δηλαδή, επιλογή μας. Επιβάλλεται να κάνεις τρεις εκπαιδεύσεις. Είναι η αρχική εκπαίδευση. Η αρχική εκπαίδευση βασικά είναι για όλους, για όλα τα ενήλικα στελέχη. Η βασική εκπαίδευση αφορά συγκεκριμένα τον ηλικιακό κλάδο που θα αναλάβεις. Και μετά είναι και η κατασκηνωτική, η οποία είναι ένα κομμάτι εκπαίδευσης του πώς μαθαίνεις να στήνεις από το μηδέν μία κατασκήνωση. Γιατί σαν ενήλικο στέλεχος έχεις άλλες υπευθυνότητες, εντελώς άλλο κομμάτι, καμία σχέση. Θα σου πω ότι είναι μεγάλη ευθύνη, άμα θες να ξεκινήσεις σαν ενήλικο στέλεχος είναι μεγάλη ευθύνη. Πάρ’ το σοβαρά και όσο δίνεις στα παιδιά, τόσο πιο πολύ θα παίρνεις, να το ξέρεις. Έχω πάρει από γέλια, αγκαλιές, κλάματα, συγκινήσεις, [01:20:00]παιχνίδια, άγχη, γιατί κι αυτό, ξέρεις, να μάθεις, να συνειδητοποιήσεις το τι μπορεί να συμβεί. Έχω πάρει πάρα πολλές εμπειρίες από τα παιδιά, δηλαδή δεν δίνω μόνο εγώ στα παιδιά, και τα παιδιά δίνουν σε μένα. Είναι δύσκολο, θα σ' το πω ειλικρινά. Είναι δύσκολο, θέλει πολύ χρόνο μέσα στην ημέρα σου και... Θέλει πολύ χρόνο μέσα στην ημέρα σου αν το κάνεις μόνος σου, όπως εγώ έφτασα σε ένα σημείο. Αλλιώς, αν έχεις καλούς συνεργάτες, άλλα ενήλικα στελέχη δηλαδή και τα χωρίσετε σωστά, είναι ζάχαρη και μέλι, είναι απίστευτο! Απίστευτο, απίστευτο! Και όπως είπα, και θα τονίσω ξανά, εκπαιδευόμαστε για όλο αυτό το πράγμα. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή, εγώ προσωπικά από τις πέντε... Όχι, συγγνώμη... Ναι, από τις πέντε εκπαιδεύσεις, τις τρεις υποχρεωτικές και τις δύο προαιρετικές, έχω κάνει τις τεσσεράμιση, εντός εισαγωγικών. Βάζω όριο τις πέντε, γιατί είναι η αρχική, η βασική εκπαίδευση του κάθε κλάδου, η κατασκηνωτική εκπαίδευση που πάλι αφορά τον κλάδο σου, το διακριτικό δάσους σαν εκδρομή. Πηγαίνεις σαν σεμινάριο και πας και σου κάνουν εκεί. Και η μελέτη. Θα μείνω στο τέλος στη μελέτη, δεν θα την πω από τώρα τι είναι. Η αρχική είπαμε είναι για όλους, η βασική σού μαθαίνει από... Τι να σου πω τώρα, χαρακτηριστικά των παιδιών αυτής της ηλικίας που αναλαμβάνεις, μέχρι το πώς συμπεριφέρεσαι εσύ. Γιατί έχουμε πολύ το προσωπικό παράδειγμα του ενήλικου στελέχους προς το ανήλικο στέλεχος, το ανήλικο μέλος, συγγνώμη. Πρέπει να μάθεις να συμπεριφέρεσαι. Ένα και βασικό, να ελέγχεις το θυμικό σου, σίγουρα. Δεν είσαι ούτε δάσκαλος, δεν είσαι όμως ούτε και μεγάλος αδερφός. Είσαι κάτι ενδιάμεσο. Στην κατασκηνωτική, είπαμε, μαθαίνεις πώς στήνεται από το μηδέν μία κατασκήνωση για τα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικίας. Στο διακριτικό δάσους, πάλι με στόχο την συγκεκριμένη ηλικία, μαθαίνεις πώς να περνάς τις αξίες, πώς να 'σαι σωστός αρχηγός. Δηλαδή για όποιον είναι αρχηγός τμήματος, όπως ήμουν εγώ για δύο χρόνια, είναι για μένα απαραίτητη. Βέβαια, την έχουν σαν προαιρετική, γιατί και από τη βασική και από την κατασκηνωτική έχεις μάθει ήδη πώς να είσαι αρχηγός. Αλλά πιστεύω ότι πρέπει να πηγαίνουμε και στο διακριτικό του δάσους. Η μελέτη στο τέλος είναι αυτό που λέει το όνομα. Είναι μία έρευνα, μια μελέτη πάνω σε ό,τι αντιπροσωπεύει ο προσκοπισμός. Και ο παγκόσμιος και ο ελληνικός και για τα παιδιά της ηλικίας που έχεις αναλάβει και για τα παιδιά των διαφορετικών ηλικιών. Από το να είμαι εγώ σωστός, πώς μεταβιβάζω το προσωπικό παράδειγμα, το σωστό προσωπικό παράδειγμα. Ή αυτό που λέμε καμιά φορά, άμα έχεις κανέναν πιο άτακτο υπαρχηγό, το: «Να, αυτός είναι το παράδειγμα που δεν μιμείσαι. Είναι το παράδειγμα προς αποφυγή». Οι εκπαιδεύσεις είναι πολύ σοβαρές, έχουν τη μορφή σεμιναρίου. Δηλαδή παίρνουν μέρες ολόκληρες, μπορεί να πάρουν ας πούμε και πέντε και έξι μέρες. Αυτές ήταν τότε, πλέον είναι ευέλικτα. Μπορείς να την κάνεις και σε διάρκεια τριών μηνών, αλλά πρέπει κάθε μήνα να συμπληρώνεις κάποιες θεματικές. Δηλαδή δεν μπορείς να μείνεις πίσω. Πρέπει να συμπληρώσεις κάποιες θεματικές. Γιατί υπάρχει και ένα, διαβάζω... Βασικά μου παρουσιάζουν το υλικό, το διαβάζω και απαντάω σε κάποιες ερωτήσεις, ή στέλνω κάποιες εργασίες και ούτω καθεξής. Εγώ είπα ότι έκανα προσωπικά τεσσεράμιση από τις πέντε εκπαιδεύσεις, γιατί τη μελέτη την άφησα δυστυχώς στη μέση, λόγω άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζα. Βασικά, παίρνω πίσω τη λέξη προβλημάτων, λόγω άλλων υποχρεώσεων που έπρεπε να τελειώσω. Σταμάτησα αναγκαστικά από τον προσκοπισμό, γιατί έπρεπε να τελειώσω με το πτυχίο μου. Και επειδή ήμουν πολύ πιο ενεργός στη σχολή, σε όλα όμως, και σε ασχολίες με τη σχολή και σε πρακτικά ζητήματα της σχολής, πρακτική άσκηση, έπρεπε να περάσω κάποια συγκεκριμένα μαθήματα, αναγκάστηκα να σταματήσω το '18. Κρέμασα, αυτό που λέμε, την προσκοπική μου μαντήλα. Και δεν έχω ξανασχοληθεί έκτοτε, από τα τέλη του '18. Οι δύο τελευταίες εμπειρίες που είχα ήταν η κατασκήνωση στη Χίο, το '18, που ήταν και η προτελευταία φορά που είδα τα παιδάκια μου, γιατί με μερικά παιδάκια μεγάλωσα μαζί. Τα είχα τέσσερα χρόνια, επειδή συνέχισα στη Θεσσαλονίκη πρόσκοπος, δεν ήμουν στην Ξάνθη, συνέχισα εκεί, κάποια παιδάκια τα είχα στην κυριολεξία τέσσερα χρόνια. Ήταν οριακά στο τέλος σαν μικρά μου αδερφάκια. Τώρα λες, είναι τρίτη γυμνασίου, ψιλομεγαλούτσικα παιδιά. Κι όμως, σαν μικρά μου αδέρφια. Τα περισσότερα τώρα μπορεί να είναι και πρώτο έτος, τώρα που το συνειδητοποιώ. Το ένα είναι πρώτο έτος εντωμεταξύ τώρα. Απίστευτο πώς περνάει ο καιρός, ε; Και η τελευταία-τελευταία εμπειρία προσκοπική που είχα ήταν σε μία εκδρομή, που κάνει όλη η Θεσσαλονίκη, Τζαμπορέτο λέγεται, στην οποία είχα την τιμή να είμαι ο αρχηγός σε μία από τις τέσσερις μεγάλες ομάδες που διαχωρίζονται τα παιδιά. Παίρνεις άγνωστα παιδιά.

Κ.Κ.

Παίρνεις;

Γ.Κ.

Άγνωστα παιδιά.

Κ.Κ.

Άγνωστα, οκέι.

Γ.Κ.

Κάποια μπορεί να τα ξέρεις από προηγούμενες αντίστοιχες δράσεις, αλλά δεν μας επηρεάζει αυτό. Τα παιδιά σου είναι εκεί, κάποια από τα παιδιά σου είναι εκεί, βασικά. Τα πιο μεγάλα σε ηλικία συνήθως, γιατί είναι και η επιβράβευσή τους, εντός εισαγωγικών. Τρομερή εμπειρία, να είσαι αρχηγός σε σαράντα παιδιά. Είχα πάρα πολύ μεγάλο επιτελείο, είχα άλλα επτά άτομα μαζί μου. Κάθε ομάδα είχε δηλαδή επτά, οκτώ άτομα. Τρομερό, τρομερό! Είχαμε τη Σαχάρα. Έτσι λεγόταν η ομάδα, Σαχάρα. Απίστευτη εμπειρία. Την κρέμασα τη μαντήλα, που λες, με τρομερή συγκίνηση. Λες και ήμουν σαράντα χρόνια, αλλά και πάλι, τέσσερα χρόνια που ήμουν ενήλικο στέλεχος ήταν υπέρ αρκετά. Γιατί άμα βάλεις κάτω και το πόσα ήμουν σαν παιδί, πάει πολύ. Πάει πάρα πολύ. Σκέψου '07 με '17. Ε, δεκαπέντε χρόνια. Και σαν παιδί δηλαδή μαζί και σαν ενήλικο στέλεχος. Και τα καλά του και τα κακά του, όλα μαζί μέσα. Και καλές αναμνήσεις και κακές, τι να κάνεις…

Κ.Κ.

Θυμάσαι την τελευταία σου μέρα ως πρόσκοπος;

Γ.Κ.

Θυμάμαι… Θα σου πω τις δύο, εντός εισαγωγικών, τελευταίες μέρες. Θα σου πω την τελευταία μέρα της κατασκήνωσης. Όπου έπρεπε να ανακοινώσω στα παιδιά μου ότι: «Ξέρετε, από το Σεπτέμβριο δεν θα είμαι εγώ». Και το δυστυχές γεγονός είναι ότι δεν θα ήταν και η μία υπαρχηγός που είχα, που αυτά τα παιδάκια μας ήξεραν τέσσερα χρόνια, σου λέω.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Να 'ναι καλά η Σοφία που με βοήθησε πολύ. Έπρεπε να ανακοινώσουμε στα παιδιά ότι, ξέρεις, σταματάμε. Λέω... Πήρα εγώ πρώτος τον λόγο, τα μάζεψα σε μία γωνιά, γιατί είχαμε κι άλλα παιδιά από την άλλη ομάδα, τα μάζεψα εγώ, μόνο τα δικά μου παιδιά. Τους λέω: «Πώς περάσατε, πώς είσαστε;», ξέρεις, το πήγα λίγο πλαγίως στην αρχή, γιατί ήταν και για μένα δύσκολο πάρα πολύ. Τους εξήγησα ότι έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή που, παρόλο που σου αρέσει κάτι πάρα πολύ, δυστυχώς πρέπει να το σταματήσεις. Εκεί τα παιδιά αρχίζουν να ψιλιάζονται. Δεν είναι και χαζά, εκεί αρχίζουν, την ψιλιάζονται τη φάση, τους λέω ότι: «Να ξέρετε, από του χρόνου δεν θα είμαι μαζί σας». Κλάματα, ιστορίες, κατευθείαν βουρκώματα. Άλλα παιδιά φεύγανε, ένα συγκεκριμένο παιδί, ένα αγοράκι, με το οποίο είχαμε τραβήξει αρκετά μαζί, σηκώθηκε, βαρούσε πράγματα. Λέω: «Σε παρακαλώ τώρα, τι είναι αυτά που κάνεις, αν είναι δυνατόν!». «Δεν ξεχνάμε, έχουμε μάθει να παραμένουμε ψύχραιμοι». Ο βασικός κανόνας που είχα πει στα παιδιά μου είναι να είναι πάντα ψύχραιμοι. Ο βασικός κανόνας. Σε άγχη, σε δυσκολίες, σε τέτοια, ψυχραιμία. Όλα λύνονται, όλα λύνονται. Κι αν δεν λύνονται, δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι, αφού δεν λύνονται.

Κ.Κ.

Σωστό.

Γ.Κ.

Δεν λύνονται. Ήταν αυτό το πρώτο μου μάθημα στα παιδιά μου, αυτό, τίποτα άλλο. Τα ξαναμάζεψα, γιατί είχαμε αυτό το μπαμ το μεγάλο. Τους εξήγησα ότι κι εγώ και η υπαρχηγός μου θα πρέπει να σταματήσουμε. Αγκαλιές, κλάματα, πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο. Είχαμε γράψει, εντωμεταξύ, και στην κατασκήνωση του '17 και στην κατασκήνωση του '18, είχαμε γράψει λεύκωμα. Ότι: «Πώς θυμάσαι -στο λεύκωμά μου, το δικό μου-, πώς θυμάσαι -δηλαδή- τον αρχηγό σου;» Αυτό το συμπλήρωναν και τα ενήλικα στελέχη, το συμπλήρωναν και τα παιδιά. Και επειδή ξέρεις, ήταν η τελευταία μέρα που το συμπληρώσαμε όλοι, ανταλλάζαμε λευκώματα, ήταν η τελευταία μέρα, ξέρεις, έτσι λίγο πιο χαλαρή. Ανταλλάζαμε [01:30:00]λευκώματα και κάθομαι καμιά φορά και διαβάζω το λεύκωμά μου του '18 και με πιάνουν τα κλάματα, που λέει και το τραγούδι. Απίστευτο! Μετά από τρία χρόνια ακόμα, ας πούμε, να το είδα πριν κάνα δίμηνο, τρίμηνο, ξανά. Μία φορά τον χρόνο το ανοίγω, έτσι, για να θυμάμαι. Τι να σου πω τώρα, από μέσα, από τα: «Θα μας λείψεις» και «Ήσουν ο καλύτερος» και «Πότε θα ξαναγυρίσεις Θεσσαλονίκη;» και «Τι θα κάνεις;», από αντιδράσεις: «Δεν συνεχίζω αν δεν έχουμε εσένα και τη Σουρικάτα...», Ναι, γιατί ξέχασα να το πω, για να αποφύγεις την εικόνα του δασκάλου, αλλά και του μεγάλου αδελφού, δεν σε λένε, ας πούμε, κύριε Γιώργο. Εγώ είχα προσκοπικό όνομα. Το προσκοπικό μου όνομα είναι Λύγκας. Η υπαρχηγός μου η συγκεκριμένη, η Σοφία, ήταν Σουρικάτα. Ναι είναι λίγο... Είναι για να μην έχεις αυτό το «Κύριε, Κύριε», ή «Κύριε Γιώργο», ή «Κυρία Σοφία» και ούτω καθεξής… Σε βάζει και σε άλλο mood εντωμεταξύ, είναι και λίγο, ξέρεις… Και «Χωρίς τον Λύγκα δεν είναι προσκοπισμός» και τέτοια, έτσι, βαριές κουβέντες. Ένα παιδάκι την τήρησε εντωμεταξύ αυτή την κουβέντα. Σταμάτησε δηλαδή από τον Σεπτέμβριο, δεν συνέχισε. Που από τη μία είναι συγκινητικό, γιατί λες: «΄Ωπα ρε φίλε», έχεις έναν αντίκτυπο σ’ αυτά τα παιδιά, όντως. Εγώ πήγα, τα ξαναείδα μες στο '19, γιατί και το '19 ήμουν Θεσσαλονίκη, πήγα, τα ξαναείδα τα παιδιά μου μια-δυο φορές. Αλλά ξέρεις, είναι δύσκολο. Αφήνεις πίσω μία ολόκληρη ζωή στην κυριολεξία, είναι δύσκολο, είναι δύσκολο. Και η δεύτερη τελευταία μου μέρα, για να μην το ξεχάσω, ήταν σ' αυτή την εκδρομή που σου 'πα που ήμασταν με όλα τα παιδιά της Θεσσαλονίκης. Που κάποια με ήξεραν ήδη από προηγούμενες εκδρομές σε όλη τη Θεσσαλονίκη, με ήξεραν ήδη. Οπότε και μάθανε κι αυτά ότι σταματάω και είχα κι από κει, ας πούμε, κάποια παιδιά, από άλλες ομάδες δηλαδή: «Γιατί σταματάς;» και «Πώς;» και έτσι κι αλλιώς. Λέω: «Παιδιά, δυστυχώς, κι εμείς άνθρωποι είμαστε, έχουμε κι άλλες υποχρεώσεις, πτυχία, ιστορίες», αυτό. Αλλά αν δεν είχα σταματήσει τον προσκοπισμό, δεν θα μπορούσα να κάνω άλλα πράγματα. Ένα βασικό, δεν θα είχα τελειώσει τη σχολή. Θα την είχα τελειώσει το '20, το '21, ας πούμε.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Ή δεν θα είχα συμμετάσχει ποτέ σε μία ομάδα έρευνας και παρουσίασης που κάναμε στη σχολή, με άλλα παιδιά, συμφοιτητές και ιστορικούς και αρχαιολόγους. Που κάναμε μαζώξεις και συναντήσεις μέσα στα πλαίσια της σχολής, όπου βρίσκαμε κενή αίθουσα. Δηλαδή παίρνουμε την άδεια καθηγητών, δεξιά κι αριστερά, να πάρουμε μία αίθουσα για να κάνουμε μία παρουσίαση. Σε μία που συμμετείχα ήταν, για παράδειγμα, η σεξουαλικότητα και οι σεξουαλικές όψεις στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην οποία συμμετείχα κιόλας, ήταν η πρώτη μου παρουσίαση. Τώρα να μην πιάσουμε τα sex jokes κι αυτά, δεν είναι του παρόντος. Σε αυτό το κλίμα έμαθα πολλά, πράγματα τα οποία δεν μου έδωσε η σχολή μου. Δεν ξέρω αν το είπαμε, Ιστορικό Αρχαιολογικό σπούδασα.

Κ.Κ.

Δεν το είπαμε.

Γ.Κ.

Ναι, κατεύθυνση ιστορικού πήρα τελικά. Και σε αυτές τις παρουσιάσεις πιάναμε και την ιστορική πλευρά του ζητήματος, και την αρχαιολογική. Για παράδειγμα, στην αρχαιολογική πλευρά, ήταν μία συγκεκριμένη κοπέλα, η οποία έπιασε ένα μυθολογικό επεισόδιο, της αρπαγής της Περσεφόνης, αλλά και σε δεύτερη φάση, σε δεύτερη παρουσίαση της ίδιας πάλι κοπέλας, πιάσανε, για παράδειγμα, κάποιες, έτσι, τελετουργίες με φαλλούς, για να το πω πιο, έτσι, επιστημονικά. Αυτό ήταν η μία, μία άλλη ήταν πιο γενική, για την διαχείριση πολιτισμού, ήταν λίγο πιο γενικό, ήταν αυτό… Είναι αυτή που θέλεις να θυμάσαι, η μνήμη που θέλεις να θυμάσαι και η μνήμη που δεν θέλεις να θυμάσαι, σε μία πόλη. Είχαμε πιάσει διάφορα θέματα, διάφορες πόλεις. Για παράδειγμα να πούμε ένα. Ένας φίλος είχε πιάσει την εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα το παράδειγμα και με το σχέδιο του αρχιτέκτονα, του Εμπράρ, αν δεν κάνω λάθος. Που μετά το '17, την πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη, ο εν λόγω κύριος παρέλαβε σχέδια τοπογραφικά για την πόλη, παρέλαβε δηλαδή όλες τις μεγάλες παράλληλες, τις μεγάλης διαγώνιες της Θεσσαλονίκης. Αλλά επάνω στην πόλη, επειδή του έδωσαν ένα λευκό καμβά, στην κυριολεξία, το μόνο πράγμα που σημείωσαν, πέρα των δρόμων, ήταν ο Λευκός και οι χριστιανικές εκκλησίες. Και αυτός το έπιασε από την πλευρά ότι κάποια μουσουλμανικά... Κάποια, συγγνώμη, μουσουλμανικά είπα; Λάθος. Κάποια οθωμανικά μνημεία δεν υπήρχαν. Ο Λευκός υπήρχε, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, αλλά υπήρχε ο Λευκός επάνω. Αυτός το έπιασε από την πλευρά ότι: «Οι συναγωγές πού είναι ρε παιδιά;» Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν τεράστια, μιλάμε για πενήντα χιλιάδες κόσμο και βάλε. Ήταν τεράστια και λέει: «Ρε παιδιά, πού είναι οι συναγωγές;» Σε δεύτερη φάση, πάλι ο ίδιος φίλος είπε για το ότι αφαίρεσαν από ένα συγκεκριμένο σημείο το εβραϊκό νεκροταφείο, και εκεί πάνω στήθηκε η Φιλοσοφική Σχολή, στο ΑΠΘ μέσα. Τις πλάκες προφανώς τις πήρανε, τα μάρμαρα ήταν πολύ ακριβά μάρμαρα γενικά, άλλες τις ξύσανε, άλλες δεν τις έξυσαν καν, δεν μπήκαν καν δηλαδή στον κόπο. Και τις κάνανε Νέα Παραλία. Όπου μάρμαρα από τις πλάκες αυτές, των ανθρώπων αυτών, βλέπε Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης. Ωραία, τι ωραία, ε; Κι υπήρχε το εξής πρόβλημα, και το θρησκευτικό πρόβλημα, γιατί η Δευτέρα Παρουσία για τους Εβραίους έρχεται από το σημείο ταφής. Και δεν αλλάζει. Οπότε δεύτερο πρόβλημα στη συγκεκριμένη μνήμη που δεν θέλει μία πόλη να θυμάται. Εγώ σ’ αυτό είχα πιάσει μία περίπτωση μιας ινδιάνικης φυλής, που ενώ είχαν υπογραφεί κανονικά οι συμφωνίες μεταξύ του αρχηγού της φυλής και της τότε αμερικανικής κυβέρνησης, το 1860-τόσο, ας πούμε... Τα treatise, έτσι λέγονταν… Ήρθε ο κύριος Trump, το 2017 ή το 2016, και ξεκίνησε ένα τεράστιο έργο, το Dakota Access Pipeline, το DAPL δηλαδή. Που περνούσε πάνω από τις αντίστοιχες γαίες αυτών των ανθρώπων. Δεν τους δόθηκε καμία σημασία, προβλήθηκαν από τη μεριά αυτών των κοινοτήτων κάποιες αντιπαραθέσεις. Μία να πούμε πολύ απλή, το πάχος του αγωγού αυτού, που θα έπρεπε να είναι κάποιες προδιαγραφές συγκεκριμένες, αλλά τελικά επίτηδες, για να μην υπάρχει αυτός ο αντίλογος, ο Trump πήγε και το 'κανε καμιά 5, 6 εκατοστά πιο χοντρό. Οπότε δεν είχαν μετά αυτό το τέτοιο… Μετά το πήγαν και λίγο περιβαλλοντικά, ας πούμε, ότι: «Και μία σταγόνα να στάξει σ’ αυτόν τον τόπο, για εμάς είναι ανίερο, γιατί περνάει από ένα συγκεκριμένο ιερό ποταμό μας». Που όντως είναι ιερό το ποτάμι γι’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν το συζητώ. Αλλά και μία σταγόνα: «Δεν θέλουμε να πέσει ούτε μία σταγόνα» κτλ. Ούτε εκεί πτοήθηκε, το έργο ολοκληρώθηκε κανονικά, το 2018 αν δεν κάνω λάθος. Εντάξει, μιλάμε για τους μεγαλύτερους αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου σε όλη την Αμερική, τεράστιο έργο. Εκτάρια γης, μιλάμε για τεράστιες αποστάσεις. Τι είναι αυτό, είναι η επιλεκτική μνήμη. Δηλαδή ήταν πιο πολύ διαχείριση πολιτισμού και επιλεκτική μνήμη το θέμα αυτής της συνάντησης. Σου 'δωσα τώρα δύο παραδείγματα, αυτό.

Κ.Κ.

Αυτό ήταν παρουσίαση σε κοινό; Ή μεταξύ σας;

Γ.Κ.

Σε κοινό, σε κοινό. Γινόταν ένα κάποιο κάλεσμα, είχαμε αφίσες στη σχολή ή πηγαίναμε στα διαλείμματα, μετά από άδεια των καθηγητών. «Μπορούμε να μπούμε να μιλήσουμε για αυτό το πράγμα; Έχουμε την Τετάρτη, τάδε ώρα, στην τάδε αίθουσα, έχουμε να κάνουμε αυτό». «Ναι, μπείτε, μιλήσετε» κτλ., όλα τα θέματα, ναι. Δυστυχώς, το μόνο, δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση ήταν ότι τα παιδιά που την -δύο βασικά, κρίμα- τα παιδιά που τη διοργάνωσαν εξαρχής, αναγκαστικά απευθύνθηκαν πρώτα σε γνωστούς της δικιάς τους ηλικίας. Δηλαδή τέταρτο, πέμπτο έτος. Που αυτοί μετά από ένα, δύο χρόνια, καταλαβαίνεις ότι φεύγουν σε άλλες πόλεις σταματάνε να ασχολούνται με τη σχολή, γιατί τελείωσαν, ή κτλ., κτλ.. Γιατί εμείς είπαμε να το κρατήσουμε στο προπτυχιακό επίπεδο. Βέβαια, παρένθεση, κάναμε και μία παρουσίαση με κάποιους μεταπτυχιακούς. Δηλαδή ήρθαν [01:40:00]κάποια παιδιά από το μεταπτυχιακό της Σύγχρονης και Νεότερης Ιστορίας. Συγγνώμη, Νεότερης και Σύγχρονης λέγεται. Και μας μίλησαν για τα Βαλκάνια γενικότερα, για την Επανάσταση του '21, και ούτω καθεξής. Τι θα έλεγα; Ναι, γιατί είπαμε να το κρατήσουμε στο προπτυχιακό επίπεδο. Και αναγκαστικά αυτά τα παιδιά, μετά από κάποια στιγμή, κι εγώ μαζί μέσα σ’ αυτά, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Γιατί εγώ γύρισα Ξάνθη, άλλος γύρισε στην Κρήτη, άλλος στην Αθήνα, άλλος αλλού, άλλος αλλού. Ένα ήταν αυτό το κρίμα, ότι μετά τα παιδιά δεν μπορούσαν να στελεχώσουν εύκολα τις επόμενες δραστηριότητες της ομάδας. Χώρια το ότι έφτασε και ο κορονοϊός.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Οι καραντίνες κι όλα αυτά, οπότε κάναμε μόνο... Βασικά, όχι κάναμε, δεν βοήθησα σε κάποια άλλη διοργάνωση από τον κορονοϊό και μετά, κάνανε δύο διαλέξεις. Μία πανεπιστημιακή ανασκαφή στη Χαλκίδα, σε ποιο ιερό τώρα δεν θυμάμαι, θα σε γελάσω. Και άλλη μία, η οποία έγινε πάλι στα πλαίσια, πάλι του εξ' αποστάσεως προφανώς, αλλά… Διοργανώθηκε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ήταν ξέρεις, ναι… Τελικά δεν μπορούσε δηλαδή ο επιστημονικός συνεργάτης της ομάδας. Αυτά, τα λίγα και τα καλά. Φαντάσου δηλαδή, αν δεν είχα σταματήσει τον προσκοπισμό, δεν θα είχα κάνει αυτό. Μιλάμε για τρομερή εμπειρία, αυτή την εμπειρία άλλος μπορεί να την πάρει σαν κάτι μικρό που έκανε μες στη σχολή, άλλος μπορεί να την πάρει σαν πιο μεγάλο, εγώ την παίρνω τιμή μου και καμάρι μου. Στην κυριολεξία, δηλαδή παρόλο που λες ότι είναι προπτυχιακό επίπεδο, εγώ το γούσταρα, το έκανα, δεν το αλλάζω με τίποτα.

Κ.Κ.

Στο Ιστορικό ήθελες να περάσεις;

Γ.Κ.

Ήταν η δεύτερη επιλογή. Η πρώτη επιλογή ήταν η Φιλολογία. Αυτό μιλάμε τώρα για προτιμήσεις περίπου στην πρώτη προς δευτέρα λυκείου, ούτε καν στην τρίτη λυκείου. Πρώτη προς δευτέρα. Φτάνει δευτέρα λυκείου μου, βλέπω ο αδερφός μου, μπαίνει Φιλολογία ο αδερφός μου στη Θεσσαλονίκη. Όταν γυρνούσε, τον ρωτούσα λίγα πράγματα για τη σχολή. Ξέρεις ήταν λίγο δεξιά-αριστερά, μου έλεγε: «Όχι, ωραία είναι, έχει πολύ διάβασμα, αλλά είναι ωραία». Φτάνω κι εγώ να επιλέξω και λέω: «Δεν παίζει να τη φτάνω». Είχε φτάσει στα 17-18, κάπου εκεί. Είχε φτάσει στα ύψη. Μην κοιτάς φέτος που ήταν στα 13,100. Αυτό συμβαίνει, θα κάνω μία παρένθεση εδώ, αυτό συμβαίνει γιατί η σχολή μου έχει 13,600 φέτος νομίζω, 13 κάτι… Το αντίστοιχο και η Φιλολογία της Θεσσαλονίκης. Αυτό συμβαίνει γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν έχω ακούσει και κανένα εργοστάσιο ιστορικών και φιλολόγων να έχει ανοίξει. Οπότε είναι, ξέρεις, αυτό, το ότι δεν υπάρχει ζήτηση. Και ο κορεσμός των επαγγελμάτων αυτών έχει φτάσει στον Θεό. Στο δια ταύτα, στην επιλογή πώς φτάσαμε. Είχα μία ατυχία και με βοήθησε. Εγώ, παρόλο που τα έβλεπα σκούρα όντως στη Φιλολογία από τον αδερφό μου, σαν τις εμπειρίες δηλαδή, λέω: «Όχι θα το προσπαθήσω» κτλ.. Δίνω πρώτο μάθημα, όλα καλά, Έκθεση. Δεύτερο μάθημα, όλα καλά, Λογοτεχνία. Χωρίς να θεωρηθεί φλεξ, στη Λογοτεχνία ήμουν στη χρονιά μου ο τρίτος καλύτερος βαθμός στην Ξάνθη. Αυτό μου το είπαν άλλοι, δεν το ήξερα. Και μου το 'παν αφού πήγα πρώτο έτος. Τέλος πάντων. Λατινικά εκεί που περίμενα να πάω πάτος, έγραψα τελικά καλούτσικα. Γιατί στα Λατινικά πας για 19, 20. Εντάξει, εγώ έγραψα 18,7, εντάξει πες 19. Άρα έρχονται τα Αρχαία, μία χαρά, πιπίλα, είχα γράψει 16 κάτι, κάπου εκεί. Και έρχεται η στιγμή του τελευταίου μαθήματος, της Ιστορίας. Και Βιολογία καλά είχα γράψει, Βιολογία ήταν πάλι λίγο πριν το 20, 19 και κάτι. Και έρχεται η ώρα της Ιστορίας. Μπαίνω μες στην αίθουσα κανονικά, με τα παιδιά λίγο ψιλή κουβέντα, με τον κολλητό μου, που ήμασταν και τα μόνα δύο αγόρια θεωρητικής, χαβαλέ μέχρι να μπούμε, κτλ, γιατί συνειδητοποιούσαμε ότι: «Αντε, τελειώνουμε, ξέρω ‘γω, άντε, τι ωραία!» Μπαίνουμε, πιάνω το γραπτό στα χέρια μου, ανοίγω τα θέματα, blackout. Δεν θυμόμουν ούτε το όνομά μου να γράψω. Τώρα, θες από την πίεση, απ' το άγχος, απ' τη βιασύνη για την πορεία προς την ανεμελιά… Πες το έτσι, αλλά blackout. Είχα εντωμεταξύ κι ένα αστείο, με τους δύο καθηγητές που μου έκαναν ιδιαίτερα. Μία κοπέλα με έκανε Ιστορία, η κυρία Ειρήνη, άψογη. Και είχα κι έναν άλλον καθηγητή για όλα τα υπόλοιπα, τον Θεόφιλο. Υπέρτατος, άψογος. Και το έλεγα στον Θεόφιλο, έλεγα: «Χα, χα, δεν έγραψα τίποτα». «Έλα, πες μου τι έγραψες». «Τίποτα δεν έγραψα». Και γελούσαμε, ξέρεις, ήταν αυτό το αστείο. Έλα μου ντε, που έπρεπε να φτάσει η στιγμή όμως να βγω από την αίθουσα μετά την Ιστορία και να πω όντως στην κυρία Ειρήνη ότι: «Ξέρεις, Ειρήνη, δεν έγραψα». «Έλα, εντάξει, αυτά τώρα τα είπες και στον Θεόφιλο». Λέω: «Όντως δεν έγραψα». Ενώ δεν μπορούσε, πήρε το αμάξι της, αυτή έμεινε 15 χιλιόμετρα έξω από την Ξάνθη. Πήρε το αμάξι της και ήταν, στην κυριολεξία, αληθινός χρόνος, σε δέκα λεπτά ήταν στο σπίτι μου. Σε δέκα λεπτά ήταν στο σπίτι μου. Εγώ να μη θέλω να δω άνθρωπο, τα τηλέφωνα να βαράνε αβέρτα, από γονείς, από καθηγητές, από έτσι, από αλλιώς… Από φίλους, που οι φίλοι, τι με ήθελαν οι φίλοι, να πάμε να βγούμε για ένα καφέ: «Τελειώσαμε ρε φίλε, άντε πάμε, ντου».

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Δεν... Μπήκα στο δωμάτιό μου. Μούρη στο μαξιλάρι μέσα, κι αυτό. Όχι κλάμα, απλά ξέρεις, είναι αυτό το απόλυτο κενό που λες: «Και τώρα; Όλος αυτός ο κόπος πού πήγε;» ας πούμε. Εκεί είναι που καταλαβαίνεις πόσο, έτσι, σάπιο είναι το εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί για μία, για ένα λάθος, πώς αλλάζει η ζωή ενός παιδιού, για ένα λάθος. Με τα τούτα και με τα κείνα, βγαίνουν οι βάσεις. Ιστορία 5. 5, στου ενός χεριού, ευτυχώς, δεν είμαι και καλός στα μαθηματικά, πέντε τουλάχιστον, να τα μετράω στο ένα χέρι. Τέλος πάντων. Μεταφορικά το είδα σαν μούντζα. Διπλής όψεως μούντζα, θα σου πω γιατί. Η μία όψη ήταν: «Να, τόσα ήξερες, τόσα κατάφερες», δηλαδή το πήρα λίγο έτσι στραβά. Από την άλλη, η άλλη όψη ήταν: «Να, που στεναχωριέσαι. Γιατί στεναχωριέσαι, δεν μπορείς να δώσεις του χρόνου;» Δεν χρειάστηκε ποτέ. Αυτό.

Κ.Κ.

Δεν έδωσες;

Γ.Κ.

Όχι, δεν έδωσα ποτέ. Πέρασα σε άλλο τμήμα, και γύρισα με μεταγραφή στο τμήμα της Θεσσαλονίκης.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Ναι. Με πήραν εκεί επειδή είχε ανοίξει μία, ένας κατάλογος με παιδιά τα οποία έχουν αδέρφια που σπουδάζουν σε άλλη πόλη. Αν υπάρχει ίδιο τμήμα σ’ εκείνη την πόλη, μπορούν να πάνε σ’ εκείνη την πόλη. Αυτό. Και πήγα, είχα περάσει στην Καλαμάτα και πήγα μετά στη Θεσσαλονίκη. Πώς αλλάζει η ζωή ενός παιδιού στην κυριολεξία για λίγο παραπάνω άγχος... Για τη μία, για το ένα λάθος.

Κ.Κ.

Καλαμάτα είχες πάει καθόλου;

Γ.Κ.

Τι;

Κ.Κ.

Καλαμάτα πήγες καθόλου;

Γ.Κ.

Πήγα, δεν έζησα προφανώς. Πήγα μόνο για την εγγραφή κι αυτά.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Να δω μήπως αλλάξω γνώμη, ξέρεις. Μπορούσα να κάνω κι εγγραφή και από το Internet, αλλά πήγα για να δω άμα θα αλλάξω γνώμη, άμα θα μ' αρέσει η πόλη. Είναι πολύ όμορφα στην Καλαμάτα βέβαια, μοιάζει σαν να είναι Κρήτη εντωμεταξύ. Είναι λίγο ζέστη, έχει και δύο, τρία φοινικάκια δεξιά-αριστερά, ξέρεις, είναι αυτό της Κρήτης, σαν την Κρήτη. Ναι, όντως είναι πολύ όμορφη πόλη η Καλαμάτα, αλλά δεν λες πάλι καλά που πήγα Θεσσαλονίκη. Και αυτό είναι ένα «Τι θα γινόταν αν…», ας πούμε.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Άμα ζούσα στην Καλαμάτα, τέσσερα, πέντε χρόνια…

Κ.Κ.

Είχες σκοπό να πας στην Καλαμάτα εσύ, ή είχες σκοπό να ξαναδώσεις;

Γ.Κ.

Το είχα χωνέψει, το είχα χωνέψει. Δεν το σκεφτόμουν πλέον, γι’ αυτό και είπα κι ότι η μούντζα ήταν διπλής όψεως. Το «Να, που στεναχωριέσαι, να!» Η μούντζα στο πρόσωπο. «Να, που στεναχωριέσαι, γιατί κι η Καλαμάτα μια χαρά είναι τελικά». Έτσι μου ήρθε σαν σκέψη στο μυαλό μου. Δηλαδή ποτέ δεν με ένοιαζε η πόλη, ποτέ. Εγώ ήμουν ευχαριστημένος, σ’ εκείνο το σημείο που βρισκόμουν τουλάχιστον, ήμουν ευχαριστημένος στο ότι πέρασα σε σχολές, στη σχολή που ήταν ένα από τα δύο αντικείμενα που μου άρεζαν.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Και πάλι καλά που δεν πέρασα Φιλολογία, δεν ξέρω αν θα την έβγαζα. Γιατί μετά είδα ότι ο αδερφός μου, ξέρεις, όσο μεγαλώνεις και παίρνεις και ειδικότητες και τέτοια, είναι πιο δύσκολα ρε φίλε, προφανώς τώρα, από τα εισαγωγής τα μαθήματα. Και πάλι καλά που δεν πέρασα, δεν ξέρω αν θα την έβγαζα τη Φιλολογία, [01:50:00]σοβαρά. Εντάξει, θα την έβγαζα, αλλά κατάλαβες πώς το λέω. Ευτυχώς, δεν λες, ευτυχώς, δεν λες! Αυτά με θέματα της σχολής, ας πούμε, και το πώς διαχειρίστηκα αυτή τη μικρή αποτυχία την προσωρινή

Κ.Κ.

Θα σε πάω λίγο πιο πίσω χρονολογικά.

Γ.Κ.

Όσο θες.

Κ.Κ.

Βασικά, θα σε πάω αρκετά πίσω χρονολογικά. Μιλήσαμε για μουσική στο τηλέφωνο.

Γ.Κ.

Ναι.

Κ.Κ.

Η μουσική πώς προέκυψε αρχικά; Είχες από μικρός επαφή;

Γ.Κ.

Τα 'θελες και τα 'παθες, τώρα το ρώτησες.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Δεν είχα. Η μόνη επαφή που είχα αρχικά με τη μουσική ήταν προφανώς τους παραδοσιακούς χορούς, σαν άκουσμα. Δεύτερο ερέθισμα προσωπικό, ο αδερφός του παππού μου, από το σόι της μητέρας μου, ο θείος ο Χρήστος, όταν ήμουν περίπου έκτη δημοτικού, μου είχε κάνει δώρο. Τι δώρο μου έκανε, τώρα θα μου πεις. Ένα τουμπελέκι.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Ναι. Ασχολήθηκα περίπου για κάνα χρόνο μέχρι που τα παράτησα, γιατί είδα ότι δεν το 'χω. Δεν το 'χω.

Κ.Κ.

Δεν το είχες ή δεν σου άρεσε;

Γ.Κ.

Όχι, δεν το 'χα, δεν το 'χα καθόλου. Ήμουν άχρηστος. Δεν είχα και κάποιο δάσκαλο, ξεκίνησα μόνος μου. Κι ένα παιδί τώρα τόσο μικρής ηλικίας να ξεκινήσει μόνο του, είναι λίγο, ξέρεις…

Κ.Κ.

Πόσο ήσουν;

Γ.Κ.

Πρέπει να ήμουν έκτη δημοτικού, πρώτη γυμνασίου, κάπου εκεί. Αυτά ήταν τα δύο πρώτα ερεθίσματα. Μετά, ξεκίνησαν, όπως όλα τα παιδιά που είναι πιο μικρά, έτσι λίγο πιο έφηβοι, λίγο πιο επαναστατικό έτσι πνεύμα κτλ., ξεκίνησαν και διάφοροι φίλοι εδώ στην Ξάνθη να παίζουν μουσική σε μπάντες, δημιουργούσαν δηλαδή δικές τους μπάντες, από όλα τα είδη εντωμεταξύ. Και έπαιζαν όλοι. Εμένα, όλοι οι φίλοι μου, εντωμεταξύ, από μικρή ηλικία έπαιζαν όλοι ένα μουσικό όργανο. Εγώ δεν έπαιξα ποτέ κάποιο μουσικό όργανο, ποτέ. Και δημιουργείται μία μπάντα και ψάχνει τραγουδιστή. Η μπάντα αυτή ήταν ένας κολλητός μου, ένας που θα γινόταν κολλητός μου, και άλλοι δύο φίλοι μου. Και μου λένε: «Δεν έχουμε τραγουδιστή. Θες να δοκιμάσουμε εμείς;» Λέω: «Ρε παιδιά, τώρα τι μου λέτε; Τι μου λέτε τώρα; Τι με λες τώρα κι εσύ, με τον πόνο του ο καθένας». Δοκιμάζω, κοίτα να δεις που μου άρεσε. Πήγα μία πρόβα, δυο πρόβες τρεις πρόβες, ώπα λέω! Αυτά συνέβησαν περίπου, τέλη του 2011, αρχές του 2012 περίπου. Φτάσαμε σε ένα σημείο να είμαστε παθιασμένοι και τα μυαλά στα κάγκελα. Είχε κι ο αδερφός μου μπάντα, άλλο είδος βέβαια, εντάξει, δεν θα 'χαμε αντικρουόμενα συμφέροντα και σ’ αυτό. Ας έχουμε σε όλα τα άλλα. Δεν γίνονταν πολλά live και συναυλίες στην Ξάνθη, παρά μόνο αν ήσουν από κάνα σχολείο μουσικό, από κάνα, έτσι, μουσικό εργαστήρι, κάνα τέτοιο. Ρωτούσαμε δεξιά-αριστερά, τίποτα. Μέχρι που ο αδερφός μου, του ήρθε η φαεινή ιδέα να διοργανώσει δικό του live.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Ο αδερφός μου το 2012 πόσων χρονών ήταν; Δεν ξέρω, δεν ξέρω ειλικρινά πόσων χρονών ήταν. Κάνε τα μαθηματικά, ενενήντα τέσσερα και δώδεκα, δεκαεπτά χρονών.

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Δεκαοκτώ. Τρίτη λυκείου ο αδερφός μου και διοργανώνει δικό του live. Βάζει μπάντες, βάζει μπάντες, και λέω: «Άκουσε να δεις, θα σε βοηθήσω στη διοργάνωση, θα τρέξω όποιο κομμάτι θέλεις, αλλά με την υπόσχεση ότι έστω και να ανοίξουμε το live, θα είμαστε εμείς». «Έχετε κάνει πρόβες;», «Έχουμε κάνει πρόβες». «Πόση ώρα θα παίξετε;», «Τάδε ώρες». Βοηθάω κι εγώ στη διοργάνωση, τέλος πάντων. Τώρα μιλάμε για παιδιά, πιτσιρίκια έτσι; Ο αδερφός μου να πάει στον Δήμο, να ζητήσει άδεια για το μέρος. Ο άλλος φίλος του, που ήταν λίγο πιο πολύ, έτσι, από ένα μουσικό εργαστήρι, είχε γνωστό, ζήτησε μήπως βρει κι άλλες μπάντες. Μετά πήγαμε σε ένα studio να μας δώσει ήχο, προφανώς επί πληρωμή. Όλα αυτά άμα τα βάλεις κάτω, κάβα, αφίσες, κάλυψη σε φωτογραφίες και βίντεο, τις μπάντες, αν καμία μπάντα την φέρεις από άλλη πόλη κτλ., ο ήχος, προφανώς, που είπα, όλα αυτά έχουν κάποια έξοδα. Αναγκαστικά, δηλαδή, μετά, πρέπει να τρέξεις σε μαγαζιά για χορηγίες. Και η χορηγία ποια είναι ουσιαστικά; Οι κάβες, ζητούσαμε από τις κάβες καλύτερες τιμές, ας πούμε, σε μπύρες, σε νερά, σε τέτοια. Να 'χαμε μία τυπική κάβα, δεν είχαμε ποτέ αλκοολούχα ποτά, ξέρω ‘γω, τέτοια, ποτέ. Κυρίως μπύρα, είχαμε τρεις διαφορετικές μπύρες, μεγάλες, μικρές, τέτοια. Και ούτε καν για πώληση, να πεις να βγάλουμε κέρδος. Πάντα βγαίναμε τσίμα-τσίμα, να βγουν και τα μεταφορικά καμίας μπάντας, αυτό. Εμείς λεφτά στην τσέπη μας δεν βάλαμε ποτέ. Ποτέ. Έβγαινε ο ήχος, ξέρω ‘γώ, δυόμισι, τρία κατοστάρικα, έβγαινε η κάβα δυόμισι, τρία κατοστάρικα, έβγαιναν τα μεταφορικά άλλα τόσα. Ευτυχώς, είχαμε πολλούς φίλους που υποστήριζαν. Και είχαμε μία τυπική είσοδο, τύπου τρία ευρώ, πέντε ευρώ, ξέρεις, εκεί. Με τον αδερφό μου και με δύο φίλους του διοργανώσαμε δύο live. Ένα ήταν στις 31 Αυγούστου του 2012, το πρώτο Blacklist Festival. Το λες, λες και ήταν κάτι τρομερό. Που είχε, έτσι, πέντε, έξι μπάντες να παίξουν, στο Μονοπάτι της Ζωής. Είναι ένας, για να το εξηγήσω, ένας πολυχώρος εδώ στην Ξάνθη, σε ένα, όπως λέει το όνομά του, σε έναν μονοπάτι, που είναι παράλληλα με τον Κόσυνθο τον ποταμό. Αυτό ήταν το πρώτο Blacklist Festival, που είχαμε μπάντες μόνο από την Ξάνθη. Αλλά στο δεύτερο Blacklist Festival -γιατί έγιναν δύο, όντως, φεστιβάλ, αυτό λες-, που έγινε στις 24 Αυγούστου 2013, είχαμε και δύο μπάντες από Θεσσαλονίκη. Που τους είχε γνωρίσει ο Δημοσθένης, όταν πήγε πρώτο έτος δηλαδή, και ήταν το κάτι άλλο. Οι τύποι ήταν οριακά, στα μάτια μας τότε, ήταν οριακά επαγγελματίες. Μιλάμε για άλλο επίπεδο και πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από μας. Τότε ήταν γύρω στο εικοσιπεντάρηδες, ας πούμε, περίπου. Για ένα παιδί τέτοιας ηλικίας, σίγουρα είναι περίεργη εμπειρία. Καταρχάς, δεν μασάς. Δεν φοβάσαι. Είσαι καλυμμένος. Πρώτα έπαιρνες τις χορηγίες, μετά πλήρωνες. Σε όλους αυτό έλεγες: «Παιδιά, να ξέρετε, το και το και το» και αυτοί όντως, σου λέει: «Για τη συνεργασία και την προβολή του μαγαζιού μου, θα δώσω λεφτά». Έδιναν άλλοι τριάντα ευρώ άλλοι σαράντα ευρώ, άλλοι πενήντα ευρώ, με την προϋπόθεση όμως κι εσύ ότι θα τους βάλεις στην αφίσα. Είχε τύχει και σε ένα live είχε δώσει ο άλλος ενάμισι εκατοστάρικο. Γιατί λέγαμε: «Δώστε ό,τι θέλετε, αρκεί να είναι από τριάντα ευρώ και πάνω», κατάλαβες;

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Και δίνει ο άλλος ενάμιση εκατοστάρικο. Και είμαι: «Ρε μαλάκα, αυτό τι είναι;» Σόρρυ για τη βρισιά. Και εμείς τώρα αυτόν τι θα τον, πώς θα τον καλύψουμε, εντός εισαγωγικών, για να μην μείνει παραπονεμένος. Και πήραμε, είχε φτιάξει αυτός μία αφίσα δικιά του μεγάλη, τεράστια, και τη βάλαμε σαν μεγάλο πανό. «Μόνο έτσι ρε φίλε, δεν μπορώ να σε…» Λες και ήταν ο μέγας χορηγός, που όντως αυτό ήταν ο άνθρωπος, ενάμισι εκατοστάρικο τώρα, με ενάμισι εκατοστάρικο μου έχεις καλύψει την κάβα. Έχω βγει καθαρός, δηλαδή η κάβα μου είναι οριακά κέρδος. Και με την κάβα, δηλαδή, πάω πληρώνω ήχο στο καπάκι και ούτω καθεξής. Είχαμε, ξέρεις, αυτά, μιλάμε μετρούσαμε τάλιρα ρε, για να βγει, να μην… Μέσα δεν μπήκαμε ποτέ, ευτυχώς, θα μας σκότωναν οι γονείς μας. Μέσα δεν μπήκαμε ποτέ. Επειδή όμως δεν με κάλυπτε αυτή η συνεργασία μου με τον αδερφό μου και τους φίλους του, γιατί έτρεχα πάρα πολύ και οι απολαβές ήταν… Όχι χρηματικές, οι απολαβές όσον αφορά το χρόνο παιξίματος και τα συναφή…

Κ.Κ.

Α, οκέι, ναι.

Γ.Κ.

Ήταν μικρές.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Και πάντα παίζαμε open. Όχι ρε φίλε, λέω-

Κ.Κ.

Τι παίζατε;

Γ.Κ.

Opening, να ανοίξουμε εμείς τη συναυλία, δηλαδή.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

«Όχι ρε φίλε -λέω- θα κάνουμε και δικό μας live. Και όχι απλά θα κάνουμε δικό μας live -τώρα το λες, λες και έχω μαζέψει εμπειρία ας πούμε- θα κάνω live και θα φέρω και μπάντα όνομα! Θα φέρω όνομα.» Ποιους θα φέρουμε, ποιους θα φέρουμε, δεξιά-αριστερά, δεξιά-αριστερά, γνωστούς κλπ. Βλέπουμε να είναι έτσι πιο νεανικό, της ηλικίας μας, να είναι πιο προσιτοί. Εντάξει τώρα, δεν θα φέρω τους Metallica, δεν θα φέρω, ξέρω ‘γώ τους Rotting Christ -ήταν τότε πολύ μεγάλη μπάντα και πολύ γνωστή- ούτε Septicflesh, ούτε τέτοια. Λέμε να φέρουμε, έτσι, κάτι πιο χαλαρό, πιο ήπιο. Mpliax 166. Και φέραμε από την Αθήνα τους Mpliax 166. Τους πληρώσαμε τα μεταφορικά, τους βρήκαμε και ένα δωμάτιο να μείνουν τα παιδιά. Οι Mpliax τότε έκαναν σαματά, χαμό. Είναι σαν post rock, με λίγο punk, ελληνικό βέβαια σε στίχο. Αλλά έτσι λίγο πιο ελαφρύ σε στίχο, ας το πω έτσι, να μην το πω αλλιώς.

Κ.Κ.

Τι εννοείς;

Γ.Κ.

Πιο τρολ σε στίχο, είναι λίγο… [02:00:00]Άμα μπεις και ακούσεις θα καταλάβεις, δεν χρειάζεται να περιγράψω. Και τους φέρνουμε. Να γίνεται εντωμεταξύ χαμός, και να λένε: «Ποιος τους έφερε;» και «Ποιοι είναι αυτοί;» και έτσι και αλλιώς. Μιλάμε για… Λέγαμε δεξιά, το βγάζαμε φιρμάνι δεξιά κι αριστερά, σε γνωστούς κτλ.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Ξέρεις: «Γίνεται το και το -ξέρεις- θα κάνουμε live, τάδε του μήνα, ελάτε». Πόσο ήτανε; Το live θα γινόταν 13 Οκτωβρίου 2012. Και εκεί που κλείνουμε μαγαζί να τους βάλουμε, συνειδητοποιούμε δύο πράγματα. Χειμώνας και πόσοι θα έρθουν. Στην εκδήλωση στο Facebook έλεγαν ότι θα έρθουν εκατό άτομα. Το μαγαζί ζήτημα να χωρούσε εβδομήντα όρθιους, χωρίς τραπέζια. Εβδομήντα όρθιους. Λέμε: «Πασά μου, από τους εβδομήντα, οι πενήντα να έρθουν, οι πενήντα να έρθουν, τέλεια -λέω- τέλεια». Περνάνε οι μέρες λίγο λίγο, σιγά σιγά, σιγά σιγά, η εκδήλωση έγινε έναν μήνα πριν, αρχές Σεπτέμβρη.

Κ.Κ.

Η εκδήλωση στο Facebook.

Γ.Κ.

Ναι, στο Facebook. Περνάνε οι μέρες, εκατόν πενήντα, διακόσια άτομα. Λέμε: «Ώπα, κάτσε ρε φίλε», γιατί πάντα εμείς λέγαμε τόσοι πατάνε ότι θα έρθουν, οι μισοί, λέγαμε το 50%. Και φτάσαμε στα εκατό άτομα, από τους διακόσιους, οι εκατό. Λέμε: «Ρε φίλε, και εκατό να έρθουν, πάει. Δεν θα χωράμε ούτε… Οι μπάντες δεν θα χωράνε να παίξουν, όχι ο κόσμος, οι μπάντες δεν θα χωράνε, πιο βασικό». Και λέμε: «Αλλάζουμε. Αλλάζουμε μαγαζί». Πάμε να βρούμε άλλο μαγαζί, δεν βρίσκουμε. Και κάναμε τη χαζομάρα, πρώτα ακυρώσαμε το μαγαζί και μετά ψάξαμε άλλο μαγαζί. Λέω δεν γίνεται, θα πάω να βρω αυτόν τον κύριο, που ήταν τότε στο Δήμο, δεν θυμάμαι το όνομά του, θα πάω να τον βρω να πάρω το Μονοπάτι της Ζωής. Πάω, τελευταία στιγμή μου δίνει το Μονοπάτι της Ζωής. Μέχρι πριν τρεις μέρες από το live, πρέπει να ήταν το live 13 Οκτωβρίου, μέχρι πριν τρεις μέρες δεν ήξερα πού θα γίνει το live. Ήμασταν: «Τι θα γίνει;» Τρέχαμε πανικόβλητοι. Μας δίνει το Μονοπάτι της Ζωής και βγάζει έναν βρόχο 11 και 12 του μήνα. 13 το live, 11 και 12 του μήνα, βρόχο… Μιλάμε για… Άνοιξε ο ουρανός, έσπασε ο ουρανός στη μέση, δεν εξηγείται αλλιώς Και είμαι έτοιμος, μισό μήνυμα πριν ακυρώσω την μπάντα τη μεγάλη, πριν γυρίσω τα λεφτά σε όλα τα μαγαζιά, στα έτσι κτλ.… Ξυπνάω 13 πρωί, καλύτερο καιρό δεν έχει κάνει Οκτώβρη στην Ξάνθη. Καλύτερο καιρό δεν έχει κάνει τόσα χρόνια. Τι να σου πω ρε φίλε, ειλικρινά μας λυπήθηκε, μας λυπήθηκε η τύχη μας, η μοίρα μας, δεν ξέρω ποιος μας λυπήθηκε. Και φτάνουμε στην ώρα του live, να στήνουμε, κακός χαμός, όχι πότε θα γίνει το soundcheck, όχι πότε... Γιατί δεν είχα τη βοήθεια του αδερφού μου, είχα τη βοήθεια δύο, τριών φίλων. Πώς θα στηθεί το live, πώς θα γίνει έτσι, πώς θα γίνει αλλιώς και ήμουν εγώ αγχωμένος, έτσι, δεξιά-αριστερά. Ξεκινάει πρώτη μπάντα, εφόσον ξεκινάει, δηλαδή πάνε όλα τέλεια. Ξεκινάει δεύτερη μπάντα, χαλάει το ένα ηχείο. «Καταστροφή- λέω- καταστροφή». Να παίρνω τηλέφωνο τον υπεύθυνο του ηχείου και να λέω: «Τι με έφερες;» κι εγώ από τα νεύρα μου, να μου πεις τώρα τέτοια κουβέντα, δεν θα την πω. Και τον έλεγα: «Και τι με έφερες, και τι ηχεία με έφερες, με έφερες τα χαλασμένα για να με πεις ότι τα χάλασα εγώ!». Τέτοια, τέτοια κουβέντα σε άνθρωπο δεν έχω πει μέχρι τώρα που είμαι είκοσι πέντε χρονών, όχι να την πω τότε που ήμουν δεκαπέντε. Και λέει: «Τι λες, μα πώς χάλασε, κάτι το κάνατε». Λέω: «Αν δεν φέρεις καινούργιο ηχείο τώρα, δεν σε πληρώνω ούτε ευρώ». Και έρχεται όντως ο άνθρωπος, φέρνει καινούργιο ηχείο, το στήνουμε κατευθείαν εκείνη την ώρα, με είκοσι λεπτά καθυστέρηση, μισή ώρα καθυστέρηση; Χαλάλι, λέω, δεν πειράζει. Θα κόψουμε ένα κομμάτι από κάθε μπάντα και θα βγει ο χρόνος. Γιατί έπρεπε τον χώρο να τον κλείσω συγκεκριμένη ώρα. Έπρεπε να τον παραχωρήσω συγκεκριμένη ώρα, θα ερχόταν δηλαδή άνθρωπος του Δήμου, εκείνη την ώρα, δώδεκα το βράδυ νταν, ή θα ερχόταν κάποιος της Δημοτικής Αστυνομίας και θα μας έλεγε: «Παιδιά, τα κλειδιά και δρόμο». Γιατί ακόμα δεν ήταν ανοιχτό όλες τις ώρες το Μονοπάτι της Ζωής, δεν ήταν ακόμα ανοιχτό όλες τις ώρες προς το κοινό, ήταν συγκεκριμένες ώρες ακόμα. Για αυτό το λόγο συνέβαινε αυτό. Και με μισή ώρα καθυστέρηση, λέμε: «Άντε, θα κόψουμε από ένα κομμάτι». Παίζουμε, παίζουμε, παίζουμε και φτάνει η ώρα να παίξουμε εμείς. Είμαστε προτελευταία μπάντα, σε παρακαλώ, εντάξει. Τελευταία μπάντα οι Mpliax, προτελευταία εμείς. Δεν φτάνει, έφαγα όλα τα στραβά της διοργάνωσης πάνω μου, δεν θα παίξω και… Προτελευταίος θα παίξω. Και να γίνεται ένας κακός χαμός, να έχουν μπει μέσα διακόσια άτομα, να μου το λένε από το ταμείο, γιατί από ένα σημείο και μετά βάζαμε ελεύθερους τώρα, όποιος θέλει ας μπει, ό,τι βγάλαμε, βγάλαμε, τώρα θα βγάλουμε; Και μου λένε πόσα, μου είπε εκεί διακόσια κάτι άτομα. Λέω: «Πόσα;» κι εγώ από την τρέλα μου, από τη χαρά μου ότι όχι απλά θα βγει η πληρωμή των παιδιών από την Αθήνα, είμαι ήδη καλυμμένος σε όλα. Παίζει να περισσέψει, ξέρω ‘γω, και κανένα ντάρικο, κάνα κατοστάρικο. Τα οποία αυτά, καβάτζα για το επόμενο live, λογικό, πολύ λογικό. Με τούτα και με κείνα, να γίνεται από κάτω χαμός, εμείς τώρα είχαμε από δεξιά κι αριστερά πάρα πολλούς γνωστούς. Εντάξει, μικρή κοινωνία η Ξάνθη, ξέρεις, με την πρώτη ευκαιρία όλοι άκουγαν live, άιντε, ντου. Όποιος και να παίζει, και μπαγλαμά να παίζει τρεις ώρες, θα πάμε να το δούμε. Και σκέτο μπαγλαμά να παίζει τρεις ώρες, θα πάμε να το δούμε. Να γίνεται ο κακός χαμός! Το λέω λες και είναι, λες και έπαιζα στο ΟΑΚΑ, ξέρω 'γω, λες και έπαιζα, και πού έπαιζα. Το καταευχαριστηθήκαμε σίγουρα, βγαίνουν, παίζουν οι Mpliax, τέλειοι. Ηταν κι η εποχή τότε που… Τώρα δεν τους ακούω, προφανώς, αλλά τότε, ρε παιδί μου, ήταν της εποχής κιόλας η τέτοια… Αυτό. Άφησε εποχή, άφησε εποχή. Το λέγαμε για πλάκα ότι αυτό το live θα αφήσει εποχή, αλλά άφησε εποχή, το πιστεύω. Όχι ότι το θυμάται κανένας, αλλά οι πέντε, δέκα που το θυμόμαστε, αυτοί που το διοργανώναμε κτλ., καμιά φορά το συζητάμε και λέμε: «Πόσο ηλίθια παιδιά ήμασταν; Τι πηγαίναμε και κάναμε, πηγαίναμε και τρέχαμε σε δήμους, σε μαγαζιά, να κάνουμε live δεξιά-αριστερά». Και να μην τα πολυλογώ, δύο live διοργάνωσε ο αδερφός μου, το 2012 και το 2013, τον Οκτώβρη του 2012 διοργάνωσα εγώ άλλο ένα, αυτό με τους Mpliax και άλλο ένα, τον Ιούλιο του 2013. Αυτό βέβαια ήταν, το live, ήταν αφιερωμένο σε μία πολύ συγκεκριμένη περίπτωση, την οποία δεν θέλω να αναφέρω. Σε έναν φίλο. Που για προφανείς λόγους, δεν θα αναφέρω ούτε το περιστατικό, ούτε το όνομα του παιδιού. Το live απλά ήταν αφιερωμένο σ’ αυτό το παιδί.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Έγινε σε μαγαζί, το οποίο μαγαζί πλέον έχει κλείσει. Να αναφέρουμε το μαγαζί, αφού έχει κλείσει δεν μας πειράζει.

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Το τότε Da Vinci, έτσι λεγόταν.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Αυτό βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα οι ταβέρνες, εκείνες οι τρεις ταβέρνες, το Σταφύλι, η Ελιά, αυτά εκεί. Αυτό βρισκόταν ακριβώς εκεί. Πολύ πριν το Κονιάκ, παράλληλα με άλλα μαγαζιά τύπου -να πω και όνομα άλλου μαγαζιού- Πυξίδα, κι η πυξίδα εκεί ήταν. Κακός χαμός στην Πυξίδα, τρεις όροφοι η Πυξίδα, κακός χαμός.

Κ.Κ.

Σε εκείνο το…

Γ.Κ.

Σε εκείνη τη γωνία, σε εκείνη τη γωνία, ναι. Ακριβώς στη γωνία, ένα ξύλινο που έχει που είναι τώρα κάτω ΟΠΑΠ;

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Εκείνοι οι τρεις όροφοι επάνω, το ισόγειο και άλλοι δύο, ήταν η Πυξίδα. Το must μαγαζί της εποχής, αυτό και το Κυβερνείο ήταν εκείνη την εποχή, για την ηλικία μας. Αυτό και το Κυβερνείο, τίποτα άλλο.

Κ.Κ.

Ήταν club;

Γ.Κ.

Bar, club, για καφέ το πρωί, όλα μαζί αχταρμά, τότε δεν υπήρχε μαγαζί που να μην τα 'χει όλα. Ήταν λίγο αχταρμά, αν του έλεγες: «Βγάλε με κι έναν μεζέ», θα σ’ τον έβγαζε. Ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν ξέρεις. Από επαφή με τη μουσική δηλαδή, πρώτες καλές, δυνατές επαφές με τη μουσική, ήταν αυτή, ας πούμε. Που ήμουν σ’ αυτή την μπάντα. Λεγόμασταν Rage is On, επηρεασμένοι 100% από τους Rage Against the Machine, την αγαπημένη μας μπάντα. Από τρεις-τέσσερις μπάντες παίζαμε κυρίως κομμάτια. Να, Rage Against the Machine, System of a Down, Limp Bizkit, κανένα Linkin Park, που ήταν λίγο έτσι πιο «rap», εντός εισαγωγικών, αυτά. Σαν πρώτη επαφή, έτσι δυνατή. Δεύτερη επαφή με τη μουσική, σε πάω πολλά χρόνια μετά, και πολλά χρόνια…

Κ.Κ.

Περίμενε λίγο.

Γ.Κ.

Συγνώμη.

Κ.Κ.

Κάνε μια παύση.

Γ.Κ.

Όπου θες.

Κ.Κ.

Κράτα το, ωστόσο, μην το ξεχνάς.

Γ.Κ.

Το κρατάω, δεν το ξεχνάω.

Κ.Κ.

Θυμάσαι την πρώτη φορά που τραγούδησες;

Γ.Κ.

Γελάω, ξέρεις γιατί γελάω; Γιατί εγώ όταν αγχώνομαι, ιδρώνω πολύ.

Κ.Κ.

Ιδρώνεις;

Γ.Κ.

Ιδρώνω πολύ.

Γ.Κ.

Οκέι, οκέι.

Κ.Κ.

Ζεσταίνομαι, ιδρώνω, ξέρεις, το κλασικό.

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Υπάρχουν νομίζω οι φωτογραφίες, ελπίζω να μην τις ανακαλύψει κανένας, που απλά είμαι λες και βγήκα μόλις από το ντους. Αν αυτό απαντάει στην ερώτησή σου, δεν ξέρω, αλλά είμαι λες και βγήκα μόλις από το ντους. Στάζω, στάζω στη φωτογραφία, δηλαδή…

Κ.Κ.

Σε πρόβα ή σε live;

Γ.Κ.

Σε όλα. Πάντως, σε οποιοδήποτε εκδήλωση ή event. Μιλάμε από το άγχος, από το τέτοιο, το τρακ, άμα θα αρέσει στο κοινό, άμα θα παίξουμε [02:10:00]σωστά τα κομμάτια, είναι κι αυτό ένα… Εντάξει, γιατί λες: «Οκέι, είμαι μικρή μπάντα, ποιος δίνεις σημασία; Αλλά γιατί, ρε φίλε, να μην τα παίξεις σωστά;» Ο κόσμος ήρθε να δει. Κάπως έτσι, το στανιό μου και μόνο, αυτό. Αλλά πολύ άγχος, σίγουρα.

Κ.Κ.

Ωστόσο, έμεινες. Δηλαδή τραγούδησες την πρώτη φορά που σ’ το πρότειναν…

Γ.Κ.

Έκλαψα, αλλά έκατσα, είναι αυτό… Με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα. Το λέω, έτσι, και γελάω γιατί όντως, πολύ άγχος. Πολύ άγχος, είμαι και αγχώδης τύπος, οπότε, ναι, δεν είναι και εύκολο…

Κ.Κ.

Τι σε κράτησε;

Γ.Κ.

Η παρέα. Η παρέα και ότι βγάζαμε γούστα. Βγάζαμε γούστα, είχε πολλή πλάκα. Χώρια του ότι ήταν και λίγο γόητρο εκείνης της εποχής, το να είσαι, έτσι, λίγο, σε μία μπάντα. Λες και ήταν, λες και ποιος είσαι, εντωμεταξύ. Το έλεγες τότε, ρε παιδί μου: «Έχουμε και μία μπάντα». Σιγά ρε φίλε! Τώρα άμα γυρίσει να μου πει κανένας: «Έχω και μπάντα», θα του πω: «Μπράβο;» ερωτηματικό, τι να σου πω άλλο, δεν έχω τι να σου πω. Αλλά τότε το λέγαμε λες και ήταν γόητρο, ας πούμε, λες και είχε γόητρο, λες και είχε, αυτό. Παιδιά ήμασταν, δεν ξέραμε, αυτό. Αλλά είχε πλάκα, σίγουρα, το θυμάμαι και γελάω. Αυτό.

Κ.Κ.

Γενικότερα πώς θυμάσαι την προετοιμασία γι’ αυτά τα live; Ως προς τις πρόβες, όχι για τη διοργάνωση.

Γ.Κ.

Όχι, για τη διοργάνωση;

Κ.Κ.

Για τη διοργάνωση τα είπες πολύ αναλυτικά, γι' αυτό.

Γ.Κ.

Στη διοργάνωση ένα τρέξιμο είναι. Στις πρόβες τότε ακόμη είχα καλή μνήμη.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Και αποστήθιζα δισκογραφίες ολόκληρες. «Έτσι να διάβαζα τα μαθήματά μου» ήταν μία κλασσική ατάκα. Αποστήθιζα ολόκληρες δισκογραφίες, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Πρόβλημα είχαμε με τον συγχρονισμό. Πότε μπαίνει ο ένας, πότε μπαίνει ο άλλος, γιατί ήμασταν όλοι άπειροι, δεν είχαμε εμπειρία χρόνων. Μιλάμε τώρα για μπάντα η οποία δημιουργήθηκε το '11 και πρώτο live έπαιξε το '12. Να είχαμε κάνει δεκαπέντε, είκοσι πρόβες, τριάντα πρόβες με το ζόρι; Με το ζόρι. Εντάξει είναι μία… Είναι μία φάση που λες: «Παιδιά μήπως να σοβαρευτούμε λίγο;» Ή θα τρώμε το χρόνο μας και τα λεφτά μας, γιατί εντάξει… Όχι ότι πληρώναμε πολλά λεφτά, δέκα ευρώ η ώρα είναι στο στούντιο, πέντε άτομα ήμασταν. Από δύο ευρώ την ώρα. Τι είναι δύο ευρώ την ώρα, δεν τρώω ένα σουβλάκι. Ναι, σε στούντιο η πρόβα, γιατί μάλλον θα το ρωτήσεις.

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Σε στούντιο η πρόβα, υπήρχαν δύο, τρία στούντιο στην Ξάνθη.

Κ.Κ.

Αυτά τι έγινε, έκλεισαν;

Γ.Κ.

Δεν γνωρίζω τη μοίρα τους, το Art Lab ήταν ένα που πηγαίναμε τότε. Το Art Lab είχε και καθηγητές μουσικής, δηλαδή και μουσικό εργαστήρι και studio. το BNG ήταν ένα πάνω στη Χατζησταύρου, το οποίο έχω την εντύπωση ότι έκλεισε. Αλλά τότε ήταν το must στούντιο, ήταν λίγο πιο underground, εντωμεταξύ. Κι ο Πόλης, ένας από τους διαχειριστές του, ήταν πολύ καλό παιδί. Εντάξει, τριαντάρης τότε, αλλά πολύ καλό παιδί. Σε αυτά τα δύο πηγαίναμε κυρίως, δεν θυμάμαι να πηγαίνουμε σε άλλο. Ναι, σ’ αυτά τα δύο πηγαίναμε κυρίως. Η μοίρα του ενός την ξέρω, πρέπει να έχει κλείσει το BNG. Το Art Lab πρέπει να είναι ακόμα ανοιχτό, για να το πω και λίγο πιο καθαρά, είναι Art Lab, όπως λέμε Laboratory.

Κ.Κ.

Άρα υπάρχει χώρος στην Ξάνθη που μπορείς να νοικιάσεις στούντιο;

Γ.Κ.

Το «νοικιάζεις» εντός εισαγωγικών, συνήθως βάζει, ας πούμε, δέκα με δεκαπέντε ευρώ την ώρα, αναλόγως. Δεν νομίζω να έχουν αυξηθεί οι τιμές από τότε, γιατί έχω να πάω και χρόνια σε στούντιο.

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Αλλά συνήθως είναι τόσο.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Χώροι στην Ξάνθη υπήρχαν αυτοί οι δύο. Τρίτος χώρος υπήρχε; Σίγουρα θα υπήρχε κάπου. Πού όμως, δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι.

Κ.Κ.

Εντάξει, ναι.

Γ.Κ.

Δεν θυμάμαι, αυτό. Ναι, το ένα ήταν πάνω στη Χατζησταύρου και το άλλο ήταν κοντά στους διπλούς, εκεί στους Φιλίππου. Στους διπλούς εννοώ τον δρόμο, είναι ένας διπλός δρόμος. Όχι, δεν λέγονται Φιλίππων, ο διπλός δρόμος πώς λέγεται εδώ στην Ξάνθη; Που βγάζει από τα γυμνάσια μέχρι και πάνω στα στρατόπεδα; Στον κυκλικό, εκεί; Διπλής κυκλοφορίας, μεγάλος δρόμος, πώς λέγεται εκεί;

Κ.Κ.

Δεν λες την Καραολή;

Γ.Κ.

Οχι, όχι, καμία σχέση. Δεν πειράζει, αυτό άμα θες κόψε το. Δεν θυμάμαι τώρα πώς λεγόταν η οδός, δεν πειράζει.

Κ.Κ.

Όχι, εντάξει, δεν έχει σημασία.

Γ.Κ.

Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Η προετοιμασία ήταν πάντα ένα άγχος, πάντα. Γιατί βάζεις έναν κόπο, θες να πάει καλά, κουράζεσαι, ιδρώνεις. Εγώ έπαιρνα δυο και τρεις αλλαξιές μαζί σίγουρα. Τη μία την άλλαζα, μπορεί και δεύτερη καμιά φορά, αναλόγως. Γιατί είχαμε και μία ώρα πρόβα και δύο ώρες πρόβα… Καμιά φορά, πολύ πιο σπάνια, τρεις ώρες. Εντάξει, το κλείναμε τρεις ώρες, αλλά κάναμε και ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα ενδιάμεσα. Απλά για να το έχουμε εμείς, για να μην έχουμε ξέρεις, τέτοιο. Το κλείναμε τρεις ώρες. Δεν είναι να πεις ότι φάγαμε και πολλές ώρες μες στο στούντιο, λες και ηχογραφούσαμε, κάναμε κάτι αντίστοιχο, αλλά κάναμε αρκετές πρόβες. Αυτό όσον αφορά το κομμάτι της προετοιμασίας.

Κ.Κ.

Στην μπάντα αυτή έμεινες μέχρι να…

Γ.Κ.

Μέχρι να φύγω και φοιτητής, αναγκαστικά, γιατί όλοι μετά φύγαμε φοιτητές. Ο ένας, ο κιθαρίστας, πήγε Αθήνα, εγώ πήγα Θεσσαλονίκη, ο ένας πέρασε εδώ, ο ντράμερ μας πέρασε εδώ, ο άλλος ο κιθαρίστας ήταν ήδη στην Ορεστιάδα, γιατί ήταν και ένα χρόνο μεγαλύτερος. Αλλά πηγαινοερχόταν για τις πρόβες και αυτά, γιατί γούσταρε φουλ. Ο μπασίστας μας ήταν πολύ πιο μικρός, οπότε Ξάνθη ήταν αυτός. Κατά συνέπεια, οι δύο Ξάνθη κι οι άλλοι τρεις σε τρία σημεία στην Ελλάδα, Ορεστιάδα Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Οπότε αναγκαστικά διαλυθήκαμε. Αυτό έγινε περίπου το 2014, όταν πρωτοπήγα δηλαδή και εγώ στη Θεσσαλονίκη. Που αναγκαστικά εκεί… Μετά κάναμε κι άλλη μπάντα εντωμεταξύ. Αλλά δεν ξέρω, θες πρώτα να ρωτήσεις κάτι για την πρώτη φάση, γιατί αυτό είναι άλλη φάση μετά, είναι άλλο…

Κ.Κ.

Όχι, μόνο αν υπήρχε ένα... Το είδος μουσικής που παίζατε. Το ανέφερες λίγο, αλλά…

Γ.Κ.

Είναι κάτι σαν -από τις μπάντες που ανέφερα που επηρεαζόμασταν- είναι κάτι ανάμεσα σε hard rock, post rock, έχει και πολύ λίγα στοιχεία, λες και είναι industrial punk, ας πούμε, έτσι… Ξέρεις λίγο ρυθμός πολύ, είναι λίγο περίεργα. Περίπου ό,τι είδος είναι και να, οι Rage Against the Machine, οι System of a Down, οι Lil Bizkit, που ο στίχος και η ροή των τραγουδιών είναι λίγο πιο rap, ας πούμε, πιο έτσι, κατάλαβες. Αλλά από πίσω ηλεκτρική κιθάρα, κοπάνημα τα ντραμς, ξέρεις, είναι τέτοια εμπειρία.

Κ.Κ.

Κατάλαβα.

Γ.Κ.

Αυτή η μπάντα είχε αυτή την επιρροή, έχει αυτές τις μουσικές. Τώρα η άλλη μπάντα, καμία σχέση. Η άλλη μπάντα είναι... Καταρχάς, στην άλλη μπάντα παίζω μουσικό όργανο. Θα πούμε πρώτα τα είδη, τα είδη της μπάντας που παίζουμε είναι έντεχνο ελληνικό, αυτό που λέμε έντεχνο ροκ, δηλαδή, ελληνικό. Παραδοσιακά, σε κάποια φάση παίζαμε και λίγα ρεμπέτικα, βαλκανική μουσική, επειδή τυχαίνει να έχουμε και τρομπέτες, τρομπόνια, σαξόφωνα και τέτοια, οπότε ξέρεις, ακουμπάμε κι αυτά.

Κ.Κ.

Ναι, ναι.

Γ.Κ.

Παίζουμε και μουσική στον δρόμο, αλλά παίζουμε και παίζαμε και σε μαγαζιά. Σε αυτή την μπάντα εγώ, αυτοδίδακτος από το '16 και μετά, πάλι για τον ίδιο λόγο, επειδή όλοι οι φίλοι μου παίζανε μουσικό όργανο, οπότε κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ και με μύησαν στο πρώτο μικρό κρουστό που παίζω, το καχόν. Και μετά ξεκίνησα να μάθω και λίγο από μόνος μου, δηλαδή χωρίς να μου πει κάποιος: «Μάθε κι αυτά». Ξεκίνησα μόνος μου να μαθαίνω λίγο νταραμπούκα, ή νταρμπούκα, έτσι λέγεται, ανάλογα σε ποια γλώσσα το βλέπεις. Και νταούλι. Στην αρχή, όλα τα όργανα που είχα ήταν δανεικά, να το πούμε κι αυτό. Το καχόν ήταν του τρομπετίστα μας που το είχε απλά- το έχει φτιάξει ο πατέρας του. Το νταούλι ήταν ενός φίλου του τραγουδιστή, ούτε καν του τραγουδιστή δηλαδή. Και το δανειζόμουν από live σε live, δηλαδή practice έκανα στον αέρα. Δεν έπαιζα δηλαδή στην πρόβα με το νταούλι αυτό. Και η νταραμπούκα ήταν του τρομπονίστα-μπουζουξή μας, ο οποίος ήταν από μουσικό σχολείο το παιδί. Και στο μουσικό σχολείο είχαν μάθει από ένα όργανο από όλες τις κατηγορίες, οπότε σαν κρουστό είχε μάθει νταρμπούκα και μου έδωσε τη δικιά του παλιά. Στην αρχή, δηλαδή 2016-2017, όλα τα όργανα ήταν δανεικά, μα όλα τα όργανα. Μετά μου χάρισε, αυτή που έχω τώρα την νταραμπούκα, μου τη δάνεισε μία φίλη μου, η Άννα. Το νταούλι, νταούλι αγόρασα το '19 και καχόν μου έκαναν δώρο ορκωμοσίας τα παιδιά, με το που τελείωσα τη σχολή, τον Νοέμβριο του '19. Γιατί Σεπτέμβρη τελείωσα το τελευταίο μάθημα. Τον Νοέμβρη του 2019, μου έκαναν δώρο ορκωμοσίας το καχόν αυτό. [02:20:00]Πανάκριβο εντωμεταξύ, Παναγία μου. Τέλος πάντων, αυτό.

Κ.Κ.

Είναι παραδοσιακά όργανα αυτά;

Γ.Κ.

Η νταρμπούκα, ναι, είναι παραδοσιακό μεσανατολικό. Το συναντάς δηλαδή κυρίως σε εκείνους τους πολιτισμούς, δηλαδή πιο πολύ στον αραβικό πολιτισμό. Είναι το αντίστοιχο του τουμπερλεκίου, ας πούμε, αυτό, στην ελληνική και τουρκική μουσική, το αντίστοιχο είναι. Εμείς χρησιμοποιούμε περισσότερο το τουμπελέκι το αλουμινένιο, αυτό το τσίγκινο. Κι η νταραμπούκα είναι τσίγκινη, αλλά έχει διαφορά στην επιφάνεια και στον τρόπο που χτυπάς επάνω στην επιφάνεια. Ναι, είναι κυρίως αραβικό, ας πούμε, το όργανο. Εκεί, μεσανατολίτικο. Το νταούλι, προφανώς είναι για όλους τους βαλκάνιους λαούς, και για μερικούς ευρωπαϊκούς. Και για μεσανατολίτικους πάλι, με μικρές παραλλαγές, το νταούλι είναι καθαρά παραδοσιακό όργανο. Το καχόν προέρχεται από την Νότια Αμερική. Επειδή υπήρχε, δεν θυμάμαι σε ποια περίοδο τώρα, απαγόρευση συναθροίσεων και μουσικής, μουσικών εκδηλώσεων. Κάπως έπρεπε να αντικατασταθεί, για να μη φαίνεται σαν όργανο, το καχόν. Και κάνανε, βαρούσαν καφάσια στην κυριολεξία. Γι' αυτό και κάθεσαι πάνω και βαράς σε μία επιφάνεια. Καφάσια σαν να λέμε καφάσια χωραφιού, ή καλάθια, ξέρω 'γω. Βαρούσαν καλάθια και καφάσια. Οπότε το κακόν ξεκίνησε κάπως έτσι, μετά έφτιαξαν όντως ένα ξύλινο κουτί, το οποίο έχει μία μπροστινή επιφάνεια, δηλαδή το κλασικό καχόν έχει μία μπροστινή επιφάνεια, που από πίσω έχει χορδές, που μοιάζουν με τις χορδές της κιθάρας, ας πούμε, για να παίρνει ήχο έτσι πιο… Εγώ το λέω πιο τζιβιτζιλιάρικο. Αλλά για να ακούγονται αυτά λίγο τα πρίμα πιο δυνατά. Γιατί έχει δύο βασικούς ήχους, έχει πρίμα και μπάσα. Τα πάνω είναι τα μπάσα -τα πρίμα, συγγνώμη- και τα κάτω είναι τα μπάσα, δηλαδή όσο πιο κάτω, στο κέντρο δηλαδή του καχόν. Ο ήχος αποσυμπιέζεται από, στην κυριολεξία, μία τρύπα που έχει στην πίσω πλευρά του. Το λες, δηλαδή, και παραδοσιακό όργανο της Νοτίου Αμερικής.

Κ.Κ.

Μάλιστα. Οπότε εσύ δεν έχεις κάποια εκπαίδευση, σε ωδείο ή σε κάτι τέτοιο;

Γ.Κ.

Καμία απολύτως, ελάχιστη καθοδήγηση τον πρώτο χρόνο μόνο στο καχόν, για το πώς περίπου λειτουργεί, από τον φίλο μου που μου το δάνεισε και από τον πατέρα αυτού του φίλου. Ελάχιστη καθοδήγηση από κει, μετά 100% μόνος μου. Προσπάθησα σε κάποια φάση να διαβάσω και παρτιτούρες. Παρτιτούρα καχόν, τα ψιλοκατάφερα. Παρτιτούρα νταουλιού δεν υπάρχει, εντός εισαγωγικών, δεν υπάρχει, είναι ποπ πολύ τεχνική δηλαδή. Στην νταραμπούκα δεν τα κατάφερα, γιατί είναι όντως -να πεις ότι θα κάτσω να μάθω παραδοσιακούς ρυθμούς και να ακολουθήσω- είναι πολύ δύσκολο όργανο γενικά. Δηλαδή, παρόλο που αυτοδίδακτος, με θεωρώ σε επίπεδο γνώσεων στο μέτριο. Με βάζω με άριστα το 10, με βάζω στο 5. Γιατί δεν πρόλαβα να ασχοληθώ και τόσο, είχα και σχολές, και προσκοπισμούς, και άλλα τέτοια, είχα τέσσερις, πέντε ασχολίες τι να προλάβω να πρωτοκάνω. Κυρίως δηλαδή τα πρώτα χρόνια βγαίναμε και παίζαμε στον δρόμο. Μετά ξεκίνησαν τα live, που ηρέμησα λίγο από τον πολύ προσκοπισμό, ή από τις πολλές ασχολίες με τη σχολή. Αυτό. Άλλη ερώτηση.

Κ.Κ.

Πώς και, έτσι, παίζατε στο δρόμο; Πώς έπεσε η ιδέα;

Γ.Κ.

Η ιδέα ξεκίνησε από τρία παιδιά, τους δύο κιθαρίστες, παύλα, φωνές και τον τρομπετίστα, οι οποίοι είχαν μία άλλη μπάντα, τους Coconut Rockers. Η μπάντα που δημιουργήσαμε μετά είναι οι Μπουκοβίνοι. Το όνομα θα το εξηγήσω αργότερα. Οι Coconut Rockers, τέλος πάντων, είχαν μαζευτεί πολλά παιδιά στη Θεσσαλονίκη, οπότε λένε: «Γιατί δεν παίζουμε κιόλας, ρε φίλε, μία φορά στο τόσο στον δρόμο; Να βγαίνει κανένα μεροκάματο;» Όντως, στην αρχή τα παιδιά δεν βγάζανε καλά λεφτά, έβγαζαν, ξέρω ‘γω, το άτομο έβγαζε… Στις δύο, τρεις ώρες, έβγαζαν δέκα, δεκαπέντε, είκοσι ευρώ. Και τα ψιλοθεωρούσαν καλά. Πήγα και εγώ μία, δύο φορές και μου λέει... Εγώ εντωμεταξύ, τι γινόταν εκεί. Από τη χαρά ότι αράζω με τους φίλους μου κτλ., έπαιρνα μία θήκη που είχε ο ένας φίλος για την τρομπέτα και έπαιζα πάνω στην τρομπέτα τον ρυθμό. Μου λέει αυτός ο φίλος μου, ο τρομπετίστας, μου λέει: «Κάτσε ρε φίλε, πιστεύεις ότι το έχεις με τον ρυθμό;» Λέω: «Ναι, ξέρω 'γώ, πιστεύω ότι το έχω σε ένα σημείο». «Ωραία, θα σου φέρω ένα καχόν από την Ξάνθη». Λέω: «Τι είναι αυτό;», μου λέει: «Θα δεις όταν σ’ το φέρω» Μου το φέρνει, το επόμενο Σαββατοκύριακο μου το φέρνει όντως. Λέει: «Παίξε έτσι κι έτσι. Παίξε -δηλαδή ούτε καν να μου πει τι είδος μουσικής είναι αυτό που παίζω κλπ.- παίξε, τους ρυθμούς». Όπου «του» βλέπε τα μπάσα και όπου «κα» βλέπετε πρίμα, ας πούμε. Που άμα το πεις σε άλλον άνθρωπο αυτό, μουσικό, θα σου πει αυτό που είπες μόλις είναι τέρμα λάθος, δεν βγάζει νόημα αυτό που λες. Γιατί το καχόν, ας πούμε, είναι τι βαράω με το δεξί και τι βαράω με το αριστερό, και τις νότες αναλόγως, τις πρίμες και μπάσες νότες. Δηλαδή έχει σημειώσεις από πάνω, right και left, ανάλογα το χέρι και ούτω καθεξής. Όπως στα περισσότερα κρουστά, right, left και τι παίζει το καθένα. Μου το φέρνει το καχόν, πρώτη επαφή, λέω: «Bro, αυτό είναι σκαμπό». Και ακόμα το λέω έτσι, λέω όπου πηγαίνω, άμα κυκλοφορώ ας πούμε μετά από πρόβες, μετά από live και τέτοια, όπου κυκλοφορώ λέω: «Δεν χρειάζεται, έχω φέρει εγώ το σκαμπό μου», ξέρεις, είναι ακόμα το αστείο. Το λέμε σκαμπό, το λέμε ζητιανόξυλο, ό,τι θες το λέμε. Ζητιανόξυλο γιατί, καταλαβαίνεις, επειδή υπάρχει ακόμα αυτή -κακώς- στη νοοτροπία του μέσου Έλληνα, υπάρχει ακόμα ότι ο μουσικός του δρόμου είναι επαίτης, δηλαδή ζητιανεύει. Σε καμία περίπτωση, εγώ πάω εκεί για τα γούστα μου. Άμα θες να υποστηρίξεις τα γούστα μου, όχι γιατί έχω οικονομικές δυσκολίες. Εμένα σαν φοιτητής δεν μου έλειψε τίποτα. Ζορίστηκαν οι γονείς μου, αλλά δεν μου έλειψε τίποτα ρε φίλε. Εγώ για εκείνο πήγαινα για τα έξτρα. Ξέρεις τι ταβέρνα πήγα, ρε φίλε μ’ αυτά τα λεφτά; Ξέρεις πόσα λεφτά γυρνούσα πίσω στους γονείς μου; Έλεγα: «Μη με δώσεις αυτή την εβδομάδα, έχω βγάλει, μη με δώσεις». Γιατί φτάσαμε και σε ένα σημείο να βγάζουμε καλά λεφτά. Δεν θα πω πόσα, αλλά θα πω καλά λεφτά, γιατί μας κυνηγάει και η εφορία, λέει. Δεν θα πω πόσα, άλλα ήταν καλά λεφτά, δηλαδή για ανάγκες φοιτητή υπερκάλυπταν. Πρώτη εμπειρία, δηλαδή, με το καχόν, λέω: «Αυτό είναι σκαμπό, ρε φίλε», λέω δεν μου έφερε μουσικό όργανο, είναι σκαμπό. Κάθεται αυτός πρώτα λίγο πάνω, μου δείχνει: «Έτσι κι έτσι κι έτσι θα παίζεις». Και έπαιξα την πρώτη φορά, ήταν λίγο άβολο, γιατί δεν τα ήξερα τα κομμάτια. Μετά μου έκαναν μία λίστα και έτσι ξεκίνησαν οι Μπουκοβίνοι. Στην αρχή ξεκινήσαμε τέσσερα άτομα, εγώ στα κρουστά, και μόνο καχόν, ο Λευτέρης ο Ηλιάδης τρομπέτα, ο Χάρης ο Κάνος κιθάρα-φωνή, και ο Ραφαήλ ο Τάσιος κιθάρα-φωνή. Μετά ποιος προστέθηκε; Μετά προστέθηκε, για όσα live ή για όσες φορές στον δρόμο μπορούσε, ο Νίκος ο Μαντζούρης, κιθάρα-φωνή. Κι αυτός πώς έτυχε και μπήκε; Πέρα από το ότι ήταν κολλητός μας και μες την παρέα μας και εννοείται θα έμπαινε, δεν το συζητάω. Έγραψε ένα κομμάτι αυτός. Και δεν το λέμε επειδή είναι φίλος μας, όντως μας άρεσε το κομμάτι. Όντως οι στίχοι ήταν πάρα πολύ ωραίοι, και η δομή του κομματιού ήταν πολύ ωραία, και η μουσική που έγραψε, Γιατί ο Νίκος έγραψε και λόγια και τη μουσική, γιατί είναι παντός τύπου μουσικός. Πιάνο, κιθάρα, φωνή, λίγο από όλα. Και μας έδειξε και το κομμάτι, κι οπότε λέμε: «Ρε φίλε, αφού ούτως ή άλλως παίζεις, έλα να παίζεις μαζί μας καμιά φορά στον δρόμο, όποτε προλαβαίνεις». Γιατί αυτός σπούδασε Κομοτηνή. «Όταν προλαβαίνεις να έρχεσαι». και έπαιξε και σε δύο, τρία live στη Θεσσαλονίκη που παίξαμε εκεί. Αξέχαστο μαγαζί, επειδή παίζαμε, πιο πολύ παίζαμε σε ένα μαγαζί συγκεκριμένο, στο Βιδάνιο. Αξέχαστο το Βιδάνιο, κοντά στην Παναγία των Χαλκέων. Έκλεισε βέβαια η επιχείρηση, με το που ξεκίνησε ο κορονοϊός, δυστυχώς έκλεισε η επιχείρηση, δεν πήγαινε οικονομικά καλά. Και αξέχαστο το Βιδάνιο. Να 'ναι καλά το αφεντικό, μας έδωσε και πολλά live και πολλές ωραίες εμπειρίες. Γέλια, χαβαλέδες, μεροκάματα στην κυριολεξία. Τι να πεις, τι να πεις για αυτόν, τέλος πάντων. Η εμπειρία του ότι, επιτέλους… Βασικά η όψη της εμπειρίας, του ότι επιτέλους συμμετέχω κι εγώ μαζί με την παρέα μου σ’ αυτό, είναι το κάτι άλλο. Χώρια του ότι η μουσική είναι από μόνη της αγχολυτική, μου προκαλούσε τόσο… Ένα συναίσθημα πάρα πολύ όμορφο, γιατί είμαι και άνθρωπος της παρέας. Δηλαδή, μπορεί κάτι 100% να μην μου αρέσει, να μου αρέσει, ξέρω 'γω, 80% ή 50%, αλλά άμα περάσω καλά με την παρέα μου σ’ αυτό που κάνω, αυτόματα πάω 100%. Είμαι της παρέας, τι να κάνω! Άλλος θα το έλεγε και κωλοχανείο, ας πούμε, ότι είμαι ξέρεις με τις παρέες δεξιά κι αριστερά. Αλλά επειδή είμαι πάρα πολύ άνθρωπος της παρέας, και γουστάρω πάρα πολύ δηλαδή, είναι αυτό, είναι... Τι να σου πω, δηλαδή χαίρ[02:30:00]ομαι που μπόρεσα και συμμετείχα όσο μπορούσα κι εγώ, με ό,τι δεξιότητες έμαθα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, σ’ αυτό το κομμάτι. Και δεν το αλλάζω με τίποτα, δεν την αλλάζω αυτή την εμπειρία με τίποτα, ειδικά τη μουσική, δεν την αλλάζω. Που κι ακόμα, ας πούμε, παίζω, να, το πιο πρόσφατο live ήταν πριν έναν μήνα περίπου. Ναι, πριν βασικά είκοσι μέρες. Εδώ στις Γιορτές Παλιάς Πόλης, στα πλαίσια των γιορτών, με ένα συγκεκριμένο σύλλογο. Που νομίζω ονόματα συλλογών μπορούμε να αναφέρουμε, δεν νομίζω ότι τίθεται πρόβλημα. Στους Βατράχους. Ένας Πολιτιστικός Σύλλογος, εδώ στην Ξάνθη. Με άλλο σχήμα βέβαια αλλά και πάλι παίξαμε. Εκεί πιστεύω, ταιριάζει να πούμε τώρα σαν παρένθεση, ταιριάζει να πούμε και ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από μουσική, και το κατάλαβε μέσα στην καραντίνα. Και έχει ανάγκη από τη ζωντανή μουσική. Και στον δρόμο, και στο live. Και θα στο εξηγήσω πώς φάνηκε και στο πρακτικό κομμάτι. Στο live, ας πούμε, με βάση τη δικιά μου γνώμη και τη δικιά μου οπτική, παίξαμε χάλια. Αλλά ο κόσμος γούσταρε. Θες να 'ναι και καλά ότι είναι της παρέας live, θες να είναι πιο χαλαρό, πιο έτσι, πιο αλλιώς, ο κόσμος γούσταρε. Δεν τον ένοιαξε που άκουσε και δύο, τρία λάθη, που ξέρεις, τα χαζά. Στον δρόμο, ας πούμε, πρακτικά ο κόσμος χαιρόταν, σταματούσε, έβγαζε βίντεο. Συγκριτικά με παλαιότερα πολύς περισσότερος κόσμος σταματούσε για φωτογραφίες. «Να σας βγάλω; -ας πούμε- ένα βίντεο» κτλ. για να πει λογικά στην παρέα του, στην οικογένειά του, στους φίλος του, να πει ότι: «Δες, πέτυχα σ’ εκείνο το σημείο αυτούς, μπορεί και το επόμενο Σάββατο να είναι εκεί, να πάμε να τους πετύχουμε». Και όντως στη Θεσσαλονίκη, που και μες στον κορονοϊό παίξαμε δυο, τρεις φορές, ο κόσμος τρελαινόταν. Δεν κυκλοφορούσε και πολύς κόσμος στον δρόμο, τρελαινόταν. Σου λέω να γίνονται ημικύκλια, σαράντα, πενήντα άτομα γύρω μας. Να λες: «Κάτσε ρε φίλε, αυτό είναι σαν live». Δηλαδή είναι στην κυριολεξία ένα live. Είναι live, απλά: «Αφήστε ό,τι θέλετε». Αντί να πληρωθώ από το αφεντικό του μαγαζιού, αφήστε ό,τι θέλετε, κάπως έτσι. Φάνηκε από τον κόσμο ότι κάποιοι δεν, δηλαδή δεν σκεφτόμασταν και το είχαμε σε εκτίμηση, κατάλαβες;

Κ.Κ.

Ναι.

Γ.Κ.

Γιατί κι εγώ προσωπικά, που είμαι απ' την άλλη μεριά του live, δεν το είχα σε εκτίμηση το live, γιατί παρόλο που περνούσα καλά, άμα έχεις και πολλές άλλες παράλληλες δραστηριότητες ή παράλληλες υποχρεώσεις, είναι κουραστικό, ρε φίλε, εντάξει. Γιατί μιλάμε για τρεις και τέσσερις ώρες, μέρα παρά μέρα πρόβα, που αυτές κανονικά θα μπορούσε να είναι και ώρες δουλειάς… Σε ένα μαγαζί δουλεύεις; Διαβάζεις κάτι για τη σχολή; Και ούτω καθεξής. Είναι κουραστικό όπως και να έχει, βάζεις κόπο. Και γι' αυτό και υπάρχει αντίστοιχη, σχετικά καλή, πληρωμή. Γιατί δεν πληρώνεσαι μόνο για τις ώρες που παίζεις, πληρώνεσαι και για τις πρόβες σου, και για τον κόπο που έβαλες και ούτω καθεξής. Επειδή πολλοί το παρεξηγούν. Σου λέει ο άλλος: «Πληρώνεται την ώρα, ξέρω ‘γω, είκοσι ευρώ στις τρεις ώρες, δηλαδή εξήντα ευρώ». Τυχαίο παράδειγμα, δεν αναφέρομαι προσωπικά. Σου λέει ο άλλος: «Είκοσι ευρώ την ώρα, άρα ο μουσικός τα βγάζει πέρα». Ο μουσικός δεν τα βγάζει πέρα αν δεν είναι όνομα τύπου Πάολα, Καρράς ή ο ντράμερ της Πάολα και του Καρρά. Ούτε κι αυτά, παιδιά του μεροκάματου είναι, μη νομίζεις. Τέλος πάντων, ο σαξοφωνίστας μας έχει κάνει και συνεργασίες και με την Πάολα, έχει κάνει και συνεργασίες με τον Ματιάμπα, αλλά αυτό είναι το επάγγελμά του βέβαια, είναι και καθηγητής σε σχολή μουσικής. Αυτός είναι το επάγγελμα του, αν όμως δεν είχε το σχολείο, που είναι καθηγητής σε μουσικό σχολείο, τι θα μπορούσε να κάνει με τα δύο, τρία live τον μήνα; Και άντε και δύο φορές που βγαίνουμε στον δρόμο. Δεν μπορείς να ζήσεις, ρε φίλε, σίγουρα, ενοίκια και τέτοια δεν το συζητώ. Μιλάμε, πες ότι τα έχω όλα αυτά στην άκρη, πληρωμένα, προπληρωμένα κάπως. Ένα μαγικό χεράκι μού τα προπλήρωσε. Δεν γίνεται, όχι, δεν βγαίνει να ξέρεις. Αυτό γιατί υπάρχει ακόμα το παρεξηγήσιμο αυτό, του είκοσι ευρώ την ώρα και δεκαπέντε ευρώ την ώρα. Όχι φίλε, δεν πάει έτσι. Γι’ αυτό το live μπορεί να έχω δουλέψει και τριάντα ώρες. Κι άλλες τέσσερις ώρες παίζω εκείνη την ώρα που με βλέπεις. Και μπορεί να παίζω και σε αντίξοες συνθήκες. Ποτέ δεν το ξέρεις. Μπορεί να είμαι ήδη κουρασμένος από πρόβες, μπορεί να είμαι εκείνη την ημέρα, να μου τύχει κάτι, να είμαι άρρωστος, θα πας να παίξεις. Πόσες φορές μου έχει τύχει εμένα και το στομάχι μου να έχω και το κεφάλι μου να έχω, αλλά να πρέπει να πάω να παίξω. Κουμπωνόμουν με Depon και με τέτοια χαζά για να παίξω, τι να κάνεις, έτσι πάει. Γιατί πρέπει να δώσεις ένα… Ήρθε ο κόσμος να σε δει, στην τελική ήρθε ο κόσμος να σε δει, τέλος, πάση θυσία. Δεν λέω να σπάσεις το χέρι σου και να πας να παίξεις, δεν γίνεται, αλλά καταλαβαίνεις, σε άλλες περιπτώσεις, με πυρετούς και τέτοια, πόσα live.

Κ.Κ.

Θες να το κυνηγήσεις παραπάνω με τη μουσική;

Γ.Κ.

Το μουσικό; Δες τώρα τι γίνεται, πρόσφατα γράφτηκα σε ένα μεταπτυχιακό. Στα πτυχιάκια, στα δεξιά, στα αριστερά και στα πτυχία της ζωής μου, τα πιο σοβαρά, πιστεύω ότι θα ταίριαζε και ένα τέτοιο. Το αν θα το κάνω ποτέ στη ζωή μου, δεν μπορώ να το ξέρω. Θα ήθελα, έστω και για δύο χρόνια, να πάω σε ένα ωδείο, πώς να το πούμε, σε μία τέτοια σχολή, τύπου ΙΕΚοφάση. Που να είναι με μουσικά όργανα ή… Ηχοληψίας όχι τόσο, υπάρχουν κάτι αντίστοιχα Ι.Ε.Κ., αλλά άμα υπήρχε κάποιο αντίστοιχο πρόγραμμα που σου μαθαίνει μουσικά όργανα και πιο συγκεκριμένα κρουστά, θα πήγαινα σίγουρα. Θα ήθελα να κάτσω με έναν δάσκαλο και θα μου είναι δύσκολο εντωμεταξύ και θα σου εξηγήσω τον λόγο. Θα ήθελα, όμως, να κάτσω μ’ έναν δάσκαλο, να μου εξηγήσει από την αρχή, από το μηδέν. Και θα μου είναι δύσκολο γιατί έμαθα ναι μεν μόνος μου, αλλά με τον λάθος τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι άρτιο στο τέλος, δεν το συζητάμε. Αλλά ο τρόπος που φτάνω από το μηδέν, έστω και στο πέντε στα δέκα, είναι, πώς να σ’ το πω, μπορεί να είναι και λάθος. Αλλά έφτασα στο πέντε στα δέκα. Και το λέω γιατί μπορώ να δώσω και αντίστοιχο παράδειγμα σε γνωσιακό επίπεδο. Όταν λύνεις μία άσκηση, στα μαθηματικά ας πούμε, πρέπει να τη λύσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Μπορείς να τη λύσεις και με άλλο τρόπο, αλλά δεν είναι σωστός. Κατάλαβες; Αυτό. Πρέπει κάποιος να κάτσει να σου δείξει ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος. Και ο πιο λογικός τρόπος, και ο πιο πρακτικά σωστός, και ο πιο, έτσι, οικουμενικά αποδεκτός τρόπος. Γιατί τώρα, άμα κάτσω και συγκρίνω τι παίζω εγώ στο καχόν με έναν που πήγε σε ένα ωδείο για να μάθει καχόν, μπορεί να παίζουμε το ίδιο κομμάτι, μπορεί, τι να σου πω, αυτός να είναι πιο καλός στα γυρίσματα, αλλά εγώ να είμαι πιο καλός στις τσαχπινιές του κομματιού, να κάνω χτυπήματα αλλού και τέτοια, κατάλαβες; Αλλά αυτός προφανώς έχει διαβάσει και παρτιτούρα, έχει μάθει και θεωρία μουσικής, και γενική θεωρία μουσικής, γιατί προφανώς, αν πας ωδείο, θα μάθεις και γενικά για τη θεωρία της μουσικής, δεν θα πας να μάθεις μόνο το όργανο. Κι ας είναι κρουστό, θα μάθεις και λίγο γενικά. Ναι, θα ήθελα, όντως, θα ήθελα. Δηλαδή και σαν… Τώρα δεν ξέρω και πώς λέγονται τα πτυχία τα αντίστοιχα για τα κρουστά, αλλά υπάρχουν μια, δύο σχολές στη Θεσσαλονίκη που σου μαθαίνουν μόνο κρουστά, ιδιωτικές σχολές προφανώς, και παίρνει περίπου δύο χρόνια. Θα με έψηνε. Άμα προφανώς είμαι καλυμμένος σε όλα τα άλλα. Γιατί, δυστυχώς για μένα, παρόλο που μ' αρέσει πάρα πολύ, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω επάγγελμα. Παρόλο που υπάρχει έστω και μία μικρή απολαβή. Αυτό, χρηματική. Παρόλο που συναισθηματικά μου προκαλεί το κάτι άλλο, δεν μπορώ να το κάνω επάγγελμά μου. Και δεν ξέρω αν θα μου ταίριαζε να το κάνω επάγγελμά μου. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ σίγουρα, το έχω σκεφτεί. Θα δείξει, το μέλλον είναι άγνωστο και το άγνωστο φοβίζει, που λένε.

Κ.Κ.

Συνεχίζει να υπάρχει αυτή η μπάντα;

Γ.Κ.

Η δεύτερη μπάντα; Υπάρχει, αλλά μέσα στην καραντίνα και μες στον κορονοϊό σπάσαμε λίγο. Από την άποψη ότι βγαίναμε πολύ λιγότερες φορές για δρόμο, δεν κλείσαμε κάποιο live σε -πώς να το πω- σε μαγαζί, γιατί προφανώς όλα τα μαγαζιά επηρεάστηκαν από τον συγκεκριμένο κανονισμό που βγήκε. Και γι' αυτό είχα χαρεί πάρα πολύ όταν μου έκαναν την πρόταση τα παιδιά, ο Ραφαήλ και ο Μπίλης, να παίξω μαζί τους σε αυτό το live το πρόσφατο, που προανέφερα. Και παρόλο που ήξερα ότι θα είναι πιο πολύ του χαβαλέ live, και όχι κάτι πολύ σοβαρό, δέχτηκα με κλειστά μάτια. Κι ας ήξερα ότι έχω πολλές υποχρεώσεις από πίσω, δέχτηκα με κλειστά μάτια. Ήταν το κάτι άλλο, αναζωογονητικό σίγουρα, είχα και καιρό να παίξω. Οπότε ναι, αυτό.

Κ.Κ.

Είχατε ποτέ πρόβλημα με αστυνομία, ή με οτιδήποτε; Ωραία…

Γ.Κ.

Γελάω. Αρκετές φορές. Εντάξει, όχι να μας σύρουν και στο τμήμα, όχι σε τέτοιο σημείο, αλλά παρατηρήσεις, καταγγελίες, τι να σου πω! Και η δημοτική αστυνομία και η κανονική αστυνόμευση, η τυπική ας πούμε, κι όλοι. Εντάξει… Βέβαια ο κανονισμός απαγορεύει να με διώξεις από εκεί που είμαι, εκτός εάν είναι ώρα κοινής ησυχίας, ενοχλώ κάποιο κατάστημα, ή υπάρχει, τέλος πάντων, ένα τύπου ηχορύπανση. Κι αυτό όσον αφορά το επίπεδο του ήχου, της μουσικής. Κανονικά ο αστυνομικός για να με διώξει από το σημείο που βρίσκομαι, αν δεν παραβαίνω κάποιον άλλον νόμο κοινής ησυχίας κτλ., πρέπει να ‘ρθει με ντεσιμπελόμετρο για να με διώξει. Που σημαίνει ότι πρέπει να υπερβαίνω εγώ, στο σύνολο σαν ήχος, νομίζω είναι ή τα 70 ή τα 80, σαν αποτέλεσμα ήχου. Που δεν γίνεται σε ανοιχτό χώρο, δεν συμβαίνει αυτό. Εκτός αν πάω και βάλω ντεσιμπελόμετρο ακριβώς μπροστά από την τρομπέτα, εκεί εντάξει ρε φίλε. Χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος. Τι να σου πω εκεί, πες ότι βρίσκεις κι έναν τέτοιο στραβό και μας διώχνει, δεν πειράζει. Δεν μας έχει συμβεί ποτέ με ντεσιμπελόμετρο, αλλά όντως έχει τύχει να με διώξουν σε σημείο που παίζουμε στον δρόμο κτλ., από κακούς γείτονες πες το... Από μαγαζιά πάντως δεν μας έδιωξε κανένας ποτέ. Σε όσα μαγαζιά πήγαμε και μιλούσαμε, γιατί συνήθως παίζουμε στις γωνίες μαγαζιών, ή δεξιά ή και μερικές φορές μπροστά από βιτρίνες μαγαζιών, δεν μας έχει διώξει κανένα μαγαζί. Μόνο ένα μας έδιωξε, κι αυτό γιατί; Μας έδιωξε γιατί απλά άλλαξε τη βιτρίνα του και δεν το είχαμε παρατηρήσει εμείς. Δηλαδή, δες τι έγινε. Σ’ εκείνη τη βιτρίνα αυτός είχε βάλει μία γιγαντοοθόνη, που έπαιζε διαφημίσεις για τα προϊόντα του.

Κ.Κ.

Συνέχισε.

Γ.Κ.

Που έπαιζε διαφημίσεις για τα προϊόντα του και μετά αυτός πήγε και έβαλε τα προϊόντα του, ρουχισμού και τέτοια. Οπότε αναγκαστικά εμείς δεν το είχαμε καταλάβει, δεν το παρατηρήσαμε, ας πούμε. Και μας είπε ο άνθρωπος ότι: «Παιδιά, χίλια συγνώμη, ξέρω παίζετε, οριακά χρόνια παίζετε εδώ, στο σημείο, αλλά πρέπει να φύγετε δυστυχώς, δεν μπορώ να σας κρατήσω». Και… Τι θα έλεγα τώρα; Ναι. Σε σημεία που παίζουμε, πάντα κεντρικά σημεία, πάνω στον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, στον καινούργιο τον πεζόδρομο, που έγινε πρόσφατα, εντός εισαγωγικών. Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας, καμιά φορά Τσιμισκή με Ναυαρίνου, καμιά φορά Τσιμισκή με Παλαιών Πατρών… Γενικά βρίσκουμε, έτσι, τέτοια κομβικά σημεία, που να περνάει ο κόσμος και να είναι και ανοιχτός ο χώρος, για να μην έχουμε παράπονα, ξέρεις. Καλά είχαμε… Είχαμε από τράπεζα, είχαμε μία φορά παράπονο. Βγήκε ο άλλος από τον τρίτο όροφο, τρίτο όροφο, το τονίζω και είχε το γραφείο του ακριβώς δίπλα στο παράθυρο. Και είχε ανοιχτό το παράθυρο. Εντωμεταξύ κατακαλόκαιρο. Η τράπεζα -την οποία δεν θα κατονομάσω, γιατί προφανώς ο υπάλληλος δεν εκπροσωπεί τη τράπεζα- φουλ air-condition, φαινόταν, ρε παιδί μου, ότι κάθε γραφείο είχε και ένα air-condition. Που προφανώς δεν το πληρώνουν οι υπάλληλοι από την τσέπη τους τώρα, τι λέμε, ξέρω 'γω. Κι αυτός είχε ανοιχτό παράθυρο και ήταν καλοκαίρι και φορούσε ζακέτα ο τύπος. Και απλά βγαίνει και λέει, κάναμε τον εξής, έτσι, διάλογο, ας το πούμε διάλογο, γιατί ήταν μονόλογος από τη δικιά του μεριά: «Να σηκωθείτε να φύγετε από δω» Ούτε καν καλησπέρα, μπούρου, μπούρου, ούτε συγνώμη παιδιά, αλλά το και το. Κατευθείαν: «Να σηκωθείτε να φύγετε, γιατί έχουμε ανοιχτό το παράθυρο και μας έχετε πάρει τα αυτιά, μας έχετε ζαλίσει» κτλ., έτσι κι έτσι. Πολύ εύλογα ο ένας από μας τον ρωτάει: «Γιατί δεν κλείνετε το παράθυρο; Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ακούγεται». «Δεν μπορώ να κλείσω το παράθυρο γιατί ζεσταίνομαι». Εντωμεταξύ, ο τύπος, το είπα, αλλά φορούσε ζακέτα. Και λες οκέι, ή στραβός είναι ο γιαλός, ή στραβά αρμενίζουμε. Χαμηλώνουμε την ένταση, δεν του δίνουμε σημασία, χαμηλώνουμε την ένταση. Και κατεβαίνει κάτω. Κατεβαίνει κάτω από το γραφείο του στο ισόγειο, πόρτα, μπροστά σε μας. Και: «Δεν σας είπα ρε» και άρχισε τα βρισίδια. Του κάνει ένας από μας: «Σε παρακαλώ άνθρωπέ μου, δεν ήρθαμε εμείς στο γραφείο σου να σου πούμε τι θα κάνεις. Άμα σε ενοχλούμε, μπορείς να κλείσεις το παράθυρο, air-condition έχει το γραφείο σου». «Δεν δουλεύει το air-condition». Και λες: «Ωραία -λέει- λες ότι ζεσταίνεσαι, γιατί φοράς ζακέτα; Έχει 35 βαθμούς, γιατί φοράς ζακέτα;» «Με έχει πιάσει ο αυχένας μου». «Ε, καλά», του λέμε». Έβριζε, έβριζε, έφερε την αστυνομία, δηλαδή πήγε πάνω στο γραφείο του, έφερε την αστυνομία και μας είπε η αστυνομία: «Παιδιά, να ξέρετε, εμείς ερχόμαστε αναγκαστικά, γιατί έγινε καταγγελία. Δεν μπορούμε να σας διώξουμε και δεν θέλουμε να σας διώξουμε», γιατί πετύχαμε και αυτή την περίπτωση αστυνομικών. Να 'ναι καλά οι άνθρωποι. «Πρέπει να έρθουμε για την καταγγελία, σας παρακαλώ, λέει, συντομεύετε. Συντομεύετε γιατί έχει πάρει ήδη τρία τηλέφωνα ο κύριος». Ο ίδιος. Λέμε: «Εντάξει, έχετε δίκιο, συγνώμη» εμείς… Τι να κάνεις. Κατά καιρούς, μας έχουν διώξει πολλοί. Τι να κάνεις, εντάξει. Δεν γουστάρουν. Kι εδώ στο παζάρι στην Ξάνθη, που παίζουμε καμιά φορά, ένας συγκεκριμένος κύριος, δεν θα τον κατονομάσω κι αυτόν, γιατί παρόλο που μας έχει μιλήσει έτσι όπως μας έχει μιλήσει, σέβομαι ακόμα το πρόσωπό του. Και σέβομαι και το ότι είναι και οικογενειάρχης, μόνο αυτό. Ενώ μας διώχνει, είχε το θράσος να ανεβάσει δημοσίευση στο Facebook, με εμάς φωτογραφία, και να λέει: «Τι ωραία που είναι να έχεις στη γειτονιά σου μουσικούς και μουσική, και να περνάει πιο ευχάριστα η δουλειά». Για να σου δώσω να καταλάβεις λίγο ότι υπάρχουν και άνθρωποι που είναι του φαίνεσθαι και σε αυτό το κομμάτι, ρε φίλε. Που παίξαμε τρεις ώρες μουσική, ένα Σάββατο, τρεις φορές το χρόνο. Εδώ στην Ξάνθη παίζουμε τρεις φορές τον χρόνο δηλαδή. Δεν μπορείς να κάνεις υπομονή για τρία Σάββατα το χρόνο; Τόσο πολύ σ’ ενοχλούμε; Και οι άλλοι πάγκοι, δηλαδή, δεξιά και αριστερά, γιατί δεν ενοχλούνται; Έχει έρθει ο διπλανός πάγκος από τον συγκεκριμένο κύριο και έχει αφήσει εικοσάρικο. Μόνος του. Κι εμείς προφανώς του το ανταποδώσαμε και πήγαμε αγοράσαμε. Εντάξει, ο άνθρωπος σεντόνια πουλούσε, τι να κάνουμε, και μαξιλαροθήκες. Δώσαμε ένα δεκάρικο και πήραμε δύο σεντόνια, αυτό, έτσι για το καλό, ας πούμε. Από αυτόν τι να πάω να πάρω τώρα, κατάλαβες; Δεν μου κάνει καν το κέφι να του ανταποδώσω το καλό. Να πεις ότι μου έκανε κάτι καλό, ας πούμε. Εντάξει, υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι, που αυτός τώρα, πώς να το πω, καπηλεύτηκε τώρα ότι έχει και καλά ωραία γειτονιά, και έχει μουσική. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, τι να κάνεις. Είναι αυτά του μουσικού του δρόμου τα περίεργα. Δηλαδή συναντάς και… Καταρχάς συναντάς και αυτούς που μένουν απολύτως ευχαριστημένοι και σε προσκαλούν μέχρι και στο σπίτι τους.

Κ.Κ.

Όντως;

Γ.Κ.

Έχει τύχει, πόσοι έχει τύχει να περάσουν να πάρουν τα στοιχεία μας, γιατί θέλουν να κάνουν για γάμο πατινάδα, αυτό που πηγαίνει, δηλαδή ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης, που παίζουν τα όργανα οι άλλοι. Πόσες φορές μας έχει τύχει άνθρωπος να μας καλέσει σε μαγαζί, να παίξουμε σε μαγαζί του. Γιατί μένουν ευχαριστημένοι έστω κι από τα πέντε λεπτά που μας άκουσαν. Είναι κι αυτοί οι άνθρωποι, που θέλουν να σου κάνουν το καλό, ας πούμε. Είναι και οι άλλοι που προείπαμε, τι να κάνεις…

Κ.Κ.

Είναι διαφορετική εμπειρία να παίζεις στη Θεσσαλονίκη και στην Ξάνθη, στον δρόμο;

Γ.Κ.

Σίγουρα. Από πολλές πλευρές. Να πιάσω τη μία που μου ήρθε πρώτη τώρα. Στην Ξάνθη, επειδή είμαστε και ένα, έτσι, είμαστε μία μικρή κοινότητα γενικά, υπάρχουν βλέμματα τα οποία σε κρίνουν.

Κ.Κ.

Οκέι.

Γ.Κ.

Δηλαδή και στο ότι: «Δες τον, παίζει μουσική αυτός στο δρόμο», γιατί είναι αυτή η αντίδραση του μέσου Έλληνα που είπαμε προηγουμένως, ο επαίτης μουσικός. Βλέπεις συμμαθητές σου να σε κοιτάνε λες και αυτός έκανε την καλύτερη ζωή, κι εσύ είσαι ο ζητιάνος, ξέρω ‘γω, και παίζεις μουσική. Υπάρχουν και τέτοια βλέμματα. Υπάρχουν άλλοι, με το που καταλαβαίνουν ότι είσαι μουσικός, φίλοι, δεξιά κι αριστερά, με το που καταλαβαίνει ότι είσαι μουσικός, γιατί δεν έτυχε να το συζητήσεις μαζί τους, τι να κάνουμε, εντάξει, τρελαίνονται και στήνουν και χορό. Και λένε: «Ο τάδε, ο Κυριακίδης, ο άλλος» και στήνουν και χορό, ας πούμε, μπροστά σου. Ρίχνουν λεφτά, ξέρεις, αυτό που θέλουν να βοηθήσουν. Στη Θεσσαλονίκη δεν σε ξέρει κανένας, δεν σε κρίνει κανένας. Ο μόνος που μπορεί να σε κρίνει είναι κάποιος ο οποίος είναι μουσικός. Νιώθεις κι εσύ λίγο περίεργα ο ίδιος καμιά φορά. Δηλαδή έχει τύχει και στη Θεσσαλονίκη να με δουν οι γονείς σου να παίζω έξω. Ή και εδώ στην Ξάνθη έχει τύχει να με δουν οι γονείς μου να παίζω έξω, και συγγενείς μου, και γενικά. Είναι λίγο της ντροπής στην αρχή, αλλά γιατί να ντραπώ; Κατάλαβες πώς το εννοώ, ότι είναι στην αρχή λίγο της ντροπής, ότι τώρα με παρατηρεί, τι κάνω, οπότε ξέρεις, ας παίξω καλά είναι λίγο αυτό το «ντρέπομαι», ας πούμε. Αλλά όχι, γιατί να ντραπώ, μισή δική του που στέκεται και με κοιτάει και με κρίνει, και μισή δικιά μου. Αυτό το «με κρίνει», σ’ αυτές τις περιπτώσεις προφανώς, «ελαφρά τη καρδία», όχι… Αυτό.

Κ.Κ.

Οκέι.

Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.

Περίληψη

Ο Γιώργος Κυριακίδης γεννήθηκε και ζει στην Ξάνθη. Σπούδασε στο Ιστορικό Αρχαιολογικό τμήμα του ΑΠΘ. Στη συνέντευξη αρχικά αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, αναλώντας αναμνήσεις από τα χωριά των παππούδων του, όπου περνούσε μεγάλα διαστήματα. Αναφέρεται επίσης σε μια μορφή δυσλεξίας που εκδήλωσε και την εξαιρετική διαχείρισή της από το περιβάλλον του. Στη συνέχεια, μιλά με ενθουσιασμό για τον προσκοπισμό, στον οποίο αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του, αλλά και για την πολύχρονη ενασχόλησή του με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα το βόλεϊ. Τέλος, μιλάει για τον σημαντικό ρόλο που παίζει η μουσική στη ζωή του. Αυτοδίδακτος μουσικός, παίζει καχόν και νταρμπούκα. Από τα σχολικά του χρόνια συμμετείχε σε μπάντες, με τις οποίες οργάνωναν live, αλλά και έπαιζαν μουσική στο δρόμο.


Αφηγητές/τριες

Γεώργιος Κυριακίδης


Ερευνητές/τριες

Κωνσταντίνος Καραΐσκος


Δεκαετίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

29/09/2021


Διάρκεια

169'


Σημειώσεις Συνέντευξης

Ο Αφηγητής είναι φίλος του Ερευνητή.