© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο δημιουργός κόμικς Νίκος Μπράτος: «Είναι λόγος και εικόνα μαζί»

Κωδικός Ιστορίας
19832
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νικόλαος Μπράτος (Ν.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/09/2021
Ερευνητής/τρια
Ευστράτιος Αλβανός (Ε.Α.)

[00:00:00]

Ε.Α.:

Ονομάζομαι Στρατής Αλβανός, και είμαι ερευνητής για το Istorima. Βρισκόμαστε στην Κέρκυρα Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021. Θα μας πείτε το όνομα σας;

Ν.Μ.:

Ονομάζομαι Νίκος Μπράτος.

Ε.Α.:

Έχουμε μαζί μας τον Νίκο, ο Νίκος είναι κωμικάς ή κομιξάς;

Ν.Μ.:

Κομιξάς.

Ε.Α.:

Κομιξάν γιατί όχι κομικάς; Κομίστας, κομίστας.

Ν.Μ.:

Όχι κομίστας, πάει πολύ κοντά στο χομπίστας.

Ε.Α.:

Και εσύ δεν είσαι χομπίστας;

Ν.Μ.:

Όχι.

Ε.Α.:

Τι είσαι εσύ;

Ν.Μ.:

Είμαι δημιουργός κόμικς.

Ε.Α.:

Αυτό, όπως ακούσατε είναι δημιουργός κόμικς, κάτι το οποίο δεν έχουμε ξανασυναντήσει σε συνέντευξη τουλάχιστον νομίζω στην Κέρκυρα. Και είσαι και από τους λίγους στην Κέρκυρα;

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, με πτυχίο κομιξάς που να έχει τελειώσει σε σχολή στην Αθήνα και κολλέγιο δεν υπάρχει άλλος στην Κέρκυρα.

Ε.Α.:

Φοβερό. Λοιπόν ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή, και θα καταλήξουμε σε αυτό. Νίκο που γεννήθηκες;

Ν.Μ.:

Γεννήθηκα στην Κέρκυρα το 1997, στην πολυκλινική και από κει και πέρα μόλις έγινα ενάμιση φύγαμε για Νέα Υόρκη. Μάλλον μόλις μπόρεσα να ταξιδέψω με αεροπλάνο φύγαμε. Ήμουν εκεί μέχρι τα δύο, δυόμιση, ήτανε ο πατέρας μου με τη μητέρα μου, ξαναγυρίσαμε πίσω, γιατί θεωρήσαμε ότι αφού μιλάμε ελληνικά, αφού Ελλάδα… Ήτανε τότε και σε μια καλύτερη κατάσταση από το 90 και το 80, που να ξέραμε; Οπότε ξαναβρέθηκα στην Κέρκυρα γύρω στα 3 χρόνων, ήμουν δίγλωσσος, μπήκα κατευθείαν σε ένα παιδικό σταθμό που είχε και Αγγλικά και Ελληνικά, αυτό.

Ε.Α.:

Είχε η Κέρκυρα παιδικό δίγλωσσο, δίγλωσσο παιδικό σταθμό;

Ν.Μ.:

Ναι, γιατί είχε δίγλωσσες δασκάλες, τέτοιο, νηπιαγωγούς.

Ε.Α.:

Μπράβο.

Ν.Μ.:

Κάποιες Αγγλίδες, κάποια τέτοια που βοηθούσανε και εμάς τα παιδάκια τα, που μπερδεύαμε, μιλούσαμε ανάμεικτα.

Ε.Α.:

Άρα στην 11η Σεπτεμβρίου ήσουν εκεί; Ήσουνα στην 11η Σεπτεμβρίου εκεί;

Ν.Μ.:

Πότε έγινε;

Ε.Α.:

Το 1, το 1.

Ν.Μ.:

Το 1, όχι, είχα έρθει εδώ.

Ε.Α.:

Είχες γυρίσει.

Ν.Μ.:

Είχα γυρίσει.

Ε.Α.:

Καλά και να ήσουνα, μάλλον δεν θα θυμόσουνα.

Ν.Μ.:

Δεν θα θυμόμουνα, όχι.

Ε.Α.:

Δεν θα θυμόσουν τίποτα.

Ν.Μ.:

Όχι, όχι.

Ε.Α.:

Φαντάζομαι δεν έχεις μνήμες από την Αμερική;

Ν.Μ.:

Έχω.

Ε.Α.:

Έχεις;

Ν.Μ.:

Έχω. Λοιπόν, ας το πούμε αυτό απ’ την αρχή, για να το ξεκαθαρίσουμε, έχω το αντίθετο της παιδικής αμνησίας. Όσο προχωράω στη ζωή μου εμφανίζω όλο και περισσότερες αναμνήσεις και μνήμες από τα παλιά, πολύ-πολύ παλιά, που δεν θα έπρεπε να θυμάμαι, είτε ως όνειρα, είτε στον ύπνο μου, είτε στην καθημερινότητα. Που είναι πολύ κουραστικό, γιατί παίρνω την μάνα μου «Μαμά είχε γίνει αυτό που θυμάμαι; » μου λέει «Δεν ξέρω, μπορεί». Ναι, αλλά μάλλον έχει γίνει, οπότε οι αναμνήσεις μου απ’ τη Νέα Υόρκη, είναι που βγαίναμε στο παράθυρο, για να φάω εγώ έπρεπε να ταΐσω σκιουράκια, γιατί μέναμε στο Central Park. Εκεί που γυρίστηκαν τα φιλαράκια, και ταΐζαμε φιστίκια και βλακείες βελανίδια τέτοια, τα σκιουράκια, για να φάω, τα τεράστια τα κτίρια…

Ε.Α.:

Σου είχαν κάνει, σου είχε κάνει εντύπωση τα τεράστια κτίρια;

Ν.Μ.:

Δεν ήταν κτίρια αυτά, ήταν βουνά. Δεν, δεν είχε καμία σχέση αυτό το πράγμα.

Ε.Α.:

Ναι.

Ν.Μ.:

Δεν είναι το σπιτάκι που θα δεις, ειδικά στην Κέρκυρα. Έχουμε ψηλά κτίρια στην Κέρκυρα, είναι αυτά της παλιάς της κοπής τα Βενετσιάνικα, τα, τα λιγνά, αλλά δεν είναι ουρανοξύστες.

Ε.Α.:

Και θυμάσαι ας πούμε και την επιστροφή από τη Νέα Υόρκη στην Ελλάδα;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι, το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι η βάπτιση μου.

Ε.Α.:

Πώς ήταν η βάφτισή σου;

Ν.Μ.:

Έγινε μαζί με το γάμο των γονιών μου, δεν ήταν πολύ ωραία.

Ε.Α.:

Γιατί δεν ήταν ωραία;

Ν.Μ.:

Δεν ξέρω, έχω, έχω, δεν είναι ανάμνηση, τύπου βίντεο, είναι σαν φωτογραφίες, σαν αίσθηση. Θυμάμαι τη μυρωδιά από το λάδι ας πούμε.

Ε.Α.:

Που σε βουτήξαν στην κολυμπήθρα το θυμάσαι;

Ν.Μ.:

Όχι, αυτό δεν το θυμάμαι, όχι, όχι. Θυμάμαι που με γδύνανε, αυτό. Γιατί ήμουν πιο μεγάλος από, ήμουνα 2 χρόνων ας πούμε.

Ε.Α.:

Έχεις αδέρφια εσύ;

Ν.Μ.:

Όχι, δεν έχω.

Ε.Α.:

Μοναχοπαίδι;

Ν.Μ.:

Μοναχοπαίδι, ναι.

Ε.Α.:

Οπότε 3 χρονών βρίσκεσαι στην Κέρκυρα και ξεκινάς ας πούμε την ζωή σου, την παιδική ηλικία στην Κέρκυρα;

Ν.Μ.:

Ναι.

Ε.Α.:

Πώς ήταν, εσύ μεγάλωσες αρχικά στην πόλη της Κέρκυρας;

Ν.Μ.:

Μέναμε για 1-2 χρόνια στον Ποταμό και μετά ήρθαμε στον Κωτσέλα, ναι στην πόλη της Κέρκυρας.

Ε.Α.:

Πώς ήταν να μεγαλώνεις την πόλη της Κέρκυρας;

Ν.Μ.:

Στη δική μου γειτονιά ή γενικά;

Ε.Α.:

Στην δική σου γειτονία.

Ν.Μ.:

Είχε πάρα πολλούς και πρόσφυγες και Αλβανούς, οι οποίοι ήταν εκεί πέρα κάποια χρόνια ρε παιδί μου, και δεν ήτανε καλόφημη γειτονιά της Κέρκυρας. Μόλις ξεκινούσε και έμπαινε η ηρωίνη στο νησί και άλλα πράγματα, οπότε είχ[00:05:00]αμε εγκαταλειμμένα κτίρια τα οποία μάζευε πολύ τέτοιο κόσμο και θυμάμαι γυρνούσα μικρός από φροντιστήριο και από τέτοια και μετά τις 8 μπαίναμε μέσα με τη μία.

Ε.Α.:

Είχες κινδυνέψει ποτέ τότε;

Ν.Μ.:

Ναι, από δικές μας βλακείες όμως, ως παιδιά που μπαίναμε σε αυτά τα κτίρια και που…

Ε.Α.:

Τι είχατε κάνει;

Ν.Μ.:

Το λέγαμε εξερεύνηση, υπήρχε πάντα ένας έξω που κράταγε τσίλιες και οι υπόλοιποι μπαίναμε μέσα και παίρναμε ό,τι βρίσκαμε. Είχαμε βρει κιάλια, είχαμε βρεις σάκους, καλά σύριγγες και τέτοια πράγματα. Βρίσκαμε διάφορα πορτοφόλια άδεια, τα παίρναμε, μπιχλιμπίδια από Kinder έκπληξη βρίσκαμε παιχνιδάκια, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Ε.Α.:

Σας είχε πει τίποτα κανένας;

Ν.Μ.:

Ναι, συνήθως μέχρι και αστυνομίες φωνάζανε. Επίσης κουβαλούσαμε δυναμιτάκια, κάτι το οποίο δεν, δεν έλεγε.

Ε.Α.:

Ήσασταν μαγκάκια;

Ν.Μ.:

Δεν ήμασταν ήσυχοι, όχι.

Ε.Α.:

Δεν ήσασταν ήσυχοι;

Ν.Μ.:

Όχι.

Ε.Α.:

Τώρα εσύ λες για τον Ποταμό ή για τον Κωτσέλα;

Ν.Μ.:

Για το Κωστέλα, για τον Κωτσέλα.

Ε.Α.:

Για τον Κωτσέλα λες.

Ν.Μ.:

Εκεί πριν ήτανε το, στη θέση της αστυνομίας ήταν το Νοσοκομείο, το παλιό Νοσοκομείο στην Κέρκυρα. Οπότε δεν είχε τόσο αστυνόμευση όπως έχει τώρα, και ό,τι μαγαζί, επειδή κλείνανε πάρα πολλά μαγαζιά μετά το 2006-7, ένα-ένα ό,τι μαγαζί έκλεινε γινόταν στέκι για περίεργους, για περίεργες καταστάσεις.

Ε.Α.:

Ανεβαίνατε εκεί πάνω στο παλιό γηροκομείο;

Ν.Μ.:

Βέβαια, βέβαια.

Ε.Α.:

Πως ήταν η εμπειρία του να πηγαίνει κανείς εκεί;

Ν.Μ.:

Πολύ τρομακτική, ό,τι ιστορίες τρόμου έχω γράψει εγώ ή τότε σαν παιδί που σκεφτόμασταν ιστορίες, γιατί ήμασταν λάτρεις των θρίλερ και των ιστοριών τρόμου, και των ταινιών, είχε πολύ σασπένς από εκείνες, από εκείνα τα τρεχαλητά μέσα στους διαδρόμους ή στις σκάλες οι οποίες ήταν μισογκρεμισμένες και σκεφτόμασταν, ότι θα πέσουμε μέσα και δεν θα μπορούμε να βγούμε και ποιος θα μας βγάλει και τέτοια πράγματα.

Ε.Α.:

Ποιο είναι το πιο τρομακτικό πράγμα που έχεις δει στο γηροκομείο;

Ν.Μ.:

Νομίζω οι σκάλες, οι σκάλες είναι αξέχαστες, γιατί είχανε τρύπες.

Ε.Α.:

Οι διαλυμένες σκάλες λες;

Ν.Μ.:

Ναι, γιατί πάντα είχες το φόβο, πήγαινες άκρη-άκρη από τον τοίχο, κρατιόσουνα από τον τοίχο, δεν πάταγες στα σκαλοπάτια και πηγαίναμε από το ξύλο στην άκρη και πιανόμαστε από τα σίδερα.

Ε.Α.:

Τι άλλο είχατε βρει μέσα στο παλιό Γηροκομείο, τι υπάρχει;

Ν.Μ.:

Υπήρχε, τώρα το έχουν καθαρίσει όλο, υπήρχανε ωραίοι παλιοί πίνακες που θυμάμαι πάντα, σκισμένοι, δηλαδή ήτανε, ήτανε ταινία τρόμου αυτό το πράγμα, ήτανε σαν, σαν παλιό άσυλο, μόνο λείπανε οι αλυσίδες από το ταβάνι. Που έχουμε δει αλλού αλυσίδες, στο Βίδο, στην κατασκήνωση, που πηγαίναμε υπήρχανε, υπήρχε εγκαταλελειμμένο κτίριο, το οποίο το είχαν αποθήκη για σκηνές και για ό,τι πράγματα χρειαζόταν η κατασκήνωση, και κάτω στα υπόγεια έβλεπες, μπορούσες να δεις. Και αυτό ήταν εκεί πέρα το παλιό αναμορφωτήριο που παίρναν τα παιδάκια και τα…

Ε.Α.:

Κι είχε αλυσίδες στους τοίχους και;

Ν.Μ.:

Είχε αλυσίδες, ναι. Υγρασία, αλυσίδες, μέσα λούπες από νερό κάτω στο δάπεδο και τέτοια πράγματα, πολλές ιστορίες, πολλοί θρύλοι, δηλαδή ήτανε αυτό που καθόμαστε με, με το φακό αναμμένο κάτω από το πρόσωπο και λέγαμε ιστορίες, για να τρομάζουμε τους πιο μικρούς πάντα, και βρίσκαμε τον μπελά μας με τους ομαδάρχες, και «Γιατί τα λέτε αυτά;» και ναι...

Ε.Α.:

Εμπνεύστηκες κάπως από όλο αυτό το, από όλες αυτές τις εμπειρίες σε τρομακτικά μέρη τα μετέπειτα χρόνια, για να γράψεις εσύ κάποια πιο τρομακτικά κόμιξ, να μπεις σε ένα τέτοιο;

Ν.Μ.:

Σίγουρα, σίγουρα, γιατί το είχαμε και με τους κολλητούς, νοικιάζαμε ταινίες τρόμου και κάθε Παρασκευή ήταν η μέρα μας μετά το σχολείο μέχρι το απόγευμα, ό,τι νοικιάζαμε το βλέπαμε, και μετά πηγαίναμε και στα κτίρια και βγάζαμε τα δικά μας σενάρια. Λέγαμε ότι υπάρχουνε μέσα ένα κάρο φαντάσματα, δαίμονες και ότι άλλο.

Ε.Α.:

Πέρα από τις spooky εμπειρίες σου στα κτίρια εσύ σχολείο πήγαινες στην Κέρκυρα; Πώς ήταν, πώς ήταν να πηγαίνεις σχολείο στην Κέρκυρα, πώς αντιμετωπιζόσουνα από τα υπόλοιπα παιδία ας πούμε;

Ν.Μ.:

Ήμουνα ο ήσυχος που δεν τον πείραζες, γιατί έκανα πολλά χρόνια καράτε, και ήξεραν ότι δεν με πειράζεις πολύ, με αφήνεις εκεί στην ησυχία μου ζωγραφίζω, βγαίνουμε έξω παίζουμε ξύλο έτσι, τα παιδιά παίζαμε SmackDown, παίζαμε Μπρους Λι, παίζαμε τέτοια πράγματα, παίζαμε Dragon Ball, οπότε πάντα υπήρχε λίγο, λίγο δράση στα διαλείμματα. Αλλά γενικά ήμουν ήσυχος, καθόμουνα και ζωγράφιζα πάντα.

Ε.Α.:

Οι δάσκαλοι σε άφηναν ήσυχο;

Ν.Μ.:

Όχι, είναι το μεγαλύτερό μας θέμα με το σχολείο αυτό. Πολύ ξύλο, στη λογική του ότι δεν θα ζωγραφίζεις, και επειδή εγώ ήμουνα multitasking, μπορούσα και να ζωγραφίσω και να προσέχω και να κάνω τα πάντα. Μάλιστα όταν πρόσεχα ακόμα καλύτερα από ότι, γιατί είμαι ακουστικούς τύπος, οπότε με ενοχλούσε ακόμη περισσότερο όταν μου λέγανε «Μη ζωγραφίζεις», γιατί δεν μπορούσα ούτε να προσέξω μετά, απλά νευρίαζα, με, με έπιαναν τα νεύρα μου.

Ε.Α.:

Πώς και πότε ζωγράφι[00:10:00]σες ας πούμε πρώτη φορά; Πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να πιάνει πρώτη φορά μολύβι;

Ν.Μ.:

Στην Νέα Υόρκη, ήμουνα ούτε 2, ούτε 2, δεν είχα ξαναπιάσει. Η μητέρα μου έκανε μαθήματα πιάνου σε μία μεγάλη, μεγάλης ηλικίας κυρία και με είχε μαζί, λέει «Τι να κάνουμε τον Νικολάκη; Πού να τον αφήσουμε; Να του δώσω» λέει «να ζωγραφίσει» και μου είχε βγάλει κάτι κραγιόνια, κάτι ξυλομπογιές, τα έπιασα εγώ, και από κει και πέρα, όλα τα άλλα είναι η ιστορία. Δε, δεν σταμάτησα νομίζω πότε, πήγαινα παιδικό σταθμό, ζωγράφιζα και πάντα ζωγράφιζα έτσι τρομακτικά πράγματα από μικρό παιδάκι, έχω.

Ε.Α.:

Από μικρός ζωγράφιζες.

Ν.Μ.:

Έχω, έχω ιστορίες απ’ το, ζωγραφιές απ’ το 2001 οι οποίες έχουν αίματα, έχουν αποκεφαλισμού, έχουνε ξεκοιλιάσματα, υπήρχε πάντα ένα, μία κλίση που δεν καταλάβαιναν, και ως παιδί δεν μπορούσανε να δουν τα ερεθίσματά μου.

Ε.Α.:

Μετά στο δημοτικό στα καλλιτεχνικά, στα πιο, στα καλλιτεχνικά πώς ήσουν στο δημοτικό, ας πούμε που είναι πιο λίγο ελεύθερο, παιδικό μάθημα; Ενώ εσύ είχες ήδη προχωρήσει.

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, στην ουσία εγώ ήμουνα, αν μιλάμε για επίπεδο, ήμουνα πάντα δύο με τρία χρόνια πάνω σε. Δηλαδή αν ήμουνα πρώτη δημοτικού, ζωγράφιζα ως τετάρτης Δημοτικού, όταν ήμουνα τετάρτη ζωγράφιζα ως γυμνάσιο, όταν πήγα Γυμνάσιο είχα αρκετά ενήλικο σχέδιο, κάπως έτσι έγινε.

Ε.Α.:

Θρανίο, το ζωγράφιζες;

Ν.Μ.:

Θρανίο ήμουνα κάθε διάλλειμα με το, με το οινόπνευμα και το χαρτί, γιατί με βρίζανε, και δεν το ζωγράφιζα πάντα με το μολύβι το ζωγράφιζα με ανεξίτηλους, με πόσκα, με σπρέι, με ό,τι, με ό,τι βρίσκαμε, με ό,τι είχαμε μαζί μας.

Ε.Α.:

Και σου λέγανε «Τα ζωγραφίζεις και στο σπίτι σου τα τραπέζια;», στο λέγαν αυτό;

Ν.Μ.:

Ναι, βέβαια, βέβαια, βέβαια. «Ζωγραφίζεις και σπίτι αυτά τα, τα θρανία; Γιατί; Πάρε τώρα , το μπλε το οινόπνευμα», που βρομοκοπούσε-

Ε.Α.:

Και να σβήσεις τις ζωγραφιές.

Ν.Μ.:

«και να σβήσεις τώρα», ναι.

Ε.Α.:

Οπότε εσύ ως, ως παιδί, ρε παιδί μου, ζωγράφιζε συνέχεια; Ζωγράφιζες πάντα;

Ν.Μ.:

Ξυπνούσα, επειδή κοιμόμασταν, θυμάμαι μέχρι έκτη δημοτικού κοιμόμουνα 9 η ώρα, 8:30 με 9 πάντα, δεν ξέρω, με βάζανε κοιμόμουνα νωρίς, και αυτομάτως ξυπνούσα νωρίς. Οπότε εγώ 5:30 η ώρα το πρωί σηκωνόμουνα, άνοιγα την τηλεόραση, έβλεπα τι έχει τηλεόραση εκείνη τη στιγμή, αν έχει παιδικά ή αν όχι έβαζα εγώ βιντεοκασέτες δικές μου Disney και ταινίες, τέτοια και απλά ζωγράφιζα, μέχρι να πάω σχολείο. Και μετά πήγαινα σχολείο και ζωγράφιζα στο σχολείο και μετά επέστρεφα, θα έκανα Αγγλικά, καράτε, μουσική και στο ενδιάμεσο ζωγράφιζα. Και το βράδυ όταν γυρνούσα ζωγράφιζα, μέχρι να πέσω για ύπνο. Δηλαδή πάντα στα ενδιάμεσα, όταν έβρισκα χρόνο, ναι.

Ε.Α.:

Δεν σου κακοφαινότανε όμως πάρα πού που οι δάσκαλοι δεν σε άφηναν να ζωγραφίζεις στο σχολείο;

Ν.Μ.:

Ναι, μέχρι μια ηλικία το είχα «Δεν έπρεπε», μέχρι τα 11 μου, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε αυτό, αλλά δεν με σταμάτησε και και ιδιαίτερα.

Ε.Α.:

Από τους γονείς;

Ν.Μ.:

Από τους γονείς, επειδή οι γονείς μου είναι μουσικοί υπήρχε πάντα αυτό, «Άσε το παιδί να εκφραστεί, άσε το παιδί να εκφραστεί. Αν δεν το βγάλει εδώ θα το βγάλει αλλού, άσε το παιδί να εκφραστεί». Το οποίο το λένε μέχρι και τώρα στα 24 μου.

Ε.Α.:

Τι προβλήματα είχες συναντήσει ως παιδί, και πώς τα εξέφρασες αυτά από μέσα από την τέχνη σου;

Ν.Μ.:

Προβλήματα, κάποιος να μου δημιουργεί ή εγώ μα δημιουργώ;

Ε.Α.:

Γενικά, γενικά, γενικά.

Ν.Μ.:

Μέχρι μία ηλικία ζωγραφίζαμε στην κυριολεξία ό,τι βλέπαμε, δηλαδή βλέπαμε καρτούνς τα ζωγραφίζαμε, βλέπαμε Ιαπωνικά καρτούνς πάλι τα ζωγραφίζαμε, βλέπαμε ταινίες θα ζωγραφίζαμε. Μετά κάποια στιγμή στο δημοτικό άρχισα να ψευτογραφω, δηλαδή ήταν οι πρώτες φορές που έγραψα, ήταν το 2006-'07 με τον κολλητό μου, που επειδή βλέπαμε πολλές ταινίες με ζόμπι, είπαμε να γράψουμε και εμείς κάτι, το οποίο ήταν πέντε σελίδες ας πούμε τετραδίου μάλιστα, που έχει να κάνει έτσι με ζόμπι και ρομπότ και χαμός και ξύλο και αλυσοπρίονα, ναι, τότε. Αλλά γενικά μας άρεσε να λέμε ιστορίες. Εγώ μου αρέσει να λέω ιστορίες, και ήμουν αρκετά μυθομανής ως παιδί, έλεγα πολλά ψέματα, τα οποία μεγαλώνοντας είπα ότι «Okay, τα ψέματα μου πρέπει να… Αφού μου αρέσει να λέω ιστορίες ας τα γράψω, να σταματήσω να λέω ψέματα».

Ε.Α.:

Πως σε βοήθησε το να λες ψέματα ως παιδί;

Ν.Μ.:

Πώς με βοήθησε; Κυρίως για προσοχή ήτανε περισσότερο, γιατί εγώ μεγαλώνοντας είχα αρκετά προβλήματα υγείας, και πάντα τα παραφούσκωνα ρε παιδί μου, και πάντα είχα το βλέμμα επάνω στραμμένο όταν έλεγα ότι «Έχω κι αυτό, έχω και εκείνο», και μετά το παιδικό μυαλό έβαζε και άλλο ένα, έβαζε κι άλλο ένα, έβαζε κι άλλο ένα και έφτασα σε σημείο…

Ε.Α.:

Τι προβλήματα υγείας είχες;

Ν.Μ.:

Εντάξει κλασσικά ξεκίνησε με τη δυσλεξία, δυσορθογραφία και τα λοιπά, και μετά συνέχισε σε κάποιες μορφές αυτισμού, έχω χοληστερόλη, έχω ζάχαρο από 4 χρόνων κληρονομικέ[00:15:00]ς, όλα. Οπότε πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα συνέχεια στα...

Ε.Α.:

Δεν ένιωθες εσύ-

Ν.Μ.:

σε γιατρούς.

Ε.Α.:

κάπως μειονεκτικά ως προς τα παιδιά, ότι «Έχω εγώ κάποια προβλήματα» και ένιωθες εσύ αυτό το πράγμα, το στίγμα;

Ν.Μ.:

Όχι, νομίζω ένιωθα πιο δυνατός σε κάποιες φάσεις, ναι.

Ε.Α.:

Δεν ένιωθες το στίγμα ας πούμε, το ότι έχω κάποια πράγματα τα οποία οι άλλοι δεν τα έχουνε; Ήσουν και μικρός βασικά.

Ν.Μ.:

Όχι, δεν με ενδιέφερε, νομίζω αυτά είναι ναι, είναι των ενηλίκων τα…

Ε.Α.:

Των ενηλίκων.

Ν.Μ.:

Όσο μεγαλώνουμε, το να σκέφτομαι στα 17 μου ότι έχω χοληστερόλη ενώ στα 4 μου να μην το σκέφτομαι είναι νομίζω, είναι σύνδρομο του, του ενήλικα αυτό, όσο μεγαλώνεις, ότι «Ο άλλος δεν το έχει, εγώ το έχω. Πώς θα ζήσω με αυτό και πώς θα είμαι λειτουργικός; Και η κοινωνία και…». Δεν έχουνε νόημα αυτά, όταν είσαι παιδάκι, παιδάκι σκέφτεσαι «Τι μπορώ να κάνω με αυτό;». Ας πούμε δεν έπρεπε να φάω σχεδόν τίποτα, είχα μία πάρα πολύ αυστηρή διατροφή από τα, από 3 χρόνων, μέχρι και πολύ πρόσφατα δεν έτρωγα λιπαρά, δεν έτρωγα γλυκά, δεν έτρωγα τίποτα που να, να προκαλούσε θρομβώσεις ή οτιδήποτε άλλο, για να μην αναγκαστώ να πάρω φάρμακα από πολύ πολύ μικρή ηλικία. Αυτό, οπότε ναι, αν ένιωθα μειονεκτικά, ήτανε γιατί άλλοι τρώνε κάθε μέρα γαριδάκια και εγώ δεν μπορούσα ας πούμε, κάπως έτσι. «Μαμά να φάω κι εγώ;», «Έχουμε πει μία φορά την εβδομάδα θα τρως», «Εντάξει μία φορά την εβδομάδα».

Ε.Α.:

Η καλύτερη μέρα της εβδομάδας.

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, ναι ή γαριδάκια ή ζελεδάκια, αυτά τα δύο δηλαδή. Αν είναι δυνατόν, γι’ αυτό μου έχουν κολλήσει μέχρι σήμερα τα ζελεδάκια, τα αγαπημένα μου.

Ε.Α.:

Διάβαζες εσύ κόμιξ όσο, όταν ήσουν παιδί;

Ν.Μ.:

Ναι, και μάλιστα ήμουν από τα παιδία που έψαχνα πολύ στην Κέρκυρα να βρω κόμιξ εξωτερικού, είτε στα αγγλικά, λόγω διγλωσσίας, είτε… Υπήρχανε μαγαζιά που μας βοηθούσανε και παραγγέλνανε, ναι, κυρίως κόμιξ βρίσκαμε στα περίπτερα, κυρίως, έτσι; Κάποια στιγμή ξεκίνησαν οι εκδόσεις οι Anubis από το 2007 και μετά να βγάζουνε, να φέρνουνε του εξωτερικού, πέρα από τα Μίκι Μάους και τα Λούκυ Λουκ και της Μαμούθ κόμιξ τα γαλλικά, τα γαλλοβέλγικα, φέρανε πιο αμερικανικά, φέρανε ιαπωνικά, φέρανε πράγματα που δεν είχαμε δει στην Ελλάδα, πόσο μάλλον στην Κέρκυρα, δεν τα ξέραμε τα, και οι τιμές τότε δηλαδή, αν ένα Μίκι Μάους έκανε 1,50 μέχρι 3 ευρώ, αυτά θα κάνανε από 10 έως 70 - 80 ευρώ φτάνανε. Θυμάμαι το πρώτο μου ακριβό κόμικς, το είχα βάλει μετά από κάλαντα, οι άλλοι παίρνανε Play Station, εγώ έπαιρνα κόμικς, και είχα πάρει το V For Vendetta του Allan Moore, το 2007 το είχα πάρει 70 ευρώ, το οποίο τώρα κάνει ούτε 20.

Ε.Α.:

Διάβαζες όλων των ειδών τα κόμιξ;

Ν.Μ.:

Ναι.

Ε.Α.:

Δεν είχες κάπου focus ας πούμε, τα πιο anime ή πιο;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι, όχι, μ’ αρέσανε πάρα πολύ τα ιαπωνικά, γιατί είχανε κάτι που δεν μπορούσα να βρω στα άλλα, είχανε το δράμα, είχανε έναν συναισθηματισμό πολύ πιο θεατράλε μπορώ να πω από τα αμερικανικά που είναι πιο χοντροκομμένα, συναισθηματικά είναι λίγο αμερικανικά. Δηλαδή είναι, είναι πιο κλειστοί άνθρωποι οι Αμερικάνοι, μπορούμε να δείξουμε ένα ερωτικό τρίγωνο, αλλά δεν θα δείξουμε τι σκέφτεται ο χαρακτήρας, και πώς αντιμετωπίζει το να είναι σούπερ ήρωας, τι σημαίνει για αυτόν ο κόσμος να τον βλέπει σαν θεό, να έχει, να πρέπει να προστατεύσει και τα λοιπά και τα λοιπά. Αργότερα ήρθαν αυτά, πολύ αργότερα, μέχρι τότε ήτανε λίγο χοντροκομμένα, πάμε σώζουμε, παίρνουμε το κορίτσι, το φιλάμε, σπίτια μας.

Ε.Α.:

Τέλος, ηλιοβασίλεμα.

Ν.Μ.:

Ηλιοβασίλεμα.

Ε.Α.:

Ηλιοβασίλεμα και τέλος.

Ν.Μ.:

Ναι, κι έχω κλέψει το κορίτσι.

Ε.Α.:

Εφηβεία;

Ν.Μ.:

Περίεργη, περίεργη, πολλά νεύρα.

Ε.Α.:

Είπες πριν νεύρα, που έβγαζες τα νεύρα σου; Πού τα διοχέτευες, που ξεσπούσες;

Ν.Μ.:

Στην εφηβεία μου; Πήγαινα πολλούς αγώνες με το καράτε, οπότε με βοηθούσε αρκετά στο να κατεβαίνω αγώνες, έκανα πρωταθλητισμό, έφτασα μέχρι Βουλγαρία, Βαλκάνια, τέτοια, τρίτος στα Βαλκάνια. Οπότε ναι, για 15 χρόνια που γινόταν αυτό, με βοηθούσε πάρα πολύ στο να βγάζω το νεύρο μου. Δεν το κάνα με μίσος, δεν αντιμετώπιζα κανέναν με μίσος, άπειρο σεβασμό και τα λοιπά, αλλά δεν παύει να βοηθάει να εκτονώνεσαι με όποιο τρόπο, για μένα ήταν πολύ δημιουργικό και με βοήθησε και στο να έχω στόχους, και να συγκεντρώνομε για πολλές ώρες σε κάτι. Δηλαδή, όταν σου λέει ότι «Σε δύο μήνες έχεις αγώνες», πρέπει να είσαι, να κάνεις προπόνηση κάθε μέρα 4 ώρες, 5 ώρες. Αυτό απλά σε, σε έλιωνε, δεν υπήρχες, ήσουνα κάθε μέρα εκεί, όλη μέρα εκεί, έκανες αυτό, γύριζες σπίτι κομμάτια, είχες μαζί σχολείο, είχες φροντιστήρια, αλλά δεν σε ένοιαζε, γιατί είχες focus.

Ε.Α.:

Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αγώνας που είχες παίξει στο καράτε; Ξεχωρίζεις κάποιον ας πούμε;

Ν.Μ.:

Κοίτα, στην Ελλάδα επειδή οι καλοί, ας πούμε εγώ είχα κρατήσει τη θέση στο πανελλήνιο ήτανε [00:20:00]από το 8 μέχρι το 13 στην κατηγορία μου, ήμουνα πρώτος στην Ελλάδα, στην Ελληνική ομοσπονδία. Και πάντα ήμασταν εμείς και εμείς, δηλαδή αυτοί που θα ερχόμασταν στην πρώτη τριάδα γνωριζόμασταν ρε παιδί μου και ξέραμε ότι μία φορά θα κερδίσει ο άλλος, την άλλη φορά θα κερδίσει ο άλλος, ήτανε ίδιο το επίπεδο, ήταν ο ένας ο οποίος λεγότανε Μπάρμπας, στο επίθετο, που κοιταζόμασταν με μισό μάτι σε κάθε αγώνα, γιατί λέγαμε «Πάλι εδώ είσαι; Πότε θα πας να φύγεις;» ας πούμε «Τι θα γίνει;», παιδάκια τώρα έτσι;

Ε.Α.:

Ναι.

Ν.Μ.:

Ναι, ήταν άλλος ένας που δεν το θυμάμαι το όνομά του γαμώτο και τους έκανε εντύπωση, γιατί αυτοί πάντα ήτανε παιδιά από προπονητές, γιοι προπονητών, ενώ εγώ δεν ήμουνα. Πάντα εγώ πήγαινα μόνος μου ρε παιδί μου, γιατί αυτοί όσο και να είναι η διαιτησία και τα λοιπά, κάνει, δίνει περισσότερα ελαφρυντικά σε άτομα που είναι… Αλλά άμα σε βλέπουνε πολύ καλό, δεν μπορούν να κάνουν κάτι, σου λέει ότι «Θα μας ξεσκίσουν εδώ πέρα».

Ε.Α.:

Στην Βουλγαρία όταν είχες πάει;

Ν.Μ.:

Ωραία εμπειρία, πολύ ωραία εμπειρία.

Ε.Α.:

Εκεί δεν ήταν η διαιτησία;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι εκεί είχε ξύλο, εκεί είχε ανοιχτές μύτες και τέτοια πράγματα.

Ε.Α.:

Για πες.

Ν.Μ.:

Έκανα 6 αγώνες νομίζω, με 6 διαφορετικούς αντιπάλους, κέρδισα τους 5, 4 με 5 νομίζω. Ήτανε δύσκολα, ήτανε δύσκολα. Καταρχήν…

Ε.Α.:

Άρα είχες χάσει τον έναν;

Ν.Μ.:

Σίγουρα.

Ε.Α.:

Είχες καιρό να χάσεις;

Ν.Μ.:

Ναι, αλλά το ξέραμε ότι θα χάσουμε. Για σκέψου να ‘σαι από όλα τα Βαλκάνια, εδώ λέγαμε να ανέβουμε στην τετράδα, που είναι πολύ δύσκολο το να είσαι στο βάθρο πάνω. Λέγαμε «Τι θα κάνουμε, για να ανέβουμε εδώ; Και Εθνική Ελλάδα και πώς θα τα πάμε;». Εκεί καταλήξαμε να πηγαίνουμε πολύ καλύτερα από αυτό που περιμέναμε, γιατί έχουμε δει πράγματα, βλέπαμε και στο ίντερνετ τότε αγώνες και τα λοιπά. Ήτανε δύσκολα τους βλέπαμε ότι τα χέρια τους είναι… Περνάνε, περνάνε, ναι.

Ε.Α.:

Τότε σταμάτησες το καράτε;

Ν.Μ.:

Σταμάτησα το καράτε όταν πήγα για σπουδές, γιατί στο πρώτο έτος σκεφτόμουνα. Κάθε μέρα σκεφτόμουνα «Να βρω μία σχολή, να βρω μια σχολή, να βρω μια σχολή». Κάποια στιγμή μου φύγε τελείως, γιατί όπως έκανα focus με το καράτε τότε, έκανα focus στη ζωγραφική και εκεί έληξε για μένα, ό,τι μπορούσα να χρησιμοποιήσω από το καράτε το έβαλα στην τέχνη μου και…

Ε.Α.:

Πώς ήταν η φάση σου τη δευτέρα-τρίτη λυκείου, φροντιστήρια, πανελλαδικές;

Ν.Μ.:

Τίποτα, δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά.

Ε.Α.:

Τίποτα;

Ν.Μ.:

Πήγα σε ΕΠΑΛ, οπότε δεν είχα στο μυαλό μου τις πανελλαδικές έτσι κι αλλιώς. Ό,τι χρήματα θα μπορούσα να ‘χα δώσει φροντιστήριο και τα λοιπά τα κράτησα, για να πάω στη σχολή μου, στην Αθήνα, στην ΑΚΤΟ, στο κολλέγιο.

Ε.Α.:

Εστίαζες, είχες εστιάσει δηλαδή ήδη τι θες να κάνεις, θες να ασχοληθείς;

Ν.Μ.:

Ναι, όταν πήγα πρώτη Λυκείου υπήρχε ακόμα η εφαρμοσμένων τεχνών στα ΕΠΑΛ μέσα ως ειδικότητα, το οποίο ήταν η ζωγραφική τέχνη και τα λοιπά, που σε βοηθούσε να μπεις στην Καλών Τεχνών. Όταν το καλοκαίρι για δευτέρα Λυκείου που θα ξεκίνησα την ειδικότητα την καταργήσανε. Οπότε λέω, αλλάζει το πλάνο, επειδή είχα γίνει αρκετά φίλος μάλιστα με τον καθηγητή ο οποίος ήταν εκεί πέρα, και μας έκανε εφαρμοσμένων τεχνών στο λύκειο, γιατί με είχε ματιάσει και πήγαινα σε εκθέσεις και τέτοια που δεν έπρεπε, ήμουνα πρώτη λυκείου και με έβαζε. Τον πήρα σπίτι και κάναμε ιδιαίτερα, για να προετοιμαστώ στο ελεύθερο σχέδιο έτσι ώστε να μην έχω καθόλου θέμα, και να πάω στην σχολή μου πολύ πιο χαλαρός από αυτό που, που, που με έσφιγγε να πάω, γιατί ήτανε κόμικς, και ήθελα να έχω κάποιες γνώσεις από πίσω ακαδημαϊκής ζωγραφικής και αυτή ήτανε ναι, η τρίτη Λυκείου, δεν είχε πολλά διαβάσματα για μένα, δεν έχει σχεδόν τίποτα. Ήθελα απλά να περάσω το Λύκειό μου και να πάω στην Αθήνα, για να βγάλω αυτό που θέλω να βγάλω.

Ε.Α.:

Εμένα μου κάνει εντύπωση πώς ένα παιδί 16-17 χρονών, αφού έχεις αποφασίσει ήδη τότε τι θες να κάνεις που δεν είναι και κάτι τόσο δημοφιλής, δεν είναι, είναι κάτι...

Ν.Μ.:

Βγήκε πολύ οργανικά, βγήκε πολύ πηγαία, δεν το σκεφτόμασταν, δεν το… Με ρωτούσαν «Τι θες να κάνεις;», «Τι κάνω; Ζωγραφίζω, ναι αυτό, πάμε», υπήρχε και το καράτε στην μέση που μπορούσα να διδάξω, υπήρχε κι η μουσική που επίσης μπορούσα να κάνω πράγματα, αλλά δεν.

Ε.Α.:

Δεν σε αντιμετωπίζανε καθόλου στην Κέρκυρα σαν το μαύρο ψάρι, ο πιο περίεργος και τέτοια;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι, γιατί στην Κέρκυρα είμαστε πιο καλλιτεχνικό νησί, και μου ήτανε πολύ εύκολο, από τα 14 έβρισκα δουλειές και ζωγράφιζα μέσα σε τοίχους, σε μαγαζιά, σε αυτά, με ξέρανε, σε περιοδικά, σε εφημερίδες, με αγγελίες. Έκανα κόμιξ δηλαδή, υπήρχα από το Γυμνάσιο.

Ε.Α.:

Δηλαδή από τα 14 είχες πιάσει μια, είχες ξεκινήσει πιο επαγγελματική ασχολία;

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, τα πρώτα μου λεφτά θυμάμαι τα πρώτα λεφτά που πήρα στο χέρι μου αυτό ήταν, πήγα και πήρα κόμιξ, δεν…

Ε.Α.:

Τι έφτιαξες, τι, πώς πήρες τα πρώτα σου λεφτά;

Ν.Μ.:

Σε ένα μαγαζί ήτανε στο Σιδάρι νομίζω, στο Μπαρμπάτι κάπου ήτανε, από έναν γνωστό, που ήθελε να του φτιάξω κάτι στον τοίχο, αυτό και τον ίδιο μήνα μου έκατσε άλλο ένα, το οποίο ήτανε σε ένα μαγαζί που τώρα έχε[00:25:00]ι κλείσει, με Hot dog, που επίσης του έφτιαξα έναν τύπο που έτρωγε λουκάνικα.

Ε.Α.:

Ναι, ναι.

Ν.Μ.:

Κάπως έτσι.

Ε.Α.:

Πώς ήταν όμως, πώς ήτανε για ένα παιδάκι 15 χρονών να πληρώνεται απ’ την δουλειά του;

Ν.Μ.:

Ξέρεις τι γίνεται; Με μαθαίνανε από στόμα σε στόμα, και δεν ξέρανε ούτε πόσο χρονών ήμουν, ούτε τίποτα και έσκαγα εγώ στο μαγαζί, δεν με βλέπανε καν από τον πάγκο, ήμουνα τόσο κοντός, ήμουνα ένα, 1,45 και λέω «Ναι, γεια σας» με μια ψιλή «Γεια σας!», με μία ψιλή, απαίσια φωνή, «Είμαι ο Νίκος ο Μπράτος να σας κάνω…», «Εσύ είσαι; Και πόσο χρονών είσαι;» και αυτό, «Μην σε απασχολεί» λέω «τίποτα θα γίνει, θα γίνει η δουλεία όπως πρέπει».

Ε.Α.:

Είχες τσαγανό;

Ν.Μ.:

Ναι, ναι-

Ε.Α.:

Είχες τσαγανό.

Ν.Μ.:

το οποίο καμιά φορά λέω «Να το είχα και τώρα», νιώθεις ξέρεις, όσο μεγαλώνεις ότι δεν έχεις το ίδιο νεύρο και την ίδια, να βρεις δουλειά, να πας, να το κυνηγήσεις, να φας πόρτα, να, να νιώσεις άσχημα, να σου πούνε κακά λόγια, να… Ναι, δεν είναι το ίδιο πλέον, τότε δεν σε νοιάζει, τότε είχες το σχολείο σου, είχες το σπίτι σου, τώρα λες ότι αν δεν με πάρουν, αν δεν τους αρέσω, αν δεν αυτό, δεν έχω να πληρώσω νοίκι, δεν έχω να, να ζήσω.

Ε.Α.:

Οπότε φεύγεις για Αθήνα;

Ν.Μ.:

Φεύγω για την Αθήνα.

Ε.Α.:

Πάμε Αθήνα. Τι έχουμε στην Αθήνα; Πάμε Αθήνα.

Ν.Μ.:

Πάμε Αθήνα. Εγώ την Αθήνα την ήξερα ως χώρο διακοπών, παύλα γιατρών, δηλαδή ήταν ένα… Εγώ ποτέ στην ζωή μου δεν πήγα διακοπές, ό,τι ταξίδια έκανα ήταν είτε με τους αγώνες για καράτε, είτε για ιατρικούς λόγους και το κάναμε μαζί. Οπότε εγώ διακοπές διακοπές δεν είχα πάει ποτέ, ήμασταν και στο νησί, το καλοκαίρι δεν φεύγαμε, γιατί είσαι στο νησί, είναι πιο ωραία εδώ ρε παιδάκι μου, γιατί να φύγεις από δω να πας κάπου αλλού για διακοπές; Ναι, οπότε δεν είχα ποτέ τη λογική των διακοπών, και πήγα στην Αθήνα. Εντάξει καμία σχέση το να είσαι πέντε μέρες και να είσαι πέντε χρόνια, που ήμουνα εγώ.

Ε.Α.:

Πώς ήταν οι πρώτες σου μέρες στην Αθήνα ρε παιδί μου; Πώς; Πρώτη φορά μένεις μόνος σου, πας απ’ την Κέρκυρα, φεύγεις στην Αθήνα.

Ν.Μ.:

Επειδή ήταν τόσο πολύ αυτό που, που ήθελα να κάνω, και μάλιστα μήνες πριν φύγω από την Κέρκυρα, ήμουνα, σκεφτόμουν το τι ωραία που θα είναι εκεί, θα έχω επιτέλους κι άλλα άτομα που θα κάνουν αυτό που θέλω εγώ και που θα το γουστάρουν το ίδιο. Δεν δούλεψε ακριβώς έτσι, ήμουνα πολύ πιο παθιασμένος από άλλα άτομα που γνώρισα μέσα στη σχολή, από καθηγητές, από αυτά, αλλά τουλάχιστον για το, για τα πρώτα δύο έτη, ήμουνα πολύ ενθουσιασμένος που, που ήμουνα σε ένα χώρο που, που καταλάβαινε ρε παιδί μου, τι, τι έκανα.

Ε.Α.:

Πας Αθήνα και μένεις πού, πού μένεις, πώς;

Ν.Μ.:

Μένω στο Κουκάκι ευτυχώς. Καλή, σχετικά καλή περιοχή, όλες οι περιοχές έχουν τα καλά και τα κακά.

Ε.Α.:

Εσύ τι κακό είχες;

Ν.Μ.:

Περίεργους γείτονες, πολλούς άστεγους. Δηλαδή τα πάρκα από ένα, από τις 10-11 και μετά δεν θα τριγυρνούσες άνετα, άλλο που εγώ ήμουνα περίεργος και τριγυρνούσα 3 το βράδυ μόνος μου με τα ακουστικά και τη, ναι… Σκοπός μου ήταν, όχι να φοβάμαι εγώ τους άλλους, οι άλλοι να με φοβούνται και ας ήτανε περίεργο. Φορούσα την κουκούλα μου, άφηνα κάτω τα μαλλιά μου τα μακριά, έβαζα τα ακουστικά και περπατούσα το βράδυ. Γιατί δούλευα και το βράδυ σπίτι με τη ζωγραφική και τα κόμικς, και για τη σχολή. Κάποια στιγμή κουραζόμουν και επειδή έπρεπε να τραφώ και επειδή οι ώρες ήταν περιορισμένες, και δεν προλάβαινα πάντα να μαγειρέψω έβγαινα, έπαιρνα κάτι στο χέρι και περπατούσα αργά πολύ, το ξημέρωμα, ναι και γυρνούσα μετά σπίτι πάλι και συνέχιζα.

Ε.Α.:

Τι περίεργους γείτονες είχες;

Ν.Μ.:

Θέλεις τους γείτονες τώρα εσύ;

Ε.Α.:

Θέλω τους γείτονες, ναι, ναι. Θέλω τους γείτονες.

Ν.Μ.:

Είχα ανθρώπους οι οποίο έδερναν, οι οποίοι είχανε σίγουρα κάποιο σύνδρομο έτσι, ψυχικά ασθενές. Δεν, δεν ήταν ωραίες καταστάσεις, πολλές φωνές, σπασίματα από πιάτα μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο βράδυ. Δηλαδή άκουγες πράγματα που ο τοίχος να χτυπάει, λες «Γιατί ας πούμε όλο αυτό το πράγμα, καθίστε να κοιμηθείτε ηρεμήστε λίγο, δεν υπάρχει λόγος για όλο αυτό». Και γενικά η Αθήνα έχει αυτό, ότι οι ρυθμοί της είναι πολύ ενοχλητικά περίεργοι, γρήγοροι χωρίς κανένα λόγο, αν έβγαζε κάπου από αυτό, δηλαδή να τρέχεις για να γλιτώσεις μερικά δευτερόλεπτα, αν έχεις αργήσει, έχεις αργήσει φίλε, δεν πας πουθενά με το να προλάβεις. Το επόμενο μετρό θα έρθει σε 3 λεπτά, εσύ θα τρέχεις θα σκοτωθείς θα πέσεις από τις σκάλες, για να γλιτώσεις τι; Αν έχεις αργήσει, έχεις αργήσει, απλά πήγαινε, θα σε πάει.

Ε.Α.:

Σωστό, έχεις δίκιο.

Ν.Μ.:

Για μένα έτσι ήταν, και πάντα έτσι όσοι και φίλοι μου στην Αθήνα, οι Αθηναίοι ειδικά, που τρέχανε μες στις σκάλες «Πάμε, πάμε να προλάβουμε το ακούω», «Κι εγώ τα ακούω-

Ε.Α.:

Γιατί να τρέξει;

Ν.Μ.:

γιατί να τρέξω; Ε[00:30:00]ντάξει θα έρθει το επόμενο». Ναι, υπήρχε μία βιασύνη, και αυτό το φέρνανε νομίζω και στα σπίτια μετά μέσα, υπήρχε μία εγρήγορση, όλες τις ώρες της ημέρας, δεν υπήρχαν ώρες της ημέρας, δεν υπήρχε μεσημέρι, δεν υπάρχει τίποτα, κάπως έτσι.

Ε.Α.:

Ποια ήταν η φοιτητική σου καθημερινότητα; Ας πούμε ζούσες σαν ένας κανονικός φοιτητής; Βγαίνουμε, κρεπάλες, τέτοια;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι. Όχι, όχι, είχα φτιάξει τον δικό μου κύκλο με τα παιδιά εκεί πέρα. Δεν είμαι το άτομο που θέλει η παρέα του να ξεπερνά τα 4 άτομα με τίποτα, με τίποτα. Δεν, δεν μπορώ, δεν νιώθω ότι είμαστε παρέα από ένα σημείο και μετά, είμαστε απλά δυάδες που θα μιλάνε μεταξύ τους και μετά θα αλλάζουμε ζευγάρια και μετά, δεν… Δεν το νιώθω σαν παρέα, ενώ σαν τετράδα μπορείς να πεις κάτι όλοι μαζί, και να συζητήσετε. Ξυπνούσα το πρωί, αν ήτανε πρωί, κάποιες φορές δεν ήταν πρωί, γιατί ξενυχτούσα πολλές ώρες, και λόγω Κέρκυρας περπατάω πολύ. Οπότε έβαζα sketchbook ένα, ένα τετράδιο χωρίς γραμμές, ας το πούμε, ένα μπλοκάκι στην τσάντα και πήγαινα προς Ακρόπολη, που περπατούσα πάντα, και ή έμπαινα, είχα ένα καφέ που ήταν μαζί και βιβλιοθήκη και έπαιρνα… Είχε ζεστή λεμονάδα, είχε κάτι περίεργα, ωραία που έπινα και με χαλαρώνανε και διάβαζα ή ζωγράφιζα εκεί. Έβρισκα ωραίες θέες, ανέβαινα σε ταράτσες και τέτοια πράγματα και με τους φίλους τα βράδια μαζευόμασταν σε σπίτια και ζωγραφίζαμε μέχρι το πρωί. Πολλή ζωγραφική.

Ε.Α.:

Πολλή ζωγραφική, ναι.

Ν.Μ.:

Γενικά το, είναι και ο λόγος που το χέρι μου διαλύθηκε κάποια στιγμή το 16-17, και από τότε το προσέχω σαν τα μάτια μου, φυσιοθεραπείες, διαλείμματα, ασκήσεις με τροχαλίες, με, με λαβές, με ό,τι υπάρχει, για να μην το κάψω στην ουσία. Τενοντίτιδες απανωτές.

Ε.Α.:

Τι εννοείς διαλύθηκε;

Ν.Μ.:

Τενοντίτιδες, μετακινήθηκε στην ουσία το κόκαλο του αντίχειρα, πήγε πιο κάτω και πάτησε τα νεύρα μου, με σκοπό να παραλύει σχεδόν το χέρι ας πούμε. Δηλαδή επειδή είμαι πάρα πολύ νευρικός, ζωγραφίζω και νευρικά και έβαζα περισσότερη πίεση από ό,τι έπρεπε στο χέρι μου. Κακή τεχνική στην ουσία το οποίο τώρα το το ‘χω δουλέψει, και έχω σωθεί. Αλλά τότε ζωγράφιζα πολλές ώρες, με λάθος τεχνική, και όσο περνάνε οι ώρες, επειδή τόσο περισσότερο κουράζεσαι, και τόσο περισσότερο δεν σκέφτεσαι τον τρόπο που ζωγραφίζεις, ούτε τον τρόπο που κάθεσαι, καμπουριάζεις, ο ένας ώμος είναι πιο έξω. Πρέπει όλα αυτά να τα έχεις το νου σου, όπως και ένας μουσικός, όταν θα παίξει το κλαρινέτο του, πρέπει να είναι στην ευθεία, να μπορεί να βγάζει τον αέρα όπως πρέπει, να μπορεί να, να έχει ανοιχτό το διάφραγμα, σωστές ανάσες, έτσι και εμείς πρέπει να αναπνέουμε σωστά, να κυκλοφορεί το αίμα σωστά, τα πόδια είναι πάντα λίγο υπερυψωμένα, να έχουμε πατάκια από κάτω. Πολλά πράγματα που πρέπει να σκέφτεσαι, για να μη σκοτωθείς, να μην χάσεις το, το σώμα σου.

Ε.Α.:

Ζελεδάκια τότε έτρωγες;

Ν.Μ.:

Έτρωγα, έτρωγα σχεδόν κάθε βράδυ ζελεδάκια. Έτρωγα ζελεδάκια και χυμούς, έπινα πολλούς χυμούς και ζελεδάκια.

Ε.Α.:

Εκεί με τον κολλητό στο σπίτι;

Ν.Μ.:

Με τον κολλητό στο σπίτι και μόνος μου αργότερα, ήτανε σαν συντρόφια, σαν παρέα, όταν έγραφα κυρίως. Γιατί είχα πολύ άδεια τα χέρια μου, όταν έγραφα.

Ε.Α.:

Για σένα ως καλλιτέχνη, εστιάζεις πιο πολύ στην ζωγραφική ή στην ιστορία;

Ν.Μ.:

Όχι, λοιπόν. Μπορεί να λέμε τόσην ώρα ζωγραφική, ζωγραφική και σχέδιο, αλλά για μένα δεν είναι ούτε ζωγραφική, ούτε γράψιμο, είναι ένα, ένα πάντρεμα. Είναι ο λόγος και η εικόνα μαζί, δηλαδή δεν δουλεύει τίποτα χωρίς το ένα το άλλο, είναι πάντρεμα, είναι, είναι ζεύγος και πάνε μαζί, πάει μαζί με σκηνοθεσία, πάει μαζί με φωτογραφία, πάει μαζί με, με έρευνα, όλα αυτά. Πολύ διάβασμα, δηλαδή είναι κάτι τελείως διαφορετικό, απ’ το απλά παίρνω τα πινέλα μου και ό,τι έχω στο κεφάλι μου το αποδίδω στο χαρτί. Λες μια ιστορία, το οποίο έχει άλλη, άλλη δουλειά, καμία σχέση.

Ε.Α.:

Θυμάσαι ποιο ήταν το πρώτο κόμικ που ολοκλήρωσες και είπες «Ναι, ξέρω γω, αυτό είναι αυτό που ήθελα να βγει;»;

Ν.Μ.:

Δεν το λες ποτέ, θα ξεκινήσεις ένα κόμικς, θα φτάσεις κάποιες σελίδες που θα λες «Ναι, ναι, ναι, ναι, πάρα πολύ ωραίο αυτό, αυτό θέλω, αυτό είναι που θέλω», κάποια στιγμή θα σου φύγει. Επειδή δουλεύεις ένα project πολύ καιρό, κάποια στιγμή εξασθενεί μέσα σου η φωτιά που είχες, και αρχίζεις και βλέπεις λάθη, αρχίζεις και βλέπεις πράγματα που θα ήθελες να αλλάξεις, ενώ δεν το έχεις τελειώσει ακόμα ας πούμε, δεν το έχεις τελειώσει, για να πεις «Στο επόμενο αυτό θέλω να αλλάξω», και παλεύεις μέσα σου να αλλάξεις πράγματα, τα οποία δεν μπορείς να τα αλλάξεις, γιατί τώρα το έχεις ξεκινήσει και πρέπει να έχεις μία ίδια λογική, ένα consistency, ένα, να παραμείνεις σταθερός απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, με την ίδια τεχνική, με την ίδια αφήγηση, με το [00:35:00]ίδιο στήσιμο στις σελίδες σου. Οπότε παλεύεις μέσα σου και το έχεις τελειώσει το κόμικ απλά το έχεις σιχαθεί, γιατί θες να πας παρακάτω.

Ε.Α.:

Και μπορείς και να μην το τελειώσεις ποτέ;

Ν.Μ.:

Φυσικά, απίστευτα ατελείωτα πράγματα, είτε στο γράψιμο, είτε στη ζωγραφική και έτσι βελτιώνεσαι για μένα. Έχεις δώσει αυτό που θέλεις, δεν χρειάζεται να το τελειώσεις, έχεις πάρει επίσης αυτό που θέλεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να παιδεύεσαι εκεί, ενώ έχεις καινούργιες ιδέες, φρέσκα πράγματα, φρέσκες εμπειρίες. Άλλο να έχεις μία συμφωνία με μία εκδοτική, να έχεις ένα deadline, να έχεις μία προθεσμία που να πεις «πρέπει να το κάνω αυτό να το τελειώσω, για να πάμε παρακάτω». Κι άλλο τώρα να ‘σαι μόνος σου, για να βελτιωθείς και να γράψεις και να κάνεις. Απλά γράφεις, απλώς ζωγραφίζεις, τα κάνεις και τα δύο, συμφέρεις. Κάποια στιγμή, αν αυτό το πράγμα θα σου τελειώσει εσωτερικά και δεν σε ενδιαφέρει, και θες να κοιτάξεις κάτι άλλο, καλύτερα κοίτα το κάτι άλλο.

Ε.Α.:

Εσύ τι κόμικς κάνεις ρε παιδί μου, πώς θα μου συστηνόσουνα άμα δεν σε ήξερα; Τι κόμικς κάνεις, τι καλλιτέχνης είσαι;

Ν.Μ.:

Θεματικά; Γράφω κυρίως ψυχολογικά. Και από εκεί και έπειτα είναι αυτό που ονομάζουμε είδους, είτε είναι τρόμου, είτε είναι επιστημονικής φαντασίας, είτε είναι κοσμικού τρόμου. Όλα αυτά έχουνε τεράστια παρακλάδια τα οποία φτάνουν σε γωνίες που λες «Αυτό είναι είδος; Αυτό τώρα μπορεί να μπει σε κατηγορία;». Ναι, δυστοπικά, ουτοπικά, ψυχολογικά, ψυχεδελικά, dementia, πού είναι το, σαν έχεις πάθει Αλτσχάιμερ, που όλα είναι μια, μια θολούρα, δηλαδή αφαιρετικά, abstract, ό,τι θέλεις ας πούμε. Είναι αναλόγως τι θέλεις να βγάλεις εκείνη τη στιγμή, αν η ιστορία σου θέλεις να είναι γραμμική, αν η ιστορία σου θέλεις να είναι ένα παζλ που ο άλλος θα βάλει τα κομμάτια.

Ε.Α.:

Δεν εστιάζεις δηλαδή σε ένα είδος;

Ν.Μ.:

Κουράζει, κουράζει. Εγώ μπορώ να σου πω, κάποτε έλεγα, «Μπράτος», που είναι το επίθετο «μονό horror», υπήρχε αυτό, είναι το «Mπράτος, μόνο horror». Αλλά κάποια στιγμή βλέπεις ότι ο τρόμος θα σε οδηγήσει αλλού, θα θέλεις να γράψεις τρόμο στο διάστημα, αυτομάτως θα γίνει επιστημονική φαντασία. Θέλεις να γράψεις τρόμο ρε παιδί μου, σε μια κατεστραμμένη πόλη, άλλος τρόμος αυτός πας σε δυστοπικό, μετα-αποκαλυπτικό. Θες να γράψεις τον τρόμο του απλά να είσαι ένας άνθρωπος και πώς είναι η καθημερινότητά σου, κάτι πολύ ψυχολογικό, προσγειωμένο ρεαλιστικό, ναι, κάπως έτσι οδηγείσαι άλλου.

Ε.Α.:

Εσύ πώς δουλεύεις τα κόμικς; Πως σου έρχεται η έμπνευση; Ποιον, πώς δουλεύεις ας πούμε, πώς είναι γενικά;

Ν.Μ.:

Λοιπόν, λοιπόν, κατά καιρούς αλλάζω το σύστημα, αλλά αυτό που μένει σταθερό πάντα είναι ότι ξεκινάει απ’ το γράψιμο, ξεκινάει από αυτό που θέλω να πω, από αυτό που θέλω να πω. Γιατί όταν έχω κάτι γραμμένο μπορώ εύκολα να το ζωγραφίσω, να βρω το συναίσθημα. Υπάρχουνε φορές όμως, που θα κάτσω και θα ζωγραφίσω κάτι που θα πω, «Αυτό θέλω να το συνεχίσω, και να δω αυτός ο χαρακτήρας που ζωγράφισα τώρα τυχαία. Τι έχει άλλο να πει; Σε τι κόσμο ζει; Που; Τι; Γιατί;». Αυτές είναι βασικές ερωτήσεις, που θεωρώ ότι όσοι γράφουνε τις κάνουν στον εαυτό τους και στο γραπτό τους, για να βγάλουνε μια ιστορία, είναι τα βασικά, «Που, ποιος, τι, γιατί, πότε».

Ε.Α.:

Δουλεύεις με το χέρι; Και έχεις την ιδέα του τι θέλεις να γράψεις, μετά τι γίνεται;

Ν.Μ.:

Την γράφεις, την γράφεις. Υπάρχουνε πολλοί τρόποι να γράψεις, μπορείς να γράψεις ως ποίημα, ως απλά πεζές λέξεις, μαζεμένες, πεζό κείμενο, μαζεμένες λέξεις, που έχουνε νόημα για σένα, ρε παιδί μου εκείνη τη στιγμή και αυτό σιγά-σιγά πάντα το αναπτύσσεις και το κάνεις ένα περιποιημένο κείμενο, το οποίο μπορεί να μοιάζει με μυθιστόρημα, να ‘ναι 60.000 λέξεις, 70.000 λέξεις, μπορεί να είναι απλά και 2.000 λέξεις. Γιατί από κει και πέρα εγώ προσωπικά δεν ξέρω τι θα γίνει εικόνα και τι όχι, απλά γράφω, όπως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα. Γράφω το μυθιστόρημα, γράφω την νουβέλα, έχω, πόσες έχω; Καμιά τριανταρία, σαν να έχω γράψει 30 βιβλία ας πούμε. Και από κει και έπειτα, δίχως να σταματάω να γράφω, επιλέγω κιόλας από τα προηγούμενα τι θέλω να κάνω, από αυτό που θα θα γράψω τώρα, αν θα το κάνω. Οπότε τίποτα δεν γίνεται, δεν έχω ιδέα αν θα γίνει κάτι εικόνα ή όχι.

Ε.Α.:

Και η ζωγραφική πώς μπαίνει, πώς έρχεται να πλαισιώσει την ιστορία;

Ν.Μ.:

Μετά μόλις το έχεις κάνει, έχεις το κείμενο σου έτοιμο και πεις ότι… Κάτι σου λείπει, σαν δημιουργός, θέλεις να το δεις, θέλεις να το δεις, να σου δείξει κιόλας. Το παίρνεις το κείμενο και το κάνεις αυτό που λέγεται comic strip, σενάριο δηλαδή κόμικς, το οποίο είναι γραμμένο σελίδα-σελίδα, κάποιοι το γράφουνε μέχρι και πάνελ-πάνελ, δηλαδή κουτάκι[00:40:00]-κουτάκι. Εγώ το γράφω σελίδα-σελίδα, ξεκινάω, σελίδα πρώτη… Και εκεί είναι το δύσκολο κομμάτι του τι θα αφηγηθείς με λέξεις, από αυτό που έχεις γράψει, και τι θα δώσεις στην εικόνα, το οποίο μπορεί να σου πάρει 3 μήνες, 2 μήνες, μπορεί και 6 μήνες, για να το φέρει στη μορφή του να κάνεις αυτό το, το ξεδιάλεγμα. Να ξεδιαλύνεις τι πρέπει να μείνει στην εικόνα σου, τι πρέπει να μείνει στο γραπτό σου, τι θα προσθέσεις εσύ, για να γίνει μια σωστή αφήγηση.

Ε.Α.:

Αυτό είναι το πιο δύσκολο part της συγγραφής;

Ν.Μ.:

Νομίζω η προεργασία όλη, όλη, από την έρευνα. Δηλαδή, ξεκινάς, θέλεις να γράψεις ας πούμε θέλεις να, να, να δημιουργήσεις ένα καινούργιο μύθο, ένα τρομακτικό καινούργιο μύθο, από μία παλιά θρησκεία, που, που υπάρχει ένα άγαλμα, το οποίο ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, και αυτό πρέπει να έχει κάπου βάσεις, κανείς δεν γράφει χωρίς βάσεις. Οπότε, εγώ θα ψάξω, «Τι ύφος θέλω να έχει αυτός ο μύθος; Σκανδιναβικός;», θα πάω, έχω ψάξει ας πούμε αρχαίες ιρλανδικές μυθολογίες, και τέτοια πράγματα, θα δεις, «ωραία, πήγαμε εκεί». ‘Η θα γράψεις κάτι πιο ρεαλιστικό, κοινωνική φοβία, ψυχασθένεια, θα μπεις, ψυχολογία κανονικά, τι συμπτώματα έχει αυτό; Πώς έρχεται στην καθημερινότητα αυτό; Πώς κουμπώνει με αυτό που θέλω να γράψω εγώ; Τι επιπτώσεις έχει αυτό το σύμπτωμα, ας πούμε; Αν μιλάμε για την ψυχολογία, κάπως έτσι. Μετά θες να γράψεις επιστημονική φαντασία, και εκεί θα πας, θα κοιτάξεις, αστροφυσική, βέβαια. Πράγματα που καταλαβαίνεις και εσύ που καταλαβαίνει και ο κόσμος, όχι τίποτα εξτραβαγκάντζες και παπάτζες, για να δείξεις ψαγμένος. Ό,τι σε βοηθάει για την ιστορία σου, αυτό έχει σημασία.

Ε.Α.:

Εσύ δουλεύεις με το χέρι, ζωγραφίζεις στο χέρι, δουλεύεις στον υπολογιστή, πώς;

Ν.Μ.:

Εγώ χρησιμοποιώ μικτή τεχνική γενικά. Δηλαδή, μπορεί ένα κόμικς να είναι μόνο στο χέρι ή μόνο στον υπολογιστή ή και τα δύο μαζί. Να ‘χει νερομπογιά, να έχει ξυλομπογιά, να έχει και τα δύο, να έχει ακρυλικό, νερομπογιά, ξυλομπογιά, υπολογιστή και κραγιόνια, και παστέλ, δηλαδή να τα’ χει όλα μαζί. Αναλόγως τι θέλεις να δώσεις, μπορεί να είναι ασπρόμαυρο, να έχει μόνο μελάνια.

Ε.Α.:

Τι προτιμάς συνήθως; Ασπρόμαυρο, το ασπρόμαυρο ή το χρώμα;

Ν.Μ.:

Μου αρέσει το ασπρόμαυρο, γιατί μου αρέσει εμένα να διαβάζω ασπρόμαυρο κόμικς, μου δίνει την ευκαιρία μου να επιλέξω χρώματα και τα λοιπά, και να το φανταστώ λίγο παραπάνω. Και το χρώμα είναι άλλη έκφραση, το χρώμα ναι, είναι… Πρέπει να θέλω να κάνω χρώμα, για να κάτσω να κάνω χρώμα και για αυτό στα κόμιξ είναι… Το κάνω εναλλάξ συνήθως, ένα ασπρόμαυρο ένα έγχρωμο, ένα ασπρόμαυρο, ένα έγχρωμο.

Ε.Α.:

Πως βιοπορίζεται ένας δημιουργός κόμικς στην Ελλάδα του 2021; 

Ν.Μ.:

Πώς βιοπορίζεται;

Ε.Α.:

Πώς βιοπορίζεται; Ναι.

Ν.Μ.:

Συνήθως κάνει και κάτι άλλο παράλληλα. Αν μπορεί στην τέχνη του, δηλαδή το πιο κλασικό είναι να διδάσκεις, να κάνεις μαθήματα σε παιδάκια, σε ενήλικες, να, πολλοί γίνονται γραφίστες το οποίο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά τους βοηθάει βιοποριστικά. Ό,τι έχει να κάνει με τέχνη, αφίσες, design, logo, οποιοσδήποτε θέλει να σχεδιάσει το οτιδήποτε, είμαστε μάλλον εκεί, για να τον… Ναι, γι’ αυτό λέμε ότι είμαστε δημιουργοί κόμικς και illustrator, εικονογράφοι δηλαδή, κάνουμε ό,τι κάνει ένας εικονογράφος. Δεν είναι σωστή μετάφραση το εικονογράφος ως illustrator, στην Ελλάδα, αλλά εικονογράφος τα λέμε. Έχουμε άλλη ιδέα για τον εικονογράφο στην Ελλάδα, από ότι είναι o illustrator στο εξωτερικό, ο όποιος κάνει αφίσες, κάνει σχέδια, κάνει character design, κάνει design για video games, κάνει design για ταινίες, για σειρές, για διαφημίσεις. Στην Ελλάδα οι illustrator μας κάνουν διαφημίσεις, κάνουν ένα νέο design από, από ένα αναψυκτικό σου.

Ε.Α.:

Πώς προωθείς τα κόμικς σου;

Ν.Μ.:

Κυρίως πλέον, μέσω του Internet και Instagram. Βοηθάει πλέον, όσο κι αν δεν… Πρέπει να έχεις μια επαφή, πρέπει να έχεις μία επαφή. Παλιά εκθέσεις έτσι, και φεστιβάλ.

Ε.Α.:

Τώρα κάνεις εκθέσεις και φεστιβάλ, πας;

Ν.Μ.:

Πάω κάθε χρόνο, όσο γίνονται πηγαίνω.

Ν.Μ.:

Και εκεί πέρα προωθείς ένα κόμικ, ένα βιβλίο, μία έκδοση, σκίτσα, τι;

Ν.Μ.:

Τα πάντα, από σκίτσα, μπλούζες αυτοκόλλητα, μπλιμπλίκια, δηλαδή, τα πάντα όλα. Άμα έχεις φτιάξει και μινιατούρες πούλα τες και αυτές, θέλω να πω, ό,τι έχει ο κ[00:45:00]αθένας. Γυρνάω εγώ από ένα φεστιβάλ και μαζεύω από άλλους δημιουργούς, αυτοκόλλητα, κονκάρδες, σελιδοδείκτες, μπορεί μπλούζες, κουρτίνες. Θέλω να πω, ό,τι θέλεις, αφίσες πρώτα από όλα. Κυρίως ξεκινάς από τα κόμικς και τα αφισάκια, τα prints τα λεγόμενα, και μετά συνεχίζεις με ό,τι άλλο σου κατεβάσει το μυαλό. Άλλος είχε καραμελίτσες με το περιτύλιγμα να είναι το σχέδιο του ας πούμε. Όπου έχει να δώσει ο καθένας, μετά είναι και τι έχεις, τι χρήματα έχεις στην άκρη, για να επενδύσεις.

Ε.Α.:

Για να, έτσι για να φτάσουμε σιγά-σιγά προς το, μην σε κουράζω άλλο. Ποιος είναι ο επόμενος στόχος; Τι, ποιος, έχεις ένα μελλοντικό στόχο;

Ν.Μ.:

Τώρα μένω στην Κέρκυρα, στόχος είναι να ξαναγυρίσω στην Αθήνα, να είμαι πιο κοντά στη βάση της κοινότητας, αν θέλουμε να του πούμε κοινότητα, του community των κομιξάδων στην Αθήνα. Η οποία είναι, είναι μία 60 άτομα, είναι, που γνωριζόμαστε μεταξύ μας και έχουμε ένα κύκλο, και άλλοτε μιλάμε, άλλοτε δεν μιλάμε, γιατί κομπλεξισμός παντού. Αλλά πέρα από εκεί ναι, είναι να γυρίσω στην Αθήνα κι αυτό έκανα και το μεταπτυχιακό έτσι ώστε να μπορέσω να μπω σε μία ιδιωτική ως καθηγητής, και από εκεί και έπειτα να φτιάχνω τα κόμικς μου και να τα εκδίδω κανονικά με εκδότες. Όχι, τώρα που είμαι αυτοέκδοση στα φεστιβάλ, να είμαι στα φεστιβάλ με τους εκδότες, να κατεβαίνω στα λεγόμενα workshops.

Ε.Α.:

Είναι δύσκολο να έχεις εκδότη;

Ν.Μ.:

Στην Ελλάδα;

Ε.Α.:

Ναι.

Ν.Μ.:

Ναι, λίγο ναι, είναι αρκετά δύσκολο, γιατί δεν σε, δεν εμπιστεύονται. Επειδή είναι όλα στον αέρα και δεν ξέρεις τι πουλάει και τι δεν πουλάει, βασικά ξέρεις, αλλά κανείς δεν κάνει αυτό που πουλάει, γιατί δεν, δεν… Είναι πολύ ρηχό για κάποιο λόγο, δεν ευχαριστεί κανέναν από τους δημιουργούς, από όσους ξέρω τουλάχιστον, αυτό που λέμε trends και αυτό που λέμε, το σήμερα του κόμικς δεν, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, αλλάζει κάθε τρεις μήνες, και συνήθως είναι μία βλακεία που δεν, λες «Γιατί, γιατί θέλει ο κόσμος τόσο πολύ να ασχολείται με αυτό το πράγμα; Και γιατί τους βγαίνει; Εγώ αν κάτσω να το κάνω αυτό ψυχικά θα πέσω στο πάτωμα», γιατί είναι πάρα πολλές εργατοώρες οι οποίες πρέπει να προσθέσω, να προστεθούν, για να βγει ένα τέτοιο project. Δεν, δεν θα το κάνω καλά, και πάντα υπάρχει ο πόλεμος με τα άλλα άτομα, «Γιατί δεν κάνεις αυτό; Πουλάει. Γιατί δεν κάνεις εκείνο; Πουλάει». Το κάνουν ήδη πρώτα από όλα, το κάνει ο άλλος, το κάνει καλύτερα από μένα, γιατί εγώ κάνω κάτι άλλο, και στην τελική αν το κάνω δεν θα είναι τόσο καλό, γιατί και σχεδιάστηκα να είναι το ίδιο και καλύτερο, ψυχικά θα το βλέπεις, θα είναι κούφιο ρε παιδί μου, θα είναι ρηχό.

Ε.Α.:

Ναι, καταλαβαίνω απόλυτα.

Ν.Μ.:

Θα είναι, ναι… Μπορούμε να το κάνουμε, θα το κάνεις για πόσο; Για έξι μήνες, για ένα χρόνο, για 5 χρόνια, θα μαζέψεις ένα κοινό. Μετά αυτό το κοινό πού θα πάει, άμα δεν θα συνεχίσεις αυτή τη δουλειά;

Ε.Α.:

Άρα εσύ δρας μόνος σου, ξεκάθαρα; Δεν πας ανάλογα με τις τάσεις ή την μόδα;

Ν.Μ.:

Ναι, ό,τι έχω στο κεφάλι μου.

Ε.Α.:

Ό,τι έχεις στο κεφάλι σου;

Ν.Μ.:

Ναι, οι περισσότεροι δηλαδή αυτό προσπαθούμε να κάνουμε, να είναι ανεξάρτητο, να έχει λίγο για όλους. Η λογική αυτή είναι σε, σε μας, αν θέλουμε να πούμε για την τέχνη και τα λοιπά, ότι ποικιλία, όχι μονοπώλιο, όχι μόνο σούπερ ήρωες, όχι μόνο lgbtq πράγματα, που πλέον είναι πολύ στις μέρες μας, όχι μόνο αυτό. Λίγο για όλους, λίγο για όλους, δεν προσβάλλεις κανέναν, δεν επιτίθεσαι σε κανέναν, είσαι εκεί για όποιον σε χρειαστεί, είτε για να σε διαβάσει, είτε αν είσαι μουσικός να σε ακούσει. Νομίζω έτσι είναι σε όλα, δεν μπορείς να έχεις μόνο trap, και να το έχεις μονοπώλιο. Δεν μπορείς να έχεις μόνο pop και να το έχεις μονοπώλιο, θα έχεις και λίγο από όλα, έτσι είναι και στα κόμικς νομίζω.

Ε.Α.:

Κατάλαβα. Νίκο, νομίζω πως ήρθε η ώρα να σε ευχαριστήσω.

Ν.Μ.:

Τέλεια, εγώ.

Ε.Α.:

Σε ευχαριστώ πολύ για αυτήν την κουβέντα.

Ν.Μ.:

Να ‘σαι καλά.

Ε.Α.:

Ελπίζω να μην σε κούρασα μόνο.

Ν.Μ.:

Καθόλου

Ε.Α.:

Εύχομαι να πετύχεις τους στόχους σου.

Ν.Μ.:

Να ‘σαι καλά, κι εγώ το εύχομαι!