«Εμείς σε πήραμε για να μας κοιτάξεις στα γεράματα»: Όταν η υιοθεσία αφήνει ψυχικά τραύματα
Ενότητα 1
Μεγαλώνοντας στη Γέργερη το '60 και το ανεκπλήρωτο όνειρο των σπουδών
00:00:00 - 00:09:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου; Δανάη. Είναι Τετάρτη 11 Αυγούστου του 2021, είμαι με τη Δανάη και βρισκόμαστε στη Γέργερη. Εγώ ον…έπρεπε να το συνεχίσω. Όχι να το σταματήσω απότομα αυτό. Δηλαδή πλήρωνε ο πατέρας μου έξι χρόνια, γιατί; Τουλάχιστον να πιάνανε τόπο, αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Υιοθεσία: ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στα ψέματα και η συναισθηματικά απόμακρη μητέρα – Κατάθλιψη και άγχος: τα 15 χρόνια φόβου
00:09:36 - 00:23:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο μπαμπάς, αλήθεια, τι σου έλεγε; Ο πατέρας μου δεν μου είπε ποτέ αυτό το πράγμα που μου είπε η μάνα μου. Ή τουλάχιστον δεν ήθελε να μου τ…χω αυτό, δηλαδή αρέσω σε κάποιον; Πώς και; Δηλαδή μου κάνει εντύπωση όταν μου πούνε ότι αρέσω σε κάποιον. Δεν ξέρω γιατί αυτό, πάντως, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι σχέσεις με τη βιολογική οικογένεια – Η συναισθηματικά απόμακρη μητέρα και η βιολογική μάνα
00:23:25 - 00:29:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάσαι πότε γύρισες και ρώτησες τους γονείς σου αν είσαι υιοθετημένη; Δεν το ρώτησα, το είπα. Δηλαδή δεν ρώτησα ποτέ: «Είμαι;», το είπα ό…α να το φάνε όλα της τα παιδιά, ένα πορτοκάλι. Μία φέτα ψωμί, όλα τα παιδιά. Και λέω: «Η μάνα μου οπωσδήποτε δηλαδή, ‘ντάξει, σ’ αγαπούσε».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ξεπερνώντας τον φόβο της κηδείας – Μεγαλώνοντας σε ξένο τόπο
00:29:10 - 00:43:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έπειτα μου λέγανε, ναι! Ναι! Κάτι άλλο που δεν ανέφερα, παρατήρησα ρε παιδί μου εγώ σε κηδείες δεν πήγαινα, δηλαδή μου λέγανε ότι ήταν κηδεί…ειά μου; Ναι, ο αδερφός μου που λες έκανες προσπάθειες, έκανε, έκανε ρε παιδί μου, αλλά ήτανε άκαρπες όπως και βρεθήκαμε πριν πέντε χρόνια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Αντιμετώπιση από το καινούριο σόι και αισθήματα για βιολογικό πατέρα
00:43:53 - 00:52:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν ήρθα εδώ πέρα δε μ’ αντιμετωπίσανε... Η οικογένεια του πατέρα μου του θετού, με ζήλεια. Γιατί; Ο πατέρας μου ήτανε σε καλύτερη οικονομι…ντα, ρε παιδί μου, ειδικά σ’ αυτή την κατάθλιψη πάντα, η κατάθλιψη φαινότανε και πάνω μου, στο πρόσωπό μου φαινότανε! Φαινότανε, πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ψυχική υγεία, φοβίες και συμπαράσταση
00:52:38 - 01:10:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα που ανέφερες την κατάθλιψη, θυμάσαι έτσι κάποια στιγμή που γύρισες και είπες στον εαυτό σου: «Ωχ, μάλλον έχω κάποιο πρόβλημα;»; Το εί…ότι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που επισκέφτηκες ήταν όλοι στο Ηράκλειο. Η Γέργερη δεν έχει κάποια δομή ψυχικής υγείας; Όχι, όχι, όχι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Αναμνήσεις από το ορφανοτροφείο, η αίτια της φοβίας των κηδειών και το ταμπού της ψυχικής υγείας
01:10:42 - 01:24:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τίποτα. Και μιας και αναφέρθηκες σε αναμνήσεις, αναρωτιέμαι αν έχεις καμιά ανάμνηση από το «Σπίτι της Στοργής». Ναι, θυμάμαι το πρωί που σ…κι εγώ πάλι για την ευκαιρία που μου δώσατε. Τίποτα! Ελπίζω να ήτανε ωραία η εμπειρία. Ωραία, πολύ ωραία! Και ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου;
Δανάη.
Είναι Τετάρτη 11 Αυγούστου του 2021, είμαι με τη Δανάη και βρισκόμαστε στη Γέργερη. Εγώ ονομάζομαι Ερμιόνη Δρυγιανάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για σένα;
Να σας πω. Ζω σ’ αυτό το χωριό από τα τέσσερά μου χρόνια που ήρθα σαν υιοθετημένο παιδί. ‘Ντάξει, η ζωή μου, μπορώ να πω, γενικά πέρασα καλά, γενικά, μπορώ να πω ότι πέρασα καλά τη ζωή μου, τα χρόνια που έχω ζήσει μέχρι τώρα, εκτός από κάποια γεγονότα που εντάξει μ’ έχουν σημαδέψει. Κάποια γεγονότα, ναι, ακριβώς που μ’ έχουν σημαδέψει στη ζωή μου. Τώρα… Πώς να το πω τώρα; Ναι, που την έχουν σημαδέψει αρνητικά, αρνητικά θα έλεγα.
Θέλεις για αρχή να μας πεις πώς ήταν να μεγαλώνεις στη Γέργερη τις δεκαετίες του ’60 με ‘80;
Του ’60. ‘Ντάξει, έζησα καλά παιδικά χρόνια, καλά με την έννοια είχα ό,τι ήθελα, είχα ό,τι ήθελα απ’ τους γονείς μου. Δεν είχα στερηθεί τίποτα, από ρούχα, από φαγητό, παπούτσια, τις διακοπές μου το καλοκαίρι, να πάμε οπωσδήποτε στη θάλασσα, ήτανε μέρος της ζωής μας τέλος πάντων, ίσως γιατί η μητέρα μου βέβαια, ήτανε… να πούμε, δεν ήτανε η κλασική γυναίκα του χωριού. Ήτανε η γυναίκα που πήγαινε στην πόλη είτε να κουρευτεί, να ψωνίσει, να φροντίσει τον εαυτό της και ακολουθούσα κι εγώ οπωσδήποτε. Με είχανε μυήσει κι εμένα σε αυτό τον τρόπο ζωής. Ναι, σε σχέση δηλαδή με τα άλλα παιδιά έβλεπα ότι είχα, ήμουνα λίγο πιο πάνω όσον αφορά αυτά, τα υλικά αγαθά. Αυτό όσον αφορά. Τώρα, τα συναισθηματικά… ‘Ντάξει, εκεί λίγο τώρα…
Οι γονείς τι δουλειά κάνανε;
Οι γονείς μου; ο πατέρας μου ασχολιότανε με το εμπόριο, η μητέρα μου με τα οικιακά και τον βοηθούσε στις δουλειές του, όσο γινόταν τέλος πάντων τον βοηθούσε. Γιατί εντάξει, η μητέρα μου πιο πολύ εφρόντιζε, όπως είπα και παραπάνω, πιο πολύ την ενδιέφερε ο εαυτός της, θα έλεγα. Πρώτα ο εαυτός της και μετά ήμαστε όλοι οι άλλοι.
Και σπούδασες;
Σπούδασα, σπούδασα. Μέχρι το λύκειο τέλειωσα, κι αυτό είναι ένα κομμάτι που... Βέβαια, σ’ αυτό κατηγορώ να το πω; Πώς να το πω; Μπορώ να το πω και κατηγορώ και τον εαυτό μου που δεν ήμουνα ένα παιδί με θράσος; Με θάρρος; Με αυτοπεποίθηση; Με όλα αυτά τα συναισθήματα να αντιδράσω στην απόφαση των γονιών μου να μη συνεχίσω τις σπουδές μου, και σ’ αυτό κατηγορώ ξαναλέω και τον εαυτό μου, γιατί –τώρα δηλαδή τον κατηγορώ– γιατί έπρεπε να χτυπήσω το χέρι μου στο τραπέζι ας το πούμε κοινώς, να, να απαιτήσω αυτό που ήθελα και όχι... Γιατί η φράση που μου είπαν οι γονείς μου όταν τους είπα ότι θέλω να προχωρήσω γιατί ήμουνα καλή μαθήτρια σε κάποια μαθήματα, που πιστεύω να με βοηθούσανε σ’ αυτό που είχα επιλέξει στην ζωή μου, ήμουνα καλή μαθήτρια κι έπρεπε να απαιτήσω να συνεχίσω τις σπουδές μου κι όχι να αφεθώ στην απόφαση της μητέρας μου ειδικά που η φράση που μου έλεγε πάντα: «Εμείς σε πήραμε για να μας κοιτάξεις στα γεράματα». Κι εγώ το ακολούθησα αυτό και τώρα κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν το απαίτησα. Έπρεπε εγώ να προχωρήσω. Γιατί δεν ήμουνα αντικείμενο, δεν είμαι κτήμα κανενός, όπως και κάθε παιδί, να... Δηλαδή, με πήρες, συγγνώμη με πήρες για να σε κοιτάξω στα γεράματά σου; Θα ‘παιρνες μια νοσοκόμα όταν γερνούσες, όχι εμένα! Και σ’ αυτό κατηγορώ πάρα πολύ τον εαυτό μου. Τον νιώθω, τον, ναι, τον θεωρώ υπεύθυνο που δεν είχα την αυτό... τον θεωρώ ανίκανο, υπεύθυνο, όλα μαζί αυτά, που δεν είχα το κουράγιο, το θάρρος –πώς να το πω;– να απαιτήσω αυτό που ήθελα. Και το μετανιώνω ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια, λέω, ρε παιδί μου: «Εσύ φταις, που δεν... Είσαι...». Δηλαδή λέω, ρε παιδί μου, στον εαυτό μου: «Τι έκανες; Τι έκανες εσύ για σένα; Για τον εαυτό σου; Γιατί δεν το προσπάθησες; Δεν το προσπάθησες, αυτό ακριβώς, να κάνεις αυτό που ήθελες;». Το έχω έτσι σαν απωθημένο στη ζωή μου αυτό. Θα μου πεις: «Γιατί;». Γιατί ‘ντάξει, η ζωή μου θα ‘ταν καλύτερα. Πρώτα-πρώτα θα είχα την ανεξαρτησία μου την οικονομική και θα είχα, ρε παιδί μου, ότι προσφέρω κάτι. Θα μου πεις: «Δεν προσφέρεις τώρα που μεγάλωσες τα παιδιά σου, κι αυτό είναι λειτούργημα». Εντάξει, μεγάλωσα τα παιδιά μου, όμως μπορούσα τώρα, μετά που μεγάλωσα τα παιδιά μου, να συνεχίσω αυτό που έχω σαν όνειρο να κάνω.
Ποιο ήταν αυτό;
Ποιο ήταν αυτό; Να ασχοληθώ ας πούμε με το κομμάτι της αισθητικής ή το κομμάτι της γυμναστικής, πώς να το πω τώρα αυτό; Να ήμουνα σ’ ένα γυμναστήριο παράδειγμα ή σ’ ένα ινστιτούτο αισθητικής να εργαζόμουνα, γενικά ό,τι αφορά την ομορφιά, τη σωματική μας, πώς να το πω; Να φροντίζουμε το σώμα μας, το πρόσωπό μας, γενικά ό,τι αφορά το... ό,τι αφορά τη ζωή μας, τον τρόπο διατροφής μας, στο να είναι καλύτερη η ζωή μας, αλλά όλα τα κομμάτια αυτά που την... που το απαρτίζουν αυτό, είτε είναι διατροφή αυτό, είτε είναι κίνηση, είτε είναι γυμναστική, είτε είναι περιποίηση. Αυτό. Και αυτό το κομμάτι δηλαδή μου άρεσε ν’ ασχοληθώ κι ένα άλλο κομμάτι που μ’ άρεσε ν’ ασχοληθώ ήτανε το παιδαγωγικό. Στο θέμα ας πούμε να είμαι μία νηπιαγωγός, κι αυτό, κι αυτό το κομμάτι μου άρεσε. Άσχετο το ένα ίσως με το άλλο, αλλά μου άρεσε κι αυτό. Προτεραιότητά μου ήτανε αυτό που αφοράει την αισθητική, το αισθητικό κομμάτι και το άλλο το παιδαγωγικό. Αυτά τα δύο. Πιστεύω ότι θα το έκανα καλά αυτό. Το πιστεύω.
Και αν πήγαινες τότε να σπουδάσεις ένα από τα δύο αυτά έπρεπε να φύγεις μακριά απ’ το χωριό;
Ναι, στην Αθήνα. Στο Ηράκλειο, τώρα μπορούσα βέβαια και στο Ηράκλειο, τα χρόνια εκείνα όμως στην Αθήνα. Αθήνα. Μα και δε με άφηναν ούτε στο Ηράκλειο γιατί δεν ήθελαν οι γονείς μου. Δεν ήταν το θέμα αν πάω Ηράκλειο ή Αθήνα, το θέμα δεν ήθελαν, σου λέει: «Θα σπουδάσει, θα φύγει, δεν ξανάρχεται στο χωριό», αυτό δεν ήθελαν αυτοί, δεν ήθελαν να... Έπρεπε να γυρίσω στο χωριό. Όταν τελείωσα το λύκειο λέω: «Ωραία, ήρθα κι έκατσα στο χωριό ένα χρόνο και μετά παντρεύτηκα». Σ’ αυτό το χρόνο που κάθισα όμως θα μπορούσα να μάθω να οδηγώ, που επίσης δεν το έκανα, λάθος μου. Θα μπορούσα να μάθω μια ξένη γλώσσα που μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μία, δύο, θα μπορούσα άνετα να τις μάθω τις ξένες γλώσσες. Μου άρεσε, έτσι, ρε παιδί μου για τον εαυτό μου, μου άρεσε. Μ’ αρέσει να νιώθω, να μιλάω δύο ξένες γλώσσες. Τώρα έχω μάθει μόνο αγγλικά, ό,τι θυμάμαι τέλος πάντων. ‘Ντάξει, όταν ακούω τον άλλο να μιλάει γρήγορα μπορεί να μην τον καταλάβω, αλλά όταν διαβάζω κάτι, ένα κείμενο όμως θα καταλάβω τι λέει. Αυτό.
Είπες ότι ήρθες ένα χρόνο στο χωριό.
Ήρθα ένα χρόνο...
Πριν πού ήσουν;
Μετά από το λύκειο. Μετά από το λύκειο ήρθα ένα χρόνο εδώ κι έκατσα στο χωριό και μετά παντρεύτηκα.
Λες «ήρθα», από πού;
Απ’ το Ηράκλειο! Στο Ηράκλειο ήμουνα, στο Ηράκλειο πήγαινα σχολείο. Στο γυμνάσιο πήγαινα στο Ηράκλειο, ο πατέρας μου ήθελε να με στείλει σ’ ένα καλό σχολείο. Κι ήταν όντως καλό, ήταν ιδιωτικό σχολείο, ναι, ο πατέρας μου δηλαδή τέτοιο και λέω: «Ρε παιδί μου, πλήρωνες τόσα χρόνια, έξι χρόνια για την ιδιωτική μου εκπαίδευση, πήγανε χαράμι αυτά τα χρόνια!». Χαράμι, ‘ντάξει έμαθα, δεν λέω ότι δεν έμαθα κάποια πράγματα, που τουλάχιστον μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά μου μετά στο σχολείο, πολύ τα βοήθησα, έμαθα μια ξένη γλώσσα, εντάξει, αλλά έπρεπε να το συνεχίσω. Όχι να το σταματήσω απότομα αυτό. Δηλαδή πλήρωνε ο πατέρας μου έξι χρόνια, γιατί; Τουλάχιστον να πιάνανε τόπο, αυτό.
Ενότητα 2
Υιοθεσία: ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στα ψέματα και η συναισθηματικά απόμακρη μητέρα – Κατάθλιψη και άγχος: τα 15 χρόνια φόβου
00:09:36 - 00:23:25
Ο μπαμπάς, αλήθεια, τι σου έλεγε;
Ο πατέρας μου δεν μου είπε ποτέ αυτό το πράγμα που μου είπε η μάνα μου. Ή τουλάχιστον δεν ήθελε να μου το δείχνει αυτό το πράγμα, ότι σε πήραμε, δεν ήθελε δηλαδή να μου λέει φράσεις που έδειχνε ότι με είχαν υιοθετήσει. Η μάνα μου όμως μου το πέταγε συχνά, συχνά πυκνά [00:10:00]με διάφορες φράσεις.
Οπότε εσύ ήξερες εξαρχής ότι ήσουν υιοθετημένη;
Δεν μου το είπε κάποιος ξεκάθαρα, όμως δεν ξέρω, ήμουνα μια ανώριμη ώριμη, να το πω έτσι. Δηλαδή με το που ήρθα εγώ εδώ πέρα στα τέσσερά μου χρόνια, κάτι μου έλεγε, ρε παιδί μου, ότι: «Δεν είσαι από δω, ήρθες από κάπου, ήρθες από κάπου», αυτή η φράση. Εγώ λοιπόν, έχοντας πάντα στο μυαλό μου αυτό, πάντα ήτανε η χαρά μου να ψαχουλεύω όταν ήμουνα μόνη στο σπίτι, έλειπε η μάνα μου, να ψαχουλεύω να βρω κάτι, κάτι να μου δείξει ότι ναι, δεν είσαι από δω, ότι ήρθες από κάπου. Δεν βρήκα βέβαια, σαν μικρή δεν βρήκα κάτι χειροπιαστό έτσι, αλλά άκουγα φράσεις από τα παιδιά, από τις φίλες μου στο σχολείο, από τους συγχωριανούς, του τύπου: «Μα, αυτό το παιδί πόσο σου μοιάζει! Σα να το γέννησες!». Λέω εγώ: «Ώπα! Να το!», επαλήθευση αυτών που είχα στο μυαλό μου. Μετά κάποια φράση μου ‘χε πει ένα παιδί κι αυτό με έχει σημαδέψει, μου λέει μια φίλη μου κάποτε: «Δανάη, να σε ρωτήσω, είναι αλήθεια ότι σ’ έχουν αγοράσει;». Δεν απάντησα βέβαια εγώ, δεν απάντησα, αλλά όμως είχα, λέω: «Να το! Κι άλλο! Κι άλλη απόδειξη ότι από κάπου ήρθα». Όταν λοιπόν, κάποια στιγμή έψαξα κάτι... κάτι φωτογραφίες που είχε η... εγώ έψαχνα να βρω φωτογραφίες. Ρωτούσα τη μητέρα μου: «Εγώ γιατί δεν έχω φωτογραφίες μικρή;». Μου έλεγε: «Όταν γεννήθηκες εσύ δεν υπήρχαν φωτογράφοι». Εγώ απαντούσα: «Καλά, είναι δυνατόν; Εγώ βλέπω φωτογραφίες δικές σας, της γιαγιάς μου και δεν υπήρχαν εγώ πριν τέσσερα χρόνια που γεννήθηκα φωτογράφοι; Μα τι χαζό είναι αυτό;». Άλλη απόδειξη. Μετά έψαχνα, έψαχνα... έψαχνα εγώ πάλι, συνέχισα να ψάχνω φωτογραφίες ώσπου μια μέρα βρήκα τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς μου. Έγραφε τ’ όνομά μου, πότε γεννήθηκα, πού, σε ποιο χωριό, τα πάντα, ποιος με δήλωσε, ποιοι ήταν οι γονείς μου. Λέω: «Να το!». ‘Ντάξει, πείστηκα, ήμουνα σίγουρη τώρα ότι δεν ήμουνα αυτή που ήμουνα, τέλος πάντων, με το όνομα αυτό, είχα έρθει από κάπου αλλού. Ωραία, το κράταγα μέσα μου, δεν το είπα βέβαια πουθενά, γιατί η μητέρα μου πρέπει να σημειώσω ότι με είχε και πάρα πολύ... «Η φίλη», μου έλεγε, «είναι φίδι», άλλη φράση που μ’ ακολουθούσε. Και με είχε αποξενώσει, ήμουνα ένα μοναχικό παιδί, δεν ήθελε να κάνω φίλες γιατί λέει: «Οι φίλες είναι κακό». Και ήμουνε πάντα απομονωμένη στο δωμάτιό μου να παίζω, δηλαδή πέρα από το σχολείο σπάνια να με αφήσει να πάω κάπου με μια φίλη μου. «Α! Η φίλη είναι φίδι» επαναλαμβάνω τη φράση. Και πάντα ήμουνα μόνη στο δωμάτιό μου γιατί δεν έπρεπε να κάνω παρέα με άλλα κορίτσια. Όταν, βέβαια, ειδικά με τη μητέρα μου... με τον πατέρα μου είχα πάρα πολύ καλή σχέση, ένιωθα ότι μ’ αγαπούσε. Με τη μάνα μου είχα κάποια θέματα. Και κάποια στιγμή στα δεκαεφτά μου χρόνια, δεν ξέρω τι, σ’ ένα καβγά μας τέλος πάντων, σε μια έτσι διαμάχη που είχαμε της λέω: «Ναι, νομίζεις ότι δεν ξέρω εγώ ότι είμαι υιοθετημένη, ξέρω γω». Και τότε προσπάθησε εκεί να μου εξηγήσει κάποια πράγματα, ‘ντάξει. Ο πατέρας μου όταν το έμαθε μιλάμε πάρα πολύ στενοχωρήθηκε γιατί νόμιζε τώρα ότι έπεσε ο ουρανός και τον πλάκωσε. «Τώρα τι θα κάνει; Θα φύγει!» νόμιζε ότι θα φύγω. Ενώ κάλλιστα θα μπορούσε... Εγώ δεν είχα σκοπό να φύγω, αλλά όμως ήθελα να γνωρίσω από πού είμαι, την οικογένειά μου, αν έχω αδέρφια αν δεν έχω. Αυτό που δεν είπα ότι ήτανε το λάθος που κάνανε, μου είπαν δηλαδή ειδικά η μητέρα μου μια ζωή ψέματα. Δηλαδή σ’ αυτές τις ερωτήσεις που της έκανα, τις απλές, όπως με τις φωτογραφίες, θα μπορούσε να μου πει την αλήθεια. Μ’ αφήναν και μεγάλωνα σ’ ένα ψέμα, γιατί; Την στιγμή... Γιατί να ήτανε ψέμα, μάλλον να μην ήξερα εγώ κάτι, να πω: «Εντάξει δεν το ξέρω, δεν το ήξερα, καλά το κάναν μου το κρύψανε». Όμως στην κοινωνία που ζούμε, σε μια κλειστή κοινωνία, αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται. Κι όταν ακούς τον άλλο και σου λέει μπροστά σου αυτή τη φράση και την ακούει το παιδί, δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό το παιδί... Λέει: «Αυτά, δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά», αυτή η φράση. «Δεν καταλαβαίνουν», τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν; Και το συνέχισε να μου το λέει η μάνα μου και μετά στα παιδιά τα δικά μου. Όταν ήταν μικρά. «Ε, το παιδί δεν καταλαβαίνει», συγγνώμη το παιδί καταλαβαίνει και καταγράφει στο μυαλουδάκι ντου αυτά που ακούει και που εσύ νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνει και σε κάποια στιγμή... Εγώ πάντως οι φράσεις που είχα ακούσει τις κρατάω μέχρι τώρα, δεν μου έχουνε σβήσει απ’ τη μνήμη μου ποτέ. Εντάξει, μετά η ζωή μου δεν άλλαξε, δεν μπορώ να πω ότι άλλαξε αλλά με τη μάνα μου συνεχίσαμε και είχαμε αυτές τις εντάσεις και τις διαμάχες, τις είχαμε. Μέχρι που πέθανε τις είχαμε. Δεν ταιριάζαμε ποτέ. Εγώ πάντα ένιωθα να πω την αλήθεια, θα το πω. Το ‘νιωθα ότι δεν πήρα αυτό που έπρεπε, δηλαδή αυτή τη στοργή της μάνας, ‘ντάξει μπορεί να μ’ αγαπούσε με τον τρόπο της, αλλά δεν πήρα αυτή τη στοργή της μάνας. Επίσης, ξέρεις τι άλλο έλεγε; Έλεγε η μάνα μου: «Το παιδί να το αγαπάς και να μην το ξέρει». Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό. Αυτή τη φράση την άκουγα πάρα πολύ, την επαναλάμβανε πάρα πολύ συχνά. Μα συγγνώμη, όταν το παιδί δεν το ξέρει ότι το αγαπάς, τι νόημα έχει; Να το ξέρεις εσύ; «Το παιδί να το αγαπάς και να μην το ξέρει», εγώ δεν μπορώ να την καταλάβω αυτή τη φράση και τώρα. Εγώ τα παιδιά μου θέλω να το ξέρουνε ότι τα αγαπάω, κι ίσως κι εγώ και στα παιδιά μου να μην ήμουνα τόσο εκδηλωτική, ίσως επηρεασμένη από τους γονείς μου, και δεν ήμουνα τόσο εκδηλωτική ρε παιδί μου να τους εκφράσω την αγάπη μου, την οποία εκφράζω τώρα στα εγγόνια μου. Όσο μπορούσα ήμουνα στα παιδιά μου δίπλα, αλλά ήμουν έτσι λίγο... όχι ψυχρή, η μάνα μου ήταν ψυχρή, εγώ δεν ήμουνα ψυχρή τόσο πολύ, αλλά θα... τώρα που το βλέπω ρε παιδί μου ότι θα έπρεπε να τους δώσω πιο πολύ... να ‘ρθω πιο πολύ κοντά τους. Δεν το έκανα αυτό πολύ, και λάθος μου βέβαια, αλλά ίσως, πιστεύω ό,τι δεν πάρεις, δεν μπορείς να το δώσεις εύκολα. Ό,τι δεν πάρεις μικρός σου είναι δύσκολο να το δώσεις. Δηλαδή εγώ αγανάκτησα να το βγάλω αυτό από πάνω μου, το να είμαι έτσι... Ήμουνα ένα παιδί κλεισμένο στο καβούκι μου, ακριβώς σαν την χελώνα. Ήμουνα κλεισμένο. Τώρα τελευταία μόνο έχω αρχίσει να ανοίγομαι έτσι και να ανοίγομαι τέλος πάντων, να έρχομαι έτσι, να είμαι πιο επικοινωνιακή. Δεν ήμουνα τόσο πολύ, ήμουνα ένα κλειστό παιδί, ένα εσωστρεφές παιδί, κλεισμένο στον εαυτό μου, να προσπαθώ να απαντήσω τις ερωτήσεις μου εγώ. Μάλλον να απαντήσω τις απορίες μου όσο μπορούσα τέλος πάντων, τα οποία όλα αυτά τα γεγονότα μετά το θάνατο του πατέρα μου μ’ έφεραν στο κατώφλι της κατάθλιψης. Ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα μου, βίωνα, βίωνα, βίωνα, στο κεφάλι μου μέσα σαν να φούσκωνε ένα μπαλόνι. Το φούσκωνα, το φούσκωνα, το φούσκωνα, όταν πέθανε ο πατέρας μου έσκασε κι ήρθα στο κατώφλι της κατάθλιψης. Δέκα χρόνια βίωσα την κατάθλιψη χωρίς να ξέρω ούτε εγώ τι έχω, ούτε η οικογένειά μου. Με βλέπανε αλλά: «Εντάξει, θα της περάσει, θα της περάσει, θα της περάσει», έλεγαν. Λέω κι εγώ: «Είναι κάτι που θα μου περάσει», μέχρι που όμως εγώ, δεν μου περνούσε δυστυχώς. Έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου να βγω έξω γιατί φοβόμουνα. Φοβόμουνα κάτι μη συγκεκριμένο, όχι, όταν φοβάσαι πιστεύω ότι... Φοβόμουνα κάτι μη υπαρκτό, δεν είχε κάτι, αυτό που φοβόμουνα δεν ήταν αντικείμενο, δεν φοβόμουνα μια αράχνη, δεν φοβόμουνα ένα... φοβόμουνα κάτι που δεν είχε, δεν είχε, πώς να το πω; Κάτι αόρατο, πώς να το πω; Αυτό. Αυτό φοβόμουνα. Μετά τώρα όταν έφτασα σ’ αυτό το σημείο, μετά από δέκα χρόνια που βίωσα την κατάθλιψη στο πετσί μου που λένε, σκεφτήκανε ότι έπρεπε να πάω σε γιατρό. Πήγα βέβαια, ευτυχώς ο άνθρωπος –ο Θεός να τον έχει καλά αυτό τον άνθρωπο– μ’ έκανε καλά, ναι, με τη φαρμακευτική αγωγή που μου έδωσε γιατί αλλιώς δεν μπορούσα να το ξεπεράσω, είχα σωματικά, δηλαδή το άγχος μου είχε σωματοποιηθεί. Τα συμπτώματα του άγχους μού είχαν φέρει σωματικά, δεν μπορούσα να καταπιώ, δεν μπορούσα να φάω δηλαδή γιατί φοβόμουν ότι θα πνιγώ. Είχα και αυτό. Δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα να βγω έξω γιατί φοβόμουνα. Φοβόμουνα να μείνω μόνη μου, φοβόμουνα όμως να πάω και σε κόσμο. Έπρεπε να ‘μουνα με κάποιο άτομο πάντα μαζί, να νιώθω καλά μαζί του, να νιώθω ότι ξέρει το πρόβλημά μου. Έτσι ένιωθα μόνο καλά. Δηλαδή κάθε βράδυ κοιμόμουνα και λέω: «Ωχ, αύριο πώς θα είμαι; Πώς θα ξημερώσει η μέρα μου πάλι αύριο;» μόνο το βράδυ ήμουνα καλά. Τη νύχτα, τη νύχτα την περνούσα καλά. Το πρωινό μου ήτανε… πίκρα! Δηλαδή λέω: «Παναγία μου, πώς θα περάσει πάλι η μέρα;» η μέρα δεν μου άρεσε καθόλου, η νύχτα μου ήτανε πιο καλή, περνούσα πιο καλά, τέλος πάντων. Συνεχίζω... Άρχισα τη θεραπεία μου, μετά από δυόμισι μήνες άρχισα σιγά-σιγά βελτιωνόμουν, η κατάστασή μου. Είδα τον εαυτό μου σε πολύ... [00:20:00]Είμαι πάρα πολύ καλά τώρα, πάρα πολύ καλά, ναι, ότι πάντα βέβαια, ζω με το χάπι μου κάθε μέρα. Φοβάμαι να το αφήσω τώρα, φοβάμαι να το αφήσω, γιατί φοβάμαι ότι θα με γυρίσει πίσω πάλι. Δηλαδή, είμαι πολύ διστακτική στο να αφήσω τη θεραπεία μου, φοβάμαι, αυτό. Αλλά όμως έχω δει, πρώτον είμαι πάρα πολύ βέβαια ευχαριστημένη με τον εαυτό μου τώρα, τώρα τελευταία, τα τελευταία πέντε, έξι χρόνια τον επιβραβεύω. Πώς; Γιατί μπορώ να ταξιδέψω, ένα πράγμα που δεν το ‘κανα εγώ μόνη μου ποτέ! Ειδικά όταν μπήκα πρώτη φορά στο καράβι και στο αεροπλάνο κι έφυγα μόνη μου έλεγα στον εαυτό μου: «Είμαι εγώ αυτή που ταξιδεύω; Ή είναι άλλη; Εγώ είμαι αυτή;». Και σ’ αυτό τον επιβραβεύω τον εαυτό μου, πρώτη φορά που τον επιβράβευσα, ώστε κατάφερα και τα καταφέρνω να ταξιδεύω. Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη για αυτό.
Πότε ταξίδεψες πρώτη φορά μόνη;
Εννοείς πότε ταξίδεψα πριν πέντε χρόνια, ας πούμε; Αυτό;
Αυτό που μας έλεγες τώρα μόλις, που σκέφτηκες ότι: «Είμαι εγώ αυτή;».
Λοιπόν, δέκα χρόνια πέρασα την κατάθλιψη, στα δεκαπέντε χρόνια μετά τη θεραπεία μου; Μπόρεσα να ταξιδέψω;
Και ο μπαμπάς σου πότε πέθανε;
Ο μπαμπάς μου πέθανε... Χρονολογία; Το... όχι, τι λέω; Το 2002.
Που εσύ ήσουν πόσο χρονών;
Εγώ ήμουν στα σαράντα τρία τότε; Ναι. Και ταξίδεψα μετά από δεκαπέντε χρόνια, περίπου στα πενήντα εφτά μου, πενήντα οχτώ, ναι, ταξίδεψα. Και ήμουνα και είμαι χαρούμενη σ’ αυτό το κομμάτι πάρα πολύ. Λέω πρέπει να τον επιβραβεύσω αυτό τον καημένο τον εαυτό μου που τον έχω ταλαιπωρήσει τόσα χρόνια, να τον αγαπήσω λίγο. Γιατί δεν είχα και καθόλου αυτοπεποίθηση, ένα κομμάτι που δεν το είπαμε, δηλαδή με άριστα το 10 την αυτοπεποίθηση, εγώ θα έβαζα στον εαυτό μου 4. Δεν είχα... Η αυτοπεποίθηση βέβαια με ακολουθεί και τώρα, δηλαδή ναι, δεν πιστεύω πολύ στον εαυτό μου. Μπορεί να, ‘ντάξει, ένα παράδειγμα ότι ταξίδεψα, αλλά δεν πιστεύω… όχι ότι δεν θα καταφέρει κάτι, δεν πιστεύω ναι, ότι, δηλαδή πάντα έλεγα ρε παιδί μου: «Δεν, δεν είσαι έτσι, δεν είσαι…». Δεν πίστευα ούτε στο ότι μπορώ να πω ότι, να μου λέγανε ας πούμε: «Είσαι ένα ωραίο κορίτσι», «Εγώ; Είμαι όμορφη; Μα τι λέτε! Όχι, δεν είμαι». Και το ‘λεγα και το πίστευα και τώρα μπορώ να πω ότι... ‘Ντάξει, μου λένε καμιά φορά άνθρωποι άγνωστοι που έρχονται στο... επειδή είμαι κι εγώ στο μαγαζί τώρα, συνέχισα του πατέρα μου την παράδοση στο μαγαζί, θα ‘ρθουνε κάποιοι άνθρωποι να μου πούνε: «Μου είστε πάρα πολύ συμπαθής» και μου κάνει τρομερή εντύπωση όταν μου λένε αυτό. Και λέω: «Εγώ; Τους είμαι συμπαθής; Αρέσω σε κάποιον;». Δηλαδή το ‘χω αυτό, δηλαδή αρέσω σε κάποιον; Πώς και; Δηλαδή μου κάνει εντύπωση όταν μου πούνε ότι αρέσω σε κάποιον. Δεν ξέρω γιατί αυτό, πάντως, ναι.
Ενότητα 3
Οι σχέσεις με τη βιολογική οικογένεια – Η συναισθηματικά απόμακρη μητέρα και η βιολογική μάνα
00:23:25 - 00:29:10
Θυμάσαι πότε γύρισες και ρώτησες τους γονείς σου αν είσαι υιοθετημένη;
Δεν το ρώτησα, το είπα. Δηλαδή δεν ρώτησα ποτέ: «Είμαι;», το είπα ότι είμαι, ξέρω ότι είμαι. Δεν, δεν, δηλαδή δεν δεχόμουνα να μου πούνε: «Α, ξέρεις δεν είναι αλήθεια». Το είπα ότι τα ξέρω όλα. Έτσι το είπα. Έτσι, μάλλον τους το έδωσα να καταλάβουν ότι το ξέρω, δεν τους άφησα περιθώριο να με ρωτήσουνε.
Μας είπες ότι πάνω σ’ εκείνο τον καβγά με τη μητέρα έγινε αυτό, σου είπε κάποια πράγματα έτσι γενικά;
Ε, ‘ντάξει, γενικά, αόριστα, δεν μου έκανε κάτι δηλαδή. Σου λέω γενικά με την μάνα μου δεν πήρα αυτό που πρέπει να πάρει ένα παιδί από τη μάνα του. Που πρέπει... Και πάντα θα με ακολουθεί το αυτό της μάνας μου. Όταν δηλαδή εγώ πριν πέντε χρόνια έβαλα την κόρη μου, μετά που μιλήσαμε μαζί με τα παιδιά μου, τους λέω να ψάξουμε να βρούμε τους συγγενείς μου, τέλος πάντων. Μου λέει: «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό που θες να κάνεις;». Φοβηθήκανε τα παιδιά λόγω της κατάθλιψης που είχα μην με πάρει έτσι, δηλαδή: «Μην πάθεις κάτι, μη, μη, μη». Τους λέω: «Ναι, είμαι σίγουρη. Το θέλω, είμαι σίγουρη». Το ψάξαμε λοιπόν διαδικτυακά, τους βρήκα κι είναι ένα πάρα πολύ χαρούμενο κομμάτι της ζωής μου αυτό. Ήρθανε μετά, δηλαδή τότε ήρθανε στο γάμο, πριν ένα χρόνο της κόρης μου, μαζευτήκανε τα ανίψια μου, τ’ αδέρφια μου, ήτανε μια από τις μεγαλύτερες χαρές που ‘χω πάρει στη ζωή μου, που τους μάζεψα όλους εδώ.
Πόσα αδέρφια έχεις;
Τέσσερα. Τέσσερα αδέλφια, έχουμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, ειδικά με τον ένα αδερφό πάρα πολύ, πάρα πολύ, δηλαδή του μιλάω, θα τον πάρω οτιδήποτε ώρα θέλω να του μιλήσω, για οποιοδήποτε θέμα θέλω να του μιλήσω, θα τον πάρω, δηλαδή ναι πολύ, πολύ καλές σχέσεις και λυπάμαι τα χρόνια που χαθήκανε δυστυχώς, τα λυπάμαι που χαθήκανε, που δεν ήμαστε μαζί. Γι’ αυτό ευθύνονται οι γονείς μου. Εάν μου τα λέγανε αυτά από την αρχή και ρε παιδί μου ήτανε ανοιχτοί στο γεγονός: «Να βρεις τ’ αδέρφια σου, να έχετε μία σχέση» δεν θα ‘φευγα εγώ, γιατί να φύγω; Απλά θα με βοηθούσαν σε διάφορα, και στις σπουδές μου ας πούμε. Θα μπορούσα να πάω στην Αθήνα, να μένω μαζί τους που ήταν κι αυτοί, δηλαδή θα με βοηθούσαν, δεν το συζητώ! Θα είχα μια στήριξη. Λυπάμαι, τα λυπάμαι αυτά τα χρόνια πάρα πολύ, που έχω χάσει στη ζωή μου. Και αυτό. Δηλαδή θεωρώ τους γονείς μου υπεύθυνους που μου το κρύψανε αυτό όλο. Και ναι, πάντα μου έλειπε... Και κάτι άλλο που, μικρή θυμάμαι έβγαινα σπίτι μου, στο δωμάτιό μου, παιδάκι, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και τα ‘χα, ρε παιδί μου, με τη μάνα μου, δηλαδή οτιδήποτε λέω: «Τι έκανε πάλι αυτή;» δηλαδή δεν έλεγα, αναφερόμουν στη θετή μου μητέρα και έλεγα «αυτή». Δεν αναφερόμουνα «η μαμά μου» να το πω όπως το λες, όπως το λέει τώρα τα παιδιά μου, όπως το λένε τα εγγόνια μου, τ’ ακούω «η μαμά μου». Εγώ δηλαδή το ‘λεγα και δεν το πίστευα, να πω την αλήθεια. Θυμάμαι κι ερχότανε, όταν ήμουνα στο γυμνάσιο στο Ηράκλειο, η μάνα μου να με δει και λέω: «Μμμ, ‘ντάξει τώρα». Δηλαδή δεν μου ‘κανε κάτι, ότι ερχότανε να με δει, να πω ρε παιδί μου είχα τη μάνα μου να δω δύο μήνες. «Μμμ ‘ντάξει», έλεγα έτσι, δηλαδή αυτό. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, εγώ έτσι ένιωθα πάντως. Μπορεί να μην είναι σωστό αυτό που λέω γιατί λέμε, ρε παιδί μου, εντάξει, η μητέρα είναι αυτή που θα μεγαλώσει το παιδί της, θα κάνει, ‘ντάξει. Όμως εμένα η μάνα μου δεν με άφησε –η βιολογική μου μητέρα– δεν είναι ότι με άφησε, με πέταξε σ’ ένα ορφανοτροφείο για κάποιο λόγο και βρεθήκανε αυτοί οι άνθρωποι και με πήρανε. Η μάνα μου πέθανε. Και όταν πήγα στο χωριό μου μετά που γνώρισα τ’ αδέρφια μου, πήγα στο χωριό μου να γνωρίσω τους συγγενείς μου που ήταν εκεί, το σπίτι μου το πατρικό, εκεί που μεγάλωσα και μου λέγανε, ναι. Έχω ξαδέλφες, συγγενείς, πολύ πιο μεγαλύτερες από μένα επειδή η μάνα μου ήτανε πάρα πολλά αδέρφια, πάρα πολλά οχτώ, δέκα αδέρφια. Και οι πιο μεγάλοι αδερφοί της είχαν μεγάλα παιδιά, είχαν δεκαπέντε χρόνια διαφορά από μένα, και θυμότανε τη μάνα μου και την κηδεία της, όλα αυτά. Και μου λέγανε ρε παιδί μου: «Σας έκοβε το πορτοκάλι σε τέσσερα να το φάνε όλοι», επειδή ήτανε φτωχά χρόνια, ήμαστε φτωχή οικογένεια, ένα πορτοκάλι ας πούμε το έκοβε κομματάκια να το φάνε όλα της τα παιδιά, ένα πορτοκάλι. Μία φέτα ψωμί, όλα τα παιδιά. Και λέω: «Η μάνα μου οπωσδήποτε δηλαδή, ‘ντάξει, σ’ αγαπούσε».
Έπειτα μου λέγανε, ναι! Ναι! Κάτι άλλο που δεν ανέφερα, παρατήρησα ρε παιδί μου εγώ σε κηδείες δεν πήγαινα, δηλαδή μου λέγανε ότι ήταν κηδεία. Κηδεία; Εγώ να πάω σε κηδεία; Γιατί να πάω; Δεν μπορούσα να πάω και λέω: «Γιατί να μην μπορώ να πάω εγώ σε κηδεία;». Αυτό το πράγμα το ξεπέρασα μόνο με τα... δηλαδή το φόβο αυτό της κηδείας που δεν τον ανέφερα πιο πριν ότι είχα κι ένα φόβο με τις κηδείες ούτε το νοσοκομείο, ούτε αρρώστια, δηλαδή ό,τι είχε σχέση με αρρώστια, με θάνατο, με αυτά. Και λέω: «Αυτό το πράγμα τώρα γιατί εγώ να το ‘χω ενώ βλέπω τους άλλους δίπλα μου και πάνε στην κηδεία και λες και πάνε οπουδήποτε. Εγώ γιατί να μην μπορώ να πάω;». Εντωμεταξύ ο άντρας μου τώρα [00:30:00]δεν με βοήθησε σ’ αυτό να μου πει: «Φοβάμαι να πάω». «Εντάξει, Δανάη μην έρθεις», δεν με βοήθησε όμως αυτό, δεν με βοηθούσε. Αυτός νόμιζε και οι άλλοι νόμιζαν ότι με βοηθάνε σ’ αυτό, δεν με βοηθάνε. Όταν έχεις μια φοβία δεν σε βοηθάει ο άλλος με το να σου πει: «Εντάξει, μην έρθεις». Εγώ δηλαδή πώς θα βοηθούσα τον άλλο, αν κρίνω απ’ τον εαυτό μου. Θα σ’ έπαιρνα: «Πάμε όσο μπορείς. Μέχρι εκεί μπορείς; Γυρίζουμε πίσω». Την επόμενη φορά ένα βήμα πιο... Έτσι δηλαδή το αντιλαμβάνομαι εγώ ότι θα ξεπερνούσα τον φόβο μου κι έτσι τον ξεπέρασα και σ’ αυτό με βοήθησε μια φίλη μου. Μου λέει, όταν ρε παιδί μου ένιωθα εγώ ότι... Όταν έκανα την θεραπεία μου. λέω κάποια στιγμή να πάω σε κάποια κηδεία, να το τολμήσω. Μου λέει λοιπόν: «Θα πάμε μαζί». Της λέω: «Ρε συ κι αν τέτοιο;», «Ντάξει», μου λέει, «θα φύγουμε». «Μα είναι σωστό; Ο άλλος που με βλέπει θα πει: “Τρελή είναι αυτή; Μπαίνει, βγαίνει, πάει και δεν έρχεται μετά;”». Λέει: «Θα πάμε. Όσο δεν μπορείς εγώ θα ‘μαι μαζί σου». Αυτό το πράγμα εμένα με βοήθησε πάρα πολύ. Όντως πήγαμε, σε μια γιαγιά η οποία δηλαδή, γιαγιά εννοώ ήτανε εκατό χρονών ρε παιδί μου, που δεν κλαίγανε, δεν κάνανε, τίποτα. Λέει: «Πάμε, θα ‘ναι ήρεμα». Της λέω: «Πάμε». Αυτό ήτανε λοιπόν. Πήγα, μου λέει: «Θες να κάτσουμε μέσα ή έξω;», «Να κάτσουμε μέσα, ρε παιδί μου», «Εντάξει, όσο θέλεις». Κάτσαμε. Μετά πήγα στην άλλη, ξαναπήγα στην άλλη και μου έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Λέω: «Το μπορώ!». Να ‘ναι καλά, τους το χρωστάω σαν ευγνωμοσύνη. Δηλαδή, εννοώ όχι ότι ο άντρας μου δεν ήθελε να το ξεπεράσω αυτό, δεν ήξερε τον τρόπο όμως. Κατάλαβες, θέλει να σε βοηθήσει καμιά φορά. «Δανάη», θα μου πει και τώρα όταν το αναφέρουμε αυτό, «μα που σου συμπαραστάθηκα». Ναι, μου συμπαραστάθηκες όμως δεν ήξερες πώς. Να ξεπεράσω εγώ τους φόβους μου και αυτό το... που μου δημιούργησε όλη αυτή η κατάστασή μου, τα βιώματά μου αυτά. Ναι μεν έχεις τη διάθεση, την όρεξη, δεν μπορείς όμως να με βοηθήσεις, δεν είχες τον τρόπο. Με το να μου λες κάτσε εκεί, μην έρθεις εδώ, μην πάμε εκεί, δεν με βοηθάς καθόλου. Εντωμεταξύ κάποια στιγμή που είπα ότι φοβόμουν και τα νοσοκομεία, δεν έμπαινα στα νοσοκομεία, πώς να μπω; Έπρεπε να πιω αγχολυτικό και αν, να μπω στο νοσοκομείο. Όταν λοιπόν, κάποια στιγμή στα σαράντα εφτά μου χρόνια αρρώστησα, έπρεπε να κάνω κάποια επέμβαση, μια χαρά μπήκα, κι έλεγα: «Εγώ είμαι αυτή που ετοιμάζομαι να μπω τώρα χειρουργείο; Εγώ είμαι αυτή;», δηλαδή θαύμασα τον εαυτό μου. Κι όμως το ξεπέρασα αυτό μια χαρά, δηλαδή λέω... Αν δεν ήμουνα όμως, αν δεν είχα κάνει, παράδειγμα, αν μου τύχαινε αυτό το γεγονός πριν τι θα γινόμουν; Λέω: «Παναγία μου, πώς θα το αντιμετώπιζα αυτό το να μπω στο νοσοκομείο;». Δηλαδή ναι, ήτανε, ήτανε κάποια περιστατικά… Είναι τόσα πολλά τώρα στο μυαλό μου που δεν... Το πρώτο πάντως που ήταν, ήταν το ψέμα, που δεν μου είπαν την αλήθεια, και μεγαλώνοντας ήξερα πάντα εγώ, προσπαθούσα εγώ να απαντήσω τα ερωτήματα, τις απορίες μου. Τώρα αν τα απάντησα σωστά ή λάθος δεν ξέρω… Ναι.
Πώς άλλαξε, αν άλλαξε, η σχέση με τον μπαμπά μετά που πλέον ήξερες και επίσημα ότι είσαι υιοθετημένη;
Δεν άλλαξε με τον μπαμπά μου καθόλου, καθόλου! Καθόλου. Με τη μάνα μου άλλαξε, άλλαξε; Δεν άλλαξε, έτσι ήτανε πάντα, συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Βέβαια ‘ντάξει, νιώθω, τι νιώθω για τη μάνα μου όταν πέθανε πριν δύο χρόνια ας πούμε; Στεναχωρήθηκα γιατί νιώθω ότι αυτή η γυναίκα, ένιωθα προς αυτήν ευγνωμοσύνη. Αυτό το συναίσθημα ένιωθα γιατί με μεγάλωσε και με μεγάλωσε σωστά. Δεν λέω, να λέμε και το ένα, να λέμε και το άλλο. Δεν μπορώ να πω, μπορεί να μην πήρα αυτό που ήθελα σαν παιδί, όμως με μεγάλωσε, μ’ έκανε ένα καλό άνθρωπο, πιστεύω. Με μεγάλωσε, δεν μου έλειψε τίποτα, με μεγάλωσε σωστά, μου έδωσε δηλαδή κάποιες αρχές. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα, μην έχω μόνο τέτοιο. Στο συναισθηματικό κομμάτι υστερούσε, στο υλικό όχι. Μου έδωσε δηλαδή αυτά που έπρεπε να πάρει ένα παιδί να μεγαλώσει σωστά, αυτό.
Και πόσο χρονών ήσουν περίπου όταν βρήκες τη ληξιαρχική πράξη;
Θα ‘μουνα δέκα, δώδεκα.
Και πώς ένιωσες με την επιβεβαίωση πλέον των υποψιών σου;
Λέω «Να το! Αυτό που έλεγα ότι από κάπου ήρθα, δεν είμαι εγώ από δω, δεν είμαι από δω, επιβεβαιώθηκε». Ήμουνα χαρούμενη γιατί... δηλαδή οι απορίες μου να το πω; Ναι οι απορίες μου απαντήθηκαν. Και απαντήθηκαν όπως εγώ τις είχα απαντήσει. Αυτό.
Και αυτό το νέο δεδομένο επηρέασε καθόλου τον τρόπο που έβλεπες τον εαυτό σου;
Το νέο δεδομένο εννοείς μετά που…
Της επιβεβαίωσης της υιοθεσίας.
Μπα, τον εαυτό μου τον έβλεπα πάλι το ίδιο, πάλι το ίδιο, δεν άλλαξε κάτι σ’ αυτό.
Επηρέασε καθόλου τον τρόπο που έβλεπες τη Γέργερη;
Όπως και τώρα, ακόμα και τώρα, ειδικά μετά που βρήκα και τ’ αδέρφια μου, το νιώθω ότι δεν είναι το... δηλαδή το νιώθω σαν ξένο, το νιώθω σαν ξένο. Ενώ πάω στο χωριό μου που έζησα τέσσερα χρόνια, εδώ έζησα πενήντα πέντε, πάω στο χωριό μου και λέω: «Α, αναπνέω αέρα καθαρό!» μπορώ να το πω, ναι. Γιατί ένα κομμάτι που δεν είπα, εγώ πάντα ήθελα να φύγω. Δεν μου άρεσε το χωριό, όχι το χωριό αυτό, γενικά. Ήθελα να πάω ρε παιδί μου, ήθελα να ζούσα, δεν μπορώ να πω ότι η ζωή μου, ‘ντάξει είμαι ευχαριστημένη, τα παιδιά μου, αυτά, αλλά στο 60%. Για να μην πω πιο λίγο λέω το 60 και αυτό κομμάτι μόνο επειδή είναι τα παιδιά μου γιατί θεωρώ σ’ αυτή τη ζωή ό,τι έχουμε δικό μας, εγώ δηλαδή ό,τι έχω δικό μου, θεωρώ ότι είναι μόνο τα παιδιά μου. Τίποτα άλλο δεν μου ανήκει, τα παιδιά μου. Θεωρώ ότι θα μου άρεσε η ζωή μου να ήμουνα σε μία, όχι, δεν λέω στην Αθήνα παράδειγμα, σε μία μικρή επαρχιακή πόλη ώστε να μπορώ να κάνω, να... όπως ανέφερα και στην αρχή, να μπορώ να κάνω πράγματα που δεν τα έκανα. Δεν είχα τη δυνατότητα να τα κάνω ούτε σαν επάγγελμα ούτε σαν... Ναι, σαν επάγγελμα. Θα μπορούσα όμως τώρα να ασχοληθώ παράδειγμα, να πάω σ’ ένα γυμναστήριο, τώρα σαν πελάτης πια. Να ασχοληθώ με τον εαυτό μου περισσότερο, μ’ αρέσει πάρα πολύ να ασχολούμαι με τον εαυτό μου, να τον περιποιούμαι, να... Το βασικό που κάνω στον εαυτό μου που μπορώ να του προσφέρω που δεν με εμποδίζει κανείς είναι ο τρόπος διατροφής, ο τρόπος ζωής, τη διατροφή μου δηλαδή την προσέχω απίστευτα, απίστευτα τη διατροφή μου. Δεν τρώγω ό,τι να ‘ναι, δεν τρώγω, προσέχω τι τρώγω, δεν τρώγω ας πούμε το κρέας παράδειγμα, πολύ... αν το φάω, δηλαδή αν μπορούσα θα το έβγαζα απ’ τη ζωή μου. Το τρώγω απλά μία, δύο φορές, τρεις το μήνα, έτσι μόνο και μόνο για να πάρω κάποιες βιταμίνες, κάποιες πρωτεΐνες, θεωρώ ότι δεν μας κάνει τίποτα το κρέας, πρέπει να τρώμε ό,τι μας δίνει η γη. Ό,τι μας δίνει η γη. Θεωρώ ότι είμαστε καλύτερα έτσι, εγώ τουλάχιστον νιώθω καλύτερα μ’ αυτό. Όταν τρέφομαι σωστά, γυμνάζομαι, γενικά είμαι σ’ επαφή με τη φύση, δηλαδή έρχομαι, θα πάω ένα περίπατο στη φύση κοντά σε πράσινο τέλος πάντων. Αυτά μου αρέσουν πάρα πολύ, αυτά είναι τα ενδιαφέροντά μου, να διαβάσω ένα ωραίο βιβλίο, να πλέξω. Το πλεκτό το έχω βρει μία μορφή απίστευτης ψυχοθεραπείας και εκτός απ’ αυτό δημιουργώ και κάτι, δημιουργώ κάτι, κάτι που θα το φορέσω, που θα το κάνω δώρο σε μια φίλη μου, που αισθάνομαι ότι το έχω δημιουργήσει εγώ με αγάπη, αυτό. Και μ’ ευχαριστεί πάρα πολύ και πιστεύω ότι μου κάνει και πάρα πολύ καλό σαν απασχόληση. Και τουλάχιστον μπορώ να... μπορώ να το... δηλαδή και στο χώρο που ζω τώρα, στο χωριό που είμαι μπορώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό.
Να σε πάω λίγο πίσω στη βιολογική σου οικογένεια.
Να με πας.
Τα αδέρφια σου ξέραν όλα ότι υπήρχε ένα παιδί;
Το ήξεραν τα δύο.
Και πώς αντέδρασαν εκείνοι που δεν γνώριζαν όταν εσύ τους προσέγγισες;
‘Ντάξει, φυσιολογικά, δεν έγινε... Ο ένας μου αδερφός επειδή ήξερε την ύπαρξή μας... Εμείς μεγαλώσαμε σ’ ένα ορφανοτροφείο, μεγάλωσα, έμεινα για κάποιο χρονικό διάστημα μετά που πέθανε η μητέρα μου, μας πήγε, μας πήγαν εκεί ο πατέρας μου.
Λες «μας», [00:40:00]υπήρχε και κάποιο άλλο παιδί;
Ναι, ήμαστε τέσσερα παιδιά. Μετά λοιπόν που πέθανε η μάνα μου αποφάσισαν οι συγγενείς... Άλλοι κι αυτοί, τόσοι που ήτανε ένας δεν μπορούσε να πάρει ένα παιδί στην οικογένειά του; Πόσο θα τρώγαμε, τέλος πάντων; Αποφάσισαν να πάμε στο ορφανοτροφείο.
Α, όλα τα παιδιά;
Όλα τα παιδιά. Η μάνα μου πέθανε στη γέννηση του τελευταίου μου αδερφού, ο οποίος κατευθείαν μόλις γεννήθηκε, υιοθετήθηκε. Κατευθείαν, γράφτηκε δηλαδή με το όνομα αυτό, τον πήρανε ένα ζευγάρι που δεν είχαν παιδιά, πολύ καλοί άνθρωποι, τους γνώρισα κι εγώ, τον πήρανε κατευθείαν. Μείναμε τρία. Λοιπόν, θα πηγαίναμε στο ορφανοτροφείο. Μας στείλανε –άκου να δεις τώρα– με το λεωφορείο να μας στείλουν στο ορφανοτροφείο, να μας παραλάβει κάποιος παπάς, πολύ καλός όμως άνθρωπος, να μας παραλάβει να μας πάει στη Γλυφάδα, σ’ ένα ορφανοτροφείο το οποίο λεγότανε «Το σπίτι της Στοργής», έτσι το έλεγαν. Ο αδερφός μου, λοιπόν, ο μεγαλύτερος δεν ήθελε να έρθει, το κατάφερε, το έσκασε, δεν μπήκε στο λεωφορείο. Του λέγανε: «Ρε παιδί μου, ‘ντάξει», λέγανε στον πατέρα μου, «άσ’ το παιδί, εντάξει». Το κράτησε αυτό. Φύγαμε εμείς τα δύο κορίτσια, πήγαμε στο ορφανοτροφείο, εκεί και μας παρέλαβαν εκεί ρε παιδί μου, μας μεγάλωσαν, ήτανε κάτι κυρίες τέλος πάντων, όπως μεγαλώνουν τα παιδία στο ορφανοτροφείο. Ο αδερφός μου βέβαια, το θυμάται αυτό και αυτός κάποια στιγμή πήγε Αθήνα. Μετά που τέλειωσε το δημοτικό πήγε Αθήνα. Να σημειώσω ότι ο πατέρας μου στο χρόνο απάνω της χηρείας του ξαναπαντρεύτηκε. Έκανε κι ένα άλλο παιδί, γεννήθηκε ένα άλλο παιδί το οποίο είχε μαζί του, ένα αγόρι. Λοιπόν, ο άλλος αδερφός είπαμε που πήγε στην Αθήνα να ακολουθήσει κάποια, έμαθε ξυλουργός τέλος πάντων, έμαθε. Έμαθε πού είχαμε πάει, πήγε στο ορφανοτροφείο, ζήτησε από τον παπά –μάλλον είχαμε δοθεί εμείς, είχαμε δοθεί για υιοθεσία– ζήτησε από τον παπά να μάθει που είχαμε δοθεί, του λέει: «Να με σκοτώσεις δεν θα σου πω. Γιατί δεν ξέρω τα παιδιά τι ξέρουν και τι δεν ξέρουν, δεν μπορείς να πας εσύ τώρα να τους πεις είμαι ο αδερφός σου, κατάλαβέ το», του λέει, «αυτό». Κι έμεινε αυτός πάντα με το ότι: «Έχω δύο αδερφές, πού είναι; Πού;» πάντα μ’ αυτό το... στο μυαλό κι αυτός μεγάλωνε, τέλος πάντων. Τη μέρα βέβαια που ήρθαν οι θετοί μου γονείς να με πάρουνε είχαμε, πώς να το πω; Ήρθανε ένα ζευγάρι από την Αμερική, Ελληνοαμερικάνοι. Ελληνοαμερικάνοι ήτανε, ήθελαν να υιοθετήσουνε δύο παιδιά και είχαμε εμείς, ήταν τα χαρτιά μας έτοιμα να πάμε στην Αμερική και οι δύο, στο Σικάγο. Τη μέρα, λοιπόν, που θα φεύγαμε, άκου να δεις τώρα το τυχερό καμιά φορά, δεν ξέρω, λένε η τύχη; Το κάρμα; Τι να πω; Ήρθαν οι γονείς μου να ζητήσουν ένα παιδί. Δεν μ’ αρέσουν αυτές οι φράσεις: «Να ζητήσουν». Λες και είμαστε ένα κιλό ρύζι. Θέλανε κορίτσι, λένε: «Έχουμε δύο κορίτσια αλλά πάνε Αμερική». «Να μας δώσετε», λέει, «το ένα». «Πώς θα γίνει;», τέλος πάντων μέσω μιας γνωστής μας χωρίσανε και ήρθα εγώ εδώ και η αδερφή μου έφυγε για το Σικάγο. Άλλο λάθος της μάνας μου, καμιά φορά της το ‘λεγα στη μάνα μου τη θετή: «Καλά, δεν μπορούσες να πάρεις τα δύο κορίτσια;». Λέει: «Μα δε, δε», «Τι δε, δε, δε;» δηλαδή είχα πολλά... είχα πολλά, είχα μαζέψει πολλά. «Γιατί μας χωρίσατε;» εκεί που δηλαδή είχαν την οικονομική άνεση ο πατέρας μου να ζήσει κι άλλο παιδί. Δεν είπα βέβαια και κάτι άλλο: όταν ήρθα εδώ... Μάλλον να συνεχίσουμε από κει με την οικογένειά μου; Ναι, ο αδερφός μου που λες έκανες προσπάθειες, έκανε, έκανε ρε παιδί μου, αλλά ήτανε άκαρπες όπως και βρεθήκαμε πριν πέντε χρόνια.
Όταν ήρθα εδώ πέρα δε μ’ αντιμετωπίσανε... Η οικογένεια του πατέρα μου του θετού, με ζήλεια. Γιατί; Ο πατέρας μου ήτανε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τα αδέρφια του και θέλανε τα αδέρφια του όλα –είχε εφτά αδέρφια ο πατέρας μου– να πάρει κάποιο απ’ τα παιδιά τους πριν να ‘ρθω εγώ εδώ. Και είχανε μια ένταση μεταξύ τους: «Όχι, το δικό μου θα πάρεις, όχι το δικό μου θα πάρεις, όχι το δικό μου θα πάρεις». Και λέει η μάνα μου η θετή τώρα: «Έλα να σου πω», του λέει, «δεν θα κάθομαι να τέτοιο, θα πάμε να πάρουμε ένα ξένο παιδί». Αυτοί, λοιπόν, με είδαν σαν αντίζηλο όταν ήρθα εδώ πέρα. Ότι θα πάρω εγώ, ένα ξένο παιδί, την περιουσία του πατέρα μου, του αδερφού τους, κατάλαβες; Κι είχα κι αυτό το κομμάτι. Και είχα και τις φράσεις, πήγαινε η μάνα μου να δει, ας πούμε, μια κουνιάδα της που γεννούσε και μ’ έπαιρνε κι εμένα μαζί, κι έλεγε ένας θείος ας πούμε: «Να ρε παιδί μου ομορφιά, ωραία παιδιά», και καλά όχι σαν αυτό που έχεις εσύ. Κατάλαβες; Παιδιά από σόι; Πώς ήθελε να το πει τώρα έτσι. Κουβέντες τώρα ανθρώπων... εγώ θεωρώ αμόρφωτων, τους ανθρώπους όχι που έχουνε... αμόρφωτοι στην ψυχή, όχι το ότι δεν ξέρουνε την αλφαβήτα ή να ξέρουν μια ξένη γλώσσα. Αυτό εννοώ αμορφωσιά, αυτή την αμορφωσιά είχανε, της ψυχής. Και... δηλαδή ο άνθρωπος προσβάλλει. Εγώ δεν ξέρω, ρε παιδί μου, δεν μ’ αρέσει ποτέ! Ούτε θέλω να με προσβάλλουνε, αφάνταστα πληγώνομαι αλλά ούτε θέλω να προσβάλλω. Δεν μ’ αρέσει να προσβάλλω τον άλλο και έχω ακούσει εγώ τέτοιες προσβολές τέτοιου τύπου, ότι: «Σόι, ρε παιδί μου. Το μωρό αυτό είναι από σόι, όχι και καλά το δικό σου το παιδί». Μεγαλώνοντας βέβαια τι βάλαν στο μυαλό τους μετά; Θα μπορούσε κάποιος απ’ τα παιδιά μας να με παντρευτεί. Ξαδέλφια μου πρώτα, που εγώ τα ένιωθα πρώτα μου ξαδέρφια, είχαμε πάλι άλλο κομμάτι αυτό. «Να την πάρει εμένα ο γιος μου ή εσύ ο γιος σου ή εσύ ο γιος σου, κάποιος τέλος πάντων, να μην πάει η περιουσία σε ξένο», και είχα κι αυτό το κομμάτι.
Πώς ένιωθες;
Τι να σου πω, δηλαδή; Χάλια… Λέω, ρε παιδί μου, γι’ αυτό είχα μετά έτσι, όπως σου λέω, με πλήγωνε το χωριό, ήθελα να φύγω δηλαδή και το ‘νιωθα μετά πιο έντονο το αίσθημα, αυτή την τάση την φυγής. Θέλω να φύγω από όλο αυτό το κομμάτι. Λέω: «Τι με πήραν εμένα εδώ πέρα τώρα; Γιατί με φέρανε σ’ ένα τέτοιο», δηλαδή αυτό το είπα πολλές φορές. «Γιατί με φέρανε εμένα εδώ;» Καλύτερα να ‘μουν εκεί στο χωριό μου να τρώω κρεμμυδάκια που έτρωγα, τουλάχιστον όμως... Δεν ήταν ξαδέρφια μου, αλλά ήταν ξαδέρφια μου. Δηλαδή τώρα, τι μου λέει αυτός; «Εγώ σε ξέρω, παιδί μου, έχουμε μεγαλώσει μαζί, παίζαμε μαζί, σε ξέρω ξάδερφό μου και τώρα θες να με παντρευτείς; Για να μην χάσεις την περιουσία;» αυτό δηλαδή. Δεν ξέρω αν τα ‘χουν όλα τα παιδιά αυτά τα υιοθετημένα ή μόνο εγώ αν τα αντιμετωπίζω. Φαντάζομαι… Εγώ πάντως αυτά αντιμετώπισα, τ’ αντιμετώπισα αυτά, αυτό το κομμάτι, ήταν πολύ άσχημο. Και να σου πω κάτι; Τώρα τους έχω ξεχωρίσει, τώρα, τα τελευταία χρόνια έχω ξεχωρίσει ποιους αγαπώ απ’ το σόι του πατέρα μου, ποιους αγαπώ, ποιους νιώθω τέλος πάντων, έχω ξεχωρίσει. Και ποιους δεν τους θέλω καθόλου ρε παιδί μου, μου είναι αδιάφοροι, δεν λέω ότι μισώ, όχι, προς Θεού! Αλλά μου είναι αδιάφοροι, δεν πιστεύω ότι μ’ αγαπάνε, δηλαδή και τόσα χρόνια μου κάναν τους καλούς. Όχι, καθόλου, καθόλου δεν το πιστεύω ότι μ’ αγαπάνε αυτοί οι άνθρωποι. Έχω ξεχωρίσει πια πλέον ποιοι είναι δίπλα μου και ποιοι δεν είναι, ποιους αισθάνομαι τέλος πάντων δίπλα μου και ποιους όχι. Όμως για τον πατέρα μου το βιολογικό νιώθω απαίσια, ένα θυμό. Δεν θα ‘θελα ποτέ μου να τον δω αυτό τον άνθρωπο γιατί τον θεωρώ αυτός δηλαδή μας έβαλε στο λεωφορείο και μας έδιωξε. Γιατί, ρε φίλε, μας έδιωξες; Δεν μπορούσες να μας ζήσεις; Μα αφού ξαναπαντρεύτηκες! Η γυναίκα που πήρες λοιπόν; Αφού σε πήρε και ήξερε ότι είχες τρία παιδιά, τέσσερα, τρία, γιατί ο άλλος δόθηκε αμέσως, τρία παιδιά, λοιπόν πήρες έναν άνθρωπο που είχε τρία παιδιά, πρέπει να τα προσέξεις αυτά τα παιδιά. Όταν λοιπόν πεθαίνει... Το δίδαγμά μου απ’ τη ζωή ποιο είναι; Όταν πεθαίνει η μάνα, τέρμα τα παιδιά! Είτε υιοθετηθούνε, είτε δοθούνε, δηλαδή, τα παιδιά ορφανεύουνε από τη μητέρα. Αυτό είναι η κεντρική ιδέα της ζωής να το πω; Ότι τα παιδιά πρέπει να έχουνε τη μάνα πάντα δίπλα τους. Θα μου πεις: «Δεν είναι πάντα, συμβαίνουνε, πεθαίνουνε οι μητέρες» αλλά, τα παιδιά ορφανεύουνε από τη μάνα. Αυτό είναι το... της ζωής μου, ναι, γιατί έχω… Ορισμένα γεγονότα, ρε παιδί μου, σ’ έχουνε σημαδέψει. Θα μου πεις ο γάμος ήτανε μία λύτρωση; Όχι βέβαια, δεν ήταν ο γάμος μια λύτρωση γιατί βγαίνει κι αυτός με προβλήματα. Με προβλήματα εννοώ γενικά δημιουργούνται άλλος κύκλος προβλημάτων μπροστά σου, έτσι είναι.
Και πώς λύθηκε εκείνη η κατάσταση που θέλαν οι πρώτοι ξάδερφοι να σε παντρευτούν;
Ευτυχώς, η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν μαζί μου, δηλαδή δεν το δέχτηκαν αυτό, ευτυχώς! Εάν μου το επιβάλανε, γιατί θα μπορούσανε άνετα αυτό να μου το επιβάλουνε, να πούνε: «Α!», τότε όμως εγώ θα ‘φευγα. Θα ‘φευγα! Θα ζητούσα τη βοήθεια δεν ξέρω, από κάπου, δεν ξέρω, κάπου θα πήγαινα τέλος πάντων, θα... θα ‘φευγα όμως. Αυτό δεν θα το ανεχόμουνα. Πιστεύω δηλαδή ότι αυτό θα το ‘κανα! Θα ‘φευγα, θα ζητούσα βοήθεια κάποιων συγγενών, κάποιων φίλων, κάποιος, δεν μπορεί, κάποιος θα με καταλάβαινε! Γιατί της μάνας μου το σόι, τους συγγενείς ήταν ‘ντάξει, τελείως διαφορετικό απ’ του πατέρα μου, αυτά να τα λέμε. Η μάνα μου είχε πολύ καλό... οι συγγενείς της ήτανε πάρα πολύ καλοί,[00:50:00] δεν μου δείξανε ποτέ κάτι τέτοιο που μου δείξανε οι συγγενείς του πατέρα μου. Θα ζητούσα τη βοήθειά τους από κάποιο άτομο, ναι, θα ‘φευγα. Δεν θα το δεχόμουν αυτό με τίποτα! Παναγία μου, δηλαδή και μόνο που το σκέφτομαι τρελαίνομαι τώρα. Ήτανε άσκημο κομμάτι αυτό.
Πόσο χρονών ήσουν όταν συνέβη;
Δεκαεφτά, δεκαοχτώ. Ήθελαν να προλάβουν, μη με προλάβει κάποιος άλλος.
Και τελικά πόσο χρονών παντρεύτηκες;
Στα είκοσι, δεκαεννέα. Άλλο λάθος. Λάθος που παντρεύτηκα τόσο μικρή, όχι για το άτομο, γενικά που παντρεύτηκα. Είπα για το θυμό, ναι, είπα για το πατέρα μου ότι ένιωθα το θυμό, πάρα πολύ.
Εκείνος ζει τώρα;
Όχι, πέθανε πριν λίγα χρόνια είναι βέβαια, που πέθανε και πέθανε, βέβαια, μου λένε, ότι πέθανε μ’ αυτό το μαράζι να το πούμε, για τα παιδιά του. Το μετάνιωσε μετά. Μετά μου είπανε, μετά που φύγαμε από το χωριό, μετά από λίγο διάστημα ήθελε να πάει να μας πάρει, το μετάνιωσε. Γιατί δεν μας πήρε λοιπόν, όμως; Εγώ δεν τον συγχωρώ. Δεν τον συγχωρώ, νιώθω θυμό, θυμό, δεν θα ήθελα να τον δω και να ζούσε γιατί τον θεωρώ υπαίτιο της όλης ζωής μας, μας έκανε έτσι, μας χώρισε τ’ αδέλφια, τ’ αδέλφια μας χώρισε. Αυτό, γιατί αν δεν είχα αδέρφια θα πεις: «’Ντάξει, μόνη σου θα ήσουνα», όμως γιατί να χωρίσεις απ’ τη στιγμή που εγώ ξέρω ότι έχω ανίψια, αδέλφια, συγγενείς. Οι οποίοι βέβαια, μπορώ να πω ότι έχω πάρει αυτά τα πέντε χρόνια απίστευτη αγάπη κι απ’ τα ανίψια μου, δηλαδή μιλάμε μου στέλνουνε μηνύματα: «Θεία μου, τι κάνεις;» δηλαδή νιώθω ότι αυτά είναι που μ’ αγαπάνε, τέλος. Τέλος! Τους νιώθεις, μόνο που θα τους δεις, το νιώθεις. Αυτό, ό,τι δεν είχα πάρει τόσα χρόνια, την πήρα τώρα σε πέντε χρόνια όλη μαζί. Ναι, μ’ έχει πάει πάρα πολύ ψηλά αυτό το πράγμα, μ’ έχει πάρει, μου ‘χει δώσει μια αυτοπεποίθηση, έτσι μια ικανοποίηση, βλέπω τη ζωή διαφορετικά, ναι. Δεν έχω πια αυτή, γιατί ήμουνα πάντα, ρε παιδί μου, ειδικά σ’ αυτή την κατάθλιψη πάντα, η κατάθλιψη φαινότανε και πάνω μου, στο πρόσωπό μου φαινότανε! Φαινότανε, πάρα πολύ.
Τώρα που ανέφερες την κατάθλιψη, θυμάσαι έτσι κάποια στιγμή που γύρισες και είπες στον εαυτό σου: «Ωχ, μάλλον έχω κάποιο πρόβλημα;»;
Το είπα πολλές φορές γιατί δεν ήξερα τι είχα. Εγώ, ο όρος κατάθλιψη και άγχος δεν ήξερα τι ήτανε. Και είχα, επειδή είχε σωματοποιηθεί το άγχος μου είχα συμπτώματα και λέω: «Κάτι έχω. Κάτι έχω στο κεφάλι μου, κάτι έχω στην καρδιά μου», γιατί τα συμπτώματα αυτά τα όργανα μου κτυπούσανε. Και λέω: «Κάτι έχω, κάτι σοβαρό έχω». Πήγαινα στο γιατρό, μου λέει: «Μα δεν έχεις τίποτα», ήμουνα δύο μέρες καλά μετά πάλι ξανά. Λέω: «Κάτι έχω, πρέπει ν’ αλλάξω γιατρό».
Δηλαδή τι ένιωθες; Τι πάθαινες;
Τι ένιωθα; Ένιωθα έντονους τους παλμούς της καρδιάς μου, ταχυκαρδία έτσι, και μόνο το φόβο που ένιωθα λέω: «Κάτι έχω», δηλαδή με πονούσε το κεφάλι μου, πονούσε; Δεν πονούσε, αλλά ήταν συνέχεια σφιγμένο, το ένιωθα συνέχεια ένα σφίξιμο όλη μέρα. Το βράδυ που μαζευόμαστε όλη η οικογένεια στο σπίτι, χαλάρωνα επειδή είμαστε όλοι μαζί, κι ένιωθα ότι μου ‘φευγε ένα βάρος από πάνω μου. Και το πρωί πάλι το ίδιο. Αυτό. Αυτό πιο πολύ είχα και ορισμένες φορές κρίσεις πανικού. Δηλαδή, βρέθηκα κάποτε πήγαινα και καλά σε μία ψυχολόγο που αμέσως το σταμάτησα βέβαια αυτό γιατί δεν ήθελα, μου ήτανε χρονοβόρο, έβλεπα ότι δεν έβλεπα άμεσα αποτελέσματα, λέω: «Μπα, δεν κάνω εγώ εδώ πέρα». Τέλος πάντων, μια μέρα με πήγε ο άντρας μου και με άφησε... Τα ‘βαλα και μαζί του και μετά γιατί με άφησε, ενώ ήξερε ότι εγώ δεν μπορούσα να μείνω μόνη μου, με άφησε. Εντάξει, βγήκα εγώ πάνω, χτύπησα το κουδούνι, όμως η γυναίκα δεν είχε έρθει ακόμα. Όταν κατάλαβα, λοιπόν, εγώ ότι είμαι μόνη μου στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, κατεβαίνω τη σκάλα αμέσως κάτω, πάω έξω, το πρώτο μαγαζί που βρέθηκε δίπλα μου ήτανε μια έκθεση επίπλων, μπαίνω μέσα, κάτασπρη φαντάζομαι, γιατί μου λέει ο άνθρωπος: «Τι έχεις;», με κοίταξε με απορία, «Τι έχεις;». Λέω: «Λίγο νεράκι, ζαλίστηκα», ντράπηκα! Τι να πω; Ότι φοβόμουνα; Ντροπή! Τι να πω τώρα; Να πω στον άλλο, να μου πει: «Τρελή είναι αυτή;». Μόλις όμως ένιωσα ότι βρέθηκα με κάποιον που μπορώ να του μιλήσω, μου λέει: «Κάθισε», μου έδωσε ένα ποτήρι νερό, αμέσως ηρέμησα. Μέχρι που ήρθε η γυναίκα, βγήκα απάνω μετά, συνέχισα την συνεδρία μου. Αλλά δεν, δηλαδή, όσο και να προσπαθούσε –γι’ αυτό είπα δεν είχε τον τρόπο να με βοηθήσει– θα μπορούσε, γιατί με άφησε εκεί; Και το είπα μετά, λέει: «Δεν μπορούσες να περιμένεις;», δεν καταλαβαίνει ο άλλος τον άλλο. «Δεν μπορούσες να περιμένεις;», λέει! Έτσι μου συμπαραστέκεσαι όμως; Δεν είναι το θέμα… έπρεπε, δηλαδή, δεν είχα και την κατάλληλη... την κατάλληλη στήριξη δεν την είχα. Δε, δεν, δεν με βοηθούσε έτσι. «Μα τι άλλο να ‘κανα», λέει, «εγώ; Να κάθομαι εκεί μαζί σου;», «Ναι, έπρεπε να κάτσεις μαζί μου να τέθοιο, αφού δεν ήμουνα καλά. Εσύ κοιτούσες, η προτεραιότητά σου ήταν οι δουλειές σου», «Μα είχα», λέει, «δουλειά, μα έτσι, μα αλλιώς», «’Ντάξει», λέω κι εγώ, «προκειμένου τώρα να σε φέρνω», λέω κι εγώ, δηλαδή, γι’ αυτό σταμάτησα. Λέω: «Φέρνω πρόβλημα, τη στιγμή που σου είμαι πρόβλημα, σταματάω, τέλος». Το ‘νιωθα έτσι, ότι ήμουνα βάρος στον άλλο. Λέω: «Αφού σου είμαι βάρος, εγώ σταματάω τις συνεδρίες μου». ‘Ντάξει, δεν μου είπε όμως: «Όχι, θα συνεχίσουμε», το δέχτηκε. Είχα την εντύπωση ότι του έβαλα ένα βάρος από πάνω του, το να με πηγαινοφέρνει στο Ηράκλειο μία φορά την εβδομάδα, ‘ντάξει. Γιατί ήμουνα κι αυτό, δηλαδή ένιωθα, έβλεπα έτσι αυτή την αντιμετώπιση λέω: «Μωρέ, όλο προβλήματα δημιουργείς, κάτσε σπίτι σου και ‘ντάξει, ό,τι γίνει θα γίνει». Τι έγινε; Οδηγήθηκα... Δέκα χρόνια να την βιώνεις την κατάθλιψη ξέρεις τι είναι; Σημαντικό, πολύ σημαντικό.
Δηλαδή πότε έγινε αυτό; Αυτές οι συνεδρίες μ’ εκείνη την ψυχολόγο;
Μετά που πέθανε ο πατέρας μου το 2000, το 2000 περίπου ήτανε, πριν να πεθάνει ο πατέρας μου, γιατί μετά που πέθανε πήγα κατευθείαν σε ψυχίατρο. Ήτανε πριν στο διάστημα αυτό από το 1990 μέχρι το 2000, αυτή τη δεκαετία βίωσα την κατάθλιψη. Δεκατρία χρόνια, τι δεκαετία, δεκατρία χρόνια. Το 2002 προς ‘03 πήγα στον ψυχίατρο. Ήταν ο ψυχίατρος ένα ταμπού. «Στον ψυχίατρο θα πάμε; Μα τι λέμε τώρα; Τι είμαστε, τρελοί;» Μέχρι που... Δηλαδή μου το ‘λεγε αυτό, μου το ‘λεγε ο άντρας μου, δηλαδή: «Πού θα πάμε; Σε ψυχίατρο;». Γιατί να μην πάμε όμως; Γιατί να μην πάμε; Μετά που πήγαμε τώρα κι αυτός ο ίδιος συμβουλεύει και άλλους: «Να πάτε», ξέρω γω, κατευθείαν, γιατί δεν μου το είπε κι εμένα τόσα χρόνια; Απλά μου ‘λεγε: «Ξέρεις εγώ πώς πέρασα;». Καμιά φορά μου το έλεγε: «Ξέρεις εγώ τι βίωσα τα δέκα χρόνια αυτά;». Εσύ τι βίωσες ή εγώ; Που ήμουνα δίπλα σου, που δεν είχες όρεξη, που δεν τέτοιο; Ωραία, εσύ βίωσες αυτό. Εσύ όμως πότε-πότε μπορούσες να βγεις κιόλας. Έβγαινες, έβγαινες, μ’ άφηνες ενώ ήξερες ότι φοβόμουνα τα βράδια να μείνω μόνη μου, καθόσουν, ας πούμε, το βράδυ στην παρέα στο καφενείο μέχρι δύο, τρεις, τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα να παίζεις χαρτιά. Εγώ ξέρεις πώς ένιωθα δω πέρα; Μόνη μου; Κάποτε είχα φτάσει στο σημείο να τον πάρω τηλέφωνο τα ξημερώματα να ‘ρθει. Έτσι μου συμπαραστέκεσαι; Τα παιδιά μου ήτανε τότε σε νεαρή ηλικία, φεύγανε, διασκεδάζανε με τους φίλους τους, το’ να το άλλο. Δεν μπορούσα να τους πω των παιδιών: «Κάτσετε σπίτι να βλέπετε τη μαμά σας». Εσύ, όμως, πώς το βλέπεις όταν λες συμπαραστέκομαι; Πώς; Είναι κι αυτά το κομμάτι… Δεν συμπαραστέκεσαι στον άλλο με το να κάθεσαι να... ή να βγαίνεις εσύ, να πηγαίνεις κάπου σε κάποιο μπαρ ή έτσι ξέρω γω τι, επειδή εγώ δεν έχω... Μα δεν κάνεις κάτι να το... ίσα-ίσα ρίχνεις λάδι στη φωτιά πιστεύω εγώ. Δηλαδή, την πληγή την ματώνεις περισσότερο, δεν την επουλώνεις έτσι. Αυτό το συμπέρασμα βγάζω εγώ κι άσε να λέει τώρα, δηλαδή αυτό τη φράση του... Κι αυτή τη φράση δεν μ’ αρέσει και γι’ αυτό την επαναλαμβάνω συχνά ότι: «Σου συμπαραστάθηκα δέκα χρόνια εγώ. Δεν σου συμπαραστάθηκα;». Eγώ δηλαδή δεν θα συμπαραστεκόμουν έτσι στον άλλο, εγώ. Όπως το βλέπει ο καθένας.
Ήταν καθόλου δύσκολη η απόφαση να πας σε ψυχίατρο εκεί γύρω στο 2003 στην Γέργερη;
Για μένα όχι, δεν ήταν, εγώ το ήθελα πάρα πολύ, δεν ήτανε καθόλου. ‘Ντάξει, είχα την αγωνία, λέω: «Πώς θα ‘ναι; Τι θα μου πει; Τι θα…», το τι θα μου πει, [01:00:00]πώς θα μ’ αντιμετώπιζε, πώς θα ήτανε, αλλά ευτυχώς ήτανε ο άνθρωπος ένας νέος άνθρωπος... Ναι, ήταν νέος, περίπου στην ηλικία μου, δεν ήτανε, εγώ τον είχα στο μυαλό μου ένα γέρο, δεν ξέρω πώς, ο ψυχίατρος έτσι μου ‘ρχεται στο μυαλό μου, στη φαντασία μου ένας γέρος, δεν ξέρω πώς το είχα έτσι στην φαντασία μου, έτσι μου ‘χε μπει ο ψυχίατρος. Κι όταν τον είδα και μου μίλησε έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο... Αφού να φανταστείς όταν πήγα, την πρώτη φορά που πήγα, ένιωθα τόση υπερένταση που δεν έκατσα στην καρέκλα. Μου λέει ο άνθρωπος: «Κάθισε»,, ούτε το άκουσα εγώ αυτό, πήγαινα πάνω-κάτω. Δεν μου είπε τίποτα, μια φορά μου είπε: «Κάθισε» δεν εκάθισα, απλά με περιεργαζότανε, πώς κινιόμουνα, τι έκανα και με άκουγε έτσι, στο όρθιο. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω το έκανα το... εκατό φορές το έκανα το ιατρείο του. Αλλά δεν μου είπε: «Κάθισε» μετά, καθόλου. Απλά έγραφε, αυτός κατάλαβε, φαντάζομαι καταλάβαινε από τις κινήσεις που έκανα και πώς μιλούσα και όλα αυτά, καλή του ώρα πάντως! Με βοήθησε πάρα πολύ, φαντάζομαι και σε άλλον να πήγαινα δεν ξέρω, ίσως να με βοηθούσε, οποιοσδήποτε, τέλος πάντων εμένα αυτός στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο γιατρός μου και με βοήθησε απίστευτα. Αλλά πιστεύω ότι τα παιδιά τα υιοθετημένα δύσκολα βρίσκεις, δηλαδή αυτό που έχω αποκομίσει από τη ζωή μου, ότι δύσκολα θα βρεις ένα παιδί υιοθετημένο να μην έχει θέματα. Ένα μικρό ποσοστό θα είναι, όλα τα παιδιά όλο και κάποια θέματα θα ‘χουν. Θα κουβαλάμε μέσα μας πάντα αυτό το «Γιατί; Γιατί σε μένα;», έτσι.
Μας είπες ότι παίρνεις θεραπεία. Μπορείς να μας περιγράψεις πώς άλλαξε η ζωή σου εκείνο το πρώτο δίμηνο που την έπαιρνες; Τι ήταν διαφορετικό;
Πάρα πολύ! Μου φάνηκε ότι ξαναγεννήθηκα! Φαντάσου τι είχα ζήσει δέκα χρόνια πριν. Ήμουνα στο σκοτάδι και σαν να πέρασε απότομα, σιγά-σιγά ξημέρωνε, σαν να ξέφωτο, μεσημέριασε απότομα, ενώ ήμουνα με το φεγγάρι, βρέθηκα σιγά-σιγά ένας μεγάλος ήλιος. Αυτό, για να σου δώσω να το καταλάβεις. Πολύ, πολύ άλλαξε, αφού ναι, μου φαινόταν, λέω: «Δεν είμαι εγώ αυτή που τα κάνω αυτά». Φαντάσου τι μου ‘χανε λείψει, πάρα πολλά. Αυτό ακριβώς όπως το είπα, βγήκα απ’ το σκοτάδι, αυτό τα λέει όλα φαντάζομαι.
Και πώς αντέδρασε έτσι η οικογένειά σου, τα παιδιά σου, οι συγγενείς που...
Τα παιδιά μου, δεν τους είχα πει ποτέ τίποτα, προσπαθούσα να το κρύψω απ’ τα παιδιά μου. Δεν ήθελα να το... με βλέπανε κάποιες στιγμές ότι είχα κάποια ξεσπάσματα, να κλαίω, να... ειδικά η κόρη μου που ήταν μικρή δεν ξέρω αν το κατάλαβε. Τ’ αγόρια τώρα μόνο τους το είπα, τα τελευταία χρόνια τους έδωσα να το καταλάβουνε τι είχα. Το αγόρια ξέρεις ήταν πιο πολύ έξω, δεν καταλάβανε ότι η μάνα τους είχε κατάθλιψη, προσπάθησα να το κρύψω απ’ την οικογένειά μου. Προσπάθησα να το κρύψω… Απ’ τα παιδιά, απ’ τα παιδιά!
Και ο κύκλος σου; Τα άτομα που έκανες παρέα, που έβλεπες συχνά;
Τα άτομα που έκανα παρέα πιστεύω ότι χάρηκαν. Αυτοί μάλλον που με αγαπούσανε, που... ναι, επίσης η μάνα μου το ήξερε αυτό ότι πήγαινα σε γιατρό, και η πεθερά μου, το ξέρανε. Το πιστεύεις ότι η μάνα μου... Τέλειωσα τις συνεδρίες μου, τις συνεδρίες που πήγαινα στο γιατρό, στην αρχή πήγαινα συχνά μέχρι να ομαλοποιηθεί η θεραπεία μου, η κατάστασή μου να ομαλοποιηθεί, πήγαινα συχνά. Πήγα λοιπόν, ουδέποτε με ρώτησε όμως η μάνα μου: «Είσαι καλά τώρα; Τι κάνεις;», ενώ ήξερε ότι το είχα θέμα. Άλλο παράπονό μου αυτό. Θα μου πεις: «Εσύ τι θα ‘κανες τώρα;». Συγγνώμη, δεν θα ρωτούσα το παιδί μου; Ή, εγώ τι άλλο θα ‘κανα, θα ρωτούσα το γιατρό, αν ήθελε να μου μιλήσει εφόσον ήμουνα –ξέρω ότι δεν μιλάνε– αλλά σαν μητέρα, σαν μάνα, μπορεί να μου έλεγε. Ενδιαφέρομαι για την υγεία του παιδιού μου –επειδή υπάρχει το ιατρικό απόρρητο– αλλά έστω κι εμένα να μου πει: «Σε βλέπω, είσαι καλύτερα, όντως είσαι καλύτερα;» δηλαδή είναι αυτό… Ποτέ δεν με ρώτησε κανείς. Κανείς; Πέρα από τις φίλες μου, οι φίλοι με ρωτήσανε, η μάνα μου δεν με ρώτησε ποτέ. Και λέω τώρα εγώ με το μυαλό μου, πάντα, πάντα! Αυτό το είχα από μικρό παιδί, μέχρι που μεγάλωσα, έλεγα: «Η μάνα μου θα το ‘κανε αυτό; Η μάνα μου θα το ‘κανε αυτό; Αν ήτανε πραγματική μου μάνα θα το ‘κανε αυτό;». Πάντα αυτή η ερώτηση την είχα και μετά που έκανα εγώ τα παιδιά μου, επειδή έβλεπα εγώ πώς φερόμουνα στα παιδιά μου, λέω: «Η μάνα μου δεν μου το ‘κανε ποτέ αυτό εμένα, η μάνα μου δεν με ρώτησε ποτέ, δεν έκανε αυτό». Πάντα σύγκρινα, ότι μια πραγματική μάνα ό,τι και να μου έλεγε ρε παιδί μου έτσι άσχημο ξέρω γω, λέω: «Αν δεν ήταν η μάνα μου δεν θα μου το έκανε. Μου το είπε αυτό γιατί δεν είμαι παιδί της εγώ». Εγώ πάντα είχα την απάντηση έτοιμη. «Μα δεν είμαι δικό της παιδί», αυτή η απάντηση ήτανε πάντα…
Και την πρώτη φορά που άκουσες την λέξη κατάθλιψη, τι σκέφτηκες;
Δεν την άκουσα, δηλαδή στην αρχή μου λέει ο γιατρός: «’Ντάξει, δεν έχεις τίποτα, λίγο άγχος είναι, θα περάσει». Μου το είπε ότι είχα κατάθλιψη όταν ήμουνα πλέον στο 50% της θεραπείας μου, μου το είπε, όταν ήμουν καλά, κατάλαβα τι ήταν κατάθλιψη, ναι. Τώρα, ‘ντάξει, το βλέπω ότι είναι ένα σύνηθες φαινόμενο που βλέπουμε γύρω μας. Και μάλιστα τώρα μπορώ να σου πω ότι μπορώ να βοηθήσω κι εγώ κάποιον, δηλαδή να τον βοηθήσω, να μου πει συμπτώματα που ‘χα παρόμοια με μένα, ‘ντάξει, άνετα τον βοηθάω κι εγώ τώρα. Τον βοηθάω, όσο μπορώ τέλος πάντων γιατί όταν μοιράζεσαι κάτι, θεωρώ ότι αυτό που μοιράζεσαι όταν είναι άσχημο μετριάζεται. Όπως λένε ο πόνος θα μετριαστεί, η χαρά θα διπλασιαστεί, κάπως έτσι.
Και πέρα από τη θεραπεία και το κέντημα που μας είπες, υπήρχε και κάτι άλλο που σε βοήθησε στη διαχείριση της κατάθλιψης;
Ναι, ο περίγυρός μου, δηλαδή οι φίλες μου, ναι, μου συμπαρασταθήκανε, φίλοι, μου συμπαρασταθήκανε. Κι ένας φίλος που έχω, ο οποίος είναι γκέι αλλά θεωρώ ότι είναι, έχω μοιραστεί μαζί του πράγματα που δεν τα ‘χω πει σε κανένα. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλός. Γενικά δεν ξέρω, αυτοί οι άνθρωποι μου φαίνεται ότι είναι πάρα πολύ καλοί φίλοι, θεωρώ από μια γυναίκα. Πρώτα πρώτα δεν υπάρχει αντιζηλία μεταξύ τους, δηλαδή σε βλέπουνε σαν... Ναι μεν ανήκει στο άλλο φύλο, αλλά όμως είναι οι φιλίες, θεωρώ ότι, όσον αφορά τον εαυτό μου, έχω δυο τρεις γνωρίσει γκέι, έχομε πάρα πολύ καλές σχέσεις, ειδικά με τον ένα πάρα πολύ καλές. Και με βοήθησε αυτό το κομμάτι το συγκεκριμένο που με ρώτησες, πάρα πολύ. Πάρα πολύ.
Οπότε αν και το 2003 που πήγες ήταν ταμπού το να πάει κανείς σε ψυχίατρο, τελικά όταν ανοίχτηκες και είπες το πρόβλημά σου, οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοί στο να ακούσουν;
Ναι!
Δεν αντιμετώπισες κάποια περιθωριοποίηση;
Όχι, όχι, και τώρα μπορώ να σου πω και όσο πάει, δηλαδή και τώρα εγώ είμαι ανοικτή, μιλάω για το πρόβλημά μου και τώρα, ενώ πριν δεν μιλούσα. Ή μιλάω τώρα για την υιοθεσία μου, που πριν δεν μιλούσα. Οι άνθρωποι δίπλα μου λέγανε επειδή δεν ξέρανε, βέβαια, λογικό, δεν ξέρανε αν ξέρω κάτι και θα λέγανε κάποια κουβέντα και μετά δεν την συνεχίζανε, σου λένε: «Μήπως δεν ξέρει κάτι, μήπως μην το αναφέρουμε». Τώρα όμως όταν τους το αναφέρω εγώ, καμιά φορά πω ας πούμε: «Το χωριό μου είναι από κει, εγώ είμαι από κει», με κοιτάνε και μου λένε: «Α, ναι» δηλαδή, μου μιλάνε και αυτοί μετά, γιατί θυμούνται. Με θυμούνται όταν ήρθα εδώ πέρα μωρό, το ξέρουνε, το ξέρουνε της γενιάς μου οι... όχι οι πιο μικροί στην ηλικία, το ξέρουν της γενιάς μου και θέλουν να με ρωτάνε[01:10:00], βλέπω ότι με ρωτάνε, έχουνε απορίες: «Και πώς ήρθες; Και τα θυμάσαι; Και ζούνε οι γονείς σου;» και τέτοια, με ρωτάνε. Ειδικά τώρα που βλέπουν ότι τ’ αδέρφια μου έρχονται εδώ πέρα, επειδή έρχονται, ‘ντάξει είναι πιο... ναι. Με ρωτάνε, το ‘χουνε μάθει πλέον και δεν μ’ ενοχλεί τώρα καθόλου, μιλάω πάρα πολύ άνετα μ’ αυτό. Και μ’ αρέσει που μιλάω έτσι, το λέω, ρε παιδί μου, αυτό το κομμάτι. Μ’ αρέσει που το αναφέρω, το μοιράζομαι, τέλος πάντων.
Μας είπες ότι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που επισκέφτηκες ήταν όλοι στο Ηράκλειο. Η Γέργερη δεν έχει κάποια δομή ψυχικής υγείας;
Όχι, όχι, όχι.
Ενότητα 7
Αναμνήσεις από το ορφανοτροφείο, η αίτια της φοβίας των κηδειών και το ταμπού της ψυχικής υγείας
01:10:42 - 01:24:50
Τίποτα. Και μιας και αναφέρθηκες σε αναμνήσεις, αναρωτιέμαι αν έχεις καμιά ανάμνηση από το «Σπίτι της Στοργής».
Ναι, θυμάμαι το πρωί που σηκωνόμαστε μας έβαζαν, πατάγαμε ένα σκαμνάκι να φτάσουμε στον νιπτήρα ας το πούμε, να πλυθούμε, να πλύνουμε το πρωί το προσωπάκι μας, τα χέρια μας. Θυμάμαι φορούσαμε κόκκινες ποδίτσες, κόκκινες ήτανε ή εγώ την είχα τώρα έτσι; Τέλος πάντων κάποιες ποδίτσες, όλα τα παιδάκια τα ίδια ρούχα. Το επισκέφτηκα το ίδρυμα αυτό, βέβαια κάποτε, το 1975 πήγα, γιατί η μάνα μου βέβαια κάθε χρόνο πηγαίναμε κάπου, Οπωσδήποτε, διακοπές θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, και σ’ ένα ταξίδι μας λοιπόν στην Αθήνα να δει τα ξαδέρφια της είχε η μητέρα μου εκεί πέρα και το σόι τέλος πάντων, πήγαμε και στο «Σπίτι της Στοργής» και είδα τον πάτερ αυτόν που μας μεγάλωσε τότε, που μας είχε τέλος πάντων περιθάλψει, πολύ καλός, ναι. Πολύ συγκινήθηκα όταν πήγα η αλήθεια, πάρα πολύ. Ένιωσα ότι ναι, μου ήταν οικείο, ρε παιδί μου, το... και μου ήτανε όντως, στο υποσυνείδητό μου. Α, ναι! Όταν είπα για την κηδεία –ναι, το ξέχασα αυτό το κομμάτι– όταν είπα για την κηδεία που φοβόμουνα να πάω, έψαχνα μετά στον... μου είπαν όταν πήγα στο χωριό, έψαχνα να βρω γιατί ρε παιδί μου έχω αυτή τη φοβία, κάποιο άσκημο βίωμα είχα. Και ήτανε, τι ήτανε; Όταν πέθανε η μάνα μου, τριάντα δύο χρονών τώρα μια γυναίκα να πεθάνει, φαντάζεσαι σ’ ένα μικρό κιόλας χωριό ξεσηκώθηκε ο κόσμος, ξέρεις, έγινε μια ταραχή και μας πήγανε τα παιδάκια εμάς να τη δούμε τελευταία φορά. Κι εγώ αυτή η εικόνα τώρα ήτανε στο μυαλό μου μέσα και γι’ αυτό δεν μπορούσα να πάω εγώ σε κηδεία. Λογικό το βρίσκω τώρα, πάρα πολύ λογικό, να σε πάνε τώρα τρία χρονώ παιδάκι, τριάμισι να δεις τη μάνα σου νεκρή. Κι όταν πήγα εγώ μετά το 2016 ήταν; Ναι. Πέθανε μια αδερφή της μάνας μου. Πήγα βέβαια, δεν το συζητούσα, πήγα κατευθείαν στο... Είχαμε τότε γνωριστεί με τ’ αδέρφια μου, είχαμε βρεθεί, πήγα λοιπόν στην κηδεία, στο χωριό τη θάψαμε, αδερφή της μαμάς μου. Όταν λοιπόν πήγα εκεί στην κηδεία με πήγε πενήντα χρόνια πίσω! Σαν να είδα τη μάνα μου πεθαμένη. Και... δηλαδή δεν έκλαιγα, ένα πράγμα, δεν μπορώ να περιγράψω τι έκανα, ό,τι δεν έκανα στη μάνα μου, σαν να ‘βλεπα τη μάνα μου, αυτό με λίγα λόγια. Σαν να έκλαψα τη μάνα μου. Αυτό το πράγμα δηλαδή μου έφυγε από μέσα μου ένα... που κρατούσα, κρατούσα μέσα μου αυτό το πράγμα, τη θλίψη, δεν ξέρω, τι να το πω τώρα, μου βγήκε εκεί. Μου βγήκε στη θεία αυτή, στην αδερφή της. Ναι.
Εδώ στη Γέργερη νιώθεις ότι ήταν ταμπού καθόλου τα προβλήματα ψυχικής υγείας;
Ε, κατά κάποιο τρόπο. «Μα τι έχει», λέει, «και κάνει έτσι, τι της λείπει;» όταν στην αρχή ήμουνα έτσι και δεν ένιωθα καλά, πριν, πριν στην αρχή της κατάθλιψης. «Τι έχεις ρε παιδί μου», λέει, «τι σου λείπει και έχεις αυτό το άγχος;». Δεν καταλαβαίνει ο άλλος, νομίζει ότι άμα έχεις να φας είσαι εντάξει. Συναισθηματικά δεν πειράζει. Έχεις να τρως; Τι σου λείπει ρε παιδί μου και κάνεις έτσι και έχεις αυτό το άγχος; Πού να καταλάβει ο άλλος ρε παιδί μου ότι το μπαλόνι μέσα στο κεφάλι σου έσκασε και πρέπει να μαζέψεις τα παζλ, αυτό το παζλ που έχεις μέσα σου έσπασε και προσπαθούσα να το μαζέψω κομμάτι-κομμάτι εγώ να το ενώσω. Το μυαλό μου ήτανε ένα κουβάρι. Αυτό αισθανόμουν στο κεφάλι μου, ένα παζλ διαλυμένο κι έπρεπε εγώ να πιάσω τώρα κομμάτι-κομμάτι να το ενώσω ώστε να ξαναεπανέλθω εκεί που ήμουνα. Να μαζέψεις τα κομμάτια σου, ακριβώς.
Κι όταν ενώθηκε το παζλ είναι που ξεκίνησε η κατάθλιψή σου, όχι;
Όχι, ενώθηκε όταν, τώρα τελευταία που ένιωσα ότι νιώθω καλά, νιώθω καλά, αυτό. Αλλά και πάλι το παζλ δεν είναι όλο ενωμένο. Γιατί ναι μεν καλά αισθάνομαι, ναι μεν τέτοιο, αλλά έχω και κάποια ανεκπλήρωτα όνειρα να το πω. Και ‘ντάξει είναι ενωμένο, αλλά όχι έτσι, μπορεί να λείπουνε κάνα δυο κομμάτια, αλλά εντάξει δεν συγκρίνεται με το να λείπουνε όλα. Έτσι, δύο κομμάτια λείπουνε. Έχω όμως, είμαι απ’ τη φύση μου είμαι αισιόδοξη και πάντα ελπίζω ότι θα καταφέρω κάτι αύριο, θα το κάνω καλύτερο αύριο, όλα αυτά το ελπίζω πάντα. Θέλω να βλέπω τα πράγματα αισιόδοξα. Παράδειγμα κάνω κάποια άσκηση για να διορθώσεις ξέρω γω τα χέρια σου. «Μα δε βλέπω διαφορά», θα το επιμείνω, θα το επιμείνω ρε παιδί μου μου εκεί, θα το επιμείνω, κάποτε θα το πετύχω. Αν δεν το πετύχω δεν πειράζει, εγώ θα επιμένω όμως. Μπορεί να μην το φτιάξω αυτό που θέλω, όμως δεν θα το αφήσω να γίνει χειρότερο. Είμαι κι αυτής της λογικής, μπορεί να μην το κάνω καλύτερο, αλλά δεν θα το αφήσω όμως να γίνει χειρότερο, θα το συντηρήσω εκεί που είναι. Αυτό. Σε όλους τους τομείς δηλαδή το βλέπω έτσι, έφερα ένα παράδειγμα τώρα με την άσκηση να καταλάβεις τι θέλω να σου πω.
Τώρα κλείνοντας σιγά-σιγά πώς επηρέασε την ψυχική υγεία σου η όλη κατάσταση με τον κορονοϊό και την καραντίνα;
Πολύ με επηρέασε, πάρα πολύ, στην αρχή ειδικά πάρα πολύ με επηρέασε. Τώρα ‘ντάξει, λέω... Πριν λίγους μήνες λέω: «Παναγία μου, αν κολλήσω θα τρελαθώ! Θα με πάει πολύ», θα φοβάμαι! Έχω πιο πολύ φοβία. Ενώ ‘ντάξει τώρα λέω: «Κι αν νοσήσω, κι αν κολλήσω ‘ντάξει», πιστεύω δεν θα πεθάνω, είμαι ένας υγιής οργανισμός, πιστεύω να το καταφέρω να το ξεπεράσω, αλλά στην αρχή με επηρέασε ένα χρόνο πολύ άσχημα. Ίσως να μην φταίμε κι εμείς, φταίνε όπως μας τα παρουσιάζανε τα μέσα ενημέρωσης και μας τρελάνανε. Αλλά τώρα σιγά-σιγά λέω: «Ρε παιδί μου, ‘ντάξει, όπως νόσησε κι άλλος θα νοσήσω κι εγώ», θέλω να πιστεύω ότι θα το ξεπεράσω αν νοσήσω, γιατί πιστεύω ότι έχω τις δυνάμεις να αντιμετωπίσω έναν ιό. Αλλά τώρα καμιά φορά δεν ξέρει κανείς και τι του είναι γραπτό του, αλλά με επηρέασε στην αρχή αρνητικά θα έλεγα. Πολύ άσχημα, γιατί δεν είχαμε ζήσει ποτέ καραντίνα, αυτού του είδους τώρα το κλείσιμο μέσα, αυτό το, ‘ντάξει δεν ήταν ό,τι το καλύτερο. Μας επηρέασε όλους, φαντάζομαι πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων όπως και μένα, άσχημα.
Και πέραν τον φόβο της ασθένειας, ο εγκλεισμός μες στο σπίτι σε επηρέασε καθόλου ψυχολογικά;
‘Ντάξει, εγώ δεν κλείστηκα πολύ στο σπίτι να πω την αλήθεια γιατί είχα το μαγαζί που μ’ έβγαλε, γιατί δεν ξέρω πως θα ήμουνα αν ήμουνα συνέχεια στο σπίτι μέσα, δεν ξέρω. Επειδή είχα το μαγαζί κι ερχόμουν σ’ επαφή με κόσμο γιατί το μαγαζί δεν μπορούσα να το κλείσω, δεν επιτρεπόταν να το κλείσω και καλύτερα. Έβγαινα πιο εύκολα όμως έξω, έβγαινα έξω, έκανα τον περίπατό μου. Μοναχή μου; Μοναχή μου, ‘ντάξει. Γιατί ο εγκλεισμός μου στο σπίτι, δεν ξέρω πως θα το... είναι δύσκολο να κάτσεις πολλές ώρες στο σπίτι μέσα, θα μου πεις ο πολύς ο κόσμος έκατσε. ‘Ντάξει, θα ‘βρισκα τρόπους όμως ώστε να... Θα καθαρίσω πιο πολύ το σπίτι μου, να ασχοληθώ μια με το ένα, μια με τ’ άλλο, να μαγειρέψω, να κάνω ένα γλυκό, ‘ντάξει. Θα το, θα το... λέω όπως είναι όλος ο κόσμος θα είμαι κι εγώ. Δεν θα μου έφερνε δηλαδή να μου χειροτερέψει μια κατάσταση, να μου δημιουργήσει κάτι άλλο θέμα, όχι, δεν νομίζω. Δεν θα μου άρεσε, αλλά όχι ότι θα τρελαινόμουνα και στο έπακρο. Δεν θα με επηρέαζε δηλαδή τόσο πολύ ψυχολογικά. ‘Ντάξει, θα είχα πότε- πότε, έχεις τα ξεσπάσματά σου, αλλά όταν είναι για όλο τον κόσμο κάτι λες: «Θα κάνω υπομονή, θα περάσει, θα βοηθήσει ο Θεός να τα ξεπεράσουμε αυτά, Παναγία μου, να είμαστε όλοι καλά». Τελικά έχει αυτό σημασία στην ζωή μας, να είμαστε υγιείς. Εγώ εύχομαι για όλον τον κόσμο υγεία και τίποτα άλλο. Όταν έχουμε την υγεία μας,[01:20:00] τα πάντα είναι καλά, θα ζούμε, ‘ντάξει. Άλλος κόσμος πιστεύει και πολύ στα χρήματα, λέει: «Μα άμα δεν έχεις λεφτά;». Εντάξει, είναι μια κινητήριος δύναμη και τα χρήματα δεν λέω, να κάνεις τη ζωή σου πιο εύκολη, πιο ωραία, πιο άνετη, αλλά ’ντάξει αν δεν τα ‘χουμε; Δεν τα ‘χουν και όλοι οι άνθρωποι. Ν’ αρκεστούμε σ’ αυτά που έχουμε και να έχουμε την υγεία μας. Αυτό πιστεύω και να φροντίζουμε τον εαυτό μας, τον εαυτό μας πάρα πολύ, να μην τον παραμελούμε και να τον αγαπάμε. Το λέω κι εγώ που δεν τον αγαπάω πάρα πολύ! Αλλά δυστυχώς αυτόν έχουμε μαζί μας κι αυτός μας βοηθάει κι έχουμε και δύναμη, δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας, αλλά έχουμε τεράστια δύναμη να αντιμετωπίσουμε κάποια πράγματα πιστεύω, έχω καταλάβει τώρα τελευταία ρε παιδί μου, ότι έχουμε τη δύναμη... Λέμε: «Εγώ αν μου τύχει κάτι τέτοιο δεν θα τα βγάλω πέρα», κι όμως θα τα βγάλουμε. Θα τα βγάλουμε. Βλέπω ότι τα βγάζουμε πέρα, γι’ αυτό πρέπει να πιστέψουμε. Κι αν αρρωστήσουμε, κι αν κάνουμε, πιστεύουμε θα τα βγάλουμε πέρα, θα νικήσουμε οτιδήποτε είναι αυτό. Και την αρρώστια και όλα, πρέπει να πιστεύουμε. Αυτά είχα να πω.
Υπάρχει κάτι τελευταίο που θα ήθελες να προσθέσεις; Ίσως κάποια συμβουλή σε άτομο που πάσχει από κατάθλιψη;
Ότι όταν έχουμε θέληση τα ξεπερνάμε. Δεν είμαστε μοναχοί μας στη ζωή, έχουμε πάντα κάποιον που μας φροντίζει, κάποια άτομα που πρέπει, αν δεν τα ‘χουμε βρει, να τα βρούμε. Υπάρχουνε, υπάρχουνε άτομα που μας συμπαραστέκονται και να είναι δίπλα μας και να παίρνουμε δύναμη, να παίρνουμε δύναμη απ’ αυτά τα άτομα, υπάρχουνε, πιστεύω ότι υπάρχουνε, δεν ήτανε με τη φράση που με μεγάλωσε εμένα η μάνα μου: «Δεν υπάρχουνε φίλοι». Υπάρχουνε άτομα και πιστεύω πολύ εγώ στη φιλία, στην καλή φιλία. Το πιστεύω αυτό, και στην επικοινωνία που να ‘χουν οι άνθρωποι. Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς, δεν θέλω πολλές παρέες αλλά δεν μπορώ να ζήσω και μόνη μου. Λίγα άτομα κι αυτά τα λίγα στη ζωή μου με βοηθάνε πάρα πολύ, αυτό θα ήθελα να προσθέσω και να μη λέμε ψέματα. Η αλήθεια, σε οτιδήποτε συμβεί στη ζωή μας δεν πρέπει να υπάρχει το ψέμα. Γιατί εμένα τουλάχιστον το ψέμα μου δημιούργησε έτσι... Πιστεύω ότι αν μου λέγανε απ’ την αρχή την αλήθεια θα ήτανε διαφορετικά κάποια πράγματα και πρώτα-πρώτα θα είχα βρεθεί με την οικογένειά μου πιο νωρίς που αυτό αφορά εμένα, αυτό. Όχι ψέματα στα παιδιά τα υιοθετημένα, η αλήθεια και σωστά λεγόμενη η αλήθεια και όχι... Η αλήθεια όπως είναι, ρε παιδί μου! Πιο καλά το παιδί θα πάρει την αλήθεια παρά το ψέμα σου. Το ένα ψέμα φέρνει τ’ άλλο, το ένα φέρνει το άλλο και γίνεται ένας φαύλος κύκλος, ενώ η αλήθεια είναι μία. Αυτό, αυτό θέλω να πω. Τα ψέματα είναι πολλά, η αλήθεια είναι μία. Αυτό.
Εντάξει, λοιπόν. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ιστορία σου!
Κι εγώ ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να τα πω όλα αυτά και ναι, ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα τα ‘λεγα να πω την αλήθεια. Πριν κάποια χρόνια δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα τα έλεγα εγώ αυτά.
Οπότε πώς νιώθεις τώρα που τα είπες;
Πάρα πολύ καλά! Δεν θα τα έλεγα αυτά δηλαδή σε κάποιο άλλο άτομο, να εκφράσω έτσι τα συναισθήματά μου, άπαπα! Μου φαινότανε τεράστιο, τώρα αισθάνομαι πάρα πολύ ωραία που μπορώ να τα εκφράσω και να μην τα κρατάω μέσα μου, είναι σημαντικό.
Είναι μια τεράστια νίκη.
Τεράστια! Τεράστια! Να εκφράζεις αυτό που θες κι όχι να το πιέζεις και να το κρατάς μέσα σου, βουλωμένο γράμμα που λέμε. Τα συναισθήματα που τα θάβουμε, πιστεύω εγώ, κάποια στιγμή θα βγούνε, όσο και να τα θάψεις θα βγούνε και θα βγούνε και με άσκημο τρόπο, τα θαμμένα συναισθήματα με άσκημο τρόπο βγαίνουνε μετά. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τα θάβουμε, αυτό πιστεύω. Ναι. Και σας ευχαριστώ κι εγώ πάλι για την ευκαιρία που μου δώσατε.
Τίποτα! Ελπίζω να ήτανε ωραία η εμπειρία.
Ωραία, πολύ ωραία!
Και ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Δανάη από τη Γέργερη Ηρακλείου Κρήτης αφηγείται τα βιώματά της ως υιοθετημένο παιδί. Από τη συνεχή αναζήτηση αποδείξεων της υιοθεσίας της μέχρι τη γνωριμία με τα βιολογικά της αδέρφια, μας παραθέτει πώς οι λάθος επιλογές των γονέων επηρεάζουν βαθύτατα τα παιδιά. Επιπλέον, κάνει λόγο για τη δεκαετή μάχη της με την κατάθλιψη και το άγχος, τον συνεχή αγώνα να κατατροπώσει τις φοβίες της και το πόσο τη βοήθησε η ψυχοθεραπεία.
Αφηγητές/τριες
Δανάη "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Ερμιόνη Δρυγιανάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/08/2021
Διάρκεια
84'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Η Δανάη από τη Γέργερη Ηρακλείου Κρήτης αφηγείται τα βιώματά της ως υιοθετημένο παιδί. Από τη συνεχή αναζήτηση αποδείξεων της υιοθεσίας της μέχρι τη γνωριμία με τα βιολογικά της αδέρφια, μας παραθέτει πώς οι λάθος επιλογές των γονέων επηρεάζουν βαθύτατα τα παιδιά. Επιπλέον, κάνει λόγο για τη δεκαετή μάχη της με την κατάθλιψη και το άγχος, τον συνεχή αγώνα να κατατροπώσει τις φοβίες της και το πόσο τη βοήθησε η ψυχοθεραπεία.
Αφηγητές/τριες
Δανάη "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Ερμιόνη Δρυγιανάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/08/2021
Διάρκεια
84'