Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
91 χρόνια γεμάτα ιστορίες
Ξεκινάμε. Πείτε μου το όνομά σας, για να ακουστεί.
Να πω το όνομα; Γιάμπατζης Βασίλειος, του Χρήστου.
Είναι Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου. Eίμαι με τον Βασίλη Γιάμπατζη, βρισκόμαστε στην Καβάλα. Eγώ ονομάζομαι Μιχαλάκη Μαρία, είμαι ερευνήτρια από το Istorima και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Κυρ-Βασίλη, πείτε μου πότε γεννηθήκατε; Πού μεγαλώσατε;
Δεν ακούω καλά.
Πότε γεννηθήκατε;
Είπαμε το ‘30, 17 Ιουλίου.
Πού μεγαλώσατε; Πού γεννηθήκατε;
Στην Πετροπηγή.
Πώς ζούσατε τότε; Πώς ζούσατε;
Φτώχεια μεγάλη. Φτώχεια, ορφάνια, το ‘38 πέθανε ο μπαμπάς μου, ο παππούς μου, η αδερφή μου, σχεδόν μείναμε μονάχοι. Και μας αδίκησαν, γιατί διαβάζω και την Αγία Γραφή εγώ εδώ, τα λέει αυτά. Ποιος έβγαλε το μάτι σου κι είναι τόσο βαθιά βγαλμένο; ο δικός σου από τις ξένοι δεν έχω παράπονο από τσοι δικοί μας έχουν παράπονο. Ήθελαν να μας πάρουν και–, τα χωράφια μας τα πήραν, ήθελαν να μας πάρουν και το σπίτι, να μας πετάξουν στο δρόμο.
Ποιος;
Τους συγγενείς.
Οι συγγενείς;
Οι ξένοι δεν με πείραξαν και φτώχεια. Και γύριζα εγώ από χωριό σε χωριό, με έστελνε η μάνα μου να πάω να δουλέψω εκεί. Τι να δουλέψω; Πήγαινα δούλευα και κανένας δεν με πλήρωνε, μόνο που έτρωγα. Και έβλεπα το χωριό από μακριά και έκλαιγα, «Γιατί -λέω- η μάνα μου με διώχνει από το χωριό; Δεν με θέλει». Και στα σπίτια που πήγαινα δεν με πλήρωνε κανένας. Μόνο που έτρωγα και δούλευα σαν σκυλί. Τα χωριά τότες είχαν πολλή δουλειά. Να πά’ να βγάλουμε νύχτα φασόλια, γιατί μετά βγαίνει ο ήλιος, είχε να πά’ να δέσουμε κορυφές από το καλαμπόκι γιατί ξεραίνονταν, αυτά γίνονταν όλα νύχτα. Και ύστερα άρχισα να φυλάω μποστάνια. Εκεί στα καλά καθούμενα που ήμαν, ήρχουσαν εσύ και με αρχινούσες και με χτυπούσες. Εγώ αυτούς μπορούσα να τους δείρω, αλλά μπορούσα να τους πειράξω; Ήρθε ένας με το άλογο να με σκοτώσει, να με πατήσει, να με το τσαλαπατήσει έξω, στη μοναξιά, στο μποστάνι. Τι τον πείραζα εγώ;
Ποιος ήταν αυτός;
Θέλω να σε πω, τράβηξα πράγματα που είναι να κλαις.
Πόσων χρονών ήσουν όταν δούλευες στα μποστάνια;
Πόσων χρονών ήμαν; Αυτά γίνονται στην Κατοχή. Το ‘41 ήρθανε εδώ, μπήκαμε στην Κατοχή. Αυτά ήταν ‘42-‘43 που γίνονται.
Βούλγαρος ήρθε;
Άσε οι Βουλγάροι, άσε. Να πω και για τους Βούλγαρους;
Να πεις!
Οι Βουλγάροι είναι η χειρότερη ράτσα του κόσμου. Εδώ το 1913, τώρα αφήνουμε τα χωράφια, ερχόμαστε. Το 1913 αυτά τα γράφει ο Ρουδομέτωφ, ένας Ρουδομέτωφ που έφυγε το ‘17 από τη Ρωσία και ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γεωμέτρης και έχει αρχεία εδώ στην Καβάλα. Το 1913, είκοσι χιλιάδες Καβαλιώτες πέθαναν από πείνα. Αυτά να γραφούν. Και τσι θάβαν λέει εδώ, τσι θάβαν εδώ. Οι παλιοί Έλληνες δεν είχαν δύναμη, λέει, να τσι θάψουν βαθιά και η θάλασσα τσι έβγαζε έξω. Και ύστερα τσι παίρνανε και κάναν απάνω από τα μνήματα της Καβάλας, ομαδικοί τάφοι είναι. Και τράβηξαν πείνα, πείνα! Και στα χώρια χειρότερα κάναν. Ό,τι βγάζαμε, μας τα παίρναν. Ερχόνταν, έκαναν έλεγχο – ας πούμε αλώνιζες εσύ, πόσα άτομα έχεις; Και αν έβγαζες αυτό το στάρι, σε έδιναν 50 κιλά το άτομο. Δεν περνούσε μήνας, έρχονταν κάναν έρευνα, το βρίσκαν, το παίρναν και αυτό. Σε αφήναν ξερά ντουβάρια. Τώρα τι να κάνουν; Να πεινάσουμε; Αρχίσαν τώρα οι Βουλγάροι βρήκαν το νερό του δικό μας ότι είναι καλό. Ερχόταν από τη Χρυσούπολη. Το νερό ήταν λίγο, δεν έφτανε για το χωριό. Με ένα κάρο δίτροχο και ο Βούλγαρος με ένα άλογο, ως το μεσημέρι είχε μία βαρέλα να πάρει το νερό αυτός για να το πάει να πίνουν οι Βουλγάροι στη Χρυσούπολη. Είχε ένα φυλάκιο στη θάλασσα, να πούμε, για δύο ώρες να πας εκεί. Και χειμώνας, μες στο νερό, να πάμε τσι Βούλγαροι νερό να πιούνε εκεί από το χωριό μας, πάλι. Πήγαινα εγώ ξυπόλητος μες στα νερά να τις πάω τσι Βουλγάροι νερό και δεν με κέρασαν ούτε μία καραμέλα. Αγριάνθρωποι, ούτε να τσι δω δεν θέλω.
Πώς ζούσατε τότε επί Κατοχής, στους Βουλγάρους;
Ευτυχώς, δεν είχαν αλάτι αυτοί και ποιος ανακάλυψε και βγάζαμε αλάτι στο χωριό. Παίρναμε νερό έξω από τη θάλασσα, που ήταν πιο αλμυρό από τη θάλασσα, και το βράζαμε μέρα-νύχτα. Αφού και το βουνό καταστράφηκε να του κόβουμε τα ξύλα, τα πουρνάρια για να κάνουμε, να βγάζουμε αλάτι. Και πηγαίναμε κάτω στα χωριά να το πουλήσουμε, για να ζήσουμε. Στην αρχή μας δίναν και λίγο αλεύρι ξέρω ‘γω, ύστερα μας δίναν όλο φασόλια, φασόλια, φασόλια και τα τρώγαμε μόνο με νερό. Ήρθε η αδερφή μου να πεθάνει και παρακαλούσαμε τον αδερφό μου, εκείνος δεν ντρεπόταν, ήταν πιο μικρός, «Γιάννη», Γιάννη τον λέγανε, «πήγαινε βρες κανένα κομμάτι ψωμί», θα κλάψω, να δώσουμε την αδερφή μου. Τέλος πάντων, έφτασα σε ηλικία. Εγώ δεν ήθελα ούτε να παντρευτώ, ο πιο φτωχός μες στο χωριό ήμαν. Αλλά εκεί που ήμαν την Κατοχή με αγάπησε ο κόσμος. Ό,τι με λέγαν, το έφτιαχνα. Αφού ήμασταν σε ένα σπίτι, όποιος δεν έχει δουλειά με έστελνε σε σένα, στον άλφα, στον βήτα. Ήταν και ψάλτης. Ήταν και νύχτα, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, με τη λάμπα κάθομαν. «Εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά», άκου τώρα, και ψάλτης άνθρωπος, του Θεού, «κατέβα να χτενίσεις τα βόδια τα μεσάνυχτα». Ούτε φως, μες στα σκοτάδια πήγαινα, χτένιζα τα βόδια. Με συγκινούν αυτά. Τέλος πάντων, αφού έκανα και όλη την Κατοχή, με αγάπησε ο κόσμος. Μια εδώ, μια εκεί, με κάναν προξενιά ύστερα. Εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Λέω: «Τι να παντρευτώ; Ο πιο φτωχός στο χωριό είμαι, ορφανός είμαι». Αλλά ήξεραν τι άνθρωπος είμαι και μεσολάβησαν σε αυτούς που δούλευα και μέρα-νύχτα να με κάνουν την προξενιά. Αυτοί ήρθαν από τη Θάσο, ο πεθερός μου. Ήταν και αυτοί φτωχή οικογένεια αλλά τίμια, παραπάνω δεν γίνεται. Και έκανε 40 χρόνια στο βασιλικό το κτήμα στα Λιμενάρια, κι είχαν 80 στρέμματα κτήμα αυτοί εκεί και το φύλαγε ο πεθερός μου. Κι ύστερα, τον πίκραναν και σηκώθηκε και έφυγε αλλά τον βοήθησαν να πάρει χωράφια εδώ. Τον στείλαν στο Κοκκινόχωμα να πάρει χωράφια και πήγε, δεν άρεσε τη γλώσσα – καραμανλίδικα, τουρκικά μιλάνε, δεν άρεσε. Ύστερα ήταν ένας στις Πηγές, θα άφηνε τον κλήρο των χωραφιών. Λέει: «Πήγαινε στις Πηγές να πάρεις τον κλήρο». Πήγε στις Πηγές και έγινε υπάλληλος σε ένα που έχει μπαξέ αλλά δεν τον έσπερνε, μόνο το πηγάδι είχε. Αρχίσει ο πεθερός μου να τον καλλιεργεί, να σπέρνουν τα φυτά, να τα μεγαλώνουν, να μαζεύει τα φυτά, να τα φέρνει στην Καβάλα να τα πουλάει, κι εσύ που έχεις το κτήμα έπαιρνες τα μισά τα λεφτά. Και ο πεθερός μου τα μισά τα λεφτά. Τώρα το αντρόγυνο στις Πηγές, τα παιδιά στα Λιμενάρια. Αναγκάστηκαν να ‘ρθουν τώρα. Τα μαζεύει η κυρά μου, ήταν η μεγαλύτερη. Μόλις βγήκε στην Κεραμωτή, την πιάνουν οι χωροφυλάκοι. Έχουμε παλικάρια, δεν γλιτώνεις από την χωροφυλακή τη δική μας. Πιάσαν τρία κορίτσια και τα έκλεισαν φυλακή στην Κεραμωτή, αντί να τα πάρουν με το αυτοκίνητο να τα παν στους γονείς, τα έκλεισαν φυλακή. Και λέει: «Καλά, δεν γνωρίζετε -λέει- κανέναν από δω;». Λέει: «Η μάνα μου έχει μια ξαδέρφη εδώ». «Πώς τη λένε;» και τη βρήκαν στην Κεραμωτή και πάει ο άντρας της και μόλις τα είδε, «Βγάλτε τα παιδιά!», λέει, «Τι τα κλείσατε μέσα; Αυτά -λέει- είναι δικά μας παιδιά». Και τα άφησαν και πήγαν και βρήκαν τους γονείς. Κι εκεί δουλειά, φτώχεια αλλά είπαμε, ήταν τιμιοί πολύ. Με κάναν τώρα εμένα προξενιά να πάρω τη μεγάλη την κόρη, την Ελένη. Με δείξαν εμένα φωτογραφία τρεις αδερφές. Την άρεσα κιόλας. Σκέψου τώρα τι χαρά, λέω: «Αυτή, τη μεσαία θέλω!». Τέλος πάντων, αυτή τρελάθηκε. Εγώ δεν την ήξερα, αυτή με ήξερε, ήρθε να με δει. Ήμουν εκεί, ήρθε να με δει. Λέει, με κάνανε νόημα, «Αυτή είναι». Καθίσαμε όρθιοι, τότες τίμια ήταν τα κορίτσια, όρθιοι. Μιλούσαμε, λέει: «Άντε, να πηγαίνω τώρα». Αυτά τα λόγια άμα πάει η σκέψη μου εκεί, νομίζω κι ήταν χθεσινά. «Όχι, όχι, να πηγαίνω», λέει. Σηκώθηκε, έφυγε. Και τώρα άμα πάω, σα να την βλέπω που φεύγει. Τέλος πάντων, το μάθαν και τα πεθερικά μου. Πήγαιναν κι άλλοι και τη ζητούσαν. Είτε δεν άρεζαν, είτε τον γαμπρό δεν άρεζαν. Μου λέει: «Ήρθε ένας -λέει- να τη ζητήσει με τον μπαμπά του. Αφού έρχεσαι να ζητήσεις κορίτσι, οι κάλτσες οι τρύπιες μέχρι εδώ φαίνονταν! Τι να τον κάνω γαμπρό;». Ο πεθερός μου ήταν και πολύ αυτός. Τέλος πάντων, έγινε η προξενιά. Τώρα ήθελαν να με δουν και τα πεθερικά μου. Πήγα ένα βράδυ, μου άρεσε ο πεθερός μου. Αρχίσαμε να μιλάμε και ήμουν εργατικός εγώ, και το κατάλαβε αυτός που έχω μέλλον και θα προκόψω, το είπε, και όταν έφευγα είπε μία σωστή κουβέντα. Λέει: «Μπορεί να είναι φτωχό το παιδί -λέει-, αυτός μια μέρα -λέει- θα προκόψει», και όπως πρόκοψα. Δόξα, με τη δύναμη του Θεού. Δόξα τω Θεώ. Και έγινε η προξενιά, άρχισα να πηγαίνω κι εγώ εκεί. Όχι συχνά και λεφτά δεν είχα φράγκο, έγινα και ρεζίλι! Πάμε σε ένα καφενείο. Θα τα γράψουμε όλα, ε;
Όλα.
Πάμε σε ένα καφενείο να παίξουμε χαρτιά από κει οι γειτόνοι, κι εγώ κι ο πεθερός μου κάθονταν δίπλα. Εκείνη τη βραδιά, μαχαιριά να με έδινες, από την ντροπή μου! Εγώ ούτε μία δραχμή δεν είχα στην τσέπη. Λέει: «Να παίξουμε -λέει-, να βάλουμε κι ένα μπούτι κρέας», είχε το κατάστημα και κρέας και ούζο και αυτά, ό,τι παρήγγελνε. «Θα βάλουμε;». «Εντάξει», και χάσαμε στην πάστρα. Ο πεθερός μου δίπλα, εγώ να με χτυπούσες, μαχαιριά να με έδινες, αίμα δεν θα ‘βγαζα από τη ντροπή μου. Κρυφά, λέω Κωνσταντίνος λεγόταν αυτός εκεί ένας, λέω: «Ρε Κωνσταντίνο, πλήρωσέ τα όλα εσύ κι εγώ θα κάνω τι θα κάνω, το Σάββατο θα στα δώσω τα λεφτά». Τα πλήρωσε αλλά ο πεθερός μου το πήρε χαμπάρι. Και τέλος πάντων, μου άρεσαν τα πεθερικά μου. Τώρα ήρθε σειρά να παντρευτούμε. Ήρθε η σειρά να παντρευτούμε. Φράγκο εγώ! Για αυτό σου λέω, μπορεί να ήταν φτωχιά αλλά τίμια οικογένεια. Σηκώνεται ο πεθερός μου, ήταν από τη Μυτιλήνη και ήρθαν στη Θάσο, ο ένας αδερφός πούλησε το σπίτι του από κει και αυτός έρχεται στη Θάσο και έχει λεφτά. Πάει και ζητάει δυο χιλιάρικα. Άκου ο πεθερός μου! Δίνει ένα εμένα και ένα κρατάει αυτόνα, για να κάνουμε τον γάμο τώρα. Σου είπα, μπορεί να ήταν φτωχά τα πεθερικά, αλλά ήταν άγιοι άνθρωποι κι αυτοί. Και εγώ τέτοιος ήμουν, ταιριάσαμε. Και κάναμε τον γάμο, με δίνει ένα χιλιάρικο εμένα και αυτόν και κάναμε τον γάμο. Τώρα εγώ πώς να το πληρώσω το χιλιάρικο; Ήμουν και φιλότιμος και πήγα με το κάρο 10 μέρες στο Κοτζά Ορμάν, δεν ξέρω αν το έχεις ακούσει αυτό το ρουμάνι. Ήταν σαν ζούγκλα και ανώτερο από τη ζούγκλα και έκοψα ξύλα και τους πήγα δέκα κάρα ξύλα, για να ξεχρεωθώ. Το πιάσαμε από 100 δραχμές το κάρο. Και κάναμε τον γάμο. Κάναμε τον γάμο. Όταν γίνει ο γάμος, θα ‘ρθει και το πρώτο παιδί. Έγινε η μεγάλη η κόρη μου, η Θωμαή. Το ‘51 παντρεύτηκα, το ‘52 τον Ιούλιο με πήραν στρατιώτη. Με πήραν στρατιώτη, πήγα στον στρατό, έγινα οδηγός, από το κέντρο με στείλαν στη Θεσσαλονίκη. Με την πρώτη μέρα που πήγα, πήγα πήρα τα ψωμιά για τον λόχο με το σιτιάρχη. Μετά, τη δεύτερη τη μέρα σε δίναν ένα χαρτί και «Άι πήγαινε να βρεις εσύ τώρα πού είναι ο στρατός αυτός, πού είναι τα γραφεία σου, πού είναι…». Και γύριζα, μια εδώ ρωτούσα, μια εκεί, πήγαινα πάνω στον Παύλο Μελά και «Δεν είναι εδώ αυτό» και έψαχνα όλη τη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές, από το πρωί ξεκινούσα, το μεσημέρι έβρισκα το γραφείο. Ρωτώντας, ρωτώντας. Και την τρίτη μέρα λέει «Θα πα’ να βρεις στο κέντρο, τα τρένα που περνούσαν, εκεί έχει ένα βαγόνι και το ‘χουν σαν γράφειο οι στρατιώτες». Πάω τους βρήκα και αυτοί και με παίρνουν και με πάνε στα σύνορα απάνω. Πάω σε ένα χωριό, περίμενα, στο Πολύκαστρο. Πάω τώρα εγώ, σταμάτησα με το αυτοκίνητο, από δω οι γυναίκες ανάβουν ένα φούρνο από κει. Ακούω, ελληνικά δεν μιλάνε. Λέω: «Τι γλώσσα είναι αυτή;». Κατεβαίνω εγώ τώρα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, πήγα κοντά, ακούω βουλγάρικα. Ακούω βουλγάρικα, «Βρε -λέω- όλοι Βουλγάροι». Αφού το χωριό είχε φύγει και κόσμο δεν είχε. Γιατί είχε βγάλει ο Μεταξάς ένα νόμο, και στο χωριό μας αυτός ο νόμος ισχούσε, γιατί ήρθαν Μικρασιάτες στο δικό μου στο χωριό. Τώρα θα ξαναπάμε εκεί. Και λέει: «Ή θα μιλάτε ελληνικά ή να πάτε στη Βουλγαρία ή στην Τουρκία». Δεν άφηνε ο Μεταξάς. Ο Μεταξάς ήταν άγιος άνθρωπος για την Ελλάδα. Αλλά τα άκουσα και στο 4Ε. Δεν πέθανε, τον δηλητηρίασαν. Ο Μεταξάς, ούτε Βούλγαροι θα έρχονταν. Γιατί όταν ήταν ο Μεταξάς χαιρετούσαμε όλοι σαν να είχαμε νόμο γερμανικό. Χαιρετούσαμε όπως οι Γερμανοί. Μόνο «Χάιλ Χίτλερ» δεν λέγαμε. Και η νεολαία τιους πήγαιναν κάθε χρόνο εκδρομές στη Θάσο και εδώ και εκεί. Τέλος πάντων. Τώρα άρχισα να πηγαίνω επάνω, στα σύνορα. Με στείλαν και στα σύνορα. Με στείλαν και στα σύνορα εκεί και αρχίσαμε να–. Γιατί πήγαν οι Γερμανοί μπήκαν απάνω από τη Δοϊράνη, από το τριεθνές, από κει μπήκαν στην Ελλάδα. Τα οχυρά μας δεν είχαν πέσει. Ακόμα πολεμούσαμε στα οχυρά. Και έχω πάει σε όλα τα οχυρά της Ελλάδας. Σε όλα, να πιάσουμε από την Κομοτηνή, σε όλα, σε όλα τα οχυρά. Και κοιμόμουν σε ένα αντίσκηνο, κάναμε οχυρά κάτω στο χώμα. Ούτε φαΐ, ούτε κρεβάτι, ούτε τίποτις. Κάποτες χάλασε το αυτοκίνητο και πήγα στο Κιλκίς. Είχε ένα ελαφρύ συνεργείο εκεί δίπλα από τη Δοϊράνη, το πήγαμε και αυτοί αντί να μου το κάνουν το αυτοκίνητο, το έκαναν χειρότερα. Έσπασε η κορώνα από πίσω, το διαφορικό, αν έχεις υπ’ όψιν, και χτυπούσε. Και το πάω στο Κιλκίς ύστερα. Εκεί μόλις πήγα, έπαιρναν φαΐ ο στρατός. Μιλάμε για πολύ στρατό. Αμέσως εγώ λαχτάρησα να φάω λίγο φαΐ, παίρνω την καραβάνα, χώνομαι κι εγώ μέσα. Που με γνώρισε με τόσο στρατό ο μάγειρας; Μόλις έφτασα εκεί, λέει: «Εσύ ποιος είσαι;». Λέω: «Τι ποιος είμαι; Φαντάρος δεν είμαι;». «Από πού είσαι;», λέει αυτός. «Από το ΣΕΜ είμαι. Έχω να φάω φαΐ λέω μήνες!». «Θα περιμένεις -λέει- στο τέλος, άμα περισσέψει θα πάρεις. Γιατί άμα δώσω σε σένα λέει και δεν φτάσει, θα μείνει ένας δικός μας φαντάρος». Άκου, με εξαίρεσαν κι από τον στρατό. Και περίσσεψε, μου έδωσαν, έφαγα. Έγινε το αυτοκίνητο, έφυγα. Ο ανθυπολοχαγός με αγαπούσε πολύ που φτωχός είμαι, πάμφτωχος είμαι. «Η γυναίκα μου -λέω- με γράφει γράμμα και μου λέει “Δεν έχω -λέει- να φάω”». Άκου τώρα, αυτά είναι να κλαις. «Βγαίνω», λέει. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ πονάω. «Βγαίνω -λέει- έξω από το χωριό και μαζεύω αγριορεπανίδες την κορυφή, για να φάω με το ψωμί. Πάω στα φυτώρια», κάτι που σπέρναμε χασλαμάδες, είχε πηγάδια, είχε νερό και έσπερνε κανένας καμιά ντομάτα, «να βρω καμιά ντομάτα όχι ώριμη, άγουρη, να τη φάω». Και τώρα άμα παίρνεις τέτοια γράμματα, θα χαρείς; Τέλος πάντων, Θεός σχωρέστον τώρα, αν δεν θα ζει αυτός ο άντρας. Λέει: «Εσύ δικαιούσαι από το στρατό ένα βοήθημα, αφού είναι ο άντρας σου στρατιώτης». «Τι βοήθημα;», λέει. «Θα σε δίνω, λέει, κανά κατοστάρι και τρόφιμα». Ήρθε στην Πρόνοια στην Καβάλα, είπε τον πόνο της. «Αύριο θα ‘ρθουμε στο χωριό -λέει- να ιδούμε -λέει-, όπως τα λες είναι;». Ήρθαν στο χωριό και είχαμε ένα, είχε εδώ ένα παλιό σπίτι, σου λέω, οι δικοί ήθελαν να τα πάρουν όλα σπίτια, χωράφια. Μόλις άνοιξαν την πόρτα, να βυζαίνει η Θωμαή, μικρό μωρό ήταν, και να έχει ένα ξερό κρεμμύδι μπροστά της. «Πω, πω -λέει-, αφήσαμε την κοπέλα να πεθάνει». Αμέσως την κάναν τα χαρτιά και την δίναν 100 δραχμές το μήνα, 100 δραχμές το μήνα και τρόφιμα. Και ύστερα πήγε στο καλύτερο. Και πήγαινε, ξέχασα να σε πω, πήγαινε στου γειτόνου μας –ήμασταν και κουμπάροι– είχε μπακάλικο, μεροκάματο, και την έδινε 14 δραχμές, ούτε 15. Δεν μπορούσε να πάρει. Και λέει: «Δεν έχω δύναμη να τα φτάσω τα κορίτσια. Νηστικιά είμαι -λέει- και με έδινε 14. Τι να πάρω με 14 δραχμες; Δεν έχω κουράγιο». Και το μεροκάματο ξέρεις πώς ήταν; Προτού να βγει ο ήλιος έπρεπε να είσαι το χωράφι. Μέχρι που έβλεπες σε κρατούσαν και σε εκμεταλλεύονταν να δουλεύεις. Τέλος πάντων, έπαιρνα τέτοια γράμματα κι έκλαιγα. Και δεν είχα και το θάρρος τότες να μιλήσω γιατί μια φορά με έπιασε ο διοικητής. Κάναμε οδήγηση, κάναμε και θεωρία. Και βγάζει εμένα που ήμουν στο στρατό, «Τι είπαμε τώρα;», με λέει ο διοικητής. Εγώ ο νους μου ήταν στο χωριό. Έπρεπε να έχω–, τώρα που έχω το θάρρος να μιλήσω να τα πω αυτά, ότι «Η γυναίκα μου είναι σε αυτό το χάλι» και ξέρω ‘γω. Τέλος πάντων, δεν τα είπα και πηγαίναμε απάνω, κάναμε τα οχυρά. Χάλασε το αυτοκίνητο, λέει στο γκαράζ, «Θα στο χρεώσουμε -λέει- το αυτοκίνητο που έπαθε τη ζημιά». «Καλά -λέω- γιατί να μου το χρεώσετε το αυτοκίνητο; Είχε -λέω- το δικαίωμα λέω στο Δροσάτο να ανοίξουν την κορώνα; Το αυτοκίνητο έπρεπε να ‘ρθει εδώ, στο βαρύ συνεργείο, στο Κιλκίς». Και μίλησα και χάρισα, και ήθελαν να με κοστολογήσουν και να φύγω και χρεωμένος από το στρατό. Γυμνός έφυγα, γυμνός έφυγα. Με κλέψαν τα άρβυλα που τα φύλαγα κι ένα πουκάμισο να το πάρω. Και από την Κομοτηνή γιατί πηγαίναμε μέχρι στον Έβρο με δικά μας αυτοκίνητα και ήταν ένας από την Ξάνθη που ήταν από μικτό λόχο και έφευγε, και κοιμόμασταν σε ένα δωμάτιο τέσσερα άτομα και με κλέβει τα άρβυλα και το πουκάμισο. Έμεινα γυμνό, έπρεπε να παραδώσω το ένα ζευγάρι άρβυλα και το ένα να το πάρω. Κι έφευγα ξυπόλητος από τον στρατό. Αυτά έπαθα από τον στρατό.
Γιατί στα κάναν αυτά, έμαθες ποτέ; Γιατί σου κλέψανε τα άρβυλα, ας πούμε; Ποιος το έκανε αυτό;
Δεν κατάλαβα.
Ποιος σου έκλεψε τα άρβυλα στον στρατό;
Στρατιώτης ήταν από άλλο λόχο, μικτό. Εγώ ήμουν σε γενικό λόχο, σε μεγάλο, γενικός λόχος, είχαμε 200 αυτοκίνητα. Αυτοί είχαν καμία 20-30 αυτοκίνητα. Μικτός ήταν για εξυπηρετήσεις μέσα μόνο, για την Ξάνθη. Εμείς πηγαίναμε παντού, από τη μία άκρη της Ελλάδος μέχρι την άλλη. Παντού, όπου έχει ανάγκη ο στρατός, από εμάς έπαιρνε αυτοκίνητα και ασκήσεις κάναμε. Δεν ήταν το ΝΑΤΟ τότε, ήταν του ΟΗΕ. Κάναμε ασκήσεις δίχως φώτα, περνούσαμε, τάχα γινόταν πόλεμος στα σύνορα από γέφυρες επικίνδυνες. Όταν περνούσαμε τη μέρα και λέγαμε: «Από αυτή τη γέφυρα περάσαμε νύχτα;». Ευτυχώς, μας φύλαγε ο Θεός. Έπεσαν αυτοκίνητα, στον Αξιό πήγαμε και φορτώσαμε μία μονάδα που όλο τον στρατό τα μουλάρια, αυτά, δήθεν γίνεται πόλεμος και πάμε για τα σύνορα. Και ένα αυτοκίνητο έπεσε απάνω στο – ποιο ποτάμι είναι, πώς λεγόταν αυτό έξω από τη Θεσσαλονίκη; Κι έπεσε το αυτοκίνητο με μουλάρια φορτωμένο και χειμώνας, και τα μουλάρια βγήκαν σε ένα νησάκι και κάθονταν εκεί, τα βλέπαμε όποτε περνούσαμε οι υπόλοιποι. Τώρα γιατί τα αναφέρα αυτά; Θέλω να σε πω.
Στα οχυρά επάνω στα σύνορα με την Βουλγαρία τι κάνατε; Πες μου γι’ αυτό.
Οχυρά κάναμε. Και τώρα, κορίτσι μου, τώρα ακούω που βγάλανε αυτά τα σύνορα, 150 πυραμίδες βγάλαν αυτά, γιατί μετά όπου πήγαινα εμένα με ξεναγούσαν και αξιωματικοί. Παλαιότερα τα σύνορά μας ήταν πιο βαθιά. Τα σύνορα με έλεγαν οι αξιωματικοί ήταν παλιότερα εκεί και όλο τραβιόμαστε. Και τώρα αυτά γιατί τα βγάλαν αυτά; 150 πυραμίδες. Εγώ σου λέω αύριο, μεθαύριο, αυτοί οι Σκοπιανοί θα ‘ρθουν να πάρουν και τη Θεσσαλονίκη. Και ώσπου να πω το ένα, ξεχνάω το άλλο.
Μετά το φανταρικό τι έκανες;
Τον στρατό; Οικοδόμος έγινα. Έγινα ο καλύτερος σιδεράς. Ο καλύτερος σιδεράς και ο πιο τίμιος άνθρωπος. Μη με λες για κλεψιά. Αφού η αστυνομία, σιγά-σιγά με τη δύναμη του Θεού, πήραμε και σίδερα δικά μας, πουλούσαμε, κάναμε κι εδώ είχα μπροστά από τον Μασούτη τα σίδερα, αν θυμάσαι, και τα δούλευα και έλεγα «Έχει απέναντι κρεβατάδες». Λέω: «Άμα θα ‘ρθει να σφραγίζει η αστυνομία την πλάστιγγα, να πληρώνετε εσείς, εγώ θα σας τα δίνω τα λεφτά» και όπως πήγα. Και λέει μια φορά ο ενωμοτάρχης, ο ίδιος ήταν τέσσερα χρόνια, δεν τον αποσπάσαν και με παίνεψε. Λέει: «Αυτός ο άνθρωπος -λέει- πρέπει να είναι πολύ τίμιος», και ξέχασε να γράψει τα δράμια, αν είχα τα τέσσερα δράμια ή αν πήρα άλλα, και πάει ο χωροφύλακας λέει: «Πάλι -λέει- τα τέσσερα δράμια» και του είπε αυτό, ότι είμαι τίμιος, ξέρω ’γω. Και πάει κι αυτό.
Μετά τη Θωμαή, πόσα παιδιά κάνατε με τη γυναίκα σου;
Μετά τη Θωμαή έκανα την Αναστασία μου, αυτό που πέθανε. Έζησε… Το ‘54 το έκανα, το ‘58 πέθανε.
Πες μου ξανά πώς έγινε αυτό.
Τι να πω;
Για την Αναστασία, πώς έγινε;
Αυτό το καημένο, το έστειλα για καλύτερα εκεί κάτω. Γύριζε μες στο μπαξέ νηστικό. Ο μπαχτσές έχει πολλή δουλειά. Τι έφαγε και το πείραξε; Με ειδοποιούν, «Έλα εδώ, το παιδί δεν είναι καλά». Πάω το παίρνω το παιδί και είχα και ένα, αγόρασα κι ένα ποδήλατο. Παίρνω το ποδήλατο, πάω εκεί, το έβαζα να καθίσει στο ποδήλατο. «Πονάω, μπαμπά! Πονάω, πονάω». Περπατούσε πάλι. Να το πάω τώρα από κάτω στις Πηγές, στο δικό μου στο χωριό. Εμείς είμαστε στα πρόποδα του βουνού, το ξέρεις το χωριό, και το άλλο είναι στον κάμπο. «Πονάω μπαμπά!». Πότε το ανέβαζα λιγάκι να ξεκουραστεί. Φτάσαμε στο χωριό. Μόλις μπαίνουμε στο χωριό, είχε βγει ένα τραγούδι που έλεγε: «Φουστανάκι με καρό κι από μέσα το φουρό». «Άντε, βρε παιδί μου, πες αυτό το τραγούδι», με το είπε. Ξέχασα να πάρω ένα μαντήλι. Να, έχει μέσα, πήγαινε κόψε ό,τι βρεις, χαρτοπετσέτες, ό,τι έχει. Που λες, μου το είπε το τραγουδάκι, πήγαμε στο χωριό, το παίρνω το παιδί από γιατρό σε γιατρό. Αντί καλύτερα, χειρότερα. Το πάω στη Θεσσαλονίκη στο ΑΧΕΠΑ. Κάθομαι κι εγώ δίπλα του, με διώχναν, δεν με δέχονταν μέσα. Μόνο την τελευταία βραδιά που θα απέθνησκε με κράτησαν. Πήγαινα το κοίταζα, νηστικός, φράγκα δεν είχα, ήβρα ένα παιδί που δούλευε. Τώρα έχει σημασία αυτό, τι παλιόκοσμος είμαστε, που δούλευε στην έκθεση. «Ρε Κοσμά -λέω-, πάρε με κι εμένα εκεί που είναι και να κοιμηθώ να γλιτώσω κάνα φράγκο». Με πήρε. Την πρώτη βραδιά με είδε η σπιτονοικοκυρά, «Α, έφερες κι άλλον; Να τον διώξω ή να αυξήσεις το ενοίκιο». Αντί να βοηθήσει έναν φτωχό. Με διώξαν και τον φτωχό. Ύστερα κι εκεί γίνεται εκμετάλλευση πολλή. Ήταν ένας έξυπνος, μάζευε όλες τις συνταγές –εγώ λεφτά δεν είχα– και πήγαινε δήθεν κι έφερνε τα φάρμακα πιο φθηνά, αυτός εις διπλούν μας τα χρέωνε, μας τα έπαιρνε. Παντού υπάρχει, παιδί μου, εκμετάλλευση. Τώρα παίρνω εγώ τα φάρμακα και πάω να τα ελέγξω, να είμαι, «Αξίζουν τώρα αυτά τα φάρμακα τόσα λεφτά που δίνω;». Πάω στο φαρμακείο που τα έπαιρνε. Εγώ το κατάλαβα αμέσως. Πώς τα φέρνει ο διάβολος και πήγα. Αυτοί δεν μπορούσαν, τα μπέρδευαν, δεν με έλεγαν πόσο κάνουν. Τέλος πάντων, πάει κι αυτό. Παντού εκμετάλλευση γίνεται. Ήρθε η βραδιά να πεθάνει. Με λέει ένας. Εγώ μιλάω και είμαι και καλός άνθρωπος, γνωρίζομαι αμέσως. Γνωρίζομαι με έναν, μπαίνουμε μέσα και αυτός έχει ασθενή, λέει: «Ποιο είναι το κοριτσάκι σου;». Λέω «Αυτό». Με λέει: «Ακόμα, λέει, δεν έχει φόβο για θάνατο». Λέω: «Πού το κατάλαβες;». «Άμα δεις -λέει- και τα ματάκια χάνουν άλλο χρώμα, δεν έχει χαΐρι». Εγώ μόλις έμπαινα ύστερα, έβλεπα τα ματάκια του. Από καστανά, άσπρισαν, λέω: «Θα πεθάνει». Και όπως εκείνο το βράδυ πέθανε. Με λέει ο γιατρός, «Άμα θες, απόψε μείνε». Έμεινα εκεί, τι έβλεπε το καημένο! Με έδειχνε με το χεράκι της το ταβάνι και κρύβονταν. «Βρε, παιδί μου, μην φοβάσαι. Εγώ εδώ είμαι». Αυτό πάλι. Πέθανε. Και το πήρα και το πήγα στο χωριό. Τότες νεκροφόρες δεν είχε, και μεγάλος απέθνησκε, στο πορτμπαγκάζ σε έβαζε. Παίρνω ένα ταξί, με πήγε, πήγα τον εξηγήθηκα – γιατί είχα κάτι μοσχάρια, τα πούλησα και πήρα καμία 5-6 λίρες. Λέω: «Λεφτά δεν έχω, θα σε δώσω λίρες». Δέχτηκε, ήταν καλός ο ταξιτζής. Άλλοι δεν δέχονται. Γιατρός και δεν δέχτηκε, «Εγώ θέλω λεφτά. Πήγαινε να βρεις». «Αφού δεν έχω». Τέλος πάντων, πέθανε το καημένο. Το έφερα στο χωριό, ξέρεις, χαμός, κλάματα, αυτά. Την άλλη τη μέρα το κάναμε την κηδεία. Ήρθανε –τι κορόιδο πιάστηκα, αυτό και με τρώει τώρα!– γειτόνοι –πού ξέραμε κι εμείς, μικρά παιδιά τώρα, τι πρέπει να κάνουμε–, «Εσείς δεν θα έρθετε στην κηδεία. Θα καθίσετε εδώ». Με το παίρνουν το παιδί, πάνε με το θάβουν, τι κάνανε, τι δεν κάνανε, ούτε το είδα καθόλου. Και τάχα το το πρώτο το κορίτσι δεν κάνει ο γονιός να πάει να το δει. Και αυτό με τρώει. Εκείνα τα χρόνια δεν έκαναν μνήματα, φτωχός ο κόσμος θέλει τα μάρμαρα και το ένα και το άλλο. Πήγε η μάνα μου έσπειρε κρίνους, ανθούσαν οι κρίνοι, μία κουβάρα κρίνοι, ήξεραμε ότι «Το παιδί μου είναι εδώ». Και πήγανε άλλοι να θάψουν άλλον και πήγαν και τόσο μέρος, πήγαν εκεί και χάλασαν και τους κρίνους, χάλασαν και το πού ήταν το παιδί μου. Έχασα τα ίχνη του. Για αυτό ακόμα κλαίω, άμα θα τα θυμηθώ. Και τώρα πάει κι αυτό. Τώρα πού να πάμε;
Πολύ δύσκολο αυτό, κυρ-Βασίλη, πολύ δύσκολο. Μετά πώς το διαχειρίστηκες με τη γυναίκα σου; Πώς ζήσατε μετά από αυτό;
Έκανε το κράτος, έκανε ρύζια, αυτά μας έσωσαν. Φτώχεια! Κι όταν απολύθηκα, τέλια ‘53 απολύθηκα. Είχε κάνει ρύζια το κράτος, είχε κάνει αποθήκες, έκαναν καλά έργα και τα ρύζια μας σώσαν. Απ’ τα ρύζια έγινε αυτό το σπίτι. Και με έδωσαν 15 στρέμματα ρύζια, τα έσπειρα. Κι εγώ είχα όρεξη, δεν ήμουνα τεμπέλης για δουλει,ά και γκρίνιαζα και τους άλλους και τα κοιτάξαμε καλά και βγάλαμε καλά κιλά ρύζια. Βγάλαμε 440 οκάδες το στρέμμα. Ήρθε η Balkan Export από την Καβάλα, δεν ξέρω άμα το ξέρεις, να μας τα αγοράσει. Φέραν τα αυτοκίνητο, αλωνίσαμε, φέρνει τα σακιά καινούργια. Λεφτά, [Δ.Α.] όλη η πλάκα 5-6 άτομα την είχαν. «Πόσα στρέμματα έχεις εσύ;» «Είκοσι». Από 440, «τόσα εσύ, εγώ».
Οπότε ζούσατε στην Καβάλα ή στο χωριό; Στο χωριό ήσασταν;
Στο χωριό ήμασταν, βρε παιδί μου. Και φτώχεια, ένα φράγκο δεν είχα. Παίζαμε χαρτιά, «Γράψτο, γράψτο, γράψτο». Και αφού βγήκαν τα ρύζια και πετύχαμε στα κιλά, ήρθε η εταιρεία. Ήταν Balkan Export, τα πήρε, μας πληρώνει από 4 δραχμές, μας δίνει και καινούργια σακιά. Εκεί που δεν είχαμε ούτε μία δεκάρα, να φεύγω με 28.000. Εγώ τρελάθηκα. Στη ζωή μου δεν είδα. Αφού δεν είχα ένα φράγκο να πληρώσω τα χαρτιά και λέγαμε «Γράψε», για ένα λουκούμι παίζαμε. Τέλος πάντων, άρχισε και κλέφτες και εκεί. Άρχισαν και κλέφτες τα ρύζια, έμπλεξε και ο κουνιάδος μου αυτός. Τα πουλούσαν όλα, ο μεγάλο –αυτός που έκανε κουμάντο– γεωπόνος, κι οι άλλοι όλοι φορτηγά φορτώναν, τα πουλούσαν, μπήκε το κράτος μέσα. Αλλά για μας ήταν καλά και αναγκάστηκε να τα παρατήσει το κράτος, να τα δώσει σε μας τους ακτήμονες. Κι έτσι, πήρα χωράφια και άρχισα να σπέρνω ρύζια. Έμαθα καλά να τα καλλιεργώ, να τα κοιτάζω τι θέλουν και τι δεν θέλουν και πήγαινα καλά στα ρύζια. Από κει έκανα αυτό το σπίτι, από κει σώθηκα. Και ήταν η αδερφή μου εδώ. Αυτή αφού έβγαζα καλά λεφτά και λέει «Πάρε και κάνα οικόπεδο». Πήρα οικόπεδο, αγόρασα αυτό. Αγόρασα, και πάνω η κόρη μου τώρα έχει πολύ ωραίο σπίτι και τουριστικό. Το ξέρεις; Όλη η Καβάλα τη βλέπεις. Το νοικιάζει τώρα, ξετρελαίνονται όλοι. Μόνο εκεί να κάθεσαι και να βλέπεις όλη την Καβάλα, τη Θάσο, τη θάλασσα, το βουνό. Και έκανα καλή περιουσία. Και τώρα τα λέμε ανακατωμένα και ξεχνάω.
Θα επανέλθουμε και σε κάποια πράγματα που μου είπες πιο πριν. Μετά από τα ρύζια, μετά ήρθες στην Καβάλα κάποια στιγμή. Πότε ήρθες στην Καβάλα;
Στην Καβάλα ήρθα αφού έκανα το κάτω το σπίτι. Αποφάσισα η οικογένεια ήταν στην Καβάλα, στο χωριό. Αποφάσισα να φέρω την οικογένεια μου, πήγα στη Χρυσούπολη, παίρνω ένα τραπέζι και φτώχεια, δεν είχαμε τίποτα. Ένα τραπέζι παίρνω που είχε λεονταρίστικα ποδάρια, τέσσερις καρέκλες, αυτή την ντουλάπα που έχω μπαίνοντας στο δωμάτιό μου, ακόμα την έχω. Αυτή την ντουλάπα και τέσσερα καθίσματα πήρα και έφερα και τα παιδιά μου εδώ. Κατεβήκαμε εδώ και μείναμε. Αρχίνησα εγώ να δουλεύω. Βγάζαμε πολύ καλά λεφτά. Εγώ ήμουν, δούλευα για δυο-τρία άτομα, να σε πω. Απόρησαν στη δουλειά. Όταν πήγαινα εγώ στο καφενείο, εκεί που έκανα δουλειά ήταν να, εδώ, το δεύτερο σπίτι τα παιδιά το έκαναν. Έπαιρνε και αυτός, γέρος ήταν και ήθελε, είχε μία δουλειά στον Άη Παύλο απέναντι και έψαχνε να βρει σιδερά, τώρα πάμε αλλού. «Να ρε, μαστρο-Σπύρο -λέει-, σιδεράς», για μένα. Με φωνάζει, «Έλα εδώ, ρε παιδί μου. Σιδεράς είσαι;». «Ναι», λέω. «Έχω μία δουλειά -λέει- δεν την κάνεις;». Λέω: «Γιατί να μην στην κάνω, μαστρο-Σπύρο;». Εγώ τα παιδιά τα ήξερα, εργολάβοι ήταν όλοι, αυτός δεν με ήξερε. «Άντε -λέει-, αύριο έλα -λέει-, θα πάτε να πάρετε τα εργαλεία και έλα να πάμε». Παίρνω, πάω στο καφενείο εκεί των οικοδομών, «Άντε, μαστρο-Σπύρο! Άντε!». «Καλά, ρε παιδί μου. Καλά». «Άντε», στο τέλος μου λέει: «Άντε, πάρε ένα ταξί να πάμε». Παίρνουμε ένα ταξί από απέναντι, πάμε εκεί. Αυτοί κάνανε, βουλώναν τις τρύπες οι μαστόροι. Τα σίδερα τα πήραν τα βλέπω. Τα σίδερα κουβάρα και εκεί που είναι τα σίδερα είχε βάσεις, εμείς οι βάσεις ήταν το κυριότερο που θα τραβήξουν τα σίδερα στην βάση και μες στους δρόμους τα τραβούσαμε. Και έπρεπε να έχεις μία σταθερή βάση από δω και μία πέρα, για να τεντώσει το σίδερο. Μόλις με είδαν, «Ρε μάστορα! Μονάχος είσαι;». «Μονάχος!». Ακούω ο άλλος πιο βαθιά, «Ωχ, αυτός θα μας σιδερώνει καμιά εβδομάδα τώρα». Καλά. Ανεβαίνω παίρνω τα μέτρα, κατεβαίνω κάτω. Είχα μία αντίληψη ξέρεις, άλλο να σε λέω, από δω ως εκεί τόσα μέτρα, τρία μέτρα είχε η στροφή, εξήντα μέτρα, δεν μπορούσες να με φτάσεις όταν άνοιγα το σίδερο. Το τραβάω, το κόβω, το ετοιμάζω, τώρα μονάχος τα κρέμασα τα σίδερα στα μπαλκόνια, αυτοί πέσαν για ύπνο. Εγώ κάνω τα σινάζια – τα σινάζια θα πει, ήταν παλιό σπίτι και τώρα έπρεπε να γίνουν εδώ δοκαράκια όπου είχε χωρίσματα. Κάνω αυτά, καλοκαίρι ήταν, αυτοί πέσαν για ύπνο, εγώ τα τελειώνω, αυτοί. Το απόγευμα την πλακώνω την πλάκα, την τελειώνω προτού να βασιλέψει ο ήλιος. Και όταν πήγαινα στο καφενείο, η ουσία είναι αυτή και με έβλεπε, «Ρε παιδιά», λέει, εργολάβος για, «χιλιάδες κόσμος πέρασε από μένα. Αυτόν -λέει- τον φοβήθηκα, λέει, αυτό και αυτό έκανε», λέει και όλοι έτσι με κοιτάζαν μες στο καφενείο. Αυτά έκανα. Πολύ δούλευα. Και τίμιος, αλλά ούτε έκλεβα ούτε τίποτα. Κι όσοι με ήξεραν, με κλέβαν και δεν με το λέγανε. Ζύγιζα εδώ τα σίδερα αφού αρχίσαμε να παίρνουμε και σίδερα και την πλάστιγγα την φόρτωνα πολύ και έχανα. Δεν έπρεπε παραπάνω από 250 κιλά, 300 η πλάστιγγα. Εγώ την έβαζα 500 κιλά και και να μη με το λένε αυτό. Ήταν δύο μηχανικοί και ένας αρχιτέκτων. Και ο ένας Γιάννης ο αρχιτέκτων, το σπίτι του ήταν τελευταίο στην Καβάλα, εκεί στην Παναγία κοντά στη θάλασσα, ο ένας ήταν εκεί. Ρε κερατάδες! Βγάζετε τόσα λεφτά, εγώ χάνω, γιατί δεν μου το λες, «Βασίλη, χάνεις. Πάνε να τα ζυγιάσεις στην πλάστιγγα κάτω τα σίδερα». Δεν μου το λέγανε. Με κλέβανε και δεν μου το λέγανε, αλλά δόξα τω Θεώ. Σε είπα, ο Θεός εμένα δεν με αφήνει. Και δούλεψα σκληρά, δούλεψα τίμια και έκανα αυτά που έκανα. Τώρα.
Πόσα παιδιά έκανες και μετά την Αναστασία; Μετά την Αναστασία κάνατε άλλα παιδιά; Πόσα παιδιά κάνατε;
Έκανα την Μαγδαληνή, αυτή που με κοιτάζει, και τον γιο μου. Η δεύτερη ήταν, η Αναστασία ήταν δεύτερο. Η Θωμαή η κόρη μου. Να, την έχω φωτογραφία η κόρη μου. Πού είναι, μωρέ;
Θα μου την δείξεις μετά.
Να εδώ, αυτή. Σήκω να την δεις. Στη νύφη δίπλα. Αυτή η κόρη μου είναι, από κει είμαστε εμείς, στη μέση είναι ο εγγονός μου και αυτός. Έχει μελίσσια άμα πρόσεξες, είναι καλός μέλισσας και φθηνά μελίσσια ήταν και–.
Με τη γυναίκα σου πώς ζήσατε όταν ήσασταν εδώ; Πες μου γι’ αυτήν.
Καλά, αφού πιάστηκα, γύρισα όλη την Ελλάδα. Πήρα αυτοκίνητο και αυτοκίνητα και ο γαμπρός μου. Βγάζαμε καλά λεφτά γίναμε ένα συνεργείο όλοι δικοί, ο γιος μου, ο γαμπρός μου, εγώ. Όλοι, ό,τι βγάζαμε, τα μοιραζόμαστε. Πήραμε αυτοκίνητα, πήραμε απ’ όλα, γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, τη γυρίσα όλη. Και γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, όπου θέλαμε πηγαίναμε, περνούσαμε καλά. Είχα αντίσκηνο, όλα, τα πάντα είχα, καρέκλες τέσσερεις, τραπεζάκι. Μόλις πήγαινες, σταματούσαμε το αυτοκίνητο, το τράπεζακι, τα καρέκλια, φορτωμένο το αυτοκίνητο όλα. Τρώγαμε, πίναμε. Και δεν μου άρεσε ξενοδοχεία. Έξω, έστηνα τα αντίσκηνα. «Δεν μας πήγες εκεί, δεν μας πήγες εδώ». Θα πάω τώρα στην Εύβοια που την κάψανε, «Δεν μας πήγες στον Άη Γιάννη το Ρώσο». Στον Άη Γιάννη το Ρώσο ανεβήκαμε πάνω στης Εύβοιας τα βουνά, βρήκαμε, έχει ένα εκκλησάκι. Πάμε, πλατάνια έχει, ήταν όλο το μαγκάκι, όλα τα βουνά εκεί, ιδιωτικά είναι εκεί τα βουνά. Βρήκα μία παρέα ξυλοκόπων απάνω από τα Τρίκαλα. Γνωριστήκαμε εκεί σαν μία οικογένεια, ψήσαμε, φάγαμε, κάναμε. Εγώ μου άρεζε τα βουνά, τα βουνά, η εξοχή. Και θέλω να σε πω, τα γύρισα τα παιδιά μου παντού. Και περνούσαμε ευτυχισμένα. Απάνω αν έχεις στο Καράντερε. Έξι χρόνια συνέχεια, απάνω στο Καράντερε πηγαίναμε. Αντίσκηνο. Από όλα τα αγαθά είχαμε. Εκεί απάνω μέρα-νύχτα φωτιά στο Καράντερε. Απάνω στο Λειβαδίτη. Παντού, δεν αφήσαμε μέρος. Απάνω πήγαινα μέχρι όλη τη Θράκη, όλη τη Στερεά Ελλάδα, τα γύρισα όλα. Τα νησιά δεν μου άρεζαν, τα νησιά. Εγώ ήθελα άμα πω ότι «Απόψε θα πάω στο σπίτι», να πάω, να μην μπορώ. Πηγαίναμε στη Θάσο, εκεί στα Λιμενάρια, την παραλία όλο εμείς τη σιδερώσαμε. Γιατροί, αυτός έχει και το φέριμποτ, πώς το λέγαν μωρέ; Ένα γαϊδούρι και μισό ήταν αυτός, γιατρός. Τι απατεώνας ήταν; Είχε ένα ψευτοφεριμπότ μωρέ. Και τότες δεν είχε, για να ανέβουμε στην Θάσο, πρώτα ανέβαινες στη βάρκα και ύστερα πήγαινες ανέβαινες στον καΐκι. Φουρτούνα. Η βάρκα να ανέβεις τώρα από τη βάρκα να ανέβεις απάνω, τραβούσαμε πολλά. Και τον κάναμε τα κτίρια. Ένα ένσημο δεν μας έβαλε. Απατεώνας. Λέει: «Από μένα άμα θα πάρετε ένσημο -λέει-, ένσημο θα γίνω». Δυο καταγγελίες του κάναμε, «Ελάτε κάντε και τρίτη». Κάναμε μία καταγγελία, γιατί; Από τους άλλους άμα κάνεις μία καταγγελία, αμέσως βρίσκεις το δίκιο. Αυτός γιατί; Γιατί; Δεν διοικάν καλά, δίκαια δεν διοικάν. Επειδή έχει περιουσία έχει και το καϊκι έχει, να μη βάλει τα ένσημα των εργατών. Ένσημο δεν βάλαμε κανένας. Τέλος πάντων, θέλω να σου πω, γνώρισα και τους καλούς και τους κακούς. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει, παιδί μου, πουθενά. Αυτό να το ξέρεις. Δεν υπάρχει και όλα, ο πιο αδικημένος είναι ο εργάτης. Ο εργάτης! Θα σταματήσουμε εδώ;
Εγώ θέλω να με πεις ακόμα λίγο για τα παιδικά σου χρόνια με τους Βούλγαρους, κυρ-Βασίλη.
Τι πράγμα;
Θέλω να μου πεις για τα παιδικά σου χρόνια με τους Βούλγαρους.
Α, με τους Βούλγαρους.
Θέλω να μου πεις για τα μποστάνια που πήγαινες.
Με τους Βούλγαρους έχω μεγάλη ιστορία άμα–.
Να επιστρέψουμε εκεί να μου πεις.
Είχαμε μία διμοιρία Βουλγάροι και βγάζαν πέτρες στο χωριό. Και βγάζαν περίπολο στο χωριό. Για να μπεις μες στο χωριό νύχτα, ήταν επικίνδυνο. Θα σε πω τώρα που με πιάσανε. Εγώ είπαμε, ήμαν ορφανός. Στάρι, καλαμπόκι, κι αυτά, και είχαμε όλοι χερόμυλοι. Χερόμυλοι ξέρεις τι θα πει; Μια πέτρα από κάτω και με ένα χέρι έριχνες δύο-τρία σπυριά μέσα, να βγάλεις να κάνεις ένα ψωμί. Τι έκανα εγώ; Απορούσαν και οι αντάρτες που πήγαινα απάνω, με πιάναν πάνω και έλεγε: «Καλά, εσύ», πρώτη κουβέντα που πιάναν, «νύχτα, μεσάνυχτα -και έλεγαν-, δεν φοβάσαι;». Πήγαινα πάνω, είχε νερόμυλοι. Και πηγαίναμε εκεί απάνω στους νερόμυλους και αλέθαμε και παίρναμε 10% εγώ σαν αγωγιάτης που τα πήγαινα και 10% ο μύλος. Τέλος πάντων, όλη την Κατοχή αυτό έκανα με τον κίνδυνο την δουλειά μου. Νύχτα πήγαινα, νύχτα έρχομαν. Και κάθε βράδυ στήναν αντάρτες στο δρόμο με πιάναν. Δεν παίρναν πολύ οι άνθρωποι, ήθελαν να ζήσουν, δυο-τρεις χούφτες. Αλλά είχε και κάτι φονιάδες, άμα σε πιάναν, σε έπαιρναν όλο και σε σκοτώνουν κιόλας. Έλληνες, μας πιάσανε και αυτό. Και αν μας πιάναν, θα μας σκοτώναν. Είχαμε, τώρα γι’ αυτούς τους κλέφτες. Πήγαιναμε, δύο ήμασταν στον μύλο κι ερχόταν και ένας από το Μακρυχώρι με ένα άσπρο άλογο και αυτός φόρτωνε το δικό σου, το δικό μου από το χωριό μας για να ζήσει την οικογένεια. Και λέει: «Άντε, πάτε εσείς και να ανταμώσουμε απάνω στο μύλο. Εγώ να πάω να δω τα παιδιά μου». Πάει αυτός να δει τα παιδιά του. Βλέπαμε όταν κατεβαίναμε μέσα στο ρέμα, αυτό που περνούσε από το κεντρικό, το νερό που κατέβαινε, που γύριζαν όλοι οι μύλοι, δέκα μύλοι είχε, νερόμυλοι από τον τελευταίο μύλο μέχρι την πηγή. Εκεί βλέπουμε δύο στην άκρη του δρόμου, περιμένουν εκεί με τα γαϊδούρια, δύο γαϊδούρια είχαν και δύο άτομα. Τα δικά μας περνούσαν, εμείς από πίσω τα γαϊδούρια. Περνούσαν. Μόλις φτάσαν κοντά τους, τα πιάσανε τα δικά μας τα γαϊδούρια. Λέμε: «Γιατί τα πιάσατε τα γαϊδούρια;». «Ελάτε -λέει- κοντά μας, θα τα αφήσουμε». Είχαν σκοπό να μας σκοτώσουν. Για να πάρουν το καλαμπόκι και το στάρι, τέτοια αξία. Αλλά εμάς ήθελαν να σκοτώσουν. Αυτοί τους σκότωσαν.
Ποιος τους σκότωσε αυτούς;
Το μάθαν οι αντάρτες και τους πιάσαν και τους σκοτώσαν. Τέλος πάντων, «Βρε αφήστε τα γαϊδούρια». «Όχι». Σηκώθηκαν να μας πιάσουν. Πιανόμασταν εμείς; Ο νέος τρέχει περισσότερο από ηλικιωμένο. Αρχίσαμε να κλαίμε, αφού σηκώθηκαν να μας πιάσουν να μας σκοτώσουν, τα γαϊδούρια ήταν μαθημένα, ξεκίνησαν πάλι το μονοπάτι. Ανταμωθήκαμε ύστερα με αυτόν τον Μπούρουτζη, που σου είπα, που πήγε να δει τα παιδιά του. Λέμε αυτό, «Αχ -λέει-, έπρεπε να ήμουν εγώ». Και τι θα έφτιαχνε ο άνθρωπος; Αυτοί ήταν δύο. Αλλά μαζί με μας μπορούσαμε να τους κάνουμε κακό. «Έπρεπε να ήμαν εγώ», λέει. Στεναχωρήθηκε ο άνθρωπος. Και τέλος πάντων, πηγαίναμε εκεί. Νηστικός πήγαινα, νηστικός γύριζα. Και μία μέρα αποφάσισα να κάνω μία πίτα κι εγώ. Ή να δώσω το γαϊδούρι μία χούφτα. Ντιπ ρε, πολύ δίκαιος. Όπως το έπαιρνα το δικό σου, ούτε να σε κλέψω ούτε τίποτα. Και λέω να κάνω μία πιτούλα και εγώ, ρε παιδί μου. Να κάνω μία πιτούλα να φάω, ξελιγώθηκα. Έφερναν όσοι ήταν δικά τους το στάρι και το καλαμπόκι, έφερναν στραγγιστό γιαούρτι, έπαιρναν, έπαιρναν γιαούρτι, έδιναν αλεύρι, έπαιρναν τρώγανε. Εγώ νηστικός. Αποφάσισα κι εγώ να κάνω μία πιτούλα. Παίρνω μία χούφτα αλεύρι, ρίχνω νερό, ούτε αλάτι ούτε τίποτα, ε; Ήρθε το νερό παραπάνω, ρίχνω ακόμα λίγο αλεύρι να σφίξει. Και δίπλα στη φωτιά που ανάβαμε είχε ο μυλωνάς, αυτό που ψήνουν σάτσι. Ναι και εκεί είχε μία πέτρα, το σκουπίζαμε εκεί, το βάζαμε το ψωμάκι αυτό, το σκεπάζαμε τα κάρβουνα. Μόλις τα τελείωσα αυτά, έρχεται ο απάνω μυλωνάς και μας ειδοποίησε ότι οι Βούλγαροι κάνουν έλεγχο – και αυτόν ύστερα τον κάναμε γραμματέα στο χωριό μας. Το κατέβασαμε από πάνω, ήταν από το Δύσβατο αυτό. Να, προχθές πήγαμε εκεί, τα είδα αυτά τα παλιά τα λημέρια. Να σου πω ιστορίες και με τους αντάρτες, που συγκεντρώθηκαν και χτύπησαν. Ανέβηκαν 200 Βουλγάροι τελευταία και πήγαν οι αντάρτες. Τέλος πάντων, τώρα σταμάτησα. Αυτοί που κλέβανε τώρα, έγιναν γνωστοί στους αντάρτες. Και το μάθανε οι αντάρτες, τους πιάσανε τους σκότωσαν. Και στο Παληό έχτιζα γιατί πήγαινα παντού, και στο Παληό και στην Ηρακλείτσα κάναμε σπίτια, σιδεράδες. Ήμασταν και πώς θα ανάφερα εδώ στο Παληό και να είναι ο τσομπάνος–. Γιατί όταν σκότωσαν αυτά τα δύο άτομα είπανε οι αντάρτες, «Σκότωσαμε δύο άτομα γιατί κλέβουν, δεν κάθονταν καλά και “Πες στο χωριό σας να ‘ρθουν να τους πάρουν να τους θάψουν”». Και τα έλεγα αυτά, και με ακούει αυτός. Λέει ο τσομπάνος «Ήμαν εγώ -λέει- που τις σκότωνα». Πώς τα φέρνει, κατάλαβες; Να τύχω εγώ τα παιδιά και να τύχω που σκότωσαν οι αντάρτες τον τσομπάνο και να κάνω και τα σπίτια τους εδώ. Και με ανοιχτό στόμα με ακούγανε. Τέλος πάντων, με φάγαν την πίτα οι Βουλγάροι τώρα. Ερχόμουν για το χωριό πάλι νηστικός. Νύχτα, νύχτα, και είχε περίπολο το χωριό Βούλγαροι, και το σπίτι μας ήταν στην κοινότητα μπροστά. Είχε φύγει, αυτός ήταν ο πιο πλούσιος του χωριού, αφού λέγανε τότε ότι έχει ένα εκατομμύριο δραχμές. Πήρε την οικογένειά του κι έφυγε κάτω από τη Θεσσαλονίκη σε ένα χωριό, είχε συγγενείς και το είχαν κάνει κοινότητα οι Βουλγάροι. Μόλις ήρθα εγώ στο χωριό. Και είχα ξεχάσει 7 κιλά στάρι δικό μας και το ξέχασα στο μύλο και το θυμήθηκα στο Μακροχώρι, και είχα και τον αδερφό μου. Είχαμε και ένα άλλο φορτωμένο με το δικό σου το άλογο, παίρναμε το μισό, το 4%, μας έδωσες και το άλογο και το καλαμπόκι και το στάρι ό,τι ήταν, στο αλέθαμε και μας έδινες το μισό από ό,τι δικαιούμασταν. Εκεί το θυμήθηκα, «Ρε Γιάννη, το δικό μας -λέω- το στάρι, 7 κιλά σε ένα μαξιλάρι άσπρο το είχαμε, το ξεχάσαμε!». Λέω: «Άντε, πήγαινε εσύ με το Θεοχάρη -Θεοχάρης λεγόταν- κι εγώ θα γυρίσω να το πάρω». Και ξαναγυρίζω και πάω πάνω στους μύλους. Μόλις με είδε ο μυλωνάς, γιατί είπα πως ήμασταν ορφανά, μας λυπήθηκε, ήταν καλοί άνθρωποι κι αυτοί. Και προσπαθούσαν και αυτοί να με βοηθήσουν και έλεγαν: «Αν μας φέρνεις 50 λέβια, το δίκαιο που δικαιούμαστε, θα το παίρνεις εσύ». Ναι γιατί και αυτοί βοηθούσαν άλλους, τη γειτονιά τους όλη. Ήταν από το Μακροχώρι και ό,τι έπαιρναν, βοηθούσαν. Αυτή είναι η ανθρωπιά για, πρέπει να βοηθάς και άμα έχεις και τον άλλον. Και το φορτώνομαι αυτό και βαδίζω και βαδίζω νύχτα και περνάω όλα αυτά τα βουνά μοναχός, νύχτα, τα μεσάνυχτα, με 7 κιλά στάρι. Τώρα πώς θα μπω στο χωριό; Να πάω, κι ο Βούλγαρος ο διοικητής κοιμόταν απάνω από το σπίτι μου νοίκιαζε. Ένας άτιμος άνθρωπος, θα στο πω. Άμα με έπιανε, θα με σκότωναν. Τώρα ακούω αυτός που έφευγε και το καφενείο που σου είπα και έφευγε που είχε τα λεφτά, ένα σκύλο μεγάλο, Σαμούρ τον λέγανε. Ακούω, γαβγίζει ο σκύλος. Λέω: «Έχει γούστο να κατεβαίνουν οι Βουλγάροι, το περίπολο». Μόλις το είπα, μόλις ανέβηκα να γυρίσω να πάω στο σπίτι, οι Βουλγάροι μπροστά μου. Βλέπω ο ένας πάει κάτω από την ελιά, είχαμε μία ελιά από δω μεριά, και από κει ήταν ο φράχτης. Ο ένας πιάνει την ελιά και ο άλλος πιάνει τον φράχτη τον δικό μας. Τώρα εγώ κάνω πως δεν τους είδα. Αλλά η μάνα μου ήξερε, «Αυτός -σου λέει- θα γυρίσει». Περίμενε στο παράθυρο, περίμενε. Πετιόταν οι Βούλγαροι με τις λόγχες, γιατί το περίπολο βάζει και τις λόγχες, κι εμείς έτσι στον στρατό στον ελληνικό. Και με ζουλάν εδώ, θα με τρυπούσαν παραλίγο τη κοιλιά μου και με λένε τα βουλγάρικα. Εγώ δεν τα μαθα τα βουλγάρικα. «Από πού έρχεσαι;» «Από το μύλο έρχομαι», ξέρω ‘γω. Η μάνα μου φώναζε «Το παιδί μου είναι, αφήστε το! Το παιδί μου είναι». Πού να με αφήσουνε οι Βούλγαροι; Ακούω ύστερα τράβηξαν τα όπλα, τις λόγχες από πάνω, μίλησανε μεταξύ τους βουλγάρικα. Και την πρώτη μέρα, πιο μπροστά από δύο μέρες, πιάσανε ένα παιδί από το Ποντολίβαδο και κατέβαινε από το βουνό και είχε ένα κομμάτι δέρμα να κάνει τσαρούχια. Και το πιάσανε οι Βουλγάροι και λέει: «Αυτό το δέρμα πού το βρήκες;» «Οι αντάρτες μου το δώσαν». Και το φέρανε στο χωριό. Το φέρανε στο χωριό και το ‘χαν έξω από το καφενείο όλη μέρα μες στον ήλιο, και το απόγευμα το πήραν και το βγάλαν –τώρα τα παιδιά μου εκεί κάναν ωραίο κτήμα–, το πήγανε εκεί πιο πέρα. Από κει είχε ένα μονοπάτι που πηγαίνανε στο παζάρι ο κόσμος, το πήγαν εκεί και το σκότωσαν και άναψαν φωτιά και το ρίξανε στη φωτιά. Αυτό το αποτέλεσμα θα είχα κι εγώ αλλά ήταν οι Βούλγαροι καλοί και με άφησαν και το γλίτωσα. Και για να πάμε να πάρουμε νερό έπρεπε να κάνουμε μία βόλτα ανάποδα, όχι από ‘δω, να πάμε να κάνουμε τον κύκλο να πάμε στη βρύση να πάρουμε νερό. Και–.
Για να μην πετύχετε τους Βούλγαρους.
Ναι, να αποφεύγουμε τους Βουλγάρους. Και έκαναν κάθε και λιγάκι, [Δ.Α.] τα σπίτια κυκλώναν το χωριό και μπαίναν μέσα, ανέβαιναν απάνω, ψάχναν παντού να βρουν να τα πάρουν, σαν να ήταν δικά τους. Τώρα αυτά. Είπαμε–.
Τους φοβόσουν εσύ τους Βούλγαρους;
Στο είπα που το βρήκαν και το φάγανε οι Βούλγαροι το ψωμί;
Το ψωμί σου.
Α, στο είπα. Τα λέω όλα.
Μου είπες ότι είχε περίπολο εκεί.
Τα ξεχνάω, ρε παιδί μου.
Τα λες ωραία, τα λες ωραία, κυρ-Βασίλη. Μη στεναχωριέσαι.
Σε είπα που τσι πηγαίναμε νερό στην θάλασσα κάτω;
Ναι που–.
Το είπα κι εκείνο, ε; Τράβηξα πολύ, πολύ. Και αυτό και το τραγούδι το λέει. Έχει ένα τραγούδι, ο αρχιτσέλιγκας αφού γέρασε και μετά, έβλεπε τις ραχούλες που τις γύριζε με τα πόδια. Και εγώ τώρα έτσι κάνω. Με παίρνουν τα παιδιά μου και άμα πάω και βλέπω το χωριό, μπορώ να σου πω,κλαίω κιόλας, συγκινούμαι. Ακόμα και τις πέτρες τις ξέρω, και τις πέτρες. Τράβηξα φτώχεια και όλοι οι δικοί είχαν τρόπο καλό αλλά κανένας δεν είπε «Εμείς έχουμε να δώσουμε μισό ψωμί, ένα ψωμί να φάνε και τα ορφανά». Κοίταζαν να τα πάρουν όλα, αλλά ο Θεός δεν μας αφήκε.
Πώς ορφανέψατε; Μου είπες ότι ορφανέψατε το ‘38.
Σε είπα, το ‘38.
Πώς πέθαναν οι γονείς σας;
Πεθαίνει ο μπαμπάς μου, πεθαίνει ο παππούς μου, πεθαίνει η αδελφή, είχα και μία αδερφή. Και–.
Πώς τους έχασες αυτούς; Πώς πεθάνανε;
Ο μπαμπάς μου είχε –τον έχω φωτογραφία– είχε έλκος στομάχου. Πουλούσε κάνα χωράφι, λεφτά δεν έχει να πάει να κάνει εγχείρηση στη Θεσσαλονίκη. Βλέπαν που δεν πετύχαινε, ξαναγυρίζε πάλι. Μέχρι που πέθανε. Και όταν πέθανε «Θωμαή -λέει-, φέρε τα παιδιά εδώ». Μας πήρε, μας πήγε κοντά του εκεί. Και ήταν κρεοπώλης, είχε όλο το χωριό το τάιζε βερεσέ και κανένας δεν πλήρωσε, κρέας έπαιρνε, λουκάνικα, αυτά. Είχαμε ένα δωμάτιο από δω σάλα κι άλλο δωμάτιο από εκεί, και στη μέση είχε ένα καμαράκι. Εκεί άμα έμπαινες, μοσχοβολούσε ο τόπος. Όλο λουκάνικα. Άμα έψηνες ένα. Ήταν τεχνίτης καλός. Όταν ήθελαν οι εισαγγελείς και το ‘να τ’ άλλο, να κάνουν εκδρομή, τον παίρναν τον μπαμπά μου να τους κάνει ψητά, αυτά. Ναι, ήταν πολύ καλός τεχνίτης. Και λέει: «Φέρε τα παιδιά, Θωμαή, εδώ». Πάμε, λέει εμένα, «Παιδί μου -λέει-, χώμα να πιάσεις, μάλαμα να γίνεται». Και που το ήξερε; Εκείνη την ώρα πέθανε κιόλας. Ξέρεις τι θα πει φτώχεια; Ένα βιβλίο τόσο βερεσέδια. Κανένας δεν έδωσε. Μόνο ένας ξένος και ήταν κι εκείνος. Να το πω και αυτό και τελειώνουμε. Κι ήταν μαραγκός, ήρθε μονάχος στο σπίτι. Εγώ που ήμουν μικρός, παιδάκι, πήγα στη Χρυσούπολη, πήρα τα ξύλα, ήτανε απ’ τη Κομοτηνή αυτοί που είχαν το χάνι. Λέει: «Να πας να πεις ότι πέθανε ο μπαμπάς να σε πάρουν τα ξύλα». Πήγα, με τα πήραν. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Ας ήταν. Τώρα πέθαναν και αυτοί. Με τα φορτώσαν και τα έφερα και έρχεται αυτός ο μαραγκός και λέει: «Θωμαή, πήρα μία συκωταριά -λέει- από τον Χρήστο, να κάνω εγώ -λέει- το κιβούρι, να μην το έχω βαριά καρδιά. Να ξεχρεωθώ». Και έκανε αυτός το κιβούρι και το βάλαμε μέσα. Και αφού νύχτωσε ύστερα, δεν ήρθε κανένας από τη γειτονιά να κάνει λίγο παρέα τη μάνα μου. Και καθίσαμε εμείς, τα παιδιά δεν αντέχουν. Η μάνα μου κάθισε και πέρασε –η μάνα μου φοβόταν και πολύ– πέρασε μία γάτα, κάτι χαζά πράγματα, φοβήθηκε και το βράδυ, ξημερωθήκαμε εκεί. Την άλλη τη μέρα έκανε και το κιβούρι αυτός, τον βάλαμε μέσα. Πήγαμε τον θάψαμε. Και κανένας δεν πλήρωσε. Κανένας. Φάγαν, πίναν, ερχόνταν, τους συγγενείς. Κάθε βράδυ γεμάτο το σπίτι μας όταν ζούσε ο μπαμπάς μου. Να βάλει την τηγανιά, να ψήνουν, να τρώνε, να κάνουν και στο τέλος, «Βάλε και μία οκά λουκάνικα». Και πολλές φορές πήγαινα κι εγώ, «Θα ‘ρθω κι εγώ να κοιμηθώ στο σπίτι», το παιδί τι. Μόλις πήγαινα, αφού τρώγανε, πίναν, κάθονταν, βάζαν τηγάνι, τα τρώγαν κι εκείνα. Νηστικός ο κόσμος, πεινούσαμε. Εμείς όταν ζούσε ο μπαμπάς μου είχαμε από όλα τα αγαθά. Γιατί τέλος πάντων, και θέλω να σε πω τραβήξαμε πάρα πολλά. Κι ύστερα, όταν πέθανε ο μπαμπάς μου χειρότερα.
Η μαμά σου πώς πέθανε;
Η μάνα μου πέθανε, μεγάλη πέθανε 84 χρονών. Ήταν το 1860, το 1900. Το 1896.
1996.
Ναι και υπόφερε η καημένη. Νυχτόνομασταν νύχτα στα χωριά. Περνούσαμε από εκεί, διακόνευαμε. Α μνημόσυνο έχουν τότε η εκκλησία, να κάτσουμε να πάρουμε λίγα κόλλυβα μήπως μας δώσουν και καμιά λειτουργία, καθόμασταν πότε θα σχολάσει η εκκλησία να πάρουμε λίγα, νύχτα. Κάτω στο αγίασμα, δεν ξέρω αν το ξέρεις. Και να ανέβουμε με τα πόδια νύχτα ύστερα να πάμε στο χωριό. Και η μάνα μου όλο φοβόταν. «Άνθρωπος». «Ρε μάνα! Μη φοβάσαι, δεντράκι είναι!». Εγώ την έδινα κουράγιο που ήμουνα μικρός. Εγώ δεν φοβόμουν καθόλου. Αφού τα μποστάνια φύλαγα νύχτα-μέρα μονάχος μέσα στον κάμπο. Δεν φοβόμουν καθόλου.
Με τους αντάρτες τι έγινε που με είπες ότι πήγαινες με το–, ότι έχεις ιστορίες με τους αντάρτες;
Αντάρτες; Οι αντάρτες ανεβήκαν. Άρχισαν να πληθαίνουν οι αντάρτες και άρχισαν να βγαίνουν στα βουνά οι αντάρτες. Βγήκαν πάρα πολλοί στα βουνά. Και ο καπεταν-Μαύρος πήρε, ήταν αυτός χωροφύλακας, νωματάρχης απ’ τη Ζαρκαδιά. Κατέβηκε να πάρει την αδερφή του, μόλις την έβαλε στο δικό μας το βουνό –Τιντέ λεγόταν, έχει ένα τουρκικό χωριό εκεί απάνω– έπεσε σε βουλγάρικο απόσπασμα. Σκοτώνουν την αδερφή του και αυτόν τον τραυμάτισαν εδώ, η σφαίρα τον βρήκε εδώ. Τον φέραν απάνω στο μύλο. Έτυχε πάλι εγώ να είμαι με έναν άλλο. Ο άλλος ήταν φοβητσιάρης, παρόλο που έχει και δυο θείοι αντάρτες. Είχε άλογο αυτός και εγώ είχα γαϊδούρι. Του θείου του ήταν το άλογο. Τον λένε οι αντάρτες, «Αυτό το άλογο ποιανού είναι;». Λέει: «Δικό μου». «Θα το πάρουμε -λέει- να μεταφέρουμε έναν τραυματία». Αυτός νόμιζε ότι θα το πάρουν μόνιμα. Αρχίζει να κλαίει, να κάνει, φοβητσιάρης. Λέω: «Μην κλαις. Εγώ θα πάω». Εγώ λαχταρούσα να εξυπηρετήσω τους αντάρτες. Αυτά άμα τα ‘γραφα στο στρατό, στη Μακρόνησο θα πάω, όπως στα λέω. Στη Μακρόνησο, θα με σκοτώναν. Ξέρω και τι κάναν και στη Μακρόνησο. Τέλος πάντων, αφού συγκεντρώθηκαν πολλοί αντάρτες, βγήκαν τώρα 200 Βουλγάροι στον Πλαταμώνα. Το μάθανε οι αντάρτες και το μεσημέρι είχαν ένα φυλάκιο πάνω από τον μύλο, έρχονται μας παίρνουν πάλι για αγγαρεία. Και πάμε δύο μοσχάρια και δύο γαϊδουροφόρτια πατάτες, και πάμε σε αυτόν τον γραμματέα που κάναμε, τον νεόφυτο του χωριού. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι αντάρτες. Μας πήρανε εμάς το μεσημέρι και πήγαμε τα μοσχάρια, πήγαμε τις πατάτες, εκεί θα συγκεντρώνονταν οι αντάρτες. Και το πρωί να χτυπήσουν τους Βούλγαροι. Διακόσιοι Βούλγαροι είχαμε. Επήγαμε, μέρα ήταν. Πάμε, ξεφορτώνουμε σε ένα μπαξέ και απάνω από το δρόμο είχε μία βρύση και το νερό το πετούσε έτσι. Τώρα από μέσα, στο ρέμα σφυρίζει ένας. Γιατί τα βουνά δεν είναι ίσια, έχουν ανεβαίνουν τα βουνά έτσι και κάτω άλλο ανεβαίνει και εδώ τώρα. Ένας σφυρίζει. Αντάρτης ήταν από τον Έβρο, ήταν διερμηνέας, αγγελιοφόρος, έφερνε μηνύματα. Γιατί εμείς είχαμε κομμουνιστικά ανταρτικά και ο Έβρος ήταν κομμουνιστικά ανταρτικά. Ανταμωθήκαμε. Σφύριζε αυτός, πάλι ο άλλος, πολύ φοβόταν. Εγώ ο Θεός με βοηθούσε, είχα δύναμη, δεν φοβόμαν. Ανταμωθήκαμε αφού τον βλέπω αντάρτη. «Ρε παιδιά -λέει-, έρχομαι από τον Έβρο επάνω. Μήπως είδατε αντάρτες;». Λέμε: «Από κει ερχόμαστε». «Πού είναι;». «Το μονοπάτι αυτό», δεν έχει δρόμο φαρδύ, μονοπάτι, «απάνω στο μονοπάτι, μόλις θα συναντήσεις μία βρύση, το νερό το πετάει έτσι, εκεί μέσα στο μπαξέ, εκεί μέσα». «Ευχαριστώ πολύ», αυτός έφευγε. Πήγαμε στον μύλο. Πήγαμε στον μύλο, βλέπω έρχονται τέσσερις αντάρτες, πάλι μέσα ήταν και ένας ξάδερφος μου από το χωριό. Τον βλέπουμε Μενέλαος καπετάνιος με τον μπαμπά του μαζί ήταν. Τον βλέπω ντυμένο στα βουλγαρικά τα ρούχα. «Καλά ρε -λέω-, Βούλγαρος -λέω- είσαι; Από που τα οικονόμησες;». Αυτοί τι κάναν; Το Μακροχώρι είχε τυροκομείο. Βουλγάροι. Και ήρθαν 30 στρατιώτες Βούλγαροι από τη Χρυσούπολη να πάρουν τα κασέρια και τα τυριά. Και σε στήνουν καρτέρι απάν’ στη Αρκαδία οι αντάρτες – ήταν 15 αλλά είχαν στρατηγική καλά. Ο δρόμος τώρα περνούσε έτσι, φορτωμένα τα κάρα με τα κασέρια τα φέρναν, πέντε αντάρτες από κει και πέντε από δω. Μόλις φτάσανε εκεί, σηκώθηκαν οι αντάρτες με τα όπλα στους Βουλγάροι, που σου είπα, πετάξανε οι Βουλγάροι από τον φόβο τα όπλα. Τους πιάσαν, τους πήραν και τα ρούχα που φορούσαν και φορούσε αυτός βουλγάρικα ρούχα ύστερα, τα πήρε. Και πήραν και τα κασέρια, πήραν και τα αυτά. Και έτσι με εξήγησε αυτός. Περνώ τώρα. «Ο μπαμπάς τι κάνει», λέει; Θα περάσει ο λόχος. Εκεί που πήγαμε τα μοσχάρια κι αυτά εκεί θα συγκεντρώνονταν οι αντάρτες. Κάποια ώρα, απόγευμα ήταν, αλλά ξέχασα να σε πω, τον καπεταν-Μαύρο που πήγαιναμε, που τον τραυμάτισαν στο πόδι. Θα τα πούμε αυτό και ύστερα να πούμε.
Ναι, όπως θες.
Το φέρανε και στον μύλο. Ανέβηκα πάνω στο άλογο, εμείς περπατούσαμε. Μόλις βγήκαμε από το ρέμα που έπαιρναν νερό οι μύλοι, βγήκαμε απάνω και παίρναμε τώρα την κατηφόρα. Ακούμε ένας μας έκανε σόι βουλγάρικα αλλά αντάρτης ήταν. Θυμάμαι και το όνομα, Θεοχάρης, με έναν τενεκέ στο χέρι. Και γελάει. Και ύστερα τον γνώρισαν και οι άλλοι, δικός τους αντάρτης ήταν. Λέει: «Τι έχει, ρε Θεοχάρη, μες στον τενεκέ μέσα;». Λέει: «Μέλι». Κατεβαίνουν, είχαν και ψωμί, τον κατεβάζουν και τον καπεταν-Μαύρο τραυματισμένο, τον δέσαν λίγο ψεύτικα. Είχανε εκεί στο Μουσταφά ένα σπίτι μεγάλο και γιατροί είχε και από όλα είχε, τσι πήγαιναν εκεί, εκεί τον πηγαίναν. Κάθισαν τώρα αυτοί και ψωμί. Εμένα με δίνουν ένα κομματάκι ψωμί με το μέλι. Εγώ πεινούσα από αυτούς πιο πολύ, αλλά πολύ ντροπαλός ήμουν. «Ρε κάτσε κι εσύ, βλάκας». Να τσι πει: «Εγώ πεινάω». Έφαγαν και τους κοίταγα, γλείφαμαν που τρώγανε μέλι και ψωμί αυτοί. Τέλος πάντων, τους πήγα σε αυτό το σπίτι, το ιατρείο που είχαν. Ανεβαίνω το άλογο εγώ, ξαναγύρισα στον μύλο.
Τι είδες σε εκείνο το σπίτι εκεί; Είδες κάτι, πήγες; Μπήκες μέσα στο σπίτι που είχαν εκεί;
Το είχανε σαν νοσοκομείο, είχε και γιατροί, είχε και γιατροί αυτό το σπίτι. Κρυφά από τσι Βουλγάροι. Τσι πήγα εκεί, τους άφηκα, εγώ ανεβαίνω το άλογο, γυρίζω πίσω. Τώρα ήρθε το απόγευμα. Βλέπουμε αφού μου είπε αυτός ότι θα περάσει ο λόχος–. Άντε, δες τώρα τον μπαμπά μου κάποια ώρα, συγκινητικό, ε; Δύναμη, 200 αντάρτες ένας πίσω από τον άλλο, το μονοπάτι η σημαία, έχω και αυτό θέλω να κάνω και το σκίτσο. Α, να τα αφήσω μωρέ.
Όπως θες όπως θες. Δεν με ενοχλεί εμένα.
Που λες η σημαία η ελληνικιά μπροστά να κυματίζει και από πίσω, πίσω ο ένας από τον άλλον κατεβαίνουν, περνούσαν από μας τώρα, από το μύλο μπροστά, «Γεια σας παιδιά», «Γεια σας». Εμείς παλαμάκια, να συγκεντρωθούν εκεί που θα σφάζαν τα μοσχάρια να φάνε και το πρωί να χτυπήσουν τσι Βουλγάροι όπως τσι χτύπησαν. Κάποια ώρα, περνάν, περνάν, περνάν. Το θειο μου δεν το βλέπω, καπετάνιος Γεωργαλάς λεγόταν. Κάπου τελευταίο τον βλέπω. Ηλικιωμένος ήταν και ο γιος του ήταν. Ο γιος ήταν ξεφτέρι. «Ρε μπάρμπα, τι κάνεις;» «Ρε Βασίλη!». Με αγκαλιάζει. Με βγάζει με δίνει δύο τσιγάρα. «Αυτά -λέει- θα τα δώσεις σε ένα θείο μου», ξέχασα και το όνομά του. Τέλος πάντων, με έδωσε δύο τσιγάρα να τα δώσω σ’ ένα θειο μου. Πολλές φορές ξεχνάω και τσι θείοι. Αφού συγκεντρώθηκαν εκεί να σφάξουν τα μοσχάρια, φάγανε, ήπιαν, τώρα το πρωί θα χτυπούσαν τσι Βουλγάροι στον Πλαταμώνα. Εμείς αλέσαμε, σηκωνόμαστε να φύγουμε, ανταμώνουμε έναν στο δρόμο, «Ρε, πού πάτε, ρε παιδιά;», λέει, «Πω, πω, πω, έχετε και αλεύρι; Άμα σας πιάσουν οι Βούλγαροι, επιτόπου -λέει- θα σας καθαρίσουν». Αλλά οι Βούλγαροι πήγαν, πήραν ένα άλλο δρόμο, δεν πήραν το μονοπάτι αυτό που πηγαίναμε. Εμείς μπαίναμε στο Μακροχώρι, αυτοί βγαίνανε. Και μεγάλη δύναμη οι Βουλγάροι. Άμα μας–, επιτόπου θα μας καθαρίζαν. Και πέρασαν οι Βουλγάροι, φτάσαμε στο χωριό, φτάσαμε στο χωριό. Την άλλη τη μέρα αποκλεισμός. Όλα τα χωριά, κάθε κορυφή γιατί τα βουνά αυτά τα δικά μας–. Εσύ από πού είσαι;
Εγώ είμαι από τα άλλα τα χωριά, προς την Αυλή.
Άμα δεις τις κορυφές, όλα βουλγάρικα προχώματα έχουν. Οι πέτρες ασπρίζουν. Το πρόχωμα ήταν εκεί και τις πέτρες τις πετούσαν εδώ. Για να μην, άμα βομβαρδίζαν, να βομβαρδίζαν τις πέτρες. Όλες οι κορφές έχουν βουλγάρικα προχώματα, τα δικά μας τα βουνά. Τώρα.
Την επόμενη μέρα μου έλεγες που–.
Ξημερώνει που λες, φτάσαμε κι εμείς στο χωριό, την άλλη μέρα σηκωθήκαμε, κυκλωμένο το χωριό σαν αστακό. Ανά 100 μέτρα και φυλάκιο. Εδώ 5-6 Βουλγάροι, εκεί πάλι. Ούτε ζώα, 13 μέρες κράτησε. 13 μέρες ούτε γελάδια να βγουν, ούτε κατσίκια να βγουν, ούτε άνθρωποι να βγουν, ούτε πρόβατα. Είχαν σκοπό να σφάξουν όλη την περιφέρεια Χρυσουπόλεως. Μεγάλη δύναμη. Από πού ήρθε τόσο στρατός; Τέλος πάντων, αφού τα φάγαμε όλα, σηκώνεται ο αδερφός μου ο καημένος, Θεός σχωρέστον, πάει τσι Βουλγάροι. Τέτοια εποχή ήταν στα καρπούζια. Λέει στο πρώτο φυλάκιο απάνω στο δρόμο που είναι. Λέει «Να πάω -λέει- να φέρω καρπούζια να δώσω κι εσάς, να πάρω κι εγώ;». Τον άφησαν οι Βουλγάροι αλλά άμα τον πιάναν θα τον σκοτώναν. Πήγε κάτω, τέτοια εποχή στα καρπούζια, πήγε έκοψε καρπούζια, πέρασε έδωσε τσι Βουλγάροι, έδωσε, έφερε και σε εμάς να φάμε. Και τη πέτσα έφαγαμε, και την πέτσα, από τα καρπούζια από την πείνα. Κράτησε 13 μέρες και μας έσωσε μία οικογένεια. Είχαμε μια οικογένεια Βούλγαροι. Ήρθαν από τη Σιάτιστα. Εκεί κάτω όλοι Βουλγάροι είναι, ξέρεις, Δυτική Μακεδονία, όλοι Βούλγαροι. Αυτοί σκέτοι Βούλγαροι. Όλα τα παλικάρια και το δικό μας το χωριό και τα άλλα τα χωριά, όλοι οι δρόμοι που έχουν η Βουλγαρία, Έλληνες τα κάναν. Και έλεγε η μάνα μου πιο μπροστά, ‘13-‘12, όσοι πηγαίναν στη Βουλγαρία κανένας δεν γύριζε. Τα κόκαλα του άφηνε εκεί. Ξύλο, νηστικοί και δουλειά. Όλοι οι δρόμοι Έλληνες. Έτσι και τώρα ήθελαν να τα κάνουν αλλά τσι πήρανε μια φορά, τσι πήγανε στη Βουλγαρία. Αλλά ήθελαν να τους ξαναπάρω και δεν πήγε κανένας, άλλοι έφυγαν στα ανταρτικά, άλλος έφυγε κάτω, γιατί από το Στρυμώνα και κάτω ήταν οι Γερμανοί. Δεν είχε Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι ήταν από τον Στρυμώνα μέχρι την Κομοτηνή, αυτό το μέρος τσι δώσανε οι Γερμανοί να έχουν.
Η οικογένεια των Βουλγάρων που σας έσωσε;
Και μετά έληξε. Αυτός επέμενε ο διοικητής ο Βούλγαρος που ήταν απάνω στο πρώτο, λέει: «Δεν θα πειράξετε κανένα Έλληνα -λέει- γιατί αυτοί μας σώσαν», λέει. «Βγήκαν -λέει- από τα στρώματα και βάλανε εμάς». Δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε γιατί ήταν μεγάλη δύναμη. Και τσι έπιασαν στον ύπνο οι αντάρτες, τσι κυκλώσαν και δεν κάναν κακό. Και αν ήθελαν να κάνουν κακό, επέβαιναν αυτή η οικογένεια, που ήταν από τη Σιάτιστα. Όλοι πήγαν όμηροι στη Βουλγαρία κι δούλευαν στο δρόμο ο γιός αυτουνού, Βούλγαρος. Ερχόνταν με άδεια με στρατιωτικά, Βούλγαρος, όπλα, αυτά. Αλλά δεν κάνανε καλό και δεν τις πείραξαν. Μετά όταν απελευθερωθήκαμε ήρθε παράδωσε το όπλο το Βουλγάρικο, έμεινε στο χωριό, επειδής έκαναν και καλά και δεν πειράξανε. Αυτά.
Αυτή πώς σας βοήθησαν, δηλαδή; Εξήγησέ μου λίγο πώς σας βοήθησε αυτή η οικογένεια. Αυτή η οικογένεια των Βούλγαρων πώς σας βοήθησε;
Αυτοί ήρθαν από τη Σιάτιστα και νοικιάσαν στη Χρυσούπολη στο ποτάμι. Σάλι λεγόταν, δεν ξέρω τώρα, είχε νερό τότε στο ποτάμι. Δεν ήταν γέφυρα, ήταν σαν βάρκα. Σε περνούσαν από δω ή αν πας από κει, και είχε κουνούπια πολλά και δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί, και ήρθανε και νοίκιασαν, αγοράσαν και κάναν ένα σπίτι δίπλα στην κουνιάδα μου στο χωριό. Αλλά καλοί ήταν κι αυτοί, καλό έκαναν και δεν τσι σκοτώσαν γιατί άμα έκανες καλό δεν γλίτωνες. Κατέβαιναν οι αντάρτες. Ήταν κάτι προδότες όλους τους σκοτώσαν που πρόδωναν τους αντάρτες. Και εγώ δεν ξέρω πώς τη γλίτωσα, αυτό απορώ. Με τους αντάρτες έκανα πολλά, περιπέτειες εξυπηρετούσα, τσι έκανα. Αλλά τώρα που έκανα στο στρατό τρεις μέρες μας πήγαιναν σε ένα τολ και λέγαν: «Από την τάδε χρόνια μέχρι την τάδε πού ήσουν; Τι έκανες;». Για να πιάσουν τις αριστεροί. Άμα έγραφα αυτά που έκανα, ωχ, ωχ, ωχ, απευθείας Μακρονήσο, σαν τον Μίκη τον Θεοδωράκη και χειρότερα θα πάθαινα. Και παντού τώρα, όπου να ‘ναι, με βρίσκανε καθαρό. Πώς γίνεται αυτό, ρε παιδί μου; Εκ Θεού, εγώ λέω, ο Θεός με κρατούσε. Το λέει και ο εγγονός μου. «Παππού -λέει-, αυτά που τράβηξες -λέει-, ο Θεός σε βοηθούσε». Με πήγανε εδώ, τι τράβηξα για αυτό το σπίτι. Στα είπα.
Όχι, αυτά δεν μου τα είπες.
Δεν στο είπα; Ήρθαν εδώ, περνούσε ο νωματάρχης αυτός –πολύ άτιμος άνθρωπος– με το αστικό και είδε ότι είχε δέκα μαστόροι κι εγώ έντεκα και έκανα το σπίτι. Και αμέσως, στέλνει δύο χωροφυλάκοι και να βρέχει. Με τη βροχή να με συλλάβουν και περνούσε ένας –Θεός σχωρέστον– μπάρμπας, αυτός πώς το όνομα γεροντάκι με το μπαστούνι και λέει: «Βασίλη, όταν σε παίρνουν δύο μη φοβάσαι! Αμά σε παίρνουν 4, τότε δεν ξαναγυρίζεις». Τάχα με δύο χωροφύλακες θα ξαναγυρίσω. Τάχα αφού πεθάνει σε παίρνουν 4. Γιατί στα χωριά παλαιότερα τα δικά μας, έτσι τσι πήγαιναν. Βάζαν ένα ξύλο από δω και τους ανεβάζαν και τους θάβαν. Και άρχισαν τώρα η περιπέτεια εδώ με αυτόν τον νωματάρχη. Πολύ στραβόξυλο. Με παίρνουν με πάνε στο σταθμό.
Πότε έγινε αυτό;
Αυτό; Αυτό έγινε, πρέπει να έγινε ‘51, το ‘51. Ήρθα πιο μπροστά που έχτιζα το σπίτι και με πήραν με πήγαν εκεί. Ένας ήταν ξάπλα. Με αφήκαν τώρα, ο νωματάρχης έλειπε, ήταν απάνω στο κρεβάτι της, θα έκανε το σπίτι. Και λέει ο άλλος έχει υπηρεσία. Ο ένας ήταν από πάνω, απ’ τον Κεχρόκαμπο και άλλος ήταν από τον Μάρτη, το χωριό. «Τι τον έχεις;», αυτός, ο Κώστας. Ύστερα έγινε κυρ-Βασίλης, εγώ τον σιδέρωνα το σπίτι, «Κυρ-Βασίλη». «Τι τον έχεις;», για αυτό και το καλό ακούγεται και το κακό δεν. «Τι τον έχεις και δεν τον κλείνεις στο πειθαρχείο;». Και λέει ο Χρήστος, λέει: «Εγώ είμαι υπηρεσία, άμα θέλω τον κλείνω κι άμα θέλω δεν τον κλείνω». Και ήμουν ελεύθερος. Ήρθε το τέρας ύστερα, ο νωματάρχης. Τέρας, τέρας! Με περιλαβαίνει αυτός. Με δίνει, ο νωματάρχης από κει, εγώ από εδώ. Με έδινε ένα χαρτί να γράψω τα ονόματα των μαστόρων. Εγώ έγραφα μόνο το δικό μου. Το έσκιζε αυτός. Δυο-τρεις φορές επιχείρησα –εγώ ήμουν και γερός– να τον πιάσω από το λαιμό να τον πνίξω αλλά είχα οικογένεια, αυτό με κρατούσε. Άμα τον έπιανα, ούτε χαμπάρι θα έπαιρνε. Άμα τον ορμούσα και τον έπιανα από τον λαιμό, το λαρύγγι του θα ‘βγαζα. Σε τέτοιο σημείο με έφερε. Τέλος πάντων, ήρθε η σειρά αφού δεν είπα τίποτα, να με κάνουν έρευνα. Όταν με κάναν έρευνα με έκλεισαν στο πειθαρχείο. Έρχονται οι χωροφύλακοι να με κάνουν έρευνα. Δίνω μία σπρωξιά τον έναν τον χωροφύλακα και μια σπρωξιά τον άλλον. Ο ένας έφυγε στην μπαλκονόπορτα κι άλλος έφυγε στην καμαρόπορτα. Με βλέπει αυτός και με ορμάν και οι τρεις, και ο νωματάρχης και δυο χωροφυλάκοι. Και βγήκαν ήρθαν στον εισαγγελέα να πουν ότι τους έδειρα εγώ. Άντε, ντροπή ρε, ντροπή, κάτι πράγματα. Θα στο πω κι αυτό. Με πήγαν στην ασφάλεια εδώ, τι αποτυπώματα, το ‘να, τι τ’ άλλο, τράβηξα πολλά. Και τέλος πάντων, με κάνει, με πάει, ήρθε στην ασφάλεια, με πήραν αποτυπώματα κάτω στα καπνομάγαζα, στα μπουντρούμια. Γούρλωναν τα μάτια, νόμιζαν και είμαι ένας άνθρωπος να τσι φάω. «Έλα εδώ, ρε. Βάλε ένα δάχτυλο αποτυπώματα, βάλε την παλάμη σου». Με πήραν αποτυπώματα, αργήσαμε στην ασφάλεια, ήρθε ένας διοικητής εκεί της χωροφυλακής. Αυτοί περίμεναν στο δικαστήριο αυτό εδώ απάνω, όχι τώρα που είναι, το ξέρεις πού είναι το παλιό που ήταν. Αργήσανε και πήγαν να πουν ο νωματάρχης με δύο χωροφύλακες να πουν ότι τσι έδειρα, δεν ντρέπονταν. Και πήγαν να πιουν καφέ, εκείνη την ώρα εμένα με πέρασε ο χωροφύλακας, με πήγε στον εισαγγελέα. Πήγε στον εισαγγελέα, με είπε ο εισαγγελέας, «Γιατί χτίζεις, παιδί μου;». Μόλις άνοιξε το στόμα του, το κατάλαβα –ήταν καλός άνθρωπος– που θα αθωωθώ. Λέω: «Τι να κάνω -λέω-, κυρ-εισαγγελέα, το οικόπεδο είναι δικό μου, ούτε του δημοσίου είναι. Το αγόρασα. Έχω πενταμελής οικογένεια, κάνω ένα σπιτάκι να βάλω τα παιδιά μου. Άμα με δίναν άδεια θα έβγαζα μία άδεια να το χτίσω νόμιμο. Δεν θέλω να είμαι παράνομος». Λέει: «Είδες πώς το λες, παιδί μου;», λέει, «Αύριο-μεθαύριο», όλοι τάχα είπαν το έχουν βιομηχανική ζώνη εδώ, «θα γίνουν εργοστάσια, θα σε πνίγουν καπνοί. Παράτα το». Εγώ το σπίτι το χτίζανε εδώ οι μαστόροι. «Καλά -λέω-, θα το παρατήσω». «Άντε, φύγε». Αθωώθηκα. Μόλις βγήκα έξω, «Τι έγινε;» «Αθωώθηκε!». Σαν να τον έπιανες αυτό το στραβόξυλο από το λαιμό. «Θα σε κάνω κάθε τούβλο που κάνεις και μήνυση». Και πράγματι, κάθε τούβλο. Με κάνει δικαστήριο πλημμέλημα, σαν να ήμαν εγκληματίας. Αθωώνομαι και εκεί. Αθωώθηκα και εκεί. Ένα εκεί αθωώθηκα. Με κάνει, και σε άλλο αθωώθηκα. Ύστερα με κάνει στο τρίτο δικαστήριο.
Πάλι για το σπίτι;
Πάλι για το σπίτι. Και σώνει και καλά να με δικάσει. Και με έκανε τώρα τελευταία είχα δυο μοσχάρια, όλα φύγαν. Έμεινα πια, τα πουλάω κι εκείνα. Γίνεται κάτω το δικαστήριο τώρα. Και δικαστής ήταν ο υπομοίραρχος της χωροφυλακής. Γι’ αυτό τις χωροφυλάκοι η τρίχα μου σηκώνεται αν τις βλέπω. Δεν είναι καλοί άνθρωποι, αυτό να το ξέρεις. «Γιάμπατζης Βασίλειος», με το Γιάμπατζης Βασίλειος που είπα, από το παρών η φωνή μου δεν ακούστηκε. Αμέσως με δικάζουν. Χίλιες μεταλλικές σε μένα, 10.000 μεταλλικές και χίλιες, όχι, 2.000 μεταλλικές; Από χίλιες τσι μαστόροι, τάχα είχα δέκα. Είχα τρία μοσχάρια επάνω. Έμεινα απένταρος. Άμα δεν είχα τα μοσχάρια, ακόμα φυλακή θα ήμουν. Αυτά τραβούσα, παιδί μου.
Σε καταδίκασαν δηλαδή; Σε καταδίκασαν; Σε βρήκαν ένοχο; Ένοχο σε βρήκανε;
Ναι και–.
Και πλήρωσες την εγγύηση μετά για να βγεις εσύ.
Όλα τα λεφτά μου τα πήραν, όλα. Αλλά το καλό είναι που με βρίσκαν καθαρό. Το χωριό είχει έλλειμμα από νερό, τώρα να το πω και αυτό. Και εκεί με τη χωροφυλακή. Είχαμε μία βρύση, δεν σε αφήναν. Φύλακα είχε η βρύση. Με τη σειρά να πάρεις νερό, δυο τενεκέδες νερό. Ήμουν στο καφενείο, πάω βλέπω τα γυαλάκια, είχε λίγο νερό, λέω: «Φτάνουν να ποτίσω τις αγελάδες». Παίρνω τις αγελάδες, πήγα να τα ποτίσω, αυτό το νερό που είχε το χύμα κάτω, στο γυαλάκι μέσα. Το ήπιαν το νερό και ρουφούσαν τα ζώα τη λάσπη. Είχε υδρονομέα. Λέω: «Άστο ρε, αμαρτία είναι, τη λάσπη. Άνοιξε λίγο». Αυτός «Όχι». Και ανοίγω εγώ τη βρύση, τη βάζω την πλάτη μου να μη κλείσει τη βρύση. Και αυτός πάει είπε ψέματα ότι τον χτύπησα. Και παίρνω τηλέφωνο στην Πέρνη, εκεί ήταν ο σταθμός χωροφυλακής. Λέει: «Να του πείτε εξάπαντος να τσακιστεί, να ‘ρθει εδώ». Έρχεται ο κλητήρας, με λέει αυτό και αυτό είπε η χωροφυλακή. Λέω: «Δεν πάω πουθενά». Με την έδωσε. Πάει του λέει αυτός πάλι, «Δεν έρχεται -λέει-, δεν πάει πουθενά». Ξανά πάλι είδηση, «Να του πεις να τσακιστεί τώρα να ‘ρθει». Εγώ πάλι, «Ρε, τι σε είπα -λέω-, δεν πάω πουθενά». Πάει αυτός πάλι, τα λέει δια τηλεφώνου. Τώρα πάω στο σπίτι εγώ, παίρνω το κάρο αφού είδα τα ζώα δεν χόρτασαν νερό, να πάω να φέρω με το βαρέλι από κάτω απ’ το κανάλι νερό. Πήγα, γέμισα το βαρέλι. Μόλις μπαίνω στο χωριό, βλέπω τη μάνα μου, βλέπω το χωροφύλακα μπροστά, η μάνα μου από πίσω κλαίει. Ανταμωθήκαμε με το χωροφύλακα. Λέει: «Εσύ είσαι ο νταής; Το παλικάρι;». Λέω: «Εγώ είμαι». Λέει: «Μπρος, να πάμε στο σταθμό». Λέω: «Άμα δεν πάρω το κάρο, πουθενά δεν πάω. Θα πάμε στο κάρο να ξεζέψω τα ζώα και πάμε». Βάζω και μία κατσάδα τη μάνα που έκλαιγε, σώπασε κι εκείνη. Τώρα βγήκαμε έξω από το χωριό, μου λέει ο χωροφύλακας, «Τώρα τι να σε κάνω; Να σε πλακώσω στο ξύλο;». Νόμιζε εγώ θα τον άφηνα. Είχε να πέσει ξύλο. Άσε εγώ ήθελα δυο τέτοιοι να φάω. Ήμουν πολύ γερός. Άμα είδε ότι αντιστάθηκα, πού να με ζυγώσει; Πήγαμε στον σταθμό εκεί. Πάμε μέσα ο νωματάρχης και δύο χωροφυλάκοι. Σαν να ήμαν φονιάς. Να δεις κάτι αγριάδες, κάτι φωνές, κάτι αυτά. «Βγάλτον έξω να τον πάμε αυτόφωρο στη Χρυσούπολη». Με πέταξαν έξω στο θάλαμο. Κάποια ώρα περιμένω τώρα να με πάρουν να πάω αυτόφωρο στη Χρυσούπολη. Βγαίνει ένας Κρητικός, θυμάμαι και το όνομα του, ήταν χωροφύλακας, έρχεται κοντά μου. Λέει: «Ρε Βασίλη, τα κάνουν -λέει-, οι κομμουνισταί, τα κάνουμε και εμείς;». Με βρήκαν πάλι καθαρό και εκεί. Εκεί αυτό με έσωνε και στο στρατό και παντού. Ενώ εγώ συνεργάζομαν με τους αντάρτες αλλά δεν παινευόμουν, να πω, να προδώνω τους αντάρτες. Αυτό με έσωνε. Και με βρήκαν καθαρό. «Άντε φύγε -λέει-, δεν θα σε πάμε αυτόφωρο, και ο Τσαρδάρης σε έκανε μήνυση». Και είπε ψέματα ότι τον χτύπησα ενώ δεν, μόνο την πλάτη μου έβαλα και δεν αφηνα. Αφού βλέπω τα ζώα να πίνουν τη λάσπη. Κι έγινε πάλι κι εκείνο δικαστήριο στη Χρυσούπολη. Είχα τα δύο μοσχάρια εκεί, νομίζω τα πούλησα και πλήρωσα και τα γλύτωσα. Αυτά, τα είπαμε όλα.
Θέλω μόνο να μου πεις κάτι τελευταίο για να έχω πιο πολλή εικόνα, για τα αδέρφια σου θέλω να μου πεις. Πόσα αδέρφια ήσασταν;
Δεν σε ακούω, ρε παιδί μου.
Πόσα αδέρφια ήσασταν; Κάτι τελευταίο για να έχω πιο πολλή εικόνα.
Ορφανά;
Ναι. Πόσα αδέρφια;
Ήμασταν εγώ, η κόρη μου, η Μαγδαληνή, τρεις κι ο αδερφός μου.
Τρία αδέρφια;
Τρία αδέρφια. Δυο κορίτσια και ο αδερφός μου.
Και δουλεύατε όλοι στα χωράφια; Δουλεύατε όλοι στα χωράφια και–.
Όχι, ο γιος μου ήρθαμε στην Καβάλα για.
Όχι τα παιδιά σου, τα αδέρφια σου. Τα αδέρφια.
Τα αδέρφια μου μείναν. Εγώ ήρθα με την οικογένεια μου.
Όταν ήσασταν μικρά λέω.
Μικρά, έφερα τα παιδιά μου εδώ, κατέβηκα στην Χρυσούπολη, άρχισα να δουλεύω να κάνω, έχτισα το κάτω το σπίτι. Παίρνω αυτή την ντουλάπα, να, άμα θες σήκω να τη δεις για ενθύμιο, παίρνω τέσσερις καρέκλες, ένα τραπέζι με λιονταρίστικα ποδάρια, παίρνω και την οικογένειά μου και ήρθαμε εδώ.
Όταν ήσασταν μικρά στο χωριό στην Πετροπηγή, πόσα αδέρφια είχες;
Πάλι τα ίδια, τρία.
Τρία αδέρφια είχες. Και δουλεύατε όλοι μαζί;
Ναι, τρία αδέρφια. Η αδερφή μου, ήταν ο αδερφός μου και εγώ, τρία αδέρφια ήταν. Φυσικά, άμα δεν είχα αδερφή εδώ, αυτή με παρακίνησε και ήρθα εδώ. «Έλα -λέει-, λεφτά έχεις από τα ρύζια που έγιναν. Πάρε ένα οικόπεδο, κάνε ένα σπίτι να απαλλαχτείς από το χωριό. Το χωριό μεγάλη τυραννία και δεν έχεις». Δεν είχε δουλειά το χωριό, άμα είχε δουλειά, καλό είναι το χωριό. Αλλά εδώ βρήκα δουλειά και δούλεψα πάρα πολύ και πρόκοψα. Αυτά.
Να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο.
Ναι.
Βοηθούσες τους αντάρτες, μετά μου λες ότι ο Μεταξάς βοήθησε την Ελλάδα. Πώς κολλάνε αυτά τα δύο;
Τα άκουσα και στο 4Ε αυτό. Ο Μεταξάς τα έχει καλά με τον Χίτλερ.
Εμ, αυτό σε λέω. Βοηθούσες τους αντάρτες και μετά...
Αυτά πιο μπροστά έγιναν. Γιατί έχω κι εγώ βιβλία που ήταν αξιωματικός ο Χρήστος. Τι έγινε στον αλβανικό πόλεμο. Στον αλβανικό πόλεμο έχω στρατιωτικά γιατί ανθυπολοχαγός ήταν. Η φωτογραφία του πού είναι μωρέ; Εδώ, και στην Καβάλα ήταν και καλός αξιωματικός. Και τώρα για θύμισέ το πάλι.
Ρωτάω επειδή βοηθούσες τους αντάρτες και μετά σου αρέσει και ο Μεταξάς.
Ναι.
Πώς γίνονται αυτά τα δύο μαζί;
Ο Μεταξάς προπολεμικώς χαιρετούσαμε, είχαμε γερμανικό σύστημα, γερμανικό. Μόνο Χάιλ Χίτλερ δεν λέγαμε. Είχαμε νεολαία.
Ήσουνα στην νεολαία του Μεταξά;
Νεολαία. Εγώ ήμουν στους προσκόπους. Και αρχηγός ήταν στην νεολαία ο αξάδερφός μου. Έγινε και παπάς μετά αυτός. Και τις πήγαιναν αυτοί και παραθέριση στη Θάσο την νεολαία. Εμείς οι προσκόποι. Και ο Μεταξάς, σου είπα, τα άκουσα και στη–, δεν πέθανε, τον δηλητηριάσαν. Ήταν κώλος και βρακί με τον Χίτλερ. Ούτε Βούλγαροι θα έρχονταν εδώ, ούτε και περαστικοί, ούτε οι Γερμανοί θα καθόταν εδώ. Σε μία στροφή στη διασταύρωση στην Ήπειρο εκεί συναντήθηκαν, τα βιβλία τα διάβασα, γερμανοί αξιωματικοί, έλληνες αξιωματικοί, ιταλοί αξιωματικοί. Λέει: «Stop» λένε οι Γερμανοί τσι Ιταλοί, «Δεν θα περάσετε μες στην Ελλάδα». Γιατί είχαν διαταγή τέτοια από το Μεταξά. Λέει: «Θα περάσουμε». Οι Γερμανοί είχαν και βούρδουλα οι αξιωματικοί. Τραβάει μία γραμμή ο Γερμανός με το βούρδουλο, λέει: «Άμα περάσετε από δω και μέσα, θα έχετε να κάνετε με μας, όχι με τους Έλληνες». Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Τον καθάρισαν τον Μεταξά, πάει η φιλία με τον Γερμανό. Και αυτό ήρθαν και τράβηξαμε αυτά που τράβηξαμε. Σου είπα ό,τι κάνανε οι Γερμανοί. Όταν περνούσαν οι Γερμανοί από το χωριό μας, να στο πω και αυτό, δεν κάναν τίποτες. Κατεβήκαμε όλοι του χωριού, τις προϋπαντήσαμε, περνούσαν, είχαμε κανένα λόχο μονάχα στρατό, όχι πολύ. Τον παίρνουν από τον Παράδεισο το στρατό και καλά κάναν οι αξιωματικοί οι δικοί μας και τον φέρουν στο Μακροχώρι. Εκεί, στο Μακροχώρι εξαφανίστηκαν οι αξιωματικοί οι Έλληνες. Αφήσαν τον στρατό αδέσποτο. Πού πάνε οι αξιωματικοί; Πού πάνε; Ύστερα διάλυσε. Αλλά ένα λόχο τον ξαναστείλαν πάλι στον Παράδεισο. Ήταν και ένας θειος μου από της κυράς μου τη ράτσα. Ήταν και αυτός μέσα. Και όταν γύρισαν τον λόχο εκεί, να βρέχει της πήγαν, μπαίνουν σε ένα λόχο, να ανάψουν φωτιά ο καπνός να τις πνίξει. Άρχισαν οι Γερμανοί να κατεβαίνουν με τις μοτοσυκλέτες, ανατίναξαν και τη γέφυρα, μας βγάλαν όλα τα χωριά έξω, να μην πέσουν τα σπίτια μας, ξέρω ‘γω. Την άλλη τη μέρα και ώρα 10:00, περνούσαν οι Γερμανοί από κάτω την άσφαλτο. Κατεβήκαμε όλα τα χωριά. Άλλος κάθε στον τομέα του. Κατεβήκαμε κάτω στην άσφαλτο, βλέπουμε τώρα έρχονται οι Γερμανοί, αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Ζήτω η Γερμανία! Κάτω η Αγγλία! Κάτω», ξέρω ‘γω κι ένα αεροπλάνο γερμανικό να συνοδεύει τους Γερμανούς και κατέβαινε χαμηλά και χαιρετούσε ο πρώτος ξέρω ‘γω. Στο τέλος, βλέπουμε όλοι μυδράλια, οι Γερμανοί οι κερατάδες οπλισμό γερό, τα καλύτερα όπλα τα γερμανικά μυδράλια. Βλέπουμε στο τέλος, βλέπουμε αιχμάλωτοι, ο αξιωματικός ο δικός μας απάνω στο άλογο, δεν τον κατέβασαν, καβάλα, και οι άλλοι στρατιώτες πεζοί. Και Γερμανοί πεζοί ήταν. Και στο τέλος εκεί έκλαψαν οι γυναίκες. Λέει ένας φαντάρος, «Φωνάξτε και για μας “Ζήτω!”». Εκεί συγκινήθηκαν, κλάψανε, και ανά πέντε μέτρα Γερμανός και από δω και από κει και στη μέση ο ελληνικός στρατός. Τσι φέραν μέχρι τις Καμάρες, τις έδωσαν δρόμο. Οι Γερμανοί δεν σε έκαναν τίποτα. Και ύστερα αρχίσαν να κατεβαίνουν οι Γερμανοί κοπάδια. Και εκεί που είχαμε το σπίτι στο χωριό, ήταν από κάτω ανοιχτό το μέρος. Όλοι εκεί κατέβαινανε. Πήγαινα εγώ με δίναν και φαΐ αλλά δεν τρωγόταν, όλο κονσέρβες, δεν είχαν καλά φαγιά. Οι Βουλγάροι πού να σε δώσουν; Και κάθονταν οι Γερμανοί από κει, τσι έπλενε η μάνα μου κάτι ρούχα τσι Γερμανοί, ήρθαν να τα πάρουν, τα σιδέρωσε, ξέρω ‘γω. Τα έδωνε… Οι Γερμανοί ό,τι παίρναν τα πληρώνουν, έδιναν λεφτά. Η μάνα μου από φόβο δεν τα έπαιρνε. Και με το ζόρι τα πήρε και με εκείνα τα λεφτά που τα έπλυνε, τα σιδέρωσε τα ρούχα και τα πήραν οι Γερμανοί, αγοράσαμε δύο πρόβατα, αρνιά και κάναμε ένα κοπάδι με εκείνα τα πρόβατα. Κάναμε ένα κοπάδι και τα πουλήσαμε ύστερα, μαζωμένα. Δεν πειράζαν τίποτα και έρχονταν. Και σε είπα, μια φορά άργησα να πάω να πάρω το γαϊδούρι, το ‘χα δεμένο κάτω, σε ένα χωράφι. Στο είπα;
Όχι.
Πάω στο σπίτι, με λέει η μάνα μου, «Το γαϊδούρι το πήρες;». Νύχτωσε, «Καλά -λέω-, πάει, το φάγανε οι λύκοι», γιατί μας είχαν φάει οι λύκοι ένα γαϊδούρι. Πάω, βρίσκω καμιά δεκαπενταριά στρατιώτες δικοί μας με τα πολιτικά και άλλους αμα δεις και τα πετούσαν τα στρατιωτικά και έβαζαν πολιτικά. Σε λέει, «Αυτός αφού θα ρθει να πάρει το γάιδαρο, θα μας πει αν έχει Γερμανοί το χωριό ή όχι». Πάω εκεί, τσι βλέπω περιμένουνε οι καημένοι να πάρω το γαϊδούρι εγώ, να τσι πω αν έχει Γερμανοί να πούμε στο χωριό. Φοβούνταν να μπούνε μέσα. Λέω: «Δεν έχει κι ελάτε -λέω- άφοβα». Παίρνω τώρα το γαϊδούρι, εγώ μπροστά, αυτοί ακολουθούν. Μόλις φτάσουμε, στα 100 μέτρα βλέπω γύρισαν οι Γερμανοί, έλαμψε ο τόπος. Πέφταν οι μισοί από δω, πρηνηδόν, μες στο χώμα και οι μισοί από κει, κρύφτηκαν. Αλλά δεν τις κάναν τίποτα. Πέρασαν οι Γερμανοί, σκωθήκαν, δεν μπήκαν από τον φόβο τους στο χωριό. Εγώ έφυγα, τι κάναν δεν ξέρω. Και αυτά, πάει και αυτό. Μία φορά ήρθε–, που δεν πειράζαν οι Γερμανοί. Ήρθε ένας λοχίας, ακόμα τα γαλόνια τα φορούσε από τη Ξάνθη. Ήρθε με το άλογο, με τη σέλα, με τα αυτά του. Κοιμήθηκε στο δικό μας το σπίτι. Έβαλαμε το άλογό του μέσα στο στάβλο, στο στάβλο, κοιμήθηκε. Σηκώθηκε το πρωί, τι να δούμε; Γιόμισε Γερμανοί, στράτος γερμανικός. Στεναχωρήθηκε ο άνθρωπος. Λέει: «Τώρα τι να κάνω;». Περιμένει να φύγουν οι Γερμανοί, περιμένει να φύγει, μεσημέριασε. Λέει: «Θα φύγω και ό,τι θέλει ας γίνει». Τώρα βλέπουμε εμείς από το παράθυρο. Κατεβαίνει, βγάζει το άλογο, ανεβαίνει επάνω και περνάει από το κέντρο τσι Γερμανοί και δεν τον σταμάτησε κανένας. Να ήμασταν εμείς να περάσουμε, Βούλγαρος, να πούμε. Άσε ρε, άσε. Τελευταίο, τώρα θυμήθηκα τον Πάγκαλο. Έκανα απάνω στα σύνορα και το έβλεπα αυτό, τους Ακρίτες, ένα φυλάκιο ελληνικό εγκαταλελειμμένο. Και έμαθα πως έγινε αυτό. Λέω: «Αυτό το φυλάκιο γιατί εγκαταλείφθηκε;». Από το τριεθνές κατέβαιναν οι Βούλγαροι και πήγαιναν και το χτυπούσαν. Δήθεν το χτυπούσαν για να χαλάσουν τις σχέσεις Ελλάδα-Σερβία. Και έμαθα ότι κατεβαίναν οι Βουλγάροι και το χτυπούσαν και το εγκαταλείψαν. Τώρα γιατί το είπα αυτό;
Για τους Βούλγαρους, για το πόσο κακοί ήταν.
Βρε, θέλω να καταλήξω σε μία ουσία. Τέλος πάντων. Εκεί τώρα έτσι το χτυπούσαν, ο Πάγκαλος έκανε και αυτός αξιωματικός, τσι έλεγε τσι Βουλγάροι, «Καθίστε καλά, καθίστε καλά». Αυτοί το βιολί τους. Δίνει μια διαταγή ο Πάγκαλος στον ελληνικό στρατό, κάνουν μία επίθεση, κόντεψαν να φτάσουν στη Σόφια. Κι ύστερα άρχισε–. Μας τα ‘λεγε αυτά ένας γέρος, Μυτιληνιός πάλι μες στο καφενείο, έκανε λουκάνικα στο χωριό μας και αυτός έτυχε σε αυτή τη μάχη. Και ύστερα, λέει, «Τώρα ό,τι βρείτε από τη Βουλγαρία, πρόβατα, γελάδια, να τα φέρετε στην Ελλάδα. Αυτά λέει θα τα αποζημιώσουν τώρα. Τουλάχιστον να πάρουμε λίγα λεφτά από αυτά τα ζώα». Και αυτό το φυλάκιο ακόμα εγκαταλελειμμένο. Χύθηκε στρατιωτικό από τις Βούλγαροι. Άτιμη ράτσα οι Βούλγαροι, πολύ άτιμοι. Από τσι Βουλγάροι τραβήξαμε πάρα πολλά. Και είχε ο παππούς μου. Φτώχεια, ψωριάρηδες ήταν οι Βούλγαροι και επί Βουλγαρίας ακόμα έρχονταν και δούλευαν στα δικά μας τα χωριά. Και οι δικοί μας, είχε ο παππούς μου πρόβατα, γελάδια, δεν έσπερναν γεωργία, μόνο καπνό έβαζαν και έρχονταν οι Βουλγάροι κι γίνονταν τσομπάνηδες και το ένα και το άλλο. Τώρα και αυτό αξίζει να στο πω, αλλά θα αργήσουμε.
Πες, πες!
Ο παππούς μου έκανε και εννιά χρόνια πρόεδρος του χωριού, έκανε. Και αφού κάηκε το αγοράκι του, κάηκε το κοριτσάκι, που σου είπα, που πήραν τα ρούχα του φωτιά, ήρθε στη Νικήσιανη να πάρει για το Πάσχα, να πάρει αυτό, βάγια, που ρίχνουμε βάγια. Βρήκε ένα παιδάκι, «Έλα εδώ, ρε παιδάκι μου. Ανέβα -λέει- και κόψε κάμποσα κλαδιά να πάρω. Πώς σε λένε;» «Χρήστο». «Μπράβο ρε Χρηστάκη», λέει, «Τον μπαμπά σου πώς τον λένε; Δεν έχω μπαμπά ούτε μάνα». Μόλις το άκουσε έτσι ο παππούς μου, λέει: «Δεν έρχεσαι να σε κάνω παιδί μου;». «Έρχομαι», λέει. Το πήρε, το μεγάλωσε, το έκανε παλικαράκι και βοσκούσαν τα ζώα. Γιατί, σε είπα, χωράφια δεν σπέρναν, αλλά καπνά και ζώα, πρόβατα είχανε, γελάδια είχανε. Και το βγάλαν ο Χρήστος ο Ντανατζής, ντανάδια τα λέγαν τα ζώα τότες. Και βοσκούσε τα πρόβατα. Και ένα βράδυ έρχονταν νύχτα να πάρει ψωμί και φαΐ, ένα φεγγάρι, μέρα. Και οι Τούρκοι βοσκούσαν ένα κοπάδι πρόβατα δίπλα από τον δρόμο. Το είδαν οι Τούρκοι, το είδαν νύχτα και φωνάζουν: «Ποιος είσαι;». Τρεις τσομπάνηδες ήταν οι Τούρκοι. Λέει: «Ο Χρήστος ο ντανατζής». «Έλα -λέει- να κάνουμε τσιγάρο». Και το γελάσανε το παιδί, πάει εκεί. Μάλωσαν, τι κάναν, και το σκότωσαν το παιδί. Και άκουσέ του παππού μου η αδερφή, τον γνώρισε απ’ τη φωνή και την τουφεκιά που ρίξανε. Πάει να φύγει αυτό και το πυροβόλησαν το παιδί και το έριξαν μέσα στο νερό. Είχαμε μια γκιόλα εκεί, να γιομίζει αυτή η γκιόλα από τη βροχή και να παίρνουν να σπέρνουν τα καπνά. Το ρίχνουν μέσα εκεί στην γκιόλα το παιδί, το νερό το σήκωνε πάνω. Του κόψαν και το κεφάλι τελείως. Το παίρνουν από κει οι δυο τσομπάνηδες οι Τούρκοι και το πάνε εκεί κάτω, στα χασλαμαλίκια. Και εκεί είχε ένα πηγάδι και μια δεξαμενή μαρμάρινη, που έβαζες το νερό και πότιζες. Το ρίξαν εκεί, ρίχνουν και την δεξαμενή από πάνω. Τώρα πήγαν άκουσε την τουφεκιά, γνώρισαν και του παππού μου η αδερφή τη φωνή του Ντανατζή. Είχαν ένα καφενεδάκι εκεί, που ήταν όλοι μαζεμένοι, λέει: «Τον Χρήστο τον Ντανατζή τον σκότωσαν, άκουσε -λέει- η αδερφή μου. Και τώρα -λέει- εκεί στην γκιόλα -λέει- θα πάμε». Και πάνε δύο-τρία άτομα και πιάνουν τον τσομπάνο τον Τούρκο, οι άλλοι ακόμα δεν είχαν έρθει. Λέει: «Τι κάνατε;». Αυτός δεν φανέρωνε. «Ρε τι κάνατε; Για πες μας!». Αυτοί λέει «Δεν κάναμε». Και τσι πλακώσαν στο ξύλο ύστερα, τσι φέρανε εκεί, ήρθαν και άλλοι τσι πιάσανε, τσι πήγαν στο χωριό. Έχει η εκκλησία ακόμα έχει, δύο δωμάτια έχει. Ίδια εκκλησία έχουμε, όπως τη βλέπεις, και τα δωμάτια, τσι πήγανε εκεί. Αυτοί δεν φανερώναν που το σκοτώσαν. Ο ένας τον είχε τον Τούρκο υπάλληλο αυτόν 2-3 χρόνια, αυτός Σερμπέης λεγόταν, παλικάρι λέει με τα όλα. Λέει: «Αυτόν τον τάισα ψωμί -λέει- εγώ. Θα τον σφάξω», λέει. Μόλις τον έριξε κάτω και τραβάει το μαχαίρι να τον σφάξει, αμέσως τα φανέρωσε όλα. «Ερχόταν από κάτω, φεγγάρι μέρα, τον είδαμε, τον φωνάξαμε για τσιγάρο, τον σκοτώσαμε, τον πετάξαμε εδώ, τον πετάξαμε εκεί, δεν βούλιαζε», όλα, όλα κατά γράμμα. Και έφαγαν και ξύλο, τα είπαν κατά γράμμα. Και πήγαν ύστερα και ο ένας πήγε έγινε τσομπάνος στο Ερατεινό, εδώ-εκεί, αλλά ειδοποίησε τον Τούρκο, τον παππού μου, ότι θα τον σκοτώσουν, θα τον κάνουν. Ο παππούς μου ήταν και παλικάρι και άφοβος. Αφού πήγε στη Βουλγαρία, τον πήραν τα πρόβατα με το κοπάδι και πήγε το ξανάφερε πίσω. Πολύ άφοβος ο άνθρωπος και πολύ γυναικάς! Πόσες γυναίκες! Σου το είπα που έκλεβε;
Όχι.
Δεν στο είπα; Όχι; Δεν το είπαμε τώρα;
Όχι.
Να τα πούμε κι αυτά;
Αν θες πες τα. Αν αντέχεις, εγώ εδώ είμαι.
Πολύ γυναικάς.
Ο παππούς, ε;
Τρεις γυναίκες έκλεψε.
Τις έκλεβε, ε;
Έκλεβε μέρα μεσημέρι, τη φορτωνόταν, έπαιρνε τη γυναίκα του και δρόμο. Τώρα τη μάνα της μάνας μου, δεν ξέρω ποια έκλεψε, μέρα μεσημέρι στα [Δ.Α.]. Είχαμε φυτώρια κάτω, πηγάδια. Την έβανε στο μάτι και από την πρώτη μέρα που πήγε, μέσα σε ένα στάβλο κρύφτηκε. Αυτοί χάθηκαν όλοι οι Παντέοι. Ήταν μία όμορφη γυναίκα. Αυτός μπαίνει μες στο στάβλο κρυφά-κρυφά. Και ύστερα θα πούμε για το πηγάδι. Ναι, ήταν κρυμμένος εκεί, αυτή πάει να ποτίσει τα ζώα, πετιέται αυτός, την ορμάει. Να τη βάζει αυτός τις φωνές, η γυναίκα –παίρνουν τα όπλα, ήταν όλοι οπλισμένοι τότε– πηδάει από το παράθυρο, κοιτάνε και να τον πυροβολούν. Ευτυχώς, δεν τον πήραν σκάγια στον κώλο του παππού, τη γλίτωσε. Τώρα πάμε στο πηγάδι. Άλλη γυναίκα. Πάει αυτή να ποτίσει, πάει κι ο παππούς μου την παρακολουθούσε. Μπαίνει αυτή μέσα στο πηγάδι να πάρει νερό, μπαίνει και ο παππούς μου, την αγκαλιάζει, λέει: «Θα σε πάρω για γυναίκα μου». Αυτή αρνιόταν. Πιάνει από ένα κλαδί, καραγάτσι – δεν ξέρω, τα ξέρεις τα καραγάτσια; Βγάζει τη μαχαίρα ο παππούς μου, το κόβει. Τη φορτώνεται, αρχίζει ο κόσμος το πήρε χαμπάρι. εκεί πανήγυρη γινόταν, όλοι εκεί σπέρναμε χασλαμάδες. Άρχισαν να φωνάζουν «Ε, ο Αναστάσης έκλεψε τη Μαριγώ», ξέρω ‘γω πώς τη λέγαν. Τη φορτώθηκε, την πήγε στο χωριό, την πήγε στο σπίτι τα μεσάνυχτα. Τώρα δες πώς έρχονται τα πράγματα. Αυτά που σε λέω ο εγγονός μου αυτό το αγόρασε αυτό το μέρος, ο Χρήστος. Και το έκανε πολύ ωραίο πράγμα στην πλατεία. Πού να ξέρει ο παππούς του τι έκανε εκεί. Κι ήτανε ο καλόγερος κοιμόταν εκεί απάνω. Και ανεβαίνει από το παράθυρο, μπαίνει μέσα, λέει τον καλόγερο, «Σήκω -λέει-, να με στεφανώσεις!». Λέει: «Χαζός είσαι που θα σε στεφανώσω νύχτα, δίχως άδεια, δίχως–;». «Βρε, ακούς τι σε λέω; Σήκω -λέει- να με στεφανώσεις!». Ήθελε δεν ήθελε ο καλόγερος, σηκώθηκε νύχτα, πάει και τους στεφάνωσε, οι δυο τους ήταν. Τέτοιος ήταν.
Και η τρίτη γυναίκα του;
Και την έκανε γυναίκα του. Τώρα δεν ξέρω άμα πήρε άλλη. Γκόμενες είχε πολύ, πολλές.
Η γιαγιά σου ποια ήταν; Η δεύτερη;
Από τις γυναίκες έκατσε και 10 χρόνια, ισόβια τον είχαν δικάσει. Ο Πλαστήρας τον έβγαλε. Στις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, 14 χρόνια. Από τις γυναίκες, γυναίκας πολύ.
Τι είχε κάνει και τον βάλανε μέσα στην φυλακή;
Τάχα σκότωσε πάλι ένα γείτονα. Τα είχε με την μάνα της. Ήταν και μαμή αυτή, με ξεγέννησε και ήξερε και μάγια και του ‘λεγε, τον κυνήγησε τον παππού μου και τον έκλεισε φυλακή, ισόβια. Σκότωσε τάχα, αυτός γέρος ήταν ο καημένος, τα ‘χε με τη μάνα της αυτηνής και ήρθε αυτός στην Καβάλα με το γαϊδούρι και εκεί στην Καρβάλη, τον έστησε καρτέρι και στον δρόμο τον σκότωσε. Και τον έκανε δικαστήριο και τον δίκασαν ισόβια, και έκανε 14 χρόνια στο Γεντί Κουλέ Θεσσαλονίκης, στις φυλακές. Και ύστερα τον έβγαλε ο Πλαστήρας, «Άντε, ό,τι έκανες, έκανες». Τσι έβγαλε και ξαναήρθε στο χωριό και αυτή τη λέγαμε και γιαγιά, αυτή ξεγέννησε παιδιά μου. Ότι ήξερε πολλά και μάγια ήξερε.
Τι εννοείς μάγια, τι ήξερε δηλαδή; Τι έκανε;
Έλεγε: «Άμα θέλω -λέει-, σας ξεπαστρεύω όλοι. Θα μαγέψω -λέει- ένα παλιοπάπουτσο -λέει- και θα το πετάξω μέσα στην αυλή σας και θα πεθάνετε όλοι». Αλλά εμείς «γιαγιά» από δω, για την είχαμε γιαγιά από κει, και ό,τι είχαμε, «Άντε, πήγαινε στη γιαγιά». Έχεις ένα πόνο, ερχόταν σε έτριβε, σε έκανε. Ήξερε γιατροκέφια. Πώς τα λένε;
Γιατροσόφια.
Και επειδή τη λέγαμε κι εμείς τα εγγόνια της, τη φωνάζαν, «Γιαγιά, γιαγιά» και μας αγάπησε και δεν μας έκανε κακό. Αυτά περνούσαμε στο χωριό.
Εσύ τον παππού σου τον έζησες όταν τα έκανε αυτά; Όταν άλλαζε γυναίκες και όταν είχε μπει στη φυλακή;
Ναι. έζησε.
Τον έζησες εσύ; Τον έζησες;
Τον έζησα. Ναι, βγήκε και με αγαπούσε πολύ. Και αφού βγήκε από τη φυλακή, γέρασε πια, ήθελε να σπείρει μποστάνι γιατί οι γέροι έχουν κι έλλειμμα από τα μυαλά. Να, και του Ισαάκ ο μπαμπάς ήθελε να πάει να σπείρει απάν’ στην χώρα μποστάνι. Γίνεται απάν στο βουνό μποστάνι; Να και ο παππούς μου. Πήρε από την αδερφή του το κάρο, περάσαμε από κάτω, είχαμε ένα ορμάνι καλό, ένα δάσος, την Πρωτομαγιά ο χαμός γινόταν, γλέντια και χαρές, πήγαινε ο κόσμος. Κάτι δέντρα, πόσα έκοψε ο στρατός ο ελληνικός και έβαζε ανάμεσα που θα περνούσαν τα άρματα τα γερμανικά και ξέρω ‘γω. Και πήγε έσπειρε μποστάνι και με πήραν κι εμένα, πήγα εγώ, δεν ήξερα, έκοβα τα καρπουζάκια. «Βρε τι κάνεις;». Με πήραν χαμπάρι – ο παππούς μου, ο μπαμπάς μου κι εγώ ήμουν. Και είχε δρόμο από κει που πήγαινα στο Κοτζα Ορμάν τα κάρα, σταματούσαν, έκοβαν καρπούζια, αυτός φώναζε, «Αφήστε και για μένα βρε, κάνενα καρπουζάκι», φωνάζει. Γέρασε πια ο καημένος και έχει ένα φίλο. Καθόταν στο καφενείο ύστερα, αφού έκανε όλα αυτά τα σφάλματα, τον άφησαν ελεύθερο και το καπέλο το φορούσε ανάποδα. Σαν να τον βλέπω στο καφενείο. Το φορούσε έτσι, με έναν Χατζηθανάση, μικρασιάτης ήταν, αχώριστοι φίλοι ήταν. Αυτοί ύστερα φύγαν στην Αυστραλία. Εκεί άφησαν τα κόκκαλα της όλη η οικογένεια, με αυτόν είχαν φιλία ο παππούς μου και ό,τι τον κερνούσαν –φορούσε και κόκκινο ζωνάρι–, με φώναζε με το έδωνε εμένα. Είχε από αυτές τις ελίτσες. Τώρα, στάσου, να σε κεράσω και κανένα φοντανάκι. Αυτά που λες, τι να πούμε άλλα;
Και σε κερνούσε αυτός με το κόκκινο ζωνάρι. Μου το ‘κοψες. Αυτός με το κόκκινο ζωνάρι;
Ό,τι τον κερνούσαν, με το έφερνε. Πολύ με αγαπούσε, πολύ με αγαπούσε. Και όταν πέθανε, εκεί ήμουνα, απάνω από το κεφάλι του. Είχαμε δύο δωμάτια, ένα καμαράκι σάλα, παλιό σπίτι. Δεν ήταν και καινούργιο, αλλά καλό σπίτι. Δεν βαριέσαι. Εκεί μεγαλώσαμε, εκεί πέθαναν όλοι. Τσι θυμάμαι που πέθαναν όλοι με τη σειρά. Και τον μπαμπά μου τον θυμάμαι πώς πέθανε. Την μάνα μου, η μάνα μου ήξερε που θα πεθάνει, αφού εδώ την είχα. Όλα τα καλά της, ξάπλα. Όποτε περνούσα να την πάρουμε, με έκανε με το χέρι να την πάω στο χωριό. Την πήγα, σε μία εβδομάδα δεν έκανε, πέθανε εκεί. Πέθανε και πεθαμένη, την έδωσα νερό και «γκλουκ-γκλουκ». Πεθαμένη και νερό έπινε. Και με λέει ο αδερφός μου «Έλα -λέει-, η μάνα μας θα πεθάνει, όπου να ‘ναι». Και πάω εκεί, τη βρήκα έτοιμη να πεθάνει. Και εγώ δούλευα κούρα, λέω: «Να ξαπλώσω, ρε αδερφέ, λίγο». Πήγα να ξαπλώσω λίγο. Με φωνάζει, πάω τη βλέπω πεθαίνει, έβγαινε η ψυχή της και απ’ την αδυναμία και απ’ αυτό, στράβωσε και το ποδάρι της. Πιάνω το σιάζω. «Άντε -λέω- να μη πάει και με στραβό ποδάρι». Εκεί πόνεσε, ακόμα δεν έχει βγει η ψυχή της η καημένη. Και μείναμε ύστερα τελείως ορφανά. Μείναμε, είχαμε μόνο τη μάνα μας ελπίδα. Και τράβηξαμε μεγάλη φτώχεια, μεγάλη ταλαιπωρία, μεγάλη αλλά με τη δύναμη του Θεού, με τη δύναμη του Θεού, όπως είμαι σήμερα, κανένας δεν είναι μες στο χωριό. Με τη δύναμη. Να, το παραδέχονται και τα παιδιά. Αλλά ό,τι κάναμε όλα, ούτε κλέψαμε ούτε τίποτις. Με τον ίδρο μας το κάναμε, με τον ίδρο μας. Και κάτι που ήμαν, ήμαν πολύ τίμιος, για αυτό με προτίμησε το χωριό και με πάντρεψαν και με έκαναν και με έδωσαν μια φτωχιά γυναίκα αλλά και αυτή ήταν πολύ τίμια, έξυπνη γυναίκα. Άμα την έλεγες την κυρά μου, φώναζες, «Κυρια-Ελένη, εδώ έχω έναν πόνο», θα σου έλεγε τι έχεις. Πήγαινες στο γιατρό, ό,τι σε έλεγε η κυρά μου, αυτό θα σε έλεγε κι ο γιατρός. Τα πάντα, ήταν του κατηχητικού. Έλεγε αυτή η αρχηγός, «Από όλες τις γυναίκες που έρχονται, η πιο σταθερή και πιο αυτή, είναι η Γιάμπατζη». Πήρε όνομα εδώ. Πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Ψαλτάδες κι ήταν αυτός, απολυόμενος χωροφύλακας, «Την κυρα-Ελένη την πήγα στο αυτοκίνητο να τη φέρουν εδώ από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, να τη φέρουν». Πρώτα έπρεπε να τακτοποιήσουν την κυρά μου. Είχε μια εκτίμηση. Είχε μια εκτίμηση και σαν άνθρωπος και σαν αυτό. Και πήγαιναν από δω με την Ευθυμία, μία γειτόνισσα από δω, απάνω στο νοσοκομείο να διαβάσουν το Ευαγγέλιο, όπου είχαν φτωχοί οικογένειες να πάνε να βοηθήσουν, να κάνουν. Έκανε και έργο. Αυτά πιστεύω να τα ήβρε στον άλλο κόσμο.
Πόσα χρόνια έχει που την έχασες;
Οχτώ χρόνια, οχτώ χρόνια.
Πώς πέθανε;
Ήταν εδώ μία κοπέλα που ανέβαινε, την έκανε μπάνιο, αυτά, τώρα έχει και αυτή τα έκοψε. Ύστερα εγώ και μετά τη σύνταξη έσπερνα ζαρζαβάτια. Είχαμε και δέντρα, έσπειρα ελαιόδεντρα, έσπερνα, από όλα έβγαλα. Έφερνα ζαρζαβάτια ένα πορτμπαγκάζ. Την φώναζε και τη γειτονιά, άμα έφερνα κολοκύθια μεγάλα τα 'στηνα εκεί πέρα πάνω, να κάνεις κεφτέδες, να κάνεις, τα μοίραζα. Δίναμε, δεν ήμασταν τσιγκούνηδες. Και τώρα δεν πατάει κανένας, κανένας, άμα σου λέω, κανένας. Εδώ με βλέπουν, «Να πάμε να πιούμε ένα καφέ, να κάνουμε λίγο παρέα τον Βασίλη». Δεν πατάει κανένας, κανένας. Αλλά δεν πειράζει. Να και ο Παύλος. Όπου κι αν δεις, εικόνες, έχουμε εικόνες. Ύστερα έκανα και στην Αλεξανδρούπολη άρρωστος. Δύο βιβλία συγχαρητήρια με έδιναν, τα δες; Η Αγία Γραφή είναι από κάτω. Έτσι με άκουγαν και παπάδες και αυτοί όταν μιλούσα εγώ. Αλλά δεν έλεγα χαζά. Όταν άρχισα να μιλάω, ήρθε ένας παπάς λέει: «Θες να κοινωνήσεις;». «Αν θέλω -λέει- να κοινωνήσω;». Κοινώνησα και ύστερα άρχισα να μιλάω με τον παπά. Λέω: «Πίστις δίχως έργα είναι νεκρά, και έργα δίχως πίστις είναι πάλι νεκρά». Τότες ο παπάς άρχισε και με φίλησε. Λέει: «Τώρα να γράψω κι εγώ δύο πράγματα σε αυτό που είπες», λέει ο παπάς. Γράφει το ένα το κουπί, λέει: «Πίστις δίχως έργα είναι νεκρά». Ένας, λέει, είχε μία βάρκα. Και στο ένα το κουπί έγραψε πίστη και στο άλλο έργο και ρωτούσε ο κόσμος –έκανα και κήρυγμα πάνω εγώ!– ρωτούσε, «Γιατί έγραψες -λέει- πίστη και έργα;». «Έλα εδώ», λέει, όσοι είχαν απορία. Ανέβα στη βάρκα, πάρε το ένα το κουπί, περνούσε η βάρκα, γύριζε επιτόπου. Πάρε το άλλο, τα ίδια. «Έτσι είναι -λέει- και πίστη και έργα». Να πιστεύεις αλλά να έχεις και έργο. Άμα δεν έκανες σε αυτόν τον κόσμο τίποτα, πώς θα σε δεχτεί ο Θεός; Και πολλά άλλα. Και όταν άρχιζα να μιλάω, με άκουγαν οι γυναίκες, «Πω, πω, αυτός ο παππούς». Και ξέρω πολλά. Με χάρισαν δύο βιβλία, άμα θες δες τα.
Θα τα βγάλουμε μετά φωτογραφία.
«Και απόψε τι θα μας πεις», πώς έγινε ο ναός του Σολομώντος, πώς έγινε ο Κατακλυσμός. Ξέρω πάρα πολλά. Πώς αμάρτησε ο Δαβίδ πώς, όλα. Και άρχισαν οι γυναίκες να αγοράζουν ξυραφάκια για να με ξυρίζουν, με το «τσαφ» να σηκώνονται να με πηγαίνουν και στην τουαλέτα να κατουρήσω. Τρελάθηκα. Aλλά ύστερα με πήραν από κει. Στο τέλος μάλωσα και με τσι γιατροί.
Γιατί;
Γιατί; Γιατί τα παιδιά τάξαν λεφτά –το χρήμα το ρημάδι–, με σήκωσαν, με πήγανε 50 μέτρα πιο κάτω, και ήμαν μονάχος. Κι εκεί που ήμουν μοναχός, με φέρνουν, έρχεται πάλι ο γιατρός, η επιτροπή των γιατρών που ακολουθούν το διευθυντή. Άσε…
Λοιπόν, κάτι τελευταίο, κυρ-Βασίλη, για να μη σε κουράζω παραπάνω. Μου τα είπες πάρα πολύ καλά. Θέλω να σε ρωτήσω να μου πεις ένα πράγμα που έγινε στην ζωή σου και σου άλλαξε όλη σου τη ζωή. Ποιο είναι αυτό το ένα πράγμα που έγινε στη ζωή σου και σου άλλαξε τη ζωή σου;
Που μου άλλαξε τη ζωή; Η τιμιότητα και η ειλικρίνεια και η αγάπη προς τον άνθρωπο. Και ακόμα-ακόμα, που αγαπάω όλους τους ανθρώπους. Αγαπάω τους φτωχούς, αγαπάω τα μικρά τα παιδάκια που πηγαίνουν παιδικό, που περνάνε, θέλω να τα δίνω όλα ένα σοκολατάκι. Λέει: «Μη το κάνεις γιατί θα σε περάσουν…». Προχθές περνάει ένα όχι ελληνόπουλο, άνθρωπος είναι, όλοι είμαστε άνθρωποι του Θεού, περνάει μία ταλαιπωρημένη γυναίκα και είχε ένα κοριτσάκι. Εκείνο άμα το ‘βλεπες. Τη λέω: «Σταμάτα». Τη δίνω ένα φοντανάκι κι εκείνο το κοριτσάκι το καημένο να με χαιρετάει μέχρι πέρα, να σηκώνει το χεράκι του. Με ραγίζει την καρδιά μου. Τώρα να εξομολογηθώ και ένα άλλο πράγμα. Ένας πλούσιος, πολύ πλούσιος είχε τρία κιούπια λίρες, πλούσιος είναι. Βάλτο άμα θες να γραφτεί.
Γράφει.
Σε αυτό το σπίτι αυτός το είχε σαν τράπεζα. Είχε μεγάλο σπίτι, είχε φούρνο, είχε, εκμεταλλευόταν τον κόσμο. Άμα έχεις ένα χιλιάρικο θα στο ‘δωνε, αλλά έπρεπε να τον δώσεις δύο. Έτσι λέω εγώ και έτσι έφτιαχνε. Και είχε 3 κιούπια λίρες, 3 κιούπια λίρες είχε. Είχε ένα κιούπι σε αυτή τη γωνία, ένα σε εκείνη τη γωνία και ένα εδώ.
Για πείτε μου ξανά την αρχή. Ξαναπείτε μου από την αρχή την ιστορία για το αλάτι.
Σε αυτό το σπίτι πήγε και ο πεθερός μου, έμεινε. Πήγανε οι αντάρτες ένα βράδυ, εθνικόφρονοι αντάρτες, όχι κομμουνιστές, του καπεταν-Βαγγέλη άμα τον ξέρεις, από το Κοτζά Ορμάν ήταν αυτός. Πήγαν ένα βράδυ και του παίρνουν το ένα το κιούπι τσι λίρες, ήθελε δεν ήθελε το φανέρωσε. Αλλά είπαμε, τα είχε τσι λίρες σε τρία μέρη αυτός. Τσι πήρε ο καπεταν-Βαγγέλης. Εμένα τι με έκανε αυτός; Με πιάνει ο γιος του, θα φτάσουμε, αλλά τι έπαθα κι εγώ. Τσι λίρες τις πήρε ο καπεταν- Βαγγέλης. Εγώ τι πήρα; Τα πίτυρα. Με παίρνει το αλάτι ο γιος του και με δίνει πίτυρα. Πίτυρα, άχυρο. Και περιμέναν στο σπίτι να πάω κάτω και μου λέει: «Έφερες τίποτα;» «Έφερα κάτι πίτυρα». «Ρε παιδί μου, τα πίτυρα δεν τρώγονται», με λέει η μάνα μου, «Χόρτο είναι, άχυρο είναι». Λέω: «Ζύμωσ’τα εσύ -λέω- κι εγώ θα τα φάω». Για να μη με κάνει, χαλάσει την καρδιά, εκεί που βράζουμε το αλάτι είχαμε και δίπλα φωτιά. Τα έκανε έτσι με το νερό, κοκκίνισαν από πάνω τα πίτυρα κι από κάτω ήταν το νερό, και τα έφαγα με το κουτάλι. Ο κερατάς, τρία κιούπια λίρες κι εμένα με φούσκωσε τα πίτυρα. Και τώρα το τελευταίο που αφήκα, το ξέχασα.
Το τελευταίο ποιο; Τι εννοείς;
Θέλω να σου πω. Δεν.
Ξεκίνησες από τον άνθρωπο αυτόν με τα τρία τα κιούπια και μου έλεγες ότι–.
Να, αυτός ο γιος του με γέλασε και με πήρε το αλάτι και μου έδωσε τα πίτυρα. Τρώγονται τα πίτυρα; Δώσε με, ρε κερατά. Τρία κιούπια λίρες έχει. Δώσε μου λίγο αλεύρι. Και μολαταύτα… Άλλο πάλι. Πήγαμε στο βουνό, πείνα. Λέω: «Ρε Θόδωρε, έχεις κανένα κομμάτι ψωμί να φάμε;». «Έχω -λέει-, αλλά πώς να στο πω, Βασίλη. Θα μπορέσεις να το φας;». Ψωμί από βίκο, βίκο, μπακλάτς, ούτε για γιαρμάδια, τα ζώα. Ένα ψωμί βίκου μαύρο, κατράμια, έτσι ήταν και το τρώγαμε για να ζήσουμε. Αυτά τραβήξαμε επί Βουλγαρίας. Και πόσα άλλα, μου έρχονται αυτά τη νύχτα που ησυχάζει το μυαλό μου. Τότες μου έρχονται πολλά στο μυαλό, τράβηξα πάρα πολλά. Πάρα πολλά, πάρα πολλά. Αλλά δοξάζω τον Θεό που ήβρα έναν σύντροφο καλό, μία οικογένεια καλή, φτωχιά αλλά τίμια. Νομίζω το γράψαμε που πήρε τα δυο χιλιάρικα δανεικά και έκανε, με έδωσε. Ποιος το κάνει αυτό; Ποιος το κάνει αυτό; Εγώ φράγκο δεν είχα και με πάντρεψαν και με έκαναν, και με τη βοήθεια του Θεού δεν άργησα. Το ‘51 παντρεύτηκα, το ‘61 ήμαν εδώ στην Καβάλα.
Και μικρός.
Όλα αυτά που σε είπα όχι με έμενα, με τον Θεό. Να, και τα εγγόνια μου το παραδέχονται. Ο Θεός με βοήθησε, όλα. Ξέρω πολλά έτσι, θρησκευτικά. Όλα, όπου να δεις εικόνες. Μέσα έχω για να σε εξηγήσω τους Εμμαούς, ολόκληρη ιστορία είναι, πώς βρέθηκαν.
Ποιους; Τους–;
Τους Εμμαούς που πήγαινε δυο μαθηταί, να στο πω κι αυτό; Αξίζει.
Πες το μου.
Άμα σ’ αρέσουν τα θρησκευτικά. Το έχω μέσα. Αργά απόγευμα ήταν. Πήγαιναν δύο μαθηταί προς τους Εμμαούς. Πήγαιναν δύο μαθηταί. Ακόμα μετά τη σταύρωση οι μαθηταί αυτό το κακό που έπαθε ο Χριστός, ήταν κρυμμένοι σε ένα σπίτι. Αυτοί πήγαιναν στους Εμμαούς και συζητούσαν λόγια του Χριστού. Είπαμε, ο Θεός είναι πανταχού παρών. Εκεί που μιλούσαν, παρουσιάστηκε κι ο Χριστός, «Τι λέτε; Τι λέτε;», τσι λέει. «Δεν τα ‘μαθες;», λέει, και τσι θόλωνε λέει τα μάτια για να μην τον γνωρίσουν. Φτάσαν στους Εμμαούς –αυτό έχει σημασία και για σένα τώρα που θα στο πω, έχει σημασία–, φτάσαν στους Εμμαούς. Το λένε τον Χριστό, «Τώρα, πού θα πας;», λέει, «Βράδιασε. Μείνε -λέει- μαζί μας και αύριο -λέει- πας όπου είναι». Ο Χριστός τι έκανε; Αυτό το κάναμε εμείς; Για αυτό, αυτό που έχει σημασία. Ο Χριστός όπου πήγαινε, πρώτα άμα καθόταν να φάνε, να κάνουν, ευλογούσε το ψωμί. Εμείς το κάναμε αυτό; Εγώ το έχω παράπονο. Άμα θα ‘ρθεις στο χωριό, τι αγαθά, ούτε βασιλιάδες περνάνε. Τι δεν βγάζουν! Τι αγαθά. Δεν είδα να κάνουν το σταυρό τους κανένας. Να λένε: «Δόξα τω Θεώ, αυτά τα αγαθά εσύ μας τα δίνεις». Θα στα πάρουν μια μέρα και αυτά τα αγαθά, θα μείνεις ξεβράκωτος με αυτά που κάνεις. Και ο Θεός το δείχνει με τα έργα που έκανε. Εδώ θα πούμε και κανένα θρησκευτικό. Πώς έκανε, πόσα θαύματα και από τα έργα του βάδιζε ξυπόλυτος. Ούτε αυτοκίνητο είχε ο Χριστός, ούτε γαϊδούρια είχε, ούτε άλογα είχε. Μία φορά ανέβηκε σε ένα γαϊδουράκι. Όταν έμπαινε στα του Βαγιού και φώναζαν όλοι, «Ωσαννά, ευλογημένος, ευλογημένος» και ξέρω ‘γω και αυτός ο κόσμος φώναζε, «Άρον-άρον κρεμάστε τον αυτόν». Όταν πήγαινε στην έρημο τον ακολουθούσαν χιλιάδες κόσμος. Και έφτασαν απ’ τα λόγια τα καλά που έλεγε ο Χριστός, δεν ήθελε να φύγει, βράδιαζε. Τον λένε οι μαθηταί, «Χριστέ μου -λέει-, φτάνει -λέει- τόσα που είπες, αυτός ο κόσμος πείνασε», λέει. «Να πάει να φάει», λέει. «Να του δώσουμε εμείς να φάνε». «Πώς θα του δώσουμε; Εμείς έχουμε πέντε ψωμιά και τρία ψάρια». «Φτάνουν», λέει. «Πέστε τους -λέει- να καθίσουν κάτω». Καθίσαν, τα πήρε πάλι ο Χριστός αυτά τα ψάρια και τα ευλόγησε και να κόβει, και να μοιράζει, να μοιράζει. Φάγαν 5.000 άντρες εκτός τα γυναικόπαιδα, και στο τέλος είπε: «Να μάσετε και τα κομμάτια», εμείς ολόκληρα ψωμιά πετάμε εδώ. Να μην τα πετάξετε, το ψωμί δεν πετιέται. Και και πολλά άλλα θαύματα. Εμείς αυτά, θέλω να σε δίνω παραδείγματα. Εμείς πάμε σαν τα ζώα, τρώμε, ούτε το σταυρό μας κάνουμε ούτε ένα «Ευχαριστώ» λέμε. Μια μέρα των ημερών όπως βαδίζουμε, θα πάθουμε μεγάλη συμφορά. Αρρώστιες ήρθαν, το ένα ήρθαν. Τώρα για το εμβόλιο, τι γνώμη έχεις εσύ; Βλέπω και οι γιατροί και οι νοσοκόμες.
Εγώ συμφωνώ.
Οι ίδιες κρυφά λειτουργούν. Δεν θέλουν να το βάλουν το εμβόλιο.
Εντάξει, κυρ-Βασίλη, αυτό είναι άλλο θέμα.
Εκεί σου λέω, όταν μιλούσα στην Αλεξανδρούπολη και οι γυναίκες με έδωσαν όταν θα φύγω, από ένα βιβλίο και «Σε ευχαριστούμε», γράφει το βιβλίο από κάτω, «για τα καλά σου λόγια -λέει- που μας έλεγες». «Απόψε τι θα μας πεις;». Κάθε αυτό τσι έλεγα κι από ένα ξεχωριστό. Πώς έγινε ο Κατακλυσμός του Νώε, πώς δεν έγινε, πώς το ένα, το άλλο. Πώς έγινε ο ναός του Σολομώντος. Πώς αμάρτησε ο Δαβίδ. Πολλά πράγματα και είναι πράγματα που άμα τα αρέζεις, δεν θες να σταματήσουν. Αυτά.
Και τα λες ωραία, κυρ-Βασίλη, θέλω για να κλείσουμε –τώρα στο υπόσχομαι ότι θα κλείσουμε– θέλω να μου πεις για τη γυναίκα σου, την κυρία Ελέν. Πώς ζήσατε; Την αγάπησες; Πώς σου φάνηκε, ας πούμε, όταν σου δώσανε την πρώτη φορά τη φωτογραφία και τη διάλεξες την Ελένη;
Η Ελένη, ας το πω κι αυτό. Αφού αγαπηθήκαμε και με είδε, πετούσε από τη χαρά της. Πάμε στη Χρυσούπολη να βγούμε φωτογραφίες – έχω, άμα θες να στη δείξω.
Να μου δείξεις.
Πέθανε η νονά μου και μου έδωσε τη φωτογραφία. Άμα θες να στη δείξω, πάμε να πάρουμε το άλμπουμ να τη δείξω. Και πήγαμε να βγούμε φωτογραφίες και λέει ο φωτογράφος, «Καλά -λέει- πού το διάλεξες αυτό το όμορφο παλικάρι;». Τρελάθηκε από τη χαρά της. Να το φέρω το αλμπουμ.
Όχι, περίμενε. Μετά θα μου το δείξεις, μετά, μη σηκώνεσαι τώρα.
Και βρήκαμε φωτογραφία και αυτές σαν αρπάχτρες με τσι πήραν. Και είχε η νονά μια φωτογραφία και όταν απέθνησκε –είχανε εδώ το Φιξ–, τα παιδιά της λέει: «Αυτή τη φωτογραφία να τη δώσεις -λέει- στον Βασίλη». Και την έχω τώρα. Βγήκαμε πολλές φορές και τα μοιράσαμε στους γνωστούς. Και θέλω να σε πω, αφού η κυρά μου δίχως εμένα δεν μπορούσε να κάνει. Πολλές φορές, μία φορά μαλώσαμε, τι μαλώσαμε, λογοφέραμε. Τώρα να πούμε και κάτι κρυφό. Τα γράφεις κι αυτά;
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο κυρ-Βασίλης είναι 91 ετών, οι ιστορίες του όμως είναι διαχρονικές. Για τη φτώχεια και την αδικία, για τον Θεό και την αγάπη, για τους καλούς και τους κακούς του πολέμου. Εικόνες από τα μέσα του αιώνα που πέρασε, που έχουν μείνει εντυπωμένες στον νου του. Από το χωριό και τα χρόνια της φτώχειας στην Κατοχή, στα βουνά μαζί με τους αντάρτες και μετά στην πόλη και στην δουλειά, όταν πια είδε τους κόπους του να πιάνουν τόπο. Ο κυρ-Βασίλης έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί και αυτό που μένει στο τέλος, είναι η φράση του «Αγαπάω όλους τους ανθρώπους».
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Γιάμπατζης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μιχαλάκη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/09/2021
Διάρκεια
136'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο κυρ-Βασίλης είναι 91 ετών, οι ιστορίες του όμως είναι διαχρονικές. Για τη φτώχεια και την αδικία, για τον Θεό και την αγάπη, για τους καλούς και τους κακούς του πολέμου. Εικόνες από τα μέσα του αιώνα που πέρασε, που έχουν μείνει εντυπωμένες στον νου του. Από το χωριό και τα χρόνια της φτώχειας στην Κατοχή, στα βουνά μαζί με τους αντάρτες και μετά στην πόλη και στην δουλειά, όταν πια είδε τους κόπους του να πιάνουν τόπο. Ο κυρ-Βασίλης έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί και αυτό που μένει στο τέλος, είναι η φράση του «Αγαπάω όλους τους ανθρώπους».
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Γιάμπατζης
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μιχαλάκη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/09/2021
Διάρκεια
136'