Η γιαγιά Σοφία διατηρεί όσο ζει τα έθιμα των Μικρασιατών προγόνων της
Ενότητα 1
Τα υπέροχα παιδικά χρόνια στο χωριό, ο τρόπος ζωής και τα έθιμα της εποχής, η προίκα, το προξενιό και η θέση της γυναίκας
00:00:00 - 00:22:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, μπορείτε να μας πείτε το όνομα σας; Σοφία Παπαδοπούλου. Καλησπέρα, είμαι ο Νίκος Μυλωνάς, είναι Τρίτη 7 Σεπτέμβριου του 2…ινόταν με… Δεν υπήρχαν τα ταξίδια, το γαμήλιο ταξίδι κτλ. Γινόταν ο γάμος μέχρι τα χαράματα να χορεύουν και να τραγουδάνε όλοι μαζί. Αυτά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Σύγκριση του τρόπου που μεγάλωναν τα παιδιά στην εποχή της με τη σημερινή και οι απόψεις της για την στήριξη που πρέπει να παρέχει η πολιτεία στην οικογένεια
00:22:09 - 00:33:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα που έχουμε πάρει λίγο, έτσι, για τη ζωή σας, για το τότε, πώς ήταν τότε, θα θέλατε να κάνουμε μια σύγκριση με τώρα; Δηλαδή τι έχει αλλά…πολιτικοί, άξιοι τεχνοκράτες, άξιοι άνθρωποι, γιατί έχει πολλούς άξιους η Ελλάδα και όλο αυτό το κεφάλι φεύγει έξω. Αυτό είναι ασυγχώρητο!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το κατσαμάκι και το κουρμπάνι, δύο παραδοσιακές συνταγές της Ανατολικής Θράκης
00:33:10 - 00:50:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήταν πολύ σημαντική η τοποθέτησή σας και θέλω όμως πάλι να πάμε πίσω και να μου περιγράψετε ενδεχομένως τα φαγητά που έφεραν από την Ανατολι…ε τόσο νωρίς, στα παιδιά μου που έχασαν τόσο νωρίς τον πατέρα τους. Αυτό είναι ένα δείγμα αγάπης, ότι ήμασταν ένα αγαπημένο ανδρόγυνο. Αυτό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Τα υπέροχα παιδικά χρόνια στο χωριό, ο τρόπος ζωής και τα έθιμα της εποχής, η προίκα, το προξενιό και η θέση της γυναίκας
00:00:00 - 00:22:09
[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείτε να μας πείτε το όνομα σας;
Σοφία Παπαδοπούλου.
Καλησπέρα, είμαι ο Νίκος Μυλωνάς, είναι Τρίτη 7 Σεπτέμβριου του 2021, βρίσκομαι στο Τυχερό Έβρου, στο σπίτι της Αφηγήτριας, και ξεκινάμε. Λοιπόν, κυρία Σοφία, μπορείτε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς;
Εγώ γεννήθηκα στο Τυχερό. Ήμουν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, ήθελα να συνεχίσω να πηγαίνω στο σχολείο, τελείωσα μόνο το δημοτικό, αλλά ο πατέρας μου, επειδή δεν είχε αγόρια κι εκείνα τα χρονιά ήταν δεδομένο να έχεις αγόρι για να σε βοηθάει, ήταν οι συνθήκες έτσι, δεν με έστειλε εμένα στο σχολείο να συνεχίσω τα γράμματα. Εγώ όμως, αυτός ο καημός μου έχει μείνει μέχρι τώρα, που αν με βοηθούσαν τα μάτια μου θα μπορούσα να πάω ένα ανοικτό πανεπιστήμιο, να τελειώσω τις σπουδές μου. Αυτές που εγώ μέχρι σήμερα έχω μέσα στο μυαλό μου και μου έχει μείνει. Όμως δεν άφησα τον χρόνο να φύγει έτσι, έμαθα να ράβω, μοδίστρα, κεντήτρια, ό,τι δεξιότητες υπάρχει σ' ένα νοικοκυριό, κέντημα, τα πάντα, τα πάντα, μαγείρεμα, μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Εντάξει, δηλαδή έκανα ό,τι μπορούσα για να γεμίσω τον χρόνο μου. Από κει και πέρα παντρεύτηκα πολύ μικρή, δεκαεπτά χρονών, ο άντρας μου ήταν δεκαοκτώ, δεν είχε πάει φαντάρος ακόμη. Όταν απελύθηκε -βέβαια, ζούσαμε με τα πεθερικά, όλοι μαζί-, όταν απελύθηκε ήρθαμε και κάναμε δική μας επιχείρηση, που ήταν πέντε οι επιχειρήσεις που είχαμε. Χρειάζεται να τις ονομάσω; Όχι, εντάξει.
Όπως θέλετε, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αλλά το ατύχημα ήταν ότι αρρώστησε ο άντρας μου πάρα πολύ μικρός, έφυγε από τη ζωή. Εγώ όμως συνέχισα τη ζωή μου, να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να τα παντρέψω, να τα μορφώσω, να σταθώ δίπλα τους μέχρι και σήμερα που είμαι στα εβδομήντα έξι μου χρόνια. Είμαι ευχαριστημένη από το πόσο με βοήθησε η θετική μου ενέργεια. Δεν ξέρω πόσο ο καθένας μας το πιστεύει, εγώ το πίστευα και το νιώθω ότι αν ο άνθρωπος θέλει κάτι και προσπαθεί να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα, σε ό,τι του τύχει στη ζωή, πιστεύω ότι θα τα καταφέρει. Γιατί εγώ ευχαριστώ τον Θεό που τα κατάφερα. Τα κατάφερα και τον ευχαριστώ, γιατί και μέχρι τώρα έχω τουλάχιστον καταφέρει να μεγαλώσω τα παιδιά μου με σεβασμό, με αξιοπρέπεια και αξίες. Επίσης και τα εγγόνια μου, είναι σχεδόν όλα τα εγγόνια μου μορφωμένα. Έχω μια κόρη που είναι κι αυτή πολύ μορφωμένη και τα εγγόνια μου πολύ μορφωμένα και εδώ στο Τυχερό ο γιος μου κι αυτός πάρα πολύ προκομένο παιδί. Έχει τρία παιδιά, δύο στο πανεπιστήμιο, ένα είναι στο λύκειο, έχουν πολύ καλή συνεννόηση με τη γυναίκα του και πάνε όλα καλά, δόξα τω Θεώ. Από κει και πέρα είμαι ευχαριστημένη που τους έχω στην αυλή και τους βλέπω και τους καμαρώνω. Πάνω σ’ αυτό το θέμα τώρα, περισσότερο τι μπορώ να πω για τη δική μου ζωή; Μπορεί εγώ για τον εαυτό μου να μην πρόσφερα αλλά το πολυτιμότερο, πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, και ο πλούτος της ζωής μου, είναι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και το δισέγγονό μου. Γι' αυτό είμαι ευχαριστημένη με τη ζωή μου και δοξάζω τον Θεό που έχω την υγειά μου. Δεν ζητάω τίποτα άλλο, να έχουν όλα τα παιδιά την υγειά τους αλλά και τα δικά μου τα παιδιά, επειδή ταλαιπωρήθηκαν πάρα πολύ. Όμως ο Θεός τούς βοήθησε και έχουμε φτάσει εδώ που φτάσαμε. Έχουν καλά παιδιά, και τα δυο τα παιδιά μου έχουν πολύ καλά παιδιά. Είναι τα εγγόνια μου πάρα πολύ καλά παιδιά. Και τα καμαρώνω, γιατί κι αυτά πραγματικά έχουν τις αξίες τους και προπαντός έχουν σεβασμό απέναντί μου, και αυτό μου φτάνει. Είναι η πληρωμή μου.
Η πληρωμή σας. Πολύ όμορφα. Προηγουμένως είπατε ότι θα θέλατε να σπουδάσετε και να συνεχίσετε. Τι σπουδές θα θέλατε να κάνατε;
Σπουδές, περισσότερο ιστορικός ή αρχαιολόγος.
Γιατί αυτό;
Γιατί εμένα γενικά μου αρέσει η Ιστορία. Η γιαγιά μου, που ήταν στην Ανατολική Θράκη, όταν φύγανε από εκεί, που έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών, που τους διώξανε οι Τούρκοι, η γιαγιά μου είχε οκτώ παιδιά. Ο μικρότερος ήταν ο μπαμπάς μου, δύο χρονών. Δηλαδή σε ένα κάρο με τα ζώα εφτά οικογένειες οι Τούρκοι τούς βάλανε, για να 'ρθούνε. να περάσουν τον Έβρο. Και η γιαγιά μου, που ήταν από το Σουλτάνκιοϊ, μείνανε στο Χάντζιας και αυτοί που ήταν από το Ιμπρίκτεπε, πήγαν στο Τσακιρτζή. Δηλαδή σε άλλο μέρος, που ήταν όμως απέναντι απ' τα χωριά τους, γιατί είχαν ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουν στην πατρίδα. Η γιαγιά μου όταν φύγανε από κει πέρα ήταν πάμπλουτοι, ήταν με προσωπικό, γιατί είχαν εξακόσια πρόβατα, είχαν πάρα πολύ καλή... Ήταν ευκατάστατοι δηλαδή, νοικοκυραίοι, που τους λέμε εμείς στην απλή γλώσσα. Ο πατέρας τους... Ό,τι μπόρεσαν, πήραν από κει αλλά οι Τούρκοι πήγαν και τους κλειδώσανε τις πόρτες με καλάι για να μην πάρουν ούτε ένα ψωμί μαζί τους. Με το δάχτυλο στο στόμα. Δεν μπόρεσαν να φέρουν τίπ[00:05:00]οτα από κει πέρα. Όταν όμως πέρασαν δύο-τρία χρόνια... Που αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν σπίτια μετά, εκεί στο Χάντζιας, έπλεκαν ξύλα και τα φτιάχνανε με λάσπη, για να χτίσουν ένα δωμάτιο και να βάλουν την οικογένεια που ήταν δέκα άτομα. Από κει και πέρα, πέρασαν δύο-τρία χρόνια, έγινε ο παγετός ο μεγάλος, που πάγωσαν όλα τα νερά τους, τα ζώα που είχαν, όλα τα πάντα και αναγκάστηκε, που τότε η κυβέρνηση ήταν ο Βενιζέλος, τους έφερε σ’ αυτό το χωριό, στο Μπίτικλι. Το Μπίτικλι ήταν τούρκικο χωριό κανονικά. Όλα τα σπίτια εδώ... Αυτοί πήραν όλα τα υπάρχοντά τους και φύγαν, αφήσαν μόνο τους τοίχους και ήρθαν από το μηδέν όλοι. Η κοινότητα του Τυχερού και της επαρχίας βέβαια τους βοήθησε, τους έδωσε οικόπεδα για να χτίσουν σπίτια, τους έδωσε χωράφια για να ζήσουνε, τους έδωσε και στο μπαΐρι να βάζουν αμπελώνες και να ζήσουνε. Ζούσαν από τα προϊόντα που αυτοί σπέρνανε. Δηλαδή δεν αγοράζανε τίποτα εκτός από τη ζάχαρη. Τα φαγητά που ζούσαν ήταν δηλαδή από τα ζώα τους, είχαν και το τυρί και το βούτυρο. Δηλαδή έφτιαχναν τα ζυμαρικά τους, τα κουσκούσια, τα μακαρόνια τους. Ζούσαν γενικά με φαγητά που είχαν από τους γονείς τους. Οι πίτες ήταν το κυριακάτικο φαγητό, μαζί με κοτόπουλο, το οποίο κάνανε κρέπες και το κοτόπουλο, το ζουμί από το κοτόπουλο, βρέχανε τις κρέπες, και ήταν το επίσημο φαγητό. Και η πίτα, αυτά τα δυο ήταν τα κυριακάτικα και γιορτινά. Το πιο γιορτινό τους φαγητό ήταν το κουρμπάνι, που γινόταν την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Μαζευόντουσαν οι συγγενείς συνήθως περισσότερο αλλά και η γειτονιά και τα κάναν όλοι μαζί, γιατί κάνανε μεγάλη ποσότητα. Σφάζανε από τα δικά τους τα αρνιά, που είχαν πρόβατα και τα ψήνανε στον φούρνο. Αφού τα ψήνανε στον φούρνο, τρίβανε και τα ψωμιά, ζυμωτό που το ζύμωνε η κάθε νοικοκυρά και με εκείνο το ζουμί από το αρνί βρέχανε το ψωμί αυτό με πράσινο κρεμμυδάκι, με δυόσμο και λαδάκι βάζανε, βέβαια δεν χρειαζότανε πολύ, γιατί είχε πάχος το αρνί. Δηλαδή το λιγότερο ήταν δύο αρνιά στον φούρνο. Και μεγάλα ταψιά. Που έτσι ήταν τότε, γιατί όλοι τρώγανε από ένα ταψί, δεν ήτανε… Δεν είχαν πιάτα, δεν είχαν τέτοιου είδους νοικοκυριά αλλά ήταν τόσο αγαπημένοι! Η γιαγιά μου ζούσε με την αδερφή της δίπλα δίπλα. Όταν ζύμωνε η μια οικογένεια έδωνε στην... Έφτιαχνε δύο πιταλιές η γιαγιά, τη μια για την αδερφή της και τα παιδιά της και τη μια για τις εγγονές, για να προλάβει γρήγορα. Επίσης, όταν ζύμωνε η αδερφή της, το ίδιο έφτιαχνε. Κάνανε πίτες δύο, μια για τη μία οικογένεια, μία για την άλλην οικογένεια. Ήμασταν τόσο πολύ αγαπημένοι, κάναμε τέτοια νυχτέρια! Δεν ήταν παραμύθια αυτά που λέγανε, ήταν η μαρτυρική ζωή που πέρασαν στη διαδρομή αυτή της ζωής. Παρόλο ότι στο χωριό που ζούσανε ήταν ανάμεικτοι με Τούρκους. Αυτοί ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, οι απλοί άνθρωποι. Ζούσαν αρμονικά. Όμως οι πολιτικές αλλάξανε και τους φέρανε σε αδιέξοδο. Που τους διώξανε κι από εκεί και πέρα δεν τους βάλανε ποτέ στο χωριό. Αυτοί πορευτήκανε εδώ και πραγματικά μεγαλουργήσανε, γιατί δουλέψανε σκληρά. Γιατί, όχι μόνο ό,τι τρώγανε αλλά και ό,τι φορούσαν, τα γνέθανε και τα υφαίνανε στους αργαλειούς και τα ράβανε μόνοι τους είτε σακάκι ήταν αυτό, παντελόνι, οτιδήποτε. Κάλτσες, τις πλέκανε στο χέρι, δεν υπήρχε τίποτα έτοιμο, όλα ήταν χειροποίητα. Οι μανάδες μας δεν κοιμόνταν το βράδυ. Δουλεύανε το βράδυ και την ημέρα στα χωράφια και εμάς μας είχαν από πίσω, εκεί στο χωράφι, κάτω από το αμάξι, μέσα στην ζέστη και με ένα γάλα που καθότανε όλη την ημέρα και πήχτωνε, έκοβε. Αλλά δεν είχαν τίποτα άλλο. Δεν παθαίναμε τίποτα, ήμασταν εκεί πέρα. Δηλαδή ήταν η ζωή μας, μπορεί να ήταν πολύ δύσκολη για τους γονείς και για μας αλλά ήμασταν παιδιά και το χαιρόμασταν. Περνούσαμε υπέροχα. Όταν κατεβαίναμε στον κάμπο, γινότανε πανήγυρι. Και αφού τέλειωναν οι δουλειές... Γιατί σπέρνανε το σουσάμι για το λάδι τους, το βάμβακι, για να το βγάλουνε υπήρχε μηχανή εδώ που το έφτιαχνε κλωστή. Το έφτιαχνε το βάμβακι, το άνοιγε, έβγαζε το σπόρο και το γνέθανε για το... Υφαίναν τα σεντόνια, για τα μαξιλάρια τους, για ό,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Όλα τα κάναν χειροποίητα. Το σουσάμι για το λάδι, σπέρναν τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα καλαμπόκια, δεν αγοράζανε τίποτα. Όλα ήταν με τα χέρια και οπότε γι' αυτό και τα παιδιά τους ήταν τα περισσότερα αμόρφωτα. Γιατί βοηθούσαν τους γονείς. Ήταν όμως τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την περίοδο της ζωής. Την ξέγνοιαστη, ξέγνοιαστη ζωή! Και από κει και πέρα, από την ώρα που παντρεύτηκα βέβαια, πήγα σε πεθερικά, έζησα πάρα πολλά χρόνια εκεί, εντ[00:10:00]άξει, και μετά που έμεινα μόνη μου ο αγώνας ήταν ακόμη πιο δύσκολος. Τέλος πάντων όμως, όλα καλά δόξα τω Θεώ. Κι αυτά.
Πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία! Στο κουρμπάνι που είπατε πριν θα αναφερθούμε πιο μετά με περισσότερες λεπτομέρειες και ερωτήσεις, για να μας περιγράψετε τι είναι αυτό. Τώρα θα θέλατε... Θα μπορούσαμε λίγο να πούμε για τους γονείς σας και για τις γιαγιάδες σας που είχαν έρθει από απέναντι, από την Ανατολική Θράκη, εδώ. Ενδεχομένως μαρτυρίες που να σας είχαν πει προφορικά, έτσι, μεταξύ σας, έθιμα και ήθη που μετέφεραν μαζί τους, ό,τι θυμάστε.
Αυτά που με έλεγε εμένα η γιαγιά μου, και βέβαια αυτό που θέλω να επισημάνω, είναι ότι εμάς δε μας μεγάλωναν οι μάνες και οι μπαμπάδες. Οι γιαγιές και οι παππούδες. Αυτοί δεν πηγαίναν στο χωράφι, μέναν στο σπίτι με τα εγγόνια. Εμείς προσωπικά, η δικιά μας η γενιά μεγάλωσε με γιαγιά και με παππού. Οι γονείς πήγαιναν στο χωράφι και τις δουλειές. Και τον χειμώνα η κάθε οικογένεια είχε το γουρούνι της. Δηλαδή το χοιρινό το κρέας, σφάζανε το γουρούνι και από κει βγάζανε και το βούτυρο και τον καβουρμά, που λέμε. Παστώνανε με αλάτι το υπόλοιπο κρέας, κάνανε λουκάνικα, κάνανε... Το παστώνανε και το βάζανε, επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία, να το διατηρήσουν μέχρι το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι μετά, βγαίναν τα αρνιά, κοτόπουλα, πάρα πολλά είχε το κάθε σπίτι. Και τα αυγά του και τα πάντα, ήταν τέλεια όλα. Και γι' αυτό ήμασταν κι εμείς υπάκουα παιδιά, δεν είχαμε απαιτήσεις, ήμασταν ευχαριστημένοι με ό,τι μας δίνανε, δεν είχαμε απαιτήσεις καθόλου. Γιατί κι αυτοί, τους βλέπαμε ότι κι αυτοί παιδευόντανε. Δεν ήταν ότι, ξέρεις, αυτοί καθόντανε κι εμείς δουλεύαμε. Αλλά αυτό μας βοήθησε, κι εμένα προσωπικά με βοήθησε πολύ που έμεινα μονή μου. Ότι πήρα τέτοιες βάσεις από την οικογένειά μου που άντεξα στα τόσο δύσκολα της ζωής μου, που έχασα τον άντρα μου σε τόσο μικρή ηλικία και μεγάλωσα τα παιδιά μου μόνη μου. Και πιστεύω ότι αυτή τη δύναμη την έχω αντλήσει από αυτούς τους ανθρώπους που αγωνιστήκανε. Και εξακολουθώ να μου λείπουνε, να θυμάμαι αυτά που... Τα ήθη και τα έθιμα τους που μέχρι τώρα τα κάνω και στα παιδιά μου. Όπως είναι το κουρμπάνι, ας πούμε. Δεν παραλείπω κανένα χρόνο να κάνω το κουρμπάνι, που από την αρχή τους φαινόταν κάπως παράξενο τους νέους αλλά μετά τους άρεσε τόσο πολύ που τρώγανε όλοι. Η μαγειρίτσα ήταν καθιερωμένη κι αυτή, γιατί ήταν δικά τους τα ζώα, δεν τα αγοράζαν. Τώρα το αγοράζουμε το αρνί είτε κατσίκι είτε ό,τι να 'ναι. Τότε ήταν όλα δίκης μας παραγωγής. Στα χωράφια μάς σήκωναν από τα χαράματα να βγάλουμε φασόλια, και για να βγάλει διπλή παραγωγή ο παραγωγός έσπερνε φασόλι, καλαμπόκι σε ένα αυλάκι και μας έβαζε ο μπαμπάς να κόβουμε τις κορυφές και να τραβάμε το φασόλι, για να βγει η μια παραγωγή και να έχει δύο παραγωγές, να έχει και καλαμπόκι και φασόλι. Ερχόταν ο αλωνισμός, μάθαμε να θερίζουμε σιτάρι, μας έμαθε ο μπαμπάς μου και η μαμά μου να θερίζουμε το σιτάρι. Εφόσον ερχόταν σε εποχή που έπρεπε να το αλωνίσουμε, πήγαιναν ν’ ανοίξουν τα αλώνια τους. Είχαν τις ντουκάνες, αυτές που λένε, είχαν, ειδικά ήταν αυτά που πατούσαν με τα ζώα γύρω γύρω, δηλαδή για να βγει ο καρπός. Κι εμείς βοηθούσαμε στο ξελίχνισμα, για να καθαρίσει ο σπόρος από την τροφή. Αυτά τα μαζεύανε, τα κάνανε μεγάλες κουμπούλες στα σπίτια τους, για να ταΐσουν τον χειμώνα τα ζώα τους. Δηλαδή και φασολιές και καλαμποκιές, το άχυρο που έβγαινε βέβαια από τα σιτάρια. Δεν πετούσαν τίποτα, ήταν όλα βιολογικά, δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχε λίπασμα και ούτε κανάλια, για να ποτίζονται. Ήταν όλα... Αν έβρεχε θα γίνονταν η παραγωγή σου, αν δεν έβρεχε... Αλλά ήταν όλα τόσο γνησιά που γι' αυτό και εμείς σταθήκαμε υγιείς, γιατί πραγματικά ζήσαμε με υγιή τροφή. Όταν ερχόταν ο χειμώνας, ήταν οι δουλειές να βοηθάμε πάλι τα ζώα που είχαν μέσα, τα πρόβατα και τα ζώα. Εμείς πηγαίναμε και βγάζαμε, μέσα στο κρύο, γιατί τότε ήταν πολύ βαρύς χειμώνας, από τον Οκτώβριο μέχρι και Μάρτιο βαρύ χειμώνα, μας έβαζε ο μπαμπάς μου από μια μεγάλη καλαθίνα μπροστά μας και γεμίζαμε φασολιές μέχρι να γεμίσει το καλάθι, για να ταΐσει τα ζώα. Δεν υπήρχε ρεύμα, το βράδυ η γιαγιά μου μας ξενυχτούσε με μια μικρή λαμπίτσα και καθόμασταν με γκαζόλαμπα. Όταν κεντούσαμε, που πια ξεπεταχτήκαμε και κάναμε την προίκα μας, μας έβαζε ένα δοχείο η γιαγιά, έβαζε και τη λάμπα και σκύβαμε εκεί και κεντούσαμε σε ιταμίνες, σε διάφορα. Όλη την προίκα μας την κάναμε χειροποίητη, στον αργαλειό και στα χέρια μας. Και όποιος ήξερε ράψιμο, που πήγα, έμαθα μοδίστρα, τα έραβα και μόνη μου. Δηλαδή κουβέρτα ήταν αυτή, πάπλωμα; Ό,τι να 'ταν. Τα ρούχα των παιδιών μου επίσης.[00:15:00] Δηλαδή έπλεκα στα χέρια ζακέτες, μπλούζες, τα πάντα γινόνταν με τα χέρια. Κι εγώ τα έζησα αυτά και μέχρι τώρα, ναι... Μερικά πράγματα τα κρατάω ακόμη. Και είναι μια αξέχαστη ζωή. Μια σεζόν που ήταν τόσο αγνή, που ήμασταν τόσο αγαπημένα ξαδέρφια, αδέρφια και συγγενείς. Και βοηθούσαμε. τελείωνε ο ένας το χωράφι; Πηγαίναμε στο άλλο. Είχαμε τέτοια αλληλοβοήθεια δηλαδή. Δεν έλεγα: «Εγώ τελείωσα το χωράφι μου και θα φύγω», όχι, θα καθίσω, έστω και γείτονας που ήταν, να τον βοηθήσω να τελειώσει κι αυτός.
Τα όμορφα, αθώα χρόνια δηλαδή.
Ήμασταν πολύ… Τα πιο ωραία χρόνια. Και όταν πήγαινα στο χωράφι γινόταν πανηγύρι. Τον Αύγουστο που ερχόταν ο χειμώνας, επειδή ήταν όλα μάλλινα τότε, και τα παπλώματα και οι κουβέρτες, και ήταν όλα στον αργαλειό φτιαγμένα, και τα σεντόνια, η γιαγιά μας καθόταν εκεί, για να μάθουμε αργαλειό, υφαίναμε εκεί πέρα, και το καλοκαίρι μαζευόταν όλο το χωριό και πηγαίναμε κάτω στη Μαρίτσα, έτσι λεγότανε ο Έβρος, και πλέναμε όλοι τα χειμερινά, για να τα έχουμε τον χειμώνα καθαρά. Κι εκείνες οι δύο μέρες ήταν πανήγυρι. Ήταν τέλεια, εμείς είχαμε τόσο χαρά, τα παιδιά, γιατί ήμασταν εκεί και βοηθούσαμε. Δηλαδή ήταν τα πιο ωραιότερα χρόνια της ζωής μου, τα πιο ξέγνοιαστα και τα πιο δημιουργικά, ψυχικά και σωματικά. Δηλαδή αυτό δε θα το συγκρίνω με όλο τον πλούτο που μπορεί ο σημερινός κόσμος να διαθέσει σ’ ένα παιδί. Που στην ουσία δεν πιάνει τόπο, γιατί όταν ένας νέος δεν μπορεί να δουλέψει και να βγάλει το καθημερινό του, είναι σαν να μην έχει κάνει τίποτα και η οικογένεια δίνει τόσα λεφτά για να μορφώσει αυτό το παιδί -όχι μόνο οικονομικά, λεφτά, την ψυχή του- αλλά βλέπει ένα παιδί που δεν έχει δουλειά και οπότε εκεί έρχεται πια η ανασφάλεια των ανθρώπων. Δηλαδή περισσότερο άγχος έχεις τώρα. Μπορεί να λένε ότι έχεις τα πάντα, έχεις και το πλυντήριο, έχεις το ένα και το άλλο, δεν έχεις όμως εκείνη την ξεγνοιασιά και την αγάπη που υπήρχε τότε. Αυτά, Νίκο.
Μας έχετε περιγράψει πάρα πολύ ωραία γενικά τις συνήθειες σας παλιά, με πολύ όμορφο τρόπο και ευχαριστούμε για αυτό. Θα ήθελα να σταθώ λίγο στην προίκα, που είπατε. Αν μπορείτε να μας περιγράψετε τι είχε η προίκα σας και τι είχατε ετοιμάσει εσείς.
Η προίκα μας είχε πρώτα απ’ όλα τα κεντήματα που κάναμε, μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα, χαλιά κάτω που στρώναμε, υφαντά και κεντητά. Κουρτίνες υφαντές, και πλεκτές και υφαντές. Μόνο τις πετσέτες... Και πετσέτες υφαντές αλλά μετά όμως βγήκαν και προσώπου λίγο πιο καλές, που τις αγοράζαμε εκείνες. Αλλά επί το πλείστον δηλαδή ήταν υφαντή η πετσέτα. Δεν υπήρχαν μπάνια, έτσι; Δεν υπήρχαν τουαλέτες, ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα τότε. Για μας όμως δεν ήταν δυσκολία, γιατί ήταν όλος ο κόσμος έτσι. Δηλαδή ετοίμαζες την προίκα σου, τα παπλώματα, τις κουβέρτες, ακόμη και τα… Στο κρεβάτι το στρωσίδι κάτω που έμπαινε, το στρώμα. Και το στρώμα ακόμη το ύφαινες και το γέμιζες με βαμβάκι ή με άχυρα. Όποιος ήταν φτωχός έβαζε άχυρα για να κάνει το στρώμα στο κρεβάτι του. Τα κρεβάτια ήταν σιδερένια, αυτά ήταν της μόδας τότε. Όλα ήταν χειροποίητα, όλα ήταν χειροποίητα. Και επιπλέον, όταν παντρευόσουν, αυτή την προίκα την άπλωνες, για να στη δει ο κόσμος. Πόσο νοικοκυρά ήσουνα, τι είχες φτιάξει με τα χεράκια σου.
Προικοάπλωμα, πώς λέγεται;
Ναι, προικοάπλωμα. Δηλαδή βάζαν σκοινιά γύρω γύρω από τα δωμάτια και άπλωναν την προίκα, για να δουν τι νύφη προκομένη πήρε αυτή η οικογένεια. Και σίγουρα διάλεγαν, όταν ένας άνθρωπος ήθελε να… Περισσότερο ήταν το προξενιό. Η αγάπη ερχόταν τότε σε δεύτερη μοίρα. Και αυτό ήταν κακό. Αυτό ήταν το μόνο κακό. Ότι ναι, αγαπούσες έναν άνθρωπο και επειδή δεν το ενέκρινε ο μπαμπάς σου, δεν τον έπαιρνες. Και ήσουν υποχρεωμένη να υπακούσεις σ’ αυτό που σου έλεγε, γιατί δεν είχες εναλλακτική. Τι θέλω να πω; Δεν υπήρχαν δουλειές, για να πας εσύ να δουλέψεις και να γίνεις αυτόνομη. Έπρεπε να υπακούσεις σ’ αυτό που είπε ο μπαμπάς και αυτό που είπε ο άντρας σου και η οικογένεια του άντρα σου και ήσουν δεσμευμένη σ’ αυτό. Δεν είχες δικαίωμα να δουλέψεις. Πολύ πιο αργότερα άρχισαν οι σπουδές που πραγματικά είχα κι εγώ πολύ μεράκι να πάω. Αλλά ο μπαμπάς μου, επειδή δεν είχε αγόρι -που το αγόρι τότε ήταν δεδομένο ότι βοηθάει τον μπαμπά για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις-, εγώ δεν είχα αδερφό και ήμουν δίπλα στον μπαμπά μου. Η αδερφή μου η μια σπούδασε, η άλλη, εντάξει, δεν σπούδασε, παντρεύτηκε. Αλλά τα γράμματα από τότε τα είχα ξεκινήσει, γιατί ήμασταν άριστοι μαθητές. Ενώ δεν είχαμε βιβλία βοηθητικά, δεν μ[00:20:00]ας έδινε το σχολείο, κάθε ένας, εγώ αγόραζα Θρησκευτικά, ο άλλος αγόραζε την Ιστορία, άλλος τη Γεωγραφία, ομαδικά διαβάζαμε. Δηλαδή ήταν τα πιο ωραία χρόνια. Τέλειωνε το σχολείο; Κάναμε γυμναστικές επιδείξεις με όλα τα παιχνίδια που υπάρχουν. Υπέροχα χρόνια. Τραγούδι, παραδοσιακό, γιατί εμείς ήμασταν κι εδώ στον Έβρο. Το παραδοσιακό τραγούδι ήταν το άλφα και το ωμέγα. Εκτός από τα παιχνίδια που μας μάθαιναν οι δάσκαλοι, είχαμε οπωσδήποτε έναν γυμναστή, είχε το σχολείο, για να μας μαθαίνει τα παραδοσιακά τραγούδια και όλα τα δρώμενα που υπήρχανε. Και το λίγο που εγώ πρόλαβα δηλαδή, σε έναν αρβανίτικο γάμο, η νύφη, όσο ήταν αρραβωνιασμένη έβγαινε στην πλατεία του χωριού και μαζευόταν όλο το σοι και της έδινε δώρο. Δηλαδή εκείνη την ημέρα η νύφη μάζευε δώρα από τα πεθερικά της και από τους συγγενείς του άνδρα της. Αυτά ήταν όμως... Γιατί ο γάμος κρατούσε τέσσερις μέρες. Την Πέμπτη στρώνανε το κρεβάτι, την Παρασκευή βράδυ προς Σάββατο βάζαν το κνα, που λέμε εμείς. Στην Αρραβώνα. Ήταν ένα μείγμα που το ανακάτευαν και το βάζανε εδά στα χέρια της αρραβωνιασμένης, που θα παντρευότανε και από ένα φλουρί και της το κλείνανε με ένα γάντι. Και την άλλη μέρα που άνοιγε το χέρι της, έδειχνε ότι, ναι, είχε αρραβωνιαστεί και ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Δηλαδή δε διαρκούσε ο αρραβώνας χρόνια. Έναν μήνα, είκοσι μέρες; Αυτά. Και ο γάμος που γινόταν, σε λέω... Το Σάββατο μετά, για να πάνε την προίκα στα πεθερικά με τα όργανα, μπροστά τα μαξιλάρια και τα όλα, ντυμένα ήταν, τα έπαιρναν και τα χόρευαν, τα πήγαιναν. Άπλωναν και την προίκα αυτές που είχαν αναλάβει αυτό το δρώμενο και την Κυριακή γινόταν ο γάμος. Και συνήθως γινόταν με… Δεν υπήρχαν τα ταξίδια, το γαμήλιο ταξίδι κτλ. Γινόταν ο γάμος μέχρι τα χαράματα να χορεύουν και να τραγουδάνε όλοι μαζί. Αυτά!
Ενότητα 2
Σύγκριση του τρόπου που μεγάλωναν τα παιδιά στην εποχή της με τη σημερινή και οι απόψεις της για την στήριξη που πρέπει να παρέχει η πολιτεία στην οικογένεια
00:22:09 - 00:33:10
Τώρα που έχουμε πάρει λίγο, έτσι, για τη ζωή σας, για το τότε, πώς ήταν τότε, θα θέλατε να κάνουμε μια σύγκριση με τώρα; Δηλαδή τι έχει αλλάξει στη ζωή σας τώρα και πώς το βλέπετε να...
Εγώ, επειδή είμαι θετικός άνθρωπος, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα σιάξουν τα πράγματα. Ότι θα γίνει, τουλάχιστον για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ότι θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλό. Ίσως είναι δική μου ιδέα αυτή. Εγώ αυτή την αίσθηση έχω, ότι δε μας παίρνει άλλο να κάνει κουτουράδες η Ελλάδα, έτσι; Πρέπει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να μπαλώσει τρύπες που άνοιξε τεράστιες, να τελειώσει αυτό το ρουσφέτι, να τελειώσει, και αξιοκρατικά ο καθένας να παίρνει τη θέση του. Όταν ένα παιδί είναι μορφωμένο να προσπαθεί η πολιτεία να το τακτοποιεί οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε πρόγραμμα, μέχρι να βρει τη δουλειά που πρέπει να βρει. Είμαι υπέρ αυτής της λογικής, γιατί αυτό είναι το σωστό. Γιατί κάποτε εμάς δε μας θέλανε, γιατί το δημόσιο ήταν άγνωστο για μας τότε. Δεν ήθελε κανένας να πάει στο δημόσιο. Ήταν πολύ λίγοι αυτοί που μορφώνονταν. Δηλαδή και άριστη μαθήτρια που ήμουν εγώ... Ο δικός μου συμμαθητής πέρασε με άριστα στην Ακαδημία στην Αλεξανδρούπολη με υποτροφία. Δηλαδή δωρεάν σπούδασε. Aκόμη και τότε υπήρχε αυτό, που ήταν και τα πράγματα πιο δύσκολα οικονομικά. Ακόμη και για το κράτος ήταν δύσκολα. Σήμερα πέσαν πολλά λεφτά τα οποία χαραμίστηκαν και πήγαν δεν ξέρω πού. Πρέπει να κάνουν για τη νεολαία, οπωσδήποτε πρέπει να προσπαθήσουν να την βοηθήσουνε, γιατί πρέπει αυτά τα παιδιά να βρουν τον δρόμο τους. Γιατί σήμερα ο γονιός παιδεύεται πάρα πολύ για τα παιδιά του. Εμείς τότε δουλεύαμε μαζί με τους γονείς. Δηλαδή μαζί ό,τι κάναμε. Οι γονείς βοηθιόνταν από τα παιδιά τους, σήμερα δε βοηθιούνται, γιατί είναι και οι συγκυρίες έτσι. Είναι πιο καλομαθημένα τα παιδιά, γιατί αυτή είναι η ελληνική οικογένεια. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει αυτό το σύστημα. Εμείς μέχρι να πεθάνουμε, για τα παιδιά μας και για τα εγγόνια μας. Και αυτό είναι κακό. Γιατί όταν δεν γίνεσαι ανεξάρτητος... Γιατί δεν σε παρέχει όμως το κράτος κάτι για να βασιστείς. Ότι, ξέρεις: «Μετά τα δεκαοκτώ θα μου δίνει, ανάλογα τις σπουδές που κάνει ο καθένας στη συνέχεια, θα μου δίνει και δυνατότητα κάπου να μπορώ να με βγάζει το χαρτζιλίκι μου μέχρι να φτάσω εκεί που πρέπει να φτάσω». Χρειάζεται αυτή η μεγάλη βοήθεια από το κράτος και η οικογένεια να σταματήσει να αιμορραγεί πλέον. Να αναλάβει το κράτος τις ευθύνες του. Γιατί η οικογένεια, άλλο να σου δώσει, επειδή θέλει να σε βοηθήσει σε κάτι και άλλο σε μονίμου βάσεως. Όταν εσύ βλέπεις ότι το παιδί σου δεν έχει δουλειά, στερείσαι τα πάντα για να τα δ[00:25:00]ώσεις στα παιδιά σου. Αυτό δεν είναι σωστό. Καταρχήν, ψυχολογικά δεν είναι σωστό. Για ένα παιδί που θα γίνει είκοσι, τριάντα χρονών δηλαδή, θα περιμένει από τον γονιό ή από τον παππού κι από τη γιαγιά; Όχι, απαράδεκτο.
Θα ήθελα τώρα να ξαναπάμε πίσω στα έθιμα και συνταγές, ενδεχομένως και τις συνήθειες που σας μετέφεραν οι γονείς σας. Και άμα αυτά τα αναβιώνετε, τα έθιμα, μέχρι τώρα και ποια είναι αυτά;
Όχι, τώρα δεν τα αναβιώνουμε. Τότε, δηλαδή την Καθαρά Δευτερά, όταν ερχόταν η Μεγάλη Σαρακοστή, πηγαίναμε στους νονούς μας, ο καθένας με ένα μπουκάλι κρασί να κάνουμε «συγχωρεμένα». Έτσι ήταν τότε τα χρόνια δηλαδή. Μας επέβαλαν οι γονείς μας να πάμε στους νονούς που μας είχαν βαφτίσει. Και από εκεί και πέρα, σαράντα και πενήντα μέρες που ήταν αυτή η Σαρακοστή, όλοι νηστεύανε στο σπίτι, αυτή ήταν η παράδοση. Δηλαδή τη Μεγάλη Πέμπτη βάφανε τα αυγά, το Σάββατο ετοιμάζαν για της Κυριακής το φαγητό. Έτσι γινόταν και για το Πάσχα και για τα Χριστούγεννα. Αυτές ήταν οι συνήθειες, δηλαδή η οικογένεια τον χειμώνα είχε με το γουρούνι που είχε ο καθένας, πάλι υπήρχε η νηστεία και νήστευαν όλοι, μικροί, μεγάλοι. Γιατί δεν θα σου 'φτιαχνε ξεχωριστό φαγητό, έτσι; Βέβαια, τώρα δε μπορούν να κρατηθούν αυτά τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχουν και αυτές οι δυνατότητες, δεν υπάρχουν ζώα, έτσι; Όλοι θέλουν να γίνουν επιστήμονες. Και βέβαια, αυτό είναι ένα λάθος της σημερινής... Έχει αρκετά χρόνια που αυτή η γενιά λειτουργεί έτσι: «Το παιδί μου πρέπει να μορφωθεί οπωσδήποτε». Γιατί, το να μάθει μια τέχνη είναι τόσο κακό; Όχι. Εμείς τότε είχαμε πολλούς τεχνίτες, και τσαγκάρη και ράφτη και αγανωτή που αγάνωνε τα κουτάλια. Δηλαδή τα πάντα. Δεν είναι ντροπή η δουλειά. Αλλά όλοι είχαν δουλειά, πορευόνταν με αυτό που έβγαζαν. Αλωνίζαμε και μας έβαζε ο μπαμπάς και μαζεύαμε τα φασόλια γύρω γύρω που έπεφταν από το αλώνι, για να πάμε το βράδυ να πάρουμε χαλβά. Αυτά ήταν το χαρτζιλίκι μας, δεν πληρωνόμασταν εμείς για τη δουλειά μας, έτσι; Σήμερα δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, δεν υπάρχουν και οι υποδομές εκείνες. Που όλα αυτά τα σκόρπισαν οι περισσότεροι. Όλα τα δώσανε. Ό,τι παλιά εργαλεία υπήρχαν. Αλλά ούτε μπορούμε να γυρίσουμε τόσο πίσω, γιατί σίγουρα κι εκείνοι κουραζόντουσαν πάρα πολύ. Ούτε κι εκείνο δεν ήταν δηλαδή το καθεστώς πολύ... Μπορεί να ήταν πολύ πιο χαρούμενο και ξέγνοιαστο για τα παιδιά, για τους γονείς όμως ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Όλο το κρύο και όλο τον χειμώνα και όλη τη ζέστη την τρώγανε στο κεφάλι. Εμείς απλώς πηγαίναμε και βοηθούσαμε, αυτοί είχαν όλο το βάρος, έτσι; Ν’ αρμέξουν, να κάνουν το τυρί τους… Η γιαγιά μου με έμαθε και να κάνω τυρί και να ντουλβανίζω, να βγάζουμε το βούτυρο. Πουλούσαν το βούτυρο για να ζήσει η οικογένεια. Υπήρχαν οικογένειες που ζούσαν μόνο από τα αγαθά που είχε η οικογένεια. Δηλαδή μπορεί... Ο γονιός μου είχε πολλά χωράφια, δουλεύαμε πολύ στα χωράφια όμως, ήμασταν όλη μέρα στον ήλιο. Ο καθένας ό,τι είχε, όμως πορευόταν με αυτά που είχε, δεν αγόραζε τίποτα. Όλα ήταν χειροποίητα. Και αυτά τα πράγματα εμένα μου έχουν μείνει. Δεν μπορούν όμως σήμερα να τα εφαρμόσεις, γιατί ούτε η δυνατότητα των παιδιών, η ψυχολογία δεν αντέχει αλλά ούτε και υπάρχει αυτή η υποδομή για να γίνει. Και ούτε το θεωρώ σωστό να γυρίζουμε τόσο πίσω. Ναι μεν, να θυμόμαστε τα καλά και να λέμε, σε μια αναποδιά μας, να μην το βάζουμε εύκολα κάτω... Να προσπαθούμε το ηθικό να το κρατάμε πάντα σε θετικό... Θετικά να σκεφτόμαστε. Όταν σκεφτόμαστε θετικά, μας έρχονται θετικά. Αν σκεφτόμαστε αρνητικά και είμαστε μίζεροι και όλη την ημέρα παραπονιόμαστε και δυσανασχετούμε με το κάθε τι... Ποτέ δεν υπήρχε μια κοινωνία, εκατομμύρια χρόνια πίσω ας πάμε, δεν υπήρχε μια οικονομία ή μια κοινωνία τέλεια. Η κάθε χιλιετία που περνάει ή εκατό χρόνια εν πάση περιπτώσει, αλλάζουν τόσα πράγματα που εσύ δε μπορείς να πας πίσω. Σήμερα, που είναι η πληροφορική, ας πούμε, που σε ένα λεπτό επικοινωνείς με Αμερική, ξέρω γω. Νομίζω ότι αν προχωρήσουν τα πράγματα από την πολιτεία με πολύ καλό πρόγραμμα, οι νέοι θα ζήσουν νομίζω καλυτέρα. Εγώ το ελπίζω και σκέφτομαι πολύ θετικά γι’ αυτό το πράγμα. Γιατί ήσασταν και πολύ τυχεροί, γιατί σήμερα οι γονείς είναι πιο κοντά στα παιδιά. Βέβαια, υπάρχει η βία, γιατί τότε και να υπήρχε η βία δεν την έβγαζες προς τα έξω. Έφτιαχνες εκεί υπομονή και έσκυβε η γυναίκα το κεφάλι. Η γυναίκα ήταν το αδύνατο σημείο της οικογενείας. Έκοβε και έραβε ο μπαμπάς. Και τα παιδιά υπακοή στον μπαμπά έφτιαχναν περισσότερο. Ούτε αυτό ήτανε σωστό. Δηλαδή να μπορείς να έχεις μια υγιή σχέση, να συζητάς τα προβλήματά σου. Να μπορούν να υλοποιηθούν όσο μπορούν αλλά πρωτίστως από την πολ[00:30:00]ιτεία. Πρωτίστως από την πολιτεία.
Ωραία, θα ήθελα λίγο πάλι να μείνουμε στο έθιμο που είπατε. Το ένα από αυτά ήταν τα «συγχωρεμένα», που λέτε. Κάποιο άλλο που ενδεχομένως να αναβιώνατε τότε;
Τα Λάζαρα
Τα Λάζαρα.
Τα Λάζαρα. Πηγαίναμε αγόρια και κορίτσια μαζί, τραγουδούσαμε τα Λάζαρα. Αλλά σηκωνόμασταν πάρα πολύ νωρίς. Και αν πηγαίναμε σ’ ένα σπίτι… Γιατί τότε υπήρχε και φτώχεια πάρα πολλή, παιδί μου, μη νομίζεις ότι όλα τα σπίτια είχαν και ζώα, είχαν και... Υπήρχε και πάρα πολλή φτώχεια. Αν πηγαίναμε σ’ ένα σπίτι και δεν μας άνοιγε η νοικοκυρά, γιατί πηγαίναμε τέσσερις η ώρα, χαράματα -είχαμε όμως και ένα αγόρι, έναν δικό μας συγγενή, κουμπάρος, αδερφός, ό,τι είχε ο καθένας-, ξαναπηγαίναμε, για να πάρουμε το αυγό. Καταρχήν, το δημοτικό σχολείο λειτουργούσε μέχρι και το Σάββατο. Δηλαδή τις προηγούμενες μέρες ήταν πρωί και απόγευμα, Σάββατο ήταν μόνο πρωί. Κάθε Κυριακή υποχρεωτικά στην εκκλησιά. Ήταν δηλαδή... Δεν υπήρχαν οι ευκολίες όμως, ήταν η ζωή πιο απλή, για να σου δώσω να καταλάβεις. Σήμερα είναι πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Οι απαιτήσεις είναι περισσότερες. Πιστεύω ότι γονείς και παιδιά πρέπει να δείξουν κατανόηση. Και τα παιδιά πρέπει να δείξουν κατανόηση. Και ανάλογα τη δυνατότητα του γονιού, γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει γονιός, νομίζω ότι είναι σπάνιο αυτό, που να μη θέλει το καλό του παιδιού του. Έτσι; Από εκεί και πέρα χρειάζεται η κατανόηση της οικογένειας και περισσότερο της πολιτείας. Δε μπορούμε να γυρίσουμε πίσω χρόνια, γιατί δεν αντέχουν. Δηλαδή η σημερινή ψυχολογία του παιδιού, και του γονιού ακόμη, δεν αντέχει εκείνο. Τότε ήταν ένα πολύ βαρύ έργο που έφτιαχνε ένα παιδί κοντά στον μπαμπά του. Δεν διαμαρτύρονταν, απλώς... Αλλά είχε και αντοχές, γιατί ήταν ξέγνοιαστο. Δεν ήταν φορτωμένο, να βομβαρδίζεται από όλα αυτά που γίνονται τα σημερινά, ας πούμε. Γι' αυτό και περισσότερο ήταν ο ιδιωτικός τομέας πολύ προχωρημένος. Το κρατικό ήταν πολύ λίγο. Τώρα πια αυτοί που πιάστηκαν και έγιναν υπάλληλοι κρατικοί, αυτοί είναι σε καλύτερη μοίρα, ας το πούμε, από τον ιδιώτη, γιατί χτυπήθηκαν τόσο πολύ οι δουλειές, που ο ιδιώτης πλέον δεν μπορεί να επιβιώσει όπως πρέπει. Και οι φόροι και χίλια δυο πράγματα είναι που δεν… Τα χωριά αδειάσανε, έφυγε η νεολαία, φεύγει έξω, δεν έχει δουλειές. Να βρούνε δουλειές για τους νέους, να κάνουν το παν! Επιτρέπεται τέτοια κεφάλια έξυπνα, που ο Έλληνας όπου πάει διαπρέπει, επιτρέπεται στην πατρίδα του; Πέρα από τι πιστεύει ο καθένας, δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύει ο καθένας. Με ενδιαφέρει να είναι σωστός άνθρωπος και να προσφέρει στην κοινωνία του, στην πατρίδα του. Που έχουμε την καλύτερη πατρίδα του κόσμου, το καλύτερο οικόπεδο του κόσμου, που όλοι γι’ αυτό μας πατάνε, γιατί όλοι την λιμπίζονται την Ελλάδα και γι' αυτό δεν θέλουν να τη βοηθήσουνε. Όμως ας βρεθούν άξιοι πολιτικοί, άξιοι τεχνοκράτες, άξιοι άνθρωποι, γιατί έχει πολλούς άξιους η Ελλάδα και όλο αυτό το κεφάλι φεύγει έξω. Αυτό είναι ασυγχώρητο!
Ενότητα 3
Το κατσαμάκι και το κουρμπάνι, δύο παραδοσιακές συνταγές της Ανατολικής Θράκης
00:33:10 - 00:50:56
Ήταν πολύ σημαντική η τοποθέτησή σας και θέλω όμως πάλι να πάμε πίσω και να μου περιγράψετε ενδεχομένως τα φαγητά που έφεραν από την Ανατολική Θράκη οι γονείς κι εσείς τα δοκιμάζατε. Μερικά από αυτά να μας πείτε.
Λοιπόν, από εκεί πέρα φέρανε: Πρώτα από όλα ήταν ο τραχανάς, ήταν τα στριφτάρια, αυτά που τα λέγαμε ντρούδες στα αρβανίτικα. Ήταν πρωινό. Ήταν το κατσαμάκι. Το κατσαμάκι έφτιαχνε η γιαγιά κι έβαζε το πετιμέζι. Γιατί όταν τρυγούσαν τ’ αμπέλια, είχε ο καθένας στο σπίτι του ένα πατητήρι που πατούσαν τα σταφύλια, έβγαζαν τον μούστο. Από τον μούστο που παίρνανε για να κάνουν το κρασί και το ούζο τους, έπαιρναν ποσότητα κρασιού, βάζανε και το κολοκύθι στον ασβέστη για να γίνει το ρετσέλι, που λέγαμε, το πετιμέζι και το ρετσέλι μαζί, και βράζαμε δύο μερόνυχτα τα καζανιά, για να κάνουμε αυτό το γλυκό. Που όποιος ερχόταν έπρεπε να τον κεράσουμε. Ήταν χειροποίητο και ήταν από τα αμπέλια τα δικά τους. Δηλαδή ήθελε δυο μέρες για να γίνει το πετμέζι και έβαζες και κολοκύθια μέσα, κολοκύθια όμως σε φέτες, και το λέγαμε ρετσέλι. Δηλαδή το πετιμέζι το λεγόμενο. Και σήμερα πετιμέζι λέγεται. Δηλαδή ήταν όλα από τα χωράφια μας. Και το λάδι και το κρασί και το ούζο και τα τυριά και τα γάλατα, τα βούτυρα, το κρέας, τα πάντα, τα κοτόπουλα, τα αυγά. Δεν αγοράζαμε τίποτα. Η γιαγιά μου είχε εκατό κοτόπουλα στην αυλή της. Είχαμε και δύο βουβάλες, που αυτές βγάζαν διπλό γάλα απ’ ό,τι βγάζει μια αγελάδα. Δηλαδή ήταν και το πώς ο καθένας λειτουργούσε στην οικογένεια και τι επέλεγε. Γιατί τα βουβάλια έχουν το καλύτερο κρέας, έχουν τη διπλή και τριπλή ποσότητα γάλ[00:35:00]ακτος αλλά είναι δύσκολα ζώα. Βλέπεις ότι τώρα έχουν αφανιστεί, έχουν μείνει μόνο προς τις Σέρρες, εκεί σ’ ένα χωριό. Εκεί μόνο έχουνε. Δηλαδή εγώ τα έζησα όλ’ αυτά, γιατί τα είχαμε όλα στο σπίτι μας. Και αυτοί λέγονταν οι καλοί νοικοκυραίοι, που είχαν τα πάντα. Δηλαδή δούλευαν πάρα πολύ και επιλέγαν δύσκολα πράγματα, για να έχουν μεγάλη απόδοση.
Το αγαπημένο σας φαγητό ποιο ήταν;
Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν το κυριακάτικο που έφτιαχνε η γιαγιά μου, τις κρέπες με το κοτόπουλο. Και ντόπιο κοτόπουλο, έτσι; Και η πίτα, γιατί μου είχε ένα μικρό σοφρά εμένα και ένα μεγάλο αυτή. Ήμασταν τρεις αδελφές. Εγώ, όταν άκουγα τη γιαγιά μου και σηκωνόταν να πλάσει τη πίτα, σηκωνόμουν και εγώ. Μου είχε έναν μικρό πλάστη κι ένα μικρό... Τα λέγαμε τότε σοφράδες αυτά, έτσι τα λέγαμε. Και για τον εαυτό της είχε έναν μεγάλο και με έβαζε και έμαθα να πλάθω πίτα από τα δέκα μου χρόνια. Δώδεκα χρονών έμαθα να ράβω, πήγα σε μοδίστρα, έμαθα να ράβω, έμαθα να κεντάω στη μηχανή, στα χέρια. Δηλαδή πάρα πολλές δεξιότητες που με ωφέλησαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Και που έμεινα μόνη μου, τα παιδιά μου μπορεί να μην είχα λεφτά να τα ψωνίσω και τις πιτζάμες εγώ τις έραβα και τις μπλούζες εγώ τις έπλεκα και τα παντελόνια τους εγώ τα έραβα, τα πάντα τους. Ίσως ήμουν από τα τυχερά παιδιά, που ο μπαμπάς μου μού αγόρασε μια μηχανή. Γιατί μπορούσε ο άλλος να μάθει αυτές τις δεξιότητες και να μην έχει το εργαλείο, εν πάση περιπτώσει. Δηλαδή αυτά τα πράγματα μού λείπουνε. Η παρέα με τις ξαδέρφες μου, με τους θείους μου εκεί, με τους φίλους μας, τα νυχτέρια. Μαζευόμασταν κάθε απόγευμα, της ηλικίας μας και ακόμα μεγαλύτεροι, και βάζανε το γραμμόφωνο τότε και έβαζαν όλα του Τσιτσάνη τα τραγούδια και, ξέρεις, εκείνα τα πολύ παλιά και όλοι χορεύαν ξέγνοιαστα. Νυχτέρια, καλαμπόκια ξημερώναμε για να τα καθαρίσουμε. Μετά τα έβγαζε η μηχανή, τα απλώναμε να ξεραθούν, όλοι βοηθούσαμε να τα μαζέψουμε και τα πουλούσαν στον έμπορα. Και έτσι είχαν τον χειμώνα να ζήσουν, δεν είχαν πολλά πράγματα να ψωνίσουν, τα είχαν όλα δικά τους και τον χειμώνα.
Μια ιστορία που να ακολουθεί ένα φαγητό, μια ιστορία που να κρύβεται πίσω από ένα φαγητό που να έφεραν οι προγονοί σας, αν σας έχουν πει;
Το κυριότερο ήταν το κουρμπάνι και το κατσαμάκι.
Θα μιλήσουμε τώρα για το κουρμπάνι-
Ναι.
Και για το τι είναι αυτό.
Μετά, για να... Όταν ήρθαν εδώ, που δεν είχαν τι να φάνε... Δηλαδή όπως η γιαγιά μου τώρα, που ήταν σε ευκατάστατη... Η γιαγιά μου είχε τα φλουριά. Για να πάρει ένα κιλό αλεύρι και να ταΐσει δέκα στόματα, έδωνε ένα φλουρί για να πάρει ένα κιλό αλεύρι σικαλίσιο. Μάζευε και χόρτα άγρια και τα έφτιαχνε στο σάτσι, που λέμε εμείς, στην πέτρα, αφού το ζύμωνε το έψηνε. Και τρώγανε δέκα άτομα εκείνο. Εκείνο ήταν το φαγητό όλης της ημέρας και της νύχτας. Δηλαδή μετά δουλέψανε και αποκτήσαν και κάναν και κάναν περιουσία αλλά με πολύ, πολύ σκληρή δουλειά. Γιατί και η γιαγιά μου είχε μείνει χήρα στα είκοσι εννιά της χρόνια με οκτώ παιδιά. Όταν ήρθαν από την Ανατολική Θράκη ο πιο μεγάλος ήταν δεκαεπτά και ο μπαμπάς μου ήταν δύο. Και όλα πεθάναν από ελονοσία. Άλλο ήταν δέκα, άλλο ήταν επτά, άλλο ήταν πέντε. Και όταν πνίγηκε ο μεγάλος ο γιος της και αυτή είχε πάει να πάρει πρόβατα -γιατί τότε, δεκαεπτά χρονών ήσουν άνθρωπος για να δουλεύεις-, αυτός ήδη είχε πάει στη Μαρίτσα να ποτίσουν τα ζώα. Και τον σπρώξανε οι φίλοι του, δεν ξέρω τι, του κάνανε πλάκα και αφού τον είδαν ότι έπεσε στο ποτάμι, τον αφήσανε και πνίγηκε. Όταν τον έβγαλε το νερό, τον έβγαλε έξω προς την μεριά της Τουρκίας. Εφόσον μεσολάβησε το χωριό εδώ, ό,τι υπήρχε, η κοινότητα και η χωροφυλακή, με κανέναν τρόπο δεν τον δώσανε τον θείο μου να τον φέρουν εδώ. Και ήταν ο καημός της γιαγιάς, που έχασε επτά παιδιά και τον άντρα της από ελονοσία και από διάφορες αρρώστιες. Γιατί όταν ερχόνταν, στους δρόμους πίνανε ό,τι νερό να ‘ταν, τρώγανε ό,τι βρίσκανε, δεν ήταν… Δηλαδή φτώχεια… Μπορεί να είχαν το χρυσό, δεν είχαν πού να το καταναλώσουν. Τους το έπαιρναν έτσι, τσάμπα, για ένα κιλό αλεύρι. Και το κατσαμάκι το είχαν πάρα πολύ εύκολο, γιατί ήταν αλεύρι με νερό. Και απάνω έβαζε το πετιμέζι η γιαγιά και μας το έφτιαχνε εκεί πέρα και τρώγαμε κι εμείς ήμασταν μια χαρά και πηγαίναμε παίζαμε. Δηλαδή, εντάξει, αυτά τα φαγητά. Τις κρέπες, τις οποίες εμείς τώρα τις κάνουμε κρέπες, απλώς τις τρώμε αλλιώς αλλά τότε ήταν το κυριακάτικο φαγητό. Και οι πίτες, οι πίτες με φρέσκο βούτυρο και με τυρί ή μυζήθρα από τη δική μας παράγωγη. Μοσχοβολούσε ο τόπος όταν ψήναμε το ψωμί. Όλα, και το ψωμί στο χέρι και όλα. Δηλαδή αυτά έχω να θυ[00:40:00]μηθώ παιδί μου.
Πολύ ωραία. Αφού κάναμε έτσι μια πολύ καλή αναδρομή στο παρελθόν για τις συνήθειές σας, για το τώρα πώς είστε κτλ., νομίζω ότι μπορούμε να πάμε στο κουρμπάνι και να μας πείτε τι είναι αυτό. Πότε μαγειρεύεται…
Το κουρμπάνι, σας είπα, μαγειρεύεται του Αγίου Γεωργίου. Αφού σφάξουν τ’ αρνιά και τα ετοιμάσουν, τα αλατοπιπερώνουνε, τα βάζουν στα ταψιά, ανάβαμε τον ξυλόφουρνο. Μεγάλο φούρνο είχαμε έξω. Αφού ψήνονταν τ’ αρνιά και το ψωμί το είχαν ζυμώσει δύο-τρεις μέρες πιο μπροστά, για να μπορεί να τρίβεται, να γίνεται μικρά κομμάτια δηλαδή, και παίρναν το ζουμί από το κρέας, από το αρνί, πράσινο κρεμμυδάκι, δυόσμο, αλάτι δεν βάζαν, γιατί είχε το αρνί που έβγαλε το ζουμί. Και συμπληρώνανε και γάλα, ανάλογα το ψωμί που έφτιαχναν, ανάλογα η οικογένεια και πόσα άτομα θα ήταν. Το βρέχανε με εκείνο το ζουμί δηλαδή το ψωμί και το βάζανε μετά στον φούρνο ξανά και το αρνί επάνω και ψηνόταν. Να στεγνώσει κάπως δηλαδή. Και έτσι μαζευόμασταν μετά και η οικογένεια και συγγενείς και φίλοι και τρώγαμε όλοι μαζί. Ήταν πανηγύρι εκείνη την ημέρα, ήταν πολύ ωραία!
Αυτό, διάβασα, ήταν κάτι σαν τάμα στον…
Στον Άγιο Γεώργιο, ναι. Και συνήθως, επειδή τύχαινε Πάσχα που θα τύχαινε Απρίλιο, 23 Απρίλιου είναι του Αγίου Γεώργιου, δεν τον γιορτάζανε τον Άη Γιώργη. Επειδή ήταν μεγαλοβδόμαδα, ήταν Σαρακοστή, την κάναν μετά, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Τη γιορτή αυτή δηλαδή. Απαραιτήτως όμως. Τον Άη Γιώργη. Είτε ήταν πιο αργά το Πάσχα, το κάνανε στην ημέρα του, όπως και να ήταν, το κάναν οπωσδήποτε. Ήταν του Αγίου Γεωργίου. Ήταν το τάμα αυτό στον Άη Γιώργη μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα γίνεται. Δηλαδή πάρα πολλά σπίτια, τουλάχιστον από το δικό μας, στο Τυχερό τουλάχιστον, το έχουμε. Εδώ δεν είμαστε μόνο εμείς οι Αρβανίτες, είναι και πόντιοι, είναι και οι Ντουατζώτες, που έχουν έρθει από το Ντουατζί. Δηλαδή η κάθε φυλή έχει και τα δικά τους ήθη και έθιμα. Εμείς οι Αρβανίτες είχαμε αυτά. Και τι άλλο να σου πω, Νίκο;
Τα υλικά εσείς από που τα προμηθευόσασταν;
Είχαμε δικά μας αρνιά. Έσφαζε δύο αρνιά ο μπαμπάς μου, αφού τα έπλεναν, τα καθάριζαν, αλατοπίπερο από το βράδυ δηλαδή, για να πιάσει το αλάτι. Το πρωί άναβε η μαμά μου τον φούρνο, το ψωμί το τρίβαμε όλοι οι συγγενείς εκεί, μαζευόμασταν τα παιδιά, τρίβαμε το ψωμί σε σκάφες, μιλάμε. Εκεί που ζυμώνουμε το ψωμί. Και το είχαμε έτοιμο, μόλις ψηνόταν το αρνί, το 'βγαζε η μαμά μου από κει και η γιαγιά μου, στράγγιζε και σε μια κατσαρόλα το ζουμί και βάζανε κρεμμυδάκι, δυόσμο, όλα αυτά. Συμπλήρωναν και γάλα όμως, για να μετριαστεί αυτή η δύναμη του πάχους, ας πούμε, που είχε το ζουμί. Και βρέχαμε το ψωμί, το έβρεχαν δηλαδή, και βάζαν πάνω και το αρνί και το ψήνανε συγχρόνως. Και από το ταψί τρώγαν όλοι. Δεν είχαν μερίδα. «Έλα να πάρεις μερίδα» και με τα χέρια έπαιρνε ο καθένας. Κουτάλια βέβαια είχαμε, εντάξει. Με τα χέρια έβαζε ο παππούς στον καθένα τη μερίδα του μπροστά, εκεί στο ταψί. Γιατί από ένα ταψί τρώγαμε όλοι. Δηλαδή αν ήταν δέκα άτομα, είχαμε πολλά ταψιά, δεν είχαμε ένα. Αλλά ανάλογα το πόσα άτομα ήταν στο κάθε ταψί, είχε και τη μερίδα.
Εσείς πότε το μάθατε πρώτη φορά αυτό το φαγητό;
Ναι. Από τότε που γεννήθηκα.
Από τότε που γεννηθήκατε…
Αφού το ζούσα. Το ζούσα κάθε χρόνο, του Αγίου Γεωργίου γινόταν αυτό. Και κάθε Κυριακή οι λαλαγγίτες με το κοτόπουλο και οι πίτες
Οπότε από πολύ μικρή-
Από πολύ μικρή ηλικία.
Βοηθούσατε εσείς τη-
Πάρα πολύ. Εγώ ήμουν και άνθρωπος που έμπαινα σ’ αυτά τα πράγματα. Οι αδερφές μου όχι τόσο αλλά εγώ, με έλεγε η γιαγιά μου, όλο με έλεγε: «Μην έρχεσαι τόσο πολύ, γιατί δε θα ξεκουραστείς ποτέ στη ζωή σου». Εγώ όμως το είχα μέσα μου, το ήθελα. Και μέχρι σήμερα. Εντάξει, είναι και ο καθένας πώς θα… Τι θέλει να μάθει σε αυτή τη ζωή και τι θέλει να κάνει. Εφόσον δεν υπήρχαν άλλες προοπτικές, ότι να με στείλουν σχολείο, που αγαπούσα τα γράμματα και έκλαιγα δύο μέρες, μάθαινα αυτά.
Ήταν κάτι σημαντικό για εσάς;
Για μένα, ναι.
Και ειδικά αυτό το φαγητό.
Και το φαγητό και ό,τι… Πραγματικά μου λείπουν εμένα οι γονείς μου. Γιατί ο πατέρας μου, όταν έφυγε ο άντρας μου από τη ζωή, ήταν το στήριγμα μου. Ο Γιώργος μεγάλωσε με τον παππού του και η Δήμητρα. Τον είχαν στήριγμα, γιατί ήταν ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Αυτά, πουλάκι μου.
Έχετε μια ανάμνηση που θα σας μείνει για πάντα με αυτό το φαγητό; Που να το έχετε συνδυάσει, ας πούμε, μ’ αυτό το φαγητό και αυτή τη διαδικασία του φαγητού;
Αναμνήσεις! Αναμνήσεις πάρα πολλές. Το περιμέναμε πώς και πώς. Δηλαδή όταν λέγαμε ότι θα κάνουμε κουρμπάνι, εμείς ήμασταν όλοι γύρω γύρω να τρίβουμε το ψωμί, όσο περισσότερο ψωμί, γιατί το κρέας πόσο θα ήταν; Αφού ήμασταν τόσα άτομα. Εντάξει... Δηλαδή αυτή η ανάμνηση ήταν... Της Κυριακής που την περιμέναμε πώς και πώς και του Αγίου Γεωργίου για το κουρμπάνι.
[00:45:00]
Εσείς το φτιάχνετε μέχρι σήμερα αυτό το φαγητό;
Ναι. Μόνο φέτος δεν το έκανα επειδή ήμουν άρρωστη. Κάθε χρόνο, κάθε χρόνο. Και μάθανε και τα παιδιά μου και το τρώγανε πάρα πολύ. Το θέλαν. Και γι' αυτό το έφτιαχνα κιόλα, επειδή το θέλανε.
Η διαδικασία όμως έχει αλλάξει από τότε στο τώρα;
Όχι. Για μένα, όχι. Εγώ βάζω τα ίδια υλικά. Ζυμώνω ψωμί μόνη μου. Δεν παίρνω έτοιμο για να κάνω... Το ζυμώνω δυο-τρεις μέρες πιο μπροστά, για να τραβήξει, να ξεραθεί λίγο, για να μπορέσει να πάρει ζουμί και να γίνει γευστικό. Για να πάρει τη γεύση. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Γιατί περισσότερο το ψωμί ευχαριστιέσαι πάρα το κρέας.
Θυμάμαι όμως που είχατε πει ότι παλιά όλη η κοινότητα το μαγειρεύατε σε ξυλόφουρνους κτλ.. Αυτό πλέον δεν υπάρχει, να φανταστώ;
Τώρα όχι, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει, γιατί δεν κάνουν όλοι, [Δ.Α.] είναι σπάνιοι που έχουν μείνει, δηλαδή της δικιάς μου ηλικίας, τώρα που... Υπάρχουν και παιδιά που δε τους αρέσει να το φάνε και οπότε, επειδή είναι όλα ακριβά, για να αγοράσεις αρνί τώρα και να κάνεις το κουρμπάνι, είναι ένα έξοδο επιπλέον, έτσι; Και οπότε δε νομίζω να το κρατούν αυτό το έθιμο. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που το κρατούνε, γιατί είναι πιο δαπανηρό, είναι ακριβά τα κρέατα. Δηλαδή δεν μπορεί να δώσει για μισό αρνί, ας πούμε, τόσα λεφτά. Ενώ τότε είχαμε δικά μας και εντάξει, οκέι. Εγώ όμως το έφτιαχνα. Αυτά, βρε Νίκο μου.
Η διατροφή σας έχει αλλάξει από τότε στο τώρα με τα υλικά που προμηθεύεστε που μου λέγατε;
Όχι, και η αδερφή μου το συνεχίζει αυτό το πράγμα. Όχι εκείνη που είναι στην Αθήνα αλλά εκείνη που είναι στην Αλεξανδρούπολη, ναι. Γιατί το τρώνε πάρα πολύ τα παιδιά της και ο άντρας της και το συνεχίζει κι εκείνη, το κάνει.
Έγινε. Νομίζω ότι εδώ έχουμε ολοκληρώσει τον κύκλο της συνέντευξης. Κάναμε μια πολύ καλή αναδρομή στο παρελθόν, μας είπατε λίγο για το-
Ό,τι μπορούσα-
Κουρμπάνι και για τα υλικά και για τη διαδικασία του φαγητού, παύλα, εθίμου. Τώρα θα κλείσω το μαγνητόφωνο κι ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ. Αν μπορούσα να σας πω περισσότερα πράγματα δεν-
Όχι, όχι-
δεν έχω περισσότερα πράγματα υπόψιν μου-
Μας είπατε ήδη πάρα πολλά. Και είπαμε πολλά πράγματα για τη ζωή στο χωριό τότε-
Ναι-
Και τα φαγητά.
Και τα νυχτέρια που κάναμε και όλα αυτά, δηλαδή ήταν υπέροχα!
Όλες τις συνήθειες.
Όλες τις συνήθειες. Καταρχήν, σου λέω, πηγαίναμε στο χωράφι και βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Δεν θα έφευγες από το χωράφι, θα τέλειωνες και δεν θα έφευγες. Κοίταζες τον διπλανό σου που είχε ένα… Και καθόμασταν μαζί να τον βοηθήσουμε. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχει απομόνωση, δηλαδή και στην νέα ηλικία και στην μεγάλη ηλικία. Γιατί έγινε και η ζωή έτσι. Τότε ο κόσμος δεν μορφωνόταν, έμενε στο χωριό και αναγκαστικά έφτιαχνε οικογένεια, έκανε εγγόνια και ασχολούνταν και γινόταν η οικογένεια πολύ μεγάλη, έτσι; Έφτιαχνε και πολλά παιδιά. Δηλαδή, στη δική μου τη γειτονιά, ήμασταν ογδόντα παιδιά. Το δημοτικό είχε εξακόσια παιδιά μόνο από το Τυχερό. Εξήντα επτά παιδιά ήμασταν μόνο η τάξη μου. Να φανταστείς πόσα παιδιά είχε το Τυχερό. Τώρα μαζεύονται όλα τα χωριά και πόσα παιδιά συμπληρώνονται; Αλλά τότε δεν είχαν απαιτήσεις τα παιδιά. Δηλαδή οι γονείς έφτιαχναν τα παιδιά για να τους βοηθάνε. Αυτή η νοοτροπία υπήρχε τότε. Όσο πιο πολλά παιδιά, τόσο πιο πολλά χέρια. «Εσύ θα πας στα πρόβατα, εσύ θα πας στο χωράφι, εσύ θα πας εδώ, εκεί -όλους μας έβρισκαν από μια δουλειά-, εσύ θα ντουβρανίσεις, εσύ θα στραγγίζεις το γάλα». Έτσι ήταν η ζωή τότε. Ήταν πιο αθώα, πιο ανθρώπινη. Δηλαδή και να μας μάλωναν, σεβόμασταν, σκύβαμε το κεφάλι, δεν αντιμιλούσαμε. Καλό, κακό; Δεν ξέρω. Εμείς, ο σεβασμός είναι υπεράνω όλων, Νίκο. Δηλαδή δεν λέω να προσκυνάς έναν άνθρωπο, έτσι; Αλλά μια καλημέρα βρε πουλάκι μου είναι ανθρώπινη, και σ’ έναν ξένο την λες. Γιατί, ναι, και η καλημέρα είναι μια γιατρειά στη ψυχή του ανθρώπου. Ότι: «Ναι, μου είπε καλημέρα!» Και όταν, όσο περνάνε τα χρόνια, οι ανασφάλειες μεγαλώνουν στον άνθρωπο, ο νέος έχει τη δυνατότητα να βγει έξω και με την παρέα του να καλαμπουρίσει, να κάνει. Ο άνθρωπος που περνάνε τα χρόνια και έχει κουραστεί τόσο πολύ στη ζωή του δεν έχει τη δυνατότητα. Να πάω εγώ να γίνω βάρος του; Να πιώ καφέ, τι; Να κουτσομπολεύω; Όχι, είναι και θέμα χαρακτήρος. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα, όχι, όχι! Και προτιμώ τη μοναξιά μου και τα παιδάκια μου που περνάνε εδώ στην αυλή. Ευχαριστώ τον Θεό.
Ευχαριστούμε πολύ.
Την Ντίνα την παίρνω τηλέφωνο και τη λέω: «Πουλάκι μου, έχω δυο μέρες να σε δω, τώρα που θα κατέβεις για φαγητό, πέρνα να σε κάνω μια αγκαλιά!» Έτσι είναι η ζωή. Δεν σου λέω Ντίνα; Αυτά, βρε Νίκο.
Λοιπόν, μπορείτε λίγο να μας περιγράψετε τον πίνακα που έχετε κεντήσει;
Ναι. Το '80, που ήταν ο άντρας μου πολύ βαριά άρρωστος, εγώ για να του κάνω παρέα και να… Τέλος πάντων, στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του μου έδωνε τις κλωστές κι εγώ κεντούσα αυτόν τον πίνακα. Και να του κάνω παρέα και να το έχω ενθύμιο, ότι, ναι, τις δύσκολες ημέρες της ζωής μου τις πέρασα δέκα μή[00:50:00]νες με τον άντρα μου που μου είχε πολλή ανάγκη και τον είχα πολλή ανάγκη. Κέντησα τον πίνακα αυτόν για να τον έχω ενθύμιο και τον χαρίζω στην εγγονή μου, όταν θα φύγω από τη ζωή, να τον πάρει, να τον έχει ενθύμιο, όπου θέλει να τον βάλει. Είναι οι δυσκολότερες μέρες της ζωής που πέρασα σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου και οι τελευταίες μέρες που έζησα με τον άντρα μου. Αυτό, παιδιά. Είναι πολύ… Για μένα είναι σημαντικό, είναι μέρος της ζωής μου, κομμάτι μέσα από τη ψυχή μου να διηγούμαι την ιστορία του άντρα μου, που έφυγε τόσο νωρίς, στα παιδιά μου που έχασαν τόσο νωρίς τον πατέρα τους. Αυτό είναι ένα δείγμα αγάπης, ότι ήμασταν ένα αγαπημένο ανδρόγυνο. Αυτό.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία «Σοφία» γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τυχερό Έβρου, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μας μιλάει για τα ήθη και έθιμα που έφεραν μαζί τους οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, κάποια από τα οποία επιβιώνουν ως και σήμερα. Αναπολεί την επίπονη, φτωχική, αλλά ευτυχισμένη παιδική ηλικία στο αγροτικό Τυχερό Έβρου και τη συγκρινει με τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά σήμερα. Δίνει έμφαση σε έθιμα που συνδέονται με παραδοσιακές συνταγές και τέλος αποκαλύπτει τη συγκινητική ιστορία που κρύβεται πίσω από έναν κεντημένο πίνακα που είναι κρεμασμένος στο σαλόνι της.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Παπαδοπούλου "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μυλωνάς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/09/2021
Διάρκεια
50'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία «Σοφία» γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τυχερό Έβρου, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μας μιλάει για τα ήθη και έθιμα που έφεραν μαζί τους οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, κάποια από τα οποία επιβιώνουν ως και σήμερα. Αναπολεί την επίπονη, φτωχική, αλλά ευτυχισμένη παιδική ηλικία στο αγροτικό Τυχερό Έβρου και τη συγκρινει με τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά σήμερα. Δίνει έμφαση σε έθιμα που συνδέονται με παραδοσιακές συνταγές και τέλος αποκαλύπτει τη συγκινητική ιστορία που κρύβεται πίσω από έναν κεντημένο πίνακα που είναι κρεμασμένος στο σαλόνι της.
Αφηγητές/τριες
Σοφία Παπαδοπούλου "Ψευδώνυμο"
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Μυλωνάς
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/09/2021
Διάρκεια
50'