© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Από την πλευρά των χαμένων - Εμφύλιος στο Σουφλί, απόλυση από τη χούντα
Κωδικός Ιστορίας
19597
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Χρήστος Χούχος (Χ.Χ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/08/2021
Ερευνητής/τρια
Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου (Α.Ν.)
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Πώς σας λένε;
Χρήστο Χούχο, του Σταμάτη, γιατί υπάρχει και Χρήστος Χούχος του Γιώργου.
Βρισκόμαστε με τον κύριο Χρήστο στην Ξάνθη, είναι 3 Αυγούστου 2021, μέρα Τρίτη, είμαι ο Αλέξης Ντετοράκης Εξάρχου, ερευνητής με το Istorima, και ξεκινάμε. Κύριε Χρήστο, πείτε μου κάποια πράγματα για σας, για την οικογένειά σας.
Η οικογένειά μου βρέθηκε στον καιρό του Εμφυλίου από την πλευρά των χαμένων, και οι ταλαιπωρίες που πέρασε ήταν φοβερά δύσκολες. Κυρίως η μάνα αντιμετώπισε όλα τα προβλήματα. Ε, βέβαια, μετά και τα παιδιά. Ήμασταν τρία αδέρφια και μεγαλύτερος ήμουν εγώ, λίγο πλήρωσα τη νύφη παραπάνω. Αυτά ήταν όλα. Επαγγέλματα για την επιβίωση, κουλουράς, σποριατζής, τσιγάρα, λαχεία και λοιπά και καθώς μεγάλωνα εργάτης.
Εσείς πότε γεννηθήκατε;
Το 1938, 28 Φλεβάρη.
Από ποιο μέρος είστε η οικογένεια;
Από Σουφλί Έβρου.
Και οι δύο γονείς;
Και οι δύο γονείς είναι Σουφλιώτες.
Η οικογένειά σας με τι ασχολούταν πριν τον πόλεμο;
Η οικογένειά μου είχε αγροτικά, με τα αμπέλια και τα κουκούλια, τη σηροτροφία, αλλά ήταν και επαγγελματίες μάστοροι. Έκαναν κλαδευτήρια και καρέκλες και ήταν οι καλύτεροι βέβαια της περιοχής, αλλά έτυχε να βρίσκονται στην Αριστερά και να διαλυθούν.
Ήταν δηλαδή ήδη πριν τον πόλεμο οργανωμένοι;
Ναι, ναι. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ πριν, από τα 16 του χρόνια. Γεννήθηκε το '11, στα 16 του χρόνια, δηλαδή το '27, ήταν οργανωμένος. Και έμεινε οργανωμένος μέχρι το '75, που γύρισε από τη Ρουμανία, πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στα παιδιά του. Εγώ ήμουν διορισμένος καθηγητής, ο αδερφός μου γιατρός, η αδερφή μου καθηγήτρια φυσιογνώστρια, και για να μη μας δημιουργήσει προβλήματα παρέδωσε το βιβλιάριο, χωρίς να πάψει φυσικά να είναι κομμουνιστής.
Εσείς σαν παιδί πώς θυμάστε την Κατοχή καθόλου στο Σουφλί;
Την Κατοχή τη θυμάμαι αρκετά καλά, κυρίως επειδή στη γειτονιά μας εκεί κατοικούσε ο διοικητής των Γερμανών, κάποιος Βίλης. Και επειδή αυτός –αργότερα μάθαμε ότι ήταν καθηγητής πανεπιστημίου– είχε παιδιά στην ηλικία μας, εμάς μας φρόντιζε δίνοντάς μας γαλέτες και σοκολάτες. Πράγμα που δεν θα γνωρίζαμε χωρίς την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου. Άλλα τι να πω, από Κατοχή πολλά άλλα πράγματα δεν θυμάμαι.
Οπότε ποια ήταν η εμπλοκή του πατέρα σας τότε στην Αντίσταση;
Στην Αντίσταση ήταν πότε στο βουνό και πότε μέσα στην πόλη. Αργότερα αυτά τα έμαθα από τη μαμά και τον ίδιο, καθώς ήρθε. Δηλαδή έπαιζε με τη φωτιά συνεχώς, και όχι μόνον αυτός, όλη η οικογένεια. Αν έπιαναν τον μπαμπά, θα χάριζαν τη μαμά ύστερα ή τα παιδιά; Δεν είχαν μπέσα αυτοί.
Την απελευθέρωση τη θυμάστε καθόλου;
Εορτασμούς και πανηγύρια ελαφρώς θυμάμαι. Και κυρίως θυμάμαι που κατεβαίναμε στον σταθμό του Σουφλίου για να δούμε τους αιχμάλωτους Γερμανούς, με πολύ καμάρι, τους οποίους φρόντισαν οι Σουφλιώτες πάρα πολύ, όσο και την οικογένειά τους. Δηλαδή δεν άφησαν κανέναν να πεινάσει. Γύρω στα 3-3,5 χιλιάδες πρέπει να ήταν από ό,τι ακούω, αν θυμάμαι και καλά αυτά που ακούω. Τους τάιζαν ό,τι έτρωγαν και οι ίδιοι, ό,τι είχαμε εκείνο τον καιρό.
Οπότε, στη συνέχεια, που λίγο πια έχετε μεγαλώσει σαν παιδί, που έχει τελειώσει ο πόλεμος και αρχίζει ο Εμφύλιος στο Σουφλί και σε όλη τη χώρα. Αυτά τα χρόνια πώς τα θυμάστε;
Πολύ έντονα. Θυμάμαι το '46, που οι αντάρτες χτύπησαν το Σουφλί και όλη τη νύχτα είχαμε πόλεμο. Πυροβολισμούς και αυτά. Εγώ τότε βρέθηκα να πουλάω σπόρια στον σταθμό του Σουφλίου, όπου γινόταν η βόλτα, και καθώς άρχισαν οι πυροβολισμοί, συμμαζεύτηκα στο σπίτι. Εμείς δεν φοβόμασταν, γιατί σαν αντάρτες είχαμε τον μπαμπά μου, δυο θείους επάνω. Ήταν οι δικοί μας, δεν είχαμε κάτι να φοβηθούμε. Και μάλιστα είχαμε ένα άλογο, το οποίο φρόντιζε ο αδερφός του μπαμπά μου, αυτός ο οποίος σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Ήταν αυτός ασχολούνταν με το άλογο και τις δουλειές τις αγροτικές. Και κάποια στιγμή το άλογο άρχισε να χλιμιντρίζει. Η γιαγιά είπε: «Τώρα είναι ο Κώτσος κάτω -Κώστας, Κώτσος- κάτω και το άλογο του μίλησε και κατάλαβε το άλογο». Και έτσι πρέπει να ήταν, γιατί ήταν με το άλογο δεμένοι. Αλλιώς τα χλιμιντρίσματα αυτά δεν δικαιολογούνταν. Τώρα αυτά βέβαια δεν είναι δική μου μνήμη, είναι από αυτά που άκουγα στη συνέχεια. Το άλογο το αγαπούσα και εγώ και με αγαπούσε και το άλογο, με φρόντιζε. Πήγαινα στον κάμπο και το έδενα να βοσκήσει. Μετά, όταν έφυγαν, με έστελνε ο παππούς μου, δεν τον είχαν πάρει ακόμα εξορία. Και το δέναμε από το πόδι και έναν πάσσαλο, και απ' τον πάσσαλο έναν κύκλο να κάνει, να βόσκει εκεί στο χορτάρι του κάμπου. Πήγα μία φορά να το πάρω, έλυσα από κάτω το καπίστρι που είχε μπροστά για να το σέρνω, σήκωνε το κεφάλι του, δεν έφτανα να το λύσω. Έφευγα και με ακολουθούσε. Με τη μούρη του με έσπρωχνε λίγο. Εγώ τρομοκρατήθηκα. Άλλοι που περνούσαν με κάρο από κει, γελούσαν μαζί μου. Όταν πήγα στο σπίτι ξέσπασα και η γιαγιά άρχισε να μαλώνει με τον παππού, που 8,5 χρονών, 9, πόσο ήμουν, 8,5, για εκείνο το καλοκαίρι μιλάμε, με έστειλε στο άλογο να το δέσω. Στις 26 Οκτώβρη έπρεπε να τρυγήσουμε. Τον παππού τον είχαν πάρει πια φυλακή. Δεν υπήρχε άντρας για το άλογο, να κουβαλήσουμε τα σταφύλια με το κάρο. Φωνάξαμε έναν γείτονα, το έζεψε. Εγώ ήμουν ο άντρας της, 8,5 χρονών, πήγαμε στο αμπέλι. Τρανό ρέμα λέγαμε μία περιοχή, τέσσερα χιλιόμετρα προς τη μεριά του Διδυμοτείχου. Τώρα αν το ξεζέψουμε, πώς θα το ζέψουμε μετά, ποιος θα μας το κάνει; Ένα κοφίνι το βάζουμε ανάποδα, ανεβαίνω στο κοφίνι, βγάζω τα χαλινάρια. Το άλογο με λάτρευε εκεί. Ο θείος μου με έκανε βόλτα όποτε ερχόταν, γιατί μου άρεσε. Λοιπόν, το κοφίνι ανάποδα, έβγαλα τα χαλινάρια, κανονικά το κοφίνι. Εμένα με άφηναν, μάζευα χόρτα για το άλογο, για να κρατηθεί εκεί ζεμένο. Στο τέλος, πάλι το κοφίνι, ανέβηκα, έβαλα τα χαλινάρια, Γυρίσαμε στο Σουφλί. Σε έναν κάδο –τότε πρέπει να ήταν η παραγωγή γύρω στις 1.600 οκάδες, τόσο, πάνω από 1.500 οκάδες–, τα ρίξαμε στον κάδο. Με βάλαν να πατάω τα σταφύλια. Τι να πατάω, 25 κιλά ήμουν τότε. Αλλά με τις μέρες αυτά μαλάκωναν. Ο κάδος από πάνω ήταν ανοιχτός, κώνος δηλαδή, κόλουρος κώνος, ανάποδα βαλμένος. Και καθώς με τις μέρες μαλάκωναν, άρχισα να βουλιάζω. Μου πλέναν λίγο τα συμπράγκαλα, έτσι τα λέγαν αυτά, και έμπαινα μέσα, γυρνούσα. Ήμουν τυχερός –ούτε και η μάνα μου και η γιαγιά μου ήξεραν– που για να μη βουλιάζω πιανόμουν από τον κάδο, από την άκρη, και ανέπνεα στην ουσία από τον έξω χώρο, όχι από τις αναθυμιάσεις διοξειδίου του άνθρακα της ζύμωσης, και έτσι γλίτωσα. Αλλιώς θα πνιγόμουν. Είχε δύο μέτρα βάθος αυτό, παραπάνω ίσως. Ήταν η πρώτη αμπελουργική δουλειά, από κει μου κόλλησε φαίνεται και τώρα στα γεράματα ασχολούμαι με αμπέλια. Άλλο τι;
Ο πατέρας σας και οι αδερφοί του, ο αδερφός του, βγήκανε στο ανταρτικό;
Ο πατέρας, δύο αδέρφια βγήκαν στο αντάρτικο και ένας άλλος αδερφός ήταν στη φυλακή, στη Μακρόνησο. Τέσσερα αδέρφια ήταν. Και στο τέλος είχαν πάρει οι αντάρτες από το Τυχερό την [00:10:00]αρραβωνιαστικιά ενός ενωμοτάρχη. Και αυτός έμπαινε μέσα στη φυλακή όπου ήταν, είχαν πάνω από τριακόσια άτομα, σαρδέλες πατημένες, και έδερνε όποιον προλάβαινε. Έστειλαν λοιπόν μια αντιπροσωπεία πέντε ανθρώπων, πέντε γέρων, που είχαν επάνω τα μέσα, είχαν τα παιδιά τους επάνω, για να φέρουν πίσω την αρραβωνιαστικιά. Προφανώς την αρραβωνιαστικιά την άφησαν να δραπετεύσει, αλλά τους γέρους τους κράτησαν εκεί, κι έτσι ο παππούς βρέθηκε από αντάρτης, στα μετόπισθεν βέβαια, βρέθηκε μετά στη Βραΐλα μαζί με τον μπαμπά μου, τον πρώτο τον γιο, και πέθανε εκεί. Το παράπονό του, αυτά από διηγήσεις του μπαμπά, δεν ήταν που θα πεθάνει, το έβλεπε. Ήταν που θα τον θάψουν στη Ρουμανία. Δεν ξέρω αν έλεγε να τον μεταφέρει ο μπαμπάς μου εδώ, τέτοιο πράγμα δεν άκουσα. Αλλά το είχε παράπονο που θα τον θάψουν εκεί.
Οπότε για εσάς και τους υπόλοιπους της οικογένειας, δηλαδή, που μείνανε πίσω, τα παιδιά και οι γυναίκες, ήταν δύσκολο τότε να ζεις στο Σουφλί, σε αυτές τις συνθήκες;
Αρκετά δύσκολο. Αλλά υπήρχαν και άνθρωποι της Δεξιάς που λειτουργούσαν πράγματι ανθρώπινα και μας προστάτευαν. Εγώ περισσότερη βοήθεια βρήκα από δεξιούς, φίλους του μπαμπά μου, παρά από αριστερούς. Πολλοί αριστεροί στάθηκαν δίπλα μου, άνθρωποι και τα λοιπά, αλλά πάρα πολλοί, επειδή δεν κατάφεραν είτε τα παιδιά τους είτε αυτοί να κάνουν κάτι και έβλεπαν εμένα να σπουδάζω αργότερα, ενοχλούνταν. Βρήκαμε λίρες με τους τενεκέδες. Ακόμα και συγγενής, πρώτος ξάδερφος του μπαμπά, βρήκαμε λίρες. Δεν ξέρω. Περισσότερες πίκρες είχα από ανόητους αριστερούς παρά από δεξιoύς. Βέβαια υπήρχαν και δεξιοί που σε κυνηγούσαν με κάθε τρόπο. Πέτυχα στο πανεπιστήμιο. «Αυτός δεν θα τελειώσει. Και να τελειώσει, δεν θα διοριστεί». Ωραία μέχρι εδώ. Τελείωσα, διορίστηκα. Ήμουν τυχερός, γιατί ένας γείτονάς μου, σαν κηδεμόνας, ας πούμε, συμβολαιογράφος, είχε τον ανιψιό του, του αδερφού του γιο, διοικητή ασφαλείας Έβρου. Και τον έπαιρνε τηλέφωνο, «θα το διορίσεις το παιδί». Μετά εμένα μου 'λεγε: «Αυτός μην τον κοιτάς, είναι φασίστας, να 'χεις τον νου σου, πρόσεχε τι θα σε κάνει». Για τον ανιψιό του, πρωτανιψιό, του αδερφού του γιο. Ανδρέα Μπάστα. Είχε και γιο Ανδρέα. Περνώντας λοιπόν, γυρνώντας, κάποτε αρραβωνιάστηκα. Πήγα στο Σουφλί. Κατεβαίνοντας στο Σουφλί από το λεωφορείο, μπροστά είναι το μαγαζί του. Στο μαγαζί του έχει υπάλληλο έναν φίλο του μπαμπά μου, ανανήψαντα αριστερό. Εγώ τον έλεγα θείο Γιώργη. «Α, Χρηστάκο, τι κάνεις;». «Καλά, θείο Γιώργη». «Τι έγινε, τι βλέπω, το κοριτσούδι σου είναι αυτό;». «Ναι -λέω- θείε Γιώργη». «Αρραβωνιαστήκατε;». Λέω: «Ναι». «Α, μπράβο, άντε με το καλό να παντρευτείτε κιόλα». Το αφεντικό του, ο ακροδεξιός, 1,50 με τα χέρια στην ανάταση και χοντρός, καθόταν μέσα στο τραπεζάκι, τύπου γραφείο. Εγώ είπα γεια σας και στους δύο. Βγαίνοντας έφυγα. Δεν πήγα 40-50 μέτρα, βγαίνει έτσι και λέει: «Αυτόν ακόμα δεν τον απόλυκαν;». Ακόμα δεν με απέλυσαν; Να γυρίσω πίσω, να τον δώσω μια, να τον διαλύσω. Αλλά είχα δίπλα και την αρραβωνιαστικιά μου, τη γυναίκα μου. Το μάσησα, έφυγα. Λοιπόν, όταν μετά πήγα φαντάρος... Γιατί δεν είχα υπηρετήσει, ήταν με τον νόμο του Παπανδρέου. Όταν γύρισα, έκανα φροντιστήρια. Γύρισα Απρίλη, τον Οκτώβρη πήρα αυτοκίνητο. Έβγαζα καλά λεφτά. Το αυτοκίνητο πηγαίνω και το παρκάρω μπροστά στο μαγαζί του. «Α, γεια σας», «Γεια σας». «Χρηστάκο, τι είναι αυτό; Θκο σου είναι;». Λέω: «Θκο μου». Το λέω στα σουφλιώτικα τώρα. «Καλά, εσένα για σε απόλκαν;». Λέω: «Καλά που με απόλκαν». Ο άλλος κοκκίνησε, να πάθει εγκεφαλικό. Αλλά έβγαλα το άχτι μου. Κακώς, αλλά τι να κάνω, αυτό. Τέλος πάντων, πέρασε αυτό. Κάποια άλλη φορά που πήγα στο Σουφλί μαθαίνω ότι ο Δήμος ο Μπογιατζής πέθανε. Πηγαίνω στη γιαγιά μου, που ήταν και η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου η μικρή. Μου λεν τα νέα του Σουφλιού. Τούτος απόχτησε εγγόνι, εκείνος, τα λοιπά. «Πέθανε ο Δήμος Μπογιατζής». «Όχι -λέω- γιαγιά, δεν πέθανε». «Ε πώς, Χρηστάκο». Φωνάζει την κόρη της: «Αθανασία, έλα να διεις τι λέει ο Χρηστάκος. Δεν πέθανε ο Δήμος ο Μπογιατζής». «Χρηστάκο, πέθανε». Χρηστάκος ήμουν εκεί. Λέω: «Δεν πέθανε, θεία». «Ε πώς, εμείς εδώ είμαστε, δεν ξέρουμε; Δεν πήγαμε βέβαια στην κηδεία, ξέρουμε ότι πέθανε». Στην κηδεία πήγαν τριανταπέντε σαράντα άνθρωποι, ενώ εκεί όποιος πεθάνει μαζεύεται όλο το χωριό. «Ε, πώς δεν ξέρουμε;». «Όχι -λέω- θεία, αυτός ψόφησε». Αμάν, η γιαγιά μου πολύ θρήσκα: «Ε, παιδί μου, τι λες, τους πεθαμένους τους κρίνει ο Θεός». Δηλαδή δαγκώθηκε, φαρμακώθηκε που εγώ είπα αυτό το πράγμα. Αν ήξερα, σκεφτόμουν, δεν θα το έλεγα. Και έκλεισε το θέμα με αυτό τον άνθρωπο. Ακόμα και τώρα μου φαίνεται στη συνέντευξη τον τιμωρώ.
Εντάξει. Να πάμε λίγο πιο πίσω, εκεί στα χρόνια του Εμφυλίου. Τότε αρχίσατε εσείς να πηγαίνετε και σχολείο, στο δημοτικό.
Ναι, στο δημοτικό, πήγαινα στο δημοτικό και είχα για την τύχη μου δάσκαλο τον Τερζούδη τον Λεωνίδα, που ήταν συνταγματάρχης του καλύτερου συντάγματος του ΕΛΑΣ του Έβρου, με πολλές επιτυχίες. Αυτός με έβλεπε σαν παιδί ανταρτών του, φίλων του, και τα λοιπά, και με φρόντιζε. Στην αρχή πουλούσα κουλούρια και καθυστερούσα να πάω, όταν δεν τελείωναν. Έπρεπε να τελειώσουν. Πήγαινα με καθυστέρηση στο σχολειό. Οπότε, όταν ιδιαίτερα έκανε μαθηματικά, έκανε τις επαναλήψεις για να μην έχω κενά. Μετά από την πέμπτη δημοτικού πήγαινα με το γαϊδούρι στα ξύλα. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή πηγαίναμε με συνοδεία, τους ΜΑΥδες. Και τότε πήγαινα στα ξύλα, τις άλλες, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο στο σχολείο. Πώς τα κατάφερνε, πώς φρόντιζε, δεν μου λείψε τίποτα στα μαθηματικά. Και το έκανε μόνο και μόνο για να μην έχω εγώ κενά. Και αυτό του το χρωστώ. Τώρα θα είναι μακαρίτης βέβαια, αλλά δεν μπορώ να το ξεχάσω. Σε αυτό βρέθηκα πολύ τυχερός. Τελείωνα, ήρθε η μάνα μου από την εξορία μέσα στον Μάιο. Δηλαδή προς το τέλος τα κουκούλια, εκεί αρχές του ξεκλαδίσματος, δεν θυμάμαι. Τότε που πηγαίναμε και δίναμε εξετάσεις εισαγωγικές, και όπως είχε μάθει από την Ιμβριώτου ότι τα γράμματα είναι σπουδαία, με έστειλε έδωσα εξετάσεις εισαγωγικές στο γυμνάσιο και πέτυχα.
Πείτε μου όμως λίγο για τη μάνα σας, πώς τη συλλάβαν, πώς την εξόρισαν.
Τη συλλάβαν, την πήγαν μέσα φυλακή εκεί. Μετά στην Αλεξανδρούπολη και από κει στο Τρίκερι. Στο Τρίκερι βέβαια τις άφηναν και δούλευαν, μάζευαν ελιές. Και κατά κάποιον τρόπο δεν είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Πενταροδεκάρες της έδιναν, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν έμεινε και χωρίς. Είχε μαζί και το μωρό τότε, τον μικρό αδερφό, τον Νίκο, τον οποίον λέγαμε κοιλάρφανο, ορφανό από κοιλιά δηλαδή, γιατί γεννήθηκε πέντε μήνες μετά την αναχώρηση του μπαμπά μας. Ήταν ο κοιλάρφανος. Ούτε ο μπαμπάς τον γνώριζε, ούτε αυτός γνώριζε μπαμπά. Εγώ πρόλαβα, γνώρισα μπαμπά. Γνώρισα μπαμπά, που τον θυμάμαι με μία εικόνα, με τη ζωστήρα να με χτυπάει. Καθόταν στο καφενείο στο Μεσοχώρι, στην πλατεία, με φίλους του. Και με τον γιο κάποιου φίλου, που ήταν και 1,5-2 χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, εμείς δερνόμασταν. Δερνόμασταν, παλεύαμε, τέτοια πράγματα. Κάποια στιγμή τον έβαλα κάτω και μία κονσέρβα από γάλα άδεια τη βρήκα δίπλα και την πήρα και τη χτύπησα στο κεφάλι, την άδεια κονσέρβα. Μέχρι τότε ο μπαμπάς μου καμάρωνε που ο γιος του είναι παλικάρι. Όταν είδε να παίρνω την κονσέρβα και να χτυπώ, έβγαλε τη ζωστήρα του και με τραβάει μια από πάνω, που τον είχα τον άλλον. Γυρνάω και κοιτάζω τον μπαμπά και κείνη την εικόνα την έχω ακόμα. Την έχω ακόμα. Τώρα ο φίλος μου αυτός έχει πεθάνει, νέος σχετικά. Τώρα τι άλλο, με γυρνάτε πίσω.
[00:20:00]Αυτό κάνουμε. Οπότε μείνατε εσείς στο Σουφλί, ο πατέρας σας αντάρτης και η μάνα...
Η μάνα εξορία. Με τη γιαγιά.
Δύσκολα οπότε πρέπει να ήταν για σας.
Γιατί και ο παππούς είχε φύγει, με τη μια γιαγιά. Δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Και μετά που γύρισε η μαμά επίσης δύσκολα. Και κάνουμε και λάθη. Η μάνα μου σηκωνόταν η ώρα 04:00. Μας μαγείρευε, ώρα 06:00 έφευγε για το εργοστάσιο, όταν δούλευε. Όταν την άφηναν να δουλέψει στο εργοστάσιο, είχαμε μεταξουργείο εκεί και ήταν καλή μαστόρισσα. Γυρνούσε κατά τις 17:00-18:00 το απόγευμα, είχαν δεκάωρα, είχαν και τα [Δ.Α.], το διάλειμμα και τα λοιπά, 17:00-18:00 και τα λοιπά, πιανόταν στον αργαλειό. Και εγώ σαν πιτσιρικάς είχα την αίσθηση ότι οι μάνες είναι έτσι. Να σηκώνονται από τις 04:00 και να κοιμούνται στις 23:00 και όλη την ημέρα να δουλεύουν. Δεν υπάρχουν άλλες ανάγκες, άλλος τρόπος ζωής δεν υπάρχει για τη μάνα. Και έτσι λειτούργησε.
Ο πατέρας σας όποτε τι μαθαίνατε γι' αυτόν, όσο ήταν στο βουνό και μετά;
Είχαμε αλληλογραφία, αγωνιζόταν να μας στείλει χρήματα και μας έστελνε με διάφορους τρόπους. Έδινε σε κάποια Ρουμάνα και ο αδερφός της, η αδερφή της από τη Νέα Ζηλανδία έστελνε σε εμάς. Και για τις εισαγωγικές μου, που πήγα στη Θεσσαλονίκη, ήταν από ένα εκατοδόλλαρο του μπαμπά που έφτασε από τη Νέα Ζηλανδία και το φυλάγαμε ως κόρη οφθαλμού. Από κει και πέρα, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και πέτυχα, δεν είχα ούτε ναύλα για Θεσσαλονίκη. Και αρχίσαμε τα φακιρικά. Πέντε έξι λεύκες που είχαμε τις πουλήσαμε. Καλείς όσους αγοράζουν λεύκες στο καφενείο για ποιος θα σου δώσει την καλύτερη τιμή. Για να είναι και ο θείος μου, να είναι και ο θείος μου, που ξέρει από αυτά. Ο αδερφός του μπαμπά μου, που γύρισε από εξορίες, εννοείται. Όταν πήγαμε και δεν ήταν ο θειός μου, δεν είχα πει εγώ τίποτα στον θείο μου, επιχείρημα για να ανταμώσουμε εκεί. Είπα ότι δεν θα έρθει. Βρέθηκε κάποιος και μου έδωσε και καλή τιμή. Ένας είπε 2.800 σε ελληνικές δραχμές, άλλος είπε 3 χιλιάρικα, λέει αυτός –ήταν φίλος του μπαμπά μου παλιά–: «3,5 χιλιάρικα θα δώσω εγώ». Και ήταν τα 3,5 χιλιάρικα που πήρα και ξεκίνησα για Θεσσαλονίκη, ελληνικές δραχμές.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου οπότε, που έχετε εσείς πατέρα εξόριστο στη Ρουμανία, και παππού, και πηγαίνετε πλέον στο γυμνάσιο, αυτό εσάς σας δημιουργούσε προβλήματα και στην οικογένεια συνολικότερα;
Όχι. Πολλοί καθηγητές μάς φρόντιζαν. Ήταν βέβαια και κάποιοι που δεν τους καθόμασταν καλά. Τους ερχόμασταν βαρείς. Όταν σε μια γειτόνισσα φιλόλογο, που πήραμε το απολυτήριο, είπα θα πάω στο πανεπιστήμιο να δώσω εξετάσεις, θα πάω και στον «Ευκλείδη», για ηλεκτρολόγος εκεί, λέει: «Τι δουλειά έχεις στο πανεπιστήμιο, Χούχο;». Απέναντι ο μαθηματικός μου, παλιός καθηγητής. Εκείνη νεαρή σχετικά. Λοιπόν, δεν είπα τίποτα, πήρα το απολυτήριο, αυτή μας τα παρέδιδε, βγήκα. Ακούω μέσα καβγά του μαθηματικού μου με αυτή. «Πού ξέρεις εσύ τι κάνει ο Χουχός στα μαθηματικά; Δεν θα δώσει λατινικά και αυτά». Βγήκα εγώ από το Σουφλί και πήγαινα. Τα λίγα που άκουσα, έτσι αναθάρρησα. Πριν πάω 100-200 μέτρα και φύγω από το γυμνάσιο μακριά, βγαίνει έξω, με φωνάζει: «Χούχο, ε Χούχο!». Δεν είχαμε τότε μικρά ονόματα. «Έλα εδώ». Γύρισα πίσω. Ο καθηγητής μου τρεχάτος. Μου λέει: «Μην ακούς την καθηγήτριά σου. Διάβασε και εγώ είμαι σίγουρος ότι θα πετύχεις». Και έτσι ξεκίνησα. Δεν πήγα να δω ούτε πού βρίσκεται ο «Ευκλείδης», όχι να δώσω για ηλεκτρολόγος στον «Ευκλείδη». Θράσος, αλλά εν πάση περιπτώσει. Έτσι αντιμετώπιζα τις δυσκολίες. Θα κουράσουμε, πολλά λέμε.
Καθόλου δεν κουράζουμε. Πείτε κι άλλα, δεν υπάρχει...
Τι άλλο να πω τώρα; Εκεί μέσα με διάφορα φροντιστηριάκια. Βόλευα κανένα οχτακοσάρι και τρώγοντας στη λέσχη έβγαινα πέρα. Όσο για ρετσίνες και τα αυτά, οι φίλοι είχαν λίγο παραπάνω χρήματα και με κερνούσαν. Και όταν έβγαλα μετά παράδες, που δούλευα στα φροντιστήρια του Αργυρίου και έβγαζα τον μήνα από 8-10 χιλιάρικα, εκεί δεν με έφταναν, ενώ προηγούμενα τα 800 και τα 1.000 με έφταναν, γιατί έπρεπε να εξοφλήσω τις υποχρεώσεις, τα κεράσματα που μου είχαν κάνει χρόνια ολόκληρα. Βέβαια σταμάτησα τον Αργυρίου, γιατί δεν θα έπαιρνα πτυχίο. Δεν γίνεται να δουλεύεις όλη την ημέρα φροντιστήριο και μετά να δίνεις εξετάσεις. Ύστερα περιορίστηκα σε μερικά ιδιαίτερα. Και να έχεις την άλλη μέρα εξετάσεις, οι φίλοι σου να διαβάζουν και εσύ να κάνεις επτά ώρες μάθημα στον μαθητή σου, γιατί την άλλη μέρα είχε αυτός εξετάσεις. Μνήμες.
Τη φυσική πώς την αποφασίσατε;
Πώς αποφάσισα φυσική. Πέτυχα πρώτη φορά στο Φυσιογνωστικό. Αλλά αν έπιανες φυσική και μαθηματικά πάνω από 6,5, τότε μπορούσες να κάνεις μεταγραφή στο Φυσικό ή και στο Μαθηματικό. Όπου ήθελες. Εγώ με ένα 8 στα μαθηματικά και ένα 6 στη φυσική, ήμουν πάνω από τη βάση και πήγα με μεταγραφή στο Φυσικό. Διάλεξα το Φυσικό γιατί και μαθηματικά μπορείς να κάνεις και φυσική μπορείς να κάνεις και χημεία μπορείς να κάνεις, και επειδή ήξερα τότε ότι δεν θα διοριστώ, ήθελα να έχω αυτές τις δυνατότητες. Να λύσω δηλαδή τα προβλήματά μου κάνοντας φροντιστήρια. Γι' αυτό προτίμησα τη φυσική από το Μαθηματικό.
Για σας ήτανε μεγάλη, πρέπει να ήτανε μεγάλη αλλαγή από το Σουφλί να μένετε Θεσσαλονίκη τώρα...
Τώρα να μένω Θεσσαλονίκη;
Όχι, τότε εννοώ, να πηγαίνετε από Σουφλί Θεσσαλονίκη. Πρέπει να το βιώσατε ως μεγάλη αλλαγή.
Σίγουρα, και στο πτυχίο όταν έδινα, ζούσα στο Σουφλί περισσότερο, κάνοντας φροντιστήρια, και πήγαινα για τις εξετάσεις. Δηλαδή σύνολο διδασκαλίας μαζεύονται κάπου 48-49 χρόνια, μαζί με τα φροντιστήρια. 40 χρόνια, 39 χρόνια και 4 μήνες έχω δημόσιο και φροντιστήριο στην Ξάνθη. Έτσι όμως φτωχοί ήταν πάρα πολλοί φοιτητές. Δεν ήμουν η εξαίρεση δηλαδή. Και όλοι αυτοί οι φουκαράδες, ανεξάρτητα από ιδεολογική τοποθέτηση, είχαμε ένα σαν δεσμό συγγένειας. Ας πούμε τον Νίκο τον Τσάγκα, που ήρθα εδώ, είχαμε 1-2 χρόνια διαφορά στο πανεπιστήμιο. Αισθανόμασταν φίλοι, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν στη Δεξιά και εγώ στην Αριστερά, στην ΕΔΑ τότε. Η φτώχεια δηλαδή μας ένωνε, πώς να το πω. Μαζί στη λέσχη τρώγαμε. Και τι άλλο μετά; Αγώνας επιβίωσης. Πρώτα ήταν πώς θα ζήσουμε και μετά πώς θα σπουδάσουμε.
Εσείς τότε ως φοιτητής δηλαδή είχατε εμπλοκή στα πολιτικά;
Τα 2-3 πρώτα χρόνια δεν είχα. Μετά ήμουν στη σπουδάζουσα της ΕΔΑ. Και να σου πω ότι στα γραφεία, που ήταν στην Αριστοτέλους, τελευταίο όροφο, θαρρώ τριάντα τέσσερις ανεβαίναμε. Και πολλές φορές ανέβαιναν, περνούσαν από γαλαρία. Τρομοκρατία και καρπαζιές. Πολλές φορές συμβαίνει αυτό. Ήταν ένα καλό μάθημα. Μάθημα δημοκρατίας. Δες, εμείς θέλουμε τον Μοσκώφ, ήταν και ο Κωστής ο Μοσκώφ, αν τον έχεις ακουστά, εκεί μέσα. Και το γραφείο εκεί πρότεινε έναν Μουκατζή, ο οποίος ήταν φοιτητής του Μαθηματικού. Ο αυτός ήταν της Νομικής, ο Μοσκώφ ο Κωστής. Αλλά ήταν εξ Αιγύπτου, δεν μπήκε με εξετάσεις, μπήκε χωρίς εξετάσεις. Μόνον φοιτητής δεν ήταν, δεν είχε ιδέα δηλαδή. Αν τον είχες στο γυμνάσιο, θα τον άφηνες μετεξεταστέο. Αλλά επειδή ήταν ναυτικός και ήρθε έτσι και αποφάσισε να γίνει, αυτόν αποφάσισαν να προτείνουν. Ε, δεν το δεχτήκαμε. Μας βάζουν ψηφίζουμε, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ από τους τριάντα τέσσερις, από ό,τι θυμάμαι τριάντα τέσσερις, τον Μοσκώφ. Εμείς τον προτείναμε εκείνη την ώρα, δηλαδή, όταν ακούσαμε Μουκατζή. Αμάν. Δεν έγινε κατανοητό, συζήτηση μέσα, ο αυτός, Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς, μωρέ, που έγραψε το βιβλίο.
Ο Μίσσιος.
[00:30:00]Ο Μίσσιος, ο Χρόνης ο Μίσσιος. Παντρεύτηκε την Ειρήνη την Παπατσαρούχα, Σουφλιώτισσα. Λοιπόν, να μας ξαναενημερώσει. Ξαναψηφίζουμε. Πάλι Μοσκώφ. «Θα φύγετε και αύριο θα γίνει ξανά συζήτηση». Φεύγουμε, την άλλη μέρα ξαναπάμε, μας ξαναψέλνουν τα διάφορα, πάλι Μοσκώφ. Και τότε αναγκάστηκαν να το δεχτούν, αλλά χωρίς να δώσουν εξουσίες, να είναι πρόεδρος της νεολαίας της ΕΔΑ, ο Χρόνης ο Μίσσιος... Μια φορά δίναμε εξετάσεις σε δυο μέρες και εγώ διάβαζα στο σπουδαστήριο των μαθηματικών μέσα. Είχα και γαμπρό μαθηματικό, η αδερφή μου την είχα λογοδοσμένη. Εγώ εκεί διάβαζα και έρχονται, διαδήλωση. Κάτι σχετικό με την Κύπρο. Πήγαμε στη διαδήλωση πενήντα άτομα, οι αστυνομικοί εκατόν πενήντα. Γυρνώ στα γραφεία, τραβώ έναν καβγά. «Μας βγάζετε μέσα από το αναγνωστήριο; Δίνουμε και εξετάσεις. Εδώ, ας πούμε, ήρθαμε να σπουδάσουμε, δεν ήρθαμε μόνο να τρέχουμε». «Ο καλός κομμουνιστής», Χρόνης Μίσσιος, «και τα γράμματα τα προσέχει και τα καθήκοντά του τα πολιτικά τα αντιμετωπίζει». Εγώ ξέροντας ότι πήγε δευτέρα δημοτικού μόνον –ήταν πολύ καλός βέβαια σε όλα–, αλλά με εξορίες και φύλακες και κυνηγητό δεν μπόρεσε να πάει. Δεν πήγε να πάρει ούτε απολυτήριο δημοτικού. Το 'ξερα από την Ειρήνη, που ήταν συνομήλική μου, την αυτή. Λέω: «Εσύ που είσαι καλός κομμουνιστής πήρες απολυτήριο δημοτικού;». Άρχισε: «Προδότης του μπαμπά σου», ένα τέτοιο, ας πούμε, αλλά ο καβγάς έγινε με τον Χρόνη τον Μίσσιο. Ύστερα φυσικά ξεχάστηκαν, συνεχίσαμε την αυτή. Να σε βγάζουν για να πας να ξεφτιλιστείς. Διαδήλωση, να 'ναι αστυνομικοί τριπλάσιοι από αυτούς που κάνουν τη διαδήλωση. Γελούσαν μαζί μας και το θεωρούσαν λαχείο. Θαρρώ ήταν –αν θυμάμαι καλά– με ένα σχέδιο Άτσεσον, αν υπάρχει τέτοια. Όταν κάναμε γενικές συνελεύσεις, οι της ασφάλειας, ένας ξανθός, ξέχασα και τα ονόματά τους. Μητρομάρας θαρρώ. Ήταν εκεί στο χολ του αμφιθεάτρου. Ποιος έμπαινε, ποιος έβγαινε, με ποιον μιλούσες, όλα από πρώτο χέρι. Όλα τα αστυνομικά τμήματα όσοι ήμασταν χαρακτηρισμένοι τα 'χαμε γνωρίσει. Καλούσαν δι' υπόθεσιν σου. Περίμενες, στηνόσουν μια ώρα εκεί, για να σε ταλαιπωρούν, να σου σπάζουν τα νεύρα. Την ημέρα πριν δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, με κάλεσαν από υποψήφιο. Θαρρώ στο 4ο Αστυνομικό Τμήμα, κοντά στον Αϊ-Δημήτρη, εκεί παρακάτω, εκείνη την περιοχή. Τώρα ξέχασα ακριβώς. Με είπαν διάφορα και τα λοιπά. Εγώ τότε ούτε κουβέντα για Αριστερά. Την άλλη μέρα έδωσα εξετάσεις, τέλειωσε. Όταν ξανάδωσε, έδωσε η αδερφή μου και εγώ ήμουν φοιτητής, ακριβώς την προηγούμενη μέρα κάλεσαν και την αδερφή μου. Πήγα και εγώ μαζί της, κηδεμόνας, 6 χρόνια μεγαλύτερος. Λέω: «Τι είναι αυτά; Και εμένα το ίδιο κάνατε, πριν από τις εξετάσεις με καλέσατε. Εξετάσεις έχουμε να δώσουμε αύριο». «Όχι», μου λέει. Λέω: «Με καλέσατε εδώ σε αυτό το γραφείο, αλλά εκεί ήταν το γραφείο και άλλαξαν θέσεις τα τραπέζια». «Ε, φύγε, παλιοκομμούνι» και τα λοιπά. Τελικά πέτυχε η αδερφή με υποτροφία. Αλλά έδιναν δεκατρείς υποτροφίες. Με υποτροφία μπορούσε, ήταν 13 χιλιάρικα. Αυτή βγήκε εντέκατη. Εγώ βγήκα εικοστός έκτος. Λοιπόν, θα πάρει την υποτροφία, θα κάνει και τα λοιπά. Όλα, όλες οι ελπίδες μας ήταν εκεί. 13 χιλιάρικα τότε ήταν λεφτά. 2 χιλιάρικα έπαιρνε ο δημόσιος υπάλληλος τον μήνα. Την ημέρα που έμπαινε να δώσει φυσική, η συμμαθήτριά της από το Σουφλί, αυτή ήταν έβδομη η συμμαθήτρια, ή έβδομη ή τέταρτη, δεν θυμάμαι, άκουσε ότι της ζητούσαν να κεράσει που πήρε την υποτροφία. Την υποτροφία στην αδερφή μου δεν την έδωσαν, κόπηκε. Και με αυτό το που πήγε μέσα, δεν μπόρεσε να βρει ούτε το μοριακό βάρος του διοξειδίου του άνθρακα. Όλο το μυαλό της ήτανε εκεί, έπαθε σοκ. Και κόπηκε, ενώ ήταν πολύ διαβασμένη στη φυσική. Είχε σοκαριστεί. Αυτή τώρα στη δολοφονία του Λαμπράκη, εγώ είχα εξετάσεις και δεν πήγα. Και πήγε και της είπα να προσέχει, πήγε με τον αρραβωνιαστικό μαζί, τον λογοδοσμένο. Με ήθελαν και μένα, γιατί εμένα τα μπράτσα μου ήταν κάπως δυνατά, με φοβόντουσαν, δεν με χτυπούσαν εύκολα, μήπως τυχόν και αντιδράσω. Και με ήθελαν γι' αυτά, δεν πήγα γιατί είχα εξετάσεις. Έγινε αυτό που έγινε και την άλλη μέρα πάνε και οι εξετάσεις. Τρέχαμε στο ΑΧΕΠΑ με τον Λαμπράκη που ψυχορραγούσε. Πήγα εγώ στο σπίτι, αυτή έμεινε με κάτι πατριώτισσες, γιατί εγώ ήμουν, ερχόμουν για λίγες μέρες και εμένα στη ΧΑΝΘ, παλιό μου στέκι. Έφυγα από το σπίτι, της έλεγα: «Κοίταξε, μην πας τώρα και ανακατεύεσαι και τρέχεις εκεί. Είναι επικίνδυνα τα πράγματα, μη βάλεις...». «Και εσύ θα πας». «Ε, πώς θα πάω τώρα, αστειεύεσαι, να πάω εκεί;». Τραβούσα για το ΑΧΕΠΑ, σε λίγο να και η αδελφή στο ΑΧΕΠΑ. Και οι δύο συμφωνούσαμε να μην πάει κανένας, αλλά και οι δυο βρισκόμασταν εκεί. Ύστερα αναγκαστικά γελούσαμε. Τι κάναμε, αλλά εκείνη η αγωνία, δεν μπορούσε να σε κρατήσει μέσα. Μπορεί να φάγαμε χρόνο πολύ με την ενασχόληση αυτή, αλλά εγώ θαρρώ τίποτα δεν πάει χαμένο. Δεν κάναμε την κοινωνία που θέλαμε, ούτε και τη δημοκρατία που θέλαμε, αλλά γι' αυτή τη δημοκρατία που έχουμε, κάποιο πετραδάκι, κάποιο κόκκο στην άμμο εκεί, του ασβέστη που έδινε τις πέτρες, βάλαμε και εμείς. Με αυτή την έννοια. Δηλαδή δεν μετανιώνω για αυτά. Δεν λέω ότι θα τελείωνα, ξέρω γω, μισό χρόνο πιο νωρίς το πανεπιστήμιο.
Εκεί όσο ήσασταν φοιτητής δηλαδή και άλλες φορές η αστυνομία σας ενόχλησε;
Μα όλα τα αστυνομικά τμήματα, όπου κι αν πήγαινα, άλλαζα σπίτια και τα λοιπά, είχα πρόσκληση, επίσκεψη. Όλα τα 'χω μάθει. Τώρα αν πάω στη Θεσσαλονίκη, μπορεί και να βρω, να πω εδώ ήταν κάποτε αστυνομία. Βέβαια άλλαξαν πολλά με τις πολυκατοικίες. Να πας και να βρίσκεις μέσα υπομοίραρχο έναν που ήταν 2 χρόνια μικρότερος από μένα και όταν έβγαινε από τα μαθηματικά, ερχόταν να του λύσω την άσκηση να δει αν την έλυσε σωστά. Εγώ πιο μεγάλος, τότε δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια, και ψάχναν τους παλιούς μαθητές. Και εκεί να σε έχει αυτός να σε ανακρίνει. Να σου χαμογελάει πονηρά ότι είναι εξουσία. Με γύρισες πίσω πολύ, Αλέξη. Εντάξει, ακόμα.
Εκεί οπότε ως οργανωμένος στην ΕΔΑ, που λέτε, τι άλλες πολιτικές δράσεις;
Διαδηλώσεις και αυτά. Γενικές συνελεύσεις που είχαμε, ξέραμε τι θα πει ο ένας, τι θα πει ο άλλος, ο παράλλος. Καθένας αναλάμβανε έναν τομέα, να είναι πλήρης η ανάλυση, όχι άντε άντε, ό,τι μας καπνίσει. Μέσα στην ΕΔΑ εκεί δεν υπήρχαν καρφιά, να πουν ο Χούχος είπε αυτό, είπε το άλλο, έκανε αυτό, έκανε το άλλο. Αλλά έξω που οργανωνόμασταν, είχαμε ένα μόνιμο καρφί. Ό,τι λέγαμε, ό,τι αποφασίζαμε εμείς, μία ομάδα εκεί, την άλλη μέρα καλούσαν εσένα, εμένα, τον άλλο στην αστυνομία. Μία, δυο, τρεις, κάποιος εκεί είπε να αρχίσουμε να απομονώνουμε. Απομονώνουν εσένα, πάλι αυτά που είπαμε έφτασαν στην ασφάλεια. Απομονώνουν εμένα, πάλι έφτασαν. Κάποια φορά απομονώνουν αυτόν που έκανε την πρόταση, χωρίς να ξέρει ότι μαζεύονται. Δεν φτάνει τίποτα, δεύτερη φορά. Ήταν ο πιο φανατικός, αυτός έκανε την πρόταση για να γλιτώσει και πιάστηκε από αυτά. Όταν μετά τελείωσε, μπήκε στον «Δημόκριτο». Για να μπεις στον «Δημόκριτο» ήθελες δέκα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Έγραψε και ένα βιβλίο σχετικό με τη φυσική, τώρα δεν θυμάμαι. Κυματική, τι ήταν. Το γυρνούσε. Ήρθε εδώ, ποιοι είναι εδώ φροντιστές και τα λοιπά. Πάει στου Στοΐδη το μαγαζί, δεν ξέρω αν θυμάσαι τον Στοΐδη, βιβλιοχαρτοπωλείο. Από το «Άλφα», τον κινηματογράφο, δίπλα ήταν, και εγώ πάνω στο «Άλφα» είχαμε τα φροντιστήρια. Πάει εκεί, λέει: «Ποιοι είναι εδώ φροντιστές;» και τα λοιπά. «Χούχος Χρήστος». «Α, ο Χούχος Χρήστος είναι;». Άφησε το βιβλίο, «Να εδώ πάνω -του λέει- είναι, να ανεβείς». «Α, θα φύγω βιαστικά». Άφησε το βιβλίο του για μένα, αλλά δεν [00:40:00]σταμάτησε να με δει. Είχε τη φωλιά του λερωμένη. Μακρυγιάννης. Τον ξέρουν περισσότερο σαν Φενάκη. Όταν μιλούσε, έλεγε: «Αυτό είναι φενάκη». Και το όνομα Μακρυγιάννης, Γιώργος Μακρυγιάννης, το όνομα δεν το χρησιμοποιούσαμε, λέγαμε η Φενάκη.
Οπότε αφού αποφοιτήσατε από το πανεπιστήμιο, μετά πήγατε στον στρατό;
Όχι, διορίστηκα χωρίς να πάω στον στρατό. Λόγω έλλειψης φυσικών και μαθηματικών διοριζόμασταν πριν στρατευθούμε, με στόχο να υπηρετήσουμε ένα εξάμηνο βασική εκπαίδευση. Ήταν ένα πρόγραμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, του πρώτου. Τώρα μασουλάω και θα γράφει, έχουμε παρεμβολές, συγνώμη.
Δεν πειράζει. Και πού διοριστήκατε;
Διορίστηκα στην Ξάνθη. Η επιθεώρηση τότε ήταν στην Κομοτηνή. Επιθεωρητής ένας θεολόγος, Παπαχριστόπουλος. Γκραν ανόητος. Τώρα μακαρίτης είναι, δεν θα με ακούει εκεί που βρίσκεται. Ένας φίλος μαθηματικός, τότε ήμασταν δυσεύρετοι, να διοριστεί. Αν δεν διοριζόταν θα πήγαινε φαντάρος. Αυτός, δεν ξέρω, επειδή είχε έναν δεσμό ήθελε να διοριστεί στην Ξάνθη για να πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, στον δεσμό του. Του λέει: «Θα σε στείλω στην Ορεστιάδα». «Δεν δέχομαι. Αν με πάτε στην Ξάνθη, δέχομαι. Αλλιώς δεν θα δεχθώ». «Δεν γίνεται, εμένα δεν με εκβιάζει κανένας», άρχισε τα αυτά, δεν ορκίστηκε. Σηκώθηκε, έφυγε, εγκατέλειψε. Πάω εγώ. «Θα σας στείλω στα Δίκαια, θα πάτε;». «Βεβαίως». Έπρεπε πάση θυσία να πάω. Θα πάω. «Κάθισε. Μάλλον στη Σαμοθράκη θα σας στείλω, θα πάτε;». «Ναι, θα πάω». Παραξενεύτηκε. «Ε, τότε θα σας στείλω στην Ξάνθη». Δηλαδή τώρα δεν είναι ανόητος αυτός; Και με έστειλε στην Ξάνθη. Αυτό το ανόητος το διαπίστωσα πολλές φορές αργότερα, τι φελλός ήτανε και πώς λειτουργούσε. Παπαχριστόπουλος. Είχαμε αργότερα όμως και επιθεωρητές στην Κομοτηνή που άξιζαν. Έστω και αν ήταν φιλόλογοι, σύμφωνα με τη δική μου νοοτροπία στα φιλολογικά, άσ' τα κατά μέρος.
Οπότε πείτε μου έτσι λίγο για τη δουλειά στην Ξάνθη, πώς ήτανε;
Στην Ξάνθη ήμασταν λίγοι. Δεν επαρκούσαμε. Συμπληρώναμε όλο το ωράριο. 36 ώρες, εξάωρα ήταν τότε, τη βδομάδα, και το Σάββατο δουλειά. Το απόγευμα ήταν η τεχνική σχολή. Και στην τεχνική σχολή μαθήματα. Και έφτασα να κάμνω μάθημα 52 ώρες. Εκεί όλο το απόγευμα κι όλο το πρωινό. Τη φυσική στο Λύκειο Θηλέων και μαθηματικά στην πρώτη γυμνασίου στο Αρρένων. Ήταν τέσσερα τμήματα, τα τρία είχα πάρει εγώ,12 ώρες στο γυμνάσιο, και το τέταρτο το πήρε κάποιος Σπανός. Πενήντα οκτώ οι μαθητές στο τμήμα. Τρία πενηνταοχτάρια είχα. Αυτόν τον ανόητο που σου λέω, πήρε ανώνυμο γράμμα, τι; Ότι εγώ είμαι κόφτης. Κόβω πολλούς. Ήρθε: «Κύριε Χούχο, έχω μια καταγγελία για σας, ότι κόβετε πολλούς». Εγώ εν τω μεταξύ στην Γ' Λυκείου δεν τους είπα, δεν έκοβα κανέναν. «Αλλά -τους λέω- δεν θα σας κόψω». Θα εγκατέλειπαν εντελώς. Τι να τον κόψω, τι, θα γίνει καλύτερος στη Γ' Λυκείου που έφτασε; «Στη Γ' Λυκείου πόσα κόβετε;». «Καμιά». «Στη Β' Λυκείου;». «Επτά κόβονται, πέντε μένουν μετεξεταστέοι, οι δυο μένουν στάσιμοι. Έχουν κι άλλα μαθήματα». «Στην Α' Λυκείου πόσους κόβετε;». «Εννιά. Οι τρεις μένουν, οι έξι στάσιμοι». Είπα τα νούμερα τώρα, και αν δεν τα θυμάμαι ακριβώς, εκεί. «Γιατί εμένα μου είπαν κόβετε;». «Κάνω -λέω- και στο Γυμνάσιο Αρρένων». «Εκεί τι κάνετε;». «Εκεί -λέω- το ένα τμήμα έχει πενήντα οκτώ, κόβω δεκαεπτά». Δεν ξέρω πόσοι είναι μετεξεταστέοι και πόσοι μένουν στάσιμοι. Όποιον δεν έκανε τον έκοβα. «Άλλο;» «Το δεύτερο τμήμα -λέω- πάλι πενήντα οκτώ, κόβω είκοσι τέσσερις». «Ω, πολλοί. Το τρίτο τμήμα;». Είπα ότι κάνω τρία τμήματα. «Τριάντα δύο κόβω». «Ωχ». Αλλά δεν λυπάμαι, γιατί μαθητής που τον έκοψα έγινε υπομηχανικός μετά. Έγινε και καλός στα μαθηματικά. Δεν ήξερε σαν και εμένα το παιδί ότι χρειάζεται και διάβασμα. Την πρώτη χρονιά τους είχα βάλει επτά διαγωνίσματα και δεν μου έγραψε πάνω από 2 σε κανένα. Τη δεύτερη χρονιά πέντε διαγωνίσματα, κάτω από 15 δεν μου έγραψε σε κανένα. Αυτός που, τώρα μην πω και όνομα, μου έγινε γνωστός και φίλος μετά. Δηλαδή το παιδί ήρθε από χωριό, δεν ήξερε ότι θέλει και διάβασμα. Αυτός ήταν και ο Παπαχριστόπουλος που σου λέω. Αλλού πού να πάμε;
Ως καθηγητής που ήσασταν σας επηρέασε η πολιτική σας ιδεολογία στα επαγγελματικά;
Δεν ξεχώρισα καμιά φορά μαθητές από το τι ήταν οι μπαμπάδες τους ή αυτοί. Και όταν ακόμα ήξερα ότι είναι γιος αστυνομικού, ούτε να κοιτάξω να τον ευνοήσω, για να έχω την ευμένεια του διοικητή της αστυνομίας, ούτε να τον χτυπήσω για να βγάλω το άχτι μου, τι φταίει το παιδί. Επειδή εμένα με κυνήγησαν πολλές φορές δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα χτυπήσω το παιδί για λογαριασμό του μπαμπά. Κάποτε με έβαλαν υποψήφιο. Εδώ ήταν ο Κιντζονίδης και είχε μία κόρη στην τράπεζα. Και επειδή είχαν λογαριασμούς με τον Μπαλτατζή, την παίρνουν και τη στέλνουν με απόσπαση, μετάθεση στη Θάσο θαρρώ. Του Κιντζονίδη την κόρη. Λοιπόν, δεν ξέρω γιατί πήγα στον Κιντζονίδη να ζητήσω να επισκεφτώ τα εργοστάσια σαν υποψήφιος και τα λοιπά. Μου λέει: «Κύριε Χούχο, με αυτές τις καταστάσεις να στέλνουν τώρα την κόρη μου εκεί;». Αμάν. Πιάνω τον Μπριστογιάννη, έναν που είχε το ΠΑΣΟΚ στο αυτό υπεύθυνο για όλα τα συνδικαλιστικά και όλα αυτά. Τηλέφωνο, του λέω: «Σήμερα έχετε υποψήφιο στην Ξάνθη. Αν δεν γυρίσει πίσω η Κιντζονίδου, αύριο δεν θα έχετε υποψήφιο. Δεν μπορώ εγώ να ξεφτιλίζομαι για ανοησίες κάποιων συνδικαλιστών σας εδώ». «Περίμενε, σύντροφε, περίμενε». Κολοκύθια, μέσα σε 20 λεπτά ήρθε η απάντηση ότι ακυρώθηκε η αυτή. Κατάλαβε ότι μιλώ σοβαρά, δεν αστειεύομαι. Ο δε Κιντζονίδης από κει και πέρα με είχε στα ώπα ώπα.
Εγώ εννοούσα εσάς από την υπηρεσία αν είχατε προβλήματα.
Από την υπηρεσία δεν νομίζω να είχα. Τώρα μια χρονιά ήρθε και με επιθεώρησε κάποιος που έγινε μετά και δημοτικός σύμβουλος στη Θεσσαλονίκη. Ντινόπουλος, ένα τέτοιο όνομα. Έπεσε στη χημεία, που εγώ δίδασκα 11-12 ώρες χημεία. Ήξερα και ασκήσεις απέξω και αυτά. Οι μαθήτριες που ήταν εκεί με πολλή συμπάθεια με έβλεπαν και ήθελαν να βοηθήσουν. Κινήθηκαν μες στο τμήμα, όλο ζωντάνια ήταν το τμήμα. «Και μπράβο και μπράβο, κύριε Χούχο, πολύ ωραία, πολύ ωραία και τα λοιπά. Μόνον ένα λαθάκι κάνατε». «Παρασκευή υδροχλωρικού οξέος», τι ήταν, «γίνεται στους...», είπα εγώ με τους καταλύτες κτλ., δεν θυμάμαι τώρα, στους 250, και χωρίς, 350, τα νούμερα. Μου λέει: «Όχι, λάθος το είπατε». Πάμε να ανοίξουμε βιβλίο, το βρίσκουμε ότι έχω δίκιο. Άρχισε πάλι τα λιβανίσματα. Έφτασε, τελειώσαμε, επιθεώρησε και τους άλλους καθηγητές, αλλά με πολύ δέος. Λέω έτυχε αυτό που είχα δουλέψει τόσο, και οι μαθήτριες σκίστηκαν για να δείξουν ενδιαφέρον, να κινηθούν. Έρχεται να μας βαθμολογήσει. Μας κάλεσε εκεί. Βαθμός πτυχίου 6. Βαθμός εν τω στρατεύματι, πυροβολητής σκαπανεύς. «Δηλαδή -του λέω- κύριε επιθεωρητά, ανθυποφαντάρος». Βγάζουμε... Η δε Λομέφ έκλαιγε, τα 'χε κάνει πατάτες, μούσκεμα. Ήρθε η βαθμολογία, εμένα 46, άθροισμα 55 βαθμούς έβαζαν. Τη Λομέφ 49. Εκεί μέσα έλεγε: «Τους βοηθάτε, κύριε Χούχο, πριν αρχίσει αυτή η σύσταση του ανθυποφαντάρου» κτλ. Τζημορώτας ήταν αυτός, τέλος πάντων. [00:50:00]Και μετά από αυτό, όταν μου βάλαν τους βαθμούς, εγώ μετά από λίγο ξαναβγήκα στα φροντιστήρια, δεν με ένοιαζε. Δηλαδή όταν τον συνάντησα εδώ που ξαναήρθε, εγώ φροντιστής πια, φρόντισα να τον συναντήσω να του πω: «Γεια σας, κύριε Ντινόπουλε». «Τι κάνεις παιδί μου;». «Φροντιστήρια κάνω, έφυγα από το σχολείο». «Α ναι, ναι. Κάτι είχα ακούσει», μου λέει. Αυτός ήταν δεξιός και της εκκλησίας φανατικός. Το να 'ναι της εκκλησίας με γεια του με χαρά του, ανεξάρτητα αν πιστεύω λίγο ή πολύ ή και καθόλου, αλλά το να εργαλειοποιεί τη θέση του με αυτό τον τρόπο, να κυνηγάει δηλαδή ανθρώπους που διαφέρουν από αυτόν, αυτό δεν μετράει, δεν πιάνει.
Εσείς από το σχολείο πότε φύγατε;
Ποτέ βγήκα στη σύνταξη;
Γιατί τώρα λίγο μπερδεύτηκα...
Με έδιωξε η χούντα. Ξαναγύρισα το '74-'75, '74. Έφυγα το '77 πάλι στα φροντιστήρια. Ξαναγύρισα το '87, ξαναδιορίστηκα και υπηρέτησα στην Τεχνική, στο 2ο Λύκειο, στα Άβδηρα και τα λοιπά, και από το '97 πήγα διευθυντής στο Λύκειο Γλαύκης. Όλοι οι μαθητές μουσουλμάνοι. Κι από κει σύνταξη το 2005.
Οπότε αυτό θέλω να μου πείτε, για την απόλυση από τη χούντα και πώς θυμάστε τη χούντα...
Α, πώς έμαθα την απόλυσή μου. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1975. Ήταν η μέρα που είχα τα γενέθλιά μου. Ήμουν απογευματινός στο σχολείο σαν καθηγητής, βγήκα πήρα μια εφημερίδα «Μακεδονία», γιατί έλεγε ότι θα γίνουν απολύσεις, τις έχει η εφημερίδα, να δω τι γίνεται. Διαβάζω στην κουζίνα, όπου η πεθερά μου μαγειρεύει, ξαπλωμένος σε έναν καναπέ, την εφημερίδα. Διαβάζω ένας Γιάννης, φιλόλογος απ' την Καβάλα, πολύ καλός φιλόλογος, απολύθηκε. Έτσι, στραβομουτσουνιάζω, πικραίνομαι. Τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ το επώνυμό του. Προχωρώ, διαβάζω Χούχος Χρήστος απολύεται. Αμάν. Ήταν τα γενέθλιά μου και όλα τα κακά εκείνη την ημέρα μου πέφταν. Λοιπόν, απολύεται. «Τι έγινε -με είδε η πεθερά μου εκεί-, τι έγινε, Χρήστο;». Λέω: «Με απέλυσαν και μένα». «Τώρα τι θα κάνεις;». Λέω: «Θα δούμε. Εγώ δούλεψα και οικοδόμος. Δεν θα δουλέψει ο Παττακός στις οικοδομές, θα δουλέψω στις οικοδομές». Αχ, φαρμακώθηκε η γυναίκα. Το ίδιο απόγευμα... να συνεχίσω όμως αυτό. Μετά από λίγες μέρες, 16 Μαρτίου, έφτασε το χαρτί της απόλυσης στην επιθεώρηση. Είχε πρωτόκολλο 16 Απριλίου το πρωί. Ώρα 11:00 είχε φτάσει στο σχολείο εδώ. Ώρα 11:00, λοιπόν, έκανα τρίτη ώρα μάθημα ή τέταρτη σε μια τάξη, ήρθε ο διευθυντής να με βγάλει από την τάξη. Με φώναξε στο γραφείο, μου λέει: «Ήρθε η απόλυσή σας». Λέω: «Εντάξει, το ξέρω ότι θα 'ρθει, θα πάω να χαιρετίσω τους...». «Όχι, όχι», με κυνηγούσε από πίσω. Πήγα στην τάξη να χαιρετίσω το τμήμα που έκανα μάθημα και αυτός από πίσω. Δεν με προλάβαινε βέβαια, γεραλέος αυτός. Επήγα, είπα στα παιδιά ότι φεύγω, συνεχίστε να διαβάζετε, τα καθηγητικά αυτά που λέμε. Έπεσε κλάμα από ό,τι άκουσα, έμαθα εκ των υστέρων. Αλλά σου λέω, μέσα σε τρεις ώρες, δεν καθυστέρησαν ούτε λεπτό, το έστειλαν να απολυθώ. Και όταν πήρα στη σύνταξη, λέω στον εδώ επιθεωρητή, ας μην πω το όνομά του, ζει αυτός, να μην τον εκθέσω. Λέω: «Ώρα 08:00 το παρέλαβαν, ώρα 11:00 έφτασε εδώ». Μου λέει: «Με φαξ», τότε φαξ δεν υπήρχε. «Τι φαξ μου λες, ήρθε με φαξ αυτό;» κτλ. Ήρθε επειγόντως, στο λεωφορείο το πήγαν για να φτάσει, μη δουλέψω καμιά ώρα παραπάνω, κάνω κανέναν κομμουνιστή. Από κει και πέρα, πήγα φαντάρος, επειδή δεν είχα υπηρετήσει, και πήγα σχετικά γρήγορα. Δηλαδή Φεβρουάριο, τον Απρίλιο στρατεύτηκα. Μάρτιο έφυγα, 16, τον Απρίλιο στις 21-22 βρέθηκα στην Κόρινθο. Εκεί κυνηγημένοι, καψόνι φοβερό. Γιατί μας ήξεραν όλους, ήμασταν, είχαμε σημάδια. Και δεν μπορούσες και να μιλήσεις, χούντα. Πέρασαν όμως. Από κει στα Γρεβενά, όχι, στάσου. Στη Θήβα στην αρχή, για την ειδικότητα του πυροβολητή, και από τη Θήβα στη Λιβαδειά, γειτονιά με τη Θήβα, για την ειδικότητα αυτή που ανέφερα. Μετά μετάθεση στα Γρεβενά. Μόλις τελείωσε η βασική εκπαίδευση. Εκεί ήμουν τυχερός, γιατί ο υποδιοικητής που εκτελούσε χρέη διοικητή ένα διάστημα, ένας Κρητικός, Καπετανάκης Αθανάσιος, αργότερα το έμαθα, που απολύθηκε και αυτός, με πρόσεξε όσο τίποτα άλλο. Η κόρη μου η πρώτη ήταν στον δρόμο και έπρεπε να παντρευτούμε, μου έδωσε διπλή 48ωρη, για να έρθω να παντρευτώ. Και γύρισα στα Γρεβενά, νοίκιασα ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι και έκανα τη σκοπιά μου και έβγαινα έξω να πάω στη γυναίκα μου. Με φρόντισε όσο τίποτα άλλο. Αργότερα κατάλαβα γιατί το έκανε αυτό.
Εσείς πριν τη χούντα, που είστε στην Ξάνθη για λίγο, είχατε κάποια πάλι εμπλοκή με την ΕΔΑ και για αυτό σας απέλυσαν;
Όχι, δεν είχα καμία εμπλοκή. Με απέλυσαν επειδή... Αυτοί ήθελαν χειροπιαστές δράσεις. Εμένα με διόρισαν, γιατί είχα την τύχη ο ανιψιός ενός μπάρμπα μου να είναι διοικητής Ασφάλειας Έβρου. Χωρίς να με εκθέσουν, αφού έλεγε: «Αυτός είναι φασίστας. Πρόσεχε». Για να μη με εκθέσει και δεν με εξέθεσε. Επειδή δεν είχαν χειροπιαστά αυτά. Αυτοί θέλουν να μπεις και να γίνεις και καρφί. Άμα δεν γίνεις καρφί... Τώρα όταν ας πούμε διαβάζουν ότι εκεί ήσουν με τον Στεφάνου στο μοναστήρι, ήσουν με εκείνον και με κείνον, σ' τα διαβάζουν, λες ήμουν με κείνον και με κείνον. Αυτό δεν είναι κάρφωμα. Σου αραδιάζουν τα ονόματα. Ε, λέω δεν ξέρω αν ήταν και άλλοι, μπορεί να πέρασαν και άλλοι από κει, αλλά εμείς πίναμε κρασάκια, ρετσίνες, ποιος κοιτάζει και τα λοιπά. Δεν ήθελαν και να με ζορίσουν, γιατί ήταν ο διοικητής μιλημένος.
Αυτό που λέτε δηλαδή πότε έγινε;
Αυτό, ο διορισμός έγινε το '65.
Οπότε μετά που τελειώνετε και το φανταρικό, εν μέσω χούντας, γυρνάτε πάλι στην Ξάνθη και δουλεύετε.
Και κάνω παράνομα φροντιστήρια. Και ένας φίλος μου, μακαρίτης τώρα, ο Τακούτσικος ο Πασχάλης, που ήταν διορισμένος στο Διδυμότειχο, από την Α' Γυμνασίου ήμασταν μαζί φίλοι, παραιτείται από το σχολείο, έρχεται, βγάζει άδεια φροντιστηρίου, εγώ είχα παράνομα μαθητές και κάναμε τα φροντιστήρια. Και μετά ανοίξαμε τα φροντιστήρια «Ηράκλειτος», αλλά ο Πασχάλης δεν δέχτηκε. Εκεί χώρισαν οι αυτοί μας. Και φτιάξαμε τον «Ηράκλειτο» με τον Μπρούμπη και ο Πασχάλης έκανε το δικό του φροντιστήριο. Αργότερα διαχώρισα εγώ τη θέση μου από τον «Ηράκλειτο», πήγα με τον Πασχάλη, αλλά ήρθε ο διορισμός, ήταν αυτή μες στη συμφωνία με τον Πασχάλη, και πήγα ξανά στο δημόσιο. Με είχαν κουράσει τα φροντιστήρια.
Άρα όσο κρατά η χούντα και δουλεύετε έτσι έχετε άλλα προβλήματα από το κράτος;
Με καλούν στην ασφάλεια, που έκανα φροντιστήρια παράνομα, πριν έρθει ο Πασχάλης. Ένας Αντωνόπουλος, διοικητής ασφαλείας. «Και εάν ξανακάνεις φροντιστήρια, θα σε βάλω 2 μέτρα κάτω από τη γη. Θα σου κόψω το κεφάλι». Διάφορα τέτοια, απειλές. Αμάν. Μέσα στις μαθήτριες και στους μαθητές που είχα, ήταν και κόρη του διοικητή, του στρατιωτικού διοικητή, του Σκουτερόπουλου. Σκουτεροπούλου. Εγώ δεν ήξερα ότι Σκουτερόπουλος είναι στρατιωτικός διοικητής, που να ξέρω, Σκουτεροπούλου, στρατιωτικού. Ήξερα ότι ο Γρίμπας ο Γιάννης έχει σχέσεις με αυτούς. Πάω, του λέω «Γιάννη, με διώξαν, έτσι και έτσι, με απείλησαν να μην κάνω ξανά φροντιστήρια. Άκουσα ότι έρχεται εδώ ο στρατιωτικός διοικητής». Ακουγόνταν αυτά. «Ο Σκουτερόπουλος;», μου λέει. Λέω «Δεν ξέρω πώς τον λένε, Σκουτερόπουλο; Έχω μαθήτρια Σκουτεροπούλου». Αμάν. [01:00:00]Αυτή εν τω μεταξύ άρχισε με 12, 13, 14, και στα δύο διαγωνίσματα που της έβαλα έγραψε 18άρια, 19άρια, 20άρια, πολύ καλά. Ο μπαμπάς χέστηκε. «Λοιπόν, περίμενε» λέει «το απόγευμα θα έρθει αυτός, ο Σκουτερόπουλος, περνάει τα απογεύματα». Έστησα λοιπόν στο μαγαζί του Γιάννη του Γρίμπα. Μόλις έφτασε, μας σύστησε. Λέει «Έχει ένα πρόβλημα ο Χρήστος». Λέω «Με κάλεσε ο διοικητής ασφάλειας και με σταμάτησε να κάνω φροντιστήρια». «Ξέρω» λέει «και θα σε ρωτούσα. Γιατί η κόρη μου δυο μέρες, τρεις, δεν έχει φροντιστήριο». Αμάν. «Έλα» μου λέει «αύριο το πρωί στο διοικητήριο». Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο διοικητήριο. Πάω να δώσω την ταυτότητα, είπαν από κει ότι... Στέλνει τον υπασπιστή του να με πάρει χωρίς να αφήσω ούτε ταυτότητα. Πονηρός Κορίνθιος, να μη φανεί ότι έχει σχέση. Μπαίνω λοιπόν μέσα, είπα την ιστορία, τι έχω και τα λοιπά. Παίρνει τηλέφωνο τον διοικητή ασφαλείας. Ο Αντωνόπουλος αυτός του λέει: «Τι λέτε, κύριε διοικητά; Ο Χούχος αποτελεί κεφάλαιο για την Ξάνθη». Κλείνει. «Τούτος μου λέει ότι αποτελείς κεφάλαιο για την Ξάνθη». Και εκεί είπα: «Γι' αυτό» λέω «είπε ότι θα μου κόψει το κεφάλι, θα με βάλει 2 μέτρα κάτω από τη γη». Τέλος πάντων, με τα πολλά μου λέει «Πήγαινε, θα δουλέψεις αύριο». Ώσπου να κατεβώ και να φτάσω στο σπίτι, εκεί πλατεία Αντίκα που είναι, ο Λάμπρου, που ήταν της ασφαλείας, ένας της ασφαλείας, είχα αργότερα την κόρη του μαθήτρια, είχε φτάσει στο σπίτι να μου δώσει πρόσκληση για την ασφάλεια να πάω, με ζητάει. Φυσικά ένα γεια σου είπα μέσα, τη γυναίκα μου ή την πεθερά μου, ανάλογα ποιους βρήκα. Πήγα στην ασφάλεια: «Κύριε Χούχο, τι θα πάρετε, καφέ, πορτοκαλάδα;». Και έκλεισε εκεί το θέμα, γύρισα. «Και εμείς θέλουμε να δείξετε», να πω και ένα αμάρτημά μου, «εθνική συμπεριφορά. Θα σας πει ο κύριος Χρηστίδης». Λέει ο Χρηστίδης, του Γιάννη του Χρηστίδη ο μπαμπάς, Χρήστος Χρηστίδης: «Πάρε καμία εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος" να 'χουμε κάπου να πατήσουμε και εμείς». Γυρνώντας λοιπόν από την πλατεία παίρνω μία εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», την τυλίγω, την τυλίγω, την έκανα μακαρόνι εκεί, αλλά εγώ ήξερα ότι είναι «Ελεύθερος Κόσμος», με έκαιγε. Όταν προχώρησα και βρήκα το πρώτο καλάθι, καμιά δεκαπενταριά, 20 μέτρα από κει που την πήρα, από κάποιον εφημεριδοπώλη Πρόδρομο, εκεί την έκοψα στα δυο και την πέταξα μες στο καλάθι. Την άλλη μέρα περίμενα τον Χρηστίδη να γυρίσει από την υπηρεσία του το μεσημέρι, να του πω: «Χρήστο, δεν μπορώ να παίρνω εφημερίδα. Νιώθω ότι κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να παίρνω». «Κάτσε» λέει «καλά, μην ανησυχείς, θα τα φέρω βόλτα εγώ». Και με στήριζε αφάνταστα. Ίσως με το αζημίωτο, τον Γιάννη τον φρόντισα πολύ. Πλήρωνε, δεν λέω αυτό.
Το γεγονός ότι είχατε απολυθεί και ήσασταν χαρακτηρισμένος, αυτό εν μέσω χούντας προκάλεσε τον κοινωνικό σας περίγυρο, κάποιους να σας απομακρύνουν, ας το πω, ή να είναι πιο επιφυλακτικοί;
Οι περισσότεροι ήρθαν πιο κοντά μου, δεν με απομακρύναν. Ακόμα και δεξιοί με στήριζαν φροντιστηριακά. Δεν με απομάκρυναν καθόλου. Δεν ξέρω σαν εξαιρέσεις αν υπήρξαν και δεν τις έχω αντιληφθεί. Τι να πω. Εκείνο που έγινε είναι, επειδή ήμουν διωγμένος, σε όλους τους κυρίως τους καθηγητές, που τους ήξερα και με ήξεραν, ήμουν πρόσωπο εμπιστοσύνης. Αντάμωνα, λοιπόν, κάποιον καθηγητή, με ήξερε που με έδιωξε η χούντα, άρχιζε τα αντιχουντικά του. Έβγαζε το άχτι του, όλα σε μένα. Ένας Εφραιμίδης, μαθηματικός, Γιάννης Εφραιμίδης, με την αδερφή του ήταν η αδερφή μου φίλη, και με τον αδερφό του ο γαμπρός μου φίλος. Εγώ τους ήξερα όλους, αλλά ως εκεί. Με ανταμώνει εκεί δίπλα στο 1ο Γυμνάσιο, τώρα τι είναι, Ανδρέου Δημητρίου, εκεί στο σχολείο. Με τη γυναίκα μου έκανα το βράδυ ώρα 10-10:30 βόλτα. Ο Γιάννης, και αρχίζει τη συζήτηση, βγάζει το άχτι του. Και αυτός ήταν δημοκράτης. Και μετά λέει: «Ρε Χρήστο, έκανες κάτι για να ξαναδιοριστείς;». Του λέω «Όχι, ρε Γιάννη». «Ε, κάτι πρέπει να κάνεις». Λέω: «Να σου πω. Μπορώ να κάνω». «Τι μπορείς να κάνεις;». «Να πάω» λέω «να πω αυτά που μου είπες εσύ, να διώξουν εσένα, να πάρουν εμένα». Αμάν, πάγωσε ο άνθρωπος. Η γυναίκα μου που ήταν μαζί στο σχολείο, του λέει: «Όχι, πλάκα σου κάνει». Δηλαδή το διασκεδάζαμε κιόλας. Είχα αυτή την τύχη, ας πούμε, ότι όλοι οι αντιχουντικοί να εκδηλώνονται σε μένα και να παίρνω κι εγώ θάρρος.
Θα λέγατε ο κόσμος στην Ξάνθη υποστήριζαν τη χούντα ή ήταν αρκετοί που κρυφά ήταν κατά;
Ο κόσμος στην Ξάνθη ήταν περισσότερο αντιχουντικός, γιατί ακόμα και δεξιοί ήταν αντιχουντικοί. Οι κεντρώοι ήταν σίγουρα αντιχουντικοί. Ξέρω γω, Κουρτίδης, Ξυνίδης, Ροδίου, κεντρώος ήταν παλιά ο Ροδίου. Όλοι αυτοί ήταν αντιχουντικοί. Κάποτε ένας από αυτούς τους δικηγόρους μιλούσε στη Μάνδρα. Εγώ είχα πάρει αυτοκίνητο και είχαμε δυο άλλους Μανδρινούς, με τον κλητήρα εκεί τον υδραυλικό, και με τον γραμματέα. Ο γραμματέας ήταν κουμπάρος, ο κλητήρας ήτανε φίλος, πήραμε βάρκα και ψαρεύαμε. Γυρνάμε και βρίσκουμε μόλις είχε τελειώσει μία ομιλία του δικηγόρου. Πρόεδρο είχαν κάποιον θαρρώ Παπαδόπουλο στη Μάνδρα, ο οποίος επειδή με τον γραμματέα του και τον κλητήρα του εγώ πήγαινα στα ψάρια, είχαμε γίνει και φίλοι. Τρώγαμε και ψάρια μαζί. Πήγαμε να φάμε, να πιούμε μετά από την ομιλία. «Πώς ήταν η ομιλία;». «Καταπληκτική, μια ώρα μιλούσε, τίποτα δεν καταλάβαινες». Ο δικηγόρος προφανώς, καθαρεύουσα πλήρη, για να μην καταλαβαίνουν τι γίνεται. Και γελούσαμε με αυτά τα πράγματα.
Την πτώση της χούντας πώς τη θυμάστε;
Τα πανηγύρια θυμάμαι. Τη θυμάμαι πολύ έντονα, αλλά είχα και μία ανησυχία μήπως ξαναέρθουν. Είχα αυτή την ανησυχία, ιδιαίτερα όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ. Μια φορά που μίλησαν για πραξικόπημα, κρυφτήκαμε κιόλας. Το υπόγειο εκεί στην πλατεία Αντίκα έγινε το στέκι, μια ολόκληρη νύχτα, είπαν για σταγονίδια τότε, τι είχανε γίνει. Πολύ ανακατεμένα τα είπαμε.
Λίγο, ναι, αλλά δεν πειράζει. Για να συνεχίσω εκεί, θα λέγατε που πέφτει η χούντα, όσους ήταν ανοιχτά χουντικοί στην πόλη μετά πώς τους αντιμετώπιζε ο κόσμος;
Δεν νομίζω να κυνήγησε κανέναν, δεν κυνήγησαν κανέναν. Δεν είδα κάποιο κυνηγητό. Βέβαια πολλοί φοβήθηκαν εκεί ότι θα κυνηγηθούν, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Δεν υπήρξε τέτοια διάθεση.
Εσείς θα λέγατε ότι με αυτές τις εξελίξεις νιώσατε δικαίωση;
Τώρα θα ήθελα πολλά περισσότερα σίγουρα, αλλά και αυτό ήταν κάτι το πολύ σημαντικό. Γιατί τότε φοβόμασταν ότι θα κρατήσει η χούντα όπως τόσες άλλες χούντες. Εύκολα δεν πέφτουν. Αλλά ήμασταν τυχεροί εμείς, άτυχοι οι Κύπριοι. Γιατί οι ηλιθιότητες της χούντας τους σταύρωσαν, τους διέλυσαν. Πλήρωσαν οι Κύπριοι για τη δική μας απελευθέρωση. Α, και κάτι άλλο. Είχα έναν παιδικό φίλο, πέντε της στενής παρέας. Αυτός Δεξιά. Τότε δεν μας πείραζε τι είναι, ήμασταν φίλοι. Αυτό δεν ενόχλησε εμένα, κανέναν. Όταν μέσα στη χούντα κάποια φορά που άκουγα Deutsche Welle, ο Βίλι Μπραντ είπε ότι αυτά τα καθεστώτα πέφτουν μετά από ένα εθνικό σοκ. Έτυχε να πάω στο Σουφλί. Πήγα στον φίλο μου, ένα μαγαζάκι είχε. «Γεια σου, Χρήστο», «Θανάση». «Τώρα δεν είσαι ευχαριστημένος από την εθνική κυβέρνηση;». «Τι λες, ρε Θανάση» του λέω. «Αυτούς εδώ τους πληρώσαμε ακριβά, συμφορά για τον τόπο είναι αυτοί εδώ». Και μετά από λίγο ήρθε η απόλυσή μου, καίτοι αποχαρακτηρισθείς, χαρακτήρισε την εθνική κυβέρνηση σαν συμφορά για τον τόπο. Εγώ δεν είχα πει πουθενά αλλού, αυτό. Και ο φίλος μου ο Χρηστίδης μου λέει: «Να προσέχεις τους φίλους σου». Γιατί μου το είπε. Όταν τα συνδύασα τα δύο, αυτό το να προσέχεις τους [01:10:00]φίλους σου ήταν ενίσχυση, γιατί εγώ ήξερα δεν είπα πουθενά ότι θα τους πληρώσουμε ακριβά και είναι συμφορά για τον τόπο. Είπα στον παιδικό φίλο. Που αυτόν προφανώς τον έβαλαν κοντά μου και τον κράτησαν, πρέπει να ήταν μισθωτός. Γιατί τους άλλους τους έλεγε να μην κάνετε παρέα με τον οργανωμένο της ΕΔΑ, έναν δάσκαλο φίλο μου, «δεν θα διοριστείς». Άλλον το ίδιο και αυτόν. Αυτός καμιά φορά δεν δημιούργησε τέτοιο πρόβλημα. Ο δάσκαλος έλεγε: «Τι λες ρε, εγώ με τον αδερφό μου δεν θα κάνω παρέα; Τι με νοιάζει εμένα τι πιστεύει; Με γεια του με χαρά του. Εμένα είναι αδερφός μου ο Χρήστος». Και έτσι ήταν, μαζί. Αυτός τίποτα, καμιά φορά δεν μου ανέφερε ότι τον ενόχλησαν. Πιθανόν να ήταν. Από κει και πέρα εγώ όσες φορές πήγα στο Σουφλί, απέναντι στην κόρη άλλου μακαρίτη φίλου πήγαινα. Είχε φαρμακείο αυτή. Πήγαινα να τη δω. Και μια φορά δεν είπε: «Χρήστο, γιατί δεν έρχεσαι, απέναντι είναι το μαγαζί», με έβλεπε. Ούτε γεια σου του είπα. Τι συμβαίνει, γιατί δεν είπε: «Χρήστο, τι έγινε, τι έχεις μαζί μου;». Εγώ πήγαινα και δεν τον μιλούσα. Ήταν δύσκολα τα χρόνια. Όταν τώρα έρχονται στη μνήμη, λίγο σε αναστατώνουν. Μόνο αυτό θα μου χρωστάς. Να σταματήσουμε, τι λες, Αλέξη;
Να κάνω μια τελευταία ερώτηση μόνο;
Ναι.
Οπότε, επειδή φτάσαμε εκεί, στην πτώση της χούντας, γυρνάει ο πατέρας σας.
Ο πατέρας μου, πήγα εγώ με τη γυναίκα μου, την κόρη μου την πρώτη, τότε ήταν στα 7, 6-7. Στάσου, το '75 ήταν στα 6 της χρόνια, μόλις είχε κλείσει τα 6. Ο γαμπρός μου με την αδερφή μου τη μακαρίτισσα πήγαμε στη Βραΐλα. Γυρίσαμε όλα τα Καρπάθια με τα αυτοκίνητά μας, και φυσικά ο μπαμπάς μαζί μας πήγαινε. Γνωρίσαμε καλά τη Ρουμανία και τη νοοτροπία τους. Με είχε ενημερώσει από μπροστά, από πιο μπροστά ο μπαμπάς μου, πώς θα φερθώ για να περάσω. Και πέρασα άνετα και τα τελωνεία τους και όλα και τα λοιπά. Σε πιάνει η τροχαία, βγάζεις ένα πακέτο τσιγάρα, του δίνεις τα τσιγάρα και δεν έχεις γράψιμο. Εκεί, αφού γυρίσαμε τον μπαμπά, τον φέραμε πίσω. Και αντάμωσε με τον Νίκο που δεν τον γνώριζε. Μας περίμενε Δράμα, που έρχονται και μπαίνεις στον δρόμο της Καβάλας, εκεί μας περίμενε ο Νίκος, στα φανάρια τώρα, και γυρίσαμε όλοι μαζί. Μετά ήρθαμε στη μάνα μας, που ήταν εδώ στην Ξάνθη, και είχαν να ανταμώσουν το αντρόγυνο παραπάνω από 29 χρόνια. Και πιο μπροστά που αντάμωναν, δηλαδή, ήταν μες στην παρανομία. Ήταν η Αντίσταση, η Κατοχή. Και όταν ρωτούσαμε τη μάνα μου: «Τι σου λείπει, ρε μάνα; Λες "φεύγω", τι θέλεις τώρα που φεύγεις;». «Τίποτα δεν μου λείπει, παιδιά μου, μόνο τα παιδιά μου που χάνω. Δεν θα βλέπω τα παιδιά μου». Μόνο αυτό την ένοιαζε. Τραγουδούσε διάφορα τραγούδια σχετικά με την πίκρα της, αλλά κάτι που δεν ταιριάζει ίσως να γραφτεί, άμα θέλεις θα το σβήσεις: «Άλλους ο Θεός τους γέννησε, άλλους ο Θεός τους έκλασε και άλλους τους πορδοτίναξε, όπως εμένα». Αυτό ήταν για να περιγράψει τη ζωή της, πόσο ταλαιπωρήθηκε. Τώρα δεν ξέρω πόσο ταιριάζει, εσύ θα το σβήσεις άμα θέλεις. Ήταν της μάνας μου η φράση η σουφλιώτικη. «Άλλους τους έπλασε, άλλους τους έκλασε και άλλους τους πορδοτίναξε, όπως εμένα». Εδώ κλείνουμε, Αλέξη, για να πάω κι εγώ.