Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Ο προσωπικός μου γνώμονας στη ζωή: «Όνειρο της μαμάς ήταν να σπουδάσουμε. Όνειρο του μπαμπά ήταν να γίνουμε ευτυχισμένες»
[00:00:00]
Ωραία, θέλεις να μας πεις το όνομά σου;
Είμαι η Μαριάννα.
Ωραία, είμαι η Δέσποινα Μαγκανιώτη, είναι 01/08 του 2021, βρισκόμαστε στο Ηράκλειο, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Είμαι με τη Μαριάννα και ξεκινάμε. Ωραία, θέλεις να μας πεις πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Είναι ένα χωριό, κωμόπολη ουσιαστικά έξω από την Θεσσαλονίκη. 35 χιλιόμετρα περίπου. Μισή ώρα με το αμάξι, 50 λεπτά με το ΚΤΕΛ. Είναι ένα χωριό στη νοοτροπία, για να πω την αλήθεια. Παρόλο που είμαστε γύρω στα, νομίζω 11.000 κάτοικοι μένουν εκεί; Ναι, 11.000. Είναι ένα κλασικό βόρειο χωριό, έχει κρύο, έχει ζέστες, δεν έχει κοντά θάλασσα. Είναι περίεργα τα πράγματα εκεί όσον αφορά τον πολιτισμό. Είναι πολύ διαφορετικός από τις πόλεις. Οι άνθρωποι είναι λίγο πιο περίεργοι μπορούμε να πούμε, υπάρχει περισσότερο κουτσομπολιό. Τα Κουφάλια γενικότερα σαν κοινωνία είναι κλειστή. Δεν δέχεται εύκολα το ξένο, δεν δέχεται εύκολα το διαφορετικό. Δεν είναι πίσω από τον πολιτισμό, σίγουρα αλλά δεν είναι και από τις περιοχές που βλέπεις ότι είναι πολυπολιτισμικές. Δηλαδή δεν δέχονται εύκολα πρόσφυγες ας πούμε. Ένα μεγάλο κομμάτι είναι αυτό, που πολλοί δεν τους θέλουνε. Όχι ότι έχουμε πολλούς, αλλά γενικότερα υπάρχουνε κάποια άτομα και μετανάστες και πρόσφυγες. Σίγουρα από το μεταναστευτικό κομμάτι έχουμε αρκετούς από την Αλβανία και από τη Βουλγαρία γιατί είναι και τα σύνορα κοντά, σχετικά με την υπόλοιπη Ελλάδα βέβαια. Οπότε εκεί πέρα έχουμε αρκετό κόσμο. Προσωπικά βέβαια μιλώντας, για να πω μία προσωπική μου άποψη, έχω μεγαλώσει με παιδιά που είναι από ξένες χώρες. Και όταν λέω ότι έχω μεγαλώσει, εννοώ ότι τους είχα μέσα στο σχολείο, τους είχα μέσα στις παρέες. Και στην μετέπειτα ζωή μου πάντα είχα άτομα που είναι από άλλες χώρες. Δεν βρίσκω λόγο να γίνεται αυτό. Γενικότερα βλέπω πως με έχει επηρεάσει πάρα πολύ στη ζωή μου και στο πώς σκέφτομαι η νοοτροπία των Κουφαλίων, αλλά προσπαθώ λίγο να τη βγάλω από μέσα μου, να την αποτάξω, να το πούμε έτσι.
Τι εννοείς σε έχει επηρεάσει;
Εννοώ ότι με έχει επηρέασε ως προς το τρόπο που σκέφτομαι. Δηλαδή, μεγαλώνοντας σε μία κοινωνία που σε κρίνουν, που κάθε σου βήμα είναι ελεγχόμενο, που η γειτονιά που είναι μια μικρή γειτονιά με τις κλασικές κουτσομπόλες, να το πούμε έτσι, κυρίες. Είναι αυτό που περνάς και σου λένε: «Επ, πού πας;». Ή ξέρω γω: «Τι ώρα είναι αυτή και γυρνάς;». Που κανονικά αυτό πρέπει να το δίνουμε λογαριασμό στους γονείς μας ας πούμε. Που προφανώς οι γονείς μας, εμένα τουλάχιστον, ήταν πολύ οριοθετημένοι στο κομμάτι αυτό και που στο θα είμαι θα ήξεραν εξαρχής γιατί είχαμε πολύ καλή επικοινωνία. Από την εφηβεία, να φανταστείς. Και στο κομμάτι του πότε θα γυρνάω σπίτι. Γιατί ήταν οριοθετημένο ακόμη και το ωράριο που θα βγω, ιδίως το καλοκαίρι που ήταν πιο ελεύθερο. Το χειμώνα διαβάζαμε συνεχώς θα έλεγα, γιατί όνειρο της μαμάς ήταν να σπουδάσουμε. Όνειρο του μπαμπά ήταν να γίνουμε ευτυχισμένες, εγώ και η αδελφή μου. Γιατί έχω μία αδελφή εκεί πέρα. Εκείνη μένει εκεί. Εκείνη το έχει ζήσει περισσότερο στο πετσί της το... γενικότερα όλη αυτή την κατακραυγή ουσιαστικά. Σε εισαγωγικά το βάζω το κατακραυγή, γιατί δεν έχουνε κάτι να υπάρχει αυτό. Τι ήθελα να πω άλλο… Με έχει επηρεάσει στο κομμάτι που σκέφτομαι, στο κομμάτι που δρω, στο κομμάτι που μερικές φορές έχει να κάνει με τον εαυτό μου, του τύπου: «Τι έβαλες; Πώς θα κάτσεις; Πού θα κοιμηθείς; Πόσο θα αργήσεις;». Τομ πρώτο καιρό που είχα φύγει από το χωριό και είχα πάει για σπουδές με επηρέαζε πάρα πολύ αυτό. Εντάξει, τώρα έχουνε περάσει κάποια χρόνια, νομίζω ότι είμαι σε πολύ καλύτερο επίπεδο. Βέβαια, όσον αφορά τις προσωπικές μου σχέσεις, με επηρέαζε και πάλι το τι θα πει ο κόσμος. Γιατί μεγάλωσα σε ένα τόπο, σε ένα πλαίσιο, σε ένα σπίτι αν θέλεις με το ότι τι θα πει η γειτονιά και το τι θα πει ο κόσμος. Αν σε δούνε με κοντό φουστάνι, αν σε δούνε να κάνεις παρέα με άτομα που δεν πρέπει π.χ. με παιδιά που κάνουν ναρκωτικά. Λέω εγώ τώρα. Ή με παιδιά που καπνίζουν σε πιο μικρή ηλικία. «Καπνίζεις, τι;», το ένα το άλλο: «Αν καπνίζεις να μου το πεις!» και διάφορα που λέγανε οι γονείς. Εκεί πέρα λοιπόν κατατάσσεσαι, δηλαδή αν κάνεις παρέα με τα δημοφιλή κορίτσια του σχολείου, είσαι δημοφιλής και ας μην είσαι. Αν κάνεις παρέα με τους λίγο διαφορετικούς, δηλαδή τους πιο εναλλακτικούς αν θέλεις για μένα, τα παιδιά που είναι λίγο πιο εσωστρεφή, ίσως που έχουν περισσότερα προβλήματα στις οικογένειές τους. Αν και όλες οι οικογένειες πιστεύω έχουν προβλήματα, σίγουρα. Νομίζω ότι εκεί είναι που κατατάσσεσαι με τους πιο κατώτερους, πάλι σε εισαγωγικά θα το πω. Αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι, που ουσιαστικά σου δίνει μία ταυτότητα γιατί είσαι, ανήκεις σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, ανήκεις εκεί. Εγώ σαν παιδί στο δημοτικό γενικότερα είχα παρέες με όλους. Γενικότερα ήμουν και πολύ αφελής όμως, δηλαδή ήμουνα αυτό το χαζό κοριτσάκι που χαίρεται με την πεταλούδα που πετάει ας πούμε. Μεγαλώσαμε και σε αυτό το πλαίσιο με τους γονείς μου, γιατί οι γονείς μου δημιούργησαν μια υπέροχη ροζ φούσκα. Μας αφήσαν έξω από κάθε πρόβλημα που μπορεί να υπήρχε στην οικογένεια, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Περάσαμε απίστευτα παιδικά χρόνια με την αδελφή μου και γι’ αυτό είμαι πάρα πολύ ευγνώμων και ειλικρινά είμαι περήφανη που έχω αυτούς τους γονείς. Παρόλο που υπήρχαν δυσκολίες γιατί μας έπιασε κοντά στην εφηβεία η κρίση, η οικονομική κρίση εννοώ και ήταν δύσκολα. Θυμάμαι φορές που ας πούμε, υπήρχε ένας μήνας που ο μπαμπάς μου συγκεκριμένα δούλευε ωράριο 06:00-14:00, ερχόταν, κοιμόταν και έφευγε ξανά… Εμείς πηγαίναμε ας πούμε σπίτι 13:00, κοιμόταν ο μπαμπάς. Πηγαίναμε σε δραστηριότητες και ο μπαμπάς μου ας πούμε 22:00… Μετά είχε ένα άλλο ωράριο που ήτανε βραδινό και πάλι γυρνούσε 06:00 η ώρα. Και υπήρχε ένα μήνας κοντά, κοντά στη μία βδομάδα που σίγουρα δεν τον βλέπαμε καθόλου γιατί κοιμόταν τις μισές μέρες που εμείς γυρνούσαμε από το σχολείο. Και τις άλλες μισές ήταν αυτό το, κοιμάται, τον βλέπουμε δυο ώρες, ίσα που ας πούμε να του πούμε: «Μπαμπά τι κάναμε» και όλα αυτά. Και μετά έφευγε για να πάει στη δουλειά. Ο μπαμπάς μου δούλευε σε εργοστάσιο και λέω δούλευε γιατί έχει συνταξιοδοτηθεί πλέον. Δούλευε λοιπόν σε εργοστάσιο. Δεν θα πω το όνομα γιατί δεν κάνει, είναι διαφήμιση. Εντάξει δύσκολη δουλειά για εκείνον. Τον θυμάμαι που ερχότανε κουρασμένος. Πάντα βέβαια ερχόταν με το χαμόγελο στο σπίτι, πάντα. Γυρνούσε και δεν είχε ποτέ να πει τίποτα, να γκρινιάξει για τίποτα, για τίποτα. Και όσο ήμουνα μικρή, πριν γεννηθεί η αδελφή μου, κάθε βράδυ ή κάθε φορά που σχολούσε, δεν θυμάμαι –γιατί είμαι μέχρι 3, γιατί η αδελφή μου γεννήθηκε, όταν ήμουν 3– μου έφερνε ένα Kinder αβγό με μία έκπληξη μέσα και καλά τα παιχνιδάκια που έχουνε μέσα αυτά. Και μου έφερνε λοιπόν κάθε βράδυ ένα τέτοιο. Εννοείται πως το έτρωγα προφανώς. Και αυτό είναι ένας λόγος που έχω αγαπήσει τη σοκολάτα στη ζωή μου. Η μαμά από την άλλη αφιερώθηκε στα παιδιά της. Μεγάλωσε δύο παιδιά με όλες τις ανάγκες και με όλα… ό,τι χρειαζόταν και ότι προβλεπόταν από παιδεία, από τροφή, από φροντίδα, τα πάντα όλα. Αφιερώθηκε στα παιδιά, σε εμάς τις δυο εννοώ. Μιλάω σε τρίτο πρόσωπο. Παρ' όλα αυτά εκεί που θέλω να καταλήξω γιατί μακρηγορώ, είναι ότι υπήρχε αυτή η περίοδος που ο μπαμπάς δούλευε τόσο πολύ. Η μαμά και εκείνη με τη σειρά της τότε. Νομίζω τότε δεν δούλευε, λίγο αργότερα ξεκίνησε να καθαρίζει σπίτια γιατί δεν έβγαιναν τα λεφτά. Ναι τότε ήτανε, σωστά. Και είχε τύχει εκείνο το μήνα μία εβδομάδα να μην έχουμε λεφτά ούτε για ψωμί. Και θυμάμαι συγκεκριμένα, γιατί τα χρήματα οι γονείς μας τα είχαν σε ένα ράφι συγκεκριμένο στη κουζίνα, να παίρνουμε από εκεί ό,τι θέλουμε και να πηγαίνουμε για ψώνια. Είναι κοινό το ταμείο στο σπίτι μου. Θυμάμαι συγκεκριμένα το ψωμί έκανε είτε 0,50 ή 0,70 και εμείς είχαμε 0,30 στο πορτοφόλι. Και ήταν αυτά. Ήταν ένα δεκάλεπτο και κάτι ψιλά. Ήταν ο μόνος μήνας βέβαια που μείναμε έτσι, που ήτανε δύσκολο. Είχαμε, φαγητό είχαμε, δεν λέω ότι δεν τρώγαμε, έτσι; Είχαμε γιατί υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Απλά το ψωμί που στην ελληνική οικογένεια θεωρώ ότι το ψωμί και το γάλα είναι τα δύο βασικά πράγματα, που κάνουνε κάθε πρωί οι γονείς. Πόσο μάλλον σε ένα τόπο λίγο πιο μικρό. Ναι, ήτανε αυτό βασικά. Μας έλειπε λοιπόν αυτό. Το θυμάμαι, μου έχει μείνει. Δεν το έχω πει ποτέ βέβαια στους γονείς μου, δεν θα έκατσα να τους πω: «Ξέρεις κάτι, θυμάμαι τότε». Αλλά θυμάμαι πολύ έντονα τη στεναχώρια της μάνας μου, τα μάτια της τα θλιμμένα ρε παιδί μου. Αυτό το: «Ξέρω ότι είναι δύσκολα, μα έχω κάτι άλλο να φάμε». Επίσης θυμάμαι το πόσο τέλεια παρουσίαζε τα φαγητά της, που δεν είχανε κρέας προφανώς τότε. Και έλεγε: «Έχω κάνει μια φαγητάρα και αυτό και εκείνο και φάτε να δείτε». Μιλάμε τώρα τα σκέφτομαι και λέω εντάξει προφανώς η γυναίκα δεν είχε και τρώγαμε φασόλια, ξερά και τέτοια. Και λοιπόν δεν ξανάρθε τέτοιος μήνας. Η μαμά μου μετά ξεκίνησε δουλειά, ξεκίνησε ως καθαρίστρια λοιπόν και συνεχίζει μέχρι και τώρα. Παρόλο που είναι 52 χρονών τώρα, συνεχίζει ατάραχη να δουλεύει γιατί η δουλειά της καθαρίστριας είναι πάρα πολύ δύσκολη. Και όταν λέω καθαρίστρια, εννοώ σε σπίτια. Πήγαινε σε σπίτια, καθάριζε και καθαρίζει ακόμα. Βαριά δουλειά, βαριά δουλειά και την έχω κάνει κάποια στιγμή στη ζωή μου και πολλή κούραση. Γιατί έχεις το δικό σου σπίτι, έχεις τα παιδιά σου και έχεις ακόμα ένα σπίτι που το φέρνεις βόλτα μόνη σου. Όπως λένε εδώ στην Κρήτη το κάνεις κούπα. Έτσι το λένε. Παρ' όλα αυτά όμως, μεγαλώσαμε πολύ ωραία. Πολύ ροζ. Με εκπλήξεις, με δώρα, με χαρτζιλίκι, με το πώς θα μάθεις νοικοκυριό, γιατί πάνω στο κομμάτι της κοινωνικής κουλτούρας είναι το κορίτσι-νοικοκυρά. Πολύ έντονα. Το οποίο μας το περάσανε ακόμη πιο έντονα, δηλαδή από το δημοτικό κιόλας, [00:10:00]είχαμε ξεκινήσει να μαθαίνουμε, να πλένουμε πιάτα, να καθαρίζουμε με το πούπουλο. Πούπουλο εννοώ αυτό που παίρνει τη σκόνη γιατί έτσι το λέμε σπίτι μου. Βέβαια υπήρχε και κάποια ανταμοιβή γι’ αυτό. Δηλαδή τα καλοκαίρια, χρεωνόμασταν στο μισάωρο, στη μία ώρα, μισό ευρώ. Δηλαδή εντάξει, πόση ώρα θα σου πάρει να καθαρίσεις ένα σπίτι, να πάρεις 1,5 ευρώ, ξέρω γω; Και μετά πηγαίναμε και παίρναμε παγωτό με την αδελφή μου. Και πάντα η μαμά μας έδινε: «Άντε πάρε και 2 ευρώ γιατί τα έκανες πολύ γρήγορα». Κάπως έτσι με αυτό το κίνητρο, το χρηματικό ποσό, το υλικό ουσιαστικά, μάθαμε πράγματα. Μάθαμε πράγματα, τα οποία μας, μου φανήκανε εμένα τουλάχιστον χρήσιμα για την υπόλοιπη ζωή μου. Γιατί όταν ξεκινάς να μένεις μόνος σου, δεν μπορείς να ξεκινήσεις από το μηδέν, να μην ξέρεις τίποτα. Γιατί έχω δει παιδιά και συμφοιτητές μου, οι οποίοι δεν ξέρανε από δουλειές του σπιτιού, από το πώς να φτιάξουνε κάποια πράγματα και όλα αυτά και ήτανε, ήταν μια ελλιπής γνώση, μία εμπειρία κιόλας. Παρ' όλα αυτά μεγαλώσαμε σε αυτό. Πολύ μεγάλο κομμάτι για την περιοχή εκεί πέρα είναι το κομμάτι της φήμης. Και όταν λέω της φήμης, εννοώ της εικόνας και αυτό επηρέαζε και την αυτοεικόνα. Δηλαδή για τα κορίτσια τουλάχιστον, για τα αγόρια δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να τα καταλάβω τα αγόρια, εφόσον δεν είμαι. Για τα κορίτσια λοιπόν, ήταν πάρα πολύ, πάρα πολύ συμβολικό το πώς θα φαίνεσαι. Δηλαδή το να είσαι νοικοκυρά, το να είσαι σωστή, το να φοράς τα κατάλληλα ρούχα, το πότε βγαίνεις, πώς βγαίνεις, με ποιους βγαίνεις και με το ποιους βγαίνεις το έχω ξαναπεί και επιμένω σε αυτό, γιατί εμένα οι παρέες μου ήτανε λίγο διαφορετικές. Και όταν λέω λίγο διαφορετικές, εννοώ ότι έχει τύχει να… Βασικά να το πάρουμε αλλιώς. Αφού τελείωσα με τα χρόνια του Γυμνασίου, του δημοτικού, με συγχωρείς. Πάμε στο Γυμνάσιο που αλλάζεις, που έρχεται η εφηβεία, που έρχονται όλες αυτές οι αλλαγές στο ψυχολογικό κομμάτι, στο σωματικό κομμάτι. Όλες αυτές οι αλλαγές που βλέπεις πάνω σου που δεν τις καταλαβαίνεις. Γιατί ένα πάρα πολύ μεγάλο ταμπού των γονέων είναι να μιλήσουν στο παιδί για τη σεξουαλικότητα. Πολύ μεγάλο ταμπού, λάθος. Θα με είχε βγάλει από πάρα πολλά ερωτήματα στη ζωή μου, αν ερχόταν ένας από τους γονείς μου και μου έλεγε ότι: «Ξέρεις κάτι, είσαι στην εφηβεία, θα έχεις αυτά και αυτά». Ποτέ τίποτα. Εγώ αντέδρασα σαν μια εφηβεία… Σαν εφηβεία λοιπόν έλεγα, πως αντέδρασα λίγο πιο κλειστά, δηλαδή ήμουνα το κλειστό παιδί που καθόταν και διάβαζε βιβλία, διάβαζε τα μαθήματά του εννοείται και όλα αυτά και διάφορα τέτοια. Και έκανα παρέα, με τραβούσαν για κάποιο λόγο, τα κακά παιδιά. Δηλαδή τι εννοώ με τον όρο «κακά παιδιά»; Εννοώ ότι με τραβούσανε και με θέλανε να κάτσω και να κάνω παρέα με τα παιδιά που κάπνιζαν, που ήτανε λίγο έξω από τα νερά, που ακούγανε hip-hop, γιατί τότε το hip-hop και το rap ήταν πολύ yolo και in και δεν ξέρω γω και δεν ξέρω και εγώ ποιος ήσουνα. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, γράφαμε στιχάκια στα θρανία μας, στα χέρια μας. Αφιερώναμε τραγούδια γιατί τότε είχε ανοίξει και το Facebook νομίζω και όλα αυτά. Ήτανε πολύ, πολύ ωραία. Λοιπόν εγώ έκανα παρέα με τέτοια παιδιά. Έκανα όχι κολλητή κολλητή παρέα, αλλά ήταν στα πλαίσια της παρέας μου παιδιά που είχαν μπλέξει και με ναρκωτικά. Χαρακτηριστικά ένα παιδί από αυτά που τώρα έχει πεθάνει –δεν έκανα εγώ πολύ παρέα μαζί του αλλά τύχαινε σε κοινές παρέες να βρίσκεται και αυτός εκεί πέρα. Πέθανε από overdose. Overdose είναι η υπερβολική δόση. Ήταν από τα καλύτερα παιδιά που έχω γνωρίσει. Ήταν φιλότιμος, ήτανε καλόκαρδος, είχε την εξάρτησή του βέβαια, που τότε εντάξει, κάναμε πως δεν την βλέπαμε. Μέχρι που κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να είναι σαν σκελετωμένος. Τον θυμάμαι και ήταν ένα φυσιολογικό παιδί, πόσο ήτανε; Εγώ ήμουν 13 και αυτός ήταν 16-17. Φυσιολογικό παιδί, πολύ εντάξει στο σωματότυπό του, στην ομιλία του και αυτά. Προφανώς δεν ήταν ο πρώτος μαθητής του σχολείου. Προφανώς το κοινωνικό του και το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν διαφορετικό. Και κάποια στιγμή μάθαμε… Τον είχα χάσει εγώ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί εγώ διάβαζα, έπρεπε να βγάλω βαθμούς, έπρεπε να είμαι εκεί και διάφορα τέτοια. Δεν ήταν τότε και τα μέσα, τα media, ουσιαστικά δεν ήταν τόσο εξελιγμένα όπως είναι τώρα. Δηλαδή καθόσουν και μιλούσες για να κανονίσεις μέσα από τα media, ερχόταν και σε φώναζε ο άλλος κάτω από το σπίτι σου, γιατί κανονίζανε παρέες και ερχόταν και φώναζε κάτω από το σπίτι: «Μαριάννα, Μαριάννα. Θεία Βάνα, πες της να κατέβει να πάμε εκεί να κάνουμε». Ήταν έτσι η φάση τότε. Το θυμάμαι και αυτό αρκετά χαρακτηριστικά. Λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε. Πέθανε και έπαθα ένα μικρό σοκ. Δεν έπαθα το σοκ του πένθους, δεν πέρασα πένθος γιατί εντάξει, δεν ήμουνα δεμένη μαζί του αλλά έλεγα: «Κοίταξε, ρε συ, ένα παιδί, πώς απλά εξασφάλισε το θάνατό του, μέσα από τα ναρκωτικά». Γιατί δεν γίνεται να μπεις στο κομμάτι της... –αν δεν κάνω λάθος, έκανε πρέζα; Δεν είμαι σίγουρη– και να μην πεθάνεις. Δηλαδή είναι απίστευτο. Εξασθένισε ο οργανισμός του, είχε εξασθενίσει. Τώρα δεν ξέρω ακριβώς και τι έγινε, τώρα φήμες λέγονται. Δεν ξέρω προσωπικά, γιατί αυτό το παιδί είχε πάρει overdose και θυμάμαι είχε πάει όλο το Γυμνάσιο στην κηδεία του. Όλο το Γυμνάσιο ήτανε εκεί. Και άλλοι φίλοι που είναι τώρα πιο στενοί μου φίλοι, κλαίγανε, ήτανε χάλια. Ακόμη τον θρηνούν, ακόμη φίλοι που γράφουνε ας πούμε τραγούδια και αυτά, τον έχουν σαν αναφορά. Σαν αναφορά ότι αυτός, είναι και αυτός μες στη ζωή μας, ας πούμε, κάπως έτσι. Αυτό το κομμάτι λοιπόν, οι γονείς μου όπως καταλαβαίνεις, όταν υπάρχει ένα παιδί, το οποίο έχει κλίση να κάνει παρέα με τέτοια άτομα, κάπως πρέπει να το θωρακίσεις. Να το τιμωρήσεις δεν γίνεται, γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος, οπότε δεν ξέρεις αν θα σου βγει σε χειρότερο. Οπότε οι γονείς μου τι κάνανε; Δεν ξέρω αν τους είχε δώσει κάποια ψυχολόγος, κοινωνική λειτουργός αυτά τα, τις κατευθυντήριες γραμμές, αλλά τι κάνανε οι άνθρωποι. Και μιλάμε τώρα το έχω συνειδητοποιήσει και παθαίνω σοκ. Μου βάλανε αυστηρά όρια. Όπως είπα και πριν ήξεραν και που είμαι πάντα και πότε θα γυρίσω σπίτι. Υπήρχε μέχρι το, σε όλο το Γυμνάσιο, Πρώτη-Δευτέρα Γυμνασίου μπορούσα να μένω έξω μέχρι τις 21:30. Τρίτη Γυμνασίου μπορούσα να μένω μέχρι και 22:30. Και μετά στο Λύκειο, Πρώτη, μπορούσα να μένω μέχρι τις 23:00. Από τη Δευτέρα Λυκείου και μετά, μου επέτρεπαν να βγαίνω σε κλαμπ και να γυρίσω 01:00 και 02:00. Δεν ήμουνα και εγώ πολύ υπερβολική στο να βγαίνω να γυρνάω το πρωί, οπότε… Επίσης δεν ήμουνα και παιδί που θα τους παρακούσει. Δηλαδή αν ποτέ με βάζανε τιμωρία, που με έχουνε βάλει μια-δυο φορές στη ζωή μου, τη τιμωρία την έκανα κατά γράμμα, γιατί θεωρούσα για να το λένε το αξίζω να το ακολουθήσω αυτή την τιμωρία. Αυτό, αρχικά. Μετά, λοιπόν χτίσαμε τόσο, ένα καλό πλαίσιο εμπιστοσύνης μεταξύ μας, το οποίο το χτίσαμε μέσα από συζήτηση, από πολύωρες συζητήσεις σε αυτό το δύσμοιρο τραπέζι της κουζίνας, το οποίο έχει ακούσει τα πάντα όλα από την εφηβεία μέχρι και την ενηλικίωση, ας πούμε. Και εκεί πέρα πάνω λοιπόν, χτίστηκε μια εμπιστοσύνη και χτίσανε και ένα χαρακτήρα σε μένα με τα όρια. Δεν έμπλεξα ποτέ με τα ναρκωτικά, δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου. Πρόσφατα στα 25 μου, δοκίμασα τσιγάρο και δεν μου άρεσε, που όλοι οι φίλοι μου καπνίζουνε, ας πούμε. Δεν μου άρεσε. Εντάξει πήγα 25 για να το δοκιμάσω βέβαια το τσιγάρο αλλά μου το έχουν προσφέρει προφανώς. Όταν έχεις μια παρέα θα σου πει: «Θες να δοκιμάσεις ένα τσιγάρο να δεις πώς είναι;». Ειδικά σε μικρότερη ηλικία και έλεγα πάντα όχι. Έλεγα πάντα όχι γιατί στο μυαλό μου είχα συνδέσει το τσιγάρο με την εξάρτηση και τα ναρκωτικά. Ότι ξεκινάς εκεί και καταλήγεις εκεί. Δεν είναι πάντα, γιατί υπάρχει και το προσωπικό όριο μέσα και τι χαρακτήρας είσαι πάνω σε αυτά. Έτσι λοιπόν πέρασε η εφηβεία. Εντάξει, εννοείται πως με στεναχωρούσε που όλοι βγαίναμε μέχρι τις 01:00-02:00 και αργότερα και αργότερα και αργότερα και εγώ έπρεπε να είμαι 23:30 να είμαι σπίτι. Μια φορά, ήταν Χριστούγεννα και 23:30 έπρεπε να είμαι σπίτι. Και είχε έρθει ένα γκρουπ με Ιταλούς μαθητές από την Ιταλία στο σχολείο μας, στο χωριό μας και τους φιλοξενούσανε διάφορα σπίτια. Και είχαμε μαζευτεί όλοι σε ένα μαγαζί, το οποίο είχε ποδοσφαιράκι, φλιπεράκι και τέτοια διάφορα, παιδικά πράγματα και είχα χάσει το χρόνο γιατί διασκέδαζα τόσο πολύ που παίζαμε μπιλιάρδο, ποδοσφαιράκι, κάτι άλλα ηλεκτρονικά, κάτι άλλα με αμάξια και διάφορα τέτοια, που έχασα την αίσθηση του χρόνου. Έχασα πραγματικά την αίσθηση του χρόνου και κοίταξα το ρολόι μου και η ώρα ήτανε 23:40. Έπαθα πανικό, γιατί λέω τώρα αυτό ήτανε. Θα με τιμωρήσουν και δεν θα ξαναβγώ ποτέ στο υπόλοιπό μου. Και τι έκανα; Φορούσα κάτι μποτάκια, τα οποία είχανε ελαφρό τακούνι και από κάτω φορούσα συγκεκριμένα δηλαδή το θυμάμαι χαρακτηριστικά, πετσετέ κόκκινες κάλτσες, τις οποίες τις πήρα από το μαγαζί που ήμουνα, μέχρι το σπίτι ξυπόλητη. Έτρεχα πανικόβλητη να περάσω όλο το δρόμο για να φτάσω σπίτι, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ναι είναι… Η απόσταση είναι ένα δεκάλεπτο περίπου το σπίτι και έτρεχα. Και όταν πήγα σπίτι, ζήτησα συγγνώμη που άργησα και μου είπε ο μπαμπάς μου: «Εντάξει δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά». Και έπαθα σοκ και λέω: «Ούτε τιμωρία ούτε τίποτα;» Και αυτό ήταν ένα καλό σποτ από την παιδική ηλικία, από την εφηβική ηλικία. Εγώ σε αυτές τις ηλικίες βέβαια, οργάνωνα πάρα πολύ το θεωρητικό μου κομμάτι, το πώς είναι ο κόσμος, το τι μου αρέσει, το πού κλείνω, είχα καταλάβει ότι χαρακτηριστικά μ’ αρέσει να μπλέκω λίγο [00:20:00]στα προβλήματα. Όχι ότι το είχα συνειδητοποιήσει, απλά το είχα δει. Αυτό βασικά. Δεν ξέρω αν υπάρχει ροή. Τι άλλο να σου πω τώρα, για την εφηβεία; Ήταν ωραία η εφηβεία, μέχρι εκεί. Δηλαδή με όλα αυτά που σου περιγράφω, με τα καλά, με τα κακά, με τους βαθμούς στο σχολείο, με το τρέχα να βγάλεις βαθμούς, με το γύρνα. «Ωχ να είναι σωστά τα πράγματα στα διαγωνίσματα» και όλα αυτά, ήμουνα μία καλή μαθήτρια τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου. Μετά έπεσα λιγάκι, δεν την πάλευα άλλο να διαβάζω τόσο έντονα και στο Λύκειο εγώ από το Γυμνάσιο, είχα αποφασίσει ότι θέλω να ασχοληθώ κάπως με παιδιά. Δεν με ένοιαζε πώς θα ασχοληθώ, δεν με ένοιαζε αν θα είμαι ας πούμε νηπιαγωγός, αν θα είμαι δασκάλα, αν θα είμαι βρεφονηπιοκόμος. Βρέθηκε όμως μία λύση σε όλο αυτό, γιατί ήξερα ότι στο τεχνικό Λύκειο του χωριού είχε ειδικότητα βοηθού βρεφονηπιοκόμου. Πριν τελειώσω και την τρίτη Λυκείου, εγώ είχα ανακοινώσει στους γονείς μου ότι θέλω να πάω στο ΕΠΑΛ, που ξέρεις τώρα, στο ΕΠΑΛ πάνε όλα τα κακά παιδιά, πάνε όλοι αυτοί που δεν θέλουν να κάνουν μαθήματα, αυτοί που είναι ταραξίες, αυτοί που παίρνουνε αναβολές. Αυτά τα χαρακτηριστικά που έχει το ΕΠΑΛ στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα, γιατί δεν θεωρώ ότι έχει αλλάξει καθόλου η άποψή της Ελλάδας επάνω στα ΕΠΑΛ. Λοιπόν και είχα δηλώσει στους γονείς μου, ότι θέλω να πάω εκεί. Η μαμά μου εννοείται ότι δεν ήθελε με τίποτα, με τίποτα, γιατί ήθελε η κόρη της να πάει Λύκειο, να είναι εντάξει και όλα αυτά. Όταν ήμουνα στο δημοτικό, η μαμά μου μου είχε πει, γιατί ήμουνα στις παραστάσεις του σχολείου κάποια στιγμή στη παρέλαση, μου είχε πει: «Το όνειρό μου τώρα είναι να σε δω σημαιοφόρο». Και το θυμόμουνα, το θυμόμουνα. Και πήγα Πρώτη Λυκείου τελικά στο Γενικό, γιατί ήθελε η μαμά μου να δοκιμάσω τις αντοχές μου. Εγώ πέθαινα κάθε μέρα στο διάβασμα. Δεν είχα βάσεις για αρχαία, δεν είχα βάσεις για Μαθηματικά. Στο θεωρητικό κομμάτι ήμουν πάρα πολύ καλή. Να κάτσω να σου πω εγώ Βιολογία; Να κάτσω να σου πω, να σου εξιστορήσω πράγματα; Είμαι πάρα πολύ καλή στο θεωρητικό κομμάτι. Να σου γράψω Έκθεση; Παπάδες. Αλλά στα μαθηματικά, αρχαία τίποτα. Να μου πεις που μπαίνει η περισπωμένη δεν ξέρω καν που μπαίνει αυτή, να μου πεις ας πούμε ποιοι τόνοι υπάρχουν στα Αρχαία, τίποτα, τίποτα. Δεν ξέρω τίποτα. Άσχετη, άσχετη. Μαθηματικά να μου πεις 3 και 5 θα σκεφτώ τουλάχιστον 30 δευτερόλεπτα, ναι ακόμα το σκέφτομαι, κάνει 8. Τόσο κακά. Οπότε δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Ο βαθμός μου ήταν ένας μέτριος, του τύπου 17 για Πρώτη Λυκείου και μετά δεν υπήρχε να περίπτωση να περάσω πανελλήνιες, εκεί που ήθελα, όσο το 'θελα και λοιπά, χωρίς βάσεις, ούτε στον έναν τομέα, ούτε στον άλλον τομέα και ουσιαστικά με χαμηλούς βαθμούς. Το είχα δει έτσι. Οπότε είπα στη μαμά μου, όταν τέλειωσα την Πρώτη Λυκείου: «Ζορίστηκα πάρα πολύ. Δεν θέλω να το ξαναπεράσω όλο αυτό του μαρτύριο του διαβάσματος και της δυσκολίας. Θα πάω στο Τεχνικό που έχει βοηθών βρεφονηπιοκόμων. Και έχει μέσα και ψυχολογία και γενετική και άλλα πόσα είχε». Και έτσι έγινε, πήγα και ήμουνα βέβαια η ξένη, γιατί πήγα Δευτέρα Λυκείου. Έκανα τη Δευτέρα Λυκείου κατευθείαν. Και ήμουνα θέλεις το φυτό της τάξης. Και όταν λέω το φυτό της τάξης, εννοώ ότι μου άρεσε να διαβάζω το κάθε ένα μάθημα με την καρδιά μου. Δηλαδή είχαμε πρώτες βοήθειες, νοσηλευτική, εργαστήρια σε όλα αυτά. Στο πώς να μάθεις να κάνεις πρώτες βοήθειες, διάφορα τέτοια. Τώρα δεν θυμάμαι τίποτα αλλά δεν πειράζει. Βρεφονηπιοκόμος, βρεφονηπιοκομία, συγγνώμη. Επίσης είχε ένα μάθημα που λεγόταν εξελεγκτική ψυχολογία. Στο Λύκειο τώρα όλα αυτά και είχε μέσα ουσιαστικά βασικά στάδια. Είχε κυρίως Freud. Είχε κυρίως τα στάδια του Freud και κάποια άλλα πράγματα που είχε πάνω στη ψυχολογία. Και κάποια στιγμή είχε –στα κεφάλαια εννοώ κάποια στιγμή– ψυχολογία εγκύου και εμβρύου. Τέλειο κομμάτι. Εγώ έκατσα τώρα εκεί πέρα, διάβαζα. Έβγαλα 19 τη Δευτέρα Λυκείου; Διάβαζα πάρα πολύ όμως, δηλαδή ήξερα την κάθε σελίδα φωτογραφικά στο μυαλό μου. Το ήθελα, το ήθελα πολύ. Και στην Τρίτη Λυκείου λοιπόν, έδωσα Πανελλήνιες. Εννοείται εκπλήρωσα την ευχή της μάνας μου και με είδε σημαιοφόρο, εις διπλούν και στις δύο παρελάσεις. Ακόμα υπάρχει η φωτογραφία μου, μετά από τόσα χρόνια στο σαλόνι και δεν αλλάζει με τίποτα. Είναι το καμάρι της αυτό. Δηλαδή πιστεύω και πτυχίο να πάρω, τη φωτογραφία με τη σημαία θα έχουμε. Ναι, αφού σκέψου κάποια στιγμή η αδελφή μου, ήθελε να βάλει κάποια άλλη φωτογραφία, κάτι άλλες φωτογραφίες, γιατί οι φωτογραφίες μας στο σαλόνι, στο σαλόνι του σπιτιού μου, έχει η μαμά μου ένα τραπέζι που έχει πάρα πολλές φωτογραφίες πάνω. Τα κλασικά τα παλιά σπίτια wanna be, που έχουνε φωτογραφίες και σου θυμίζουν όλες τις στιγμές. Και είχε φωτογραφίες απ’ όταν ήμασταν 5. Απ’ όταν ήμασταν 5 στα 25, υπάρχει μία απόκλιση. Οπότε η αδελφή μου αποφάσισε, μιας και μένει εκεί, να βάλει άλλες φωτογραφίες και εκτύπωσε λίγες παραπάνω τελικά που δεν φτάνανε σε κορνίζες. Και λέει της μαμάς μου: «Να βγάλουμε καμία φωτογραφία από αυτές τις παλιές ρε μαμά. Να βάλουμε αν είναι τις καινούργιες μας, να μας βλέπεις». Και η απάντηση της μαμάς μου ήτανε, είναι πάρα πολύ αστείο αυτό που λέω: «Ναι, βέβαια μπορείς να βγάλεις αυτήν που είσαι στη παρέλαση, Αθανασία». Και ξέρεις η αδελφή μου λέει: «Α, της Μαριάννας δεν μπορούμε, καλέ;». «Καλά, χαζή είσαι; Θα βγάλουμε της Μαριάννας που είναι στη σημαία;» Μετά από τόσα χρόνια έτσι; Δηλαδή ήτανε, είναι αστείο αυτό το πράγμα. Μετά λοιπόν στο Λύκειο, ήτανε λίγο στο τεχνικό, γιατί ήμουν το φυτό και έτρωγα φουλ bullying, που το λέμε τώρα bullying. Σκέψου ότι μια φορά είχα αρρωστήσει στο Λύκειο και δεν πήγα στην τάξη μου, ήμουνα και απουσιολόγος. Εγώ ωστόσο δεν τους έβαζα απουσίες εσκεμμένα, μόνο όταν ήθελαν οι καθηγητές. Δεν υπήρχε περίπτωση πάω να τους βάλω απουσίες όσων λείπανε. Λοιπόν, και έτρεξαν, μάλωναν 4-5 άτομα για το ποιος θα μου γράψει την απουσία μου. Τόσο μίσος. Που εγώ ούτε καν που με ένοιαζε ότι ήμουνα απουσιολόγος, δηλαδή και μη σου πω ότι ήταν και κουραστικό το πάνε φέρε το απουσιολόγιο. Δηλαδή το είχα βαρεθεί και αυτό το πράγμα πήγαινε, έλα. Αφού σκέψου ότι στην ειδικότητα για λόγους βαθμών, θα έπαιρνα εγώ το απουσιολόγιο και η κοπέλα που ήταν πρώτη Λυκείου στο τεχνικό Λύκειο, στην πρώτη Λυκείου, είχε πάρει αυτή το απουσιολόγιο. Και δευτέρα Λυκείου με ρώτησε αν μπορεί να το συνεχίσει και της λέω: «Εννοείται. Να γλιτώσω τουλάχιστον από ένα απουσιολόγιο. Να έχω το ένα μόνο της γενικής τάξης». Και εκεί πέρα λοιπόν στο Λύκειο, είχα φίλους, είχα έναν ξάδελφο, ο οποίος είναι εξαιρετικός, με το ζόρι έβγαλε το Λύκειο αλλά το έβγαλε και την παρέα του. Ήταν μικρότεροι αυτοί σε ηλικία και είχα, είχα αναπτύξει σχέσεις με τα περισσότερα παιδιά. Στο Λύκειο έπαιζα και θέατρο. Βεβαίως, μία άλλη κλίση καλλιτεχνική που τη δοκίμασα. Εντάξει την άφησα εκεί νομίζω, δεν έχω συνεχίσει, είναι το θέατρο. Από μικρή μεγάλωσα με θεατρινισμούς, δηλαδή η μαμά μου πάντα ήτανε υπερβολική στις αντιδράσεις. Δηλαδή έκανε: «Wow» και: «Τι έφτιαξες;» και: «Τι είναι αυτό το τέλειο!». Ας πούμε, στις ζωγραφιές. Και τα κοιτούσε, μπορεί να ήταν μια μουτζούρα, και έκανε σαν έβλεπε τι να σου πω; Πικάσο. Και μετά πηγαίναμε χαρακτηριστικά να τα δείξουμε και στο μπαμπά. Γιατί έλεγε: «Πήγε να τα δείξεις και στον μπαμπά σου, να δει τι ωραία που ζωγράφισες». Και καθότανε ο μπαμπάς μου χαρακτηριστικά, έχει μια θέση στο σπίτι, είναι στη κουζίνα. Έχει τον καναπέ του, μπροστά από τον καναπέ είναι το τραπέζι και οι τρεις καρέκλες και απέναντι ακριβώς από εκεί που κάθεται ο πατέρας μου, είναι η τηλεόρασή του. Αγαπημένο του χόμπι η τηλεόραση, κάθεται, μαλώνει με τις ώρες με τους πολιτικούς στην τηλεόραση, του αρέσει πάρα πολύ αυτό το κομμάτι. Δεν ξέρω γιατί. Το έκανε όμως και η γιαγιά μου. Και όσο μεγαλώνει ο μπαμπάς μου, μοιάζει της γιαγιάς μου. Δεν ξέρω πόσο καλό είναι αυτό. Θα δείξει. Και λοιπόν κάθε φορά που πηγαίναμε, έτσι ήταν αραχτός στο καναπέ του και καθότανε και παρακολουθούσε ό,τι είχε τηλεόραση, ό,τι η σαβούρα μπορεί να παίξει αυτό το χαζοκούτι ας πούμε και του έλεγες: «Μπαμπά κοίτα τι έφτιαξα». Και γυρνούσε, το κοιτούσε και για όλα τα χρόνια μέχρι και τώρα έλεγε: «Καλό είναι». Δεν είχαμε ακούσει ποτέ ένα άλλο… Πιστεύω δεν ξέρει επίθετα. Κανένα άλλο επίθετο, τίποτα. Να πει: «Α, τι όμορφο, ωραία το έχεις ζωγραφίσει». Τίποτα, καλό είναι. Αυτό. Δηλαδή πιστεύω ότι και τέχνη, ζωγραφικής να του έστελνα πίνακα κανονικό, θα έλεγε: «Καλό είναι». Αυτό... δεν. Ως εκεί. Ναι,, τι άλλο; Οι γονείς μου γενικότερα προσπάθησαν πολύ να μας προστατέψουν από το να μην πει κάτι ο κόσμος και να προστατέψουν και την ίδια τους οικογένεια, να έχουνε… Γενικά αυτό που θέλουν είναι μία σωστή οικογένεια. Σωστή. Δηλαδή να βγάλουμε το σχολείο, να πάρουμε τα πτυχία μας, να παντρευτούμε στην ώρα μας, να μην κάνουμε παιδιά πριν το γάμο. Πολύ σημαντικό, γι’ αυτό έχω ακούσει της ψυχής μου τον τάραχο, τι έχω ακούσει! Δηλαδή, τι θέλω να πω με αυτό. Θέλω να πω ότι, όταν είχα τη πρώτη μου σχέση στο Γυμνάσιο περίπου, θα σου πω μετά πως γνωρίστηκα με το παιδί, που είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία και ρομαντική, γιατί εγώ είμαι και φύσει ρομαντικός άνθρωπος, καθότι έχουμε μεγαλώσει και στη ροζ φούσκα μας. Λοιπόν, η πρώτη συμβουλή ήτανε: «Πρόσεχε μην μείνεις έγκυος. Ξέρεις τι να κάνεις. Άμα μείνεις έγκυος, δεν θα σ' το μεγαλώσω εγώ». Και όταν είσαι ας πούμε 15-16 και σου λέει ο άλλος δεν θα σ' το μεγαλώσω εγώ, είσαι σε φάση: «Δεν έχω ξεκινήσει καν τη σεξουαλική μου ζωή, δεν θέλω να ακούω για εγκυμοσύνες, να με φοβίσει να ξεκινήσω ή οτιδήποτε». Δεν το κατάλαβαν ποτέ αυτό, εννοείται. Παρ' όλα αυτά, εγώ ερωτεύτηκα. Εγώ ερωτεύτηκα και ερωτεύτηκα και ωραία. Θέλω να πω ότι σαν κοπέλα, θεωρώ ότι ήμουν από τις τυχερές, από τις λίγες τυχερές που γνώρισαν ένα, ένα αγόρι, το οποίο ήτανε τόσο... τόσο καλό. Δηλαδή από –τον λέγανε Ιωακείμ– έχω να θυμάμαι μόνο καλά πράγματα. Εννοείται ότι έχουν γίνει και κακά αλλά σαν ανάμνηση έχω κρατήσει όλα τα καλά, γιατί ήτανε μία ρομαντική σχέση με τα λουλούδια της, με τα σοκολατάκια της, με το: «Α, πήγα στο κέντρο στη Θεσσαλονίκη και σου έφερα το μανό που σ’ αρέσει». Γιατί εγώ τότε έβαφα πάρα πολύ τα νύχια μου ας πούμε. Ή: «Ξέρω ότι σου αρέσει το λαχανί χρώμα σου, σου πήρα ένα κασκόλ λαχανί χρώμα». [00:30:00]Και όχι μόνο λαχανί, ήταν και φωσφόριζε. Απορώ πώς το φορούσα έξω. Ναι, με τον Ιωακείμ γνωριστήκαμε όταν τελείωσα την τρίτη Λυκείου, όταν τελείωσα την πρώτη Λυκείου και πήραμε το απολυτήριο του… Τη τρίτη Λυκείου; Τη τρίτη Γυμνασίου. Καλά λάθος τα 'πα. Στην τρίτη Γυμνασίου, πήραμε το απολυτήριο του Γυμνασίου και την επόμενη μέρα είχαμε κανονίσει με τις τότε φίλες μου, να πάμε να δούμε μια ταινία στη Θεσσαλονίκη που για μας ήταν wow να κατέβουμε κάτω μόνες μας. Κάτω εννοώντας στη Θεσσαλονίκη, γιατί είναι πιο κάτω τα Κουφάλια. Και μας άφησαν και των τεσσάρων οι γονείς, να πάμε στα «Odeon» να δούμε την ταινία. Και εννοείται ότι δεν είχαμε δει καν τι ταινία παίζει, απλά πήγαμε yolo. Δεν είχαμε καν πρόγραμμα. Και έπαιζαν οι «Πειρατές της Καραϊβικής» και το «Kung fu Panda». Όλοι θέλαν να δουν τους «Πειρατές της Καραϊβικής» και εγώ το «Kung fu Panda». Και κάπως τις έπεισα και πήγαμε να δούμε το «Kung fu Panda», γιατί δεν έβρισκα ενδιαφέρον στους «Πειρατές της Καραϊβικής», ενώ στο «Kung fu Panda» δεν ξέρω, ίσως είναι και αυτό το παιδικό στοιχείο που είναι ακόμα μέσα μου. Και μετά βγήκαμε, κάναμε μια βόλτα εκεί πέρα στη πλατεία που έχει και αυτά και αποφασίσαμε να φύγουμε. Και ήμασταν, ήμασταν πέντε. Δεν ήμασταν τέσσερις, την είχα ξεχάσει τη μία κοπέλα. Οι δύο έπρεπε να φύγουν πιο νωρίς, θέλαν να φύγουν πιο νωρίς και λέω εγώ στις άλλες: «Δεν πάμε με το επόμενο αστικό, ρε κορίτσια;». Και φύγαμε λοιπόν με το επόμενο αστικό. Αστική συγκοινωνία. Και φύγαμε ας πούμε, δεν ξέρω τι ώρα ήτανε. Είχαμε πάει από το πρωί σκέψου ότι μπορεί να είχαμε ξυπνήσει 08:00 η ώρα για να φύγουμε στις 09:00, δηλαδή τέτοια τρέλα να 'μαστε… Γιατί εντάξει προφανώς δεν γίνεται να 'μαστε μόνες μας το βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε φύγει αν δεν κάνω λάθος με των 18:30 και φτάνουμε στα ΚΤΕΛ της Θεσσαλονίκης. Είναι λίγο πιο έξω από το κέντρο τα ΚΤΕΛ. Πηγαίνουμε στα λεωφορεία που είναι για το χωριό. Δεν είχε άνθρωπο μέσα εννοείται. Μπήκαμε και περιμέναμε ξεκινήσει ο οδηγός. Και μπαίνει ο οδηγός και εμείς, εγώ και άλλες δύο κοπέλες, πήγαμε και κάτσαμε πίσω στη γαλαρία. Τώρα ήτανε Ιούλιος κοντά, αρχές, τέλος Ιουνίου, αρχές Ιουλίου. Και ήταν κάπου εκεί Ιούνης μήνας, Ιούλης, Ιούνης, Ιούλης δεν πειράζει, ήτανε καλοκαίρι. Και εμείς αποφασίζουμε να κάτσουμε στην γαλαρία, στην οποία ήταν από πίσω οι μηχανές. Έκανε σκασμό. Δεν ξέρω για ποιον λόγο πήγαμε εκεί. Και λίγο πριν ξεκινήσει το λεωφορείο, μπαίνουνε μέσα τρία αγόρια. Και πάει ο πρώτος και κάθεται στις μπροστά θέσεις, στις πολύ, πολύ μπροστά. Και ήταν άλλοι δύο από πίσω του, κόβουν τα εισιτήρια τους και πάει και του λέει ο Ιωακείμ, που εγώ τότε δεν τον ήξερα: «Καλά, μαλάκας είσαι; Δεν βλέπεις πίσω τι υπάρχει;». Και ήρθαν και κάτσανε πίσω. Εγώ προφανώς αυτά τα έμαθα ετεροχρονισμένα. Και κάτσανε πίσω και από τη στιγμή…Καταρχήν έκατσε, ήταν τετράδα, ήμασταν γαλαρία και μπροστά ήταν τετράδα. Και έκατσε ο Ιωακείμ και ο αδελφός του απέναντί μας και μας κοιτούσανε και το άλλο το παλικάρι δεν μας έβλεπε. Και από την ώρα που έκατσε, μία που τον κοίταξα και μία που μου ήρθε ο κεραυνός. Και τον έβλεπα ότι με κοιτάει. Ναι αλλά τότε εγώ δεν είχα το θάρρος που έχω τώρα, ας πούμε, με τα αγόρια, δεν ήταν το ίδιο. Και τον έβλεπα και ντράπηκα και άρχιζα να κοκκινίζω, γιατί σου λέει: «Τώρα γιατί με κοιτάει αυτός;». Και ήταν το πρώτο μου φλερτ και όλα αυτά. Λοιπόν, και κάποια στιγμή με κοιτούσε, τον κοιτούσα, με κοιτούσε, τον κοιτούσα. Μετά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι με κοίταγε και γύρισα το βλέμμα μου προς το παράθυρο, έβαλα και τα γυαλιά μου, του ηλίου και το έπαιζα πολύ ιστορία τώρα εγώ ε; Μιλάμε. Και έτσι όπως ήμασταν λοιπόν, κάποια στιγμή 20 λεπτά. Η διαδρομή είναι 50 λεπτά, στα 20 λεπτά πάνω μας κοιτάει, μας κοιτάει, μας κοιτάει. Με τις άλλες δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, να στείλουμε κάποιο μήνυμα και αυτά, γιατί φαινόμασταν θα μιλούσαμε. Ήταν μπροστά μας, ήταν σε απόσταση αναπνοής τύπου. Και γυρνάει και λέει στις άλλες κοπέλες. Η μία μελαχρινή, μαύρο μάτι, η άλλη ξανθιά, γαλάζιο μάτι. Και γυρνάει και της λέει: «Συγγνώμη, να κάνω μία ερώτηση, μήπως είστε αδελφές;». Και γυρνάω, τον κοιτάω και μου ρθε να του πω: «Καλά χαζός είσαι, δεν βλέπεις;» Και έτσι εκείνος έσπασε το πάγο όμως, γιατί οι άλλες ξεκίνησαν να μιλάνε, εγώ δεν μιλούσα. Και μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε και κάποια στιγμή λέγαμε πόσο χρονών είμαστε. Εγώ τον πέρασα τουλάχιστον ότι είναι Λύκειο αυτός γιατί ήτανε ψηλός, γεροδεμένος, είχε μπράτσα, έτσι, ήταν αδύνατος. Είχε μουστάκι και μούσι, είχε πολλή τεστοστερόνη για την ηλικία του πάντως, γιατί ήμασταν ίδια ηλικία, δηλαδή και εκείνος ήταν 15 στα 16 και εντάξει και από το ύψος και μόνο, όταν είναι και ο άλλος κοντά δυο μέτρα, σου πάει λίγο το μυαλό αλλού, ότι είναι πιο μεγάλος. Και είχε και πιο άγρια χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του, οπότε δεν περίμενες ότι θα ναι μικρός. Και τέλος πάντων, μιλούσαμε. Λέγαμε… Ας πούμε λέγαμε τι ακούμε, ας πούμε ακούγαμε hip-hop τότε, που ήταν στη μόδα. Τι μας αρέσει να τρώμε, που συχνάζουμε, από πoιο χωριό είμαστε, γιατί ήμασταν από διπλανά χωριά. Δηλαδή εκείνος ήτανε από ένα χωριό, παραδίπλα από τα Κουφάλια. Έμενε εκεί βασικά, ήταν από Θεσσαλονίκη η καταγωγή του αλλά έμεναν εκεί. Και τέλος πάντων κάποια στιγμή, φτάσαμε έξω από το χωριό του και ο αδελφός του, γιατί είχε κάποιες δουλειές ο άνθρωπος, κατέβηκε. Ο αδελφός του ένα χρόνο μεγαλύτερος, δηλαδή και αυτός Λύκειο. Και μένει αυτός και ένας φίλος του τότε και παίρνουν το ρίσκο, δυο παιδιά 16 χρονών, που δεν ξέρανε καν τι είναι Κουφάλια, δεν ξέρανε καν που πάει το λεωφορείο, ήξεραν ότι φτάνει μέχρι τη δικιά τους στάση και μετά ξέρανε ότι πάει στα δίπλα χωριά, έτσι; Δεν είχαμε ταξιδέψει ποτέ, ούτε εμείς, ούτε εκείνοι. Λοιπόν, συνέχισαν τη διαδρομή και ήρθαν μέχρι τα Κουφάλια. Και εγώ πονηρεύτηκα προφανώς, γιατί μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Δεν γινότανε, προφανώς κάτι, κάτι υπήρχε εκεί πέρα. Και σου λέω τον έβλεπα και έλιωνα. Μιλάμε ότι εγώ ήμουνα ήδη στο ροζ σύννεφό μου, τον ήθελα ας πούμε. Και φτάνουμε λοιπόν στα Κουφάλια, μπαίνουμε και θα κατεβαίναμε εμείς στη στάση που είναι στο δημαρχείο, στη κεντρική στάση των Κουφαλίων. Και λέω στα κορίτσια: «Μήπως να πάμε καλυτέρα στο τέρμα των Κουφαλίων –γιατί ήξερα ότι δεν θα κατέβουν εκείνοι– να κάνουμε καμιά βόλτα στην αγορά, να περάσει και η ώρα μας, αφού ήρθαμε νωρίς στα Κουφάλια;». Και λένε και αυτές: «Ναι», γιατί εντάξει, το ψυλλιάστηκαν. Και φτάνουμε ως το τέρμα, το τέρμα, την τελική στάση. Κατεβαίνουμε και πάω να κατέβω. Βασικά κατεβαίνουν οι δύο άλλες και πάω να κατέβω και μου κλείνει την είσοδο. Και μου λέει: «Θα μου δώσεις τον αριθμό σου;» Γιατί τότε δεν είχαμε ούτε Facebook ούτε Instagram, είχαμε αριθμούς και 1.500 SMS. Είχαμε τότε αυτά τα 1.500. Και του λέω: «Ναι». Και του δίνω τον αριθμό μου, μου δίνει και αυτός τον δικό του, μου κάνει αναπάντητη βασικά και μου κάνει: «Άμα δεν ξέρεις να το γράφεις, γράψε Άκης». Και του λέω: «Όχι, μια χαρά ξέρω ορθογραφία», γιατί το είδα και σε φάση τι να μου πεις και πώς να γράψω ας πούμε. Και έτσι λοιπόν, έτσι γνωριστήκαμε, στο 81Β, γιατί δεν έχει αλλάξει ακόμη η διαδρομή. Ήταν το 81Β και με αυτό το παιδί κάτσαμε μαζί δυόμισι χρόνια περίπου, λίγο πριν την τρίτη Λυκείου, στις Πανελλήνιες και αυτά χωρίσαμε και ήταν τα πιο κουφετένια, ροζ πράγματα που έχω κάνει. Δηλαδή ήταν ιππότης αρχικά. Ήταν ο άντρας, το παλικάρι που θα σου σύρει την καρέκλα για να κάτσεις, ήτανε το παιδί που θα σε αγκαλιάσει να μην κρυώσεις το χειμώνα, γιατί την βγάζαμε και έξω εννοείται. Πού να πω στους γονείς μου ότι έχω αγόρι ας πούμε; Το κατάλαβαν οι άνθρωποι, όχι ότι δεν το κατάλαβαν αλλά ναι. Είχε, είχε έρθει… Μου είχε στείλει μήνυμα μετά από καμιά βδομάδα και. Το σκεφτόταν δηλαδή πότε θα μου στείλει, δεν ήταν και αυτός έμπειρος. Και είχε έρθει να πιούμε καφέ και εννοείται ότι εγώ σαν χαζούλα, τον πήγα στη κεντρική καφετέρια των Κουφαλίων, οπότε πέρασε από εκεί πέρα όλο το Γυμνάσιο και με χαιρέτησε, χωρίς να μιλάω με τους μισούς από αυτούς, γιατί με είδαν ότι είμαι κάποιον. Και κάναν σαν τρελοί όλοι. Και χτυπούσε και το κινητό μου ασταμάτητα γιατί η Μαριάννα βρήκε γκόμενο, από κάπου από τη Θεσσαλονίκη και τι γίνεται και αυτά. Και προφανώς δεν με είχανε ότι θα προχωρήσω, θα κάνω κάτι τέτοιο. Και εκείνος την πρώτη φορά που ήρθε με ρώτησε το εξής, γιατί αν ήρθε στις 17:00 ο άνθρωπος και έφυγε στις 22:00, το πολύ σου λέω. Δεν θυμάμαι τώρα τις ώρες, το κινητό μου χτυπούσε ασταμάτητα. Από μηνύματα, από τηλέφωνα. Ερχόταν κόσμος. Και γυρνάει και μου κάνει λίγο πριν φύγει: «Θέλω να σου κάνω μία ερώτηση χωρίς να με παρεξηγήσεις». Και λέω: «Ναι». Και μου λέει: «Είσαι δημοφιλής εδώ πέρα στο χωριό και έρχονται όλοι;» Και λέω: «Βασικά έρχονται γιατί με βλέπουνε μαζί σου και έχουν απορήσει όλοι».
Γιατί είχανε απορήσει;
Είχανε απορήσει, γιατί ήμουνα εσωστρεφής, ήμουνα ένα παιδί που διάβαζε, που δεν ήταν τόσο κοινωνικό, που είχε τις παρέες του με τους τελευταίους του χωριού και όλα αυτά. Και όταν βλέπεις ένα τόσο ευπαρουσίαστο άνθρωπο που καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μπλεγμένος κάπου. Σε εισαγωγικά το μπλεγμένος. Προφανώς και θα… Του τύπου θα έρθουνε όλες οι τύπου συμμαθήτριες να τον δούνε και να δουν ποιος είναι και από που είναι και να μάθουνε. Δηλαδή μου είπε χαρακτηριστικά μία κοπέλα με την οποία έλεγα ένα απλό «γεια», ήρθε και έκατσε στο τραπέζι, λίγο να μας μιλήσει. Ναι έκατσε και λέω εγώ: «Εντάξει, πλάκα μου κάνετε». Και εννοείται ότι γίναμε το θέμα του χωριού, εννοείται γιατί εκεί εκείνος ερχόταν συνέχεια τα σαββατοκύριακα, που ξεκίνησε το σχολείο και όλα αυτά να με βλέπει. Εγώ πήγαινα… Την πρώτη φορά που πήγα στο χωριό του, εκτός ότι μπέρδεψα τα λεωφορεία και πήρα λάθος λεωφορείο και με άφησε σε λάθος χωριό και περίμενα μετά για να περάσει το επόμενο και να με πάρει να με πάει στο χωριό του. Ήτανε Αύγουστος και εγώ επειδή φοβόμουν πάρα πολύ να μην με δούνε ο θείος μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, να μην περάσει κάποιος περαστικός και με δει ότι είμαι εκεί πέρα, είχα βάλει μια ζακέτα Αύγουστο μήνα. Ζακέτα μπλε με κουκούλα και περίμενα στη στάση έτσι, δηλαδή πιο στόχος πεθαίνεις. Δηλαδή αυτό το μυαλό είχα, αυτό το... του τύπου αντί να πω, ξέρω 'γω, καλοκαίρι ήταν ας έβαζα ένα καπέλο. Δεν ξέρω τι να πω. Έβαλα τη ζακέτα. Δεν ξέρω γιατί [00:40:00]και τελικά πήγα εγώ στο χωριό του μια χαρά. Γυρίσαμε εκεί, κάναμε τις βόλτες μας, γνώρισα την παρέα του και σιγά-σιγά τα φτιάξαμε. Καλά βέβαια αργήσαμε γιατί μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε και μετά μου είπε: «Θες να τα φτιάξουμε;». Και ξέρεις, αυτό το αθώο και όλα αυτά και ήταν πάρα πολύ ωραία. Μετά κάναμε μικρά ταξίδια, εκδρομές μαζί. Δηλαδή όταν κλείσαμε έναν χρόνο σχέσης το επόμενο καλοκαίρι, πήγαμε εκδρομή με το τρένο. Αν έχεις τον Θεό σου. Στην Έδεσσα στους καταρράκτες που είναι πάρα πολύ ωραία και εκεί. Έχω ξαναπάει και κάναμε εκεί πέρα ουσιαστικά την επέτειο μας. Πήγαμε και φάγαμε. Τι είχαμε πάρει; Είχαμε πάρει μαζί μας νομίζω και τοστ για να μην πεινάσουμε στο δρόμο; Κάπως έτσι γιατί με το τρένο ήταν διαδικασία. Και κάναμε τη βόλτα μας… Λοιπόν και τέλος πάντων ήμασταν σε αυτή τη φάση. Έχω μόνο καλά να θυμάμαι ειλικρινά. Είναι πολύ ρομαντικά τα πράγματα για μένα και έτσι συνέχισα να είμαι στην υπόλοιπη ζωή μου και στις ερωτικές μου επαφές ουσιαστικά. Είμαι ρομαντικός άνθρωπος, είμαι άνθρωπος που διαβάζει ποίηση, που λατρεύει τα ποτάμια, τα ρυάκια, τη θάλασσα, τις ακτές, τον ήλιο. Είμαι άνθρωπος που εκεί που έχω όλα αυτά τα προβλήματα που έχει ο κάθε ένας καθημερινά στη ζωή του, θα σκεφτώ: «Ας πάω λίγο να ακούσω τη θάλασσα να ηρεμήσω» ή «Κάτσε να σκεφτώ τώρα, πόσο όμορφα είμαι εδώ που είμαι, που έχω το αεράκι και με αγγίζει». Δηλαδή τέτοια πράγματα. «Που έχω τη ζωντάνια του ήλιου». Γιατί στην Κρήτη ο ήλιος είναι το πρώτο κομμάτι που υπάρχει στη ζωή σου. «Που έχω ένα χαρούμενο περιβάλλον». Οπότε γενικότερα είμαι ρομαντική, είμαι ρομαντική αρκετά. Και αυτό το έβγαλα και στις επόμενες σχέσεις μου γιατί όπως σας είπα με τον Ιωακείμ χωρίσαμε λίγο πριν την τρίτη Λυκείου. Όταν ξεκινούσε η τρίτη Λυκείου χωρίσαμε. Για πείσματα. Θεωρώ ότι αν ήμουν λίγο πιο ώριμη και εγώ και εκείνος, μπορεί και να ήμασταν για καιρό μαζί μετά. Δεν σου λέω μέχρι τώρα γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια προφανώς αλλά θεωρώ ότι ίσως να είχαμε κάνει κάτι διαφορετικό. Βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο αυτό θα... θα ήταν δεσμευτικό ως προς τις σπουδές μου, γιατί εγώ είμαι στη Κρήτη, γιατί πέρασα ουσιαστικά στην Κοινωνική Εργασία. Δηλαδή έδωσα Πανελλήνιες κανονικά Τρίτη Λυκείου, τα πάντα όλα, διάβαζα, φροντιστήρια, σχολή. Σχολή; Σχολείο, συγγνώμη. Και έδωσα Πανελλήνιες. Πέτυχα 15.180 μόρια, πέρασα στην Κρήτη στην Κοινωνική Εργασία. Τότε βέβαια αυτό που έκανα ήτανε ότι είχα κάνει ένα μηχανογραφικό με βάση τη τοποθεσία και είχα βάλει όλες τις σχολές της Θεσσαλονίκης, που ευτυχώς για καλή μου τύχη δεν πέρασα σε καμία από αυτές γιατί δεν θα έβγαζα καμία εις πέρας. Και ήταν όλες παραϊατρικά πράγματα, τα οποία δεν μου ταιριάζουνε, δηλαδή εγώ σιχαίνομαι και τον ιδρώτα μου ας πούμε. Δεν είμαι άνθρωπος που θα κάτσει να δει αίματα ή πληγές και όλα αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση, λιποθυμώ στο πεντακάθαρο. Πέρασα λοιπόν στην 13η επιλογή μου, και όταν βγήκαν τα αποτελέσματα γιατί τα είχα πολύ αγωνία. Ήμουν σίγουρη ότι θα περάσω κάπου, δεν ήξερα πού. Δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου ότι θα περάσω στη Κρήτη. Επίσης να πω ότι δεν ήξερα καν τι είναι η Κοινωνική Εργασία σαν Κοινωνική Εργασία. Πίστευα τη πρώτη φορά που είδα το όνομα Κοινωνική Εργασία, ότι Κοινωνική Εργασία σημαίνει, αυτό που είχα δει σε πολλές αμερικάνικες ταινίες, ότι οι φυλακισμένοι μαζεύουν τα σκουπίδια τους από τους δρόμους σαν τέτοιο. Λοιπόν, και μετά εννοείται ότι το 'ψαξα. Προφανώς, γιατί είχα μάθει πάνω σε αυτό το κομμάτι. Μου άρεσε και έτσι πέρασα. Όταν πέρασα, την ημέρα που πέρασα βγαίνανε τα αποτελέσματα, στις 10:00 άνοιγε η πλατφόρμα για να βάλεις τους κωδικούς σου και όλα αυτά για να δεις που πέρασες. Και ήμουνα μόνη στο σπίτι με την αδελφή μου; Δεν θυμάμαι. Νομίζω ήμουνα μόνη. Μπορεί να ήτανε η αδελφή μου. Δεν έχω ιδέα. Οι γονείς μου πάντως δουλεύανε και οι δύο. Και μπήκα 09:55, γιατί λέω: «Δεν μπορεί, 09:55 θα το έχουνε ανοίξει. Μην μπω 10:00 η ώρα που θα μπούνε όλοι». Και μπαίνω και βλέπω Κοινωνική Εργασία ΤΕΙ Κρήτης, γιατί τότε ήτανε ΤΕΙ το πανεπιστήμιο. ΤΕΙ Κρήτης, 17η και καλά στη σειρά. Αυτό και το κλείνω και παίρνω τηλέφωνο τη μαμά μου, η οποία πίστευε ότι θα περάσω ή Νοσηλευτική ή Μαιευτική. Πεπεισμένοι όλοι τώρα μιλάμε ότι θα περάσω Μαιευτική πρώτα. Και της λέω: «Έλα, πέρασα Κρήτη». Και κάνει η μαμά μου: «Άντε μπράβο τέλεια. Σε κλείνω γιατί έχω δουλειά». Και της λέω: «Εντάξει». Και για δύο ώρες περίπου περπατούσα στο σπίτι και κοιτούσα το ταβάνι, γιατί δεν, δεν ήξερα την Κρήτη. Και μετά από μία ώρα με πήρε η μαμά μου και μου λέει: «Έλα τι μου πες; Πέρασες τρίτη ή Κρήτη;». Και της λέω: «Κρήτη». Και μου λέει: «Α, Κρήτη. Τι σχολή;» γιατί πανικοβλήθηκε η γυναίκα και της λέω: «Μαμά, Κοινωνική Εργασία» και μου λέει: «Α τέλεια, ετοιμάζουμε βαλίτσες για Κρήτη». Και της κάνω: «Θα πάμε;». Και μου λέει: «Πέρασες και δεν θα πάμε; Είσαι καλά, παιδί μου;» Εγώ ήμουνα σίγουρη ότι δεν υπήρχε περίπτωση. Ήμουνα, είχα κάνει ήδη το σενάριο στο κεφάλι μου, ότι ξαναδίνω Πανελλήνιες, περνάω Θεσσαλονίκη, να είμαι στο σπίτι, να μην χρειαστεί να νοικιάσω γιατί δεν υπάρχουνε χρήματα και όλα αυτά. Τελικά να πω την αλήθεια, η μαμά μου με μια σφουγγαρίστρα και ένα ξεσκονόπανο, μια χαρά μας σπούδασε και τις δύο και ειλικρινά και ενοίκιο πληρώναμε και είχαμε ό,τι χρειαζόμασταν μες στο μήνα μας, και εγώ και η αδελφή μου και μια χαρά είμαστε μέχρι τώρα. Οπότε πέρασα Κρήτη και ήρθα κάτω στη Κρήτη. Σε έναν τόπο ξένο για την ακρίβεια ήρθα στα γενέθλιά μου. Είχα τα γενέθλια και τα έκανα πάνω στο καράβι, ερχόμουν δηλαδή εδώ. Δεν ήξερα, δεν είχα βγει ποτέ από το χωριό. Δεν είχα βγει ποτέ μου από το χωριό, να ζήσω κάπου αλλού. Δηλαδή μόνο για διακοπές, εντάξει ούτε καν, τύπου να πας Χαλκιδική για διακοπές, δεν είναι κάτι. Το όνειρό μου πάντα, ήτανε να φύγω από το χωριό, δεν το ήθελα, δεν με σηκώνει το κλίμα του χωριού. Με κάνει νιώθω εγκλωβισμένη. Όλος αυτός ο κοινωνικός περίγυρος, το κουτσομπολιό, το πού πας, τι κάνεις, το καθόμαστε και ασχολούμαστε με σένα, γιατί οι άνθρωποι στο χωριό δεν έχουνε τι να κάνουνε. Η αλήθεια είναι αυτή. Οπότε θα κάτσουνε να ασχοληθούνε με τον έναν που θα βρουν μπροστά τους. Με έπνιγε, με έπνιγε πάρα πολύ. Και η μαμά μου έλεγε χαρακτηριστικά το εξής: «Εσένα τα μάτια σου ήτανε πάντα να φεύγεις». Οπότε μου έλεγε όταν είχα έρθει εδώ στη Κρήτη. Ήρθαμε εδώ πέρα, βρήκαμε σπίτι, το τακτοποιήσαμε, πήραμε πράγματα, πήραμε έπιπλα ό,τι δεν είχε. Στην αρχή δεν είχαμε τα πάντα, δηλαδή δεν είχα φουρνάκι να ψήνω φαγητά, οπότε έψηνα μόνο στο μάτι. Έτρωγα και στη σχολή βέβαια τότε το πρώτο χρόνο. Και μετά κάποια στιγμή, ήρθε η μαμά μου κάτω να με δει γιατί είχα αρρωστήσει, είχα πάθει μια λοίμωξη στο στομάχι μου και είχε έρθει, γιατί ανησύχησε η γυναίκα προφανώς. Ήμουνα μόνη μου, μόνη μου ουσιαστικά. Και μου πήρε φουρνάκι, το οποίο το έχουμε μέχρι τώρα και έχει βγει τέλειο. Και σιγά-σιγά χτίσαμε το σπίτι ουσιαστικά. Αυτή τη στιγμή, είμαι πάρα πολύ περήφανη γιατί κατάφερα να πάρω και πλυντήριο, που ήταν πάρα πολύ σημαντικό, γιατί τα τρία πρώτα χρόνια της, των σπουδών έπλενα όλα τα ρούχα μου στο χέρι και τα μπράτσα μου είχανε γίνει λες και πήγαινα γυμναστήριο, προφανώς, γιατί το να στύβεις πετσέτα στο χέρι είναι πολύ κακό. Είναι, θέλει δουλειά. Και πήρα λοιπόν… Βέβαια όταν πήρα το πλυντήριο, ένιωθα ότι είμαι βασίλισσα έτσι; Δεν το συζητώ. Ειδικά τη πρώτη μέρα, που έβαλα όλα τα ρούχα να τα πλύνω και μοσχομύριζαν και ήμουνα, ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη. Και έτσι σιγά-σιγά έχω χτίσει το... το σπίτι και τη ζωή μου εδώ. Ήρθα όταν ήμουνα 18. Τα είχα κλείσει πάνω στο καράβι τα 18, για την ακρίβεια πάνω σε ένα κρουασάν. Το έκανε η μαμά μου ή ντόνατς ήτανε; Ήτανε με ένα ρεσό κεράκι ή κρουασάν. Ένα από τα δύο. Και γύρισα λοιπόν εδώ, ήρθα εδώ, δεν γύρισα, συγγνώμη. Ήρθα εδώ. Την πρώτη μέρα που ήρθα, σκοτώθηκαν δυο φίλοι μου με μηχανή και με πήρε τηλέφωνο… Ήμασταν τρεις στην παρέα, σε εκείνη την παρέα και με πήρε ο τρίτος, ο οποίος έκλαιγε. Εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν γιατί με είχε πάρει από άλλο αριθμό και με ρωτούσε που είμαι και λέω: «Ποιος είναι και γιατί κλαις; Δηλαδή γιατί με έχεις πάρει τηλέφωνο και κλαις;». Και μου λέει: «Είμαι ο Γιάννης και πέθανε ο Χρήστος και ο Νίκος». Και λέω: «Τι λες;». Και μου είπε ότι σκοτώθηκαν με μηχανή. Εννοείται ότι στην αρχή έπαθα σοκ, μετά άρχισα να κλαίω, έγινα ρεζίλι στο ξενοδοχείο γιατί με είδαν όλοι, το προσωπικό να κλαίω σε ένα σκαλάκι που καθόμουν, γιατί δεν ήθελαν να ακούσουν οι γονείς μου, ότι κάποιος πέθανε. Ήτανε βαρύ για ξεκίνημα, ήτανε βαρύ, δηλαδή δεν το λες καλό ξεκίνημα. Δεν πήγα ποτέ να ανάψω ένα κεράκι. Δεν με βαστάει το κλίμα να πάω. Δεν, δεν νιώθω έτοιμη να… Δεν ένιωσα ποτέ βασικά ποτέ έτοιμη να πάω στο νεκροταφείο, να πάω να ανάψω ένα κεράκι των δύο παιδιών. Έχω στεναχωρηθεί, έχω κλάψει, δεν ήταν κολλητοί μου αλλά ήτανε φίλοι μου. Ήτανε μία κακή πρώτη αρχή. Παρ' όλα αυτά όμως, βάλαμε ουσιαστικά πράγματα και ξεκινήσαμε. Και μετά από δύο εβδομάδες, φύγανε οι γονείς μου από την Κρήτη και έμεινα μόνη μου. Μόνη μου να κοινωνικοποιηθώ, μόνη μου να βρω σε ποιο σούπερ μάρκετ να πηγαίνω, ποια είναι η στάση του λεωφορείου, πόσο κάνει, να χειριστώ οικονομικά ζητήματα, γιατί ήταν συγκεκριμένα τα λεφτά που μπαίνανε κάθε μήνα και έπρεπε να τα διαχωρίσω ανά βδομάδα, ανά τα ψώνια του σούπερ μάρκετ, τα εισιτήρια, όλα. Έπρεπε να ήτανε όλα υπολογισμένα. Δεν γινότανε, ούτε παραπάνω γινόταν, ούτε λιγότερα. Και βρέθηκα λοιπόν μόνη μου, το οποίο στην αρχή το διασκέδαζα πάρα πολύ γιατί, όπως σου είπα, ήθελα τόσο πολύ να φύγω από το χωριό. Δεν με βαστούσε ο τόπος, που εδώ ένιωσα τόση ελευθερία. Δεν με ήξερε κανείς. Για πολλά χρόνια ήμουνα στη αφάνεια. Έτσι λέγεται στην αφάνεια; Και το χαιρόμουνα πάρα πολύ. [00:50:00]Τώρα μετά από τόσα χρόνια προφανώς έχω αρχίσει και με ξέρουνε και λίγο με ενοχλεί αυτό. Θα ήθελα δηλαδή πάλι να πάω κάπου να μην με ξέρουνε, καλύτερα. Αν δεν με ξέρουνε να κάνω και ό,τι θέλω, όχι ότι κάνω και τίποτα τρελό. Και λοιπόν εδραιώθηκα, έκανα φιλίες. Φιλίες που από το πρώτο έτος μέχρι τώρα έχουνε κρατήσει και είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί με όλα τα κορίτσια που ήμασταν στο πρώτο έτος, είμαστε ακόμα μαζί. Μιλάμε, δεν κάνουμε όλες μαζί παρέα αλλά μιλάμε. Βγαίνουμε… Εγώ βγαίνω με όλες και ας έχουνε περάσει διάφορα, ας έχουμε μαλώσει, ας έχουμε κάνει χίλια δυο πράγματα αλλά ήταν η πρώτη παρέα, που έκανα στο πρώτο έτος, στο πρώτο μήνα που πήγα και είναι η παρέα που έχω κρατήσει μέχρι και τώρα στο κομμάτι των σπουδών. Έχω κάνει και άλλες παρέες, έχω κοινωνικοποιηθεί πολύ περισσότερο, έχω τη δικιά μου δουλειά, χρειάστηκε να πιάσω δουλειά, γιατί στο δεύτερο έτος κάπως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά με τα οικονομικά του μπαμπά και της μαμάς. Κάτι είχε γίνει τώρα δεν έχω καταλάβει ακριβώς, δεν το πλήρωναν το μπαμπά μου; Ήτανε πάντως ένα εξάμηνο πολύ βαρύ. Θυμάμαι ότι χαρακτηριστικά τα λεφτά που μου βάζανε, ήτανε τα μισά. Δηλαδή αν μου βάζανε 200 ευρώ για να βγάλω τον μήνα, μου βάζαν 100, μου βάζαν 80. Και κάποια στιγμή απλά έκοβα από έξοδα, δηλαδή… Εντάξει έτσι και αλλιώς, δεν έβγαινα πολύ τότε. Δεν ήμουνα party animal. Έκοβα από έξοδα και κάποια στιγμή κατέληξα να κόβω τα εισιτήρια που πηγαίνω στη σχολή. Οπότε ανεβοκατέβαινα στη σχολή και είναι μια... ένας μακρύς δρόμος και ανηφορικός για τη σχολή με τα πόδια. Δεν έγινε πολλές φορές αλλά έγινε τόσες, ώστε να πω: «Ξέρεις κάτι, δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό. Θα βρω δουλειά». Και είχα ξεκινήσει προώθηση προϊόντων σε καταστήματα. Μιλάμε τώρα ε; Προωθούσα τυράκι κίτρινο και γιαούρτια. Καλά πήγε, εντάξει το έχουμε το κοινωνικό κομμάτι, πήγαινε καλά αλλά τα λεφτά προφανώς ήτανε μηδαμινά μπροστά σε αυτά που χρειαζόμουνα. Οπότε ξεκίνησα να ψάχνω δουλειά και βρήκα μία δουλειά σε ένα κατάστημα με αθλητικά είδη, στην οποία είμαι και ακόμη και νομίζω ότι από εκεί συντηρούμαι. Είναι βιοποριστικό το θέμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ψάξει και κάτι άλλο. Έχω μείνει σε αυτή τη δουλειά, τα βγάζω πέρα μόνη μου. Πλέον είμαι ένα ανεξάρτητο μέλος της οικογένειας, έχω… Πραγματικά είμαι μόνη μου, δηλαδή και το ενοίκιο μου και τους λογαριασμούς μου και το ό,τι χρειάζομαι για να βιοποριστώ, τα έχω, τα έχω εγώ. Έχω το control μου, έχω το πόσα θα ξοδέψω το μήνα, το τι λογαριασμούς θα πληρώσω, internet, νερό, ΔΕΗ, όλα, όλα. Και αυτό με έχει κάνει να είμαι αρκετά οργανωμένη στη ζωή μου, γιατί χρειάζεται οργάνωση στο να ξέρεις ότι κάθε μήνα, θα παίρνεις π.χ. ξέρω γω όσο είναι ο βασικός μισθός και εκεί να πρέπει να δώσεις το ενοίκιο, το ρεύματα, το σούπερ μάρκετ που είναι ένα μεγάλο κομμάτι το σούπερ μάρκετ, το οποίο το αψηφούμε μερικές φορές αλλά συνήθως απ’ τα χρόνια εμπειρίας μου, που μένω μόνη μου, είναι το πιο μεγάλο έξοδο, γιατί αυτό που πρέπει να φας και να συντηρήσεις το σπίτι σου. Γιατί δεν είναι το μόνο το τι τρως, είναι και το τι χρειάζεται το σπίτι σου. Απορρυπαντικά, πράγματα για το μπάνιο, για τη κουζίνα και όλα αυτά είναι αρκετά μεγάλο κομμάτι εξόδων. Δεν θέλω να παραπονιέμαι γιατί μια χαρά τα έχω καταφέρει έως τώρα και δεν έχω πεινάσει πολύ. Υπήρχανε στιγμές που εντάξει προφανώς, είχαμε μείνει με λίγα χρήματα αλλά είμαι πολύ περήφανη που έχω καταφέρει να έχω όλα αυτά στη ζωή μου και τα έχω ρυθμίσει μόνη μου, με τη βοήθεια των γονέων πάντα, γιατί οι γονείς μου ήτανε πάντα οι σωστοί υποστηρικτές μέχρι και τώρα δηλαδή. Μέχρι και τώρα θα τους πω κάτι, θα μου πούνε: «Να κάνεις εσύ αυτό που αγαπάς και εμείς είμαστε εδώ για ό,τι χρειαστεί. Τράβα μπροστά και μην σε νοιάζει. Η μαμά έχει τσέπη». Έτσι λέει η μαμά μου συνέχεια, γιατί τώρα της είπα ότι: «Ξέρεις κάτι; Τώρα που είμαι 25 και ξεκίνησα να ψάχνομαι και λίγο, μ’ αρέσει να διακοσμώ τούρτες και μάλλον πως θα ασχοληθώ με αυτό αλλά δεν ξέρω κατά πόσο». Και μου λέει: «Όταν θα ασχοληθείς, εννοείς σχολή;». Και της λέω: «Σχολή δεν θα πάω, γιατί προφανώς δεν έχω τώρα τόσα λεφτά για να πάω σε σχολή αλλά κάνω σεμινάρια». Και η απάντησή της ήτανε: «Κάνε ό,τι θέλεις, εμείς σε στηρίζουμε, δεν υπάρχει, δεν έχεις κάτι να φοβηθείς. Αφού το έχεις και σου αρέσει, συνέχισε το και θα βγεις σίγουρα καλό από αυτό». Όταν ακούς τέτοια πράγματα από τους γονείς σου και γενικότερα από τους γύρω σου, πιστεύεις και στον εαυτό σου και σου είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις βήματα. Οπότε, έχω εξελιχθεί, όσο έχω εξελιχθεί, γιατί είχα ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Ακόμη και μακριά γιατί τους βλέπω τρεις φορές το χρόνο. Πολύ μεγάλο κομμάτι η απόσταση. Μου αρέσει που είμαι αποστασιοποιημένη από το χωριό, δεν μ’ αρέσει που είμαι αποστασιοποιημένη από την οικογένειά μου. Αν μπορούσα κάτι να άλλαζα σε όλα αυτά τα χρόνια, είναι το πόσα λίγα ταξίδια έχω κάνει, πόσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές έχω χάσει, πόσα οικογενειακά τραπέζια και Πάσχα και γιορτές έχω κάνει... και Πάσχα και γιορτές, έχω κάνει με φίλους, με αν θέλεις συντρόφους που με έχουν αγκαλιάσει δικές τους οικογένειες και ειλικρινά θα ήθελα τουλάχιστον από του χρόνου, να ξεκινήσω να κάνω τέτοιες γιορτές με τους γονείς μου, γιατί με τη δουλειά δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρεις την άδειά σου, όταν ενώ είσαι εμπορικό κατάστημα τα Χριστούγεννα. Προφανώς και δεν θα σου δώσει κανείς άδεια τότε. Λογικό. Είναι πολύ δύσκολο κομμάτι το να είσαι μακριά, το να είσαι αποξενωμένος από επιλογή σου πάντα όμως έτσι; Γιατί είναι επιλογή μου, δεν μου το επέβαλε κανείς. Ήτανε επιλογή μου και να μείνω εδώ πέρα και να είμαι εδώ και να συνεχίσω και τις δουλειές και τις σπουδές εδώ, αλλά είναι δύσκολο. Σαν κομμάτι, είναι δύσκολο, γιατί έρχεσαι συνέχεια αντιμέτωπη με τα συναισθήματά σου, με το αίσθημα της απώλειας, με το αίσθημα του είμαι μακριά, τώρα αυτοί ανοίγουν δώρα, κάνουν δώρα μεταξύ τους, θα αγκαλιαστούν. Εντάξει μου λείπουνε, δηλαδή χαρακτηριστικά μου έστειλε μήνυμα η νονά μου προχτές, γιατί με τη νονά μου, έχω πολύ καλές σχέσεις και μου είπε ότι: «Να ξέρεις μας λείπεις. Το Πάσχα στην Ανάσταση κάναμε μαζί με τη μαμά φέτος Πάσχα και όταν είπε ο παπάς το Χριστός Ανέστη, κοιταχτήκαμε και ένα δάκρυ κύλησε, γιατί ξέραμε ότι μας λείπεις». Αυτό. Και είναι αρκετά συγκινητικό αυτό. Εντάξει, γιατί έχω χάσει πολλά. Έχω κερδίσει όμως την ηρεμία μου. Έχω κερδίσει όμως και την ηρεμία μου και τη γαλήνη σε πολλά κομμάτια. Δηλαδή δεν θεωρώ ότι θα μπορούσα να μείνω στο χωριό. Μπορεί και να μπορούσα αλλά με τα δεδομένα τώρα όχι δεν θα το επέλεγα. Το κομμάτι τώρα, για να ξεφύγουμε λίγο από βαρύ κλίμα της οικογένειας, θα ήθελα να μιλήσω λίγο για το κομμάτι της Κοινωνικής Εργασίας, που είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι, γιατί το να είσαι φιλάνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό από το να είσαι κοινωνική λειτουργός. Εγώ δεν είχα καταλάβει την κλίση μου. Ήξερα σίγουρα ότι με ελκύουν, όπως είπα, οι διαφορετικές ομάδες, λίγο κοινωνικά αποστασιοποιημένες, ή ομάδες οι οποίες είναι λίγο πιο κάτω στην βαθμίδα. Όταν ήμουνα 5… Γενικότερα όταν ήμουνα 5, έχουνε γίνει πάρα πολλά πράγματα τα οποία μου δείχνανε. Όταν ήμουνα 5 λοιπόν στο νηπιαγωγείο, υπήρχε η τάξη των ειδικών παιδιών, η οποία είχαμε τρεις τάξεις. Κλασικό ολοήμερο και των ειδικών παιδιών. Λοιπόν, εγώ λοιπόν ξετρύπωνα από την τάξη μου, πήγαινα συνεχώς μα συνεχώς στη τάξη των ειδικών παιδιών, γιατί στην αίθουσά τους ήτανε η πόρτα ανοιχτή. Για ποιους λόγους δεν ξέρω, ήταν πάντα η πόρτα ανοιχτή. Και μέσα ήτανε 8; 10 παιδάκια; Πόσα παιδάκια να έχει ένα χωριό που να έχουνε αυτισμό ή να έχουν άλλες τέτοιου είδους διαταραχές. Και λοιπόν θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με μάγευε ότι το πόσο ωραία ήταν αυτή τάξη, μικρή. Μικρότερη και από τη δικιά μας, που ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Το πόσο φωτεινά και λαμπερά παιχνίδια είχανε, γιατί τα παιχνίδια τους ήτανε κόκκινα, μπλε, πράσινα. Βασικά χρώματα είχανε. Είχανε πολλά παιχνίδια στα βασικά χρώματα. Δεν ξέρω αν αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι είναι ειδική τάξη. Και λοιπόν εγώ ξετρύπωνα, έφευγα από την, ή μετά το διάλλειμα της δασκάλας μου και πήγαινα εκεί. Μια, δυο, τρεις, μια, δυο, τρεις καθόμουν και μιλούσα σε όλα τα παιδάκια, παρόλο που τα μισά δεν με καταλάβαιναν γιατί είχαν βαριούς, βαρύ αυτισμό μερικά. Λοιπόν, είχα κάτσει χαρακτηριστικά, αυτό το θυμάμαι φωτογραφικά στο μυαλό μου, είχα κάτσει στο πάτωμα και ζωγράφιζα ένα σπίτι και έδειχνα στην Ηλιάνα, η οποία Ηλιάνα είχε αυτισμό σε επίπεδο που ήταν διαχειρίσιμος σχετικά. Μέχρι και τώρα δηλαδή η Ηλιάνα είναι εντάξει. Είναι από τα παιδιά τα οποία… Και να μιλήσει μπορεί και να κάνει συζήτηση, απλά βλέπεις αυτή την καθυστέρηση και στην ομιλία και στον τρόπο που κοιτάει. Δεν σε κοιτάει ποτέ στα μάτια εννοείται, το βλέπεις. Και λοιπόν καθόμουν στο πάτωμα και ζωγράφιζα και προσπαθούσα να δείξω στην Ηλιάνα, η οποία ανάθεμα και αν καταλάβαινε τι της έλεγα, πώς να φτιάχνει κεραία πάνω στη σκεπή για να πιάνει σήμα η τηλεόραση που έχει μέσα η ζωγραφιά, στο τέτοιο. Κάποια στιγμή, αφού εγώ πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα. Φαντάζομαι γινόταν αυτό αρκετό καιρό. Αρκετό καιρό; Αρκετές μέρες για να παρατηρηθεί από τις δασκάλες. Κάποια στιγμή κάλεσαν τη μαμά μου στο σχολείο και της είπαν ότι πρέπει να της μιλήσουνε για κάτι και της είπαν ότι θέλουνε να με βάλουνε στην ειδική τάξη. Και η μαμά μου εννοείται το πρώτο πράγματα που ρώτησε ήταν: «Τι έχει το παιδί;» γιατί σου λέει κάτι έχει για να μπει στην ειδική τάξη. Και την καθησυχάζουν οι δασκάλες και τις λένε: «Δεν θέλω, δεν τη θέλουμε γιατί έχει πρόβλημα. Την θέλουμε γιατί βλέπουμε ότι είναι το μόνο παιδί σε όλο το σχολείο που κάθεται και ασχολείται με αυτά τα παιδιά. Και όχι μόνο ασχολείται, κάθεται και τους μιλάει και παρατηρήσαμε η Ηλιάνα έχει ξεκινήσει να μιλάει». Η Μαρία; Μία, μία από αυτές τις δύο. Εγώ βέβαια δεν το καταλάβαινα, εγώ έβλεπα απλά παιδιά. Δεν έβλεπα ούτε αυτισμό ούτε τίποτα. Έβλεπα παιδιά που τρώγανε κατσαρίδες στο διάλλειμα ή ζωύφια ή άμμο. Αυτό. Και έλεγα: «Ε, εντάξει λογικά δεν τους έχουνε μάθει ότι τρώμε στο πιάτο». [01:00:00]Αυτή ήταν η σκέψη μου. Δεν έβλεπα πρόβλημα. Και λοιπόν, δέχτηκε η μαμά μου και πήγαινα κάποιες φορές τη βδομάδα σε εκείνη τη τάξη, αν δεν πέρασα όλο, όλη την υπόλοιπη χρονιά εκεί πέρα, δεν το θυμάμαι καλά. Θυμάμαι ότι έπαιζα πάρα πολύ με αυτά τα παιδιά σίγουρα και τα θυμάμαι γιατί ήταν χαρακτηριστικά και ο τρόπος που κινούνταν και ο τρόπος που μιλούσανε ή κάποια δεν μιλούσαν καθόλου. Και γενικότερα ότι μαθήματα κάναμε και όλα αυτά, ήτανε εκεί. Και δέχτηκε η μαμά μου και πήγα εκεί. Και μετά από χρόνια λοιπόν, όταν πέρασα και έκανα έτσι μια αναπόληση, αναπολώντας πίσω, λέω κοίτα να δεις ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας και το αίσθημα του να βοηθήσω και ότι η άνευ όρου αποδοχή, είχε... είχε επεξεργαστεί πολύ καλά από τότε. Δηλαδή υπήρχε από τότε μέσα μου. Και νομίζω ότι με τα χρόνια, καθώς περνάνε, και βλέποντας τι έχω καταφέρει μέχρι τώρα στη ζωή μου στο προσωπικό και στο επαγγελματικό κομμάτι πάνω στη Κοινωνική Εργασία, νομίζω ότι είναι ένα επάγγελμα το οποίο μου ταιριάζει και από τον τρόπο που μπορώ να λύσω ένα πρόβλημα ενός… όχι να το λύσω εγώ, να δώσω την κατάλληλη συμβουλή και όλα αυτά και τον τρόπο που αντιδρώ στα προβλήματα. Γιατί πέρα από τους ηλικιωμένους, που δεν μπορώ να τους διαχειριστώ, γιατί θεωρώ ότι συνδέεται με τον παππού μου αυτό και με το χαμό του παππού, γιατί τον αγαπούσα πάρα πολύ. Όλα τα υπόλοιπα μπορώ να τα διαχειριστώ πλήρως, δηλαδή έχω να δώσω κατευθυντήριες γραμμές, έχω να σε βοηθήσω αν θες, αν έχεις κάποια συμβουλή και όλα αυτά. Με τους υπερήλικες δεν μπορώ να συνεργαστώ αν θέλεις, γιατί όταν έχασα τον παππού μου, ήταν ένα πάρα πολύ τραυματικό γεγονός για μένα, γιατί ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος –πώς να το πω τώρα– ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος με πρόσεχε πάρα πολύ. Θα σου πω αυτή την ιστορία. Όταν ήμουνα μικρή λοιπόν, εγώ αγαπώ τη σοκολάτα και τα γλυκά, όπως ξέρεις. Πηγαίναμε στο χωριό του παππού και έλεγε ο παππούς μου, είχε ένα μπαξέ πίσω και έλεγε: «Έλα να σου δείξω τι έχει, τι έχει βγάλει ο μπαξές μας σήμερα». Και πήγαινα κι εγώ όλο χαρά. Εγώ ωστόσο μυγιάγγιχτη, να μην με αγγίξει τσουκνίδα, να μην λερωθώ από το χώμα, έτσι ένα παιδί πολύ, πολύ σιχασιάρικο. Πήγαινα και στεκόμουνα στην πόρτα του μπαξέ και μου έλεγε: «Μαριάννα, έλα να δεις, έλα να δεις. Κάτω από τα μαρούλια έχει σοκολάτες, φύτρωσαν». Και εγώ λέω: «Αποκλείεται». Και μπαίνω μία μέρα και σηκώνω ένα μαρούλι και είχε ένα Kinder Bueno από κάτω. Είχε πάει ο παππούς μου, γιατί ήξερε πότε θα πάμε στο χωριό. Πήγαινε στο περίπτερο, το ξάφριζε και πήγαινε και φύτευε σε όλο τον τέτοιο, σε όλο το μπαξέ, πήγαινε και φύτευε κάτω τα φύτευε. Τέλος πάντων τα έβαζε κάτω από τα μαρούλια, τα λάχανα, ό,τι είχανε τότε και μαζεύαμε λοιπόν τις σοκολάτες. Αυτές όμως μια μέρα στο σχολείο, στο νηπιαγωγείο που το μάθημα της ημέρας ήτανε τι βγάζει ο μπαξές μας. Εννοείται ότι σήκωσα πρώτη το χέρι και είπα: «Σοκολάτες». Και προσπαθούσε για αρκετή ώρα η δασκάλα να με πείσει, ότι: «Ξέρεις κάτι, δεν βγαίνουν σοκολάτες από εκεί». Εγώ να της λέω: «Μα κυρία τις έχω δει, στο χώμα, τα έχω μαζέψει από κάτω. Σας λέω εκεί είναι». Πεπεισμένη, πεπεισμένη. Σου λέω το θυμάμαι απίστευτα, το θυμάμαι γιατί ήμουνα εκεί και δεν την άλλαζα τη γνώμη μου, γιατί ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που είχα δει. Όχι μόνο αυτό και καραμέλες. Καραμέλες, σοκολάτες, όλα αυτά τα γλυκίσματα τα είχαμε εκεί. Και όντως τα μάζευα. Έπαιρνα μια σακούλα και τα μάζευα όλα αυτά κάθε φορά που πήγαινα. Οπότε τι ήταν μέσα στο μυαλό μου; Ότι ο μπαξές εκτός απ’ όλα αυτά τα λαχανικά που δεν μ’ αρέσουνε, βγάζει και τέλειες σοκολάτες. Οπότε όταν σχολάσαμε, έπιασε η δασκάλα τη μαμά μου και της λέει: «Σήμερα κάναμε το τάδε μάθημα και έγινε αυτό και αυτό». Και λέει η μαμά μου: «Αχ, κυρία Βίκυ γιατί ο δικός μας ο μπαξές, του παππού μας ο μπαξές». Και της κάνει νόημα με το χέρι και καλά ότι τα πετάει ο παππούς. «Βγάζει σοκολάτες». «Α, τότε είναι ειδικός μπαξές ο δικός σας. Εμείς μιλούσαμε για τους άλλους που δεν είναι». Και έτσι λοιπόν, ήθελα να πω αυτό για τον παππού μου. Αυτό. Δεν ξέρω αν έχω αφήσει κάποιο άλλο κεφάλαιο που θα ήθελες να μιλήσουμε ή οτιδήποτε άλλο.
Ό,τι θέλεις εσύ μπορείς να μου πεις, ό,τι νιώθεις άνετα.
Εντάξει, αυτά.
Πώς σκέφτεσαι το μέλλον;
Πώς σκέφτομαι το μέλλον ε; Στο μέλλον συνήθως πέρα από τα πλάνα και τα σχέδια και όλα αυτά, σκέφτομαι ένα συναίσθημα, ευτυχία. Θέλω να είμαι ευτυχισμένη και το προσπαθώ πάρα πολύ να είμαι ευτυχισμένη. Να είμαι με ευτυχισμένη με τους ανθρώπους που αγαπώ, να είμαι ευτυχισμένη με τα άτομα που έχω γύρω μου στην καθημερινή μου ζωή και σκέφτομαι ένα μέλλον για μένα σε προσωπικό επίπεδο, που να είναι επαγγελματικά καλυμμένο, όσον αφορά την Κοινωνική Εργασία και σε προσωπικό επίπεδο σε βαθύτερα χρόνια σκέφτομαι και μια οικογένεια. Αλλά πολύ, πολύ βαθύτερα. Προς το παρόν στο κοντινό μέλλον σκέφτομαι πολλά ταξίδια. Ταξίδια, έρωτα, διακοπές, τέτοια πράγματα. Αυτά σκέφτομαι σε αυτό το επίπεδο. Ελπίζω να πετύχω σε όλα γιατί το θέλω και πιστεύω σε μένα ότι το 'χω να το πετύχω.
Πολύ ωραία.
Σε πήρα λίγο μονότερμα.
Δεν πειράζει καθόλου. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, Μαριάννα, για τον χρόνο σου.
Παρακαλώ, δική μου χαρά.
Φωτογραφίες

Πορτρέτο της Αφηγήτριας
Η Ιωάννα-Μαρία Παπαντωνίου.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η αφηγήτρια ξεκινάει να μας μιλά αναλυτικά για τα παιδικά της χρόνια, για τους αγώνες των γονιών της για να μεγαλώσουν την οικογένειά τους, καθώς και για την κλειστή κοινωνία στην οποία μεγάλωσε και τη νοοτροπία που κουβαλούσε. Έπειτα συνεχίζει μιλώντας για τα σχολικά της χρόνια, ενώ μας περιγράφει και τον πρώτο της μεγάλο έρωτα. Προς το τέλος της συνέντευξης μιλάει για τις σπουδές της και μοιράζεται μαζί μας μια ιστορία από τον αγαπημένο της παππού.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννα-Μαρία Παπαντωνίου
Ερευνητές/τριες
Δέσποινα Μαγκανιώτη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/07/2021
Διάρκεια
65'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η αφηγήτρια ξεκινάει να μας μιλά αναλυτικά για τα παιδικά της χρόνια, για τους αγώνες των γονιών της για να μεγαλώσουν την οικογένειά τους, καθώς και για την κλειστή κοινωνία στην οποία μεγάλωσε και τη νοοτροπία που κουβαλούσε. Έπειτα συνεχίζει μιλώντας για τα σχολικά της χρόνια, ενώ μας περιγράφει και τον πρώτο της μεγάλο έρωτα. Προς το τέλος της συνέντευξης μιλάει για τις σπουδές της και μοιράζεται μαζί μας μια ιστορία από τον αγαπημένο της παππού.
Αφηγητές/τριες
Ιωάννα-Μαρία Παπαντωνίου
Ερευνητές/τριες
Δέσποινα Μαγκανιώτη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/07/2021
Διάρκεια
65'