Η διεργασία του «περαματίσματος»: το στήσιμο του ανυφαντικού πριν την ύφανσή του στον αργαλειό
Ενότητα 1
Η αγάπη για τον αργαλειό, τα μέρη του και τα πρώτα βήματα
00:00:00 - 00:07:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Πέμπτη 22 Απριλίου του 2021, είμαι με την κυρία Μαρία Βελεντάκη – και χαίρομαι πολύ - στο Καστέλλι Ηρακλείου Κρήτης, είμαι η Πένυ Βα…, πόσο είναι τώρα; Έχομε, ας πούμε, πέντε 5, θέλομε 11, θέλομε 10 ανάλογα την αυτή, να τση δένω τσι λιγαδούρες, μετά κάτσε να τσι μετρήσω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το μάτιασμα από μια περαστική και οι μέθοδοι της περαματίστρας
00:07:39 - 00:33:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ, βέβαια, ήθελα... Επήγα μια φορά και κόντεψα να ποθάνω στο Θραψανό. Γιατί λέω... Εβάλαμε μπροστά και διαζούνταν αυτή, ήτανε Μαρταπρίλης,…α ’ρθει να δέσει, να ισιώσει, να βάνουμε μετά κλωστή, να ξεκινήσομε το σχέδιο ας πούμε να κάνομε την κουβέρτα, ό, τι κάναμε. Ναι και αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το γνέσιμο του μαλλιού και τα μάλλινα προϊόντα του αργαλειού
00:33:07 - 00:40:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτά… Θέλετε να μου πείτε για το…. Ναι, αυτά είναι που λες τα καλάμια. «Πρώτα –λέει- να καλαμίσομε το μπαμπάκι». Το μπαμπάκι ήταν αυτό. Αυ… κάνουνε! Δεν το κάνουμε εδά αυτό, να πάρει τον ντορβά τον ξομπλιαστό ή τον ριγέ, ας πούμε να τονε πάει να βάλει τσι άρτους. Τέλος πάντων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Αναμνήσεις από τα παλιά ήθη/έθιμα, τις Απόκριες και την Καθαρά Δευτέρα
00:40:56 - 00:51:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αλλά ήτανε ωραία χρόνια! Οι ανθρώποι ας πούμε αγαθοί, δεν είχανε κακία, άμα ’θελα να πεις: «Μωρέ, δεν έχω αλάτι», να μπεις στση γειτόνισσας… Καθαρή Δευτέρα δεν ετρώγανε την Καθαρή Δευτέρα. Λέμε Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Δευτέρα! Εδά πάνε και σουβλίζουνε αρνιά τη Δευτέρα, κατάλαβες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ευτράπελες -και μη- ιστορίες που έμειναν στη μνήμη της αφηγήτριας
00:51:30 - 00:59:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν και μια φορά που λες –δε σου ’πα με το Θραψανό- είχαμε πάει μια Καθαρή Δευτέρα σε μιας γυναίκας να τση περαματούμε, Σοφία Χναράκη τη …εχνάς μετά. Εδά, ανέ με ρωτήξεις να μου πεις: «Ίντα ’φαες πριν λίγο;» δεν θα θυμούμαι. Αλλά όλα τα παλιά, ας πούμε, τανά τα θυμούμαι. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ιστορίες από τη γιαγιά της αφηγήτριας και η σημερινή ενασχόλησή της με τον αργαλειό
00:59:56 - 01:14:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάνα τραγούδι, σας διέκοψα; Όχι, Σκέφτουμουνε εδά, λέω τραγούδια ήξερε η γιαγιά μου, να ’θελα ακούσεις. Είχενε ποθάνει, ήτανε ένας απ' τ… χάσω κιόλα. Τ’ άλλο σου λέω το’ βαλα μέσα κι ήβαλα πάνω τσι μίτους κι ήβαλα χτένια και τα συσσώρεψα κεια μέσα για να τα βγάλω από παέ μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι πανηγυρισμοί για την έλευσης του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ηράκλειο και το επιμύθιο της συνέντευξης
01:14:37 - 01:21:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κι ύστερα που μου’ καμε κειονέ, κάμε, λέω ν’ ανάβω τη φωθιά, να στεγνώνει λίγο να αυτό και να ζεσταίνομαι κιόλας και να μαγερεύω και στη φωθ…ημέρα δεν σου ξαναλέει. Αλλά τέλος πάντων. Να βάλουμε εδά το τέλος της συνέντευξης; Ναι! Αλλά θα τα πούμε off the record, χωρίς το… Ναι!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Πέμπτη 22 Απριλίου του 2021, είμαι με την κυρία Μαρία Βελεντάκη – και χαίρομαι πολύ - στο Καστέλλι Ηρακλείου Κρήτης, είμαι η Πένυ Βασιλάκη, ερευνήτρια στο Istorima και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουμε. Κυρία Μαρία, θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;
Ναι. Εγώ μεγάλωσα -δεν είχα πατέρα βέβαια, ήμουνε με τη μάνα μου, τη γιαγιά μου. Η μάνα μου την παντρέψανε μετά και μας άφησε με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου, βέβαια, δε μ’ άφηνε εμένα να σταματήσω καθόλου από τσι δουλειές από μικρό παιδάκι. Στα ζώα, στσι κατσίκες, στα χόρτα, στσ’ ελιές, στο αμπέλι, στο τρύγος, να σκάψω τ’ αμπέλι, να... Ο παππούς μου ήτανε... Δεν εμπορούσε ας πούμε, με τα γόνατα ήσκαβε κι ήθελα να μου πει να πάω να τονε βοηθήσω ας πούμε. «Σκάψε τ’ αμπέλι να σου πάρω ένα φόρεμα, ένα φυστάνι - όχι φόρεμα - φουστάνι». Αλλά ούτε φυστάνι ήβλεπα ούτε τίποτα, μόνο που ’κανα τσι δουλειές. Κάναμε τσι δουλειές, ήθελα με σηκώσει η γιαγιά μου πρωί-πρωί το καλοκαίρι, να σηκωθώ πρωί, να μου πει «πήγαινε παρ’ τα οζά, να πα τα βοσκήσεις, να τα ποτίσεις, να φέρεις χόρτα να τουσε δώσεις το μεσημέρι». Να πάω, να τα βοσκήσω, να βρω χόρτα, να βρω ξύλα, να βρω χόρτα για μας, να περάσω να τα ποτίσω, να τα φέρω το μεσημέρι με τη ζέστη, να φάω κάτι. Mετά να μου πει: «Πάρ’ τη σκαλίδα, το τσουβάλι, να κατεβείς εδώ ’πο κάτω στ’ αμπέλια να βγάλεις δροσερά χόρτα - άγκρουστα λέγαμε - να βγάλει άγκρουστα, να φέρεις να δώσεις στσι κατσίκες». Να πάρω το τσουβάλι να γυρίζω όλο το μεσημέρι να σκάβω, να βγάζω χόρτα για τσι κατσίκες. Να ’ρθω στο σπίτι να τση πω καμιά φορά να πάω στση μάνας μου στο Καστέλλι. «Τι να πα κάνεις; Κάτσε εκειέ που κάθεσαι και μη μιλείς». Να βγω στο δώμα σ’ ένα αυτό, να κάθομαι να κλαίω που δε μ’ άφηνε να πάω, μόνο συνέχεια στσι δουλειές. Να μου πει: «Αύριο θα πάμε - Κυριακή βέβαια που δεν επηγαίναμε στη δουλειά - αύριο θα πάμε στο Θραψανό». Να με πάρει, να πάμε, να πάμε πού θα βρούμε, να πάμε σε μιας γυναίκας ας πούμε, να πάρομε τα καλάμια, να πάρει τα αυτά, αυτά, αυτά, ό, τι χρειαζόταν ας πούμε, να πάμε «πού ’ναι η διάστρα;». Να πάμε σ’ ένα σπίτι - αυτοί πάντα χτίζανε σπίτια, στο Θραψανό όλοι οι νεαροί χτίζανε σπίτια και μετά παντρευότανε - και 'θελα πάμε, εβρίσκαμε πάντα διάστρα, γιατί ήθελε ασοβάντιστο τοίχο για να βάλομε, να κάμομε το στημόνι και να πάμε, ας πούμε, να καρφώσει το αυτό, να κρεμάσει την «καλαντάρα» τη λέγαμε. Ένα ξύλο και είχε τρία σπαγάκια-κορδόνια κρεμασμένα και βάζαμε, ας πούμε, τα καλάμια αυτά που σου ’δειξα και τα ’βαζε σειρά-σειρά και μετά έπιανε μια-μια κλωστή όλα τα καλάμια και τα ’δενε και ξεκινούσε. Στην πάνω μεριά ήβανε δυο κοντά, «τζένια» τα λέγανε, σιντερένια ή ξύλινα, δυο κοντά και στην κάτω μεριά η πάνω σταύρωση και η κάτω σταύρωση. Και ήβανε, ας πούμε, και επήγαινε, μετρούσε: - Πόσο μπαμπάκι έχεις; - Μια οκά - οκάδες ήταν τότες - μια οκά. - Τι χτένι έχεις; - Το χτένι μου είναι δωδεκάρι. Θέλω να κάμω περαματιστές. Ή στσι πετσέτες ήθελε μικρό, να το κάμεις στενό, δεν εμπόριε να κάμεις πετσέτες φαρδιές. Να τση πει: «Το μπαμπάκι σου θέλει τόσες λιγαδούρες». Το φάρδος λεγόταν λιγαδούρες, 25 ζευγάρια κλωστές ήτανε η μια λιγαδούρα. Κι ήλεγε: «Έχω εντεκάρι χτένι» ή δωδεκάρι, ό,τι ήταν ας πούμε. Αυτό το χτένι κάνει γι’ αυτή τη δουλειά. Λοιπόν, θέλομε να βάλουμε 12 λιγαδούρες. Πρέπει να βάλομε, παράδειγμα, 50 μέτρα να το βάλεις στο μάκρος ας πούμε, γιατί μετά άμα του ’βανε παραπάνω, δεν ήφτανε το μπαμπάκι, ήθελα λειφτεί. Λοιπόν, να βάλει μπροστά, να ξεκινήσει, να κάμει μια σειρά πάνω-κάτω, ας πούμε, τα τζένια να περάσει το αυτό, το στημόνι κι ήθελα μου πει: «Βάλε μου» να μετρήσει, να πιάσει την πήχη, να μετρά κάθε 5 μέτρα με την πήχη να τση βάνω ένα σημάδι, ένα χόρτο, να το πρασινίσω, ένα πράσινο σημάδι 5 μέτρα. Τα 10 άλλο ένα σημάδι. Στα 25 βάναμε δυο, κοντά-κοντά, δυο σημάδια. Στα 50 βάναμε τρία σημάδια κι ήξερε, ας πούμε, ότι κατέβηκε η πρώτη πενταρά - πενταρά λέγαμε, 5 πήχες, η πρώτη πενταρά. Λοιπόν, μετά κατεβαίνει δεύτερη πενταρά, οπότε έχομε 10 μέτρα φάνει. Στα 50 οι 3, ε 50 κοντεύομε, ας πούμε, ανάλογα πόσο ήβανε το αυτό, να ξέρει και πόσα μέτρα. Ύστερα καμιά φορά, μια, άμα δεν είχε αργαλειό, δεν είχε τίποτα. Ούτε τραπεζομάντηλα, ούτε πετσέτες, ούτε σεντόνια, ούτε... Τώρα είναι όλα έτοιμα και βρίσκεις να πάρεις ό, τι θες, σου λέει «Να κάθομαι να φαίνω;». Αλλά τότες ήπρεπε να ’χεις αργαλειό και καμιά που δεν είχε, ήθελα σου πει ας πούμε εσένα: «Εγώ θα στέσω -ας πούμε- περαματιστές κουβέρτες. Να σου δώσω μια οκά μπαμπάκι, να φάνω κι εγώ μια κουβέρτα, δυο», ό,τι ήθελα κάνει το δικό τζη αυτό. «Ντάξει». Κι ύφαινε. Αλλιώς δεν είχε τίποτα, άμα δεν είχε αργαλειό να φάνει δηλαδή. Ρούχα, φορέματα, είχανε μετάξι και φαίνανε τα μεταξωτά. Η γιαγιά μου είχε φάνει ενούς γιατρού κουστούμι μεταξωτό που τρελαίνουσουνε να το δεις, ναι. Του παπά απ’ τη Βόνη, του Γεννάδιου, μπορεί να ’χεις ακούσει, ήτανε φιλιότσος τση, τον είχε βαφτίσει θαρρώ αυτή. Και του ’χε φάνει τα ράσα, κάτι ράσα μεταξωτά και του τα ’χε φάνει αυτή, ναι. Και ήθελα πάω δα, καμιά φορά να’ μαι στο σπίτι και να’ ναι αυτή κάπου κι ήθελα πάω, να βάλω το αργαλειό αλλά δεν ήφτανα τσι πατητήρες γιατί ήμουνε μικρή κι ήθελα τραβήξω την πατητήρα πίσω-πίσω, να βάλω κάτι, ένα τούβλο, ένα αυτό να ’ρθουν να κοντύνουν οι πατητήρες για να πατώ, να φτάνω να φαίνω. Να μου λέει: «Πάλι μπήκες κι ύφαινες;», «Κοίταξε να δεις σου ’καμα λάθος; Δεν σου ’καμα». Εντάξει. Δεν είχε πρόβλημα δηλαδή, αλλά σου λέει: «Λες να μου κάμει κανένα λάθος», απού ’χε και ξένα κι ύφαινε. Κι ήθελα πάμε που λες στο Θραψανό, να βάλομε μπροστά, να μετρήσω να τση βάλω το σημάδι, μετά να μου λέει... Είναι ας πούμε 25 καλάμια, είναι η μισή λιγαδούρα. «Να κάμω άλλη μια γύρα και να μου δέσεις τη λιγαδούρα τη μια, τα ματσάκια 25-25 τση ’δενα το σπαγάκι και τσ' ήδενα το ματσάκι. Μετά, να ξανακάμει, πόσο είναι τώρα; Έχομε, ας πούμε, πέντε 5, θέλομε 11, θέλομε 10 ανάλογα την αυτή, να τση δένω τσι λιγαδούρες, μετά κάτσε να τσι μετρήσω.
Εγώ, βέβαια, ήθελα... Επήγα μια φορά και κόντεψα να ποθάνω στο Θραψανό. Γιατί λέω... Εβάλαμε μπροστά και διαζούνταν αυτή, ήτανε Μαρταπρίλης, κρύο κι ήκανε ετσέ ένα μάτι ήλιο και λέω: «Ας βγω εκειά στον ήλιο, να κάτσω, να μετρήσω το χτένι, να ξέρομε ακριβώς». Είναι 11 λιγαδούρες 12 και 3 κλωστές και 5, να ξέρομε ακριβώς ότι θέλομε 11 λιγαδούρες και 5 κλωστές και το μετρούσα. Και περνά μια γυναίκα, μια γριά: «Ίντα κάνεις, παιδί μου, παέ;», «Το χτένι μετρώ, για να ξέρομε πόσες κλωστές θα βάλομε στο ανυφαντικό», «Μα, ελάτε, μπρε να δείτε παέ ένα κοπέλι. Μα, ελάτε, μπρε να δείτε παέ ένα κοπέλι, απού κατέχει και περαματά, απού κατέχει και κάνει τουτονέ και κάνει κειονέ». Κάνομε τη δουλειά μας, φεύγομε, πάμε στο σπίτι, βάνομε να τυλίξομε, βέβαια ήθελε διαδικασία. Ήπρεπε να ’ναι 3 άτομα: ένας από κειε να τυλίζει, ο άλλος από δω να τραβά και να γυρίζει το αυτό – το ’βανε από κάτω, είναι αυτό το αντί το μικρό, το «ξάντι» το λέγανε, ξάντι, λοιπόν και πήγαινε από δω κάτω και πήγαινε από κειονά τ’ αντί και γύρισε και τραβούσες. Κι ο άλλος εγύριζε, να τυλιχτεί σφιχτά, γιατί μετά εχυνούντονε το αυτό. Το ’βαζε ας πούμε φαρδύ μέχρι να μην το πιάνει η «κορώνα» -αυτή λέγεται κορώνα του αργαστηριού- να μην το πιάνει, ας πούμε, και να το μασεί, να το κόβει. Το ’φερνε λίγο. Άμα ήτανε πολύ το ανυφαντικό το ’φερνε λίγο πριν την κορώνα και μετά λίγο-λίγο το ‘φερνε, το ’φερνε, το ’φερνε λοξά και ερχότανε εντάξει ας πούμε, και δεν εχύνουντονε. Γιατί άμα ήταν ίσια, ήπεφτε κάτω και χύνουντονε μετά το αντί, από πάνω η κλωστή. Και θέλω να σου πω κι ήθελα αυτό. Και μια στιγμή πάμε που λες στο σπίτι και μια στιγμή αρχίζω να τρέμω, να μη μπορώ, να μην ξέρω ίντα αυτό και να με βάζουν στο κρεβάτι να με σκεπάζουνε και να τρέμω. Λέει: «Μάνα μου» η γυναίκα «μάνα μου κι ήρθε το ξένο κοπέλι στο σπίτι μου να ποθάνει». Και να γυρεύουν - ήταν ο Σταφύλας ο γιατρός κι η Αντιγόνη είναι [00:10:00]συγγενής τση γιαγιάς μου απ’ τον Καρζανό - να γυρεύουνε τον γιατρό, να γυρεύουνε λέει έστω τη νοσοκόμα, λέει: «Πάει στη Βόνη, δεν είναι εδώ», ξέρω 'γω και να ποθαίνω εγώ και να μαζωχτεί το χωριό όλο. «Πωπω - λέει - πάρτε τσι βεντούζες μήπως κρύωσε, βράσετέ του ένα χαμόμηλο», ήλεγε καθένας, καθεμιά γυναίκα και το δικό τζης. Λέει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, μάνα μου αδικιά, μάνα μου ίντα ’παθα -να λέει η γυναίκα- μάνα μου ίντα ’παθα, που ήρθε το ξένο κοπέλι στο σπίτι μου να ποθάνει» και ξέρω 'γω. Από τσι πολλές που ήρθανε λέει η μια: «Μωρέ συ, μήπως έχει μάτι;», λέει: «Μάνα μου -λέει- ανέ την είδε - μα δε θυμούμαι πώς τη λέγανε τη γριά κεινά, πώς τηνε παρανομιάζανε - ανέ την είδε η τάδε, αυτή κάνει ετσέ τον κόρακα και πέφτει ο κόρακας κάτω». «Ήρθε –λέω- μια γριά και πέρασε και με ρώτανε», ας πούμε. Και μου λέει: «Ίντα, κάνεις παιδί μου παέ χάμαι;», λέω: «Το χτένι μετρώ για να ξέρομε πόσες κλωστές να βάλομε στο ανυφαντικό». Και φώναζε και αυτό «Ελάτε να δείτε, ελάτε να δείτε». Εγώ επόθανα. Και με ξεματιάζει και μετά λέει: «Πηγαίνετε να τση κόψετε ένα κομμάτι απ’ τα ρούχα τζης, να τση κόψετε δυο μαλλιά, να φέρετε να τηνε θυμιάσετε» έλεγε καθεμιά και το δικό τζης, για να με ξεματιάσουν και καλά και κόντεψα να ποθάνω κι ήταν αυτό αιτία, δηλαδή μικρή, μικρό κοπέλι ήμουνε. Αλλά μου λέει: «Άμα πάω και να λέω τση μιας δώσε μου κεινέ την κλωστή, κάμε αυτό κάμε το άλλο, δεν θα κάμω δουλειά». Και πηγαίναμε που λες κι ήθελα βάλομε κι άμα ήθελα να συνεχίσει δα να αυτό, ήθελα πάμε στο σπίτι, να τυλίξομε, να κάτσομε να περαματίσομε, να το στέσω. Και μετά θελα φύγομε πάλι, να πάμε, να βάλει πάλι μπροστά να κάμομε την ίδια διαδικασία, να βάλει πάλι να δέσει τσι κλωστές, τα καλάμια όλα, να βάλει μπροστά, να τση βάλω τα σημάδια και μετά να μου πει: «Πήγαινε να δείξεις τση γυναίκας να ξεκινήσει να φαίνει, να τση πεις ίντα θα κάνει και μετά να’ ρθεις, να ’ποτελειώσομε». Και πήγαινα πάλι και τελειώναμε και πηγαίναμε σ’ αλληνής γυναίκας το σπίτι. Και εμέναμε με κάποιο βράδυ σε κάποιο σπίτι, γιατί σου λέω εκάναμε μέρες κι ήθελα ’ρθουμε μετά. Και μήνα! Εκάμαμε μια φορά μεγάλη Σαρακοστή και ήθελα πάω στο σχολειό μια μέρα, να μου λέει η δασκάλα: «Μαρία, πού ήσουνε;», «Άρρωστη ήμουνε, κυρία, λαιμός μου πόνιενε και δεν ήμουνε καλά». Αυτά ήτανε συνέχεια. Και λέω: «Ήμουνε καλή μαθήτρια αλλά δε με αφήνανε να πάω». Και θέλω να σου πω. Και φτιάχναμε που λες τα αυτά και ήμαθα κι εγώ. Μ’ άρεσε. Και μια φορά είχε έρθει ο πατέρας μου, μια φορά 9 χρονώ ήμουνε που τον είδα πρώτη φορά και λέει: «Να σε πάρω –λέει- να σε πάω στην Αθήνα, να σε βάλω σ’ ένα μαιευτήριο να βγεις μαμή;». Λέω: «Μα, εγώ θέλω να μάθω να περαματώ», λέει: «Και πώς -λέει- θα μάθεις;», λέω: «Η γιαγιά μου ξέρει και μου ’δειξε και θα μάθω», «Κι άμα παντρευτείς, ο άντρας σου θα σ’ αφήνει να γυρίζεις τα χωριά να περαματάς;», «Δε θέλω εγώ, δε θέλω εγώ, εγώ θα μάθω να περαματώ, δε θέλω». Και θέλω να σου πω και ήστεσα που λες τ’ αργαλειό και ύφαινα κι ήκανα ξόμπλια και ήκανα, μ’ άρεσε. Ύστερα είχα ένα λίγο πράγμα ας πούμε ετσέ κι ήθελα κάτσω να κάνω τόσο λίγο, έτσι ίσα-ίσα για να μαθαίνω, να βλέπω, να κάνω την κάθε περαμάτιση. Εγώ ήκαμα πρόπερσι μια που δεν υπάρχει! Κι ήκανε ένα λουλουδάκι, ένα λουλουδάκι μέσα από τ’ αυτό και το ’κάνα σα, όπως κάνεις αυτά τα λουριά, ένα λουρί αλλά ήτανε λουλουδάκια-λουλουδάκια. Ναι, και το ‘κανα κι οπέρσις. Και μετά, πρέπει δυο άτομα να περαματούνε. Αυτό το αντί τώρα το ήβανε κάτω κι ήβανε την καρέκλα, αλλά τα πλευρά στο έτσι αλλιώς ας πούμε, να βάλει τσι μίτους απάνω. Και να κάτσει αυτή από τη μία μεριά κι εγώ από την άλλη να τση δίνω τσι κλωστές να περαματά. Μετά να το βάλομε, να το στέσομε και ανάλογα 4 μίτους - αυτό είναι δυο, είναι σκέτο. Οι 4 μίτοι, ανάλογα το σχέδιο, αυτό τώρα θέλει, πάει «ακριμιοί» -λέμε αυτούς «ακριμιούς»- όπως είναι αυτοί, είναι 4 μίτοι ας πούμε, «ακριμιοί» είναι αυτοί που είναι στην άκρη. Αυτοί είναι οι μεσακοί. Αυτός είναι ο μπροστινός μεσαακριμιός και ο μπροστινός μεσακός. Ο «πισινός» και ο «πισινός μεσακός» λέγουνται αυτά, κατάλαβες; 4 μίτους, 2 ακριμιοί είναι στην άκρη και οι δυο στη μέση, ο ένας μπροστινός και ο πισινός μεσακός. Και πατείς δηλαδή, ανάλογα το σχέδιο, πατείς. Λες: «Τώρα πατώ ακριμιούς» -αυτό το κάτω είναι ακριμιοί. Από πάνω μετά είναι μπροστινός και πισινός μεσακός και κάνεις όσες κλωστές βάνει για να κάνει αυτό το κουκάκι, βάνει 10 κλωστές πρέπει να κάμεις και 10 στο έτσι για να γενεί τετράγωνο. Λοιπόν, και κάνεις ακριμιούς, μετά κάνεις μπροστινό και πισινό μεσακό άλλες δέκα σαϊτιές περνάς είχες. Και μετά πατείς πισινό και μπροστινό μεσακό και κάνεις άλλες δέκα σαϊτιές. Μετά πατείς δυο μεσακούς. Δεν πρέπει να πατήσεις δυο μεσακούς και μετά δυο ακριμιούς, δεν κάνει, γιατί δε γίνεται. Πρέπει πάντα δηλαδή οι ακριμιοί να ξεχωρίζουνε και οι μεσακοί, γι’ αυτό πατείς δυο ακριμιούς, μετά μπροστινός και πισινός μεσακός. Μετά πισινός και μπροστινός μεσακός και μετά οι μεσακοί μαζί. Κατάλαβες; Και μετά πάλι συνεχίζει και φτάνει μέχρι τσι ακριμιούς, φτάνει το αυτός ο ρόμβος και είναι –είδες- κι απ’ τη μια μεριά είναι ωραίο κι απ’ την άλλη το σχέδιο. Γιάε, εμένα μ’ άρεξε τώρα αυτά και το ’χα κάμει παλιά με πιο μικρά αυτά, αλλά αυτό ετσέ μεγάλο μ’ άρεσε. Και του ’καμα 12 κλωστές και το’ καμα ετσέ μεγάλο. Ναι και το ’χω φτιάξει αλλά δεν το ’στεσα, γιατί είπα, λέω: «Να φάνω, μωρέ, αυτά τα μαλλιά -απού σου ’πα ότι τα ένωσα πολλά χρώματα - λέω να τα βγάλω από τη μέση και -λέω- μετά θα το ’φήσω τελευταίο αυτό, να το βάλω, να κάνω το σχέδιο, να κάμω…». Έχω κάμει των κοπελιών μου τραπεζομάντηλα, τως έχω κάμει τα πάντα. Σου λέω κουρελάδες, ήκοβα τα κουρελάκια, καθόμουνα παέ πρόπερσι και καθόμουνα όλη νύχτα και καθόμουνα μέχρι τσι 2 η ώρα, τσι 2:30 να φαίνω και ήβανα του κουρελάκια, να τα περνώ ένα-ένα κουρελάκι, ένα-ένα, ένα-ένα να το περάσω όλο και μετά να του βάνω αυτό να το φαίνω και να ξαναπερνώ κι ήταν ας πούμε χαλί. Αλλά δε μπορείς να κάνεις τέθοιο χαλί πολύ, να το κάμεις δηλαδή όσο μεγάλο θες στο μάκρος γιατί έρχεται χοντρό και εδώ δεν μπορείς να το τυλίξεις, δεν τυλίζει. Ενώ πρέπει να είναι λεπτό-λεπτό, για να τυλίξει εδώ. Εδώ αυτό αυτό τ’ αντί είχα δώσει και μου το σκίσανε, γιατί εδώ του ’βαζες ας πούμε ένα καλαμάκι και το δίπλωνες και το ’βανες μέσα στο αυλάκι για να τυλίξει. Αλλά μετά το τρύπησα και περνούσαν. Μέσα περνώ το ανυφαντικό τώρα το φαμένο και το τυλίζω έτσι και το πιάνει. Αλλά αυτό επειδή ήτανε χοντρό, τα κουρελάκια να στέκουν ας πούμε πολύ, δεν εμπόριες να βάλεις πολύ. Ετύλιζα, ετύλιζα, ετύλιζα, μέχρι σ’ ένα σημείο, μετά δεν εμπορούσα. ‘Υφαινα ένα άλλο σκέτο, για να κατεβεί, να τυλίξει, να κόψω τον κουρελά και να ξαναφάνω ένα σκέτο, για να τυλίξει και μετά πάλι τον κουρελά παραπάνω. Και το ’φερνα κάτω μέχρι κεια που μπορούσα να τυλίξω. Ναι, αλλά κάνεις ωραία πράματα. Κεντήματα, σχέδια. Εγώ το ζωγράφιζα στα χαρτιά. Να σου δείξω τα χαρτιά που έχω τα πάντα, ό, τι ήθελα δω. Αυτό ας πούμε, να κάμω αυτό το πράμα. Μ’ άρεσε, καμιά φορά ’θελα να πάρω μια φωτοτυπία να’ ναι όλη λάθος, να πλέξω μια γωνία, να πλέκω, να ξηλώνω, να πλέκω, να ξηλώνω, δεν γίνεται. Να πιάσω, να τη ζωγραφίσω στο χαρτί, να τηνε διορθώσω, να τη φαρδύνω, να τη μακρύνω, να τηνε στενέψω, όπως την ήθελα την ήφτιαχνα και την ήκανα όπως την ήθελα. Και μετά την ήπλεκα τύφλοντας, που λένε, χωρίς λάθη και χωρίς κόπο. Ναι και ήκανα και στ’ αργαλείο ό, τι ήθελα, τα σχέδια ας πούμε και είχα πάει στον Καρζανό μια φορά -το 2007 ήτανε- κι ήκαμα τέσσερα-πέντε χρόνια δούλευα. Και τους ήκανα όλο ξομπλιαστά, όλο. Πάντες που βάνανε παλιά στσι τοίχους, γιατί τα κρεβάτια τοτεσάς τ’ ακουμπούσανε στον τοίχο, δεν τα βάνανε στη μέση, όπως είναι τώρα, που βάνουνε τα κομοδίνα και τέτοια πράγματα, δεν είχανε. Είχανε δυο τρίποδα και τάβλες και κοιμούντανε απάνω ή σε πατητήρι απάνω βάνανε τσι τάβλες και κοιμούντανε. Αλλά θέλω να σου πω και βάνανε το κρεβάτι στον τοίχο, ε και σου λέει: «Στον τοίχο ν’ ακουμπά;». Ήβανε μια πάντα κρεβατιού, στην άκρη του κρεβατιού, όσο κράτιε το κρεβάτι και τσι κάνανε τις πάντες αυτές, ας πούμε, και τσι βάνανε στον τοίχο. Ύστερα, τα πιο παλιά που είχανε ας πούμε το σοφά, σοφά λέγανε, και είχανε τα «παρμακλίκια» λέγανε, τα ξύλα που… Τα κάγκελα ας το πούμε εδά μοντέρνα και κρεμούσανε απάνω ξομπλιαστά, κουβέρτες και στολίζανέ το αυτό κι ήταν ένα ωραίο πράμα, πάρα πολύ ωραίο. [00:20:00]Ύστερα, είχανε ας πούμε, να εδώ έχω ένα καλαθάκι, το μασουροκάλαθο, το ’χενε εδώ η γιαγιά μου κρεμασμένο κι ήπιανε τα μασούρια, να μη γυρεύγει. Εδά έχω εγώ και το μασουροκάλαθο, έχω και κούτες, έχω και διάφορα αυτά κι έχω μέσα και μασούρια εκατό λογιώ. Πιάνω το ένα, πιάνω το άλλο, ό,τι χρειαστώ. Ύστερα, οι «σαΐτες», τα καλάμια με τα κουρέλια τα τυλίζομε, σαΐτες, καλάμια και τα τυλίζομε, λέγεται σαΐτα. Σαΐτα ήταν κι αυτή που μπαίνει το μασούρι το μικρό που ξετυλίζει η κλωστή. Αυτό είναι το «φτερό». Έχει το αργαλειό έχει 101 κομμάτια. Το ένα άμα λείπει, είναι λέει το ένα το φτερό αυτό. Αυτό άμα λείπει δεν μπορείς να φαίνεις. Αυτό το φτερό, ένα κομματάκι, τι είναι αυτό; Να, ένα κομματάκι φτερό τση κότας, άμα λείπει, δε μπορείς να φαίνεις, γιατί άμα πετάξει, το μασούρι φεύγει. Δηλαδή είναι τόσο να…ωραίο το αργαλειό, κάνεις τα πάντα αλλά είναι και μπίζηλο. Σου λέω πρέπει να ’ναι κάτω, να μην γλιστρά. Γιατί άμα φεύγει το τέτοιο, απ’ τη μια μεριά θα το δεις να ’ναι πάνω, ενώ περνάς τη σαΐτα τη μια μεριά θα πάει κειε πάνω κι η άλλη είναι εκειέ κάτω. Δεν ισιώνει, κατάλαβες; Και θέλει να ’ναι σταθερό. Γι’ αυτό εγώ το ’χα πάνω αλλά ύστερα δεν ημπόρου. Αλλά το αργαλειό που λες θέλει σταθερό και το κατέβασα μετά από κάτω και παέ πέρα ήτανε, ας πούμε, το καλοκαίρι ωραία δροσεράδα. Τον χειμώνα σου λέω δεν επολυκατέβαινα επειδής είναι ξέρεις, δεν είναι φτιαγμένο ετσέ να πεις ότι κλείνει και αυτό, αλλά το καλοκαίρι είναι χαρά Θεού, δροσεράδα που λες να μη φύγω ποτέ από παέ πέρα. Ναι, και κάνεις που λες τα πάντα ό, τι θες, ό, τι θες και με πιο εύκολο τρόπο. Δηλαδή, άμα θελα πιάσεις να κεντάς ένα καμβά, ένα ό, τι ’τανε δεν το κεντάς…στο αργαλειό το κεντάς πιο εύκολα, γιατί πιάνεις… Στο πανί πρέπει να πιάσεις την κλωστή, ενώ εδώ λες στο χαρτί με το σχέδιο και λες: «Mια κλωστή εδώ» και πιάνεις την κλωστή και περνάς και λες: «Αφήνω δυο και πιάνω μια, αφήνω τρεις και πιάνω τέσσερις, αφήνω»… Και περνάς και μετά περνάς τη σαΐτα και φαίνεις και κάνεις κι είναι δηλαδή πιο ωραίο και πιο εύκολο να το κάμεις στ’ αργαλειό. Και τι άλλο τώρα; Έχομε ύστερα, που λες, είναι το «ροστέλο». Ναι, αυτό με τα ντόδια είναι το ροστέλο. Αυτό το βάναμε για να τυλίξομε αυτό. Όντε το τυλίζαμε, ήβανε κάτω το… όπως ήδενε που σου ’πα τον κόμπο στην αρχή, που βάνει και μετά, όπως είναι τα δυο τζένια, ας πούμε, κοντά, επερνούσε έτσι, κατάλαβες; Αυτό το στημόνι, ναι, όπως ήτανε τα αυτά ήπιανε από δω, επερνούσε την άκρη και μετά το περνούσε κι ήτανε απάνω-κάτω, έτσι, το ένα. Και μετά το πήγαινε όλο μαζί και πήγαινε στα τζένια γύρω-γύρω γύρω-γύρω-γύρω μέχρι να φτάξει κάτω, στην κάτω σταύρωση. Την κάτω σταύρωση, άμα την κάμεις «δεκάδια» - αυτά λέγουνται δεκάδια, αυτά. Το κάθε ένα αυτό λέγεται δεκάδι. Αυτή τα ’κανε «τζιμπιστή» σταύρωση, μια-μια κλωστή, μια-μια. Αυτή είναι τζιμπιστή σταύρωση αλλά λέγεται, αυτό το ματσάκι δηλαδή είναι ένα δεκάδι. Αλλά τζιμπιστή ήπιανε μια-μια κλωστή, μια-μια κλωστή και την περνούσε έτσι-έτσι-έτσι, με τη σειρά και τηνε περνούσε μετά στο τζένιο κι επέρνανε και το άλλο, δηλαδή έτσι και χώριζε. Πρέπει δα να ’χω αυτό για να σου δείξω να καταλάβεις αλλά, τέλος πάντων, αυτά τα δύο τζένια περνούσε, ας πούμε η μια μεριά πήγαινε από πάνω κάτω και η άλλη από κάτω προς τα πάνω και χώριζε, ξέρεις, πάνω κάτω. Και ήταν πιο καλή, γιατί ήτανε μια-μια κλωστή κι ούτε μπέρδευε ούτε αυτό. Τα δεκάδια ήτανε… πηγαίναν ετσά αλλά εμπόριε να στρουφίξει και καμιά κλωστή, να αυτό και ήτανε πιο καλή η τζιμπιστή σταύρωση. Ναι και μετά, που λες, ήβανε κάτω το αντί και το περνούσε μέσα. Είχενε, ας πούμε, το στρογγυλό, ας πούμε τον κύκλο, το μάτσο, την κλωστή, είχενε ένα αυτό κι ήμπαινε το αντί μέσα. Μετά ήθελα βάλει ένα καλαμάκι, «γκάρδιο» το λέγανε αυτό ή σιντερένιο ή καλάμι και το ’βανε και το ’πιανε για να τυλίξει. Αλλά ήβανε το ροστέλο που σου λέω, αυτό με τα ξύλινα ντόδια και ήβανε τα δεκάδια μέσα σαν το χτένι. Και όπως επήγαινε απάνω και τύλιζε, το χτένιζε αυτό, σα να το χτένιζε αυτό και το ίσιωνε, κατάλαβες, αυτό το ροστέλο που σου λέω και το ίσιωνε και το ίσιωνε και κατέβαινε κάτω και τύλιζε ωραία. Και μετά, σου λέω, θελα κάτσομε, να του περάσομε στσι μίτους. Στσι μίτους, για να σου δείξω να καταλάβεις να δεις πώς το αυτό. Λοιπόν, για να περαματίσεις, πιάνεις ας πούμε από τη δεξιά μεριά, από δω κάτω, αυτή από τη δεξιά τζη μεριά -εμένα ήτανε αριστερά μου- λοιπόν και πιάνομε τσι μίτους, έτσι. Ο μίτος, τονε πιάνεις 1-1 μίτο -κάτσε τώρα γιατί είναι παέ και μπερδεμένοι- λοιπόν και πιάνεις από κάτω. Εδώ αυτό και αυτό εδώ έτσι, γιάε και περνά στσι δυο μίτους. Αν δεν περάσει ετσέ, δεν… Πάει η κλωστή χωρίς να πιάνει κάτω, κατάλαβες; Πρέπει να πιαστεί και απ’ τσι δυο μεριές έτσι και περνάς την κλωστή μέσα. Μετά πιάνεις τον άλλο μίτο και περνάς μια μπρος, μια πίσω, μια μπρος, μια πίσω -είναι αυτά τα δυο- το σκέτο. Αυτό το σχέδιο, την περαμάτιση θέλει τέσσερις μίτους. Και λέμε «Τώρα κάνομε τσι ακριμιούς» και πιάνομε ένα από μπροστά, έναν απ’ τον τέταρτο μίτο, ένα μπροστά, ένα απ’ τον πίσω ένα, μέχρι να κάνομε τα 10, ας πούμε, όπως σου δείχνω αυτό τα 10… τσι 10 κλωστές. Μετά, λέμε: «Τώρα πάμε στον μπροστινό και πισινό μεσακό» και πιάνομε 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 μέχρι να κάμομε, ας πούμε, πάλι την αυτή που θέλομε. Και μετά πάμε στσι μεσακούς, μετά πιάνομε πάλι άλλες 10, ας πούμε, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 μεσακούς. Μετά πιάνομε πάλι μπροστινό και πισινό μεσακό, όπως σου λέω, πρέπει να αλλάξει, να μην είναι δυο ακριμιοί και δυο μεσακοί, δε γίνεται. Λοιπόν, μετά ο μπροστινός με τον πισινό μεσακό, πάλι άλλες 10 και μετά πάλι αρχίζουμε πάλι απ’ τσι ακριμιούς. Δηλαδή, άμα τελειώσει αυτό, ο ρόμβος, πρέπει να ξαναρχίξομε πάλι να κάνομε, να πάμε στον άλλον. Λοιπόν και ξαναθέλει την ίδια διαδικασία δηλαδή πάλι, να κάνομε πάλι 10-10 κλωστές μέχρι να τελειώσει. Αλλά μέσα στο ενδιάμεσο πρέπει ν’ αφήνεις μερικές κλωστές απ’ τον μίτο, γιατί πρέπει να ισιώνει, ξέρεις, και αφήνει και μέσα κάτι κενά. Λέει, ήλεγε η γιαγιά μου «Ν’ αφήσομε και μπάσματα», γιατί πρέπει να μην πηγαίνει λοξά. Γιατί άμα πιάνεις 10-10 να πας εκεί πάνω και μετά να πιάσεις απ’ τον άλλο, είναι επαέ κάτω και πρέπει να φύγει, να ευθυγραμμίσει με τσι άλλους που πιάνεις την ώρα που τσι πιάνεις και να ισιώνει, ας πούμε, το αυτό. Θέλει δηλαδή διαδικασία. Εγώ, που λες, λέω: «Μοναχή δεν μπορώ να τα φτιάξω», ήλεγα παλιά. Αλλά μετά που είμαι μοναχή, λέω: «Ποιανού να πάω να του πω “έλα να με βοηθήσεις”, ποιανής; Ξέρει καμιά; Δεν ξέρει». Και λέω, βρίσκω μια πατέντα -εδώ δεν είχε βέβαια τίποτα- μόνο καθίζω, βάνω την καρέκλα, το καρεκλάκι και καθίζω εδώ στη μέση. Βάνω το αντί. Δένω δυο κλωστές εδώ, δυο σπαγάκια και κρέμασα τσι μίτους. Και καθόμουνα κοντά-κοντά, γιατί; Καθόμουνα στσι καρέκλες κι ήπρεπε τώρα να σηκωθώ, να σκύψω από κάτω, να βγάλω ας πούμε μια κλωστή, δυο κι απόει να κάτσω να τσι περάσω κι απόει να ξανασηκωθώ, να ξανααυτό, δύσκολο! Και λέω «κάτσε, παέ πρέπει να κάμω κάτι». Και βάνω, που λες, και κρεμώ τσι μίτους και κάθομαι κι είχα το αντί κοντά μου, κι ήβγανα μια-μια την κλωστή και την περνούσα στο λεφτό. Αλλά, επειδή δεν ήβλεπα καλά, ήθελα μου φύγει καμιά κλωστή -γιατί καμιά φορά και τση γιαγιάς μου, όντεν ήθελα κάμεις ’τσε, να μπερδέψει, να σου φύγει και να ’βλεπες δηλαδή, αλλά εγώ, απού ’μουνε από την άλλη μεριά: «Κάτσε, γιατί σου ’πεσε μια κλωστή», «Δώσε μού τηνε». Εγώ βέβαια,[00:30:00] άμα… Ποιος θελα τη δει να μου αυτό; Ε να περάσω, να πάω μετά να τα περάσω στο χτένι, γιατί μετά που θα τελειώσεις τσι μίτους, πιάνεις το χτένι. Και περνάς 2-2 κλωστές, 2, ευθεία δηλαδή όπως είναι περασμένες, δεν παίζει σημασία αν είναι μπροστινός ή πισινός ό, τι να’ ναι, πιάνεις 2-2 κλωστές και τσι περνάς ζευγάρια, 2-2 σε κάθε θύρα. Αυτές λέγουνται θύρες. Και σε κάθε θύρα. Μην κάνεις θύρα και αφήσεις μια και πας παραπέρα, γιατί κάνει το κενό μετά το ύφασμα. Πρέπει να προσέχεις, να μην κάμεις θύρα. Κατάλαβες; Και πρέπει να του περνάς κοντά-κοντά, μια-μια, να είναι ίσια δηλαδή, να μην κάνει θύρα πουθενά, γιατί κάνει το κενό μετά. Ναι. Και περνούσαμε μετά που λες το χτένι. Και μετά έχουμε την «κομποδέτρα», έχουμε φαμένο τέτοιο ένα κομμάτι και του αφήνομε, ας πούμε, τσι κλωστές αυτές. Στο τέλος, άμα θελα τελειώνει το αργαλειό, το ανυφαντικό, λέει «Να κάνομε μια κομποδέτρα» στο τέλος. Να κόψομε τσι κλωστές από κειε πάνω, να τα πλέκει κουρλάκια ή να τα στρουφίξει, να κρέμουνται ας πούμε ετσέ, να τα… να δένομε μετά επαέ πέρα. Ήπρεπε να πιάσει ματσάκια-ματσάκια, να τα δέσει -τότε ήτανε οι κλωστές, μη βλέπεις τώρα που είναι το αυτό, ήταν οι κλωστές σκέτες και κρέμουνται κάτω. Κι έπιανε ματσάκι-ματσάκι να δέσει ένα κόμπο κι απόει να περάσει το κορδόνι αυτό, να το τραβήξει, να το σφίξει να τεντώσει όλο αυτό ματσάκια-ματσάκια-ματσάκια, μέχρι τέλος. Να το δένει στην κομποδέτρα, να κομποδέσει δηλαδή και μετά να σηκώσει αυτό, να βάλομε εδώ για να το… Αυτό του βάνομε εδώ δυο καλαμάκια, να σηκωθεί πάνω το χτένι, δηλαδή γιάε να, έτσι πρέπει ν’ ακουμπά, εδά γιάε το που ακουμπά, γιάε το, πρέπει να ακουμπάει και αν δεν ακουμπά, μόνο κάνει αυτό το πράμα, δεν πάει ντρέτα. Πρέπει να το σηκώσω ή από δω ή από δω πρέπει να το σηκώσω, να δω πού θέλει για να ακούμπα-γιάε- να χτυπά, ακριβώς απάνω στο αυτό, για να χτυπά, να γίνεται κι αυτό ίσιο, αλλιώς δε γίνεται. Και μετά, που λες, να ξεκινήσομε, να φάνομε αυτό, τσι κόμπους τώρα που δέναμε και ξεκινούσαμε δα ύστερα το ανυφαντικό και γίνουντονε. Βάναμε κουρέλι χοντρό, για να κλειστεί, γιατί κάνει κενά. Όπως δένεις, ας πούμε, το ματάκι και τ’ άλλο ματσάκι κάνει εδώ κενά. Και μέχρι να φάνεις, εβάναμε κουρέλι χοντρό έτσι για να φύγει γλήγορα αυτό το άνοιγμα, να ’ρθει να δέσει, να ισιώσει, να βάνουμε μετά κλωστή, να ξεκινήσομε το σχέδιο ας πούμε να κάνομε την κουβέρτα, ό, τι κάναμε. Ναι και αυτά.
Αυτά… Θέλετε να μου πείτε για το….
Ναι, αυτά είναι που λες τα καλάμια. «Πρώτα –λέει- να καλαμίσομε το μπαμπάκι». Το μπαμπάκι ήταν αυτό. Αυτό είναι απ’ τον καιρό του Νώε μπαμπάκι. Τα μπαμπάκια τούτα είναι παλιά. Τώρα δεν υπάρχουνε. Λοιπόν, αυτό είναι μπαμπάκι, λέει: «Τι μπαμπάκι θες;». Ετοτεσάς οι εμπόροι ξέρανε, που τα ’χανε, λέει: «Θέλω των 8, 8 τουράδες». «Τουράδες» ήτανε κάτι ματσάκια χοντρά και είχενε το πακέτο 4-3,5 οκάδες, οκάδες και είχε μέσα, ας πούμε, 8 τουράδες αυτά τα ματσάκια. Λέει: «Θέλω των 8», σου ’δινε εκεί 8 τουράδες, «Των 7». Των 7 ήταν πιο χοντρό και είχε πιο λίγα. Και βάναν, που λες, λέει «Να καλαμίσει το μπαμπάκι». Να καλαμίσομε το μπαμπάκι, να το βάνομε στα καλάμια. Αυτό είναι μερσεριζέ. Αυτό είναι μπαμπάκι, αυτό είναι μερσεριζέ. Και αυτά ήτανε βάμματα, βάμματα τα λέγανε.
Ένα λεπτό, για να κακαρίσει ο κόκορας. Γιατί τώρα έχει έμπνευση. Πάμε.
Ναι, αυτά που λες είναι βάμματα και παίρνανε και φαίνανε πετσέτες, τραπεζομάντηλα κι είχε κόκκινο, μπλε. Θα σε σφάξω εγώ θέλει… Και είχε που λες χρώματα, βάμματα και παίρνανε και φαίνανε τραπεζομάντηλα, πετσέτες σκούρες. Αυτό ’ναι το αρδάχτι.
Μισό λεπτό, γιατί πάλι.
Ναι, που να σε πάρει!
Λοιπόν, πάμε, τι είναι αυτό;
Αυτό είναι το αρδάχτι που κλώθαμε τα μαλλιά. Αυτό έχω βάλει κλωστή εγώ αυτό, αλλά είχαμε τα μαλλιά -εμένα μ’ άρεσε να κλώθω- και είχαμε τα μαλλιά απ’ τα πρόβατα. Κι ήθελα βάλομε τα μαλλιά, να τα πλύνομε, να βάλομε βραστό νερό, να τα βάλουμε σε μια σκάφη και να τωσε ρίξουμε βραστό νερό από πάνω. Να τ’ αφήσομε λίγο, «μαλλόρουπο» το λέγανε κάτι σαν κόλλα την έχει το οζό κι ήπρεπε αυτό να φύγει, να τα πλύνομε και τα απλώναμε μετά έτσι σε ξύλα πάνω και στεγνώναν και τα μαζεύαμε κι ήταν σαν τον αφρό. Και μετά ’θελα πιάσει η γιαγιά μου δυο χειρόχτενα -έχω και χειρόχτενα εκειέ. Τα χειρόχτενα ήτανε δυο σα χτένια με σιντερένια αυτά και τα ’κανε έτσι, λέει: «Να τα χειροχτενίσω» και ήβγαζε το ψιλό, το «ράσο» που λέγανε, δηλαδή μαλλί ψιλό-ψιλό και το ’βανε εδώ. Άμα ’τανε χοντρό κλωσμένο, το χτένι τα 'ξυνε κι ήφευγε και κόβουντανε και εγίνουντανε, δεν εμπόριες να το φάνεις με τίποτα. Έπρεπε να 'ναι ψιλό - γιατί το λέγανε «το ψιλό», το ράσο, το ψιλό, «Να κάμουμε ψιλό, για να φάνομε ρασίδι». Εφάνανε οι ανθρώποι ρασίδια τότεσας, κάπα, πώς είναι οι κάπες με την κουκούλα; Αυτό ακριβώς αλλά ήτανε φαντό, μαύρο -μαύρο το κάνανε- και το… Είχανε μαύρα αρνιά και βάνανε τα μαύρα μαλλιά ας πούμε και τα φαίνανε και κάνανε τα ρασίδια και τα φορούσαν. Τοτεσάς πού υπήρχανε; Σαν εδά που πας παίρνεις τα μπουφάν και παίρνεις… Τοτεσάς δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα, μόνο το ρασίδι. Ναι, κι ήθελα να κλώθομε που λες, να τα ξάνομε τα μαλλιά, να βγάλει εδά η γιαγιά μου κειονά το μακρύ, το μακρύ μαλλί απού ήκανε το ψιλό. Τα άλλα δα τα κοντά, ή τα -«αρνιές» ελέγανε- τα αρνάκια τα μικρά είναι τα μαλλιά ντως σαν το πούπουλο, ψιλά-ψιλά- αυτά δεν εκάνανε να βγάλεις ράσο για να φάνεις πατητές, εφαίναν τότεσας, κίτρινες, κόκκινες εφαίνανε πατητές με λουριά, με ξόμπλια στην κάτω μεριά, στην πάνω, κόκκινες και μαύρες. Ύστερα, υφαίνανε σου λέω με χρώματα: κίτρινο, με κόκκινη, πράσινη με κόκκινη, καθένας ό, τι ήθελε ας πούμε. Και θέλω να σου πω, κι ήθελα να βγάλει το μαλλί, αυτό το ράσο τώρα, το μακρύ μαλλί να το κλώθει εδά ψιλό-ψιλό, να το κάνει ράσο για να το βάλομε στημόνι. To άλλο ύστερα, τα μαλλιά τα κοντά τα’ βανες υφάδι. Και μετά ’θελα να κάτσομε, να ξαίνομε τα μαλλιά, να καθόμαστε όλο το βράδυ να ξαίνομε, να ξαίνομε να τα κάνουμε αφρό. Κι απόει να τα κάνουμε ετσέ, να τα τυλίσσομε τουλούπες -λέει «Κάν' το μια τουλούπα εδά», αμά ’θελα γενεί πολύ, να το τυλίξομε και τα βάναμε κάπου να τα ξάνομε και μετά λέει «Να το κλώσομε». Να πιάνομε εδά μια-μια τουλούπα -εγώ μ’ άρεσε κι ήθελα να’ χω δα το μαλλί, ας πούμε, ετσέ και να το κάνω ετσέ να το τραβώ, να το φέρνω, ας πούμε, να ’ρχεται να γίνεται ίσιο και να το τυλίζω στο αρδάχτι. Και άμα θα γεμίσει το αρδάχτι, λέει «Να το αδειάσομε» κι είχαμε το τυλιγάδι. Το τυλιγάδι είναι αυτό ένα από κάτω απ’ το αυτό και το γυρίζαμε και το τυλίζαμε και το κάναμε μονό. Να το βάλομε μετά στην ανέμη, να το βάνομε σαΐτες ή στα καλάμια άμα ’τανε χοντρό. Το μασουράκι αυτό δεν μπορείς να… δε συμφέρει δηλαδή να του βάλεις 2-3 τυλιξές, να μην προλαβαίνει να φάνεις δυο σαϊτιές και να τελειώνει. Και το βάναμε στα καλάμια, το τυλίζαμε και φαίναμε που λες.Ύστερα, τι άλλο; Και βάναμε που λες… Αυτό το βάναμε και κάναμε και στημόνι και φάδι. Ήτανε πιο ωραίο και καλά, ήταν πιο άσπρο. Αλλά κι αυτό, άμα ’θελα το πλύνεις, εγίνουντον άσπρο. Γιατί εγώ έχω φάνει τραπεζομάντηλα των κοπελιών μου κι έχω βάλει άσπρο αυτό κι έχω βάλει και τα χρώματα: το κόκκινο, το μπλε, το κίτρινο το βάμμα κι έκανα λουριά, λουριά. Ναι και τους έχω φάνει ετσά τραπεζομάντηλα πολλά. Και βούριες που κάνανε, ντουρβάδες, γιατί παλιά… Τώρα πας και παίρνεις τσι άρτους, ας πούμε και σου βάνουν μια νάιλον σακούλα και τσι παίρνεις. Τοτεσάς πού ’θελα τσι βαστάς, στα χέρια σου; Ήπρεπε να ’χεις ένα ντουρβά, ναι, και ωραίο βέβαια, άλλος ξομπλιαστός, άλλος ριγέ, ωραίος, λέει: «Γιάε μωρέ ένα ωραίο λούρωμα που ’χει κειοσές ο ντουρβάς που βαστά κειοσές ο άνθρωπος». Να ’χει και μια μπατανία, να ’χει το σωμάρι του γαϊδάρου βαρμένο πά[00:40:00]νω, να’ ναι σκεπασμένο το σωμάρι, να πηγαίνει δα ο άθρωπος στο πανηγύρι! Λέει «Να πάμε στον Αϊ-Γιώργη, να πάμε στον Άγιο Δημήτριο» που ήταν ας πούμε, να φορτώσομε τσι άρτους στο γάιδαρο, να βάλομε μια μπατανία ωραία, την πιο ωραία, την πιο ξομπλιαστή, να τηνε στρώσει στο γάιδαρο πάνω, να κάτσει, να περνά δα: «Πωπω, κοίταξε μωρέ μια ωραία πατανία, πατανία, μια ωραία πατανία που την έχει κειοσές ο άνθρωπος στο γάιδαρο! Ω χαρώ την, ομορφιά»! Ή να ’χει κοφίνι, «Να τσι βάλω -λέει- τσι άρτους», δηλαδή δεν είχανε, έπρεπε να ’χεις ένα ντορβά, ένα σακί, κάτι ας πούμε υφαντό. Δεν υπήρχανε οι νάιλον σακούλες. Ναι, αλλά και σήμερο, άμα το κάμεις, είναι πιο ωραίο να πας με ένα ντορβά ας πούμε, αλλά δεν το κάνουνε! Δεν το κάνουμε εδά αυτό, να πάρει τον ντορβά τον ξομπλιαστό ή τον ριγέ, ας πούμε να τονε πάει να βάλει τσι άρτους. Τέλος πάντων.
Αλλά ήτανε ωραία χρόνια! Οι ανθρώποι ας πούμε αγαθοί, δεν είχανε κακία, άμα ’θελα να πεις: «Μωρέ, δεν έχω αλάτι», να μπεις στση γειτόνισσας το σπίτι, να μην είναι, να ’χει πάει κάπου, να μπεις να πάρεις λίγο αλάτι να πας στο σπίτι, να κάμεις τη δουλειά σου, «Μαρία, μωρέ - ξέρω 'γω- μπήκα σου πήρα λίγο αλάτι», «Δεν πειράζει, εντάξει». Δεν υπήρχε δηλαδή… Να κάθουνται το βράδυ, να βεγγερίζουνε όλοι μαζί, να λένε ιστορίες, να λένε παραμύθια. Τώρα κάθεσαι στην τηλεόραση και ακούς μπούρδες, όλο μπούρδες και νευριάζεις μόνο. Δηλαδή όχι ο κορωναϊός, όχι το ένα, όχι το άλλο, ο άλλος: «Όι, μα δεν είναι έτσι», μα ο άλλος: «Δεν είναι έτσι», ο άλλος: «Είναι αλλιώς», καθένας λέει και άλλα και σε τρελαίνουνε και τρελαίνουνται οι ανθρώποι δα και δεν ξέρουνε ίντα θέλουνε. Ενώ παλιά, βρε παιδί μου, ήταν μια ηρεμία, μια ωραία αυτή. Αν ήταν Απόκριες, όλοι μαζί. Λέει: «Το βράδυ θα φάμε -ας πούμε- στση Μαρίας, την άλλη θα φάμε στση Κατερίνας, την άλλη θα φάμε» ξέρω 'γω πού. Ύστερα, τ’ Αϊ-Γιωργιού, θυμούμαι ο παππούς μου ας πούμε και ήθελα πάμε –ήτανε τ’ Αϊ-Γιωργιού στις 23 τ’ Απρίλη είναι ο Άγιος Γεώργιος ο Σφακιώτης κι είναι μια ωραία εκκλησία στην εξοχή, να δεις ντριάδες, να δεις πρασινάδα, ένα ωραίο πράμα. Να πάμε στον Αϊ-Γιώργη, να κρατούνε το ψητό, να κρατούνε διάφορα πράματα, καλιτσούνια, αυγά κόκκινα, να πάμε στον Αϊ-Γιώργη, να καθόμαστε όλη μέρα, καφενεία, να γλεντίζουνε οι λυράρηδες, να τρώνε, να πίνουνε και, πώς να σου πω, επέρνας ωραία. Ύστερα, τσι 3 του Νοέμβρη, λέει στον «Αϊ-Γιώργη». Ήτανε ας πούμε 5-6 άτομα στο χωριό κυνηγοί και ήθελα πάρουνε τα όπλα, να φύγουνε -τσι καραμπίνες εδά ετεισάς- να φύγουνε, να πάνε, λέει «Εμείς θα πάμε στον Αϊ-Γιώργη κι απόει θα πάμε να κυνηγήσομε». Να ’ρθουνε στο χωριό, να κρατούνε λαγό, να κρατούνε ό, τι ήθελα κρατούνε ας πούμε, να πάνε στου Ζαχαρία το σπίτι, να τονε ψήσει η γυναίκα του τον λαγό, ό, τι ήταν ας πούμε, να πάνε όλοι μαζί να φάνε. Μετά να φύγουνε να πάνε στου αλλονού το σπίτι, απ’ τση παρέας δηλαδή τ’ αλλουνού το σπίτι. Μετά ήθελα φύγουν, να πάνε στου αλλουνού. Και τρώγαν και πίναν και γλεντούσανε όλη μέρα δηλαδή και γινόταν ένα ωραίο πράμα δηλαδή. Δεν είχες το άγχος και το αυτό, τον φόβο και την αυτή που έχουνε τώρα οι ανθρώποι. Ναι, και περνούσαν ωραία. Αν ήτανε, σου λέω, Απόκριες, θυμούμαι καμιά φορά Απόκριες και να μην έχουνε γλέντι στο καφενείο; Όι. Ήπρεπε να ’χουνε. Μια φορά είχαμε πάει σε ενούς θείου μου το καφενείο: «Μπρε συ, μπάρμπα Σπυρίδο δεν κάνεις γλέντι;», λέει: «Δεν εβρήκα λυράρη», «Πωω κι εδά, ίντα θα κάνομε εδά;». Να πάμε να κάτσομε, να φάμε ας πούμε κι απόει να πάμε στου μπάρμπα του Σπυρίδου να κάτσουμε μια ολιά και πηγαίναμε. Ο παππούς μου ήπαιζε ασκομαντούρα. Ναι, αλλά εγώ βέβαια, μικρό κοπέλι, εντρέπουμου, λέω: «Γιάε, ασκομαντούρα παίζει εδά, να τον ακούνε» και ξέρω 'γω, αλλά εμένα εδά μ’ αρέσει πιο πολύ η ασκομαντούρα απού την παίζουνε ας πούμε σε διάφορα αυτά παρά τα άλλα όργανα. Ναι, αλλά δεν εγίνουντονε και αλλιώς. Κι ήθελα πει: «Μα, ίντα καθόμαστε; Γεμάτο το καφενείο, να καθόμαστε δα ετσέ. Είδες εδά; Ήπρεπε να ’χομε ένα γλέντι, εδά τέτοια βραδιά», ξέρω 'γω. Λέει: «Πήγαινε, μωρέ Γιώργη, να πα φέρεις την ασκομαντούρα, να παίξεις μια ολιά να περάσει η ώρα». Λέει, να πει τση γιαγιάς μου: «Πήγαινε να πα φέρεις την ασκομαντούρα». Να πα τη φέρει, να γίνει ένα γλέντι… Μιλάμε τώρα που δεν γίνεται εδά με δεν ξέρω πόσα όργανα! Κι ήτανε μια Καθαρή Δευτέρα, Αποκριά δηλαδή και σηκωθήκαμε Δευτέρα, Καθαρή Δευτέρα και φύγαμε πρωί, αξημέρωτα ας πούμε και επήγαμε στην πλατεία. Κι ήταν ένα πηγάδι, στη μέση του χωριού στην πλατεία κι έχει ένα περβάζι, ας πούμε, έτσι με τσιμέντα κι είχε μια σβίγα. Και καθίζανε, ας πούμε και βάνανε απάνω κι απόει βάνανε φωθιά, ξύλα κι ανάβουνε μια φωθιά στη μέση-μέση κι ήτανε παγωνιά, κρύο και πυρωνούμεστανε. Και βάνουνε απάνω στο πηγάιδι τα διάφορα: ελιές, λουμπούνια, χαλβάδες, ό, τι ήθελες ας πούμε, το αυτό του πηγαδιού γεμάτο. Και φέρνει κι ένας γείτονας -τονε λέγανε Κωστή Χουλάκη- ο γιος του είναι εδά, γιατρός είναι στην Αθήνα, ο Μιχάλης ο Χουλάκης- μπορεί και να τον έχεις κι ακούσει, παιδίατρος -ΩΡΛ- και πάει και φέρνει μια λεκανίδα, πετρολεκανίδα και τη βάνει στο πηγάδι απάνω, στο τσιμέντο δα κειονά του πηγαδιού. Και το γεμίζει κρασί. Ερχόντανε μετά απ’ τα διάφορα χωριά εφέρνανε, ας πούμε, ένας ήκανε την καμήλα και ερχότανε με διάφορα. Τοτεσάς εντύνουντανε μασκαράδες που εγελούσαμε, τώρα πάνε και βάνουνε μια στολή και τρέχουνε στο δρόμο μέσα. Τι να σου κάμει δα κειονά το πράμα, να γελάσεις; Εμείς εγελούσαμε που κατουριούμαστε, που λένε, στα γέλια, γιατί ήβανε κάποιος ας πούμε κάτι παράξενα. Είχα του αδερφού μου μια κόρη ήτανε 10 χρονώ, 11 και τση βάνομε ένα παντελόνι ενούς θείου μου, γέρου και το σακάκι και τηνε… τα παπούτσα και πηγαίνανε πιο μπροστά απ’ αυτή και άμα σου πω, είχαμε κατουρηθεί απ’ τα γέλια μόνο που την είδα. Αυτό είναι! Μασκαράδες μου λες εδά, καρναβάλι… Καρναβάλια δεν είναι αυτά. Άλλο να ντυθεί κάποιος, να γελάσεις, να περάσει η ώρα σου. Τι θέλω δα γω να θωρώ τον άλλο να φορεί από μια στολή, να γλακά, να πηγαίνει στο δρόμο. Ε και; Εχέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι που ήβαλε τη στολή και γλακά στον δρόμο! Εγώ εχέστηκα, ίντα να σου πω! Δηλαδή δεν είναι αυτά πράματα. Εγώ αυτά που ξέρω, απού θυμούμαι από μικρή δεν τα παραβάνω με τίποτα.
Για πείτε μας, λοιπόν, για τις Απόκριες.
Ναι και θέλω να σου πω. Κι ήθελα ντυθούνε, να βάλει ο άλλος, εγίνουντονε… Ήβανε ένα σεντόνι και γίνουντονε ένας Άραβας, άλλος μια γριά και τση βάνανε μια αυτή στην πλάτη, και καμπούριζε και πηγαίνανε και εκάνανε τσι διακονιάρηδες και διακονούντονε ,και κάνανε τσι αυτούς και γελούσανε και άμα θέλανε να τσι ξεμουριώσουνε, να τσι γνωρίσουνε -άλλοι δεν τσι γνωρίζανε, δεν εθέλανε να τσι αυτό- και εγίνουντανε χαμός. Να γρικάς τα γέλια, να γρικάς από τη γειτονιά δηλαδή, λέει -ήθελα πούμε εμείς απ’ το σπίτι μας, ήτανε πιο πέρα -«Γιάε, στου Καλπέτη το σπίτι εδά είναι οι μασκαράδες»- κι εγίνουντονε χαμός και κατουριούνταν οι ανθρώποι απ’ τα γέλια. Εδά δηλαδή ποιοι είναι οι μασκαράδες, ποιες είναι οι Απόκριες; Αυτές που κάνουν τώρα είναι Απόκριες; Τίποτα δεν είναι. Ντα, οι Απόκριες ήτανε κείνο τον καιρό, δηλαδή εντύνουνταν οι ανθρώποι κι εγέλας, βρε παιδί μου, ένα αστείο, ένα αυτό και γελούσες και πέρνανε η ώρα σου. Εδά να’ ρθει, να μου βάλει ή μια ξεβράκωτη που φορεί, που φέρνουνε από του σκύλου τον κώλο κάτι, τέλος πάντων και φορούνε τα ξεβράκωτα και πηγαίνουνε στο δρόμο, ε και; Εχέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι που ήρθε η άλλη αξεβράκωτη να κυκλοφορεί στο δρόμο! Αυτός είναι ο μασκαράς; Μασκαράς είναι από τη μια μεριά, άμα πεις. Αλλά τέλος πάντων. Και θέλω να σου πω κι ήταν ωραία, και τρώγαμε και πίναμε. Ήθελα πούμε: «Να φάμε την Κυριακή», την τελευταία Κυριακή «να φάμε γλήγορα, μην καθόμαστε στο τραπέζι, να φιαρμιστεί κανείς κάνεις, γιατί θα λείπει του χρόνου ένας απ’ το τραπέζι». Ναι, και μια φορά εφτιαρμίστηκα εγώ, αλλά τελευταία απού ’χα… Η γιαγιά μου «απόψε θώρουνα τον πατέρα μου όνειρο: "Μαριώ μου, πού ’σαι; Εγώ ήρθα να σε πάρω"» . Κι ήκλαιγα όλη νύχτα που ’μουνε στο κρεβάτι κι ήκλαιγα όλη νύχτα «Ε, απού φιαρμίστηκα και θα ποθάνει η γιαγιά μου, και θα ποθάνει» αυτό. Κι ήκλαιγα όλη νύχτα κεια που ’μουνε, εκοιμούμουνε δα κοπέλι. Αλλά δε… Εγώ σου λέω εφτιαρμίστηκα αλλά ύστερα λέγανε: «Μπορεί να λείπει και να ’ναι και παντρεμένος κάποιος», δεν είναι ότι θα ποθάνει άρον-άρον δηλαδή. Αλλά τοτεσάς σου λέει: «Να ποθάνω θέλει», εθώριε όνειρο τον πατέρα της απού πήγαινε και τση ’λεγε: «Μαριώ, ετοιμάσου, εγώ ’ρθα να σε πάρω να φύγομε, εγώ σε περιμένω, εγώ στέκω και σε περιμένω να ’ρθεις, να ετοιμαστείς, ετοιμάσου». Εγώ να το λέει εδά κι εγώ να ποθαίνω απ’ τον καημό μου, «Ε, θα ποθάνει η γιαγιά μου που φτιαρμίστηκα στο τρ[00:50:00]απέζι και ίντα θα γενώ;». Και θέλω να σου πω και κόντευε να σκάσω απ’ τον καημό μου, επειδή φτιαρμίστηκα στο τραπέζι την ώρα που τρώγαμε. Ήθελα φάμε που λες, μετά λέει: «Θα πάμε στο γλέντι», άμα είχε γλέντι. Θα πα να κάτσομε στου Γιώργη του Σμαριανάκη, στου μπάρμπα του Σπυρίδου σου λέω, άμα είχε γλέντι, ύστερα είναι να’ χανε και τα δυο, να πάμε να κάτσομε λίγο στο ένα, μετά να φύγομε να πάμε και στο άλλο. Μετά πριν τσι 12 ήπρεπε να πάμε το φαΐ -τ’ αφήναμε στο τραπέζι απάνω, όπως ήτανε, δεν τ’ αγγίζαμε ή να πλύνομε ή να αυτό, όπως ήταν τα πιάτα τα φαγιά στο τραπέζι. Πάμε να κάτσουμε μια ολιά, να χωνέψομε και να ’ρθουμε να ξαναφάμε. Να μην πομείνει το φαΐ για τη Δευτέρα, να το φάμε τη Δευτέρα γή να το πετάξομε. Ήπρεπε να το φάμε, να σκάσομε, λέει: «Καλλιά να σκάσει το παιδί παρά ν’ απομείνει ο χόντρος». Και ήπρεπε να το φάμε. «Φάε, φάε», «Μα δε μπορώ, μωρέ, άλλο», «Φάε». Μυζηθρόπιτες, κρέας κοκκινιστό, αυγολέμονο, ναι, ό,τι ήταν ας πούμε. Πού να φας, πόσο να φας; Να φύγομε πάλι, άντε ξαναπάμε να κάτσομε πάλι μια ολιά στο καφενείο κι απόει να ξαναγυρίσομε. Λέει: «12:00 η ώρα δεν πρέπει, μετά τσι 12:00 δεν πρέπει να φάμε. Φάτε εδά, φάτε εδά να φάμε το φαΐ».
Και μετά ήτανε Καθαρά Δευτέρα ε;
Καθαρή Δευτέρα δεν ετρώγανε την Καθαρή Δευτέρα. Λέμε Καθαρή Δευτέρα, Καθαρή Δευτέρα! Εδά πάνε και σουβλίζουνε αρνιά τη Δευτέρα, κατάλαβες;
Λοιπόν και μια φορά που λες –δε σου ’πα με το Θραψανό- είχαμε πάει μια Καθαρή Δευτέρα σε μιας γυναίκας να τση περαματούμε, Σοφία Χναράκη τη λέγανε, μια ωραία γυναίκα, μια ψηλή, μια νταρντανογυναίκα και πάμε και μασε φέρνει το τσικάλι, όπως ήταν, μια κότα, κατακίτρινο το τσικάλι το ζουμί και λέει: «Κοίταξε παέ». Λέει: «Ίντα;», λέει «Δεν εφάγαμε κανείς, γιατί εχθές το βράδυ επόθανε ένας δάσκαλος, γιατί αγαπούσε μιαν κοπέλα» -μια καθηγήτρια θαρρώ ήταν αυτή κι αυτός δάσκαλος. Αγαπιούντανε και οι αδερφές του -είχε 2 αδερφές θαρρώ απάντρευτες- και δεν τη θέλανε. Αυτή περίμενε να την πάρει, ας πούμε, να αρραβωνιαστούνε ξέρω’ γω και του στέλνει ένα χαρτί, ένα γράμμα και του γράφει: «Νίκο -Νίκο θαρρώ τονε λέγανε- Νίκο, αν είναι να με πάρεις, να μου πεις γιατί ο πατέρας μου θέλει να με παντρέψει». Αυτή… το γράμμα το πήραν οι αδερφές του, δεν του το δώσανε και το κρύψανε. Αυτή περίμενε απάντηση, δεν τσ' ήρθε απάντηση και σου λέει: «Άρα δε θέλει» και αρραβωνιάστηκε με τον άλλο. Τη βραδιά, την Αποκρά, ήτανε σ’ ένα καφενείο το γλέντι στο Θραψανό. Επήγε αυτή με τον αρραβωνιαστικό και πήανε στο γλέντι. Αυτός εχόρευε, χορεύαν ας πούμε και χόρευε κι αυτός. Και την ώρα που πάνε να μπούνε μέσα, στην πόρτα και κάνει ετσέ και τη βλέπει με το γαμπρό, πέφτει κάτω. Και ποθαίνει επιτόπου κεια ο άνθρωπος, ο δάσκαλος κειοσάς. Τελείωσε. Το τι εγίνηκε... Λέει: «Χάλασε το χωριό, ούτε φάγανε οι ανθρώποι ούτε αυτό» και μας ήδειχνε η γυναίκα το τσικάλι με την κότα, λέει «Κοίταξε, δεν εφάγαμε τίποτα». Εχάλασε το χωριό, εγίνηκε άσ’ τα άσ’ τα, το τι εγίνηκε ας πούμε. Και μετά επήανε να τονε κηδέψουν, δεν τονε χωρούσε ο τάφος και σκάβανε μέχρι 9 μέρες εχαλούσαν και σάχνανε, να βρούνε να τον τακτοποιήσουμε αυτό. Και γίνηκε χαμός, χαμός. Και θέλω να σου πω, κοπέλι και τα θυμούμαι τούτανα όλα.Ύστερα, ήτανε μια κοπέλα, ήταν ορφανή. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, η μάνα της είχε ποθάνει και ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε. Και ήταν, ας πούμε, μεγαλοκοπέλα, ήκαμε άλλα παιδιά, ας πούμε με την άλλη γυναίκα αλλά αυτή ήταν απ’ την πρώτη μάνα, πιο μεγάλη. Και εδιάζουμαστενε εδά με τη γιαγιά μου σ’ ένα μέρος κι ήρθε κι ήπλεκε μια δαντέλα. Λέω: «Ωραία η δαντέλα, να μου τη δώσεις να τη βγάλω;», «Να στη βγάλω». Και κάνανε ιστορίες. Κι ήτανε ένας Ιαχωβάς και ήταν τυφλός και εγύριζε με δυο κασόνια στο γάιδαρο φορτωμένα σαν τα ντουλάπια και είχε κλωστές, διάφορα πράματα και πουλούσε και γύριζε τα χωριά. Εκράτιε την ουρά του γαϊδάρου και γύριζε στα χωριά. Ο γάιδαρος ήξερε και πήγαινε! Και πήγαινε και πουλούσε κουβάρες, διάφορας, ας πούμε, κλωστές , που πλέκαν οι γυναίκες, μπαμπάκια που φαίνανε, μπαμπάκα -είναι μπαμπάκα άλλο, πιο χοντρό απ’ το μπαμπάκι. Ναι, και τση λένε λέει μια φορά, λέει: «Δεν τονε παίρνεις, μωρέ;», τση λένε, λέει -μα πώς τον λένε, ξέχασα πώς το λένε. Τέλος πάντων. Και λέει: «Δεν τονε παίρνεις, μωρέ;» τση λένε, λέει: «Καλιά να τονε πάρουνε με τα καροτσάκια», λέει αυτή. Αυτός ήτανε λέει πιο δίπλα και την ήκουσε. που το ’πε κειονά. Μετά που… Αυτός αυτοκτόνησε και τονε βρήκανε κρεμασμένο σ’ ένα στάβλο μέσα στο σπίτι του κάπου κι επήγανε και τονε βάλαν στον ποταμό, τονε χώσανε κάπου, όχι μέσα στο νεκροταφείο, απ’ όξω, γιατί δεν τσι πάνε αυτούς, ναι. Και ποθαμένος μετά θωρεί αυτή όνειρο ένα βράδυ. Τονε θωρεί και τση λέει: Τα καροτσάκια που’ λεγες να πάρουν το κορμί μου, επήραν το και ξέγνοιασες, ψηλομελαχρινή μου. Τσ’ είπε αυτός ποθαμένος. Δηλαδή αυτή το ’πε, ζωντανός ήτανε και το ’πενε: «Πάρ’ τονε μωρέ» -δε θυμούμαι πώς τον λέγανε, Μενέλαο, δε θυμούμαι- τέλος πάντων ένα παράξενο όνομα, «Πάρ’ τονε» - «Καλιά να τονε πάρουνε με τα καροτσάκια» κι αυτός ήτανε πιο δίπλα, την ήκουσε που το’ πε αυτό δηλαδή. Αλλά μετά, που σου λέω αυτοκτόνησε, επήγε και τσ' είπενε: Τα καροτσάκια που ’λεγες να πάρουν το κορμί μου, επήραν το και ξέγνοιασες, ψηλομελαχρινή μου. Δηλαδή, πράματα που τα θυμούμαι δηλαδή από μικιό κοπέλι που πήγαινα, , ό, τι θυμούμαι ό, τι γρίκουνα ετσά τα θυμούμαι, κατάλαβες; Ναι.
Άρα να ρωτήσω, τώρα που το είπατε αυτό να μας πείτε κι άλλες τέτοιες ιστορίες, άμα έχετε. Την ώρα που… Κατά τη διάρκεια που υφαίνατε στον αργαλειό, ήθελα αυτό να σας ρωτήσω. Είτε όταν ήσασταν μόνη σας και υφαίνατε με τη γιαγιά σας και κάνατε στ’ αδράχτι και λοιπά ή αργότερα στα σπίτια, τι λέγανε οι γυναίκες, τι συζητούσατε;
Καθεμιά ήλεγε τώρα και το δικό τζης. Είναι δα που πρέπει δα να θυμηθώ, καθεμιά έλεγε και το δικό τζης. Μια φορά θυμούμαι και είχαμε πάει στο Μουχτάρο -Ευαγγελισμό το λένε τώρα- εκειά που γίνεται τ’ αεροδρόμιο τώρα. Λοιπόν και μπαίνουν δα γυναίκες και λένε, λέει: «Ο τάδε ήθελα να πάρει την τάδε». Αυτός απ’ το Μουχτάρο κι αυτή από παέ πέρα απ’ το Καστέλλι, από ένα χωριό τέλος πάντω. Και λέει: «Την πήρε και τηνε γιάγειρε το πρωί τση μάνας τση», «Γιάντα;», «Γιατί δεν ήταν εντάξει». Εγώ, βέβαια, κοπέλι γρικώ αλλά δε ρωτώ κιόλας! Εντρέπουμου να ρωτήξω και να πω «Ίντα ’ναι τονά, ’πο πού το ξέρει, πώς το καταλαβαίνει πως δεν είναι εντάξει, τι έχει; Δεν ερώτουνα εγώ, γιατί ντρέπουμουνε να ρωτήξω, να πω «Ίντα ’ναι αυτό. Και θελα λέει: «Αυτός τη γιάγειρε τση μάνας τση το πρωί», «Γιάντα, μωρέ; Καλή...;», «Δεν ήταν εντάξει». Αυτός, βέβαια, επαντρεύτηκε μετά, πήρε μια άλλη γυναίκα απ’ τσ’ Αποστόλους, μια άλλη αυτή. Αυτή επήε στην Αθήνα θαρρώ και θέλω να σου πω, διάφορες ιστορίες τώρα, πρέπει να θυμηθώ δα. Και μπαίνανε γυναίκες κι ήλεγε η μια το ένα, η άλλη το άλλο. Α, ύστερα ήταν ένας άλλος, λέει, ένας ξένος απ’ το Μουχτάρο, ήταν ένας και τονε λέγανε -ξέχασα πώς- λέει, πώς τονε λέγανε μωρέ. Τονε παρανομιάζανε δηλαδή. Του «Χολιά», «Χολιά» τονε παρανομιάζανε. Τώρα από κεια που 'τονε καλός άθρωπος, χολή και καλά και λέει: «Ήρθενε, μπρε μια απ’ το Ηράκλειο -από κάπου δεν ξέρω- και ήρθε και γύρευε τον “Χολιά”». Και λέει «Μήπως ξέρετε -τση Μαρίας τση Βελεντάκης παράδειγμα» είπε αυτή. Λέει: «Ποιος είναι, μωρέ, κειοσάς;», λέει -γιατί με τα ονόματα που οι πιο πολλοί δεν εξέρανε με το όνομα να σου πούνε το επίθετο- «Κατέχεις, μωρέ, ποιο λέει; Τον “Χολιά”». Γροικά η γυναίκα η άλλη και λέει: «Γιάε το σπίτι του» και πάει και λέει: «Κύριε Χολιά, κύριε Χολιά» εφώναζε δα να τσ’ ανοίξει ο κύριος Χολιάς και βγαίνει λέει στην πόρτα, λέει: «Απού να χολιάσει απού σ’ έπεψε»! Γιατί αυτό τονε λέγανε -το επίθετό ντου δεν ξέρω- αλλά η άλλη λέει «Μωρέ, κατέχεις ποιο λέει, το Χολιά» και σου λέει: «Χολιά» τονε λένε και πήγε κι αυτή κι εχτύπανε: «Κύριε Χολιά, κύριε Χολιά» και λέει κι αυτός: «Να χολιάσει απού σ’ έπεμπε», λέει! Ετσά διάφορες ιστορίες δηλαδή. Σου λέω γιατί, όντε είσαι μικρός, το μυαλό σου είναι σ’ ένα σημείο κι ακούς κάτι, τακ και το παίρνεις και δεν το ξεχνάς μετά. Εδά, ανέ με ρωτήξεις να μου πεις: «Ίντα ’φαες πριν λίγο;» δεν θα θυμούμαι. Αλλά όλα τα παλιά, ας πούμε, τανά τα θυμούμαι. Ναι.
Ενότητα 6
Ιστορίες από τη γιαγιά της αφηγήτριας και η σημερινή ενασχόλησή της με τον αργαλειό
00:59:56 - 01:14:37
Κάνα τραγούδι, σας διέκοψα;
Όχι, [01:00:00]Σκέφτουμουνε εδά, λέω τραγούδια ήξερε η γιαγιά μου, να ’θελα ακούσεις. Είχενε ποθάνει, ήτανε ένας απ' το Βορίτσι -λέγεται ένα χωριό προς τη Χερσόνησο παέ πέρα- τον λέγανε «Βοριανός». Αυτός ήξερε από βότανα, από τέτοια, έκανε πραχτικά -εγώ έχω τα βιβλία του, τα βρήκα και τα ’χω πάρει- και επήε λέε μια φορά ο παπάς εδά του Καρζανού, του πάνω Καρζανού ήτανε θείος τση τση γιαγιάς μου, ας πούμε, ο γέρος παπάς, ναι. Και είχε δυο κόρες και πόθανε η μια το ένα Σαββάτο κι η άλλη το άλλο. Και του ’πανε λέει να πάει στου Βοριανού να τονε ρωτήξει ίντα ’θελε να τση κάνεις να γενεί καλά. Αλλά αυτός απού ’τονε δα παπάς δεν ήθελε να ρωτά, σου λέει: «Τον μάγο θα πα ρωτήξω;», δεν ήθελε να πάει λόγω θρησκείας δηλαδή. Και πόθανε η μια το ένα Σαββάτο κι η άλλη το άλλο. Και λέει το ’μαθε μετά αυτός ο Βοριανός, γιατί άμα ’θελα του πούνε λέει κάτι, το ’ξερε. Δηλαδή επήγαινες εσύ και σου ’κανε κάτι και μετά λες: «Να πάω μωρέ να του πάω κάτι, να τον ευχαριστήσω» και καλά, να του πας ένα μπουκάλι ρακή, να του πας ό, τι είχες. Και του λέει ένας άλλος, ας πούμε: «Να σου δώσω, μωρέ, ένα μπουκάλι ρακή ή κάτι ξέρω 'γω να του το κρατείς από μένα, ας πούμε, του κερατά κειουνουνά», ξέρω γω, πώς ήθελα πει ξέρω γω και πάει: «Ίντα μού την ήφερες τη ρακή, ίντα την ήφερες του κερατά τη ρακή να την κάμει;». Ή επέρνανε λέει κι ήθελα περάσει από καμιά αχλαδιά, να βρει ας πούμε αχλάδια και μάζωξε μερικά και τα’ βαλε στην τσάντα και του τα κράτιενε. Λέει: «Κειανέ δεν είναι δικά σου, τα ’κλεψες, τα πήρες απ’ το αυτό, πέταξέ τα». Τώρα ψόματα, αλήθεια; Αλλά τα χαρτιά τα’ χω πάρει εγώ, τα βρήκα και τα ’χω. Και θέλω να σου πω και λέει: «Ο παπάς δεν με πίστεψε αλλά δεν ήτανε το φάρμακο τση κόρης του, δεν ήταν τίποτα». Ήθελα κόψει το ραζακί κλίμα -το ραζακί ξέρεις, το σταφύλι το ραζακί, το χοντρό- να το κοπανίσει, να τση στάξει, να κόψει στην κορυφή τση κεφαλής ένα μάτσο μαλλιά, να τση στάξει τρεις σταγόνες ζουμί απ’ το ραζακί κλίμα. Αυτό ήταν το φάρμακό τζης. Και πόθανε και η μια κι η άλλη, γιατί δεν ήθελε ο παπάς να πάει να τονε ρωτήξει, σαν μάγος, ας πούμε λόγω της θρησκείας. Και δεν ήθελε να πάει να τονε ρωτήξει σαν μάγος, ας πούμε, λόγω της θρησκείας και δεν ήθελε να πάει να τονε ρωτήξει να του πει ίντα ’θελα κάμει. Και ποθάναν οι κοπελιές, μια το 'να Σάββατο κι η άλλη το άλλο. Και ήξερε που λες, ύστερα -είχανε γράψει ένα τραγούδι κι ήλεγε ας πούμε για… Ύστερα, ήξερε μαντινάδες που απαντούσε. Σου’ λεγε μια και τση απαντούσες εσύ -μα δεν τσι ξέρω, δεν τσι θυμούμαι να σου τσι πω κι ήλεγε… Μη σου πω! Καθόμαστε καμιά φορά, αυτή ίντα’ θελε να κάτσομε εδά να μασε κάμει ιστορίες ή ο πατέρας τσης, ας πούμε, γέρος-γέρος και κάθουντανε και μας ήκανε. Ετηγανίζαμε μια φορά βρουβόπιτες είχαμε κάμει και λέει, λέει: Μια φορά ήταν ένας, μια γυναίκα και ήψηνε βρουβόπιτες, λέει: «Κανείς δεν θα φάει. Θα τσι ψήσω όλες εκειέ και μετά θα φάμε όλοι μαζί». Τσ' ήψηνε, λέει και μια στιγμή χαλά το τζάκι και τσι πλακώνει. Και λέει: «Γιατί, μπρε παιδί μου, δεν ήφηνες να φάμε μόνο ήπεσε το τζάκι και τσι πλάκωσε και δεν εφάγαμε;» και λέει: «Ήκαμες μια, φάτη γιαμιά. Ήκαμές κι άλλη, φάτη πάλι. Μόνο τσι ’κανες τρουλί και δεν ήφαες θρουλί». «Θρουλί» εννοεί «τίποτα», ναι. Και χάλασε το τζάκι και τσι πλάκωσε και δεν εφάγανε. Γιατί δεν τσι ’φηνε. «Όχι, θα τσι ψήσω όλες και μετά θα φάμε όλοι μαζί». Μόνο ήπρεπε εδά, ήψηνε ας πούμε να φάει ένας μια, ήψηνε να πάρει ο άλλος, να πάρει ο άλλος, σου λέει: «Πότε θα φάω εγώ; Δε θα προλαβαίνω». Και λέει: «Άσε να τσι ψήσω να φάμε όλοι μαζί». Κι αυτό χάλασε το τζάκι, τσι πλάκωσε και σου λέει, εδά τελείωσε. Να, «Ήκαμες μια, φά' τη γιαμιά. Ήκαμές κι άλλη, φά' τη πάλι. Μόνο τσι ’κανες τρουλί και δεν ήφαες θρουλί», ορίστε! Απόμεινες!
Φοβερή, φοβερή!
Θέλω να σου πω. Ίντα άλλο ύστερα;
Αυτές τις μαντινάδες… Επειδή τότε στ’ αργαλειά ας πούμε έβλεπαν νομίζω και τα αγόρια τα κορίτσια και βγάζανε μαντινάδες.
Ναι, βγάνανε μαντινάδες τότεσας, σου λέω καμιά φορά ’θελα μπει καμιά να πει: «Ανυφαντού, ανυφαντού, κλωστές θωρώ κομμένες», «μαγάρι να 'μαι εγώ καλά να φάνω τσι δεμένες». Τάξε μια κλωστή δα θα κλαίω πως εκόπηκε! Παέ να ’μαι καλά να φάνω τσι υπόλοιπες που ’ναι δεμένες και δεν είναι κομμένες. Ελέγανε διάφορα, ας πούμε, λέει: «Τ’ αργαλειό σου σε γροικούν απ’ όξω οι νεαροί και τρελαίνεις τσι νεαρούς με τ’ αργαλειό σου, με το πέταλο». Λέγανε ετσά διάφορα, ας πούμε, άμα ’θελα μπει κανείς, να αυτό του λέγανε διάφορα. Αλλά…
Τι άκουγαν απ’ τον αργαλειό και έτσι τους έκανε εντύπωση;
Το πέταλο χτυπά κι ύστερα ήταν κι ορισμένες απού το κάνανε με τέτοιο τρόπο που εχτύπανε, ενώ έλεγε η γιαγιά μου: «Δεν χρειάζεται να χτυπάς το πέταλο, να κάνει θόρυβο. Να χτυπάς το ανυφαντικό», γιατί πρέπει να το χτυπήσεις, να κάτσει, να σφίξει. Κατάλαβες; Άμα δεν το χτυπήσεις, δεν γίνεται. Ύστερα, το χοντρό θέλει πιο πολύ χτύπημα. Το λεπτό, να αυτό που ’χω κάμει τώρα έτσι με τη λεπτή κλωστή, του κάνειε μια ετσέ και δεν είναι αυτό. Αλλά αυτό το χοντρό θέλει να το χτυπήσεις. Τα κουρέλια, ας πούμε, τα φαίνεις, θέλουνε χτύπημα. Τα έτοιμα που παίρνεις, αυτά δεν είναι χτυπημένα, αυτά λες και τα ’χεις ταιριάσει έτσι ίσια-ίσια-ίσια και πάει απάνω. Ενώ άμα δεις κουρέλι απού ’χω φάνει εγώ, ας πούμε, σε αυτό το αργαλειό, το χτυπάς και κάθεται και είναι ένα ωραίο πράμα και του κάνεις λουριά και κάνεις χρώματα. Άμα ’θελα βρούμε, λέει: «Γιάε ωραία ρούχα!». Παλιά δεν είχανε και ρούχα, όλο μαύρα, σκούρα ας πούμε- και άμα ’θελα βρούνε κανένα φουστάνι να ’ναι ξομπλιαστό, λέει: «Ιιι, κειονέ κάνει ωραίο κουρέλι». Να κόβομε εδά τα κουρέλια τα ξομπλιαστά ρούχα, να τα κόβομε κουρέλια καιε λέγαμε: «Μια λουρίδα με το καφέ, παράδειγμα, να βάλομε ένα μπλε με άσπρο ή μαύρο, να το στρουφίξομε» κι ήκανε σαν το σταχάκι χώρισμα. Και κάναμε μετά, εκάναμε ας πούμε μια καφέ λουρίδα, εκάναμε μετά μια πράσινη, μια μπλε, μια, ό, τι χρώματα ήταν ας πούμε και κάναμε στην άκρη κειονά το βάναμε, ας πούμε, μαύρο ή άσπρο ή ένα άλλο χρώμα ό,τι είχες και το στρούφιζες κι ήκανε σαν το σταχάκι και το ’βανες στην άκρη και χώριζε τη μια λουρίδα απ’ την άλλη. Ναι, και γινούταν, ας πούμε, ένα ωραίο πράμα. Αλλά τώρα, αυτά τα έτοιμα, λέει 2 ευρώ ένα κομμάτι κουρέλι τόσονε. Εγώ δεν το θέλω ούτε τζάμπα. Γιατί να το βάλω, θα κοπεί η κλωστή και γίνεται ετσέ. Δεεε… Φεύγουν τα κουρέλια. Φάνε το στ’ αργαλειό να δεις! Να το ’χεις χρόνια, να το βάνεις, να το στρώνεις, να το χαίρεσαι! Είναι άλλο πράμα τα έτοιμα κι άλλο τα αυτά. Αλλά εδά βρήκανε τα μηχανήματα και κάνε μπούρδες και τίποτα άλλο. Αλλά αυτά θέλουνε διαδικασία για να τα φτιάξεις. Εγώ δα για να φτιάξω, να πάω -αν και δεν έχουνε σου λέω τέθοια πράματα, τοτεσάς ήπρεπε να ξέρεις. Το μπαμπάκι πόσες οκάδες είναι; Πόσω ντουραδώ είναι; Είναι των 8, το 10 ήτανε πιο ψιλό, άμα ’θελα να κάμεις πετσέτες, τραπεζομάντηλα πιο λεπτά. Είχαμε το μετάξι, λέει: «Θέλω να φάνω μεταξωτά και πρέπει να πάρω ψιλό μπαμπάκι», για να γενεί ωραίο το αυτό και ήπρεπε να ξέρεις δηλαδή πόσες οκάδες είναι. Ήπρεπε να πει δηλαδή η γυναίκα, να τση πει η γιαγιά μου «Πόσες οκάδες μπαμπάκι έχεις;» για να ξεκινήσει σωστά, να ξέρει. Γιατί καμιά φορά, άμα ’θελα να μασε πουνε ή λάθος, να πει ας πούμε «3.5 οκάδες είναι» κι αυτό ήτανε 2.5 ξέρω γω κι ήλεγε 3.5 ή λάθος ξέρω γω, να βάλει μπροστά, να πει: «Πρέπει να το βάλομε 50 πήχες, 100 πήχες και 10 λιγαδούρες ή 8 λιγαδούρες;», ξέρω 'γω τι ήτανε. Το φάρδος εννοώ λιγαδούρες και το μάκρος οι πήχες. Και μια στιγμή τελειώνανε τα καλάμια. «Εδά δεν έχομε, δε φτάνει το μπαμπάκι. Πήγαινε να πάρεις μπαμπάκι». Κι από πού θα βρω δα να πάρω, άμα ήτανε σε κάποιο χωριό που δεν υπήρχε; Παέ στο Καστέλι είχε. Αν ήτανε κανείς που μπόριενε να ’ρθει, να πάω απ’ το Καστέλι να πάρω μία οκά, ανάλογα πόσο ’θελα λειφτεί. Ή λέει: «Μωρέ, η Μαρία δίπλα έχει πάρει αυτή για δικού τζης, να φτιάξει, πε τση να σου το δώσει». Να το καλαμίζομε εδά κεινά την ώρα με τον άρδαχτο, να το καλαμίζουμε 2-3 γυναίκες, να βάλομε στα καλάμια, για να βάλει, να συμπληρώσει το φάρδος και το αυτό που ήθελε ας πούμε. Το μάκρος το κανόνιζε κατευθείαν αλλά το φάρδος μετά. Ναι, και θέλω να σου πω και θέλει διαδικασία. Εγώ τώρα για να πάω, να κάμω αυτή τη διαδικασία δεν την κάνω. Να πάω να βρω τζένια, να βρω να κάμω… Εντάξει τζένια, να πεις πως θα βρεις ένα ξύλο αλλά θέλει κι αυτή τη διαδικασία. Να πας να βρεις, πού θα βρεις εδά τοίχο να ’ναι χτισμένος με πέτρα, να ’[01:10:00]χει τρύπες, να ’χει κενά, για να καρφώσεις τα τζένια να κάμεις τη διάστρα. Δεν ξέρω αυτοί που τα φτιάχνουν τώρα, που φαίνουν τα τουριστικά, αλλιώς δεν έχει αυτό… Να βάλεις, ας πούμε, πού τα φτιάχνουνε, δεν ξέρω. Αν έχουνε κάποιο… κάτι με ξύλα, κάτι σε κάποιο μέρος απού τα ’χουνε φτιάξει και τα ’χουνε μόνιμα γι’ αυτή τη δουλειά; Δεν ξέρω. Αλλά τότεσας, σου λέω, άμα ’θελα πάμε στο Θραψανό, ήπρεπε στο Θραψανό να βρούμε διάστρα, δεν εμπορούσαμε να πάμε. Επαέ πέρα είχε μια γυναίκα μια διάστρα και καμιά φορά ’θελα πει μια από κάποιο χωριό: «Να στο φέρω, κερά Μαρία, επαέ πέρα;», «Φέρε το». Να πάμε στσ’ Αδαμαντίας την αυλή. Ακόμη είναι εκειά τα αυτά, κι άμα περάσω καμιά φορά, θυμούμαι δηλαδή και στενοχωρούμαι ετσέ που βλέπω, λέω: «Παέ ερχόμαστενε και διαζούμεστανε» και…Ναι, «Ε, φέρ’ το». Να το φέρει, ας πούμε, να πάμε σε κειονά το σημείο. Το ’χενε η γυναίκα, γιατί κι αυτοί κάνουν ετσά δικά τους πράματα και αυτό και πήγαινε η γιαγιά μου εκειά και διαζούμαστανε. Δηλαδή, άμα ’θελα ’ρθει καμιά να μην έχει στο χωριό διάστρα, λέει: «Πού να πάμε, πού να πα γυρεύγομε» ξέρω γω, λέει: «Παέ είναι η διάστρα, φέρ’ τα να τα φτιάξομε εκειά». Και πηγαίναμε και τα φτιάχναμε εκειά, στο σπίτι κεινησάς τση γυναίκας. Ναι και θέλω να σου πω. Αλλά για να πάω δα, να πάω να βρω, να κάμω, να γυρεύω τζένια, να κάνω αυτά… Μα δε φαίνει και καμιά, να πω πως θα πάω να κάνω τι; Εγώ, επειδή έτυχε, είχα τα τρία κορίτσια και τα αγόρι, λέω να κάνω ολωνώ. Να πάρω, ας πούμε, μαλλιά, να πάρω κλωστές, να φαίνω, να τουσε κάμω, ξομπλιαστά να τουσε κάμω διάφορα, τους έχω χιράμια φαμένα, ξομπλιαστά. Σου λέω τραπεζομάντηλα με τέθοιο σχέδιο, με κάτι αλλά με λουριά, διάφορα. Γιατί λέω, αφού ξέρω να κάμω, ας πούμε. Ναι και θέλω να σου πω. Και αλλιώς αν δεν τα ’χα δηλαδή, να’ χω τσι κλωστές, να ’χω τα αυτά για ποιο λόγο; Να πάω τώρα, δεν έχω λέμε κλωστές, να πάω να γυρεύω κλωστές για να στέσω αργαλειό, να φαίνω, να κάνω, για ποιο λόγο; Δεν υπάρχουνε σου λέω κι οι κλωστές που ήταν τότεσας, τα μπαμπάκια Πειραϊκής Πατραϊκής που δεν υπάρχουνε σήμερο τέθοια πράματα. Το μπαμπάκι δεν το 'κοβες άμα κάναμε ετσέ, σου ’κοβε το χέρι και δεν εκόβουντονε η κλωστή. Ναι, και καμιά φορά που λες ήθελα μπερδέσει κανένα καλάμι, να πάμε εδά, να χυθεί απ’ την άκρη «Ιιι πέταξέ το, κόψ’ το, κόψ’ το», να λέει η γυναίκα, «Άσ’ το, άσ’ το, να κάτσω, να το ξεμπερδέψω, να μην πετάξω ούτε τόσο». «Άσ’ το, μπρε, γιατί’ ναι αμαρτία να το πετάξεις -τση λέω- άσ’ το, εγώ θα το ξεμπερδέσω». Ναι, και μ’ άρεσε δηλαδή και καθόμουνα ετσά, την ώρα που ’θελα αδειάσει η γιαγιά μου, να σηκωθώ να μου πει «Έλα να κάμεις αυτό, βάλε μου το σημάδι» να σηκωθώ κι απόει πάλι να ξαναπιάσω, να το ξεμπερδένω, να το αυτό, να το τυλίξω στο καλάμι να μην το πετάξει. Μ’ άρεσε δηλαδή ετσά, όλη αυτή η διαδικασία μ’ άρεσε κι ό,τι δουλειά και να 'ναι μ’ αρέσει. Να κάτσω, να…. Σου λέω άμα δεις πόσα, όλες τσι κλωστές που έχω λίγα, 1-2-3 μονά μου ’χουνε μείνει κι είναι μπερδεμένα και δεν τα ξεμπέρδεψα. Τα ’χω στην ανέμη και καθόμουνα το βράδυ και τύλιζα και το ξεπερνούσα το αυτό και το ξεστρούφιζα και το ξεμπέρδουνα και τα’ καμα όλα, όλα τα ’χω κουβάρια, όλα κουβαριασμένα, όλα κουβάρια. Λέω όντε θα κάθομαι να φαίνω, να μην κάθομαι να βάνω το μασούρι απ’ το μονό, απ’ την ανέμη και να μπερδαίνει και να ξεμπερδαίνω και να περνώ τον άρδακτο, να κάνω ετσέ που δεν είναι εύκολο. Ενώ με το κουβάρι, λέω άμα το ξεμπερδέσω και το κάνω κουβάρι, με το κουβάρι μετά μπαίνει εύκολα στο μασούρι, κατάλαβες; Και τα ’χω κάνει όλα κουβάρια, τα ’χω τυλιγμένα. Αλλά πότε θα φαίνω εδά; Είδες που σου λέω, ήτυχε δα τώρα και λέω ναι μωρέ να μπει το καλοκαίρι, να κατεβώ να φαίνω. Και το έφερα -σου λέω- παέ, γιατί εκειέ μέσα όσα να ’τονε ήτονε σκοτεινά λίγο. Τ’ απόγεμα, προχθές το ’βγαλα! Και το τράβηξα σιγά-σιγά, γιατί λέω μέσα στα νερά, μη σαπηθεί, να σπάσει, να το χάσω κιόλα. Τ’ άλλο σου λέω το’ βαλα μέσα κι ήβαλα πάνω τσι μίτους κι ήβαλα χτένια και τα συσσώρεψα κεια μέσα για να τα βγάλω από παέ μέσα.
Ενότητα 7
Οι πανηγυρισμοί για την έλευσης του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ηράκλειο και το επιμύθιο της συνέντευξης
01:14:37 - 01:21:50
Κι ύστερα που μου’ καμε κειονέ, κάμε, λέω ν’ ανάβω τη φωθιά, να στεγνώνει λίγο να αυτό και να ζεσταίνομαι κιόλας και να μαγερεύω και στη φωθιά, που εμένα μ’ αρέσει στη φωθιά. Εγώ από πάνω που ’χω την παραστιά χάμαι-χάμαι, καθαρίζω τσι λεμονιές, τα λουλούδια και τα ρίχνω απάνω τα κλαδιά και ξεραίνουνται και τα κάβω. Και καμιά φορά θέλω να μαγερέψω και πολλές φορές ήτανε επαέ μια γυναίκα και ήθελα, λέει: «Να ψήσω πράμα στη φωθιά να φάμε, να πάρω κρέας, να βάλομε κεντανέ, να ψήσεις στη φωθιά». Και μοσκομύριζε κι ήλεγε: «Παναγία μου, κι ίντα φαΐ είναι αυτό, ίντα’ ναι;». Τρελαίνουντανε τα κοπέλια, τρελαίνουντανε. Και θέλω να σου πω, μ’ αρέσει τση φωθιάς το φαΐ και μ’ αρέσει δηλαδή ετσέ. Εγώ ’θελα κάμω ένα τζάκι -όχι τζάκια πολυτελείας που κάνουνε εδά -εγώ θέλω ένα τζάκι παλιό, με καμάρα, με τη θυρίδα στο πλάι να’ χω τα πύρινα, να ’χω τ’αλάτι, το λαδικό με το λάδι, στο τζάκι από μέσα που’ χανε τις θυρίδες. Όχι τζάκι πολυτελείας κι ορισμένες το ’χουνε μόνο να το ξανοίγουνε, να λένε: «Έχω τζάκι ή φούρνο». Και τον φούρνο μ’ αρέσει ν’ ανάψω, να κάμω το ψητό. Όλα. Εζύμωνα, ήκανα φτάζυμα, ήκανα καλιτσούνια και τα ’ψηνα τον καιρό επί ΠΑΣΟΚ, που’ τανε ο Αντρέας, που ήτονε… Ιιι, ήκαμα μια φορά γαλατερά που ήτανε κει πάνω- κι ήγραφα απάνω με τη ζύμη «ΠΑΣΟΚ». Κι επήα στον φούρνο στο Ηράκλειο κι ήκαμα πόσες λαμαρίνες κι ήφαε το μισό Ηράκλειο, όλο το Ηράκλειο. Εβάστουνα τα ψωμιά και ήβανα ένα μάτσο άσπρα γαρίφαλα στη μέση στο κουλούρι και μια μαντινάδα. Και επήγα, όντεν ήρθε ο Αντρέας, είχα καλιτσούνια, δέκα γυναίκες και κάναμε όλη μέρα καλιτσούνια ανεβατά, με το προζύμι. Να κάνομε τα καλτισούνια, γαλατερά… Πω, εκειέ πάνω. Και είχαμε, στην αυλή είχα βάλει το τραπέζι κι είχαμε βάλει τη ρακή κι είχαμε βάλει τα καλτσούνια, τα ψωμιά, φέτες. Να κατεβαίνει ο κόσμος και να δίνομε τα καφίνια δα το αυτό. Παίρνουμε τα κοφίνια με το αυτό και είχενε έρθει η Μερκούρη στις Τρεις Καμάρες. Απάνω στην εξέδρα τα κοφίνια με τα καλιτσούνια. Ύστερα, που ’ρθε η Μαργαρίτα στο κέντρο το «Λύρα», πάλι ένα κοφίνι καλιτσούνια. Όντεν επέρασε, όντεν ήρθε ο Αντρέας ήτανε η Εθνικής -στο Ηράκλειο μέναμε τοτεσάς- η Εθνικής Αντιστάσεως ήτανε… τη φτιάχνανε. Και πέρασε από την Τίτου Γεωργιάδου. Εμείς εμέναμε εκειά και τονε σταματά ο άντρας μου ίδια στην πόρτα του σπιθιού απ’ όξω, στον δρόμο δηλαδή. Είχαμε στολίσει όλο το δρόμο φωτογραφίες και είχαμε πάει στη Χερισόνησο και κόβαμε γαρίφαλα και 250.000 γαρίφαλα επήρανε στην Αθήνα και του στολίσανε την εξέδρα. Και είχα φέρει κι εγώ στο σπίτι, λέω «Να στολίσομε» - κι είχαμε βάλει μια φωτογραφία απάνω σ’ένα… μια κολώνα που’ χαμε για το ρεύμα και τη φωτογραφία και του ’χαμε βάλει γύρω-γύρω λουλούδια. Και μετά εβάλαμε σ’ όλη τη γειτονιά δεξιά και αριστερά τη φωτογραφία και του βάναμε κι ένα λουλούδι εκειέ, αληθινό λουλούδι. Είχαμε έναν ήλιο στην αυλή -ήλιος που τα σποράκια- ο ήλιος και πάει ο άντρας μου και κόβει τη φωτογραφία του Αντρέα, τη μούρη του και του τη βάνει μέσα στου ήλιου το λουλούδι και τηνε βάνει μέσα. Επέρνανε ο κόσμος και λέει: «Μνήστητί μου, Κύριε, μωρέ», ήταν ο ήλιος κι η μούρη του Αντρέα στον ήλιο το αυτό. Μα, άμα σου πω! Ναι, αλλά ήτανε, μπρε παιδί μου, ωραία χρόνια, δεν ξέρω. Και βαστά, που λες, ο άντρας μου το κοφίνι με τα καλιτσούνια κι όπως περνά δα τ’ αυτοκίνητο του Ανδρέα, τονε σταματά ο άντρας μου –κόσμος βέβαια και δεν επροχώρανε μόνο πήγαινε σιγά-σιγά- και κάνει ο άντρας μου το κοφίνι, όπως το κράτιενε, ετσέ μια στο καπό απάνω. Που ’χα πάει μια φορά, δεν θυμούμαι δα ύστερα, στο ΙΚΑ είχα πάει, στο κομμωτήριο είχα πάει, δεν θυμούμαι κι ήτυχε μια γυναίκα, λέει: «Μνήστητί μου, Κύριε, τα καλιτσούνια που φάγαμε απού το τάδε μέρος μέχρι το Galaxy τρώγαμε καλιτσούνια κι επήαμε απάνω», λέω: «Εγώ τα 'χα κάμει, εγώ –λέω- τα 'χα βάλει». «Ναι; Μάνα μου –λέει- από κεια τρώγαμε αυτό και φτάξαμε στο Galaxy και τρώγαμε καλιτσούνια, γεμάτο το καπό απάνω». Κι εγίνουντονε χαμός. Και να ’χω κομμένες φέτες στο κοφίνι και να δίνω στ’ αυτοκίνητα που περνούσαν δα, υπουργοί απού ακολουθούσαν από πίσω και τως ήδινα: «Πάρτε, πάρτε, πάρτε». Καλιτσούνια, ψωμιά — ψωμί απού σου λέω δεν υπήρχε τέθοιο ψωμί, δεν τον ξανάκανα. Γαλατερό, γαλατερό ψωμί με το προζύμι, να εκειέ πάνω και να γράφω επάνω «ΠΑΣΟΚ». Και να πέμπω, να πηγαίνω στην εκκλησία πρόσφορο κι επειδή ήταν εδά το όνομα «Μαργαρίτα» κι ήτανε ξεχωριστό κι εγνωρίζουντονε -αν ήτανε Μαρία, αν ήτανε αυτό, Ανδρέας και Μαρία- κι ήγραφα «Υπέρ υγείας Ανδρέα και της οικογενείας αυτού» κι ήδινα το πρόσφορο στην εκκλησία. Ναι.
Τέτοια αγάπη στον Αντρέα, ε!
Ναι. Να σου πω, κειανά τα χρόνια επέρασε ο κόσμος καλά. Αν δεν ήταν ο Αντρέας… Ο ίδιος ο Αντρέας, όι οι υπόλοιποι! Ο Σημίτης κι ο ένας κι ο άλλος, όχι. Ο Αντρέας όντεν ήτανε, έφαε ο κόσμος ο φτωχός. Ναι, μπορεί να 'φαε κι αυτός δεν ξέρω ίντα ’καμε ο άνθρωπος, αλλά ήφαε ο φτωχός λαός. Κατάλαβες; Ναι, και ήτανε, σου λέω, ωραία χρόνια, όλα αυτά που σου λέω. Ήνιωθες ωραία, μπρε παιδί μου. Εδά όπου και να πας[01:20:00] όχι θα σε σκοτώσουνε, όχι θα σε δείρουνε, όχι θα σου κάμουνε... Δηλαδή δεν ξέρω, δεν είναι… Τα χρόνια αυτά δηλαδή τα θυμούμαι και άμα τα θυμούμαι, νιώθω… Ναι, ενώ εδά δεν είναι τίποτα! Και ήταν οι ανθρώποι αλλιώς τότεσας, δεν ήτανε. Εδά ξανοίγει ο άλλος πώς να σου φάει, δηλαδή μπορεί να του κάμεις καλό κι αυτός μπορεί να σου το ξεπληρώσει με το χειρότερο τρόπο. Να σου πει: «Ευχαριστώ»; Όχι! Είδες δα κειονέ το οζό του δίνω και τρώει. Άμα το δεις, σου λέω, να κάτσω να ’ρθει στην ποδιά μου, σαν το κοπέλι γυρίζει τη κεφαλή του ετσέ στην ποδιά μου. Και μου λέει εδώ πάνω προχθές ο γείτονας, λέει: «Σαν το κοπέλι τον έχεις ετά», λέω: «Ναι». Στην αρχή λέω, δε θέλω γω σκύλους και να ’χω αυτά. Κι όμως, λέω να του σκουπίζω και αυτό. Ούτε κατουρεί, ούτε ψιλά, ούτε χροντρά, τίποτα. Κάθε απόγεμα που θα πα να ταΐσω τσι κότες μου, θα τονε πάρω να τονε πάω και κατουρεί και τονε δένω, του λέω: «Έλα να σε δέσω παέ, να μπω να κάνω τη δουλειά μου» και βγαίνω, τονε παίρνω και ξαναρχόμαστε. Λέω εγώ δα κι εκατό χιλιάρικα να μου δίνουνε, δεν τονε δίνω! Γιατί είναι, σου λέω, σαν το κοπέλι. Το πρωί θα με ακούσει να σηκωθώ, του λέω: «Εδώ είσαι;». Και κάνει χαρές και γελά, βλέπεις ότι γελά, ναι. Και θέλω να σου πω είναι σαν τον άθρωπο. Και σου αναγνωρίζει θέλω να σου πω. Θα του δώσεις να φάει και σου αναγνωρίζει. Ο άνθρωπος μπορεί να του κάμεις τα πάντα, μια φορά να μην του κάμεις κάτι, δεν σου ξαναμιλεί. Ούτε σου ξανακάνει, ούτε καλημέρα δεν σου ξαναλέει. Αλλά τέλος πάντων.
Να βάλουμε εδά το τέλος της συνέντευξης;
Ναι!
Αλλά θα τα πούμε off the record, χωρίς το…
Ναι!
Φωτογραφίες

Εργαλεία αργαλειού
Εργαλεία του αργαλειού: χτένι, καλάμια, τυ ...

Αργαλειός
Αργαλειός ή «τ'αργαλειό».

Το πέταλο
Το πέταλο του αργαλειού.

Μασούρι και σαΐτα
Η σαΐτα με το μασούρι πάνω στο ανυφαντικό.

Βάμματα (κλωστές)
Χρωματιστές μάλλινες κλωστές ή "βάμματα".

«Τσιμπιτή στάυρωση»
Η "τζιμπιτή" σταύρωση.

Σταύρωση 2
Η σταύρωση με τις κλωστές. (2)

Σταύρωση 1
Η σταύρωση με τις κλωστές. (1)

Μετάξι
Μετάξι, πριν γίνει κλωστή μέσω επεξεργασίας.

Καντηλιέρης
Ο καντηλιέρης, όπου κρεμούσαν οι υφάντριες ...

Τουράς
Μπαμπάκι των 8 τουράδων.

Γκάρδιος (1)
Ο «γκάρδιος» στο πίσω μέρος του αργαλειού. ...

FR0231_34_GKARDIOS1
Ο «γκάρδιος» στο πίσω μέρος του αργαλειού. ...

Σφίχτης
Ο σφίχτης του αργαλειού.

Ανέμη
Η ανέμη.

Το αδράχτι
Η κυρία Βελεντάκη τυλίγει το μαλλί στο αδρ ...

Το θρομύλι
Το θρομύλι, όπου μπαίνει το αδράχτι και τυ ...

Μίτοι
Οι μίτοι.

FR0231_34_PROFILE
Η κυρία Βελεντάκη με το σκυλάκο της.

Χρώματα κι αρώματα
Ένα ματσάκι λεμονανθοί και μενεξέδες από τ ...

Γιαγιά αφηγήτριας
Η γιαγιά της αφηγήτριας, περαματίστρα στο ...

Στην ανέμη
Τυλίγοντας την κλωστή από την ανέμη στο αδ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η «περαμάτιση» αποτελούσε το προπαρασκευαστικό στάδιο, ώστε να τοποθετηθεί το υφαντό στον αργαλειό και ποικίλε ανάλογα με το σχέδιο που επιθυμούσε να υφάνει η υφάντρια. Μαθητευόμενη στο πλευρό της γιαγιάς της από μικρό κορίτσι, η κυρία Μαρία μυήθηκε στο επάγγελμα της "περαματίστρας", το οποίο ακολούθησε. Η αφήγησή της εστιάζει σε τεχνικούς όρους γύρω από την περαμάτιση του ανυφαντικού, την τοποθέτησή του στον αργαλειό και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Συμπληρωματικά, αναφέρονται ιστορίες που είτε έζησε η ίδια η αφηγήτρια είτε άκουσε κατά τη διάρκεια των εργασιών της σε διάφορα χωριά. Τέλος, η κυρία Μαρία θυμάται το κλίμα πανηγυρισμού που επικράτησε στο Ηράκλειο, όταν το είχε επισκεφθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου αλλά και τον ενεργό ρόλο της ίδιας και του συζύγου της, καθώς περνούσε έξω από το σπίτι τους.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Βελεντάκη
Ερευνητές/τριες
Παναγιώτα Βασιλάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/04/2021
Διάρκεια
81'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η «περαμάτιση» αποτελούσε το προπαρασκευαστικό στάδιο, ώστε να τοποθετηθεί το υφαντό στον αργαλειό και ποικίλε ανάλογα με το σχέδιο που επιθυμούσε να υφάνει η υφάντρια. Μαθητευόμενη στο πλευρό της γιαγιάς της από μικρό κορίτσι, η κυρία Μαρία μυήθηκε στο επάγγελμα της "περαματίστρας", το οποίο ακολούθησε. Η αφήγησή της εστιάζει σε τεχνικούς όρους γύρω από την περαμάτιση του ανυφαντικού, την τοποθέτησή του στον αργαλειό και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Συμπληρωματικά, αναφέρονται ιστορίες που είτε έζησε η ίδια η αφηγήτρια είτε άκουσε κατά τη διάρκεια των εργασιών της σε διάφορα χωριά. Τέλος, η κυρία Μαρία θυμάται το κλίμα πανηγυρισμού που επικράτησε στο Ηράκλειο, όταν το είχε επισκεφθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου αλλά και τον ενεργό ρόλο της ίδιας και του συζύγου της, καθώς περνούσε έξω από το σπίτι τους.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Βελεντάκη
Ερευνητές/τριες
Παναγιώτα Βασιλάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/04/2021
Διάρκεια
81'