© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Γερμανική κατοχή στον Χάρακα Μονοφατσίου: Οι θύμησες μιας γυναίκας 96 ετών!
Κωδικός Ιστορίας
19336
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Γαλανάκη (Μ.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/07/2021
Ερευνητής/τρια
Ευγενία Τζωρτζάκη (Ε.Τ.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Ονομάζομαι Τζωρτζάκη Ευγενία, η ημερομηνία έχει 16/07 του 2021 και βρίσκομαι στο Χάρακα Μονοφατσίου, μαζί με την κυρία Μαρία Γαλανάκη. Κυρία Μαρία, καλησπέρα σας.
Καλησπέρα σας.
Ευχόμαστε υγεία, να είστε καλά.
Και εσείς το ίδιο. Καλή τύχη και ευτυχισμένοι.
Να είστε καλά. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα για τα παλιά χρόνια του χωριού;
Και για τα παλιά και για τα καινούργια. Τα παλιά τα χρόνια, το χωριό μας ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι. Μεγάλο. Είχενε, είχαμε δήμο, είχαμε ημιγυμνάσιο.
Τι εννοείτε ημιγυμνάσιο;
Ημιγυμνάσιο, μέχρι την τρίτη τάξη. Είχαμε κρυφό σχολειό. Είχαμε καπετάνιους. Είχαμε τον καπετάν Χαραλάμπη. Ήτανε το χωριό μας πλούσιο χωριό. Είχενε, ήβγανε πολλά δημητριακά, ήβγανε κρασά, ήβγανε σταφίδα, ήβγανε λάδι. Ο κόσμος εζούσε, κεινά τα χρόνια, πλουσιοπάροχα. Δεν δυστυχούσε. Μετά λίγο καιρό, ήτανε οι ανθρώποι φιλήσυχοι. Εκάνανε παρέες, εκάνανε καντάδες, επηγαίνανε στα σπίτια. Όταν ήθελαν να είναι γιορτή, τη γιορτάζαν τουλάχιστον οχτώ μέρες. Να γλεντήζουνε. Όταν ήταν Πάσχα, το ίδιο, όταν ήταν Χριστούγεννα, το ίδιο. Επηγαίνανε στα σπίτια, δεν είχαν κακία ο κόσμος τότε δα... Και πηγαίνανε. Τη γιορτή τη γιορτάζαν οχτώ μέρες. Όταν είχανε γάμο, εσίμωνε όλο το χωριό. Όλο το χωριό, να εξυπηρετήσει αυτόν που είχε το γάμο. Να του πάνε –διότι δεν υπήρχαν τότε, κείνα τα χρόνια– ποτήρια και πλαστικά πιάτα που βάνουμε τώρα. Να του πάει άλλος ποτήρια, άλλος να του πάει πιάτα, άλλος να του πάει... Επηγαίνανε κανίσκια.
Τι είναι το «κανίσκι»;
Το κανίσκι είναι δώρο και το λέγανε «κανίσκι». Ήθελαν να βάλουμε μακαρόνια, να βάλουμε ρύζι, να βάλουμε απ' αυτά που –«Ava»– πλένουνε τα πιάτα, να βάλομε κρασί, να βάλομε λάδι, να κάμουμε πέντε κουλούρια. Να βάλουμε λάδι, ό,τι ήτανε... Ρακή... Να τα πάρουμε, να τα βάλουμε σε ένα μεγάλο πανιέρι. Τα σκεπάζαμε από πάνω με μια πετσέτα –που την είχανε τότε, ξομπλιαστές πετσέτες– και τα πηγαίναμε κανίσκι σε αυτούς που μας είχε καλέσει ή η νύφη ή ο γαμπρός. Και το δε αύριο, πηγαίναμε και βάναμε το χάρισμα. Γλεντήζανε, χορεύγανε. Όσες ημέρες εθέλανε.
Καλούσανε όλο το χωριό το αντρόγυνο;
Όχι όλο το χωριό. Τση συγγενούς, τση φίλους και τση συγγενούς καλούσαν. Ναι και στη βάφτιση έτσα γίνεται. Ύστερα, όντε ήθελαν να είναι Χριστούγεννα– Οι παπάδαι μας, την παλιά εποχή λεφτά δεν επαίρνανε. Ναι, εγυρίζανε... Είχαμε αλώνια και βάναμε τα στάχυα και τα αλωνέβγαμε, μετά λιχνούσαμε... Είχαμε το φτυάρι, είχαμε αυτά και το λυχνούσαμε και κάναμε σωρό τον καρπό στο αλώνι. Ήρχουντονε ο παπάς και επέρνα και βαστούσε ένα σακί και του δίδαμε μουκατά. Δηλαδή... Όχι. Του δίδαμε, τον επληρώναμε, επειδή λειτουργούσε. Μια ντενέκα στάρι, μια ντενέκα κριθάρι, μια ντενέκα... Ό,τι λίχνα ο καθανείς.
Τι είναι το «μουκατά»;
Ο μουκατάς ήτονε ένας φόρος. Φόρος. Και γύριζε ένας άνθρωπος και ήπαιρνε τον μουκατά, τον φόρο. Εκτός απ' τον παπά, ήτανε κι αυτός που έπαιρνε το φόρο, ναι. Μετά, ήτανε... Ωραία κειανά τα χρόνια. Περνούσε ο κόσμος πολύ καλά.
Σιγά-σιγά, εγύρισε και ο πόλεμος. Πάνω στην ευτυχία, πάνω στη χαρά, ήβρηκε τον κόσμο και η δυστυχία του πολέμου. Αλλά όχι όλα τα χωριά, ορισμένα χωριά. Όπως το χωριό μας. Το χωριό μας, Ευγενία, παιδί μου, να ο Πύργος, τα Πραιτώρια, όλα χωριά παέ, κανένα. Μόνο ο Χάρακας επήρε τη μεγάλη καταστροφή. Γιατί είχανε πάρει μια πληροφορία και λέγανε ότι: «Από το Ηράκλειο εφεύγανε τα αγγλικά στρατεύματα, οι Άγγλοι, ερχόντανε στο Χάρακα, απ' το Χάρακα τση παίρναν και τση πηγαίνανε στα νότια παράλια, για να πάει το υποβρύχιο να τση πάει». Αυτή την πληροφορία είχανε. Και ήρθανε και βομβαρδίσανε παέ τα αεροπλάνα. Και την πρώτη βόμβα την ερίξανε στη Λιγόρτυνο. Όξω απ' τη Λιγόρτυ[00:05:00]νο δεν επάθανε καταστροφή. Μετά, τη δεύτερη βόμβα τη ρίξανε στο Μεσοχωριό, στον Άη Βλάση. Ήτανε μία παρέα και ήτανε ετσά ρεματιά. Ξέρεις τι θα πει ρεματιά; Ήταν εκεία παρέα, γλεντούσανε εκεί δα και τση ‘δανε. Και σου λέει: «Ρεματιά παέ, Εγγλέζοι είναι». Και ρίξανε στην εκκλησία στον Άγιο Βλάση τη δεύτερη. Το δε αύριο... Έχουμε μια τοποθεσία, τη λέμε εμείς «το Κοπράνι». Και έρχουνται απ' το Κοπράνι δυο αεροπλάνα. Ερίξαν δυο βόμβες. Η μια ήπεσε, στην πρώτη, αμέσως στο χωριό μου. Η δεύτερη ήπεσε στη μέση του χωριού. Η πρώτη βόμβα εσκότωσε, εχαλάσανε σπίτια. Εμείς τα λέμε «στάβλους» και είχανε μέσα ωζά, ελιές, βούγια, τέθοια. Όσα ήταν, τα σκοτώσανε. Τα σκότωσαν παέ τα βλήματα... Και ήταν κι ένα κοπέλι ερχομένο απ' το Ηράκλειο, Ροβίθης τον ελέγανε. Και είχε πάει ως φιλοξενούμενος σε ένα σπίτι. Όντε επέρνα το αεροπλάνο, δεν εμπορούσε να δει το αεροπλάνο, ήταν 15 χρονών. Και όπως ρίξαν τη βόμβα, επέρασε ένα βλήμα και του 'κοψε την κοιλιά του και πορίσαν τα άντερά του όξω. Τον εβάλανε σε μια καρέκλα, τον κατεβάσανε κάτω, επόθανε, ο Ροβίθης. Ύστερα, τη δεύτερη βόμβα που ‘πεσε στη μέση του χωριού. Εχαλάσαν τα σπίτια, επετρωθήκαν ανθρώποι. Ετραυματιστήκανε. Εκειά πετρώθηκε η μάνα μου εμένα, πετρώθηκε ο μπάρμπας μου, ο Αντώνης. Επετρώθηκε ένας από τση Στέρνες. Επετρώθηκε η Μαρία, η Στελιανή, ο Βασίλης και ο Μανωλίτσος, Μανώλη τον ελέγανε. Επετρωθήκανε και τραυματίστηκε και ο Νικόλαος, που ήτανε ο δήμαρχος του χωριού μας. Και ετραυματίστηκε και ο Χαραλάμπης ο Τριανταφυλλάκης. Και ετραυματίστηκε, στραβώθηκε. Στραβώθηκε, μπήκαν βλήματα στα μάτια του... Ναι. Εν τω μεταξύ, τση πήρανε όλους τουσάς. Τη μάνα, δεν τη ξεπετρώσαν, τη ‘φήκαν εκειά και κρούφτηκε... Την πήραν– Στο Χαράκι έχουμε ένα μεγάλο βράχο, στο Χάρακα, ναι, ένα μεγάλο βράχο, και έχει από κάτω σπηλιές. Τση πήραν και τση πήγανε στη σπηλιά και πήγε ο γιατρός, ο Ρουκουνάκης, και τους ήκανε θεραπεία εκειά.
Τους γιάτρεψε.
Ναι, γιατρευτήκανε. Ναι, αυτοί που... Και ο Σταυρουλάκης ο Παντελής, και αυτός εκόπηκε η κοιλιά του. Οι δυο, ο Ροβίθης και ο Σταυρουλάκης εποθάνανε. Οι άλλοι όλοι γλιτώσανε. Μετά, το απόγευμα ήρθαν εφτά αεροπλάνα και βομβαρδίζανε. Ο κόσμος ήφυγε. Ήφυγε γιατί... Όπου μπορούσαμε, πηγαίναμε. Εγώ επήγα στο Χαράκι, στο σπήλιο, άλλοι φύγαν, πιάσαν τα διάφορα, πήγαν στο Άγιο Πνεύμα. Επήγανε για να γλυτώσουν απ' τον βομβαρδισμό. Ύστερα το βράδυ, το βράδυ σταμάτησε ο βομβαρδισμός. Ήρθαν ο κόσμος, επήρανε ρούχα... Επήρανε ρούχα, επήραν ό,τι μπορούσανε. Φορτώσανε τα γαϊδουράκια τους και φύγανε και πήγανε στις σπηλιές κάτω στη θάλασσα. Εκατεβήκανε, όπου ήτανε μια σπηλιά... Οι Χαρακιανοί, άλλο χωριό όχι. Μόνο οι Χαρακιανοί. Επήγανε... Άλλοι πήγανε, γνωρίζανε στον Πλατανιά και πήγαν, άλλοι πήγαν στους Παρανύμφους, άλλοι πήγανε στον Αμύγδαλο. Ναι. Εμείς επήγαμε στους Παρανύμφους. Ναι.
Με τα πόδια όλα αυτά ε;
Όλα με τα πόδια. Φορτώσαν τα γαϊδουράκια... Και νύχτα. Μέρα δεν εμπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Την νύχτα. Αλλιώς να μας εβομβαρδίσουν τα αεροπλάνα. Και εκεί στο Άγιο Πνεύμα, επήγανε στην εκκλησία. Το Άγιο Πνεύμα το ξέρεις. Είχε βάτους, μεγάλους βάτους και σπάσανε τση βάτους και μπήκανε μέσα, για να γλιτώσουν απ' τον βομβαρδισμό. Ναι, αλλά ένας ήτανε ανάπηρος. Κωνσταντή τον ελέγανε και Παντελή, δυο αδέρφια ανάπηρα. Ανάπηρα. Ο ένας κωλοσέρνουντονε και ο άλλος ήτανε διανοητικώς ανάπηρος. Πήγανε και αυτοί πάνω. Τους ελέγαν να κατεβούνε... «Μπέτε μέσα, Μπέτε μέσα». Μπαίναν, μπαίναν και είδανε τη σκάρμη τους το αεροπλάνο, γιατί κατέβαινε χαμηλά και ήριξε εκειά μια βόμβα, στο Άγιο Πνεύμα... Αλλά δεν έπαθε πάλι και εκειά κάνεις τίποτα. Εφύγαμε, πιάσαμε τ' απόγευμα, μέχρι να δούμε αν ήθελε να ειρηνέψει το χωριό, να... Αυτό. Την τρίτη μέρα ήρ[00:10:00]θανε κάτι αεροπλάνα και ρίξανε εμπρηστικές βόμβες, ήρπαξε το χωριό και εκαήκανε. Άμα σου πω, Ευγενία, παιδί μου. Εκαήκανε, φαντάσου, είκοσι-τριάντα σπίτια. Εκαίγουνταντε η προίκα ντος, εκαίγονταν τα λάδια ντος, εκαίγονταν τα έπιπλά τους, εκαίγονταν τα πάντα. Εκάηκε το χωριό. Και άμα επρόβερνες από ψηλά να θωρείς τις φωτιές, να θωρείς τση καπνούς, τα ντουμάνια που εγίνουνταν, τα ‘χανες. Τα 'χανες... Έπαε στο χωριό μέσα δεν επομείνανε μόνο δυο άτομα. Ο μπάρμπας ο Ρουκουνομιχάλης και ο Αγγελής, ο κλητήρας. Μόνο αυτοί ήτανε παέ στο χωριό μέσα, όλοι οι άλλοι εφύγανε. Ο κλητήρας όχι. Άλλοι κλέφτανε, ήρθαν και κλέφτανε, γιατί ήταν τα σπίτια ανοιχτά, ήταν όλα τα πράγματα μέσα και ήρθαν και κλέφτανε. Άλλοι παίρνανε, ό,τι ήθελαν να βρούνε. Κάτι αλήτες, αυτοί, εκλέφτανε. Ύστερα, επέρασε τούτο να και ήρθανε Γερμανοί παέ με το αμάξα. Λοιπόν, εχάσανε έναν Γερμανό. Που επήγε, δεν τονε κάμανε, δεν... Και ήρθανε και: «Στο Χάρακα μάς τον έχουνε και μας τον επήρανε». Και ήρθανε ολόκληρο στράτευμα παέ, απ' το Ηράκλειο. Στράτος. Να κάψουνε το χωριό. Και είχαμε τον Λιδάκη τον γιατρό. Καλός άνθρωπος, υποστήριξε το χωριό. Δεν με ενδιαφέρει εμένα αν ήτανε με τση Γερμανούς. Το χωριό το υποστήριξε, το γλίτωσε από πολλούς κινδύνους. Και πληροφοράται ο Λιδάκης ότι θα κάψουνε το χωριό. Και λέει: «Φύγετε, γιατί έρχεται ένα τάγμα να κάψουνε το χωριό. Χάσανε ένα Γερμανό και δεν ξέρουνε ποιος τους τον ήπηρε. Και λένε ότι τον επήρανε παέ στο Χάρακα». Και φεύγουμε πάλι όλοι –και είχα εγώ ένα κοπέλι, γιατί ήμουνα παντρεμένη, το κρατούσα– με τα πόδια και πιάσαμε τση Παρανύμφους, τα όρη, όλα τάνα τα χωριά. Εν τω μεταξύ, ήρθανε παέ, ψάχναν, δεν εβρήκανε και τος ελέει ο Λιδάκης, ο γιατρός: «Εδώ δεν είναι, σας το εγγυούμαι ότι δεν είναι». Και λένε– Έρχονται στους Παρανύμφους και όσοι ήμαστε, οι Χαρακιανοί, όλοι στους Παρανύμφους, οι άντρες όλοι, εφύγανε και πιάσαν άλλο νομό.
Άλλο νομό;
Άλλο νομό περάσανε. Ορισμένοι περάσαν άλλο νομό. Εκειά, πήραμε δα ύστερα από παέ, όσοι ήμαστε, αλεύρι, επήραμε... Γιατί δεν είχαμε ψωμί και είχανε στους Παρανύμφους φούρνους, μας εζυμώσανε οι Παρανυμφιανοί εκεία... Kαι θυμούμαι όνταν είπαν πως θα βγαίνανε να κάψουνε στους Παρανύμφους και βγάναμε το ψωμί. Και ήπαιρνε– Και θυμούμαι τον άντρα μου και βάνει δυο ψωμιά στη βούργια του –«βούργια» τη λέγανε–, εβάνει δύο ψωμιά στη βούργια και όλοι οι άλλοι ήπιασαν από δυο ψωμιά ο καθανείς και φύγανε και επεράσανε και πήγανε σε άλλο νομό, για να μην τση βρουν. Γιατί σου λέει: «Θα μας εσκοτώσουνε». Επέρασε δα και κειονά.
Πόσες μέρες κρυβόσασταν;
Τουλάχιστον είκοσι μέρες εκρυβόμαστε.
Είκοσι μέρες κρυβόσασταν;
Ναι, ήρθαμε να κατέβουμε εδώ κάτω, ναι.
Εσείς με το παιδί στην αγκαλιά;
Ναι, είχα τη Φωφούλα μου κεινά που με έπηρε δα. Ναι. Και γεμίσαμε και ψείρες. Γιατί θέταμε όπου 'θε να βρούμε και γεμίσαμε και ψείρες. Ήτανε...
Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Τι αντιμετωπίσατε;
Ναι, δραματική ήτανε η υπόθεση. Δραματική. Είχαμε υποχρέωση στα σπίτια που πηγαίναμε, γιατί μας εμαγειρεύανε, μας εταΐζανε... Εγώ είχα πάει σε ενούς, Μανώλη τον ελέγανε, «Μπριζόλη», είχαμε πάει... Ο Θεός να τον εσυγχωρέσει, που μας εφιλοξενήσανε και μας εταΐζανε, μας εποτίζανε, φροντίζαν το κοπέλι μου... Ναι, γιατί ήμουν εγώ, ο πεθερός μου, η πεθερά μου, ο άντρας μου και το κοπέλι μου, τέσσερα άτομα. Αλλά ήτανε με τον άντρα μου το σπίτι κειωνά, η γυναίκα, πρώτα ξαδέρφια. Ναι. Και ήταν εδά θεία της η πεθερά μου, της μάνας της η αδερφή και μας εφιλοξενήσανε εκειά. Επέρασε κιονά. Κατεβήκαμε κάτω, με τόσες δυστυχίες, τόσες πείνες. Δηλαδή πείνες, δεν είχαμε ηντά ‘θε να φάμε. Εμπαίνανε, λεηλατούσαν το σπίτι, επαίρναν οι Γερμανοί ό,τι ήθελαν να βρούνε. Ήντα τα κάνανε. Παίρνανε το στάρι, επαίρνανε ό,τι 'θε να βρούνε. Χρυσαφικά, όλα, ό,τι είχενε ο κάθε άνθρωπος, του τα παίρνουνε, δεν το ‘φήναν τίποτα. Άμα είχενε τσικάλι, το παίρνανε. Ό,τι είχε μπακίρι, το παίρνανε. Καζάνια τα παίρνανε. Ό[00:15:00],τι τος ήρεσε, τα παίρνανε. Και είχανε μιαν αποθήκη και τα βάνανε. Τι τα κάνανε, τα μοιράζουνταν, όχι τα πέμπανε στη Γερμανία... Τι τα κάνανε από εκειά. Και είχαμε, παιδί μου, έναν και τον ελέγανε Αιμίλιο.
Αιμίλιο.
Ένα Γερμανό. Αυτός είχε ένα άλογο και είχε ένα χριμπάτσι, να. Όπου ‘θελα του παντήξει άνθρωπος, του ‘παιζέ ξύλο. Ξύλο που τόνε σκότωνε με το χριμπάτσι. Ήταν ο φόβος, ο τρόμος. Δεν μπορούσε ο κόσμος να πορίσει όξω, γιατί σου λέει: «Αν μας επαντήξει ο Αιμίλιος; Ήντα θα γενούμενε;». Εκόλλα των ανθρώπων, ήτανε σου λέω ένα άγριο πράμα. Ένας φόβος και τρόμος ήταν ο Αιμίλιος. Εν τω μεταξύ, τελειώνουν τανά τα πράγματα όλα και έρχονται και κάνουνε το χωριό μας κατοχή. Κατοχή. Όχι άλλο χωριό. Στο Χάρακα, κατοχή. Είχανε φρουραρχείο, είχανε μαγειρείο, είχανε φυλακές είχαν αποθήκες δημιουργήσει στα σπίτια... Όσα θέλανε και όσα σπίτια τους αρέσανε, εμπαίνανε, τα κάνανε κατοχή, ‘βγάναν τον κόσμο όξω. Άμα τση χωρούσε ένα σπίτι, επηγαίνανε και εννιά κρεβάτια, εννιά Γερμανοί στο σπίτι, οχτώ-εννιά. Όσα εχώριε το δωμάτιο που τους ήρεσε. Ήταν, όμως, καλά-καλοί άνθρωποι. Ναι. Αυτοί που κάθονταν επαέ δεν ενοχλήσανε τον κόσμο, τον αγαπούσανε... Άμα τος εμίλιες, σου μιλούσανε. Άμα θα τους καλέσεις να πιούνε μια τσικουδιά, σιμώνανε αυτοί, δεν είχανε πρόβλημα... Μέχρι που... Υπήρχανε φυλάκια στον Κουδουμά, φυλάκια στις τρεις εκκλησιές, φυλάκια στα Καπετανιανά και ήθελα να ‘ρθουνε από βραδύς, να σου πούνε ότι... Είχαν ένα δικό τους παέ, δηλαδή πώς τη λέγανε κεινά την εποχή; Και είχαν ετσά έναν...
Δωσίλογο.
Ναι και κάτεχε τα σπίτια και θε να ‘ρθει να σου πει: «Γαλανάκη, αύριο θα πάρεις το γάιδαρό σου και θα πας απ' τον τάδε τόπο, να τόνε φορτώσεις πυρομαχικά», ό,τι ήθελαν να φορτώσουνε. «Να πάτε στου Κουδουμά». Τα επήγαινες, τα φόρτωνες. Σου ‘κλουθούσανε τρεις-τέσσερις, πόσοι Γερμανοί ‘κλουθούσανε. Πήγαινες, τα ξεφόρτωνες, κατέβαινες κάτω. Εμάς, ο Γιώργης επήγε στου Κουδουμά κι ύστερα περάσαν απ' τα Καπετανιανά. Οι Γερμανοί άμα θέλανε να ‘ρθουνε να τους εκάνουνε τραπέζι, οι Καπετανιανοί. Και είχανε χοίρο και κάτσανε αυτοί. Ήταν χειμώνας και είχανε χοίρους και τρώγανε. Και λέει ένας: «Ήντα κρέας ήτανε τονά». Αλλά αυτοί το γνωρίσανε πώς ήταν χοίρος και κάνανε: «Ου, ου». Είπανε: «Ετσά κρέας τρώμενε;», λέει. «Ναι». Ήρθαν, πηγαίναν, ήρθαν ο κόσμος. Μετά ανοίγουνε και επηγαίνανε εγγαρεία. Εγγαρεία και πηγαίνανε στο λαβύρινθο.
Ναι, τι είναι η εγκαρία;
Εγγαρεία. Εσκάφτανε. Παίρναν τους ανθρώπους και πηγαίναν και σκάφτανε. Δηλαδή τι σκάφτανε στη λαβύρινθο, δεν ξέρω. Και ήρθαν να σου πούνε: «Για αύριο, αν δεν έρθεις εσύ, πέψε το κοπέλι σου». Θε να ‘ρθει ο γκεσταπίτης να σου πει. Και ήπεμπες το κοπέλι και ήκανε την εργασία εκεινά. Αν δεν ήθελες να το πέψεις, θα σε σκοτώσουνε. Θε να ‘ρθει ο Αιμίλιος να σου παίξει ξύλο, αν δεν το έκανες. Και ήτανε πολλοί καλοί. Ήσανε φιλήσυχοι ανθρώποι. Περάσαμε εμείς... Παέ στη γειτονιά είχαμε πολλούς. Είχαμε, εφτά, δεκαέξι είχαμε παέ στη γειτονιά μας. Να εκεί στο σπίτι καθούντανε εννιά. Παέ στης γειτόνισσάς μου. Και πάνω-πάνω, στης Μπαριτάκενας, εκαθούνταν εφτά. Και ήταν ένας τσαγκάρης. Ναι, ήτανε τσαγκάρης και άμα ήθελαν να σπάσουνε φελλός, πράμα εμάς, να του το πούμε. Το 'παιρνε, πήγαινε, το έσαζε και μας το 'φερνε. Ο κακομοίτσης, ναι. Και εν τω μεταξύ, όλα αυτά ήτανε... Επεράσανε, βρήκαμε ύστερα πάλι τη σειρά μας οι ανθρώποι. Σιγά-σιγά. Ύστερα, να χτίσει ο καθανείς, με τη δύναμη που είχε, ένα σπίτι να μπει. Και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ήχτιζε και το δεύτερο. Ίσαμε που ξαναδημιουργήθηκε πάλι το χωριό όπως ήτονε.
Μας είπατε πριν για τη μαμά σας που πετρώθηκε...
Ναι, επετρώθηκε η μάνα μου, δεν τη ξεπετρώσαμε. Απάνω στη τρεις μήνες, την ξεπέτρωσα εγώ, κοπέλι 15 χρονών. Εδά είναι θεριά, αλλά τότε ήτανε τα κοπέλια αξυπόλυτα, με τους φελλούς. Εσείς τα λέτε εδά τσόκαρα. Ναι, αυτά φελλούς. Και πήγα, την ξεπέτρωσα και ήτανε λιωμένη. Την ήβαλα σε ένα μαξιλάρι και ήρθενε ο παπάς στο νεκροταφείο, τη διάβασε και την ήβαλα σε ένα τάφ[00:20:00]ο μέσα. Αλλά δεν αναγνωρίστηκε πότε τση ως θύμα πολέμου. Ποτέ τση. Ποτέ της. Ελέγανε πως θε να δώσουνε, λέει, λεφτά για τα θύματα πολέμου. Ούτε δώκανε, ούτε τίποτα. Ναι. Εν τω μεταξύ παντρεύτηκα, αγάπησα τον Γιώργη και τον ήπηρα. Και λέγανε ότι όσοι ήθελαν να είναι, λέει, απάντρευτοι, να τος εδώσουνε μέχρι να παντρευτούνε. Εγώ δεν ήπηρα. Δεν ξέρω αυτοί οι άλλοι αν επαίρνανε, που είχαν τση σκοτωμένους, ο Ροβίθης με την άλλη, τη Γωνιανίνα. Η ζωή μου ύστερα και μένα... Παντρεύτηκα, επόμεινα πεντάρφανη στης γιαγιάς μου τα χέρια. Δεν με αγαπούσανε, δεν με θέλανε, με κακομεταχειρίζουντανε. Ήθελα να πάρω –όπως και να ‘τανε, επείνουνα–, να πάρω ένα κομμάτι ψωμί. Άμα θε να με δούνε πως το 'παιρνα, μου το πιάνανε και μου το πετούσανε στο τζάκι. Δεν μου δίδανε ούτε σαπούνι να πλύνω τα ρούχα μου, ούτε τίποτα. Με βγάνανε όξω και ήτανε μια γειτόνισσα και πήγαινα στο σπίτι και κάθιζα. Και μιαν ημέρα, επήγε η Καντίκω πήγε και τση φορτώθηκε, τον παππού μου, και λέει: «Πού το βάνετε τονά το κοπέλι και είναι μικρό κοπέλι; Τη νύχτα πού θα πάει; Καλά και την κονέψαμε στο σπίτι, αν δεν τη κονεύαμε, πού 'θενε να πάει;». Ύστερα πολλά. Έκατσα μια φορά, παιδί μου, στο τραπέζι και ήτανε χόρτα και πατάτες τηγανιστές. Και εμένα μου 'χαν βάλει τα χόρτα παέ και είχαν τις πατάτες. Και πήγα να πάρω μια πατάτα απ' το πιάτο και μου παίζει μια η γιαγιά μου... «Μα δεν χορταίνεις, μωρέ, θα πάρεις και πατάτα;». Εκεινέ τη ξυλιά... Δεν θα φύγει απ' τη χέρα μου απάνω ποτέ τση. Ποτέ τση δεν φεύγει. Ύστερα δα, έκαμε κακό. Που δεν ήκαμε αύτη. Ήφυγα και ήπηρα τον Γιώργη. Μου γύρισε πάλι και εκειά στραβά. Αρρώστησε. Την ημέρα που– Μαζί στεφανωθήκαμε με τη Γεωργία. Ναι. Αυτή τη μια Κυριακή και εγώ την άλλη. Αυτή πρωτοστεφανώθηκε, την άλλη στεφανώθηκα εγώ. Όι. Εγώ εστεφανώθηκα και ύστερα στεφανώθηκε αυτή, γιατί πήγα στο γάμο. Ναι, πήγαμε στο γάμο. Πρώτα ξαδέρφια, σου λέω, ήτανε δα η Όλγα με τον άντρα μου. Και πήγαμε στον γάμο τση. Σε κειωνά το γάμο θυμούμαι και χόρεψα. Πότε, από το γάμο της Γεωργίας, ούτε σε γάμο πήγα, ούτε σε πανηγύρια πήγα, ούτε πουθενά. Ούτε ποτέ μου. Έτσι, ήταν ο άντρας μου αρρωστιάρης, έκαμα τρία παιδιά, επήγαινα στην εργασία, επήγαινα στο τρύγος, επήγαινα στις ελιές, επήγαινα στο θέρος. Όπου ήτονε, να βρω μεροκάματο, επήγαινα. Εν τω μεταξύ, το '55, ιδρύθηκε το σχολειό μας. Το γυμνάσιο. Ημιγυμνάσιο. Παράρτημα του 2ου Γυμνασίου Ηρακλείου. Και είχα ένα μπάρμπα και ήταν καθηγητής –Λουλάκη τον ελέγανε– και μου λέει: «Μωρέ, Μαρία, να ‘ρθεις να παραλάβεις τα σχολειά, να τα καθαρίζεις;». «Να ‘ρθω». «Τα λεφτά είναι λίγα. Δέκα μήνες θα κάνεις σύμβαση και θα σου δώσουμε ένα πεντακοσάρι». Ναι, 50 δραχμές, όχι ευρώ, ήτανε δραχμές. Εγώ είπα: «Καλλιά να στάζει, παρά να σου κοπεί». Και πήγα. Εγώ ήδειξα μια καλά, καλή διαγωγή εκειά. Δεν εβρίσκανε αιτία να με ‘ποβγάλουνε και ήκαμα με σύμβαση τριάντα χρόνια.
Άντε...
Τριάντα. Επήγα, παιδί μου, σε ενούς Γενικού, να δω αν ήθελα μπορέσω να μονιμοποιηθώ. Και μου λέει: «Από πού είσαι;». «Είμαι απ' το Χάρακα». Λέει: «Δεν είχες κιανένα βουλευτή, πράμα, να σε υποστηρίξει;». Λέω: «Είχα». «Ποιο είχες;». «Τον Κεφαλογιάννη». Λέει: «Και δεν σε υποστήριξε, να σε μονιμοποιήσει;». Λέω: «Όχι». Μου λέει: «Εδά, θα βγει ένας νόμος. Ο νόμος κειοσάς, θέλει να πάρουνε επιστάτες. Επειδή είσαι στο σχολείο μέσα και κάνεις, εκτελάς και τα χρέη του επιστάτη, όλα, επειδή είσαι όλη μέρα, θα μου κάνεις μιαν αίτηση, να τήνε πέψεις παέ και εγώ θα σε διορίσω επιστάτρια. Καθαρίστρια μόνιμη δεν μπορώ», μου λέει. Και του λέω: «Αυτοί πήρανε». «Επήρανε επιστάτη;». «Ναι». «Δεν έχεις και εσύ αίτηση καμωμένη;», λέει. «Όχι». «Αν θε να ‘χεις αίτηση, εδά θα τον απωλούσα και θε να πω ότι τον έβαλε η Χούντα, να βάλω εσένα που είχες προεργασία τόσα να χρόνια και ήκανες και τον επιστάτη». Ήτανε πολύ καλός άνθρωπος, ο Γενικός. Αλλά όταν του το ‘πα, τόσα να χρόνια, εσηκώθηκε και μου 'κανε –απ' την καρέκλα του: «Συγχαρητήρια, σε τέτοιο μεγάλο χωριό δεν ήβρηκες αιτί[00:25:00]α να σε διώξουνε, να πάρουν άλλη;». «Δεν ήδωκα». Με προσέχαν οι καθηγητές, τα παιδιά... Τα παιδιά πώς με προσέχανε. Τα παιδιά, άμα ήθελαν να πάμε εκδρομή, ποιο να με πρωτοπάρει... Τοσές οι εποχές παιδί μου... Τα παιδιά δεν επηγαίνανε σε ξενοδοχεία να τρώνε, μόνο ήθελαν να τους ετοιμάσει η μάνα τους. Να σφάξουν ένα κουνελάκι, να σφάξει κοτόπουλο, να κάμει καλιτσουνάκια, να κάμει πιταράκια, να πάρει σ’κώτι να τηγανίσει. Να τους εσάσει μία τσάντα πλούσια του κάθε παιδιού. Τα παιδιά καθίζανε σε δεντρά από κάτω, παρέες-παρέες, που ήταν ωραία τότε σας. Καθίζανε από κάτω στα δέντρα και βγάνανε τση βούριες τους, εβαστούσαν παγουράκια νερό και καθίζανε. Όπου κάθονταν, ήπρεπε να μη με αφήσει παρέα και να μην πάω να κάτσω να με... Ουδέποτε ήπηρα τσάντα. Ουδέποτε ήπηρα τσάντα. Τα κοπέλα τόσο... Αλλά δεν επρόδωσα τση καθηγητές ποτέ μου ένα κοπέλι. Ποτέ μου! Να πάω να κάνω παράπονα; Όχι. Τα αγαπούσα τόσο να πολύ, που άμα με δει... Προχθές, στο νοσοκομείο ήμουνε; Όχι, σε μια κηδεία ήμουνε. Και με είδε μια από την Πλακιώτισσα. Άμα με ‘δε, ήρθε και μου σίμωσε και μου λέει: «Κυρά-Μαρία, ήντα κάνεις;». «Δεν σε γνωρίζω». «Δεν με γνωρίζεις; Της Μαρίας απ' την Πλακιώτισσα». Επαέ ήταν η Μαρία, αλλά είχενε παντρευτεί η κοπελιά της απ' την Πλακιώτισσα. Όχι στην Πλακιώτισσα, στο Δωράκι. Και η θυγατέρα της είχε παντρευτεί στην Πλακιώτισσα. Άμα μου το 'πε και τη γνώρισα, της έκαμα κι εγώ χαρές. Μα και αυτή, γιατί με αγάπανε. Που δεν μπορούσα να σου πω πώς με αγαπούσε. Ναι. Και ήμουν εκειά μέχρι το '82... Το '81 εβγήκε ο Παπανδρέου. Να σου πω εγώ το δικό μου ιστορικό. Εβγήκε ο Παπανδρέου. Μετά, το '83, '83-'84, εκεί. Βγάνει ένα νόμο και λέει– Εγώ δεν είχα ΙΚΑ, διότι στα χωριά τότε δεν υπήρχε ΙΚΑ. Μόνο στις πολιτείες. Και λέει: «Όσοι δουλεύανε στου δημοσίου και δεν έχουνε ΙΚΑ, να μπούνε στο ΙΚΑ». Και μας εγγράφει στο ΙΚΑ και δεν ήμουν ύστερα με σύμβαση, μόνο με το ΙΚΑ. Ήκαμα απ' το '83. '83, '84, '85, '86, '87, τέσσερα χρόνια. Ήπαιρνα είκοσι πέντε ένσημα το μήνα. Με αγάπανε. Είχε ένα λυκειάρχη, Τσαμάνδουρα τον ελέγανε, απ' το Λασίθι. Τσαμάνδουρα, τση Γεωργούλας ένα κουνιάδο, πολύ καλός άνθρωπος. Με υποστήριξε πολύ. Μου λέει: «Κυρα-Μαρία, θα σου βάλω...». Γιατί εκειά πληρωνόμαστε με τις αίθουσες. Και μου λέει: «Έχεις πέντε αίθουσες; Εγώ θα σου βάλω οχτώ», μου λέει ο Τσαμάνδουρας, πολύ καλός. Μου λέει: «Θα σου βάλω οχτώ για να παίρνεις πολλά λεφτά, διότι έχω πάρει απ' τον Θεοχάρη...», που έχουν το πρατήριο κάτω, του Λάμπη ο πατέρας. Είχε δα τη Γεωργούλα ο αδερφός του, ήταν συμπεθέροι. Και μου λέει: «Θα σε υποστηρίξω και να το κατέχεις. Ό,τι μπορώ να σ’ το κάμω». Αλλά κι εγώ ήθελα να πάω στα χόρτα, να βρω χόρτα, να περάσω να του πω: «Τι θέλεις; Θες μάραθα; Θες τσόχους; Θες βρούβες; Ό,τι θες». Δηλαδή, τα δικά του τα 'χα χώρια να του τα δώσω. Αυτός ευχαριστιούνταν, γιατί τα χόρτα αυτοί, στην πολιτεία, τους αρέσουνε. Ένα Σαββάτο, επήγα να σκουπίσω, να καθαρίσω το γραφείο του, να το σάσω και βρίσκω μια τσάντα πατάτες, στα 3 κιλά φασούλες καφετιές και βρίσκω στα 3 κιλά ροβύθια. Εβρήκα τόσα απάνω στο πατάρι του παραθυριού. Εγώ τα ξέσυρα, σκούπισα το πατάρι, τα ‘στρωσα, τα άφηκα. Το πρωί έρχεται και τα δε εκειά και με παίρνει ένα τηλέφωνο και μου λέει: «Κυρα-Μαρία, γιατί δεν ήπηρες αυτά που σου 'χα στο πατάρι απάνω;». Του λέω: «Κύριε λυκειάρχα, εμένα δεν μου 'πες να τα πάρω. Ξέρω ‘γω πως ήτανε δικά μου ή αν ήτανε δικά σου και τα ξέχασες; Ή αν ήτανε για κανένα σου φίλο να 'ρθει να τα πάρει; Εγώ, όταν δεν μου το πεις, οτιδήποτε και να ‘ναι, δεν αγγίζω». Και μου λέει, κάνει έτσε: «Αχ, μωρέ Γαλανάκη, και ήντα θα γενώ μετά σένα; Με υποχρεώνεις, μωρέ, να σε αγαπήσω ακόμα πιο πολύ», μου λέει. Με υποστήριξε και μπήκα. Ύστερα, με τα τέσσερα χρόνια, βγάνει πάλι ο Παπανδρέου μια διαταγή και λέει ότι: «Όσοι έχουνε[00:30:00] προϋπηρεσία τόσα χρόνια και έχουνε χίλια ένσημα, να φύγουν απ' την υπηρεσία...». Ήμουνε και μεγάλη. «Να φύγουνε, αφού έχουνε την ηλικία, να φύγουνε, να πάρουνε σύνταξη». Ναι, και ήφυγα τότε σας και πήρα 50 δραχμές σύνταξη. Σιγά-σιγά, επληθιάνανε, βγήκε το ΕΚΑΣ... Και τα λίγα λεφτά κειανά που 'παιρνα... Ύστερα, γυρίζουν τα ευρώ και ήπαιρνα 710 ευρώ. Εν τω μεταξύ, κόψανε το ΕΚΑΣ, εκόψαν την επικουρική και, μην τα πολυλογώ, παίρνω 366 φράγκα. Αυτό είναι το εισόδημά μου, 96 χρονών που είμαι, με τα αυτά περνώ, με αυτά συντηρούμαι. Εκειά ‘ναι το φαΐ μου, εκειά ‘ναι το λάδι μου, εκειά ‘ναι τα ρούχα μου, εκειά είναι, που είμαι γριά γυναίκα και θέλω και άλλα πράγματα. Όλα, μέσα στα 360 φράγκα είναι. Αλλά, δόξα Σοι ο Θεός, περνώ και μου περισσεύουνε κιόλας. Γιατί τα παιδιά δεν με αφήνουνε.
Και σε σχέση με τα μαζέματα που μας είπες ότι κάνατε, που μαζεύατε χόρτα, που κάνατε αγροτικές δουλειές...
Ναι, ναι.
Ζούσατε απ' αυτά τα πράγματα...
Απ' αυτά. Απ' αυτά. Είχαμε κότες, τότε δεν ήτανε κοτέτσα, μόνο τα μολέρναμε παέ όξω στους δρόμους. Οι κότες...
Ήταν ελεύθερα τα ζώα.
Ναι. Επαέ όξω, κότες είχαμε, είχαμε κουνέλια, ενεθρέφαμε χοίρους και σφάζαμε, παιδί μου, το χοίρο, τον εκάναμε 100 κιλά.
100 κιλά;
Ναι. 100 οκάδες. Τότε ήτανε οι οκάδες. 100 οκάδες, τον εκρεμούσαμε, για εκειέ. Σίδερα που είχαμε στη ταράτσα και τόνε κρεμούσαμε τον χοίρο... Το βλέπεις το σίδερο εκεί, ναι. Τόνε κρεμούσαν, την ημέρα των Χριστουγέννων. Το δε αύριο των Χριστουγέννων, τον εκατεβάζαμε, τον εκόβγαμε, τον εβάναμε σε ένα σοφρά, τον εσκίζαμε, βγάναμε το κόκκαλο, το ραχοκόκκαλο πίσω, εβγάναμε τα πλευρά, εβγάναμε τα κόκκαλα που έχουνε τα μεριά, τα κόκκαλα που έχουνε οι κουτάλες, τα κάναμε βραστά τα κόκκαλα. Το δε αύριο, το ψήναμε και τα βάναμε σε κούρουπες. Σύγκλινα, τα βάναμε στη κουρούπες, εβγάνανε λάδι πολύ ο χοίρος, τα σκέπαζε... Και άμα θέλαμε να ψήσουμε, επειδή δεν υπήρχανε ψυγεία, δεν είχε ρεύμα, θε να βάλουμε την κουτάλα, να βγάλομε όσα θέλαμε να ψήσουμε ή να τα κάμουνε σφουγγάτο ή με, έτσι, βρουβαλάκια. Όπως ήτανε, να τα ψήσομε με τση πατάτες. Τα ψήναμε, δηλαδή, κανονικά. Ύστερα πλύναμε τα κοιλικά, που λέμε εμείς, και κάναμε αμαθιές και γεμίζαμε αμαθιές και βάνανε μέσα σταφίδες, εβάναν αμύγδαλα, εβάναν τόσα πράγματα μέσα... Και ήτρωγες και ήλεγες: «Ήντα ‘ναι τονά το πράγμα;». Κύμινο, πιπέρι... Ήτανε πολύ ωραία.
Θυμάστε άλλα πράγματα από συνταγές, έτσι, με φαγιά;
Συνταγές; Ε φαγιά... Εγώ να σου πω δεν πολυ-ασχολούμουνε στο νοικοκυριό, γιατί ήμουνε στη δουλειά και πολλές φορές εμαγείρευε ο άντρας μου. Εγώ απασχολούμουνε. Για τση συνταγές.
Υπήρχε δηλαδή αυτό. Ο άντρας...
Ναι, αυτό υπήρχε. Άλλες κυρίες, άλλες που ασχολούνταν, εκάνανε τση συνταγές. Εκάναμε το Γενάρη, την Πρωτοχρονιά ζυμώναμε κάτι κουλουράκια, μικιά-μικιά με τση μπραΐλας το αλεύρι. Τα ξεροψήναμε, τα κρεμούσαμε, τους εβάναμε γύρω-γύρω ξόμπλια με γαρύφαλλα. Κάναμε ξεροτήγανα, κάναμε κουραμπιέδες, κάναμε μελομακαρούνες και κοπανίζαμε το σησάμι, εβάναμε κανέλα, ελούσαμε το μέλι... Το Πάσχα εκάναμε τα καλιτσούνια, βάφαμε τα κόκκινα αυγά, όπως και δα. Ήταν ωραία. Σφάζαμε τα αρνιά.
Μα τα ξεροτήγανα, έχω και απορία... Πώς φτιάχνονται;
Ναι, αυτά ανοίγεις φύλλο, τα κόβγεις ροδέλες, μετά βάνεις το λάδι και βράζει και πιάνεις ένα πιρούνι και κρατείς το φύλλο στη χέρα σου και τυλίσεις και τυλίσεις το φύλλο και ψήνεται το φύλλο και γίνεται τόσο, ένα στρογγυλό πράμα.
Και μετά το μελώνεις;
Μετά, του βάνεις σησάμι κοπανισμένο, του βάνεις μέλι. Είναι ωραίο, πολύ ωραίο. Ναι, πολύ ωραίο. Εδά δεν σάζουνε. Μα το χειμώνα που θα να ‘ρθεις, θα να ‘ρθεις επαέ και θα μου πεις: «Ήρθα». Και θα παραγγείλω της νύφης μου, να μου σάσει, σαν τα παγωτά, μία κούτα, να σου τα δώσω, να δεις. Γιατί εδά, καλοκαίρι, δε σάζουνε. Δε σάζουνε.
Θα έρθω να φτιάξουμε μαζί.
Εγώ παέ, δε σάζω. Όι. Εγώ δε σάζω, γιατί δεν μπορώ. Δεν έχω το μέσο, δεν έχω εγώ μηχανές και τέτοια που τα ζυμώνουνε. Ήτανε πάντως η ζωή, τα παλιά χρόνια, ήταν ωραία. Μα και δα είναι ωραία αν δεν υπήρχανε ετούτοι–
Φοβηθήκατε καθό[00:35:00]λου τώρα, με τον κορωνοϊό;
Εγώ δεν εφοβήθηκα καθόλου, γιατί ζω μονάχη πάε στο σπίτι. Ή ήτονε καραντίνα ή ελεύθερα να 'ταν, το ίδιο μου κάνει. Εγώ κάθομαι στο σπίτι μου, το πολύ-πολύ να ανεπορίσω όξω στο δρόμο. Ύστερα το χειμώνα, κάθομαι στο σπίτι μου, ανάβω τη σόμπα μου και κάθομαι. Δεν με προβλημάτισε, να πούμε, η καραντίνα. Το μόνο που με προβλημάτισε είναι που δεν ήρχουνταν τα παιδιά μου. Ούτε εγγόνια, ούτε παιδιά, ούτε τίποτα. Δεν ήρχουντανε. Εφοβούντανε. Και απόις... Γιατί λένε πως θα μας ξαναβάλουνε πάλι δα σε καραντίνα, θα ξεσηκωθεί ο κόσμος. Φοβούμαι ότι θα γενεί μακελειό μεγάλο. Αν κλείσει τον κόσμο εδά, εμπίτησε. Μια φορά ήφυγε ο Καραμανλής, ο γέρος ο Καραμανλής... Όταν εγίνηκε το πραξικόπημα, ο γέρος Καραμανλής ήφυγε– Τριανταφυλλίδης, όχι Καραμανλής. Ετούτος εδά πώς θα φύγει, ο Μητσοτάκης, δεν κατέχω. Καλό κοπέλι, του τύχανε πολλά. Εγώ ούτε κομματίζομαι, ούτε ψηφώ. Δεν πάω να ψηφίζω. Εγώ έχω χρόνια να πα’ ψηφίσω, αλλά τον κάθενα που θα βγει, τον εψηφώ, τον εκτιμώ ως κυβερνήτη της χώρας. Γιατί λέει ένας λόγος: «Χέρα που δεν μπορεί να την κόψεις, προσκυνά τη». Και τα παλιά τα χρόνια λέγανε οι παλαιινοί: «Τον δήμαρχο, τον παπά και το πρόεδρο –δηλαδή, τον μεγάλο δα, Βενιζέλους, αυτούς– να τους σέβεται ο κόσμος.
Μας είπατε και για την καντάδα πριν...
Ναι, εκειανά τα παλιά τα χρόνια ήταν ωραία. Γιατί γίνουντονε μια... Ήσανε φίλοι και γίνουντονε μια καντάδα. Πορίζανε, είχανε μαντολίνο. Επαίζαν το μαντολίνο. Όπου είχανε θάρρος, σε σπίτι, επηγαίναν απ’ όξω και του τραγουδούσανε. Τη νύχτα. Αν ήθελε κειοσάς που είχε το σπίτι, σηκωνόντουνε τη νύχτα, τση ‘βανέ μέσα, τους ήβανε μια τσικουδιά και την πίνανε και καθίζανε, παίζαν το μαντολίνο... Γλεντήζανε όση ώρα θέλανε κειά και φεύγανε, πηγαίνανε σε άλλο σπίτι... Μονοιασμένοι, αγαπημένοι. Ήτανε μιαν ομορφιά η καντάδα. Να γροικάς τη νύχτα δα το μαντολίνο και να γλεντήζουνε να... Μιαν ομορφιά ήταν. Ύστερα, όποιος αγάπα μια κοπελιά επήγαινε και της έκανε καντάδα. Θυμούμαι μια φορά και είχα έναν καθηγητή Ραπτάκη και αγάπανε τη συγχωρεμένη τη Βαγγελιώ, τη δασκάλα, του Κυριακάκη τη γυναίκα. Εκειέ πάνω-πάνω κάθουντονε. Λοιπόν, αυτός ήρθε μια βραδιά, κάνανε καντάδα και ήτανε κι αυτός μέσα στην καντάδα. Και ήρθε παέ και τση είπε μια μαντινάδα: «Όποιος μπορεί στον ουρανό να ανέβει δίχως σκάλα, εκείνος μόνο δίνεται να πάρει τη δασκάλα».
Ε γειά σου!
Εγώ το 'ξερα πως την αγαπούσε, γιατί μου τα ‘λεγε ο Ραπτάκης κειά στο σχολειό που ήμαστε μαζί. Το πρωί περνάει η Βαγγελιώ από δω, γιατί είναι λίγο-λίγο πιο πάνω και μου λέει: «Κυρά-Μαρία». Λέω: «Ορίστε». «Έλα σου πω». Και πόρισα όξω και μου λέει: «‘Ηκουσες την καντάδα απόψε;». «Εγώ την ήκουσα, εσύ ήκουσες τη μαντινάδα;». Ήταν ωραία. Τα παλιά τα χρόνια ήτρωες, δεν υπήρχανε φάρμακα, δεν υπήρχανε τίποτα, τίποτα. Ήκοβες τη ντομάτα καθαρή. Ένα απύρι ήβανες ή ένα άθω από εκεί από πάνω, αυτά. Και ήτρωγες και ήτονε ένα νόστιμο πράγμα και ένα γνήσιο. Εδά τρώμε φάρμακα, εδά τρώμε λιπάσματα. Δεν βγάνουνε πράμα, αν δεν είναι μαγαρισμένο.
Εσείς έχετε ζήσει όλη σας τη ζωή στο Χάρακα.
Όλη τη ζωή στο Χάρακα. Έπαε γεννήθηκα και...
Και το αγαπάτε το χωριό;
Το αγαπώ. Το αγαπώ και αγάπουνα και τον άντρα που 'πηρα, τον αγάπουνα. Δεν εθέλανε να τον επάρω. Αφού με κάναν απόπαιδο, δεν μου δώκανε περιουσία. Ο παππούς μου... Ό,τι ήτανε να πάρω απ' τον πατέρα μου... Δεν μου έδωκε, μόνο ο παππούς μου. Η γιαγιά μου ό,τι είχε, τα 'γραψε στα άλλα τση εγγόνια, δεν μου ‘δωκε, επειδή πήρα τον Γιώργη. Δεν τόνε θέλανε. Εγώ τον αγάπουνα πολύ. Όσο μου λέγανε να... Μου λέγανε πριν να κάμω παιδιά: «Άφησέ τον! Άφησέ τον!». Δεν τον ήφηνα. «Τον αγάπουνα, βρε παιδιά». Ε πώς; Δηλαδή, δεν είχα έρωτα, είχα αγάπη. Ενώ εκείτουνται– Του ‘χα εδώ ένα ράντζο και εκείτουντανε. Ήθελα να ‘ρθω απ' τον κάμπο να τόνε βρω να κείτεται, να του πω: «Κλωσσάς πάλι, κλωσσάς. Α στο καλό σου και δεν ξεπουλιάζεις μπλίο. Τανά τα πουλιά», του ‘λεγα και τον πείραζα, «να ξεγνοιάσω». Αμ τι; «Ε κακομοίτσα Μαρία, να τα ξεπουλιάσω θέλω εγώ και τότε σα θα δεις». Να τα κιόλα. Ήφυγε ο άντρας μου, φύγανε τα πάντα. Χαλάσανε τα πάντα. Με άφηκε με τα παιδιά. Τα παιδιά όσο καλά και να ‘ναι, έχουν τα σπίτια τους. Το γέρο δεν τόνε ξανοίγουν. Αν μπορέσουν να τόνε πέψουν στο γεροντοκομείο ναι, αλλά για να τόνε φροντίσουνε σπανίως να γενεί. Σπανίως. Από τση χίλιους, δύο βρίσκονται, παιδιά. Και έτσι, τερμάτισα και ήπιασα τα 96 χρόνια και τερματίζω τη ζωή μου. Θυμούμαι κόσμος, κόσμος... Αλλά το μόνο που εκατάλαβα σε αυτό τον κόσμο σαν να 'ζησα μια ώρα. Μια ώρα. Δηλαδή, όλα έχουνε σβήσει, μια ώρα σαν να 'ζησα σ' αυτόν τον κόσμο. Όχι 96 χρόνια, μια ώρα. Αυτό έχω μόνο νιώσει.
Γιατί το αισθάνεσαι αυτό;
Ε, ναι. Σαν να 'ζησα μία ώρα. Αυτά τι είναι; Σε μιας ώρας ζωής, αισθάνομαι.
Γιατί την αισθάνεσαι έτσι;
Ε γιατί έτσι είναι η ζωή. Έτσα είναι η ζωή και έτσι το 'χει όλος ο κόσμος αυτό. Όταν πιάσεις μεγάλη ηλικία, έτσα θα σου είναι.
Πάντως είσαι υγιέστατη, έχεις μια πολύ μεγάλη καρδιά, ένα ανοιχτό σπίτι...
Ναι, άκου να σου πω. Δεν έχω τίποτα, μόνο έχω καλή καρδιά και στο φτωχικό μου σπίτι βάνω όλο τον κόσμο. Δεν έχω έπιπλα, δεν έχω χαλιά δεν έχω τίποτα, αλλά έχω όμως μια καλή καρδιά. Αγαπώ τον κόσμο, γιατί έτσα θέλω να με αγαπούνε και εμένα.
Μα σου αξίζει να σε αγαπάνε.
Έτσα θέλω να με αγαπούνε και εμένα, γιατί όταν αγαπάς, όταν δίδεις αγάπη, παίρνεις. Όταν δίδεις αγάπη, παίρνεις. Και εύχομαι σε όλο τον κόσμο να πάρουνε τα χρόνια μου, όχι τη ζωή μου, τα χρόνια μου και τα μυαλά μου, που στα 96 χρόνια σκέφτομαι κάτι ακόμα και θυμούμαι. Αυτό δίδω, την ευκή μου σε όλο τον κόσμο και αυτό.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ, έχεις μια πάρα πολύ μεγάλη καρδιά, είσαι μια πάρα πολύ καλή γυναίκα...
Και εγώ σε ευχαριστώ που ήρθες, είπα τον πόνο μου σε σένα, που κατέχω πως δεν μεταδίδεται στο χωριό.
Βέβαια. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Και σου εύχομαι καλή σταδιοδρομία, καλή τύχη, όλο υγεία και ευτυχία. Η ευχή μου να σε βλέπει όπου πας και όπου γυρίζεις.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σε κάθε σου κίνδυνο, να σε προστατεύει η ευκή μου.
Ευχαριστώ πολύ και εσύ να έχεις υγεία και αγάπη.
Εγνώρισα ένα καλό συγγενή, μου 'πε καλά λόγια για τα εγγονάκια μου και σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για την αγάπη που τους έχεις.
Και εσένα σε αγαπώ πολύ.
Και αν ξαναπεράσεις απ' το Χάρακα...
Εδώ θα 'μαστε.
Αν ξαναπεράσεις, έλα να μου πεις: «Θειά, ήντα κάνεις;». Αν ζω.
Εδώ θα 'μαστε, θειά.
Γιατί όση η ζωή είναι και ο θάνατος, παιδί μου. Ζούμε σήμερο, δεν ξέρουμε αύριο. Όχι μόνο εγώ που είμαι γριά, ένας μικρός. Ένας μικρός...
Καλή συνέχεια.
Καλή συνέχεια.
Γειά σου.
Να το κλείσουμε; Δεν ήτανε ωραία;