© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τρεις χάθηκαν στη θάλασσα

Κωδικός Ιστορίας
19250
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αχιλλέας Ντούτσης (Α.Ν.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/07/2021
Ερευνητής/τρια
Θεοδοσία (Σίσσυ) Παπαδοπούλου (Θ.Π.)
Α.Ν.:

[00:00:00]Ας ξεκινήσουμε. ΟΚ;

Θ.Π.:

Καλησπέρα. Ναι. Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;

Α.Ν.:

Καλησπέρα. Με λένε Ντούτση Αχιλλέα.

Θ.Π.:

Πολύ ωραία. Είναι Τρίτη 6 Ιουλίου 2021. Ονομάζομαι Σίσσυ Παπαδοπούλου, ερευνήτρια για το Istorima, και είμαστε εδώ με τον κύριο Αχιλλέα Ντούτση, στην παραλία των Αβδήρων και ξεκινάμε. Θείε Αχιλλέα, πες μας λίγα πράγματα για το πώς ήρθες αρχικά στην Ξάνθη. Πώς ήταν η δική σου ιστορία;

Α.Ν.:

Πολύ ωραία. Σήμερα θα ξεκινήσουμε μια ιστορία που… Ιστορία, αλλά αληθινή ιστορία. Που μας έχει στιγματίσει αυτή η ιστορία. Θα μιλήσουμε για τον μπαμπά μου. Ήταν πολύ νέος άνθρωπος. Είχε ένα τρομερό ατύχημα πριν από σαράντα τόσα χρόνια περίπου. Πριν σαράντα τρία χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Ο μπαμπάς μου ήταν από το Νεστόριο Καστοριάς. Ήρθε στην Ξάνθη πολύ μικρός, γιατί τότε η Ξάνθη δεν είχε οικοδόμους. Οι οικοδόμοι και οι πετράδες ήταν από το Νεστόριο Καστοριάς. Αυτοί ξέραν από οικοδομές και ξεκινούσανε το Μάρτιο από το Νεστόριο κι ερχόντουσαν στην Ξάνθη και στα χωριά της Ξάνθης. Ο μπαμπάς μου ήτανε στο χωριό Διομήδεια, όπου μένουμε και εμείς τώρα. Και ο μπαμπάς του. Ερχόντουσαν εκεί πέρα, δουλεύανε όλο το καλοκαίρι, μέχρι τον Οκτώβριο, και μετά τον Οκτώβριο φεύγανε ξανά πάλι στο Νεστόριο. Να ξεχειμωνιάσουνε για να ξεκινήσουν πάλι την καινούργια χρονιά. Ο μπαμπάς μου ήρθε –πρέπει να ήταν, από ό,τι θυμάμαι, μου έλεγε– πρέπει να ήταν δεκαέξι χρονών όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Ξάνθη. Σιγά σιγά με τα χρόνια, γιατί αυτοί είχανε γενιές που ερχόντουσαν στην Ξάνθη και δουλεύανε, γι’ αυτό μείναν και πολλοί Καστοριανοί, Νεστορίτες, στην Ξάνθη. Δουλεύανε οικοδόμοι. Πέρασαν τα χρόνια, όμορφα ωραία, μια μέρα ερωτεύτηκε τη μάνα μου και η μάνα μου Μικρασιάτισσα, ο μπαμπάς μου Μακεδόνας, τέλος πάντων, βρήκανε τον τρόπο –αν και δεν τον ήθελαν πού ήτανε Καστοριανός οι δικοί μας από δω πέρα– και παντρευτήκανε, κάνανε οικογένεια. Έκανε ο μπαμπάς μου τρία παιδιά, τρία αγόρια. Τον Πέτρο, τον Αχιλλέα και τον Παράσχο. Επειδής δεν ήμασταν και από εύπορη οικογένεια, για να έχουμε λεφτά και αυτά και δεν ξέρω τι, τότε η φτώχεια ήτανε πολύ μεγάλη. Αλλά, δόξα τω Θεώ, ο μπαμπάς μου δούλευε σαν οικοδόμος και είχαμε τα απαραίτητα. Εγώ όταν μεγάλωσα και τελείωσα το στρατιωτικό, αποφάσισα να φύγω στη θάλασσα. Έφυγα στη θάλασσα, έκανα πολλά χρόνια στη θάλασσα. Αγάπησα μια γυναίκα από εδώ, από τα Άβδηρα. Μια πολύ καλή κοπέλα. Γνωριστήκαμε, την παντρεύτηκα, από το γάμο, μόλις παντρευτήκαμε, μετά από δυο μήνες, την πήρα στη θάλασσα. Ήδη εγώ είχα τρία τέσσερα χρόνια στη θάλασσα, είχα γίνει αξιωματικός στο εμπορικό ναυτικό και δικαιούμουν να πάρω τη γυναίκα μου μαζί μου στο καράβι. Αν και ήταν πολύ δύσκολα, εντάξει, τα είχα φέρει βόλτα, να πούμε, και την είχα μαζί μου. Περάσαμε ένα χρόνο μαζί με τη γυναίκα μου, ένα χρόνο μαζί ήμασταν περίπου. Γύρισε η γυναίκα μου στην Ελλάδα, εγώ έμεινα. Για κάποιο λόγο αδιαθέτησε και είπε ότι δεν μπορεί να ξαναέρθει στη θάλασσα, οπότε και εγώ αναγκάστηκα και γύρισα πίσω στο χωριό. Γύρισα στο χωριό… Μέναμε στην πόλη, στην Ξάνθη μέναμε. Κάναμε ένα αγοράκι. Η γυναίκα μου ήταν είκοσι ημερών που γέννησε το παιδί. Εγώ από τη στιγμή που αποφάσισα και ήρθα στην Ελλάδα έπρεπε να βρω δουλειά. Και αναγκάστηκα και έγινα οικοδόμος, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν οικοδόμος. Την είχα μάθει κάπως τη δουλειά και δουλεύαμε με τον μπαμπά μου μαζί. Ο μπαμπάς μου, εγώ και ο αδερφός μου ο μεγάλος. Και ο μικρός κάπου κάπου ήτανε μαζί μας. Η οικοδομή είχε τότε μεγάλη ανάπτυξη. Ήμασταν πολύ καλά, πηγαίναν όλα καλά. Ο μπαμπάς μου… Εγώ σαν θαλασσινός που ήμουν μ’ άρεσε η θάλασσα και πήγαινα συνέχεια στη θάλασσα. Τον έπαιρνα τον μπαμπά μου μαζί μου. Ο μπαμπάς μου, επειδής από μικρό με είχε τρομερή αδυναμία και με κουβαλούσε μαζί του παντού για οτιδήποτε. Μη σας πω από οχτώ χρονών παιδί με κουβαλούσε μαζί του. Και τον είχα τρομερή αδυναμία τον μπαμπά μου. Αγαπιόμασταν πάρα πολύ. Όσο αγαπούσα τον μπαμπά μου, τη μαμά μου δεν την αγαπούσα τόσο πολύ. Το λέω ειλικρινά δηλαδή. Ήτανε ο μπαμπάς μου ένας εξαίρετος άνθρωπος, αγαπητός άνθρωπος. Τον αγαπούσε όλη η κοινωνία. Όλη η κοινωνία μιλούσε για τον μπαμπά μου γιατί ήτανε πολύ καλό παιδί. Και ο μπαμπάς μου, παρόλο που δεν ήτανε, να πούμε, από τόπο που είχε θάλασσα, που είχανε μόνο τον Αλιάκμονα εκεί πέρα και πηγαίνανε στο ποτάμι για ψάρεμα και δεν ξέρω τι, έγινε ένας πολύ καλός ψαράς. Τον άρεζε η [00:05:00]θάλασσα. Μάλωνε με τη μάνα μου γιατί κάθε Σαββατοκύριακο έφευγε και γυρνούσε τη Δευτέρα από το ψάρεμα. Τόσο μανία την είχε τη θάλασσα. Τρέλα την είχε! Μια μέρα ρίχναμε τσιμέντα, θυμάμαι, μια οικοδομή και ήτανε Σάββατο. Εκείνη την ημέρα ήτανε Σάββατο. Ήρθαν κάτι φίλοι και φαγώθηκανε να πάμε για ψάρεμα. Λέμε: «Ρε παιδιά, εμείς έχουμε δουλειά. Ποιο ψάρεμα, να πούμε; Δεν είμαστε για τέτοια δουλειά». «Θα σε βοηθήσουμε, θα κάνουμε». Ήρθαν τέσσερα άτομα εκεί πέρα να βοηθήσουν να ρίξουμε τα μπετά. Να τελειώσουμε τα μπετά και να πάμε το βράδυ για ψάρεμα. Τέλος πάντων, επέμεναν τόσο πολύ που είπαμε: «Εντάξει, θα πάμε αν και αύριο είναι εκλογές». Ήταν οι δημοτικές εκλογές παραμονή, Σαββάτο μέρα. Την άλλη μέρα Κυριακή.

Θ.Π.:

Ποια χρονιά ήταν αυτό;

Α.Ν.:

Ήτανε το... 14 Οκτωβρίου το 1978 ήτανε. Αυτή ήταν η ημερομηνία. Εγώ ήμουν ακόμα νέος. Ήμουνα είκοσι εφτά είκοσι οχτώ χρονών. Τελειώσαμε τα μπετά, μαζευτήκαμε όλοι μαζί η παρέα, αφού μας βοηθήσανε, πήγαμε στο σπίτι το δικό μου. Η γυναίκα μου νεογέννητη ήτανε, μας ετοίμασε τραπέζι εκεί πέρα μαζί με τη μάνα μου. Κάτσαμε, κάναμε ένα μεγάλο τραπέζι όλα τα παιδιά, γιατί ήμασταν καμιά… Με τους εργάτες μαζί και δε ξέρω τι, με το προσωπικό, γύρω στα δεκαοχτώ με είκοσι άτομα ήμασταν. Μας έκανε τραπέζι η μάνα μου και η γυναίκα μου. Στρωθήκαμε εκεί πέρα στο πιοτό, φάγαμε, ήπιαμε. Πολλά και διάφορα. Τι να πούμε; Λέγαμε ιστορίες, ξέρω γω τι, πώς θα κάνουμε στο ψάρεμα, τι θα κάνουμε. Εκεί που από τη χαρά μας συζητούσαμε, ο μπαμπάς μου χτύπησε κατά λάθος το ποτήρι και πέφτει το ούζο κάτω. Η μάνα μου πετάχτηκε πάνω. Ρίχνει επάνω στο ούζο νερό και λέει: «Δε θα πάτε στο ψάρεμα. Δεν είναι καλό αυτό. Είναι κακό σημάδι». «Έλα, βρε μάνα, τι κακό σημάδι; Θα πάμε στο ψάρεμα, τώρα κακό σημάδι. Ποιο κακό σημάδι; Ζεις ακόμα στον παλιό καιρό». «Όχι, δε μ’ αρέσει αυτό το πράγμα. Δεν θα πάτε στο ψάρεμα». Εμείς αφού το είχαμε προγραμματίσει είπαμε: «Όχι, θα πάμε». Η μάνα μου ήταν τόσο στεναχωρημένη. Άντε, η γυναίκα μου ήταν νέα, δεν ήξερε και τόσο πολύ, αλλά η μάνα μου που ήτανε και παλιά, δεν το είχαν σε καλό αν έπεφτε το ούζο κάτω. Τέλος πάντων… Βγαίνουμε έξω στην αυλή δυο αυτοκίνητα. Το φορτηγό και το δικό μου το αυτοκίνητο. Ξεκινάει ο αδερφός μου με το φορτηγό με τον μπαμπά μου, όχι, τον μπαμπά μου τον είχα εγώ, με τα άλλα τα παιδιά, ανέβηκαν πίσω μπρος ανέβηκαν όλοι επάνω. Με το που ξεκινάνε από το σπίτι, δεν πρόλαβαν να πάνε καμιά πενήντα μέτρα, γίνεται τρακάρισμα. Χτυπάνε ένα αυτοκίνητο. Ακούστηκε εκεί πέρα, έγινε θόρυβος μεγάλος. Βγαίνει η μάνα μου πάλι έξω. Να φωνάζει: «Δε θα πάτε! Δεύτερο το κακό. Δε γίνεται. Με τίποτα. Δε θα πάτε». Τον μπαμπά μου τον κρατάς; Με τίποτα. Ήτανε τόσο μανιώδης με τη θάλασσα που είπε: «Όχι, θα πάμε στο ψάρεμα. Τελείωσε. Και αύριο θα ‘ρθουμε νωρίς νωρίς θα πάμε να ψηφίσουμε στις εκλογές». Τότε οι εκλογές ήτανε δύσκολες, που έπρεπε οπωσδήποτε να ψηφίσουμε όλοι για να βγάλουμε τον πρόεδρο που θέλαμε στο χωριό. Γιατί τα χαρτιά μας όλα ήτανε στο χωριό, στη Διομήδεια. Τέλος πάντων, αποφασίσαμε, ξεκινήσαμε, φεύγουμε. Η μάνα μου να φωνάζει, μας έριξε και νερό με την κανάτα από πίσω.

Α.Ν.:

Όπως πηγαίναμε με λέει ο μπαμπάς μου, με λέει: «Αχιλλέα, δε σταματάς εδώ;». Γύρω έξω από το χωριό μας, κάπου τέσσερα πέντε χιλιόμετρα, ένα χωριό άλλο, Μέλισσα λεγότανε. Εκεί είχε κάτι υψώματα και είχε κυνήγι εκεί. Με λέει: «Να χτυπήσουμε κάνα πουλί, το βράδυ να το ψήσουμε να το φάμε». Λέω: «Έγινε, ρε μπαμπά». Τον άφησα τον πατέρα μου σε ένα υψωματάκι εκεί πέρα, εγώ κατέβηκα προς τα κάτω. Πραγματικά, όντως βρήκα κάτι πουλιά γιατί είχα το πουλόσκυλο μαζί μου. Χτύπησα καμιά δεκαριά πουλάκια. Τα πήραμε και αυτά μαζί μας και ξεκινήσαμε και πάμε για την παραλία των Μαγγάνων. Εκεί είχαμε και τη βάρκα. Είχα αγοράσει μια βάρκα από χρόνια, επειδής ήμουνα ναυτικός μου άρεζε το ψάρεμα. Πήρα τη βάρκα και την είχαμε εκεί πέρα, μόνιμη την είχαμε. Στην ακροθαλασσιά την είχαμε απέξω. Φτάσαμε στην παραλία των Μαγγάνων, μια τεράστια παραλία, στήσαμε το αντίσκηνό μας, τις τέντες, γιατί θα μέναμε το βράδυ εκεί. Πολύ ωραία, όλα ωραία, τέλεια. Ανάψαμε και φωτιά να είμαστε έτοιμοι για το βράδυ. Μόλις βράδιασε, λέω: «Μπαμπά, θέλετε να ‘ρθω κι εγώ μαζί σας με τη βάρκα μέσα;». Με λέει: «Όχι, είμαστε τρία άτομα. Θα πάμε εμείς. Εσείς να πάτε [00:10:00]στις γκιόλες». Είχε κάτι γκιόλες εκεί με πτηνά, με πάπιες, με χήνες και δε ξέρω τι. Λέει: «Θα πάτε εσείς να χτυπήσετε καμιά πάπια, καμιά χήνα και το βράδυ μέχρι το πρωί να το ευχαριστηθούμε». Λέω: «Έγινε. Όπως νομίζετε». Η θάλασσα ήτανε ήρεμη. Δεν είχε ούτε φουρτούνα, ούτε τίποτα. Ήτανε τέλεια η θάλασσα. Μπορώ να σας πω μπορεί να είχε και δύο μποφόρ, δεν είχε παραπάνω. Επειδής ήμουνα ναυτικός και τα γνώριζα αυτά τα πράγματα. Και μη σας πω ότι και η θάλασσα ήτανε πολύ τραβηγμένη μέσα. Αναγκαστήκαμε πέντε άτομα, έξι άτομα, πόσοι ήμασταν εκεί πέρα, τη σπρώξαμε τη βάρκα με τα χέρια όλοι μαζί για να τη βάλουμε μέσα στη θάλασσα. Τη ρίξαμε τελικά μέσα, συνεννοηθήκαμε και είπαμε ότι το ψάρεμα θα γίνει μέχρι τις έντεκα, το πολύ δώδεκα. Όχι παραπάνω. Κι εμείς μέχρι εκείνη την ώρα θα κοιτάξουμε να επιστρέψουμε. Να είμαστε όλοι μαζί έξω. Εσείς θα φέρετε τα ψάρια, εμείς θα φέρουμε το κυνήγι. Όχι για το φαγητό, ίσα ίσα έτσι για να περάσουμε καλά. Μπήκαν αυτοί για ψάρεμα, εμείς πήγαμε για κυνήγι. Πήγαμε εκεί σε μια γκιόλα μέσα με τον αδερφό μου και άλλα δύο άτομα, τρία, πόσοι ήμασταν δεν θυμάμαι και καλά, γιατί περάσανε από τότε πολλά χρόνια, σαράντα τρία χρόνια περάσαν από τότε. Ξεκινήσαμε εμείς εκεί πέρα με το όπλο, όλοι μαζί. Χτυπήσαμε αυτά που θέλαμε να χτυπήσουμε, τα πουλιά. Για να βγούμε κι εμείς μέσα από τις γκιόλες κάναμε κάνα μισάωρο, μια ώρα. Γυρίσαμε πίσω στο αντίσκηνο, εκεί που είχαμε και τα φορτηγά και τα αυτοκίνητα. Όμορφα ωραία, φωτιά αναμμένη είχαμε. Είχε πάει δώδεκα η ώρα το βράδυ. Είχαμε συνεννοηθεί μέχρι τις δώδεκα να βγούνε κι αυτοί. Βλέπουμε δεν φανήκανε. Εμείς εντωμεταξύ, λέμε: «Μπορεί να έχει ψάρια και να κάθονται λίγο παραπάνω μέσα». Πιάσαμε και βάλαμε να ψήσουμε κάτι εκεί πέρα, κάτι λουκάνικα κάτι αυτά δε ξέρω τι, που είχαμε. Ετοιμάσαμε τα ούζα μας εκεί πέρα, αρχίσαμε να πίνουμε, βάλαμε και το μαγνητόφωνο κι αυτό να παίζει εκεί πέρα. Ήμασταν χαρούμενοι, δε μας έλειπε τίποτα. Όλα ήτανε καλά. Ναι, αλλά όσο περνούσε η ώρα, δε βλέπαμε ο μπαμπάς μου και τα άλλα τα δυο τα παιδιά να βγαίνουν. Πήγε μία η ώρα, πήγε δύο η ώρα. «Βρε τι γίνεται; Γιατί αυτοί δε βγαίνουνε;» Βλέπουμε εντωμεταξύ μέσα κάτι φώτα πολύ βαθιά στο πέλαγος. Τους ανάβαμε τον προβολέα, γιατί είχα πάρει εγώ έναν προβολέα από την Ιταλία... Ανάβουμε, ανάβουμε, μας ανάβαν κι αυτοί μας κάναν. Οι δικοί μας πουθενά. Να περιμένουμε, να περιμένουμε, δε βλέπουμε τίποτα από αυτούς. Μας έπιασε η στεναχώρια. Λέγαμε: «Κάτι δεν πάει καλά. Γιατί αυτοί δε βγαίνουνε;». Η θάλασσα, εντωμεταξύ, ήτανε πάλι μπουνάτσα. Λάδι η θάλασσα. Δεν είχε ούτε κύμα, τίποτα. Να πω ότι έγινε κάτι και δε μπορούν να βγούνε. Τέλος πάντων, λέω τον αδερφό μου: «Παράσχο, πάμε να πάρουμε τον προβολέα και να πάμε να κοιτάξουμε, να δούμε. Να πάρουμε την παραλία να δούμε τι γίνεται. Μήπως έχουνε βρει προς τα κάτω, προς τα πάνω, να το περπατήσουμε να δούμε τι συμβαίνει.» Μου λέει: «Έλα, ρε, τι στεναχωριέσαι; Δεν είναι πρώτη φορά. Αφού συνέχεια ο μπαμπάς πηγαίνει στο ψάρεμα». Ο μπαμπάς μου ήτανε πενήντα πέντε χρονών. Το ένα το παιδί, ο νέος ο νέος, ήτανε είκοσι δύο χρονών. Ο άλλος ήτανε κουνιάδος του αδερφού μου. Ήταν είκοσι πέντε χρονών. Γεροδεμένα παιδιά και κολυμβητές άριστοι, όπως και ο μπαμπάς μου. Παρόλο που ήτανε από την Καστοριά, είχε μάθει το μπάνιο τόσο καλά, που μας έβαζε στην πλάτη όταν ήμασταν μικρά και μας κουβαλούσε. Ήταν τρομερός κολυμβητής. Και οι άλλοι δύο ήτανε και ψαροντουφεκάδες. Μια ζωή μες στη θάλασσα, από μικρά παιδιά. Ξεκινήσαμε να αρχίσουμε να ψάχνουμε. Εγώ με τον προβολέα να φέγγω μία μέσα στη θάλασσα, έχω μπει μέσα στη θάλασσα μέχρι το λαιμό έχω μπει μέσα. Να ανάβω τον προβολέα, να βγαίνω, να μπαίνω, να βγαίνω, να μπαίνω... Δε βλέπουμε τίποτα. Δε βλέπουμε τίποτα! Για μια δόση, εκεί που έφεγγα, στο έξω μέρος ακριβώς στο κύμα εκεί που χτυπάει, βλέπω ένα κούτσουρο. Γύρω στα εκατό μέτρα. Λέω: «Ρε συ, αυτό δε μοιάζει για κούτσουρο. Σαν μου φαίνεται πως είναι άνθρωπος». Με λέει ο αδερφός μου: «Τρελός είσαι, ρε; Δε το βλέπεις που είναι κούτσουρο;». Όσο κοντεύουμε, κοντεύουμε, κοντεύουμε, βλέπουμε πως όντως ήταν άνθρωπος. Ήτανε το πρώτο το παιδί που ήταν είκοσι δύο χρονών παλικάρι. Τον είχε βγάλει το κύμα έξω. Τον είχε βγάλει το κύμα έξω. Μόλις τον είδα, κόπηκαν τα πόδια μου. Τον γυρίσαμε ανάποδα, τον κάναμε μαλάξεις. Από δω, από κει τίποτα. Είχε στο χέρι του ήταν δεμένος με ένα σχοινί γύρω γύρω από το χέρι του. Είχε ένα σχοινί γύρω στο ένα μέτρο. Λέω: «Το σχοινί τι δουλειά έχει στα χέρια του;». Λέω τον αδερφό μου: «Αδερφέ, εγώ δε μπορώ να συνεχίσω. Πάντε, ψάξτε... Δε θα το αντέξω να δω τον μπαμπά μου πεθαμένο. Θα τρελαθώ». Γιατί, [00:15:00]σας είπα, τον είχα τρομερή αδυναμία. Όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Τέτοια αγάπη τον είχα τον μπαμπά μου, γιατί ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Μου λέει ο αδερφός μου: «Τι θα κάνεις;». Λέω: «Θα κάτσω κοντά στο Βασίλη, στον πεθαμένο». Έκατσα κοντά σε εκείνον εκεί πέρα, έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι του και έλεγα: «Βασίλη, πολύ νέος έφυγες». Έκλαιγα με το παιδί εκεί πέρα. Έκλαιγα. Ποιος να με παρηγορήσει; Δεν πέρασε μια ώρα πάνω κάτω, βλέπω τον αδερφό μου, έρχεται, με λέει: «Αδερφέ, σήκω φύγε, πάνε στα αυτοκίνητα. Τον μπαμπά μας τον βρήκαμε πνιγμένο. Τον βρήκαμε μες στη θάλασσα να επιπλέει πάνω από το νερό». Λέω: «Πού τον έχετε;». «Τον έχουμε», λέει, «γύρω στα διακόσια μέτρα πιο κάτω. Φύγε, να μην τον δεις». Εγώ από τη στεναχώρια μου, απ’ το ζόρι μου σηκώθηκα έφυγα, όντως, έφυγα. Δεν μπόρεσα να αντέξω του μπαμπά μου το θάνατο. Λέω: «Ρε, τι κάνατε;». Με λέει: «Είναι τελειωμένος». Τέλος πάντων, έφυγα εγώ. Πήγα στο αυτοκίνητο, ειδοποίησα... Ήταν κάτι άλλα παιδιά εκεί πέρα, λέω: «Γρήγορα, με τα αυτοκίνητα πηγαίνετε στα Μάγγανα, ειδοποιείστε το λιμεναρχείο ότι έχουμε πνιγμό. Έχουμε τρία άτομα πνιγμό». Ειδοποίησαν το λιμεναρχείο του Πόρτο Λάγους, που ανήκει στην Ξάνθη. Τα παιδιά ξεκίνησαν, αυτοί, πέρασαν δυο τρεις ώρες περίπου μέχρι να ‘ρθουν, να κάνουν, να ράνουν. Ψάξανε για το τρίτο το άτομο. Δεν μπόρεσαν να το βρούνε με τίποτα. Γύρισαν όλη την παραλία, γύρω στα δυο χιλιόμετρα πήγανε, δε βρήκανε τίποτα. Τελικά, όλοι μαζί κουβάλησαν τον μπαμπά μου, τον φέρανε στο αυτοκίνητο με το Βασιλάκη, τον μικρό. Τον είδα τον μπαμπά μου, τον αγκάλιασα. Δυστυχώς. Ο μπαμπάς μου, εντωμεταξύ, απ’ ό,τι είχα παρατηρήσει, ήτανε χτυπημένος στο κεφάλι και ήτανε σπασμένο το κεφάλι του από το πίσω μέρος. Δεν είπα τίποτα εκείνη την ώρα. Ήρθε το λιμενικό, ψάξανε, κάνανε, ράνανε, ήρθε η αστυνομία. Τον φορτώσαμε τον μπαμπά μου και το άλλο το παιδί σε ένα φορτηγάκι, γιατί δε μας πήγε το μυαλό να φωνάξουμε το ασθενοφόρο. Κατευθείαν στο νοσοκομείο. Πήγαμε στο νοσοκομείο, είδανε, να πούμε, ήτανε και οι δύο τελειωμένοι. Εγώ από εκεί πήγα κατευθείαν στο σπίτι. Πήγα στο σπίτι, χτυπάω την πόρτα, θα ‘τανε γύρω στις τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα, τεσσεράμισι. Σηκώθηκε η μάνα μου. Με το που με είδε με είπε: «Τελειώσαμε;». Την είπα τη μάνα μου: «Τελειώσαμε, μάνα. Χάσαμε τον μπαμπά μας». Ευτυχώς η γυναίκα μου δεν το άκουσε. Ήταν με το νεογέννητο μέσα. Λέω τη γυναίκα μου: «Γυναίκα, κάτι δεν πήγε καλά. Ο μπαμπάς μου μάλωσε, έκανε εκεί πέρα στην παραλία, χτυπηθήκανε και τον πήγαν στο νοσοκομείο και θα ’ρθει η αστυνομία εδώ για κατάθεση». Την είπα ψέματα. Λέω: «Θα σε πάρω, θα σε πάω στα Άβδηρα, στη μαμά σου». Γιατί είχε είκοσι μέρες που είχε γεννήσει η γυναίκα μου και δεν έκανε να δει τέτοια πράγματα. Την είπα ψέματα και την πήγα στο χωριό. Την άφησα εκεί πέρα, γύρισα πίσω. Η γυναίκα μου με πίστεψε, δε με πίστεψε. Τέλος πάντων, γύρισα πίσω. Μετά από τα ξημερώματα, το πρωί, φέρανε τον μπαμπά μου στο σπίτι. Καταλαβαίνετε τι έγινε. Χαμός! Έμαθε όλη η Ξάνθη ότι έγινε αυτός ο πνιγμός. Το άλλο το παιδί το πήγανε στο σπίτι του. Ήτανε ελεύθερος, δεν ήταν παντρεμένος. Ήταν παλικαράκι ακόμα, είκοσι δύο χρονώ. Τέλος πάντων, έγινε η κηδεία του μπαμπά μου. Τον άλλον, εντωμεταξύ, τον τρίτο που ήτανε συμπέθερός μας, του αδερφού μου κουνιάδος, είκοσι πέντε χρονών παλικάρι κι αυτός, εκείνον δεν τον είχανε βρει ακόμα. Τελειώσαμε με του πατέρα μου την κηδεία, έγινε τι έγινε. Την άλλη μέρα, βρήκαμε το παιδί αυτό. Τώρα, το λιμενικό τον βρήκε; Άλλοι τον βρήκαν; Δεν ξέρω. Δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς το τι έγινε. Εκείνος φορούσε φόρμα, ολόσωμη φόρμα φορούσε. Η φόρμα γέμισε νερό, γι’ αυτό τον κράτησε και κάτω από το νερό. Εκείνου ήταν τα μάτια, εντωμεταξύ, βγαλμένα. Ήταν χτυπημένα τα μάτια του. Τον βρήκαν κι αυτόνα. Δεν είπαμε τίποτα εκείνη την ώρα. Την άλλη μέρα πήγαμε στην κηδεία του άλλου του παιδιού. Τον κηδέψαμε κι αυτόνα. Συνεχίζεται η ιστορία.

Α.Ν.:

Δεν μπορώ να πιστέψω μετά από τις συζητήσεις που κάναμε ότι ήτανε πνιγμός. Δεν είχε θάλασσα, δεν είχε τίποτα. Ήρεμη η θάλασσα. Πώς πνίγηκαν; Κι αν ήτανε πνιγμός, έπρεπε να ήτανε κάτω από το νερό και ο μεν και ο δε. Και οι δύο ήτανε πάνω από το νερό. Κανένας δεν ήτανε κάτω από το νερό. Ο πνιγμός όταν γίνεται, πίνεις νερό και κατεβαίνεις κάτω στο βυθό. Τα γνωρίζω αυτά τα πράγματα. Δυστυχώς. Τι τους χτύπησε, τι τους έκανε, τι έγινε, δεν μπορέσαμε να βρούμε την άκρη. Ήτανε φανερό ότι αυτοί άνθρωποι χτυπηθήκανε από κάπου. Χίλια τα εκατό χτυπηθήκανε από κάπου, γιατί μέρες ολόκληρες φέραμε μία βάρκα, δεθήκαμε πίσω από τη βάρκα με εξοπλισμό και ψάχναμε όλη την παραλία. Μέχρι πεντακόσια μέτρα μέσα, πάνε έλα, πάνε έλα να βρούμε τη βάρκα. Γιατί η βάρκα ήτανε πλαστικιά και η πλαστικιά η βάρκα έχει στεγανά που δεν βουλιάζει με τίποτα. Με τίποτα δεν βουλιάζει! Έπρεπε το κύμα, αν είχε κάτι, να τη βγάλει [00:20:00]έξω. Να βγάλει τα κουπιά, να βγάλει τα ντεπόζιτα από τη μηχανή, να βγάλει τις πετονιές... Κάτι να βγάλει. Ούτε τα παπούτσια τους δεν ήταν απέξω. Και τα παπούτσια τους ακόμα δε βγήκανε. Είναι φανερό ότι κάτι έγινε. Κάτι τους χτύπησε, κάτι τους έκανε. Είμαι πολύ απογοητευμένος από τότε. Και η ιστορία όλη αυτή, τη συνεχίσαμε. Ρημάξαμε τα πάντα, σηκώσαμε γη και ουρανό να βρούμε το τι έγινε με μπαμπά μου. Δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτα. Και αναγκαστήκαμε και την κλείσαμε την ιστορία μετά από ένα χρόνο, γιατί έπρεπε η μαμά μου με κάποιον τρόπο να πάρει σύνταξη. Να βγει στη σύνταξη, γι’ αυτό και αναγκαστήκαμε και την κλείσαμε την ιστορία. Αλλιώς δε θα την κλείναμε. Θα την αφήναμε έτσι. 

Θ.Π.:

Δε μάθατε ποτέ νέα από κάπου; Κάτι;

Α.Ν.:

Ναι. Μετά από ένα χρόνο, ενάμιση χρόνο περίπου, πέρασε κάποιος από το γραφείο το δικό μας που κάναμε τις οικοδομές. Πέρασε ένας κύριος. Είχαμε μια κοπέλα στο μαγαζί, μια υπάλληλο. Ήτανε γραμματέας αυτή. Γιατί είχαμε πολύ προσωπικό, είχαμε πάνω από είκοσι άτομα προσωπικό στη δουλειά μας. Και μπήκε ένας κύριος σε ηλικία πενήντα χρονών, ένας μουσάτος έτσι. Μπήκε στο γραφείο και λέει: «Θέλω να δω τον Ντούτση τον Αχιλλέα». Λέει η υπάλληλος: «Δεν είναι εδώ πέρα αυτή τη στιγμή. Είναι στη δουλειά, δουλεύουν αυτοί. Τι τον θέλετε; Πέστε μου εμένα να τον πω». Λέει αυτός: «Όχι, θέλω να δω τον ίδιο του γιατί θέλω να τον πω κάτι για τον θάνατο του μπαμπά του, τότε που έγινε το... που πνίγηκαν». Λέει: «Πέστε μου εμένα για να του πω να σας βρει, να σας κάνει». «Όχι», λέει, «μια άλλη μέρα θα γυρίσω εγώ να τον βρω και να μιλήσουμε». Δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος δεν ξαναπέρασε από το μαγαζί, από το γραφείο μας. Δεν πέρασε. Με το είπε η κοπέλα. Ξαναθυμήθηκα τα πάντα, ξαναστεναχωρέθηκα, ξανάρχισα πάλι να ψάχνω. Να φάω τα σίδερα, αυτόν τον άνθρωπο να τον βρούμε. Ίσως μάθουμε κάτι για τον μπαμπά μας που ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Που πήγε, να πούμε, άδικα. 

Θ.Π.:

Αυτό έγινε το ‘80 περίπου; Ενάμιση χρόνο αν ήτανε μετά; Ναι.

Α.Ν.:

Αυτή η συζήτηση με τον κύριο μετά από ενάμιση χρόνο έγινε. Που ήρθε στο γραφείο και μας είπε ότι: «Θέλω να μιλήσω με τα παιδιά για το θάνατο του μπαμπά τους». Πιστεύω...

Θ.Π.:

Δεν βρήκατε κάποιον να τον ήξερε;

Α.Ν.:

Όχι, τελικά δεν τον βρήκαμε αυτόν τον άνθρωπο. Δεν μπορέσαμε να τον βρούμε με τίποτα, με τίποτα! Τόσο πολύ αγωνιστήκαμε. Ίσως και βγάλουμε κάτι για τον άδικο θάνατο των τριών ατόμων τότε που πνιγήκανε. Άδικα, άδικα πήγανε. Δηλαδή, άδικα, πώς το λένε; Δε μπορεί σε μια θάλασσα ήρεμη τρία άτομα να χαθούνε έτσι. Χωρίς λόγο να πάνε.

Θ.Π.:

Έμπειροι ψαράδες. 

Α.Ν.:

Έμπειροι, με όλα τα αυτά, να πούμε. Και οι δύο ήταν ψαροντουφεκάδες κι ο μπαμπάς μου τη θάλασσα τη γνώριζε τόσο πολύ. Από δεκαέξι χρονών που ήρθε από το Νεστόριο, νύχτα μέρα στη θάλασσα ήταν. Λες και το είχε πάθος με τη θάλασσα. Παρόλο που δεν έχει κατά κει το Νεστόριο θάλασσα. Εκτός από τον Αλιάκμονα που είχαν το ποτάμι εκεί πέρα και μπαίνανε στο ποτάμι και κάνανε μπάνιο και τέτοια. Αλλά δεν ξέρω πώς την αγάπησε τη θάλασσα τόσο πολύ, γιατί κάθε χρόνο τη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος μας φορτώνανε στους αραμπάδες, από το χωριό μας που ήταν είκοσι πέντε χιλιόμετρα η θάλασσα των Αβδήρων. Μας φορτώνανε τα ξημερώματα και φτάναμε το απόγευμα στην παραλία των Αβδήρων. Γιατί το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος ήτανε στα Άβδηρα και κάθε χρόνο είχε πανηγύρι. Και κάθε χρόνο ο μπαμπάς μου μας πήγαινε εκεί. Κάθε χρόνο, έστω με το κάρο, είκοσι πέντε χιλιόμετρα. Εκείνα τα χρόνια, φυσικά, δεν είχε αυτοκίνητα και τέτοια. Αυτοί που είχαν ήτανε πέντε δέκα. Όλοι οι άλλοι με τα αλογόκαρα και με τα βόδια. Ερχόμασταν εδώ πέρα κάθε χρόνο. Περνούσαμε πολύ καλά. Αλλά, δυστυχώς, να τα χρόνια πώς ήρθανε, ο μπαμπάς μου πνίγηκε και εμείς μείναμε μόνοι μας. 

Θ.Π.:

Οι οικογένειες των άλλων των παιδιών ψάξανε να βρούνε τι έγινε; 

Α.Ν.:

Οι οικογένειες των άλλων των παιδιών οπωσδήποτε ψάξανε κι αυτοί, αλλά ο πιο δραστήριος από όλους ήμουνα εγώ, που εγώ μπορούσα να ψάξω. Γιατί ο ένας... Από τα Μάγγανα ήταν το ένα το παιδί, εκεί κοντά ήταν κι η θάλασσα δίπλα τους εκεί πέρα. Έψαχνε κι αυτό. Αν έβρισκα κάτι για τον μπαμπά μου, θα βρισκόντουσαν για όλους. Αλλά δυστυχώς, να πούμε... Αυτωνών οι οικογένειες δεν μπορούσαν να ψάξουν. Εγώ το έψαξα πάρα πολύ, δεν το άφησα έτσι. Το κυνήγησα μέχρι εκεί που δεν φτάνει. Δεν μπόρεσα να βρω τίποτα. Χάθηκαν τα ίχνη τους καλά [00:25:00]καλά. Αναγκαστήκαμε και κλείσαμε την ιστορία μόνο και μόνο για τη μάνα μου μετά από ένα χρόνο και. Το κρατήσαμε ένα χρόνο και, για να μπορεί να πάρει σύνταξη η μαμά μου. Γιατί έπρεπε κι αυτή να ζήσει. Δεν είχε πρόβλημα, ήτανε μαζί μου. Αλλά αυτή εκεί επέμενε: «Αφού δεν μπορούμε να βρούμε άκρη, τελικά να την κλείσουμε την ιστορία για να μπορέσω να βγω στη σύνταξη». Κι έτσι είναι η ιστορία. Έτσι φτάσαμε σε αυτό το σημείο. 

Θ.Π.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιράστηκες αυτή την ιστορία μαζί μας. 

Α.Ν.:

Να είσαι καλά, παιδί μου. Εύχομαι τέτοιες ιστορίες να μη σε λέει κανένας, γιατί είναι δυσάρεστες ιστορίες αυτές για έναν άνθρωπο που αγαπάει την οικογένειά του. Κι εμείς ήμασταν ακόμα μικροί. Ο μπαμπάς μας ήτανε τόσο καλός άνθρωπος, που αν κάπου πας και ρωτήσεις να δεις ποιος ήτανε ο Παντελής, τον αγαπούσανε και οι πέτρες. Ήτανε πάντα χαρούμενος, ήτανε πάντα αγαπητός. Τον ζηλεύανε και οι πέτρες. Μέχρι και η μάνα μου τον ζήλευε τον μπαμπά μου. Τόσο πολύ. Πανέμορφος άνθρωπος ήτανε. Ήταν ένας λεβέντης. Θεός σχωρέσ’ τον εκεί που είναι κι εύχομαι αυτήν την ιστορία τη δικιά μου, αυτόν τον πόνο τον δικό μου, να μην τον περάσει κανένας γιός. Κανένας γιός και καμιά μάνα να πάθει αυτό το πράγμα. 

Θ.Π.:

Έχεις πολύ δίκιο. Και πάλι σε ευχαριστώ. 

Α.Ν.:

Να ‘σαι καλά, γιαβρί μου.