© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μία βέρα Αθηναία αφηγείται: Η ιστορία της Ισμήνης Κατσάλη μεταξύ επιπλοποιίας και υποδηματοποιίας

Κωδικός Ιστορίας
19166
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ισμήνη Σοφία Κατσάλη (Ι.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/06/2021
Ερευνητής/τρια
Ναταλία Μητσιώνη (Ν.Μ.)
Ν.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ι.Κ.:

Ονομάζομαι Ισμήνη Σοφία Κατσάλη, είμαι 81 έτους και μένω... Και έχω γεννηθεί στην Αθήνα και μένω στην Αθήνα.

Ν.Μ.:

Είναι Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021, είμαι με την κυρία Ισμήνη βρισκόμαστε στο κέντρο της Αθήνας, εγώ ονομάζομαι Ναταλία Μητσιώνη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Ισμήνη θέλουμε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς. Τι κάνετε;

Ι.Κ.:

Ναι, γενικά να ξεκινήσουμε δηλαδή από τα παλιά-παλιά, θα μιλήσω για τους γονείς μου, για τους παππούδες κτλ., οι οποίοι ήταν γεννημένοι όλοι στην Αθήνα, εδώ ήταν και επαγγελματικά ήταν... Εξελίχθηκαν εδώ. Ο μεν παππούς μου, ο ένας από τους παππούδες μου ήταν ράφτης και ήταν ράφτης των μεγαλοδημοσιογράφων. Ήταν ας πούμε πελάτες του ο Δημήτρης ο Ψαθάς κτλ., γιατί ήταν το ραφείο του ήταν στη Χρήστου Λαδά... Και εντωμεταξύ και ο αδελφός του ήταν τότε... Γιατί μιλάμε τώρα για εκείνη την εποχή για ‘48-‘50 κτλ., αλλά πιο πολλά έχω να πω για τη δουλειά του πατέρα μου. Ο πατέρας μου και εκείνοι, όλοι, είμαστε Αθηναίοι, είχε ένα εργοστάσιο επίπλων και η έκθεση του μαγαζιού ήταν επί της Πανεπιστημίου, απέναντι ακριβώς από τη βιβλιοθήκη και δίπλα ήταν... Ο «Δαμβέργης», ένα από τα παλιά... Το έχεις υπόψιν σου; Ένα από τα παλαιότερα φαρμακεία της Αθήνας. Εκείνη την εποχή ήταν σου λέω και το "Piccadilly" από τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία, ο «Τσίφας» κτλ. Ένα πράγμα, γιατί και εγώ πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα μου τελειώνοντας ειδικά το –πώς το λένε– το γυμνάσιο κτλ., αυτό που μου έκανε εκείνη την εποχή εντύπωση ήταν οι πωλήσεις που κάναν, δηλαδή νόμισμα, εννοώ όταν ήταν η δραχμή, το νόμισμα το νόμιμο, οι περισσότερες πωλήσεις γινόταν με λίρες Αγγλίας, δηλαδή και ας πούμε οι πελάτες ρώταγαν όταν ήταν «Πώς θέλετε να σας πληρώσω; Σε δραχμές ή σε λίρες;». Φερειπείν τα διαμερίσματα τότε, οι αγοραπωλησίες γινόταν όλα με λίρες. Το ήξερες αυτό; Είδες λοιπόν; Λοιπόν… Ήταν εντωμεταξύ… Έβλεπες αυτό εκείνη την εποχή ότι γνωριζόταν ο κόσμος πολύ, δηλαδή κατέβαινες την Πανεπιστημίου και σε χαιρετούσε και έβλεπες χιλιάδες ανθρώπους με τους οποίους γνωριζόσουνα. Μετά θυμάμαι τα σχολικά μου χρόνια που ήταν τελείως διαφορετικά από ότι τα αντιμετώπισα όταν τα παιδιά μου πήγανε στο σχολειό. Εγώ σαν σχολειό πήγα στο «Μαράσλειο» σε δημοτικό και στη συνέχεια το δεύτερο που το λέγανε «Μαράσλειο», αλλά ήταν το δεύτερο θηλέων. Στο «Μαράσλειο», το «Μαράσλειο» ήταν παιδαγωγική ακαδημία που υποτίθεται ότι ήταν σχολείο που πηγαίνανε οι δημοδιδάσκαλοι, τώρα είναι πανεπιστήμιο πια. Λοιπόν υποτίθεται ότι έτσι έπρεπε να ήταν όλα τα σχολεία. Όλοι οι δάσκαλοι σπούδαζαν μουσική δηλαδή με αποτέλεσμα να υπάρχει ας πούμε μία ολόκληρη μπάντα των διδασκαλιστών, από κιθάρες, μαντολίνα και βιολιά και κάθε διδασκαλιστής... Κάθε δάσκαλος έπρεπε να διδάξει μουσική στα παιδιά με όργανο και αυτά τα μάθαιναν οι διδασκαλιστές και η χορωδία που υπήρχε. Να φανταστείς ότι η χορωδία που είχαν... Οι διδασκαλιστές ήταν –πώς το λένε– ο χορωδός τους ήταν ο Καψάσκης και ο οποίος ήταν και στη χορωδία πια του δημοτικού. Αυτός, που εντωμεταξύ θα σας πω... Που είχα τρελαθεί, τότε μαθαίναμε κάθε παιδί ανά τρεις μαθητές είχαν από μία πρασιά, από την οποία μάθαινες φυτολογία, φύτευες κρεμμυδάκια, μαρουλάκια, τα οποία [00:05:00]περιποιόσουν καθημερινά ανά τρεις μαθητές, και εγώ νόμιζα ότι έτσι είναι όλα τα σχολεία και όταν έκανα τα παιδιά μου και πήγα στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Είχα μείνει εκεί, γιατί πραγματικά ήταν φανταστικά. Λοιπόν αυτά, μετά... Τι να σου πω, να σου πω για τα χρόνια που είμαστε μετά τα κατοχικά, γιατί για Κατοχή δεν ξέρω τίποτα γιατί ήμουν. Γεννήθηκα στην Κατοχή, εγώ γεννήθηκα, είμαι και προκατοχική, γιατί γεννήθηκα Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο έγινε –πώς το λένε– ο πόλεμος, αλλά θυμάμαι τις δυσκολίες που είχανε και εμείς σαν παιδί που ήταν δυσκολίες στις μετακινήσεις οι γονείς τότε κτλ., δε αυτό που άκουγα από τον πατέρα μου, γιατί η Κατοχή έγινε πρώτα από τους Ιταλούς και μετά ήρθανε Γερμανοί... Ο πατέρας μου... Το εργοστάσιό του ήταν τότε... Λεγόταν Κουπόνια, τώρα λέγεται Ζωγράφου, είναι Ζωγράφου η περιοχή. Λοιπόν είχαν επιτάξει Ιταλοί την... Το εργοστάσιο και δούλευαν εκεί και επιπλοποιοί που ήταν στρατιώτες Ιταλοί, τους είχαν δηλαδή εξακολουθούσαν να εργάζονται. Με αποτέλεσμα όμως να έχουν συσσίτιο για να τρώνε και οι εργάτες όλοι, και οι δικοί μας οι εργάτες δεν είχανε πεινάσει στην Κατοχή, γιατί είχε επιτάξει η Ιταλία, είχε επιτάξει το εργοστάσιο. Αυτό το έλεγε ο μπαμπάς μου, το ξέραμε εντάξει. Μετά ήταν η δυσκολία, μετά την... Όταν έγινε εδώ το τέλος του Εμφυλίου, αλλά ήταν θα πω από τη δικιά μου την πλευρά, που άρχισα τότε να αντιλαμβάνομαι πράγματα, παρόλο... Ας πούμε ήταν χάλια η Ελλάδα και σιγά-σιγά ανέβαινε, αλλά ήταν εποχή του μέτρου, ήταν όλα με μέτρο δηλαδή τίποτα δεν ήταν υπερβολικά, όπως προχώραγαν ανέβαιναν, γιατί σιγά-σιγά ανέβαιναν και η οικονομία, τα πάντα και η εκπαίδευση όλα, αλλά δεν ήταν τίποτα ασύδοτο. Είχανε πάθει καλά, καλά, καλά, είχανε πάθει, είχανε μάθει οι άνθρωποι πια και ήταν όλα με μέτρο, αυτό θυμάμαι παντού ίσχυε το μέτρο. Αυτά ήταν από τη δικιά μου και από την πλευρά της δικιάς μου της μεριάς και όχι των Λεμησίων, γιατί και... Πάλι εντωμεταξύ ήμαστε γείτονες τότε με το παππού του άντρα μου, την οικογένειά του άντρα μου και είμαστε... Οι γειτονιές τότε ήταν κάτι το άλλο πράγμα ήταν, γνωρίζονταν οι άνθρωποι, τα παιδιά παίζανε όλα μαζί, οι γειτονιές είχανε ατέλειωτα παιδιά, και τότε ας πούμε ξέραμε για τους Λεμήσιους, μετά ξέρω 'γω κάναμε παρέα, σιγά-σιγά παντρευτήκαμε και μπήκα στην επιχείρηση και εγώ και προχωράω και τα 'μαθα όλα για το παπούτσι κτλ., από αυτά.

Ν.Μ.:

Εσείς όταν τελειώσατε από το γυμνάσιο μετά τι κάνατε;

Ι.Κ.:

Λοιπόν όταν τελείωσα το γυμνάσιο εγώ είχα μία φοβερή επιθυμία να σπουδάσω, αλλά ήταν λιγάκι στενά τα μυαλά της μάνας μου, όχι του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου ήταν... Αλλά έλεγε ό,τι έκανε η μαμά, αλλά ήταν της μαμάς μου το μότο ήταν «Κανείς δεν σπούδασε. Εσύ θα σπουδάσεις;». Δηλαδή το θεώρησε πάρα πολλή υπερβολή αυτό. Βέβαια πάρα πολύ μου είχε κακοφανεί, παρ' όλα αυτά εγώ συνέχισα πήγα στο εργαστήριο... Στο εργοστάσιο του μπαμπά μου να κάνω τις πληρωμές κτλ., όπως είχαν κάνει και οι αδελφές μου, αλλά παράλληλα συνέχισα τα αγγλικά μου, άρχισα να κάνω γερμανικά, να προχωράω δηλαδή σε κάτι άλλο πάνω στη μάθηση, γιατί όλες μου οι φίλες ήταν πανεπιστήμιο, να φανταστείς μέχρι σε σημείο που πήγαινα με έναν... Ένας συμμαθητής και φίλος του αδερφού μου, αυτός σπούδασε ιατρική, με έπαιρνε μαζί του και πηγαίναμε την Κυριακή στο Ιπποκράτειο, στο –πώς το λένε– αμφιθέατρο και παρακολουθούσα εγχειρήσεις. Είχα δηλαδή και μάλιστα αυτό τους έλεγα ότι «Δεν με ενδιαφέρει πού θα πάω, αρκεί να σπουδάσω». Είχα γενικά μεγάλη –πώς να στο πω– ενέργεια, αυτό το πράγμα, το οποίο το διοχέτευσα σε πάρα πολλά πράγματα στη συνέχεια στη ζωή μου, το έζησα, καλά παντρεύτηκα πάρα πολύ νωρίς, η πρώτη διοχέτευση ήταν τα παιδιά μου και μετά σε συλλόγους, σε πώς το λένε, σε χιονοδρομίες, σε... Πολλά πράγματα που κάναμε και σε νοσοκομεία που κάναμε... Τέλος πάντων είχα μία δραστηριότητα, την οποία, και εξακολουθώ να έχω. 

Ν.Μ.:

[00:10:00]Για πείτε μου λίγο για αυτή την δραστηριότητα. Πείτε μου μερικά παραδείγματα.

Ι.Κ.:

Κοίταξε να δεις θα... Σου λέω καταρχάς είχαμε φίλους, που ήτανε... Ήταν μέλη σε εκδρομικά σωματεία, τα οποία κάποιος άλλος φίλος ερχόμενος από το εξωτερικό τους έφερε τη χιονοδρομία στα σκαριά, στα σπάργανα και αποφάσισα να κάνουμε, τα παιδιά μας αρχίσανε να κάνουνε, ήταν μεγάλα, μάλιστα ο γιος μου ο μεγάλος ήταν τότε 15 ετών, ο μικρός ήταν 13, να μάθουνε σκι. Που λες... Και ενώ ξεκίνησαν τα παιδιά εγώ ήμουνα του στυλ πάντοτε «Ό,τι κάνουν τα παιδιά μου να είμαι από κοντά», να είμαι και εγώ δηλαδή, ξέρω εγώ τότε ήταν θυμάμαι τα ποδόσφαιρα Γουέμπλεϊ και τέτοια, αυτά ήταν αγόρια και τα λοιπά να πηγαίνουν στο γήπεδο, κοντά και εγώ στα γήπεδα, όπου πήγαιναν τα παιδιά, πήγαινα κι εγώ, γιατί είχα και μία θεωρία και την έχω ακόμα τη θεωρία αυτή και τη λέω πάντοτε και στις νύφες μου και στα εγγόνια μου. Ότι μέσω του παιδιού προχωράς μέσα στη ζωή και βλέπεις όλες τις καταστάσεις, ακολουθώντας αυτό που ζει το παιδί, δηλαδή αν δεν πήγαινε ο γιος μου σε παντομίμα εγώ δεν θα πήγαινα ποτέ να δω παντομίμα. Έτσι δεν είναι; Με τον γιο μου για να μην πάει μόνος του 15 χρονών, 16 χρονών παιδί θα πήγαινα και εγώ, θέατρα, τέτοια πράγματα, ό,τι είναι από κοντά και παίρνεις. Εγώ έχω πει ότι στη ζωή μου πιο πολλά πήρα απ’ τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου παρά έδωσα, τόσο πολύ το χάρηκα, αλλά δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Λοιπόν φτάνω λοιπόν στη χιονοδρομία και ενώ κάναν τα παιδιά σκι κτλ., καθόμουνα εγώ σαν τον κόπανο να τα δω, να τελειώσουν και λέω «Δεν δοκιμάζω κι εγώ;». Πιάνω λοιπόν κι εγώ, αρχίζω, μία χαρά. Πάνω σε αυτή τη σύγχυση, αυτοί οι φίλοι αποφασίζουν, ήταν πολλοί φίλοι μαζί, να κάνουν χιονοδρομικό όμιλο. Μου λέει ένας φίλος και κουμπάρος λέει «Έλα και εσύ γιατί χρειάζεται δεκαπέντε άτομα για να γίνει». Να κάνουμε ένα χιονοδρομικό σωματείο, από κοντά. Κάνουμε λοιπόν το χιονοδρομικό σωματείο, όλοι μαζί, μαθαίνω πρώτη και καλύτερη σκι κτλ. Το αστείο ήταν ότι από την επόμενη χρονιά, επειδή αρχίσαμε και παίρναμε από αρχάριους είτε μέσο, και μετά γίνεται το σωματείο αθλητικό και δεν επαρκούν οι εκπαιδευτές να είναι και να έχουν σταθερούς, αρχίζω και διδάσκω εγώ. Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος και γίνεται το έλα να δεις. Καλά ανέβηκε πάρα πολύ ψηλά αυτό το σωματείο έτσι όπως είμαστε, δηλαδή είχε συμμετοχές και εδώ και εξωτερικά κτλ., μετά βέβαια ένας-ένας... Το δυστύχημα είναι ότι φύγανε από τη ζωή οι περισσότεροι και δεν συνέχισαν οι νεότεροι, αλλά αυτά τα χρόνια της χιονοδρομίας είναι ανεπανάληπτα, δηλαδή είμαστε όλοι... Ξέρεις, καταλάβαινες ένα πράγμα, αισθανόσουν συνομήλικος με το 10χρόνο, κάνατε το ίδιο πράγμα, αυτό εγώ τρελαινόμουν ότι έκανα το ίδιο πράγμα με τα παιδιά μου, όπως κάνανε τρελαινόσουν ας πούμε. Αυτή ήταν μία από τις δραστηριότητες, μετά πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι, είμαστε μέλη σωματείων, εκδρομικού σωματείου, το οποίο είχε μία μεγάλη έκταση στο Μάτι, το συγχωρεμένο, –δυστυχώς αυτό είναι πίκρα της ζωής μου, θα σου πω αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο πένθος που έχω μέσα μου για αυτή την ιστορία– αυτό ήταν ένα πευκόφυτο υπέροχο μέρος όταν είχαμε πάει και είχε μέσα, είχαν γίνει, υπήρχανε εικοσιτέσσερις οικίσκοι, μικρά σπιτάκια, ξύλινα, τα οποία κάθε χρόνο το καλοκαίρι το λέγαμε κατασκήνωση, και ήταν μία μικρή κοινότητα με όλα της τα συν και τα πλην, παιδιά, παιδομάνι και τα λοιπά. Και εκεί βρήκα εγώ πεδίο... Τι γυμναστικές τους έκανα και τα λοιπά και έφτασα μέχρι και θεατρικό έργο να ανεβάσω του Μποσταντζόγλου, τη «Φαύστα» του Μποσταντζόγλου. Ό,τι δηλαδή, είχα αυτό το πράγμα την ενέργεια και επειδή όλοι τα δεχότανε, τους έλεγα «Είστε;», «Αμέ», τα παιδιά τους έλεγα... Τα παιδιά όλα, σε ηλικίες από 15 μέχρι 18 χρονών, όχι παραπάνω, και ήταν καταπληκτικά χρόνια, καταπληκτικά χρόνια, η οποία [00:15:00]έγινε κάρβουνο, δεν έμεινε τίποτα. Ήταν σου λέω όλο αυτό μέσα σε ένα δάσος, πευκοδάσος, όλοι οι οικίσκοι αυτοί ήταν ξύλινοι... Εκεί εντωμεταξύ κάηκε μέσα μία πολύ καλή μου φίλη και ένα ζευγάρι μεγάλοι, δεν ήταν φίλοι μας, αλλά ήταν εκεί, πέθαναν τελείως, και ένας συμμαθητής του άντρα μου, ο οποίος μετά –πώς το λένε– πέθανε στο νοσοκομείο, τέσσερα άτομα χάθηκαν σε αυτή την ιστορία του Ματιού, η οποία για μένα είναι ένα αιώνιο πένθος. Δηλαδή δεν σκέφτομαι ποτέ, δηλαδή όσοι ήταν... Όσοι άνθρωποι βιώσαν αυτό το πράγμα, δεν το ξεχνάς ποτέ, αλλά αυτά τα έργα και τα σημεία που κάναμε τότε στο Μάτι δεν λέγεται, δεν λέγεται, κάναμε πάρα πολλά πράγματα και ήταν καλοκαίρι και είχα πάρα πολλούς ας πούμε να με συνδράμουνε. Τέλος πάντων, ωραία, ωραία. Τέλος πάντων, αυτά ήταν από την ενέργειά μου. Τι άλλο έχω κάνει; Και άλλο έργο έχω ανεβάσει στο νοσοκομείο των παίδων, την «Παράγκα», μιας συγγραφέας παιδικών έργων και το είχαμε... Είχε γίνει μία ωραία δουλειά, αυτά.

Ν.Μ.:

Όλα αυτά τα κάνατε παράλληλα με το μαγαζί;

Ι.Κ.:

Όχι τότε δεν δούλευα. Δούλεψα και αυτό είδα το πόσο ωραία ήταν, αυτά τα έκανα μέχρι που ήμουνα... Από τα 40 και μετά, δηλαδή δούλεψα και αυτό έλεγα ότι «Κανονικά η γυναίκα –αν μπορεί να το κάνει αυτό είναι το ιδανικό– αφού ξεμπερδέψει, έχουν μεγαλώσει τα παιδιά και έφτασε στην ηλικία πριν την εμμηνόπαυση που λες «Και να φύγω από τη ζωή σε κανένα δεν θα λείψω. Όλοι κάνουν ό,τι μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», εκείνη την ώρα δούλεψα, έτυχε να είναι... Να έχει η πεθερά μου ένα πρόβλημα με το μαγαζί, δεν μπορούσε, ήταν και λίγο ανάπηρη, έκανα μετά όταν έγινε καλύτερα εκείνη, έκανα δικό μου μαγαζί και συνέχισα μετά... Όταν πήρε σύνταξη η πεθερά μου και έφυγε από το μαγαζί, πήρα εγώ, περιήλθε σε μας το μαγαζί και άρχισα να είμαι μόνιμο στέλεχος εδώ. Αλλά το να δουλεύει σε ηλικία... Αφού έχεις τελειώσει... Δηλαδή το πόσο το καταλάβαινα, θυμάμαι όταν ήμουνα στο μαγαζί και ήταν ο Γιώργος ο μικρός ήταν Γ' λυκείου και δεν ήταν ότι «Θα γυρίσει η μαμά; Πού είναι; Θα γυρίσει;». Ήξερε ότι η μαμά είναι άλλο πράγμα που δουλεύει τώρα, γύριζε από το σχολείο «Μάνα;», έπαιρνε τηλέφωνο, «Τι έχεις προγραμματίσει για το μεσημέρι;», του λέω αυτό, «Να καθαρίσω πατάτες, να τηγανίσω και πατάτες;», βοηθάγανε. Ο μεγάλος ήταν φαντάρος, στρατιώτης, ναύτης τότε και βοηθάγανε δηλαδή επειδή δεν ήταν ξέρεις όπως είναι η εργαζόμενη μανούλα, η οποία εγκαταλείπει τα παιδιά ήταν πολύ... Και έλεγα «Μακάρι να μπορούσε κάθε γυναίκα να το κάνει αυτό». Και θυμάμαι ερχόταν στο μαγαζί, ήταν βλέπεις εκείνη την εποχή είχε ψηφιστεί και ένας για μένα αισχρός νόμος, από τον οποίο έπαιρνε η γυναίκα σύνταξη στα δεκαπέντε χρόνια εργασίας, με αποτέλεσμα... Δηλαδή τελείωναν... Καταρχάς το γυμνάσιο και είχε τότε τέτοια βαρύτητα το γυμνάσιο, ούτε πτυχίο, έπιανες δουλειά και στα 35 έπαιρνες σύνταξη. Ήταν καταστροφικό και έχω συμμαθήτριες από τότε και ερχόταν στο μαγαζί και μου λέει «Άχου! Εγώ είμαι συνταξιούχος!». «Τι συνταξιούχος; –της έλεγα– Εγώ τώρα αρχίζω καριέρα! –ήμουν 40 χρόνων– Τώρα αρχίζει η καριέρα μου εμένα», και ζούνε δηλαδή φαντάσου τόσα χρόνια το κράτος, δηλαδή από τα 35 μέχρι τα 80-85 να παίρνει σύνταξη. Αυτό ήταν ολέθριο, δεν υπάρχει βέβαια πλέον νόμος, θα είχαμε διαλύσει τελείως. Αυτά. 

Ν.Μ.:

Είστε σε ένα ιστορικό μαγαζί της Αθήνας.

Ι.Κ.:

[00:20:00]Ναι πολύ, εδώ. Και αυτό που επιμένει, γιατί ιστορικό ήταν και το μαγαζί του πατέρα μου, ήταν πάρα πολλά χρόνια, αλλά ήρθε κάποια στιγμή που δεν υπήρχε συνέχεια. Γιατί είναι ιστορικό το μαγαζί εμάς; Γιατί έχει συνέχεια, δηλαδή βλέπεις ότι είναι τώρα τέταρτη γενιά ο εγγονός μου... Τέταρτη; Τέταρτη γενιά. Βλέπεις έχει ένα ενδιαφέρον διαφορετικό, είναι δημιουργία, είναι ελευθερία δημιουργίας, δηλαδή επειδή δεν είναι ένα εργοστάσιο που με τακ-τακ-τακ, «αυτό είναι και μέχρι εκεί...». Είναι ό,τι του 'ρθει του καθενός, του 'ρθει μία τρελή ιδέα, είδες τι φόραγε, αυτά τα παλαβά που φόραγε αυτή ήταν ιδέα του γιου του μεγάλου, το οποίο όταν τα είχε πρωτοκάνει εκείνη την εποχή αυτά τα patchwork, τώρα τα λέμε, τότε και ανάμεσα δεμένα με τέτοιο... Με ρέλι, μου λέει «Μάνα –μου είχε πει– σε παρακαλώ βάλ’ τα πολύ ακριβά αυτά τα παπούτσια, δεν θέλω να πουληθούν, θέλω να μείνουν στο μαγαζί». Εκείνη την εποχή το μπαλετάκι έκανε δεκα οχτώ χιλιάδες; Κάτι τέτοιο και τα βάζα σαράντα πέντε χιλιάδες, δύο-δύο τα παραγγέλνανε τόσο που ντρεπόμουν και του λέω «Δεν είναι δυνατόν, αυτό είναι κλοπή!» και το κατεβάσαμε σε λογική τιμή, δηλαδή με το που είδαν το κάτι διαφορετικό λύσσαξαν, λύσσαξαν. Αυτό το πράγμα ήταν πρωτόγνωρο και αυτό είναι ιδέα του γιου μου του Μάριου. Που λες... Δεν έχει κανέναν να του πει «Τι κάνεις εκεί; Παλάβωσες;». Τώρα το ίδιο πράγμα συμβαίνει με τον εγγονό μου που είναι πολύ μπασμένος μέσα στη... Και δεν είναι μόνο τα δικά μου, αλλά ήταν εκεί ο θείος... Δηλαδή δεν ήταν... Ο παππούς ήταν ο αρχικός εμπνευστής του μαγαζιού, αυτός ήρθε από την Κύπρο πολύ νέος, πάρα πολύ νέος με τον αδελφό του, ήταν η τσαγκαρική ήταν πολύ... Και εκείνη την εποχή ήταν επαγγέλματα, τα οποία σου φέρνανε παιδιά να μάθουν –ας πούμε– την τέχνη και στον πατέρα μου αυτό το πράγμα θυμάμαι, ήταν να γίνουν ξυλουργοί, δηλαδή μάθαιναν πρακτικά, πάνε αυτά. Λοιπόν έκανε τα πρώτα μαγαζιά... Γιατί από 'κει ξεκίνησε η δημιουργία, γιατί ξεκίνησε να κάνει παπούτσια τελείως διαφορετικά, δεν ακολουθούσε το συρμό, με αποτέλεσμα ο παππούς ειδικά να έχει πελατεία, θεατρίνες, ξέρεις πολύ θέατρο, το οποίο έχουμε και ακόμη μέχρι τώρα, βλέπεις ας πούμε δηλαδή όχι για τα παλαβά... Από μεγάλες ηθοποιούς, από την Κονιόρδου, από το τέτοιο, όλοι αυτοί είναι πελάτισσες μας. Τελευταία κάναμε στη Ντενίση και αυτά που... ΤΙ ήταν αυτά που φόραγε για τη Σμύρνη της είχαμε κάνει, αλλά τώρα γυρίζουν έργο τη Σμύρνη και πολύ... Τέλος πάντων αλλά θέλω να σου πω ότι έπαιρνε τους πιο προχωρημένους. Ο θείος, ο γιος του, ήταν κι αυτός της ίδιας νοοτροπίας και πιο... Ήταν ο εμπνευστής της μπαλαρίνας. Την μπαλαρίνα την ενεπνεύστει ο θείος ο Αλέκος, όλοι τους συγχωρεμένοι, βλέποντας... Ήταν τότε η Μπριζίτ Μπαρντό ήταν νυμφίδιο και γύριζε έτσι στο Σαν Τροπέ και φορούσε τα παπούτσια της ρυθμικής, αυτά που φοράνε ξέρεις με τη στενή σολίτσα και τα λοιπά του έκανε κλικ και έκανε αυτό το παπούτσι που φορούσε η Μπριζίτ Μπαρντό, το έκανε παπούτσι. Μιλάμε εν έτει 1995 και ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει, δεν έχει ξαναγίνει, αυτό έχει το κορδονάκι που το σφίγγει κτλ. Έτσι πρωτοποριακός, έκανε ο θείος Αλέκος έκανε για πρώτη φορά γυναικείο μοκασίνι. Το μοκασίνι ήταν το παπούτσι που φόραγαν οι άνδρες, ανδρικό παπούτσι, δεν είναι παπούτσι γυναικείο, δηλαδή έδινε μεγάλη βαρύτητα στο flat στο νεανικό κόσμο και η μπαλαρίνα ήταν για το νεανικό κόσμο και το μοκασίνι για το σχολειό κτλ. Κανείς δεν του είπε ποτέ όχι και προχώρησαν όλα αυτά τα πράγματα και έτσι είναι και ο Μάριος και ο Κωστής και ο Βικέντιος τώρα και η εγγόνα μου η μικρότερη, έχει ξετσουμίσει και αυτή, κάνει σχεδιάκια δικά της, αυτό το φούξια είναι δικά της. Λοιπόν έχεις πεδίο δράσης, δεν έχεις ε[00:25:00]παφή με ξέρεις νοίκια, ΦΠΑ, πληρώνεις, εφορία, δεν έχεις... Αυτός που ασχολούνται με αυτά, δεν έχουν τέτοιες έννοιες αυτά που φθείρουν τον δημιουργό, έτσι δεν είναι; Και πιστεύω ότι θα πάει πολύ... Γι αυτό είναι τόσα χρόνια, μιλάμε το 1912 πρωτόκανε το πρώτο μαγαζί ο παππούς...

Ν.Μ.:

Ποια είναι η σχέση σας με τους πελάτες; Έχετε σταθερούς πελάτες;

Ι.Κ.:

Έχουμε αυτό το πράγμα, φοβερή επικοινωνία, πράγμα το οποίο πάντοτε υπήρχε, πάντοτε. Παλιότερα από τον μπακάλη και το μανάβη μέχρι τη μοδίστρα μέχρι το φαρμακοποιό ήταν... Όλοι ήταν, έμπαινες σε ένα μαγαζί και δεν φοβόσουν μη σου πετάξει τίποτα στο κεφάλι, αυτό το πράγμα το εξακολουθούμε ακόμη και σε παίρνουν τηλέφωνο για αυτό, να σε ρωτήσουν εκείνο, το άλλο κτλ. Αυτή η επικοινωνία δεν έχει σταματήσει ποτέ και μου κάνει... Έτσι θυμάμαι όταν ήταν μικρός ο γιος μου και με έβλεπε, ήταν πάντα μαζί μου στο μαγαζί και με έβλεπε πως ήμουνα εγώ με τους πελάτες και έλεγα αυτός από μέσα του θα λέει «Πω, πω τι διάολο τους λες!», είδε πράγμα, είδε το αποτέλεσμα αυτού του πράγματος. Το αποτέλεσμα είναι να σε παίρνουν τηλέφωνο να για να σε ρωτήσουνε... Τώρα αυτή η άλλη είναι πελάτισσα, χρόνια πελάτισσα, επειδή έχει πρόβλημα τι να της συστήσω να κάνει για αυτό, ποιος θα σε πάρει γι' αυτό το λόγο; Πολλή επικοινωνία, σε αυτό έχουμε μεγάλο, δεν υπάρχει πια, δεν υπάρχει πια στα μαγαζιά.

Ν.Μ.:

Εσείς που είστε έτσι τόσο ενεργητική, που έχετε κάνει τόσα πράγματα, πώς και δεν συνεχίσατε την επιχείρηση του μπαμπά;

Ι.Κ.:

Εκεί θέλω να σου πω ότι εκεί βλέπεις τη συνέχιση, δεν υπήρχε συνέχεια, δηλαδή ο πατέρας μου είχε συνέταιρο, ο συνέταιρός του είχε τρεις κόρες, οι τρεις κόρες είχαν παντρευτεί άλλα ντ' άλλων. Δηλαδή η μία είχε δικηγόρο, η άλλη ήταν μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, η άλλη ήταν πολιτικάντης, τρεις κόρες. Ο πατέρας μου είσαι τρεις κόρες, ένα γιο. Ο γιος, ο οποίος υποτίθεται ότι θα έμπαινε στην επιχείρηση και τον στείλανε έξω, θυμάμαι τη συνεννόηση οι δύο συνέταιροι να πάει να μάθει εσωτερική διακόσμηση και σχέδιο, όπως το λένε για το έπιπλο και τα λοιπά, ο αδερφός μου καλή του ώρα στον ουρανό που βρίσκεται, τέλος πάντων έχει φύγει από τη ζωή, προορίζετω για το μαγαζί. Ο ίδιος εντωμεταξύ αφού είχε τελειώσει τις σχολές, Παρίσι και μετά στην Ελβετία, ήθελε ακόμη δύο χρόνια για να πάρει και το δίπλωμα της αρχιτεκτονικής και σου λέει «Δεν το παίρνω και το δίπλωμα» και πάρα πολύ σωστά έκανε. Γιατί όταν ήρθε... Τελείωσε και ήρθε, ο συνέταιρος του πατέρα μου μη έχοντας εκείνος συνεχιστή, άρχισε να τσινάει και δεν τον ήθελε στο μαγαζί κτλ., με αποτέλεσμα να πεθάνουν και δύο συνέταιροι και ποιος θα αναλάμβανε μία επιχείρηση τέτοια; Που να μην... Κανείς. Οι γαμπροί και από τη δικιά μου την πλευρά ήταν... Ο δε άντρας μου είχαν τη δικιά τους την επιχείρηση, οι δε γαμπροί μου και οι δύο ήταν του Πολεμικού Ναυτικού, του Βασιλικού Ναυτικού μη λέμε τώρα, το Βασιλικό... Ναυαρχαίοι και τέτοια, καμία σχέση, καμία σχέση δηλαδή με το επάγγελμα και ήταν επάγγελμα δύσκολο, δεν ήταν... Επιπλοποιία με βαριά έπιπλα κτλ. Η τύχη του ήταν και τελείωσε, πουλήθηκε το ακίνητο και τελείωσε η υπόθεση, αυτό ήταν και υπάρχει βέβαια. Να σου πω, αυτό θέλω να σου πω... Όταν έκανε ο πατέρας μου, ήταν πολύ μεγάλη επιχείρηση και φτιάξανε, έφτιαχνε ας πούμε τότε γινόταν το «Παλλάς», τα έπιπλα του «Παλλάς», του "Rex" τα έπιπλα, και είχανε πάρει τη δουλειά τη Βουλή. Ό,τι είχε γίνει η Βουλή και θυμάμαι τον μπαμπά μου πρέπει να 'τανε το ’50, απάνω στην ταράτσα του σπιτιού μας, όλη η ταράτσα είχε σε [00:30:00]κλίμακα σχεδίαζε τη Βουλή, το πώς είναι τα έδρανα, το θυμάμαι το έχω μέσα στα μάτια μου αυτό το πράγμα που σχεδίαζε ο πατέρας μου σε κλίμακα απάνω στην ταράτσα... Που να απλώσει αυτό το τεράστιο πράγμα, όχι όπως στη Σταδίου σε υποκλίμακα, και ακόμη αν πας στη Βουλή και σηκώσεις τα έδρανα έχει τη φίρμα, Νίκος... Είναι από τότε και στο "Rex" και στο «Παλλάς»... Το "Rex" και το «Παλλάς» είχαν κάνει, και το Αττικόν ήταν τότε. Ήταν μεγάλα... Μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά σου λέω μου 'χει μείνει στα μάτια μου αυτό το πράγμα απάνω στην ταράτσα.

Ν.Μ.:

Πόσο διαφορετικά βιώνετε την Αθήνα τώρα;

Ι.Κ.:

Καμία σχέση, καμία σχέση. Όχι κοίταξε να δεις, δεν το γκρινιάζω δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, δεν θα κλαις απάνω στο χαμένο... Χυμένο γάλα, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, δεν μπορεί να μείνει εκεί. Απλά θυμάσαι με πολλή, πολλή αγάπη πράγματα, δηλαδή ότι ας πούμε ξέρω 'γω στη γειτονιά μας, γιατί η γειτονιά μας είναι το σπίτι μου και θα είναι... Δεν το αλλάξαμε ποτέ, είναι το διώροφο και το πατρικό είναι στους Αμπελόκηπους, είναι στον Παναθηναϊκό, στη θύρα 7, Παναγή Κυριακού και Τσόχα το σπίτι μου. Θυμάμαι που πέρναγε ο κόσμος κάτω από το σπίτι και τραγούδαγαν οι άνθρωποι, γυρίζανε από το βράδυ ξέρω 'γω, εμείς καθόμασταν στη βεράντα, και γύριζαν και τραγούδαγαν. Ένα πράγμα που εσύ δεν το ξέρεις αυτό το πράγμα, δηλαδή ήταν πολύ ήσυχα. Καλά θυμάμαι εντωμεταξύ και το άλλο το φως που υπήρχε στην Αθήνα, έβγαινες από τα σπίτια, χαμηλά τα σπίτια και έβλεπες φως, φως, φως παντού, έλαμπε ο κόσμος, αλλά δεν μπορεί να μείνει εκεί, δηλαδή δεν μπορεί.. Τα θυμάμαι και είναι η μνήμη είναι η αγάπη μου, εντάξει δεν θα κλαίω πάνω στο χαμένο και χυμένο γάλα, πώς θα τα φέρεις πίσω αυτά τα πράγματα; Πώς ήτανε... Γιατί εντωμεταξύ και η γειτονιά μας ήταν μία αστική γειτονιά, με ωραία σπίτια, δεν ήταν ξέρεις με χαμοκέλες και τέτοια, όλα διώροφα με τους κήπους τους, με τα λουλούδια τους, με τα αυτά και τα τέτοια, και τώρα δεν είναι. Εντάξει δεν χάθηκε ο κόσμος, αυτό σε στεναχωρεί έτσι και λείψεις λίγο από την Αθήνα ότι κάποια στιγμή μπορεί να έρθεις και να μην ξέρεις που είσαι, αυτό, αλλά προσαρμόζεσαι. Αλλά δεν θα κλαις γι' αυτό το πράγμα. Δεν μπορεί να αλλάξει, υπάρχουν στιγμές που μπορεί να καθίσει το μάτι σου και να λες «Εντάξει αυτό το βλέπουμε», περνάς από τον Άγιο Διονύση, κοιτάς τον Άγιο Διονύση, είναι ο ίδιος Άγιος Διονύσιος που μας φέρναν από το σχολείο να πάμε να εκκλησιαστούμε, δεν έχει αλλάξει, μένω εκεί και το κοιτάζω, δηλαδή δεν θα καθίσω να... Είναι απέναντι στο σχολείο, εντάξει το ίδιο είναι. Βρίσκεις πράγματα αλλά σου λέω έτσι, τα μαγαζιά που αλλάζει το ένα μετά το άλλο, εντάξει αυτά. Στεναχωριέμαι ξέρεις όταν για χρόνια πολλά που περνάγαμε από την Ερμού υπήρχαν τα στάνταρ τα πράγματα, δεν γινόταν καινούργια, αλλά τώρα δεν έχουν μείνει τίποτα. Στην Ερμού ας πούμε ο «Αλεξανδράκης» είναι ο μόνος. Τίποτα, τίποτα, τίποτα δεν έχει μείνει. Πάει το μάτι μου κατευθείαν στην Καπνικαρέα και λέω εκεί είμαι, σταματάω εκεί. Τι να κάνεις; Εκεί ας πούμε στης γιαγιάς μου τη γειτονιά, η γιαγιά μου έμενε, ήταν η αγαπημένη μου γιαγιά, την άλλη δεν τη γνώρισα, του μπαμπά μου, η γιαγιά μου μένανε στην Ασκληπιού, θυμάμαι ακόμα το πράσινο το τραμ ξέρω 'γω ήταν στην Ιπποκράτους και η Ασκληπιού ήταν... Τότε που ήταν η γιαγιά μου, που πήγαινα στη γιαγιά, ήταν χωματόδρομος, πηγαίναμε, ανεβαίναμε στο Λυκαβηττό παίζαμε, κάναμε, ράναμε και είχαμε μεγάλες επαφές, [00:35:00]ήταν τα ξαδέρφια μου εκεί και η δικιά μας η γειτονιά, της γιαγιάς μου... Αλλά εξίσου οικεία ήταν και η γειτονιά και τα παιδιά της γειτονιάς της γιαγιάς μου, είχαμε πολύ μεγάλη επαφή και κοντά μέναμε σχετικά.

Ν.Μ.:

Μάλιστα. Θέλετε να σας αποδεσμεύσω σιγά-σιγά;

Ι.Κ.:

Ό,τι θέλεις εσύ. Ναι ναι, δεν ξέρω αν σε ικανοποίησα.

Ν.Μ.:

Ναι, ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ι.Κ.:

Ναι...