© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Δουλεύοντας στον επισιτισμό στα χρόνια της κρίσης
Κωδικός Ιστορίας
19066
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θ. "Ψευδώνυμο" (Θ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/06/2021
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης Παναγόπουλος (Δ.Π.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Είναι Κυριακή 6 Ιουνίου του 2021, εγώ ονομάζομαι Δημήτρης Παναγόπουλος, είμαι ερευνητής του Istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μου πεις για αρχή λίγα πράγματα για σένα.
Ωραία, ναι. Εγώ τώρα είμαι 27 χρονών, στα 28. Έχω τελειώσει τη Φιλοσοφική Αθηνών και η κύρια επαγγελματική μου απασχόληση μέχρι σήμερα ήτανε ο κλάδος του επισιτισμού.
Όσον αφορά αυτήν την επαγγελματική ενασχόληση στον επισιτισμό, θέλεις να μου πεις πότε ξεκινάει και με τι κίνητρο κιόλας;
Ωραία, ξεκίνησε τον... ή τον Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη του 2011. Που ήτανε μόλις είχαμε τελειώσει το σχολείο, είχαμε δώσει Πανελλήνιες εκείνο το καλοκαίρι. Ο πατέρας μιας συμμαθήτριάς μας άνοιγε ένα μαγαζί και ήθελε χέρια για να το δουλέψουν, πρακτικά. Και πήρε εμένα και άλλον έναν συμμαθητή μας και πιάσαμε δουλειά ως βοηθοί σερβιτόρου. Αυτό ήταν μια ντίσκο. Ήταν η πρώτη δουλειά, πολύ ενδιαφέρουσα, η αλήθεια είναι. Έμαθα πράγματα, έμαθα να κρατάω δίσκο, ας πούμε, για αρχή. Έμαθα τι είναι τα ποτά, δεν ήξερα τι είναι το ρούμι τι είναι η τεκίλα. Και είχε και την πλάκα, γιατί ντίσκο, βλέπεις, είναι μια άλλη εποχή, έβλεπες μέσα εξηντάρηδες, εβδομηντάρηδες, πενηντάρηδες, που την είχαν ζήσει αυτήν την εποχή, να χορεύουνε μες στην πίστα με ντισκόμπαλες και τέτοια, είχε πλάκα. Εκεί δεν είχαμε δουλέψει πάρα πολύ. Πρακτικά, πηγαίναμε Παρασκευοσάββατα. Τότε άνοιγε μόνο, ήταν σαν τα παλιά μπουζούκια. Άνοιγε μόνο Παρασκευοσάββατα και ουσιαστικά είχε κυρίως DJ που έπαιζε μουσική και κάποιες βραδιές είχε και live, δηλαδή... κι είχε φέρει μεγάλα ονόματα. Είχε φέρει τη Samantha Fox μια μέρα και τους Boney M. Ήταν ενδιαφέρον.
Και όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες που υπήρχαν εκεί, στην πρώτη σου δουλειά, τι θυμάσαι;
Αυτό, τώρα για ένσημα κι αυτά θα σε γελάσω, δεν θυμάμαι, πρέπει να κοιτάξω το ΙΚΑ μου. Αλλά θυμάμαι, σίγουρα αν υπήρχαν ένσημα θα ήτανε αστεία, δεν το συζητάμε αυτό. Θυμάμαι, είχαμε δουλέψει Πρωτοχρονιά, στην αλλαγή του χρόνου και όταν πήγαμε να πληρωθούμε, εμείς από τα πρώτα πράγματα που είχαμε μάθει από παλιότερους σερβιτόρους είναι ότι Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά το μεροκάματο είναι διπλό πάντα. Πάμε λοιπόν να πληρωθούμε και μας δίνουνε μονό. Και της κάνω: «Συγγνώμη -της λέω-, την Πρωτοχρονιά το μεροκάματο δεν είναι διπλό;». Μου λέει: «Έλα, ακόμα δεν αρχίσατε να δουλεύετε, μάθατε και τα διπλά». Και ήμουν σε φάση: «Α, ωραία». Τέλος πάντων, εκεί δεν κάτσαμε πολύ, γιατί τσακώθηκαν μεταξύ τους οι μέτοχοι, έφυγε ο ένας, ο δικός μας μέτοχος... δικός μας… κατάλαβες, ο δικός μας γνωστός, και το άνοιξε με έναν άλλον μέτοχο. Εκεί, πάλι δεν φτούρησε πάρα πολύ, για λίγο καιρό μείναμε, μέχρι που το ‘κλεισε. Αλλά εκεί ήταν πολύ καλύτερο, και το κλίμα ήταν καλύτερο, ήμασταν όλοι πιο δικοί μας άνθρωποι. Ήτανε... Δηλαδή εκεί ήταν ωραία, μπορώ να πω, ήταν η πρώτη μου καλή εργασιακή εμπειρία, είχε πλάκα.
Και, εν τέλει, πότε σταματάς και πού συνεχίζεις;
Λοιπόν, τώρα εκεί είναι λίγο θολό το πότε σταματάω, νομίζω ότι ήταν το καλοκαίρι, πρέπει να ‘κλεισε το καλοκαίρι, αν θυμάμαι καλά, και μετά για έναν χρόνο δεν δούλεψα. Το ‘παιζα φοιτητής. Όχι με ιδιαίτερη επιτυχία βέβαια, αλλά εντάξει, είχε πλάκα. Μετά ξαναπιάνω δουλειά, γιατί θυμάμαι χαρακτηριστικά να είμαι 19 χρονών και είχαμε φάει τότε μια πώρωση με το Risk όλη η παρέα και θέλαμε να πάμε να το βρούμε. Και πάω και ζητάω λεφτά από τον πατέρα μου. Και ένιωσα τόσο ντροπή εκείνη την ώρα, που φάση την ίδια μέρα άρχισα να ψάχνω δουλειά. Τέλος πάντων, ένας παλιός μου συμμαθητής, ο πατριός του άνοιξε ένα καινούργιο μαγαζί τότε, ένα bar-restaurant. Και μου ‘πε ότι χρειαζόντουσαν λαντζέρη και πήγα. Εκεί δουλεύαμε Παρασκευή-Σάββατο μόνο, έπαιρνα μισό ένσημο τη βδομάδα και, εντάξει, το μεροκάματο το τυπικό του λαντζέρη, που ήταν τότε, 25 ευρώ ήτανε. Αλλά είχε πλάκα, γιατί εκεί οι μάγειρες, όπως κλασικά οι μάγειρες στον επισιτισμό, βαριούνται πάρα πολύ και με χώνανε να κάνω διάφορες δικές τους δουλειές. Οπότε εγώ από εκεί έμαθα διάφορα πράγματα για την κουζίνα, έμαθα να μαγειρεύω κάποια απλά πραγματάκια και ήταν και το πρώτο μου, έτσι, κανονικό, ας πούμε, εργασιακό περιβάλλον. Βέβαια ούτε εκεί καθίσαμε πολύ, γιατί κάνα εξάμηνο εφτάμηνο μετά το μαγαζί έκλεισε. Δεν πήγαινε πολύ καλά, η αλήθεια είναι. Τότε ήταν και η εποχή που τα μαγαζιά ανοίγαν και κλείναν έτσι. Ήτανε μόλις είχε χτυπήσει η κρίση και όλοι αποφάσιζαν ότι θα τους έσωζε να ανοίξουνε ένα μαγαζί. Και ανοίγαν όλοι έτσι μαγαζιά, τα οποία τα κλείναν μετά από λίγο. Όταν έκλεισε αυτό, αυτός είχε άλλα δύο μαγαζιά. Ένα bar και μία καφέ-μπυραρία. Τέλος πάντων, εκεί είχε πιο χαλαρή κουζίνα. Δηλαδή club sandwich, μπεργκεράκια, καμιά πίτσα, τέτοια πραγματάκια. Για καφετέρια-μπυραρία. Ποικιλίες με λουκάνικα κι αυτά. Και ήθελε άτομο. Και τον έπιασα εγώ και του ‘πα ότι: «Να ‘ρθω εκεί; Με θέλεις να ‘ρθω εκεί;». Και με πήρε. Με συμπαθούσε γενικά αρκετά αυτός. Εκεί κάθισα έναν χρόνο. Ήταν ωραία, είχε πλάκα, δουλεύαμε βέβαια αρκετές ώρες, αλλά είχε ένα ενδιαφέρον. Κι εκεί έμαθα πολλά πράγματα για κουζίνες και αυτά. Είχαμε έναν αρχιμάγειρα, μέσα σε πολλά εισαγωγικά, ο οποίος, εντάξει, ημίτρελος τύπος, ωραίος, ωραίος, πλάκα είχε αυτός. Μας είχε πάει για τα γενέθλιά του, θυμάμαι, σε ένα στριπτιτζάδικο. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε στριπτιτζάδικο, και η τελευταία προφανώς. Και θυμάμαι να νιώθω τόσο άβολα εκεί μέσα! Ο άλλος ήτανε: «Φασάρα, είναι τα γενέθλιά μου», κι αυτά. Και θυμάμαι να νιώθω τόσο άβολα, που ήπια ένα ποτό στα γρήγορα, για να βγάλω την υποχρέωση, και σηκώθηκα κι έφυγα τρέχοντας. Δεν ξέρω, ήταν όλα λάθος εκεί μέσα, όλα! Τέλος πάντων, από εκεί, σε κάποια φάση εγώ μετά τον έναν χρόνο είχα αρχίσει να κουράζομαι λίγο με τις πολλές ώρες κι αυτά και τα λεφτά που δεν ήταν τόσο καλά. Και από εκεί έφυγα, γιατί κουράστηκα, και μια συνάδελφός μου ήξερε για μία ταβέρνα, ψαροταβέρνα που ζήταγε κόσμο, που δούλευε ένας γνωστός της. Πήγα εκεί, ζήτησα δουλειά, με πήρανε.
Ωραία, πριν πάμε στην ταβέρνα, θέλω να μου πεις λίγα παραπάνω πράγματα για την μπυραρία που ήσουνα. Δηλαδή, ποιο ήταν το ωράριο; Ποια ήταν τα χρήματα;
Το ωράριο ήτανε… Στην κουζίνα είχαμε δύο βάρδιες. Η μία ήταν η πρωινή, ήτανε πεντάωρη, 11.00... 11.00-16.00; 10.30-15.30; Κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι ακριβώς, νομίζω 11.00-16.00. Το οποίο ήτανε 25 ευρώ, δηλαδή έβγαινε πρακτικά 5 ευρώ η ώρα, πολύ κομπλέ, και ήταν κι η βραδινή. Η βραδινή ξεκίναγε στις 16.00, που σχόλαγε η πρωινή, και πήγαινε όσο... μέχρι πέρας. Μια κλασική ώρα που κλείναμε το καλοκαίρι ήταν γύρω στις 02.00, οπότε πρακτικά ήταν ένα δεκάωρο η βραδινή βάρδια και τα λεφτά ήταν 35 ευρώ. Συν τα tips, δηλαδή εκεί μας βγάζαν tips κανονικά τα service. Το βράδυ έβγαινε συνήθως ένα δεκάρικο για την κουζίνα, οπότε πρακτικά έφευγες με 45 ευρώ. Τα οποία σε εκείνη την ηλικία, που είσαι 19-20 χρονών, είναι μια χαρά λεφτά, που δεν έχεις έξοδα σπιτιού κι αυτά. Νιώθεις ότι κρατάς τον κόσμο απ’ τα αρχίδια, ξέρω ‘γώ, είναι πολύ καλά τα λεφτά. Αυτό, κατά τ’ άλλα, οι περισσότεροι εκεί μέσα ήμασταν φοιτητές, δηλαδή λίγοι ήταν αυτοί που ήταν επαγγελματίες επισιτιστές, ας πούμε. Ήταν, και είχαμε και τον κεντρικό καφετζή, ας πούμε, και δύο σερβιτόρους. Αυτοί ήταν οι... ας πούμε, πιο επαγγελματίες του κλάδου. Οι υπόλοιποι ήμασταν όλοι φοιτητές. Το κλίμα ήταν λίγο περίεργο εκεί, η αλήθεια είναι, δηλαδή πολύ ρουφιανιά, πολύ πισωμαχαίρωμα και τέτοια. Χωρίς λόγο. Αλλά…
Δηλαδή;
Δηλαδή, σε έβλεπα εγώ, για παράδειγμα, να κάνεις κάτι, πήγαινα, το ‘λεγα στο αφεντικό. Έβλεπε ο άλλος να γίνεται κάτι, πήγαινε, το έλεγε στο άλλο αφεντικό – είχαμε δύο αφεντικά. Ο καθένας είχε πάρει μια πλευρά εκεί και γινόταν ένα τέτοιο πράγμα. Εντάξει, ήταν πολύ κακό κλίμα.
Όσον αφορά αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους που μου ανέφερες, που ήτανε πιο επαγγελματίες, ας πούμε, ήταν σταθερά στον κλάδο, αυτό αντικατοπτριζότανε; Είχες εικόνα αν αντικατοπτριζόταν στο τι λεφτά παίρνανε, τι δικαιώματα είχανε;
Στα service όχι, δηλαδή παίρνανε τα ίδια λεφτά με τις υπόλοιπες σερβιτόρες. Ο... που ήτανε ο κεντρικός καφετζής –35 χρονών άνθρωπος, μη φανταστείς κάνα πιτσιρίκι–, έπαιρνε παραπάνω λεφτά, γιατί είχε κι ένα status ψιλό-υπεύθυνου, ας πούμε. Αλλά κατά τ’ άλλα όχι, γενικά όσο πιο παλιός είσαι στον κλάδο και όσο πιο παλιός είσαι σε ένα μαγαζί, το μόνο που διαφέρει είναι το πώς μπορείς να λουφάρεις, και πώς μπορείς να χώσεις τους νέους να κάνουν τη δουλειά τους αν δεν έχεις φιλότιμο. Κατά τ’ άλλα, στα λεφτά είναι σχεδόν τα ίδια, πάντα.
Και μου είπες ότι στην προηγούμενη δουλειά ήσουνα με μισό ένσημο. Αυτό σε απασχολούσε τότε, σε εκείνη την ηλικία;
Τότε όχι, μηδέν, δεν είχα… Τώρα, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να με απασχολεί αυτό, που βλέπω ότι δουλεύω δέκα χρόνια και τα ένσημά μου είναι δύο ετών. Τότε; 19 χρονών δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Δηλαδή με ένοιαζε απλά να πάρω το μεροκάματό μου, να πάω στο μπαράκι της γειτονιάς ή στο κέντρο, όπου πήγαινα, και να το παίξω ωραίος. Κατάλαβες τι εννοώ, να το παίξω ωραίος. Να πιω τα ποτάκια μου, να κεράσω και δύο φίλους που δεν δούλευαν τότε, δηλαδή ήταν πιο απλά τότε τα πράγματα πολύ. Ή να βάλω βενζίνη στο μηχανάκι, τέτοια, αυτά ήταν τα έξοδά μου τότε, δεν με ένοιαζε κάτι άλλο. Έτσι κι αλλιώς δεν το ‘βλεπα και τότε σαν επαγγελματική αποκατάσταση, το ‘βλεπα ότι είμαι φοιτητής και απλά κάνω αυτό για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου και να μη φορτώνομαι στους δικούς μου.
Και μετά μου είπες ότι δούλεψες σε μια ψαροταβέρνα;
Ναι. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με το service στο φαΐ. Τελείως διαφορετικό, εγώ δεν το ‘ξερα, και καλά είναι πιο επίσημο και τέτοια, δεν είχα ιδέα τότε προφανώς. Αυτό είχε πλάκα, εντάξει, η αλήθεια είναι, ήμασταν και ωραίο team παιδιών που δουλεύαμε. Οι περισσότεροι εκεί κοντά στην ηλικία μου, είχαμε και δύο τρεις πιο μεγάλους, δηλαδή είχαμε… Και έχουμε, έχει ακόμα το μαγαζί, τώρα είναι 65, 66; Τότε ήταν 60. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου λέει... πάω πρώτη μέρα στο μαγαζί, μου λέει: «Εγώ είμαι εδώ, εδώ και έναν χρόνο και θέλω έναν χρόνο ακόμα για τη σύνταξη». Προχθές που βγήκαμε και τον είδα, ακόμα εκεί δουλεύει. Δεν έχει φύγει, που ήθελε έναν χρόνο για τη σύνταξη! Πέρα από έναν δύο λοιπόν που ήταν πιο μεγάλοι και κάποια ναυάγια της ζωής που είχαμε εκεί, είχαμε έναν... Έχουν ακόμα δηλαδή έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι... έχει πρόβλημα, είναι αλκοολικός, αλλά σοβαρό πρόβλημα, δηλαδή ξεκίναγε από τις 11.00 το πρωί να πίνει, 14.00-15.00 η ώρα δεν μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του, το μεσημέρι.[00:10:00] Πέρα από αυτό, οι υπόλοιποι ήταν πολύ κομπλέ και με άτομα πάλι της ηλικίας μας, και αρκετοί φοιτητές και τέτοια, πιο ευκαιριακή δουλειά δηλαδή το βλέπανε, αλλά είχαμε και πιο επαγγελματίες εκεί πέρα, ανθρώπους που ήταν 40-45 χρονών, που ήταν αυτό το επάγγελμά τους, σερβιτόρος σε φαγητό.
Και εκεί πότε πήγες και πόσο κάθισες;
Εκεί πήγα τον Φλεβάρη του ’15, ναι, τον Φλεβάρη του ’15, και την πρώτη φορά, γιατί ξαναπήγα εκεί άλλες δυο φορές, την πρώτη φορά κάθισα μέχρι τον Σεπτέμβρη του ’15, όπου τσακώθηκα με τον υπεύθυνο, γιατί ήταν ένας ημιβάρβαρος τύπος, που ήτανε… Το ότι περπατούσε σε δύο πόδια και όχι σε τέσσερα ήταν τυχαίο. Και γενικά, τρόπους δεν είχε, μηδέν, και μου μίλησε πολύ άσχημα μπροστά σε έναν πελάτη, ενώ δεν έφταιγα κιόλας, δεν είχα κάνει κάτι. Δηλαδή είχε κάνει αυτός μια μαλακία, τη φόρτωσε σε μένα και μου μίλησε άσχημα μπροστά σε έναν πελάτη. Ε, και του λέω: «Δεν θα μου ξαναμιλήσεις έτσι μπροστά σε άνθρωπο τρίτο που δεν με ξέρει», και αυτά. Μου λέει: «Εγώ αυτός είμαι και αν δεν σου αρέσει, να σηκωθείς να φύγεις από δω μέσα». Ε, και σηκώθηκα κι έφυγα από κει μέσα. Τότε ήμουνα και πιο νέος, οπότε και οι ικανότητές μου να διαχειρίζομαι ουσιαστικά τέτοιες φάσεις ήτανε λιγότερο ανεπτυγμένες από ό,τι είναι τώρα. Τώρα δηλαδή το πιο πιθανό είναι ότι θα τον είχα γράψει στ’ αρχίδια μου ή θα τον είχα κάνει κόσκινο, δεν θα έχανα πάντως εγώ τη δουλειά μου γι’ αυτόν. Τότε ήταν πιο έτσι τα χρόνια. Τότε έφυγα από εκεί. Εκεί τα λεφτά ήταν εντάξει, παίρναμε και tips καλά. Τα ένσημα ήταν τα τυπικά του επισιτισμού εκείνη την περίοδο. Δηλαδή νομίζω δούλευα πενθήμερος ή εξαήμερος και έπαιρνα τρία μισά ένσημα τη βδομάδα. Ε, τα τυπικά που παίζουνε στον επισιτισμό, κάπου εκεί κινούνται τα ένσημα. Ναι, από εκεί όταν έφυγα κάθισα δύο μήνες. Ναι, δύο μήνες, μέχρι τον Νοέμβριο, δεν δούλεψα. Και μετά βρήκα… Η τότε κοπέλα μου, τέλος πάντων, η αδερφή της είχε έναν γκόμενο ο οποίος ήταν υπεύθυνος σε ένα μαγαζί. Και πήγα εκεί, αλλά εκεί παίχτηκε… Εκεί τα λεφτά ήτανε τα τυπικά και λίγο πιο χαμηλά, γιατί γενικά όσο ανεβαίνεις σε τέτοια μαγαζιά, οι πιο κάτω, δηλαδή οι βοηθοί service, τα μικρά service κι αυτά, παίρνουνε χειρότερα λεφτά από ό,τι σε ένα συνοικιακό, ας πούμε, γιατί το συνοικιακό θέλει να σε κρατήσει κιόλας. Από ένσημα, να σου πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι, αλλά πάλι πρέπει να ήταν κάτι… Είχε γίνει η πρόσληψη δηλαδή σίγουρα, αλλά ήταν κάτι πολύ τυπικά. Εκεί το μαγαζί έκλεισε αρκετά γρήγορα, γιατί έπαιξε ένας τσακωμός μεταξύ των μετόχων, οπότε ούτε εκεί καθίσαμε πολύ, εκεί έκατσα κάνα δίμηνο, έκλεισε μετά.
Πριν μου ανέφερες μια περίπτωση στο προηγούμενο μαγαζί, στην ψαροταβέρνα, που υπήρξε, έτσι, ένα σκηνικό εργασιακής έντασης. Είχες συναντήσει άλλο τέτοιο μέχρι τότε;
Το μόνο που είχα συναντήσει ψιλοαντίστοιχο, αλλά καμία επαφή, ήτανε στο προηγούμενο, στην μπυραρία που δούλευα, όπου είχε γίνει μια μαλακία σε μια συνεννόηση. Είχα κάνει κι εγώ λάθος, είχε κάνει και ο άλλος λάθος, και τέλος πάντων στην επικοινωνία με το αφεντικό, άρχισε να με κράζει το αφεντικό, και μπλα, μπλα, μπλα, και: «Είσαι μαλάκας», και το 'να, τ' άλλο. Απ’ το τηλέφωνο αυτά. Όταν ήρθε κοντά, δεν πρόλαβα να του πω τίποτα και μου λέει: «Χίλια συγγνώμη, δεν φταις εσύ, φταίει ο άλλος -ξέρω ‘γώ- τάδε, χίλια συγγνώμη που σου φώναξα έτσι». Οπότε, ναι, ήτανε τελείως διαφορετική αντιμετώπιση στο ένα και στο άλλο.
Οπότε σε αυτό που μου ανέφερες εξαρχής θυμάσαι αν σε είχε επηρεάσει ή απλά, ας πούμε, το είχες–
Όχι, όχι, με είχε επηρεάσει, ήμουνα πολύ πιο ευαίσθητος τότε με αυτά τα θέματα, δηλαδή δεν μπορούσα μετά να δουλέψω οριακά. Ήμουνα φάση: «Με προσέβαλε μπροστά στον άνθρωπο»... και το 'να, τ' άλλο, αντί να σκεφτώ ότι: «Καλά, γράψ’ τον στα αρχίδια σου -ξέρω ‘γώ-, βγάλε τη βάρδια και τσακώσου μετά μαζί του». Ε, με είχε επηρεάσει αρκετά τότε, θυμάμαι, δηλαδή. Γι’ αυτό έφυγα κιόλας. Άμα ήταν χαλαρό, δεν θα ‘χα φύγει, δεν θα ‘χα αφήσει τη δουλειά μου δηλαδή για τον μαλάκα.
Ωραία. Και ποια είναι εν τέλει μετά η…; Πας σε ένα μαγαζί που κλείνει σύντομα–
Κλείνει, ναι.
Ποια είναι η επόμενη δουλειά που πιάνεις;
Η επόμενη είναι σε ένα μεζεδοπωλείο. Το βρήκα από αγγελία αυτό, η μόνη δουλειά που έχω βρει από αγγελία και η μόνη δουλειά από την οποία με απολύσανε. Εκεί δεν κάθισα σχεδόν… Δηλαδή κάθισα δυο μήνες βαριά. Αυτοί θέλανε μάγειρα-μάγειρα κι εγώ τότε δεν ήμουνα μάγειρας-μάγειρας, ήμουνα βοηθός. Δηλαδή δεν μπορούσα να το βγάλω, αλλά προσπάθησα. Δεν βγήκε, δάγκωσα απ’ αυτό μεγαλύτερη μπουκιά από ό,τι μπορούσα να μασήσω και οι άνθρωποι, επειδή κοιτούσαν το καλό της επιχείρησής τους, με διώξανε. Και εκεί πάλι από ένσημα κάτι αστεία ήτανε, νομίζω έπαιρνα μισό τη βδομάδα, αν θυμάμαι καλά; Τα λεφτά ήταν ικανοποιητικά όμως, όσο κάθισα. Αλλά το είχα φέρει πολύ βαρέως ότι με απολύσανε τότε, γιατί δεν είχε ξανασυμβεί πριν και δεν είχε ξανασυμβεί και μετά, δεν με έχουν διώξει από δουλειά. Οπότε, ξέρεις, εκεί το ‘φερα πολύ βαρέως για λίγο καιρό, αλλά, εντάξει, όλα καλά στο τέλος.
Οπότε αυτοί σε απολύσανε, γιατί δεν έβγαζες τη δουλειά που θέλανε–
Ναι, ναι, ναι. Ναι, δεν μπορούσα δηλαδή να τους κατηγορήσω, το μόνο που τους είχα πει τότε είναι ότι: «Θέλω όλα τα νόμιμα της απόλυσης κι αυτά και να τελειώσει εκεί». Δεν μπορούσα να τους πω κάτι δηλαδή, δίκιο είχαν οι άνθρωποι, κι εγώ θα μ’ έδιωχνα από τη δουλειά εκείνη. Απλά, εντάξει, τα βρήκαμε εκεί, τους λέω: «Θέλω όλα τα νόμιμα κι αυτά», τα πήρα όλα τα νόμιμα, οπότε ήμουνα κομπλέ.
Και μετά πού συνεχίζεις;
Μετά επιστρέφουμε στην ψαροταβέρνα. Τα βρίσκω με τον υπεύθυνο και δουλεύω εκεί όλο το καλοκαίρι πάλι. Βγάζουμε τη σεζόν, μέχρι τον Σεπτέμβρη, που τότε πήγαινα σε μια σχολή Μαγειρικής...
Ποια χρονιά;
Εκεί είμαστε το καλοκαίρι του ’16. Και το φθινόπωρο λοιπόν του ’16, τον Σεπτέμβρη, εγώ πήγαινα τότε σε μια σχολή Μαγειρικής και σε μια συνομιλία που είχα με τον υπεύθυνο εκεί της σχολής, μας λέει, και σε μένα και σε άλλους, ότι –συγγνώμη–: «Γιατί δουλεύετε σερβιτόροι -και το 'να, τ' άλλο-, είστε μάγειρες, να πάτε να δουλέψετε μάγειρες. Και σας έχω εδώ και δυο δουλειές». Αυτός είχε κάνει κάποια συμφωνία λοιπόν με έναν τύπο ο οποίος άνοιγε μαγαζί, ένα από αυτά τα κινέζικα με την ανοιχτή κουζίνα, που σου δίνουν το φαΐ στο χέρι και φεύγεις, και πρακτικά δεν ξέρω τώρα τι συμφωνία είχαν κάνει, αλλά βρεθήκαμε σε ένα μαγαζί που άνοιγε τότε να δουλεύουμε δέκα άτομα απ’ την ίδια σχολή; Ε, μάλλον είχε παίξει κάποιο deal ότι: «Θα σου προμηθεύσω κόσμο», μπλα, μπλα, μπλα. Τέλος πάντων. Εκεί είχε πλάκα γιατί ήταν η πρώτη μου δουλειά καταρχάς που έπαιρνα όλα τα ένσημα. Που ήτανε... Ό,τι έπαιρνα ήτανε με τον νόμο κανονικά, προσαυξήσεις για το βράδυ, προσαυξήσεις για την Κυριακή, κανονικότατα όλα, και ήταν κι ένα μαγαζί το οποίο στηνόταν απ’ την αρχή, το οποίο επίσης δεν το ‘χω ξαναζήσει. Να μπαίνεις σε έναν καινουργιο χώρο και ουσιαστικά εσύ να αποφασίζεις πώς θα γίνουν τα πράγματα. Ήταν ωραίο! Είχε την πλάκα του, δηλαδή είχαμε ένα αφεντικό Κινέζο και η συνεννόηση μεταξύ μας, εντάξει, ήταν τραγελαφική. Το να προσπαθούμε να συνεννοηθούμε δηλαδή είχε πολλή πλάκα. Τέλος πάντων, αυτός με πήγαινε για κάποιον λόγο, πάρα πολύ, και με πήγαιναν για υπεύθυνο βάρδιας εκεί πέρα. Βέβαια, εντάξει, υπήρχαν προβλήματα, δηλαδή όταν τελείωσε ο πρώτος μήνας δεν πληρώθηκε κανένας μας. Μας χρώσταγαν λεφτά, οργανωθήκαμε μεταξύ μας, ότι: «Τι θα κάνουμε;». Σε συνεννόηση με την εταιρεία μάς είπαν ότι: «Έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τρεις ανθρώπους, δεν έχουμε να σας πληρώσουμε όλους αυτήν τη στιγμή, έχουμε να πληρώσουμε τρεις». Και συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας ποιοι θα είναι αυτοί οι τρεις οι οποίοι θα πάρουν λεφτά και ποιοι μπορούμε να αντέξουμε άλλον έναν μήνα χωρίς λεφτά. Τότε, ξέρεις, τα δώσαμε σε ανθρώπους που είχαν οικογένειες και οι υπόλοιποι μείναμε χωρίς λεφτά πάλι, μέχρι τον επόμενο μήνα. Ήταν ωραίο αυτό το κομμάτι, δηλαδή το ότι πήγαινα υπεύθυνος κι αυτά, δηλαδή μ’ άρεσε. Πάντα μ’ άρεσαν οι πιο διοικητικές θέσεις σε αυτό το κομμάτι, είχαν πιο πολύ ενδιαφέρον απ’ το απλά να γυρνάς ένα τηγάνι, η αλήθεια είναι.
Όταν λες οργανωθήκατε, θες να μου πεις λίγο τι κάνατε;
Ναι, πρακτικά, αυτό έσκασε... Υπήρχαν συζητήσεις μέσα στο μαγαζί συνέχεια, αυτό έσκασε σαν θέμα μια μέρα που είχα ρεπό. Ήμουνα σπίτι, με παίρνει ένας συνάδελφος και μου λέει: «Γίνεται το και το», το 'να, τ' άλλο. Παίρνω τη μηχανή, κατεβαίνω κάτω, τους βρίσκω εν εξάλλω, σε μια κατάσταση έξαλλη όλους. Μπαίνω, αρχίζω να μιλάω με τους δικούς μου, μιλάω και με τους υπευθύνους κι αυτά – δικούς μου εννοώ τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Αρχίζουμε, μιλάμε και με τους υπευθύνους κι αυτά, μας λένε οι υπεύθυνοι αυτό το πράγμα, μαζεύω εγώ τους άλλους, τους λέω: «Πάμε πάνω να συνεννοηθούμε». Πήγαμε πάνω, για να μην είμαστε μπροστά εκεί πέρα, και εκεί έγινε αυτή η συνεννόηση, το 'να, τ' άλλο. Είπαμε ότι: «Οκέι, θα πάμε έτσι, αλλά από εδώ και πέρα να είμαστε...». Ανταλλάξαμε τηλέφωνα δηλαδή όλοι πλέον μεταξύ μας, είπαμε: «Από εδώ και πέρα να έχουμε το νου μας τι γίνεται, να συνεννοούμαστε για τα πάντα», κι αυτά. Δηλαδή, αυτό ήτανε πολύ ωραίο, ήταν η πρώτη φορά που είδα την πίεση των εργαζομένων να καταφέρνει έστω και κάτι μικρό απ’ τα αφεντικά. Δηλαδή, από εκεί που δεν θα πληρωνόταν κανένας μας, μπορέσαμε και τουλάχιστον τρεις άνθρωποι βάλανε λεφτά στο σπίτι τους εκείνο τον μήνα να ταΐσουν τα παιδιά τους, γιατί αυτοί οι άνθρωποι πήραν τα λεφτά εκείνη την περίοδο.
Αυτό το έχεις ξανασυναντήσει σε άλλο εργασιακό χώρο; Και γενικά είχες κάποια επαφή με τους συλλογικούς φορείς του κλάδου, ας πούμε, των εργαζομένων;
Ναι, ήμουνα στο Συνδικάτο, το Συνδικάτο Επισιτισμού. Αλλά μέχρι εκείνη την περίοδο γενικά τα μαγαζιά που είχα δουλέψει δεν… Ούτε υπήρξαν τέτοιες ανάγκες, ας το πούμε έτσι, για τέτοιου τύπου οργάνωση, ούτε υπήρχε και το κλίμα για κάτι τέτοιο. Δηλαδή στα προηγούμενα μαγαζιά που είχα δουλέψει, οι περισσότεροι είχανε κάποια σχέση με το αφεντικό, άρα ήτανε… δεν θα στρεφόντουσαν εναντίον του με τίποτα. Δηλαδή στην ψαροταβέρνα ήτανε τα παιδιά του μέσα, ήταν κάτι ξαδέρφια, κάτι τέτοια, και στο προηγούμενο ήτανε, πέρα από κάτι συγγένειες, ήτανε και κάτι άνθρωποι οι οποίοι είχανε μια ιδιαίτερη σχέση με τα αφεντικά, οπότε ξέρεις, δεν υπήρχε αυτό το κλίμα πουθενά. Ούτε υπήρχε βέβαια κι αυτή η κατάφωρη αδικία. Το: «Ελάτε εδώ, σας έχουμε φλομώσει, έχουμε καινούργιο μαγαζί, έχουμε δώσει τόσα λεφτά γι’ αυτό, για το σήμα, και ξαφνικά δεν έχουμε να σας πληρώσουμε». Δηλαδή αυτό ήταν ξεκάθαρα λες και μας κατούραγαν στο στόμα.
Για το Συνδικάτο Επισιτισμού που μου είπες ότι ήσουνα, μπορείς να μου πεις κάποια πράγματα;
Θα προτιμούσα όχι, να σου πω την αλήθεια.
Και εν τέλει και τι γίνεται; Τα λεφτά τα πήρατε;
Εκεί, λοιπόν, αρχίσαμε μετά από ένα σημείο, γιατί μας λέγαν ότι είναι πρόβλημα ρευστότητας, κάτι, ότι μεταφέρουνε, μεταφέρει ο Κινέζος λεφτά από την Κίνα εδώ και κάτι με τα capital control και τέτοια, τα οποία τότε δεν ξέραμε αν ισχύουν ακόμα, δεν ισχύουν ακόμα... Τέλος πάντων, μας είχαν πιάσει λίγο κότσους, μας λέγαν ότι είναι θέμα ρευστότητας και θα λυθεί αυτό. Τέλος πάντων, όντως σε κάποια φάση ξεκίνησε να λύνεται και αρχίσαμε να πληρωνόμαστε πιο φυσιολογικά, αλλά είχε χτιστεί ήδη μια δυσπιστία, είχε χτιστεί ήδη ένα «εμείς-αυτοί», το οποίο δεν έφευγε εύκολα. [00:20:00]Και είχαμε και στα delivery, γιατί είχαμε και delivery εκεί, είχαμε και πολλά παλικάρια από το ΣΒΕΟΔ. ΣΒΕΟΔ αυτοί, Συνδικάτο εγώ, υπήρχε λοιπόν ένα κλίμα, το οποίο ήταν ότι: «Δεν θα μας κάνετε εδώ τίποτα από μαλακίες, ό,τι μας κάνετε θα το πληρώσετε». Και κάνουνε το μεγάλο λάθος ένα βράδυ, είχανε κόντρα αυτοί με έναν ντελιβερά, δεν γνωρίζω τη φύση της κόντρας, γιατί φτάσανε δηλαδή σε αυτό το σημείο, και σκάνε ένα βράδυ, σκάει ένας από την κεντρική εταιρεία και του λέει: «Αύριο περνάς από το λογιστήριο να υπογράψεις την απόλυσή σου», κι αυτά. Γίνεται μια μανούρα μέσα στο μαγαζί, αρχίζει αυτός φωνάζει: «Γιατί;» το 'να, τ' άλλο, του λέει: «Δεν ξέρω, έτσι μου είπε η εταιρεία». Δηλαδή τώρα απολύσανε έναν άνθρωπο και δεν του δίνεις καν τον λόγο, «έτσι μου είπε η εταιρεία». Τα παίρνει αυτός, τώρα 00.00 παρά αυτό, 00.30 κλείναμε. 00.00 παρά αυτό, φεύγει αυτός έξω, μας λέει, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, παίρνω εγώ και τον άλλον μάγειρα, κλείνουμε επί τόπου μηχανήματα, κάνουμε καθαρισμό και τελειώσαμε. Τους λέμε: «Δεν σερβίρουμε άλλο εμείς σήμερα, τελειώσαμε για σήμερα και θα δούμε αύριο τι θα γίνει». Συνεννοούμαστε με τους υπόλοιπους ντελιβεράδες και αυτά και μαζεύονται τρεις ντελιβεράδες κι εγώ, που δουλεύαμε όλοι την επόμενη μέρα το πρωί, και συναντιόμαστε πριν ξεκινήσει η βάρδιά μας. Δηλαδή ο ένας δούλευε 12.00, ο άλλος 13.00, ο άλλος 14.00 και άλλος ένας μαζί μου 12.00, νομίζω. Και συναντιόμαστε από πιο πριν, μπαίνουμε στο μαγαζί και οι τέσσερις, τους ανακοινώνουμε ότι εμείς δεν θα δουλέψουμε εκείνη τη μέρα μέχρι να παρθεί πίσω η απόλυση. Μας κάνει εκεί μες στο μαγαζί: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι εγώ, πηγαίνετε στην εταιρεία». Η εταιρεία ήταν τρία στενά πιο πάνω, οπότε ήταν πολύ εύκολο να πάμε. Πάμε επί τόπου, έχουμε πιαστεί λοιπόν με τον κεντρικό μανατζαραίο της εταιρείας και τσακωνόμαστε. Τσακωνόμαστε, τσακωνόμαστε, τσακωνόμαστε. Όσο τσακωνόμαστε εμείς, χτυπάνε τηλέφωνα απ’ το μαγαζί, τον παίρνουν οι υπεύθυνοι βάρδιας και αυτά: «Δεν έχω delivery, δεν έχω μάγειρα, δεν έχω το ένα, δεν έχω το άλλο». Μια δυο, τρεις, πέντε, δέκα, υποκύπτει, ο άνθρωπος ξαναγυρνάει στη δουλειά κανονικά και όλα τέλεια, μέλι γάλα. Βέβαια όχι μέλι γάλα, γιατί καταλαβαίνεις μετά πώς ήταν το κλίμα. Καταρχάς εγώ είχα χάσει κάθε πιθανότητα πλέον να πάω όντως για υπεύθυνος, δεν υπήρχε περίπτωση να με κάνει υπεύθυνο μετά από αυτό, οπότε ήξερα πολύ καλά ότι οι μέρες μου εκεί πέρα είναι λίγο μετρημένες. Σε φάση πόσο να κάτσω, να μη μας πληρώνουνε και να παίρνω βασικό μισθό και να μην έχω την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θ’ ανέβω; Οπότε έφυγα γρήγορα από εκεί, μετά από κάνα μήνα.
Το ΣΒΕΟΔ είναι Σωματείο Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δίκυκλων, νομίζω;
Ναι, είναι οι κούριερ, ντελιβεράδες και άλλο ένα, δεν θυμάμαι τι. Τέλος πάντων, είναι οι εργαζόμενοι μεταφορείς με δίκυκλα.
Άρα, στη βάση όλων αυτών που έγιναν, κοίταξες κι εσύ για κάτι άλλο μετά;
Ναι, επί τόπου. Και η μία υπεύθυνη με την οποία είχα πολύ καλές σχέσεις, δεν της άρεσε βέβαια αυτό που έγινε προφανώς, αλλά συνέχιζε να με συμπαθεί πάρα πολύ και είχαμε καλές σχέσεις, φαντάσου, αυτή μου βρήκε άλλη δουλειά. Ένας γνωστός της δούλευε σε ένα μαγαζί στο κέντρο και μου λέει: «Ψάχνουνε μάγειρα -λέει- θες να πας εκεί πέρα;». Φαντάσου με αυτή και μετά τη δουλειά δηλαδή κρατήσαμε επαφές για κάποιον καιρό, παρόλο το τι είχε γίνει, γιατί καταλάβαινε κι αυτή ότι, εντάξει: «Η εταιρεία το παρατραβάει, εσείς…». Εντάξει, διαφωνούσε με αυτό που κάναμε, αλλά μου λέει: «Εντάξει, το καταλαβαίνω». Τέλος πάντων, πάω σε εκείνο το μαγαζί, ζητάω κάποια λεφτά, δεν τα πήρα αυτά τα λεφτά που ζήτησα, εν τέλει πήρα λιγότερα. Αλλά εκεί ήτανε όλα μου τα ένσημα, δώρα-επιδόματα, πενθήμερο οκταμισάωρο αυστηρό, ούτε λεπτό παραπάνω. Ό,τι γενικά γινότανε, πανικός να γινότανε στο μαγαζί, άμα τελείωνε η βάρδιά σου… Εσύ να… Εγώ ήθελα να κάτσω παραπάνω, να βοηθήσω. Με διώχνανε: «Όχι, θα φύγεις». Clock in, clock out, να χτυπάμε κάρτες, τέτοια, αμερικάνικα συστήματα. Εντάξει, αυτό ήταν βέβαια πιο γραμμή παραγωγής, δεν είχε το μαγειρικό κομμάτι μέσα. Δηλαδή, φαντάσου, είχαμε φριτέζες, τις οποίες πάταγες το κουμπί, ήταν ρυθμισμένη η θερμοκρασία, τα λεπτά, όλα, εσύ απλά πάταγες το κουμπί, το κατέβαζε, και όταν τελείωνε, το ανέβαζε μόνο του. Ήταν τέτοιο, γραμμή παραγωγής, κανονικά. Εντάξει, και κάθισα δυο μηνάκια. Ήταν μια περίοδος της ζωής μου τότε που με ενδιέφερε και καλά η εξέλιξή μου ως μάγειρας, είχα μπει σ’ αυτό το τρυπάκι, χωρίς κανένα λόγο. Οπότε μετά από δυο μήνες, που παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να πάω σε ένα καλό ιταλικό εστιατόριο, έφυγα από εκεί, για να πάω στο ιταλικό.
Αυτό πότε συμβαίνει;
Είμαστε… Αχ, περίμενε. Το ’17, την άνοιξη του ’17. Αν θυμάμαι καλά, τέλη Μάιου ή αρχές Ιουνίου πρέπει να ‘τανε. Ή αρχές Μαΐου. Τέλος πάντων, ήτανε Μάιος ή Ιούνιος, Μάη-Ιούνης, κάτι τέτοιο.
Και στο ιταλικό τι συναντάς;
Στο ιταλικό με είχαν πάρει για κρύα κουζίνα. Αν έμπαινες στο μαγαζί, ήταν πολύ κυριλέ. Τραπέζια στρωμένα, τα ποτηράκια του κρασιού, έτσι ωραία, ομορφιές. Αν άνοιγες την πόρτα της κουζίνας, ήταν ένας άλλος κόσμος βέβαια. Αρχαία ψυγεία, κάτι μηχανήματα που δουλεύαν-δεν δουλεύαν, δεν είχαμε εργαλεία να δουλέψουμε. Δηλαδή, χαρακτηριστικά, τον σολομό... ο σολομός έχει κόκαλα σε όλη τη ράχη του, σε όλο το πλευρό του, εδώ, σε όλο, το φιλέτο. Αυτός, έχεις ένα τσιμπιδάκι, ρε παιδί μου, που αφαιρείς τα κόκαλα. Εμείς δεν είχαμε τέτοιο τσιμπιδάκι και τ’ αφαιρούσαμε με πένσα. Κανονική πένσα που έχει ο καθένας σπίτι του, για να καταλάβεις λίγο πώς δουλεύαμε εκεί πέρα. Αλλά εκεί, εντάξει, ήταν ενδιαφέρον, έμαθα πάρα πολλά πράγματα εκεί, η αλήθεια είναι. Εκεί, την πρώτη φορά, γιατί ξαναπήγα εκεί, την πρώτη φορά από ένσημα δεν θυμάμαι ιδιαίτερα, νομίζω κάτι κόλλαγε, όχι τα πάντα, αλλά κάτι κόλλαγε. Το θέμα εκεί ήταν ότι δεν μας πλήρωνε, δηλαδή μου καθυστερούσε πάρα πολύ να με πληρώσει. Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο να μου χρωστάει ένα χιλιάρικο. Και πληρωνόμασταν μεροκάματο, όχι μήνα. Τέλος πάντων, εγώ τότε έμπαινα σε καινούργιο σπίτι, οπότε χρειαζόμουνα να ξέρω ότι μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, εγώ έχω λεφτά να πληρώσω νοίκι, ΔΕΗ, λογαριασμούς, το 'να, τ' άλλο. Οπότε τον πιάνω μετά από κάνα δίμηνο και του λέω: «Τάδε -ξέρω ‘γώ-, δεν γίνεται αυτό το πράγμα πια. Πρέπει ή να πληρώνομαι κανονικά, γιατί έχω έξοδα, ή θα ψάξω αλλού δουλειά. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Μα, μου, μα, μου, δεν μπορούσε αυτός να το κάνει αυτό. Καλά, χρώσταγε παντού. Ήτανε... η διαχείρισή του ήταν έτσι αυτουνού. Και μα, μου, μα, μου, τέλος πάντων, του λέω: «Εντάξει, δεν μπορώ να συνεχίσω εδώ πέρα». Και μιλάω με έναν παλιό μου συμφοιτητή από τη σχολή Μαγειρικής, ο οποίος δούλευε σε ένα έτσι κυριλάτο... όχι κυριλέ, αυτά τα ψευτοκυριλέ, τέλος πάντων. Και πάω εκεί. Εκεί ήτανε… ίσως απ’ τα χειρότερα που έχω δουλέψει από συνθήκες. Εξαήμερο, δεκάωρο, 600 ευρώ τον μήνα, νομίζω, δύο μισά ένσημα τη βδομάδα, αν θυμάμαι καλά; Δώρα-επιδόματα, καλά, δεν το συζητάμε καν, out of the question. Και δουλειά, σκληρή δουλειά. Δηλαδή διάλειμμα στο δεκάωρο, είχα ένα πεντάλεπτο για να κάνω τσιγάρο, και μετά πάλι μέσα. Εν τω μεταξύ, είχε συμπέσει το πρώτο Σαββατοκύριακο που δούλεψα –καλοκαίρι του ’16 είμαστε τώρα, Αύγουστο του ’16–, είναι –δεν ξέρω αν το θυμάσαι– που είχε... βάρεσε κάτι σαράντα πεντάρια στην Αθήνα, κάτι ακραίες θερμοκρασίες. Κι εμείς δουλεύαμε σ’ ένα υπόγειο χωρίς κλιματισμό. Θυμάμαι, έσταζα ολόκληρος! Φαντάσου το και υγειονομικά λίγο αυτό, πώς είναι να στάζεις πάνω από τα φαγητά που φτιάχνεις. Τέλος πάντων, εκεί, εντάξει, μάθαμε πολλά πράγματα, γιατί στην αρχή με είχε κρύα, αλλά στη δεύτερη βδομάδα με ανέβασε στη ζεστή. Και εκεί όντως έμαθα πολλά πολλά πράγματα. Από αυτό ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, από όλα τα άλλα ήταν μια απαίσια εμπειρία.
Μου ανέφερες τώρα δύο συνεχόμενες δουλειές που έκανες σε εστιατόρια που είχανε μια πιο επίσημη, ας πούμε, εμφάνιση, άποψη, πρόταση στον κόσμο. Σε σχέση με το τι συνέβαινε πίσω από τις… πίσω από το κοινό, από εκεί που ήταν το κοινό, βρήκες διαφορές όσον αφορά τα πιο χαλαρά εστιατόρια που δούλευες;
Ναι, στα προηγούμενα είχα πολύ πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση από οποιονδήποτε. Εκεί ήτανε, σου λέω, ήταν πολύ πιο σκληρά τα πράγματα. Δηλαδή δεν σου συζητάω τώρα να ζητάς αλλαγές προγραμμάτων και τέτοια, δεν παίζαν αυτά. «Το πρόγραμμα είναι έτσι, θα δουλέψεις εδώ. Τέλος». Ή για άδειες και τέτοια. Δηλαδή εκείνο το καλοκαίρι σε αυτό το μαγαζί πήρα άδεια τρεις μέρες, οι οποίες δεν ήταν άδεια, ήταν ρεπό που μου χρωστούσαν, γιατί είχα δουλέψει τρεις βδομάδες σερί χωρίς ρεπό. Και μου δώσαν τα τρία ρεπό των τριών προηγούμενων βδομάδων κολλητά, ε, και πήγα ένα τριήμερο Χαλκίδα. Έκανα πολύ high διακοπές εκείνη τη χρονιά. Όχι, γενικά δηλαδή το έχω παρατηρήσει αυτό, ότι όσο πιο κεντρικά και όσο πιο κυριλέ πας, τόσο πιο απρόσωπα είναι προφανώς, εντάξει, αναμενόμενο. Είναι πολύ πιο απρόσωπα τα πράγματα σε... ενώ στα συνοικιακά είναι πολύ πιο προσωπικά. Βέβαια το καθένα έχει τα προβλήματά του, έτσι; Πιο πιθανό είναι σε ένα πιο απρόσωπο και μια μεγάλη επιχείρηση, όχι αυτά της πλάκας που στήνονται, σαν αυτό εκεί, να πάρεις και τα νόμιμά σου και τα ένσημά σου κι αυτά, ενώ στο συνοικιακό σίγουρα δεν θα τα πάρεις. Θα έχεις και μια άλλη αντιμετώπιση βέβαια στο συνοικιακό. Είναι τι ταιριάζει στον κάθε άνθρωπο. Σε κάποιους ανθρώπους ταιριάζει πιο πολύ αυτό το απρόσωπο της επιχείρησης, σε εμένα δεν μου ταιριάζει ιδιαίτερα. Δηλαδή θέλω να μπορώ να πάω στο μαγαζί που δουλεύω, ας πούμε, και να πάω σε ένα ρεπό με έναν φίλο για έναν καφέ, ας πούμε. Και να γουστάρω να πάω, όχι να σκέφτομαι πότε θα φύγω από εδώ μέσα. Δεν μπορώ να το σκέφτομαι έτσι, γιατί αντικειμενικά περνάς εκεί μέσα σαράντα, πενήντα, εξήντα ώρες τη βδομάδα, δεν γίνεται να έχεις αυτό το attitude.
Πού συνεχίζεις να δουλεύεις;
Λοιπόν, μετά, επειδή δεν είμαι ένας ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, ξαναπηγαίνω στο ιταλικό εστιατόριο. Με έχει πείσει ένας φίλος που δούλευε εκεί ότι τα πράγματα τώρα είναι αλλιώς και ότι τα λεφτά θα είναι αλλιώς και έχει έρθει και ένας καινούργιος σεφ που είναι καλός και το 'να, τ' άλλο. Και λέω: «Άντε, να πάω». Γυρνάω λοιπόν στο ιταλικό. Εντάξει, τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα άφησα, απλά είχε έρθει όντως καινούργιος σεφ, με τον οποίο, ενώ στην αρχή τα πηγαίναμε μια χαρά, μετά αρχίσαμε να έχουμε κάποιες κόντρες, και επί της δουλειάς και, από ένα σημείο και μετά, είχε γίνει και επί προσωπικού πλέον. Δηλαδή δεν... Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε για απλά πράγματα. Δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί καταρχάς, δεν γινόταν να δουλέψουμε μαζί. Αυτός περγαμηνές, βιογραφικό από εδώ μέχρι απέναντι, executive εδώ, σεφ εκεί. [00:30:00]Οργανωτικά ήταν πολύ καλός, αλλά δεν έκανε για μάγειρας ο άνθρωπος. Τι ήταν; Ήτανε όντως, να του δώσεις μια κουζίνα μέσα με δέκα είκοσι μαγείρια και να σου κάνει τη δουλειά που κάνει ο executive chef. Οργάνωση. Οργάνωση της κουζίνας, να βγουν όλα στην ώρα τους, οι παραγγελίες να είναι σωστές, να, να, να... Δεν ήτανε για να… Δεν ήταν ψήστης, ας πούμε, δεν ήταν για να κάνει τέτοια, δεν ήταν τηγανάς, δεν έκανα για αυτά τα πράγματα. Οπότε είχαμε κόντρες και επ’ αυτού, γιατί κάποιες φορές που δουλέψαμε σε αντίστοιχα πόστα, έβγαλα, ας πούμε... κάποιες φορές δουλέψαμε σχάρα και οι δύο, έβγαλα τα κρέατα πιο σωστά ψημένα από αυτόν, στους σωστούς βαθμούς. Δηλαδή ήταν medium; Ήταν medium το δικό μου. Το δικό του medium ήταν... μπορεί να ήταν λίγο medium rare, μπορεί λίγο medium well, το δικό μου ήταν medium medium. Οπότε είχαμε και αυτά τα θέματα. Τέλος πάντων, το αφεντικό σε αυτά δεν έπαιρνε και πολύ θέση. Του είχα βάλει και τις φωνές μια μέρα του αφεντικού, γιατί είχε κάνει αυτός μια μαλακία και είχε φέρει άνθρωπο πίσω από την πλάτη μου, για να με αντικαταστήσει. Και πιάνω τον άλλον και του λέω ότι: «Τι πράγματα είναι αυτά; Κι αν δεν κάνω για τη δουλειά, θα μου το πεις εσύ, δεν θα μου το πει αυτός ο μαλάκας. Και μάζεψέ τον γιατί θα γίνει της πουτάνας εδώ μέσα», και τέτοια. Ήταν… Νομίζω, ήταν η πρώτη φορά που φώναξα σε χώρο εργασίας. Εντάξει, το άλλο το παιδί δεν μου έφταιγε κάτι, ο καινούργιος. Έφυγε βέβαια, έμεινα εγώ τελικά. Αλλά, ναι, εκεί το κακό ήτανε… Συνέχιζε να είναι το ίδιο πράγμα με τις πληρωμές κι αυτά. Βγάλαμε και την Πρωτοχρονιά βέβαια εκεί πέρα, έχει πάει Φλεβάρης πλέον, έχει αρχίσει να με κουράζει πάρα πολύ αυτό το πράγμα με τα λεφτά πάλι, δεν βλέπω καμία βελτίωση, όπως μου είχαν πει, ότι τώρα θα είναι διαφορετικά τα πράγματα και το 'να, τ' άλλο. Και είμαι σε μία φάση ότι, εντάξει, δεν γίνεται άλλο αυτό το πράγμα. Και ξαναγυρνάω στην ψαροταβέρνα. Για τρίτη φορά.
Ως σερβιτόρος εκεί πάλι;
Ως σερβιτόρος, ναι. Δηλαδή εκεί ήταν που άλλαξα και… Και ήταν και η τελευταία φορά που δούλεψα σαν μάγειρας, δηλαδή έκτοτε δεν έχω ξαναδουλέψει ως μάγειρας. Μετά το σταμάτησα, γιατί μου είχαν κάτσει όλα αυτά. Δηλαδή το ένα που δεν μας πλήρωνε, το άλλο που μας χρώσταγε, το παρ’ άλλο που δουλεύαμε άπειρες ώρες για ελάχιστα λεφτά, και ήμουν σε φάση, εντάξει, άι γαμήσου. Τουλάχιστον, όταν είμαι σερβιτόρος τα λεφτά μου τα παίρνω, τα λεφτά που παίρνω είναι καλά και μπορώ να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Λέω, εντάξει απ’ το να κυνηγάω κάτι που σε δέκα δεκαπέντε χρόνια μπορεί και να, άσ’ το. Τώρα. Ναι, και γυρνάω στην ψαροταβέρνα ως σερβιτόρος. Νομίζω, αυτό ήτανε… πλέον έχουμε φτάσει στο ’18, είμαστε στην άνοιξη του ’18. Γυρνάω εκεί, δουλεύω κανονικά όλο το καλοκαίρι κι αυτά, κάθομαι και τον χειμώνα, πρώτη φορά που κάθισα χειμώνα στο μαγαζί περιέργως, βγάζουμε και το επόμενο καλοκαίρι, δηλαδή έχουμε φτάσει πλέον στο καλοκαίρι του ’19, και… Α, βασικό. Κάπου προς τα τέλη του ’18, αρχές ’19, εγώ αποφασίζω να γυρίσω, να τελειώσω, το οποίο, δεν το ανέφερα, το ‘χα παρατήσει μετά το δεύτερο έτος. Δηλαδή το είχα αφήσει ήδη τέσσερα χρόνια, και αποφασίζω να γυρίσω να το τελειώσω. Πάνε καλά οι πρώτες εξεταστικές, βλέπω ότι υπάρχει δηλαδή έδαφος εκεί πέρα, για να καταφέρω να τελειώσω τη σχολή μου. «Γιατί όχι; Γιατί να μην την τελειώσω, αφού μπήκα;». Οπότε έχουμε φτάσει λοιπόν στο φθινόπωρο του ’19, έχω λίγα μαθήματα πλέον και θέλω να τελειώσω μέχρι τον Φλεβάρη. Όταν λέω λίγα, εννοώ δέκα μαθήματα. Και θέλω να τελειώσω μέχρι τον Φλεβάρη. Οπότε εκεί κάνω και την κίνηση ματ, αύτο-ματ, όπως αποδείχθηκε εν τέλει, ότι λέω: «Εντάξει, κουράστηκα στον επισιτισμό τόσα χρόνια, θέλω να πιάσω μια δουλειά σε κάτι άλλο, και, ει δυνατόν, στο αντικείμενό μου». Στο αντικείμενό μου δεν γινότανε. Έστειλα κάτι βιογραφικά δηλαδή σε κάτι φροντιστήρια και αυτά, δεν φτούρησε, γιατί τους έλεγα ότι: «Θα πάρω πτυχίο τον Φλεβάρη, πάρτε με». Προφανώς δεν με πήραν οι άνθρωποι. Μπαίνω ταμείο ανεργίας και ταυτόχρονα πιάνω και… πετυχαίνω έναν γνωστό μου που είχε πιάσει δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο και μου λέει: «Θέλουν κούριερ στο βιβλιοπωλείο. Λίγες ώρες -μου λέει- μόνο πρωινά», κι αυτό εμένα με βόλευε αυτό, για να προλαβαίνω να διαβάζω, το 'να, τ' άλλο. Και σκέφτηκα, ταμείο ανεργίας για να πληρώνω τους λογαριασμούς μου και να βγάζω και κάποια λεφτά απ’ αυτό. Πάω λοιπόν στο βιβλιοπωλείο, μιλάω, ήλπιζα να μου δώσουν μηχανάκι, δεν μου δώσαν μηχανάκι, οπότε ήμουνα το πιο αστείο θέαμα από όλους τους κούριερ βιβλιοπωλείων. Ήταν όλοι με κάτι παπιά, κι εγώ ήμουν με μια Suzuki Bandit 650. Ένα γελοίο θέαμα. Τέλος πάντων, στην αρχή όταν πάω, μου λέει: «Εντάξει, θα είσαι εδώ έξι μέρες, Δευτέρα με Σάββατο -μου λέει-, δύο ώρες τη μέρα θα σε χρειαζόμαστε, δεν θα σε χρειαζόμαστε παραπάνω». Λέω εγώ: «Τέλεια, με δύο ώρες…». Μου λέει: «200 ευρώ τον μήνα». Λέω: «Μια χαρά, δύο ώρες τη μέρα, τίποτα, τσάμπα». Τέλος πάντων, σπάνια έπεφτα κάτω από τέσσερις ώρες εν τέλει, και με τις βενζίνες δικές μου είχε φτάσει αυτή η δουλειά οριακά να μπαίνω μέσα. Δηλαδή να γαμιέμαι κάθε μέρα για 100 ευρώ τον μήνα. Τέλος πάντων, έκανα υπομονή, λέω: «Θα το κρατήσω μέχρι τον Φλεβάρη, μέχρι να πάρω το πτυχίο μου. Και μετά -λέω-, με το πτυχίο πλέον, ξεκινάμε άρχοντες». Παίρνω το πτυχίο όντως τον Φλεβάρη, σταματάω κι απ’ τη δουλειά και είμαι σε φάση: «Ωραία...». Δίνω την εξεταστική μου, τελειώνω, και λέω: «Ωραία, τώρα πάμε». Αλλά μας πρόλαβε ο κορονοϊός μετά!
Θέλω να σε ρωτήσω, έχεις δουλέψει και ως μάγειρας και ως σερβιτόρος αρκετά. Από τα δύο πόστα, ας πούμε, που έχεις κάνει, πού βρήκες καλύτερες εργασιακές συνθήκες αναλογικά;
Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το πόστο, έχει να κάνει πιο πολύ με το μαγαζί, θεωρώ. Δηλαδή εκεί που είχα εγώ κακές εργασιακές συνθήκες ως μάγειρας, και οι σερβιτόροι είχαν αντίστοιχες. Εκεί που είχα καλές συνθήκες ως σερβιτόρος ή ως μάγειρας, αντίστοιχα και το άλλο πόστο είχε αντίστοιχες. Δηλαδή, έχει να κάνει κυρίως με τη φιλοσοφία της εκάστοτε επιχείρησης και πώς θέλει να σε δει η επιχείρηση. Δηλαδή, σ’ αυτό ούτε οι σερβιτόροι περνούσαν καλά, καθόλου καλά. Κανείς δηλαδή δεν πέρναγε καλά εκεί πέρα, μόνο οι υπεύθυνοι και τ’ αφεντικά προφανώς. Αντίθετα, στο... εκεί που δουλεύω τώρα, δεν με ενδιαφέρει σε πιο πόστο δουλεύω. Γιατί και εδώ δουλεύω… δουλεύω σε δύο πόστα τώρα, σ’ αυτό το μαγαζί που είμαι, δεν μ’ ενδιαφέρει σε πιο πόστο θα δουλέψω. Είναι… το κλίμα είναι ίδιο μέσα έξω, είναι καλό και στα δύο, οπότε, ξέρεις, μου είναι πλήρως αδιάφορα. Γενικά, αν μπορούμε να πούμε κάτι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά είναι λίγο καλύτερο να είσαι μάγειρας. Είναι πιο φυσιολογικές οι ώρες σου, δηλαδή ό,τι και να γίνει, όσο κόσμο και να ‘χει έξω, ο μάγειρας κλείνει την κουζίνα του συγκεκριμένη ώρα και φεύγει. Δηλαδή, στην ταβέρνα, θυμάμαι, να σχολάμε εμείς 03.00 η ώρα το βράδυ, 03.30 κάποια βράδια, ο μάγειρας 00.30 ώρα έφευγε. Γιατί έκλεινε η κουζίνα, τέλος. Οπότε, ναι, από αυτήν την άποψη, ίσως είναι λίγο καλύτερα το μαγειρικό κομμάτι. Αλλά γενικά θεωρώ ότι έχει να κάνει με την εκάστοτε επιχείρηση.
Μου έχεις αναφέρει τόση ώρα, θεωρώ, πάνω από δέκα διαφορετικές δουλειές στον επισιτισμό, που μόνο για τις δύο μού είπες ότι υπήρχανε όλα τα εργασιακά δικαιώματα, όλα τα νόμιμα. Αυτό είναι γενικά ιδιαιτερότητα του κλάδου; Είσαι εσύ άτυχος; Τι συμβαίνει;
Όχι, δεν θεωρώ ότι είμαι άτυχος, είναι γενική νόρμα στον κλάδο αυτή. Όπως και είναι και η αλλαγή ενσήμων, δηλαδή αν μπορούσαμε να μπούμε στα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και να δούμε, θα έβλεπες ότι η Ελλάδα παίζει να είναι η μόνη χώρα με τόσα μαγαζιά και τόσους λίγους σερβιτόρους. Δεν παίρνει κανείς ένσημο σερβιτόρου, γιατί το ένσημο του σερβιτόρου είναι οχτάωρο βάσει νόμου. Όσες ώρες και να δουλέψει ο σερβιτόρος, το ένσημό του πρέπει να είναι οχτάωρο. Επειδή όλοι δουλεύουμε με μισά ένσημα λοιπόν, πρέπει να είμαστε η χώρα με τους περισσότερους μπουφετζήδες. Δηλαδή εγώ σαν σερβιτόρος έπαιρνα πάντα ένσημα μπουφετζή, ας πούμε. Αλλά γενικά παίζει στον κλάδο αυτό πάρα πολύ. Και λόγω της ημιεπαγγελματικότητας των περισσότερων μαγαζιών, δηλαδή τα πιο πολλά μαγαζιά που υπάρχουν στην Ελλάδα, τι είναι; Ένας άνθρωπος από έναν άλλο κλάδο, ο οποίος μάζεψε 5, 10, 20 φράγκα, και σου λέει: «Θα ανοίξω ένα μαγαζί, για να κάθομαι, να δουλεύουν άλλοι για μένα και να βγάζω εγώ λεφτά». Οπότε και αυτή η ημιεπαγγελματικότητα των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων έχει φέρει τον κλάδο σε αυτήν την κατάσταση, και η εισροή φοιτητών, όπως ήμουνα και εγώ, που όταν πήγα, δεν με ένοιαζαν τα ένσημα. Δεν διεκδίκησα ποτέ, 18-19 χρονών, ένσημα, δεν με ενδιέφερε. Όμως αυτή μου η στάση εμένα τότε έκανε κακό σε ανθρώπους που ήταν επαγγελματίες στον κλάδο. Γιατί σου λένε: «Γιατί να πάρω τον τάδε που θα θέλει τα ένσημά του; Θα πάρω τον πιτσιρικά, που θα τρέχει κιόλας, και δεν μου ζητάει και τίποτα». Δηλαδή είναι η ιδιαιτερότητα του κλάδου από αυτό το σημείο, εντάξει, είναι και η έλλειψη ελέγχου. Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος πάνω σ’ αυτό. Οπότε, ξέρεις, κάπως συμφέρει τους πάντες αυτή η κατάσταση στον κλάδο, εκτός απ’ τους εργαζόμενους φυσικά. Δηλαδή και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων έτσι τη βγάζουνε πιο φτηνά, και, επειδή έχουμε αποτύχει σαν κλάδος να έχουμε κλαδική σύμβαση και υπαγόμαστε στη Γενική Συλλογική, συνήθως τα μαγαζιά θα σου δώσουνε παραπάνω μεροκάματα από ό,τι δικαιούσαι σύμφωνα με τη Γενική Συλλογική. Δηλαδή σύμφωνα με την Γενική Συλλογική, νομίζω, αν θυμάμαι καλά, τώρα δικαιούμαστε 25 ευρώ. Τα περισσότερα μαγαζιά στο οχτάωρο θα σου δώσουν 35. Οπότε και ο εργαζόμενος σου λέει: «Απ’ το να παίρνω 25, παίρνε 35, μη μιλάς». Και το αφεντικό σου λέει: «Απ’ το να πληρώνω ένα σκασμό ένσημα, θα τους δίνω ένα δεκάρικο παραπάνω τη μέρα, πιο φθηνά μου έρχεται από το να πληρώνω το ένσημο». Το κράτος είναι είτε ανίκανο είτε δεν θέλει να επέμβει σε αυτόν τον χώρο, και κάπως έτσι λειτουργεί αυτό το πράγμα. Σαν ένα τρένο που κοντεύει πάντα να φύγει απ’ τις ράγες, αλλά με κάποιο τρόπο μένει πάνω.
Πέρα απ’ τα ένσημα, που μου περιέγραψες μια συνθήκη που πολύ σπάνια μπαίνουνε όλα, άλλα πράγματα, όπως επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, υπάρχουνε;
Αυτά υπάρχουνε μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αλυσίδες θα τα βρεις, τύπου αυτές τις αλυσίδες που πουλάνε… τις βλέπεις σε κάθε γειτονιά, καφέ, τυρόπιτες τέτοια. Όπου βλέπεις αλυσίδα γενικά, επειδή δεν τον συμφέρει τον άλλον να χάσει το όνομά του, γιατί; Για να γλιτώσει 10 ευρώ σε ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι, ας πούμε, επειδή έχει τριάντα μαγαζιά στην Αθήνα, τα κολλάει όλα συνήθως. Δηλαδή σε εταιρείες-αλυσίδες θα βρεις όλα τα ένσημα, δώρα-επιδόματα, κανονικά. Στα συνοικιακά δεν παίζουνε, δηλαδή εγώ έχω πάρει μόνο σε δύο μαγαζιά δώρο Χριστουγέννων και δώρο Πάσχα. Καμιά φορά, ξέρεις, παίζει ένα τύπου άτυπο δώρο. «Είναι Χριστούγεννα, πάρε 100 ευρώ παραπάνω». «Είναι Πάσχα, πάρε 50 ευρώ». Δηλαδή τέτοια πράγματα, δεν παίζουνε… «Πάρε ένα μεροκάματο παραπάνω στην άδεια του καλοκαιριού». Αυτά δηλαδή μου τα ‘χουν κάνει πολλές φορές. Αλλά επίσημα δώρα ή κάτι τέτοιο, όχι. Πολύ πολύ σπάνια και μόνο σε εταιρίες, σε συνοικιακά δεν παίζει δηλαδή αυτό.
[00:40:00]Ως προς τις άδειες, υπάρχει κάποια τυπικότητα;
Γενικά αυτό που έχω δει μέχρι τώρα με τις άδειες, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει και τυπικότητα στα ένσημα ή σε οτιδήποτε, δεν έχει να κάνει με τους τύπους. Είναι το πόσο μπορείς… πόσο θέλεις εσύ να πάρεις άδεια και πόσο μπορεί και το μαγαζί να σου δώσει άδεια. Δηλαδή, σαν αυτό που σου ‘λεγα, την άλλη φορά η άδειά μου ήταν τρεις μέρες, που ήτανε ρεπό πρακτικά. Μου έχει τύχει να μου πούνε και… Μου έχει τύχει να πάρω και βδομάδα ολόκληρη, συνεχόμενη. Μου έχει τύχει και το κορυφαίο, να μου πούνε: «Δεν μπορείς να φύγεις Σαββατοκύριακο, άμα θέλεις φύγε Δευτέρα με Παρασκευή για διακοπές, αλλά το ΣΚ να δουλέψεις και, άμα θες μετά, ξαναφύγε». Η κάθε… Το κάθε μαγαζί δουλεύει με έναν δικό του τρόπο σε αυτό. Υπάρχουν και μαγαζιά, έχω δουλέψει σε τέτοιο, το οποίο τι σου λέει; Ότι τον χειμώνα, επειδή είμαστε μικρό, έχουμε τους μόνιμους. Το καλοκαίρι, επειδή μεγαλώνει η δουλειά πολύ, δηλαδή αυξάνονται τα τραπέζια και τα σχετικά, παίρνουμε κόσμο, και για να βγάλουμε το καλοκαίρι και για να πάρουν οι μόνιμοι άδειες. Βέβαια και οι προσωρινοί παίρνανε άδειες, αλλά πιο μικρές, ας πούμε. Δηλαδή μπορούσαν οι μόνιμοι… Είχαμε κάποιους μόνιμους εκεί που επειδή δουλεύαν και άλλη δουλειά, ήταν σε πρωινές δουλειές, γραφεία και τέτοια, ας πούμε, και ερχόντουσαν το βράδυ δουλεύαν εκεί, μπορούσαν να φύγουνε και παίρνανε όντως έναν μήνα, δεκαπέντε μέρες, είκοσι. Όσο παίρναν από την άλλη δουλειά, έτσι παίρναν κι από εδώ δηλαδή. Και δουλεύαμε, τότε που ήμουνα κι εγώ προσωρινός, δουλεύαμε πολύ παραπάνω. Αλλά κι εγώ είχα πάρει άδεια ως προσωρινός, δηλαδή κανονικά, είχα πάρει τις μέρες που ήθελα και μου είχανε πει: «Και άμα θες και παραπάνω, πάρε και παραπάνω». Έχει να κάνει πάρα πολύ με το μαγαζί αυτό, δεν υπάρχει νόρμα.
Η άδεια όμως είναι πληρωμένη κανονικά ή μπαίνει στη λογική του άνευ αποδοχών;
Άνευ αποδοχών, ξεκάθαρα. Σου λέω, μπορεί στην καλύτερη να σου δώσουνε κάνα δυο μεροκάματα παραπάνω, άμα σε συμπαθούνε, ας πούμε, ή άμα το αφεντικό είναι πιο κομπλέ, θα σου δώσει δυο τρεις... Μπορεί, μου είχαν δώσει εμένα δύο μεροκάματα παραπάνω, νομίζω, τότε. Αλλά αυτό, μη φανταστείς ότι θα πάρεις ό,τι δικαιούσαι νομικά απ’ την άδεια. Γι’ αυτό κιόλας, επειδή το κράτος γνωρίζει ότι αυτή είναι η κατάσταση στον κλάδο, γι’ αυτό όταν μπήκαμε σε αναστολές όλοι δεν κάθισε να σου βγάλει να πληρώνεσαι σύμφωνα με τα ένσημά σου και σου είπε: «Θα παίρνετε όλοι 534». Αν έβγαινε με τα ένσημα, θα πεθαίναμε απ’ την πείνα όλοι, δεν υπήρχε αυτό. Και το ξέρει το κράτος. Αλλιώς θα σου ‘λεγε: «Τι ένσημα παίρνεις: Άρα παίρνεις τόσα λεφτά το μήνα. Τόσα θα σου δίνω κι εγώ στην αναστολή».
Όλα αυτά τα χρόνια ήσουνα παράλληλα και φοιτητής. Μου είπες ότι μάζεψες πολλά μαθήματα μια περίοδο που βγήκες ταμείο ανεργίας και δούλευες περίπου ημιαπασχόληση σε ένα βιβλιοπωλείο. Μπήκες ποτέ σε διαδικασία μέσα σ’ αυτά τα χρόνια παράλληλα με τη δουλειά στον επισιτισμό να ασχοληθείς κάπως με τη σχολή;
Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουνα τα πρώτα έτη στη σχολή και δούλευα, δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα, γιατί είναι αυτό. Όταν είσαι 19 χρονών και έχεις καταλήξει σε κάποια φάση... Ήταν και πιο καλά χρόνια τότε, βέβαια δουλεύαμε σαν τα σκυλιά. Και έχεις καταλήξει σε κάποια φάση να βγάζεις 1.200 και 1.300 ευρώ τον μήνα και είσαι 20 και 21, ποια σχολή; Δεν σ’ ενδιαφέρει η σχολή. Δεν υπάρχει σχολή εκείνη την ώρα. Οπότε, όχι, εκεί ήταν που παράτησα τη σχολή τελείως. Και όταν λέω την παράτησα, την παράτησα. Δηλαδή έβαζα έναν φίλο να μου κάνει δηλώσεις μαθημάτων κάθε εξάμηνο για να μη με διαγράψουνε, γιατί το ‘χα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι ίσως κάποτε γυρίσω, αλλά από εκεί και πέρα, δεν... Δηλαδή, άμα δεις το My studies μου, έχει ένα τεράστιο και θλιβερό κενό τεσσάρων ετών. Μετά, όταν γύρισα, η αλήθεια είναι ότι, εντάξει, ήμουνα και πιο μεγάλος τότε, δηλαδή γύρισα στα 25 να τελειώσω τη σχολή. Στα 25 έχεις άλλο μυαλό από ό,τι έχεις στα 19. Ζορίστηκα, γιατί υπήρχαν και περίοδοι που δούλευα ταυτόχρονα σε κάποια μαγαζιά. Δηλαδή στα περισσότερα από αυτά που σου έχω περιγράψει, έφυγα από το ένα, πήγα στ’ άλλο, υπήρξε συνήθως μια περίοδος ταυτόχρονης εργασίας, μέχρι να φύγω απ’ το ένα, να αποδεσμευτώ απ’ το ένα και να ξεκινήσω κανονικά στο άλλο. Μια τέτοια περίοδος είχε πέσει και σε μια εξεταστική πάνω. Εκεί δηλαδή, θυμάμαι, είχα ζοριστεί πολύ, γιατί πήγαινα το πρωί στη μια δουλειά, το βράδυ στην άλλη, είχα βιβλία μαζί, όποτε είχα κενό μέσα στη δουλειά διάβαζα λίγο, γύρναγα το βράδυ σπίτι 02.00 η ώρα που σχόλαγα, ξέρω ‘γώ, γύρναγα, διάβαζα κάνα δίωρο, κοιμόμουνα τέσσερις ώρες, πήγαινα στην πρωινή δουλειά. Εκεί, ναι, ζορίστηκα αρκετά, η αλήθεια είναι. Γενικά θεωρώ ότι βγαίνει, μπορείς να το κάνεις, να δουλεύεις δηλαδή και να πάρεις πτυχίο. Αλλά είναι βάρβαρο, δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Κατάλαβες τι εννοώ. Θα έπρεπε να είναι λίγο πιο χαλαρά τα πράγματα σε αυτό. Δηλαδή αυτό με τις διαγραφές φοιτητών τώρα είναι γελοίο. Γιατί να μου βάλεις τέτοιο όριο; Άμα εγώ δουλεύω δύο δουλειές; Μπορώ να βγάλω τη σχολή, αλλά θα κλατάρω, θα πεθάνω. Άσε τον άνθρωπο να το κάνει όπως θέλει! Τι ζόρι τραβάνε τώρα να τελειώσει ο άλλος στα έξι χρόνια; Λες και σου στοιχίζει κάτι μετά τα έξι χρόνια. Τέλος πάντων…
Όλα αυτά τα χρόνια που είσαι στον κλάδο του επισιτισμού, αν σε ρωτούσα, και από τις δικές σου εμπειρίες και από συζητήσεις με συναδέλφους, ποια είναι μια γενική εικόνα που έχεις για την εργοδοσία του κλάδου, τι θα μου έλεγες;
Λοιπόν, η γενική εικόνα που έχω είναι αυτό περίπου που περιέγραψα και πριν. Άνθρωποι οι οποίοι συνήθως είναι άσχετοι, μαζεύουν 5 φράγκα και αποφασίζουν να ανοίξουν ένα μαγαζί. Ειδικά τα πιο παλιά χρόνια, γιατί ένα μαγαζί τα πιο παλιά χρόνια σου έβγαζε στάνταρ λεφτά. Πλέον, όχι τόσο. Πολλοί επίσης είναι πρώην εργαζόμενοι του κλάδου. Είχα αφεντικά που ήταν παλιοί barmen, είχα αφεντικά που ήταν παλιοί σερβιτόροι, μάζεψαν λεφτά, μαζεύτηκαν δυο τρεις φίλοι, άνοιξαν ένα μαγαζί. Και γενικά, εκεί παρατηρείς και διαφορές. Σε τέτοια μαγαζιά που τα έχουνε παλιοί σερβιτόροι, ας πούμε, ή παλιοί barmen κι αυτά, μπορεί να είναι λίγο πιο σκληρά τα πράγματα, γιατί σου λέει: «Την έχω κάνει αυτήν τη δουλειά, έχω περάσει κι εγώ τα σκατά, τα κατάφερα. Θα τα καταφέρεις κι εσύ». Υπάρχει μια πιο τέτοια αντιμετώπιση. Αλλά από την άλλη, το μαγαζί τρέχει πολύ καλύτερα. Γιατί έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο ο οποίος ξέρει τη δουλειά. Που σημαίνει ότι αν εσύ τους πεις ότι: «Αυτό δεν γίνεται», και δεν γίνεται όντως, δεν θα σου πει: «Όχι, γίνεται». Που θα σου πει ένας άσχετος, ας πούμε: «Όχι, γιατί δεν γίνεται; Δεν μπορούμε να το κάνουμε έτσι και έτσι;». Και σου λένε κάτι κουλά πράγματα, κάτι τρελά. Γιατί δεν την έχουν δουλέψει τη δουλειά οι άνθρωποι. Με τους άλλους υπάρχει μια συνεννόηση. «Δε μπορεί να γίνει αυτό» ή «γιατί δεν βγήκε η βάρδια σήμερα;». «Γιατί είδατε τι γινότανε». Και δεν χρειάζεται μετά να του πεις κάτι άλλο, το έχει δει ο άνθρωπος, το ξέρει, τα ‘χει πάθει κι αυτός. Οπότε υπάρχει μια καλύτερη συνεννόηση με αυτούς. Γενικά η εργοδοσία του κλάδου είναι περίπου όπως είναι… όπως λειτουργούν τα πράγματα γενικά στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Στο περίπου. Στο περίπου, καθόλου τυπικά, λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, τι θα βγει, δηλαδή κάπως έτσι. Εντάξει, δεν έχω δουλέψει και σε άλλους κλάδους για να σου κάνω μια σύγκριση εδώ πέρα διαφορετικών τύπων, απλά αυτή είναι περίπου η εικόνα που κυριαρχεί στον επισιτισμό. Δηλαδή, από φίλους που ακούω για εταιρείες αντίστοιχα παίζουνε, που δουλεύουνε σε εταιρείες κάποιοι φίλοι. Υπεύθυνοι οι οποίοι δεν έχουν ιδέα, βρέθηκαν εκεί με κάποιον τρόπο, με κάποιο μέσο πολλές φορές. Δηλαδή, είναι... ο επισιτισμός εν τέλει μάλλον λειτουργεί όπως όλη η υπόλοιπη κοινωνία του ιδιωτικού τομέα. Στο περίπου.
Από όλα αυτά που μου ανέφερες ως τώρα σε σχέση με την εμπειρία που έχεις συλλέξει στον επισιτισμό, τι κρατάς ως πιο σημαντικό; Τι έχεις μάθει μέσα από αυτήν τη διαδικασία;
Να έχω ιώβειο υπομονή, σίγουρα. Να λειτουργώ... Σαν να δίνω συνέντευξη.... βασικά δίνω συνέντευξη! Κατάλαβες, σαν να δίνω συνέντευξη για δουλειά! Να λειτουργώ καλά υπό πίεση σίγουρα, γιατί υπάρχουνε στιγμές που απλά κλατάρεις στον επισιτισμό. Και δεν είναι, ας πούμε… Και σε ένα γραφείο μπορεί να κλατάρεις σε κάποια φάση, αλλά μπορείς να κλείσεις ας πούμε ένα excel-όφυλλο δύο λεπτά, να πάρεις δυο ανάσες και να το ξαναπιάσεις απ’ την αρχή, να καθαρίσει λίγο το μυαλό. Στον επισιτισμό, όταν σου κάτσουν δεκαπέντε τραπέζια μαζί, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Πρέπει να γίνουν όλα εκείνη τη στιγμή. Οπότε μαθαίνεις πάρα πολύ καλά να λειτουργείς γρήγορα, να λειτουργείς υπό πίεση και να καταφέρνεις με κάποιο τρόπο να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις ό,τι συνθήκες κι αν βρεις μπροστά σου. Δεν είναι εύκολο βέβαια, έχω δει και ανθρώπους να κλατάρουνε. Πρόσφατα κιόλας μία σερβιτόρα στο μαγαζί που είμαι κλάταρε. Έχω πάει κι εγώ να κλατάρω πολλές φορές, έχω φτάσει δηλαδή στα όρια. Και συνήθως… Σόρι, κάνω λίγο… Αλλάζω τώρα. Συνήθως αυτό το αντιμετωπίζεις πιο πολύ με σφηνάκια. Πίνεις δυο τρία σφηνάκια, χαλαρώνεις λίγο, και ξαναβγαίνεις δηλαδή για δουλειά μετά. Αλλά, ναι, μαθαίνεις τέτοια πράγματα. Αλλά θεωρώ το πιο... αυτό που εμένα τουλάχιστον μου αρέσει πιο πολύ στον επισιτισμό, πέρα απ’ το ότι υπάρχουν κάποιες βάρδιες που μπορεί μια μέρα να σου βγάλει το μισό νοίκι –όπως την πρώτη μέρα που ανοίξαμε μετά την καραντίνα έβγαλα το μισό μου νοίκι σε μία μέρα, ήταν μια εκπληκτική μέρα–, είναι και ότι βλέπεις πολύ διαφορετικό κόσμο, με τον οποίο πρέπει να συνεννοηθείς, πρέπει να δουλέψεις εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή σε βοηθάει πάρα πολύ με το να μπορείς να αντιμετωπίζεις και κοινωνικές καταστάσεις. Δηλαδή μπορεί ο συνάδελφός μου να είναι ο απόλυτος μαλάκας, μπορεί το οτιδήποτε, πρέπει η βάρδια να βγει μαζί του και πρέπει να βγει εκείνη την ώρα. Δεν μπορεί να μην συνεργαστείτε. Να πεις: «Εντάξει, δεν του μιλάω αυτουνού, κάνω εγώ τη δουλειά μου, κάνει αυτός τη δικιά του». Θυμάμαι χαρακτηριστικά πάνω σε αυτό, είχα έναν συνάδελφο σε ένα μαγαζί που δούλευα, ο οποίος ήταν Χρυσαυγίτης. Μια, δυο, τρεις που μιλήσαμε για πολιτικά, τσακωθήκαμε και αποφασίσαμε ότι δεν θα μιλάμε για πολιτικά μες στη δουλειά. Τις καλύτερες βάρδιες της ζωής μου τις έχω κάνει με αυτόν τον άνθρωπο. Τρομερή συνεννόηση στη δουλειά, τα πάντα όλα, αρκεί να μη μιλούσαμε για αυτό το θέμα ποτέ. Έξω απ’ αυτό, ας πούμε, αν ήμασταν σε ένα τραπέζι και πίναμε μπύρες, δεν υπήρχε περίπτωση να πω με έναν άνθρωπο ο οποίος είναι Χρυσαυγίτης: «Όχι, δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό το πράγμα». Δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω έτσι! Εκεί μέσα μαθαίνεις αυτό. Ότι ό,τι και να είναι ο άλλος, αυτές τις οχτώ ώρες που είστε εδώ μαζί, πρέπει να βγει, πρέπει να βγάλετε τη δουλειά και τελειώνει εδώ η ιστορία. Και έκανα εκπληκτικές βάρδιες με τον άνθρωπο. Και καταλήξαμε εν τέλει να πηγαίνουμε και για μπύρες μαζί. Αλλά τηρήσαμε την ομερτά των πολιτικών και στις μπύρες μετά, να περνάμε και λίγο καλά σαν άνθρωποι.
Εσύ ξεκίνησες να δουλεύεις το 2011 πρώτη φορά στον κλάδο και μου έχεις αναφέρει σε πολλές περιπτώσεις, ας πούμε, το τι ισχύει με τα εργασιακά δικαιώματα. Έπαιξε ρόλο η κρίση που ήδη είχε ξεκινήσει τότε ή είναι παραδοσιακά μια τέτοια συνθήκη στον επισιτισμό; Δηλαδή από αφηγήσεις που έχεις από συναδέλφους σου που δούλευαν πριν το ’11, τι εικόνα σου έχουν μεταφέρει;
Κοίτα, γενικά αυτό που σου λένε όλοι οι παλιότεροι, και όχι και πολύ παλιότεροι, δηλαδή απ’ το... και συναδέλφους που ‘χω, δουλεύουνε απ’ το ’08, ας πούμε, λίγα χρόνια μεγαλύτεροι από μένα, γενικά η εικόνα που σου μεταφέρουν δεν έχει να κάνει ούτε με τα ένσημα ούτε με τίποτα. [00:50:00]Η εικόνα που σου μεταφέρουν είναι ότι: «Βγάζαμε τόσα λεφτά, που δεν μας ένοιαζε ο μισθός. Βγάζαμε -λέει- 150 ευρώ τη μέρα! Δεν μας ένοιαζε τι μισθό παίρνουμε, δεν μας ένοιαζε τι μεροκάματο παίρνουμε. Ήτανε τόσο πολλά τα tips, που το μεροκάματο το αφήναμε στην άκρη. Ζούσαμε με τα tips κι αφήναμε στην άκρη το μισθό μας». Κυρίαρχα δηλαδή αυτό είναι. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο αυτές οι ιστορίες ισχύουνε όντως ή είναι μεγαλοποίηση, και της νεανικής ηλικίας των ανθρώπων που το κάνανε και γενικά της παλιότερης κατάστασης. Έχουμε μια τάση να ρομαντικοποιούμε το παρελθόν, ειδικά όταν είμαστε νέοι. Όταν ήμασταν νέοι, τότε, τέλος πάντων. Να ρομαντικοποιούμε τις εποχές που ήμασταν νέοι, τέλος πάντων. Αλλά επειδή το έχω ακούσει από πάρα πολλούς, το έχω αποδεχτεί πλέον κι εγώ σαν μία, ξέρεις, συλλογική μνήμη του κλάδου. «Τότε ήταν καλά. Τότε βγάζαμε πολλά λεφτά, τα ένσημα, το 'να, τ' άλλο». Και όντως, μπορώ να πω ότι κι εγώ θυμάμαι δηλαδή εποχές να βγάζω καλύτερα λεφτά από τώρα. Με πολλή δουλειά βέβαια, εντάξει. Καμία σχέση, δηλαδή οι παλιοί δουλεύανε πιο… Σου ‘λεγε ότι αν δούλευες οχτάωρο, έβγαζες πολύ καλά λεφτά. Τώρα θέλεις να δουλέψεις λίγο παραπάνω για να τα βγάλεις αυτά, αλλά γενικά και πάλι έχει να κάνει και με το κλίμα και με την επιχείρηση. Υπάρχουν επιχειρήσεις που θα σε πληρώσουνε…. π.χ. είχες μια καλή βάρδια, θα σε πληρώσουν παραπάνω. Ίδιες ώρες, μπορεί και λιγότερες. Δηλαδή εγώ έχω πληρωθεί 30 ευρώ για εξάωρο, επειδή πήγε καλά η βάρδια, κανονικά έπαιρνα 25, έβαλε ένα τάλιρο παραπάνω. Ή μας... σε άλλο μαγαζί... στο μαγαζί που είμαι τώρα βασικά, έχει συμβεί αυτό, ας πούμε: βγαίνανε τα tips ένας μονός αριθμός, ας πούμε 17 ευρώ, σ’ τα έκανε 20, σου έβαζε από το ταμείο 3 ευρώ κατευθείαν. Ή βγαίνανε 32, ας πούμε, σ’ τα έκανε 40, επειδή είχε πάει καλά η μέρα και επειδή κουράστηκες, το αξίζεις. Αλλά κι αυτό έχει να κάνει κυρίως με το… Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, ας πούμε, έχουν δουλέψει στον κλάδο τριάντα χρόνια, και μετά γίνανε και… γίνανε αφεντικά. Οπότε εκεί βλέπεις και διαφορετική αντιμετώπιση. Αλλά γενικά, όχι, για ένσημα δεν μου ‘χουνε αναφέρει ιδιαίτερα οι παλιότεροι. Δεν είναι και κάτι που το πιάνουν σε κουβέντα. Άρα μάλλον, φαντάζομαι ότι ίσχυε το ίδιο, για να μην υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση.
Όταν πήρες πτυχίο και τελείωσες τη σχολή σου, θυμάσαι ποια ήτανε η διάθεσή σου απέναντι στη δουλειά στην εστίαση; Δηλαδή σκεφτόσουνα ότι θα την αφήσεις και θα κάνεις κάτι άλλο άμεσα, ας πούμε;
Ναι, ο στόχος μου ήτανε… Δηλαδή πήρα τον Φλεβάρη το πτυχίο και ο στόχος μου ήταν ήδη από τον Μάρτιο να ψάξω μια δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου, είτε με ιδιαίτερα… Ήδη ο στόχος μου λοιπόν ήταν, ναι, να φύγω σιγά σιγά, ήμουνα ήδη οχτώ χρόνια στον επισιτισμό. Δεν βλέπω τον εαυτό μου σε αυτό τα επόμενα τριάντα χρόνια, οπότε γενικά ήθελα να φύγω. Αλλά μόλις πήρα το πτυχίο, έναν μήνα μετά είχαμε το πρώτο lockdown, οπότε εκεί πάγωσαν όλα και ήταν και ζόρικα, γιατί εγώ δεν έπαιρνα και την αναστολή τότε, γιατί δεν είχα… Δούλευα μαύρα πριν. Δεν φαινόταν δηλαδή ότι δουλεύω κάπου, ήμουν στο βιβλιοπωλείο. Οπότε, ναι, ήταν λίγο ζόρι εκεί, οπότε με το που βγήκα, με το που βγήκαμε από την καραντίνα τέλη Μαΐου, αν θυμάμαι καλά, το μόνο που με ενδιέφερε τότε ήταν να πιάσω μια δουλειά γρήγορα, για να... γιατί είχα φάει από κάποια έτοιμα που είχα αφήσει στην άκρη, για να ξαναφτιάξω ουσιαστικά, ρε παιδί μου, τα λεφτά μου. Και έπιασα στο μαγαζί που είμαι τώρα, στο οποίο πήγαινα χρόνια ως πελάτης. Δηλαδή σαν πελάτης εκεί πάω από το 2012, ’13. Και τους ήξερα δηλαδή και τους ιδιοκτήτες. Οπότε... και υπήρχε μια συμπάθεια. Πήγα εκεί, τους είπα: «Χρειάζεστε κόσμο;» και με πήρανε. Και κάπως έτσι κάπως πήγανε τα άλλα πλάνα λίγο στο… πίσω. Γιατί σκέφτηκα τώρα, να πάω σ’ ένα φροντιστήριο, άντε και πάω. Το φροντιστήριο δεν θα σου δώσει με τίποτα σαράντα ώρες τη βδομάδα κατευθείαν, άρα θα πρέπει να πιάσεις δουλειά και σε δεύτερο φροντιστήριο, άρα πρακτικά πρέπει να δουλεύεις δύο μισαδάκια. Να βγάζεις 500, 600 ευρώ τον μήνα; Και συν τις μετακινήσεις που έχεις εσύ ενδιάμεσα. Τώρα βγάζω σχεδόν τα διπλά, βασικά βγάζω τα διπλά. Και σκέφτομαι, γιατί να πάω; Δηλαδή δεν… Δεν μπορεί να με τραβήξει δηλαδή για την προοπτική ότι ίσως σε δεκαπέντε χρόνια θα βγάζω τα λεφτά που βγάζω τώρα στον επισιτισμό. Όσο μπορώ δηλαδή ακόμα στον επισιτισμό, θα το κρατήσω. Πιστεύω ότι έχω μια δεκαετία ακόμα. Ε, μετά ξέρεις, μετά τα 35 πάρα πολλές επιλογές κλείνουνε. Δηλαδή, άμα πας σε καφετέρια δεν θα δεις σερβιτόρο πάνω από 35 χρονών ή σερβιτόρα. Στον καφέ κάπου στα 35 τελειώνεις. Το bar έχει πιο μεγάλες αντοχές. Βέβαια, οι δικές σου αντοχές πέφτουν από ένα σημείο και μετά, μέχρι τι ηλικία θα σχολάς 05.00 το πρωί; Και μένει μετά το φαΐ πρακτικά, που εκεί βλέπεις και συγκεντρώνονται οι περισσότεροι σερβιτόροι μεγαλύτερης ηλικίας. Αλλά, όχι, δεν… Είναι μία συνεχόμενη σκέψη… Είναι αυτό που λένε οι Ψόφιοι Κοριοί σε ένα πολύ ωραίο κομμάτι τους: «Όμορφη πόλη με μια σκέψη την ώρα μας περνάμε, πώς θα φύγουμε από εδώ και ας είναι πίσω να γυρνάμε». Αυτό είναι ο επισιτισμός. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα φύγουμε από τον επισιτισμό και τελικά όλοι γυρνάμε εκεί πέρα. Το έλεγε ένας συνάδελφος αυτό, λέει: «Όσοι έχουν δουλέψει σε τέτοιο μαγαζί, έχουν το μικρόβιο μέσα». Δεν φεύγει αυτό ποτέ. Και να φύγεις από τον επισιτισμό δηλαδή, πάντα ψιλογυρνάς με κάποιον τρόπο.
Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο;
Θες να βάλουμε για το fun του πράγματος καμιά αστεία ιστορία;
Εννοείται, άμα έχεις.
Λοιπόν. Γενικά ο επισιτισμός μαζεύει πολύ περίεργο κόσμο και πολλές φορές αυτό φτάνει σε πολύ περίεργες καταστάσεις επίσης. Σε ένα μαγαζί που ξέχασα να αναφέρω, γιατί είχα πάει ελάχιστα, εκεί δούλευα... Δούλευα…. Εκεί έκανα κάτι μεροκάματα ως DJ σε κάποια φάση, 19-20 χρονών. Αυτό το μαγαζί λοιπόν το είχε ένας τύπος ο οποίος ήταν ΤΟ πέταμα, ΤΟ πέταμα. Θεός, θεός. Γινόταν χάλια κάθε βράδυ, πιο χάλια από μένα που ήμουν 19 χρονών και είχα τις τριπλές αντοχές από αυτόν που ήταν 40. Καλά, θυμάμαι την πρώτη μέρα που είχα πάει, που έπαιζα DJ, το πόστο του DJ ήταν ακριβώς δίπλα στο bar, οπότε καθόταν αυτός στη μία πλευρά της μπάρας, εγώ απ’ την άλλη, μιλάγαμε κιόλας και με κέρναγε το βιολογικό του τσίπουρο το λεγόμενο. Εκείνη τη μέρα παράτησα τη μηχανή εκεί που ήταν παρκαρισμένη και πήγα και κοιμήθηκα σε ένα σπίτι λίγο πιο πάνω, γιατί δεν μπορούσα να οδηγήσω. Μια άλλη μέρα έχουμε κλείσει, ξέρω ‘γώ, κι αυτά και θέλω να πάω να πληρωθώ. Μπαίνω λοιπόν στην κουζίνα, ανοίγω πόρτα, του κάνω: «Να με πληρ-»... Ο τύπος είχε κατεβασμένα τα παντελόνια και κατουρούσε μες στον νιπτήρα της κουζίνας. Στο μαγαζί του! Δηλαδή, εντάξει, η τουαλέτα είναι δίπλα, είναι το μαγαζί σου, διάολε, είναι η κουζίνα σου! Και πες, εντάξει, μπήκα εγώ, να μπει κάνας άκυρος; Σκέψου τι σκάνδαλο θα γίνει που ο ιδιοκτήτης κατουράει μες στο νιπτήρα της κουζίνας! Αλλά νομίζω το αγαπημένο μου, και θα κλείσω με αυτήν την ωραία ιστορία, όταν δούλευα σε εκείνο το bar-restaurant και έκλεισε, που με είχαν πάρει μετά στην μπυραρία, τα είχε ο ίδιος. Οπότε, μέχρι να αποσυνδεθούν από κάτω τελείως, να ξενοικιαστεί ο χώρος, να αποσυνδεθούν γκάζια κι αυτά, έστελνε εμένα κάτω, γιατί είχα… Την είχαν δώσει οι μάγειρες σε εμένα τη συνταγή –χωρίς λόγο– και φτιάχναμε αυτήν την καυτερή σάλτσα για τα πατατάκια, που βάζαμε παλιά στα ντιπάκια. Που κυκλοφορεί και από εταιρείες τώρα, την «El Sabor»; Δεν θυμάμαι από ποια κυκλοφορεί. Τέλος πάντων, του ερχόταν πολύ πιο φτηνά προφανώς να τη φτιάχνουμε εμείς. Πήγαινα λοιπόν εγώ στη λαχαναγορά κάτω στο κέντρο, έπαιρνα ντομάτες, πιπεριές, μαλακίες, το 'να, τ' άλλο, πήγαινα εκεί και έφτιαχνα. Τώρα μιλάμε για μια κατσαρόλα ένα μέτρο σχεδόν ψηλή και σε διάμετρο άλλο τόσο, μεγάλο πράγμα. Οπότε αυτό, ξέρεις, έκανες τις αρχικές διαδικασίες, τσιγάριζες λίγο κρεμμύδια, σκόρδα, τέτοια, έσβηνες με κρασιά, έβαζες ντομάτες, το ‘να, τ’ άλλο, και αυτό έπρεπε να βράσει κάποιες ώρες, δυο τρεις ώρες. Τέλος πάντων, το λάθος που ‘χανε κάνει λοιπόν όταν με στείλανε εμένα να φτιάξω αυτήν τη σάλτσα, είναι ότι δεν είχαν αποσυνδέσει τα βαρέλια της μπύρας. Και ήμουνα εγώ σ’ ένα μαγαζί μόνος μου μ’ ένα τριαντάλιτρο βαρέλι μπύρα και με τρεις ώρες να σκοτώσω. Οπότε έχω ξεκινήσει, πίνω τα μπυράκια μου, πίνω, πίνω, πίνω. Πήγαινα, έριχνα μια ματιά στη σάλτσα, ανακάτευα λίγο, έβγαινα στο τραπέζι μου, έπινα. Πάω, είχαμε κάτι μικρές αποξηραμένες καυτερές πιπεριές. Πάω, τις πιάνω, τις τρίβω πάνω απ’ την κατσαρόλα να γίνουν τέτοιο, με τα χέρια, και βγαίνω. Και όπως βγαίνω, απ’ τις μπύρες με πιάνει κατούρημα. Ανεβαίνω λοιπόν πάνω, κατουράω, όλα καλά, πλένω χέρια και κατεβαίνω. Το point εδώ είναι ότι τα χέρια τα ‘πλυνα προφανώς αφού κατούρησα. Ναι, αλλά πριν πάω να κατουρήσω είχα πιάσει τις καυτερές πιπεριές. Οπότε με το που κάθομαι στο τραπέζι μου εγώ ήρεμος και ωραίος, ανάβω τσιγάρο, και ξαφνικά αρχίζω να μην αισθάνομαι καθόλου καλά. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, ήτανε λες και μου ‘χες… λες και μου κράταγες κάτω απ’ τα αχαμνά μου αναπτήρα για ένα τέταρτο και μου τον πήγαινες έτσι, έτσι! Έτρεχα μες στο μαγαζί, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, και κατέφυγα σε μία πολύ καρτουνίστικη λύση, πήγα στην κουζίνα μέσα και άρχισα να ρίχνω νερό πάνω στο τέτοιο, για να ηρεμήσω! Και γενικά, έχει πολύ ωραίες ιστορίες αυτός ο κλάδος. Δηλαδή κάποια στιγμή θα σου γράψω ένα τετράδιο ολόκληρο με ιστορίες, να έχεις να λες. Έχει την πλάκα του αυτός ο κλάδος, έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του...
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που μου μίλησες.
Εγώ ευχαριστώ, Μήτσο.