«Πάντα ονειρευόμουνα ταξίδια. Να φύγω, να φύγω, να φύγω...»: Μια ηθοποιός γυρνάει στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια
Ενότητα 1
Η παιδική ηλικία
00:00:00 - 00:26:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο στις 4 Ιουνίου 2021, είμαι η αφηγήτρια του Istorima Άννα Τζανιδάκη και μαζί μας είναι η Μαρία Καντιφέ. Χαίρετε. …ντίζανε. Μετά ήμουνα «στον αυτόματο»! Κοίτα να δεις, ότι κι αν έχει ο άνθρωπος, του λείπει αυτό που δεν έχει. Άρα πάντα κάτι θα μας λείπει!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Η ζωή στο χωριό και η πρώτη επαφή με το θέατρο
00:26:06 - 00:44:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ευχαριστημένη είμαι, γιατί κατάφερα να, κάπως, κάπως να τα φέρω σε μία ισορροπία αυτά τα πράγματα και κάπως η δουλειά μου που κατέληξα να τη…όχι για να κάνει θέατρο. Πόσο μάλλον σε αυτές τις ομάδες. Ας μη γελιόμαστε, ο κάθε άνθρωπος για να περάσει καλά, ψάχνει τον δικό του τρόπο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η δημιουργία της θεατρικής ομάδας «Θεατρικός Περίπλους» και η θεατρική διαδρομή
00:44:28 - 01:05:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτοί, λοιπόν, που ξεχωρίσαμε τότε τέσσερα άτομα ήμασταν, εγώ, ο αδερφός μου κι οι δύο Μανώληδες. Αυτός ο ένας, ο Μανώλης, ο Μανώλης ο Ζαχαρ…σμος του θεάτρου. Και ο χώρος του «Θεατρικού Περίπλου», αναντικατάστατος! Αυτά. Η διαδρομή μου… μέχρι τώρα! Ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00] Βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο στις 4 Ιουνίου 2021, είμαι η αφηγήτρια του Istorima Άννα Τζανιδάκη και μαζί μας είναι η Μαρία Καντιφέ. Χαίρετε.
Γεια και χαρά!
Θα θέλατε να πάρουμε την ιστορία σας από την αρχή;
Ναι. Φαντάζομαι ότι αρχή ενός ανθρώπου είναι η γέννηση του και τα πράγματα που φτιάχνονται σε αυτή τη διαδρομή του μεγαλώματός του, είναι αυτά που τον γεμίζουν στοιχεία για να φτιάξει την προσωπικότητά του. Γεννήθηκα λοιπόν μία βραδιά; Ένα απόγευμα Αυγούστου, στις 9 Αυγούστου του 1967. Η κατάσταση της οικογένειας ήτανε περίεργη, γιατί οι γονείς ήταν δύο μικρά παιδιά, τα οποία έφτιαξαν μία οικογένεια, χωρίς να είναι σίγουροι τι σημαίνει οικογένεια. Σαν να ήρθαμε και εγώ και ο αδερφός μου τυχαία σε αυτό τον κόσμο, δεν είχαν δηλαδή σκοπό να φτιάξουν οικογένεια, προκύπτουν αυτά και ξέρουμε όλοι πώς και μάλιστα σε μία τόσο μικρή ηλικία πολύ πιο εύκολα. Χωρίς γνώσεις, χωρίς μόρφωση, είχανε μόνο την όρεξη να ζήσουνε τη σχέση τους ή όλα αυτά που τους υποσχόταν η ζωή, είτε μικρά είτε μεγάλα. Η γέννηση μου λοιπόν, είμαι το δεύτερο παιδί αυτής της οικογένειας –όταν εγώ γεννήθηκα, ο αδερφός μου ήτανε 3 χρόνων–, γεννιέμαι λοιπόν αυτό το καλοκαίρι, μεγαλώνω στο Ρέθυμνο με δύο γιαγιάδες, δύο παππούδες, ο οποίος πολύ σύντομα κατά τη διάρκεια του Δημοτικού, ο ένας, χάθηκε, και έναν προπάππου μάλιστα, όταν ήμουνα μικρή είχα και τον παππού της μαμάς. Κρητικοί οι μεν, Μικρασιάτες οι δε. Η οικογένεια του μπαμπά απ’ τη Μικρά Ασία, απ’ τις Νέες Φώκαιες, η οικογένεια της μαμάς από επαρχία Αγίου Βασιλείου συγκεκριμένα το Φρατί, το μικρό αυτό χωριό πάνω απ’ το Κουρταλιώτικο Φαράγγι. Η σχέση μου ήταν περισσότερο με τους Μικρασιάτες και μάλιστα συγκεκριμένα με τη γιαγιά. Ο παππούς μου ήταν λίγο αδιάφορος γιατί δεν είχε κάτι να μου πει, δεν ήτανε παιχνιδιάρης, αλλά και αυτός με τη σειρά του μου πρόσθεσε πράγματα στην προσωπικότητά μου που δεν ξεχνώ. Τα λέω όλα αυτά γιατί η διαδρομή μου είναι αυτοί οι άνθρωποι, που σου δίνουν πράγματα, πας στον επόμενο δρόμο και είναι κάποιοι άλλοι άνθρωποι και είναι σημαντικό νομίζω και η οικογένεια, αλλά κυρίως για μένα ήταν αυτή η γιαγιά και αυτός ο παππούς. Κουβαλούσαν μιαν αρχοντιά, η οποία δεν φαινόταν πουθενά, ήταν κουρελήδες... νάιλον σακούλες η μία πάνω στην άλλη, τυλιγμένα πράγματα με χαρτιά, με ξανά χρησιμοποιημένα... σακούλες που είχαν πλυθεί, μια αίσθηση της... μιας φτώχειας που μάλλον τους σκέπασε με το που έφυγαν και ήτανε χωρίς μοίρα. Είχαν ένα μέρος στο Χρωμοναστήρι και συγκεκριμένα από κάτω απ’ το Χρωμοναστήρι το Περδίκη Μετόχι, που εκεί από ό,τι ξέρω, γιατί δεν ξέρω και πάρα πολλά από πριν τι ακριβώς συνέβη, είχαν ένα σπιτάκι στο οποίο και τα ζαρζαβατικά τους και τα λουλούδια τους και ελιές και ζώα και ό.τι τέλος πάντων και ένα σπίτι εδώ στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Φαντάζομαι αργότερα τους δόθηκε από το σπίτι. Εγώ όμως όταν γεννιέμαι υπάρχει αυτό το σπίτι εδώ στο Ρέθυμνο και υπάρχει και αυτό το Μετόχι, το σπιτάκι αυτό εκεί. Εκεί πηγαίναμε την περίοδο που έπρεπε κάτι να κάνουμε δουλειές γεωργικές κλπ. με παίρνανε μαζί, ήταν υποχρέωσή μου, τέλος πάντων, απ’ το σπίτι να πάω μαζί – ο αδερφός μου όχι τόσο πολύ, ο αδερφός μου ήταν της άλλης γιαγιάς, πήγαινε στην άλλη γιαγιά, την Κρητικιά και εκεί πηγαίναμε για να κάνουμε τις δουλειές μας, όποτε χρειαζόταν να κάνουμε εργασίες και εδώ στο σπίτι εδώ στην παλιά πόλη της γιαγιάς ήταν το μέρος που κάθε μέρα σχεδόν περνούσα από κει να τη βοηθήσω να μου πει μία ιστορία... Η επίσκεψη στη γιαγιά ήτανε κάτι, πώς να σου πω, κομμάτι... κομμάτι της καθημερινότητάς. «Πάω στη γιαγιά μου», το θυμάμαι συνέχεια, μία ευκαιρία για να βγω, μία ευκαιρία για να ξεφύγω, γιατί τα πράγματα στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, όταν έχεις δύο έφηβους σχεδόν γονείς δεν μπορούν να βρουν μέτρο, τρόπο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, δεν μπορούν να βρουν ψυχραιμία, δεν θέλουν ευθύνες, θέλουν να ζήσουν –είναι πολύ λογικό– άρα όλα αυτά που δημιουργούνται είναι εντάσεις. Αυτές οι εντάσεις για μένα ήτανε ένα πράγμα που με κουβαλάει συνέχεια και ένα πράγμα που θεωρώ ότι για πάντα θα προσπαθώ να το αποβάλλω. Την ένταση, αυτή τη βία στον λόγο, τη βία στη συμπεριφορά ακόμα και στο σώμα, ακραία πράγματα, που δεν υπάρχει λόγος να τα ζει κανείς, ούτε αυτοί μεταξύ τους αλλά ούτε και τα παιδιά, εμείς δηλαδή. Ο καθένας από τους δυο μας το αντιμετώπισε διαφορετικά. Σίγουρα αυτό που έχω να πω είναι, ότι επηρέασε και τους δυο μας αυτή η κατάσταση αυτή η σχέση των γονιών μας που ήτανε αμφίβολη, δεν ξέραμε αν αγαπιούνται, αν μισούνται, αν... δεν ήταν σαφές. Μας χαρακτήρισε λοιπόν και μας οδήγησε και τους δύο, μοιραία – δεν ξέρω πώς έγινε δηλαδή, δεν ήταν ο πρώτος μου στόχος εμένα αυτός – να πάμε προς τη μεριά της τέχνης, να πάμε σε αυτό το «παραμύθι» σε πολλά εισαγωγικά, που σου προσφέρει ο κόσμος της τέχνης, ένα ταξίδι στη φαντασία σου, σε ονειρικούς κόσμους ή τουλάχιστον αυτή ήταν η πρώτη μας ανάγκη. Στην αρχή... για πάντα ο αδερφός μου ήθελε και έλεγε ότι μόνο αυτό θέλει να γίνει, θέλει να γίνει ηθοποιός. Εγώ δεν ήξερα τι θέλω να γίνω. Είναι και μια ερώτηση που την κάνουμε στα παιδιά και είμαστε αστείοι: «Τι θέλεις να γίνεις;». Τι να θέλει να γίνει; Ξέρω γω... Δεν ήξερα ακριβώς τι θέλω να γίνω, διάφορα πράγματα που είχαν να κάνουνε με παιδιά, που είχανε να κάνουνε... μ’ άρεσε πάρα πολύ να ταξινομώ τα πράγματα, τα σκεύη της κουζίνας, τις μπλούζες, τις ντουλάπες, τα μαχαιροπίρουνα, τα βιβλία στη σειρά τα μολύβια είχα μία τέτοια... ένα τέτοιο κόλλημα και έψαχνα να βρω αν υπάρχει μια τέτοια δουλειά που θα μου αρέσει. Με τα χρόνια, ψαχνόμουνα αρκετά, δεν νομίζω ότι κατέληξα, έτυχε να καταλήξω. Δεν μ’ αρέσει ξέρεις και να μου λένε και... Δεν μ’ αρέσει αυτή η σιγουριά στους ανθρώπους, δηλαδή ότι: «Ξέρω ότι θέλω να γίνω», εμένα μου δημιουργεί μια ανάγκη αναζήτησης: Ναι; Είσαι σίγουρος; Εγώ είμαι σίγουρη; Κι έτσι το ψάχνω αρκετά, θέλω να θέλω! Πάμε λοιπόν λίγο πίσω, στο σχολείο ήμουνα καλή μαθήτρια, άλλο πάλι κλισέ κι αυτό «καλή μαθήτρια», είχα ανάγκη από την αποδοχή του δάσκαλου, του εαυτού μου, ότι: «Θα είσαι καλή, θέλω να είσαι καλή, θέλω να τα πάμε καλά, θέλω να μην κάνουμε λάθη» κι έτσι έτυχε να είμαι καλή μαθήτρια στο δημοτικό. Πάρα πολύ οργανωτική, έπρεπε να τελειώσω τα μαθήματά μου και μετά θα έπαιζα, έπρεπε να τα βάλω σε μία σειρά για να ξέρω ποιο είναι πρώτο, ποιο είναι δεύτερο, να ξέρω τι έχω να διαβάσω ποια είναι η δύσκολη ιστορία, ποια είναι η εύκολη εργασία. Τα τέλειωνα γρήγορα και μετά είχα ελεύθερο χρόνο. Πάρα πολύ παιχνίδι με φανταστικά πράγματα δεν είχαμε... δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια καθόλου, ούτως ώστε, εγώ θυμάμαι[00:10:00] μία κούκλα που είχα, πολύ ταλαιπωρημένη, παλιά, από κάπου την είχαν βρει και την είχα και μία όταν μου ’ρθε μετά που ήταν σκουρόχρωμη, ήτανε μαυρούλα. Πολύ περήφανη για αυτήν μου την κούκλα, πολύ περήφανη για την παλιά μου την κούκλα. Αυτές γινότανε ήρωες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, οι γονείς μου, ο έξω κόσμος, φτιαχνόταν ένα κλίμα... σκηνικά! Πολλά σκηνικά με κουτιά από εσώρουχα, από πουκάμισα, από καλλυντικά. Ο μπαμπάς ήτανε μεταφορέας, είχε ένα αυτοκίνητο που έκανε μεταφορές, όχι πάρα πολύ συχνά γιατί ήτανε τεμπέλης, φαντάζομαι είναι ακόμα τεμπέλης, αλλά όταν έκανε αυτές τις μεταφορές, πάντα έμενε κάτι στο αυτοκίνητο από τα σπίτια που ξέμεναν πράγματα και έτσι έρχονταν σε μας. Κουτιά από κολόνιες γινότανε το επόμενο μαγαζί, μαγαζί καλλυντικών, μαγαζί που πουλάω πράγματα, γινότανε αυτά που λένε σήμερα στα παιχνίδια «παιχνίδια ρόλων» – που πας να βρεις ένα παιχνίδι για ένα παιδί και σου ’χουνε και τίτλους, ναι, τέτοια παιχνίδια ρόλων. Οι πέτρες απ’ τη θάλασσα γινότανε νομίσματα, κοσμήματα... πολλή θάλασσα, πολλή θάλασσα από το πρωί μέχρι το βράδυ τα καλοκαίρια ήμουνα στη θάλασσα. Ελεύθερη! Η μαμά δούλευε σε ένα ξενοδοχείο κάποια στιγμή που χρειάστηκε και ο μπαμπάς αυτό που είπα στις μεταφορές. Αυτό τώρα μιλάμε για την περίοδο του Δημοτικού. Το κάθε τι δημιουργούσε τον χώρο, στα παιχνίδια μου εννοώ, για να ακουμπήσω εκεί τα θέματά μου και να τα λύσω. Νομίζω, ότι το παιχνίδι μου και η φαντασία που γεννιότανε μέσα στο κάθε παιχνίδι μου ήτανε ο τότε ψυχαναλυτής μου, έχω σκεφτεί τώρα πια. Επειδή υπήρχε και ένας περιορισμός, επειδή δεν ξέρανε και η Κρήτη και τα κορίτσια που δεν πρέπει να μιλάνε στους νεαρούς, που δεν πρέπει να φλερτάρουνε... Είναι τρομερό το ότι αισθάνομαι ένας νέος άνθρωπος, μια νέα γυναίκα, γιατί τώρα που μιλάμε είμαι 53 στα 54, αισθάνομαι λοιπόν νεότατη εγώ και λόγω του θεάτρου και λόγω της επαφής μου με νέους ανθρώπους και της νέας νομίζω σκέψης μου κι όμως έχω ζήσει αυτή την καταπίεση της Κρήτης ότι: «Θα δείρουμε το νεαρό που ενόχλησε βρε την κοπελιά μας, θα περιορίσουμε την έξοδο» και βέβαια κατ’ επέκταση, «θα προσβάλουμε την κόρη μας με αυτές τις συμπεριφορές», θα ’ρθει μία φάση της ζωής της που θα αρνηθεί αυτού του είδους τα στάνταρ και θα γίνει πιο επαναστάτρια και από τους επαναστάτες, μέσα της, έξω δεν ήμουνα ποτέ κοινωνικά επαναστάτρια, πάντα πίστευα ότι η επανάσταση ξεκινάει από τη μονάδα, δεν χρειάζεται να μπούμε σε σύνολα και να τρέχουμε στους δρόμους. Η επανάσταση είναι κάτι που ξεκινάει από το σπίτι μας, από τον ίδιο μας τον εαυτό, μετά στο σπίτι μας, τα παιδιά μας και σιγά-σιγά ο καθένας μας με τον τρόπο του θα τη στείλει την επανάσταση αυτή και στην κοινωνία. Αυτή λοιπόν η ανάγκη να ταξιδεύω και να φεύγω από τη ζωή που δεν ήταν ωραία, δεν πήγα σε πάρτι, δεν με πήγε η μαμά μου σε παιδικές χαρές, δεν θυμάμαι τέτοια πράγματα εγώ καθόλου, η διασκέδαση μου ήταν να πάω στη γιαγιά για να απαλλαγεί και από μένα φαντάζομαι, γιατί επειδή είμαι μαμά ενός υπέροχου αγοριού που τώρα είναι φαντάρος, που μιλάμε, στα 19, ξέρω τη διάθεση λιγάκι να ξεκουραστείς από το παιδί σου. Ε σε αυτούς τους γονείς ήταν πολύ έντονη. Δεν ξέρανε πώς να μας χειριστούνε. Βέβαια πολλά χρόνια αργότερα σκεφτήκαμε και οι δυο μας ότι: «Μα πως αλλιώς αφού και αυτοί ήταν παιδιά». Αυτό τους δικαιολογεί με έναν τρόπο, αλλά τα κενά και οι εκκρεμότητες στα παιδιά που έχουν τέτοιους γονείς παραμένουν και πρέπει να τις αντιμετωπίσεις. Μ’ άρεσε πάρα πολύ όταν έπρεπε να κάνω μία δουλειά και να αφήνω το μυαλό μου να τρέχει, ακόμα και όταν πότιζα τα λουλούδια της γιαγιάς, γιατί είχε πάει σε αυτό το Μετόχι, εγώ είχα σχολείο και δεν μπορούσα να πάω, άρα πήγαινα στο σπίτι της και πότισα τα λουλούδια της. Πω πω! μεγάλη διασκέδαση! Το ότι έβλεπα να τρέχει το νερό, να πετάγεται από το λάστιχο και να γίνεται η βροχή, να έρχεται η υγρασία πάνω, οι αισθήσεις μου... σαν... πώς θα σου πω σαν τα στερούμασταν όλα αυτά, επειδή δεν παίζαμε. Ακόμη και απέναντι εδώ που έπρεπε να... ήθελα –έπρεπε!– ήθελα να πάω με κάποια κορίτσια φίλες και συμμαθήτριες δεν μας αφήνανε, δεν ξέρω γιατί, υπήρχε μία αίσθηση ότι: «Πρέπει να κάνουμε τα μαθήματά μας πρώτα. Δεν ενοχλούμε τους γειτόνους όταν πάνε για ύπνο» που ξέραμε – δεν ξέραμε αν κοιμούνται. Κάποια πράγματα για να μην ζοριζόμαστε και πάρα πολύ. Γιατί όταν εγώ έγινα μαμά, υπήρχε ολόκληρο θέμα να στήσω μία συνάντηση του γιου μου με τους συμμαθητές και φίλους του: Πότε θα μπορεί η μαμά, πότε, θέλει μία φροντίδα το καθετί... Δεν είχανε χρόνο και ούτε τον δίνανε όσο είχανε. Οι ελεύθερες ώρες, που η μαμά έβρισκε κάποιες φίλες της, ερχόταν οι φίλες της στο σπίτι και μιλούσανε, ήταν ευκαιρία για να φύγω. Να πάω βόλτα στην πόλη, να πάρω το ποδήλατο της μιας και να προσπαθήσω να κάνω –ποτέ δεν είχαμε ποδήλατο–, είχαμε ένα παλιό του αδερφού μου το οποίο είχε χαλάσει και που δεν το θέλανε, αλλά εγώ προσπαθούσα να μάθω, δεν κατάφερα πάρα πολύ καλά βέβαια πρέπει να σου πω... Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας... Επιμονή όμως, επιμονή για να ξεφεύγω. Βόλτα στην πόλη, βόλτα στη θάλασσα, στη γιαγιά, πήγαινα και στην εκκλησία, πήγαινα στο κατηχητικό στο οποίο μας λέγαν διάφορες ιστοριούλες αλλά εμείς πιο πολύ για την παρέα πηγαίναμε και κάτι τραγούδια που ακόμα τα θυμάμαι. Αγαπημένη μου περίοδος του κατηχητικού ήταν η περίοδος της μεγάλης εβδομάδας, που ντυνόμουνα μαυροφορούσα για να πούμε τα: «Αι γενεαί πάσαι» και όλα αυτά συνοδεύοντας τον επιτάφιο, πολύ-πολύ αγαπημένη μου... Αυτό ας πούμε, όπως και αντίστοιχα στον αδερφό μου έλεγε ότι του άρεσε πάρα πολύ η μεγάλη Πέμπτη στην εκκλησία, που είχε κάτι...που γινότανε σαν μεταφυσικό μέσα, που σβήνανε τα φώτα, που πέφτανε οι πιστοί στο πάτωμα, που έβγαινε ο παπάς τελείως εντυπωσιακός με το σταυρό και βροντοφώναζε όλα αυτά τα ωραία, έτσι και εγώ τη μεγάλη Παρασκευή, αισθανόμουν ότι κάνω ένα πολύ σοβαρό ρόλο δεν γελούσα ποτέ ως... Πώς τη λένε... στα μοιρολόγια εκεί, ποτέ, το θεωρούσα πολύ σοβαρή δουλειά και ένα ωραίο ταξίδι σε κάτι άλλο! Αυτό το κάτι άλλο που υποδύεσαι, όταν φτιάχνεις ένα ρόλο, να μπεις μέσα του, να χαθείς και να δανειστείς τη ζωή αυτού του ρόλου και να αφήσεις για λίγο τη δική σου να σε περιμένει ξεκούραστα. Να σε περιμένει ξεκούραστα, γιατί η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι ξεκούραστη, είναι πολύ κουραστική, κανένας δεν το καταλαβαίνει, θεωρείται πάρα πολύ εύκολο πράγμα να κάνεις θέατρο, κάνουμε όλοι έτσι κι αλλιώς, όμως είναι άλλο πράγμα η υποκριτική κι άλλο πράγμα η υποκρισία. Είναι άλλο πράγμα: «Κάνω θέατρο σοβαρά», κι άλλο, «κάνω θέατρο για πλάκα»: για να περάσω καλά, να πιούμε τα ποτά μας, να πούμε τα αστεία μας. Όταν άρχισα να κάνω θέατρο ερασιτεχνικά, ούτε τότε το έκανα πρόχειρα ούτε τότε το έκανα για να περάσω καλά. Μ’ άρεσε αυτή η μετάβαση σε κάτι που δεν είμαι εγώ. Δανεικές ζωές των ηρώων αυτών, ίσως στα μικρά μας χρόνια για να ξεχάσουμε τα θέματά μας και αργότερα για να ξεκουράσουμε τις ζωές μας – αυτό που σου είπα πριν, ξεκούραστα περίμενε η Μαρία μέχρι να επανέλθει, αφού ο ρόλος είχε μπει και έκανε τη δουλειά του κατά τη διάρκεια μιας παράστασης και της πρόβας, των προβών. Τώρα μέχρι να αποφασίσουμε και να πάμε να μπούμε στη διαδικασία δηλαδή ότι: «Θα κάνουμε θέατρο», είτε με όποιον κάνει στην πόλη είτε μόνοι μας, γιατί αυτό ξεκίνησε[00:20:00]. Αρχίζαμε... Όταν ο αδερφός μου αποφάσισε να παίξει μαζί μου –γιατί αυτός ήταν λίγο πιο, πιο να ακούει τη μαμά με τις φίλες, πιο να κάθεται και να δέχεται στοιχεία, παρά να εκφράζει... Όταν αποφάσισε λοιπόν να παίξει, αποφάσιζε να παίξει μαζί μου, παίζαμε πάρα πολύ ωραία. Αισθανόμουνα ότι είχαμε φύγει, είχαμε πάει σε άλλους πλανήτες και επανερχόμασταν μετά. Πολύ! Σαν να είχε ανέβει η αδρεναλίνη μας. Πολλή φαντασία, πολλά γέλια! Μεγάλη αγάπη στον αδερφό μου, μεγάλη αγάπη! Άλλη περίοδος που με βοήθησε να πλάθω κόσμους και να φεύγω και να ταξιδεύω και η φαντασία μου να καλπάζει, ήταν η περίοδος σε αυτό το Μετόχι. Όταν δεν δουλεύαμε, δεν μαζεύουμε ελιές (πα, πα, πα, δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η δουλειά), δεν μαζεύαμε τα φασολάκια, τις μπάμιες, δεν ποτίζαμε –αυτά μ’ αρέσανε ήτανε ξεκούραστα, οι ελιές ήτανε λίγο χωρίς φαντασία –ήτανε οι καλύτερές μου στιγμές. Όταν είχαμε τελειώσει με τη γιαγιά και τον παππού, ο μπαμπάς ήταν στο Ρέθυμνο και δούλευε και ερχόταν μετά να βοηθήσει και αυτός, ήμασταν οι τρεις μας, δηλαδή γιαγιά, παππούς κι εγώ. Όταν τελειώναμε τις δουλειές, πήγαινα στη στέρνα που είχε νερό και από κει ποτίζαμε και η στέρνα γινότανε πέλαγος. Καθόμουνα στο τοιχαλάκι της, έπαιρνα ένα καλάμι και έκανα βαρκάδα. Δεν μπορείς να φανταστείς σε τι μαγικά μέρη πήγα! Πόσα βατράχια, που ήταν μέσα στη στέρνα, ήταν συνταξιδιώτες μου. Πόσα βατράχια που βγάζανε το κεφάλι τους, αισθανόμουν, ότι μου μιλάνε και λέμε… ήταν η παρέα μου. Τους απηύθυνα τον λόγο, μου λέγανε τι γίνεται κάτω από την επιφάνεια του νερού… Πουλιά! Περνούσαν από πάνω. Φανταστικοί ταξιδιώτες, τους χαιρετούσα. Ταξίδια! Πάντα ονειρευόμουνα ταξίδια! Να φύγω, να φύγω, να φύγω, να ζήσω μέρη, να ζήσω πράγματα καινούρια και όχι αυτά τα πολύ περιοριστικά που είχε η Κρήτη την περίοδο εκείνη. Πω πω, μιλάω και λες ότι... Είναι περίεργο τα χρόνια που ήμουνα έφηβη, ότι ίσχυε ακόμα αυτή η βλακεία. Τέλος πάντων, θα μου πεις και τώρα που είμαι μεσήλικας, ισχύει ακόμα σε κάποια μέρη. Ευχόμαστε σιγά–σιγά να εκλείψουν όλα αυτά. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο άνθρωπος θέλει να γλιτώσει από κάτι που τον πιέζει, αν τον πιέζει του γεννιέται η ανάγκη να γλιτώσει και μαζί με την ανάγκη του γεννιέται και η αγωνία: Πώς θα βρει τον τρόπο να καλύψει αυτή του την ανάγκη. Έτσι γεννιούνται επιθυμίες να διαβάσεις για να μορφωθείς, αν η οικογένειά σου είναι αμόρφωτη και βλέπεις ότι επειδή είναι αμόρφωτη περιορίζεται η δυνατότητα εξέλιξής τους. Σου δημιουργείται η επιθυμία να βρεις τη δύναμη και τον τρόπο να γίνεις δυνατός, να αντέχεις, να γίνεις έξυπνος για να ξεφεύγεις, να μην αφήνεις να σε πιέζει κανείς πια! Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της πίεσης. Έχει κι αυτή δηλαδή τα καλά της! Αντιστέκεσαι, πώς να σου πω, είσαι ζωντανός. Επαναστατείς! Ανεβαίνει η διάθεσή σου, παρά να είσαι ένα παιδί που όλα πάνε καλά, που όλα θα στα τακτοποιήσουν οι γονείς, που όλα είναι τρυφερά. Αυτό που, ναι, αυτό που μου έχει λείψει είναι η έκφραση της αγάπης και όχι μόνο να το εκφράσω, αλλά και να το δείξω! Δηλαδή αγαπημένες μου στιγμές στο σπίτι μας ήταν όταν ήμουν άρρωστη. Πολύ με προσέχανε τότε. Πολύ! Ήμουνα το Μαράκι, το Μαριώ, η Μαριωρή μου, ήμουνα το παιδί που χρειάζεται κάτι. Αν δεν με είχε «ζαβλακώσει» ο πυρετός, πολύ το απολάμβανα! Ιλαρά, ό,τι αρρώστια υπήρχε… ωραία, γιατί με φροντίζανε. Μετά ήμουνα «στον αυτόματο»! Κοίτα να δεις, ότι κι αν έχει ο άνθρωπος, του λείπει αυτό που δεν έχει. Άρα πάντα κάτι θα μας λείπει!
Ευχαριστημένη είμαι, γιατί κατάφερα να, κάπως, κάπως να τα φέρω σε μία ισορροπία αυτά τα πράγματα και κάπως η δουλειά μου που κατέληξα να την αγαπώ τόσο, να αισθάνομαι ότι είναι φίλη μου σε αυτή μου τη διαδρομή! Είναι συνοδοιπόρος η δουλειά μου, γι’ αυτό και θυμώνω πάρα πολύ όταν αντιμετωπίζεται πρόχειρα. Το να είσαι ηθοποιός όπως είμαι εγώ, δεν είναι κάτι, που είναι τόσο απλό, που είναι τόσο ευτελές, που είναι τόσο πρόχειρο. Αυτό με ενοχλεί! Αυτό με ενοχλεί στη δουλειά μας, όταν υπάρχει τριγύρω αυτή η αντιμετώπιση. Πάντα λέω ότι, όταν ένας χειρουργός έχει σπουδάσει για να χειρουργεί, έτσι και ένας ηθοποιός έχει σπουδάσει για να κάνει τη δουλειά του σωστά. Δεν μπορείς να χειρουργήσεις εσύ, άρα δεν μπορείς και να κάνεις θέατρο αν δεν έχεις σπουδάσει. Όταν έφυγα από δω για να σπουδάσω, έφυγα γιατί ήθελα με έναν τρόπο να έχω ένα σχολείο να με κάνει καλύτερη σαν ηθοποιό, γιατί ήδη ασχολιόμουνα. Περίπου… πόσων χρονών τώρα; Στα 17; 18; Μπορεί και πιο νωρίς ίσως 17, εκεί στα 17 πρέπει να πρωτοξεκίνησα– δεν τα πάω καλά με τις ημερομηνίες και με τα ονόματα. Παρεξηγούμαι αρκετά, γιατί λέει: «Έλα, ρε παιδί μου, γιατί δεν με θυμάται;». Μμ! δεν θυμάμαι! Τα λόγια μου τα θυμάμαι όμως, όταν λέω τους ρόλους. Ακόμα! Νομίζω λοιπόν κάπου στα 17 ήταν η πρώτη μου επαφή –αν εξαιρέσουμε τα σχολεία και τις «μαμάδες Ελλάδες» και «τη μαμά του στρατιώτη» και όλα αυτά που ήμουνα πάρα πολύ καλή και υπήρχε ενθουσιασμός στο σχολείο–, ήτανε, που με φώναξε ένα συντοπίτης εδώ, που έκανε θέατρο έτσι σε μια ομάδα στα «Περβόλια», να πάω στην ομάδα του. Γιατί…. Γιατί; Πού με βρήκε αυτός; Ίσως επειδή ήτανε γείτονας και με ήξερε κι ήμουνα τσαχπίνα, εξωστρεφής; Ναι. Η αλήθεια είναι ότι πριν με βρει αυτός, είχα πάει στον Πολιτιστικό Σύλλογο του Ρεθύμνου, που είχαν μία θεατρική ομάδα. Πώς βρέθηκα εκεί, δεν ξέρω. Κάποιος θα μου το ’πε, κάπως θα πήγα. Για, για να γεμίζω τις ώρες μου. Δεν είχα αποφασίσει ότι μου αρέσει το θέατρο, δεν είχα κάνει καν θέατρο. Με τον αδερφό μου βλέπαμε παραστάσεις, σε κάποιες που ήταν αρκετά βαριές μπορεί και να κοιμόμουνα, ως μικρή, μετά μου έλεγε την ιστορία, τσακωνόμασταν, γιατί κάτι δεν μου άρεσε και δεν μπορούσα να το καταλάβω, κάτι τραγωδίες που βλέπαμε και τέτοια… Αυτός ήτανε «θεατροφάγος»! Ό,τι υπήρχε έπρεπε να πάει. Ακόμα και τώρα, ότι παράσταση λέμε ότι έγινε [00:30:00]παλιά, μπορεί και να τη θυμάται. Εγώ όχι, όχι. Εγώ είχα πάει, για να γεμίζω τα απογεύματά μου, που έκανα αθλητισμό, έκανα... ήμουνα –από το σχολείο έμεινε αυτό, κάποιος με ανακάλυψε ότι είμαι πολύ καλή στις ρίψεις. Έκανα ακόντιο και σφαίρα, συμμετείχα σε αγώνες… ΟΚ! Δεν με τράβηξε αυτό. Προχωρούσα, στο να ψάχνομαι. Κι αυτό ήταν μία επιλογή, «ας πάω λοιπόν σε αυτόν τον Πολιτιστικό!» Εκεί βρήκα μία παρέα πάρα πολύ ωραία. Άλλη παρέα, άλλοι άνθρωποι, άλλα ενδιαφέροντα. Είναι άλλο να μιλάς συνέχεια για γκόμενους και: «Με είδε, τον είδα, μου είπε, εσένα τι σου είπε, εμένα μου είπε...» αυτά, ή τα κάνεις, ή μετά γιατί τα λες δεν καταλαβαίνω. Μου φαίνονταν πάντα σαχλά. Κάτι έπρεπε να γίνεται κάτι έπρεπε να συμβαίνει που να μας κρατάει σε εγρήγορση. Αυτές λοιπόν η... αυτή η πρώτη συμμετοχή στον Πολιτιστικό Σύλλογο, τι να σου πω, δεν θυμάμαι καν, ποιος το σκηνοθέτησε αυτό το έργο. Δεν θυμάμαι. Κάποιος από μας; Μόνοι μας; Ειλικρινά σου λέω δεν θυμάμαι τίποτα. Ήταν το: «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλλερ. Τώρα αν με ρωτήσεις πότε, επίσης δεν θυμάμαι, άμα θυμηθώ θα σου πω. Σίγουρα ‘84, ‘85 κάπου εκεί ; Το ‘85 τέλειωσα το Λύκειο. Ναι ‘85 κάπου εκεί, γιατί μετά το ‘86 ασχολιόμουν ακόμα με τον Πολιτιστικό, μετά πήγα στην άλλη ομάδα των Περιβολίων, κάναμε μια παράσταση, άλλη μία, που είχε κατέβει τότε και ο Κώστας ο Τσιάνος, που ήτανε γνωστός κάποιου εδώ απ’ το Ρέθυμνο και κατέβηκε και μας βοήθησε, τον λάτρεψα! Αυτό έγινε το ’86 σίγουρα. Το θυμάμαι ότι, πω, πω, είναι πάρα πολύ ωραία να δουλεύεις με έναν άνθρωπο που ξέρει – γιατί μέχρι τότε σου λέω, μεταξύ μας ότι κάναμε– και φτιάξαμε ένα, μια συρραφή διαφόρων έργων που ήταν σαν επιθεώρηση λίγο. Ελληνικών έργων, μονολόγων και λοιπά. Με τον Τσιάνο είναι αστείο, το ότι αργότερα στη ζωή μου συνεργάστηκα πάρα πολύ αν δει κανείς το βιογραφικό μου, περισσότερές μου σκηνοθεσίες που έχω δεχτεί ήταν από τον Κώστα τον Τσιάνο. Αγαπημένος! Όλη λοιπόν αυτή η διαδρομή και η ανάγκη προς την Ελευθερία της σκέψης, της ψυχής, των συναισθημάτων, άρχισε να ερεθίζεται μέσα από τις παραστάσεις που ζούσα. Την αδρεναλίνη της κάθε παράστασης, των προβών, την προσπάθεια να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, να γίνεις καλύτερος... Ακόμα και τώρα, που είμαι δασκάλα υποκριτικής, λέω στους μαθητές ότι: «Το στοίχημα είναι να γίνεις εσύ καλύτερος, αλλά όχι μόνο σαν ηθοποιός. Μέσα στο θέατρο γίνεσαι καλύτερος σαν άνθρωπος. Μόνο καλό μπορεί να σου κάνει το θέατρο, το καλό θέατρο». Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά και ζεστά κι αγαπημένα, βραδιές μετά το μάζεμα των ελιών –ξαναγυρίζω πάλι πίσω– στο Μετόχι εκεί, που ήμασταν στο τζάκι μπροστά, δεν υπήρχε φως σε αυτό το σπιτάκι, είχε λάμπες πετρελαίου, με το γυαλί που βάζεις από πάνω και έχει ένα φυτίλι βουτηγμένο στο πετρέλαιο και το στρίβεις και δυναμώνει, βγαίνει πιο έξω το φυτίλι κι έτσι δυναμώνει το φως. Πολλή δουλειά να καθαρίσουμε τα γυαλιά απ τις λάμπες, να μην τα σπάσουμε, γιατί μαύριζαν απ την πολλή φλόγα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Τα πιάτα τα πλέναμε με πράσινο σαπούνι, με κουβάδες από τη βρύση που φέρναμε στο σπίτι –ούτε νερό είχε το σπιτάκι– τρίβαμε ένα σφουγγάρι στο πράσινο σαπούνι, πλέναμε το πιάτο, το βουτούσαμε μέσα στους κουβάδες με το καθαρό νερό. Αυτό ήταν το πλύσιμο των πιάτων. Καθαρίζαμε πατάτες; Έξω από το σπίτι υπήρχε ένας κουβάς πάντα για να τις ξεπλύνουμε, η μαγειρική στο τζάκι. Όταν νύχτωνε, ο περιορισμός ήτανε τρομερός. Δεν μπορούσες να βγεις, δεν είχε ούτε τουαλέτα το σπιτάκι, πρέπει να το πούμε και αυτό, άρα για την ανάγκη μας βγαίναμε από πάνω σε ένα χωράφι και είτε πρόχειρα έκανε κανείς, πώς το λένε, τα «τσισάκια» του και μετά, για να κάνεις το «χοντρά» που λένε, λακκουβίτσα και χώμα και πέτρες από πάνω. Δεν μ’ άρεσε πάρα πολύ αυτός ο περιορισμός, αλλά τώρα που τον θυμάμαι, είναι πολύ γλυκός! Μπάνιο σε μεταλλική σκάφη, σκυφτοί…. και λες: «Πω, πω! Της κατοχής είσαι, αγάπη μου;». Τρομερό! Αυτό το σπίτι είχε αυτό τον περιορισμό. Ενώ εδώ είχαμε φως, πλυντήριο, τηλεόραση, εκεί ήτανε άλλη εποχή. Άλλη εποχή. Σκάφη με μπρίκι που –πράσινο σαπούνι πάντα– και μετά με το μπρικάκι ξέπλυμα, γρήγορα πετσετούλα γιατί… Φυσικά μπροστά στο τζάκι γινόταν αυτό αν ήταν χειμώνας, άσε που του χειμώνα δεν πολυκάναμε και μπάνιο εκεί. Το βράδυ για να πας για ύπνο… Α! Πριν τον ύπνο το αγαπημένο μου ήτανε… αυτό θυμάμαι τον παππού, αυτό, αυτό ήταν το δώρο του παππού, ο οποίος έκανε, το μόνο παιχνίδι που έκανε ήταν ότι: «Θα σου παίξω βρε μουσική! Ποιο θες να σου παίξω; Με το μπουζούκι μου!». Κι έπαιρνε μια μαγκούρα, μπαστούνι, το οποίο το έβαζε στα χέρια του και στα πόδια του σαν μπουζούκι κι άρχισε και το έπαιζε φανταστικά! Πόσο πολύ μου άρεσε αυτό! Πόσο! Θυμάμαι τα μάτια μου ήτανε σαν φλιτζάνια μεγάλα, τον έβλεπα και γελούσα σαν να έβλεπα την καλύτερη εκπομπή. Και πρέπει να σου πω ότι την επέλεγα αυτή την εκπομπή περισσότερο από μία εκπομπή στην τηλεόραση. Ενώ ο αδερφός μου ήταν στην τηλεόραση, έχανε τον κόσμο εκεί, εγώ ήμουνα σε αυτά! Αυτά μου αρέσανε! Ο τρόπος που η γιαγιά έλεγε παραμύθια. Ο τρόπος που έκανε τους διαλόγους! Ότι: «Και ήρθε αυτός και του είπε: “Δεν μου λες;”. “Τι; Τι να σου πω;”». Αυτή η διαφορά… Επίσης, η γιαγιά άκουγε και θέατρο στο ραδιόφωνο. Άρα ένα σκαμνάκι μπλε –το θυμάμαι σαν τώρα– μικρά, αυτά τα σκαμνάκια τα ξύλινα που είχαν μπροστά στα τζάκια, δεν ξέρω, πολλά σκαμνάκια είχαν παλιά οι άνθρωποι. Τώρα δεν έχουνε. Έχουνε τις σκαλίτσες αυτές για την κουζίνα, εμείς πάντα στα σκαμνάκια ανεβαίναμε. Και θυμάμαι και στα παλιά αναγνωστικά των δημοτικών, που ο μπόμπιρας ανέβαινε να βρει το γλυκό από το –πώς το λένε– από το ψηλό ράφι της γιαγιάς και έπεφτε απ’ το σκαμνάκι. Και μας έλεγαν στο Δημοτικό: «Να προσέχετε τα ατυχήματα στο σπίτι». Αχ! Σκαμνάκι, θέατρο στο ραδιόφωνο, γιαγιά να λέει παραμύθια… Εκεί που έλεγε το παραμύθι να σηκώνεται και να χορεύει, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, με τέτοια λεβεντιά και καμάρι και τότε, τώρα πια το βλέπω αυτό, έβλεπες τη Μικρά Ασία μπροστά σου! Κοντούλα η καημένη και μια αρχοντιά, σαν να ήτανε 2,5 μέτρα. Χόρευε! Μου λείπει η γιαγιά μου… Μου λείπει αυτή η εποχή! Που ακόμα και σήμερα την ψάχνω στα νέα παιδιά, την ψάχνω στον κόσμο γύρω μας, δεν υπάρχει μωρέ! Έχει αντικατασταθεί με ψεύτικες εικόνες ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ηλεκτρονικής επαφής, ηλεκτρονικού σεξ, έχουν χαθεί τα πράγματα δυστυχώς –μιλάω σαν γιαγιά, χα, χα – δυστυχώς! Παρ[00:40:00]’ όλα αυτά, αντιστεκόμαστε και λέμε ότι μέσα από την τέχνη μας, μέσα από το θέατρο που κάνουμε, μέσα από τον τρόπο που εκπαιδεύουμε τα παιδιά τα νέα που θέλουνε να γίνουν οι ηθοποιοί, ίσως καταφέρουμε να δώσουμε, να στείλουμε, αυτή τη μυρωδιά από τα σπίτια με τις λάμπες. Απ’ τον παππού που τραγουδούσε με τη μαγκούρα του: «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης, έπαψε να ζει ρεμπέτης, θέλει πλούτη και παλάτια και της Κάρμεν τα δύο μάτια»… Πολύ! Αυτή η Κάρμεν… Πόσο την έβλεπα, πόσο τον Αντώνη τον βαρκάρη, πόσο τη βάρκα του! Την είχα φτιάξει –σαν τώρα τη θυμάμαι– με κόκκινο και μπλε χρώμα! Αυτά που μπορεί να κάνει, κάτι που φτιάχνει η φαντασία, κάτι που φτιάχνει ένα βιβλίο, δεν μπορεί να το αντικαταστήσει μία παράσταση που είναι φορτωμένη με χρυσόσκονες και πούπουλα και όλα μασημένα, δεν μπορεί να την αντικαταστήσει … Οι ήρωες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που είναι πραγματικά μαγικοί, αλλά σου σαπίζουν τον εγκέφαλο. Ωραία πράγματα που έφτιαξαν τις ψυχές μας και τις οδήγησαν σε έναν κόσμο, που θα τον κρατήσουμε ονειρικό. Δεν είμαι ονειροπαρμένη, είμαι πάρα πολύ πρακτική όποτε χρειάζεται. Με έχει ταλαιπωρήσει η σκληρότητα των ανθρώπων. Αντέχω! Η δουλειά μου φταίει και αντέχω. Και τότε, αυτή η δουλειά ελπίζω, ότι θα συνεχιστεί από ανθρώπους που συνεχίζουνε και αυτοί να ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Πάντα λέω και στον γιο μου: «Δεν μπορεί όλος ο κόσμος να είναι γεμάτο κομπιουτεράδες! Κάποιος θα ενδιαφέρεται για τη μυρωδιά της θάλασσας, κάποιος θα ενδιαφέρεται για το απαλό άγγιγμα ενός ζώου, δεν μπορεί όλοι να είμαστε τετράγωνοι ή όλοι να είμαστε ονειροπαρμένοι. Υπάρχει μία ισορροπία στα πράγματα, μπορώ να είμαι στην εποχή του σήμερα και να πληρώνω με i-bank και e-bank και όλα αυτά, αλλά μπορώ να αγαπάω τα ζώα. Να τα προσέχω. Να είμαι ευγενική απέναντι στους άλλους να κρατάω τα χρώματα στην ψυχή μου και να διώχνω το γκρίζο!». Τώρα, αν με ρωτήσεις πόσο εύκολα έγινε αυτό; Δεν έγινε εύκολα, γιατί μετά απ’ τους πολιτιστικούς συλλόγους και αυτά, την ομάδα που ήμασταν εκεί και δεν μας βοηθούσε κανείς και οι άνθρωποι που συμμετείχανε ήτανε αρκετοί για να κάνουν την πλάκα τους και να πιούμε τα ποτά τους, κάποιοι από αυτούς ξεχωρίσαμε και είπαμε θέλουμε ένα δικό μας πράγμα που να κάνουμε ωραία τη δουλειά μας. Εδώ στο Ρέθυμνο, ναι, γιατί; Δεν κατάλαβα; Γιατί πρέπει να ανήκω σε ένα σύλλογο που πρέπει να τρέχει σε χωριά και να ανέχομαι ανθρώπους που μόνο θέατρο δεν θέλουνε να κάνουνε. Υπάρχουν άνθρωποι, εδώ και στη δραματική σχολή που ήμουνα συμμαθητής μου είπε: «Ήρθα για να βρω γκόμενα εδώ» και όχι για να κάνει θέατρο. Πόσο μάλλον σε αυτές τις ομάδες. Ας μη γελιόμαστε, ο κάθε άνθρωπος για να περάσει καλά, ψάχνει τον δικό του τρόπο.
Ενότητα 3
Η δημιουργία της θεατρικής ομάδας «Θεατρικός Περίπλους» και η θεατρική διαδρομή
00:44:28 - 01:05:44
Αυτοί, λοιπόν, που ξεχωρίσαμε τότε τέσσερα άτομα ήμασταν, εγώ, ο αδερφός μου κι οι δύο Μανώληδες. Αυτός ο ένας, ο Μανώλης, ο Μανώλης ο Ζαχαράκης, ήτανε αυτός που είχε την ομάδα που συμμετείχα στα «Περβόλια». Εκεί γνώρισα τον άλλον Μανώλη, τον Σειραγάκη. Εγώ, ο Σειραγάκης και ο Καντιφές ο Θωμάς, αλλά και ο Μανώλης Ζαχαράκης έτσι σαν ιδέα περισσότερο, γιατί μετά μας άφησε τους τρεις μας, αποφασίσαμε να φτιάξουμε μία ομάδα, να την πούμε «Θεατρικό Περίπλου» –πολύ ωραία διαδρομή μέχρι να βρούμε και το όνομα– και που: «Αυτοί που ταξιδεύουμε, και περιπλανιόμαστε και…». «Ναι, αλλά αυτός και που πλέει αλλά και το νερό της πόλης». «Ναι, ναι, μπράβο, ταξίδια!» «Μπράβο, μπράβο, ναι». Γίνεται η πρώτη παράσταση, πρόβες, ούτε θυμάμαι πού κάναμε. Σ’ ένα, η παράσταση έγινε σε ένα θερινό σινεμά της πόλης, «Τα Αστέρια». Σε αυτή την παράσταση, εγώ δεν συμμετείχα, δεν έπαιζα. Μετά ακριβώς αποφασίζουμε να φτιάξουμε, μας άρεσε όλο αυτό, αποσύρεται ο Ζαχαράκης γιατί είχε μία υποχρέωση, έπρεπε να πάει στην Αθήνα, δεν θυμάμαι ακριβώς και μένουμε εγώ, ο Μανώλης και ο Θωμάς και λέμε: «Θα φτιάξουμε» –ο Θωμάς έχει γυρίσει ήδη από σπουδές–, «θα φτιάξουμε εδώ έναν χώρο», αρχικά είχαμε το σπίτι του Θωμά στο οποίο μαζευόμασταν και εκεί μέσα ήταν που πήραμε την απόφαση, ότι θα φτιάξουμε το δικό μας θέατρο. Κανονικό θέατρο. Μάλιστα! Τι χρειαζόμαστε αρχικά, χρειαζόμαστε ένα χώρο να κάνουμε πρόβες. Και βγαίνουμε βόλτα στην πόλη. Θυμάμαι σαν τώρα, ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε, εγώ κι ο Μανώλης και γυρίζουμε την παλιά πόλη, θεωρώντας ότι αυτή η παλιά πόλη έχει υπέροχα κτίρια, κάποιο θα είναι για μας! Θα το βρούμε! Από τη βόλτα μας αυτή ήρθαμε, είχαμε δει κάνα δύο κτίρια, ρωτήσαμε τις γειτονιές, μας λέγαν ότι: «Αυτό είναι παρατημένο», «αυτό είναι, έχει πολλούς ιδιοκτήτες δεν θα τους βρείτε». «Αυτό, τσακώνονται, δεν θα υπάρξει ποτέ λύση». «Αυτό δεν ξέρουμε ποιανού είναι, είναι του Δήμου». «Αυτό γκρεμίζεται μην μπείτε μέσα» και αυτά. Έχουμε δει λοιπόν στην Τζανέ Μπουνιαλή, δίπλα στους Σώμα Ελλήνων Οδηγών, ξέρω γω, που ήτανε ακριβώς δίπλα, υπάρχει ένα μέρος, ένας χώρος, ο οποίος έχει σκονισμένα τζάμια –όχι δεν έχει κάν τζάμια– είναι σκονισμένα κάγκελα, βλέπεις μέσα πέτρες, διάφορα αυτά, εγκαταλελειμμένο, άδειο, μια πόρτα άθλια, με λουκέτο ούτε καν κλειδί. Ρωτάμε λοιπόν: «Ποιανού είναι αυτός ο χώρος;» Λέει: «Αυτό είναι του Σώματος Ελλήνων Οδηγών». Πολλή πίστη στα νιάτα μας και τόλμη, μπήκαμε μέσα, ρωτήσαμε: «Ναι είναι δικό μας, αυτό δεν… Δεν…». «Θα μας το δώσετε;» Τέλος πάντων, να μην πολυλογώ, μας το δώσανε με ένα μικρό ενοίκιο κι αρχίσαμε, αυτή η παρέα ανθρώπων, να το φτιάχνουμε, να το καθαρίζουμε, μούχλες, παρατημένα πράγματα, σκάβαμε χώματα και βρήκαμε ότι από κάτω έχει πέτρες, η μία δίπλα στην άλλη, άρα ήταν ένα παλιό σαν μωσαϊκό, όλα ανάμεσα χώμα, αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Υπήρχε ένα άνοιγμα προς ένα κήπο, ο σημερινός κήπος του Αλή Βαφή… Αυτή η πόρτα δεν είχε πόρτα, το πράγμα που κάναμε λοιπόν, είναι ότι βάζουμε τζάμια στα παράθυρα, βάζουμε μια πόρτα –αυτά είναι τα έξοδα που κάναμε– και υπήρχε και μία τρύπα στην οροφή, που αν ερχόταν από πάνω κάποιος από το σώμα Ελλήνων οδηγών, μπορούσαμε να πούμε τα νέα μας! Αυτή την τρύπα την καλύψαμε με ένα πανί αρχικά, γιατί μας είπαν ότι από τη στιγμή που το πάτωμά μας είναι τρύπιο, δεν μπαίνει κανείς εκεί, βέβαια, με κίνδυνο να πέσει, άρα ήταν κλειστός αυτός ο χώρος και το άλλο έξοδο που κάνουμε, είναι να φέρουμε ένα ηλεκτρολόγο να βάλουμε ρεύμα. Θυμάμαι ότι το πλήρωσα εγώ αυτό το ρεύμα. Πολύ περήφανη για αυτό μου το έξοδο! Και ξεκινάει μια διαδρομή, σ’ ένα Ρέθυμνο που όλα αυτά του[00:50:00] φαινότανε ύποπτα, ότι: «Ποιοι είναι αυτοί; Τι κάνουμε εκεί μέσα; Γιατί μαζεύονται;». Η γειτονιά από έναν μεθυσμένο γείτονα που είχε δίπλα που μάζευε διάφορα άχρηστα πράγματα και τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια δυνατά, τον γνωστό «Κορώνη», δεν είχε τίποτα άλλο να την αναστατώνει. Ποια είναι αυτά τα νέα παιδιά και τι κάνουνε εκεί μέσα, γιατί φωνάζουνε, γιατί γελάνε; Τι είναι αυτό που συμβαίνει; Αυτό τους αναστάτωνε πάρα πολύ. Ακόμα και όταν φτιάξαμε την πρώτη μας παράσταση, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», την πρώτη μας παράσταση στο χώρο μας εκεί, την ώρα της παράστασης χτυπούσαν την πόρτα ότι: «Ναι; Τι κάνετε εκεί; Τι γίνεται εδώ μέσα;». Λέμε: «Έχουμε παράσταση, μη χτυπάτε» πάνω απ’ τη σκηνή. «Άντε… άντε». Μια αμφιβολία για όλο αυτό που ξεκινούσε. Τίποτα άλλο δεν γινότανε, παρά… Ο Πολιτιστικός είχε σταματήσει πια να κάνει παραστάσεις– παρά ότι ερχόταν στην πόλη. Κανείς Καραγκιόζης; Καμία παράσταση στο τότε «Καρτάλειο»; Όχι, δεν νομίζω. Νομίζω ότι το «Καρτάλειο», όταν ξεκινήσαμε εμείς, είχε σταματήσει. Άρα τίποτα θεατρικό στη πόλη. Και τίποτα σαν ομάδα. Ήταν πολύ δύσκολα, γιατί όπως ο κόσμος δεν πίστευε αυτό, δεν πίστευαν και οι νέοι να έρθουνε σε αυτό. Δεν υπήρχε συμμετοχή. Ερχόταν δύσκολα, καχύποπτα! Ξέρεις, για να φτιάξεις ένα τέτοιο πράγμα και να το κάνεις πια μετά από… 35 χρόνια περίπου είναι τώρα, να είναι μια –ούτε καν ομάδα– ένας χώρος ημιεπαγγελματικός που έχει την αποδοχή όλα αυτά τα χρόνια. E! Τον πρώτο καιρό ήταν πολύ δύσκολα, γιατί οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα έπρεπε να ξεκαθαριστούν. Οι θέσεις οι δικές μας, έπρεπε να είναι σίγουρες, ξεκάθαρες. Κι αυτό με τον καιρό και με τα χρόνια νομίζω ότι το καταφέραμε. Δύσκολο που λες! Και για να μεταδώσεις κάτι, έπρεπε να το ξέρεις κιόλας. Να ξέρεις τι θέλεις. Να ξέρεις τι έχεις να πεις. Και το πιο σημαντικό, να ξέρεις γιατί το κάνεις αυτό! Υπήρχανε βράδια, απογεύματα, μεσημέρια, που ήμασταν οι δυο μας με τον αδερφό μου. Δυστυχώς, στην πρώτη παράσταση του χώρου εκεί, ο τρίτος πήγε φαντάρος. Κι έτσι ήμασταν οι δυο μας να κάνουμε κατασκευές, να πριονίζουμε φελιζόλ, να σκουπίζουμε, να φανταζόμαστε, να προσπαθούμε να δούμε πώς θα… με τι φώτα θα κάνουμε «φως» σ’ αυτό το χώρο; Είχαμε δύο πλακέ προβολείς, αυτούς που έχουνε τα μαγαζιά, ας πούμε, με τους οποίους, με αυτούς ξεκινήσαμε. Δύο πλακέ προβολείς! Μουσική στον χώρο, είχαμε κασετόφωνο πίσω από το σκηνικό. Play, record, rewind… αυτό. Aυτό το κασετόφωνο, η κασέτα, που όταν παίρναμε, βάζαμε 90άρες κασέτες, δεν ξέρω πώς, ποια ήταν η πιο μεγάλη, 120άρα, δεν ξέρω αν υπήρχε τέτοιο πράγμα... Δεν θυμάμαι πιά, τη μεγαλύτερη τέλος πάντων και είχαμε μια μουσική, που έπαιζε συνέχεια. Τώρα αν, γιατί αυτά τα κασετόφωνα είχαν και το πρόβλημά τους ότι, μπορούσε να σου μασήσει την ταινία … Αν γινότανε κάτι τέτοιο, η παράσταση θα συνέχιζε χωρίς μουσική. Αλλά είχαμε και μεγαλεπήβολα σχέδια! Σκέψου ότι η πρώτη παράσταση εκεί, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», ήταν η μισή παράσταση με μαύρο θέατρο. Μαύρο θέατρο σημαίνει όλη αυτή η, που είναι με blacklight, με μία ειδική (Ultra violet) λάμπα, που προβάλλει τα φωσφοριζέ στοιχεία ή τα λευκά ή το… τα κατάλληλα χρώματα αυτά, που προβάλλονταν τα…αυτά που φωσφορίζουν, μόνο αυτά. Αν φορούσες ο υπόλοιπος μαύρα, δεν φαινόσουνα. Αυτό λοιπόν το θέατρο ήρθε, γιατί βέβαια θα μου πεις: «Πού το ξέρατε;». Μα αφού είχα μαζί μου τον «Θεατροφάγο», που είχε πάει ήδη στη Γερμανία, στην Αθήνα, βεβαίως είχε δει όλες τις παραστάσεις, είχε πάει σε σεμινάρια, είχε πάει σε, στη σχολή του, και, ρουφούσε, ρουφούσε πληροφορίες, τις οποίες τις φέραμε… Αυτή η παράσταση ήτανε μια μεγάλη επιτυχία. Μια… οι άνθρωποι έβγαιναν μαγεμένοι. Ξεκινήσαμε λοιπόν ποιοτικά. Κατευθείαν! Φέραμε ένα κοριτσάκι πάρα πολύ μικρό, το οποίο του είπαμε: «Θα κάνεις το κοριτσάκι με τα σπίρτα και θα έχεις δύο λεξούλες που θα λες». Φίλη της μαμάς, μας δάνεισε την κόρη της για αυτό το τόλμημά μας, το οποίο κοριτσάκι είναι τώρα μια μεγάλη κυρία έχει κατάστημα με κοσμήματα στο Ρέθυμνο. Και οι δυο μας προσπαθούσαμε, με το κασετοφωνάκι που πατούσαμε το «Play» ελπίζοντας ότι δεν θα συμβεί κάτι, να απλώς, χαμήλωνα την ένταση όταν μιλούσαμε, έμπαινα λίγο μέσα, τη χαμήλωνα και ξανά βγαινα. Για να αλλάζουμε τα φώτα είχαμε βάλει στα «σπετσάτα» που είναι, τα σκηνικά, τέλος πάντων, δεξιά και αριστερά που είχαμε από ένα, είχαμε βάλει διακόπτες απ τον ηλεκτρολόγο που ανάβεις το φως, On, Off. Αυτό: «Κλιτς, κλιτς». Αυτό το φως, όταν θέλαμε να γίνει σκοτάδι για να λειτουργήσει το blacklight, πήγαινε ο ένας από τη μία μεριά, ο άλλος από την άλλη, βάζαμε το χεράκι στους διακόπτες μέσα –σαν μαγικά να γινόταν αυτό– «τσικ» σβήναμε τα φώτα! Ούτε άνθρωπος στον ήχο, ούτε άνθρωπος στο φως, ούτε άνθρωπο στο ταμείο, ούτε άνθρωπο να μας φτιάξει τα σκηνικά, τα κοστούμια… Ήμασταν οι δυο μας! Σιγά-σιγά ήρθαν κάποια παιδιά, που έγινε η πρώτη μας παρέα: Ο Αντώνης, η Ζαχαρένια, δυο-τρεις ακόμα, φτιάξαμε μια ωραία παράσταση, τον «Κύκλο με την Κιμωλία» σε διασκευή για παιδιά, του Μπρεχτ, παίξαμε και εκτός, στο Πέραμα; Στα Ανώγεια; Ναι… Νομίζω, τα μπέρδεψα. Αυτή ήταν η πρώτη μας παράσταση. Ο «Κύκλος με την Κιμωλία» ήταν η πρώτη μας παράσταση και το μπέρδεψα γιατί «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» είναι η πρώτη μας παράσταση στο χώρο. Αφού έχουμε κάνει λοιπόν πρώτο τον «Κύκλο με την κιμωλία», τότε, μετά, βεβαίως. Μετά φεύγει ο Μανώλης για φαντάρος, μετά τα παιδιά λίγο σκορπίζονται και μένουμε οι δυο μας. Στον «Κύκλο με την κιμωλία» δεν είχαμε χώρο και τον κάναμε, κάναμε πρόβες στην πινακοθήκη Κανακάκη που είναι τώρα, τότε ετοιμαζόταν για πινακοθήκη είχε ένα άδειο χώρο εκεί με υγρασία και αυτά, εξαιρετικό τον βρίσκαμε εμείς είχε μοκέτα κάτω – τι λέτε τώρα; Πάρα πολύ ωραία πράγματα! Κάναμε τις πρόβες μας, άρχοντες και παίξαμε στην αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου. Ναι. Αχ! Πάρα πολύ ωραία παράσταση! Ναι. Μετά από αυτό λοιπόν όταν αισθανθήκαμε ότι μπορούμε να είμαστε μια ωραία ομάδα –ήταν πρώτη σκηνοθεσία του Θωμά– μια ωραία ομάδα που περάσαμε τόσο ωραία και είχαμε τόσο κέφι, ναι, θα μπορούσαμε να έχουμε και τη δικιά μας βάση! Και τότε έγινε η αναζήτηση…[01:00:00] Πολλές φορές ο Θωμάς έμεινε μόνος, γιατί κάποια στιγμή το ‘91, το 1991 φεύγω, γιατί ήθελα να σπουδάσω, ήθελα να μάθω πράγματα για αυτή τη δουλειά, που μέχρι τότε δεν μπορούσε κανείς να μου μάθει. Δοκιμάζαμε πράγματα μόνοι μας δοκιμάζαμε πράγματα που είχε δει και δοκιμάσει ο αδερφός μου αλλά, εγώ; Έπρεπε να κάνω αυτή τη διαδρομή. Ήταν δύσκολη στιγμή, όταν τον άφησα, αλλά ήθελα τόσο πολύ να την σπουδάσω πια αυτή τη δουλειά. Είχα πλέον αποφασίσει, ότι αυτή τη δουλειά θέλω να κάνω, αλλά μέσα από μια διαδρομή, όχι τόσο τρελαμένη ότι: «Ηθοποιός και τίποτα άλλο». Μια διαδρομή ουσίας. Που η κάθε δουλειά, σου έδινε κάτι και αισθανόσουνα καλύτερος. Μετά λοιπόν από τόσα χρόνια, που θέλουμε άλλες τόσες ώρες να συζητήσουμε για αυτά τα χρόνια, που πέρασε, που έζησε ο «Θεατρικός Περίπλους» σε αυτή την πόλη με μας και με τόσους ανθρώπους που ήρθαν, έφυγαν, ξανάρθαν, ξαναέφυγαν, ήρθαν καινούριοι κι άλλοι καινούριοι! Και οι παλιοί να γίνονται και αυτοί ηθοποιοί, να φεύγουνε, σαν να, σαν να έχεις τα παιδιά σου τα οποία φεύγουνε και κερδίζουν τη ζωή τους και εσύ χαίρεσαι αλλά και πονάς ταυτόχρονα, για το ότι μένεις μόνος σαν το κούτσουρο που λέγανε οι παλιοί γονείς: «Που μείναμε εμείς, παιδί μου, σαν κούτσουρα εδώ». Αισθανόσουν λίγο έτσι όταν φεύγανε. Παραστάσεις που ήμασταν οι δυο μας, που ήταν μόνος του μετά που έφυγα, αλλά ευτυχώς αντέξαμε, γιατί νομίζω ούτε το αγαπάμε, το αγαπούσαμε και θα το αγαπάμε! Ευτυχώς σ’ αυτή μας τη διαδρομή ήρθαν άνθρωποι μαζί μας, που κι αυτοί με τον δικό τους τρόπο το αγαπούν. Κι εκεί που πας να πέσεις, εμφανίζεται κάποιος και σε σηκώνει. Σου δίνει δύναμη. Πολλές οι στιγμές που αισθάνεσαι ότι: «Δεν αντέχω άλλο. Δεν νομίζω ότι μπορώ να αντέξω μόνος μου, μια πόλη που δεν είναι έτοιμη, ανθρώπους που σε κοιτάνε καχύποπτα, σε κατηγορούν, δεν εκτιμούν αυτό που κάνεις! Αυτό με θύμωνε πάντα, ακόμα με θυμώνει! Δεν χρειάζεται να το ζήσεις και εσύ αυτό, αλλά όπως και εγώ θα σεβαστώ τη δουλειά του δημοσιογράφου, του αστυνομικού, του μπακάλη, σεβάσου κι εσύ τη δικιά μου. Αυτή είναι η δουλειά μου και… αυτό που έχω να πω εγώ στον κόσμο, σαν 54 χρόνων γυναίκα πλέον, είναι ότι πρέπει κανείς να αγαπάει τη δουλειά του! Πολύ σημαντικό! Σε βοηθάει σε πολλά πράγματα. Πόσο μάλλον όταν αυτή η δουλειά, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που λέγεται θέατρο. Ένα κοριτσάκι, λοιπόν, που γεννήθηκε ένα καλοκαιράκι στην πόλη αυτή, πείσμωσε με τη ζωή που δεν είχε και αποφάσισε να την κερδίσει μόνο του –αυτό νομίζω ότι είμαι εγώ– να πολεμήσει, να χάσει, να ξαναπαλέψει, χωρίς ο στόχος να είναι: «Να κερδίσω!». Κερδίζεις και χάνεις. Είναι μία διαδρομή. Είναι ο πηγαιμός προς την Ιθάκη. Είναι η διαδρομή, το ωραίο. Έτσι κι αλλιώς και η ζωή μας, μία διαδρομή είναι. Αλίμονο, αν μας ενδιαφέρει να φτάσουμε. Πού; Στο τέλος; Το ταξίδι έχει χρώματα, ταλαιπωρίες, προσπάθειες, αλλά πρέπει να έχει και πίστη! Αυτή η πίστη, για μας, είναι ο κόσμος του θεάτρου. Και ο χώρος του «Θεατρικού Περίπλου», αναντικατάστατος! Αυτά. Η διαδρομή μου… μέχρι τώρα!
Ευχαριστώ πολύ!
Κι εγώ!
Φωτογραφίες

Τραγουδώντας
Η Μαρία Καντιφέ τραγουδάει στη Γιορτή Κρασ ...

Αδέρφια
Η Μ.Κ. με τον αδερφό της Θωμά

Φτιάχνοντας τον Θεατρικό ...
Η Μαρία Καντιφέ κατά τη διάρκεια των εργασ ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαρία Καντιφέ, ηθοποιός και δασκάλα υποκριτικής, αφηγείται γεγονότα από τη ζωή της στο Ρέθυμνο πριν αποφασίσει να φύγει για την Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική. Εμπειρίες που την οδήγησαν να επιλέξει τον δρόμο του θεάτρου: η παιδική ηλικία, η επαφή με το χωριό, τον παππού και τη γιαγιά, η σχέση με τον επίσης ηθοποιό αδερφό της, τα πρώτα θεατρικά βήματα, αλλά και η δημιουργία ενός θεάτρου στο Ρέθυμνο που υπάρχει μέχρι και σήμερα, του Θεατρικού Περίπλου (1988).
Αφηγητές/τριες
Μαρία Καντιφέ
Ερευνητές/τριες
Άννα Τζανιδάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/06/2021
Διάρκεια
65'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Μαρία Καντιφέ, ηθοποιός και δασκάλα υποκριτικής, αφηγείται γεγονότα από τη ζωή της στο Ρέθυμνο πριν αποφασίσει να φύγει για την Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική. Εμπειρίες που την οδήγησαν να επιλέξει τον δρόμο του θεάτρου: η παιδική ηλικία, η επαφή με το χωριό, τον παππού και τη γιαγιά, η σχέση με τον επίσης ηθοποιό αδερφό της, τα πρώτα θεατρικά βήματα, αλλά και η δημιουργία ενός θεάτρου στο Ρέθυμνο που υπάρχει μέχρι και σήμερα, του Θεατρικού Περίπλου (1988).
Αφηγητές/τριες
Μαρία Καντιφέ
Ερευνητές/τριες
Άννα Τζανιδάκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/06/2021
Διάρκεια
65'