© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Νίκος Μαρούσης: Η γειτονιά, τα Σεπτεμβριανά και η συνάντηση στο στρατό με τον άνθρωπο που έκαψε την εκκλησία τους

Κωδικός Ιστορίας
18802
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Νίκος Μαρούσης (Ν.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/04/2021
Ερευνητής/τρια
Δάφνη Ζαχαριάδου (Δ.Ζ.)
Δ.Ζ.:

[00:00:00] Καλησπέρα σας.

Ν.Μ.:

Καλησπέρα σας, καλώς ορίσατε. 

Δ.Ζ.:

Καλώς σας βρήκα! Θα μου πείτε το όνομά σας;

Ν.Μ.:

Νίκος Μαρούσης ονομάζομαι.

Δ.Ζ.:

Είμαστε με τον κύριο Νίκο Μαρούση, Σάββατο 17 Απριλίου, η ώρα 03:50 και θέλω να μιλήσουμε, να μου πείτε πότε και ποια χρονιά... πότε και πού γεννηθήκατε. 

Ν.Μ.:

Ναι. Γεννήθηκα... Να σας πω πρώτα και το τουρκικό το όνομα, θέλετε;

Δ.Ζ.:

Βεβαίως.

Ν.Μ.:

Üsküdar ονομάζεται, Χρυσούπολη ελληνικά, στο Σκούταρι έχω γεννηθεί εκεί. Στο 11.5.1935, 11 Μαΐου 1935.

Δ.Ζ.:

Και άρα ουσιαστικά η πρώτη γειτονιά που μείνατε ήταν το Σκούταρι;

Ν.Μ.:

Ναι, η πρώτη γειτονιά που έχω μείνει ήταν το Σκούταρι και το σπίτι αυτό ήταν πατρογονικό μας, γιατί... Να σ' το πω κι αυτό, να πούμε γιατί, η οικογένειά της μητέρας μου είχαν τον μπαμπά, τον πατέρα τους, ο οποίος ήτανε μπακάλης τότε, είχε δηλαδή παντοπωλείο.

Δ.Ζ.:

Εσείς θυμάστε κάτι απ’ το μπακάλικο αυτό κι απ' το επάγγελμα αυτό;

Ν.Μ.:

Εγώ δεν θυμάμαι, το μόνο πράγμα που θυμόμουνα, ότι ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι, ένα ωραίο σπίτι, το οποίο κατοικούσαμε εμείς εκεί, γιατί ο παππούς μας, ο Εστάθης ο λεγόμενος, ο παππούς μας, είχε 11 παιδιά, 11 παιδιά είχε ο παππούς μας και είχε δωρίσει σε κάθε ένα παιδί του από ένα σπίτι. Στην οικογένειά του, σε όλες τις κόρες του, είχε δωρίσει ένα σπίτι, αλλά τότε βέβαια οι δύο τρεις αδελφές, οι δύο αδελφές είχανε πεθάνει βέβαια, σε εννέα κοπέλες είχε δώσει από ένα σπίτι. Και καθούντανε όλες... όλη η οικογένεια στο Σκουτάρι μαζεμένη, από τον παππού μας, ας πούμε. Και εγώ ζούσα σε αυτό το σπίτι, το οποίο ήτανε, θυμάμαι τότε, υψηλό, ήτανε δηλαδή πέτρινο το σπίτι αυτό, αλλά τα παράθυρα και τα λοιπά, ήταν όλα βέβαια, δεν ήταν όπως έπρεπε, αλλά συν τω χρόνω, συν τω χρόνω, με το πέρασμα του χρόνου, μπόρεσα και εγώ το έχτισα αυτό καινούργιο, το έκανα δηλαδή πολύ καλό, να στέκεται πολύ ωραία. Και ζούσαμε εκεί, η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήτανε μαραγκός, Διογένης Μαρούσης, Διογένης Μαρούσης. Ήταν ένας πάρα πολύ καλός άνθρωπος, άγιος μπορώ να σας πω, δηλαδή ως άγιο μπορώ να σ' τον πω κιόλας, γιατί ήτανε πολύ θρήσκος και νήστευε 2 φορές την εβδομάδα, την Παρασκευή και την Τετάρτη. Ήτανε... Κάθε πρωί τις Κυριακές θα με έπαιρνε εμένα, δηλαδή με χτένιζε και τα λοιπά και πηγαίναμε κάθε πρωί στην Εκκλησία μας, στον Προφήτη Ηλία. Απέναντι στον Προφήτη Ηλία ήτανε και το σχολείο μας, η Αστική Σχολή Σκουτάρεως. Εκεί πέρασε η ζωή μας, εκεί μεγαλώσαμε, είχαμε φίλους πάρα πολύ καλούς και όλοι μας, όλοι μας, όλοι μας ζούσαμε φτωχικά, δηλαδή δεν είχαμε πολλά λεφτά τότε εμείς δηλαδή, αλλά υπήρχανε και οικογένειες οι οποίες ήτανε βέβαια καλύτερα από εμάς, αλλά περάσαμε μία πολύ καλή ζωή, είχαμε το Σύλλογό μας εκεί στην Εκκλησία του Προφήτη Ηλίου, αλλά τι κρίμα που στο 1955, στα Σεπτεμβριανά, τον κάψανε, δηλαδή την κάψανε εκείνη... αυτό το ωραίο το κτίριο που είχαμε, γιατί σ’ εκείνο το κτίριο μέσα παίζαμε το πινγκ πονγκ μας, είχαμε την αίθουσα του θεάτρου μας και είχαμε και θέατρα, κάναμε και τα θέατρά μας, να πούμε, εκεί και είχα και πολλούς καλούς φίλους, δηλαδή οι οποίοι ήταν και πολύ καλοί... Πες μου δηλαδή, και πολύ καλοί ως;...

Δ.Ζ.:

Στα τουρκικά πείτε το.

Ν.Μ.:

Πολύ καλοί ως...

Δ.Ζ.:

Amateur;

Ν.Μ.:

Θεατρίνοι, θεατρίνοι δηλαδή. Πάρα πολύ καλοί ήτανε.

Δ.Ζ.:

Oyuncu [Ηθοποιός].

Ν.Μ.:

Πάρα πολύ καλοί δηλαδή, ήτανε, πάρα πολύ καλοί δηλαδή, οι οποίοι, με αυτούς έχουμε κάνει και μεγάλη περιοδεία, δηλαδή πήγαμε εμείς παίξαμε στο Μόδι, στο Black sea, το Black sea είναι... είναι ένα γερμανικό ήτανε, αυτό το έργο ήτανε, Black sea, που είχαμε και καλούς... Süfler και τα λοιπά. Και εκεί παίξαμε και πολλά έργα, να πούμε, όπως στο Μόδι, μετά ήρθαμε και στον αθλητικό σύλλογο του Πέρα και είχαμε τον όμιλό μας, ας πούμε, εμείς. Αλλά τι κρίμα που στο 1955 μάς κάψανε και το Σύλλογό μας.

Δ.Ζ.:

Τη θυμάστε εκείνη τη μέρα που πήγατε και το είδατε;

Ν.Μ.:

Ναι, εκείνη την ημέρα τη θυμόμαστε. Εγώ τότε δούλευα, όπως σας είχα πει, στο Radyo Fon, Radyo Fon, σ' αυτό το κτίριο. Στο Radyo Fon εργαζόμασταν εμείς, όλοι ήμασταν σχεδόν Ρωμιοί τότε, ας πούμε, γιατί τότε, επειδή η Ρωμιοσύνη ήκμαζε, τότε όλη εκεί η περιοχή, Bankalar Caddesi η λεγόμενη, ήτανε 50% οι Ρωμιοί, είχαν τα καταστήματα τους, ένα 30% οι Αρμεναίοι, ένα 10% οι Εβραίοι, και οι άλλοι οι υπόλοιποι ήταν Τούρκοι. Για να φανταστείτε το τι υπεροχή είχαμε τότε εμείς. Και δουλεύαμε πάρα πολύ καλά, αλλά ήμασταν βέβαια τότε, επειδή όλοι οι Τούρκοι προτιμούσαν τους Ρωμιούς, γιατί οι Ρωμιοί ήτανε τίμιοι και πολύ καλοί έμποροι. Εμείς τότε περάσαμε πάρα πολύ μια ωραία ζωή, γιατί ήμασταν ήσυχα παιδιά, μετά την... όταν σχολούσαμε κατά τις 06:00, παίρναμε το βαποράκι μας, το οποίο μας έφερνε στο Σκούταρι και ανεβαίναμε στα σπίτια μας. Κάθε βράδυ, μετά το φαΐ, θα πηγαίναμε στο Σύλλογό μας, όλη η παρέα που υπάρχει εκεί πέρα μέσα, και γελούσαμε θέατρα, παίζαμε το πινγκ πονγκ κι έτσι συνέχισε η ζωή μας εκεί, τα νιάτα μας.

Δ.Ζ.:

Όταν είδατε πρώτη φορά το κτίριο καμμένο...

Ν.Μ.:

Αχ! Τώρα, κοίτα... Μπράβο σας. Τότε... Εμείς βέβαια... Όταν ήτανε... Όταν ακούσαμε, δηλαδή ακούσαμε λέγοντας, βγήκαμε απ’ το κατάστημά μας, γιατί είχα και τους φίλους μου, να πούμε, βγήκαμε απ' το κατάστημά μας, για να πάρουμε το βαποράκι μας και να πάμε στο σπίτι, δηλαδή να πάμε στο Σκούταρι από την Πόλη, από το Γαλατά, να πάρουμε το βαποράκι μας και να πάμε στο Σκούταρι. Στο δρόμο είχα και ένα φίλο Τζεράνογλου, κι ένας, πολύ καλό ένα παιδάκι, Τζεράνογλου, με τον οποίο θα ταξιδεύαμε να πάμε στο Σκούταρί μας. Εκείνη τη στιγμή, ακούμε την Express την εφημερίδα, δεύτερη...

Δ.Ζ.:

Έκδοση.

Ν.Μ.:

Έκδοση. «Türkler...» «Οι Τούρκοι...», «Rumlar...», «Οι Ρωμιοί...», «Atatürk'ün evine bomba atıyor». Δηλαδή: «Οι Τούρκοι πετάξαν τη βόμβα στου Ατατούρκ το σπίτι, στη Θεσσαλονίκη». Αυτό το πράγμα δε θα;... Όταν το ακούσαμε εμείς, λιγάκι... σκεφτήκαμε, ο ένας τον άλλον λέμε: «Τι γίνεται, βρε Γιώργο, τώρα;» ας πούμε. «Τι να σου πω, βρε Νίκο μου;» μου λέει. «Στάσου να πάμε στο χωριό μας και να δούμε». Μόλις φτάσαμε στο Bağlarbaşı, το οποίο παίρναμε το τραμ μας και ανεβαίναμε εκεί επάνω, ήρθα στο σπιτάκι μου, κατά καλή μου τύχη τότε το σπίτι μας ήταν ανακαινισμένο και στο κάτω το πάτωμα το είχαμε νοικιάσει σε ένα μουχτάρη [ο τοπικός άρχοντας ενός μαχαλά, μιας περιοχής]. Μουχτάρης;...

Δ.Ζ.:

Με το αξίωμα... ναι.

Ν.Μ.:

Ο μουχτάρης ήταν αυτός, ξέρεις, που…

Δ.Ζ.:

Με το αξίωμα το...

Ν.Μ.:

Δηλαδή που γράφει ποιος ζει και τι κάνει και τι... Τον μουχτάρη, ας πούμε. Πάω σ’ αυτό τον μουχτάρη, τον λέγω... Α, ήρθε αυτός ο μουχτάρης και μου λέει εμένα: «Νίκο» λέει «βάλε μια σημαία, απέναντι, στο σπίτι σου». Βάλε μια σημαία δηλαδή. Λέω εγώ: «Τι να;... Γιατί;» λέω. «Σε παρακαλώ, Νίκο, ανέβα πάνω στο παράθυρό σου και βάλε μία σημαία».

Δ.Ζ.:

 Τουρκική.

Ν.Μ.:

Τούρκικη σημαία. Εμείς κρεμούμε την τουρκική σημαία, βέβαια σιωπηλά «Τι θα γίνουμε; Τι θα κάνουμε;», κατά τις 09:00 η ώρα ακούμε φωνές απ’ το Bağlarbaşı, το οποίο ήταν λιγάκι πιο μακριά, ας πούμε, από μας, από το Bağlarbaşı τις φωνές, φωνές: «Αα ουου... Türkler... Εσείς πετάξατε βόμβες στο σπίτι του Ατατούρκ!» Όλοι είχανε πέτρες στο χέρι τους και άρχισαν και σπάγανε όλα τα ελληνικά τα κτίρια, γιατί ο μαχαλάς μας ήταν όλο ελληνικός. Σε διακόπτω τώρα, χθες εγώ πήγα Σκούταρι, ήμουν εκεί, Σκούταρι, γιατί ήτανε της εξαδέρφης μου η κηδεία εκεί και πήγα και είδα τα μνήματα και τα λοιπά, αλλά τι λυπηρό είναι όταν πάει κανείς εκεί πέρα για να γνωρίσει σπίτι του. Το δικό μου το σπίτι το’ χαμε πούλησει εμείς τότε το σπίτι μας, δηλαδή εγώ όταν παντρεύτηκα και τα λοιπά, γιατί τότε, στο 1974, δήλωσανε οι Τούρκοι ότι οι Ρωμιοί δεν μπορούν να αγοράσουνε και δεν μπορούν να πουλήσουνε τα σπίτια τους, τότε. Αλλά μετά ήρθε ο Özal, ο υπουργός.

Δ.Ζ.:

Ο Turgut Özal.

Ν.Μ.:

Ο Turgut Özal, ο οποίος ήταν αυτός ο οποίος έσωσε πολλά κτίρια και έσωσε τη Ρωμιοσύνη και το γλιτώσαμε το σπίτι μας εμείς. Λοιπόν, το πράμα που κάναμε ήτανε, εμείς ήμασταν πολύ θαρραλέα και δυναμικά παιδιά και όλοι οι Τούρκοι μάς αγαπούσανε, δεν είχαμε ποτέ εχθρούς, γιατί μας αγαπούσαν αυτοί, γιατί εκείνοι ήτανε... οι περισσότεροι από αυτούς ήτανε, υπήρχαν[00:10:00] και οι χασισοπόται, αυτοί που πίνουνε, ξέρεις, στα καφενεία, αλλά εμείς από αυτούς δεν φοβούμασταν, γιατί αυτοί μας σεβόντανε εμάς. Όταν εμείς είδαμε αυτούς και τα λοιπά, ήμασταν συμμαζεμένοι, αλλά ένα πράγμα το οποίο είδα εγώ από το σπίτι μου, γιατί η καημένη η μητέρα μου από το το φόβο της μ’ ανέβασε εμένα στο σερβανί [σοφίτα] του σπιτιού μας και μου λέει: «Αμάν, παιδάκι μου, να πας εσύ να κρυφτείς εσύ εκεί πέρα, να μη μας σκοτώσουνε». Από το σερβανί δηλαδή κοίταζα εγώ το τι γίνεται κατά την εκκλησία μας μεριά και μία, μόλις βλέπω ότι αρχίζει και βγαίνουνε φλόγες απ’ την εκκλησία, το πράγμα που κάναμε εμείς, ήτανε κάτι το απίστευτο, όπως ήμουνα με τις πιτζάμες έτσι, δίχως, όπως ήμουνα ντυμένος, βάζω τα παπούτσια μου και τρέχω προς την εκκλησία μου. Και νομίζεις που ήμασταν όλοι μιλημένοι, να πούμε, όλη η νεολαία η ρωμέικη ήμασταν τριγύρω στην εκκλησία μας, γιατί υπήρχε ένα ύψωμα που βλέπαμε το κτίριό μας που καιγότανε και συνάμα βλέπαμε και την εκκλησία μας. Βέβαια, η αστυνομία, μάλλον αυτοί οι πυροσβέσται ήρθανε πολύ αργά, που είχε τελειώσει σχεδόν το, ναι. Λοιπόν, τότε όλοι ήμασταν, όλα τα παιδιά μαζί ήμασταν εμείς, σιγά-σιγά συμμαζευτήκαμε και πήγαμε στο σχολείο μας εκεί μπροστά, για να σεργιανίσουμε τι γίνεται στην εκκλησία μας. Γιατί υπήρχε ένας καντηλανάφτης, Ιμβριώτης αυτός, Νίκος ονομαζόμενος, ο Νίκος ονομαζόμενος, τον οποίο οι Τούρκοι τον πιέζανε: «Niko aç kapıyı». Θα πει: «Νίκο, άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας». Γιατί η δικιά μας η εκκλησία ήτανε πολύ ωραία προφυλαγμένη, όπως δεν ξέρω αν πήγατε καμιά φορά στον Προφήτη Ηλία, είναι σπουδαία εκκλησία, με, μπορώ να σας πω ότι... με... τα τείχη της είναι σχεδόν 15 μέτρα, ας πούμε, τόσο πολύ ψηλά και με γερές πόρτες. Και λέγανε: «Niko aç kapıyı», «Αν δεν ανοίξεις, θα σε σκοτώσουμε», «öldüreceğiz seni». Δυστυχώς, ο Νίκος ανοίγει τις πόρτες και μπαίνουνε μέσα οι Τούρκοι. Το πράγμα που... Εμείς ήμασταν τραβηγμένοι πιο πίσω, δηλαδή μπροστά στο σχολείο μας, ας πούμε, και βλέπουμε, όλοι τους μπήκαν σιγά-σιγά μέσα και μέχρι τώρα ακόμα θυμάμαι τις φωνές που σπάγανε με τα ρόπαλα τους πολυελαίους μας, σπάγανε ό,τι βρίσκανε, πετούσανε πέτρες στις εικόνες μας, ας πούμε, και όλοι οι πολυελαίοι μας, οι οποίοι ήτανε πολύ σπουδαίοι, γινήκανε θρύμματα. Και... Εντωμεταξύ, εντωμεταξύ, το πράγμα που είδαμε εμείς, ανοίξαν το παγκάρι, για να το σπάγαν το παγκάρι για να πάρουν τα λεφτά που υπήρχαν εκεί πέρα μέσα, με τα μάτια μας τα είδαμε αυτά, και είδαμε ένα πράγμα τότε –ο Θεός, ο Προφήτη Ηλίας ο καημένος πώς προφύλαξε την εκκλησία μας– και είδαμε με τα μάτια μας ότι πέταξανε εφημερίδες μέσα στο παγκάρι και το κάψανε για να γίνει φωτιά, να καεί κι η εκκλησία μας. Αλλά ευτυχώς, απ’ το Θεό, γιατί σιγά σιγά φεύγανε κι αυτοί οι Τούρκοι από μέσα, αφού τα σπάσανε και μετά, δυστυχώς, ευτυχώς που δεν κάηκε η εκκλησία μας, γιατί εκείνη η φλόγα σβήστηκε. Κι ως επί το πλείστον και εμείς μετά, όταν φύγανε οι Τούρκοι, προσπαθήσαμε να σβήσουμε και τη φωτιά που είχε γίνει εκεί πέρα και ήτανε η μόνη εκκλησία που δεν κάηκε.

Δ.Ζ.:

Σβήστηκε από μόνη της;

Ν.Μ.:

Εμείς δηλαδή προσπαθήσαμε με τα πόδια μας, ας πούμε, τα Ρωμιόπαιδα να σπάσουμε τις εκκλησίες μας. Και ένα ακόμα πράγμα να σας πω, οτι, εγώ δηλαδή το πιστεύω αυτό το πράγμα, εμείς μονάχα τι μπορούσαμε να πούμε; Εμείς λέγαμε: «Ο Θεός να σας κάψει, να σας δούμε έτσι να σέρνεστε». Και όπως ο Θεός μάς το απόδειξε, ήταν τότε κάποια παιδιά τα οποία μπήκαν στην εκκλησία μας και αρπάξανε τα δισκοπότηρα και ένας από αυτούς, που ήτανε του μπεχτσή ο γιος, μπεχτσής ήτανε, ξέρεις, του μπεχτσή ο γιος [του νυχτοφύλακα ο γιος], αυτός πήγε να πηδήξει, για να μη φανεί σε μας απο ένα πολύ υψηλό τοίχο, ο οποίος έπεσε κάτω και έσπασε τα πόδια του και το χέρι του. Και ο Θεός μάς τον έδειχνε κάθε μέρα, να τον βλέπουμε εμείς με το σπασμένο χέρι. Κι όταν τον ρωτούσαν: «Τι γίνηκες;», «Σώπα, έπεσα» έλεγε, ενώ ήτανε κι ένας από αυτούς, τους λεγόμενους.

Δ.Ζ.:

Με κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους ξανασυναντηθήκατε ποτέ, μιλήσατε ποτέ;

Ν.Μ.:

Βέβαια, βέβαια.

Δ.Ζ.:

Ειλικρινά;

Ν.Μ.:

Ειλικρινά, βέβαια, βέβαια.

Δ.Ζ.:

Θέλετε να μας πείτε μια τέτοια συνάντηση; Από αυτούς που έκαναν τις ζημιές, να μιλήσετε πρόσωπο με πρόσωπο, yüz yüze...

Ν.Μ.:

Ναι, yüz yüze, ναι, βεβαίως, ναι. Όταν, ας πούμε, εμείς, γιατί εμείς, τώρα βέβαια κι εμείς κανονικά, ας πούμε, επειδή ζούσαμε σε μία τέτοια κοινότητα, ας πούμε, αποφεύγαμε μ’ αυτούς να μιλήσουμε, αλλά εμέναν, ας πούμε, μου έτυχε, να σας πω κάτι, ας πούμε, που... Πήγα στρατιώτης. Όταν πήγα στρατιωτικό εγώ τότε, ήταν το ’55, δηλαδή εμείς στο 1958 πήγαμε στρατιωτικό εμείς, τότε μόλις πήγαμε...

Δ.Ζ.:

Πού κληρωθήκατε; 

Ν.Μ.:

Εγώ ήμουνα στη Μαλάτεια. Στη Μαλάτεια, πήγαμε πάλι με τους Αρμεναίους, με τους Ρωμιούς, μ' όλους τους ήμουν μαζί στη Μαλάτεια. Όταν πήγαμε στη Μαλάτεια, είναι αλήθεια ότι μόλις μπήκαμε ήρθανε δύο αξιωματικοί οι οποίοι, αυτούς που ήμασταν τους Ρωμιούς μάς πήραν σε μία άκρη και αυτοί οι αξιωματικοί μάς είπανε: «Κοιτάξτε, ήρθατε εσείς τώρα, ας πούμε, από τα σπίτια σας και τα λοιπά, θα μας πείτε να μην τυχόν σας πιέσουν οι στρατιώται οι Τούρκοι. Οι στρατιώται οι Τούρκοι να μη σας πιέσουνε. Δηλαδή, άμα θα δείτε καμία πίεση, η πίεση αυτή, τότε θα μας το πείτε σ' εμάς». Δηλαδή αυτό το πράγμα είναι αξέχαστο σε μένα, ήταν ένας üsteğmen, ένας πάρα πολύ καλός ένας κύριος, ερχούνταν και μας έλεγε: «Νίκο, να μας πείτε, παιδί μου, αν τυχόν κανένας σε πιέσει, σας επεί για τα Σεπτεμβριανά και τα λοιπά», μας προφυλάγανε, να πούμε. Είναι αλήθεια ότι αυτοί δηλαδή, κανείς πρέπει να λέει και τα σωστά. Και... Εγώ βέβαια τότε, επειδή ήμασταν εμείς Πολίται και... Να τα εξηγήσω και αυτά;

Δ.Ζ.:

Όλα, όλα.

Ν.Μ.:

Εμείς, επειδή ήμασταν Πολίται, ήμασταν εργατικά παιδιά, ήμασταν όλοι τεχνίται, δηλαδή ήμασταν εξυπνότατοι, ακόμα από την πρώτη μέρα μπορώ να σας πω ότι όλοι οι Ρωμιοί που ήμασταν εκεί, όλοι μας, δεν κάναμε στρατιωτικό ως στο τέλος, γιατί ήμασταν πάρα πολύ εντάξει παιδιά, μας πήρε ο εκατόνταρχος αξιωματικός, εκείνη τη μέρα ακόμα, την ίδια μέρα, μας πήρε εμάς και μας είπε: «Παιδιά, μη στεναχωριέστε καθόλου, θα περάσετε πάρα πολύ καλά». Κι εμείς είχαμε μια μεραρχία, η καλύτερη που ήτανε μέσα στη Μαλάτεια δηλαδή, ένα πράμα αξέχαστο. Και... Να σας πω κι ένα περιστατικό εκεί πέρα, εγώ, όλοι μας ήμασταν τεχνίται, ηλεκτρολόγοι εκεί, κάναμε πολύ μεγάλες εγκαταστάσεις εκεί. Δηλαδή τότε ήτανε, ξέρεις, ήτανε, όλο... κάναμε ράγες, βάλαμε στύλους, άναψαμε φώτα και τα λοιπά και τα λοιπά και όλοι μας υπερασπίζανε οι Τούρκοι. Εμείς ζήσαμε εκεί πέρα μια πάρα πολύ καλή μια ζωή, δηλαδή δίχως, επειδή μπορέσαμε και τους βοηθήσαμε τους ανθρώπους. 

Δ.Ζ.:

Για τα Σεπτεμβριανά λοιπόν συναντήσατε κάποιον, απ' αυτούς που έκαναν αυτές τις ζημιές, να του μιλήσετε;

Ν.Μ.:

Α, μπράβο. Μπράβο σας, μπράβο σας, ναι. Τώρα, λοιπόν, εμείς, τότε βέβαια η δικιά μου η θητεία δηλαδή η θητεία λέω, εμείς είχαμε το ωράριό μας, μόλις γινόταν η ώρα 12:00, εμείς οι Ρωμιοί, δηλαδή...

Δ.Ζ.:

Και τι λέγαμε λοιπόν; Εκεί στο στρατό βρήκατε κάποιον από αυτούς;

Ν.Μ.:

Βεβαίως. Πώς ήτανε, λοιπόν, μία μέρα αξέχαστη, είχε πολλή ζέστη εκείνη την ημέρα... Λοιπόν εγώ, ως είθισται, αν και βέβαια δεν επιτρεπόταν στους άλλους, αλλά εμάς, επειδή ήμασταν εμείς βέβαια υψηλά στελέχη, μπορώ να σου πω δηλαδή, πήγα να κοιμηθώ στο επάνω πάτωμα, στις ράντζες στις λεγόμενες, και κοιμήθηκα έτσι, απλά για να μη με βλέπουν όταν μπούνε μέσα οι στρατιώτες.

Δ.Ζ.:

Στα ράντζα, πάνω.

Ν.Μ.:

Ναι, στα ράντζα, πάνω. Το πράμα που άκουσα ήταν ότι ήταν ένας αθίγγανος, ο οποίος εξηγούσε το πώς μπήκε κι έσπασε, μπήκε στην εκκλησία μέσα, πήρε τα δισκοπότηρα και έκαμνε κακίες, δηλαδή κυνηγούσαν και τις κοπέλες, γιατί ήταν κάνα δύο βιαζόμενες κοπέλες εκεί πέρα μέσα, ένας αθίγγανος.

Ήβη Μαρούση: [Δ.Α.]

Ν.Μ.:

Και μόλις εγώ δηλαδή τον άκουσα αυτόνα, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά πλησίασα από πάνω έτσι και τον είδα. Μόλις με είδε, σώπασε αυτός. Σώπασε αυτός. Το πράμα που είπα από μέσα μου: «Θεέ μου, δείξ' τονα μου αυτόνα σπασμένο και όπως μπορείς να μου το δείξεις, Προφήτη Ηλία μου» είπα εγώ. Δηλαδή είχα καθαρή καρδιά. Λοιπόν, εγώ μία μέρα ήμουνα, πώς να σε πω, nizamiye λέγεται, δηλαδή είναι η πόρτα από την οποία μπαίνουν όλοι οι στρατιώται, μάλλον οι αξιωματικοί εκεί πέρα μέσα, και περιμέναμε φρουρά, περιμένανε φρουρά ο κόσμος. Αλλά εγώ τι είπα σ’ έναν εκεί; Του λέω: «Παλικάρι μου, εγώ» λέω «δεν μπορώ να κοιμηθώ. Εσύ πάνε να κοιμηθείς, εγώ θα περιμένω στη θέση σου» ας πούμε. Και περίμενα, ήμουνα στη φρουρά. Και μία μόλις στεκόμουν εκεί, βλέπω, έρχεται ένας στρατιώτης ο οποίος με λέει: «Τώρα, φίλε μου» λέει «ένα μουλάρι κλώτσησε έναν μαύρο». Εναν μαύρο, λέει. Αυτόν, τον αθίγγανο που σας είπα εγώ, που τα εξηγούσε αυτά τα πράγματα. «Με σπασμένα μούτρα» λέει. «Άλλο πράγμα που να σ' το πω». Μόλις τον είδα εγώ, τον γνώρισα αυτόνα βέβαια. Με λέει: «Αμάν, γλήγορα, γλήγορα» λέει. Εγώ, εν τω μεταξύ, μόλις είδα, λέω με τον νου μου: «Ψόφα». Αντί να κάνω γλήγορα,[00:20:00] έκανα σιγά-σιγά, «Bey bey». Χτύπησα την πόρτα του δικού μου του στρατηγού, ο οποίος κοιμόταν, ας πούμε, τον ξύπνησα, τον λέω: «Κοιτάξτε, έτσι και έτσι, χτυπήσανε κάποιονε κύριο και αυτόν τον πήγαν στο νοσοκομείο». Και ο Θεός με τον έδειχνε σχεδόν κάθε μέρα με σπασμένα μούτρα, γιατί ήτανε πάρα πολύ άσχημα χτυπημένος, δηλαδή απ’ το μουλάρι ήταν. Θέλω να σας πω ότι... δηλαδή πάντοτε ο Θεός δείχνει και πράματα στους ανθρώπους, ας πούμε.

Δ.Ζ.:

Κύριε Μαρούση, θέλω να μου πείτε αν υπήρχανε, γιατί μας έχουνε πει και άλλοι, φιλίες που σας στήριξαν στα Σεπτεμβριανά, δηλαδή Τούρκοι φίλοι σας που σας στήριξαν ηθικά.

Ν.Μ.:

Τώρα, κοιτάξτε...

Δ.Ζ.:

Ή στη ζωή σας Τούρκοι, φιλίες...

Ν.Μ.:

Ναι, κοιτάξτε, δηλαδή...

Η.Μ.: Α, θα πεις τον... Bakpak
Ν.Μ.:

Ναι, α, να σας πω κάτι, ναι. Κοιτάξτε, εγώ το μόνο πράγμα βέβαια, το Radyo Fon, αυτό που εμείς ήμασταν, ήτανε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Τουρκία. Είχαμε μηχανές του σινεμά, πουλούσαμε μηχανές του σινεμά τότε, ας πούμε, μεγάφωνα, ενισχυτάς, ήμασταν δηλαδή το πρώτο μαγαζί μες στην Πόλη, ας πούμε, εμείς, δηλαδή και μες στην Τουρκία, μπορώ να σας πω. Τότε, όταν γινήκαν τα Σεπτεμβριανά και σπάσανε όλο το Πέρα, όλο το Bankalar Caddesi, όλο το Γαλατά δηλαδή, κι εμείς τότε, τα παιδιά βέβαια, τη δεύτερη μέρα, τη δεύτερη μέρα εμείς και μόλο τα, που ήτανε σπασμένα, για να δούμε βέβαια, κατεβήκαμε, πήγαμε στο Γαλατά για να δούμε τι γένηκε, να πούμε. Τότε ο Γαλατάς ήτανε γεμάτος από παλιά παπούτσια, από παλιά καπέλα, γιατί ήταν τότε και ο Ρούσος, ο καπελάς ο φημισμένος, εκεινού τα καπέλα φορούσε ο κόσμος, όλοι τους πετάξαν τα παλιά τα παπούτσια τους, πήραν τα καινούργια... Και, όταν είδαμε το Πέρα, το Πέρα δηλαδή, όταν ανεβήκαμε το Πέρα, το Πέρα ήταν, μπορώ να σας πω ότι ήτανε καμιά εικοσαριά πόντοι γεμάτοι από τα ρούχα των Ρωμιών, τα σεντόνια, τα χαλιά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και συνάμα απέναντι σ’ εμάς είχαμε έναν πολύ καλό κύριο, ο οποίος πουλούσανε... μοτόρια, πώς λέγεται; Πώς λέγεται; 

Δ.Ζ.:

Μηχανές.

Ν.Μ.:

Ορίστε;

Δ.Ζ.:

 Μηχανές.

Ν.Μ.:

Μηχανές, ας πούμε, ο Ιωαννίδης ο καημένος μου, του οποίου ακόμα κι αυτού του ανθρώπου, όλες οι μηχανές ήταν πεταμένες στο δρόμο, του Bankalar Caddesi. Εμείς ως τυχεροί, δηλαδή το Radyo Fon, είχαμε μεγάλη τύχη, γιατί τότε εμείς, επειδή είχαμε τις μηχανές, οι μηχανές τότε ήταν αναγκασμένες, δεν ήταν όπως τώρα, ας πούμε, να έχουν μεγάλες λυχνίες, είχαμε εμείς, να σας πω, ας πούμε, τότε αυτό, είχαμε, τότε φέρναμε ολόκληρο ένα μηχάνημα, στο οποίο μέσα άναβε, ανάβανε δύο...

Δ.Ζ.:

Διακόπτες;

Ν.Μ.:

Όχι, όχι, όχι. Ανάβανε δύο κάρβουνα. Και αυτά τα κάρβουνα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά έτσι ανάβανε και όταν ανάβανε αυτά τα κάρβουνα τα δύο, δίνανε πολύ μεγάλη μια λάμψη και αυτή η λάμψη έπεφτε επάνω στον... στον μπερντέ; Πώς λέγεται;

Η.Μ.: Στην οθόνη.
Ν.Μ.:

Στην οθόνη, ας πούμε, του σινεμά κι έτσι φαινόντουσαν τα φιλμ. Τότε εμείς φέρναμε από την Ολλανδία γκρέσες, οι οποίες δεν καίγονταν και λάδια, γιατί επειδή σε αυτά, στα μηχανήματα μέσα έπρεπε να μην καούνε, επειδή γίνεται μεγάλη ζέστη εκεί πέρα μέσα, το κάρβουνο όταν καιγόταν, ας πούμε, και έτσι το μαγαζί μας ήτανε γεμάτο εκείνη την ημέρα από αυτά τα λάδια και τις γκρέσες. Όταν μπήκανε στο δικό μας το μαγαζί τότε, το μεγάλο αυτό το κατάστημα, για να το σπάσουνε, σπάσανε τους τενεκέδες και χυθήκανε τα λάδια και βάλανε φωτιά, αλλά η φωτιά δεν πήρε φλόγα, επειδή ήτανε...

Η.Μ.: Γιατί ήτανε, μια, φαίνεται, ειδικό λάδι που να μην παίρνει...
Ν.Μ.:

Ήταν από την Ολλανδία, ειδικό λάδι, ναι, για να μην καίγεται, να πούμε.

Δ.Ζ.:

Α, δεν έκανε ανάφλεξη τότε.

Ν.Μ.:

Δεν έκανε ανάφλεξη. Κι έτσι το δικό μας το μαγαζί το γλίτωσε. Κι ένας υπαλλήλος, ο οποίος δούλευε στην πλαϊνή τράπεζα εκείνος ο καημένος, δούλευε και σ' εμάς και [Δ.Α.] στην «Ιταλιάν Μπάνκασε», Banka Comerciala, πλάι σ' εμάς, στο κατάστημά μας ήταν τότε, αυτός δηλαδή μας... αυτά τα πράγματα έκανε, είπε ότι αυτό δεν είναι ελληνικό μαγαζί, είναι τουρκικό μαγαζί και το 'σωσε το μαγαζί μας. Αλλά και μ’ όλα ταύτα μάς σπάσανε και μπήκανε μέσα, αλλά δυστυχώς... ευτυχώς που αυτό το πράγμα δεν κόρωσε και έτσι δηλαδή γλιτώσαμε από πολλά πράματα. 

Δ.Ζ.:

Σας είχε κάνει λοιπόν κάποιος άνθρωπος, να έρθει κοντά σας, γιατί μας το 'χουνε πει αυτό στις συνεντεύξεις, Τούρκος φίλος σας να σας πει: «Νίκο, εγώ εδώ είμαι, είμαι μαζί σου».

Ν.Μ.:

Ναι. Θα σας πω κάτι. Και αυτό, όπως το είπατε, δύο απ’ αυτούς τους φίλους που δεν τους ξεχάσω ποτέ σε όλη μου τη ζωή, ήταν ένας Mehmet Bakpak, αυτός είναι φημισμένος δηλαδή, ήτανε από το Gaziantep, το Gaziantep είναι, ξέρεις.

Δ.Ζ.:

Gaziantep, ναι.

Ν.Μ.:

Απ' το Gaziantep, αυτού που είναι οι μπακλαβάδες του, τον Mehmet Bakpak. Κι ένας, κι ένας ακόμα...

Η.Μ.: [Δ.Α.]
Ν.Μ.:

Ναι, ναι, ο Fulah Koçabasoglu, κι αυτός ήταν από τον Barter, Barter. Το Barter είναι στη Μαυρη θάλασσα, δηλαδή είχαμε πάει εμείς, θυμάσαι, Ήβη;

Η.Μ.: Περάσαμε, περαστικοί ήμασταν.
Ν.Μ.:

Περάσαμε απ' το Barter. Λοιπόν, κοιτάξτε τι είναι ο άνθρωπος. Αυτός ο Mehmet Bakpak, τη δεύτερη μέρα το πρωί, ανοίγει το τηλέφωνο σε μένα και με λέει: «Νίκο, Νίκο, σε παρακαλώ να πάρεις τη μητέρα σου και εσύ μ' ένα λεωφορείο, ό,τι κάνεις κάνεις και να έρθεις στο Gaziantep για να σε προφυλάξουμε», γιατί τότε λεγόταν ότι θα κόψουνε τους Ρωμιούς δηλαδή, ας πούμε. Αυτό με είπε αυτός ο άνθρωπος. Και αυτός, όπως και ο Fullah Koçabasoglu, τη δεύτερη μέρα που γενήκαν αυτά τα γεγονότα, αυτός ήταν ένας πολύ καλός, ένας πελάτης μας, γιατί εμείς ήμασταν τότε, ξέρεις, οι χριστιανοί μάς αγαπούσαν πάρα πολύ, γιατί εμείς πάντοτε αυτούς τους βοηθούσαμε, τι να σε πω δηλαδή, κι αυτοί ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, όπως και έγραψα κι ένα γράμμα στη γυναίκα, όταν πέθανε, αυτουνού του Fullah Koçabasoglu, κι αυτός με είπε το ίδιο πράμα: «Κοίταξε, εγώ είμαι στο Barter, έχω το καλοκαιρινό μου στο σπίτι, είναι στη διάθεσή σου, το δίχως άλλο, αυτή τη στιγμή να σε στείλω και λεφτά, το δίχως άλλο να’ ρθετε σε μας στο Barter». Ήταν τα δύο άτομα τα οποία με βοηθήσαν εμένα δηλαδή απ' αυτό το πράμα.

Δ.Ζ.:

Όταν πήγατε στο Πέρα και είδατε αυτήν την εικόνα, μέσα σας πώς νιώσατε;

Ν.Μ.:

Τι... Όταν, ας πούμε, κανείς... Και τώρα βέβαια, όταν πας και δεις αυτά τα πράματα, τότε ήμαστε όλοι στεναχωρεμένοι, όλοι μας δηλαδή φοβούμαστανε τις νύχτες. Και... Κι ένα ακόμα πράμα, ένα περιστατικό, βέβαια στο 1974, που γένηκε η...

Η.Μ.: Η απόβαση.
Ν.Μ.:

Η απόβαση στην Κύπρο, εκείνο το βράδυ, θυμάμαι εγώ, τότε, όταν κοιμούμασταν ως Ρωμιοί όλοι μας, ας πούμε, είχαμε πάρει, εγώ είχα πάρει και ένα σκεπάρνι δηλαδή κι έλεγα με τον νου μου ότι αν τυχόν, ας πούμε, με σκοτώσει εμένα, μπορούσα να σκοτώσω και κάνα δυο κι εγώ, ας πούμε, σ' αυτό το πράμα, αλλά αυτό το πράγμα δεν έγινε. Τότε. Από τότε βέβαια σιγά-σιγά άρχισε και σιγά-σιγά ο ξεριζωμός από την Πόλη. Σιγά-σιγά οι Ρωμιοί, βλέποντας αυτά τα... Γιατί τώρα, σκεφτείτε ότι κάπου 80 εκκλησίες είχανε καεί τότε, ας πούμε, είχανε διακορεύσει και κάνα δυο κοπέλες...

Η.Μ.: Όχι κάνα δυο. Πάρα πολλές.
Ν.Μ.:

Πάρα πολύ και ήτανε κι αυτός ο πάτερ, ο πάτερ...

Η.Μ.: Στις περιοχές που ζούσανε ιδιαίτερα οι ομογενείς. Ψωμαθειά...
Δ.Ζ.:

Το ξέρω. Μου το έχουνε, μου το έχουνε πει.

Ν.Μ.:

Ναι. Και κάποτε, κάποτε, να πούμε...

Δ.Ζ.:

Πολύ άσχημο πράγμα αυτό.

Ν.Μ.:

Είχαμε από αυτό, τον πάτερ Γαλακτίων...

Η.Μ.: Μετά θα σας εξηγήσω, που θα εξηγήσω...
Δ.Ζ.:

Μετά θα έρθει κι η σειρά σας, να τα πούμε όλα.

Ν.Μ.:

Ναι. Και μετά, το κυριότερο πράμα ήτανε όταν, ας πούμε… 

Δ.Ζ.:

Α, θα μου πείτε για τον πάτερ Γαλακτίων.

Ν.Μ.:

Ναι, ο πάτερ Γαλακτίων, ο καημένος αυτός, ένας πολύ καλός ένας παπάς, ο οποίος κάθε φορά, όταν έβγαζε τα Άγιά του, δηλαδή την περιστροφή του Αγίου εν Κυρίω, ας πούμε, πάντοτε, όταν στεκούνταν στην πόρτα, έλεγε: «Χρυσάνθου ιερομονάχου, μαρτυρικώς τελειωθέντος». Δηλαδή κάθε φορά δηλαδή θα το έλεγε αυτός ο άνθρωπος, και αυτός μας έκανε και, δηλαδή δακρύζαν τα μάτια μας, γιατί ποτέ δεν τον ξέχασε τον άνθρωπο, γιατί αυτός ήτανε τότε στο Μπαλουκλί, στο Νοσοκομείο του Μπαλουκλί αυτός ο παπάς, ο οποίος χάθηκε και, όπως λέγεται, τον ρίξανε σε μία... μεγάλη στέρνα, δηλαδή μάλλον, και τον σκότωσαν εκεί πέρα και δεν βρήκανε και τα κόκαλά του του καημένου. «Χρυσάνθου ιερομονάχου μαρτυρικώς τελειωθέντος».

Δ.Ζ.:

Αυτό το συναίσθημα θέλω να σας ρωτήσω, όπως το έχω ρωτήσει και σε άλλους, του φόβου, κατά τη γνώμη σας, το ξεπερνάς ποτέ ή το κουβαλάς μαζί σου;

Ν.Μ.:

Να σας πω κάτι; Βέβαια αυτό το πράγμα, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, 55, δηλαδή αρκετά χρόνια, όσο να 'ναι, πάντοτε είναι στην καρδιά σου, δηλαδή δεν θα φύγει ποτέ στη ζωή σου. Δηλαδή, όταν τα βλέπεις αυτά, όταν είδες αυτά τα πράγματα, όσο να 'ναι, έχει και ένα στίγμα επάνω σου, ας πούμε, και λες: «Κοίταξε τι μας κάναν, μας δείξανε» γιατί να μην ξεχνάμε ότι τότε και πολλοί μας φίλοι δηλαδή, οι οποίοι τους, στο 1964, στους οποίους τους πήγανε στην Αθήνα με δακτυλικά...

Δ.Ζ.:

Τις απελάσεις.

Ν.Μ.:

Τις απελάσεις, με δακτυλικά αποτυπώματα, αυτοί οι άνθρωποι εδώ όλοι τους ήτανε, σκεφτείτε με 200 ευρώ τότε, με 200 δολάρια τους είχαν στείλει, ας πούμε, κι αφήνοντας όλες σου τις περιουσίες εδώ. Αλλά, τότε εδώ, όπως τα ξέρετε και εσείς, ο Οζάλ [Turgut Özal, πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας], όταν ήταν στην αρχή, αυτός είπε ότι οι Ρωμιοί μπορούν να πάνε, μπορούν να πουλήσουνε και να αγοράσουν[00:30:00] όπως θέλουνε. Κι έτσι όλοι οι Ρωμιοί τότε πουλήσανε, δεν πουλήσαν τα σπίτια τους, ήτανε τα σπίτια τους ό,τι είχανε μείνει στην Πόλη...

Δ.Ζ.:

Θέλω να μου πείτε λίγο, είχα σημειώσει για το επάγγελμα του μπαμπά σας.

Ν.Μ.:

Ναι.

Δ.Ζ.:

Τι επάγγελμα έκανε και αν είχατε πάει, αν είχατε δει το περιβάλλον;...

Ν.Μ.:

Βέβαια. Τώρα, ο πατέρας μου ήτανε μαραγκός, όπως είχαμε πει, αλλά ήτανε πολύ άτυχος άνθρωπος, γιατί ήταν πάρα πολύ καλός τεχνίτης, αλλά τότε, στο 1945, είχε μία, είχε ένα ωραίο μέρος, ας πούμε... Ένα εργαστήριο εκεί, ας πούμε, εργαζόταν, να πούμε. Αλλά βέβαια τότε ήτανε δύσκολες οι εποχές, εν καιρώ πολέμου ήταν, ας πούμε, δυσκολευούνταν πάρα πολύ, ύστερα μετά βέβαια, όταν πουλούσανε τα εμπορεύματά τους, να πούμε, έπρεπε να πληρώσουνε ένα φόρο και τα λοιπά, δηλαδή και τότε, θυμάμαι, ο καημένος ο μπαμπάκας μου τραβούσε πάρα πολύ δηλαδή αυτό το πράγμα. Και τότε ήτανε... Πάντως υπήρχανε και οι Τούρκοι οι οποίοι ήτανε καλοί, όταν ερχούνταν, ας πούμε, στο μαγαζί του για να τον πούνε για τον φόρο, εκείνος έλεγε: «Κοιτάξτε, παιδιά, δεν μπορώ να το πληρώσω, δεν μπορώ να το κάνω», κι έτσι, δηλαδή προσπαθούσανε να μην τον δυσκολέψουν.

Η.Μ.: Αγριέψουν.
Ν.Μ.:

Να μην τον πιέσουνε παραπάνω. Δηλαδή οι Τούρκοι κατά βάθος ήτανε και αυτοί δηλαδή σ' αυτό το πράμα, ήταν πολύ καλός τεχνίτης, ύστερα αναγκάστηκε να κλείσει το κατάστημά του και εργαζότανε σε ένα μεγάλο πάλι, δηλαδή κατάστημα, όχι κατάστημα, εργαστήριο, το οποίο εκεί πέρα δούλευε και ήταν πάρα πολύ καλός μαραγκός, να πούμε, και κέρδιζε λεφτά και συντηρούσε την οικογένειά του.

Δ.Ζ.:

Και μετά εσείς λοιπόν, που θα μιλήσουμε και για το Σύλλογο, εσείς μετά, όταν ήσασταν στο σχολείο, πώς ήτανε το κλίμα εκεί; Με τους μαθητές, με τους δασκάλους;

Ν.Μ.:

Βέβαια, τώρα... Τότε το σχολείο μας, όλοι μας ήμασταν, επειδή ήμασταν του χωριού παιδιά δηλαδή, μας αγαπούσαν πάρα πολύ, αλλά είχαμε καλές δασκάλες. Κι ένα ακόμα πράγμα, που πάντοτε τη σκέπτομαι, είχαμε μία κυρία Εύα, η οποία μας έδινε γαλλικά μαθήματα. Και τότε, όταν από μικρά παιδιά, αυτή τότε ήμασταν στην Αστική Σχολή ως την πέμπτη και έκτη τάξη, να πούμε, που πήγαμε εκεί πέρα, λίγο πολύ όλοι οι μαθηταί που υπήρχαμε εκεί, μιλούσαμε και λίγο γαλλικά, δηλαδή μιλούσαμε, καταλαβαίναμε τα γαλλικά. Δηλαδή θέλω να σας πω ότι τότε ήτανε διαφορετική η ζωή, να πούμε, είχαμε τις καλές τις Τουρκάλες, οι οποίες μας αγαπούσανε, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα και έτσι τελειώσαμε την Αστική Σχολή. Τα μεσημέρια κατεβαίναμε όλοι κάτω στον κήπο, είχαμε τις χάρτινες τις μπάλες τότε, δεν είχαμε βέβαια τις, τις μεγάλες τις μπάλες, τις χάρτινες τις μπάλες και παίζαμε εκεί, αλλά οι δασκάλες μας βέβαια ήτανε συντηρητικές, μας λέγανε: «Βρε παιδιά, όχι μπάλα, να κάνουμε άλλα αγωνίσματα, πινγκ-πονγκ...» και τα λοιπά. Και έτσι σιγά-σιγά προοδεύαμε κιόλας εκεί πέρα, με το πινγκ-πονγκ, με τα αθλήματα, είχαμε τους μεγαλύτερούς μας, οι οποίοι, είχαμε κι ένα στάδιο σχεδόν πίσω από το Σύλλογο, πίσω από το κτίριο του... αυτό που σας έλεγα απέναντι, ήτανε λιγάκι στο ύψωμα, κι εκεί πέρα το είχαμε σιάξει εμείς για να παίξουμε μπάλα και τα λοιπά, αλλά είχαμε κάποιους Ρωμιούς που μας ανοίξανε τρύπες για να μην παίζουμε! Κι αυτό ήταν το sürpriz της ημέρας τότε, θυμάμαι τι γέλια κάναμε μ' εκείνο...

Δ.Ζ.:

Το σχολείο μπορείτε να μας το περιγράψετε, πώς ήταν η Αστική Σχολή; Δηλαδή όταν έμπαινες μέσα, οι αίθουσες, οι χώροι;

Ν.Μ.:

Μπράβο, ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο ένα σχολείο. Και τώρα στέκεται ακόμα, δηλαδή μπορείτε να το επισκεφθείτε κιόλας. Μόλις έμπαινες μέσα, ήτανε με δύο σκάλες, ανέβαινες απάνω, ήτανε δεξιά η πρώτη τάξη, η δευτέρα τάξη, η τρίτη, τετάρτη τάξη, πέμπτη και έκτη, να πούμε, επάνω. Κι ήτανε η... από τη μία μεριά, μόλις ανεβαίνατε απ' τις σκάλες, απέναντι ήτανε πάλι οι τάξεις, ήτανε και μια μεγάλη σάλα στην οποία κάναμε γυμναστική το χειμώνα εκεί πέρα, κι είχαμε τις καλές μας τις δασκάλισσες, οι οποίες μας προφυλάγαν από πολλά πράματα.

Δ.Ζ.:

Φορούσατε τότε στολές;

Ν.Μ.:

Ναι, τότε στολές. Είχαμε τις μπροστέλες μας τις μαύρες, μαύρες μπροστέλες, ένα παντελόνι...

Η.Μ.: Με άσπρο γιακαδάκι.
Ν.Μ.:

Με άσπρα γιακαδάκια. Και έτσι όλοι μας μαζί, με τις τσάντες μας. Βέβαια τότε οι μανούλες μας μας βάζανε και το πρωινό μας, μάλλον το μεσημεριανό μας το φαγάκι, το οποίο όταν κατεβαίναμε στο συσσίτιο εκεί πέρα κάτω, είχαμε δηλαδή μια μεγάλη σάλα, που ζεσταίνανε βέβαια το φαΐ μας, ας πούμε, εκεί πέρα, τέλος πάντων, η παιδονόμος και τα λοιπά, μας ζεσταίναν το φαΐ μας και τρώγαμε εκεί πέρα όλοι μαζί.

Δ.Ζ.:

Να σας πω κάτι, εσείς από τους δασκάλους σας τι κρατήσατε για τη ζωή σας μετά;

Ν.Μ.:

Το πράγμα που κρατήσαμε, βέβαια, ήτανε η τιμιότητα, δηλαδή τίμιος να είναι κανείς. Μετά βέβαια σε όλα τα μέρη υπάρχουν και τα παιδιά τα ατίθασα, δηλαδή παιδιά τα οποία, ας πούμε, χθες... Τώρα, ας πούμε, αυτό ξέρε το εσύ, βέβαια, ήμουνα στα μνήματα, στου Σκουτάρεως τα μνήματα πήγα. Ήτανε, δυόμισι θα πηγαίναμε εκεί, ας πούμε, θα ερχούντανε η κηδεία, εγώ πήγα απ' τις έντεκα, εντεκάμισι δηλαδή, απ' τις δώδεκα. Τι έκανα λοιπόν; Πήγα και γύρισα στον μαχαλά μου τα σπίτια μας, αλλά δυστυχώς, πού η ομορφιά που ζούσαμε εμείς και πού τώρα, περάσανε 50-60 χρόνια που δεν πήγα καθόλου εκεί δηλαδή. Πηγαίνουμε, αλλά έχουν αλλάξει όλα, όλοι οι κήποι έχουν τελειώσει, όλο σπίτια, σπίτια εδώ, πήγα να βρω το σπίτι της θείας μου, αδύνατον να το βρω. Πήγα του... πάλι, το άλλο το σπίτι της θείας μου, αδύνατον να το βρω. Δηλαδή μ' ότι και το δικό μου το σπίτι θα 'ναι χαμένον, ας πούμε, εκεί. Και μετά πήγα στα μνήματα. Βέβαια στα μνήματα όταν πήγα, όλοι ήτανε συγγενείς, φίλοι, δηλαδή όλα τα μνήματα, συν... απ' ένα άρχισα, ως το τέλος, όλους τους γύρισα, να πούμε, όλους τους τάφους μου. Και έτσι δηλαδή ο άνθρωπος συγκινείται βέβαια και λέει, βρε, πώς περάσαν τα χρόνια, να πούμε, αυτό είναι το κυριότερο θέμα.

Δ.Ζ.:

Το δικό σας το σπίτι το βρήκατε;

Ν.Μ.:

Το... Δυστυχώς, δεν... Το βρήκα λέγοντας, θυμάμαι το πού ήταν το σπίτι, αλλά έχουνε χτιστεί τόσο πολλά κτίρια, που... το 'χασα, δεν μπορούσα να το βρω.

Δ.Ζ.:

Πώς νιώθει κάποιος όταν πηγαίνει στη γειτονιά του και δεν μπορεί να βρει το σπίτι του;

Ν.Μ.:

Λυπάται πάρα πολύ, όπως και χθες εγώ λυπήθηκα πάρα πολύ, γιατί είχα της θείας μου, της θείας μου Μακρίνας το σπίτι, να πούμε, που ήταν εκείνη, ράφτης ήταν ο πατέρας μου, ο πατέρας, κι εγώ από μικρός, η καημένη η μητέρα μου απ’ τα εννιά, ήμουν 9 χρονών και με έστελνε στον θείο μου να μάθω να ράβω. Ήταν τόσο μια καλή γυναίκα. «Να δουλέψεις, παιδάκι μου, να μην είσαι έξω». Στις παύσεις, ας πούμε, πήγαινα στο θείο μου, ας πούμε. Και χθες πήγα και τον είπα: «Ε, θείε, Θεός να σε συγχωρήσει» και τα λοιπά. Δηλαδή βέβαια κανείς λυπάται όταν δεν βλέπει τους συγγενείς και τα λοιπά, αλλά η ζωή δυστυχώς είναι σκληρή και άπονη, που λέμε.

Δ.Ζ.:

Θέλω να μου πείτε λίγο, γιατί είπατε κι άλλο ένα παλιό επάγγελμα, το ράφτης, πώς ήτανε; Θυμάστε καθόλου;

Ν.Μ.:

Ναι, βεβαίως. Ας πούμε, τότε είχα το θείο μου τον Τριαντάφυλλο, ο οποίος ήτανε φημισμένος ένας ράφτης, αλλά ήτανε λιγάκι έτσι σκληρός άνθρωπος δηλαδή, ας πούμε. Το μόνο πράμα που μ' έκαμνε, δηλαδή με έλεγε: «Εσύ, Νίκο, να μάθεις αυτά», ανέβαινε επάνω, ήτανε τότε οι Ρωμιοί οι καλφάδες, δηλαδή καλφάδες τους λέγαμε, ας πούμε, και αυτοί ήτανε, μ' έλεγαν: «Νίκο, να μην τυχόν εσύ, παιδί μου, γίνεις ράφτης εδώ πέρα, τώρα έλα πέρνα το καλοκαίρι σου, αλλά να μην τυχόν μάθεις να γίνεις ράφτης». Και ο συγχωρεμένος ο θείος μου ο Τριαντάφυλλος, είχαμε μία κυρία Ελισσώ, η οποία ήτανε ράφτρα αυτή και έκαμνε τις μπουτονιέρες τότε, δηλαδή τότε δεν υπήρχανε, όλες οι μπουτονιέρες γινόντανε στο χέρι, και ο θείος μου καημένος με έβαζε 2-3 ζακέτα στη ράχη μου, τότε μικρό παιδί εγώ, και έτρεχα να πάω στο Κουσκουτζούκι, δηλαδή από το Σκούταρι στο Κουσκουτζούκι είναι κάπου 2-3 χιλιόμετρα δηλαδή, αλλά εγώ και μικρός το πώς φοβούμουνα δηλαδή... Πηγαίναμε εκείνα τα ζακετάκια, πηγαίναμε στην κυρία Ελισσώ, τα άφηνα εκεί. Ύστερα την έλεγα: «Πότε να 'ρθω, κυρία Ελισσώ;» «Θα σε πω εγώ, θα σε πω». Ύστερα, τηλεφωνούσε η κυρία Ελισσώ και εμείς... Τα τηλέφωνα βέβαια τότε ήτανε δυσεύρετα, δηλαδή ήτανε σπάνιοι που είχανε στο σπίτι τους τηλέφωνα τότε, στον καιρό αυτό. Και τα πήγαινα, τα 'φερνα πάλι πίσω στο θείο εκεί, πίσω στο θείο μου Τριαντάφυλλο. Και η εντύπωση μ' έκαμνε όταν τα πουλούσε το ύφασμα, δηλαδή τα, το κοστούμι που έραβε στον πελάτη του, πρώτα πρώτα το 'κανε το πακέτο εκείνος, ο θείος μου, και με το 'δινε σε μένα: «Δώσ' το στον κύριο», ας πούμε. Δηλαδή να πάρεις το μπαχτσίσι σου, κατάλαβες; Κι εγώ πήγαινα τον έδινα στον πελάτη του, όπως είναι το τέτοιο, και ο πελάτης σηκώνονταν τότε, οι Τούρκοι ήτανε χουβαρντάδες, μας έδιναν 2-3 λίρες δηλαδή ή 5 λίρες στο χέρι μας κι εγώ χαιρόμουν, τα 'βαζα στην τσέπη μου. Τα 'τρεχα στη μαμά μου. «Μαμά, ξέρεις, παράδες έχω!»

Δ.Ζ.:

Πόσο ήτανε 5 λίρες τότε; Στα σημερινά λεφτά; Μπορείτε να μας πείτε να καταλάβουμε;

Ν.Μ.:

Ναι, καμιά... Δηλαδή με μια λίρα, με 5 λίρες μπορούσες να... τι να σου πω, να αγοράσεις κάτι, δηλαδή οι 50 λίρες οι σημερινές ή μάλλον 20 λίρες σημερινές. Δηλαδή εσύ, ναι, μια χαρά, ας πούμε.

Δ.Ζ.:

Και τότε, θέλω να σας ρωτήσω για να κλείσουμε το κεφάλαιο των επαγγελμάτων, υπήρχαν ραπτομηχανές;

Ν.Μ.:

Ναι, βεβαίως. Τότε υπήρχανε ραπτομηχανές, ας πούμε, οι Singer οι λεγόμενες, Singer τότε ήταν εκείνες. Υπήρχαν οι ραπτομηχανές του χεριού.

Η.Μ.: Ναι, βέβαια.
Δ.Ζ.:

Αυτό θέλω να πω. Πώς λειτουργούσαν;

Η.Μ.: Πάλι με το χέρι. Η μαμά μου είχε, αλλά [Δ.Α.].
Ν.Μ.:

Ναι, το... Με το χέρι λειτουργούσανε. Εμείς είχαμε και τις πουλούσαμε. Και είχαμε τις μεγάλες τις μηχανές,[00:40:00] που ήταν οι Singer, που ήταν με τα πόδια, βρ, βρ, βρ, βρ, με τα πόδια.

Η.Μ.: Α, μετά βγήκαν εκείνες με τα πόδια.
Ν.Μ.:

Ύστερα βέβαια, συν τω χρόνω, βάζανε και στο πλάι ένα μοτοράκι, ας πούμε, ένα μικρό και το οποίο γυρνούσε και ήταν εκείνο με το ηλεκτρικό, ανοίγανε και βρρτ, βρρτ, τα ράβαμε έτσι, να πούμε εκεί.

Δ.Ζ.:

Θέλω να μας πείτε τώρα λίγο και να πούμε για το... γιατί είχατε αναφέρει πολύ ότι ήσασταν πολύ αγαπημένοι κι ήσασταν πολύ κοντά και στο Σύλλογο με τα παιδιά. Πώς ήτανε ο Σύλλογος;

Ν.Μ.:

Ο Σύλλογός μας, σας είπα, ήτανε κοντά στην εκκλησία μας ο Σύλλογος, εκεί στο Σύλλογό μας βέβαια, μόλις πηγαίναμε στο  σπιτάκι μας, το φαΐ μας ήταν έτοιμο, να πούμε, αφού φάγαμε το φαΐ μας, μόλις τρώγαμε το φαΐ μας, πετούσαμε την τσάντα, τα μαθήματα λιγάκι μετά τα κάναμε, να πούμε, και πηγαίναμε κατευθείαν στο Σύλλογό μας. Ο Σύλλογος βέβαια, όταν πηγαίναμε εκεί πέρα, ήταν κάτι το πολύ ωραίο, όλοι οι φίλοι εκεί, άλλοι παίζανε πινγκ πονγκ, άλλοι συζητούσανε. Ύστερα βέβαια όλος ο κόσμος μαζευούνταν εκεί πέρα, στο Σύλλογό μας εκεί πέρα, δεν παίρναμε τους αλλόθρησκους, όλοι ήτανε οι Ρωμιοί, ας πούμε, εκεί. Και ύστερα μετά ήτανε, είχαμε τότε και καλούς... το Δεσπότη τον Μύρων, ο οποίος ήτανε πάρα πολύ εντάξει, ερχούντανε κι αυτός, μας κατηχούσε κι εκείνος, ας πούμε, ναι, ναι, αυτός, ας πούμε, ο οποίος μας χαιρούνταν που μας έβλεπε. «Τι καλά παιδιά!» και τα λοιπά. Μας έλεγε να μάθουμε και αγγλικά, γιατί είχαμε έναν πολύ καλό καθηγητή, φίλο μας δηλαδή, ένας Σπύρος Κοστώφ, ο οποίος ήταν ένα παιδί πολύ έξυπνο, αλλά ήταν αποτραβηγμένο δηλαδή από τις παρέες, αλλά ήτανε δηλαδή εξαίσιο ένα παιδί, αυτός βέβαια ήτανε ο πρώτος μαθητής του σχολείου μας και, όπως είχε και το θείο του, ο οποίος εργαζότανε στο αμερικάνικο το σχολείο τότε, στο αμερικάνικο το σχολείο και τον είχε αυτόν.

Η.Μ.: Στο Robert College.
Ν.Μ.:

Στο κολέγιο στο αμερικανικό, στο Robert College το αμερικανικό. Και ήτανε το παιδί εκεί σπούδασε και γίνηκε μέγας και τρανός στην Αμερική. Κοστώφ ο λεγόμενος, ο Σπύρος ο Κοστώφ. Και μετά μάθαμε ότι νέος πέθανε το παιδί, δυστυχώς.

Δ.Ζ.:

Δηλαδή μια καθημερινή μέρα περιλάμβανε σχολείο με παιχνίδι και μετά περιλάμβανε και Σύλλογο.

Ν.Μ.:

Και Σύλλογο, βέβαια. Ναι, δηλαδή, αλλά βέβαια, ως επί το πλείστον, κάποτε βέβαια προσπαθούσαμε να μην πάμε και πολύ στο Σύλλογο, γιατί είχαμε και τα μαθήματά μας, γιατί εκεί πέρα έπρεπε να γράψεις, να δείξεις, ας πούμε, πια όπως η καημένη η μαμάκα μας, προσπαθούσαμε βέβαια να κάνουμε και τα μαθήματά μας, να πάμε εκεί. 

Δ.Ζ.:

Τα φλερτ τώρα θέλω να μου πείτε, και σε σχέση με τη σημερινή εποχή, που ήταν πολύ διαφορετικά.

Ν.Μ.:

Βέβαια.

Δ.Ζ.:

Πώς γινότανε;

Ν.Μ.:

Ναι, τότε, ας πούμε, ξέρετε τι γίνεται; Τότε, βέβαια, είναι η φύσις του ανθρώπου, δηλαδή στις παρέες μέσα είχαμε, δηλαδή στο μάτι μία κοπελίτσα, να πούμε, η οποία καθούντανε πάνω στο γυναικωνίτη, να πούμε, κάποτε, την έβλεπα, ας πούμε, ονομαζότανε Κική η καημένη και πέθανε κι αυτή η καημένη. Τη βλέπαμε εκεί. «Να, αμάν η Κική!» Ο ένας είχε την Ελένη, ο άλλος τη Μαίρη, αλλά βέβαια τα φλερτ ήτανε... τι να σου πω, μιλούσαμε, να πούμε, αλλά δίχως... τι να σου πω, πολύ... να είσαι πολύ κοντά ή πολύ μακριά. Δηλαδή...

Δ.Ζ.:

Πλατωνικά.

Ν.Μ.:

Πλατωνικά δηλαδή ήτανε. Πάντοτε ήτανε πλατωνικά, ας πούμε, τότε. Και... Βέβαια, όταν, ας πούμε, γινότανε το Πάσχα, δηλαδή ήτανε βέβαια μεγάλη χαρά για μας, τώρα, ας πούμε, καλή ώρα, που έρχεται και το Πάσχα, ο πάτερ Γαλακτίων, όπως και όλοι οι ψαλτάδες εκεί, μας βοηθούσαν να πούμε τα εγκώμια, να τα μάθουμε, ας πούμε, καλά τα εγκώμια εκεί. Και κάθε απόγευμα ο πάτερ Γαλακτίων μάς έλεγε: «Να 'ρθετε το δίχως άλλο στην παράκληση», ξέρεις. Πηγαίναμε εκεί πέρα κι ύστερα μας ανέβαζε πάνω στο Σύλλογό μας, είχαμε μια ωραία σάλα, στην οποία καθούμασταν και μαθαίναμε το... τα εγκώμια εκεί. Κι όταν γινούντανε βέβαια η Μεγάλη Παρασκευή και τα λοιπά, τότε βέβαια μαζευούντανε πάρα πολύς κόσμος, τότε ήμασταν 225 παιδιά, που τώρα 225 παιδιά δεν τα έχει το μεγαλύτερο σχολείο που υπάρχει εδώ πέρα, δεν τα... Υπήρχαμε 225 παιδιά.

Η.Μ.: Τώρα όλα τα...
Ν.Μ.:

Όλοι οι Ρωμιοί δηλαδή, ήτανε η εκκλησία μας κατάμεστη ήτανε εκείνη η ωραία εκκλησία, γιατί ήτανε η δεύτερη μεγαλύτερη εκκλησία στην Πόλη, να πούμε, ήτανε ο Προφήτης Ηλίας. Μαζευόμασταν εκεί πέρα και... τις Κυριακές βέβαια όλοι μας, τα παιδιά βέβαια, τι να σε πω, τα καλύτερα, ναι, τα καλύτερα, τα καλύτερα παιδιά, βέβαια, ας πούμε, ήμασταν στην εκκλησία μέσα, ο πάτερ Γαλακτίων μάς κατηχούσε, βάζαμε τα ρούχα μας, είχαμε τα ωραία τα ρούχα μας εμείς σαν τους διάκους, βγαίναμε στα εξαπτέρυγα τα παιδιά, μεγάλος καβγάς μέσα ποιος θα πάρει τον Σταυρό, ποιος θα πάρει το άλλο το ξεφτέρι! Αλλά βέβαια κανονικά αγαπημένοι όλοι, βγαίναμε εκεί. Μεγάλη Παρασκευή γινούντανε και η περιφέρεια του Σταυρού έξω στον κήπο... Η περιφορά του Σταυρού, ο κόσμος όλος γυρνούσαν όλοι εκεί πέρα οι Ρωμιοί. Και τότε είχαμε και τους... τι να σε πω δηλαδή, αυτούς τους νέους οι οποίοι ήταν λιγάκι... «τσιντερέ μπέηδες» δηλαδή ήταν αυτοί λιγάκι πιο φανατικοί, να πούμε, οι οποίοι βέβαια, μόλις έβλεπες αυτοκίνητα, κρατούσαν το Σταυρό τότε, ας πούμε, όταν ήταν... εκείνοι τότε, τα παιδιά εκείνοι, κι εμείς εκεί σ' αυτούς κοντά ήμασταν...

Η.Μ.: Οι πιο μεγάλοι [Δ.Α.].
Ν.Μ.:

Δηλαδή οι πιο μεγάλοι ίσως ήτανε, το Σταυρό, και γινούνταν μεγάλο πανηγύρι, η εκκλησία ήταν κατάμεστη, δηλαδή μία Μεγάλη Εβδομάδα η εκκλησία ήτανε γεμάτη.

Δ.Ζ.:

Θυμάστε να μου πείτε καμιά ιστορία αστεία, που μου 'χουνε πει, τι μασκαρευόσασταν για να το σκάσετε απ' τη μαμά και τον μπαμπά και να ξεμοναχιαστείτε με μια κοπέλα; Να το πω λαϊκά.

Ν.Μ.:

Ναι, ναι. Τώρα, ας πούμε, το κυρίως θέμα βέβαια, η δικιά μου η μαμάκα μου δεν ήταν και πολύ... δηλαδή δεν είχε τελειώσει και σχολείο τότε, θυμάμαι, αλλά ήξερε η καημένη. Και την έλεγα... Είχαμε κι έναν εξάδελφο, ο οποίος... ο Μπίλσων, ο οποίος ήταν και εκείνος ένας πάρα πολύ καλός, ερχούνταν και εκείνος σ' εμένα, στο σπίτι μας, ερχούνταν για να μείνει απ’ την Πόλη σ' εμάς, και λέγαμε τη μαμά μου, για να το σκάσουμε τη Δευτέρα από το σχολείο: «Μαμά, σήμερα είναι της Αγίας Καθίστρας!» Μα το Θεό! Η καημένη η μαμάκα μου το πίστευε αυτό, άντε, εμείς μόλις λέγαμε της Αγίας Καθίστρας, άντε μαμά, καθούμασταν εκεί πέρα. Μετά είχαμε πάρα πολύ ένα περιβόλι εκεί πέρα, ήτανε Çamlıca η λεγόμενη και τώρα υπάρχει η μικρή Çamlıca, Küçük Çamlıca και η μικρή Çamlıca, η οποία αυτή η Çamlıca είχε το καλύτερο νερό της Πόλεως τότε, αυτή η Büyük Çamlıca, όπως και η Küçük Çamlıca. Και ένα πράμα, ένα περιστατικό που δε θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, ήταν τότε, είχαμε, ξέρεις, τότε η ανεμοβλογιά ήκμαζε τότε, δηλαδή, ξέρεις, πολλοί αρρωσταίναν απ’ αυτήνα. Κι είχαμε ένα Σταύρο, αόματο τον καημένο, που στα νιάτα του δηλαδή αρρώστησε, πήρε απ' την ανεμοβλογιά και τυφλωθήκαν τα δυο τα μάτια του. Αυτός ο Σταύρος δε, σκέψου δηλαδή πώς ήξερε το χωριό μας, να πούμε, τα πρωινά περνούσε από το σπίτι μας μπροστά με ένα γαϊδούρι και με τέσσερις νταμιτζάνες στο πλάι, ας πούμε, και φώναζε: «Σοφία, πάω στο νερό, θέλετε νερό;» Αόματος αυτός κι ενώ τον έβλεπες αυτός ο καημένος, τότε πήγαινε και γέμιζε από τη βρύση δηλαδή από κει πέρα, είχε τα... τι ωραία νερά, ας πούμε, κι έφερνε το Küçük Çamlıca. Και όταν γυρνούσε δηλαδή, μ' έκανε, ερχούντανε μπροστά: «Σοφία, ήρθα!» έλεγε ο άνθρωπος δηλαδή. Τότε η μαμάκα μου έβγαινε, παίρναμε τους κουβάδες και είχαμε, το κάθε σπίτι είχε και το βαρέλι του, να πούμε, το πιθάρι του, δηλαδή το πιθάρι του, το οποίο ήτανε δηλαδή πολύ ωραίο πιθάρι.

Η.Μ.: Για να κρατάει το νερό δροσερό.
Ν.Μ.:

Για να κρατάει κρύο και το νερό, γεμίζαμε το νερό, κλείναμε, η μαμάκα μου μας έβαζε και το καθαρό το... τουρμπάνι από πίσω και τότε τον πληρώναμε τον καημένο τον Σταύρο κι εκείνος πήγαινε στο σπίτι του. Δηλαδή ήτανε αυτό ένα κάτι, ο Σταύρος ο αόματος εκεί. 

Δ.Ζ.:

Θέλατε... Κάτι θέλατε να μου πείτε και το ξεκινήσατε για τα φλερτ. Πώς... Καμιά ιστορία, πώς... 

Ν.Μ.:

Η ιστορία, ναι, ας πούμε, κάποτε, άντε, λέγαμε, τα παιδιά, τότε Πρωτομαγιά, να πούμε, ήταν η ευκαιρία δηλαδή, η Πρωτομαγιά, τότε εμείς είχαμε δηλαδή, όλα τα παιδιά μαζί σχεδόν οι κοπέλες και τα λοιπά, ανεβαίναμε στην Çamlıca, τότε είχαμε και τις κοπελίτσες δηλαδή, πλησιάζαμε, ας πούμε, να τις αγκαλιάζουμε λίγο, να τις φιλήσουμε λίγο, να πούμε, αλλά τι να σας πω, δηλαδή παιδικά πράματα, τα οποία... Και βέβαια όλες οι κοπέλες τότε είχανε μια... τι να σας πω, μια φιλία, τέτοια, μια αθώα μια φιλία δηλαδή. Τότε αυτά ήταν τα φλερτ μας τα μεγάλα, ας πούμε.

Δ.Ζ.:

Υπήρχαν μέρη που συναντιόσασταν κρυφά ή κάτι, να δώσετε ραβασάκια και τέτοια;

Ν.Μ.:

Ναι, ναι, βέβαια, βέβαια, βέβαια. Κι αυτό γινόταν, να πούμε, κάποτε, γιατί «αμάν, αμάν, πρόσεχε να μη με δει κι η μαμά μου», ας πούμε, γιατί όταν πηγαίναμε κοντά της, ας πούμε, κοντά για να μιλήσουμε πιο καλά, ας πούμε, τότε βέβαια οι κοπέλες φοβούνταν, δεν ήτανε όπως κάποτε, όπως τώρα τα φλερτ, τα...

Η.Μ.: [Δ.Α.]
Ν.Μ.:

Τότε ήτανε αθώα πράματα. Θα γελούν, θα λένε: «Τι λες;» ας πούμε. «Τι λες;» Και φοβόσουν να το πεις κιόλας, ας πούμε.

Δ.Ζ.:

Ναι. Εσείς λοιπόν μεγαλώνοντας τι θέλατε... τι θέλατε να γίνετε; Δηλαδή τι σκεφτόσασταν μετά το σχολείο;

Ν.Μ.:

Τώρα, εγώ δυστυχώς,[00:50:00] δυστυχώς, επειδή και ο καημένος μου ο μπαμπάκας δηλαδή πέθανε 50 χρονών ο καημένος ο πατέρας μου εμένα. 

Δ.Ζ.:

Α, πέθανε νέος.

Ν.Μ.:

Ναι, 50 χρονών, νέος πέθανε, ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά βέβαια, εγώ δυσκολευόμουνα δηλαδή και στη ζωή, γιατί ο μπαμπάκας μου ήτανε... Και πήγα, τελείωσα την Αστική Σχολή, ύστερα μετά, εμείς είχαμε ιταλικό υπήκοο, υπηκοότητα δηλαδή γιατί ο πατέρας μου και... ο πατέρας μου αγαπούσε τα ιταλικά, για να μάθω τα ιταλικά και πήγαμε σε ιταλικό σχολείο, εγώ πήγα. Εκεί στην Αστική, μετά την Αστική Σχολή πήγα σε ιταλικό σχολείο, τελείωσα τη μέση εκπαίδευση, αλλά στο λύκειο, εντάξει, στη μέση του λυκείου, άφησα το σχολείο εγώ, δυστυχώς. Λυπήθηκα πάρα πολύ βέβαια. Και επιδόθηκα και εγώ να βοηθώ το σπίτι μας δηλαδή, γιατί ο μπαμπάκας μου πέθανε και 19... ήμουνα 19 ετών τότε και αναγκάστηκα να βοηθήσω το σπίτι μου.

Δ.Ζ.:

Αλλά είχατε αγάπη δηλαδή, ξέρατε γλώσσες, αγαπούσατε τα γράμματα.

Ν.Μ.:

Ναι. Εγώ... Και εμείς τότε, εκεί που ήμασταν, να πούμε, οι Αρμεναίοι, Πάσχα, να πούμε, ήταν η εποχή του Πάσχα, ναι; Και οι Αρμεναίοι, ξέρεις, κι εκείνοι γιορτάζαν το Πάσχα τους, και όλοι τους οι Αρμεναίοι, τότε κάναμε τα τσουρέκια μας, ας πούμε. Οι Αρμεναίοι κάνανε το Anuşabur το λεγόμενο, το Anuşabur είναι... Ασουρές.

Η.Μ.: Anuşabur.
Δ.Ζ.:

Α, ναι, λέω κι εγώ. Ασουρέ ξέρω, Anuşabur δεν... 

Ν.Μ.:

Ναι, ο ασουρές είναι, ο ασουρές είναι, ας πούμε.

Δ.Ζ.:

Που κάνουν και σήμερα.

Η.Μ.: Ναι. 
Ν.Μ.:

Και σήμερα που κάνουνε. Και κάνανε και τα... Κι εμείς οι μικροί τότε βέβαια, μόλις ερχούμασταν από το σχολείο, οι γυναίκες οι καημένες οι Αρμένισσες, γιατί τα σπίτια μας, είχα πει, ήταν όλο χριστιανικά σπίτια, Αρμεναίοι, Ρωμιοί, Αρμεναίοι, Ρωμιοί. Κι όταν, ας πούμε, σπάσαν τα... και οι Αρμεναίοι την πατήσανε, ας πούμε, κι εκεινών τα σπίτια είχαν γκρεμίσει. Και τότε: «Άντε, άντε, Nikocuk, Nikocuk» με λέγανε «Nikocuk վերցրու սա» με λέγανε. «Πάρε αυτό» δηλαδή «να το πας στο φούρνο». Είχαμε τον Αλί μπέη, ο οποίος... Τότε πού φούρνος στο σπίτι μας, δεν είχαμε φούρνους, αυτός ο Αλί μπέη, πηγαίναμε τα τσουρέκια μας εκεί και ο καθένας έγραφε και το όνομά του σε σημεία μέσα, για να μην ανακατωθούνε, ας πούμε, και εμείς τα μικρά τα παλικάρια πηγαίναμε τα τσουρέκια. Αλλά οι Αρμεναίοι βέβαια, ποτέ δεν το ξεχνούσαν αυτό, ή καμιά μία μικρή πιτίτσα θα μας δίναν να την πάμε σπίτι μας ή ένα Anuşabur, που σε λέγω, και το πιο ωραίο πράμα είναι που θυμάμαι τώρα, ας πούμε, αξέχαστο, εμείς λέγαμε τα κάλαντα και ρωμέϊκα και αρμένικα, γιατί εμείς ήμασταν καμιά δεκαριά παιδιά, ας πούμε, τότε για να μαζέψουμε και λεφτά. Και θα σε πω και ένα ακόμα πράμα, όταν γέονταν οι χαρές, όταν γένονταν στην εκκλησία, τότε εμείς, όταν ήμασταν τότε, μαζευόμασταν όλα τα παιδιά μαζί, πηγαίναμε «Άγιος Βασίλης έρχεται...», λέγαμε τα αυτά. Πηγαίναμε στα αρμένικα: «ամիդի անին կարող ես». Αχ, έλεγα μερικά. «Իմաստության երեխան եկավ», δηλαδή «της Σοφίας το παιδί ήρτε». Δηλαδή, γιατί τη μαμά μου την ξέραν όλοι, ας πούμε, άιντε, μας δίνανε παράδες, εμείς τους μάσαμε τους παράδες, πηγαίναμε, μαζευούμασταν όλοι οι φίλοι μαζί. «Πόσα γρόσια μαζέψαμε;» «4-5 γρόσια». Τα παίρναμε αυτά, τα μοιραζόμασταν όλοι μαζί.

Η.Μ.: Para için yaptınız?
Ν.Μ.:

Para için yaptık! Nαι, οι καημένοι. Αυτό ήτανε βέβαια το άλλο. Και βέβαια... Και τότε βέβαια οι καημένοι οι Ρωμιοί, ως επί το πλείστον, επειδή μύριζε, δηλαδή το Πάσχα μύριζε ωραία μυρωδιά, γιατί γίνονταν...

Η.Μ.: [Δ.Α.] τα τσουρέκια.
Ν.Μ.:

Ψενόντανε τα τσουρέκια, ας πούμε, μυρίζανε και ένα πράγμα που είχα, με είχε κάμει εντύπωση, η μαμάκα μου η καημένη: «Άντε, Νίκο μου, πάν' το αυτό στην κυρία Πέρους», ήτανε Τουρκάλες δηλαδή είχαμε, ας πούμε, πηγαίναμε και τις πηγαίναμε από ένα τέτοιο, ένα...

Η.Μ.: Τσουρέκι.
Ν.Μ.:

Τσουρέκι αυτές τις γυναίκες. Και στα ραμαζάνια τους...

Η.Μ.: Αυτό...
Δ.Ζ.:

Λοιπόν, επανερχόμαστε. Άρα λοιπόν εσείς δεν είχατε... Αν όμως δεν υπήρχε η ανάγκη να βοηθήσετε την οικογένεια, τι θέλατε να γίνετε; Τι θα θέλατε να κάνετε;

Ν.Μ.:

Εγώ δηλαδή, εκείνο το πράγμα που ήθελα, γιατρός, να γίνω γιατρός.

Δ.Ζ.:

Τι ειδικότητα θα θέλατε;

Ν.Μ.:

Τι να σας πω δηλαδή, γιατί εγώ τώρα, και τώρα, ας πούμε, πολλές φορές δηλαδή... είμαι σαν γιατρός, να πούμε έτσι, δηλαδή έχω επιδοθεί. Για τα μάτια, για τα αυτιά, τι είναι το αυτί, το μάτι, πώς, ας πούμε, ακούμε, ύστερα τι είναι τα γόνατά μας...

Δ.Ζ.:

Τη σύζυγο πώς τη γνωρίσατε, κύριε Μαρούση;

Ν.Μ.:

Μετά το θάνατο, μείναμε με ένα παιδάκι και τα λοιπά, απ' εδώ, απ' εκεί... Όποιοι ήταν απ' το Σκούταρι, οι κοπέλες που με γνωρίζανε... «Νίκο μου, να πάρεις αυτή, να πάρεις εκείνη». Είναι αλήθεια ότι βγήκα με πολλές κοπέλες, αλλά ούτε μία δεν έπιασα και το χέρι της, δηλαδή ναι μεν, ναι, κι από δω κι από δω, δεν με τραβούσε. Αλλά η τύχη μου ήτανε, όταν εγώ έστειλα το παιδάκι μου στο Κεντρικό, εκεί γνώρισα την Ήβη, γιατί και μια φορά είχε πέσει, είχε χτυπήσει και το κεφάλι του και η Ήβη ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ. Ύστερα μετά, πήγα να το γράψουμε αυτό, δηλαδή ήταν, άρχιζε η σχολική, για να το γράψουμε, να πούμε, να το γράψουμε στο Κεντρικό.

Η.Μ.: Να γίνει η εγγραφή.
Ν.Μ.:

Εγγραφή.

Η.Μ.: Εγώ εργαζόμουνα στο Κεντρικό τότε, ήμουνα στις εγγραφές. [Δ.Α.] 
Ν.Μ.:

Με αυτή την κοπέλα που έγραψα προχθές, ανέφερα, την πρώτη μου εξαδέλφη, μ' εκείνα μαζί πήγαμε να το γράψουμε... Γιατί κι εκείνη, κι η κόρη της, η Βασούλα...

Η.Μ.: Το κοριτσάκι ήταν στο σχολείο μας.
Ν.Μ.:

Στο σχολείο δηλαδή η Βασούλα, που λέμε, ας πούμε. Και πήγαμε εκεί πέρα, εγώ ανέβαινα τις σκάλες και πήγαινα να τη γράψουμε και βλέπω, βρε, στο γραφείο μια ωραία κοπέλα, ωραία ντυμένη και τα λοιπά. Λέω: «Βρε, Σοφία» λέω «τι είναι...» «Πού είναι;» με λέει. «Ποια είναι αυτή;» «Τι να σε πω» λέω. «Μ' άρεσε πάρα πολύ, ωραία κοπέλα» λέω.

Η.Μ.: [Δ.Α.]
Ν.Μ.:

Αλλά ξέρεις, δηλαδή τι να σε πω, το κοίταγμα και τα λοιπά, βέβαια ήτανε σοβαρή κοπέλα, δηλαδή ούτε καν με κοίταξε, αλλά μετά βέβαια... Μετά, ύστερα μετά 2-3 μήνες και 4 μήνες μετά, είχαμε πάλι του Συλλόγου μία, αλλά εγώ μόνο την πρώτη, δεν είχα πάει στο μεγάλο το κέντρο που είχε γίνει, γιατί πενθούσα, να πούμε, αλλά ήταν σε ένα μικρό κέντρο, που ήταν και ο Φαίδων, ας πούμε, ο τραγουδιστής ο φημισμένος. Ήτανε κι είδα και την Ήβη και τα λοιπά. Λέω, στάσου, να τη σηκώσω, να μην τη σηκώσω και τα λοιπά. Αλλά είχαμε μία δασκάλα, η κυρία Φρύνη, που δούλευε κοντά, κοντά, εκείνη μπήκε στη μέση, την λέει: «Βρε τρελή...» γιατί σου είπα εγώ, εσένα γι' αυτή... Όχι, γιατί ο θείος δεν ήθελε χηρίο, η θεία της, η μαμά της, όχι χηρίο, ο πατριός της, όχι χηρίο. Δηλαδή δε θέλανε.

Δ.Ζ.:

Α, ότι ήσασταν χήρος και δεν ήθελαν, λόγω της χηρείας.

Ν.Μ.:

Ναι, ναι. Ναι...

Δ.Ζ.:

Ε, και η κυρία Φρύνη πώς... Μισό λεπτάκι, μισό λεπτό. Η κυρία Φρύνη πού σας ήξερε;

Η.Μ.: Εκείνη γνώριζε την εξαδέλφη μου. Εμένα με ήξερε από... 
Ν.Μ.:

Εκείνη γνώριζε εμένα όλη και την οικογένειά μου, γιατί και η αδελφή της ήτανε στο μαγαζί στο δικό μας δηλαδή, στο κατάστημα, ήτανε σχεδόν βοηθός, δηλαδή του καταστήματος, εργαζόταν εκεί κάποτε, είχαμε σχέσεις πολλές δηλαδή, πολύ, αδελφικές σχέσεις.

Η.Μ.: Τέλος πάντων, τώρα, πολλές λεπτομέρειες.
Δ.Ζ.:

Όχι, να τα πείτε.

Η.Μ.: Α, εντάξει.
Ν.Μ.:

Ναι, αυτά.

Δ.Ζ.:

Αυτά τα θέλω.

Ν.Μ.:

Μετά... Ναι, μετά η κυρία Φρύνη...

Η.Μ.: Και ήρθε η... η Φρύνη...
Ν.Μ.:

Πες τα εσύ δηλαδή.

Η.Μ.: ...και με λέει: «Ξέρεις» λέει «ο τάδε που ήρθε και θέλει να βγείτε, να βγείτε». Λέω: «Τώρα, κυρία Φρύνη μου» τη λέω «πού να βγω τώρα, πώς να βγω; Τι να κάνω;» Ε, πέρασε ένα διάστημα και μετά αυτή ήρθε πάλι, μιλούσανε.
Ν.Μ.:

Με μένα μιλούσε, να πούμε.

Η.Μ.: Μιλούσανε. Ήρθε μια μέρα, με λέει: «Α» με λέει «εσύ πολύ, τι θα γίνει, που θα πάτε να φάτε κάτι μαζί ή να πιείτε ένα ποτό, τέλος πάντων, φόρο θα πληρώσεις;» Μ' αυτά τα λόγια μου είπε. Ε, κι έτσι έγινε. «Εγώ» λέει «κανόνισα ραντεβού την τάδε... την τάδε μέρα θα βγείτε».
Ν.Μ.:

Κι εκείνη τη μέρα με παίρνει η κυρία Φρύνη, με λέει: «Άκουσε, αύριο τεσσεράμισι, τεσσερισήμισι η ώρα θα βγεις στο...

Η.Μ.: Ραντεβού, ραντεβού.
Ν.Μ.:

Ραντεβού στο Iki adım.

Δ.Ζ.:

Μισό λεπτό τώρα. Τώρα θέλω να μου πείτε με λεπτομέρεια. Όταν την είδατε την πρώτη φορά στο ραντεβού.

Ν.Μ.:

Ναι.

Δ.Ζ.:

Πώς σας;...

Ν.Μ.:

Εγώ βέβαια τώρα, μεγάλη αγωνία, να πούμε, όταν με είπε τέσσερις... Το İki adım, το ξέρεις το Νοσοκομείο του İki adım; Ακριβώς απέναντι εκεί στη γωνία να βρεθούμε, ας πούμε. Εγώ βέβαια, για να μη χάσω, ήταν τεσσερισήμισι, τέσσερις η η ώρα ήτανε, 7... Πόσο του μηνός ήταν, Ήβη;

Η.Μ.: 1η Μαρτίου.
Ν.Μ.:

1η Μαρτίου ήταν, μπράβο, 1η Μαρτίου ήτανε, ακριβώς. Εγώ πήρα το αυτοκίνητό μου, έκανα ένα γύρο, βλέπω, δεν ήτανε, έκανα ένα γύρο ακόμα για να μη χάσω δηλαδή, να μην την κάνω και περιμένει. Και μετά τη βλέπω, η κυρία ντυμένη, μ’ ένα ωραίο τώρα, μέχρι τώρα το θυμάμαι, ένα ωραίο παλτουδάκι, λαγουδάκι, δηλαδή γούνα λαγουδάκι, λαγού, να πούμε. «Γεια σας». «Γεια σας» την είπαμε. Την πήρα, πήγαμε στο Sheraton τότε, το ξενοδοχείο το Sheraton, είναι αντίκρυ στο Hilton, δηλαδή πριν να πας στο Hilton...

Η.Μ.: Όχι, στο Divani απέναντι.
Ν.Μ.:

Στο Divani απέναντι.

Η.Μ.: Το τωρινό το Ceylan.
Ν.Μ.:

Το Ceylan Otel. Ε, πήγαμε εκεί πέρα, καθίσαμε, ξέρεις, δύσκολα τα πράματα βέβαια, ο άνθρωπος τις πρώτες μέρες, απ’ εδώ, απ' εκεί...

Η.Μ.: Κουβεντιάσαμε διάφορα.
Δ.Ζ.:

Τι σας είπε εκεί που σας... Θυμάστε κάτι που σας είπε και σας κέρδισε;  

Ν.Μ.:

Ναι, τώρα, ας πούμε, ξέρεις τι γίνεται; Βέβαια στο σπίτι μου, όταν πέθανε και η σύζυγός μου, ήρθε η θεία μου, δηλαδή αυτηνής, η θεία μου μας κοίταζε, να πούμε, κι εκείνη τη λέγω: «Θεία, έτσι και έτσι, μία κοπέλα που εγώ την άρεσα και θα βρεθούμε ξανά». Αμάν η θεία μου, χαρά, χαρά, αφού μιλήσαμε με την Ήβη και τα λοιπά, είπαμε, εγώ εξήγησα το τι είμαι εγώ, το τι, πώς πέρασε η ζωή μου λίγο πολύ και είπα: «Εγώ θέλω να πάρω μία κοπέλα που θα την αγαπήσω, ας πούμε, γιατί, αν τυχόν με αγαπήσει και εκείνη, θα με αγαπήσει και το παιδί μου» λέω εγώ. Γιατί είχα εγώ λέω και το παιδί. Γιατί σε όσες κοπέλες πήγαινα, ας πούμε, και ήταν αυτές για να παντρευτούν, όλες ρωτούσαν για το παιδί. «Το παιδί δεν μου κάνει, ναι,[01:00:00] σ’ αρέσαμε πάρα πολύ, αλλά αν τυχόν το παιδί το αφήσεις στην πεθερά σου και εμείς να μην είμαστε...» Όλες οι κοπέλες λέγαν αυτό το πράμα. Μετά βέβαια, μόλις πια θα την άφηνα στο σπίτι της, την έπιασα με το χέρι της, της λέγω: «Άκουσε, Ήβη, τώρα τι λες, θα ξαναβγούμε;» «Να ξαναβγούμε» είπε. Μόλις με είπε να ξαναβγούμε, εγώ, ξέρεις, έχασα και τα αυγά και τα καλάθια! Με μια δύναμη πιο γρήγορα, δούλεψα, πήγα στην θεία μου, την λέγω θεία μου. «Έτσι και έτσι» την είπα. Αμάν, εκείνη, τις Παναγιές, τους Προφήτη Ηλίες, τους... Ναι.

Η.Μ.: Χαρήκανε.
Ν.Μ.:

Ναι, ας πούμε. Μετά βέβαια, όταν βέβαια συναντηθήκαμε και την άλλη φορά, εγώ βέβαια την εξήγησα, γιατί έχουμε και αρκετή μια διαφορά, 15 χρόνια διαφορά έχουμε με την Ήβη, εγώ είμαι 85, εκείνη 70, να πούμε.

Δ.Ζ.:

Μη λέτε 85, έτσι απότομα.

Ν.Μ.:

Ε, δεν πειράζει, δεν πειράζει. Αυτά λοιπόν. Ύστερα, μετά βέβαια πήγαμε εκεί, γνωριστήκαμε με τους δικούς της, ο θείος της είχε μεγάλη μια... δεν ήθελε καθόλου και η θεία να παντρευτούμε, αλλά επειδή με ξέρανε εμένα και από την αγορά, δηλαδή το τι ήμουνα, ας πούμε, ήτανε κάποιος κύριος Δημήτριος, Θεός συγχωρέσ' τονα, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά το θείο της και τον είπε: «Άκουσε, ο Νίκος είναι ένα πολύ καλό παιδί, να μην το χάσετε» και τα λοιπά και έτσι άρχισε ο έρωτας από κει και πέρα… Κάναμε και δύο παιδάκια με την Ήβη, γενήκαν τρία τα παιδιά μας.

Δ.Ζ.:

Πόσα χρόνια είστε παντρεμένος;

Η.Μ.: Τώρα, 43 χρόνια θα κλείσουμε τον Νοέμβριο και θα μπούμε στα 44.
Ν.Μ.:

Είμαστε, 43 χρόνια είμαστε μαζί. Μια ζωή ολόκληρη. Μια οικογένεια ολόκληρη ήμασταν, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, όλα στρώσανε, να πούμε. Μεγάλωσε και ο γιος, όταν μεγάλωσε και ο γιος εκείνος, είπε: «Μπαμπά, εγώ θα πάω στην Αθήνα», πήγε στην Αθήνα κοντά στο θείο του, δηλαδή της πρώην της γυναικός μας στον άντρα.

Η.Μ.: Τον αδελφό.
Ν.Μ.:

Στον αδελφό. Πήγαν εκεί, εργάστηκε μαζί μ’ εκείνονα και έτσι η ζωή μας συνέχισε και δόξα στον Πανάγαθο, δηλαδή επιτύχαμε δηλαδή σε τέτοια πράματα και δεν δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Αλλά όσο να’ ναι, βέβαια υπάρχουνε και τα... Όλα τυχερά είναι στη ζωή.

Η.Μ.: Τι να πούμε...
Ν.Μ.:

Και, ξέρεις, και κανείς δεν μπορεί να ξέρει το τι θα του... το πώς θα του συμβεί, το πώς του, θα το φέρει η μοίρα δηλαδή, ξέρεις, όλα αυτά είναι συμπτώσεις της ζωής. Εγώ κάποτε... Δε λέγω τύχη και λέγω συμπτώσεις. Συμπτώσεις λέω, περνάς από δω πέρα [Δ.Α.] κι απ' την άλλη τη μέρα πέφτει στο κεφάλι σου μια πέτρα δηλαδή, κατάσταση, σύμπτωση είναι, γυρνάς, ας πούμε, δηλαδή οι συμπτώσεις της ζωής είναι που... Κοίταξε, γνωρίσαμε τη δασκάλα, η δασκάλα η κυρία Φρύνη που ήταν στο μαγαζί, από κει πέρα γνωρίσαμε τη νύφη...

Η.Μ.: Ήρθε στο Κεντρικό να γράψει το παιδί.
Ν.Μ.:

Στο Κεντρικό... Το παιδί... Και τα λοιπά και τα λοιπά.

Η.Μ.: Δεν γνωριζόμασταν...
Δ.Ζ.:

Θέλω να μου πείτε προς το τέλος τι συμβουλή δίνετε σήμερα για τους νέους, για τη ζωή τους και για τον έρωτα.

Ν.Μ.:

Δηλαδή, εγώ πάντοτε λέγω... Ας πούμε, σήμερα, να πούμε, ο γιος μου, είχε μια κοπέλα, σχετιζόταν και τα λοιπά, μετά δεν έγινε αυτό το πράμα. Άρα δηλαδή δεν ήταν της τύχης, να πούμε. Αλλά την κοπέλα που θα διαλέξεις πρέπει να την... να την... μια φορά να την αγαπήσεις και μετά πρέπει να είναι καλά, δηλαδή μαζί τους να, να συνεννοούνται, αυτό είναι το κυριότερο, δηλαδή να έχουνε σχεδόν, ας πούμε, μια συνεννοήση.

Η.Μ.: Συνεννόηση και κατανόηση.
Ν.Μ.:

Και κατανόηση δηλαδή.

Δ.Ζ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Ν.Μ.:

Αλίμονο! Αλίμονο! Άντε, γεια σας.