© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πατέρας δεν γίνεσαι από τα γονίδια

Κωδικός Ιστορίας
18621
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Θ. "Ψευδώνυμο" ()
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/03/2021
Ερευνητής/τρια
Ορέστης Φακορέλλης (Ο.Φ.)
Ο.Φ.:

Καλησ[00:00:00]πέρα. Είμαι ο Ορέστης από το Istorima. Είναι 27 Μαρτίου του 2021. Βρισκόμαστε στο μαγευτικό Λυκαβηττό. Είμαι μαζί με τον [Δ.Α.], o οποίος θα μιλήσει και θα μας απαντήσει από τις προσωπικές του εμπειρίες για το τι τελικά κάνει τον πατέρα. Ο λόγος σε εσένα.

:

Καλησπέρα, Ορέστη. Είμαι σπουδαστής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γενικά ασχολούμαι με τη μουσική. Τώρα είναι, έτσι, όπως ξέρεις, περίεργη φάση. Δεν έχω δουλειά τώρα, μέχρι που είναι γενικά μία περίοδος ενδοσκόπησης. Θα τα σκέφτεσαι λίγο παραπάνω τις εμπειρίες σου. Και γενικά είναι… Kαι αυτό που θα σου συζητήσω σήμερα είναι, κάτι που το σκέφτομαι τώρα, σε καιρό καραντίνας. Ουσιαστικά θα σου ξεκινήσω… Πιστεύω ότι πάει μία γενιά πιο πίσω ακόμα από τη μητέρα μου και τον πατέρα μου το θέμα το τι είναι ο πατέρας για μένα εντέλει. Η μητέρα μου με έκανε εμένα στα 23. Έτσι όπως το βλέπω εγώ, ουσιαστικά ακολούθησε κάπως τη ροή που είχε πάρει από τη δική της οικογένεια, γιατί και η δικιά μου η γιαγιά έκανε τη μητέρα μου όταν ήτανε 17 χρονών προς 18 και η μητέρα της αντιστοίχως σε μία ίδια ηλικία. Και ενώ η γιαγιά μου, όπως και η μητέρα μου, τελείωσαν το σχολείο και ήθελαν να πάνε να σπουδάσουν μπήκε η εγκυμοσύνη στη μέση, στη γιαγιά μου από πολύ νωρίς, που δεν δόθηκε καν η ευκαιρία να μπει σε ένα πανεπιστήμιο, και στη μητέρα μου ενώ είχε μπει στο Πανεπιστήμιο. 23 χρονών που έμεινε έγκυος σε μένα αποφάσισε να παρατήσει τις σπουδές της τελείως. Έτσι όπως το βλέπω και με τις συζητήσεις που έχω κάνει με τη μητέρα μου κυρίως, αντιλαμβάνομαι ότι έμεινε έγκυος σε εμένα με τον πατέρα μου. Βεβαίως και τον αγαπούσε και είχαν μία σχέση μεταξύ τους, αλλά δεν πιστεύει ούτε και η ίδια ότι ήταν ο ιδανικός άντρας για εκείνη και ότι απλά μπήκε στη ροή να κάνει ένα παιδί. Και αυτό ήξερε, ότι εφόσον έχει την ανάγκη να κάνει ένα παιδί και έχει μείνει έγκυος, έπρεπε αυτό να συνεχιστεί με ένα γάμο, να υπάρχει σύνδεση οικογενειακή, να μην είναι απλά ένας πατέρας και μία μάνα που δεν τους συνδέει ο γάμος. Έπρεπε να είναι εκεί για να μπορούν κάπως και στα μάτια των υπόλοιπων της οικογένειας να δεθεί. Ο πατέρας μου έχει και αυτός μεγαλώσει σε μία οικογένεια που… Γενικά ήταν ένα ταμπού όταν ανακοίνωσε στους δικούς του ότι έχει μείνει η μητέρα μου έγκυος και ότι «Τι θα γίνει;» και «Είστε πάρα πολύ λίγο χρόνο μαζί και έχει μείνει έγκυος» και «Πώς θα γίνει αυτό». Αλλά, εντέλει την απόφαση την πήρε η μητέρα μου ότι θέλει να κάνει το παιδί και ο πατέρας μου πιέστηκε και ψυχολογικά στο να κάνει έναν γάμο που εντέλει τον έκανε για να γίνει και όχι ότι τον είχε πραγματικά ανάγκη. Εντέλει, παντρευτήκαν οι γονείς μου γιατί το φέρανε οι συνθήκες. Δεν ήταν πετυχημένος γάμος. Μείνανε μαζί δύο χρόνια με αποτέλεσμα εγώ να μην θυμάμαι καθόλου τους γονείς μου μαζί.

:

Δηλαδή, μόνο όταν ο πατέρας μου με έπαιρνε από το σπίτι, μιλούσε με τη μάνα μου για εμένα, για το σχολείο, για το πώς πάω, τι κάνω και το οτιδήποτε. Και εντέλει με τον πατέρα μου ουσιαστικά βρισκόμουνα όταν με έπαιρνα το σπίτι. Έλεγε ένα τυπικό γεια στη μητέρα μου. Δεν συζητούσαν καν πολύ μπροστά μου. Και από όταν ήμουνα μικρός θυμάμαι να με παίρνει και να με πηγαίνει στο πάρκο για να παίξω, στα Goody's για να φάμε, σε παιδότοπους, στο οτιδήποτε τέτοιας φύσεως, χωρίς όμως να μπαίνει περισσότερο στο δικό μου κύκλο, στους φίλους μου. Γιατί με τη μητέρα μου θα βγαίναμε, θα πηγαίναμε στα ξαδέλφια μου να παίξω, θα πηγαίναμε στους γονείς των φίλων μου. Θα υπήρχε όλη η συναναστροφή, θα υπήρχε ένα δέσιμο. Ενώ με τον πατέρα μου είμασταν μόνοι μας κατά κύριο λόγο και εγώ ουσιαστικά ήμουνα απομονωμένος, δηλαδή πήγαινα εγώ έπαιζα, έτρωγα με τον πατέρα μου, κάναμε μία τυπική κουβέντα, ενώ αισθανόμουν ότι με τη μητέρα μου ήθελε να με μάθει, να με διδάξει, να μου δείξει πως είναι η ζωή, ότι «Εγώ κάνω αυτό γιατί είναι αυτό, εγώ πάω στη δουλειά γιατί πρέπει να πάω στη δουλειά για να μπορώ να ταΐσω εσένα». Και εντέλει, με τον πατέρα μου δεν είχαμε κάποια σοβαρή κουβέντα, ιδιαίτερα σε αυτά τα παιδικά χρόνια.

Ο.Φ.:

Τι συναισθήματα σού έβγαζε αυτό;

:

Γενικά αυτό, ότι αισθανόμουνα ότι ο πατέρας μου ήταν σαν κάποιος μακρινός συγγενής, σαν ένας θείος, σαν κάποιος που δεν έχεις κάποια ουσιαστική σχέση, απλά τον φέρνει η μάνα σου στο σπίτι, κάπως έτσι. Και ήταν και αυτή η στάση του πατέρα μου, ότι μπορεί να πηγαίναμε κάπου και ναι μεν θα μου έδινε σημασία, αλλά δεν ήταν κάτι το ουσιαστικό. Δεν αισθανόμουν ότι γινόταν κάτι, ότι υπ[00:05:00]ήρχε μία ροή. Ήταν λες και αναγκάζεται, είναι ο θείος σου που πρέπει να σου πει «Γεια σου μικρέ μου, τι κάνεις;» και τέτοια· να σε χαϊδέψει, να σου πει «Τι καλό παιδί που είσαι» κτλ. Τέλος πάντων, όταν ήμουνα κοντά στα 4-5 μπήκε στη ζωή μου ο πατριός μου και εκεί σιγά-σιγά έβλεπα ότι είχα έναν άνθρωπο σε αντιπαραβολή με τον πατέρα μου. Ήθελε να μου δώσει χρόνο, ενέργεια. Και εντέλει —ντάξει, αυτό πολύ μετέπειτα, δηλαδή τώρα πλέον—, σκέφτομαι ότι είναι και θέμα επιλογής. Δηλαδή, όταν βλέπω ότι ο πατέρας μου δυσκολευόταν και δεν ήταν θέμα επιλογής το να με έχει και παράλληλα βλέπεις έναν άνθρωπο που με τη μητέρα σου επιλέγει και εσένα ταυτόχρονα, αισθανόμουνα γενικά αυτό, ότι έχει χρόνο να μου δώσει και ενέργεια να μου δώσει. Πολύ σημαντικό.

:

Σε εκείνα τα χρόνια, γύρω στα 5 με 6, είναι και η μοναδική ανάμνηση που έχω με τους γονείς μου κάπου εκτός από το σπίτι μου, από την πόρτα του σπιτιού μου για να με πάρει ο πατέρας μου. Και αυτή η ανάμνηση πάει κάπως έτσι: Είναι ότι μου λέει η μαμά μου: «Ξέρεις τι; Σήμερα το πρωί θα πάμε να σου κάνω εξετάσεις αίματος». Και λέω: «Ναι». Εγώ πήγαινα γενικώς. Ακόμα δεν ήξερα αν θα συμμετέχω εγώ, ήμουνα σε φάση: «Θα πάω εγώ για να κάνει η μητέρα μου; Θα με πάρει μαζί;». Δεν ήξερα; Ξες, απλά σου ανακοινώνει κάτι η μητέρα σου και εσύ πας και ακολουθείς. Και μου λέει: «Θα είναι και ο μπαμπάς σου». Τέλος πάντων, εγώ παραξενεύτηκα πάρα πολύ γιατί δεν το έχω συνηθίσει αυτό. Δεν έχω συνηθίσει οι γονείς μου να βρίσκονται ταυτόχρονα σε κοινό χώρο. Μου φαινόταν περίεργο. Πάμε και λέω: «Γιατί δεν με παίρνει ο πατέρας μου να πάμε να κάνουμε εξετάσεις αίματος και με παίρνει η μάνα μου; Τι γίνεται;» Λέω: «Δεν θα κάνουμε και οι τρεις μας»; Ήταν γενικά μια περίεργη ατμόσφαιρα, που και εγώ δεν ήξερα πώς να την αξιολογήσω. Απλά υπήρχαν περίεργα περιστατικά που κάτι μου βγάζαν, που τότε δεν μπορούσα να γνωρίσω τι είναι. Και τα τελευταία χρόνια με την ενηλικίωσή μου είναι που έμαθα ότι ο πατέρας μου ουσιαστικά είχε πάει να κάνουμε και οι δύο αυτό που μου παρουσίαζαν σαν τις εξετάσεις αίματος, που ήταν τεστ DNA. Και αυτό είναι τα χρόνια που είχε γνωρίσει πλέον η μητέρα μου τον πατριό μου. Τέλος πάντων, έμαθα. Γενικά είναι κάτι που ο πατέρας μου αποφεύγει να μου το συζητήσει. Του το έχω φέρει κάπως χωρίς να θέλω εγώ πλέον να τον πιέσω, που είναι κάτι που θα δεις και εσύ, Ορέστη, ότι όταν σου παρουσιάσω και τη σχέση που έχουμε τώρα με τον πατέρα μου. Και εντέλει, είναι κάτι που… Προφανώς το τεστ βγήκε θετικό, αλλά δεν πήρε κανείς στα χέρια του κάποια αποτελέσματα από την πλευρά της μάνας μου και δεν έχω ακούσει κάτι και απ’ την πλευρά του πατέρα μου. Εκεί που νομίζω έγινε η μεγάλη αλλαγή είναι ότι από κει που κάπως καταλάβαινα πιο πολύ… Γιατί δεν είχα και κατανόηση του τι πάει να πει πατέρας. Δηλαδή, δεν ήξερα τι είναι ο πατέρας. Δηλαδή, εγώ είχα πιο κοντά σαν πατέρα μου πριν μπει στη ζωή μου ο πατριός μου τον παππού μου. Και σιγά-σιγά όταν ξεκίνησαν να ζουν και μαζί ο πατριός με τη μητέρα μου και όταν ήμουν 6 χρονών αποκτήσανε και ένα παιδί εκεί που έγινε η αλλαγή. Εγώ έχω ελάχιστες αναμνήσεις να φωνάζω τον πατριό με το όνομά του ή να τον λέω πατριό. Ήταν ο πατέρας μου. Και έτσι μου έχει μείνει ίσως και αυτό που σκέφτομαι εγώ —τον έλεγα Ευκλείδη, με το όνομά του—, το έχω δημιουργήσει. Απλά ξέρω ότι κάποτε τον έλεγα, αλλά δεν έχω κάποια ανάμνηση. Για μένα ήταν πάντα ο πατέρας μου και ουσιαστικά σκεφτόμουνα ότι αισθανόμουν και αμήχανα που έχω δύο άτομα που τους λέω πατεράδες. Γιατί; Γιατί τον έναν τον αισθάνομαι και τον άλλον δεν τον αισθάνομαι. Δηλαδή, αισθανόμουνα τον πατριό μου να τον πω πατέρα μου. Είναι τεράστια λέξη το να λες κάποιον πατέρα, όπως και να λες κάποιον μητέρα. Είναι η μ η τ έ ρ α σου, είναι ο π α τ έ ρ α ς σου, και το να λες ένα άτομο και να το εννοείς και στον άλλο απλά να το λες… γιατί αισθανόμουν ότι θα τον πειράξει τον πατέρα μου να τον φωνάξω κάπως αλλιώς. Και δεν το αισθανόμουν. Και είναι κάτι που το έχω διατηρήσει μέχρι τώρα λόγω συνήθειας από αυτή μου τη σκέψη. Από κει πηγάζει. Και μετά, με τον πατέρα μου ουσιαστικά υπήρχε συνέχεια αυτό, ότι δεν είχαμε άμεση επικοινωνία. Βγαίναμε, ΟΚ. Με έπαιρνε. Δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική κουβέντα. Είναι αυτά, ότι γέμιζε το χρόνο γιατί έπρεπε να περάσουμε χρόνο μαζί, γιατί έπρεπε να βρισκόμαστε. Έμενα σπίτι του, στο σπίτι μάλλον… Δεν έμενα ποτέ σπίτι του. Έμενα σπίτι της γιαγιάς μου, οπότε αισθανόμουν πάντα ότι με κρατούσε από απόσταση, χωρίς απαραίτητα να το θέλει, απλά γιατί έτσι είχε μάθει. Δηλαδή, δεν μπορώ να το αξιολογήσω κάπως. Και παράλληλα με τον πατριό μου… Δηλαδή, όσο έκανε και δύο παιδι[00:10:00]ά με τη μητέρα μου στην πορεία δεν έβλεπα καμία διαφοροποίηση στον τρόπο που συμπεριφέρεται. Ήταν λες και ήμουν από πάντοτε το παιδί του, λες και τα αδέλφια μου δεν είναι ετεροθαλή… Αισθανόμουνα λες και έχω την οικογένειά μου και είναι αυτό, λες και έχει και κάποιον άλλον που δεν μπορείς, δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι.

Ο.Φ.:

Να σε ρωτήσω: Έχεις κάποια… Μάλλον, ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχεις με τον πατέρα σου που να λες ότι είναι μόνο τα γονίδια κάπως, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό;

:

Ναι. Γενικά, η πρώτη ανάμνηση είναι αυτό που σου περιέγραψα και πριν, ότι ήμασταν σε ένα… Θυμάμαι να πηγαίνουμε συνέχεια στον ίδιο παιδότοπο και να αισθάνομαι ότι με είχε πάει εκεί να παίξω για να περάσουμε μαζί. Αλλά, δεν περνάγαμε. Και καθόμασταν, ξες, στο τραπέζι αμήχανα και ήμασταν σε φάση: «Τι έχω εγώ να πω τώρα; Τι έχει να μου πει ο πατέρας μου;». Και αισθανόμουνα, ξέρεις, λίγο περίεργα. Συνέχεια υπήρχε αυτό το συναίσθημα του «Τι κάνω εγώ εδώ;». Είναι μία δεύτερη ζωή περίεργη που δεν συγχρονίζεται με την κανονική ζωή. Υπήρχε μία διαρκής αμηχανία. Και ακόμα και όταν πηγαίναμε και βλέπαμε κάποιους συγγενείς —σπάνια απ’ την πλευρά του πατέρα μου—, υπήρχε γενικά αυτή η αμηχανία. Ήταν λες και ήμουνα αυτό το παιδί απ’ αυτόν τον αποτυχημένο γάμο, ακόμα κι αν ακούγεται σκληρό. Δεν νομίζω ότι ήταν τόσο άμεσο. Ήταν ότι ήταν περίεργα τα βλέμματα. Μου έχει μείνει αυτή η αίσθηση ότι πάω και είναι... Αισθάνεσαι σαν να είσαι λίγο το λάθος, το οποίο δεν υπήρχε, βεβαίως, πουθενά αυτή η αίσθηση με την οικογένεια του πατριού μου ή με την οικογένειά της μητέρας μου. Και μάλλον και αυτή η αντίθεση που έκανε εντέλει τη διαφορά σε μένα, γιατί από τη μία βλέπεις ότι, δηλαδή, θυμάμαι πάρα πολύ έντονα να πηγαίνω… Και θυμάμαι και την πρώτη φορά που γνώρισα τη μητέρα του πατριού μου, που αισθανόμουν μια ζεστασιά, ότι δεν είναι κάτι αμήχανο εδώ πέρα, έχεις έρθει γιατί επισκέπτεσαι κάποιον που θέλει να σε γνωρίσει, θέλει να δει ποιος είσαι, θέλει να δει τι κάνεις, όντως να ασχοληθεί μαζί σου. Και γενικά υπήρχε μία ατμόσφαιρα υπερβολικά μεγάλης αγάπης. Και όταν αυτό αντιπαραβάλλεται με μία αμηχανία που βρίσκεται από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν λες και συνέχεια κλίνω απ’ την άλλη πλευρά και δεν μπορώ να αισθανθώ τον πατέρα μου κάτι παραπάνω, ως κάποιον που μας συνδέει το αίμα και τα γονίδια. Και με το πέρας των χρόνων είχα ακόμα πιο έντονες σχέσεις απ’ την πλευρά… με τους συγγενείς απ’ την πλευρά του του πατριού μου. Δηλαδή, θυμάμαι συνέχεια σε τραπέζια να κάθομαι εγώ δίπλα με τη γιαγιά μου απ’ την πλευρά του πατριού μου και να μιλάμε οι δυο μας, να μονοπωλούμε οι δυο μας την κουβέντα, να αισθάνομαι τον αδελφό του πραγματικά θείου μου να μου μιλάει να ασχολείται μαζί μου, να με ρωτάνε τι θέλω και τι δεν θέλω, τι μου αρέσει και δεν μου αρέσει, να κάνουμε ουσιαστικές κουβέντες, και να μην υπάρχει καθόλου αυτό το περίεργο συναίσθημα του ότι «Δεν ανήκεις εδώ», κάτι που με συζητήσεις που έκανα με άτομα που έχουν βρεθεί στη θέση μου, έχουν χωριστεί ανάμεσα σε δύο οικογένειες, δεν συμβαίνει κιόλας τόσο έντονα. Συνήθως είναι ο πατέρας αυτός που σε διεκδικεί και σε θέλει και εδώ και να σε μάθει, να σου βάλει τον τρόπο της ζωής του, να σου δείξει πώς αυτός βλέπει τα πράγματα, ποιες είναι οι ιδέες του, ενώ δεν κάναμε καμιά τέτοια ουσιαστική κουβέντα. Και από την άλλη με τον πατέρα μου περνάμε και πάρα πολύ —είδες; Μπερδεύομαι. Δεν ξέρω, λέω «πατέρα» μου τον πατριό μου και λέω τον πατέρα μου… Αυτό που σου περιέγραψα και πριν.

Ο.Φ.:

Αυτό είναι το—

:

Η σύγχυση.

Ο.Φ.:

—Είναι το φοβερό με την περίπτωση. Είναι ακριβώς το ανάποδο, δηλαδή, αυτό που θεωρητικά θα έπρεπε να συμβαίνει και θεωρητικά αυτός που θα έπρεπε να διεκδικεί να είναι ο πατέρας σου, δηλαδή το αίμα, δηλαδή τα γονίδια, συμβαίνει ακριβώς ανάποδο. Δηλαδή, εντέλει τι είναι; Τα γονίδια ή η κοινωνική συμπεριφορά;

:

Ξεκάθαρα.

Ο.Φ.:

Ναι. Συνέχισε.

:

Και γενικά θα σου πω. Έχω και μία πάρα πολύ έντονη ανάμνηση. Δηλαδή, απ’ τις πρώτες φορές που εγώ με τον πατέρα μου βρεθήκαμε για παραπάνω από μια-δυο μέρες ήταν όταν με πήγε να κάνουμε ένα ταξίδι στο Βέλγιο για να δούμε την αδελφή του, που έμενε κάποια χρόνια ήδη εκεί. Και ουσιαστικά συνέχισε να υπάρχει αυ[00:15:00]τό το αμήχανο, προφανώς. Αλλά, με το πέρας των ημερών έβλεπες ότι, ντάξει… Φαντάσου, τώρα, ότι έχεις ένα μικρό παιδάκι 10 χρόνων. Έχει ενέργεια μέσα του, θέλει να κάνει πράγματα. Είναι κάτι που όποιος δεν έχει παιδί δεν το βιώνει, την ενεργητικότητά ενός μικρού παιδιού που θέλει να δει αυτό και να κάνει αυτό και όταν δει τον πολύ κόσμο θα χαθεί μέσα στον κόσμο και θα δει το ένα πράγμα που του κάνει εντύπωση και θα κάτσει εκεί ή θα πεινάει, θα γκρινιάζει, θα θέλει να κάνει αυτό και που εσύ, ξέρεις, πρέπει να του βάλεις κάποια όρια. Ο πατέρας μου δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά και με αποτέλεσμα ότι όταν γυρίσαμε πίσω υπήρχε μία αίσθηση ότι τον είχα εξαντλήσει, ότι δεν ήθελε άλλο να με δει, κατάλαβες; Σαν να του πάρκαραν ένα παιδάκι να το νταντέψει για δεκαπέντε μέρες. Και μετά ήταν εξουθενωμένος. Δεν το έχει ξανακάνει ενώ αυτή ήταν μία κανονικότητα για μένα, έτσι; Ήμουνα με τους γονείς μου συνέχεια, με τον πατέρα μου… ε, με τον πατριό μου και τη μάνα μου… Και να αισθανόμουνα πώς είναι ότι έχεις έναν θείο που δεν ξέρει πώς να σε χειριστεί και αναγκάζεται να σου κάνει όλα τα χατίρια γιατί δεν γίνεται αλλιώς, γιατί να σε κάνει να σταματήσεις με κάποιο τρόπο να σε εξουθενώσει.

Ο.Φ.:

Έχεις κάποια στιγμή στο Βέλγιο, ας πούμε, που να το θυμάσαι αυτό;

:

Ναι. Εννοείται. Είναι ότι έπαιζα εγώ και ήταν ότι ήθελα να κάτσω. Είναι αυτό που είσαι παιδάκι και θες να κάτσεις παραπάνω. Δεν θες να κοιμηθείς στις 21:00 και 22:00. Είναι ότι άμα μπορείς να το ξενυχτήσεις κιόλας ολόκληρο το βράδυ θα το κάνεις. Και εγώ το ‘κανα γιατί έβλεπα ότι με παίρνει, γιατί έβλεπα ότι δεν μπορεί ο πατέρας μου να με χειριστεί, γιατί δεν με ήξερε. Δηλαδή, η μάνα μου ή ο πατριός μου ή οποιοσδήποτε που με έχει ζήσει θα μου έλεγε: «Ξέρεις τι; Ήρθε η ώρα σου να πας για ύπνο. Έχεις παίξει, έχεις φάει, τα έχεις κάνει όλα. Για να ξυπνήσεις αύριο να συνεχίσουμε τη μέρα μας». Δεν υπήρχε αυτό. Ήταν μια παιδική χαρά για μένα ουσιαστικά. Πήγαινα, δεν μου έλεγε τίποτα κανένας, γιατί ποιος θα μου βάλει όριαμ αφού δεν μου βάζει ο πατέρας μου; Ήταν αυτό. Και αισθανόμουν ότι τον εξάντλησα τελείως. Δεν ήθελε να με δει μετά από αυτό, ας πούμε.

:

Και όντως μετά από αυτό κάναμε κάνα μήνα να βρεθούμε με τον πατέρα μου. Και γενικά ήταν ότι αισθάνθηκα και με αυτό το γεγονός και με αυτό το γεγονός που θα σου περιγράψω μετά ότι γενικά ο πατέρας μου έχει και καλύτερα πράγματα να κάνει απ’ το να βρίσκεται μαζί μου. Δηλαδή έχω ανάμνηση τώρα να μιλάω τηλεφωνικά με τον πατέρα μου περίπου σ’ αυτή την ηλικία. Πόσο να ‘μουνα; 11; Και εμείς ουσιαστικά με τον πατέρα μου βρισκόμασταν τουλάχιστον μία φορά το μήνα —αν όχι μία δυο—, μία φορά ανά δύο εβδομάδες στο περίπου. Και εντέλει, ντάξει, εγώ καλά πέρναγα. Το περίμενα γιατί ήταν ότι σε έβγαζε έξω, σε πήγαινε κάπου να φας, πήγαινες στην παιδική χαρά. Είναι κάτι που το ‘χω συνδέσει με θετικά ερεθίσματα. Δεν είναι ότι πέρναγα άσχημα. Και να μου λέει: «Ξέρεις τι; Σήμερα δεν μπορώ να σε πάρω». Και λέω: «ΟΚ». Στεναχωρήθηκα και εγώ κιόλας. Δηλαδή, ήταν μία απόρριψη αυτό. Και τέλος πάντων, με βλέπει η μητέρα μου: «Εντάξει. Δεν πειράζει. Θα πάμε εμείς μια βόλτα με τον πατριό σου. Θα σε πάρουμε μαζί να πάμε έξω». Και η πλάκα είναι ότι πετυχαίνω με τη μητέρα μου και τον πατριό μου τον πατέρα μου με την τώρα γυναίκα του. Τους είδα και κοκάλωσα. Μου έχει πει ότι έχει κάτι σοβαρό να κάνει. Και ήταν, ξες, μία απόρριψη ακόμα. Και γενικά από αυτά τα περιστατικά που μόλις σου περιέγραψα σιγά-σιγά άρχισε, δηλαδή, και το λίγο που αισθανόμουν για τον πατέρα μου να χάνεται, γιατί είναι αυτή η έλλειψη προσοχής… Όχι έλλειψη προσοχή, όχι. Είναι πολύ σκληρή έννοια. Μου ‘δινε κάποια προσοχή, αλλά δεν είναι ουσιώδης. Ήταν ότι «Έχω να κάνω αυτό και όχι κάτι παραπάνω». Τέλος πάντων, με τα χρόνια γενικά με τον πατέρα μου είχαμε μία τέτοια σχέση. Και όταν πριν έξι χρόνια έφυγε απ’ την Ελλάδα για να πάει να δουλέψει Σλοβακία, εκεί με είχε περισσότερο ανάγκη ο πατέρας μου, γιατί ήμουνα η σύνδεσή του με την Ελλάδα. Οπότε, με έπαιρνε και μου έλεγε «Τι κάνει ο θείος σου; Μιλάτε;», ενώ δεν μιλάγαμε από πριν με τους υπόλοιπους. Δηλαδή, προσπαθούσε αυτό, να με συνδέσει, χωρίς αυτό, βεβαίως, να πετύχει. Τώρα, περίμενε εγώ να συνδεθώ κάπως και να συνδέσω την οικογένεια αυτή, τον πατέρα μου που είναι έξω με όλους τους υπόλοιπους, τη θεία μου, το θείο μου, που πλέον ζούσαν όλοι στην Ελλάδα.

Ο.Φ.:

Άρα, πάλι είχε ιδιοτελείς σκοπούς. Όχι για σένα.

:

Ναι. Γενικά αυτό αισθανόμουν. Ακριβώς. Αισθανόμουν ότι ο πατέρας μου με τη σχέση που ήθελε να έχει μαζί μου ήθελε ουσιαστικά [00:20:00]να αισθάνεται αυτός υπεύθυνος πατέρας, ήθελε να αισθάνεται ότι με φροντίζει. Αλλά, εγώ έπαιρνα απ’ αλλού φροντίδα, κάτι που το έβλεπα ότι τον στεναχωρούσε εντέλει. Για αυτό ανατρέχω και σου λέω ότι ήθελα να τον λέω ακόμα πατέρα, γιατί αισθανόμουν ακόμα μία πίεση, αισθανόμουν ότι σαν να με παίρνει για να τον ευχαριστήσω που είμαι εγώ εδώ και είμαι ο γιος του, όχι για να με μεγαλώσει, να γίνει κάτι. Και τέλος πάντων, με κάλεσε να πάω να τον δω στη Σλοβακία και να περάσω κάποιες μέρες εκεί. Εγώ πάλι, δεν ξέρω, αισθάνομαι και μία αμηχανία γενικά με τον πατέρα μου. Οπότε, καταλήγω να κάνω και κάποια πράγματα που εν τέλει δεν τα θέλω, γιατί πλέον βλέπω την αποτυχία του αυτή και με στεναχωρεί από δικιά τους πλευρά, γιατί εγώ ό,τι αγάπη χρειαζόμουνα και ό,τι θέλω και με το παραπάνω την έχω πάρει απ’ τον πατριό μου και τη μητέρα μου· και με το παραπάνω, γιατί όπως σου είπα ποτέ δεν αισθάνθηκα εκτός. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αυτή δεν είναι η οικογένειά μου με κάποιον τρόπο. Οπότε, ο πατέρας μου αισθανόμουνα ότι έχει κάνει κάποιο πολύ μεγάλο λάθος χωρίς ποτέ εγώ να του χτυπήσω εγώ κάτι. Δηλαδή, δεν του κάνω ποτέ κουβέντα να του πω: «Ξέρεις τι, πατέρα; Έχει γίνει αυτό και αυτό. Εγώ αισθάνομαι περίεργα που με φέρνεις». Και όχι, αισθανόμουν, γιατί τα ‘κανε λάθος, θα τον φέρω σε αμήχανη θέση με το να τα πω αυτά και θα απομακρυνθεί ακόμα παραπάνω και θα κλειστεί εκεί μέσα και θα διατηρήσουμε μία σχέση από απόσταση, που ουσιαστικά αυτό κάναμε και τηλεφωνικά. Με έπαιρνε περισσότερο τηλέφωνο όταν ήταν στη Σλοβακία από ό,τι με έπαιρνε όταν ήταν στην Ελλάδα, γιατί αισθανότανε ότι αυτό, είναι σε μία ξένη χώρα και δεν έχει κανέναν και τώρα «Θα μιλήσω με το γιο μου», ας πούμε, που έκανε κι άλλο ένα παιδί ο πατέρας μου. Τέλος πάντων, εγώ πάω να τους δω όλους αυτούς μαζί: τη μητριά μου, τον πατέρα μου και τον μικρό αδελφό. Και λέω: «Εντάξει». Είναι αυτό που σου περιέγραψα. Δεν το ήθελα εντέλει. Αλλά, ήθελα κάπως να δώσω αυτή την ευχαρίστηση στον πατέρα μου, «Εντάξει θα έρθει ο γιος μου να με δει για λίγες μέρες που είμαι σε μία ξένη χώρα και δεν ξέρω κανένανε». Τέλος πάντων, αυτές τις μέρες πέρασα πάρα πολύ αμήχανα, γιατί με την πάροδο των χρόνων εγώ στον πατέρα μου ήμουν ένα άλλο άτομο. Ήταν σαν να έμπαινα σ’ έναν ρόλο. Ήμουν ο γιος του πατέρα μου. Και εντέλει, πάω εκεί και δεν μπορούσα να εκφραστώ καθόλου. Αισθάνομαι ότι δεν είναι καθόλου το σπίτι μου εδώ πέρα, ενώ, ας πούμε, με βλέπεις, και που έχω έρθει εδώ στο χώρο σου αισθάνομαι πάρα πολύ οικεία. Και γενικά όπου πηγαίνω αισθάνομαι οικεία. Δεν αισθάνομαι εκτός. Πολύ σπάνια. Για αυτό, αυτό είναι μία μοναδική περίπτωση, το ότι πήγα στον πατέρα μου και αισθανόμουν έτσι. Τέλος πάντων, εγώ το βράδυ θα πάω με τους φίλους μου, θα πιώ μία μπύρα, θα πιώ δύο, δεν έχω κάποιο πρόβλημα. Θα κάνω το τσιγάρο μου, θα μιλήσουμε. Με τον πατέρα μου αισθανόμουνα αμήχανα να κάνω όλα αυτά. «Τι κουβέντα θα πούμε»; Ήμουνα μία βδομάδα εκεί και υπήρχε η ίδια λούπα. «Τι κάνει αυτός εκεί»; «Τι κάνω εγώ στην Ελλάδα»; «Πώς πάνε οι σπουδές μου»; «Τι κάνω με δουλειά»; Και όταν κάνεις αυτή τη λούπα εφτά μέρες είναι που συνειδητοποιείς το πρόβλημα. Ήταν, ας πούμε, τρομερή εμπειρία, γιατί όντως, ρε παιδί μου, τα βλέπεις όλα και τα προσπερνάς όταν δεν τα ζεις. Όταν με τον άλλον περνάς δύο ώρες, τέσσερις ώρες το μήνα είναι απλά ΟΚ. Πας το κάνεις, τελειώνεις. Δεν το πολυσκέφτεσαι, γιατί το έχεις συνηθίσει κιόλας. Όταν, όμως, μπαίνεις στη διαδικασία και ενήλικας πλέον να πας να δεις το πατέρα σου ότι δεν έχεις καμία σχέση, να πας να δεις στο σπίτι του και να αισθάνεσαι ότι «Τι κάνω εγώ εδώ; Πού είμαι; Πού βρίσκομαι; Ποιοι είναι αυτοί τριγύρω μου; Είναι όλοι ξένοι». Γύρισα μετά σπίτι μου —έμενα ακόμα με τους δικούς μου τότε— και αισθανόμουν τόσο τυχερός. Δεν φαντάζεσαι. Μπήκαμε στο σπίτι μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αγκαλιάσω τον πατριό μου γιατί αισθανόμουνα «Πω πω. Δεν μπορώ άλλο αυτό το πράγμα», δεν μπορώ να αισθάνομαι έτσι με κάποιον άνθρωπο. Απλά πώς κάποιοι άλλοι —δεν ξέρω— αισθάνονται ότι είναι η μάνα μου, είναι και ο πατριός μου; Εγώ αισθάνομαι ότι είναι οι γονείς μου κι είναι και ο πατέρας μου.

Ο.Φ.:

Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες. Και με τον πατριό σου, έτσι, πιο συγκριμένα; Μας είπες τώρα για τον πατέρα σου. Εκτός αν έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο πάνω σε αυτό.

:

Α ναι. Έχω να προσθέσω και το τελευταίο που ήθελα να σου πω, και γενικά που συνδέεται με την εμπειρία που σου περιέγραψα. Εγώ πάω στο σπίτι και βλέπω φωτογραφίες από βαφτίσια, από γάμους, στο σπίτι του πατέρα μου στη Σλοβακία. Και δεν με έχει καλέσει κάνεις πουθενά. Και λέω: «Μα τι γίνεται;». Και αυτό συνδύασε το γεγονός ότι δεν έχω πάει ποτέ στο σπίτι του πατέρα μου. Δεν με έχει[00:25:00] προσκαλέσει ποτέ. Δεν έχω πάει στα βαφτίσια του αδελφού μου. Δεν ήξερα ότι έχει βαφτιστεί ακόμα. Και είχε μόλις βαφτιστεί και δεν είχα πάει εγώ στη βάφτιση. Δεν έχω γνωρίσει τους γονείς της γυναίκας του. Είναι πληροφορίες που δεν ξέρω, ενώ ακόμα και ο θείος μου από την πλευρά του πατέρα μου είναι πιο κοντά από ό,τι ο πατέρας μου, γιατί μου λέει «Έλα να δεις την κόρη μου. Έχει τα γενέθλια της», «Έλα να σβήσουμε μία τούρτα, στα βαφτίσια», κάτι τελείως φυσιολογικό. Και γενικά παίρνει αποστάσεις ενώ παράλληλα με θέλει στη ζωή του. Νιώθω ότι με παίρνει τηλέφωνο γιατί μόνο τηλεφωνικά μπορεί να με διεκδικήσει πλέον, γιατί όπως σου είπα τα τελευταία χρόνια ζει στο εξωτερικό. Αλλά, δεν προσπαθεί με ουσιαστικό τρόπο να σε βάλει. Και τώρα αυτό έρχεται σε αντιπαραβολή με το πώς λειτουργεί ο πατριός μου μαζί μου. Είναι ότι πάντα τον θυμάμαι να προσπαθεί να συμβάλει στον τρόπο που εγώ θα μεγαλώσω με το καλύτερο: από το σχολείο, σε ποιο σχολείο θα πάω, τι δραστηριότητες θα μπορώ να κάνω, τι με απασχολεί εμένα, τι μου αρέσει, να κάνουμε συζητήσεις όλοι μαζί, να βρισκόμαστε οι δυο μας πάρα πολύ σε δραστηριότητες, να βγαίνουμε έξω, να παίξουμε μπάσκετ, να με πηγαίνει σε φίλους και να καθόμαστε εμείς, ο φίλος μου, οι γονείς του και ο πατριός μου, να μας παίρνει, ξέρεις, όλα τα αδέλφια να κάνουμε ταξίδια όλοι μαζί, οικογένεια. Και είναι αυτό που σου περιέγραψα, να βρίσκομαι με την οικογένεια από τη δικιά του πλευρά, να με πηγαίνει, ας πούμε, να πηγαίνουμε οι δυο μας… Θα πάμε να δούμε το θείο μου, τη θεία μου, να κάνουμε εκδρομές μαζί. Και είχαμε και κόντρες. Δηλαδή, δεν είναι ότι απλά ήταν μία εύκολη σχέση. Ξέρεις, είναι κάποιος ο οποίος δεν σε κοντράρει ποτέ γιατί σε φοβάται, γιατί είσαι πάντα ο γιος που θέλει να κερδίσει. Ήμουν κερδισμένος σαν ο γιος τους, ας πούμε. Ήμουν πλέον ο γιος του κανονικά. Δηλαδή, και θα τσακωνόμασταν. Και στο ξύλο έχουμε πλακωθεί.

Ο.Φ.:

Ενώ με τον πατέρα σου;

:

Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε καν μια διαμάχη για κάτι. Ήταν όλα από απόσταση, αποστειρωμένα, από μακριά. Προσπαθούσε να διατηρηθεί μια κατάσταση εκεί, στο μηδέν. Όχι να χτιστεί, απλά να μην σπάσει τελείως. Ενώ με τον πατέρα μου υπήρχαν τρομερές δυναμικές. Και έχουμε τσακωθεί και έχουμε βριστεί και έχουμε περάσει και πάρα πολύ όμορφα και έχουμε κάνει πράγματα μαζί. Και μου έχει εξηγήσει το πώς βλέπει τα πράγματα και έχει πάρει πρωτοβουλίες για εμένα, με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Δηλαδή, θα ‘χω ένα πρόβλημα. Θα μπορώ να πάω να του το πω, δηλαδή ότι «Ξέρεις τι; Είχα αυτό το πρόβλημα στη δουλειά». Τον εμπιστεύομαι ότι η γνώμη του θα μετρήσει, ότι αυτό που θα μου πει θα με πάει παρακάτω.

Ο.Φ.:

Έχεις κάποια ανάμνηση, ας πούμε, από την παιδική σου ηλικία που να θυμάσαι τον πατριό σου έτσι ζεστά όπως τον περιγράφεις;

:

Ναι, εννοείται. Θυμάμαι ότι μόλις είχα πάει πρώτη Δημοτικού— ουσιαστικά είναι και απ’ τις πρώτες πολύ δυνατές αναμνήσεις— και να μου κάνει ο πατέρας μου —να μην έχει έρθει κάνει καν η μητέρα μου. Είδες; Πάλι ο πατέρας μου—, ο πατριός μου, και να έχει αναλάβει και να μου έχει κάνει μόνος του πάρτι έκπληξη με όλους τους συμμαθητές μου, πρώτη Δημοτικού. Καλά, εγώ είχα πάθει σοκ, έτσι; Προφανώς, γιατί είναι κάτι το οποίο δεν το περιμένεις, γιατί έπαιζε ακόμα στα όρια του «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι είναι;». Κι όταν βλέπεις τόσο μεγάλες κινήσεις… Ή ότι ήταν και πάρα πολύ ωραίο να τον βλέπω να με μαλώνει. Δηλαδή, τον αισθανόμουνα πατέρα μου. Ήταν εκεί να με μαλώσει, να μου πει αυτό είναι σωστό και αυτό δεν είναι, να μου βάζει κάποια όρια, που εκεί τον αισθανόμουνα πατέρα μου, ότι ήταν η οικογένειά μου, όταν κάποιος θα σου πει, δεν θα είναι μόνο συγκαταβατικός μαζί σου. Και γενικά ήταν αυτό, ότι πάντα αισθανόμουνα καλά εκεί. Ήμουν με τα αδέλφια μου πάρα πολύ κοντά για αυτό το λόγο. Και πλέον θα πάρω εγώ την —και εντάξει, τώρα είμαστε και σε περίοδο καραντίνας… Τώρα, ας πούμε, η γιαγιά μου απ’ την πλευρά του πατριού μου μένει δίπλα και έχει χειρουργηθεί κιόλας. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην την πάρω τηλέφωνο να δω πώς είναι, να δω τι κάνει, να πάω να την βοηθήσω με τα ψώνια, να τις ανεβάσω τα πράγματα, να την βοηθήσω. Αυτή θα μου φτιάξει έναν καφέ να πιώ, θα μου πει «Ξες τι, θες να σου φτιάξω ένα φαγητό να πάρεις σπίτι σου;[00:30:00]». Και όταν βλέπεις ότι κάποιος σε διεκδικεί τόσο πολύ, διεκδικεί τη σχέση… Θα με πάρει θα μου πει, ξέρεις, «Χρόνια πολλά», ενώ από την πλευρά του πατέρα μου δεν με διεκδικεί κανένας και τίποτα. Από μικρή ηλικία, δεν λέω για τώρα. Πιστεύω ότι με ώθησε στο να δω ότι «Ξέρεις τι; Η οικογένεια είναι κάτι που το χτίζεις εντέλει».

Ο.Φ.:

Άρα σε θεωρεί εγγόνι της.

:

Ξεκάθαρα. Είναι αυτό που… Μου ‘χει πει και πολλές φορές, ότι «Είμαι το αγαπημένο της εγγόνι».

Ο.Φ.:

Αυτό πώς σε κάνει να αισθάνεσαι, βλέποντάς το από κάποιον άνθρωπο που ουσιαστικά είναι από άποψη αίματος άσχετος;

:

Άσχετος, ναι. Καλά το λες. Είναι ότι… Ξέρεις τι; Τις πρώτες φορές το άκουγα βερεσέ, ξέρεις, ότι κάποιος μου το λέει για να μου το πει. Αλλά, όταν έζησα παραπάνω αυτή την απόσταση με τον πατέρα μου κατάλαβα ότι είναι η αλήθεια, ότι δεν χρειάζεται να το πει· το λέει γιατί έχουνε νόημα και δύναμη οι λέξεις, το να πεις σε κάποιον ότι «Σε αγαπάω. Είσαι ο αγαπημένος μου εγγονός. Μου αρέσει να περνάμε χρόνο μαζί». Και εντέλει και εμένα αυτό μού έχει διδάξει. Δηλαδή, είναι έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπω εγώ τη σχέση μου με τους ανθρώπους: το πώς με έχει διεκδικήσει ο πατέρας μου και έχουμε γίνει οικογένεια, το ότι μπορείς και εσύ να φτιάξεις μία οικογένεια χωρίς να σε συνδέει το αίμα και τα γονίδια.

Ο.Φ.:

Μάλιστα. Νομίζω πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που μας είπες. Και πραγματικά εντέλει είναι… πώς είναι αυτή η παροιμία που λέει «Home is where the love is»; Έτσι νομίζω είναι και στην κυριολεξία.

:

Ακριβώς.

Ο.Φ.:

Και νομίζω αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και στην περίπτωσή σου, πραγματικά. Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

:

Ευχαριστώ πολύ, Ορέστη.