Ο Γιώργος Ιωσήφ Σηφάκης ή Σιμισακογιώργης, μαντιναδολόγος από το Ρέθυμνο, και η ιστορία του
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια με διδακτικά παραμύθια και παραδοσιακά γλέντια, Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, Στρατός και γνωριμία με τον Ross Daly, εργασία σε ξενοδοχεία
00:00:00 - 00:15:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα μας πείτε το όνομά σας; Λέγομαι Γιώργος Σηφάκης του Ιωσήφ, ή Σιμισακογιώργης, που είναι το παρανόμι μου. Είναι Πέμπτη 18 Μαρτίου του …χα βγάλει τη σχολή, είχα και δουλέψει, είχα την εμπειρία, λέω: «Εντάξει». Κατέβηκα το ’85, και από εκεί και πέρα έμεινα στην Κρήτη μόνιμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πρώτη μαντινάδα σε εφημερίδα, τι χρειάζεται μια μαντινάδα, συμμετοχή σε διαγωνισμούς, το μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι» και τα μαντιναδοφόρα σουπλά
00:15:43 - 00:23:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τότε λοιπόν, διαβάζοντας μια εφημερίδα με τίτλο «Κρητικά Επίκαιρα», που έγραφε ένας γιατρός και σπουδαίος Κρητολόγος, βραβευμένος δύο φορές …ς μαντινάδες, και τα έδινα όταν πίνανε ρακή. Πολλά από αυτά τα παίρνανε δώρο λέω: «Πάρ’ το δώρο», εμένα μου έκανε διαφήμιση ήταν αυτό. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Καθημερινή στήλη «Με μαντινάδες σας μιλώ» στα «Ρεθεμνιώτικα», η απώλεια ως πηγή έμπνευσης, η ιστορία του παππού του
00:23:31 - 00:39:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από πού βρίσκετε την έμπνευσή σας, κύριε Γιώργο; Η έμπνευση μπορώ να σου πω ότι είναι... η μαντινάδα είναι σαν μία λάμψη, που σου βγαίνει … βγούνε έξω οι Χριστιανοί, όσοι ήταν οπλισμένοι τους σκότωσαν τους άντρες, και τους άλλους τους πήρανε και τους πουλήσανε στα σκλαβοπάζαρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η δημιουργία οικογένειας, η επιθυμία παραμονής στην Κρήτη, οι αξίες των Κρητικών, καλλιτεχνικές συνεργασίες
00:39:05 - 00:50:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία. Κύριε Γιώργο, πότε κάνετε οικογένεια; Σε τι ηλικία; Α, οικογένεια, τώρα... εγώ όταν κατέβηκα το ’85 δούλευα στον Πλακιά, το ’8…ντικά. Βγαίνουν ωραία πράγματα σήμερα. Επίσης και ρίμες, στιχουργή ματα, που λέμε. Γιατί εγώ στο βιβλίο αυτό έχω γράψει και στιχουργήματα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Μαντινάδες: Κατσίφας, κορονοϊός, αισιοδοξία
00:50:05 - 00:59:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ τώρα θα σας πω εδώ... θα σου πω ένα πρόσφατο, δηλαδή πρόσφατο εννοώ... πριν λίγα χρόνια, με την θυσία του Κατσίφα στη Βόρειο Ήπειρο, ενό…νεται σαν το νερό στη βρύση, κι αλίμονο στον άνθρωπο που δεν θα τη γλεντήσει». Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γιώργο. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Παιδικά χρόνια με διδακτικά παραμύθια και παραδοσιακά γλέντια, Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, Στρατός και γνωριμία με τον Ross Daly, εργασία σε ξενοδοχεία
00:00:00 - 00:15:43
[00:00:00]Θα μας πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Γιώργος Σηφάκης του Ιωσήφ, ή Σιμισακογιώργης, που είναι το παρανόμι μου.
Είναι Πέμπτη 18 Μαρτίου του 2021. Βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο με τον κύριο Γιώργο Σηφάκη. Εγώ ονομάζομαι Τζιράκη Μαριάννα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κύριε Γιώργο, είμαστε εδώ για να ακούσουμε την ιστορία σας. Ας ξεκινήσουμε με πληροφορίες από τα παιδικά σας χρόνια.
Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, στον Πειραιά μάλλον, στο... στις 21 Ιούνη του 1957. Οι γονείς μου όμως και οι δύο είναι απ’ το Ρέθυμνο, ο πατέρας μου ο αείμνηστος έφυγε μετά τον… όταν πήγε να υπηρετήσει στρατιωτικό και έμεινε στην Αθήνα για δουλειά. Η μητέρα μου είχε ανέβει και αυτή για εργασία, τότε ήταν και μία πολύ φτωχή περίοδος εδώ στην Κρήτη μετά τον πόλεμο, γνωρίστηκαν εκεί, και έφτιαξαν το σπιτικό τους στον Κορυδαλλό του Πειραιά. Εκεί λοιπόν γεννήθηκα. Έχω δύο αδέρφια, τον Βαγγέλη και τον Λευτέρη, και μεγάλωσα τα παιδικά μου χρόνια, σε μία περιοχή που ήταν προάστιο του Πειραιά όπου δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Ήτανε πολλές πλατείες, αλάνες, χωρίς να είναι πλατείες πραγματικά, ήταν ανοιχτοί χώροι, παίζαμε σαν παιδιά τα παιδικά παιχνίδια τότε, δεν υπήρχαν… μία τηλεόραση υπήρχε σε κάποιο σπίτι στη γειτονιά, βλέπαμε κάποια έργα πού και πού. Δεν ήταν όπως είναι σήμερα η ζωή. Ήτανε πολύ πιο ελεύθερη, και ήταν και πολύ δεμένοι οι άνθρωποι. Εμείς τότε κατεβαίναμε τα καλοκαίρια εδώ στα χωριά, του πατέρα μου που είναι η Λαμπινή, δίπλα στο Σπήλι, και τα Κεραμέ που είναι της μητέρας μου νότια, στο νότιο Λιβυκό Πέλαγος, που λέμε. Εγώ λοιπόν, επειδή ήμουνα ο πρώτος από τα αδέρφια, με άφηναν εδώ θυμάμαι, και έβγαζα όλο το καλοκαίρι, μου άρεσε κιόλας πολύ. Ζούσε ο πατέρας της μητέρας μου ή και η μητέρα της, οι γονείς, ο παππούς μου και η γιαγιά μου από τη μητέρα μου δηλαδή ζούσανε, ενώ από την πλευρά του πατέρα μου είχε πεθάνει ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν σε μεγάλη ηλικία. Οπότε πιο πολύ μπορώ να πω ότι έζησα στο χωριό της μητέρας μου σαν παιδί, στα Κεραμέ, άλλα έζησα και σε μεγαλύτερη, σε πιο μεγαλύτερη ηλικία και στη Λαμπινή, στο χωριό του πατέρα μου. Τώρα στα Κεραμέ, ο παππούς μου ήταν ένας πολύ παραδοσιακός άνθρωπος, είχε διατελέσει πρόεδρος του χωριού, ήταν εμφανίσιμος, παραδοσιακός, με την παραδοσιακή φορεσιά της Κρήτης, εργατικός, γλεντζές, και είχε εφτά παιδιά, μεγάλη οικογένεια. Το σπίτι του ήτανε το τελευταίο νότιο, το νότιο, το νοτιότερο σπίτι του χωριού, όπως όλα τα χωριάτικα σπίτια, με τον οντά του, με την αυλή του, με τα οικόσιτα τα ζώα, και έχει και μία μεγάλη ταράτσα, η οποία ήτανε σαν το μπαλκόνι, και έβλεπες από κάτω το απέραντο πέλαγος, το νότιο πέλαγος της Κρήτης, τα Παξιμάδια, τις παραλίες, μέχρι τη Γαύδο, άμα είχε καλό καιρό, βλέπαμε. Θυμάμαι λοιπόν πολλά έτσι βράδια –εγώ σε ηλικία 4-5 χρονών, 6 χρονών– και... καθόμαστε εκεί και μου διηγούταν παραμύθια. Τότεσάς… δεν υπήρχανε –όπως είπαμε– ούτε τα κινητά, ούτε οι τηλεοράσεις πολύ, ούτε αυτά... στο χωριό δεν είχαμε και ρεύμα νομίζω, ή είχαμε τότε λίγο. Μια περίοδο δεν είχαμε, μετά ήρθε. Τα παραμύθια είχανε το ρόλο του διδάγματος, δηλαδή τα παραμύθια ήταν διδακτικά. Μπορεί και διάφορα παραμύθια, τα οποία εγώ τα αποτύπωνα και πραγματικά ένα παιδί όταν ακούει έτσι... τέτοιες ιστορίες, είναι σαν το σφουγγάρι λειτουργεί, που τα ρουφάει, και αργότερα του βγαίνουνε, τα βιώματα αυτά. Θυμάμαι ένα παραμύθι που είχε το εξής... την εξής ιστορία. Ήτανε λέει ένας... ένα ζευγάρι, που παντρευτήκανε, αλλά ήτανε πολύ δύσκολες εποχές, δεν υπήρχανε χρήματα, και τότε φεύγανε πολλοί Κρητικοί και πηγαίνανε στην Αμερική, αρχές του 1900 δηλαδή. Είπε λοιπόν ο άντρας στη γυναίκα του, αφού είδε ότι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, δεν είχανε περιουσία, λέει: «Γυναίκα, θα φύγω να πάω στην Αμερική να δουλέψω μερικά χρόνια, και θα γυρίσω, να κάνουμε και εμείς στο σπιτικό μας, να κάνουμε την περιουσία μας, να κάνουμε την οικογένειά μας». Η γυναίκα δεν ήθελε στην αρχή, μετά το δέχτηκε, μετά με το... πολύ λυπημένη. Τέλος πάντων, έφυγε αυτός, τότε δεν υπήρχαν και… μέσο επικοινωνίας και λοιπά, ούτε τηλέφωνα να επικοινωνούνε, οπότε περάσανε πολλά χρόνια, περάσανε πολλά χρόνια. Αυτός είπε θα κάτσει στην αρχή δύο-τρία χρόνια, μετά έκατσε τουλάχιστον δεκαεφτά-δεκαοκτώ χρόνια. Λοιπόν, κάποια στιγμή μάζεψε τα χρήματα που ήθελε και γύρισε, απροειδοποίητα. Πήγε στο χωριό, νύχτα. Ήτανε νύχτα. Πήγε να μπει στο χωριό στο σπίτι του, αλλά μόλις πήγε να μπει, βλέπει μια σκιά και τρυπώνει μέσα. Και είχε... αυτός βάσταγε μαζί του όπλο, και βγάζει το όπλο να τον σκοτώσει. Σου λέει: «Αυτός είναι ο εραστής της γυναίκας μου». Μετά όμως, θυμήθηκε μια κουβέντα –λέει– που του είχε κάνει ο πατέρας του, και έλεγε – μία κουβέντα σοφή: «Τον αποσπερινό θυμό, βάστα τον για το πουρνό». Το πρωί. Να μη λειτουργείς δηλαδή εν βρασμώ ψυχής. Του ’ρθε στο μυαλό αυτό και λέει: «Ωπ, αυτό μου είπε ο πατέρας μου. Θα το τηρήσω. Άσ’ το να δούμε το πρωί τι θα γίνει». Δεν έκανε αυτό που ήθελε να κάνει λοιπόν, ούτε χτύπησε την πόρτα, μόνο πήγε και κοιμήθηκε στον αχεριώνα δίπλα. Το πρωί ξύπνησε και βγαίνει στην αυλή και βλέπει τη γυναίκα του. Αυτή δυσκολεύτηκε λίγο να τον γνωρίσει, ήταν πολλά τα χρόνια που περάσανε. Τέλος πάντων, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε, τον καλωσόρισε, αλλά της λέει αυτός: «Έπρεπε χθες το βράδυ να σας είχα σκοτώσει και τους δύο». «Τι είπες;» του λέει. «Βρήκα, είδα έναν και τρύπωσε στο σπίτι». «Περίμενε –του λέει– περίμενε» και φώναξε από μέσα κάποιονε, του λέει: «Έλα έξω, παιδί μου». Και ήτανε ο γιος του, ο γιος του, ο οποίος τον είχε κάνει πριν… δεν το ήξερε όταν έφυγε. Ήταν... είχε μείνει έγκυος η γυναίκα, έφυγε, έγινε η εγκυμοσύνη, μετά το παιδί πήγε 18 χρονών. Αυτό λοιπόν είναι ένα παραμύθι, μπορεί να έχει συμβεί και στην πραγματικότητα, αλλά όμως αυτό είναι ένα διδακτικό πράγμα, διδακτική ιστορία.
Υπήρχανε λοιπόν πολλές έτσι συμβουλές και ιστορίες που σας... που μοιράζονταν μαζί σας–
Πολλές συμβουλές–
–οι μεγάλοι.
Βέβαια. Επίσης, εγνώρισα την παλιά Κρήτη, το θέρισμα, το αλώνισμα, με έβαζε και καθόμουνα πάνω στον βολόσυρο και είχε τα δύο ζώα, τα άλογα, και σέρνανε τον βολόσυρο και αλωνίζανε. Τα παλιά παραδοσιακά γλέντια στα καφενεία, με τους λυραντζήδες στη μέση, χωρίς όργανα. Τότεσάς εκεί ήταν και ο Σηφογιωργάκης, ο μεγάλος, ο λυράρης από το διπλανό χωριό και γλεντούσε πολύ συχνά στα Κεραμέ, μαζί με τον Μαρκογιαννάκη, τον επίσης μεγάλο λαγουτιέρη απ’ το Σπήλι, αλλά και άλλοι καλλιτέχνες του χωριού, όπως ήτανε ο Αποστολάκης ο Μιχάλης, ο Αποστολάκης ο Κώστας, λυράρηδες, ο Λιουδάκης στο λαγούτο. Και φέρνανε και κάποιους άλλους από άλλα χωριά. Επίσης οι γάμοι... θυμάμαι προγάμους, πρόγαμους, ας πούμε, πηγαίναμε, παίρναμε τα προυκιά από ένα διπλανό χωριό, άμα ήταν από άλλο χωριό, την Πέμπτη, γυρίζαμε στο χωριό, με τα ζώα, ή με λίγα αυτοκίνητα που υπήρχαν τότε, κάναμε το τραπέζι, κάναμε ένα γλέντι. Μετά, την παραμονή του γάμου πάλι γλεντούσαμε, γινόταν η στεφάνωση την άλλη μέρα, χορεύαν στην εκκλησία απ’ όξω, και την επομένη –ας πούμε– όταν ήτανε από μακριά η... το σόι το άλλο, καθόντουσαν και ήταν ο αντίγαμος πάλι, τέσσερεις μέρες δηλαδή, με λίγα λόγια, τρεις-τέσσερις μέρες. Ήτανε πάρα πολύ ωραία. Επίσης στις... στα πανηγύρια του χωριού, που ήτανε του Αγίου Παντελεήμονα, 27 του Ιούλη, στα Κεραμέ εκεί και στη Λαμπρινή της Παναγίας, 15 του Αυγούστου, ωραία γλέντια, πολύ ωραία γλέντια εκεί πέρα, μαζευόταν εκεί… ερχόνταν τότε απ’ την Αθήνα χωριανοί που λείπανε. Θυμάμαι πολλούς καλλιτέχνες, Σκορδαλό Θανάση, τον Γεράσιμο, τον Κακλή, τον Ροδάμανθο, τον Μανιά, ερχόταν εκεί... και χωριανοί μας απ’ τη Λαμπινή, ο Ρουκουνάκης έπαιζε ο Φίλιππας, ο Σηφογιωργάκης ο Σπύρος με τον Μαρκογιάννη όπως είπαμε επίσης και στη Λαμπινή τους θυμάμαι. Και αυτά γινόταν από το ’65 που –γιατί εγώ γεννήθηκα το ’57– το ’65 που θυμάμαι εγώ έτσι, μέχρι το ’75, εκεί, ας πούμε, γινόταν τέτοια παραδοσιακά.
Τι σας άρεσε περισσότερο, να ακούτε ή να χορεύετε;
Στην αρχή δεν ήξερα να χορεύω και άκουγα και μου άρεσαν και οι μαντινάδες, και τις αποτύπωνα, ας πούμε, δηλαδή... Μου αρέσαν οι καλοί τραγουδιστές, στις παρέες, γιατί δεν ήτανε... όταν ήταν λίγα τα ά[00:10:00]τομα τραγουδούσανε μαντινάδες αντικριστές, και τις έπιανα. Επίσης στον Πειραιά που ζούσα, γινόντουσαν πολλές παρέες Κρητών, γιατί τότε ήταν… και σήμερα υπάρχει μεγάλη αποικία, αλλά και τότε ήτανε, πιο πολύ δεμένοι μπορώ να σας πω ήτανε... ήτανε πιο... οι μνήμες πιο ζωντανές της Κρήτης. Και σμίγανε σε γιορτές, στις Απόκριες, το Πάσχα, και στην αυλή μας, ψήναμε σουβλιστά αρνιά, κάναμε παρέες, είχαμε λυράρηδες εκεί, τον Καραγιώργη τον Γιάννη που είναι από το Αμπελάκι, τον θείο του Καραγιώργη του λαγουτιέρη, που ήταν με τον πατέρα μου φίλοι καλοί και έπαιζε εκεί, και... και άλλοι, ας πούμε, ερχόντουσαν, και χορεύαμε. Εκεί λοιπόν και εγώ έμαθα να χορεύω τότε σε ηλικία… ε γύρω στα 15, ξέρω γω. Μετά κατέβαινα πάλι τα καλοκαίρια διακοπές στους εδώ στην Κρήτη, και τότε, μετά σε ηλικία που ήμουνα έφηβος, χόρευα κιόλας, μου άρεσε να χορεύω. Επίσης η γιαγιά μου ήταν από τις Καρίνες, ένα άλλο παραδοσιακό χωριό του Αϊ-Βασιλείου, και μεγάλο σόι, Λαγουδάκηδες εκεί, Στεφανάκηδες, οι Κοκοτσάκηδες, μεγάλο σόι, και πηγαίναμε εκεί στις χαρές τους, περνάγαμε πολύ ωραία. Μέχρι που ήρθε ο καιρός να τελειώσω το Γυμνάσιο τότε, το εξατάξιο, και να πάω στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων στη Ρόδο. Στη Ρόδο... εν τω μεταξύ όσο ήμουνα εγώ έτσι… και έφηβος μπορώ να πω, έγραφα στίχους, σε στιχάκια στη νεοελληνική γλώσσα, στίχους έγραφα. Μετά πήγα στη Ρόδο, έβγαλα τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, και εκεί πάλι είχε Κρητικούς που ζούσαν εκεί πολλά χρόνια, και ερχόταν και λυράρηδες, και εκεί γλεντούσαμε κρητικά. Εκεί όμως σαν νέος κι εγώ πήγαινα και στη ντισκοτέκ, πήγαινα και σε ταβέρνες, πήγαινα... άκουγα και άλλα είδη μουσικής, αλλά το κρητικό στοιχείο ήταν αυτό που ήτανε μέσα μου, γιατί είχα ζήσει τα βιώματα που λέμε εδώ. Αυτά τα βιώματα διαμορφώνουνε το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Μετά τη σχολή, πήγα στρατιωτικό, έκανα αεροπορία εικοσιπέντε… εικοσιπέντε μήνες, ήταν είκοσι έξι, μετά μειώθηκε λίγο, έκανα είκοσι πέντε μήνες στρατιωτικό. Στη Λάρισα, αεροπορία, και στη Θήβα κοντά, σε ένα κλιμάκιο. Τότεσάς, όταν ήμουνα φαντάρος, είχα πάρει μιαν άδεια θυμάμαι, και είχα κατέβει μ’ έναν άλλο Κρητικό από κει Χανιώτη, είχα γνωρίσει, και με πήγε στα Χανιά, στον τόπο του, και με πήγε στα Μεσκλά, σε ένα χωριό, ήταν της Παναγίας τότε, και μου λέει: «Θα πάμε στο χωριό μου στα Μεσκλά», που είναι εκεί κοντά στα Χανιά σε ένα τόπο, ένα χωριό με πολλά νερά, πολλά νερά. Και ήτανε δύο γλέντια, στο ένα γλέντι λοιπόν έπαιζε ένας ξένος. Ένας ξένος και ποιος ήταν αυτός; Ο Ross Daly. O Ross Daly. Τότε ήτανε γύρω στο ’80 αυτό. Ο Ross Daly είχε κατέβει δεύτερη φορά στην Κρήτη το ‘75 και είχε μάθει σ’ αυτήν την πενταετία και έπαιζε, γιατί ήταν μουσικός αυτός. Και περάσαμε πολύ όμορφα. Εκεί λοιπόν τον γνώρισα τον Ross Daly, και μου αρέσει πάρα πολύ σαν καλλιτέχνης. Αλλά και σε άλλα μέρη που πήγαμε στα Χανιά, τότε ήμουνα αδειούχος, περάσαμε όμορφα.
Την ιδιαίτερη αγάπη σας για την Κρήτη πότε την συνειδητοποιήσατε; Σε τι ηλικία; Όπου αποφασίσατε και να μείνετε μετά, να έρθετε και να μείνετε;
Εγώ μετά τη σχολή της Ρόδου, μετά το στρατιωτικό, ήρθα για να δουλέψω εδώ στην Κρήτη, στην Ιεράπετρα. Τελικά δεν ταίριαξε αυτή η δουλειά, δεν... αυτά που περίμενα δεν ήτανε, οπότε πήρα ένα τηλέφωνο έναν γνωστό μου, και δούλευε στην Κω, και πήγα στην Κω και δούλεψα, σε ένα ωραίο ξενοδοχείο, μεγάλο. Δούλεψα σε μία υποδοχή, γιατί μιλάω Αγγλικά-Γερμανικά. Και εκεί ας πούμε θυμάμαι ότι ήταν και αρκετοί Κρητικοί στην Κω, και ο ιδιοκτήτης ήτανε Κρητικός στην καταγωγή, και ήθελε να μου γνωρίσει –λέει– την ανιψιά του, να μείνω εκεί μόνιμα. Λοιπόν εκεί εγώ κλώτσησα. Του λέω: «Με τιμά η πρότασή σας αλλά δεν μπορώ να κάτσω, να φύγω από την Κρήτη». Εκεί κατάλαβα λοιπόν ότι η Κρήτη με τραβάει εμένα σαν τον μαγνήτη. Μετά όμως έφυγα και πήγα στη Γερμανία, έκανα στη Γερμανία συνολικά έναν χρόνο, ανά διαστήματα, δηλαδή καθόμουνα τέσσερεις μήνες χειμώνα, μετά έφευγα, ξαναγύριζα. Εκεί πάλι με τραβούσε η Κρήτη, άκουγα κρητικά, δεν μπορούσα να κάτσω εκεί στη Γερμανία να μείνω, οπότε… Στην Αθήνα πηγαινοερχόμουνα. Δούλευα το καλοκαίρι σε ένα νησί για τουρισμό, τον χειμώνα ήμουνα στην Αθήνα. Μέχρι που το 1985, βρήκε μία ευκαιρία εδώ στον Πλακιά σε ένα ξενοδοχείο, ήταν ένας γνωστός μου, και μου λέει: «Έλα εδώ πέρα, ζητάνε –μου λέει– έναν διευθυντή», μικρό ξενοδοχείο ήτανε ας πούμε. Εγώ είχα βγάλει τη σχολή, είχα και δουλέψει, είχα την εμπειρία, λέω: «Εντάξει». Κατέβηκα το ’85, και από εκεί και πέρα έμεινα στην Κρήτη μόνιμα.
Ενότητα 2
Η πρώτη μαντινάδα σε εφημερίδα, τι χρειάζεται μια μαντινάδα, συμμετοχή σε διαγωνισμούς, το μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι» και τα μαντιναδοφόρα σουπλά
00:15:43 - 00:23:31
Τότε λοιπόν, διαβάζοντας μια εφημερίδα με τίτλο «Κρητικά Επίκαιρα», που έγραφε ένας γιατρός και σπουδαίος Κρητολόγος, βραβευμένος δύο φορές απ’ την Ακαδημία Αθηνών, ο αείμνηστος Μιχάλης Καυκαλάς, που είχε ιδρύσει τον «Σύλλογο Κρητών Στιχουργών», είχε βάλει... έβαζε θέματα μαντινάδες, ζήταγε μαντινάδες, έδινε διάφορες μαντινάδες ή διάφορες λέξεις, να του στείλουμε μαντινάδες στην Κρητική διάλεκτο. Και τότε, επειδή είχα την εμπειρία εγώ σαν στιχουργός στη νεοελληνική, και είχα και κάποιο... κάποιο γονίδιο μπορώ να πω, γιατί και η μητέρα μου έγραφε και μία θεια μου, του πατέρα μου αδερφή και λοιπά, άρχισα να γράφω μαντινάδες. Από κει και μάλιστα είχα βραβευτεί και μου έδωσε ένα κίνητρο να ξεκινήσω να γράφω μαντινάδες. Η πρώτη μαντινάδα λοιπόν που πήρε βραβείο έλεγε το εξής: «Θρούλισες την αγάπη μας σαν τον βρεγμένο ντάκο, εδά που σε συνήθισα σαν τον βαρύν ταμπάκο». Και να την μεταφράσουμε τώρα για κάποιους που δεν ξέρουν πολύ βαριές λέξεις: «θρούλισες» το ξέρουμε, είναι το «διάλυσες», «βρεγμένος ντάκος» ο ντάκος είναι το κρητικό παξιμάδι, «εδά» θα πει τώρα που σε συνήθισα, σαν τον βαρύν ταμπάκο, σαν τον βαρύ καπνό. Λοιπόν είναι μία... η μαντινάδα τώρα τι είναι, τι θέλει; Απ’ ό,τι έλεγε και ο γιατρός, ο Καυκαλάς, είχε δώσει τον ορισμό: είναι ένα δεκαπεντασύλλαβο, δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο, γραμμένο στην Κρητική διάλεκτο, με… φαντασία, με εικόνα, και κυρίως με ένα ολοκληρωμένο νόημα. Αυτή είναι η μαντινάδα. Πρέπει να... για να ταιριάξει, δηλαδή αν λείπει ένα στοιχείο… και ομοιοκαταληξία βέβαια μέσα. Αν λείπει ένα στοιχείο, χάνει, χάνει από κάπου. Γιατί πολλοί γράφουμε και στίχους και δίστιχα και λοιπά και λέει «μαντινάδες». Η μαντινάδα είναι αυτό, να είναι στην κρητική διάλεκτο, να μυρίζει Κρήτη.
Πέρα όμως από το να έχει την τεχνική ένας μαντιναδολόγος, όπως είστε εσείς, τι άλλο χρειάζεται; Κάτι το οποίο δεν είναι θέμα τεχνικής.
Κοίταξε, η μαντινάδα ή ρίμα για να βγει, πρέπει να υπάρχει αιτία, το βίωμα. Εγώ έχω παρατηρήσει στον εαυτό μου, παρόλο που γράφω καθημερινώς, και την επίκαιρη αυτή ρίμα που έχω στα Κρητικά στα... στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» τώρα δώδεκα χρόνια, είναι μία... ένα έμμετρο, μία έμμετρη… μάλλον ένα έμμετρο χρονογράφημα είναι αυτό, τέσσερεις μαντινάδες συνεχόμενες, που αποτελούν μια μικρή ρίμα, και λέγεται «Με μαντινάδες σας μιλώ», μία στήλη, καθημερινή. Εκεί βρίσκω εγώ από την επικαιρότητα διάφορα πράγματα, ή κάτι άλλο διαχρονικό κάποιες φορές. Αλλά, για να βγει, ας πούμε, κάτι έτσι πολύ δυνατό, πρέπει να έχεις νιώσει το βίωμα, είτε τον έρωτα είτε τον χαμό κάποιου προσώπου είτε τον χωρισμό είτε μια απογοήτευση, μια μεγάλη χαρά, ένα παιδί που ήρθε στον κόσμο... κάτι συνταρακτικό που συμβαίνει, γιατί γύρω σου. Εμένα... εγώ με αγγίζουνε και θέματα που δεν είναι προσωπικά δικά μου έτσι, γιατί ο άλλος λέει: «Μόνο αυτά που αγγίζουν εμένα μπορεί να γράψω;». Εμένα με αγγίζουνε και θέματα που αγγίζουνε τη γενικότερη κοινωνία, όπως ας πούμε ένας σεισμός –ας πούμε– που αγγίζει όλον τον κόσμο, όπως είναι μία καταστροφή, που με τις πλημμύρες, ή ένας χαμός ενός παιδιού εδώ στην Κρήτη, γενικότερα στην Ελλάδα, κάτι... δηλαδή μπορώ να γράψω για θέματα ακόμα και εκτός Κρήτης γενικά. Αλλά οπωσδήποτε αυτά που αγγίζουν περισσότερο μία μεγάλη χαρά ή μία μεγάλη λύπη, τότε απελευθερώνεται από μέσα μου ένα… κύμα, που μεταφράζεται σε μαντινάδα, ή σε ρίμα, και το καταγράφω πολύ γρήγορα, δεν παιδεύω το μυαλό μου δηλαδή, αυτό βγαίνει έτσι. Όπως και ένας μουσικός, η έμπνευση που λέμε, του ’ρχεται κάποια στιγμή εκεί που... μπορεί να μην παίζει όργανο εκείνη την ώρα, αλλά του ’ρχεται στο μυαλό η μελωδία, και[00:20:00] τη βαστάει και τη γράφει επιτόπου, μετά όταν πιάσει το όργανο και την καταγράφει και μένει.
Κύριε Γιώργο, μας είπατε ότι η πρώτη μαντινάδα γράφτηκε από εσάς με αφορμή τον κύριο Καυκαλά–
Τον διαγωνισμό μαντινάδας. Ναι.
Το να συνεχίσετε όμως, να συνειδητοποιήσετε ότι αυτό σας εκφράζει, έγινε συνειδητά ή ασυνείδητα; Δηλαδή πιάσατε μετά τον εαυτό σας κατά καιρούς να εκφράζεται και να νιώθει κάποια ανακούφιση μέσα από αυτό;
Συνέχισα να συμμετέχω στο διαγωνισμό αυτόν, επί κάποια χρόνια. Τότε ήμουνα και στο ξενοδοχείο, δούλευα. Παράλληλα όμως, έγραφα και τότε κάποιες ρίμες, κάποια πράγματα τα οποία αφορούσαν προσωπικά γεγονότα, ή γάμους δικών μου ανθρώπων, συγγενείς που... σε μια χαρά σε μια γιορτή. Κι από κει πέρα μου λέγανε και πολλοί «Πες μας μια μαντινάδα», αυτό και λοιπά, και συνέχισα. Μετά, η μεγαλύτερη –ας πούμε– παραγωγή θα έλεγα, σε στίχους και λοιπά, μαντινάδες, έγινε απ’ όταν ξεκίνησα το μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι», που εκεί ήταν ένας τόπος που σμίγαμε πολλοί μουσικοί, σμίγανε μαντιναδολόγοι, μουσικοί, ανθρώποι του πολιτισμού, της παράδοσης, και εκεί γινότανε έτσι μία ζύμωση, μία ανταλλαγή μαντινάδων, γιατί ένας μαντιναδολόγος για να βγάλει εκείνη τη στιγμή πρέπει να έχει απέναντι κάποιον άλλον να του το αντικρούσει, να του αντισταθεί που λέμε.
Πού βρισκόταν το μαγαζί;
Στο... Τέσσερεις Μάρτυρες, στο Ιερό, στο κέντρο του Ρεθύμνου, πίσω από το Ιερό ακριβώς, στο κέντρο του Ρεθύμνου, το οποίο ήταν παλαιότερα… έχει μια ιστορία αυτό το μαγαζί, ήτανε από το 1960 καφενείο, που μαζευόταν οικοδόμοι εκεί και κάθε εβδομάδα πληρωνόντουσαν, μετά έγινε ταβέρνα, μετά έγινε στο τέλος ψητοπωλείο, και το πήρα εγώ, από ψητοπωλείο το πήρα και το έκανα μεζεδοπωλείο, τώρα είναι πάλι ψητοπωλείο, άλλαξε χέρια. Το κράτησα όμως δεκαοχτώ χρόνια με τη γυναίκα μου, είναι μια μεγάλη περίοδος που έχουμε πολλές αναμνήσεις. Εκεί, έκανα την εξής κίνηση εγώ. Είχα βγάλει το πρώτο μου βιβλίο το 2010, ενώ είχα και συμμετοχή και σε άλλα βιβλία παλαιότερα, όπως ήτανε οι «Σαράντα μαντιναδολόγοι με τον Καυκαλά». Είχα συμμετοχή, αλλά το πρώτο μου προσωπικό βιβλίο ήτανε «Με το μελάνι της ψυχής», το 2010, που από κει τώρα έπαιρνα κάποιες μαντινάδες, και τις έβαζα πάνω σε κάτι σουπλάν, αυτά που βάζουνε κάτω δηλαδή από τα πιάτα που τρώμε, και έβαζα μία μαντινάδα σε κάθε γωνιά του σουπλάν. Και ο άλλος ο πελάτης, μόλις καθότανε, έβλεπε το χαρτί αυτό και το διάβαζε, τι σημαίνει αυτό. Από κάτω όμως, από κάθε μαντινάδα, έγραφα την επεξήγηση, αν ήταν τίποτα δύσκολες λέξεις κρητικές, έγραφα την επεξήγηση. Και του άρεσε αυτό λοιπόν στον κόσμο και το παίρνανε για ενθύμιο. Επίσης είχα βγάλει κάτι ποτηράκια για τη ρακή, για την τσικουδιά, τα οποία τα είχα παραγγείλει στην Αθήνα, μια μεγάλη ποσότητα, και είχα πάνω μια μαντινάδα, διαφορετική μαντινάδα σε κάθε ποτήρι. Είχα δηλαδή δεκαπέντε-είκοσι ποτήρια με διαφορετικές μαντινάδες, και τα έδινα όταν πίνανε ρακή. Πολλά από αυτά τα παίρνανε δώρο λέω: «Πάρ’ το δώρο», εμένα μου έκανε διαφήμιση ήταν αυτό. Ναι.
Ενότητα 3
Καθημερινή στήλη «Με μαντινάδες σας μιλώ» στα «Ρεθεμνιώτικα», η απώλεια ως πηγή έμπνευσης, η ιστορία του παππού του
00:23:31 - 00:39:05
Από πού βρίσκετε την έμπνευσή σας, κύριε Γιώργο;
Η έμπνευση μπορώ να σου πω ότι είναι... η μαντινάδα είναι σαν μία λάμψη, που σου βγαίνει ξαφνικά, για διάφορα θέματα. Παλαιότερα, που ήμουνα και πιο νέος και πιο ερωτευμένος, έβγαζα πιο πολλές ερωτικές. Τώρα είμαι πιο μεγάλος, τώρα είμαι σε ηλικία 64 χρόνων σήμερα. Οι μαντινάδες τώρα που πιο πολύ με αγγίζουνε είναι οι φιλοσοφικές, και οι κοινωνικές. Δηλαδή γράφω από μια φιλοσοφική που τη γράφω και στη στήλη κάθε μέρα σαν... σαν αρχή εκεί πέρα που δίνω το στίγμα μου, και λέω: «Μια μαντινάδα είναι η ζωή και αυτός που δεν την νιώσει, μέχρι να την καλοσκεφτεί το γλέντι έχει τελειώσει». Έγραφα στο «Ρέθεμνος» στην εφημερίδα για πέντε χρόνια μία στήλη εβδομαδιαία. Έδινα ένα θέμα και μου στέλνανε μαντιναδολόγοι από όλη την Κρήτη μαντινάδες και τις έβαζα εκεί, μαζί με έναν πρόλογο που έκανα εγώ, στην αρχή, για ένα θέμα που πάντοτε… πάλι παραδοσιακό. Αυτό κράτησε πέντε χρόνια. Τότες ερχότανε στο μεζεδοπωλείο μου, που το οποίο το πρωί έδινε και καφέδες και λοιπά, λειτουργούσε σαν καφενείο, ερχόταν ο αείμνηστος ο εκδότης ο Γιάννης ο Χαλκιαδάκης των «Ρεθεμνιώτικων». Και με παρακολουθούσε στη στήλη αυτή και μου λέει: «Γιώργο –μου λέει–, εσύ μπορείς να γράψεις μια στήλη καθημερινή» μου λέει, γιατί το «Ρέθεμνος» έβγαινε κάθε εβδομάδα, και βγαίνει ακόμα κάθε εβδομάδα, ενώ τα «Ρεθεμνιώτικα» βγαίνουν κάθε μέρα. Μου λέει: «Εσύ μπορεί να αναλάβεις μία στήλη καθημερινή», μου λέει. Του λέω: «Κύριε Γιάννη, κάθε μέρα να στύβω το κεφάλι μου». «Εσύ –μου λέει– μπορείς, εσύ –μου λέει– μπορείς. Ανάλαβέ το». Το σκέφτηκα λίγο, και μετά λέω... πραγματικά έβλεπα θέματα τα οποία με αγγίζαν αλλά δεν μπορούσα να τα γράψω γιατί, μέχρι να περάσει μία–δυο μέρες, είχε περάσει αυτό, ερχόταν άλλο θέμα. Το «Ρέθεμνος» έβγαινε κάθε εβδομάδα. Οπότε του απάντησα θετικά και ανέλαβα τη στήλη το 2009 νομίζω, τώρα είναι δώδεκα χρόνια. Έχω γράψει πολλές μαντινάδες εκεί, όταν λέμε τώρα «κάθε μέρα», εκτός Κυριακή… και το Σαββάτο, και το Σαββάτο, από Δευτέρα... μάλλον από Τρίτη βγαίνει, Τρίτη έως και Σαββάτο, κάθε μέρα στα «Ρεθεμνιώτικα», στη δεύτερη σελίδα, υπάρχει στήλη «Με μαντινάδες σας μιλώ». Και είναι και μία στήλη η οποία πιστεύω δεν υπάρχει σε άλλη εφημερίδα της Ελλάδος και επί τόσο μεγάλο διάστημα. Παλαιότερα υπήρχαν χρονογραφήματα έμμετρα, ένας χωριανός μου απ’ τη Λαμπινή και υπόγραφε με το ψευδώνυμο «Λαμπιθιανός», ο Παπουτσιδάκης, ο Μιχάλης ο Παπουτσιδάκης, και ο γιος του ο Μανώλης γράφει και σήμερα, είναι συνταξιούχος. Αυτός έγραφε πέντε χρόνια στην «Κρητική Επιθεώρηση», αν δεν κάνω λάθος.
Πολύ ωραία. Κύριε Γιώργο, ποιο είναι το γεγονός, το κοινωνικό γεγονός, που σας άγγιξε περισσότερο, και σας συγκίνησε περισσότερο, και γράψατε μαντινάδα για αυτό; Έχετε να θυμηθείτε κάποιο;
Α, ξέχασα να πω ότι οι εκπομπές του Γιώργου του Βιτώρου αποτέλεσαν ένα... μία μεγάλη κινητήριο δύναμη, κινητήριος δύναμη για όλους εμάς τους μαντιναδολόγους, γιατί υπήρξε εκεί μια ευγενής άμιλλα. Έδινε... έβαζε ένα θέμα ο Βιτώρος στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, και του στέλναμε μαντινάδες όλοι εμείς. Πάρα πολλές περιπτώσεις είναι τώρα που μαντινάδες... υπήρξαν κάποια πραγματικά γεγονότα, και εμείς στείλαμε πάνω εκεί. Είτε έγινε ας πούμε κάποιος χαμός ενός νέου ανθρώπου, όπως... είτε ακόμα και μεγαλύτερο από ένα παράξενο γεγονός. Θα σας πω ένα περιστατικό που είχε πεθάνει ένας νέος άνθρωπος, περίπου 40 ετών σε ένα νησί από τσίμπημα μέλισσας, ήταν αλλεργικός. Εκεί λοιπόν ζήτησε ο Βιτώρος μαντινάδες και του στείλαμε διάφοροι. Επέλεξε λοιπόν μία μαντινάδα του Παπαδάκη του Ζαχαρία απ’ το Ηράκλειο, που λέει το εξής: «Ποια μέλισσα –λέει– ετρύγησε, ανθέ, την ομορφιά σου, να της χαλάσω τα κελιά, να φτιάξω τα κεριά σου». Τρομερή. Συγκίνησε όλο τον κόσμο, γιατί πραγματικά έπιασε το θέμα και του έδωσε και ένα... μία διάσταση ποιητική. Εγώ θυμάμαι μία μαντινάδα που… δυο μαντινάδες θα θυμηθώ... θυμάμαι που αγγίξαν πάρα πολύ τον κόσμο εκεί στις εκπομπές του Βιτώρου. Η μία ήταν ένα περιστατικό... μια κοπέλα, στο Ηράκλειο, περπατούσε σε ένα στενό δρομάκι, και εκεί που περπατούσε ανέμελη, έπεσε το μπαλκόνι από πάνω, και την χτύπησε στο κεφάλι ένα κομμάτι. Δεν έπεσε ακριβώς πάνω της, αλλά ένα κομμάτι του μπαλκονιού τη χτύπησε στο κεφάλι, έπεσε αυτή αναίσθητη, την πήραν στο νοσοκομείο, είχε πάθει μεγάλο τραύμα στο κεφάλι, κινδύνευσε να πεθάνει. Έγινε ένας έρανος λοιπόν και την στείλαν στο εξωτερικό. Τώρα ζει. Έχει μια παραπληγία, αλλά ζει. Εκεί λοιπόν, όταν ανέφερε το περιστατικό αυτό ο Βιτώρος, δε ζήτησε μαντινάδες, αλλά εγώ του έστειλα... το περιστατικό ανέφερε, και ζήτησε μάλλον χρήματα για τον έρανο που θα γινόταν, ζήτησε να γίνει ένας έρανος. Και εγώ του έστειλα μία μαντινάδα και λέω «Στο μεσοστράτι –λέω– τση χαράς, πάνω σου χίλιοι πόνοι, πέσανε για δεν τση βανε τση μοίρας το μπαλκόνι». Ναι. Και επήδηξε ο Βιτώρος πραγματικά, γιατί... και ήταν και λίγοι εκεί πέρα μουσικοί και συγκινηθήκαν όλοι. Μιαν άλλη περίπτωση πάλι μου είχε πει ο Βιτώρος. «Θα πήγαινα –λέει–, θα πάω –λέει– σε ένα κέντρο να μιλήσω με μαντινάδες, σε γονείς παιδιών που έχουν μπλέξει με τα ναρκωτικά», τα έχουνε σε κέντρο αποτοξίνωσης, ή ήδη είναι ναρκομανείς και θέλω να τα στείλουν στο κέντρο αποτοξίνωσης.[00:30:00] «Στείλε μου –λέει– μαντινάδα». Και του έστειλα μία. Και μετά μου είπε, μετά την άλλη μέρα μου λέει: «Κλαίγανε –μου λέει– οι γυναίκες γιατί τους συγκίνησε». Λέω: «Πάντα το μαύρο πρόβατο μες στ’ άσπρα ξεχωρίζει, μα κείνο αγαπά ο βοσκός και το καλό ταΐζει».
Όταν λέτε μία μαντινάδα κύριε Γιώργο και συγκινείται ο κόσμος, και αγγίζει τον άνθρωπο που έχει βιώσει την απώλεια, την εκάστοτε, νιώθετε ότι με τον τρόπο σας–
Προσφέρω κάτι, ναι. Προσφέρω κάτι. Μου έχει συμβεί πολλές φορές αυτό. Έρχονται και με βρίσκουν οι άνθρωποι που χάσαν τα παιδιά τους, που συνέβη κάτι τραγικό, θέλουν να γράψουν μια μαντινάδα πάνω στο μνήμα να μείνει.
Θυμόμαστε χαρακτηριστικά όσοι ζούμε στο Ρέθυμνο την απώλεια με τον Βαγγέλη τον Γιακουμάκη, για παράδειγμα.
Για τον Γιακουμάκη είχα γράψει μαντινάδες, ναι.
Ναι, αυτό.
Είχα γράψει. δεν τις θυμάμαι τώρα, γιατί έχω πάρα πολλές γράψει. Αλλά θα σου πω ένα άλλο περιστατικό που συνέβη στην Ασή Γωνιά, στο χωριό της γυναίκας μου. Εκεί πριν έξι-εφτά χρόνια στα Μυριοκέφαλα, είχε πάει ένας Γυπαράκης Γιώργος, ένα νέο παιδί, καλό παιδί, ο οποίος είχε χάσει τον πατέρα του, ήταν ορφανός. Και η μητέρα του ήταν απ’ τα Μυριοκέφαλα, είναι, ζει και η μητέρα του και είχε πάει εκεί το Πάσχα. Πάνω λοιπόν στο πιοτό και λοιπά, βγάλαν τα μπιστόλια να παίξουνε στον αέρα. Συνέβη το μοιραίο. Ένας φίλος του, που ήταν μαζί, του ’φυγε η ριπή και το χτύπησε το κοπέλι εδώ στο πρόσωπο και τον σκότωσε. Ακαριαίος θάνατος. Έγινε θέμα σε όλη την Ελλάδα τότε. Από τότε λοιπόν δεν έχει ξαναπαιχτεί σε γλέντι στην Ασή Γωνιά πυροβολισμός. Αυτό ήτανε πολύ θετικό από πλευράς... γιατί «ουδέν κακόν αμιγές καλού», λέγανε οι αρχαίοι. Από τότε λοιπόν το έχουνε τηρήσει, και είναι προς τιμήν τους, γιατί εκεί πέρα οπλοφορούνε από παλιά, θυμάμαι. Δεν έχει παιχτεί η μπαλοτιά, πυροβολισμός. Και… έχω γράψει δύο μαντινάδες που τις έχουνε βάλει στο μνήμα του και μία μαντινάδα από κει την έχουνε βάλει και στον χώρο που γίνονται εκδηλώσεις, και λέει: «Με διπλωμένα τα φτερά μπήκες αητέ στο μνήμα, ας είσαι εσύ τση μπαλοθιάς το τελευταίο θύμα». Ναι. Από το βιβλίο μου τώρα, στο πρώτο βιβλίο μου εδώ, «Με το μελάνι της ψυχής», τση ψυχής, που έχω αναφορά και σε καλλιτέχνες που έχω γνωρίσει, μουσικούς, έχω αναφορά στη μνήμη του πατέρα μου, του Σήφη… στου «Σταγομανώλη» ο οποίος ήταν ένας σπουδαίος οργανοποιός, από τους σπουδαιότερους μπορώ να πω, και ήτανε και φίλος μου και εκεί… Εδώ τώρα, μόλις πέθανε ο Σταγομανώλης… σε ηλικία βέβαια 94 χρόνων, αλλά ήταν καλοστεκούμενος. Οδηγούσε μηχανάκι, και του είχα πει: «Μπαρμπα-Μανώλη, άσ’ το μηχανάκι, γιατί δεν ξέρεις τι συμβαίνει καμιά στιγμή». Πραγματικά, λες και το ήξερα. Σε κάνα δυο-τρεις μήνες από τότε που το είχα πει, έπεσε και έσπασε το πόδι του. Δεν πέθανε, αλλά έσπασε το πόδι του. Μόλις τον πήγαν όμως στο νοσοκομείο να του κάνουνε την επέμβαση να τον φτιάξουνε, από τη νάρκωση έμεινε. Μόλις το άκουσα εγώ λοιπόν εκεί ότι πέθανε, ήμουνα στο μαγαζί, και έκατσα σε δέκα λεπτά και έγραψα αυτή τη ρίμα, έτσι κατέβηκε αυθόρμητα, την οποία τη δημοσίευσα. Να τη διαβάσω; «Στον Άδη μαζωχτήκανε λυράρηδες πληθώρα, απού ’σαν όλοι ξακουστοί στον κόσμο τον απάνω. Μούντης, Θανάσης Σκορδαλός και Ροδινός Αντρέας, Νίκος Ξυλούρης και Στραβός ο Πασπαρομανώλης, Μουζουρογιώργης, Καρεκλάς, Αλέκος Καραβίτης, Λαγός, Κοντύλης, Γαλιανός κι ο γερο-Μαρκογιώργης, Ξηραδογιώργης, Δάνδολος κι ο Μήτσος ο Καφφάτος, Φραγκής, Μανώλης Κατσαμάς κι ο Χατζηδοβαγγέλης, Βυζιργιαννάκης, Πλακιανός κι ο Γιώργης Καλογρίδης, ο Σταυρουλάκης Παντελής και ο Δερμιτζογιάννης. Ο Τζιρογιώργης ο τρανός, φίλος, συγχωριανός σου κι άλλοι πολλοί και ξακουστοί, που για να τσ’ αριθμήσω η κόλλα κι ούλα τα γραφτά μέσα δεν τζι χωρούνε, κι εγύρευγαν τον μερακλή που τσι ’σαζε τσι λύρες, τον λυρατζή, τον γλεντιστή, τση λύρας τον πατέρα απού ’διδε γλυκιά λαλιά στο ξύλο απού ’πελέκα! Γυρεύγανε να σμίξουνε με τον Σταγομανώλη, κι είχαν τον γιο ντου συντροφιά, τον άτυχο Μιχάλη σάμε να ρθει ο κύρης ντου να τον σφιχταγκαλιάσει, τσι λύρες να του δώσουνε, φωνή να ντώσε δώσει, να τως αλλάξει τα κλειδιά, τσι κόρδες να περάσει, να παίζουνε γλυκούς σκοπούς, να στέσουν χοροστάσι… Σταγομανώλη, μίσεψες μα ποιος θα σου ξεχάσει οι λύρες σου θ’ ακούγουνται σάμε να στέκει η πλάση! Άρχοντα, ούλους τσι παλιούς να μου τους χαιρετήξεις τσι λυρατζήδες τσι καλούς, στον Άδη που θα σμίξεις». Αυτή η ρίμα λοιπόν είναι και ιστορική, όσον αφορά παλιούς καλλιτέχνες, έχει πολλά ονόματα μέσα, και αναφέρεται και στον γιο του, τον άτυχο τον Μιχάλη που πέθανε πριν από τον Μανώλη τον... συνεχίζει την παράδοση τώρα ο γιος του Μιχάλη και ο εγγονός του Μανώλη, σαν οργανοποιός.
Ήτανε λοιπόν μια απώλεια λοιπόν που σας στοίχισε–
Ναι, ήταν μια απώλεια... Όπως έχω γράψει για τον πατέρα μου, για τον πεθερό μου, όταν έγινε η εξόδιος ακολουθία. Ε, για τον παππού μου τώρα τον Σιμισακό, –γιατί το Σιμισακογιώργης από πού προέρχεται; Ο παππούς μου ο Γιώργος ο Σηφάκης, του Ιωσήφ, όπως είμαι και εγώ το πατρώνυμο, έτσι λεγόταν και αυτός, γι’ αυτό πήρα και το παρατσούκλι του– ο Σιμισακός είχε πρόβατα «σιμισακά», δηλαδή μισά-μισά με κάποιον άλλον, και τα βόσκανε. Από εκεί του είχανε κολλήσει το παρατσούκλι «Σιμισακός. Γιώργης Σιμισακός. Σιμισακογιώργης». Και ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ήτανε πολύ δεμένος με την οικογένεια. Είχε συγγενείς στην Παντάνασσα, τους Χαροκόπους, είχε τους Κουρνιανούς, είχε τους Πατακούς, από την πλευρά της μητέρας του. Και κάποτε το 1891, τότε ήταν οι Τούρκοι στην Κρήτη ακόμα, ένας… ένα παιδί Χαροκόπος ήτανε βοσκάκι, και, επειδή υποψιαστήκαν Τούρκοι ότι τους κλέβει τα πρόβατα, το βρήκανε εκεί μοναχό μια μέρα, ήταν χειμώνας, χιόνι και λοιπά, κρύο, και έβοσκε πρόβατα. Και το σφάξανε, πάνω στην πλάκα, το αφήσανε, και έφυγε ο σκύλος να πάνε ειδοποιήσει τους δικούς του. Πήγε, το βρήκαν εκεί σκοτωμένο, και καταλάβανε ότι το είχανε κάνει οι Τούρκοι. Και τότε ο παππούς μου ήρθε από τη Λαμπινή, και μαζί με έναν ξάδερφο του... πατέρα του συγχωρεμένου του κοπελιού, πήγανε και στήσανε καρτέρι και σκοτώσανε τον Αγά, τον... που ήτανε «Βοριάς», λεγότανε ο Αγάς, «Βοριάς» τον λέγανε, ο οποίος είχε τα… ήταν εκεί ο αφέντης του χωριού. Τότε λοιπόν τον πιάσανε τον παππού μου, γιατί τον είχαν δει να περιφέρεται εκεί στην περιοχή, να μαρτυρήσει ποιος το έκανε και λοιπά. Αυτός το είχε κάνει με έναν ξάδερφό του ο οποίος είχε οικογένεια, και δεν ήθελε να το μαρτυρήσει αυτό, γιατί είχε τέσσερα παιδιά ο άλλος, και έκατσε ο παππούς μου δεκαπέντε χρόνια φυλακή, στη Φορτέτσα εδώ στο Ρέθυμνο, στα Χανιά στο Καλάμι. Στο τέλος πήγε στο Γεντί Κουλέ, Θεσσαλονίκη, και δραπέτευσε μετά από... ενώ ήταν δεκαεφτά χρόνια η ποινή, δραπέτευσε στα δεκαπέντε χρόνια και χτύπησε και το πόδι του πάνω στο... όπως πήδηξε, από ένα τεράστιο ύψος, και σιγά-σιγά έκανε έξι μήνες να κατέβει στην Κρήτη με τα πόδια. Φυγόδικος από Θεσσαλονίκη, έξι μήνες. Κρυβότανε, πήγαινε από δω, πήγαινε από κει. Τελικά κατέβηκε, επήγε στην Παντάνασσα, βρήκε εκεί τους Χαροκόπους και γλεντούσανε μια βδομάδα, και μετά πήγε στο χωριό. Μετά παντρεύτηκε, στα 50 του περίπου, και έκανε εφτά παιδιά. Η γιαγιά μου ήτανε από τις Καρίνες, βέβαια ήταν πιο… ήταν πολύ νέα η γιαγιά μου, γι’ αυτό και κάνανε και οικογένεια, ήτανε τότεσάς 24-25 χρονών. Αυτήν την ιστορία λοιπόν την έχω περιγράψει και αυτή σε μία ρίμα, όπως έχω περιγράψει και την ιστορία της Λαμπινής, που είναι η θυσία που θυσιάστηκαν τότε το 1829, με την ατέλειωτη Λειτουργία, όπως έγινε και στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγιά Σοφία, έτσι και στη Λαμπινή, η Λειτουργία δεν τέλειωσε. Ρίξανε οι Τούρκοι μέσα πανιά πάνω από τον Τρούλο και, από τις αναθυμιάσεις, αναγκαστήκαν να βγούνε έξω οι Χριστιανοί, όσοι ήταν οπλισμένοι τους σκότωσαν τους άντρες, και τους άλλους τους πήρανε και τους πουλήσανε στα σκλαβοπάζαρα.
Ενότητα 4
Η δημιουργία οικογένειας, η επιθυμία παραμονής στην Κρήτη, οι αξίες των Κρητικών, καλλιτεχνικές συνεργασίες
00:39:05 - 00:50:05
Πολύ ωραία. Κύριε Γιώργο, πότε κάνετε οικογένεια; Σε τι ηλικία;
Α, οικογένεια, τώρα... εγώ όταν κατέβηκα το ’85 δούλευα στον Πλακιά, το ’86 είχα έναν σύντεκνό μας, δηλαδή έχει βαφτίσει τον αδερφό μου, ο οποίος λεγότανε Απανωμεριτάκης Δημήτρης, πολύ γνωστός εδώ στο Ρέθυμνο, ο «Ταχυδρόμος» ο λεγόμενος, Απανωμεριτάκης Δημήτρης λοιπόν, ο οποίος είχε φίλους στην Ασή Γωνιά, και μου λέει: «Θα πάμε στην Ασή Γωνιά». Ήξερε αυτός την οικογένεια του πεθερού μου, ο φίλος του από κει, μας έφερε σε επαφή. Είδα εγώ την γυναίκα μου. Τότεσάς, ας πούμε, έγινε μια γνωριμία. Μετά, ήρθε η κοπελιά εδώ, η γυναίκα μου εδώ κάτω πάλι στο Ρέθυμνο, ξαναβρεθήκαμε, γνωριστήκαμε, [00:40:00]αλλά δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, όπως είναι σήμερα έτσι άνετα, χωρίς να βάλουμε ένα δαχτυλίδι, κάτι τουλάχιστον, ένα... ένα σημάδι που λένε. Οπότε βρεθήκαμε εδώ σε μία θεία της, σε ένα σπίτι, ήρθε... τα αδέρφια της, ο πεθερός μου, ο «Ταχυδρόμος» αυτός που σου λέω ο προξενητής, και βάλαμε ένα σημάδι, και από εκεί κυκλοφορούσαμε μαζί. Μετά κατεβήκαν οι γονείς μου από την Αθήνα και κάναμε τον αρραβώνα στην Ασή Γωνιά, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, το ’86. Και το ’88 έγινε ο γάμος, στο κέντρο του Κακλή του συγχωρεμένου, και τότε έπαιζε με τους Αλεφαντινούς, ένα πολύ ωραίο γλέντι. Δόξα τω Θεώ, είναι μια πολύ καλή γυναίκα, έχουμε κάνει την Ελένη, γιατί η οικογένεια… παίζει ρόλο μεγάλο η γυναίκα που είναι κοντά στα παιδιά και τα αναθρέφει σωστά. Ναι.
Κύριε Γιώργο, σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε απ’ την Κρήτη και να επιστρέψετε στην Αθήνα;
Όχι, όχι. Αυτό μου το λέει η γυναίκα μου. Μου λέει καμιά φορά, δεν ξέρω για σοβαρά, για αστεία. Λέω: «Είσαι σοβαρή;» της λέω. «Θα φύγουμε από εδώ πέρα τον παράδεισο, να πάμε πίσω;» Ειδικά τώρα, γιατί, όταν μεγάλωσα εγώ, ήταν αλλιώς η Αθήνα. Ήτανε... κυκλοφορούσες στην Ομόνοια, χωρίς κανένα πρόβλημα, ακόμα και στα Χαυτεία και λοιπά δεν υπήρχε... τότε βέβαια, υπήρχε ένα διάστημα που ήταν η εφταετία, ’67-’74, αλλά, αν δεν ήσουνα... αν δεν έκανες, ας πούμε, κάποια αντίσταση οργανωμένη, δεν σου κάνανε τίποτα. Εμείς, θυμάμαι τότε, ακούγαμε τραγούδια του Θεοδωράκη, ακούγαμε σταθμούς, ας πούμε, έτσι που ήτανε και εξωτερικού, απ’ το Λονδίνο που ήτανε υπέρ της Ελευθερίας και λοιπά, της Δημοκρατίας, δεν μας κάναν τίποτα, αν δεν μας κάρφωνε κανείς. Αλλά η Αθήνα τότε ήτανε πολύ πιο καλύτερη. Τώρα υπάρχει πείνα και λοιπά και φτώχεια, και δεν ξέρω πού θα βγει αυτό. Επίσης οι μετακινήσεις είναι πρόβλημα στην Αθήνα. Εγώ δούλευα ένα διάστημα σε ένα καλό ξενοδοχείο στη Συγγρού, και πήγαινα με ένα μηχανάκι, από τον Κορυδαλλό από έμενα, και μέχρι να πάω και να γυρίσω έκανα μπάνιο και έβγαζα καπνούς, χρώμα απ’ το καυσαέριο, μαύρα ζουμιά ας πούμε. Εδώ, στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο τώρα που ζω, γιατί έχω σπίτι στο κέντρο του Ρεθύμνου, σε πέντε λεπτά είμαι στην παραλία, σε είκοσι λεφτά είμαι στα χωριά μας, σε μια ώρα είμαι στην κορυφή του βουνού. Είναι άλλο το... Εν τω μεταξύ, έχουμε εδώ τις επαφές τώρα, είναι αλλιώς, οι ανθρώπινες επαφές.
Ποιες είναι οι αξίες των Κρητικών που εκτιμάτε πολύ;
Οι αξίες είναι οι... το φιλότιμο, η αλληλοβοήθεια που δίνει ο ένας στον άλλο και αυτό φαίνεται, και στη λύπη και στη χαρά, στους γάμους με τα κανίσκια, με τα δώρα που κάνουνε, στη λύπη ακόμα... όχι τώρα, σήμερα, αλλά πριν κάποια χρόνια θυμάμαι, και στις... ακόμα και σήμερα βέβαια, γίνεται σε μικρότερη κλίμακα, γιατί δεν υπάρχει πολύ χρήμα τώρα, αλλά παλαιότερα στις κηδείες, δηλαδή βοηθάνε όλοι τις οικογένειες ας πούμε, δίνανε κάποια χρήματα ή, αν δεν δίνανε στην οικογένεια, δίνανε στην εκκλησία, η οποία έκανε κάποιο έργο και αυτή βέβαια. Αλλά θυμάμαι μία περίπτωση που πέθανε ένας και είχε τέσσερα παιδιά και τα παιδιά... τα λεφτά πήγανε στην οικογένεια για να την βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της. Σε γιορτές... υπάρχουνε. Επίσης, στο γλέντι είναι αυθόρμητοι, είμαστε αυθόρμητοι οι Κρητικοί εδώ. Γλεντάμε, χορεύουμε, λέμε μαντινάδες. Εντάξει... και βλέπω και τα παιδιά –να σου πω την αλήθεια– ότι σήμερα, παρόλο που είμαστε σε άλλη εποχή, οι σύλλογοι έχουνε κάνει μεγάλο έργο, οι χορευτικοί σύλλογοι, βαστάνε τα παιδιά κοντά στην παράδοση, οι καλλιτέχνες βγαίνουν νέα φυντάνια, νέοι καλλιτέχνες, και προχωράνε την παράδοση πάρα πολύ, βάζουν και κάποιοι κάποια άλλα όργανα αλλά υπάρχουν και πολλοί παραδοσιακοί. Παραδείγματος χάρη, η ασκομπαντούρα, δεν υπήρχε παλαιότερα στα όργανα. Ήτανε στα βουνά, τις είχανε οι βοσκοί. Τώρα, βλέπεις τα συγκροτήματα και βάζουν ασκομπαντούρα, και χορεύουνε τα παιδιά και ξεσηκώνονται και ξεσαλώνουν, γίνεται χαμός. Το μαντολίνο είναι ένα ωραίο όργανο ο οποίο είναι της παρέας, και ειδικά οι Ανωγειανοί το είχαν αναδείξει πάρα πολύ. Θυμάμαι τον Μύρο, τον συγχωρεμένο τον Μύρο τον Σκουλά, και τον Μιλτιάδη, που ήταν η πρώτη καντάδα και δεύτερη καντάδα που ’βγαλαν τότε σε κασέτες και έγινε χαμός. Και από κει βγήκαν κι άλλοι πάρα πολλοί. Επίσης ένα άλλο θέμα είναι με τις... με τους διαγωνισμούς μαντινάδας, που έχω... έχω συμμετάσχει και σαν κρινόμενος αλλά και σαν κριτής, σε διάφορους διαγωνισμούς με έχουν καλέσει, και βάσει τώρα αυτού –όπως είπαμε στην αρχή– του ορισμού της μαντινάδας, έβαζα… βαθμό από το 1 έως το 20, βάσει προσωπικό βέβαια κριτήριο, αλλά όμως είχα αυτά τα στάνταρ, πέντε στοιχεία που ορίζουν τη μαντινάδα. Και παίρνανε βραβεία, αλλά το βραβείο το καλό είναι του κόσμου, όταν ο κόσμος σου πει ότι αυτή η μαντινάδα είναι ωραία και την τραγουδάς με τον άλλον, είναι πολύ σημαντικό. Μια μαντινάδα που έχει πει ο Γαργανουράκης που την έχουνε κάνει… την έχουνε βάλει στον «Πρώτο Συρτό» και λέει: «Στης λύρας τα πατήματα, στις κόρδες του λαγούτου, ξελησμονώ και τραγουδώ του ψεύτη κόσμου ετούτου». Αυτήν την έχει βγάλει ο Μπάμπης ο Γαργανουράκης σε ένα δίσκο, και την έχει κάνει στον «Πρώτο Συρτό», και είναι πάρα πολύ ωραία, χορεύεται. Επίσης έχω βγάλει, το 2019, το δεύτερο βιβλίο μου, «Με μαντινάδες σας μιλώ», το οποίο έχει μαντινάδες και ρίμες από αυτές που δημοσίευσα στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Και αυτό ήτανε... το αποδέχτηκε ο κόσμος πάρα πολύ ευχάριστα και στην παρουσίαση που έγινε στο «Σπίτι του Πολιτισμού», με τους «Βρακοφόρους», τον «Όμιλο Βρακοφόρων» στον οποίον ξέχασα να πω ότι είμαι δεύτερος αντιπρόεδρος, από το 2010, με κάποια ταξίδια στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, έγινε μια πολύ ωραία παρουσίαση. Ήταν παρών και ο αείμνηστος ο πρόεδρος, ο Στέλιος ο Κιαγιαδάκης, μακαρία του. Στο «Αρκάδι», μία σημαντική μέρα ήταν στο «Αρκάδι» που είχαμε πάει για τα εκατόν πενήντα χρόνια της Θυσίας του Αρκαδίου, και κάναμε ολονυχτία, με πρωτοβουλία της κυρίας... από το Λύκειο Ελληνίδων... της κυρίας Βαλαρή, αλλά και ο Βιτώρος, ο κύριος Βιτώρος ήταν εκεί, και μουσικοί...ήταν μια κατανυκτική βραδιά. Διάβασα εγώ μαντινάδες και άλλοι μαντιναδολόγοι, παίξανε μουσική, χωρίς χορό βέβαια. Ακούω ότι ήταν μία πολύ ωραία βραδιά χωρίς... χωρίς φώτα, μόνο με... με λαμπάδες, με καντήλια και λοιπά. Όλη νύχτα ήμασταν εκεί. Όλη νύχτα, 00:00 το βράδυ μέχρι το πρωί φύγαμε. Ήτανε μια βραδιά στη μνήμη των θυμάτων του Αρκαδίου που είχε γίνει πριν εκατόν πενήντα χρόνια, δηλαδή το ’66, και εμείς πήγαμε το 2016.
Κύριε Γιώργο, πόσοι καλλιτέχνες τραγουδάνε τις μαντινάδες σας;
Είναι πολλοί, αλλά στη δισκογραφία τώρα έχω δώσει γύρω στους δέκα, στου Ζωιδάκη του Νίκου, στου Τσουρδαλάκη του Σήφη, στου Γαργανουράκη, όπως είπαμε, στου Γουνάκη του Στράτου, οι Κατσαμάδες, ο Νικηφόρος ο Μιχάλης και νεότερα παιδιά, όπως είναι ο... ο Γιώργος ο Αντωνογιαννάκης από το Σελλί, έχουμε γράψει δύο τραγούδια ολόκληρα, και... Κουκάκης ο Γιώργος από την Ασή Γωνιά. Και άλλοι, κι άλλοι... δεν θυμάμαι. Τώρα, αυτές οι μαντινάδες που είναι στη δισκογραφία. Τώρα αυτές που τραγουδάνε τώρα από βιβλία και λοιπά, που διαβάζουν ή που ακούνε... δεν ξέρω πόσοι είναι αυτοί. Βέβαια, είναι θετικό, ότι έχουνε βγει πολλοί και καλοί μαντιναδολόγοι, και γυναίκες πολύ καλές, με κορυφή πιστεύω την Δέσποινα την Σπαντιδάκη η οποία έχει κάνει ένα τεράστιο έργο, η Δέσποινα, και δεν υπάρχει τώρα… απ’ τις δισκογραφίες που βγαίνουν τώρα, οι περισσότερες είναι ντυμένες με δικές της μαντινάδες, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Μπορώ να πω ότι... η μαντινάδα σήμερα γνωρίζει μία τεράστια άνθηση και είναι πολύ καλύτερη σε ποιότητα από τις παλαιότερες μαντινάδες. Απλώς οι παλαιότερες είχανε μεγαλύτερη… ορισμένες είχανε μεγάλη ψυχή μέσα γιατί είχαν βγει από προσωπικά βιώματα. Σήμερα μπορεί να βγούνε και πολλές από «κατά παραγγελία», που λέμε. Αλλά όμως, όσον αφορά τη φαντασία, την ευρηματικότητα, που είναι σημαντικό η ευρηματικότητα, γιατί, όπως και η μουσική, όταν βγει κάτι καινούργιο, εντυπωσιάζει. Όταν είναι βάσει του αλλουνού, μοιάζει με το άλλο, δεν εντυπωσιάζει πάρα πολύ. Έτσι λοιπόν η ευρηματικότητα, η φαντασία, η αλληγορία, είναι σημαντικά. Βγαίνουν ωραία πράγματα σήμερα. Επίσης και ρίμες, στιχουργή[00:50:00]ματα, που λέμε. Γιατί εγώ στο βιβλίο αυτό έχω γράψει και στιχουργήματα.
Εγώ τώρα θα σας πω εδώ... θα σου πω ένα πρόσφατο, δηλαδή πρόσφατο εννοώ... πριν λίγα χρόνια, με την θυσία του Κατσίφα στη Βόρειο Ήπειρο, ενός παλικαριού που τον σκοτώσανε εκεί και άγγιξε τον Ελληνισμό, γιατί αυτός πραγματικά ήταν ένας πατριώτης. Και έγραψα λοιπόν εγώ μία ρίμα, στη μνήμη του Κατσίφα, δεν είναι δηλαδή μόνο μαντινάδες που γράφω, αλλά γράφω και θέματα από τη ζωή και από την επικαιρότητα. Θα το βρω, μια στιγμή. Για τον Κατσίφα λοιπόν λέω: «Ήρωας» τίτλος. «Ήταν τρελός, έτσι τον είπαν ορισμένοι. Τον είπαν χασικλή και επαναστάτη. Έλληνες λογικοί και βολεμένοι, που ζούνε στην ψευτιά και στην απάτη. Τρελός, γιατί ανέβασε σημαία. Γιατί δεν ήθελε την κεφαλή να σκύψει, γιατί ήθελε την Εθνική Ιδέα, με τη ζωή του να υποστηρίξει. Μήπως τρελούς θα πουν και τσι προγόνους; Που θυσιάστηκαν λεύτεροι για να ζούμε; Όσους παλέψανε μες στη σκλαβιά τσι χρόνους, τη Ρωμιοσύνη περήφανα να ιδούμε; Καλιά τρελό σαν τον Κατσίφα να με πούνε, παρά προδότη, Εφιάλτη πουλημένο. Το παλικάρι τούτο πρέπει να τιμούμε, σαν ήρωα, σαν πατριώτη δοξασμένο». Αυτό στη μνήμη του Βορειοηπειρώτη Κώστα Κατσίφα.
Αυτά, κύριε Γιώργο, όταν σας έρχονται οι ιδέες στο μυαλό, έχετε –αυτό που λέμε– πάντα στο πέτο σας ένα στιλό, και ένα χαρτί για να τα γράφετε;
Παλαιότερα ναι. Τώρα έχω το κινητό.
Η τεχνολογία λοιπόν έχει αλλάξει–
Τώρα έχω το κινητό και το γράφω και... γιατί, μπορεί αυτό... όπως έχει πει και ο Γυαλάφτης, ο οποίος είναι μεγάλος μαντιναδολόγος, ο Χαιρέτης ο… Άρης, ο Αριστείδης, η μαντινάδα λέει είναι μία πεταλούδα. Τη βλέπω πάνω, μ’ αρέσει, την πιάνω, την κατεβάζω, τη θαυμάζω, και την αφήνω να φύγει. Πρέπει λοιπόν να την κατεβάσεις, να την έχεις στα χέρια σου και μετά άσ’ την να φύγει να την τραγουδήσουνε κι άλλοι. Μην την βάζεις στο συρτάρι, να χαθεί. Πρέπει να την δώσεις στον κόσμο.
Τις θυμάστε, κύριε Γιώργο, όλες τις μαντινάδες σας;
Όχι, δεν θυμάμαι... αλλά μου έρχονται όμως αναλαμπές, δηλαδή ανάλογα, όταν... όπως είπαμε έχω μια παρέα που τραγουδάει, μου έρχονται... θυμάμαι μαντινάδες μου και τις λέω, οι οποίες είναι θαμμένες στη μνήμη μου, έτσι;
Έχετε καλή μνήμη, κύριε Γιώργο;
Όχι τόσο καλή, θα έλεγα, όμως κάποιος... μου έχει πει ένας φίλος μου ότι: «Πραγματικά, εσύ θυμάσαι...», δηλαδή θυμάμαι ονόματα, θυμάμαι.. αλλά μπορεί να ξεχάσω τι έφαγα χθες, ας πούμε, ξέρω γω, όπως συμβαίνει συνήθως.
Όταν σας ζητήσει κάποιος να του δώσετε μία συμβουλή–
Συμβουλή ε;
–θα του την πείτε σε Νέα Ελληνικά ή θα του πείτε κάποια ρίμα ή κάποια μαντινάδα;
Να σου πω κάτι για τις συμβουλές; Οι συμβουλές τώρα, ναι. «Πρίχου να κάμεις το κακό, πρέπει ν’ αποφασίσεις, παρέα με τσι τύψεις σου, αν εμπορείς να ζήσεις». Όλοι έχουμε τύψεις, άμα κάνουμε κάτι, οπότε πρέπει να το σκεφτείς. «Πριν πάρεις στράτα χωρισμού, και ρίξεις μαύρη πέτρα, ζύγιασε την απόφαση και δίκαιά την μέτρα». Δηλαδή, πολλοί χωρίζουν εν βρασμώ ψυχής, που λέμε, αλλά πρέπει να το ζυγιάσεις. «Πρίχου μιλήσει η καρδιά, ρώτησε το μυαλό σου, η κάθε λέξη που θα βγει, να ’ναι για το καλό σου». «Πάρε του γέρου συμβουλές που ’χει περίσσια πάθη, μες στη σκακιέρα τση ζωής μην κάνεις ίδια λάθη».
Κύριε Γιώργο, ποια είναι η πρόσφατη μαντινάδα, ας πούμε, χθες ή σήμερα το πρωί; Είπατε κάποια; Γράψατε κάποια;
Τώρα είναι το θέμα του κορονοϊού... Ε, αυτές τις μέρες έγινε εδώ μία... συνεχίζουν να μας εμβολιάζουν με το εμβόλιο AstraZeneca, το οποίο έχει σταματήσει στις άλλες χώρες, γιατί έχουν προκύψει κάποια προβλήματα με τις θρομβώσεις. Εδώ συνεχίζουν, όμως, και λέω ότι... σχετικά με το AstraZeneca όχι με όλα τα εμβόλια. «Και τα πειραματόζωα –λέω– έχουν κι αυτά χατίρι. Έπρεπε το εμβόλιο να το ’χαν αποσύρει». Μέχρι να δούμε δηλαδή τι θα γίνει, γιατί δεν ξέρουμε… οπότε πιστεύω ότι θα... θα το βρουν αυτό, θα το φτιάξουν. Σχετικά με τα εμβόλια λοιπόν... επειδή μία μεγάλη κατηγορία είναι και οι σατυρικές μαντινάδες, αν θέλουμε να μιλήσουμε για κατηγορίες. Είχαμε πει στην αρχή για τις ερωτικές, για του πόνου, για της ξενιτιάς, οι εορταστικές, για τις χαρές και τις λύπες της ζωής, αλλά είναι και οι σατυρικές οι οποίες μας ανεβάζουν την διάθεση και μας κάνουν και γελάμε, και λέω: «Πολιτικοί, να κάμετε εμβόλιο τσ’ αλήθειας, για να μη λέτε ψώματα και λόγια της συνήθειας. Της ανθρωπιάς να κάμετε το εμβόλιο, γιατροί μας, αλλιώς να το κατέχετε πως θα ’σαστε οχτροί μας. Εμβόλιο πατριωτισμού, στην πρώτη ευκαιρία, κάντε όσοι δεν διαβάσατε ποτέ σας Ιστορία. Έτσι, θα φύγει ο ιός, θα σηκωθεί η χώρα, που βρίσκεται γονατιστή, ετούτηνα την ώρα». Είναι, είναι πολλά τα θέματα–
Εσείς, κύριε Γιώργο, πώς βιώνετε αυτή την περίοδο του εγκλεισμού και του κορονοϊού;
Αυτήν την περίοδο, είναι μία περίοδος την οποία δεν έχει ξαναζήσει ο κόσμος, έχουνε ξανασυμβεί πολλές μολυσματικές ασθένειες στο παρελθόν, έχουνε χαθεί πάρα πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, αλλά δεν έχει γίνει αυτός ο εγκλεισμός. Εγώ προσπαθώ ψυχολογικά να είμαι σε καλή κατάσταση. Παίζει ρόλο μεγάλο η... η ατμόσφαιρα που επικρατεί στο κάθε σπίτι. Αν –ας πούμε– το αντρόγυνο με τα παιδιά και λοιπά έχουνε καλές σχέσεις, δεν έχουνε κόντρες μεγάλες, η ψυχολογία λοιπόν παίζει ρόλο. Μετά, επειδή, όπως είπα –και είπαν οι αρχαίοι, όχι εγώ–, «ουδέν κακό αμιγές καλού», είναι μια περίοδος περισυλλογής, μπορείς να διαβάσεις βιβλία να μορφωθείς, μπορείς να γράψεις κάτι, εγώ γράφω και αυτές τις μαντινάδες που γράφω και τις ρίμες, βρίσκω ευκαιρία τώρα, ή διαβάζω βιβλία που είχα ξαναδιαβάσει στο παρελθόν και τα ’χω ξεχάσει κάπως. Και περπατάμε κιόλας, κάνουμε περπάτημα, περίπατο τακτικά, μπορώ να πω καθημερινώς 5-6 χιλιόμετρα, και τώρα που θα ανοίξει λίγο-λίγο ο καιρός ακόμα, θα κάνουμε… θα ξεκινήσουμε τα μπάνια. Θάλασσα.
Πολύ ωραία.
Πιστεύω να απελευθερωθούμε μέχρι το καλοκαίρι, με τα εμβόλια και λοιπά, να ξεπεραστεί αυτό, και να μπορέσουμε να επανεκκινήσουμε τις οικονομίες μας, όχι εμείς μόνο, όλος ο κόσμος. Αλλά θα βιώσουμε και μία μεγάλη δυσκολία μέχρι να επαναποκτήσουμε πάλι τον βηματισμό μας.
Υπάρχει κάποια μαντινάδα αισιοδοξίας που σας έρχεται στο μυαλό;
Αισιοδοξίας... Αισιοδοξίας, λοιπόν, λέω... «Αφήνω πίσω μου το χτες, το αύριο ξανοίγω, και το παρόν γλεντίζε το, με λύρα πότε λίγο». Να έχουμε. Και άλλη μία: «Λίγη κι αν είναι η ζωή, έχει μεγάλη αξία, ας τη θωρούμε όλοι μας με αισιοδοξία».
Πολύ ωραία. Κύριε Γιώργο, έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Εγώ θέλω να σε ευχαριστήσω, γιατί και εσύ απ’ την πλευρά σου παράγεις ένα σπουδαίο έργο στον πολιτισμό μας και στην παράδοσή μας. Και να συστήσω σε όλους να έχουν –όπως είπαμε– αισιοδοξία, να αγαπάει ο ένας τον άλλον και να γλεντούνε ο καθένας με τον τρόπο του, όπως μπορεί, ώστε να περνάει όμορφα. Γιατί η ζωή είναι σύντομη, και λέω κλείνοντας: «Φεύγει η ζωή και χάνεται σαν το νερό στη βρύση, κι αλίμονο στον άνθρωπο που δεν θα τη γλεντήσει».
Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γιώργο.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Φωτογραφίες

Γιώργος Ιωσήφ Σηφάκης
Ο αφηγητής.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιώργος Σηφάκης ή Σιμισακογιώργης είναι γνωστός μαντιναδολόγος με καταγωγή από το Ρέθυμνο. Ξεκινά με μια αφήγηση των παιδικών του χρόνων, τα οποία είναι ποτισμένα με διδακτικά παραμύθια και παραδοσιακά γλέντια. Θυμάται έπειτα τις σπουδές του στα Τουριστικά, τη στρατιωτική του θητεία –όταν γνωρίζει και τον Ross Daly– και την εργασία του σε διάφορα ξενοδοχεία. Μετά από τις πρώτες εργασιακές περιπλανήσεις, εγκαθίσταται μόνιμα στην Κρήτη. Η εφημερίδα «Κρητικά Επίκαιρα» προσφέρει την πυρίτιδα, ώστε ο αφηγητής να ξεκινήσει τη δημοσίευση μαντινάδων. Μας μιλά για τα δομικά στοιχεία μιας μαντινάδας και μας αναφέρει τους διαγωνισμούς που τον κινητοποίησαν. Στο μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι», αφήνει μαντινάδες στις γωνίες των σουπλά, και στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα» ξεκινά την καθημερινή του στήλη «Με μαντινάδες σας μιλώ». Η απώλεια αγαπημένων ανθρώπων, που ταράζει την κρητική κοινωνία, γίνεται πηγή για τα έργα του. Στον χώρο της μνήμης, ο αφηγητής θυμάται και την πολυτάραχη ιστορία του παππού του, αλλά και τη δημιουργία της δικής του οικογένειας. Επιθυμεί αδιάσειστα να παραμείνει στην Κρήτη και απαριθμεί τα κρητικά ιδανικά. Κάνει λόγο για τις καλλιτεχνικές του συνεργασίες και κλείνει με τρεις μαντινάδες, ευχόμενος αισιοδοξία μέσα στον κορονοϊό και γλέντι μέσα στη ζωή μας.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Σηφάκης
Ερευνητές/τριες
Μαριάννα Τζιράκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/03/2021
Διάρκεια
59'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γιώργος Σηφάκης ή Σιμισακογιώργης είναι γνωστός μαντιναδολόγος με καταγωγή από το Ρέθυμνο. Ξεκινά με μια αφήγηση των παιδικών του χρόνων, τα οποία είναι ποτισμένα με διδακτικά παραμύθια και παραδοσιακά γλέντια. Θυμάται έπειτα τις σπουδές του στα Τουριστικά, τη στρατιωτική του θητεία –όταν γνωρίζει και τον Ross Daly– και την εργασία του σε διάφορα ξενοδοχεία. Μετά από τις πρώτες εργασιακές περιπλανήσεις, εγκαθίσταται μόνιμα στην Κρήτη. Η εφημερίδα «Κρητικά Επίκαιρα» προσφέρει την πυρίτιδα, ώστε ο αφηγητής να ξεκινήσει τη δημοσίευση μαντινάδων. Μας μιλά για τα δομικά στοιχεία μιας μαντινάδας και μας αναφέρει τους διαγωνισμούς που τον κινητοποίησαν. Στο μεζεδοπωλείο «Μεσοστράτι», αφήνει μαντινάδες στις γωνίες των σουπλά, και στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα» ξεκινά την καθημερινή του στήλη «Με μαντινάδες σας μιλώ». Η απώλεια αγαπημένων ανθρώπων, που ταράζει την κρητική κοινωνία, γίνεται πηγή για τα έργα του. Στον χώρο της μνήμης, ο αφηγητής θυμάται και την πολυτάραχη ιστορία του παππού του, αλλά και τη δημιουργία της δικής του οικογένειας. Επιθυμεί αδιάσειστα να παραμείνει στην Κρήτη και απαριθμεί τα κρητικά ιδανικά. Κάνει λόγο για τις καλλιτεχνικές του συνεργασίες και κλείνει με τρεις μαντινάδες, ευχόμενος αισιοδοξία μέσα στον κορονοϊό και γλέντι μέσα στη ζωή μας.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Σηφάκης
Ερευνητές/τριες
Μαριάννα Τζιράκη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/03/2021
Διάρκεια
59'