© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η περίοδος της Χούντας στην Καλαμάτα και ο σεισμός του '86

Κωδικός Ιστορίας
18285
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παύλος Γκραίκης (Π.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/02/2021
Ερευνητής/τρια
Χαράλαμπος Ευάγγελος Ανδριανόπουλος (Χ.Α.)
Χ.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας, θα μπορούσατε να μου πείτε τ’ όνομά σας;

Π.Γ.:

Παύλος Γκραίκης του Δημητρίου.

Χ.Α.:

Σήμερα είναι 26 Φεβρουαρίου 2021, βρίσκομαι στην Καλαμάτα με τον κύριο Γκραίκη Παύλο. Εγώ ονομάζομαι Χαράλαμπος Ανδριανόπουλος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Κύριε Παύλο, πόσο χρονών είστε;

Π.Γ.:

70.

Χ.Α.:

Και πού γεννηθήκατε;

Π.Γ.:

Στην Καλαμάτα.

Χ.Α.:

Εδώ περάσατε τα παιδικά και νεανικά σας χρόνια;

Π.Γ.:

Βέβαια. Όλη μου η ζωή, μέχρι σήμερα, έχει συντελεστεί στον χώρο της Καλαμάτας και της Μεσσηνίας.

Χ.Α.:

Η καταγωγή σας κι η καταγωγή της οικογένειάς σας είναι από την Καλαμάτα;

Π.Γ.:

Από τον πατέρα μου είμαι δεύτερης γενιάς πρόσφυγας. Ο παππούς ήρθε από το Νιοχώρι της... προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως, και από τη μητέρα, από την ορεινή Λακωνική Μάνη, το γένος Βαβούλη, Κωνσταντίνος Βαβούλης ο παππούς αυτός, ο οποίος μάλιστα έφυγε πολύ γρήγορα μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Νέα Υόρκη.

Χ.Α.:

Αναφέρατε ότι το κλαδί της πατρικής σας καταγωγής προέρχεται από μέρη τα οποία βρίσκονται εντός της σημερινής Τουρκίας.

Π.Γ.:

Ναι.

Χ.Α.:

Η οικογένειά σας, επομένως, από το σόι του πατέρα σας, ήρθε στα πλαίσια της Μικρασιατικής... του Μικρασιατικού;

Π.Γ.:

Όχι, δεν ήρθε στην ανταλλαγή πληθυσμών, το ‘22 δηλαδή. Είναι στους πρώιμους πρόσφυγες, ο παππούς με τον αδελφό του, ο παππούς Κωνσταντίνος Βαβούλης... Γεώργιος... ο παππούς Γεώργιος Γκραίκης, Γεώργιος Γκραίκης, με τον αδελφό του, Παναγιώτη Γκραίκη, ήρθανε από το Νιοχώρι, από τα Δαρδανέλια. Ήρθαν το ’14. Ουσιαστικά δηλαδή είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία έχουν ξεκινήσει ήδη οι διωγμοί από τους Νεότουρκους των χριστιανών. Όχι των Ελλήνων μόνο, των χριστιανών. Βέβαια το δράμα περισσότερο το έζησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί... οι ελληνικοί χριστιανικοί πληθυσμοί, τόσο στα Στενά, όσο και στη Μαύρη θάλασσα, ο Πόντος δηλαδή, όσο και τα παράλια στη συνέχεια, που κορυφώθηκε αυτό το πράγμα με την καταστροφή της Σμύρνης, την οπισθοχώρηση του... το σπάσιμο του μετώπου, την οπισθοχώρηση ελληνικού στρατού, άρα και βρέθηκε ο ελληνισμός της Ανατολής, συνολικά πλέον, βρέθηκε σε μια λαίλαπα καταστροφική. Με εκτελέσεις, με τα ταμπουρού αμελέ, που ήταν τα τάγματα, πήραν όλους τους άνδρες και πήγαν στα βάθη της Ανατολής για να κάνουν τα δημόσια έργα, για να κάνουν την ανασυγκρότηση... οι Νεότουρκοι την ανασυγκρότηση της Τουρκίας. Εν πάση περιπτώσει, είναι μόνο σελίδα μαύρη για την οικογένειά μας, από την πλευρά του πατέρα μας, αλλά είναι και για τον ελληνισμό ολόκληρο αυτή η καταστροφή. Από την πλευρά του παππού της μητέρας, ο οποίος ήταν ο Κωνσταντίνος Βαβούλης, γεννημένος τέλη του '870, το '888 φεύγει μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες και παλιννοστεί στην Ελλάδα... παλιννοστεί το ‘12 για να πολεμήσει, όπως γύρισαν χιλιάδες παππούδες τότε για να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς Αγώνες, όμως έχουν μετά γίνει οι ποσοστώσεις από την πλευρά του αμερικανικού κράτους, στις εθνότητες, και δεν μπορεί να γυρίσει πίσω ο παππούς. Και μένει εδώ και πεθαίνει εδώ, σε ηλικία 74 ετών, το 1957, που ήμουν εγώ νέος, μικρό παιδί, ήμουν 6 χρονών, 6-7 χρονών. Αυτή κοντολογίς είναι η προέλευση της οικογένειας. Τώρα, η μία γιαγιά από τον παππού της μητέρας μου, τον Βαβούλη τον Κωνσταντίνο, παντρεύεται στο Γύθειο και παίρνει ως σύζυγό του την Ηλιοστάλαχτη... και ο άλλος παππούς, ο Γιώργος, παίρνει, του γένους Χασένιου, την Ευτέρπη. Όπως επιβεβαιώνεται ιστορικά, στην ανατολή χρησιμοποιούσαν ονόματα αρχαία ελληνικά, αλλά και ονόματα που είχαν σχέση με την Κλασική Ελλάδα, δηλαδή, μούσες, θεότητες, άνθη... άνθη και λοιπά, ενώ ο ελλαδικός κόσμος εκείνη την εποχή, το ‘14 δηλαδή, λειτουργούσε με άλλους κοινωνικούς κώδικες, με άλλους οικονομικούς ρυθμούς, χαμηλότερους απ’ την Ανατολή. Μιας κι όπως έχει καταγραφεί και τα γνωρίζουμε πλέον σήμερα, ότι η καταστροφή του ανατολικού ελληνισμού, ήρθε πλέον κατ’ ανάγκην, με τις ανταλλαγές πληθυσμών, αλλά και ως πρόσφυγας, και το ελληνικό στοιχείο της ανατολής, είναι αυτό που έχει καταγραφεί, ανέταξε τη δεκαετία, την υπόλοιπη δεκαετία, του ‘20 και του ’30, έπαιξε ρόλο ως πληθυσμός και στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως και στη συνέχεια, στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, του ’60 που τη θυμάμαι πάρα πολύ καλά εγώ, είναι οι δεκαετίες στις οποίες καταδεικνύεται πως το προσφυγικό στοιχείο από την Ανατολή που ήρθε στην Ελλάδα ήταν αυτό που έκανε τη μεγάλη δημιουργία. Την αύξησε δηλαδή. Ήταν εποχή, άλλωστε, της μεταβιομηχανικής εποχής. Άρα από κει ήρθαν... ο ελληνισμός από εκεί ήρθε με υψηλό επίπεδο στα γράμματα, στις τέχνες, στο διεθνές εμπόριο και κατεγράφη ότι αυτό συνέβη και στην Ελλάδα με την έλευση αυτών των Ελλήνων. Άρα εγώ έχω ζήσει... είμαι το τρίτο κατά σειρά παιδί κι αγόρι της οικογένειας, του Δημητρίου Γκραίκη, και υπάρχει και μια αδερφή, η Ευτέρπη, που έχει βέβαια το όνομα της γιαγιάς, βέβαια. Για να πούμε για το όνομα, ονόματα και το μικρό όνομα, το όνομα Γκραίκης γράφεται με «αι», έχοντας τη ρίζα «Γραικός». Βέβαια, επειδή τα αδέλφια, ο πατέρας και οι θείοι το ‘62 έκαναν δικαστήριο για να ξεκαθαρίσουν τ’ όνομά τους, γι’ αυτό κι εγώ σήμερα έχω πρώτα ξαδέρφια τώρα που γράφονται είτε Γραικός με αι είτε Γκρέκης με ε. Παρ’ όλ’ αυτά είμαστε πρώτα ξαδέρφια. Το όνομα, ψάχνοντας για αρκετά χρόνια εγώ, είναι ανάδελφο. Δεν υπάρχει, πλην του δικού μας δέντρου, στην Ελλάδα, μιας κι ο παππούς ο δικός μου είχε παιδιά, ενώ ο αδερφός του παππού μου έμεινε άκληρος. Ψάχνοντας λοιπόν, έχουμε βρει παρόμοια ονόματα με το δικό μας, όχι όμως από το δικό μας δέντρο. Άρα είμαστε... Όπως η χώρα είναι ανάδελφος, ως εθνότητα, έτσι κι εμείς είμεθα ανάδελφοι ως προς το επώνυμό μας. Υπάρχει Σκρέκης, Σκρέκας, Γρέκης, Γρέκος, Γκρέκος, δεν υπάρχει όμως Γκραίκης ή Γραικός με αι που να ‘χει σχέση μ’ εμάς. Έχουμε ανακαλύψει μόνο έναν Γραικό με αι, που έχει γραφείο στην Αταλάντη τουριστικό γραφείο με πούλμαν, όμως, συνομιλώντας μαζί του, δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας δέντρο και την οικογένεια, μιας και η καταγωγή και αυτουνού δεν είναι από τη δική μας περιοχή, από κει που ήρθε ο παππούς, από κει που ήρθαν οι παππούδες. Με αυτό κλείνει το επώνυμο. Για το όνομα να πούμε ότι, ενώ τα αδέλφια μου κι η αδελφή μου έχουν πάρει τα ονόματα των παππούδων και των γιαγιάδων, εγώ, επειδή ήμουν το τρίτο αγόρι της οικογένειας, το όνομά μου το πήρα σε ανάμνηση όταν έκλεινε τα 50 του χρόνια ο βασιλεύς Παύλος των Ελλήνων, όταν ο τότε μητροπολίτης, Χρυσόστομος Δασκαλάκης, της Καλαμάτας, αναζήτησε 25 αγόρια και 25 κορίτσια να τους δώσει το όνομα Παύλους και Παυλίνες. Οι [00:10:00]περισσότεροι είμαστε ακόμα σε ζωή και μιλάμε μεταξύ μας. Ήμαστε συμμαθητές απ’ ό,τι καταλαβαίνεις, και αρκετοί απ’ την ίδια γειτονιά μεγαλώσανε. Το όνομα αυτό το έδωσε ο Δασκαλάκης προς τιμήν του βασιλέως, που έκλεινε τα 50 του χρόνια. Έχουμε οι περισσότεροι, εγώ τουλάχιστον, έχω το χρυσό σταυρό, ο οποίος είναι ρομβοειδής σταυρός με στέμμα, μονόγραμμα, και πίσω η ημερομηνία βάφτισης. Βαφτίστηκαν όλες οι Παυλίνες, όλα τα κορίτσια, τα 25, με ένα νερό σε μία κολυμπήθρα, και όλα τα αγόρια, τα 25 αγόρια, σε ένα νερό, σε μία κολυμπήθρα. Ανάδοχοι, εις το όνομα του βασιλέως και εκπροσωπώντας τον βασιλέα, ήταν οι πρόεδροι σωματείων και οργανισμών. Εγώ εξακολουθώ να αισθάνομαι υπερήφανος γιατί εγώ βαφτίστηκα από τον πρόεδρο του ένδοξου σωματείου λιμενεργατών Καλαμάτας, το οποίο, για όσους δεν γνωρίζουν, και εσείς οι νέοι, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία της πόλης, μιας και είχε φτάσει το σωματείο να έχει 560 λιμενεργάτες. Να σημειώσω εδώ ότι η συντριπτική πλειοψηφία ήταν πρόσφυγες, όπως και ο νονός μου. Μικρασιάτες όλοι αυτοί, που είχαν έρθει, όπως είπαμε, ή το ‘14 ή το ‘22, και είναι μεγάλη μου τιμή που ο Στέλιος Κρεμμύδας, τότε πρόεδρος του σωματείου λιμενεργατών, με βάφτισε στο όνομα του Βασιλέως και έζησα και με την οικογένεια του νονού μου, καλοκαίρια, πολλές εβδομάδες. Δηλαδή με έπαιρνε η νονά μου στο σπίτι... έτσι γινόταν τότε, οι νονοί, οι ανάδοχοι, και οι νονές ήταν πραγματικά δεύτεροι γονείς για τα παιδιά, κάτι που σήμερα έχει απομακρυνθεί απ’ αυτό που λέμε πνευματικός πατέρας. Εγώ, έχοντας αυτές τις εμπειρίες βέβαια, δεν μπορώ να μη σου σημειώσω, κύριε Ανδριανόπουλε, ότι στα δύο κορίτσια που έχω βαφτίσει κρατώ αυτή τη σχέση του πνευματικού πατέρα και μιλώ με τα κορίτσια που έχω βαφτίσει. Μου ανοίγονται, μου λένε τα προβλήματά τους, πιο πολύ σε μένα απ’ τον πατέρα τους και τη μάνα τους. Και αυτός, αν θέλεις, είναι ο κορυφαίος ρόλος του ανάδοχου, του νονού και της νονάς. Τώρα να μιλήσω λίγο για τη ζωή μου. Έχω γεννηθεί το ’51, αρχές ‘51, 17 Μαρτίου, μέσα στο γήπεδο του Μεσσηνιακού. Εκεί με ξεγέννησε η μαμή, ξεγέννησε τη μητέρα μου, που ήταν ο πατέρας μου κι η μητέρα μου επιστάτες στο γήπεδο του Μεσσηνιακού. Το γήπεδο του Μεσσηνιακού ανήκει στο Μεσσηνιακό γυμναστικό σύλλογο, που είναι ο πρώτος σύλλογος αθλητικός της χώρας. Έχει δηλαδή ημερομηνία ίδρυσης το 1888. Έτσι λοιπόν, αντιλαμβάνεστε, κύριε Ανδριανόπουλε, αφού γεννιέμαι μέσα στο γήπεδο του Μεσσηνιακού, που εκτός απ’ την πλατεία Βασιλέως Γεωργίου και την πλατεία 23ης Μαρτίου, δεν υπάρχουν άλλοι χώροι συνάθροισης της πόλεως την εποχή εκείνη, και πλέον εκεί που γεννιέμαι εγώ δεν γίνονται μόνο ποδοσφαιρικοί αγώνες, ούτε μόνο γυμναστικές επιδείξεις και η εκπαίδευση των γυμνασίων, αλλά γίνεται κι η εκπαίδευση των στρατιωτών του 9ου Τάγματος Πεζικού, το οποίο βρίσκεται ανατολικά από το γήπεδο του Μεσσηνιακού, το οποίο αριθμούσε τότε η κάθε σειρά 2.000 στρατιώτες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι εκεί έλαβαν χώρα, πέρα από αγώνες ποδοσφαίρου κι αυτά τα γυμνάσια, εγώ θυμήθηκα και ασκήσεις του ΝΑΤΟ, οι οποίες λάβαιναν χώρα με θέρετρο των επιχειρήσεων και το 9 Σύνταγμα Πεζικού, αλλά και το γήπεδο του Μεσσηνιακού. Επίσης, εκεί εδίδοντο και, ας ονομάσουμε, αυτές δημόσιες κεντρικές εκδηλώσεις. Και δεν εννοώ αυτό που γίνεται στην πλατεία ακόμα και σήμερα τις πολιτικές ομιλίες. Εκεί γινόντουσαν όλες οι επιδείξεις οι παλαιστικές, αγώνες κατς, αγώνες... τα Παπαφλέσσεια βέβαια, που είναι θεσμοθετημένο γεγονός ακόμα και σήμερα και είναι διεθνές το meeting του Παπαφλεσσίου σήμερα. Τότε, τα Παπαφλέσσεια ήταν ένα επιστέγασμα, ένα ετήσιο επιστέγασμα, αθλητικό, επιστέγασμα που κάλυπτε αγώνες στίβου. Γίνονταν οι Παμπελοποννησιακοί αγώνες στο γήπεδο του Μεσσηνιακού, το οποίο είχε, πέρα από στάδιο γηπέδου, τερέν γηπέδου, είχε... με 8 κουλουάρ, διάδρομο, με καρβουνίδιο τάπητας, που «αγκάλιαζε» το γήπεδο κι ήταν οι το 400άρι και το 200άρι το χιλιόμετρο... τα χιλιόμετρα κτλ., οι αγώνες. Αλλά και βαλβίδες για εις μήκος, άλμα εις μήκος, εις ύψος, ακοντισμό, σφαιροβολία. Πετούσαν και λιθάρι θυμάμαι τότε, το αρχαίο δηλαδή, την αρχαία ρίψη. Αλλά... Ακόμα, είχε και μια σειρά από αγωνίσματα, πάντα στίβου. Με μεγάλο ενδιαφέρον. Υπήρχαν μόνιμες κερκίδες, στη βόρεια πλευρά, που ήταν και το σπίτι μας, που ήταν και το υπόστεγο με τα πολύζυγα και τις δοκιμασίες στην άρση βαρών. Άρα λοιπόν η ζωή μου μέχρι να φύγω απ’ το γήπεδο, που έφυγα αν θυμάμαι καλά 12 χρονών, είχε εμπειρίες μεγάλες από μικρό παιδί. Έζησα δηλαδή όλα αυτά τα γεγονότα, συγκλονιστικά γεγονότα. Εκεί γινόντουσαν όλες οι... Δεν υπήρχαν πλατείες... άλλες πλατείες κι αλάνες, και πολλές φορές το γήπεδο το χρησιμοποιούσε η γειτονιά. Να πω παράδειγμα: το χρησιμοποιούσε την Καθαρά Δευτέρα, τις Κυριακές των Αποκριών, στην Αποκριά, οι μασκαράδες να περιδιαβούν μέσα στο γήπεδο κτλ. Άρα λοιπόν είμαι πολύ γεμάτος. Ακόμα εδώ να σημειώσω, για να είμαι σωστός και με την Ιστορία και να τιμήσω την περιοχή, ότι λόγω του γηπέδου, αλλά και του συντάγματος δίπλα, εκεί στο βόρειο μέρος της γειτονιάς μας, στον Άγιο Σίδερη, υπήρχαν και τα σπιτάκια στις ελιές, που ήταν οι κοπέλες που εξυπηρετούσαν τις πραγματικές ανάγκες την εποχή εκείνη, μιας και η πόλη περιοδικά δεχόταν ξένους πληθυσμούς, κι από το Σύνταγμα το 9ο, και από τις εκδηλώσεις στο γήπεδο, που ήταν επισκέπτες εκτός νομού. Αλλά πρέπει να σας σημειώσω εδώ ότι η πόλη είχε μεγάλη επισκεψιμότητα και λόγω του λιμανιού. Αν πάμε, δηλαδή, στις αρχές του '900, θα δούμε ότι από εδώ έφευγε πλοίο κατευθείαν για Νέα Υόρκη. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι εδώ είχαμε, πέραν του τοπικού εμπορίου, δηλαδή που τα προϊόντα απ’ όλη τη Μεσσηνία κατέληγαν, είτε νωπά στην αγορά είτε μεταποιημένα, στις τοπικές μεταποιητικές μεταχειρίσεις, να πηγαίνουν στο λιμάνι μετά έτοιμα προς εξαγωγές. Αλλά είχαμε και μετακίνηση του μεταναστευτικού ρεύματος, του πρώτου και του δεύτερου, που έγινε εδώ απ’ το λιμάνι της Καλαμάτας. Επειδή θέλω η παρουσία και η καταγραφή της δικής μου προσωπικής ιστορίας και της οικογένειάς μου να καταγραφεί και να περάσει σε σημεία τα οποία πρέπει να παραμείνουν στις μνήμες, θα δώσω μια συνέχεια, κύριε Ανδριανόπουλε, και θα παρουσιάσω, μιας και εγώ ουσιαστικά είμαι 70 χρόνια αδιάλειπτα, πλην από τα 3 χρόνια που υπηρέτησα στην Ελληνική, στη Βασιλική τότε Αεροπορία, στην Καλαμάτα, μιας και οι σπουδές μου καταγράφονται στην Εμπορική Σχολή Καλαμάτας, η οποία τότε λειτουργούσε υπό τη διεύθυνση, και περίπου διοίκηση, του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Καλαμάτας. [00:20:00]Άρα είμαι απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής και είμαι κι απόφοιτος των Σχολών Εργοδηγών, τις οποίες είχε θέσει σε ισχύ το κράτος τότε. Άρα εγώ με τα δύο αυτά πτυχία μέσης εκπαίδευσης, όχι μόνο σταδιοδρόμησα, όχι μόνο με αυτές τις δύο άδειες, μ’ αυτές τις δύο επαγγελματικές πιστοποιήσεις που είχα, μπόρεσα να ασκήσω επιτυχώς το επάγγελμά μου, αλλά, όπως θα πω κι αργότερα, να βρεθώ και στο επίκεντρο των εξελίξεων της πόλης και του νομού και να διαδραματίσω κι εγώ ως ψηφίδα το ρόλο μου στο μεγάλο μωσαϊκό της ανάπτυξης και το πώς λειτούργησε μέσα από τις δομές της αυτοδιοίκησης και του επιμελητηρίου ο νομός Μεσσηνίας.

Π.Γ.:

Ας πιάσουμε το μεγάλο ζήτημα του λιμανιού, της τοπικής παραγωγής, της ενασχόλησης του πληθυσμού και να δούμε ποιος παρήγαγε τον πλούτο την εποχή εκείνη. Την εποχή εκείνη που ζω εγώ, που είναι το τέλος της δεκαετίας του ‘50, κυρίως όμως η δεκαετία του ‘60 που είμαι έφηβος και κατ’ ανάγκην επηρεάζομαι από τα διεθνή ευρωπαϊκά κι ελληνιστικά ρεύματα της εποχής, αισθάνομαι ταυτόχρονα, κύριε Ανδριανόπουλε, ότι η δική μου πορεία, σε αντίθεση με του μεγάλου μου αδερφού, που μόλις απέχει 12 χρόνια πριν, τυχερός αισθάνομαι εγώ. Εγώ είμαι τυχερός, που γεννήθηκα το ‘51 και δεν έζησα τον πόλεμο που έζησε ο αδελφός μου, την Κατοχή, την πείνα, το λιμό, το θάνατο, πέρα από το μέτωπο και τους σκοτωμούς των ηρώων, των Ελλήνων. Πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα. Άρα λοιπόν δεν τα ζω αυτά εγώ, κι όχι μόνο δεν τα ζω, αλλά ζω τη μετέπειτα ειρήνη, αλλά ταυτόχρονα και τις διεργασίες στην κοινωνία μέσα από τα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα, που λαβαίνουν χώρα την περίοδο εκείνη. Εκεί λοιπόν τι συμβαίνει; Ενώ τη δεκαετία του ‘50 ακολουθώ κι εγώ την πεπατημένη των παραδόσεων, των νόμων του κράτους, της Εκκλησίας, κτλ., τα στερεότυπα δηλαδή, η δεκαετία του ‘60 με βρίσκει έφηβο, και μαζί με τους συμμαθητές μου, τους συμπολίτες μου και τους φίλους μου, μας βρίσκουν τα διεθνή ρεύματα. Συμβαίνει τότε η μεγάλη υπόθεση του πολέμου του Βιετνάμ, το ρεύμα της αμφισβήτησης των κυβερνώντων τον πλανήτη, το μεγάλο ρεύμα που τα ενσωματώνει αυτά, «Ειρήνη, όχι Πόλεμος», αλλάζουν όλα τα πολιτιστικά πρότυπα και πηγαίνουμε στην κατάκτηση ελευθερίας του ατόμου, ουσιαστικά σε επίπεδο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών, ότι ο καθένας είναι αυθύπαρκτη προσωπικότητα και δεν μπορεί ούτε οι γονείς του να του θέσουν όρους οι οποίοι αμφισβητούν την πορεία και τα όνειρά του προς το μέλλον. Αυτό δημιουργεί δύο καταστάσεις ως αποτέλεσμα, το λέω τώρα, μετά: η μία είναι η ελευθερία και της σκέψης, και της δράσης, άρα είναι το θετικό κομμάτι που δημιουργεί τον κόσμο που έχουμε σήμερα, κι η άλλη είναι η αρνητική πορεία, είναι το κακό κομμάτι δηλαδή του αναρχισμού, το οποίο μας οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε αδιέξοδα, πράγμα που το ζούμε μέχρι και σήμερα. Για να θέσω κι ένα σύγχρονο ερώτημα, ο Κουφοντίνας, ο οποίος είναι ο δολοφόνος, ο σχεδιαστής κι ο δολοφόνος, της 17 Νοέμβρη, το ερώτημα σήμερα διίστανται: Είναι ένας επαναστάτης στυλ Γεωργίου Καραϊσκάκη, ή να μιλήσω για τον τόπο, Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη, ή είναι κάτι άλλο; Θέτω αυτό το κορυφαίο ερώτημα, θέτοντας ένα στίγμα για προβληματισμό. Επειδή, όπως διάβασα το ενημερωτικό σημείωμα για να δεχτώ και να παραχωρήσω αυτή τη συνέντευξη, κι έδωσα πλήρη ελευθερία της τοποθέτησής μου, να είναι πανελεύθερη και να εξελιχθεί, αν θέλετε, και σε πόνημα των μελλοντικών γενεών, φοιτητών, πανεπιστημίων, Ι.Ε.Κ. κτλ., γι’ αυτό με βλέπετε, είμαι... εκτός από χείμαρρος είμαι και πανάνοικτη πόρτα. Δεν κλείνω πόρτα σε ιδέες, θέσεις, απόψεις, γιατί αλλιώς θεωρώ ότι δεν είναι πραγματικές. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτά τα ρεύματα, αναπτύσσεται, κατά την άποψή μου, αναπτύσσεται ο καλός, ελεύθερος στη σκέψη, Έλληνας κι Ελληνίδα και δημιουργεί αυτό που δημιουργεί. Τελειώνοντας τη δεκαετία του ‘60, μπαίνουμε στη δεκαετία του ‘70, υποχωρεί κάτω από την πίεση αυτών των ανθρώπων η ελληνική Χούντα, η οποία είχε έρθει μόλις, ήμαστε έφηβοι, κι εγώ κι οι φίλοι, συνομήλικοι και συμμαθητές μου. Κάτω από την πίεση λοιπόν που ασκεί αυτό το ελεύθερο πνεύμα, υποχωρεί η Χούντα, όχι μόνο κάτω απ’ αυτό, αλλά και κάτω από τα δικά της ανομήματα. Δηλαδή η Χούντα έκανε δύο λάθη, κατά την άποψή μου. Το ένα είναι ότι πιο γρήγορα δεν οδήγησε σε ελεύθερες εκλογές. Έπρεπε δηλαδή να δώσει χάρη στις πολιτικές προσωπικότητες της εποχής εκείνης, αριστερούς, κεντρώους, δεξιούς, δεν έχει καμία σημασία. Δεν είναι δική της δουλειά, γιατί ήταν στρατιωτικό καθεστώς, κι αυτό το εκφράζω ως θέση και για τις σημερινές χούντες, δηλαδή και για τις σημερινές στρατιωτικές παρεμβάσεις. Οι στρατιωτικές παρεμβάσεις, κατά την άποψή μου, πρέπει να γίνονται για να επιλύουν αδιέξοδα πολιτικών προσπαθειών. Αν πράγματι οι πολιτικές ηγεσίες προσπαθούν και δεν δίνουν λύση, πρέπει να τη δίνει ο στρατός, αλλιώς καταλύεται η έννοια του κράτους, δεν υπάρχει κράτος. Γιατί κράτος, όπως γνωρίζετε, κύριε Ανδριανόπουλε, είναι ένα σύνολο ανθρώπων, μονίμως βιώντων, εις τον αυτόν τόπον και υπακουόντων εις την αυτήν εξουσίαν. Όταν δεν δίνουν λύση, λοιπόν, οι πολιτικές ηγεσίες, επεμβαίνει ο στρατός, ο οποίος επί βραχυτάτω χρόνω, πρέπει να αποκαταστήσει την τάξη, άρα να υπάρχει κράτος, άρα να υπακούν όλοι στο κράτος, το οποίο όμως πολύ σύντομα, δίνοντας χάρη και ελευθερία στις πολιτικές ηγεσίες, θα οδηγήσουν το λαό σε ελεύθερες εκλογές. Αυτό ήταν και το αδιέξοδο που έδωσε την ευκαιρία στους στρατιωτικούς την εποχή εκείνη να φέρουν τη Χούντα. Βέβαια, πάντα οι χούντες ονομάζονται πολιτικές επαναστάσεις οι οποίες αποκαθιστούν την τάξη. Στην πραγματικότητα, και για να είμαστε εν τάξει και με την κλασική Ελλάδα και τη δημιουργία του όρου και της αίσθησης της δημοκρατίας και της τυραννίας, όχι, δεν υπάρχει πολιτική-στρατιωτική ηγεσία, υπάρχει τυραννία, υπάρχει χούντα. Όχι, δεν υπάρχει Χούντα όταν είναι πολιτικές ηγεσίες, ο λαός ψηφίζει ελεύθερα, κατεβάζει τις κυβερνήσεις που δεν τον εκπροσωπούν και ανεβάζει τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα και τις ιδέες που τους εκπροσωπούν. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι ο άμεσος όρος της δημοκρατίας. Τώρα η δημοκρατία μας σήμερα βέβαια είναι έμμεση, όπως ξέρετε, δεν είναι όπως στην κλασική Αθήνα, που υπήρχε πλέον Εκκλησία του Δήμου.

Χ.Α.:

Πώς βιώσατε τη δεκαετία του ‘70 και τη δεκαετία του ‘80 στην Καλαμάτα; Γιατί υπήρξαν δύο πρωτόγνωρες καταστάσεις, η μία ήταν πολιτική και στρατιωτική, όπως αναφέρατε, η Χούντα, κι η δεύτερη ήταν φυσικής καταστροφής, στη δεκαετία του ‘80, που έγινε ο σεισμός του ‘86.

Π.Γ.:

Ναι. Με έχει χαράξει τόσο η εγκαθίδρυση της Χούντας, με έχει συγκλονίσει. Αυτό που με συγκλόνισε είναι το βράδυ που έγινε, 21 Απριλίου, η Χούντα, το πρωί με ενημέρωσε ο πατέρας μου, εμένα και τ’ αδέρφια μου, ότι «ακούστε, έχει εφαρμοστεί στρατιωτικός νόμος. Απαγορεύεται και να συζητήσετε τρία άτομα στο δρόμο ή να κυκλοφορήσετε έξω μετά την πτώση του [00:30:00]φωτός, του ηλίου. Απαγορεύεται, υπάρχει φόβος να σας συλλάβουν, να σας εκτελέσουν, να σας κακομεταχειριστούν, να σας πάνε σε μπουντρούμια, να σας ξυλοφορτώσουν, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν». Αυτό είναι το πρώτο σοκ, το οποίο το παθαίνω, όπως καταλαβαίνετε, έφηβος. Το δεύτερο σοκ, επί Χούντας πάλι, είναι όταν, μετά το πέρας της Εμπορικής Σχολής, συνηθίζαμε εμείς, νέα παιδιά –και δεν εννοώ το ‘67, εννοώ αργότερα, που χαλάρωσαν κοινωνικά τα πράγματα– κατεβαίνοντας την Αριστομένους, τραγουδάγαμε, «βράχο-βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ». Δεν σας κρύβω ότι δεν ξέραμε όλοι ότι απαγορεύεται, γιατί ο νέος έχει και ελαφρότητα στη συγκρότησή του. Δηλαδή δεν τον πολυνοιάζει τι θα πει άλλος, για το πώς συμπεριφέρεται ή τι λέει. Ακόμα έτσι είναι ο νέος και σήμερα, και δεν θ’ αλλάξει ούτε αύριο. Εκεί στη γωνία, Κρήτης κι Αριστομένους, παραφύλαγε ένας χωροφύλακας στου Μανεσιώτη το κτήμα, που είναι τώρα αυτή η πολυκατοικία η μεγάλη, που είναι το China Town, το εμπορικό κατάστημα, και επειδή ήμουν από τους πρώτους εγώ, με το που βγαίνω στη γωνία, μου τραβάει μια κλωτσιά και σηκώθηκα δύο μέτρα στον αέρα. Και με προσβλητικό εννοείται κτλ., «κωλόπαιδα, βράχο-βράχο, ε;» Λοιπόν... Και μας πάει στο 2ο Αστυνομικό τμήμα, μας άφησαν βέβαια ελεύθερους, αλλά κι αυτό για μένα ήταν σοκ, υπό την έννοια ότι αυτός μας ειρωνευόταν μέχρι να πάμε εκεί πέρα, «βράχο-βράχο ε;» Και μετά μάθαμε στο τμήμα ότι δεν πρέπει να λέμε το τραγούδι, «Βράχο-βράχο τον καημό μου», γιατί το έχει... είναι του Θεοδωράκη, άρα είναι απαγορευμένα, τότε συνειδητοποιήσαμε, τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Όπως επίσης, το επόμενο σοκ, για μας, και για εμένα προσωπικά, πάλι επί Χούντας, είναι όταν υπηρετώ στην Αεροπορία, 1973, αρχές ‘74 που απολύθηκα, τρία χρόνια υπηρέτησα. Γίνεται το κίνημα Βέλος, του πλοίου «Βέλος», το οποίο φεύγει από την άσκηση του ΝΑΤΟ στην Ιταλία και ζητάει στη Νάπολη άσυλο. Εγώ τώρα, ενώ δεν είμαι ιδεολογικά στην ακρο-δεξιά ή στη δεξιά παράταξη, επειδή, γράφει φαίνεται, ο φάκελός μου, με λέγανε Παύλο και φαινόταν ότι με βάφτισε ο αριστερός πρώην πρόεδρος των λιμενεργατών, στο όνομα του βασιλέως, άρα είμαι μια περίπτωση ιδιαίτερη. Και ενώ είμαι απόφοιτος με 95% βαθμολογία από τη σχολή της Αεροπορίας στα ηλεκτρονικά, στο Καβούρι, με ειδικότητα χειριστής ραντάρ και όλοι οι αξιωματικοί υπηρεσίας με θέλουν εμένα στη βάρδια τους, γιατί είμαι πολύ δυνατό στέλεχος. Ένας έφεδρος ήμουν εγώ, σε λίγο θα έφευγα, αλλά όλοι οι μόνιμοι εμένα θέλανε να έχουν στο κέντρο επιχειρήσεων, γιατί ξέρανε τις μεγάλες ικανότητες που διέθετα στο να καταγράφω γρήγορα τα αεροσκάφη, στο να εντοπίζω γρήγορα μη φίλια αεροσκάφη, και να εντοπίζω αεροσκάφη που χάνουν την πορεία τους. Στην ημερήσια διαταγή, ακούω: «Καθαίρεση και αλλαγή ειδικότητος». Και λέω κάποιος κάτι θα ‘χει κάνει και θα τον καθαίρεσαν και θα του άλλαξαν την ειδικότητα. Διαβάζει ο συνάδελφός μου ο σμηνίτης και λέει: «Καθαιρούμε τον υφ’ ημάς σμηνία Παύλο Γκραίκη του Δημητρίου, χειριστή ραντάρ στο βαθμό του σμηνίτη». Με καθαίρεσαν, μου άλλαξαν ειδικότητα, γιατί η ειδικότητά μου είχε βαθμό ασφαλείας NΑΤΟ Secret, δηλαδή εγώ μιλούσα με τα ακουστικά μου και τα μικρόφωνα με τη Λάρισα, μιλούσα με τα άλλα ραντάρ, μιλούσα με το Six TAF και το Five TAF, που ήταν το αντίστοιχο της Λάρισας σε Νάπολη και Σμύρνη, λόγω του ΝΑΤΟ βέβαια, και μπορούσα να μιλήσω και με τις Βρυξέλλες, αλλά δεν το έκανα, γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ. Άρα ήμουν υψηλού βαθμού ασφαλείας έφεδρο στέλεχος, καθαιρέθηκα και μου αφαίρεσαν και την ειδικότητα και μου έδωσαν την ειδικότητα του υλικονόμου και με έβαλαν σε μια αποθήκη να μετράω τις κουβέρτες, τα πιρούνια, τα κουτάλια, όλα αυτά τα πράγματα. Και αυτό για εμένα ήταν σοκ. Και το τελευταίο σοκ ήταν το ‘73, που γίνεται το Πολυτεχνείο. Έχει περάσει 14:30 το μεσημέρι και κάποια στιγμή ο αξιωματικός υπηρεσίας χτυπάει η σειρήνα, μας καλεί και λέει, εμάς που είχαμε υπήρεσία της μονάδος: «Φοράτε -λέει- στολή μπαλντρές -στολή πολέμου δηλαδή-, πλήρη εξάρτηση, μπότες, ντοκ, όπλο κανονικά, γεμιστήρα, φυσιγγιοθήκη- ζώνη δηλαδή κτλ.-, κράνος, και σε λίγο να είστε εδώ να κάνουμε ανάκληση προσωπικού, να πάμε στη Λευκάδα». Υπηρέτησα εγώ στον Κάστορα, το ραντάρ της Λευκάδας δηλαδή, κι έπρεπε να κατέβουμε στην πόλη να παραλάβουμε το μόνιμο προσωπικό και τους αδειούχους, όποιος είχε βγει έξω. Εκεί ήταν το τελευταίο μου σοκ επί Χούντας. Την ώρα που κάποιος από εμάς τους εφτά, που κατεβαίναμε με δύο λεωφορεία για να παραλάβουμε το προσωπικό, έχει ένα μικρό τρανζιστοράκι, το μισό από ένα κινητό τηλέφωνο, ένα καβουρδιστήρι, το οποίο όμως το έχει βάλει αυτός και ακούμε. Κι όταν ακούω εγώ ότι «Νομική σχολή», «Πολυτεχνείο», «κλεισμένοι μέσα», συνθήματα «κάτω η Χούντα», εκκλήσεις «βοηθήστε μας», τραυματίες αυτά κτλ., αντιλαμβάνεστε ότι εγώ συγκλονίζομαι, και λέω προς τον υπαξιωματικό ο οποίος συνόδευε εμάς τους εφέδρους, ένοπλους, για να πάμε στη Λευκάδα, επειδή είναι μία ώρα για να κατεβεί το λεωφορείο από την κορυφή του βουνού, να πάμε στη Λευκάδα, εγώ επαναστατώ και του λέω το εξής: «Πρώτον, όπως γνωρίζεις, είσαι και παντρεμένος με Λευκαδίτισσα, η Λευκάδα είναι αριστερό νησί. Δεύτερον, πού μας πας εμάς, πού θα μας αφήσεις και πώς θα γίνει το μάζεμα του προσωπικού, χωρίς να κινδυνεύσουμε εμείς; Θα βάλω -του λέω- γεμιστήρα στο Μ1; Θα βάλω φυσίγγιο στη θαλάμη; Ποιες είναι οι εντολές; Γιατί αυτό εγώ δεν το κάνω. Γιατί εγώ δεν μπορώ να χτυπήσω, εφόσον βρίσκομαι στην Ελλάδα με Έλληνες». Εκεί λοιπόν έγινε μια οξύτατη, όπως αντιλαμβάνεστε, συζήτηση με τον υπαξιωματικό τότε, τον κύριο Σουρβίνο –θα ‘χει πάρει σύνταξη, ήταν λίγο μεγαλύτερος από εμένα, με το βαθμό του επισμηναγού νομίζω... με το βαθμό... όχι, παραπάνω, παραπάνω από επισμηναγού αυτοί απολύονται– και καταλήγει η συζήτηση ότι «όχι, να μη βάλετε φυσίγγιο στη θαλάμη, και θα σας τοποθετήσω σε θέσεις ασφαλείς». Εμένα με αφήνει πρώτο, στην εκκλησία που είναι στο βόρειο τμήμα του κεντρικού δρόμου της Λευκάδας, όπως πρωτομπήκαμε στην πόλη με άφησε, κι εγώ κάθισα στο ιερό, εκεί που κάνει το λοβό η γωνία το ιερό με τον τοίχο, ας πούμε, της ανατολής, έπιασα τη γωνία να ‘χω την πλάτη μου στον τοίχο, φυλαγμένη 90 μοίρες γωνία, και με το όπλο παρά πόδας περίμενα να συγκεντρωθούν υπαξιωματικοί, αξιωματικοί και αδειούχοι για να τους παραλάβουμε. Αυτό είναι το τελευταίο σοκ επί Χούντας το οποίο βίωσα και με έχει χαράξει. Μετά από κει, εννοείται ότι απολύομαι εγώ αρχές του ‘74, πηγαίνω με «κάτω η Χούντα», η οποία προκάλεσε μετά τη γενική επιστράτευση. Η Χούντα βέβαια αποδείχτηκε ... όχι η Χούντα του Παπαδόπουλου αλλά η Χούντα του Ιωαννίδη, και πήγα κι εγώ κι ο αδερφός μου ο μεσαίος, ο Κώστας, πήγαμε στην Ανδραβίδα και μείναμε εκεί δύο-δυόμιση μήνες στην Ανδραβίδα. Ο Κώστας πήγε στη Λευκάδα κι εγώ έμεινα στην Ανδραβίδα. Αυτό ήταν ένα σοκ που δεν είχε σχέση με τη Χούντα, ήταν ένα σοκ για το σε τι κατάσταση βρισκόταν η χώρα εκείνη τη στιγμή. Είχαμε συνειδητοποιήσει ότι η χώρα βέβαια δεν ήταν έτοιμη να συγκρουστεί, σε καμία των περιπτώσεων, αλλά δεν είχε αν θέλετε και την πολιτική ηγεσία για να οδηγήσει σε μια τέτοια σύγκρουση. [00:40:00]Περιττό να σας πω ότι σε μια γενική επιστράτευση, στην Ανδραβίδα που πήγα εγώ, δεν ντυθήκαμε όλοι, έτσι; Εγώ παρέμεινα εκεί με τις σαγιονάρες. Εγώ παρέμεινα με ένα ντρίλινο παντελόνι και μ’ ένα φανελάκι και μ’ ένα μπλουζάκι κοντομάνικο, το θυμάμαι γιατί ήταν 20 Ιουλίου, όπως καταλαβαίνετε, κι όταν πήγαμε να ντυθούμε, λέει: «Παιδιά, δεν υπάρχει τίποτα». «Δώστε μας -του λέω- μια αρβύλα, κάτι να φορέσουμε, δώστε μας ένα γιλέκο». «Όχι, δεν υπάρχει -λέει- τίποτα». «Ε, τότε -τους λέμε- δώστε μας ένα πιστόλι». «Όχι -λέει-, δεν υπάρχουν ούτε πιστόλια». Κι εκεί πάλι έκανα επεισόδιο εγώ, χωρίς βέβαια να υπάρχει αποτέλεσμα. Άρα τελειώνοντας με την ιστορία πάμε στη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση, από μόνη της δημιουργεί ελπίδα, εξάρει την προσωπική δράση του κάθε πολίτη. Εκεί εγώ δεν αισθάνομαι αυτό που ξέρω από το παρελθόν, ότι τα μεν πολιτικά κόμματα θα παίξουν προσωπικό παιχνίδι, και ξέρω και κάτι άλλο από το παρελθόν εγώ, ότι στο λαό, μία από τις κατηγορίες είναι κι η κατηγορία των περικοκλάδων. Η περικοκλάδα, όπως ξέρετε, είναι αυτοφυές, αναρριχητικό, το οποίο εκεί που αναρριχάται, το πνίγει, είτε είναι δέντρο είτε μια φράχτη είτε οτιδήποτε, και πολλές φορές αν είναι δέντρο το απομυζά κιόλας, ριζώνει πάνω του. Έτσι χαρακτήριζα, κι έτσι χαρακτηρίζω ακόμα και σήμερα εγώ, το κομμάτι της κοινωνίας, το κομμάτι του λαού δηλαδή, το οποίο μετακινείται όχι με βάση το ιδεολογικό, το αξιακό του υπόβαθρο, αλλά μετακινείται με καθαρά το προσωπικό συμφέρον και είναι ένα από τα πράγματα, ένα από τα σημεία, κατά τη γνώμη μου, το οποίο κατατρώει τον ελληνισμό από την απελευθέρωσή του, ίσως και νωρίτερα, από το 1800, όχι ‘21, λίγο αργότερα, που αρχίζει κι ο πρώτος Εμφύλιος. Δεν είχε απελευθερωθεί... μόνο ο Μωριάς εδώ είχε απελευθερωθεί, κι έχουμε αρχίσει αυτή τη φαγωμάρα, η οποία είναι φαγωμάρα γύρω από την προσωπική επικυριαρχία, κι όχι στην επικυριαρχία του έθνους, του κράτους, του ελληνικού λαού, των ελληνικών αξιών, των ελληνικών παραδόσεων, ενδεχομένως και της ελληνικής θρησκείας, μιας και το παιχνίδι είχε καθαρίσει πολύ γρήγορα, Οθωμανοί-Έλληνες. Υπήρχαν Οθωμανοί και Έλληνες και η συντριπτική πλειοψηφία, και ειδικά στο Μωριά, ήταν μόνο χριστιανοί ορθόδοξοι. Παρόλα αυτά, τα καταφέραμε να πάμε αμέσως σε εμφύλιο, αμέσως! Πριν καν γίνουμε κράτος. Έτσι λοιπόν πάμε στις επόμενες περιόδους, που είναι η περίοδος της δεκαετίας του ‘70, η οποία ολοκληρώνεται με αλλαγές στην εξουσία της δεξιάς παράταξης, με... κοινής αποδοχής ηγείται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος είχε έρθει απ’ τη Γαλλία, γρήγορα όμως, επειδή, όπως σας προείπα, υπάρχουν τα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα, έγιναν διεθνείς ανατροπές επί των αξιών και επί των νέων προδιαγραφών που μπαίνουν στο ελεύθερο άτομο, στην ελεύθερη έκφραση, στη βούληση, στη δημιουργία, κι έτσι πολύ σύντομα σταθεροποιείται, κατά κάποιον τρόπο, η δημοκρατία. Δεν θα ξεχάσω κάτι που μου είπε ο μοίραρχος του Αστυνομικού Τμήματος Καλαμάτας –τότε δεν είχαμε εκατό τμήματα, είχαμε ένα-δύο και ο μοίραρχος που τα διοικούσε, ο Πισκοτάκης, τον είχαμε και πελάτη, του φτιάξαμε στο σπίτι τα υδραυλικά του– μου είπε όταν ήρθε η Μεταπολίτευση: «Σημείωσε -μου λέει- Παύλο, τώρα θα φανεί το κομμάτι του ελεύθερου Έλληνα πολίτη, το οποίο δεν θα το θέλει κανείς». Κι είναι το κομμάτι που σας περιέγραψα πριν από λίγο, είναι το κομμάτι δηλαδή που ως περικοκλάδα ελίσσεται ως γυμνοσάλιαγκας, ελίσσεται, και μετακινείται ένθεν κακείθεν, όχι για να βελτιώσει την εθνική, την κρατική, τη θρησκευτική, την αξιακή θέση της χώρας, του πληθυσμού και της περιοχής, αλλά το προσωπικό συμφέρον. Έτσι, λοιπόν, είχε απόλυτο δίκιο ο κύριος Πισκοτάκης, ο τότε μέραρχος, που δεν θα υπάρχει τώρα, ήταν πολύ πιο μεγάλος απ’ εμένα σε ηλικία. Κι αυτό δεν έχει χαθεί, ούτε από τη χώρα, ούτε από το νομό. Ο νομός σήμερα, και πολιτικά και κοινωνικά, δεν κινείται για να ανατάξει ας πούμε την τοπική οικονομία, δεν κινείται για να ανατάξει την εθνική οικονομία, δεν κινείται επί των εθνικών συμφερόντων σύσσωμος. Και αυτό για μένα αυτό είναι μεγάλο άρρωστο κομμάτι των Ελλήνων, του ελληνικού πληθυσμού, ανεξάρτητα της ιδεολογίας που κομίζει το κάθε φυσικό πρόσωπο. Και σε αυτό δίνω μεγάλη βάση, ότι οι πολιτικές δυνάμεις, οι ακαδημαϊκοί, στους οποίους δίνω μεγάλη ευθύνη, ισάξια θα έλεγα με των πολιτικών. Είναι αυτοί που πρέπει να πάρουν το κομμάτι της ευθύνης που τους αναλογεί και να σκύψουν με πολύ μεγάλη σοβαρότητα, στρατηγική, σχεδιασμό, προκειμένου να ανατραπεί για τον Έλληνα πολίτη, πληθυσμό, κάτοικο, και κάτοικο, γιατί πλέον δεν είσαι εθνικός πληθυσμός σήμερα, σήμερα είσαι ένας πληθυσμός, ανήκεις στο κράτος, ο ελληνικός πληθυσμός, και εθνικοί πληθυσμοί απ’ όλο τον πλανήτη. Είτε καλό είτε κακό, αυτό είναι πραγματικότητα. Όμως πολιτισμικά διαφορετικοί λαοί, διαφορετικές δηλαδή κουλτούρες, δεν είναι εύκολο, ούτε να τις αποδεχθεί ο Έλληνας, ούτε αυτοί να αποδεχτούν το δικό μας πολιτισμό, τον ελληνικό, και εξηγώ γιατί. Γιατί από την απελευθέρωση των Ελλήνων, που αφού δημιούργησαν κράτος, το κράτος ήταν ομόθρησκο και ομόεθνο και, από την απελευθέρωση και μετά δεν έπαψε αυτό το κράτος, οι πολίτες του να φεύγουν ως μετανάστες, προκειμένου να τα φέρουν βόλτα οι οικογένειές τους. Και με την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ το 1989, άρχιζαν να μπαίνουν στη χώρα πολίτες, όχι με πρόσκληση, όχι που τους ζήτησε η χώρα, όπως ζητούσε, όχι μόνο η Αμερική, και η Ευρώπη, Έλληνες μετανάστες πολλά χρόνια πριν, όσο ήταν ελεύθερη χώρα η Ελλάδα. Η χώρα μετατράπηκε όχι σε χώρα μεταναστών, αλλά μεταναστούντων. Δηλαδή σε μετανάστες άλλων εθνοτήτων, άλλων πολιτισμών και κουλτούρας, κι η χώρα, κατά την άποψή μου, είχε το μεγαλύτερο σοκ στην ιστορία της, ακόμα κι από το σοκ των πολέμων. Το λέω αυτό γιατί; Το λέω αυτό γιατί εγώ δεν είχα απαίτηση από το λαό. Είχα μεγαλύτερη απαίτηση από τις ηγεσίες, από τους ακαδημαϊκούς, από τους επιστήμονες, οι οποίοι υποτίθεται διαχειρίζονται το μέλλον μέσω της παιδείας των νέων προσώπων, τα οποία θα πάρουν στα χέρια τους όχι μόνο την εκπαίδευση, αλλά και τη διακυβέρνηση, την οικονομία, την ανάπτυξη, το στρατηγικό σχεδιασμό των τομέων ανάπτυξης κτλ. Άρα λοιπόν, εγώ περίμενα περισσότερο απ’ αυτούς να σκύψουν και να παιδεύσουν, να πείσουν και να κοντινέψουν τον Έλληνα πολίτη και να του εξηγήσουν, αυτός που έρχεται, ποιος είναι, ποια είναι τα ήθη-έθιμά του, και ταυτόχρονα, πολύ περισσότερο βέβαια, να εξηγήσουν, να εκπαιδεύσουν και να κοινωνικοποιήσουν στο δικό μας πολιτιστικό, εθνικό και θρησκευτικό μοντέλο, της χώρας μας δηλαδή, κι όχι να εξαναγκάσουν τον Έλληνα πολίτη, ντε και καλά, ότι καλώς [00:50:00]κατεβαίνει η εικόνα του Χριστού απ’ τα δικαστήρια, καλώς κατεβαίνουν από το σχολείο που πάνε τώρα τα εγγόνια μου οι αγωνιστές κι οι απελευθερωτές του έθνους. Αυτά δεν είναι κατανοητό εύκολα, πιστεύω, όχι μόνο από εμένα, αλλά κι από πάρα πολύ μικρότερες ηλικίες από εμένα. Όταν μεγαλώσουν τα δικά μου εγγόνια, θα τα ρωτήσω μέχρι πού κατανοούν. Άρα λοιπόν, βλέπουμε ότι τελειώνοντας τη δεκαετία του ‘70, έχουμε μια δεκαετία αποκατάστασης της δημοκρατίας. Γέννησε αυτές τις δύο τάσεις, του καλού, δημιουργού, σκεπτόμενου πολίτη, του θετικού, όχι για τον εαυτό του μόνο, αλλά και για την περιοχή του, την πόλη του, την χώρα του, το επάγγελμά του, πολίτη, είχαμε κατά την άποψή μου και τον κακό πολίτη, τον οποίο τον ενδιέφερε η ανέλιξη, η αναρρίχηση, το βόλεμα, το οποίο σε ένα κομμάτι κοινωνικό, οικονομικό, προόδου, επιστημονικής αναβάθμισης, έρευνας, ανακαλύψεων, γενικής προόδου, όχι απλά πάτησε φρένο, το πήγε πίσω. Άρα η χώρα κατά την άποψή μου έπρεπε και μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη μετά τη Μεταπολίτευση, μιας και η Χούντα μας άφησε πίσω τα κακά της, αλλά μας άφησε και τα καλά της. Δηλαδή αυτό που λέμε, κράτος είναι σύνολο ανθρώπων που υπακούει στους ίδιους νόμους, οι πολίτες του. Αυτό άφησε, που είναι ο όρος του κράτους.

Π.Γ.:

Πάμε στη δεκαετία του ‘80 λοιπόν, η οποία δημιουργεί, μετά τη δεκαετία του ‘70, δημιουργεί το μεγάλο κοινωνικό ρεύμα από το κίνημα του σοσιαλισμού του Ανδρέα Παπανδρέου, και πλέον κάνει ένα βήμα ακόμα και φεύγει από την απλή δημοκρατία και πηγαίνει στη δημοκρατία που θέλει, αυτή η ιδεολογία, να τη δώσει, να τη διαχειριστεί ο λαός. Εκεί βλέπουμε να πηγαίνει γρηγορότερα σε ταχύτητα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να κάνει μεταρρυθμίσεις, τις οποίες δεν μπορούσε να απορροφήσει και να υπηρετήσει και να μεγαλουργήσει ο ίδιος ο λαός, μέσω βέβαια των εκπροσώπων του, μέσω των φορέων του που τον εκπροσωπούν είτε στο επάγγελμά του είτε στην πόλη του. Η αυτοδιοίκηση... Αναβαθμίζεται η αυτοδιοίκηση, φεύγει από το «σήκω πάνω-κάτσε κάτω», «εγώ θα κανονίσω που είμαι βουλευτής ποιο έργο θα γίνει, κι όχι εσύ, κύριε δήμαρχε», οι γνωστές κόντρες επί Χούντας και μετά επί δημοκρατίας. Αυτό το ρεύμα, λοιπόν, της δεκαετίας του ‘80, έρχεται και πράγματι κάνει φοβερά βήματα. Κάνει φοβερά βήματα, γιατί το καλό κομμάτι του λαού παίρνει τις ευθύνες του και το κακό κομμάτι, της αναρρίχησης, της βδελυρής έρπησης κι αναρρίχησης, κάνει ζημιά, και το καλό κομμάτι προσφέρει πράγματι υπηρεσίες στο λαό, στον κάθε τόπο της περιφέρειας, αλλά και σε όλη τη χώρα. Μέσα στη δεκαετία του ’80 συμβαίνουν... για τη δική μας περιοχή, αυτή που ζω εγώ, συμβαίνουν δύο πράγματα: ένα καλό κι ένα κακό. Το καλό είναι ότι αρχές της δεκαετίας του ‘80 διακυβερνά τη χώρα το ΠΑΣΟΚ και το δεύτερο καλό είναι ότι αλλάζει, βρε αδεφέ, για πρώτη φορά, αλλάζει η διακυβέρνηση του δήμου και πηγαίνει σε ανθρώπους που είναι όπως σου περιέγραψα νωρίτερα. Είναι με τις ιδέες του εμποτισμού των νέων ρευμάτων. Ότι δηλαδή ένας δήμος, η αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού, γίνεται πράγματι κοιτίδα δημοκρατίας και αποφασίζει πού θέλει να πάει την πόλη. Κι ευτυχώς, η διοίκηση η οποία αναλαμβάνει το δήμο την εποχή εκείνη είναι η δημαρχοντία του Σταύρου του Μπένου, με το συνδυασμό «Η Αλλαγή», και βάζει πλέον θεμέλια, στρατηγικό σχεδιασμό και προοπτική για την Καλαμάτα του 2000. Και ενώ η Καλαμάτα σέρνεται μεταξύ ενός σχεδίου πόλεως που έχει από το '905, παρακαλώ, κι απ’ αυτό το κομμάτι γης έχει ουσιαστικά δομηθεί μόνο το 1/5 ουσιαστικά, όλα τα άλλα είναι πορτοκαλεώνες, δρόμοι που δεν έχουν ανοίξει, πλατείες που δεν έχουν σχηματιστεί ακόμα. Και ουσιαστικά, από την τότε πόλη, δύο τρεις πόλεις ακόμα έχουν δημιουργηθεί στα όρια αυτής της πόλης, που έχει σχέδια από το '905 –παράνομα, εννοείται, ο μεγάλος όγκος– και δεν είναι παρά οι γειτονιές, τόσο της ανατολικής πόλης, δηλαδή, πάνω και κάτω από το στρατώνα του 9ου Τάγματος Πεζικού και το γήπεδο του Μεσσηνιακού, είναι οι γειτονιές οι βόρειες, δηλαδή πάνω από την αγορά, τον Αγιάννη, την Υπαπαντή, μετά οι δυτικές, Φραγκοπήγαδο, Αγία Τριάδα, Άγιος Δημήτριος, και φτάνουμε πάλι μέχρι την παραλία. Άρα, λοιπόν, γίνονται αμέσως μετά την πρώτη τετραετία, ‘78-’82, γίνονται οι πρώτες αλλαγές, χωροταξικός σχεδιασμός της πόλης, ετοιμάζεται βιολογικός καθαρισμός για να φεύγουν τα βοθρολύματα και να επεξεργάζονται, σχεδιάζεται το δίκτυο για τα αστικά λύματα, να συνδεθούν όλα τα σπίτια της πόλεως με δίκτυο σύγχρονο και γίνεται ο μεγάλος βιολογικός μετά το ‘82, σχεδιάζεται ρυθμιστικά πώς θα αναπτυχθεί η πόλη, πού είναι το κέντρο της το εμπορικό, πού είναι το το κέντρο της και ποιο το ιστορικό, πού είναι κέντρο της το διοικητικό, πού θα αναπτυχθεί κατοικία, πού θα αναπτυχθούν βιοτεχνίες, γίνεται το Βιοτεχνικό πάρκο. Όλα αυτά μες τη δεκαετία του ’80, αγαπητέ Χαράλαμπε. Πού θα γίνει η αγορά; Πώς θα διευθετηθεί ο ήδη τακτοποιημένος από την περίοδο της Χούντας, το ’60 δηλαδή, έχει οριοθετηθεί η κοίτη του Νέδοντα, η οποία κοίτη του Νέδοντα καταπνίγει μέχρι τότε την πόλη, μέχρι το ‘57 δηλαδή, τις κάνει πλημμύρες, πλημμυρίζει η πόλη από τον Νέδοντα. Έτσι; Σχεδόν κάθε χρόνο. Άρα λοιπόν γίνεται στρατηγικός σχεδιασμός για το πού θέλουμε και πού πρέπει, κατά την άποψη αυτών που διοικούν, να πάει η πόλη.

Π.Γ.:

Όλα αυτά μέσα στη δεκαετία του ‘80. Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο καλό. Κι είναι το μεγάλο καλό, γιατί γίνεται και εγχείρημα να συνδέσει το λιμάνι της Καλαμάτας με τη Μεγαλόνησο, με την Κρήτη, και έρχεται η 13η Σεπτεμβρίου του 1986, που σχεδόν η μισή πόλη βρίσκεται στο λιμάνι για να κατευοδώσει και να ευχηθεί καλοτάξιδο το επιβατικό οχηματαγωγό «Πάρος», το οποίο είχε καταπλεύσει για να κάνει έναρξη των δρομολογίων. Και στις 20:20, ενώ έχει τελειώσει ο αγιασμός, γίνεται ο μεγάλος σεισμός της Καλαμάτας, με 6,2 Ρίχτερ. Εγώ βρισκόμουν με τη σύζυγό μου μέσα στο βαπόρι για να φύγουμε για την Κρήτη, βγαίνουμε στα ρέλια δεξιά κι αριστερά. Όλοι μέσα συγκλονιστήκαμε, νομίζαμε ότι έφευγε το καράβι, αλλά δεν έφευγε, ήταν δεμένο ακόμα. Το κούνησε ο σεισμός λες και φεύγει το πλοίο. Βγαίνουμε στα ρέλια όλοι, δεξιά-αριστερά, σκότος, σε συσκότιση πλήρη η Καλαμάτα. Εκείνη την ώρα είναι από κάτω η μητέρα μου με το μεγάλο μας παιδί, τον Δημήτρη, για να μας χαιρετίσει, να [01:00:00]μας κουνήσει μαντήλι που θα φεύγαμε. Αντιλαμβάνεστε το τι έγινε, έτσι; Αντιλαμβάνεστε μια ψυχική κατάσταση σε αλλοφροσύνη. Τότε ένιωσα αυτό που λένε «έχασε τα λογικά του αυτός». Δηλαδή είναι αδύνατον να συγκροτήσεις σκέψη με τον όρο της δομημένης λογικής σκέψης. Δηλαδή, «συμβαίνει αυτό, πρέπει να δω πώς θα δράσω για να έχω αποτέλεσμα αυτό που ζητώ να λύσω». Δεν υπήρχε αυτό. Ένας παραλογισμός, αλαλαγμοί, χάνεις τα λογικά σου που λένε. Και βέβαια δεν βρίσκω τη μάνα μου και το παιδί μου, διότι απλά, όπως διαπιστώνω αργότερα, έχει πάει η μητέρα μου στην πεθερά μου, που ήταν και τα άλλα δύο μας παιδιά, και βέβαια, αφού ήξερα πού είναι τα άλλα μου παιδιά, πήγα στην πεθερά μου με τη σύζυγο και τα πήραμε όλα τα παιδιά, και όσον αφορά την οικογένεια αρχίσαμε την ανασύνταξη της οικογένειας, καλέσαμε δηλαδή τα αδέρφια, προσκλητήριο, πού είναι ο ένας, η γυναίκα του, τα παιδιά του, πού είναι ο άλλος, η γυναίκα του, τα παιδιά του, πού είναι ο άλλος, η μάνα μας κτλ., γιατί ήτανε... είχαμε χάσει τον πατέρα μας ήδη. Αυτό έκανε και ο άλλος μου αδερφός. Και αφού μαζέψαμε την οικογένεια και διαπιστώσαμε ότι η οικογένειά μας είναι εντάξει, υπό την έννοια ότι δεν έχει πάθει τίποτα η οικογένεια, όχι τα ακίνητα ή η περιουσία ή οτιδήποτε άλλο, εγώ κι ο αδερφός μου ο Κώστας, αυτόκλητοι, χωρίς να μας υποχρεώσει κανείς, χωρίς να ανήκουμε σε κάποια ειδική ομάδα, άλλωστε δεν υπήρχε σχεδιασμός την εποχή εκείνη, δεν είχε φτάσει η οργάνωση του δήμου, ο οποίος θεωρούταν προχωρημένος, ο Δήμος Καλαμάτας, για την εποχή του και δήμος-πιλότος για τη χώρα σε πολιτικό επίπεδο, σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επειδή είμαστε τεχνική εταιρεία, παίρνουμε τον εξοπλισμό μας, ηλεκτρικά κομπρεσέρ, αεροκομπρεσέρ, κόφτες, σβουράκια και λοιπά, και πηγαίνουμε στην πεσμένη πολυκατοικία που ήταν στο Νησάκι. Η πολυκατοικία αυτή είχε πέσει ολοσχερώς, είχε κινηθεί κατακόρυφα προς τα κάτω και δυτικά, είχε δηλαδή... είχε συνθλιβεί σαν να πρόκειται ας πούμε για σάντουιτς από τοστ, ας πούμε. Είχε γίνει ένα σάντουιτς. Τρέξαμε εκεί, ακριβώς επειδή η πυροσβεστική κι ο στρατός που ήταν εκεί, καθώς επίσης κι ο Ερυθρός Σταυρός, καθώς επίσης και αυτό που λέμε σήμερα το ΕΚΑΒ. Δεν είχαν εξοπλισμό, ούτε γνώση ειδική για να κάνουν παρέμβαση. Την παρέμβαση, δεν σας κρύβω, ως τεχνικά καταρτισμένοι εμείς, την κάνουμε εμείς. Έχει καταφθάσει βέβαια, και το ξέρει όλος ο κόσμος αυτός... αυτό, πολύ γρήγορα, έχει καταφθάσει με το πρώτο C130 κυβερνητικό κλιμάκιο, έχει καταφθάσει ο προεδρεύων στον ΟΑΣΠ, στον Οργανισμό Πολιτικής Προστασίας, και έχει τον πρώτο λόγο στο κτίριο αυτό, να συντονίσει τις έρευνες για τυχόν επιζώντες, κι εγώ με τον αδερφό μου αναλαμβάνουμε. Ο ένας να κάνει ρίφιφι οριζόντιο, δηλαδή να χτυπήσουμε το κτίριο από τη νότια πλευρά για να μπούμε στον πρώτο όροφο, κι εγώ με αεροκομπρεσέρ, κι εγώ κάνω ριφιφί από το ρετιρέ με κατακόρυφη προσβολή, σ’ ένα κτίριο που έχει πέσει, όπως είπα, σαν να είναι τοστ, και μάλιστα όχι κατακόρυφα πεσμένο, με κλίση και κλιμάκωση προς τα δυτικά, προς το ποτάμι. Έτσι λοιπόν. Εγώ, επειδή είμαι τεχνικός αρχίζω και υπολογίζω, αφού ο προϊστάμενος του ΟΑΣΠ έκανε προσκλητήριο και οι επιζώντες κάτοικοι, έδωσαν, όπως καταλαβαίνετε, τα ποζίσια, ότι «στον τάδε όροφο είναι η δική μου οικογένεια, αυτή τη στιγμή μέσα είναι αυτά τα μέλη της οικογένειάς μου και άρα πρέπει να κατευθυνθούμε εκεί». Αφού έγινε το προσκλητήριο λοιπόν, εγώ όπως ξέρω τη δουλειά μου, σχεδίασα πού θα ξεκινήσω την προσβολή στην πλάκα του ρετιρέ, για να βρεθώ μετά από τρεις πλάκες που θα τρυπήσω στο δωμάτιο που μου έχουν πει ότι βρίσκεται η γιαγιά κι ένα μωρό 9 ημερών, που η μητέρα έχει βγει ήδη έξω, γιατί δεν ήταν πλήρης εγκλωβισμός, και μιλάνε με τον ασύρματο, που η μαμά είναι στο νοσοκομείο Καλαμάτας, στην Αγία Τριάδα δηλαδή, μιλάνε και μου δίνουν εμένα οδηγίες. Μου λέει η μητέρα ότι «η μάνα μου -η γιαγιά του παιδιού- και το παιδί, βρίσκονται εκεί και την ώρα που έγινε αυτή η δουλειά το παιδί είναι σε καλάθι ψάθινο και η γιαγιά σιδερώνει τα ρούχα στη σιδερώστρα, κι ο χώρος αυτός είναι ο τάδε», δηλαδή είναι αυτό που λέμε το χολ, το μικρό δωματιάκι που ενώνει τα δωμάτια όλα. Και αρχίζω το ριφιφί. Για να τρυπήσω τρεις πλάκες, σε ένα άνοιγμα 1,10 επί 1,10, χωρίς να τρυπάω, από το ρετιρέ ακόμα, ανεξέλεγκτα, γιατί εγώ δεν γνωρίζω, παρότι δεν το λέει κανένας ότι εκεί από κάτω υπάρχει άνθρωπος, γιατί εσύ μπορεί να έκανες διαφυγή εκείνη την ώρα και να είσαι κάτω από κει που τρυπάω εγώ. Άρα εγώ τρύπησα, όχι απλά επαγγελματικά –το σκέφτομαι τώρα κι ανατριχιάζω– τρύπησα όχι επαγγελματικά, αριστοτεχνικά, χειρουργικά, αφαιρώντας μόνο το τσιμέντο στην αρχή, φτάνοντας στον οπλισμό, έκοβα τον οπλισμό με το σβουράκι, με τον κόφτη, και έβγαζα το κάθε φάτνωμα, τον οπλισμό, τον έπιανα και τον έβγαζα και έπεφταν κάποιες πετρούλες στην επόμενη πλάκα. Για να τρυπήσω τρεις πλάκες, μου πήρε από τις 21:30 το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Το δεύτερο που πρέπει να πω, γιατί το λένε οι επιστήμονες, αλλά οι πιο πολλοί δεν το ξέρουμε, έχει καταγραφεί θέλω να πω ιστορικά, για όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν πείναγα, δεν ήθελα να κατουρήσω, να πάω τουαλέτα, ήθελα να πίνω νερό. Ήθελα μόνο... μου έλειπε μόνο να πίνω νερό, καμία άλλη ανάγκη δεν είχα. Είχα ξεχάσει τα πάντα, οικογένεια, ότι... τα πάντα τα είχα ξεχάσει. Και όταν έφτασα και τρύπησα 3 πλάκες, δυστυχώς δεν βρήκαμε το παιδί, βρήκαμε όμως τη γιαγιά καταπλακωμένη. Είναι φυσικό ότι δεν είπαμε στην κόρη της ότι τη βρήκαμε, γιατί έπρεπε να της πούμε πώς τη βρήκαμε. Βγήκε η γιαγιά και το μεσημέρι, 13:30 η ώρα, συνέχισε ο καθαρισμός για να αναζητήσουμε το 9 ημερών κοριτσάκι, το βρέφος αυτό, το οποίο βρέθηκε το μεσημέρι, και επειδή εγώ όταν δεν βρέθηκε το παιδάκι, κατά κάποιο τρόπο είχα καταρρεύσει, είχα απώλεια δυνάμεων, ψυχικών πρώτα, να είναι καλά, και θέλω αυτόν τον άνθρωπο όπου κι αν είναι κι αν διαβάσει ποτέ ή ακούσει, να με αναζητήσει, εγώ τον ψάχνω ακόμα, με έκανε να ανατάξω τις δυνάμεις μου ένας ξανθός, στο χρώμα, διασώστης του ΕΚΑΒ –αυτό που λέμε ΕΚΑΒ σήμερα, εγώ τον είδα σε ένα νοσοκομειακό είδα ότι ήταν ο άνθρωπος, ούτε που ήξερα από πού είχε έρθει– και μόλις με είδε να έχω καταρρεύσει, ήρθε δίπλα μου, μου έφερε ένα μπουκαλάκι νερό και μου λέει: «Πρέπει να συνεχίσεις». Του λέω: «Αφού δεν βρήκαμε τίποτα, δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν βρήκαμε τίποτα». Μου είπε τρία πράγματα: «Πρώτον -μου λέει- αν ζει ένας σ’ αυτό το συντρίμμι, είναι το μωρό. Ο λόγος είναι ότι πιάνει πάρα πολύ μικρό όγκο. Άρα όσοι καταπλακώθηκαν, αυτό δεν μπορεί να έχει καταπλακωθεί. Μπορεί σε ένα χώρο όπως ένα τσιμεντόλιθο, να υπάρχει ακέραιο. Δεύτερον, μπορεί αυτό το παιδί...», μου λέει... γιατί τον ρώτησα: «Γιατί δεν κλαίει; Γιατί δεν ακούω τίποτα; Αφού έχω φτάσει μέσα στο διαμέρισμά του, γιατί δεν ακούω τίποτα;». Το δεύτερο λοιπόν που μου είπε είναι ότι «εσύ χτυπάς με το [01:10:00]κομπρεσέρ και αυτό νομίζει ότι το έχει στην αγκαλιά η μάνα του και το νανουρίζει. Το βυζαίνει και το νανουρίζει». «Μα -του λέω- δεν πεινάει; Αυτό κάθε δέκα λεπτά θα έπρεπε να τρώει! 9 ημερών, κάθε μισή ώρα πρέπει να τρώει». Μου λέει: «Ναι, αλλά επειδή το νανουρίζεις με το κομπρεσέρ που χτυπάς, αυτό κοιμάται. Και τρίτον -μου είπε- ό,τι εγκλωβισμό κι αν έχει υποστεί, θέλει τόσο λίγο οξυγόνο για να ζήσει, και να εγκλωβιστεί κάπου που είναι ο μόνος ένοικος που ζει σ’ αυτό το συντρίμμι». Εκεί δεν ξέρω τώρα, εντάξει, θαύμα έγινε, δεν ξέρω, επανήλθα 90%, συνέχισα το ριφιφί, και όταν πλέον είχα έτοιμη την οδό για να προχωρήσει ο διασώστης προς τα άλλα δωμάτια του διαμερίσματος, τα οποία εγώ τα γνώριζα πλέον, τα είχα σχεδιάσει, ήξερα προς τα πού πρέπει να πάει, όλα αυτά κατέβηκε μέσα, έκανα στην άκρη. Ήταν ο Αλάμαρας, ο αρχηγός του Πυροσβεστικού σώματος τότε, ο οποίος βλέποντας να δουλεύω με τέτοια μέθοδο με τέτοια τεχνική εξειδίκευση, μου λέει: «Μηχανικός της νομαρχίας είσαστε;». «Όχι -του λέω-, εργολάβος, τεχνικός είμαι και αυτόκλητος διασώστης». Μου λέει: «Κύριε Γκραίκη, σας βγάζω το καπέλο». Και τότε, αφού με πλησίασε ενώ ολοκλήρωνα τη διαδικασία, του λέω: «Αρχηγέ, σας παραδίνω το ριφιφί, να μπουν τώρα τα παιδιά τα δικά σας, οι πυροσβέστες, για να αναζητήσουν με φακούς, με κάθοδο, να αναζητήσουν το παιδί». Και πράγματι, επειδή είχε πάρει κλίση δυτικά το κτίριο, πέφτονται το παιδί είχε σταματήσει είχε φύγει το ψάθινο αυτό, το καλαθάκι με το παιδί, όταν έπεφτε και πήρε την κλίση. Ενώ η γιαγιά έμεινε στο δωμάτιο μέσα αυτό πήρε την κλίση, πήγε στο σαλόνι και τερμάτισε στην μπαλκονόπορτα. Όπως έπεσαν δηλαδή οι δοκοί, οι πλάκες και οι δοκοί ο ένας πάνω απ’ τον άλλον, και κινήθηκαν δυτικά, ήρθε το καλαθάκι του παιδιού και κοντράρισε και σταμάτησε να κινείται πάνω στο δοκό της οροφής του, του δωματίου του ή του σαλονιού, δεν θυμάμαι τι δωμάτιο ήταν εκεί. Λέει κάποια στιγμή ο διασώστης, που έχει ρίξει το φως: «Βλέπω το καλαθάκι!». Του έδιναν οδηγίες, «είναι ένα καλαθάκι τόσο, ψάθινο» και λοιπά και το ένα και το άλλο. Ο πατέρας του παιδιού είναι κάτω και εναγωνίως περιμένει να ακούσει τι γίνεται, και την ώρα που πλησιάζει... αφήναμε σκοινί για να πάει κοντά ο διασώστης, να φτάσει κοντά και να τον ξαναφέρουμε πίσω, και μου λέει: «Αυτό το παιδί να είναι καλά, ο νοσοκόμος. Κοίταξε, μόλις ακουμπήσει το παιδάκι ο πυροσβέστης, μόλις το ακουμπήσει -μου λέει-, θα κλάψει. Τότε θα ξυπνήσει». Γίνεται πάλι μια ένταση, μια έκσταση, ένας πανικός θριάμβου, όταν πιάνει το παιδάκι, τη μετέπειτα Μαρία –κι είναι και φίλου παιδί– όταν πιάνει ο πυροσβέστης τη Μαρία, που είναι και νονός της –που τη βάφτισε– όταν πιάνει τη Μαρία και τσιρίζει σαν γατί το παιδί, και βέβαια, επειδή ακούστηκε αυτό όχι μόνο σε εμάς, ακούστηκε και στον πατέρα που ήταν μόλις, μόλις, 5 μέτρα από εκεί που ήταν το παιδί, ήταν στην πλευρά δηλαδή την ελεύθερη, προς τα εκεί που έπεσε η πολυκατοικία, ο κόσμος όλος ξεσηκώθηκε σε χειροκροτήματα, αλαλαγμούς, και λοιπά. Το πήρε κατευθείαν το παιδάκι αυτός ο ξανθός άγγελος, αυτός ο ξανθός νοσοκόμος, και το πήγε στο νοσοκομείο, διότι οπωσδήποτε κινδύνευε το παιδί, κυρίως από αφυδάτωση, επειδή είχε μείνει χωρίς νερό, χωρίς γάλα, όλες αυτές τις ώρες, από τις 08:30 το βράδυ, μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Το παιδάκι σώθηκε, είναι μια χαρά κοπέλα, και μάλιστα γυναικάρα αυτή τη στιγμή. Και στο βαφτίσι της ήμουν εκεί, και τη μελετάω, και είναι φίλος κι ο πατέρας της και, εν πάση περιπτώσει έχω χαρεί ιδιαίτερα που διεσώθη, όχι μόνο η Μαρία, από τη δική μας παρέμβαση, γιατί έκανα και πρώτο ριφιφί, άλλο, από το οποίο βγάλαμε τη σύζυγο του αεροπόρου, την κυρία Βασιλική, αλλά δυστυχώς χάσαμε και τον αεροπόρο το σύζυγό της και το παιδί τους. Βγήκε ζωντανή μόνο η κυρία Βασιλική. Και βέβαια εκεί που έκανε το ριφιφί ο αδερφός μου ο Κώστας ήταν χειρότερο, δυσκολότερο, γιατί έπρεπε να κόψει δοκό. Εγώ έκοψα τουλάχιστον πλάκα, έκοψα δηλαδή 12-13 εκατοστά πλάκες, ενώ ο Κώστας έπρεπε να κόψει δοκό, 40 πόντους επί 22 πάχος. Μιλάμε για αδιαπέραστο πράγμα. Εκεί πράγματι υπήρχαν κι εκεί συγκλονιστικές στιγμές, γιατί την ώρα που το βελόνι του κομπρεσέρ έσπασε τη δοκό και πέρασε μέσα στο χώρο του δωματίου, σας λέω συγκλονιστικά πράγματα, το βελόνι του μηχανήματος, το καλέμι που είναι μπροστά, βγήκε κόκκινο. Αυτό τώρα σήμαινε ότι είχε καρφώσει τον άνθρωπο που ήταν μπροστά από το τσιμέντο. Βέβαια έπαθε σοκ ο αδερφός μου. Όταν λέμε σοκ, όχι να καταρρεύσει, έπαθε σοκ, δηλαδή τράβαγε τα μαλλιά του, έτσι; Και του κάνανε ένεση οι νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, τον ντοπάρανε δηλαδή, για να συνέλθει. Όμως δεν ήταν αυτή η αλήθεια. Τα δύο ξαδέλφια που καθόντουσαν στον καναπέ του μπαλκονιού, στην μπαλκονόπορτα δηλαδή, και τα είχε πλακώσει η δοκός, ήταν ήδη νεκρά, και όταν ολοκληρώθηκε το ριφιφί αυτό και πέρασε, επικοινώνησε ο αέρας μέσα με έξω, η κοπέλα, η οποία κι αυτή ήταν ξαδελφούλα –αδέλφια μαζεμένα ήταν εκεί– 14 χρονών η κοπέλα, η οποία είχε διασωθεί γιατί είχε βρεθεί στη μέση του δωματίου και πεσμένη ανάσκελα, με αποτέλεσμα το κενό που κρατούσε η μία πλάκα με την άλλη ήταν το πάχος των δοκών και το πάχος των μπαζών, κάτω απ’ τους δοκούς, τα κουφώματα, τα τούβλα, όλα αυτά τα αντικείμενα, που δημιουργούσαν το κενό από πλάκα σε πλάκα. Το κενό αυτό δεν υπερέβαινε τους 60 πόντους. Υπήρχε ένα κενό από πλάκα σε πλάκα, 60 πόντοι. Σ’ αυτό το κενό και στη μέση του δωματίου, ευτυχώς για την κοπέλα, είχε πέσει ανάσκελα. Και η κοπέλα αυτή... είχε τραυματισμούς βέβαια, όλοι βγήκαν με τραυματισμούς, κι οι ζωντανοί κι οι σκοτωμένοι, κι οι ζωντανοί με τραυματισμούς και με μεγάλους τραυματισμούς. Το ριφιφί συνεχίστηκε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, νότια δηλαδή πλευρά της Αριστείδου –στην Αριστείδου ήταν αυτή η πολυκατοικία, στο Νησάκι– και διευρύνθηκε η τομή για να μπορέσει το συνεργείο να βγάλει την κοπέλα. Ο Κώστας, παρά την κρίση που έπαθε, συνέχισε. Εκεί δεν ξέρω άμα υπάρχουν φιλμ και φωτογραφίες από εκεί, τα αναζητώ απεγνωσμένα. Διότι δεν ξέρω αν ’86... ’86. Ο Κώστας ήταν 35 χρονών τότε, 36 χρονών, εγώ είμαι γεννημένος το ‘51, το ‘86 ήμουν 35. 37 ήταν ο Κώστας. 37 χρονών άνθρωπος σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να κρατήσει ένα αερόσφυρο, ένα κομπρεσέρ δηλαδή αέρος, το οποίο πάει 35 κιλά παρακαλώ, 35 κιλά. Το κράταγε δηλαδή σαν παιδί, στην αγκαλιά του, το κατηύθυνε, και με το δεξί χέρι πάταγε την πεταλούδα, με το αριστερό το κράταγε και έσπρωχνε. Έτσι έσπασαν τα τσιμέντα. Αυτό το πράγμα δεν ξέρω άμα μπορεί να το κάνει άνθρωπος στην πραγματικότητα, και αυτό το κατατάσσω στις υπεράνθρωπες προσπάθειες. Όπως εγώ δεν πείναγα, δεν πήγαινα τουαλέτα, είχαν σταματήσει τα πάντα, έτσι υπάρχει μεγάλη έκχυση αδρεναλίνης, απ’ ό,τι φαίνεται, η δύναμή σου υπερπολλαπλασιάζεται, η ψυχική σου δύναμη ξεπερνάει τα όρια που εσύ νόμιζες ... νομίζεις ότι είχες, νομίζεις ότι έχεις μόνο έτσι μπορεί να απαντηθεί. [01:20:00]Εκεί λοιπόν υπήρξαν δύο συμβάντα ακόμα, στην κοπέλα, 14 ετών, συγγνώμη, δεν θυμάμαι τ’ όνομά της, διαμέρισμα πρώτου ορόφου. Συνέβη το εξής: επειδή έπρεπε να μεγαλώσει το εύρος της τρύπας, άρα χτύπησε ο Κώστας και την πλάκα, στην οποία ήταν ξαπλωμένη η κοπέλα, για να μεγαλώσει ο χώρος και να μπορεί να μπει μέσα ο διασώστης, εκεί λοιπόν συνέβη το εξής: την ώρα που σπάει την πλάκα και έχει προχωρήσει μέσα, δεν είναι πια στο πρόσωπο της δοκού, έχει μπει μες το δωμάτιο ο Κώστας, ακούγεται η φωνή της κοπέλας, αφού είχε μιλήσει στην αρχή και είχε επικοινωνήσει και με το διευθυντή του ΟΑΣΠ, ο οποίος είχε πει: «Ωραία, να πάμε στο δεύτερο σκέλος, να κάνουμε τη διεύρυνση για να μπορέσουμε να την πάρουμε την κοπέλα». Εκεί λοιπόν, ακούγεται η κοπέλα να φωνάζει: «Σιγά! Μου σπάζεις τα πόδια!». Δηλαδή δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε ας πούμε αυτές τις στιγμές, τι είναι, ένας που έχει σωθεί και σου μιλάει, την ώρα που εσύ κάνει τομή για να τον διασώσεις, σου λέει: «Σιγά, μου σπάζεις τα πόδια». Εκεί, κάναμε αλλαγή με τον Κώστα. Έφυγε ο Κώστας, δεν μπορούσε να συνεχίσει, και κατεβάσαμε το ηλεκτρικό κομπρεσέρ, που ήταν μικρότερο, ελαφρύτερο, χτυπούσε λιγότερο και μεγαλώσαμε την τομή. Τότε η κοπέλα, όπως και όλοι βέβαια, ζήτησε νερό. Ζήτησε νερό και αυτοσχέδια βρήκαμε ένα καλάμι, πήραμε έναν ορό, τον αδειάσαμε, δέσαμε το σωληνάκι μπροστά με μονωτική ταινία, μια ακρίτσα στο καλάμι για να μπορούμε να το κατευθύνουμε και να πάει στο στόμα της κοπέλας. Ζήτησα νερό, δεν υπήρχε. Μου έδωσαν οι κοπέλες του Ερυθρού Σταυρού ένα μπουκάλι γάλα, γεμίσαμε τον ορό με γάλα, διοχετεύσαμε το καλάμι μέσα να φτάσει να πιει λίγο νερό και μετά να αρχίσει η διάσωση και εκεί, αν θυμάμαι καλά, μας λέει η κοπέλα: «Δεν πίνω γάλα». Αυτό μην το ακούτε ως κάτι πρόχειρο και τίποτα. Όταν ένας είναι εγκλωβισμένος εκεί, ουσιαστικά δηλαδή έχει σκοτωθεί, έχει πεθάνει, δεν υπάρχει. Και το μόνο πράγματι που του λείπει είναι αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ο οποίος τον έπνιγε, ούτε να ανασάνει δεν μπορούσε, όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός το πρώτο πράγμα που ζήτησε ο καθένας, κι η κυρία Βασιλική, κι όσους βγάλαμε ζωντανούς, ζήτησαν νερό. Φυσιολογικότατο. Να σου πει: «Δεν πίνω γάλα»; Όταν της λέμε: «Έλα, έρχεται το σωληνάκι. Βάλαμε φακό, βλέπεις το σωληνάκι;» «Ναι», μας λέει. «Λέγε μας πού να ‘ρθει. Πάνω σου, δεξιά σου, αριστερά σου, για να το βάλεις στο στόμα σου, να το δαγκώσεις και να ρουφήξεις γάλα». Μόλις της είπαμε γάλα, μας είπε: «Όχι γάλα, δεν πίνω γάλα». Και φυσικά αποσύραμε τον εξοπλισμό, και φτιάξαμε νέο εξοπλισμό που της βάλαμε νερό. Αυτή λοιπόν από τη δεκαετία του ‘80, απ’ ό,τι αντιλαμβάνεστε, είναι δεύτερη μεγάλη εμπειρία, συγκλονιστική εμπειρία, η οποία ολοκληρώνεται με κλήση του αρχηγού του πυροσβεστικού σώματος επάνω σε συνδιάσκεψη που έγινε και... θα λέγαμε όχι, συνέδριο έγινε πάνω σε πλοίο, το «Μαριάννα 9», που είχε διαθέσει για την Καλαμάτα τότε ο Βαρδινογιάννης. Ήταν το «Μαριάννα 9». Με πρόσκληση λοιπόν του αρχηγού του Πυροσβεστικού σώματος, ο οποίος είχε διαπιστώσει τον τρόπο που είχαμε δουλέψει εγώ κι ο Κώστας, ως αυτόκλητο συνεργείο ουσιαστικά διάσωσης. Εκεί, μαζί με τον ΟΑΣΠ, έγινε η επεξεργασία κι η ανταλλαγή απόψεων για το πώς πρέπει να εξοπλιστεί το νέο σώμα, το επονομαζόμενο ΕΚΑΜ, όπως το λέει η Πυροσβεστική σήμερα, είναι αυτοί που επεμβαίνουν τώρα, οι πυροσβέστες, οι οποίοι είναι ειδικώς εκπαιδευμένοι, ειδικώς εξοπλισμένοι για τέτοιες περιπτώσεις. Εκεί λοιπόν μας ζήτησε ο αρχηγός, και ο περιφερειακός και ο τοπικός διοικητής της Πυροσβεστικής Καλαμάτας να καταθέσουμε απόψεις, και καταθέσαμε την άποψη ότι... τους είπαμε ότι πιστεύουμε ότι τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να μην είναι ηλεκτρικά, επειδή και σ’ ένα κτίριο από σκυρόδεμα υπάρχει οπλισμός που είναι σιδερένιος κι αν, ο μη γένοιτο, συμβεί κάτι, γδαρθεί ή κοπεί ένα καλώδιο, μέσω του οπλισμού θα μεταφερθεί σε κάποιον που πιάνει κάποιο μέταλλο πιο πέρα και θα τον σκοτώσει.

Χ.Α.:

Εγκρίθηκε το αίτημά σας;

Π.Γ.:

Εγκρίθηκε. Κι έχουμε τώρα: Εμείς προτείναμε να είναι εργαλεία που θα δουλεύουν με αέρα, με πιεσμένο αέρα, άρα θα υπάρχει ένα κομπρεσέρ δηλαδή που θα ταΐζει με λάστιχο πίεσης θα ταΐζει τα όργανα, τα εργαλεία αυτά, να είναι με αέρα, και όπου απαιτείται, γιατί χρειάστηκε αυτό, όπου απαιτείται να γίνει διά της πίεσης αύξηση ενός ανοίγματος, μεταξύ δύο πλακών, για παράδειγμα, ή να απομακρύνω ένα κομμάτι, ενδεχομένως βαρύ και να δημιουργήσω εγώ δίοδο, τους προτείναμε να είναι με υδραυλική πίεση. Να είναι δηλαδή είτε σιαγόνες υδραυλικές είτε μαξιλάρια με αέρα, ή υδραυλικά μαξιλάρια, ή να είναι έμβολα τα οποία θα εκτοπίζουν και θα ανοίγουν δρόμο για να δημιουργείται η επιθυμητή γρήγορη δίοδος, για να γίνεται ο απεγκλωβισμός.

Χ.Α.:

Συγκλονιστικές ιστορίες. Πολύ...

Π.Γ.:

Ναι, και αν δείτε τον εξοπλισμό σήμερα που έχει το ΕΚΑΜ, πώς το λέμε; ΕΚΑΜ νομίζω το λέμε. ΕΚΑΒ λέμε αυτό που είναι με τα νοσοκομεία και ΕΚΑΜ λέμε της Πυροσβεστικής, αν θυμάμαι καλά. Άρα λοιπόν, άμα θα δείτε σε εγκλωβισμούς σε αυτοκίνητα, σε ατυχήματα δηλαδή, στα αυτοκίνητα έχουν υδραυλικά κοπίδια, με πολύ ισχυρές σιαγόνες. Τρακάρει ένα αμάξι, δηλαδή, κι αρχίζουν και κόβουν, την πρώτη κολώνα, τη δεύτερη κολώνα, την τρίτη κολώνα και το κάνουν κομμάτια το αυτοκίνητο, χωρίς να μπαίνει δηλαδή πολλές φορές ηλεκτρικό σουβλάκι. Όπως όμως είναι ασφαλής ο ηλεκτρικός κόφτης, γιατί είναι και τα καύσιμα, όπως ξέρετε απαγορεύεται η σπινθήρα στα οχήματα, είναι οι φιάλες γκαζιού στα σπίτια, αν έχει κοπεί ένα λάστιχο και υπάρχει διαρροή αερίου μπορεί να έχουμε χειρότερο αποτέλεσμα. Και νομίζω ότι στο μέτρο του δυνατού η συμβολή η δική μας, ως αυτόκλητο συνεργείο διάσωσης στην πολυκατοικία της Αριστείδου, στην Καλαμάτα το 1986, στο σεισμό, ότι συνέβαλε στο μέτρο του δυνατού να έχουμε καλό εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένα συνεργεία και, το πλέον καλύτερο, καλά αποτελέσματα σε παρεμβάσεις τέτοιων περιπτώσεων. Δηλαδή ή σε σεισμούς ή σε τεχνικές καταρρεύσεις ή σε μηχανολογικές καταστροφές ή σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, να επεμβαίνει πλέον η Πυροσβεστική με ειδικό εξοπλισμό, έχουμε συμβάλει.

Π.Γ.:

Τρίτη στιγμή που καταγράφεται, στο διάβα της δικής μου ζωής, για τη δεκαετία του ‘80, είναι το 1989. Είναι η κοσμογονική, μάλλον η ευρω-ασιατική αλλαγή της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και η πτώση του Ανατολικού Μπλοκ. Αυτό είναι ένα σοκ που δεν το συνειδητοποιώ στο βάθος του, απλώς καταγράφω ότι κατέρρευσε η αυτοκρατορία του 1917 κι η πτώση της τσαρικής πρώην αυτοκρατορίας. Καταγράφω όμως, ανήσυχα, ότι, κατά την άποψή μου, τη στιγμή που πέφτει το Ανατολικό Μπλοκ αισθάνομαι και το έχω απαίτηση, ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει την κίνηση –επειδή για μένα η Ρωσία είναι Ευρώπη, δεν μπορώ να θεωρήσω τη Ρωσία εγώ Άπω Ανατολή, ας φτάνει μέχρι το Βλαδιβοστόκ– για μένα οι ηγεσίες στην τότε ΕΟΚ, οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών, δεν αίρονται στο ύψος των περιστάσεων, υπακούν στο δόγμα της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Ατλαντικής Συμμαχίας, και παραμένουν τοποτηρητές των ΗΠΑ. Θεωρώ πια τότε, μέσα μου, [01:30:00]όχι πλήρως, υπάλληλο, την Ευρώπη, ενός άλλου δόγματος, του δόγματος της Δύσης, μόνο που η Δύση δεν τελειώνει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Περνάει απέναντι και πηγαίνει στις ΗΠΑ. Αυτό θα το καταγράψω αρχές... μάλλον πρώτη δεκαετία του ‘90, όταν θα διαπιστώσω ότι αν είχε κάνει αυτή την υπέρβαση η Ευρώπη, και είχε πει μέσες άκρες: «Ευχαριστούμε πολύ, Ατλαντική Συμμαχία, παραμένουμε σύμμαχοι», και δώσει όχι απλή χείρα στήριξης και βοήθειας στην πάλαι πότε Σοβιετική Ένωση, αλλά στη Ρωσική Κοινοπολιτεία, όπως αυτή πήγε να δημιουργηθεί και να της είχε πει: «Ανήκεις στην Ευρώπη, είσαι ισότιμο κράτος μέλος, μπορείς να εκλέξεις τους εκπροσώπους σου στην ΕΟΚ, μπορείς να αποτελέσεις ενιαία κοινωνική, πολιτική, οικονομική κι εμπορική ενότητα», θα μιλούσαμε, απ’ ό,τι αντιλαμβάνεστε, τότε για τη νέα αυτοκρατορία των επομένων πέντε αιώνων. Στάθηκε μικρή η Ευρώπη, λιγόψυχη, κατά την άποψή μου, πονηρή και υπάκουη. Κι έδωσε παράταση ζωής στην αυτοκρατορία των ΗΠΑ, η οποία λίαν προσφάτως κι εσχάτως, όπως είδατε, εσυγκλονίσθη. Αυτή είναι η αρχή ενός ντόμινο που έχει ξεκινήσει ήδη με την έλευση του νέου αιώνα και γεννιούνται πράγματι άλλες αυτοκρατορίες, όχι οι δυτικές. Θα παίξουν ρόλο, είναι πολύ κοντά, θα το ζήσετε οι 50αρηδες. Εμείς θα το ζήσουμε ακροθιγώς. Όσοι πατήσουμε... Αν πατήσω τα 90, εγώ θα το ζήσω αυτό. Άλλες αυτοκρατορίες. Ένα σας λέω μόνο: όταν δείτε και υπογραφεί σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Κίνας και άλλων δύο κρατών, ένα νότια κι ένα βόρεια, να περιμένετε σε χρόνο dt, αν τον πούμε ηλεκτρονικά, ότι πάμε στην επικυριαρχία της νέας αυτοκρατορίας. Για να το τεκμηριώσω αυτό, δεν είναι μόνο δική μου σκέψη, αλλά είναι τι μου έλεγε ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, που πήγε το 1888 στο New York, και γύρισε όπως είπαμε, πολέμησε και λοιπά, έλεγε, περισσότερο στη μητέρα μου αλλά καταλάβαινα, αλλά το άκουγα: «Ευτυχούλα, φοβού την κίτρινη φυλή». Η μητέρα μου του έλεγε: «Όχι, μπαμπά, να φοβάται, η Ελλάδα, η Δύση, να φοβάται την Αφρική γιατί τους έχουν κατακλέψει τον πλούτο τους, τους έχουν δούλους, τους έχουν αφανίσει». Και λοιπά. Κι επαναλάμβανε ο παππούς με στόχο με στόμφο: «Όχι, Ευτυχία, φοβού την κίτρινη φυλή». Εγώ δηλαδή μεγάλωσα με κυρίαρχες τις ελληνικές τεχνικές εταιρείες στην Αφρική, στις αραβικές χώρες, και τη Μέση Ανατολή, κι αν με ρωτήσετε σήμερα, ποιες είναι οι τεχνικές εταιρείες που κυριαρχούν στην Αφρική, στις αραβικές χώρες, και τη Μέση Ανατολή, ποιος σας είπε ότι είναι οι δυτικές; Είναι κινέζικες. Οι κινέζικες εταιρείες οι κατασκευαστικές κυριαρχούν, κι όταν μια εταιρεία δεν μεταναστεύει απλώς, να πάει για εργάτης, και πηγαίνει σε μια χώρα ως μια τεχνική εταιρεία υψηλών προδιαγραφών κι εκτελεί έργα, εύκολο είναι να παρέμβει. Εύκολο είναι να αποικιοκρατήσει με το νέο σύστημα. Όπως επιχειρεί και με το δρόμο, τον πρώην δρόμο Μεταξιού που ετοιμάζεται και προτείνει η Κίνα να τον κάνει, όπως ξέρετε, Πεκίνο-κέντρο Ευρώπης, και θα το κάνει, 9 τρισεκατομμύρια κάνει, θα τα βρει. Δεν είναι πολλά λεφτά. Έτσι λοιπόν, κατά την άποψή μου, θα είναι η επόμενη αυτοκρατορία, η επόμενη υπερδύναμη στον κόσμο.

Χ.Α.:

Θα μπορούσατε να μου πείτε, εν κατακλείδι, την εντύπωσή σας για την Καλαμάτα του 21ου αιώνα, και πώς τη φαντάζεστε εσείς στο σύντομο μέλλον;

Π.Γ.:

Ναι. Η Καλαμάτα, μετά τη δημαρχοντία Μπένου και του συνδυασμού «Αλλαγή», που δεν έκανε τίποτα άλλο, παρά να αποτινάξει από πάνω της το χιτώνιο της υποκρισίας και του παλαιοκομματισμού, και να μπει πάρα πολύ βαθιά στο στρατηγικό σχεδιασμό και στην υλοποίηση των έργων, ένα προς ένα, που υποδείκνυε αυτός ο σχεδιασμός, είχε την ατυχία να επακολουθήσουν δημαρχοντίες που δεν έκαναν όλες το αυτονόητο, δηλαδή πάνω στον κάναβο που είχε ήδη σχεδιαστεί, να κάνουν βήματα θα έλεγα εγώ προωθημένα, να πάνε δηλαδή ένα βήμα ακόμα πιο μπροστά. Δεν το έκαναν. Έχει χάσει δρόμο η Καλαμάτα. Όμως από μόνη της η πόλη, η περιοχή, και όχι τόσο οι άνθρωποί της, είναι αυτό που θα διατηρήσει την, αν όχι εσαεί, τη για δεκαετίες ακόμα τάση ανάπτυξής της, καταγράφοντας δείκτες τουλάχιστον στην περιφέρεια Πελοποννήσου, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν όλες οι πόλεις της Πελοποννήσου. Και δεν εννοώ της Πελοποννήσου της περιφέρειας. Εννοώ ολόκληρου του νησιού «Πελοπόννησος». Αυτό το αβαντάζ το έχει. Αν θυμάστε, σας είπα ότι εκείνη η δημαρχοντία ήταν που πήγε να ενώσει την Καλαμάτα με την Κρήτη. Δεν σας κρύβω ότι πάλι με τη δική μου συνδρομή το Επιμελητήριο Μεσσηνίας, όχι τη δεκαετία του ‘80, αλλά τη δεκαετία του millennium, του 2000 δηλαδή, επιχείρησε να σχεδιάσει, να μελετήσει και να πείσει ότι πρέπει το τελευταίο στεριανό λιμάνι της Ευρώπης να συνδεθεί με τη Λιβύη, πράγμα το οποίο δεν προχώρησε όμως, επειδή, ποιος σας είπε ότι ακούν οι πολιτικές ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων; Ή των κυβερνήσεων ή των κυβερνητικών σχημάτων; Ποιος σας είπε ότι ακούνε; Δεν ακούνε. Για εμάς φυσιολογικό, σαν Επιμελητήριο Μεσσηνίας, όπου είμαι επί 43 συναπτά χρόνια στη διοίκησή του και είμαι γραμματέας σήμερα, πρόεδρος τουρισμού κι εκπροσωπώ τις επιχειρήσεις του νομού στην κεντρική ένωση των επιμελητηρίων. Ποιος σας είπε ότι ο φυσικός δρόμος δεν είναι από το λιμάνι της Καλαμάτας, που είναι το νοτιότερο χερσαίο λιμάνι της Ευρώπης, ότι πρέπει να συνδεθεί με τη μεγάλη ήπειρο; Ποιος σας είπε ότι αυτό δεν είναι το φυσιολογικό; Ποιος σας είπε ότι μπορεί ο Πειραιάς να παίζει αυτό το ρόλο; Δεν μπορεί να τον παίξει. Ο σοφός Αντώνης Τρίτσης είναι ο πρώτος και αυτός που είπε: «Ως εδώ, φτάνει». «Ως εδώ, φτάνει». Δεν μπορεί να είναι κέντρο η Αθήνα και ο Πειραιάς της χώρας. Ο Τρίτσης το είπε αυτό. Και φυσικά ήταν σοφότατο. Ήταν σοφότατο. Η Αθήνα κι ο Πειραιάς δεν μπορούν να πάρουν άλλο φορτίο. Εδώ πάνε να κάνουν το «Θριάσιο» τώρα και δεν γίνεται. Έφτασε ο Ασπρόπυργος να είναι το κέντρο της Αθήνας και να μην μπορεί τελικά να συντηρήσει και να εξυπηρετήσει εμπορευματικές μεταφορές. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα για την εξέλιξη του δικού μας τόπου, της πόλης και του νομού, όμως δεν ομονόησαν πολιτικές ηγεσίες, [01:40:00]κυβερνητικά σχήματα και τοπικοί παράγοντες. Τοπικά φυσικά πρόσωπα, όσο και να σας ακούγεται παράξενο αυτό, ότι ένα πολιτικό ή ισχυρό κοινωνικό, πολιτικό πρόσωπο μπορεί να αλλάξει το μελλοντικό χάρτη. Σας διαβεβαιώνω εγώ και σας λέω, ναι, μπορεί. Γιατί το σύστημα είναι παλαιοκομματικό κι όχι αξιακό.

Χ.Α.:

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη, κύριε Παύλο, να είστε καλά.

Π.Γ.:

Κι εγώ, που επιλέξατε να σας δώσω αυτή τη συνέντευξη, η οποία θέλω να αξιοποιηθεί από τους μελλοντικούς επιστήμονες και πολίτες αυτής της χώρας, που τόσο πολύ έχει δεινοπαθήσει.

Χ.Α.:

Να ‘στε καλά.