© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Ένας στρατιωτικός γιατρός μιλά για τα ταραγμένα γεγονότα του 20ου αιώνα στην Ελλάδα
Κωδικός Ιστορίας
18243
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ηλίας Μπαστέας (Η.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/02/2021
Ερευνητής/τρια
Σπύρος Παπαγεωργάκης (Σ.Π.)
Καλησπ[00:00:00]έρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ηλίας Μπαστέας του Πέτρου και της Δήμητρας.
Είναι Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021. Μιλάω με τον κύριο Μπαστέα, ο οποίος βρίσκεται στο Ναύπλιο. Εγώ ονομάζομαι Σπύρος Παπαγεωργάκης. Είμαι ερευνητής στο Istorima και βρίσκομαι στην Αθήνα. Κύριε Μπαστέα θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Εγώ είμαι ένας γιατρός, απόφοιτος της ιατρικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και δη της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής, η οποία αποτελούσε τότε ένα ξεχωριστό ίδρυμα από άποψη προσπάθειας και δικαίωσης κάποιων ανθρώπων που ήθελαν να σπουδάσουν ιατρική αλλά ήθελαν ταυτόχρονα για διαφόρους λόγους –οικονομικούς ή άλλους– να έχουν μια υποτροφία κρατική, και αυτή ήταν η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή που υπήρχε τότε. Εκεί έδωσα εξετάσεις και πέτυχα. Για να σας δώσω να καταλάβετε τη σημασία της, ήτανε 3.500 οι υποψήφιοι και εισήλθαν 32 εισήλθαμε μέσα εκεί. Ήτανε μια δύσκολη κατάσταση, διότι υπήρχε το στρατιωτικό πνεύμα και ο στρατιωτικός τρόπος εκπαίδευσης των εισελθόντων φοιτητών της ιατρικής, οι οποίοι ταυτόχρονα παρακολουθούσαν τα μαθήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Και βέβαια ήτανε ένα κουραστικό γεγονός να τα βγάλεις πέρα και σε δυο διαφορετικές καταστάσεις. Και από άποψη πνεύματος, άλλο πνεύμα έχει ένας γιατρός και άλλο πνεύμα έχει ένας αξιωματικός, τουλάχιστον εν ειρήνη. Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο της προσωπικότητός μου στην κοινωνική μου πορεία. Γεννήθηκα στην Αθήνα από Αθηναίους γονείς, οι οποίοι ανήκανε σε πολυμελείς οικογένειες έκαστος. Δηλαδή σε βαθμό έξι αδέλφια ο πατέρας μου, και εφτά η μητέρα μου. Όλοι στην Αθήνα κατοικούντες. Παντρεμένοι με πολλά παιδιά στη μικρή τότε Αθήνα. Ήτανε μια [Δ.Α.] όλης της Αθήνας. Και έζησα εκείνη την προπολεμική Αθήνα στα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Κι απέκτησα μια νοοτροπία ζώντας μέσα σε πολυμελείς, πολυμελέστατες οικογένειες, ανθρώπου που έκρινα, συνέκρινα, διέκρινα κι έμαθα να αναζητώ το δίκαιο σε αυτά όλα που έβλεπα να γίνονται γύρω μου. Είχα όπως φαίνεται και μια ικανή νοημοσύνη, ώστε να αποκτώ συνείδηση και να θυμάμαι φερειπείν τον Τσάμπερλεν, τον τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας, να προσπαθήσει να συζητεί με τον Χίτλερ προκειμένου να μην επιτεθεί στην Πολωνία και ούτω καθεξής όλο εκείνο το προ του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κλίμα που ήτανε η Αθήνα μια μεγάλη κωμόπολη –σήμερα θα τη λέγαμε κωμόπολη– με πολλές αυλές, με πολλά δέντρα, πλημμυρισμένη από αρώματα λουλουδιών, γιασεμιών, από γαζίες και ούτω καθεξής. Και ήρθε εκείνη η βάρβαρη εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που ήχησαν οι σειρήνες και όλα άλλαξαν. Μπήκαν σε εκείνη την αλλαγή που έφτιαξε κατά τη δική μου γνώμη ένα καινούργιο τρόπο ζωής για όλη την Ελλάδα. Και πέρασα κι εκείνο τον λιμό των Αθηνών από άποψη πείνας. Η πείνα των Αθηνών που εξοντώθηκαν άνθρωποι. Έζησα αυτή την πείνα. Έχω ζήσει ανθρώπους, άνδρες... Δεν είχαμε να φάμε. Εγώ ούτε γρασίδι δεν είχα να φάω από κάτω. Κάψαμε και την πόρτα μας για να ζεσταθούμε και να επιβιώσουμε. Περπατούσανε οι άνδρες όλοι οι Αθηναίοι με φαρδιά κουστούμια. Εννοώ ήτανε παχείς και είχαν αδυνατίσει. Οι δε γυναίκες φορούσαν όλες φουστάνια τότε και είχαν σκιστεί τα πόδια τους, είχε ραγίσει το δέρμα από τα οιδήματα, από υπολευκομαθαιμίες που είχαν και τρέχανε υγρά. Πέθαιναν. Ξαφνικά έπεφταν μπροστά και πέθαινε κάποιος. Τους έπαιρνε μετά το κάρο του δήμου και τους πήγαινε όπου τους πήγαινε. Δεν ξέρω. Και μετά από την Πατησίων, όπου ήτανε το κύριο μέρος όπου ζούσα, μεταφερθήκαμε για να ζήσουμε. Πουλήσαμε το σπίτι μας. Πήραμε δυο τσουβάλια σιτάρι κι ένα μικρό σπιτάκι στη Νέα Ιωνία, που βρεθήκαμε στο κλίμα του πρώτου κύματος των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρασιατική καταστροφή, που είχανε άλλες συνήθειες από εμάς τους Έλληνες, που ζούσαν στην Ελλάδα έστω και στην Αθήνα. Ήσαν σαφώς πιο κοινωνικώς προηγμένοι με την έννοια της συναναστροφής, της έκφρασης, της χειραφέτησης των γυναικών, της εμπορικής κίνησης. Ήσαν άνθρωποι οι πρόσφυγες ενός άλλου κλίματος. Σ’ αυτό τον τόπο της Νέας Ιωνίας έζησα και τα υπόλοιπα χρόνια μέχρις ότου το 1950 δώσω εξετάσεις, πετύχω στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και φύγω και πάω εκεί. Ετελείωσα βέβαια το οκτατάξιο γυμνάσιο στη Νέα Ιωνία. Το δημοτικό το τετρατάξιο το είχα τελειώσει στο 8ο γυμνάσιο των Πατησίων. Και έζησα και τα χρόνια του Εμφυλίου εκτός της γερμανικής Κατοχής, όπου κυρίως είχαμε Γερμανούς στα Πατήσια, που ήσαν πολύ σκληροί σα στρατιώτες, ανάλγητοι σαν σύστημα, ενώ στη Νέα Ιωνία υπήρχαν και Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι ήσαν τελείως διαφορετικοί από τους Γερμανούς στρατιώτες. Ήταν η γνωριμία μου με τη διαφορετική ποιότητα, τις διαφορετικές συνήθειες –δεν ξέρω τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι αυτό– των δυο λαών, των Γερμανών και των Ιταλών. Οι Ιταλοί πετούσανε και κανένα κομματάκι ψωμί, κάνα ψωμάκι στους Έλληνες που τρέχανε πίσω απ’ τα αυτοκίνητά τους μήπως και πάρουνε. Οι Γερμανοί δεν δίδανε τίποτα τέτοιο ποτέ όσο και… Οι Ιταλοί μοιάζανε αρκετά με τους Έλληνες στα ελαττώματα. Πείραζαν τις γυναίκες, έτσι χωρίς βιαιότητες –δε θυμάμαι εγώ τουλάχιστον–, ενώ υπήρχαν και Γερμανοί κατ’ εξαίρεσιν αξιωματικοί μαχόμενοι, μαχητές, οι οποίοι είχα την ευκαιρία να δω έναν, ο οποίος όταν μπλοκάρισαν το σπίτι μου γιατί κάποιος είχε πυροβολήσει απ’ την περιοχή μου το τμήμα του και ήρθε μέσα και μπήκε με τους στρατιώτες του ο αξιωματικός στο σπίτι μας κι έπιασε το χέρι του πατέρα μου, που ήτανε ξύλινο –διότι είχε τραυματιστεί στον Ελληνο-Ιταλι[00:10:00]κό πόλεμο και του είχαν κόψει το χέρι– και όταν είδε και το σήμα το αναπηρικό στο πέτο, στάθηκε προσοχή. Τον χαιρέτησε. Είπε και στους στρατιώτες του: «Έξω» και τους έδιωξε χωρίς να κάνει έρευνα κι έφυγε και ο ίδιος. Αυτό δε σημαίνει ότι μου άφησε καλή εντύπωση. Σημαίνει ότι είπα: «Να κι ένας καλός Γερμανός» από τότε. Γιατί η εντύπωσή μου για τους Γερμανούς από τότε μου έμεινε ότι είναι άνθρωποι άκαμπτοι –δύσκαμπτοι θα έλεγα–, με τα δικά τους και με αυτά τα οποία διέπραξαν στη συνέχεια. Σκληροί άνθρωποι. Αντίπαλοι. Σαφώς αντίπαλοι. Χωρίς συζήτηση εχθροί της πατρίδος μας. Κατακτητές. Και οι Ιταλοί το ίδιο αλλά αυτοί δεν ήσαν έτσι. Ήσαν πιο πλησίον σε εμάς τους Έλληνες, στην ψυχολογία μας. Χαιρετήσαμε θερμά την απελευθέρωση. Χαιρετήσαμε πολύ τα πρώτα τμήματα του ΕΑΜ που ήρθε. Και ήρθαν και τα αγγλικά στρατεύματα. Τα χαιρετούσαμε.
Πλην όμως σε λίγο καιρό, όπως ήταν η ιστορία, το θέμα κατέληξε στον Εμφύλιο Πόλεμο. Και βρεθήκαμε σαν οικογένεια στη Νέα Ιωνία, στην περιοχή στην οποίαν εκρατείτο από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τον ΕΛΑΣ, ενώ κάτω στην Αθήνα ήσαν Άγγλοι και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι ήσαν τότε προσκείμενοι στην εξουσία και επί Γερμανών. Δηλαδή κάτι –πώς το λέγαμε τότε ο απλός λαός, τα παιδιά, η γειτονιά– οι ταγματασφαλίτες, οι Χίτες και ούτω καθεξής. Αυτοί ήτανε με τον στρατηγό τον Σκόμπι. Και σε μας ήτανε οι ΕΛΑΣίτες. Τότε περάσαμε εμείς σαν οικογένεια περάσαμε τη δεύτερη πείνα, διότι εμείς ήμαστε άνθρωποι σαν οικογένεια, οικογένεια φτωχή βέβαια -που λέει ο λόγος- φτωχή, αλλά από γιαγιά ακόμη καθηγήτρια γιαγιά. Θέλω να πω υπήρχε πνευματική ανάπτυξη. Αυτό σήμαινε απόλυτη εντιμότητα. Και σαν ελεύθεροι άνθρωποι δεν είχαμε καμία ένταξη. Ήμαστε δημοκράτες. Ούτε με τους μεν, ούτε με τους δε. Υπήρχε η Ελλάδα, η πατρίδα και υπήρχε ο πόνος για ό,τι ακριβώς συνέβαινε. Αλλά δυστυχώς ο ΕΑΜ εκεί, ο ΕΛΑΣ θα έλεγα με την ΕΠΟΝ και λοιπά έκαναν κινήσεις, οι οποίες δεν ήσαν σωστές. Φερειπείν όταν έφυγαν, ξεκουμπίστηκαν κι έφυγαν τα στρατεύματα Κατοχής, πήγα εγώ να εγγραφώ –χωρίς να το πω στον πατέρα μου ή στη μητέρα μου– στην ΕΠΟΝ της Νέας Ιωνίας. Κι όταν έφτασα απέξω –γιατί Έλληνας ήμουνα κι εγώ, Ελληνόπουλο, ήμουνα 10-11 ετών τότε, όχι παραπάνω ήμουνα, 13 μάλλον– είχαν μια τεράστια σημαία ρωσική απέξω και μια μικρούλα ελληνική, τόση δα. Κι εγώ μπήκα μέσα για να μην παρεξηγηθώ, γιατί είχα φτάσει εκεί. Και μετά έφυγα. Κοίταξα τα πράγματα ήρεμα. Ήταν κι άλλα παιδιά. Κι έφυγα. Δεν ήθελα να ενταχθώ στη ρωσική σημαία παρότι συμπαθούσα και τους Ρώσους όπως συμπαθούσαμε και τους Ρώσους και τους Άγγλους και τους Αμερικανούς και τους Γάλλους. Ήμεθα σύμμαχοι. Οι άλλοι ήτανε εχθροί. Και επίσης δε μας έδιναν καθόλου φαγητό. Παραλίγο να πεθάνουμε δεύτερη φορά, γιατί στα συσσίτια δίνανε μόνο στους γραμμένους κομμουνιστές ΕΑΜίτες. Εμείς δεν ήμαστε ΕΑΜίτες. Ο πατέρας μου του έλειπε ολόκληρο το αριστερό χέρι απ’ τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο. Τι θα ήμαστε; Γιατί να ήμαστε; Ό,τι θέλαμε ήμαστε. Δεν ενοχλούσαμε, δε μας ενόχλησε ποτέ κανείς, ούτε ενοχλήσαμε. Αλλά δεν έπρεπε να φάμε. Δεν είχανε για μας. Τέλος πάντων, πριν απ’ το ‘50 είχαν φτιάξει κάπως τα πράγματα παρότι γινόταν πόλεμος. Θυμάμαι κι όταν μπήκα στη σχολή στο πρώτο έτος που ήμουν και με βάλανε σαν πρωτοετή σκοπό στο προαύλιο, άκουγα από τον Χωρτιάτη ή από κάπου εκεί πέρα γύρω απ’ τα βουνά να χτυπούν κανόνια. Που σημαίνει ότι ήταν στα τελευταία του ο αγώνας μεταξύ εκείνης της δεξιάς και εκείνης της αριστεράς. Γιατί εκείνες ήτανε, εκείνες ήταν δεξιά κι εκείνες ήταν αριστερά, αν και κατά τη δική μου τώρα γνώμη που μιλάμε ούτε ξέρανε ποιοι ήσαν δεξιοί και ποιοι ήσαν αριστεροί ή γιατί ήσαν δεξιοί και γιατί ήσαν αριστεροί. Και πιστεύω δε το ξέρουν ούτε ακόμη σήμερα.
Λοιπόν εκεί έμεινα 6 χρόνια. Δύσκολα χρόνια να σπουδάζεις φοιτητής στο πανεπιστήμιο, να κοιμάσαι μέσα στη σχολή, να ξυπνάς στις 6:00 το πρωί. 5:30-6:00, 6:30 να κάνεις ασκήσεις, να τρέχεις, αναφορές, τιμωρίες… Σκληρότατη ζωή και απαράδεκτη ζωή. Απαράδεκτη πίεση από τους μεγαλύτερους φοιτητές στους μικρότερους. Καψώνια τρομακτικά. Και λεκτικές προσβολές και άλλα πράγματα στα οποία εν πάση περιπτώσει πολλοί συμφοιτητές μου τα άντεξαν και μου είπαν: «Τα αστεία» και λοιπά. Εμένα με κούρασε πάρα πολύ αυτή η ζωή. Ήθελα να φύγω αλλά ο πατέρας μου δεν είχε χρήματα να με σπουδάσει και έτσι αναγκάστηκα να μείνω. Και έζησα και μέσα εκείνο που έγινε τρομακτικό, γιατί το 1955 –νωρίς-νωρίς όταν εγώ ήμουνα τραυματικής ηλικίας 23 ετών– έχασα τον πατέρα μου, ο οποίος σημειωτέον ήτο Βενιζελικός ως νέος. Και το ‘55 στις 5 Μαρτίου έχασα τον πατέρα μου στον «Ευαγγελισμό». Και νομίζω το ‘55 μέσα στη σχολή αντιμετωπίσαμε με ένα θυμό μεγάλο όλοι οι φοιτητές –και δη της Στρατιωτικής Ιατρικής γιατί αυτούς έζησα πιο πολύ– τα θέματα τότε που κάνανε οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν κάνει κάποιο κακούργημα σε βάρος της ελληνικής μειονότητος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά έληξε χωρίς κάτι. Θυμάμαι ότι κοροϊδεύαμε και τον Τζελάλ Μπαγιάρ στη συνέχεια που είχε έρθει μια επίσκεψη πριν ή μετά –δε θυμάμαι ακριβώς– από το γεγονός αυτό. Εκεί μέσα στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή υπή[00:20:00]ρχε βέβαια η λεγόμενη «εθνική δεξιά» εκείνου του καιρού, η πατριωτική δεξιά, η οποία κατά τη δική μου εκτίμηση ήτανε υπερβολική και χρησιμοποιούσε μεθόδους που ήτανε έξω απ’ το δικό μου πνεύμα. Η δική μου κουλτούρα ήτανε κουλτούρα ενός πνευματικού ανθρώπου που μπορούσε να λύσει πάντοτε τα πράγματα με την πραγματική κατάσταση, με το διάλογο. Όλα τα πράγματα έχουν μια λύση, αν είσαι καλοπροαίρετος. Αν είσαι κακοπροαίρετος δε χρειάζεται να συζητάς. Αποφεύγεις να συζητάς. Αυτοί ήταν τότε η όση γνώση είχα. Μιλάμε τώρα για 23-24 χρόνια που απεφοίτησα. Θυμάμαι πριν αποφοιτήσω με πλησίασε ο τότε αξιωματικός Α2, Αξιωματικός Πληροφοριών της Σχολής. Και μου είπε να ενταχθώ εις το σύστημα πληροφοριών εκεί που υπήρξε μια οργάνωση μέσα στο στρατό, την είχαν με τα αρχικά ΙΔΕΑ. Είναι κάποιες δε θυμάμαι τι ακριβώς ήτανε, τι εσήμαινε το κάθε αρχικό- και να ενταχθώ εκεί πέρα και να τους λέω τι ακριβώς συζητούσανε, αν υπήρχαν αριστεροδεξιοί… οτιδήποτε να μεταφέρω εκεί πέρα. Θυμάμαι ότι είχα αρνηθεί και τους είπα: «Εντάξει εσείς τώρα για να μου λέτε, ξέρετε ότι είμαι πολύ…». Θα έλεγα ότι είχα πάντα αυτό που λέμε, είπαμε αργότερα «υπερπατριώτης». Είχα ενθουσιασμό σχετικά με την Ελλάδα, με την πατρίδα, με το Σωκράτη, με τον Αριστοτέλη, με τον Πλάτωνα, με τον Ελληνισμό, με την ιστορία της Ελλάδος. Κι εγώ είχα την τιμή να είμαι ένας απ’ τους Έλληνες. Λέω τώρα όλα αυτά τα πράγματα για να διαμορφώσω την άποψή μου στην ώρα που θα φτάσουμε να πούμε και για την δικτατορία Επελέγην μάλιστα ενώ με μετέθεσαν να είμαι επικεφαλής μιας μονάδας για να μεταβώ ο πρώτος στρατιωτικός γιατρός Διοικητής Μονάδας, ο τότε Διευθυντής του Υγειονομικού του Ελληνικού Στρατού ονόματι Αρβανίτης, ένας εξαιρετικός κύριος. Επρόκειτο να στείλουν την πρώτη την ΕΛΔΥΚ. Τότε που έγινε το θέμα και θα στέλναμε την ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και θα πήγαινε και μια μονάδα υγειονομικού. Αυτής της μονάδος υγειονομικού με διάλεξε εμένα ο Αρβανίτης κατόπιν επιθεωρήσεως που έκανε σε όλα τα θέματα, ότι ήμουνα ο καλύτερος, η καλύτερη μονάδα η δική μου που υπήρχε. Και με μετέθεσαν απ’ την Αθήνα να κατεβώ να παραδώσω και να κατεβώ στο Επιτελείο. Αλλά επειδή ήμουνα μικρός σε βαθμό και η συμφωνία προέβλεπε Ταγματάρχη, Επίατρο κι εγώ ήμουν Υπίατρος, Υπολοχαγός. Πώς τώρα Υπολοχαγός ήμουνα Διοικητής στη θέση Επιάτρου; Αυτό ήτανε θέμα συμπτώσεως, συνθηκών. Αλλά είχα φτιάξει τη μονάδα αυτή την καλύτερη αλλά δεν έκανα λόγω βαθμού και με μετέθεσαν πάλι. Ακυρώθηκε, δεν πήγα εγώ. Με έστειλαν πάλι πίσω και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Είχα όμως–
Με συγχωρείτε. Να σας ρωτήσω ποια χρονιά έγινε αυτό στο οποίο αναφερθήκατε;
Πότε στείλαμε; Δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά. Πρέπει να ήτανε πριν απ’ τη συμφωνία. Η πρώτη μονάς. Πότε πήγε η πρώτη ΕΛΔΥΚ, η πρώτη που πήγε; Τότε εκείνος που έπρεπε να πάει με την πρώτη ήμουν εγώ.
Εντάξει.
Αυτή τη χρονιά. Δε θυμάμαι να σας πω δηλαδή αν είναι το 1959 ή ‘58.
Απλώς δεν κατάλαβα αν αναφερόσασταν στην εισβολή που έγινε μετά. Αυτό δεν κατάλαβα και ήθελα να διευκρινίσω.
Όχι, είναι προ της εισβολής.
Εντάξει.
Προ της εισβολής. Η εισβολή έγινε το '64 πότε έγινε.
Το ‘74.
Το '74. Στις 20 Ιουλίου του '74. Μιλάμε τώρα για το 1958 ή ‘59. Τότε έγινε η πρώτη συμφωνία και πήγε η πρώτη μονάδα ΕΛΔΥΚ και αντίστοιχα οι ΤΟΥΛΔΥΚ πήγαν στην Κύπρο. Τότε με επέλεξαν εμένα ύστερα από επιθεώρηση όλων των μονάδων ότι ήταν η καλύτερη η δική μου. Αλλά έγινε αυτό το πράγμα. Εν πάση περιπτώσει, ήμουν ένας άνθρωπος ο οποίος ενδιαφερόμουν κυρίως για την ιατρική. Και μεταξύ μας ήθελα να πάρω και την ειδικότητα του ψυχιάτρου. Δεν την πήρα τελικά, διότι μου συνέβησαν διάφορα τραγικά γεγονότα στη ζωή μου. Τραγικά για έναν πατέρα, για έναν άνθρωπο, για όποιον άνθρωπο που είχε σχέση με τα παιδιά μου και την υγεία τους. Στην πορεία μου τελικά ύστερα από διάφορες καταστάσεις με μετέθεσαν στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού, το οποίο ήταν στο Ναύπλιο, με το βαθμό του Υπιάτρου. Δηλαδή ήμουνα ο μοναδικός γιατρός του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Μηχανικού στο Ναύπλιο. Εκείνο τον καιρό υπήρχε μια πολιτική διένεξη και μέσα μου είχα ένα σπέρμα ανθρωπιάς. Κυρίως ανήκα στην Ελλάδα. Εκτιμούσα πάρα πολύ την ελληνική ιστορία, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τους αγώνες που έκαναν οι αγωνιστές του 21’. Είχα γνωρίσει τα ελαττώματα του Βυζαντίου. Ήξερα γιατί έπεσε το Βυζάντιο. Ήξερα για όλα αυτά που δεν τα ξέρουν ακόμη και σήμερα νομίζω οι Έλληνες. Δεν ξέρουν το ρόλο που έπαιξαν και τότε οι Σταυροφόροι στην κατάργηση και στην έκπτωση του Βυζαντίου, την ελαχίστη βοήθεια που έδωσε ο Πάπας εκείνη την εποχή. Όλοι αυτοί μαζί με την κλειδαρότρυπα που είχε σπάσει στο Βυζάντιο. Έτσι έγινε που υπήρχε αυτή η ιστορία. Εγώ όμως ήμουνα ένας άνθρωπος που με ενδιέφερε η αλήθεια το δίκαιο και η πρόνοια. Είχα γνωρίσει την ανεπάρκεια που υπήρχε σε όλους τους τομείς του συστήματος από άποψη δικαιοσύνης και αξιοκρατίας. Έτσι και όπως και στη μετέπειτα ζωή μου, εψήφισα κατά διαστήματα ανθρώπους που δεν τους εγνώριζα αλλά που εγώ επίστευα ότι ήσαν πολιτικώς οι καλύτεροι και οι συμφέροντες για τον τόπο μας, γιατί τους θεωρούσα ηθικοτέρους –όχι ηθικούς– εκ των λοιπών υπαρχόντων εκάστοτε. Εκείνο τον καιρό, λοιπόν, υπήρχε μια διαμάχη μεταξύ του ασιλέως και Παπανδρέου, προ της επανάστασης της 21ης Απριλίου, της λεγομένης τότε Χούντας των Συνταγματαρχών. Δεν έτυχε να έχω συνυπηρετήσει ποτέ –άλλωστε ήτανε μεγαλύτεροί μου– ούτε με τον Συνταγματάρχη τον Παπαδόπουλο, ούτε με τον Μακαρέζο, ούτε με τον Ταξίαρχο τον Παττακό, ού[00:30:00]τε με κανέναν απ’ αυτούς. Ήξερα όμως από την εποχή που είχα υπηρετήσει τότε στην Νέα Σάντα του Κιλκίς, στο 21ο Σύνταγμα Πεζικού, ήξερα τον ομοιόβαθμό μου πεζικάριο αξιωματικό τον Χατζηζήση, ο οποίος το 1968-‘69 υπηρετούσε σαν Υποδιοικητής στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Κι εγώ υπηρετούσα σαν γιατρός στην Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών που στεγαζόταν στο 401. Και με εσωτερική πόρτα συνδεόταν όλο το σύνολο του 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου, το οποίο τότε ήτανε στο Κολωνάκι δίπλα στο ΝΙΜΤΣ και επικοινωνούσε με εσωτερική πόρτα με τον χώρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου υπήρχε Διοικητής ένας Θεοφιλογιαννάκος. Δεν ξέρω τι βαθμό είχε, ούτε τον είχα δει ποτέ μου. Αλλά έμαθα ότι ήτανε και ο Νίκος ο Χατζηζήσης, ο οποίος τον ήξερα από τον 21ο Λόχο Υγειονομικού Συντάγματος Πεζικού τότε που είχα υπηρετήσει στη Νέα Σάντα του Κιλκίς. Ήτανε σε ένα γραφείο ένας απ’ τους επιτελείς του τότε διοικητού του Συντάγματος. Λοιπόν νομίζω ότι θα έπρεπε να πω ότι η επαφή μου με τη δράση της λεγομένης «εθνικής παράταξης» ήτο για μένα πολύ καταπιεστική προς όλες τις κατευθύνσεις, διότι είχα σ’ αυτήν την παράταξη, ήτανε και ο Χατζηζήσης. Ήτανε κι ένας Πετάνης. Ήσαν και διάφοροι άλλοι, ονόματα αξιωματικών, οι οποίοι επίστευαν μεν στην πατρίδα, αλλά έπρεπε κάθε ένας να κάνει ό,τι λένε αυτοί. Θέλω να πω δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε ένας Έλληνας να έχει τη δική του υπόσταση, τη δική του γνώμη, τη δική του άποψη. Και αυτό δεν το ήθελα. Ταυτόχρονα επειδή είχα διαβάσει και το σχέδιο το επιχειρησιακό σαν Διοικητής στο 21ο που πήγα εκεί σαν υπολοχαγός στο 21ο Λόχο Υγειονομικού Συντάγματος Πεζικού στη Νέα Σάντα του Κιλκίς –είπαμε ότι είχα πάει εκεί το ‘58-‘59– λοιπόν ήξερα ότι προέβλεπε πρώτη πράξη αμύνης του ΝΑΤΟ –το είδα μέσα στο απόρρητο αρχείο– ήταν ο Όλυμπος, περίπου. Ποιοι λοιπόν; Εμείς θα αφήσουμε τη Μακεδονία και τη Θράκη και τα αυτά και θα είμαστε εκεί; Τα είδα αυτά τα πράγματα και διαμόρφωσα μια άποψη ότι καλό είναι οι Έλληνες να σκεφτόμαστε τους Έλληνες, πρώτα απ’ όλα τους Έλληνες. Όλοι οι άλλοι καλοί είναι. Ωραίοι και οι Αμερικάνοι, ωραίοι και οι Ρώσοι, ωραίοι και οι Άγγλοι, αλλά οι Έλληνες είμαστε Έλληνες και θα πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Παρέλειψα να πω κάτι που νομίζω ότι έχει σημασία. Το 1948, ’47 ή ’46; Δε μπορώ να θυμηθώ. Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου μέσα στην Αθήνα εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας. Πήγαμε μέχρι το λόφο της ΟΥΛΕΝ. Εκεί υπήρχε ένας λόφος, όπου υπήρχε η ΟΥΛΕΝ, η εταιρία Υδρεύσεως. Και δίπλα υπήρχε μια έκταση όπου υπήρχε ένα στρατόπεδο δεν ξέρω τι ήταν. Μας πήγανε με το γυμνάσιο. Και είδα σειρά πτωμάτων. Ανθρώπων που λεγόντουσαν ότι ήταν δεξιοί. Τώρα ήταν δεξιοί; Ήταν προδότες; Ήταν συνεργάτες των Γερμανών; Πού να ξέρεις απ’ τα πτώματα που είναι στη σειρά και είναι 100-200 πτώματα τον ένα δίπλα στο άλλο και κάποια πεταμένα έτσι; Και είχα δει και το πτώμα μιας γυναίκας με ρούχα. Φαινότανε πλουσία γυναίκα. Δε την είχανε μαζί με τους άλλους εκεί, αλλά ήτανε στο δρόμο πεταμένη, ντυμένη και σχετικά ντυμένη με το φουστάνι της στο σώμα της, με τα πόδια ελεύθερα όλα από το μηρό επάνω μέχρι κάτω, με καλτσόν ζαρτιέρες μαύρες έτσι πολυτελείας, γεμάτη με τραύματα στα πόδια της από τέμνον όργανο –μαχαίρι; τσεκούρι; Ξέρω γω τι ήτανε;– και σκοτωμένη, νεκρή δηλαδή, αλλά προσφάτως νεκρή αυτή και άλλοι ήτανε πιο πέρα. Αλλά αυτή ήτανε μπροστά-μπροστά, τελευταίο σκότωμα δηλαδή. Και το είχα δει τότε. Και ήτανε πηγμένο στα αίματα γύρω απ’ τις πληγές. Και αυτό με προβλημάτισε. Μου είχε μείνει και αυτό στην ανάμνηση. Ήξερα ότι απ’ τη μια σκοτώναν οι μεν απ’ την άλλη σκοτώνανε οι δε και ήτανε Έλληνες κι Ελληνίδες. Και αυτό με έκανε να σκεφτώ και να τοποθετηθώ ότι εγώ ανήκα σε ένα κόμμα, το οποίο δεν υπήρχε εκείνο τον καιρό. Δεν υπήρχε κόμμα σαν το δικό μου. Ήθελα την ελευθερία της πατρίδας, την ελευθερία της σκέψης και της δικαιοσύνης. Και αυτό δεν το έβρισκα σαν αξιωματικός.
Βρέθηκα την εποχή της Δικτατορίας αυτής να είμαι Επίατρος στο καινούργιο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, που είναι εκεί που είναι τώρα αυτό. Όταν πρωτογέμισε από γιατρούς στρατιωτικούς το ‘70 αυτό το καινούργιο νοσοκομείο που το ξέρετε κι εσείς τώρα εκεί που είστε, ένας απ’ τους πρώτους που πήγε ήμουν εγώ από την Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών όπου με είχαν τοποθετήσει. Τώρα γιατί με είχαν τοποθετήσει εκεί όταν με πήραν απ’ το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. Γιατί στις 15 Ιουλίου –πότε ήτανε περίπου τα Ιουλιανά που λένε– υπήρξε μια διαμάχη για το υπουργείο Εθνικής Αμύνης κι εγώ ήμουν εδώ στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. Λοιπόν επήραμε μια θέση όλοι. Ήμαστε καμιά τριανταπενταριά περίπου μόνιμοι αξιωματικοί. Πέντε αξιωματικοί ήμαστε υπέρ του Γεωργίου Παπαντρέου. Ένας ήμουνα κι εγώ. Έκρινα ότι δίκιο είχε ο εκλεγμένος Πρωθυπουργός και όχι ο ελέω Θεού Βασιλεύς, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και πνευματικά ανάπηρος λόγω του τρόπου επιλογής. Τι να κάνουμε; Έτσι οι νέοι άνθρωποι έχουμε όνειρα, κι εμένα τα όνειρά μου ήτανε η ενσυνείδητη πειθαρχία, η δικαιοσύνη και η αλήθεια και η αγάπη για αυτή την πατρίδα που έζησε αυτούς τους πολιτισμούς και τις δημοκρατίες. Έτσι αυτοί οι πέντε αξιωματικοί που ήμαστε, στις 21 Απριλίου δεν υπήρχε κανείς στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού απ’ αυτούς τους πέντε. Είχαμε μετατεθεί οι τρεις νεαρότεροι υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί –μό[00:40:00]νιμοι αξιωματικοί μιλάω, δε μιλάω για νέους– στα σύνορα. Ο δε γιατρός Μπαστέας στο Φαρμακείο Φρουράς Αθηνών και στη συνέχεια στην Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών. Ο δε τότε λοχαγός Παλαντζάς κατηγορήθηκε σαν συμμετέχων στην οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ. Διότι δεν είναι εύκολο για έναν άνθρωπο έντιμο όπως ήτανε αυτός ο εξαίρετος λοχαγός, ο Τάκης ο Παλαντζάς, που ήταν ένας δημοκρατικότατος άνθρωπος. Απλώς δημοκρατικός, όχι τίποτε άλλο. Ούτε συμμετείχε πουθενά, ούτε ήταν άνθρωπος συνομωσίας. Εάν ήτο δεν το ξέρω, τέλος πάντων. Εγώ δεν τον είχα για έτσι. Θέλω να πω ότι το πρώτο βήμα που θα θέλατε να μάθατε για το θέμα της ιστορίας, ήτανε ότι προϋπήρξε κατάστασις και δεν έγινε μόνο στο Κέντρο Μηχανικού αυτό. Φαντάζομαι ότι έγινε σε πάμπολλες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, τον Ιούλιο στη διαμάχη που υπήρξε, εξεδηλώθησαν οι διάφορες αντιδράσεις από συζητήσεις και οι ανάλογες μεταθέσεις ώστε στην Αθήνα και στις αντίστοιχες θέσεις να μην είμαι εγώ, να μην είναι ο Παλαντζάς στις μονάδες έξω. Να είμαστε κάπου. Εγώ στο φαρμακείο φρουράς δεν είχα ούτε όπλο, ούτε κανέναν νοσοκόμο ή οτιδήποτε μαζί μου. Ήμουν μόνος μου ένας έτσι. Ο Παλαντζάς ήτανε στον ΑΣΠΙΔΑ και ήτανε στο νοσοκομείο άρρωστος. Οι άλλοι οι μικροί ήτανε στα σύνορα. Θέλω να πω αυτή είναι η πρώτη μου εντύπωση. Τώρα εδώ τι θα ενδιέφερε να πω από δω που θα μπορούσε να ενδιαφέρει κάποιον άνθρωπο; Τι έκανε ένας αξιωματικός σαν κι εμένα; Ένας αξιωματικός που ήτο εκτός φανατισμού, εκτός κόμματος παρά μόνο στους Έλληνες πατριώτες αξιωματικούς, πώς δεν αντέδρασε; Εγώ δεν αντέδρασα καθόλου, διότι ήμουνα ντυμένος αξιωματικός και δεν είχα ούτε περίστροφο, ούτε μονάδα. Ήμουνα γιατρός του Φαρμακείου Φρουράς. Ο Παλαντζάς που μπορούσε να έχει κάποια αυτή και είχε ένα βαθμό τώρα, ήτανε στο νοσοκομείο ή στον ΑΣΠΙΔΑ. Δε θυμάμαι την ίδια εποχή που ήτανε. Οι άλλοι ήτανε στα σύνορα. Τι να κάνουν στα σύνορα; Το ζήτημα είναι ότι για να δούμε τι έκανες εσύ; Κύριε Ταγματάρχα Μπαστέα, τι εκάνατε εσείς; Εγώ λοιπόν ξύπνησα στις 21 Απριλίου εις το Παγκράτι όπου καθόμουνα. Δεν είχα και το αυτοκίνητό μου ακριβώς στις 21 γιατί το έδωσα στις 19 το δικό μου και θα έπαιρνα το άλλο του συναδέλφου μου στις 22. Και πήγα –άλλωστε δεν ήξερα τίποτα– και πήγα με ένα ταξί. Μάλλον ένας άλλος αξιωματικός με πήρε –γιατί και τα αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν– και με πήγε στο Φαρμακείο Φρουράς που εστεγάζετο τότε κοντά στη Βουλή των Ελλήνων, εκεί επί της Ακαδημίας, εκεί που βγαίνει στη Βασιλίσσης Σοφίας απέναντί απ’ τη Βουλή. Απέναντι ήτανε και το μαγαζί του Φρουζάκη με τα στρατιωτικά είδη, απέναντι από το Φαρμακείο Φρουράς. Ανέβηκα. Πήγα λοιπόν κάθισα γεμάτος αγωνία, θλίψη και θυμό. Πολύ θυμό. Θυμό γιατί μαθαίναμε νέα. Ποια είναι τα νέα, ποιος έκανε τη δικτατορική αυτή κίνηση. Μαθαίναμε λίγο-λίγο. Έρχονταν κάτι ιδέες. Τι έκανε ο Σωματάρχης του Γ’ Σώματος Στρατού. Λέει ότι αυτός δε συμμετείχε… Ξέρω γω τέτοιες φήμες διάφορες που έβγαιναν από ραδιόφωνα άλλα και λοιπά και λοιπά. Ήδη μιλάω για το πρωί της 21ης Απριλίου. Με το σκαρπινάκι μου, το πηλήκιό μου και τη συνηθισμένη στολή ξεκίνησα με τα πόδια τώρα να φύγω από κει. Ανέβηκα την Κανάρη και πέρασα μέσα απ’ το Κολωνάκι. Δεν πήγα από την Ακαδημίας. Πέρασα απ’ το Κολωνάκι και έφτασα τέλος πάντων –έμενα στο Παγκράτι– έφτασα στο Χίλτον. Κι εκεί πέρα πηγαίνοντας να περάσω το Χίλτον με μπλοκάρει ένας –λοχίας ήτανε;– με κράνος, με άρβυλα, με το όπλο. «Στόπ! Κύριε λοχαγέ, κύριε λοχαγέ!». Ήρθε ένας άλλος με κράνος με όπλα. Μου λέει: «Την ταυτότητά σας». Λοχαγός αυτός, Ταγματάρχης εγώ «Την ταυτότητά σας», σαν αστυνόμος. Του έδωσα την ταυτότητά μου. Τη βλέπει. Λέει: «Έπρεπε να είστε μέσα στο Επιτελείο». Του λέω γεμάτος θυμό: «Γιατί δε μου απονέμετε τον χαιρετισμό που πρέπει κύριε λοχαγέ; Καθίστε προσοχή!». Κάθισε προσοχή και μου χαιρετάει. Πιο ήρεμα τώρα πλέον, γιατί κατάλαβε ότι δεν τον φοβόμουνα μου λέει: «Έπρεπε να είστε…». «Βρες μου αυτοκίνητο να με πάει. Δεν έχω αυτοκίνητο και δεν έχω και διαταγή όπως έχετε σεις». Μου βρήκε ένα αυτοκίνητο. Μπήκα μέσα. Σε λίγο το έβαλε το αυτοκίνητο, έκοψε δεξιά και έκοψα στο Παγκράτι και πήγα στο σπίτι μου και του είπα: «Πήγαινε όπου θες τώρα». Πήγα στο σπίτι μου. Ένιωθα φοβερά άσχημα. Έβαλα θερμόμετρο. Είχα 38,5 πυρετό. Ψυχογενής πυρετός, ο οποίος βέβαια μέχρι το βράδυ μου έπεσε. Οργάνωσα την όλη ιστορία ότι θα κατέβαινα την άλλη μέρα στο Ναύπλιο. Θα ‘παιρνα τη γυναίκα μου και την κόρη μου και ντυμένος στρατιωτικά θα κατέβαινα στο Ναύπλιο. Και κατέβηκα στο Ναύπλιο. Γιατί να μην κατέβω; Γιατί να μη το κάνω; Εκεί ήξερα ανθρώπους σοβαρούς Ναυπλιείς όπως ήσαν δυο δικηγόροι, ένας μηχανικός και πάρα πολλοί άλλοι, τους οποίους εγνώριζα και οι οποίοι με ξέρανε σα γιατρό άξιο, ικανό. Είχα θεραπεύσει αυτούς και λοιπά από τότε που υπηρετούσα στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. Και δεν ήτανε μακριά ο χρόνος που είχα μετατεθεί. Ήτανε πολύ κοντινός. Και με σταματούσαν στο δρόμο: «Τι γίνεται -εγώ- παιδιά; Πώς πάμε καλά;». «Καλά». Και προχώρησα και έφτασα άνετα. Αλλά μόλις έφτασα στο ιατρείο που κρατούσα ακόμη στο Ναύπλιο, απέξω ήταν με το ποδήλατό του ο λοχίας του Φρουραρχείου, ο οποίος μόλις με είδε έφυγε κι ύστερα από λίγο με πήρε ο Φρούραρχος, ένας Συνταγματάρχης, ο οποίος με κάλεσε. Μου λέει: «Γιατρέ πρέπει να παρουσιαστείς εδώ. Σε θέλω τώρα. Πρέπει να έρθεις γιατρέ». Πήγα. Άφησα τη γυναίκα μου στο σπίτι με την κόρη μου εκεί και πήγα. Μου λέει: «Τι γίνεται; Δεν είδες ότι έχουμε κάνει… Δεν είδες;». Του λέω: «Δεν έχω πάρει καμία διαταγή εγώ κύριε Συνταγματάρχα. Δεν έχω πάρει εγώ διαταγή». «Δεν είδες τα τανκς;». «Είδα τα τανκς, αλλά δε συμμετέχω σε αυτή την ιστορία με τα τανκς». Μου λέει: «Γιατρέ κοίταξε. Εγώ ξέρω ποιος είσαι. Αφού σε περιμέναμε εδώ πέρα να έρθεις. Λοιπόν, σε παρακαλώ πάρα πολύ, πάρε τη γυναίκα σου και το παιδί σου και φύγετε. Είδες πολλά τανκς;», μου είπε. Κι από κει και ύστερα μου μίλησε αλλιώς. Κι ήτα[00:50:00]νε και από τους μάλλον ασχέτους με το σκληρό πυρήνα της αυτής γιατί ήτανε πολύ ευγενικός. Και κατά κάποιο τρόπο προσπαθούσε να μου δείξει ότι: «Δεν το θέλω που στο λέω αυτό, αλλά πρέπει να το κάνω. Έτσι είναι οι διαταγές μου». Από κει κι ύστερα επέστρεψα στην Αθήνα την άλλη μέρα το πρωί που έφυγα. Είδα ότι είχανε στημένα τα πάντα. Τουλάχιστον εμένα με είχαν εξουδετερώσει. Σκεφτόμουνα να μαζέψω τους άλλους και να κάνουμε κατάληψη του Κέντρου εδώ, το τηλεφωνείο καταρχήν. Αλλά είμαι γιατρός. Τέλος πάντων, έτσι τελείωσε για μένα η 21η και 22α Απριλίου. Άδοξα. Έμεινα για λίγο καιρό στην Επιτροπή Απαλλαγών που έμεινα. Είχα να ασχοληθώ με την βαριά ασθένεια της κόρης μου, στην οποία κατηνάλωσα και το σύνολο της ζωής μου, αγωνιζόμενος πλέον για τους αναπήρους και τις συνέπειές τους και την αδιαφορία και της κοινωνίας και του κράτους και των φορέων και των φιλανθρώπων. Όλοι αδιαφορούν ουσιαστικά. Καμία σχέση δεν έχουν οι προσπάθειες που γίνονται. Τώρα γίνονται κάτι. Κάτι παν να γίνουν, κάτι. Απ’ όλη αυτή την προσπάθεια που έκανα για τους αναπήρους, το πρώτο Ειδικό Γυμνάσιο-Λύκειο για άτομα με ειδικές ανάγκες που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα το έφτιαξε ο Αρχίατρος Ηλίας Μπαστέας του Πέτρου και της Δήμητρας. Αλλά είπαν οι ανάπηροι να φτιάξουν και στο ίδρυμά τους. Εγώ δεν ασχολήθηκα. Και δεν έγινε τίποτα γιατί δεν έπρεπε να γίνει. Ποιος ήμουν εγώ ένας αρχίατρος που δεν προσέφερε τίποτα σε κανένα κόμμα. Τέλος πάντων. Εσυνέχισα την κατάσταση να τη ζω στο νοσοκομείο. Εκεί μέσα χρησιμοποίησα και εκινούμην φανερά ως αντιδρών στην κατάσταση αυτή της δικτατορίας. Ως αντιδρών θεωρητικός όμως. Έβαλαν και άλλους ανθρώπους και άλλους φίλους μου υποτίθεται να με βάλουν σε αντιστασιακή οργάνωση. Εγώ όμως κατάλαβα τι γίνεται. Έμαθα ποιος άλλος ήταν μέσα σε αυτή την οργάνωση. Ήξερα ότι αυτός ήτανε στο Α2, στους κρυφούς δηλαδή συμμετέχοντες. Και απήντησα ότι εγώ μπορεί να είμαι Έλληνας πατριώτης αλλά είμαι στρατιώτης και δε μπορώ να κάνω τέτοια πράγματα. Και με αφήσανε έκτοτε ήσυχο. Όσο για τον Νίκο τον Χατζηζήση τον φίλο μου, τον υποτιθέμενο φίλου μου που κατεβαίναμε εγώ για να πάω στο ΑΧΕΠΑ και να παίρνω τότε νεαρότερος ειδικότητα όταν ήμουνα κι εκείνος από κει κατέβαινε επίσης στη Θεσσαλονίκη για να πάει στο πανεπιστήμιο να γίνει δικηγόρος, και έγινε. Κι εγώ κατέληξα να είμαι γιατρός στο 401 κι εκείνος υποδιοικητής στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Και μου πρότεινε: «Θέλεις να έρθεις γιατρός του ΕΑΤ-ΕΣΑ; Και αφού κάθεσαι λιγάκι θα πηγαίνεις να παίρνεις ειδικότητα όπου θέλεις». Απήντησα ότι δε θέλω. Δεν ήξερα τι γινότανε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όμως. Εκείνος για να δει τι γίνεται –ήτανε ο άνθρωπος μέσα στο κόλπο–, έβαλε και με φωνάξανε το επόμενο πρωινό ότι: «Σας θέλει ο κύριος στο γραφείο του». Πέρασα απ’ την εσωτερική πόρτα, πήγα εκεί πέρα. Κι όταν μπήκα ήταν απέξω ένας ΕΣΑτζής και μου λέει: «Περιμένετε εδώ. Εξετάζουν κάποιον». Άκουσα μπαμ-μπουμ κάτι σφαλιάρες και κάτι μισοκουβέντες και κάτι αγριοκουβέντες…Και σηκώνομαι και φεύγω και του λέω: «Πες στον κύριο Χατζηζήση να μη με ξαναπάρει τηλέφωνο ποτέ. Ποτέ». Έκτοτε έκοψα τις σχέσεις μου. Στο Πολυτεχνείο πήγα απέξω την Παρασκευή μαζί με τον αδελφό μου να στηρίξω τα παιδιά του Πολυτεχνείου για να βρούνε λίγο οι Έλληνες την αξιοπρέπειά τους που βγαίνει μέσα απ’ την ελευθερία της σκέψης και απ’ την ηθική δικαίωση της σκέψης. Εγώ έλειπα απ’ το νοσοκομείο και οι άλλοι ήταν… Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι εφοβήθηκαν οι περισσότεροι αξιωματικοί -οι γιατροί τουλάχιστον- που δεν ήσαν σε αυτή την ενδοστρατιωτική οργάνωση. Φοβήθηκαν. Και δεν είχαν και τη δυνατότητα. Με τις σύριγγες θα πολεμούσαμε; Με τι θα πολεμούσαμε για την ελευθερία; Τέλος πάντων, εγώ κράτησα προσωπικά την αξιοπρέπειά μου ως ένας άνθρωπος ελεύθερος, καθόλου πιεστικός, γιατρός, Έλληνας πατριώτης και αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Δυστυχώς αργότερα που ήρθε ο Παπανδρέου…Εθνική ανεξαρτησία. Ποια είναι η πρώτη διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ; «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Δικαιοσύνη», η οποία θα επακολουθήσει της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και λαϊκή κυριαρχία θα υπήρχε βέβαια μέσα από ένα πλουραλιστικό κοινοβούλιο. Εκλογές και κοινοβούλιο πλουραλιστικό με όλα τα κόμματα όχι μόνο με το Κομουνιστικό Κόμμα. Με όλα τα κόμματα ό,τι ήθελε ο κάθε άνθρωπος. Με την πολιτικοποιημένη συνδικαλιστική δράση. Δηλαδή ότι δε μπορούν να κάνουνε απεργία οι τυπογράφοι που παίρνανε 500 δραχμές σύνταξη και δε θα σκεφτόντουσαν ότι έπρεπε πρώτα να κάνουν απεργία οι σκουπιδιάρηδες που έπαιρναν 50 ευρώ σύνταξη. Έπρεπε να αποδεχθούν με βάση τις αρχές του ΠΑΣΟΚ δηλαδή. Αυτά είναι γραμμένα δεν τα λέω εγώ μόνο. Είναι γραμμένα στο βιβλιαράκι που διέρρευσε εκατοντάδες αντίτυπα. Αλλά το εξαφάνισαν, γιατί δεν το πραγμάτωσαν. Βγήκε ο κύριος Τζουμάκας εκεί. Ας μην αναφερθώ σε αυτούς, δε θέλω. Σημασία έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους εγώ διακινδύνευσα ως αξιωματικός την ημέρα του Πολυτεχνείου, ήρθαν μετά στην εξουσία και φέρθηκαν κατά τον χειρότερο τρόπο. Το κακό για την Ελλάδα ήτανε.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγο για το πώς βιώσατε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου;
Ναι. Ήμουν στο 401 τον καιρό εκείνο και ήμουν διευθυντής στην Τράπεζα Αίματος του ΓΣΝ Αθηνών. Ήμουν διευθυντής του εγώ με υποδιευθυντή ένας εξαίρετο συνάδελφο που ήτανε στρατιωτικός γιατρός αλλά της Αεροπορίας δίπλα. Υπηρετούσε σε μένα ως υποδιευθυντής. Δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομά του. Εξαίρετος άνθρωπος. Ανέπτυξα ένα πολύ ωραίο σύστημα, γιατί είχαμε όλο το στρατό και μας έδινε αίμα. Και εμείς το αίμα αντί να το φυλάμε –εγώ επί δικής μου παρουσίας– αντί να το φυλάω για τον στρατό μόνο άνοιξα τα 17 θυμάμαι ψυγεία μεγάλα που είχαμε κι ερχόντουσαν απ’ το [Δ.Α.] και δίνανε αίμα τα φανταράκια όσα θέλανε φυσικά, τα οποία τα στέλνανε το οποίο φυλούσαμε για 21 μέρες. Και μετά έπρεπε να τα πετάξουμε. Εγώ είδα το θέμα πως έχει και άλλαξα το σύστημα. Ανέπτυξα κοινή δράση με τα άλλα ν[01:00:00]οσοκομεία. Δυστυχώς, δε ζουν αυτοί που ήταν τότε διευθυντές στα άλλα νοσοκομεία, στο Γεννηματά, σε όλα, στο Ιπποκράτειο. Ανέπτυξα σε όλα τα νοσοκομεία. Λοιπόν και μιλούσαμε. Δεν είχαμε ειδωθεί ποτέ. Αλλά μου ζητούσανε κάθε τόσο κι εγώ τους έδινα, γιατί δεν έταξα καμία χάρη. Απλούστατα γιατί. Κι εκεί πέρα λιγάκι διαφωνήσαμε και με μερικούς φίλους αξιωματικούς που πολλοί απ’ αυτούς ήσαν μπλεγμένοι. Ένας πεζικάριος αξιωματικός με τον οποίο μιλούσαμε μέχρι τώρα. Πέθανε πριν λίγο καιρό. Στον οποίον είπα: «Τι κάνεις ρε Βαγγέλη; Τι κάνετε βρε; Οι Τούρκοι θα μας επιτεθούν για την Κύπρο βρε παιδάκι μου». Και μου λέει: «Και το ΝΑΤΟ; Τι θα κάνει το ΝΑΤΟ;». Δηλαδή πίστευαν ειλικρινά ότι είχανε το ΝΑΤΟ σε αυτή την ιστορία. Το θέμα είναι ότι είχανε ένας από μας τους αρχιάτρους τότε –αρχίατρος είχα γίνει– έμενε κι εφημέρευε μια φορά στο τόσο, όσο έπρεπε. Κι εκεί πέρα είδα ότι δεν είχα δικαίωμα να πάω στο κάτω υπόγειο. Στα κάτω είχε κάποια υπόγεια στα οποία δεν είχαμε πάει γιατί δεν υπήρχε λόγος να πάμε. Δεν ήταν τα γραφεία μας εκεί πέρα. Ούτε και ξέραμε όλοι. Μη νομίζετε ότι ξέραμε όλοι οι γιατροί τι ακριβώς γίνεται. Εμένα ήξερα μόνο –σας λέω– ότι έκαναν το εξής, ότι όταν σας είπα ότι δεν πήγα εγώ στο ΕΑΤ-ΕΣΑ που μου είπε ο Χατζηζήσης και του έκοψα και την καλημέρα και την καλησπέρα, δεν έχουμε ξαναμιλήσει έκτοτε. Τέλειωσε. Είναι ζωντανός ή πεθαμένος δεν ξέρω, ούτε με ενδιαφέρει. Ποτέ δε με ενδιέφερε ποτέ από τότε κι ύστερα που είδα να φέρεται έτσι, να ακούω μπαμ και μπουμ, σφαλιάρες από μέσα. Δεν είχα εγώ τέτοιο φίλο ποτέ. Κι εκεί μέσα έμαθα μετά ότι είχανε κρατουμένους αξιωματικούς, όπως ένας... Πώς τον λένε μωρέ τον έχω ξεχάσει τώρα, έναν πασίγνωστο συνταγματάρχη τον οποίο βασάνισαν και λησμονώ τώρα το όνομά του. Τον οποίον τον είχαν εκεί διότι τον είχαν βασανίσει στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τον είχαν χτυπήσει τον είχαν κάνει και έμεινε ανάπηρος αυτός.
Το Μουστακλή λέτε;
Το Μουστακλή. Και ναι δε το ήξερα ότι υπήρχε αυτός φερειπείν εγώ. Αν υπήρχαν άλλοι αξιωματικοί γιατροί… Δε νομίζω να υπήρχανε. Γιατί εκεί ήτανε αλλιώς τα πράγματα. Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ το μόνο που είχα εγώ επαφή και μπορώ να πω είναι το εξής. Ήμουν διευθυντής στην Τράπεζα Αίματος σας είπα. Για να πάρουνε αίμα στέλνανε έναν υπαξιωματικό. Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ είχανε ειδικό σώμα από ανθρώπους ανοήτους, οι οποίοι πιθανότατα θα ήσαν και βασανιστές. Απ’ το ΕΑΤ-ΕΣΑ έστελναν επάνω σε μένανε –η Τράπεζα Αίματος ήτανε πάνω– για να πάρουνε αίμα. Κι εγώ απ’ τον πρώτο που ήρθε τον έδιωξα: «Φύγε δε σου δίνω. Ποιος είσαι εσύ να σου δώσω αίμα; Φύγε». Όπως καταλαβαίνεις όταν αρνιέσαι να κάνεις κάτι σε αυτό διατρέχεις άμεσο κίνδυνο. Επειδή όμως ξέρανε αυτοί ότι εγώ ήμουνα -όπως λέγανε- ένα απ’ τα αγγούρια που δεν καταλάβαινε τίποτα αλλά ούτε είχε και εις βάρος του κάτι. Δηλαδή εγώ, ψάξανε να με βρούνε, ψάξανε να μου φτιάξουνε, δε βρήκανε καμία ενεργό αυτή. Αλλά δεν υπήκουα και στις διαταγές του συστήματος αυτού. Δεν ερχότανε ο γιατρός που πήγε αντί εμού που αρνήθηκα να πάω και ούτε μιλούσα πια. Πήρανε άλλο γιατρό στρατιωτικό μικρότερο από μένα απ’ ό,τι έμαθα. Ούτε με αυτόν ξαναμίλησα ποτέ. Και τελικά για να πάρουνε αίμα από μένα με έπαιρνε ο διευθυντής του νοσοκομείου ο ταξίαρχος και μου έλεγε: «Στείλε μου μια φιάλη αίματος τάδε αίματος». Και του το έστελνα με την αυτή. Και αυτός που το έπαιρνε, το έπαιρνε από κει. Δεν τολμούσε να ανέβει πάνω. Κατάλαβες λοιπόν τώρα το μηχανισμό; Δεν ξέρω αν καταλάβατε κύριε Παπαγεωργάκη αν καταλάβατε τι είπα.
Ναι, ναι.
Δε δεχόμουνα να έρθουνε αυτοί εκεί, να πλησιάσουνε καν στο διάδρομο που οδηγούσε στην Τράπεζα Αίματος παρά με έπαιρνε ο διευθυντής του νοσοκομείου. Ο οποίος και βέβαια είναι ο διευθυντής μου, ο οποίος με έπαιρνε και όχι μόνο αυτός αλλά με έπαιρναν και όλοι οι διευθυντές των τμημάτων, του χειρουργικού, γενικότερα... Και δε με παίρνανε καν αυτοί. Αυτοί στέλνανε τους νοσοκόμους και παίρνανε. Αλλά απ’ το ΕΑΤ-ΕΣΑ δεν τολμούσε να πατήσει άνθρωπος. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Επήγα όταν έγινε το Πολυτεχνείο με πολιτικά. Έβαλα τα πολιτικά μου και τον αδερφό μου μαζί –μικρότερος εκείνος– και πήγαμε στο Πολυτεχνείο. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» να δούμε τι μπορούμε να βοηθήσουμε. Απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο είναι ένα ξενοδοχείο το «Ακροπόλ» –ήτανε τότε, δεν ξέρω αν είναι τώρα πια– στο οποίο ήτανε διευθυντής ένας φίλος μου. Δε θυμάμαι πώς λεγότανε. Αμύγδαλος λεγότανε; Κάπως έτσι. Αλλά πού να σταθείς; Έξω απ’ το Πολυτεχνείο ήτανε χιλιάδες άνθρωποι. Συνωστισμός λες και ήταν αυτό. Κανείς κατά τις 22:00 –νύχτα δηλαδή–, κανείς στρατιώτης ή αξιωματικός δεν ήταν έξω. Κι αν ήτανε θα ήτανε όπως εγώ με πολιτικά. Δεν ξέρω όμως εγώ κάποιον να ήτανε ούτε είχα συνεννοηθεί με κάποιον να είμαι, δεν είχα μπει σε οργάνωση. Βέβαια διότι οι οργανώσεις αυτές ήτανε ακριβώς για να εντοπίσουνε ποιοι συνάδελφοι είναι να τους βουτήξουν. Τον Μουστακλή τον βουτήξανε. Έκανε κάποια λάθος εκτίμηση. Προς τιμήν του βέβαια έτσι ειδικά του Μουστακλή. Ήτανε έντιμος συνάδελφος απ’ ό,τι έμαθα μετά. Δεν τον ήξερα προσωπικά. Συνάδελφος εν όπλοις όχι γιατρός. Κι εκεί όπως ήμουνα στην οδό, εκεί που η λεωφόρος Αλεξάνδρας ενώνεται με την Πατησίων και αρχίζουν κάποιοι πυροβολισμοί κι ερχόντουσαν επάνω απ’ το «Ακροπόλ» εκεί πέρα επάνω. Ένας δίπλα μου χτυπήθηκε στο χέρι με όπλο. Παρά ταύτα δε φύγαμε κανείς. Αλλά τότε αργά κάποια στιγμή έρχονται από πάνω από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας τα τανκς του Παττακού. Μάλλον γιατί από κει ήταν η ιστορία. Ήρθαν απ’ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας κι άρχισαν να επιτίθενται. Εκεί με τον αδερφό μου τρέξαμε και πήγαμε στο Green Park. Γιατί εγώ δεν έπρεπε καν σαν αξιωματικός… Εάν με πιάνανε θα είχα την τύχη του Μουστακλή… Πήγαμε εκεί πέρα στο Green Park. Χωθήκαμε μέσα. Περάσανε αυτοί απέξω. Κατεβήκανε στην Πατησίων και ύστερα εμείς ανεβήκαμε και πήγαμε πίσω από την Ευελπίδων και έτσι περάσαμε και πήγαμε πάνω προς Παγκράτι. Και πήγα στο σπίτι μου. Κι εκεί με περίμενε η γυναίκα [01:10:00]μου έξαλλη, γιατί με παίρναν από το νοσοκομείο συνέχεια. Και πήγα στο νοσοκομείο και μαζευτεί όλοι εκτός από μένα. Δηλαδή όχι ότι όλοι υποστήριζαν τη Δικτατορία αλλά αξιωματικός είσαι, διαταγή παίρνεις. Δε μπορείς να αρνηθείς. Πήγα λοιπόν κι εγώ εκεί πέρα και μάθαμε αυτά τα πράγματα. Την άλλη μέρα ή την παράλλη μέρα το πρωί βρεθήκαμε με τους συναδέλφους τους γιατρούς και φίλους. Ήτανε και αδελφικοί μου φίλοι μαζί. Δε μιλάμε για φίλους γνωστούς. Και εκεί όπως ήμαστε άρχισε να συζητάει και μπήκανε μέσα τα τανκς και πώς ρίξανε την πόρτα, και ρίξανε την πόρτα με το τανκς και μπήκανε μέσα και σκοτώθηκαν παιδιά. «Και πώς το εγκρίνεις εσύ αυτό; Και το δέχεσαι εσύ αυτό;». Του μπήκα του πράγματι αδελφικού φίλου, ο οποίος ήταν και θεοσεβούμενος. Έχει πεθάνει τώρα πια. Και λίγο-λίγο οι υπόλοιποι φίλοι φοβήθηκαν και φύγανε από το μπαρ. Κι έμεινα εγώ μόνο με αυτόνε. Κι έμεινα με τον φίλο μου και τσακωθήκαμε. Του λέω: «Να μην το ξανασυζητήσουμε άλλο γιατί -αυτόν τον λέγανε Κώστα- γιατί Κώστα μου, -δε θέλω να πω το όνομά του- δεν το ανέχομαι αυτό από σένα, να μου λες αυτό το πράγμα». Ε από κει και ύστερα δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Εκινούμην μόνο και όπου μπορούσα έλεγα ότι δεν είναι ο Ελληνικός Στρατός αυτός που σας ταλαιπωρεί. Ο Ελληνικός Στρατός αυτή τη στιγμή που σας μιλάει είναι εγώ και οι άνθρωποι σαν κι εμένα. Δεν έχουμε τα ηνία στην τάξη μας. Δε μπορέσαμε να τα έχουμε, δεν οργανωθήκαμε. Πιστεύω ότι τα Ιουλιανά μας αφήρεσαν τη δύναμη που μπορεί να είχαμε στις μάχιμες μονάδες. Το να ‘σαι σε ένα γραφείο κι εγώ και ο άλλος και ο άλλος και ξέρανε ότι με περίμενε εμένα να πάω εκεί πέρα το γιατρό του φυλακίου άνθρωπος, με περίμενε να πάω στο ιατρείο μου. Είναι φανταστική οργάνωση αυτή που είχαν κάνει. Πολύ μεγάλη.
Τότε από κει κι ύστερα υπήρξε μια μεγάλη ταλαιπωρία. Γενικά νομίζω ότι αυτό το πράγμα που έζησα όλο, το έζησα πιστεύοντας στην εθνική ανεξαρτησία, στη λαϊκή κυριαρχία η οποία πουλήθηκε και προδόθηκε κατά τη γνώμη μου. Όταν ο Αντρέας είπε… Με φώναξε στο γραφείο του γιατί του έστειλα μια επιστολή και του είπα ότι: «Εσύ οδηγείς το τρένο που έχει μέσα τα όνειρα όλων των Ελλήνων, που είναι πράγματι δημοκράτες, που πιστεύουν στο δίκαιο, στην πρόνοια, στην αλήθεια και πρέπει να προσέχεις πολύ. Νομίζω έξω από το γραφείο του ήτανε ο Γρηγόρης ο Κασιμάτης, ο οποίος αφού με κράτησε μια ώρα εκεί πέρα και ο Αντρέας ήτανε μέσα –δε μπορούσε να μπει κανείς στο γραφείο του αν δε περνούσε απ’ τον Κασιμάτη– είχε στηθεί απέξω ο Τρίτσης, ο Γεννηματάς και περιμένανε αυτοί. Με αξιολόγησε λοιπόν τότε. Και αφού τον είδα και τον Αντρέα –περίμενα εγώ λίγο–, μου είπε: «Εάν κύριε Μπαστέα είχαμε πολλούς σαν κι εσάς στο κίνημα, στο κίνημα θα είχαμε άλλη πολιτική». Εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή με κάλεσαν κι ανέλαβα το θέμα των αναπήρων της Ελλάδος. Τότε λεγότανε ΕΙΑΑ. Εκεί συγκρούστηκα με τα διάφορα συμφέροντα πολύ σκληρά. Με αντιμετώπισαν τόσο πολύ βρώμικα οι πολιτικοί που απέκτησα μια απέχθεια όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για μας τους ίδιους που ψηφίζαμε αυτούς τους ανθρώπους. Εν πάση περιπτώσει, επειδή γηράσκω αεί διδασκόμενος, έτσι για να πω κι ύστερα μου κάνετε εσείς όποιες ερωτήσεις μπορώ να θυμηθώ να σας πω λεπτομέρειες. Εγώ τώρα που μιλάμε η ψυχή μου και η πολιτική μου ανήκει στο κόμμα που υπήρχε και λεγότανε «Δημοκρατική Αναγέννηση» της οποίας ιδρυτής προϊστάμενος είναι ο άγιος άνθρωπος που λέγεται Στέλιος Παπαθεμελής. Ένας αξιόλογος άνθρωπος. Αξιολογότατος, ικανότατος, εντιμότατος εν τη πράξη και εν τη ουσία. Δίκαιος. Έλληνας. Φιλόσοφος. Θα μπορούσε να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας τώρα, λέω. Πάντως μπορώ να θυμηθώ ότι η Ελλάδα στην οποία εγώ μεγάλωσα, δηλαδή η Ελλάδα απ’ το ‘45 μέχρι το ‘60 απέχει πάρα πολύ από τους ανθρώπους που σήμερα είναι 14 μέχρι 30 ετών. Έχω ένα φόβο και μια απογοήτευση, διότι δε μπορώ να καταλάβω πως δε τους αρέσει ένα νομοσχέδιο το οποίο προβλέπει να σπουδάζουνε όσοι είναι άξιοι να σπουδάσουν και θέλουν να σπουδάσουνε. Δε μπορεί να μπαίνει ο άλλος να παίρνει μονάδα με άριστα το δέκα και να μπαίνει στο πανεπιστήμιο. Δε μπορεί να ζει και να ‘ναι 30 ετών και 35 και να ‘ναι στο πανεπιστήμιο. Και δε μπορεί να μπαίνει μες το πανεπιστήμιο στο οποίο εμείς σεβόμαστε να περάσουμε τις αίθουσές του και βλέπαμε τον καθηγητή σαν ένα σεβαστό πρόσωπο. Και εν πάση περιπτώσει δεν πρέπει οι καθηγητές σαν μερικούς παλιούς καθηγητές που εξεβίαζαν τους φοιτητές και τις φοιτήτριές τους γιατί έπρεπε να ικανοποιήσουν ή τις τσέπες τους αγοράζοντας τα βιβλία τους…Γιατί τότε εμείς πληρώναμε και τα βιβλία μας και τους καθηγητές που μας εξήταζαν αν μας έκοβαν. Αυτή η κατάσταση έχει φτάσει σε ένα πεδίο τέτοιο που δε θέλω να το πω. Να δημοσιεύσω δε θέλω ή τότε ή τώρα. Έχω κάνει κάποιες εργασίες οι οποίες ήταν όλες αποδοτικές. Η άλλη εργασία κάναμε και βρήκαμε για την ύπαρξη ενός χωριού –δε θυμάμαι πώς λέγεται– στην Αιτωλοακαρνανία. Εκεί που όλοι τάχα είχανε ρευματισμούς. Και δεν είχαν ρευματισμούς αλλά είχανε δρεπανοκυτταρική αναιμία και διορθώσαμε την κατάσταση, τη διορθώσαμε. Διότι δεν πατρευόντουσαν πια μεταξύ τους δυο φορείς για να κάνουν ένα άρρωστο παιδί. Γιατί πρέπει να είναι και ο πατέρας και η μητέρα να έχει το γονίδιο. Και αποκαλύψαμε ότι η θεραπεία δε γινότανε με άλλο τρόπο αφού δε μπορούμε να αλ[01:20:00]λάξουμε το είδος του αίματος, την ποιότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τη μορφή τους, το είδος τους. Η μοναδική εργασία που έκανα δυστυχώς 56 χρόνια παρακολουθώντας τον μακροβιότερο ασθενή με τετραπληγία από βλάβη της σπονδυλικής στήλης στην αυχενική μοίρα που υπέστη η κόρη μου, την οποία έχασα προ ενός έτους επειδή ένας γιατρός δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του ή δεν ήθελε να την κάνει. Ένας γυναικολόγος. Δεν οφείλεται σε όλους. Αλλά όπως έχει γράψει και ένας Λεμπέσης: «Η σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω κοινωνικώ βίω» έχει γράψει έχει γίνει 10-11 εκδόσεις. Στην περίπτωση αυτή θα ‘πρεπε πρώτα απ’ όλα να αλλάξει ο γιατρός και η εκπαίδευσή του και το ήθος του. Εγώ πιστεύω ότι ο γιατρός, η πρώτη του και σπουδαία του και απαιτητή αμοιβή του είναι όταν βλέπει τον άρρωστό του, τον κατηφή, τον αγωνιόντα κτλ. να γίνεται καλά, να χαίρεται και να λέει: «Γιατρέ μου με έσωσες». Αυτή είναι η πρώτη αμοιβή. Και εκ των υστέρων βέβαια είναι και η αμοιβή, γιατί πρέπει να ζήσει και ο γιατρός με την οικογένειά του. Αλλά δεύτερο μετά από αυτό. σήμερα αυτό το πράγμα είναι προς διόρθωση. Αυτό το πράμα έχει αντικατασταθεί. Σημαίνει καταρχήν αλαζονεία. Και αυτή την αλαζονεία που υπάρχει. Είπα αυτά τα τελευταία που είπα, σας τα είπα γιατί δε θέλω να μπει σε κανένα σημείο η τάση μου να διακριθώ για κάτι. Σε αυτή την κοινωνία δεν ξέρω αν αξίζει και η διάκριση. Ίσως κάτι να σημαίνει. Ίσως σε κάποιους να είναι κάτι πολύ σωστό. Ίσως να μην είναι και τίποτα αλλά να σημαίνει άλλα πράγματα. Πείτε μου τι άλλο θέλετε που νομίζετε ότι θα μπορούσα να σας πω.
Μου είπατε για το πώς βιώσατε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ήθελα να σας ρωτήσω για το πώς βιώσατε την εισβολή στην Κύπρο και τη γενική επιστράτευση.
Γύρισα στο σπίτι μου από το νοσοκομείο όπου ήμουν. Στις 19 Ιουλίου κοιμήθηκα στο νοσοκομείο ένας απλός Διευθυντής στην Τράπεζα Αίματος. Και ξύπνησα το πρωί απ’ την τηλεόραση και λοιπά. Και στις 20 Ιουλίου ξυπνώντας το πρωί –ήτανε και η γιορτή μου– υπήρχαν εμβατήρια και πηγαίνοντάς στις εφτά υπήρχε σαν μόνιμος αξιωματικός που ήμουν είχα φάκελο Γ. Ο φάκελος Γ για κάθε μόνιμο αξιωματικό όπου αν υπηρετεί εν ειρήνη στο Επιτελείο, στη Διεύθυνσή του υπάρχει ένας φάκελος Γ –από καιρό πριν δε φτιάχνεται εκείνη την ώρα ο φάκελος Γ. Υπάρχει στο Επιτελείο. Δηλαδή όποιος τώρα έρθει γιατρός στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. Το κλείσανε τώρα– εάν υπάρξει επιστράτευση για τον μόνιμο αξιωματικό υπάρχει γι’ αυτόν όπου κι αν είναι σε όλες τις μονάδες εκτός απ’ τις μονάδες πρώτες εκεί που θα μείνουνε, απ’ τις μονάδες του βάθους, υπάρχει φάκελος Γ των μετόπισθεν που ορίζει πού θα πας. Έτσι εμένα μου όριζε ότι θα πάω και θα ιδρύσω το 423 ή το 427 νοσοκομείο εκστρατείας στην Πρέβεζα. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου μαζί με το φάκελο Γ, ο οποίος φάκελος Γ είχε μέσα και όλα τα πράγματα που έπρεπε να έχω εγώ, να ξέρω. Θα γινόταν ένα νοσοκομείο εκστρατείας. Δηλαδή έπρεπε να στηθεί το νοσοκομείο. Το οποίο είχε χειρουργείο, είχε παθολογικό, κυρίως χειρουργικό τμήμα ένα σύνολο από ιδιώτες γιατρούς, οι οποίοι θα ήταν διευθυντές των διαφόρων τμημάτων και τους οποίους ούτε ήξερα, ούτε άκουγα. Εκεί λοιπόν έφυγα. Πήγα. Βρήκα ακριβώς τη θέση που ήτανε και βρήκα κι ανθρώπους κι ερχόντουσαν συνέχεια την ίδια μέρα ακριβώς. Μέχρι και την άλλη μέρα ήρθανε όλοι, αδελφές, νοσοκόμες… Και ήτανε στην Πρέβεζα. Δηλαδή θα ήμουνα χρήσιμος… Εάν γινότανε η επιστράτευση για πόλεμο με την Αλβανία, θα ήμουνα η πρώτη μονάδα νοσοκομειακή που θα αντιμετώπιζε αυτή την κατάσταση…Πιστεύω να έγινα αντιληπτός καλά τι είπα… Εμένα με είχανε ήδη προετοιμάσει για αυτή τη μονάδα, για αυτό το νοσοκομείο και για αυτή την περίπτωση. Έτσι εγώ βρέθηκα να είμαι άχρηστος στην περίπτωση της Κύπρου. Αυτό δε με ρωτήσατε;
Ναι σας ρώτησα πώς βιώσατε τα περιστατικά εκείνη την εποχή.
Έτσι λοιπόν ίδρυσα το νοσοκομείο. Το ίδρυσα τόσο γρήγορα και τόσο πλήρως, ώστε πάλι πήρα συγχαρητήρια από τον επικεφαλής επιθεωρητή, ο οποίος είπε: «Μπράβο γιατρέ, τα έφτιαξες όλα. Εκείνος εκεί δεν τα είχε φτιάξει». Δε σήμαινε τίποτα για μένα αυτό. Εκείνο ήταν η αγωνία μας και η στενοχώρια μας. Και καθίσαμε, περιμέναμε και αγωνιούσαμε τι θα γίνει. Επειδή όμως στην εξέλιξη των πραγμάτων δεν φαινότανε, εγώ ήμουνα άχρηστος. Και το νοσοκομείο αυτό εκεί που έγινε στην Πρέβεζα, αφού δεν υπήρχε τίποτα με την Αλβανία αλλά ήτανε με την Κύπρο ήμαστε άχρηστοι εμείς εκεί πέρα στο νοσοκομείο. Δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε τραυματίες από πόλεμο και λοιπά. Υπήρχε όμως απέναντι το αεροδρόμιο το Άκτιον, το οποίον αεροδρόμιο είναι πολύ σημαντικό. Και σκεφτόντουσαν στην εξέλιξη των πραγμάτων μας προετοίμασαν για να φύγουμε για την Κύπρο από το Άκτιον. Αλλά σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και γύρισα πάλι στη μονάδα μου. Η μονάδα μου ήτανε το 401 από όπου είπα ξεκίνησα. Εκεί πέρα στο 401 βρήκα ένα σωρό τραυματίες από την ΕΟΚΑ Β. Ήτανε κάτι παλικάρια που στέλνανε τραυματισμένα, καμμένα και λοιπά, τα οποία θέλανε να φύγουνε και να παν να πολεμήσουνε πάλι. Το θυμάμαι με συγκίνηση το πράγμα, ότι έβλεπα τόση φιλοπατρία και τόση γενναιότητα από την πλευρά αυτή. Και δε θυμάμαι ακριβώς. Δεν κράτησα ονόματα. Δε λειτούργησα σαν ιστορικός στην προκειμένη περίπτωση για να πάρω ονόματα και να δω ποιος είναι. Δε θυμάμαι. Ξέρω όμως ότι μου είπανε πως πήγανε το πρωί που έγινε η απόβαση των Τούρκων και τα παράκτια πολυβόλα κι εκείνα που υπήρ[01:30:00]χαν και ότι άλλο είχε, είχαν αφαιρεθεί τα κινητά ουραία. Δηλαδή κάποιος τα είχε αφαιρέσει αυτά τα πράγματα, τα είχε κάνει άχρηστα. Πολλοί διοικητές έφυγαν μαζί με τα αυτοκίνητά τους και μείνανε νεαροί αξιωματικοί λοχαγοί, υπολοχαγοί, τέτοιοι, οι οποίοι και πολέμησαν λυσσωδώς μέχρι που εσκοτώθηκαν. Ενώ οι διοικητές ως επί το πλείστον –απ’ ό,τι μου είπανε, εγώ δεν πήγα στην Κύπρο– είχαν φύγει. Και επιπλέον μου είπαν ότι επικοινωνήσαντες με το αρχηγείο, το Γενικό Επιτελείο τους είπαν ότι πρόκειται περί ασκήσεως και να μην ανησυχούν. Όταν οι άλλοι μπήκαν με όλες τους τις αυτές και χωρίς όπλα τα περισσότερα και λοιπά... Εντάξει αργότερα αυτά τα άκουσα και από πιο μεγάλους αξιωματικούς, όταν με μετέθεσαν. Εμένα απ’ το 401 με μετέθεσαν στην Κόρινθο. Και ήρθε ένας διοικητής της Κορίνθου –εγώ πάντα ήμουνα αρχίατρος–, ο οποίος υπηρετούσε μετά επί Ιωαννίδη στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Και μας είπε στη συγκέντρωση των αξιωματικών ότι προβλέπουνε τα σχέδια να γίνουνε τρία κράτη και ένα μέρος θα πάρουν απ’ την Τουρκία, ένα μέρος απ’ την Ελλάδα, ένα μέρος θα κόψουνε και απ’ την Τουρκία απ’ την άλλη μεριά και ότι δυστυχώς τα πράγματα είναι έτσι και πρέπει να προετοιμαστούμε για τον πόλεμο. Αυτά τα πράγματα δηλαδή που γίνονται τώρα κατά κάποιο τρόπο, εύχομαι να μην καταλήξουν σε αυτά που μας είπε εκείνος ο αξιωματικός, ο οποίος δε μας τα είπε αστειευόμενος κατά τη γνώμη μου. Μας τα είπε σαν Έλληνας αξιωματικός πατριώτης. Εγώ ήμουν εκτός αυτών των ανθρώπων που ήταν έτσι. Πλην όμως έχω να πω ότι όλοι τους σχεδόν –ήμουν εκτός κι αντίθετος– όμως όλοι τους, τουλάχιστον όσοι εγώ ξέρω, απεβίωσαν σχεδόν πτωχοί. Και το λέω με κάποια πίκρα αυτό το πράγμα. Δε σου είπα και πολλά πράγματα, γιατί ο φάκελός μου Γ ήτανε για πόλεμο με την Αλβανία. Και παρακολουθούσα όπως όλοι οι Έλληνες τις ειδήσεις από ένα απομονωμένο μέρος, σ’ ένα νοσοκομείο εκστρατείας μέσα σε πεύκα κι εκείνα και τ’ άλλα. Με γιατρούς 15-20 που είχαν έρθει απ’ την Αθήνα και τους είχα υπό τας διαταγάς μου διαφόρες ειδικότητες και νοσοκόμες... Δε θα ξεχάσω ότι μέσα σε αυτά κι ένας ζηλιάρης σύζυγος της μιας νοσοκόμου που είχε έρθει εκεί, ήρθε και με παρακαλούσε το βράδυ, επειδή έμενε κοντά στο νοσοκομείο: «Να έρθει. Και πού θα κοιμάται; Μόνη της θα είναι; Και πώς θα είναι;». Θέλω να πω αυτό είναι το αστείο της ιστορίας που έζησα. Εντάξει αν κρατούσε λίγο ακόμη πιθανώς θα πήγαινε το νοσοκομείο αεροπορικώς στην Κύπρο, άλλα τέλειωσε το θέμα. Κι έτσι εγώ ήτανε να πάω πριν με την ΕΛΔΥΚ αλλά πολύ πιο νωρίς. Δεν πήγα τότε. Ήτανε να πάω και το ’74 αλλά και τότε δεν πήγα γιατί τέλειωσαν τα πράγματα πριν από τότε. Αυτά είναι που εγώ ίσως να μην έχω κάτι εντυπωσιακό να σου πω. Αλλά αυτή είναι η κατάσταση όπως την έζησε ένας Έλληνας γιατρός που αγαπάει την πατρίδα του, αγαπάει το δίκαιο, αγαπάει την αλήθεια.
Τελευταία. Πείτε μου.
Και μια άλλη ηθική που πρέπει να κρατήσει η παγκόσμια κοινότητα, γιατί δεν μπορεί την ηθική που πρέπει, να τη φτιάξει μόνη της η Ελλάδα. Δε μπορεί η Ελλάδα. Όποιος άνθρωπος πάει να αλλάξει την ηθική του συστήματος ή θα μείνει κάτω ή αν καταφέρει να ανεβεί θα τον εξοντώσει η κοινωνία γενικώς. Ή θα γίνει ο Κένεντυ ή θα μείνει έτσι. Ο Μπαστέας πήρε θέσεις, έφτιαξε εκείνο, έφτιαξε τ’ άλλο, έκανε εκείνο, έκανε τ’ άλλο. Εντάξει. Δε τον είδε κανείς. Δε θέλησε να τον δει κανείς. Δε θέλησα κι εγώ να με δει κανείς. Δε με ενδιέφερε. Γιατί για να με ενδιαφέρει πρέπει να έχει κάποιο ηθικό ανώτερο αποτέλεσμα. Λοιπόν πείτε μου τώρα αγαπητέ φίλε. Πείτε μου.
Τελευταία ερώτηση που ήθελα να σας κάνω πριν κλείσουμε είναι: Θέλετε να μου πείτε πώς νιώσατε όταν επέστρεψε ο Καραμανλής κι έγινε η Μεταπολίτευση;
Εκείνο τον καιρό έχει σημασία γιατί όπως είπαμε εγώ εκ χαρακτήρος δε φανατίζομαι παρά μόνο για τις αξίες. Τι να φανατιστώ δηλαδή για τον Α ή για τον Β ή για τον Γ; Αυτό που διακηρύσσεται… Εκείνο τον καιρό που επέστρεψε ο Καραμανλής, ο Αντρέας ο Παπαντρέου γύριζε με το τρίπτυχο που σας είπα: «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Δικαιοσύνη» και η λαϊκή κυριαρχία είχε 3 πτυχές. Η μια ήτανε ο δυνατός συνδικαλισμός, πολιτικοποιημένος συνδικαλισμός, δηλαδή να ταιριάζει με μια δίκαιη πολιτική, όχι να συνδικαλίζονται οι πλούσιοι. Πρώτα να συνδικαλίζονται οι φτωχοί. Και δεύτερον μέσα από ένα πλουραλιστικό κοινοβούλιο. Όχι δηλαδή είναι ο κομμουνιστής και μόνο ο κομμουνιστής υποψήφιος, όπως ήτανε στο κομμουνιστικό καθεστώς. Αλλά όλα τα κόμματα μέσα. Και γι’ αυτό δεν είχαμε αντίρρηση. Γιατί να έχουμε αντίρρηση αυτό ήτανε που θέλαμε άλλωστε. Και το τρίτο με την ανεξάρτητη τοπική αυτοδιοίκηση. Ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με τον Καραμανλή ο οποίος κατά κάποιο τρόπο είχε συμπλεύσει αρχικά με το βασιλέα Παύλο και ουσιαστικά με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία ήτο απεχθής στο πλείστο του ελληνικού λαού, στην απόλυτη πλειοψηφία. Ενώ δεν ήταν έτσι τα πράγματα όπως ξέρουμε εκ των υστέρων δηλαδή. Λέω πώς φαινόταν τότε το πράγμα. Έτσι εγώ χάρηκα πάρα πολύ που ήρθε ο Καραμανλής. Δεν ένιωσα άσχημα. Βεβαίως και χάρηκα. Έπρεπε να έχει έρθει. Έπρεπε να αναλάβει ο λαός την εξουσία και να λάβει τη διοίκηση. Και πιο έπειτα να μπούμε και στον Αντρέα ότι ο λαός θα είναι για τα θέματα που τον αφορούν, θα αναλάβει τις ευθύνες του. Οι ανάπηροι για τους αναπήρους, οι υγειονομικοί για τα ιατρικά, οι τεχνικοί για τα τεχνικά, η φτώχια να περιοριστεί… Ξέραμε ότι εκείνο τον καιρό υπήρχε κι ένας πολύ έντονος αντιαμερικανισμός. Διότι ξέραμε όλοι οι Έλληνες ότι οι Αμερικανοί δεν απέτρεψαν ενώ μπορούσαν την εισβολή –και οι Άγγλοι– των Τούρκων στην Κύπρο. Και αυτό μας είχε πληγώσει πάρα πολύ. Βαριά μας είχε πληγώσει αυτό το θέμα. Εγώ προσωπικά είπα κι έλεγα γιατί πάντοτε έλεγα –ό,τι έπρεπε να πω το έλεγα και δε με πείραζε– ότι εκεί κοντά υπήρχε κι ένα ρώσικο μεγάλο πλοίο, το οποίο δεν έκανε κι αυτό τίποτα. Επομένως, γιατί δεν ήμ[01:40:00]αστε φιλορώσοι; Εμείς είμαστε Έλληνες, νοιαζόμαστε εμείς. Εκείνο που θέλαμε και θέλαμε πάντοτε, εκτός απ’ αυτά θέλαμε και ειρήνη. Θέλαμε και μεγάλη δύναμη αποτροπής. Να φοβούνται. Ή αν μας κάνει ανεξάρτητους. Έπρεπε να είμαστε ανεξάρτητοι. Ναι λοιπόν χάρηκα βέβαια που ήρθε ο Καραμανλής, διότι ήταν ο Γκιζίκης πριν απ’ τον Καραμανλή, ο οποίος ήταν ένας αξιωματικός, ένας στρατηγός, ο οποίος δεν ήταν γνωστός για τέτοιες αυταρχικές τάσεις. Ο Γκιζίκης ήταν ένας αξιωματικός θα έλεγα, ο οποίος δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο απ’ ό,τι έκανε. Τον βάλανε εκεί που τον βάλανε, όταν τον βάλανε, γιατί τον βάλανε όταν επρόκειτο να παραδώσουν την εξουσία. Όσο ήταν και πηγαίνανε ήταν ο Ζωιτάκης μάλλον. Αλλά ο Γκιζίκης ήταν ένας αξιωματικός νομίζω σεμνός και καλός κατά τη γνώμη μου. Ο Καραμανλής ήτανε… Τι θα μπορούσε να γίνει; Να ‘ρθει ποιος; Κάποιος έπρεπε να ‘ρθει. Ή ο Καραμανλής ή ο Αντρέας ή ποιος άλλος; Υπήρχε άλλη λύση; Δε νομίζω. Δεν είναι για μένα αυτό μόνο, είναι για όλους τους Έλληνες. Οι μεν δημοκράτες θέλανε τον Αντρέα οι άλλοι…Αλλά δεν ήταν έτσι. Ο Καραμανλής ήτανε ο μόνος που θα ερχότανε σαν δυνατή λύση, εφικτή δηλαδή, όχι δυνατή με την έννοια της δύναμης. Ότι τα ξένα κράτη θα μας έστελναν τον Καραμανλή. Δεν πιστεύω ότι έχουμε ανεξάρτητη πορεία από την Επανάσταση και μετά. Δε νομίζω ότι.... Πιστεύω ότι με τον Καποδίστρια είχαμε μια πολύ μεγάλη απώλεια από τότε κι ύστερα. Εγώ το πιστεύω αυτό. Μπορεί να κάνω και λάθος. Αλλά εν πάση περιπτώσει, πιστεύω ότι θα τους ξάφνιαζε λιγάκι αλλά σήμερα δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε ο Κωλοκοτρώνης. «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Αλλά σήμερα δεν ταιριάζει αυτό. Αρκεί ένα κουμπί να πατήσουν οι Αμερικάνοι ή οι Ρώσοι ή οι Κινέζοι και θα πάψουμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε και οι δυο μας ή να τηλεφωνιόμαστε. Η ατομική γενναιότητα και η ατομική ηθική δεν ισχύουν πια κύριε Παπαγεωργάκη. Είμαστε πολύ μικρές μονάδες. Εν πάση περιπτώσει, εγώ έχασα την κόρη μου στις 25, σαν χτες πριν ένα χρόνο. Η καρδιά μου κλαίει. Αλλά έκανα τα πάντα γι’ αυτή χωρίς να πουλήσω την αξιοπρέπειά μου και αυτό που θεωρούσα εγώ έντιμο. Ό,τι έκανα, και έκανα πολλά που δεν ήταν σωστά στην ατομική μου ζωή –απλά καθημερινά της καθημερινής ζωής στις σχέσεις μου– είναι γιατί είμαστε άνθρωποι και οι άνθρωποι κάνουμε λάθη. Αλλά δεν έχω καμία σχέση με αυτούς που διοικούν πολιτικά την Ελλάδα σήμερα [Δ.Α.] Δικαίωμα για την... Στήριγμα της δημοκρατίας είναι η δικαιοσύνη. Ερώτημα. Η δικαιοσύνη υπάρχει; Λειτουργεί; Εδώ είναι το θέμα.
Ευχαριστώ κύριε Μπαστέα.
Λοιπόν. Χάρηκα πάρα πολύ που είπαμε μερικά πράγματα. Εάν και πάλι νομίσετε ότι κάτι… Εδώ είμαστε.