© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Κέντρο Ελληνικού Χορού Τρίπολης»: Διασώζοντας τη μουσικοχορευτική παράδοση
Κωδικός Ιστορίας
17922
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Καραπάνου (Μ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/02/2021
Ερευνητής/τρια
Γεωργία Κάκη (Γ.Κ.)
Καλησπ[00:00:00]έρα σας, πείτε μας το όνομά σας.
Καλησπέρα σας. Καραπάνου Μαρία του Γεωργίου.
Εγώ είμαι η Γεωργία Κακή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima για τον Νομό Αρκαδίας. Είναι Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου 2021, βρισκόμαστε στο «Κέντρο Ελληνικού Χορού Τρίπολης», έναν από τους ιστορικότερους πολιτιστικούς συλλόγους της Αρκαδίας και της Τρίπολης, με την ιδρύτρια και ιδιοκτήτρια του Συλλόγου, κυρία Μαρία Καραπάνου. Τώρα, σκοπός της συζήτησής μας είναι να μας μιλήσετε γι’ αυτά τα τριάντα χρόνια πλέον που είναι στη ζωή το πολιτιστικό αυτό κύτταρο, κατά τα οποία ο χορός, η παράδοση και η λαογραφία είναι κομμάτι της ζωής σας και η βασική ενασχόλησή σας.
Όντως, όντως.
Αρχικά, όμως, δώστε μας μερικά στοιχεία για εσάς ώστε να σας γνωρίσουμε ως αφηγήτρια.
Όπως είπα και πριν, λέγομαι Καραπάνου Μαρία του Γεωργίου. Η καταγωγή μου είναι απ’ το Ελαιοχώριο Κυνουρίας, στην Αρκαδία. Όπου εκεί μεγάλωσα ως 12 χρονών από γονείς αγρότες. 12 χρονών ήρθα στην Τρίπολη για τις ανάγκες του σχολείου και έκτοτε είμαι εδώ.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στο Ελαιοχώρι, μιας και αναφερθήκατε στον Δήμο Κυνουρίας;
Όμορφα, έχω τα χρώματα στη σκέψη μου. Γαλάζια παράθυρα, λευκά σπίτια, πράσινη γη, ανθισμένες μυγδαλιές, πολλά παιδιά. Λουλούδια, μέλισσες, ελιές, αμπέλια. Φύση, γεννήθηκα στη φύση.
Με τι ασχολούνταν ο κόσμος επαγγελματικά εκεί στο χωριό;
Το 80-90 % ήτανε αγρότες, και είναι. Πολύ λίγοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι δούλευαν στην Τρίπολη και ερχόντουσαν στο χωριό. Αγροτικός κόσμος στο χωριό.
Απ’ όταν ήρθατε στην Τρίπολη, πώς σας φάνηκε; Άλλαξε η ζωή σας, η καθημερινότητά σας;
Ήτανε, ήτανε σοκ, όντως ήταν σοκ, πολιτισμικό σοκ! Είχα μεγαλώσει σε χωριό τριακοσίων πενήντα κατοίκων, όπου κάθε μέρα ξεκινώντας για το σχολείο θα συναντούσα τουλάχιστον τριάντα-σαράντα άτομα, και «καλημέρα», «καλημέρα σας», «καλημέρα, θεία», «καλημέρα θείο». Όλοι οι συγχωριανοί ήτανε θείος και θεία. Έτσι ζούσαμε τότε. Και ξαφνικά βρέθηκα στην Τρίπολη, και την πρώτη μέρα που ξεκίνησα να πάω στο σχολείο μου έκανε εντύπωση που οι άνθρωποι δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Δεν με είχε προετοιμάσει κάποιος γι’ αυτό. Και άρχισα να λέω καλημέρα και με κοιτάζανε παράξενα. Ώσπου κατάλαβα ότι δεν πρέπει να λέω καλημέρα, παρά μόνο σε γνωστούς!
Είχατε κατά τα παιδικά σας χρόνια διάφορα βιώματα σχετικά με την παράδοση και τη λαογραφία; Και σας ρωτάω για να το συνδέσω με αυτό με το οποίο ασχοληθήκατε μετέπειτα.
Κατάλαβα, θα σας πω. Απ’ ό,τι μου περιγράφουν οι γονείς μου κι απ’ ό,τι θυμάμαι κι εγώ, είχα μία τάση στον χορό από πολύ μικρή ηλικία. Δηλαδή απ’ τα 2 μου, που συνήθως είναι σταθερά τα βήματα του παιδιού, σηκωνόμουνα στις μύτες, κρατιόμουνα στο πόμολο της πόρτας και σηκωνόμουνα, σαν τις μπαλαρινίτσες, όρθια. Κι έκανα κινήσεις ενώ δεν είχα εικόνες. Κινήσεις χορευτικές, απ’ ό,τι μου περιέγραφε η μητέρα μου κι ο πατέρας μου. Πράγμα που δεν μπορούσαν να το εξηγήσουνε, αλλά μπορεί μέσα από παραμύθια, από φωτογραφίες, από τις εικόνες των παραμυθιών να είχα κάτι τέτοιο. Είχα λατρεία στον χορό από πολύ μικρό παιδί. Μου περιγράφουνε ότι στριφογύριζα μόνη μου γύρω-γύρω μ’ οτιδήποτε, με τη μουσική και σιγομουρμούριζα δικούς μου ρυθμούς, μέχρι που έπεφτα κάτω, ζαλιζόμουνα. Για καλή μου τύχη, γύρω στα 12, 11-12 ετών, ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού μου, ένας δραστήριος σύλλογος για τα τότε δεδομένα, τότε δηλαδή που ούτε στην Τρίπολη υπήρχε, αν υπήρχε το Λύκειο Ελληνίδων –όχι, υπήρχε το Λύκειο Ελληνίδων, αν θυμάμαι καλά–, είχε αναπτύξει μία πολιτιστική δραστηριότητα πολύ μεγάλη. Ξεκίνησε η θεατρική ομάδα και χορευτική ομάδα. Οπότε είχαμε την ευκαιρία όλα τα παιδιά, δηλαδή παιδιά από 12 χρονών έως 25, να έχουμε δύο μορφές καλλιτεχνικές θα έλεγα, που θα μπορούσαμε να εξελιχθούμε, και μουσική. Λοιπόν, ανεβάζαμε θέατρα. Σιγά σιγά, έγινε η χορευτική ομάδα. Όταν λέω χορευτική ομάδα, για το ’78-’79, θα σας γελάσω, να απαρτίζεται από πενήντα παιδιά. Με έναν εμπειρικό δάσκαλο, ο οποίος αγαπούσε, ο δάσκαλός μου, αγαπούσε πολύ την παράδοση. Κι έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθούμε με τον χορό, με το θέατρο κι όσοι μπορούσαν με τη μουσική. Εγώ δεν τα πολύ κατάφερα με τη μουσική, ήμουνα λίγο του πιο πρακτικού κομματιού. Και εκεί μου μπήκε το μικρόβιο. Βέβαια, είχα πολλές εικόνες και μνήμες. Τις γιαγιάδες στις αυλές να μιλάνε, να εξιστορούν γεγονότα, να περιγράφουν έθιμα. Θυμήθηκα ακόμα το έθιμο της Φωτιάς τις Απόκριες. Και θυμάμαι γιαγιάδες με τους αλατζάδες και τα γιουρντιά που να χορεύουν πρώτες και να λένε τα τραγούδια τα αποκριάτικα, κάτι που θεωρείται ότι ήταν μόνο στη Βόρεια Ελλάδα. Εγώ έχω εικόνα να γίνεται από αλώνι σε αλώνι στο χωριό μου, δηλαδή κάθε γειτονιά έχει το αλώνι της. Το αλώνι είναι αυτό που μαζεύανε τα σιτηρά και τα αλωνίζανε και λοιπά. Τις Απόκριες, λοιπόν, μαζεύαν ξύλα, ανάβαν φωτιές, και χορεύανε γύρω-γύρω. Εκεί θυμάμαι γιαγιές με τις παραδοσιακές τις γνήσιες.
Και πείτε μας, τι τραγούδια λέγανε;
Εγώ δε[00:05:00]ν τα καταλάβαινα. Δεν το καταλάβαινα γιατί δεν ήξερα τις λέξεις. Ήτανε, είχανε μέσα το σατιρικό το αρχαιοελληνικό. Κανένας δεν ντρεπόταν γι’ αυτό. Και, μάλιστα, το ένα λεγότανε: «Ένας ψύλλος μια φορά μπήκε», δεν μπορώ να πω ακριβώς πού, «και ξυνόταν η Μαριώ». Κι εγώ άρχισα να ρωτάω τη μαμά μου γιατί δεν καταλάβαινα τη λέξη που λέγανε, για το γυναικείο, καταλάβατε, και μου ’κανε η μητέρα μου: «Σταμάτα, θα σου πω στο σπίτι!», πολύ μικρή εγώ. Και το έλεγε γιαγιά 85 χρονών μπροστά! Δηλαδή μου ’ρχονται εικόνες και τρελαίνομαι. Δεν το κατέγραψε κανένας. Όσο μεγάλωνα μέσα απ’ το χορευτικό τμήμα αυτό, άρχισα να θέλω να τα μάθω όλα αυτά και να τα καταγράψω. Σιγά σιγά, και με τη βοήθεια του δασκάλου μου, γιατί κι αυτός ήτανε παθιασμένος, μου το μετέφερε όλο αυτό με την παράδοση, άρχισα κι εγώ να τα καταγράφω, ας ήμουνα μικρούλα. Τα ’γραφα στην αρχή στο μυαλό μου, μετά άρχισα να τα γράφω και στο χαρτί και να το μαγνητοφωνώ, τις γιαγιές να μου τα λένε όλα αυτά και λοιπά. Κάπως έτσι ξεκίνησε.
Είχατε καταλάβει από τότε ότι μεγαλώνοντας θα ασχοληθείτε κι εσείς μ’ αυτό;
Όχι, δεν το ’χα καταλάβει. Εγώ είχα καταλάβει ότι μου άρεσε πολύ ο χορός, το μπαλέτο συγκεκριμένα. Δεν μου είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία, στην Τρίπολη τότε δεν υπήρχε. Ρυθμική, μπαλέτο και πιάνο το ξεχνάμε. Κι αφού μου δόθηκε αυτή η μορφή χορού, εκφράστηκα μέσα απ’ αυτόν τον χορό. Αυτό.
Εσείς πότε τον ιδρύσατε το Σύλλογο;
Θα σας πω πριν ιδρύσω τον Σύλλογο. Έμεινα πάρα πολλά χρόνια στο χορευτικό μας στο χωριό, ήμασταν πάρα πολλά παιδιά και στην ουσία δεν είχαμε δάσκαλο και μαθητές και λοιπά. Ήμασταν μια ομάδα που δούλευε χορούς, που ακολουθούσε τον δάσκαλο σε επιτόπιες έρευνες και το πηγαίναμε όλοι μαζί. Σαφώς, είχαμε μπροστάρη τον δάσκαλό μας. Τον ακολουθούσα, μάλλον μ’ έπαιρνε μαζί του ως ντάμα ή ως βοηθητική στη Νότια Κυνουρία, Αγιαντρέα, Κορακοβούνι, Άστρος, που πήγαινε κι έκανε μαθήματα χορού εκεί. Και σιγά σιγά, άρχισε να μου περνάει κι από εμένα απ’ το μυαλό. Τι δηλαδή; Ότι πηγαίνοντας για μάθημα στον Αγιαντρέα να βρούμε δύο παππούδες, να μας πούνε δύο τραγούδια από κει, να μας πουν τα δικά τους αποκριάτικα κι από κει, από τότε άρχισα να συλλέγω στοιχεία λαογραφικά.
Κάποιο έθιμο απ’ αυτά τα χωριά άλλο θυμάστε;
Εκτός απ’ αυτό που σας λέω τις Απόκριες, δεν θυμάμαι αυτό που θα σας περιγράψω, αλλά θα σας πω μια καταγραφή που έχω κάνει. Είναι η εξής: Αυτό που βλέπουμε να γίνεται στη Βόρεια Ελλάδα με τα κουδούνια, με τα τομάρια –τα τομάρια είναι το δέρμα του ζώου και λοιπά–, γινότανε και στο Ελαιοχώρι, άρα δεν σταμάτησε ποτέ το αρχαίο έθιμο. Βγάζανε τομάρια από κουνέλια και από μαύρα πρόβατα, τα φτιάχνανε δέρμα και μάσκες, κρεμάγανε φαλούς, και μάλιστα, απ’ ό,τι μου είπαν, το ζωγραφίζαν και μπροστά κόκκινο, καθαρά. Και τελευταία φορά που έγινε αυτό το πράγμα, έχω καταγραφή, και υπάρχει κι ο άνθρωπος που, ακόμα, που μου το επιβεβαίωσε αυτό το έθιμο. Έγινε προς τιμήν της τελευταίας γενιάς που έφυγε για το εξωτερικό. Αν θυμάμαι καλά, γιατί δεν έχω μπροστά μου τα γραπτά, έγινε το 1943 στις γραμμές του τρένου. Περί τους πενήντα άντρες νέους που αποχαιρετούσαν τους φίλους τους φεύγανε για την Αμερική, για τον Καναδά, για την Αυστραλία, είχανε ντυθεί όλοι με κουνελοτόμαρα, τα λέγαν τότε, και χορεύανε με τα κουδούνια σε έναν εκστασιακό χορό. Αυτό το ’χω κάνει εικόνα σαν να το ’χω βιώσει εγώ από τις πολλές φορές που το ’χω ακούσει. Αυτό.
Από εκεί και μετά, πώς φτάσατε στην απόφαση να ιδρύσετε τον δικό σας σύλλογο;
Να σας πω. Μόλις τελείως το σχολείο, παρόλο που πέρασα σε μία σχολή, δεν μου άρεσε, την άφησα, συνέχισα να ασχολούμαι με το θέατρο και εδώ στην Τρίπολη. Υπήρχε μια πολύ ωραία μικρή ομάδα, και το συνεχίζαμε. Και συνέχιζα να χορεύω και στο χωριό μου. Μόνο τα Σαββατοκύριακα, βέβαια, που κάναμε πρόβες, τότε δεν γινόταν κάτι επαγγελματικό να δουλεύεις συστηματικά δύο φορές την εβδομάδα ή οτιδήποτε. Μου έγινε μια πρόταση, επειδή ξέρανε ότι έχω πάθος με τον χορό, να κάνω σε κάποια παιδάκια του Συλλόγου Γυναικών, αν θυμάμαι καλά, τότε του ΚΚΕ; Και σαφώς πήγα, και σαφώς πήγα αφιλοκερδώς. Δεν δέχτηκα να πάρω χρήματα, γιατί μπορεί να ήμουνα μια χορεύτρια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούσα να είμαι και έτοιμη να είμαι εκπαιδευτικός. Και θεώρησα ότι ήτανε ένα είδος πρακτική. Οπότε έρχομαι σε επαφή με παιδάκια, μαθαίνω τον τρόπο, βρίσκω ή εφευρίσκω, αν θέλετε, δικούς μου τρόπους να προσεγγίσω τα παιδιά, γιατί κι εγώ τότε ήμουνα 18-19 χρονών, δεν μπορούσα να ξέρω το παιδαγωγικό κομμάτι. Άλλο χορεύτρια, άλλο εκπαιδευτικός. Ξεκίνησα, λοιπόν, μ’ αυτή την ομαδούλα. Τρία χρόνια τα είχα αυτά τα παιδάκια, τώρα είναι μαμάδες! Μετά μου γίνεται άλλη πρόταση και έκανα για πάλι τρία με τέσσερα χρόνια στον Σύλλογο του ΟΤΕ, στα παιδιά του ΟΤΕ. Το ένα έφερνε το άλλο. Μετά με ζητάν στην Αργολίδα –εγώ δούλευα σε δικηγορικό γραφείο τότε–, και ιδρύουμε στην Αργολίδα τρία τμήματα. Ένα στο Σ[00:10:00]καφιδάκι, ένα στους Μύλους και ένα στο Κιβέρι, όπου δούλευα για πάρα πολλά χρόνια εκεί. Περνούσαν, όμως, τα χρόνια κι εγώ ήμουνα κάπως σκορπισμένη. Η κύρια δουλειά μου να είναι στην Τρίπολη και η αγάπη μου να είναι στην Αργολίδα και στην Τρίπολη. Δηλαδή να έχω τρία τμήματα χορευτικά παραδοσιακά στην Αργολίδα και δύο τμήματα στην Τρίπολη. Είχα γίνει έξι κομμάτια. Μεγάλωνα, έπρεπε να κάνω οικογένεια, να γυρίσω πίσω στον τόπο μου και τότε σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να έχω τον δικό μου χώρο στη δικιά μου περιοχή και να μπορέσω να το συνδυάσω και με, να κάνω την οικογένειά μου. Κι έτσι κι έγινε. Βρήκα έναν χώρο που μου άρεσε, τον έφτιαξα με πολλή αγάπη, ζεστασιά. Ξεκινήσαν τα πρώτα παιδάκια. Μεγάλη λατρεία! Είχα πλέον την εμπειρία και την επαφή με τα παιδιά. Και μετά το ένα έφερε το άλλο. Άλλο τμήμα χορευτικό στο Στενό. Μετά στο Ζευγολατιό. Ταυτόχρονα στον Αχλαδόκαμπο. Μετά στου Λουκά. Δηλαδή είχαμε τον Σύλλογο, ίδρυσα τον Σύλλογο και παράλληλα λειτουργούσα και πέντε χορευτικά στον Νομό Αρκαδίας. Αυτό έγινε για πάνω από επτά χρόνια. Αυτή η γενιά των παιδιών που είχα στα χωριά μεγάλωσε κι άρχισε να ’ρχεται στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο στην Τρίπολη. Οπότε σε συνεννόηση με τα παιδιά, για να μην τρέχω κι εγώ πέρα δώθε και γιατί ήδη είχα κι εγώ ένα μωρό, ήρθαν όλα τα παιδιά στην Τρίπολη, κι έτσι συνεχίστηκε όλο αυτό.
Η επαφή μας με τα παιδιά πώς ήταν; Ήταν εύκολο να τους διδάξετε χορό και να τα κάνετε να αγαπήσουν αυτό που κι εσείς πρεσβεύετε;
Θα σας πω κάτι άλλο. Πριν σας απαντήσω σ’ αυτό, θέλω να σας πω το εξής, ότι χαιρόμουνα πάρα πολύ, παρόλο που κουραζόμουνα πολύ. Κάθε Σάββατο ξεκίναγα απ’ τις 8:00 η ώρα το πρωί, πολλές φορές και με το μωρό μαζί στο relax, και μαζευόμουνα το βράδυ στις 6:00 η ώρα. Μου άρεσε πολύ να δουλεύω στα χωριά, γιατί υπήρχε διαφορά στα παιδιά που ήταν στη επαρχία και στα παιδιά που ήταν στην πόλη. Τα παιδιά που ήταν στην επαρχία ήταν πολύ πιο ανοικτά και πιο, πώς να σας το πω, δεχόντουσαν καλύτερα να συνεργαστούν. Τα παιδιά της πόλης, επειδή οι γονείς εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει να τα πνίγουν με δραστηριότητες, και χωρίς να τα ρωτούν, χορό, γαλλικά, Aγγλικά, κολυμβητήριο, ρυθμική και πολλά άλλα, ήταν πολύ πιο κουμπωμένα και τον χορό τον είχανε ως «να ξεσπάσω». Δεν μπορούσες να τα διδάξεις πολύ εύκολα. Οπότε αλλιώς αντιμετώπιζα τα παιδιά της πόλης, ήμουνα σαν κυματοθραύστης στην Τρίπολη, και σαφώς έκανα μάθημα, αλλά τα άφηνα να ξεσπάνε, και αλλιώς με τα παιδιά στην επαρχία. Τα παιδιά στην επαρχία ήταν πιο δημιουργικά γιατί είχανε χρόνο. Τώρα πόσο δύσκολο είναι; Απ’ την εμπειρία μου ως τώρα θα σας πω πως είναι πολύ πιο εύκολο να διδάξεις ένα παιδί παρά έναν ενήλικα. Μπορεί σε έναν άνθρωπο που είναι εκτός να νομίζει ότι ένας ενήλικας μπορεί να συνεργαστεί πιο εύκολα, η δικιά μου εμπειρία είναι εντελώς το αντίθετο. Εν τω μεταξύ, τα παιδιά έχουν το εξής, αν τα αγαπήσεις απ’ την αρχή, θα σ’ αγαπήσουν και θα τα κάνουν όλα όπως εσύ θεωρείς σωστό. Δηλαδή θα συνεργαστούν, είναι σφουγγάρια τα παιδιά. Και τη στιγμή που τους μιλάς και νομίζεις ότι δεν σ’ ακούν, σε ακούν. Και την κατάλληλη στιγμή, αυτό που τους έχεις μεταδώσει θα το βγάλουν.
Πώς τον εξελίξατε τον Σύλλογο; Φαντάζομαι στην αρχή θα ξεκινήσατε πιο δειλά και μετά... Πώς εξελίχθηκε η πορεία του;
Το ένα φέρνει το άλλο, να σας πω την αλήθεια.
Προστέθηκαν τμήματα;
Ναι, βεβαίως. Ξεκινήσαμε με μικρά παιδάκια και με ενήλικες. Σιγά σιγά, αναπτυχθήκαμε. Το ένα, όπως σας είπα πριν, φέρνει το άλλο. Κοντά στα παιδιά θα ’ρθει κι η μαμά. Ήρθαν κι οι μαμάδες, ήρθαν κι οι μπαμπάδες, οι μπαμπάδες φέραν τους φίλους. Το ένα τμήμα δημιουργούνταν πίσω από το άλλο. Μετά αρχίσαμε σιγά σιγά να κάνουμε τις εκδηλώσεις μας. Αλλά το βασικό μου μέλημα ως τότε ήταν να αναπτύξω το βεστιάριό μας. Και βεστιάριο όχι με την έννοια φτιάχνω φορεσιές για να τις εκμεταλλεύομαι, με την έννοια του βεστιαρίου. Φτιάχνω φορεσιές για να είμαι έτοιμη ανά πάσα στιγμή, όταν μου γίνει μία πρόσκληση για μία εμφάνιση, για μία παράσταση, όπως θέλετε πες τε το, να έχω τα δικά μου ρούχα. Και, σαφώς, έκανα συλλογή αυθεντικών φορεσιών.
Συναντήσατε δυσκολίες στη συλλογή αυτή των φορεσιών, στο να τις βρείτε, τα κομμάτια; Πώς δουλεύατε;
Θα σας πω. Επειδή οι άνθρωποι που ήταν γύρω μου και με γνώριζαν από μικρό κοριτσάκι ξέραν ότι μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το πράγμα και ότι εκτιμούσα πάρα πολύ ό,τι έχει σχέση με την ιστορία και με το παλιό και με την παλιά τεχνοτροπία και λοιπά, να σας πω ότι δεν κουράστηκα τόσο πολύ σ’ αυτό, ότι σαν να μου τα ’στελνε κάποιος. Ερχόντουσαν και με βρίσκανε. Μου έχει τύχει να ’ρθουν να με βρουν και να μου τα χαρίσουν. Σαφώς και έχω αγοράσει, έχουμε ρίξει πάρα πολλά χρήματα σ’ αυτό το κομμάτι για να εξασφαλίσουμε όλες αυτές τις φορεσιές, γιατί, αν ανέβουμε πάνω στον επάνω χώρο, θα δείτε ότι υπάρχουν αυθεντικές φορεσιές πάρα πάρα πολλές. Και άρτιες και μεμονωμένα[00:15:00] κομμάτια και σε υφάσματα. Ναι μεν ήταν δύσκολη, ήταν δύσκολο να ανοίξουν τα μπαούλα. Να σας πω ότι έχω μαζέψει από σκουπίδια που άνθρωποι τα πετάγανε; Αλλά τις πιο πολλές φορές, και νιώθω ευλογημένη γι’ αυτό και μέχρι ακόμα και τώρα που είμαστε εν μέσω κορωνοϊού, με έχουν πάρει τηλέφωνο και μου φέραν μια βαλίτσα ρούχα. Ε, με πάσαν τα κλάματα! Λέει: «Σε εσάς ανήκουν αυτά τα ρούχα, εσείς θα τα χρησιμοποιήσετε καλύτερα, εσείς ξέρετε πώς να τους φερθείτε. Εγώ μόνο να τα καταστρέψω μπορώ γιατί μέναν σε υγρασίες, δεν μπορούσαν να τα ’χουν σε σωστό περιβάλλον ή να τα συντηρήσουν όπως πρέπει.
Εσείς από την εμπειρία σας συμφωνείτε με αυτή την παγιωμένη αντίληψη που υπάρχει, ότι ο χορός συνεπάγεται πειθαρχεία;
Να σας πω. Θεωρώ ότι πειθαρχία θέλει εν μέρει την ώρα που θα διδάξεις, θα δείξεις ένα κομμάτι έτσι όπως το ξέρεις ή το διδάχτηκες ή το είδες, γιατί υπάρχουν όλες οι πτυχές, έτσι; Εκείνη τη στιγμή. Μετά θα πρέπει να ’σαι κι ο εαυτός σου. Δηλαδή σου έδωσα εγώ πώς είναι, κάν’ το δικό σου. Βέβαια, όχι να το αλλοιώσεις και να κάνεις… Μέσα στο πλαίσιο του χορού κι εκείνης της εποχής. Σαφώς και ο χορός εξελίσσεται, αλλά με σεβασμό.
Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια ζωής του Συλλόγου έχετε συμμετάσχει σε πολλές παραστάσεις, και εντός και εκτός Ελλάδας. Μιλήστε μας για αυτές σας τις εμπειρίες.
Οι εμπειρίες είναι μερικές φορές μπορώ να σας πω ανατριχιαστικές, ειδικά στο εξωτερικό. Στο εξωτερικό είναι σαν να είμαστε άλλοι, άλλοι άνθρωποι. Είναι σαν να κουβαλάς την Ελλάδα στην πλάτη σου. Νιώθεις χρέος, θα πρέπει να ’σαι όχι μόνο άρτιος, Θα πρέπει να ’σαι υπεύθυνος γι’ αυτό που θα δείξεις, από τη φορεσιά μέχρι και με το ύφος. Δεν μπορείς να φοράς την παραδοσιακή φορεσιά της χώρας σου, γιατί όταν πηγαίνουμε σε μια χώρα, πηγαίνει ένα συγκρότημα, τουλάχιστον στα φεστιβάλ που έχουμε πάει εμείς έως τώρα, εκπρόσωποι της Ελλάδας ήμασταν εμείς. Σαφώς θα πρέπει να ’ναι όλα όπως αρμόζει στη χώρα σου. Όταν εκπροσωπείς τη χώρα σου, θα πρέπει να τη σέβεσαι. Απ’ τη φορεσιά μέχρι το πώς θα παρουσιάσεις τον χορό σου, ακόμα και πώς θα περπατήσεις. Σαφώς ανατριχιαστικό. Κι ειδικά όταν ανεβαίνεις στην εξέδρα κι είναι η σημαία σου μαζί με δέκα κράτη ή με είκοσι, εκεί δεν περιγράφεται. Είναι πολύ μεγάλο το βάρος, αλλά και η χαρά και το καμάρι, εννοείται.
Ποιες χώρες έχετε επισκεφθεί;
Αμερική, Καναδάς, Κύπρο, Αυστρία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σερβία, τι ξεχνάω; Δεν θυμάμαι, μέχρι εδώ! Α, και Ολλανδία!
Εκεί πώς σας αντιμετώπιζαν οι υπόλοιποι σύλλογοι;
Εννοείτε οι αντιπροσωπείες από άλλες χώρες; Να σας πω, τις πιο πολλές φορές, και δεν είναι ιδέα μου γιατί το συζήταγα και με τα υπόλοιπα μέρη, με θαυμασμό; Κάθε φορά που ανεβαίναμε πάνω κάτω χόρευαν όλα τα συγκροτήματα μαζί με μας, προσπαθούσαν να αντιγράψουνε τους χορούς μας και φωνάζανε. Δεν, η εμπειρία αυτή δεν περιγράφεται! Φιλικά; Φιλόξενα; Υπέροχα. Με υπέροχο τρόπο μας υποδεχθήκανε παντού. Και από θέμα φιλοξενίας και από θέμα την ώρα που χορεύαμε και λοιπά. Καταλάβατε.
Κάποια επίσκεψη που έχετε ξεχωρίσει για κάποιον λόγο;
Στο εξωτερικό; Ναι, στη Σερβία. Πριν από πολλά χρόνια είχαμε πάει στη Σερβία σε ένα πανεπιστημιακό φεστιβάλ κι έπρεπε να κάνουμε μία προ εμφάνιση, να το πω έτσι, μετά απ’ την παρέλαση. Και εμείς δεν διαλέξαμε όπως διαλέγανε παλιά τα συγκροτήματα, να χορέψουμε φολκλορικούς χορούς. Καταρχήν, πηγαίναμε με τις αυθεντικές φορεσιές. Κι από πού ήμασταν; Από την Αρκαδία. Τι θα χορέψουμε; Τσάμικο, καλαματιανό και τέτοια. Δεν θα χορεύαμε χορούς που ήτανε πολύ πιο θεαματικοί και λοιπά, χορεύαμε τους δικούς μας. Και μου λέει ο υπεύθυνος του φεστιβάλ: «Τι θα χορέψεις;» και του λέω «Τσάμικο», ο οποίος ήξερε ήτανε μισός Έλληνας. Και μου λέει: «Τσάμικο; Όλοι οι άλλοι», μου λέει, «θα ’ναι...». Λέω: «Με συγχωρείς, απ’ την Αρκαδία ήρθα, τσάμικο θα χορέψω». Και ξεκινάμε τσάμικο! Πρέπει να ήτανε πέντε χιλιάδες κόσμος πάνω σ’ αυτή την πλατεία, μόνο αγόρια. Και μόλις αρχίζει ο πρωτοχορευτής να κάνει σόλο, βλέπω έναν κύριο γύρω στα 70 με 75 χρονών να φεύγει τρέχοντας μέσα απ’ τον κόσμο, να διασχίζει τ’ άλλα συγκροτήματα και να έρχεται μπροστά στον πρωτοχορευτή μου και να έχει πέσει και να του φυλάει τα πόδια. Να έχω τη σημαία, να τρέμουν τα χέρια μου, να μου ’ρχονται κλάματα... Είχαμε, δεν το ’χαμε ξανασυναντήσει αυτό! Ο άνθρωπος αυτός ήταν στην Ελλάδα και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μ’ αυτά που ξέρουμε όλοι πως γίνανε, έφυγε, δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ, δεν είχε ξαναέρθει ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ρίζες απ’ την Αρκαδία και, μόλις άκουσε το τσάμικο και είδε τον πρωτοχορευτή, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του. Και ο πρωτοχορευτής μου τότε πρέπει να ’ταν 16 χρονών-17, ο οποίος είχε παγώσει, αλλά, παρόλα αυτά, τα έβγαλε πέρα. Και του φίλησε τα πόδια.
Φοβερό περιστατικό, πραγματικά!
Κι ένα άλλο γεγονός που με είχε συγκλονίσει και με είχε κάνει πρώτη φορά στη ζωή μου, χορεύτρια και υπεύθυνη, να παγώσω σχεδόν πάνω στην εξέδρα ήταν το εξής. Έχουμε πάει στη Βόρειο Ρουμ[00:20:00]ανία. Πριν πάμε, μας είχε πει η UNESCO, γιατί εκπροσωπούσαμε το κομμάτι, το τμήμα της UNESCO της Ελλάδας στο εξωτερικό, μας είχε πει εκεί ότι υπάρχει η κοινότητα η ελληνική, ό,τι έχει απομείνει δηλαδή απ’ τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και λοιπά, όπου θα έρθουν να τους γνωρίσουμε και θα ήταν μεγάλη τους χαρά γιατί έχουν να δουν Έλληνα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Κι έχουμε ανέβει πάνω στην εξέδρα, έχουν διαχωριστικά σε μεγάλη απόσταση και πάνω στα διαχωριστικά είναι άνθρωποι που κλαίνε, γύρω στα 60-70 χρονών, στους περισσότερους λείπουν τα δόντια. Και μόλις ανεβήκαμε εμείς επάνω να χορέψουμε, χειροκροτούσαν κι έκλαιγαν. Κι εγώ ήμουνα η πρώτη που ανέβηκα πάνω στην εξέδρα. Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τον εαυτό μου. Όλοι αυτοί ήτανε Έλληνες που είχανε φύγει από 14 χρονών παιδάκια και πρώτη φορά είδαν Έλληνα εκεί. Βλέποντας αυτή την εικόνα ήταν η πρώτη φορά που πάγωσα πάνω στην εξέδρα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω. Και το άλλο, λίγο πριν ανέβουμε στην εξέδρα, διαπιστώσαμε ότι έλειπε η ελληνική σημαία από την εξέδρα. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μπορούσε να είχε γίνει. Βάλαμε σαφώς άλλη ελληνική σημαία, γιατί υποχρεούσαι να έχεις τη σημαία σου πάνω στην εξέδρα. Γιατί εκπροσωπείς τη χώρα σου. Την είχανε πάρει τη νύχτα Έλληνες ως ενθύμιο, γιατί δεν είχανε άλλη ελληνική σημαία, και μας την είχανε πάρει το βράδυ. Ε, και σαφώς πάντα πηγαίνουμε στα ταξίδια μας με τρεις-τέσσερις, μπορεί και πέντε σημαίες, και την ανταλλάξαμε εκεί. Ήταν πολύ συγκινητικό. Και, σαφώς, μετά πήγαμε και τους βρήκαμε όλους. Δεν τους άφηνε η ομάδα security να μας πλησιάσουνε, γιατί ήτανε μέσα απ’ το φεστιβάλ να μας προστατεύουν και λοιπά, γιατί υπήρχαν πολλοί Ρομά και γινόντουσαν διάφορα συμβάντα, και μας είχανε ένα είδος προστασία. Εμείς τους διώξαμε και πήγαμε βρήκαμε του Έλληνες και αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε όλοι μαζί, λες και τους ξέραμε χρόνια! Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Για να πραγματοποιηθεί μία επιτυχημένη παράσταση πόσο καιρό προετοιμάζεστε;
Αναλόγως την εμφάνιση. Αν η εμφάνιση είναι, παραδείγματος χάριν, να εκπροσωπήσουμε την περιοχή μας, την Αρκαδία, οπουδήποτε, είναι εύκολο. Γιατί εκτός ότι τα δουλεύουμε πάρα πολλά χρόνια και με το πρώτο πράγμα που ξεκινάμε είναι η αρκαδική λαογραφία, χορευτικά, μουσικά και λοιπά, είναι εύκολο. Εύκολο με την έννοια, έχεις δουλέψει το υλικό σου, κάνεις την επανάληψή σου, και στον χορό και στο τραγούδι, ετοιμάζεις τις φορεσιές σου και πας. Δηλαδή σε μια βδομάδα. Αν και εξαρτάται κι απ’ το ποια ομάδα θα διαλέξεις. Αν οι άνθρωποι είναι αρχάριοι, δηλαδή η προσέγγισή τους στον χορό και στη λαογραφία είναι ένα και δύο χρόνια, θέλεις λίγο παραπάνω, γιατί δεν ξέρουνε καλά και πώς να ντυθούν, καταλαβαίνετε. Αν είναι τα παιδάκια που ’χουνε μεγαλώσει εδώ, σήμερα τ’ αποφασίζουμε, αύριο πάμε και χορεύουμε.
Επειδή κι εγώ είμαι μέλος του Συλλόγου πολλά χρόνια, ξέρω ότι συμβαίνουνε διάφορα περιστατικά, ευτράπελα, αγχωτικά ή αστεία, και στα παρασκήνια αλλά μπορεί και μπροστά, πάνω στη σκηνή. Θέλετε να μας περιγράψετε κάποια απ’ αυτά που έχουν συμβεί σ’ όλα αυτά τα χρόνια;
Ναι, θα σας πω. Θα ξεκινήσω από πριν την ίδρυση του Κέντρου Ελληνικού Χορού Τρίπολης, απ’ όταν ήμουνα χορεύτρια στο Ελαιοχώρι που σας είπα. Ήμαστε καλεσμένοι σε ένα φεστιβάλ, που γινόταν επί Μελίνας Μερκούρη στην Αρκαδία, και χορεύουμε στο Αρτεμίσιο. Όλα αυτά τότε ήταν πρωτόγνωρα. Ούτε ξέρανε πώς να φτιάξουν μια καλή εξέδρα, γινόντουσαν όλα πρόχειρα, γρήγορα, καταλαβαίνετε. Ήμασταν γύρω στα τριάντα άτομα, μαζί κι ο δάσκαλός μου. Έχουμε ανέβει στην εξέδρα και χορεύουμε, αν θυμάμαι καλά, Μακεδονία, γρήγοροι χοροί. Και ξαφνικά, αλλάζει ο χορός, μάλλον τελειώνει ο χορός που, ναι, που θέλω να σας πω, και είμαι εγώ μπροστά, και δεν θυμάμαι τι χορεύαμε, κάτι πολύ γρήγορο χορεύαμε. Κι όπως γυρίζω το κεφάλι μου, βλέπω να είναι δέκα άτομα και να κρατάνε τις σιδεριές από τις σκαλωσιές κι εμείς επάνω, ε; Της εξέδρας, για να μην πέσουμε κάτω. Με πιάνουνε τα γέλια, δεν με ’βλεπε ο κόσμος ήμουνα γυρισμένη στον κόσμο. Και μόλις πάω να γυρίσω στον κόσμο, σπάει μια σανίδα, μπαίνει το δεξί μου πόδι έως τη μέση του μηρού! Αλλά το πάθος που σε διακατέχει όταν χορεύεις –και εσύ το ’χεις ζήσει! Τραβάω το πόδι έξω, συνεχίζω να χορεύω, χωρίς να χάσω βήμα. Τελειώνει η εμφάνιση και κατεβαίνω. Πάω να βγάλω το καλσόν μου από μέσα και το πόδι μου ήτανε απ’ τη μέση του μηρού έως τη μέση της γάμπας σαν να με είχε φάει σκυλί! Τρέχανε αίματα, καλσόν δεν υπήρχε, ήταν κόκκινα, και τα σημάδια τα είχα περί τρεις μήνες. Και πόνο δεν ένιωθα, δεν ένιωθα πόνο, μου ’χε κάνει εντύπωση. Ένα ήταν αυτό. Ένα άλλο πολύ ωραίο είχε γίνει στο Άστρος. Ήμουνα του τύπου «να μην γίνει λάθος, να μην, να μην, να μην…», ήμουνα λίγο για την ηλικία μου παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε. Και χορεύουμε κοφτό. Έχουμε ένα[00:25:00]ν συμμαθητή, ο οποίος ήταν και μεγαλύτερος σε ηλικία, ο οποίος ήταν μονίμως αφηρημένος. Λέμε: «Εκεί κάνουμε αυτή τη φιγούρα, εκεί κάνουμε αυτή τη φιγούρα εκεί κάνουμε αυτή». Μου λέει ο δάσκαλός μου, που ήταν μπροστά μου: «Λέγε τις φιγούρες γιατί ο Κώστας χαζεύει!». Λέω κι εγώ: «Παλαμάκια π.χ. ναι. Όχι παλαμάκια. Πίσω παλαμάκια, μπροστά παλαμάκια». Κάποια στιγμή αυτός τσαντίζεται, επειδή εγώ έλεγα τις φιγούρες συνέχεια και μου λέει: «Σταμάτα, το ξέρω!». Και φαπ! Ρίχνει ένα παλαμάκι μόνος του σε πέντε χιλιάδες κόσμο! Τριάντα άτομα και χτυπήθηκε μόνος του. Πω πω, τι έγινε! Ένα αυτό. Ένα άλλο. Μία κοπέλα η οποία μονίμως ξεχνούσε πράγματα. Δηλαδή αν η φορεσιά είχε οκτώ κομμάτια, ποτέ δεν τα ’χε φέρει και τα οκτώ. Ή θα της έλειπε το καλσόν ή θα της έλειπε η ποδιά, ποτέ δεν ήταν άρτια. Εγώ, αν και δεν ήμουνα υπεύθυνη, αλλά, επειδή ήμουνα πολύ τελειομανής κι ήθελα ότι κάνουμε, όλη η ομάδα, δεν κοίταγα δηλαδή μόνο τον εαυτό μου, ήθελα να είμαστε όλοι άρτιοι. Ο δάσκαλος ήταν λίγο πιο μαλακός σ’ αυτό και με τα κορίτσια κάπως το είχε αφήσει λίγο σε εμένα. Και είμαστε στο Άστρος, ντυνόμαστε, είμαστε έτοιμοι να φύγουμε για την εξέδρα και ξαφνικά γυρίζει η κοπέλα και λέει: «Δεν έχω ποδιά!». Παθαίνουμε σοκ, δεν είχε ποδιά! Το τελευταίο κομμάτι της φορεσιάς.
Και που φαίνεται κιόλας.
Σαφώς και που φαίνεται! Κι εκεί που είχαμε ξεντυθεί, γιατί τότε σε σπίτια ξεντυνόμασταν, δεν υπήρχανε χώροι πολιτιστικοί και λοιπά, βγάζει έναν τσεβρέ από ένα τραπέζι, ούτε που πήγαινε στη φορεσιά δηλαδή, αλλά θα φαινότανε μπροστά το μεσοφόρι και δεν γινόταν να βγει χωρίς ποδιά. Της βάζει πάνω της έναν τσεβρέ και βγήκαμε μ’ αυτό. Πολλά, πολλά ευτράπελα, πάρα πολλά ευτράπελα!
Εγώ θυμάμαι ένα περιστατικό, κι εμένα μου το έχουνε αφηγηθεί όμως, δεν το έχω δει με τα μάτια μου, που έχει σε κάποιον χορευτή ξεκουμπωθεί η φουστανέλα;
Ναι!
Θέλετε να μας πείτε και γι’ αυτό;
Που την κρατάγανε οι διπλανοί;
Ναι.
Λοιπόν, ναι.
Στο πλαίσιο του ότι τη στιγμή που χορεύουμε, ό,τι και να γίνει, συνεχίζουμε, γι’ αυτό το αναφέρω.
Ναι, σαφώς. Πολύ καλά. Το πρώτο πράγμα που σας έδειξα, δεν μαζεύουμε τίποτα από κάτω. Και το μαντήλι να πέσει, ακόμα και το εσώρουχο αν σας πέσει, συνεχίζετε και χορεύετε. Έχει γίνει κι αυτό! Λοιπόν, ναι, χορεύανε και δεν είχε δέσει καλά τη φουστανέλα, ήτανε και η τετρακοσάρα που ήτανε πολύ μεγάλη για τη μέση του. Δεν είχε προνοήσει να ’χει πολλές παραμάνες και λοιπά. Και την ώρα που χορεύουνε έχει αρχίσει η μία η εσωτερική μύτη της φουστανέλας και χαμηλώνει. Εμένα να μου κόβονται τα πόδια, που ήμουνα έξω στο μικρόφωνο. Και ξαφνικά κοιταγόμαστε με τον διπλανό του, του κάνω νόημα: «Κοίτα τη φουστανέλα του αλλουνού!», βάζει λίγο πιο βαθιά το χέρι μέσα στη φορεσιά, και κράταγε ο ένας τη φουστανέλα από δω κι ο άλλος τη φουστανέλα από κει. Δεν το κατάλαβε ο κόσμος, ευτυχώς!
Τα συναισθήματα που σας προκαλούνται μετά το πέρας μιας παράστασης, μετά το χειροκρότημα, ποια μπορεί να είναι; Και ως δασκάλα που χειροκροτούν τους μαθητές σας και ως χορεύτρια.
Να ξεκινήσω, να ξεκινήσω καλύτερα πώς νιώθω για τα παιδιά μου. Γιατί όλα μου είναι παιδιά, είτε είναι 3 χρονών είτε είναι 63. Μόλις ολοκληρώνεται κάτι που έχουμε αγωνιστεί όλοι μαζί, εγώ το ονειρεύομαι και το υλοποιώ μαζί με τα παιδιά μου, είναι σαν να μου ’χεις χαρίσει όλον τον κόσμο. Είναι ικανοποίηση, νιώθω γεμάτη. Νιώθω ότι με έχει παραλύσει όλη αυτή η ευτυχία που νιώθω. Το χαμόγελο των παιδιών την ώρα που τελειώνουμε ή την ώρα που χορεύουμε, οι ματιές που μου ρίχνουν, είναι ανάσες οξυγόνου, ευτυχίας, ικανοποίησης, αγάπης. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω με λόγια πώς νιώθω. Δεν περιγράφεται. Αυτό το κομμάτι με τους μαθητές μου. Ως υπεύθυνη και ως ο άνθρωπος που το ονειρεύτηκε και το σχεδίασε, με πιάνει κλάμα γιατί κάθε παράσταση, ειδικά απ’ τις μεγάλες, τις ολοκληρωμένες, δυόμιση ώρες και λοιπά, είναι κομμάτι της ψυχής μου και το σχεδιάζω με βάση τα συναισθήματά μου. Δηλαδή κάνουμε μια πρόβα. Κάτι θα δω πάνω σου, μια κίνηση, ένα βλέμμα. Θα πιαστώ απ’ αυτό, παίρνω έμπνευση απ’ αυτό κι αρχίζω και το σχεδιάζω. Το ένα φέρνει το άλλο. Και μετά χτίζεται, χτίζεται με βάση την ψυχή μου και τα συναισθήματά μου. Κι όταν αυτό το κομμάτι υλοποιηθεί, με πιάνει κλάμα. Κλάμα ευτυχίας και ικανοποίησης. Όχι ικανοποίηση εγωιστική, «το κατάφερα αυτό», όχι. Γιατί είναι κομμάτι της ψυχής και στην ψυχή δεν χωράει εγωισμός. Είναι ηθική ικανοποίηση. Νιώθω πλήρης και γεμάτη.
Το γεγονός ότι ο Σύλλογος έχει ζωή τριάντα χρόνια, και έπεται και συνέχεια, σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κάνει το «Κέντρο Ελληνικού Χορού Τρίπολης» να είναι για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ένα ξεχωριστό πολιτιστικό κύτταρο της Αρκαδίας;
Να σας πω, πολλές φορές το σκέφτομαι και η δική μου άποψη δεν νομίζω πως έχει και πολλή σημασία. Εγώ θα σας πω τι αφουγκράζομαι απ’ αυτούς που είναι εδώ. Και το διαπιστώνω κι εγώ μετά. Εί[00:30:00]ναι θέμα τι δίνεις, και παίρνεις το ανάλογο. Αν δόσεις αγάπη, καθαρότητα και ευθύτητα και εμπνεύσεις απ’ το τρίχρονο μέχρι τον όποιον σε ηλικία, αυτό είναι σαν το σποράκι. Λειτουργεί, αντρειεύει, μεγαλώνει, καρπίζει και ξανά. Ο καρπός πέφτει κάτω, κι άλλα σποράκια γεννιούνται, όπως έχουν κι άλλα παιδιά από δω, που έχουν φύγει κι έχουν πάει σ’ άλλες πόλεις κι έχουνε κάνει χορευτικά, το ’χουν συνεχίσει ή συνεχίζουν την παράδοση με άλλον τρόπο, είτε μουσικά, καταλάβατε τι εννοώ. Νομίζω ότι, έτσι, άμα το δω λίγο αποστασιοποιημένα, είναι ότι είμαι λίγο ξεκάθαρη σε ότι κάνω. Και το κάνω και με πολλή, με αγάπη. Όχι ότι διάλεξα να το κάνω με αγάπη, έτυχε να είμαι έτσι. Το αγαπάω πολύ και μάλλον αυτή η αγάπη και το πάθος μεταφέρεται και στα παιδιά. Όταν λέω παιδιά όμως ξανά εννοώ, όλα τα μέλη μου τα λέω παιδιά, κι ας είναι και μεγαλύτεροι κάποιοι. Μεταφέρεται. Είναι κι αυτοί του ιδίου, της ίδιας σκέψης και κάπως έτσι πάει. Νομίζω πως αυτό είναι πιο πολύ, ότι η αγάπη σ’ όλο αυτό. Και δεν το κάνουμε για να το κάνουμε. Το κάνουμε γιατί το αγαπάμε. Δηλαδή ό,τι και να κάνουμε, όσο μεγάλο κι όσο μικρό να είναι, το κάνουμε με το ίδιο πάθος. Με το ίδιο πάθος και χαρά και ενθουσιασμό θα χορέψουμε σε ένα χωριό με τριάντα ανθρώπους και την ίδια αξία νιώθουμε ότι έχει με το να χορέψουμε σε ακροατήριο πέντε χιλιάδες, ή τριακόσιες ή στο εξωτερικό. Καταλάβατε. Δηλαδή δίνουμε το ίδιο βάρος και την ίδια σοβαρότητα σε όποιο μέρος και να πάμε. Ή για όπου κι αν χορέψουμε ή για ό,τι κι αν χορέψουμε. Αυτό.
Τώρα θέλω να μου πείτε, εκτός από όλα τα υπόλοιπα τμήματα που έχετε, παιδιών και ενηλίκων, έχετε εδώ και κάποια χρόνια ένα τμήμα παιδιών με αναπηρία.
Ναι, ναι, τα αγαπημένα μου!
Ναι. Θέλω λίγο να μου μιλήσετε γι’ αυτό, δηλαδή πώς πήρατε αυτή την πρωτοβουλία και πώς, τι διαφορετικό έχει η εκμάθηση ή δεν έχει των παιδιών αυτών;
Θα σας πω. Δεν ήταν πρωτοβουλία, ήταν μια πρόταση. Ήρθε η Πρόεδρος του τότε Συλλόγου Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες και μου έκανε αυτή την πρόταση. Τρομοκρατήθηκα, γιατί αυτό το κομμάτι δεν το γνώριζα καθόλου. Με έπιασε ένας πανικός, ήθελα σαφώς να ασχοληθώ, γιατί αγαπάω τα παιδιά, πάρα πολύ τα αγαπάω τα παιδιά. Και άρχισα να θέλω να βρω βιβλιογραφία, δεν ένιωθα έτοιμη με λίγα λόγια, ένιωθα ανεπαρκής για να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο, με παιδιά. Θεωρούσα ότι έπρεπε να κάνω κάτι, να γνωρίζω κάτι παραπάνω, πέρα απ’ αυτά που γνώριζα ή που είχα βιώσει απ’ την εμπειρία μου με τα παιδιά. Ώσπου μία φίλη μου παιδίατρος με φρέναρε και μου λέει: «Ώπα! Μην πέσεις στον κυκεώνα των βιβλίων. Δεν θα καταλάβεις τίποτα, δεν θα σε βοηθήσει σε τίποτα. θέλω να κάνεις, σου προτείνω να κάνεις αυτό που ξέρεις να κάνεις, και το κάνεις καλά. Δούλεψε με αγάπη και θα τη βρεις μόνη σου την άκρη». Στην αρχή πάγωσα, αλλά λέω: «Κάτι θα ξέρει». Και άρχισε να δουλεύω με τα παιδιά σαν να δουλεύω με παιδιά που δεν έχουν κάποιο κινητικό ή νοητικό πρόβλημα. Είδα τις δυσκολίες, τις δυσκολίες δηλαδή, παραδείγματος χάριν, ποιο είναι το δεξί, ποιο το αριστερό, αν και αυτό το αντιμετωπίζουμε και σε παιδάκια που... Ναι. Λοιπόν, κι άρχισα εκεί αν εφευρίσκω τρόπους να τα λύνουμε όλα αυτά. Σιγά σιγά, σιγά σιγά, μέσα σ’ έναν χρόνο τα παιδάκια ήτανε έτοιμα. Τώρα αποστασιοποιημένα να σας πω ότι τι βοήθησε σ’ όλο αυτό να λειτουργήσει; Ήταν η χημεία! Αυτό που χρειάζονται αυτά τα παιδιά, και σας το λέω απ’ την καρδιά μου, είναι μόνο αγάπη, όπως θέλουν όλα τα παιδιά. Τα αγάπησα και μ’ αγαπήσαν απ’ την πρώτη στιγμή. Συνεννογιόμασταν μέσα απ’ τα μάτια. Αυτά τα παιδιά καταλαβαίναν αν είμαι καλά ή όχι. Ακόμα και αν με πονάει η κοιλιά μου, χωρίς να μιλήσω. Το καταλαβαίνανε. Είχαμε μια επικοινωνία καλύτερη από τις άλλες ομάδες. Κι απ’ τη στιγμή που νιώσαν να τ’ αγαπώ, κι εγώ ένιωσα ότι μ’ αγαπάγανε. Δόθηκα, δοθήκανε, και τώρα είμαστε δεκαπέντε χρόνια και τα παιδιά χορεύουνε κάθε δύο χρόνια. Κάθε φορά που κάνουμε εμφάνιση δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να λείπουν. Και το άλλο, τα παιδιά αυτά αγαπάν, τα περισσότερα, ειδικά αυτά που έχουνε σύνδρομο down, λατρεύουν τη μουσική. Ήταν κι ένα εργαλείο μου αυτό, η μουσική. Δεν τα ’βαζα δηλαδή σε στείρα γνώση, βήμα, βήμα... Δουλεύαμε με τη μουσική απ’ την αρχή. Απ’ την αρχή. Αυτά.
Τώρα διανύουμε και δύσκολες συνθήκες με τη συγκυρία αυτή του κορωνοϊού, την αρνητική. Πόσο έχει επηρεάσει τον Σύλλογο όλο αυτό και τον χορό γενικά;
Τον έχει επηρεάσει πάρα πολύ. Μας έχει επηρεάσει σε όλους τους τομείς. Και, πρώτα απ’ όλα, μας έχει επηρεάσει στις δραστηριότητές μας. Είχαμε σχεδιάσει, και έχω σχεδιάσει και προσωπικά, ένα σωρό πράγματα να κάναμε για τα διακόσια χρόνια, και όχ[00:35:00]ι μόνο για τα διακόσια χρόνια. Είχαμε πολλές προσκλήσεις, πέρα απ’ το εξωτερικό, που αυτές απ’ ό,τι γνωρίζεις κι εσύ είναι μόνιμες. Αλλά φέτος είχαν πολλές προσκλήσεις λόγω των διακοσίων ετών για αντιπροσωπείες στο εξωτερικό, σε τέσσερις χώρες τουλάχιστον. Όλα αυτά πάνε πίσω, δεν μπορούν να γίνουνε. Αλλά δεν μπορούν να γίνουν ούτε στο εσωτερικό μέχρι στιγμής με τα μέχρι τώρα δεδομένα. Φέτος, απ’ ό,τι γνωρίζεις, γιορτάζαμε και τα τριάντα χρόνια ίδρυσής μας. Αυτό μου έχει κόψει τα πόδια. Γιατί είχα ονειρευτεί μία επετειακή εμφάνιση, όπως αξίζει σε έναν σύλλογο, τον όποιο σύλλογο τριάντα χρόνων, με τριάντα χρόνια ιστορία. Δεν μπορώ να προγραμματίσω τίποτα. Μπορώ να το προγραμματίσω ως καλλιτεχνικό μέρος, δηλαδή μία εμφάνιση, αλλά και πάλι όχι όπως θα το ’θελα, όπως του αρμόζει. Γιατί τα οικονομικά μας δεν υπάρχουν πλέον. Τρέχουν τα ενοίκια του χώρου, όλα, ενοίκια , ΔΕΗ, ΟΤΕ, λειτουργικά έξοδα, καταλάβατε. Κι είμαστε στο μηδέν πάλι. Δεν μπορούμε να ονειρευτούμε. Κι αν έναν σύλλογο, πολιτιστικό σύλλογο, δημιουργικό σύλλογο, του κόψεις να ονειρεύεται και να δημιουργεί, είναι σαν να πεθαίνει. Σαν να είναι άρρωστος διαρκώς και σέρνεται. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε σ’ αυτό το κομμάτι. Και δεν ξέρω και πώς θα βγούμε μέσα απ’ αυτό, γιατί μας έχει κόψει τα φτερά. Ένα πράγμα που σε κάνει να πηγαίνεις πιο μπροστά και να ονειρεύεσαι και να δημιουργείς είναι η ελευθερία. Όταν σου ’χουν κόψει όλο αυτό, όταν δεν μπορείς να ’ρθεις σε επαφή με τον κόσμο σου, δεν μπορείς να ονειρευτείς, δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Το να σε καλέσουν κάπου τώρα και να σου πουν την 25η θα πας εκεί και θα χορέψεις δύο χορούς, δεν μου λέει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Γιατί δεν είναι μόνο μια στείρα αναπαραγωγή της παράδοσης. Δημιουργείς πράγμα, δημιουργείς σχέσεις, δημιουργείς επαφές.
Ναι. Το θέτετε πολύ σωστά με την ελευθερία έτσι όπως το είπατε. Θέλω, για να κλείσουμε, να σας κάνω μια ερώτηση τελευταία. Αισθάνεστε ότι μέσα απ’ αυτό που κάνετε εκτελείτε και το «χρέος» σας –σε εισαγωγικά–, ή όχι, προς την πατρίδα, και εννοώ και την Ελλάδα και την Αρκαδία, για να διασώσετε παράδοση, ιστορία, λαογραφία;
Να σας πω, αισθάνομαι υποχρέωση να το κάνω αυτό. Είμαι απ’ την Αρκαδία, αισθάνομαι υποχρεωμένη την παράδοση και τη λαογραφία της περιοχής μου και της χώρας μου να τη μεταδώσω και στις επόμενες γενιές. Αυτές οι γενιές θα το μεταδώσουν στις επόμενες, δηλαδή είναι αλυσίδα όλο αυτό. Που εκτός ότι χορεύει από 12 χρονών, έχει αγωνιστεί τόσο πολύ για όλο αυτό. Έχουμε μόνο το κομμάτι το ενδυματολογικό απ’ τη μια γενιά στην άλλη. Νομίζω, θεωρώ ότι είμαι υποχρεωμένη. Νιώθω δηλαδή, όπως σας είπα και πριν, ότι είμαι ένας φαντάρος. Δεν κάνω κάτι που δεν θα το ’κανε ένας άλλος, είναι υποχρέωσή μου. Και μιας και έτυχε να μπλεχτώ σ’ αυτό το κομμάτι, να εμπλακώ σ’ αυτό το κομμάτι και να το αγαπήσω τόσο πολύ, θεωρώ, ναι, ότι είναι υποχρέωσή μου, ότι είναι χρέος μου όλο αυτό. Και δεν είναι χρέος μου μόνο προς την πατρίδα, είναι και χρέος μου πιο πολύ στις νέες γενιές, γιατί θα πρέπει να ξέρουν από πού κατάγονται. Και γιατί έχουν όλα αυτά μέσα στο DNA τους που κουβαλάνε. Να μπορούν να τα ερμηνεύσουν.
Ευχαριστώ πάρα πολύ που μου μιλήσατε!
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία!