Ημερολόγια καραντίνας: «Έχω μάθει να εκτιμώ αυτά που έχω»
Ενότητα 1
Η Νομική, οι προσδοκίες για το μέλλον και τα φοιτητικά χρόνια
00:00:00 - 00:20:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς ονομάζεσαι; Λοιπόν, ονομάζομαι Δημήτριος... Βασικά Δημήτρης. Ναι, Δημήτρης. Και το επώνυμο; Δημήτρης Νταλέτσος. Ναι, το ξεχνάω πάντ…θηση. Αυτό για μένα είναι ευλογία, προσωπικά. Επομένως, θα πω ότι κάθε εμπόδιο για καλό. Αυτό κυρίως. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πρώτη καραντίνα, η απαγόρευση κυκλοφορίας και η διαχείριση των συναισθημάτων
00:20:11 - 00:42:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και φτάνουμε στον Μάρτιο του 2020. Ναι. Θυμάσαι την πρώτη σου σκέψη όταν άκουσες για τον κορονοϊό; Ω, ναι. Ναι. Λοιπόν. Πρώτη φορά... Κάτ…παθα. Κι όχι μόνο αυτό το παράδειγμα. Γενικότερα, όλα αυτά τα οποία κατέκρινα. Τώρα δεν θυμάμαι και τα υπόλοιπα. Το βασικό είναι αυτό. Ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι βόλτες της καραντίνας, η μουσική, τα βιντεοπαιχνίδια, οι σειρές και η ανάγνωση λογοτεχνίας
00:42:00 - 00:49:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να μου πεις την πρώτη φορά που βγήκες βόλτα, στην πρώτη καραντίνα και φαντάζομαι ότι είδες μια εντελώς διαφορετική εικόνα της πόλης, πώ…; Πώς να σου το δώσω να καταλάβεις; Όσους τομείς έχει μια σχέση, σ’ όλους αυτούς τους τομείς έγινε αλλαγή προς το καλύτερο. Σκέψου το έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι παρέες, η τηλεκπαίδευση και μια αποτίμηση εμπειριών
00:49:31 - 01:06:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τους φίλους που είχες πριν την καραντίνα. Ναι. Μάλλον, με τους φίλους αυτούς κράτησες επαφές; Γιατί μου είπες ότι χαθήκατε λίγο μες στην κ…αι ωραίο. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Αν είναι δυνατόν, ναι. Κι εγώ ευχαριστώ που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία κλπ. κλπ., ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Πώς ονομάζεσαι;
Λοιπόν, ονομάζομαι Δημήτριος... Βασικά Δημήτρης. Ναι, Δημήτρης.
Και το επώνυμο;
Δημήτρης Νταλέτσος. Ναι, το ξεχνάω πάντα αυτό. Δημήτρης Νταλέτσος. Νι, ταυ, άλφα και τα λοιπά. Γιατί πολλοί το μπερδεύουν, γι’ αυτό το λέω.
Είναι Σάββατο 23 Ιανουαρίου του 2021. Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη με τον Δημήτρη Νταλέτσο. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Μπατζιομήτρου, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε.
Ωραία.
Δημήτρη πες μου λίγα πράγματα για σένα.
Λίγα πράγματα για μένα. Λοιπόν. Σπουδάζω Νομική. Τώρα είμαι στο –τώρα που μιλάμε– είμαι στο τελευταίο έτος, στο τέταρτο έτος δηλαδή. Τι άλλο να πω; Δεν έχω και πολλά να πω, έτσι, τυπικά πράγματα. Δηλαδή δεν έχω πολύ μεγάλη ιστορία να πω. Εντάξει, είμαι ένας τύπος 22 χρονών –29 του μηνός κλείνω τα 22– και είμαι φοιτητής, δεν έχω κάποια άλλη ιδιότητα. Δουλεύω και λίγο στο γραφείο του πατέρα μου, έτσι, να αποκτήσω μια εμπειρία από τα νομικά, γιατί χρειάζεται αυτό το πράγμα, χρειάζεται λίγη εμπειρία σ’ αυτόν τον χώρο που θα δουλεύουμε αύριο-μεθαύριο. Με τα μαθήματα τα πάω μέτρια σχετικά. Ειδικά τώρα με τον κορονοϊό, καταλαβαίνεις ότι έχουν πέσει πολύ οι αποδόσεις. Δηλαδή... Καλά, όχι πως πριν διάβαζα πολύ, ας πούμε, εντάξει. Αλλά τώρα με τον κορονοϊό είναι λίγο πάτος η κατάσταση. Αλλά εντάξει, γενικά είμαστε καλά. Είμαστε καλά, αυτό έχει σημασία. Είμαι καλά. Με λένε Δημήτρη και είμαι καλά, που λέμε.
Θα ήθελα να μου πεις πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σου για την Νομική.
Μεγάλη ιστορία αυτή. Το ενδιαφέρον μου για την Νομική... Λοιπόν. Από όταν ήμουνα μικρό παιδί, ήμουνα πολύ προβληματικό παιδί, από την άποψη ότι δεν ήξερα ποτέ τι ήθελα. Μέχρι να φτάσω στην –κάτσε, ναι– στην Τρίτη Γυμνασίου-Πρώτη Λυκείου, είχα αλλάξει πάνω από δέκα επαγγέλματα που ήθελα να ακολουθήσω. Θυμάμαι όταν ήμουνα πολύ μικρός –ήμουνα 4 χρονών, ξέρω ’γω, 3 χρονών– ήθελα να γίνω μάστορας. Και ήμουνα μικρό παιδί –ξέρω ’γω– και έπαιζα, είχα κάτι φανταστικούς φίλους μάστορες και φτιάχναμε κάτι... Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, όταν μου έλεγε η μάνα μου να φτιάξω το δωμάτιό μου, επειδή εγώ βαριόμουνα να το φτιάξω, έτσι, με τον παραδοσιακό, νορμάλ τρόπο που το φτιάχνουν τα παιδιά, τι έκανα; Έπαιζα σκετς ότι ήμουνα ο μάστορας της γειτονιάς και πήγαινα να φτιάξω ένα σπίτι, κάποιου άλλου ανθρώπου και έφερνα τους βοηθούς μου ξέρω ’γω και τακτοποιούσα το δωμάτιό μου κάπως έτσι. Αργότερα, ήθελα να γίνω αστρονόμος. Όταν ήμουνα 5-6 χρονών ήθελα να γίνω αστρονόμος. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα αστέρια. Όλο αυτό το concept της παρατήρησης του ουρανού και τα λοιπά. Είχα ζητήσει να πάρω και τηλεσκόπιο. Μου πήραν ένα τηλεσκόπιο όταν ήμουνα 6-7 χρονών –κάπου εκεί– 70 ευρώ, της πλάκας δηλαδή, όχι κάτι φοβερό. Και είχα απογοητευτεί πάρα πολύ θυμάμαι, γιατί είχα πάρει το τηλεσκόπιο, ήτανε η μέρα που το είχα αγοράσει, γεμάτος χαρά, ξέρεις «πάμε τώρα να δούμε το φεγγάρι και τα λοιπά», αλλά δεν είχα υπολογίσει ότι ζω στην πόλη που ξέρεις, το βράδυ είναι γεμάτο... Πώς το λένε αυτό το κίτρινο; Νέφος; Πώς το λένε αυτό το πράγμα, που είναι καυσαέριο και τα λοιπά. Και δεν είδα τίποτα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Είδα μόνο κάτι θολά πράγματα απ’ το φεγγάρι, ξέρω ’γω, κάτι τέτοια. Απογοητεύτηκα. Μετά, όταν μεγάλωνα, ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Ό,τι να ’ναι. Σου λέω, ότι να ’ναι. Δεν έχει καμιά λογική ακολουθία αυτό το πράγμα. Προπονητής, κάτι τέτοια. Είχα κόλλημα με το ποδόσφαιρο. Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής διάσημος. Κάτι τέτοια πράγματα, που δεν έχει λογική. Μετά, από Έκτη Δημοτικού μέχρι Πρώτη Γυμνασίου, ήθελα να γίνω ιστορικός. Μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία. Είχα διαβάσει –από μόνος μου– είχα πάρει δύο τόμους τεράστιους που είχε ο παππούς μου, ξέρω ’γω, «Αρχαία Ελληνική Μυθολογία» και «Αρχαία Παγκόσμια Μυθολογία». Και επίσης, είχα διαβάσει, είχα και άλλους δύο τόμους που ήτανε «Ιστορία της Ευρώπης». Τους είχα, τους διάβαζα συνέχεια αυτούς τους τόμους και ήθελα να γίνω ιστορικός. Μετά, Δευτέρα προς Τρίτη Γυμνασίου, ήθελα να γίνω στρατιωτικός. Θυμάμαι είχα κόλλημα, ζωγράφιζα φιγούρες στρατιωτών και λέω και φανταζόμουνα τι στολή θα φοράω, τι... Δεν θυμάμαι τώρα και πολλά πράγματα. Κάπου εκεί, στην Τρίτη Γυμνασίου... Να πούμε ότι στο σχολείο γενικά, ήμουν της θετικής, πιο πολύ, παιδί. Παρόλο που σπουδάζω σε μια σχολή που είναι της θεωρητικής κατεύθυνσης, μέχρι Τρίτη Γυμνασίου ήμουνα παιδί της θετικής. Και ήμουνα πάντα καλός στα Μαθηματικά, Φυσική. Με τα Αρχαία δεν τα πήγαινα τόσο καλά. Ήμουνα λίγο σκράπας, γιατί είχαμε και μια καθηγήτρια που εντάξει, δεν μας βοηθούσε και πολύ. Και κάπου εκεί, στην Τρίτη Γυμνασίου, θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά έβλεπα τηλεόραση και βλέπω κάτι για τη Συρία, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Και βλέπω ένα παιδί να κρατάει μια ταμπέλα και να λέει –παιδί 10 χρονών– και να λέει: «Θέλω να γίνω δικηγόρος για να βοηθάω τους ανθρώπους ο οποίοι δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους». Αυτό το πράγμα, μου έκανε ένα κλικ, κάπως έτσι, γιατί μου έκανε ένα κλικ στο ανθρωπιστικό στοιχείο μου, ας πούμε. Εντάξει, δεν λέω ότι είμαι φιλάνθρωπος και ευαίσθητος. Απλά λέω ότι μ’ αρέσουν τα επαγγέλματα και μ’ αρέσει γενικά οποιαδήποτε ασχολία έχει να κάνει με προσφορά στην κοινωνία, σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Επομένως, αυτή η στιγμή μου έκανε κλικ και εκείνη τη στιγμή είπα: «Θέλω να ακολουθήσω τη δικηγορία». Από τότε, δεν έχω αλλάξει. Έδωσα Πανελλήνιες και τώρα είμαι στην Νομική. Αυτός ήτανε ο παράγοντας ο καθοριστικός. Ίσως κάποιοι να το βρουν λίγο επιφανειακό αυτό, δεν ξέρω, αλλά για μένα είναι βαθύς ο λόγος αυτός. Απλά η αφορμή ήταν έτσι περίεργη. Αυτός για μένα ήτανε ο κύριος παράγοντας που με οδήγησε στη Νομική.
Και τώρα που είσαι στη σχολή και είσαι και στο τέταρτο έτος, θεωρείς ότι επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες σου, ότι ένας δικηγόρος μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους;
Όλοι μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους από όλα τα επαγγέλματα. Και ένας άνθρωπος που δουλεύει στον Δήμο μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους. Κι ένας δικηγόρος μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους. Αυτό εξάλλου σημαίνει και η λέξη «επάγγελμα». Είναι «επαγγέλλομαι», υπόσχομαι στην κοινωνία ότι θα την βοηθήσω. Ναι, όλοι μπορούνε να βοηθήσουνε. Δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα. Φυσικά, ένας δικηγόρος μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος. Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος και είναι πολύ καλός στη δουλειά του, βοηθάει πάρα πολύ κόσμο. Γιατί, υπάρχουνε –τώρα όσον αφορά το νομικό κομμάτι– υπάρχει πολύς κόσμος έξω στην κοινωνία, ο οποίος... Δεν ξέρω για τους άλλους τομείς. Εγώ κυρίως μελετώ το εργατικό κομμάτι, γιατί ο πατέρας μου ασχολείται με τα εργατικά κυρίως. Υπάρχει πολλή καταπίεση στο εργατικό κομμάτι, δηλαδή πολλοί εργοδότες κάνουνε του κεφαλιού τους, καταδυναστεύουν, έτσι, πάρα πολλούς εργαζομένους και υπάρχει πολύς κόσμος που απολύεται χωρίς λόγο, δεν πληρώνεται όσο θα έπρεπε. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν κάποιον να τους βοηθήσει, γιατί οι άνθρωποι δε ξέρουν από νομικά. Δε γνωρίζουνε πώς να αντιμετωπίσουνε τις καταστάσεις αυτές. Ο πατέρας μου βοηθάει, ας πούμε, σαν δικηγόρος. Υπάρχουν και δικηγόροι, όμως, υπάρχουν και δικηγόροι όμως οι οποίοι –τι να πω τώρα– είναι... όχι απλά δεν βοηθάνε τον κόσμο, δεν κάνουν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν, τέλος πάντων και όχι, δεν βοηθάνε. Δεν έχει να κάνει τόσο, βέβαια με το συγκεκριμένο επάγγελμα. Έχει να κάνει γενικότερα με το τι άνθρωπος είσαι, ποιοι είναι οι στόχοι σου, γιατί θες να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να γίνουν δικηγόροι, γιατί είναι ένα επάγγελμα που έχει κύρος, έχει, έτσι, έτσι απολαβές, που πλέον κι αυτό λίγο... δεν παίζει τόσο πολύ, όσο παλιά, γιατί υπάρχει πολύ μεγάλος κορεσμός και ανεργία και στους δικηγόρους πλέον. Αλλά, εντάξει, υπάρχει αυτό το σαν στερεότυπο ότι: «Θα γίνω δικηγόρος, θα έχω λεφτά» και τα λοιπά. Υπάρχουνε άνθρωποι που θέλουν να γίνουν δικηγόροι, γιατί θέλουν να βοηθήσουνε. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να γίνουν δικηγόροι, γιατί θέλουν να έχουν μια ελευθερία στο επάγγελμά τους. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Δεν τους κατακρίνω γι’ αυτό το πράγμα. Αλλά θεωρώ ότι δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα. Αυτό θέλω να κρατήσουμε. Φυσικά κι ένας δικηγόρος μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους. Όχι ως δικηγόρος όμως, αλλά ως επαγγελματίας γενικότερα. Εκεί θέλω να το πάμε, ναι.
Εσύ πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε λίγα χρόνια σαν δικηγόρο;
Καταρχάς, για να είμαι ειλικρινής, ακόμα αμφιταλαντεύομαι και ταλανίζομαι από πάρα πολλές σκέψεις για το τι θα κάνω στη ζωή μου αργότερα και δεν ξέρω αν θα είμαι καν δικηγόρος. Δεν ξέρω. Αν ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή, με φαντάζομαι σ’ ένα γραφείο, να δουλεύω ως ξέρω ’γω βοηθός, υπάλληλος σε κάποιο μεγαλύτερο όνομα από εμένα. Ξέρεις κάτι; Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου. Δεν θέλω να φανταστώ τον εαυτό μου. Δεν θέλω, δεν έχω σχέδια για το μέλλον. Εντάξει, δεν εννοώ ότι κάνω ό,τι να ’ναι. Απλά δε θέλω να με φανταστώ με ένα συγκεκριμένο τρόπο, γιατί χάνεται κάπως, έτσι το νόημα για μένα. Απλά περιμένω τη ζωή πως θα μου τα φέρει. Κάνω αυτό που κάνω, θα πάρω το πτυχίο μου κάποια στιγμή ελπίζω σε αυτόν τον χρόνο ή τον επόμενο, θα πάω μετά στρατό. Έτσι; Τώρα, μετά θα δω πως θα τα φέρει η ζωή. Φαντάζομαι αυτό. Το πιο πιθανό σενάριο είναι αυτό που σου λέω που κάνουν και οι περισσότεροι άνθρωποι, να πάω σ’ ένα γραφείο να δουλεύω. Αυτό που θέλω, που φαντάζομαι και θέλω να συμβεί, είναι να είμαι ανεξάρτητος. Να μην έχω κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου, να είμαι υπάλληλος του εαυτού μου. Συγνώμη. Όχι. Αφεντικό του εαυτού μου; Κάπως... Ναι, πιο σωστό αυτό. Δεν θέλω να έχω κανέναν να μου λέει τι ζωή θα ζω. Θέλω εγώ να καθορίζω το πρόγραμμά μου. Να ξυπνάω... Καλά. Ακούγομαι λίγο [00:10:00]κακομαθημένος αυτή τη στιγμή, αλλά θέλω να καταλάβουν λίγο και το νόημα, έτσι; Θέλω να περνάω όσο χρόνο θέλω με την οικογένειά μου, την οποία θεωρώ πιο σημαντική από τη «δουλειά» εντός εισαγωγικών. Επομένως, με φαντάζομαι –αν όλα πάνε καλά– σ’ ένα γραφείο δικό μου. Μετά από πολλά χρόνια, βέβαια, αλλά εντάξει, δεν έχει σημασία. Όπου θα έχω και δύο άτομα τα οποία θα με βοηθάνε. Έτσι; Και θα καθορίζω μόνος μου τις συνθήκες του επαγγέλματός μου. Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο.
Σου το εύχομαι. Και ας επιστρέψουμε λίγο στο παρόν, για την ακρίβεια στο κοντινό παρελθόν. Θα ήθελα να μου πεις πώς ήταν τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής σου ζωής. Πώς περνούσες;
Χάλια. Θα το εξηγήσω –λοιπόν– θα το εξηγήσω. Λοιπόν, ας το πάμε χρόνο-χρόνο έτσι; Το έχω χωρίσει σε χρονιές. Στο πρώτο έτος... Καταρχάς, όταν μπαίνεις στη σχολή, αυτό το πρώτο διάστημα που γνωρίζεις τους πάντες, τους πάντες, δηλαδή βγαίνεις... Έκανα πράγματα τα οποία μετανιώνω –πρώτον μετανιώνω πάρα πολύ– και δεύτερον δεν μπορώ να καταλάβω πως τα έκανα αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, ήτανε το πρώτο διάστημα, το πρώτο τρίμηνο, που ξέρεις, μπαίνεις στη σχολή, σε προσεγγίζουν όλες οι παρατάξεις –οι δαπίτες, οι κνίτες, όλοι αυτοί τέλος πάντων– και σου λένε, ξέρω ’γω: «Έλα για έναν καφέ. Θα είμαστε ο Μάκης, ο Τάκης -ξέρω ’γω-, έλα για καφέ. Το Σάββατο πάμε Καμάρα. Θες να έρθεις κι εσύ;». Κι εσύ, ώντας [Δ.Α.] και θες να κάνεις παρέες, γιατί θες να κάνεις παρέες, είσαι μόνος σου τον πρώτο καιρό, λες: «Ναι, πάμε». Τι να σου πω τώρα. Καταστάσεις, δηλαδή βγαίναμε πενήντα άτομα, ξέρω ’γω. Ήμασταν πενήντα άτομα. Δεν κάνω... Κυριολεκτώ. Ήμασταν όντως πενήντα άτομα. Βγαίναμε πενήντα άτομα. Άλλη φορά θα βγαίναμε είκοσι άτομα. Βέβαια, εγώ γενικά είμαι λίγο αντικοινωνικός σαν χαρακτήρας κι αυτά τα πράγματα δεν με βοηθούσαν και πολύ. Δεν περνούσα και πολύ καλά. Βασικά, δεν περνούσα καλά. Το έκανα κυρίως από ανάγκη, για να έχω μια παρέα. Νόμιζα ότι έτσι γίνεται, ότι βγαίνεις μ’ όλο τον κόσμο και διαλέγεις τα δύο-τρία άτομα που ταιριάζεις περισσότερο και κάνεις παρέες. Το πρώτο διάστημα λοιπόν, ήταν αυτό. Παράλληλα, έχτισα κάποιες παρέες, έφτιαξα μια βασική παρέα με κάτι παιδιά, με τα οποία εντάξει, μιλάμε ακόμα. Απλά εντάξει. Όπως καταλαβαίνεις, χάθηκε και η επαφή λόγω του κορονοϊού. Δηλαδή πλέον δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου, αλλά είναι πολύ καλά παιδιά. Γενικότερα όμως, δεν μου άρεσε το κλίμα. Δεν ξέρω. Καταρχάς, δεν πρόσεχα στα μαθήματα, καθόλου. Κοιτούσα, χάζευα απ’ το παράθυρο. Χάζευα... Έχουμε κάτι δέντρα έξω απ’ τη σχολή. Έχουμε κάτι δέντρα, κάτι πουλιά, κάτι τέτοια. Και πάντα κάναμε μάθημα και κοιτούσα απ’ το παράθυρο, έτσι. Χάζευα, ας πούμε. Ήμουνα αφηρημένος πάντα. Μελαγχολούσα πάρα πολύ. Πολλές φορές, μου λέγανε ξέρω ’γω τα παιδιά... ερχόμασταν στην αίθουσα και κάνανε θέση να καθίσω κι εγώ δεν καθόμουνα, πήγαινα στην άλλη και καθόμουνα. Και ήμουνα έτσι. Κοιτούσα το παράθυρο. Και λέγανε: «Τι κάνεις ρε; Τι φάση; Έλα κάτσε μαζί μας». Δεν ξέρω. Δεν ήθελα. Ένιωθα ένα κενό. Έτσι, κάπως, πέρασε το πρώτο έτος. Το δεύτερο έτος ήταν ακόμα χειρότερο. Γνώρισα κάποια άτομα τέλος πάντων, με τα οποία δεν είχα καθόλου χημεία. Και αλληλοπαρεξηγιόμασταν συνέχεια, μαλώναμε συνέχεια και γενικότερα, δεν είχα άτομα στη σχολή και γενικότερα δεν είχα κάποιο άτομο στη ζωή μου, με το οποίο να έχω μεγάλη οικειότητα. Επομένως, υπήρχε πολύ μεγάλη... παρόλο που είχα παρέες, το ξαναλέω. Δεν ήμουνα μόνος μου. Είχα παρέες, έτσι; Είχα άτομα με τα οποία μιλούσα. Υπέβοσκε από κάτω, έτσι, πάντα μια μοναξιά, μια μοναχικότητα, ας το πούμε. Πολύ ειρωνικό. Δηλαδή σ’ έναν χώρο που είναι γεμάτος άτομα, ένιωθα πιο μόνος από οποιονδήποτε άλλο χώρο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό το πράγμα. Στο τρίτο έτος, τα πράγματα άλλαξαν όμως. Στο τρίτο έτος γνώρισα την κοπέλα μου, με την οποία αυτή τη στιγμή είμαστε μαζί. Και από τη στιγμή που τη γνώρισα –πώς να το εξηγήσω τώρα– δηλαδή, όσοι έχουνε σχέσεις, έτσι, μακροχρόνιες και τα λοιπά μπορούν να καταλάβουνε τι εννοώ. Είναι σαν να ζεις, να περνάς όλη σου τη ζωή σ’ ένα σκοτεινό μέρος και ξαφνικά να φωτίζει το δωμάτιο και να αλλάζει όλη σου η ζωή μετά. Πλέον, κοιτάω έτσι, τα παλιά έτη, κοιτάω το παρελθόν και το κοιτάω, έτσι γελώντας και λέω: «Πού να ήξερες αγόρι μου ξέρω ’γω πώς θα ήσουνα τώρα». Όταν λοιπόν γνώρισα την κοπέλα μου στο τρίτο έτος, όλα άλλαξαν. Και το πρώτο διάστημα που ήμασταν μαζί... Τώρα μιλάμε για τρίτο έτος, από Οκτώβριο μέχρι Ιανουάριο-Φεβρουάριο, κάπου εκεί. Εκείνο το διάστημα ήταν το διάστημα που γνωρίζαμε ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά και ανοιγόμασταν γιατί εγώ ήμουνα γενικά πολύ κλειστός άνθρωπος και το πρώτο διάστημα ήταν πολύ δύσκολο να ανοιχτώ. Αλλά ανοίχτηκα –πώς να το πω– έγινε δηλαδή η διαδικασία και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή... Τώρα μιλάω για τον μήνα πριν τον κορονοϊό ακριβώς. Έτσι; Γι’ αυτόν τον μήνα μιλάω. Ήταν απ’ τις πιο... ήταν το πιο ωραίο διάστημα της ζωής μου, θα μπορούσα να πω. Μέχρι που ήρθε ο κορονοϊός.
Την κοπέλα;
Εκεί, δηλαδή, πριν τον κορονοϊό ήταν τέλεια. Ήταν ωραία η φάση.
Την κοπέλα σου πώς την γνώρισες;
Τυχαία εντελώς. Θυμάμαι όταν είχα ξεκινήσει το τρίτο έτος –Οκτώβριο μιλάμε τώρα– γνωρίζαμε άτομα. Δεν ξέρω... πώς να το πω. Γνώρισα μια παρέα από άτομα, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Τα αγόρια τα ήξερα, το κορίτσι δεν το ήξερα. Και κάναμε παρέα, τέλος πάντων. Και μια μέρα ήτανε να βγούμε, να πάμε για καφέ. Είχαμε ξεκινήσει έτσι να βγαίνουμε τις πρώτες μας εξόδους και τα λοιπά. Θα μου πεις τώρα: «Τρίτο έτος ξεκινάς παρέες; Τρίτο έτος;». Κι όμως, ναι. Για κάποιον λόγο γνωριστήκαμε στο πρώτο έτος έτσι, γιατί ήτανε κι εγώ ένιωθα μόνος μου. Και οι υπόλοιποι ένιωθαν λίγο... Όλοι αναζητούσαμε λίγο μια παρέα. Μια καλή παρέα. Σαν παρέα, δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν ιδιαίτερα δεμένοι, αλλά βγαίναμε εκείνο το διάστημα. Και μια φορά ήτανε να πάμε για καφέ και λέει το κορίτσι της παρέας: «Έχω μια φίλη, θα έρθει μαζί μας. Δεν ξέρω αν θα έρθει όμως. Λέει είναι διχασμένη αν θα έρθει ή όχι». Και λέμε εμείς: «Ωραία, ok, εννοείται ναι, φυσικά». Και καθώς βγαίνουμε από την πύλη την πλαϊνή του ΑΠΘ, από εκεί που είναι η παλιά Φιλοσοφική, τη βρίσκουμε εκεί. Τελικά αποφάσισε να έρθει μαζί μας, να μας ακολουθήσει. Τώρα, τα υπόλοιπα, καταλαβαίνεις ότι ήρθαν από μόνα τους. Δηλαδή εντελώς τυχαία, εντελώς τυχαία. Το οποίο είναι το πιο όμορφο απ’ όλα για μένα, έτσι; Δεν... Ναι.
Παρόλα τα αρνητικά από τα πρώτα σου έτη στο πανεπιστήμιο, πιστεύεις ότι όλα αυτά σου έμαθαν κάτι;
Μου έμαθαν πάρα πολλά πράγματα, ναι. Εννοείται πως μου έμαθαν πάρα πολλά πράγματα. Καταρχάς, μου έμαθαμ... Μισό λεπτό να ανακαλέσω, γιατί ξέρεις τι; Δεν θυμάμαι καν πώς ήμουνα στο πρώτο-δεύτερο έτος. Δεν θυμάμαι πλέον. Γενικά εγώ ξεχνάω εύκολα. Αλλά πραγματικά έχω ξεχάσει λίγο πώς ήμουνα. Μισό λεπτό να θυμηθώ. Ναι. Έχω μάθει, ναι. Έχω μάθει, πρώτον, να είμαι πιο ανοιχτός σαν άνθρωπος. Να μην είμαι τόσο μουντός και κλειστός, γιατί ήμουνα λίγο, έτσι, μουντός. Ήμουνα λίγο κλειστό βιβλίο. Έμαθα να είμαι, να έχω πιο δυνατό χαρακτήρα, να έχω λίγο πιο... να μην είμαι τόσο... Γιατί τότε, στο πρώτο και το δεύτερο έτος, ήμουνα λίγο κακομαθημένος σε πολλά πράγματα. Και όλες αυτές οι δύσκολες, μοναχικές καταστάσεις που πέρασα στα πρώτα δύο έτη, μου έμαθαν λίγο ότι ξέρεις τι; Πολλά πράγματα τα προκαλείς και μόνος σου, ας πούμε. Δηλαδή, πολλές καταστάσεις που ένιωθες, προκαλείς και μόνος σου με την ψυχολογία και την αντιμετώπιση που έχεις για τη ζωή. Και κάποια πράγματα τα άλλαξα και πλέον, αναθεώρησα πάρα πολλά πράγματα. Αναθεώρησα τους ανθρώπους. Ήμουνα πολύ σκληρός με τους ανθρώπους. Τους έκραζα πάρα πολύ. Έκραζα πάρα πολύ τους άλλους. Δηλαδή, ήμουνα κριτής. Άσχημος κριτής. Έβλεπα, ας πούμε, κάποιον στον δρόμο ξέρω ’γω, που μιλούσε πολύ δυνατά στο κινητό και λέω: «Τι κάνει αυτός εδώ πέρα; Τι μας το παίζει ας πούμε;». Ήμουνα τέτοιος. Ήμουνα λίγο τοξικός. Με όλα αυτά, τώρα πλέον, έχω μαλακώσει πολύ και πλέον, κυρίως με τον κορονοϊό –θα τα πούμε και πιο μετά αυτά– τώρα με τον κορονοϊό, επειδή –πώς να το πω– πολλά πράγματα που έκραζα στους άλλους, τα έπαθα εγώ, πλέον είμαι πιο μαλακός με τους ανθρώπους και τους καταλαβαίνω πολύ καλύτερα και [00:20:00]κατανοώ και συμπάσχω με τα προβλήματά τους, που παλιότερα δεν το έκανα τόσο πολύ αυτό και με έκανε πιο... να έχω περισσότερη ενσυναίσθηση. Αυτό για μένα είναι ευλογία, προσωπικά. Επομένως, θα πω ότι κάθε εμπόδιο για καλό. Αυτό κυρίως. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα.
Ενότητα 2
Η πρώτη καραντίνα, η απαγόρευση κυκλοφορίας και η διαχείριση των συναισθημάτων
00:20:11 - 00:42:00
Και φτάνουμε στον Μάρτιο του 2020.
Ναι.
Θυμάσαι την πρώτη σου σκέψη όταν άκουσες για τον κορονοϊό;
Ω, ναι. Ναι. Λοιπόν. Πρώτη φορά... Κάτσε. Πότε ξεκίνησε; Νομίζω Ιανουάριο ξεκίνησε στις ειδήσεις να το λέει για την Κίνα. Κάτι τέτοιο θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πολύ καλά. Δεν θυμάμαι. Έχουν περάσει τόσοι μήνες, έχουμε κλείσει χρόνο –βασικά έχουμε κλείσει έναν χρόνο, ναι– δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πλέον πώς... Κάτσε να σου πω. Θυμάμαι πρώτη φορά ότι είχα διαβάσει στις ειδήσεις τον Ιανουάριο σ’ ένα site που είχα δει στο κομμάτι των διεθνών ειδήσεων, που έλεγε για έναν νέο κορονοϊό που ξεσπάει στην Κίνα, κάτι τέτοιο. Η πρώτη μου αντίδραση... Είχα αδιαφορήσει εντελώς. Δηλαδή, λέω: «Εντάξει, ok, δεν με νοιάζει καθόλου». Πήγα απλά, σκρόλαρα παρακάτω. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα έτσι το θέμα. Δεύτερη φορά, θυμάμαι ήταν Φεβρουάριος και είχε αρχίσει να παίρνει λίγο έκταση. Ήταν τότε που ακόμα δεν είχαμε ιδέα τι θα ερχότανε. Δεν είχαμε ιδέα. Είχαμε τις κανονικές ζωές που είχαμε τότε. Δεν είχαμε ιδέα, αλλά το συζητούσαμε –θυμάμαι– τότε. Το συζητούσαμε σαν κουτσομπολιό. Λέγαμε: «Άκουσες τι έγινε στην Κίνα; Τι είναι αυτά; Τι γίνεται στην Κίνα; Ό,τι να ’ναι, ξέρω ’γω». Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήμουνα με την κοπέλα μου στην παραλία και πίναμε καφέ, κάτι τέτοιο και περνούσε ο κόσμος και –γιατί ήμασταν σε ένα μέρος που πίνεις καφέ, είναι κοντά στη θάλασσα– και περνάει πολύς κόσμος από εκεί και ακούς τι λένε, ας πούμε. Και περνούσε κόσμος και τα λοιπά και λέγανε, συζητούσανε όλοι για τον κορονοϊό. Όλοι. Όλοι για τον κορονοϊό συζητούσανε. Αλλά δεν συζητούσανε σοβαρά. Εκεί θέλω να μείνω. Συζητούσανε αστεία, κάνανε, κοροϊδεύανε. Λέγανε... γελούσανε κάποιοι. Ήταν κάτι ζαβά που γελούσανε και λέγανε: «Τι είναι αυτός ο κορονοϊός -λέει- τι είναι αυτό το πράγμα; Τι όνομα είναι αυτό;». Γελούσαν πολύ με το όνομα. Τους φαινόταν πολύ γελοίο. Το θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά. Λέγανε «κορονοϊός; Γιατί να το ονομάσεις έτσι -λέει- αυτό το πράγμα;». Γελούσαμε με το όνομα και λέγαμε: «για να έχει τόσο γελοίο όνομα, προφανώς είναι κάτι εντελώς γελοίο». Κοροϊδεύαμε τους Κινέζους, λέγαμε: «Καλά, οι Κινέζοι τι τρώνε ξέρω ’γω; Νυχτερίδες και τα λοιπά;». Και θυμάμαι που περνούσε ο κόσμος, τέλος πάντων, συζητούσαν για όλα αυτά τα πράγματα και λέγαμε με την κοπέλα μου: «Τι γίνεται -λέει- τι φάση με τον κορονοϊό; Τι λένε για τον κορονοϊό; Τόσο σημαντικό είναι; Ό,τι να ’ναι!». Και γελούσαμε. Κάναμε χαβαλέ δηλαδή. Πού να ξέραμε. Δεν είχαμε ιδέα. Δεν είχαμε ιδέα πραγματικά τι θα επακολουθούσε. Αυτή ήτανε η πρώτη μας –πώς να το πω– η πρώτη αντίδραση. Μετά, όταν ήρθε και στη χώρα μας και στα κανάλια άρχισε να διαδίδεται το φαινόμενο και άρχισαν να κολλάνε –υπήρχαν τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα– τότε σοβαρέψαμε λίγο. Η αλήθεια, βέβαια είναι ότι αργήσαμε πάρα πολύ να το πάρουμε στα σοβαρά. Βέβαια, ίσως φταίει και το όνομα, δεν ξέρω. Αλλά πραγματικά σου λέω, το πρώτο διάστημα –θυμάμαι Φεβρουάριο– γελούσαμε συνεχώς. Γελούσαμε συνεχώς, ήτανε πολύ αστείο τότε. Αυτό.
Εσύ πότε συνειδητοποίησες ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο σοβαρά;
Εγώ γενικά... θα σου πω. Εγώ γενικά, δεν βλέπω τηλεόραση καθόλου. Δηλαδή, έχω βγάλει και την κεραία νομίζω, ναι. Βασικά ναι, δεν έχω καν κεραία. Ενημερώνομαι συνήθως απ’ το YouTube, το ίντερνετ, ξέρεις τώρα... Εγώ άργησα λίγο να το πάρω χαμπάρι, γιατί γενικά δεν έβλεπα πολλές ειδήσεις για τον κορονοϊό κι αυτά. Δεν έβλεπα, σου λέω, κανάλια και τα λοιπά. Άκουγα κυρίως από τρίτους, από την οικογένειά μου, από φίλους μου, κουτσομπολιό. «Τι φάση; Τι γίνεται;». Λοιπόν. Στα σοβαρά το πήρα, όταν πάρθηκαν τα πρώτα μέτρα. Εκεί το πήρα λίγο στα σοβαρά. Μέχρι τότε, δεν το θεωρούσα κάτι σοβαρό, γιατί δεν είχα ενημερωθεί γι’ αυτό το θέμα. Όταν ενημερώθηκα και είδα τα πρώτα μέτρα, λέω: «Έχει γούστο -λέω- να μας απασχολήσει αυτό το πράγμα τώρα. Αν είναι δυνατόν». Κάπως έτσι σκεφτόμουνα. Δεν περίμενα, η αλήθεια είναι, να μας απασχολήσει πάνω από έναν χρόνο και να... όχι απλά να μας απασχολήσει, να μας αλλάξει τη ζωή στο κάτω-κάτω, έτσι; Δεν το περίμενα. Αλλά ειδικά όταν εκείνη την ημέρα που κλείσανε τα μαγαζιά –δεν θυμάμαι τώρα, κάτι τέτοιο– πριν την καραντίνα που πάρθηκαν κάτι μέτρα πιο ελαστικά πρώτα. Σιγά-σιγά έγινε αυτή η μετάβαση στην καραντίνα, εκείνη τη μέρα που πάρθηκαν τα μέτρα για το κλείσιμο των μαγαζιών, τα κομμωτήρια, αυτά, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Κι ότι αυτό το πράγμα ήρθε για να μείνει. Αυτό.
Όταν άκουσες ότι θα κλείσουν τα Πανεπιστήμια, όταν έκλεισαν βασικά τα Πανεπιστήμια. Πώς αισθάνθηκες;
Δεν θυμάμαι. Πραγματικά δεν θυμάμαι. Νομίζω, δεν με ένοιαξε και πολύ. Δεν με ένοιαξε και πολύ, γιατί το κλείσιμο των πανεπιστημίων με είχε πετύχει σε ένα διάστημα που δεν πήγαινα καθόλου στη σχολή. Κι είχα κάνει, είχα διαλύσει εντελώς τον κιρκάδιο ρυθμό μου. Κοιμόμουνα ξέρω ’γω 06:00 η ώρα το πρωί, 07:00 η ώρα το πρωί, ξυπνούσα 17:00 η ώρα το απόγευμα, νύχτα δηλαδή. Ήταν ένα τέτοιο διάστημα. Δεν πατούσα καθόλου στα μαθήματα. Δεν είχε να κάνει με τον κορονοϊό αυτό. Είχε να κάνει με το ότι βαριόμουνα εντελώς. Όταν λοιπόν ήρθε ο κορονοϊός και έκλεισε η σχολή, δεν κατάλαβα καμία διαφορά, γιατί δεν πήγαινα ούτως ή άλλως στη σχολή. Η πρώτη αντίδραση, λοιπόν, ήταν αδιαφορία. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και δεν έβγαινα απ’ το σπίτι μου και δεν είχα πουθενά να πάω, γιατί ξέρεις τι; Είναι και λίγο ψυχολογικό το θέμα. Όσο η σχολή ήταν ανοιχτή, εγώ μπορεί να καθόμουνα στο σπίτι μου, μπορεί να βαριόμουνα, να χάζευα, να μην έκανα τίποτα ουσιαστικό, αλλά ήξερα ότι ανά πάσα στιγμή η σχολή με περιμένει. Ήξερα ότι η σχολή με περιμένει. Ότι αν αποφασίσω αύριο να πάω σχολή, θα πάω. Δεν με εμποδίζει κάτι. Είχα αυτό το back-up, που λέμε, στο μυαλό μου. Την είχα σαν καβάτζα τη σχολή. Είχα την καβάτζα. Ήξερα ότι μπορώ να βαρεθώ όσο θέλω, μπορώ να παίξω παιχνίδια για ώρες, έτσι; Μπορώ να κάτσω στον υπολογιστή για ώρες. Ήξερα ότι αύριο, άμα θελήσω να γίνω πιο επιμελής, θα πάω στη σχολή. Δεν με εμποδίζει κανείς. Όταν όμως ήρθε η καραντίνα και η σχολή δεν με περίμενε πλέον, δεν μπορούσα να πάω στη σχολή, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, άρχισα να εκτιμάω αυτό το οποίο θεωρούσα δεδομένο τόσο καιρό. Και από ένα σημείο και μετά, έπαθα, φλέρταρα με την κατάθλιψη. Δεν είχα, δεν μπορούσα να πάω στη σχολή. Όχι στη σχολή μόνο. Δεν μπορούσα να πάω πουθενά, έτσι; Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Δεν είναι μόνο η σχολή. Αλλά επειδή με ρώτησες για τη σχολή, θα πω για τη σχολή. Δεν μπορούσα να πάω, δεν το είχα δεδομένο πλέον και ήθελα διακαώς να πάω. Εκεί που δεν με ένοιαζε καθόλου να πάω στη σχολή, πλέον ήθελα πάρα πολύ να πάω στη σχολή. Ήθελα –πώς να το πω– καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Καταλαβαίνεις. Δηλαδή, κάποιος που με ακούει, καταλαβαίνει αυτή τη στιγμή πόσο ήθελα να πάω στη σχολή. Πόσο το ζητούσε ο οργανισμός μου. Πλέον, βέβαια το έχω συνηθίσει. Επομένως, τώρα που δεν πηγαίνω σχολή εδώ και ένα χρόνο, το έχω συνηθίσει. Να πω κάτι, θα κλείσω με αυτό, ότι το χειρότερο πράγμα που ένιωθα, ο χειρότερος φόβος μου δηλαδή, ήταν ότι τρία χρόνια σχολή, δεν ευχαριστήθηκα ποτέ, δεν περνούσα ποτέ καλά. Και τώρα που ήμουνα καλά και τώρα που θα ευχαριστιόμουνα όλα αυτά τα οποία δεν ευχαριστήθηκα τρία χρόνια, τώρα ήρθε ο κορονοϊός και τώρα η σχολή και θα τελειώσει έτσι. Και θα θυμάμαι τη σχολή μόνο σαν κάτι δυσάρεστο. Δεν θα έχω ευκαιρία να ξαναβιώσω τη σχολή όπως πραγματικά θα ήθελα να την ξαναβιώσω. Αυτό με ενοχλούσε, με πονούσε πάρα πολύ. Και με πονάει κι ακόμα. Έτσι; Απλά πλέον το έχω συνηθίσει. Το έχω συνηθίσει, δεν ξέρω. Αυτό. Το πιο βασικό είναι αυτό πιστεύω.
Είπες ότι σε κάποια στιγμή ένιωθες ότι φλέρταρες με την κατάθλιψη. Τι...
Ναι.
Τι αλλαγές παρατήρησες, δηλαδή, στον εαυτό σου και το λες αυτό;
Κοίταξε, εντάξει, μελαγχολικός ήμουνα πάντα. Δεν θα πω ότι ήμουνα μια χαρά. Απλά –όπως είπα και πριν– γενικότερα και παλιότερα, ας πούμε, που μελαγχολούσα και ήμουνα λυπημένος και περνούσα διάφορες φάσεις, τέλος πάντων –όπως περνάνει και πολλοί άνθρωποι, έτσι;– είχα πάντα την καβάτζα της ζωής που με περίμενε έξω. Ήξερα πάντα ότι είμαι χάλια, έχω τις μελαγχολίες μου ξέρω ’γω, είμαι λυπημένος, είμαι μόνος μου, είμαι όλα αυτά τα πράγματα. Ήξερα όμως, ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει αυτό, είναι μια φάση και η ζωή είναι έξω και με περιμένει. Απλά εγώ, δηλαδή το θέμα είχε να κάνει μ’ εμένα κυρίως. Όταν ήρθε η καραντίνα, η καραντίνα, συγκεκριμένα το μέτρο το οποίο μας έκλεισε μέσα [00:30:00]στο σπίτι και δεν μπορούσαμε να βγούμε. Μιλάμε τώρα για την απαγόρευση κυκλοφορίας, που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι σου, δεν μπορείς να βγεις από το σπίτι σου καθόλου, παρά μόνο για έξι λόγους –έξι βασικούς λόγους– για τους οποίους πρέπει να στείλεις ένα sms πριν βγεις. Κι άμα δεν στείλεις sms έχει και πρόστιμο, έτσι; Δηλαδή, μιλάμε τώρα για καταστάσεις, για περιορισμούς που δεν είχαν βιώσει ούτε οι παππούδες μας, ούτε οι γονείς μας, ούτε κανείς. Κανείς. Αυτό που βιώσαμε τον περασμένο Μάρτιο, Απρίλιο –δεν θυμάμαι καν πότε ήτανε– δεν το έχει βιώσει κανείς ποτέ ξανά. Έτσι; Σου λέω τώρα για να βγούμε απ’ το σπίτι, πρέπει να στείλεις sms και μόνο για να πας στο σούπερ μάρκετ, να πάρεις κάποια πράγματα ή να πας στο φαρμακείο ή για άσκηση. Για άλλους λόγους, όχι. Λοιπόν, όταν έχει έρθει αυτό το μέτρο, το πρώτο διάστημα επειδή, εντάξει, δεν είχαμε συνηθίσει καθόλου σ’ αυτόν τον περιορισμό, εκείνη τη στιγμή ήταν που είχα φλερτάρει με την κατάθλιψη. Επειδή γενικά είμαι πολύ ευάλωτος στην τεμπελιά και στην καθίζηση την πνευματική, όταν ήρθε η καραντίνα το επιδείνωσε αυτό και όλη τη μέρα δεν έκανα τίποτα. Ήμουν στο σπίτι, κοιμόμουνα, ξυπνούσα, έτρωγα, ξανακοιμόμουνα. Δεν έκανα τίποτα, ήμουνα χάλια. Είχα πάρα πολλά νεύρα. Είχα πάρα πολύ συσσωρευμένη οργή και νεύρα για το οποία δεν ήξερα που να ξεσπάσω. Είχα εκρήξεις. Εκρήξεις οργής. Καλά, μην φανταστεί τίποτα ο κόσμος ότι πετούσα πράγματα και τα λοιπά. Εντάξει, προφανώς. Έτσι; Αλλά ήτανε στιγμές που ήμουνα πολύ θολωμένος, πολύ εκνευρισμένος. Ήτανε στιγμές που ήμουνα πολύ στεναχωρημένος επίσης. Έτσι; Εκείνο το διάστημα, τις πρώτες δύο εβδομάδες που θυμάμαι ρε φίλε ότι έβρεχε κιόλας πάρα πολύ. Δηλαδή, όταν είχε την πρώτη εβδομάδα που είχε έρθει η καραντίνα... έλεος δηλαδή, αν είναι δυνατόν. Έβρεχε πάρα πολύ. Είχε καταιγίδα κάθε μέρα. Και ήμουνα σε φάση: «Επίτηδες το κάνετε; Επίτηδες το κάνετε και δεν μπορούμε να βγούμε;». Ήμουνα χάλια. Έκλαιγα. Έκλαιγα κάθε μέρα. Μάλωνα με τους πάντες. Κάποια στιγμή όμως, το συζητούσαμε με την κοπέλα μου και είπαμε ότι: «Εμείς δυσκολεύουμε τη ζωή μας. Γιατί δεν βγαίνουμε μία βόλτα;». Εντάξει, είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, αλλά δεν μας απαγόρευε κανείς να στείλουμε ένα sms και να πάμε για άσκηση. Ό,τι μπορεί ο καθένας, έτσι; Και βγήκαμε μετά από μία εβδομάδα από το σπίτι μου, ξεσκάσαμε λίγο, πήγαμε μια βόλτα στην παραλία... Στείλαμε βέβαια, sms. Ήμασταν νόμιμοι, έτσι; Μην παρεξηγηθεί κανείς. Από τότε, το συνήθισα λίγο. Άρχισα να είμαι λίγο καλύτερα. Κατάλαβα ότι... κατάλαβα κάτι πολύ σπουδαίο. Κάτι πάρα πολύ σπουδαίο. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Γιατί η καραντίνα εντάξει, έδωσε πολλά αρνητικά. Μετέβαλε κατά πολύ αρνητικό τρόπο τη ζωή μας, αλλά μας προσέφερε και πάρα πολλές, πάρα πολλά θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν είχαμε πριν. Δηλαδή, στο –πώς να το πω τώρα– κρυμμένοι μέσα σ’ αυτό το χάος, που μας επηρέασε τόσο πολύ τη ζωή, είναι κρυμμένοι και κάποιοι πνευματικοί θησαυροί και κάποιες εμπειρίες οι οποίες μας μεταμόρφωσαν και μας έκαναν πολύ καλύτερους ανθρώπους. Το πιο βασικό είναι ότι συνειδητοποίησα το εξής. Ότι εμείς καθορίζουμε τη ψυχολογία μας, όχι εξωτερικοί παράγοντες. Δεν σημαίνει ότι επειδή δεν μπορώ να βγω απ’ το σπίτι μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν μπορώ να ψωνίσω και τα λοιπά, δεν μπορώ να πάω στη σχολή, δεν σημαίνει ότι θα κάτσω και θα κλαίω όλη μέρα κι ότι επιβάλλεται, για αυτούς τους λόγους, να είμαι στεναχωρημένος. Εγώ καθορίζω την ψυχολογία μου. Και κατάλαβα ότι μπορώ να κάνω, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, να κάνω τη ζωή μου πολύ meaningful. Δηλαδή –πώς να το πω– πολύ –πώς να το πω– μια καθημερινότητα με ουσιαστικό περιεχόμενο. Δηλαδή, να περνάω καλά, να κάνω πράγματα που μου αρέσουνε, να παίζω μουσική ξέρω ’γω, να ακούω μουσική, να βλέπω ταινίες, να πηγαίνουμε βόλτες... Δεν μας απαγόρευε κανείς να κάνουμε αυτά τα πράγματα. Όταν το κατάλαβα αυτό, από εκεί και μετά, ποτέ ξανά δεν επιδεινώθηκε τόσο πολύ η ψυχολογία μου. Από τότε που το κατάλαβα αυτό, πλέον είμαι καλά ψυχολογικά. Δεν έχω δηλαδή την ψυχολογία που είχα στον –κάτσε πότε ήτανε; Απρίλιο; Μάρτιο;– δεν θυμάμαι. Εντάξει, ακόμα και τώρα υπάρχουν στιγμές, όπως καταλαβαίνεις, που πάει να με πάρει από κάτω. Σε όλους μας συμβαίνει αυτό. Όποιον και να ρωτήσεις τώρα, θα σου πει ότι η ψυχολογία του είναι στον πάτο, έτσι; Εκτός αν δουλεύει, που είναι πιο τυχερός. Αλλά από τότε που το κατάλαβα αυτό, η ψυχολογία μου αντέχει. Τα τείχη πλέον δεν έχουν ξαναπέσει. Κάπως έτσι.
Άρα έτσι το αντιμετώπισες και συνήλθες.
Με πολλή πνευματική δουλειά, ναι. Με πολύ... Είναι αυτό που σου λέω. Είναι αυτό που σου είπα «τα καλά της καραντίνας». Δηλαδή κλειστήκαμε όλοι μέσα μας και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με σκέψεις που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα βρισκόμασταν ποτέ. Μας στρίμωξαν οι σκέψεις που... μας στρίμωξαν στον τοίχο, ας πούμε. Στη γωνία. Και δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Και αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε προκειμένου να το συνειδητοποιήσουμε. Και αναγκαστήκαμε να γίνουμε και πιο δυνατοί. Εγώ αισθάνομαι πλέον πολύ πιο δυνατός σαν άνθρωπος, μετά από όλο αυτό το πράγμα που μου συνέβη. Αυτό είναι καλό. Αυτό είναι καλό για όλους όσους πέρασαν αυτό το πράγμα, σαν παρηγοριά, ας πούμε, έχω να πω ότι είμαστε πλέον πιο δυνατοί σαν χαρακτήρες. Αυτό μην ξεχνάμε, ότι έχουμε περάσει κάτι πολύ βαρύ. Αυτό είναι πολύ θετικό.
Τι άλλα θετικά έφερε σ’ εσένα, στη δική σου ζωή η καραντίνα μετά από τόσο καιρό;
Το ένα είναι αυτό που είχα πει προηγουμένως, ότι έγινα πιο μαλακός σαν άνθρωπος. Δηλαδή, κάποτε έκραζα και κατέκρινα τους άλλους ανθρώπους, οι οποίοι επεδείκνυαν αδυναμία χαρακτήρος και αδυναμία ψυχολογίας. Δηλαδή, κάποιος που τον έπαιρνε από κάτω η ψυχολογία του με το παραμικρό, τον έκραζα, του λέω: «Γιατί είσαι τόσο αδύναμος;». Όταν όμως κι εμένα με πήρε από κάτω, κατάλαβα ότι όλοι μας μπορούμε να βρεθούμε σ’ αυτή τη θέση κι ότι... Τέλος πάντων. Αυτά που έκραζα, τα έπαθα. Επομένως, από κάποιο σημείο και μετά, ήμουνα πολύ πιο μαλακός. Αυτό το ένα, το είπαμε. Το άλλο. Με την κοπέλα μου ήρθαμε πολύ πιο κοντά, γιατί αναγκαστήκαμε, στην πρώτη εβδομάδα αναγκαστήκαμε και κλειστήκαμε μέσα στο... Είχε έρθει στο σπίτι μου για να μπορούμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλον. Και κλειστήκαμε μέσα σε 35 τετραγωνικά –γιατί τόσο είναι το διαμέρισμά μου, πολύ μικρό. Η πρώτη εβδομάδα ήταν πολύ δύσκολη. Η συμβίωση ήταν λίγο δύσκολη, γιατί ήταν εκείνη η κατάσταση, ήταν εκείνο το διάστημα που σου λέω, που ήμουνα χάλια. Υπήρξαν πολλές εντάσεις και τα λοιπά. Αλλά αυτό μας έφερε πολύ πιο κοντά και ανοιχτήκαμε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα ανοιγόμασταν άμα δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες, να μας ωθήσουν σ’ αυτό το άνοιγμα. Και ανοιχτήκαμε πάρα πολύ και πλέον, είμαστε πολύ πιο κοντά ο ένας με τον άλλον. Και θέλω να το πω αυτό, ότι σ’ αυτήν την κρίση φάνηκε ποιοι άνθρωποι ταιριάζουν πραγματικά μεταξύ τους και ποιοι άνθρωποι δεν ταιριάζουνε. Ποιες σχέσεις, τελικά είναι δυνατές και έχουν ένα μέλλον και ποιες δεν έχουνε. Δηλαδή, σ’ αυτήν την καραντίνα οι άνθρωποι που ταιριάζανε μεταξύ τους, ήρθανε ακόμα πιο κοντά και οι άνθρωποι οι οποίοι δεν ταιριάζανε, απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Απλά η καραντίνα ήταν ο καταλύτης γι’ αυτές τις μεταβολές. Στη δική μας περίπτωση, ήτανε πολύ καλός καταλύτης. Αυτό είναι το πιο... από τα πιο σημαντικά θετικά, έτσι; Τώρα, ένα τελευταίο είναι το εξής, ότι γενικά πάντα ήμουνα πολύ τεμπέλης, πάρα πολύ. Σε σημείο που βαριόμουν να τακτοποιήσω το δωμάτιό μου, βαριόμουνα να πλύνω πιάτα. Δηλαδή έτρωγα και δεν το έπλενα ποτέ το πιάτο ξέρω ’γω. Κάτι τέτοιες καταστάσεις, ας πούμε. Και γενικά έχω χρόνιο πρόβλημα με την ακηδία, έτσι, με την τεμπελιά. Και η καραντίνα με ανάγκασε, προκειμένου να μην παραιτηθώ εντελώς απ’ τον εαυτό μου, με ανάγκασε να ξεκινήσω μια στοιχειώδη γυμναστική, με ανάγκασε να φτιάξω λίγο τον χώρο μου, μπας και ανανεωθεί λίγο το περιβάλλον και με βοήθησε και η κοπέλα μου πάρα πολύ σ’ αυτό, έτσι; Δηλαδή, δική της ιδέα ήταν να τακτοποιήσουμε τον χώρο μας, τον χώρο εννοώ που είμαι τώρα στο δωμάτιο αυτό, τώρα. Ναι. Δηλαδή, τακτοποιήσαμε κάποια πράγματα που μόνος μου δεν θα τα έκανα, ας πούμε. Κι από τότε, έχω αντιμετωπίσει λίγο την τεμπελιά μου και είμαι πλέον πιο ενεργός. Διαβάζω περισσότερο, διαβάζω πιο συγκεντρωμένα. Αυτό για μένα είναι ό,τι καλύτερο προσωπικά. Γιατί σου λέω, μια ζωή από μικρό παιδί, έτσι ήμουνα. Από μικρό παιδί. Πολύ τεμπέλης. Η καραντίνα με έκανε λίγο πιο... με σκληραγώγησε λίγο. Ας το πούμε έτσι.
Μου είπες και σε κάποια στιγμή ότι πράγματα τα οποία τα έκραζες, τα έπαθες.
Ναι.
Δηλαδή;
[00:40:00]Έκραζα πολύ τους ψυχαναγκασμούς και τις ανασφάλειες. Πάρα πολύ. Έκραζα πολύ την τεμπελιά. Έκραζα πολύ την νοοτροπία παραίτησης. Έκραζα πολύ οτιδήποτε, οτιδήποτε τέλος πάντων, επεδείκνυε αδυναμία χαρακτήρος και αδυναμία πνεύματος. Δηλαδή, έβλεπα ανθρώπους που είχαν ένα μικρό θέμα ξέρω ’γω κι αυτό το μικρό θέμα χαλούσε ξέρω ’γω τη διάθεσή τους κι έλεγα και τους έκραζα κι έλεγα: «Τόσο αδύναμοι είστε; Τι θα κάνετε αύριο-μεθαύριο που θα γίνει κάτι χειρότερο;». Και δεν ξέρω. Όταν είσαι σαν άνθρωπος, όταν έχεις την κατάκριση μέσα σου, γενικά έχεις αυτό το χόμπι, που λέμε, ο άλλος και να μην έχει κάτι, θα τον κράξεις για κάτι. Δηλαδή, πολλές φορές έκραζα πράγματα που δεν χρειαζότανε κιόλας. Δηλαδή, απλά άμα κατακρίνεις, θα βρεις κάτι. Δηλαδή, κι ο άλλος μια χαρά να είναι, θα βρεις κάτι, μην ανησυχείς, ας πούμε. Και όταν ήρθε η καραντίνα, είχα ακούσει μια φορά την ομιλία ενός γνωστού πατέρα –δεν ξέρω αν μπορώ να πω το όνομά του, όμως είναι δημόσιο πρόσωπο– του Νικολάου του Λουδοβίκου, ο οποίος έλεγε το εξής, ότι, πώς να το πω, «μην κρίνεις τους άλλους, γιατί άμα κρίνεις, αυτά που κρίνεις, αυτά θα πάθεις. Πρόσεχε». Και αυτό ακριβώς έγινε, αυτό ακριβώς έγινε. Δηλαδή έκραζα, ας πούμε –όπως είπα– το ότι οι άλλοι, ξέρω ’γω για το τίποτα ήτανε χάλια και θύμωναν και στεναχωριούνταν για το τίποτα, ξέρω ’γω. Κι εγώ την πρώτη εβδομάδα, επειδή έβρεχε και δεν μπορούσα να βγω έξω, έκλαιγα συνέχεια και ήμουνα σε άθλια κατάσταση. Αυτό που έκραζα, αυτό έπαθα. Κι όχι μόνο αυτό το παράδειγμα. Γενικότερα, όλα αυτά τα οποία κατέκρινα. Τώρα δεν θυμάμαι και τα υπόλοιπα. Το βασικό είναι αυτό. Ναι.
Ενότητα 3
Οι βόλτες της καραντίνας, η μουσική, τα βιντεοπαιχνίδια, οι σειρές και η ανάγνωση λογοτεχνίας
00:42:00 - 00:49:31
Θέλω να μου πεις την πρώτη φορά που βγήκες βόλτα, στην πρώτη καραντίνα και φαντάζομαι ότι είδες μια εντελώς διαφορετική εικόνα της πόλης, πώς ένιωσες; Τι αντίκρισες;
Την πρώτη φορά που είχαμε βγει βόλτα, δεν υπήρχε κανείς έξω. Ήμουνα, ήμασταν μόνοι μας. Εντάξει, βλέπαμε κάτι άλλα άτομα τα οποία δυο-τρεις που τρέχανε εκεί, κάτι αθλητές, κάτι τέτοιους, αλλά γενικότερα δεν υπήρχε ψυχή, δεν υπήρχε καθόλου... δεν υπήρχε τίποτα. Κανένας δεν υπήρχε. Πρωτοφανής εικόνα, έτσι; Θα σου πω τι ένιωσα. Πάντα ήμουνα –πώς να το πω– δεν μ’ άρεσαν ποτέ οι καταστάσεις, οι χώροι που είχαν πάρα πολύ κόσμο, δεν μου άρεσε γενικά ο πολύς κόσμος, η πολυκοσμία. Δεν είμαι αγοραφοβικός. Απλά δεν μ’ αρέσει. Ας πούμε, μικρός πηγαίναμε στα Jumbo ξέρω ’γω, σε κάποιο μαγαζί που είχε πολύ κόσμο και δεν μου άρεσε καθόλου. Ήθελα να φύγω κατευθείαν από εκεί. Ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο κόσμος. Έλεγα: «Πού είναι ρε συ οι άνθρωποι; Πού είναι οι υπόλοιποι; Θέλω κόσμο!». Εκεί που ήμουνα αντικοινωνικός, δηλαδή, έγινα ξαφνικά κοινωνικός κι έλεγα: «Πού είστε όλοι;». Κάπως έτσι. Ήμουνα σε φάση: «Πού είστε παιδιά όλοι; Πού είστε;». Πολύ περίεργο. Πολύ περίεργο όλο αυτό. Σου λέω τώρα, καταστάσεις που δεν μπορούσα να τις φανταστώ. Να βγαίνεις έξω στην παραλία, ξέρεις τώρα. Κυριακή πρωί, ας πούμε, έχει πάρα πολύ κόσμο. Είναι γεμάτο οικογένειες, γεμάτο παιδιά, γεμάτο ανθρώπους που τρέχουνε, που περπατάνε, ξέρω ’γω, χίλια δυο πράγματα. Δεν υπήρχε κανείς. Κανείς. Μόνο ένας... Ούτε οι ψαράδες δεν υπήρχανε, που είναι κάθε φορά στην παραλία, ξέρω ’γω. Ούτε αυτοί δεν υπήρχανε. Υπήρχαν μόνο κάτι, σου λέω κάτι ηλικιωμένοι συνήθως. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κυρίως ήταν ηλικιωμένοι που τρέχανε. Κάτι τέτοιοι. Μπράβο τους, έτσι; Καλά κάνουνε. Κι εγώ θα... Κι εγώ. Και μένα μου αρέσει το τρέξιμο. Απλά ,θέλω να πω ότι δεν το περίμενα με τίποτα. Με τίποτα, ναι.
Μου είπες ότι και μες στην καραντίνα ανακάλυψες ότι υπάρχουνε μικρά καθημερινά πράγματα που σου αρέσει να κάνεις και σε γεμίζουνε.
Ναι.
Όπως;
Το πιο βασικό είναι η μουσική. Έχω μια κιθάρα, κάνω μαθήματα μουσικής εδώ και δύο χρόνια. Παίζω κιθάρα. Αυτό κυρίως. Μου αρέσει... Ναι, αυτό. Το ένα είναι να παίζω μουσική, το άλλο είναι να γράφω μουσική. Έχω ένα πρόγραμμα, το Ripper, το οποίο είναι τέλειο. Να κάνω μια διαφήμιση γιατί είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει για τους μουσικούς. Σ’ αφήνει να δημιουργήσεις ό,τι θέλεις από μουσική. Γι’ αυτό εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. Έχω... Και χάρη στην καραντίνα –πρώτη φορά έγινε αυτό– δημιούργησα και την πρώτη μου μουσική, τις πρώτες μελωδίες. Έκατσα και έγραψα μελωδίες, που βαριόμουνα, όπως είπα προηγουμένως. Βαριόμουνα παλιότερα να κάνω τέτοια πράγματα. Επίσης, εντάξει, μου αρέσει να παίζω βιντεοπαιχνίδια προφανώς. Έτσι; Αυτό που ήτανε, που με βοήθησε πάρα πολύ –το ξέχασα πριν να το πω αυτό– ήταν που έμπαινα με τα παιδιά, με την παρέα μου και παίζαμε και μπαίναμε όλοι μαζί στα παιχνίδια. Εντάξει, μην με κράξετε. Παίζουμε Minecraft. Το ξέρουμε, είμαστε 22 χρονών μαντράχαλοι, αλλά παίζουμε Minecraft. Συγγνώμη, συγγνώμη, αλλά εντάξει. Και με βοήθησε πάρα πολύ που παίζαμε Minecraft όλοι μαζί. Μπαίναμε σε σύνδεσμο, κάναμε βλακείες ξέρω ’γω. Όσοι παίζουν Minecraft θα καταλάβουνε τι μπορείς να κάνεις εκεί. Κάναμε τρολιές ο ένας στον άλλο, περνούσαμε πολύ ωραία. Αυτό με είχε βοηθήσει πάρα πολύ ψυχολογικά. Ήταν πολύ ωραίο γιατί ήμασταν όλοι χάλια, δεν είχαμε τι να κάνουμε κανείς και βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον έτσι. Που μαζευόμασταν, ήταν κάτι αλληλέγγυο. Κάπως έτσι. Αυτό επίσης μου άρεσε να κάνω. Όταν ερχόταν η κοπέλα μου περνούσαμε χρόνο μαζί προφανώς. Τι άλλα; Μου άρεσε να ασχολούμαι με ηλεκτρονικά – είμαι λίγο γκατζετάκιας γενικά, σαν τύπος. Δηλαδή ασχολούμαι με... Έβαζα Linux, ξέρω ’γω, έβαζα Windows μετά, δοκίμαζα διάφορα προγράμματα που μου αρέσουν. Μου αρέσει αυτό το πράγμα, το ξέρω. Άκουγα πολλή μουσική. Δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις όταν είσαι όλη την ώρα στο σπίτι. Προφανώς, έτσι; Σου λέω τώρα τα πολύ βασικά. Είδαμε πολλές σειρές. Καθίσαμε, είδαμε μαζί με την κοπέλα μου, έτσι είδαμε... Τι είδαμε; Better call Saul, Breaking Bad. Μιλάμε για σειράρες, έτσι; Καθίσαμε μαζί, είδαμε Star Wars, Harry Potter και τα λοιπά. Κάναμε μαραθώνιους. Ό,τι καλύτερο, ναι. Ό,τι καλύτερο. Αυτά είναι ωραία πράγματα, εντάξει. Αυτά όλα με γεμίζανε, ήταν πολύ όμορφα. Επίσης, διάβασα. Δηλαδή, είχα χρόνια να... Είχα πολύ καιρό να... Γενικά μικρός διάβαζα πολλή λογοτεχνία, αλλά στη σχολή το είχα αφήσει. Τώρα με την καραντίνα ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία πάλι. Κι αυτό δηλαδή. Πολλά ωραία, όμορφα πράγματα. Δεν έχω παράπονο, δηλαδή, σ’ αυτό.
Μου είπες κιόλας ότι μες στην καραντίνα ήρθες ακόμα πιο κοντά με την κοπέλα σου. Τι άλλαξε προς το καλό –απ’ ότι καταλαβαίνω– τη σχέση σας;
Κοίταξε. Η σχέση μας ήδη ήτανε πολύ καλή. Μην παρεξηγηθεί ο κόσμος και νομίζει ότι ήμασταν χάλια κι ότι στην καραντίνα γίναμε τέλειοι μετά. Προφανώς, έτσι; Ήδη είχαμε πολύ καλή χημεία. Απλά, όπως είπα, το πρώτο διάστημα, επειδή είμαι λίγο κλειστός σαν άνθρωπος, ήμουνα λίγο ακόμα έτσι... Πώς να το πω λίγο; Πώς να το πω τώρα; Τα γρανάζια ακόμα ήταν λίγο –ξέρεις– σκουριασμένα. Κάπως έτσι να το πω. Και είχαμε, ήμασταν και οι δύο στην αρχή πολύ ανασφαλείς σαν άνθρωποι. Ο καθένας είχε τις δικές του ανασφάλειες. Είχαμε, ας πούμε, ανασφάλεια για την εμφάνισή μας, ανασφάλειες για την εξυπνάδα μας, για τις πνευματικές μας ικανότητες... ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ανασφάλειες που ένιωθε ο ένας για τον άλλον. Και εντάξει, όταν έχεις ανασφάλειες στη σχέση σου, είναι λίγο κακό αυτό και βγαίνει σε πολλά προβλήματα. Με την καραντίνα, όμως, μειώθηκαν οι ανασφάλειές μας κατά πάρα πολύ, γιατί σου είπα, αναγκαστήκαμε να ανοιχτούμε πολύ περισσότερο ο ένας στον άλλον. Και αφότου ανοιχτήκαμε, όλα μετά βρήκαν τον δρόμο τους. Ήταν το μόνο δύσκολο πράγμα να συμβεί. Το μόνο δύσκολο. Αυτό. Να ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον. Απ’ τη στιγμή που έγινε αυτό το πράγμα, από εκεί και μετά, όλα κύλησαν στον αυτόματο. Κυριολεκτικά. Τα πάντα άλλαξαν προς το καλύτερο. Τα πάντα. Δηλαδή, στην αρχή ξέρω ’γω παρεξηγιόμασταν χωρίς λόγο. Για πράγματα τα οποία, πραγματικά δεν υπάρχει λόγος. Καλά, έφταιγε που ξυπνούσαμε 17:00 η ώρα το απόγευμα και δεν κάναμε τίποτα όλη μέρα. Εντάξει, έφταιγε κι αυτό. Δεν είχαμε με τι να ασχοληθούμε. Εντάξει, φταίει κι αυτό, αλλά κι εμείς σαν χαρακτήρες ήμασταν λίγο ανασφαλείς. Παρεξηγιόμασταν εύκολα, εύθικτοι, όλα αυτά τα πράγματα. Τι άλλο άλλαξε; Αλλάξαμε κι εμείς οι ίδιοι. Γίναμε πιο ωραίοι. Σουλουπωθήκαμε λίγο. Ήμασταν πιο... Χάσαμε 5-6 κιλά, κάπου εκεί τώρα, δεν θυμάμαι τώρα. Όλο αυτό. Τι να σου πω; Πώς να σου το δώσω να καταλάβεις; Όσους τομείς έχει μια σχέση, σ’ όλους αυτούς τους τομείς έγινε αλλαγή προς το καλύτερο. Σκέψου το έτσι.
Τους φίλους που είχες πριν την καραντίνα.
Ναι.
Μάλλον, με τους φίλους αυτούς κράτησες επαφές; Γιατί μου είπες ότι χαθήκατε λίγο μες στην καραντίνα.
Με κάποιους, η αλήθεια είναι... Με κάποιους φίλους, η αλήθεια είναι ότι απομακρυνθήκαμε λίγο με την καραντίνα, γιατί... Αλλά αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με τον κορονοϊό. Δηλαδή, μην νομίζει ο κόσμος ότι είναι θέμα της καραντίνας. Αυτό, εντάξει. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή. Με κάποιους, έτσι, [00:50:00]έρχεσαι πιο κοντά, με κάποιους απομακρύνεσαι. Προφανώς. Με τους σχολικούς μου δηλαδή φίλους, λίγο απομακρύνθηκα, ναι. Απομακρύνθηκα, αλλά για άλλους λόγους. Με την παρέα που έχω από τη σχολή και με αυτούς επίσης, απομακρυνθήκαμε, αλλά λόγω του κορονοϊού μ’ αυτούς. Μ’ αυτούς ήταν λόγω του κορονοϊού. Απομακρυνθήκαμε γι’ αυτόν τον λόγο. Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί με τα παιδιά αυτά βρισκόμασταν κάθε μέρα στη σχολή. Κάθε μέρα; Όταν πήγαινα στη σχολή. Αλλά σου λέω. Βρισκόμασταν στη σχολή. Απ’ τη στιγμή που σταματήσαμε να πηγαίνουμε στη σχολή. Και μάλιστα είναι παιδιά τα οποία είναι... Σπουδάζουν –όχι σπουδάζουν, τι λέω;– μένουν σε άλλες πόλεις. Δηλαδή, έρχονται από άλλες πόλεις. Ο ένας είναι από Αθήνα, ο άλλος από Μυτιλήνη, ο άλλος είναι από Πελοπόννησο. Ό,τι χειρότερο. Δεν έχει κάτι χειρότερο απ’ αυτό. Και πλέον δεν μπορούμε καθόλου να βρεθούμε. Και δεν μιλάμε σχεδόν καθόλου. Έχουμε μια ομαδική στο Messenger που μιλάμε ξέρω ’γω μια φορά μόνο όταν είναι για γιορτές και Χριστούγεννα και τέτοια πράγματα. Με την παρέα μου απ’ το Λύκειο, έχουμε ακόμα καλές, έχουμε συχνές επαφές και παίζουμε συχνά. Θα μπούμε. Εντάξει, τώρα που είναι εξεταστική, δεν μπαίνουμε καθόλου. Εγώ δεν μπαίνω, γιατί άμα μπω θα... Επειδή είμαι πολύ επιρρεπής στο Minecraft, άμα μπούμε και παίζουμε Minecraft, θα αφήσω εντελώς το διάβασμα και θα αρχίσω να παίζω όλη μέρα. Και τους έχω κάνει, λίγο, τους έχω βάλει ένα μπλοκ, αλλά έχουμε –πώς να το πω– όχι ότι τους μισώ τους ανθρώπους, έτσι; Επομένως, έχω κρατήσει μόνο από τις τρεις παρέες που είχα, τους σχολικούς μου φίλους –τους φίλους που είχα απ’ το δημοτικό δηλαδή– τα παιδιά απ’ τη σχολή και τα παιδιά από το λύκειο, οι δύο ψιλοφύγανε, μας αποχαιρέτησαν. Τώρα έχει μείνει μία παρέα, εντάξει. Είναι άσχημο αυτό σαν γεγονός, σαν κατάσταση. Όλοι θέλουμε να έχουμε μια παρέα, να βγαίνουμε και τα λοιπά, αλλά απ’ το να μην έχεις καθόλου φίλους, καθόλου παρέες, το να έχεις μια παρέα τουλάχιστον, να μιλάς και να παίζεις πού και πού, να περνάτε καλά, να συζητάτε, να βοηθάτε ο ένας τον άλλον, κάτι είναι κι αυτό ρε παιδί μου. Έτσι; Έτσι, που λες.
Σε στεναχωρεί, όμως, που και λόγω του κορονοϊού, με αρκετά άτομα αναγκάστηκες να απομακρυνθείς εκ των πραγμάτων;
Ναι, με στεναχωρεί πάρα πολύ, γιατί τώρα είναι κρίμα μ’ αυτά τα άτομα. Δηλαδή, εκεί που θα διατηρούσαμε μια πολύ καλή επαφή, τώρα λόγω του κορονοϊού μπορεί να μην ξαναβρεθούμε και ποτέ. Δηλαδή, μπορεί λόγω του κορονοϊού να μην τους ξαναδώ ποτέ. Δεν σου λέω ρε παιδί μου, εντάξει, δεν ήτανε κολλητοί –πώς να το πω;– συντρόφια στη ζωή ή κάτι τέτοιο. Εντάξει, ήτανε παρέα στη σχολή. Αλλά με τα παιδιά, τα συμπαθώ πάρα πολύ, έτσι; Και θέλω να κάνω παρέα μαζί τους. Με τα παιδιά αυτά τώρα, εντάξει, με στεναχωρεί. Ναι, με στεναχωρεί, γιατί ελπίζω πραγματικά να ανοίξουν οι σχολές τώρα, μετά την εξεταστική, μπας και ανανεωθούμε κάπως σαν παρέα. Μην χαθούμε εντελώς. Εγώ αυτό δεν θέλω. Να χαθούμε εντελώς. Αλλά γενικά είμαι αισιόδοξος. Δεν νομίζω ότι θα χαθούμε εντελώς. Δηλαδή, πιστεύω ότι θα ανοίξουν οι σχολές. Άρα, εντάξει, δεν έχω, δεν στεναχωριέμαι και τόσο.
Μιας που λες σχολές. Τώρα, εδώ και κάποιους μήνες, τα μαθήματα γίνονται μέσω της τηλεκπαίδευσης. Εσένα πώς σου φαίνεται αυτή η διαδικασία;
Δεν έχω άποψη, γιατί δεν έχω μπει ποτέ. Δεν έχω μπει ποτέ. Δεν έχω μπει ποτέ, πραγματικά. Ώπα, κάτσε. Δεν έχω μπει ποτέ, γιατί... Καλά, και πριν την τηλεκπαίδευση δεν πήγαινα στα μαθήματα. Τώρα με την τηλεκπαίδευση, φαντάζεσαι εμένα να μπω; Δεν έχω καμία άποψη, πραγματικά. Δεν μπορώ να σου απαντήσω, γιατί δεν ξέρω πώς είναι. Δεν έχω μπει. Έχω μπει μια φορά μόνο σ’ ένα... στα ασφαλιστικά μέτρα, το πρώτο μάθημα, εκεί μπήκα. Εντάξει. Είχε πλάκα, γιατί είχε μια τύπισσα, η οποία έμπαινε και έβαζε κάτι αλβανικά τραγούδια, κάτι τέτοια. Κάτι περίεργες καταστάσεις, δεν ξέρω. Είχε φάση αυτό. Μ’ άρεσε πολύ. Δηλαδή, το γούσταρα αυτό. Εντάξει, να γίνεται και μάθημα, αλλά ήταν αστείο. Ένας άλλος, μια φορά, είχε μπει και έβριζε στο τσατ μέσα. Είχε μπει ένας με ψευδώνυμο και έλεγε: «Σας μισώ όλους», κάτι τέτοια. Κι εγώ γελούσα προφανώς. Μια άλλη φορά, πριν πάρα πολύ καιρό, προσπάθησα να μπω. Ήμουν... να φανταστείς τώρα, είμαι τόσο άσχετος. Τόσο άσχετος απ’ αυτά. Σου λέω, δεν έμπαινα καθόλου. Μια φορά πήγα να μπω, στο μάθημα που είχαμε με την Ποδηματά, και –πώς να το πω;– δεν είμαι καθόλου συνηθισμένος. Και ανοίγω το Zoom. Είχα αφήσει το μικρόφωνο ανοιχτό, εντωμεταξύ. Δεν ήξερα ότι ανοίγει το μικρόφωνο αυτόματα. Και ξέρω ’γω ήμουνα με την κρέπα, ξέρω ’γω στο ένα χέρι, με το άλλο στο χέρι ήμουνα με τον φραπέ, δεν θυμάμαι τι έπινα τώρα. Κάτι έπινα. Και σε φουλ χαλαρή διάθεση, έτσι, μπαίνω μέσα, βλέπω την Ποδηματά, λέω: «Πω ρε φίλε, πάλι Ποδηματά έχουμε;». Κάπως έτσι. «Πω ρε φίλε!». Κι ακούστηκε σε όλο το τμήμα, ξέρω ’γω. Παρακολουθούσαν εκατόν πενήντα άτομα, διακόσια άτομα. Και εγώ δεν είχα καταλάβει ότι είχα ακουστεί. Και συνέχιζα. Και απαντάει η καημένη η Ποδηματά –είναι πολύ καλή καθηγήτρια, έτσι; Εγώ είμαι χαζός–, απαντάει η Ποδηματά, λέει: «Εντάξει -λέει- καταλαβαίνω ότι περνάτε δύσκολα, αλλά υπάρχουν κι άλλα πράγματα να κάνετε εκτός απ’ το να παρακολουθείτε εμένα». Το είπε κάπως πειραγμένη. Κι εκείνη τη στιγμή, με πιάνει... το ακούω αυτό και λέω: «Τι λέει;» και με πιάνει ένα νευρικό γέλιο εκείνη τη στιγμή. Κι ακούστηκε σε όλο το τμήμα. Και μου έκλεισαν το μικρόφωνο. Εντάξει, μετά με έβαλε mute και ησύχασα μετά. Και θυμάμαι, την επόμενη μέρα, ανέβασαν στην ομαδική ξέρω ’γω: «Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά μπράβο σου». Μου έστελναν μηνύματα οι φίλοι μου απ’ τη σχολή: «Τι έκανες, ρε βλάκα;» μου λέγανε. «Πας καλά;» κάτι τέτοια. Είχε πολλή φάση. Από τότε, δεν ξαναμπήκα. Όχι. Μια φορά ήτανε. Και εκείνη τη φορά με την Ποδηματά, μπήκα για δέκα λεπτά. Μετά, ήρθε η παραγγελία μου και –όχι η παραγγελία μου, είχα ήδη παραγγείλει– μετά βαρέθηκα. Ήθελα να παίξω Minecraft και σηκώθηκα βασικά.
Οπότε, μία φορά και επεισοδιακή.
Ήταν και μια άλλη φορά, ναι. Επίσης επεισοδιακή, ναι, που έμπαινε αυτή και έβαζε τα αλβανικά τραγούδια, ναι. Είναι δύο βασικά.
Από την εμπειρία σου από τις εξετάσεις που δίνεις μέσω... διαδικτυακά;
Ναι. Λοιπόν. Εξετάσεις. Κι εκεί ήμουνα πολύ άσχετος. Δεν τα πήγα πολύ καλά. Ναι. Δεν τα πήγα πολύ καλά. Κάποια μαθήματα, βέβαια, τα οποία ήταν πολύ δύσκολα, τα πέρασα στις εξετάσεις αυτές. Με βοήθησε δηλαδή, σ’ αυτό το κομμάτι. Με κόψανε σε τουλάχιστον τρία μαθήματα, γιατί δεν μπήκα στο Zoom. Έπρεπε να γραφτώ στο Zoom και να έχω την κάμερα κι εγώ το είχα ξεχάσει εντελώς αυτό. Και έδωσα, μπήκα στο e-learning κι έδωσα έτσι κατευθείαν. Και μετά βλέπω τις βαθμολογίες και βλέπω ένα 0. Και λέω: «Τι μηδέν;» λέω. Έστειλα μήνυμα στον καθηγητή και μου λέει: «Μα δεν μπήκες, αγόρι μου -λέει- στο Zoom. Πού να σε βάλω βαθμό;». Και τρελάθηκα. Τρελάθηκα; Εντωμεταξύ εγώ φταίω, αλλά εντάξει. Σου λέω τόσο... ναι. Εντάξει, τα ψιλοπερνάω τα μαθήματα. Τώρα να δούμε, γιατί χρωστάω πάρα πολλά μαθήματα και πρέπει να στρωθώ στο διάβασμα. Και ναι, δύσκολα. Εντάξει, τα ψιλοπερνάω. Δηλαδή, ο κόσμος που βλέπει, να κρατήσει αυτό, ότι τα περνάω. Παιδιά, μην ανησυχείτε. Δηλαδή, είμαι καλός φοιτητής γενικά. Ναι, εντάξει. Καλός. Μου βάζω ένα 5, ας πούμε, στα 10. Αυτό.
Καλή επιτυχία σου εύχομαι και στα υπόλοιπα.
Θα τη χρειαστώ, ναι.
Θα ήθελα να μου πεις έτσι, φτάνοντας σιγά-σιγά προς το τέλος, άμα κάνεις μια ανασκόπηση, τι θεωρείς γενικά ότι... Πώς άλλαξε η ζωή σου αυτόν τον τελευταίο χρόνο με τον κορονοϊό;
Λοιπόν. Εγώ πραγματικά θα σου πω ότι άλλαξε προς το καλύτερο. Από όλους τους τομείς. Είναι αυτό που λέμε, δηλαδή, τα δύσκολα... Βάλε όσα ρητά θες. Πόσα ρητά υπάρχουν για αυτό; «Κάθε εμπόδιο για καλό». Τι άλλο; Όλα τα αντίστοιχα ρητά ισχύουν. Όλα για μένα. Όλα αυτά τα ρητά. Δηλαδή: «Οι δυσκολίες σε κάνουν πιο δυνατό». Αυτά τα κλισέ πράγματα, μ’ εμένα αυτό ακριβώς ίσχυσε. Όντως, αυτές οι καταστάσεις, που ξαναλέω. Ξαναλέω, θέλω να το τονίσω αυτό είναι πρωτοφανείς και πολύ δύσκολες. Μιλάμε τώρα, ότι καταργείται η κοινωνία, καταργείται η ζωή. Και λέγαμε μάλιστα –το έχω συζητήσει με πολύ κόσμο, γιατί πολλές φορές πηγαίνω στο γραφείο και δουλεύω– και ξέρεις, μιλάμε με κόσμο και τα λοιπά και όλοι λένε ότι: «Θα προτιμούσαμε πείνα. Θα προτιμούσαμε πείνα. Θα προτιμούσαμε να πεινάμε, θα προτιμούσαμε να έχουμε οικονομική κρίση. Καλύτερο θα ήτανε. Θα βγαίναμε έξω τουλάχιστον. Θα είχαμε μια ζωή. Θα κάναμε κάτι». Τώρα με την καραντίνα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν μπορείς να βγεις απ’ το σπίτι σου. Και –πώς να το πω;– είχα διαβάσει σε μια έρευνα του γιατρού Ιωαννίδη –τώρα δε θυμάμαι το όνομά του– ο οποίος είχε αναφέρει μία έρευνα που έλεγε ότι στην πρώτη καραντίνα το πενήντα τοις εκατό των νέων από 18 έως 24, είχε εμφανίσει συμπτώματα άγχους –αγχώδους διαταραχής– και το είκοσι πέντε τοις εκατό εμφάνισε αυτοκτονικές τάσεις. Κι όλα αυτά στην πρώτη καραντίνα, έτσι; Φαντάσου τώρα τι θα γίνεται στη δεύτερη. Δεν θέλω να ξέρω. Αυτό. [01:00:00]Δηλαδή, πολύ δύσκολες καταστάσεις για όλον τον κόσμο. Η ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν πάρα πολύ. Τραγικά πράγματα, έτσι; Και ποιος ξέρει τώρα, αυτό που ακολουθεί οικονομικά. Πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει. Δηλαδή, θέλω να πω ότι... Δεν θέλω να πω ότι θα με δει ο άλλος και θα πει: «Κάτσε, αυτός τι; Καλοπερνούσε, δηλαδή, στον κορονοϊό;». Ούτε καν. Ούτε καν. Χάλια ήμουνα στο μεγαλύτερο διάστημα. Ακόμα και τώρα δηλαδή, πολλές φορές εμφανίζω μεγάλα προβλήματα στην ψυχολογία μου. Αλλά σαν άνθρωπο, σαν χαρακτήρα, ας το πούμε έτσι, σαν ψυχολογία, με βελτίωσε πάρα πολύ. Και εγώ αυτή τη στιγμή είμαι γεμάτος αισιοδοξία και λέω ότι περιμένω να τελειώσει ο κορονοϊός για να κάνω χίλια δυο πράγματα. Θέλω να μάθω οδήγηση, θέλω να γυμναστώ, θέλω να πάμε ταξίδια. Θέλω να βγούμε με την παρέα, να κάνουμε, να παίξουμε ποδόσφαιρο. Γενικά, είμαι αισιόδοξος. Θέλω δηλαδή, είμαι σε ένα mood αυτή τη στιγμή... «Άντε να τελειώσει, να πάμε, βγούμε έξω να γουστάρουμε», κάπως έτσι. Έχω βγει πολύ καλύτερος από όλους τους τομείς.
Υπήρξε κάποια στιγμή που να φοβήθηκες πάρα πολύ;
Ακόμα και σήμερα. Περνάω αυτές τις φάσεις ακόμα και τώρα, έτσι; Ναι, εντάξει. Υπάρχουνε στιγμές που φοβάμαι πολύ, ναι. Φοβάμαι ότι… όχι τόσο για –πώς να το πω τώρα– για μένα. Πώς να το πω τώρα; Φοβάμαι για την κοινωνία. Φοβάμαι ότι οι κοινωνίες θα αλλάξουν για πάντα μετά απ’ αυτό. Ότι φοβάμαι ότι η ζωή μας δεν θα επιστρέψει ποτέ στη ζωή που είχαμε πριν. Όχι πως η ζωή που είχαμε πριν και οι κοινωνίες που είχαμε πριν ήταν τέλειες. Εντάξει; Να το πούμε αυτό. Απλά φοβάμαι. Μερικές φορές με πιάνει ένας φόβος ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά όπως ήταν πριν τον κορονοϊό. Ότι πλέον θα... Αυτό είναι μεγάλη συζήτηση. Δεν προλαβαίνουμε να το συζητήσουμε τώρα αυτό το θέμα. Αλλά αυτό. Σαν φόβος, δηλαδή, αυτό είναι που με βασανίζει περισσότερο. Αυτός ο φόβος πιο πολύ είναι. Αυτή η υφέρπουσα ανησυχία, η οποία είναι και πού και πού χτυπάει την πόρτα. Πού και πού φεύγει, ξαναέρχεται. Ξαναφεύγει, ξαναέρχεται. Εμφανίζεται σαν μια φωνή, ξαναφεύγει. Αυτό. Ακόμα και σήμερα έχω αυτόν τον φόβο, ναι. Για μένα προσωπικά, δεν φοβάμαι, όχι. Ό,τι είναι, ό,τι έρθει στη ζωή, εγώ θα το αντιμετωπίσω. Έχω... Δεν έχω θέμα μ’ αυτό το πράγμα δηλαδή. Φοβάμαι για γενικότερα για τον κόσμο, για την κοινωνία μας.
Τι είναι αυτό που έμαθες να εκτιμάς μετά από όλη αυτήν την κατάσταση;
Έμαθα να... Πολλά πράγματα, έτσι; Έμαθα να εκτιμάω τη σχολή πρώτον, εννοείται. Τη σχολή, το πιο βασικό. Έμαθα να εκτιμάω τον χρόνο που χάνω, που χαράμιζα κάθε μέρα και γενικά κάθε ώρα, κάθε λεπτό, αυτό είναι σημαντικό στη ζωή. Τα προηγούμενα, πριν τον κορονοϊό, περνούσα μέρες κάνοντας το απόλυτο τίποτα, μην κάνοντας τίποτα απολύτως. Άφηνα τον χρόνο να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου συνεχώς. Για χρόνια. Για πάρα πολύ καιρό. Και πλέον, εκτιμώ την κάθε μέρα. Κάθε μέρα είναι σημαντική. Κάθε μέρα να μπορώ να καταφέρω κάτι. Έχω εκτιμήσει, δηλαδή, πλέον πιο πολύ τον χρόνο που έχω διαθέσιμο σ’ αυτή τη ζωή. Έχω εκτιμήσει τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους. Επίσης, πάρα πολύ σημαντικό. Πριν τον κορονοϊό, ήμουνα στα όρια του μισανθρωπισμού, θα έλεγε κανείς. Σε συνδυασμό με την κατάκριση που είχα κι όλα αυτά. Δηλαδή, συνδυάζεται κάπως έτσι. Ήμουν αντικοινωνικός, όλα αυτά τα πράγματα. Πλέον, έχει αλλάξει αυτό το πράγμα. Πλέον, έχω γίνει πιο κοινωνικός και πλέον εκτιμώ την ανθρώπινη συντροφιά. Δηλαδή παλιά ας πούμε, με την παρέα μου απέφευγα να βγαίνω πολύ συχνά. Τώρα; Θέλω να μπαίνω κάθε μέρα, να μπαίνουμε στο Minecraft,mια χαρά είναι ξέρω ’γω, δεν έχω πρόβλημα. Εκτιμώ επίσης, τη δική μου κατάσταση. Ξέρω ότι μπορεί να πέρασα άσχημα, αλλά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν περάσει πολύ χειρότερα από μένα. Και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι... Αυτό. Δηλαδή, σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Κι έχω μάθει να εκτιμώ αυτά που έχω. Όχι μόνο υλικά. Αυτά που έχω πνευματικά. Πάντα γκρίνιαζα γι’ αυτά που έχω. Γκρίνιαζα ότι δεν είμαι αρκετά έξυπνος, ότι δεν είμαι αρκετά δημιουργικός, ότι δεν είμαι αρκετά δυνατός, ότι είμαι... χίλια δυο πράγματα. Πλέον εκτιμώ αυτά που έχω. Επίσης, εκτιμώ τους δικούς μου ανθρώπους περισσότερο, προφανώς. Εκτιμώ... πώς να το πω τώρα. Πώς να το πω για να το καταλάβει και ο... να το καταλάβουν κι αυτοί που μας βλέπουνε ότι... Τις ασχολίες, τη μουσική, δηλαδή την τέχνη με την οποία ασχολούμαι σαν χόμπι. Έχω καταλάβει –επειδή με έχει βοηθήσει πάρα πολύ σ’ αυτό το διάστημα– την έχω εκτιμήσει περισσότερο κι έχω καταλάβει πόσο σημαντική, πόσο σπουδαία είναι για έναν άνθρωπο. Πιο πολύ αυτά. Αυτά θα πω, ναι. Κι έχω εκτιμήσει, επίσης, το μαγειρεμένο φαγητό, γιατί τώρα με την καραντίνα, επειδή παραγγέλνω συνέχεια από το E-food και τα λοιπά, ήτανε μέρες που έτρωγα συνέχεια burgers και γύρους και τέτοια. Και τώρα, παλιά, ας πούμε, το μαγειρεμένο φαγητό το απέφευγα πολύ. Πλέον, παραγγέλνω μαγειρεμένο φαγητό απ’ το E-food. Φαντάσου. Εκτιμώ και το φαγητό, δηλαδή. Τα πάντα εκτιμώ. Ό,τι έχω χάσει, το εκτιμώ. Ακόμα κι αυτά τα μικρά πράγματα.
Και για να κλείσουμε, έτσι, αισιόδοξα θέλω να μου πεις ποιο είναι το πρώτο πράγμα...
Ναι.
Που σου έρχεται στο μυαλό ότι θα κάνεις, όταν τελειώσει όλο αυτό με τον κορονοϊό.
Θα πάμε με την κοπέλα μου για φωτογράφιση. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε. Θα βγούμε, θα πάμε για φωτογράφιση και οι δύο. Θα πάμε... Θα φροντίσουμε μέχρι τότε να έχουμε αδυνατίσει λίγο περισσότερο, γιατί κι εγώ έχω λίγα μάγουλα αυτή τη στιγμή. Θα χάσω κάνα δυο-τρία κιλά. Μόλις τελειώσει, πάμε κατευθείαν για φωτογράφιση. Πάμε κατευθείαν για εξορμήσεις. Αυτό θα κάνουμε. Απλό. Ναι.
Πολύ απλό και ωραίο. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Αν είναι δυνατόν, ναι. Κι εγώ ευχαριστώ που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία κλπ. κλπ., ναι.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Νταλέτσος είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ και μιλάει για το πώς άλλαξε η ζωή του με την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού. Αρχικά αναφέρεται στην απόφασή του να ακολουθήσει τη Νομική. Έπειτα μιλάει για τα φοιτητικά του χρόνια και για τη γνωριμία με τη σύντροφό του. Στη συνέχεια θυμάται την έναρξη της πρώτης καραντίνας με την απαγόρευση κυκλοφορίας, τονίζοντας πώς διαχειρίστηκε συναισθηματικά αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Επιπλέον, κάνει λόγο για τις ασχολίες του εκείνο το διάστημα και αναφέρει πώς επηρεάστηκαν οι σχέσεις με τους φίλους του. Τέλος, κάνει έναν απολογισμό της εμπειρίας του, εκφράζοντας παράλληλα τις προσδοκίες του για το μέλλον.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Νταλέτσος
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μπατζιομήτρου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/01/2021
Διάρκεια
66'
Περίληψη
Ο Δημήτρης Νταλέτσος είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ και μιλάει για το πώς άλλαξε η ζωή του με την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού. Αρχικά αναφέρεται στην απόφασή του να ακολουθήσει τη Νομική. Έπειτα μιλάει για τα φοιτητικά του χρόνια και για τη γνωριμία με τη σύντροφό του. Στη συνέχεια θυμάται την έναρξη της πρώτης καραντίνας με την απαγόρευση κυκλοφορίας, τονίζοντας πώς διαχειρίστηκε συναισθηματικά αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Επιπλέον, κάνει λόγο για τις ασχολίες του εκείνο το διάστημα και αναφέρει πώς επηρεάστηκαν οι σχέσεις με τους φίλους του. Τέλος, κάνει έναν απολογισμό της εμπειρίας του, εκφράζοντας παράλληλα τις προσδοκίες του για το μέλλον.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Νταλέτσος
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μπατζιομήτρου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/01/2021
Διάρκεια
66'