Κατερίνη - Στουτγκάρδη: Η ιστορία ενός μετανάστη
Ενότητα 1
Ο λόγος της μετανάστευσης και οι πρώτες μέρες
00:00:00 - 00:18:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι Μπίλας Ζήσης. Είναι Τρίτη 7 Ιανουαρίου του 2021. Είμαι με τον Μπίλα Ζήση στην Κατερίνη …οξενήσει; Τότε τι σε κουβάλησε εδώ πέρα;». «Έλα πες μου εσύ τι με κουβάλησε». Και έτσι είχα στο μυαλό μου πώς θα γίνει τώρα να γυρίσω πίσω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η επιστροφή στην Ελλάδα
00:18:37 - 00:26:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Για πες τώρα, στη συνέχεια με το αεροπλάνο τι έγινε; Θα σου πω. Μιλάω με τον Γιάννη και μου λέει: «Κάτσε εκεί πέρα. Θα έρθω αύριο ή μεθαύρι… Θεώ! Οπότε, μπαμπά, σε ευχαριστώ για την αφήγησή σου. Και εγώ σε ευχαριστώ, Γιώργο, που με έκανες και τα θυμήθηκα. Να είσαι καλά. Ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Μπίλας Ζήσης.
Είναι Τρίτη 7 Ιανουαρίου του 2021. Είμαι με τον Μπίλα Ζήση στην Κατερίνη Πιερίας. Εγώ ονομάζομαι Μπίλας Γιώργος, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, μπαμπά, για να ξεκινήσουμε θα ήθελα να πεις, να μάθει και ο κόσμος, κάποια πράγματα για εσένα όσον αφορά την οικογένειά σου, την εκπαίδευση που έλαβες στα νεανικά σου χρόνια, το επάγγελμά σου και ό,τι άλλο θες να πεις εσύ.
Μάλιστα. Όπως σας είπα, ονομάζομαι Μπίλας Ζήσης, είμαι 59 ετών, έχω τελειώσει το λύκειο Κατερίνης, έχω κάνει μία ωραία οικογένεια, έχω τη γυναίκα μου, την Παναγιώτα, και 3 όμορφα παιδιά. Το επάγγελμά μου είναι οικοδόμος. Ακολούθησα το επάγγελμα του πατέρα μου. Από μικρό παιδί δούλευα. Θυμάμαι τον εαυτό μου -να πούμε- να δουλεύει. Από μόλις τελείωσα το δημοτικό, ο πατέρας μου -να είναι καλά εκεί που είναι, συγχωρέθηκε, έχει 20 χρόνια- με έπαιρνε στην οικοδομή και αγάπησα το επάγγελμα αυτό. Θυμάμαι στα 12-13 μου δούλευα στην ταβέρνα του θείου μου το βράδυ και το πρωί δούλευα στην οικοδομή. Και σιγά- σιγά ακολούθησα αυτό το επάγγελμα και ακόμη και μέχρι τώρα εξασκώ αυτό το επάγγελμα.
Και πόσα χρόνια είναι που δουλεύεις στον τομέα της οικοδομής;
Άμα βάλουμε από το ’75, είναι 51 χρόνια, αλλά στην ουσία είναι 40 χρόνια.
Κατάλαβα. Τώρα θα ήθελα να μου πεις, πότε είδες εσύ, σαν οικοδόμος, να επηρεάζεται η οικοδομή από την οικονομική κρίση.
Ναι πω την αλήθεια, εγώ το κατάλαβα, όταν το βίωσα εγώ ο ίδιος. Αλλά από ότι μου έλεγαν οι συνάδελφοι, από το 2008 αρχίζανε να μην έχουν δουλειά. Αλλά εγώ είχα δουλειά εκείνη την εποχή και μου λέγανε: «Δεν έχουμε δουλειά. Υπάρχει κρίση». «Ρε παιδιά –έλεγα-, εγώ έχω πολλή δουλειά και δεν προλαβαίνω». Είχα κλείσει δουλειές και για το ’11 και για το ’12. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του ’10 τελείωνα μία οικοδομή και έρχεται ένας εργολάβος και μου λέει να κάνουμε από τις αρχές του ’11 δυο οικοδομές μεγάλες. Εντάξει. Αλλά μετά από μια εβδομάδα έρχεται και μου λέει: «Παγώνουν όλα». «Βρε, γιατί;». «Έχει σταματήσει η οικοδομή». Από το ’10, τέλος του ’10, αρχές του ’11, άρχισε να υπάρχει κρίση. Μετά, μπήκα στην ανεργία ένα χρόνο, το ’12 λίγο κουτσοδούλεψα, έκανα δυο μικρές. Οι εργολάβοι με τίποτα, είχαν πολλά απούλητα. Το ’13 λίγο. Το ’14 είπα να φύγω στη Γερμανία να δω κάτι καλύτερο.
Για πες μου λίγο πάνω σε αυτό τώρα, εσύ πώς πήρες αυτήν την απόφαση να φύγεις στο εξωτερικό; Ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε, για παράδειγμα, να φύγεις;
Ο λόγος που πήρα την απόφαση να πάω στο εξωτερικό ήταν ότι επειδή τα παιδιά μου τότε ήταν στις αρχές στις σπουδές και ο μεγάλος μου ο γιος ο Δημήτρης και ο Γιώργος, εσύ δηλαδή, και υπήρχε και ένας μικρούλης, ο οποίος πήγαινε αρχές στο δημοτικό, τα έξοδα ήταν τεράστια και δεν μπορούσα να κάθομαι και να μην έχω… Είχε τελειώσει και η ανεργία. Και αυτό. Πήρα την απόφαση να φύγω. Θα πεις: «Το σκέφτηκες καλά;». Τώρα, άμα σου πω μετά από τόσα χρόνια, δεν το είχα σκεφτεί καλά, αλλά το έκανα.
Μάλιστα. Και πες μου λίγο το όλο story, πώς έγινε, δηλαδή; Ποιος σε βοήθησε να φύγεις;
Ποιος με βοήθησε. Η μαμά, η γυναίκα μου ήξερε… Είχε μία φίλη, ο οποίος ο άντρας ήταν νταλικέρης και είχε έναν φίλο στη Γερμανία, συγκεκριμένα στη Στουτγάρδη σε ένα χωριό, στο Sachsenheim. Και μιλήσαμε και είπε, ρε παιδί μου «Έλα και θα σε βοηθήσω. Θα σε φιλοξενήσω και θα πάμε να βρούμε μια δουλειά. Θα μιλήσω εγώ και θα σε πάρω τηλέφωνο». Όντως, μίλησε με κάποιους εκεί στη Γερμανία και του είπανε: «Να έρθει». Και έτσι αποφάσισα να πάω στη Γερμανία.
Μάλιστα. Τώρα, θέλω να μου πεις κατ’ αρχάς πότε ακριβώς έφυγες και πώς ένιωσες, δηλαδή, τη στιγμή που αποχαιρέτησες την οικογένειά σου;
Έφυγα τέλος Φεβρουαρίου του ’14. Ναι, έφυγα τέλος Φεβρουαρίου του ’14. Πώς ένιωσα. Εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθα και τίποτα, να σου πω την αλήθεια, απλώς είχα μιλήσει με τη γυναίκα μου, είχαμε κανονίσει πώς θα γίνουν τα πράγματα εδώ πέρα, που θα λείψω εγώ και δεν είχα κάτι να πω ότι σκεφτόμουνα. Απλώς το πήρα έτσι λίγο αψήφιστα. Στην πορεία, όμως, το συνειδητοποίησα. Τώρα, πώς έφυγα και πώς πήγα στη Γερμανία, πώς να το πω τώρα; Δηλαδή, σε μια νύχτα το αποφάσισα και την άλλη μέρ[00:05:00]α είπα: «Θα φύγω». Αλλά ευτυχώς όλα καλά. Για πες μου τι άλλο;
Κατάλαβα. Τώρα θέλω να μου πεις την όλη διαδικασία. Δηλαδή, από την Κατερίνη μέχρι να πας στη Γερμανία εκεί που πήγες, πώς ήταν το όλο ταξίδι που έκανες;
Όλο ταξίδι... Στην Κατερίνη έχω έναν γαμπρό από μία ξαδέρφη, ο οποίος έχει νταλίκες. Εν τω μεταξύ, ο Γιάννης, ο φίλος μου, ο οποίος θα πήγαινε στη Γερμανία μου είχε πει ότι θα γυρίσει στην Κατερίνη για να με πάρει. Έλα όμως που άλλαξε το δρομολόγιό του και δεν μπορούσε να γυρίσει στην Κατερίνη και με πήρε τηλέφωνο και μου λέει αν γίνεται να πάω στον Ασπρόπυργο στην Αθήνα. Είπα τον γαμπρό -από ξαδέρφη- εδώ και κανόνισα να φύγω κατά τις 22:00 η ώρα το βράδυ με μια νταλίκα για να πάω στον Ασπρόπυργο. Έφυγα από εδώ πέρα, χαιρέτησα την οικογένεια, χαιρέτησα τα παιδιά μου, χαιρέτησα τη μάνα μου, χαιρέτησα τα αδέρφια μου, πήρα και δυο βαλίτσες που κανονικά δεν έπρεπε να τις πάρω, αλλά τέλος πάντων, έπρεπε να πάρω ένα σακβουαγιάζ μόνο για πιο ελαφρύ φορτίο. Τέλος πάντων, έφυγα με τη νταλίκα. Ξεκινήσαμε για Αθήνα 22:00 η ώρα το βράδυ, φτάσαμε κατά τις 6:00 το πρωί στον Ασπρόπυργο. Με περίμενε ο Γιάννης εκεί στο πάρκινγκ και μετά από εκεί φύγαμε. Πιο μετά, όμως, καθίσαμε, ήπιαμε καφέ, θυμάμαι, και μετά πήγαμε στην Κόρινθο να φορτώσουμε πορτοκάλια. Πήγαμε στην Κόρινθο, φορτώσαμε πορτοκάλια και μετά αποφασίσαμε, όπως μου είπε για το δρομολόγιο, να πάρουμε το φέρι μποτ από την Πάτρα για να πάμε στην Τεργέστη. Αλλά επειδή δεν είχε εκείνη τη μέρα δρομολόγιο, έπρεπε να διανυκτερεύσουμε στην Κόρινθο και να παίρναμε την άλλη μέρα για Τεργέστη. Καθίσαμε εκεί πέρα, λίγο γυρίσαμε το μέρος να δούμε πώς ήτανε. Την άλλη μέρα, φύγαμε για Πάτρα. Πήραμε το φέρι μποτ, ανεβήκαμε σε αυτό το Grimaldi το ιταλικό. Συγκεκριμένα, αυτό το Grimaldi είναι αυτό, το οποίο είχε πάρει φωτιά πριν 2-3 χρόνια, αν θυμάσαι ένα Grimaldi που πήρε φωτιά και καήκανε κάποιοι νταλικέρηδες.
Ναι.
Αυτό το συγκεκριμένο ήτανε ένα τεράστιο φέρι μποτ. 33 ώρες ταξιδεύαμε μέχρι την Τεργέστη. Έκανε μία στάση στην Ανκόνα, θυμάμαι. Στην Ηγουμενίτσα δεν θυμάμαι να έκανε. Νομίζω δεν έκανε, αλλά στην Ανκόνα έκανε σίγουρα. Και μετά, φτάσαμε κατά τις 1:30 η ώρα -μετά από 33 ώρες- την επόμενη μέρα. Φτάσαμε τα ξημερώματα στην Τεργέστη. Μέχρι να έρθει η σειρά μας να βγούμε από την νταλίκα να φύγουμε κάτω, πήγαμε για το Λίντς στην Αυστρία να ξεφορτώσουμε τα πορτοκάλια. Ξεφορτώσαμε τα πορτοκάλια στην Αυστρία και ξεκινήσαμε για Γερμανία, για Νυρεμβέργη. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, ήταν πολλές ώρες ταξίδι. Δεν ήταν εύκολο. Για εμένα ήταν πρωτόγνωρο, γιατί έβλεπα τοποθεσίες και τοπία, τα οποία δεν τα ’χα ξαναδεί. Είχε πολύ χιόνι, θυμάμαι. Ιδίως στην Αυστρία είχε πάρα πολύ χιόνι. Φτάσαμε στη Νυρεμβέργη. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει άλλο, έπρεπε να σταματήσει η νταλίκα, γιατί υπάρχουν κάποιοι νόμοι. Διανυκτερεύσαμε, σταματήσαμε εκεί πέρα και πήρε τηλέφωνο το παιδί αυτό, το οποίο θα ερχόταν να με πάρει από τη Στουτγάρδη για να με φιλοξενήσει. Ήρθε κατά τις 11:30 η ώρα; 11 και κάτι ήρθε από τη Στουτγάρδη να με πάρει. Γνωριστήκαμε. Τον ήξερα. Εδώ είχαμε μιλήσει στην Κατερίνη, αλλά μιλήσαμε εκεί πέρα. Ξεκινήσαμε, φτάσαμε στην Στουτγάρδη, συγκεκριμένα στο Sachsenheim κατά τις 00:00 η ώρα το βράδυ, ερημιά... Με το που φτάνουμε, βλέπω ένα παλιό σπίτι, κτήριο. Κάτω ήταν μια μπυραρία και πάνω ήταν ένα διώροφο, θυμάμαι, παλιό. Άνοιξε την πόρτα, μπήκαμε μέσα. Τι να δω; Σοκαρίστηκα, σοκαρίστηκα.
Μάλιστα. και εκεί πόσο έμεινες μαζί με αυτόν;
Στο σπίτι του έμεινα… Όπως σου είπα, με το που μπαίνω μέσα σοκαρίστηκα, γιατί είδα ένα αχούρι. Στην ουσία ήταν ένα αχούρι, δεν ήταν σπίτι αυτό. Είχε παντού σκουπίδια, τα τζάμια σπασμένα, κουρτίνες δεν είχε, είχε έναν παλιό καναπέ μικρό -πώς λέμε αυτό το διθέσιο- και είχε και ένα δωμάτιο στο βάθος, το οποίο προφανώς -ήταν κλειστό- ήταν το δικό του το δωμάτιο. Του είπα, ρε παιδί μου, αφού άφησα τα πράγματα, του λέω: «Ρε Γιώργο, να κάνω κάνα μπάνιο, γιατί βρωμάω. Έχω πόσες μέρες να κάνω μπάνιο». Μου λέει: «Αν είμαστε τυχεροί, θα κάνουμε αύριο». Του λέω: «Τι έχεις να πεις; Γιατί το λες αυτό;». Μου λέει: «Δεν έχω μπάνιο εγώ, δεν έχω τίποτα εδώ πέρα». Λέω: «Και πού κάνεις μπάνιο;». Λέει: «Πάω σε έναν φίλο μου και κάνω μπάνιο». «Δηλαδή, και άμα θες να πας να κάνεις την ανάγκη σου, ρε Γιώργο, πού θα πας;». «Να -μου λέει- πάω κάτω στην μπυραρία». Ήταν ένα σοκ για εμένα πρωτόγνωρο αυτό να το ζεις εκείνη την ώρα, να το σκέφτεσαι σαν ιδέα και μόνο. Λες: «Τι γίνεται; Πώς περνάει αυτός ο άν[00:10:00]θρωπος εδώ πέρα;» Του λέω: «Γιώργο, πόσο ενοίκιο πληρώνεις;». Με λέει: «300€». Λέω: «300€ και μένεις σε αυτό;». Μου λέει: «Ναι, γιατί άμα έπαιρνα ένα κανονικό σπίτι, έπρεπε να δώσω 600-700€. Είναι πολλά τα λεφτά». Τέλος πάντων, του λέω: «Να κοιμηθώ λίγο, να ξαπλώσουμε, κάτι να κάνουμε». Νου λέει: «Να εδώ στον καναπέ τον διθέσιο». «Βρε, στον καναπέ τον διθέσιο εγώ 1,90 άνθρωπος -λέω- πού να ξαπλώσω; Θα στραβώσω». Μου λέει: «Πού να σε βάλω; Στο κρεβάτι μου να σε βάλω;». «Δεν είπα να με βάλεις και στο κρεβάτι σου, αλλά επειδή με είπες θα με φιλοξενήσεις για αυτό το σκέφτομαι τώρα και λέω πού θα με φιλοξενήσεις; Στον διθέσιο τον καναπέ;». Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, έστρωσα ένα σεντόνι και έβαλα και ένα μαξιλάρι εκεί πέρα και ξάπλωσα. Πήγα να κλείσω τα μάτια μου κι εγώ να σκεφτώ αυτό που έκανα, όλο που πέρασα. Άρχισα σιγά-σιγά, να ακούω θορύβους απέξω. «Ρε γαμώτο -λέω- τι θόρυβοι είναι αυτοί;». Τραίνο. Κάθε 10 λεπτά σταματούσε το τραίνο. Άντε ξανά, κάθε 10 λεπτά σταματούσε το τραίνο, άντε ξανά πάλι το ίδιο μέχρι το πρωί. Ξημέρωσα έτσι -να πω την αλήθεια-, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Απλώς είχα κλειστά τα μάτια και άκουγα τους θορύβους. Το πρωί σηκωθήκαμε, αφού ας πούμε ότι πλυθήκαμε -είχε μια βρύση εκεί πέρα λίγο να πλυθούμε-, ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο το δικό του. Να πω, γιατί ξέχασα ότι ο Γιώργος δούλευε σε μια εταιρεία μεταφοράς οικοδομικών υλικών και είχε συνεννοηθεί να πάμε στη Στουτγάρδη να μιλήσουμε με αυτόν τον υπεύθυνο για εμένα. Ξεκινήσαμε, πήγαμε, φορτώσαμε. Επειδή, όμως, είχε δουλειά, έπρεπε να κανονίσουμε πότε θα πάμε εκεί πέρα, γιατί δεν μπορούσαμε κατευθείαν να πάμε Στουτγάρδη. Πήγαμε να φορτώσουμε τα πράγματα που είχε να κάνει το δρομολόγιό του και κάποια στιγμή θα πεταγόμασταν μέχρι τη δουλειά εκεί. Κάποια στιγμή, γύρω στις 11:00-12:00 η ώρα, ταίριαξε κάπως και πήγαμε στη δουλειά. Ήταν ένα τεράστιο σκάμμα, ένας χώρος περιφραγμένος. Δεν μπορώ να πω, ήταν πολύ φυλαγμένος με ασφάλειες, με τους κανόνες ασφαλείας πάρα πολύ καλά. Κατεβαίνοντας κάτω για να πάμε εκεί πέρα, ήταν κάποιοι εργάτες εκεί πέρα, ήταν και ένας, ο οποίος προσπαθούσε να φορτώσει κάτι πλέγματα -τα λέμε εμείς, είναι κάτι σίδερα- και δεν μπορούσε να τα πάρει πάνω. Και του λέω εγώ του Γιώργου: «Ρε Γιώργο, τα παιδιά δεν ξέρουν αυτά να τα πάρουν; Δεν ξέρουν πώς να τα φορτώσουνε;». «Γιατί -μου λέει- πώς φορτώνονται αυτά;». Λέω: «Φορτώνονται έτσι». Εν τω μεταξύ, εγώ τώρα μιλώντας με τον Γιώργο δεν ήξερα ότι αυτοί ξέρουν ελληνικά. Και το παιδί, ο ένας, ήξερε ελληνικά και μου λέει: «Γιατί, ρε φίλε; Πώς να τα πάρουμε;». Του λέω: «Ρε φίλε, Έλληνας είσαι;». Μου λέει: «Ναι. Γιώργο, είναι το παλικάρι από την Κατερίνη;». Λέει: «Ναι». Του λέω: «Θα τα βάλεις έτσι έτσι». Τα κάνανε, όπως τους είπα εγώ, και αμέσως τα φορτώσανε πάνω. Και μου λέει: «Έλα μέσα». Πάω στο γραφείο, μου λέει: «Τα χαρτιά σου». Τα χαρτιά μου, του δίνω τα ένσημά μου που είχα πάρει από την Κατερίνη. Να πω κάτι που ξέχασα, είναι ότι, όταν έφυγα για τη Γερμανία, πήγα απ’ το ΙΚΑ Κατερίνης και είπα τους υπεύθυνους εκεί τι χαρτιά χρειάζονται για να πάω στη Γερμανία για να δουλέψω. Και μου είπαν ότι πρέπει να αλλάξω ταυτότητα, πρέπει να βγάλω, να αλλάξω το δίπλωμα του αυτοκινήτου και να βγάλω και τα ένσημα τα οικοδομικά που έχω όλα. Τα έκανα αυτά και τα είχα μαζί μου. Του δίνω τα χαρτιά, τα ένσημα. Μου λέει: «Πού είναι το πτυχίο σου;». Λέω: «Ποιο πτυχίο; Στην Ελλάδα εμείς τέτοια πράγματα δεν έχουμε. Εμείς είμαστε εμπειροτέχνες». Μου λέει: «Όχι, δεν έχεις πτυχίο;». Λέω: «Δεν έχω πτυχίο, γιατί δεν έχουμε πτυχίο, όχι γιατί δεν το έχω εγώ. Δεν έχει κανένας πτυχίο». Μου λέει: «Μεγάλο λάθος, γιατί εδώ στη Γερμανία όλα γίνονται με το πτυχίο». Λέω: «Ή ξέρεις ή δεν ξέρεις. Αν έχεις πτυχίο έτσι γίνεται; Δεν σου απόδειξα ότι είμαι έμπειρος;». Μου λέει: «Άσε τι μου απόδειξες. Οι Γερμανοί αυτά δεν τα θέλουν. Οι Γερμανοί θέλουν πτυχία». Εν τω μεταξύ, είχε στον πίνακα ένα σχέδιο της οικοδομής που θα φτιάχνανε, στα γερμανικά. Το κατεβάζω κάτω εγώ, το ξαπλώνω στο γραφείο και του λέω: «Θα κάνετε αυτά αυτά… Εκεί εκεί». Μου λέει: «Ναι». «Δεν ξέρω;». Μου λέει: «Φίλε, δεν σου είπα ότι δεν ξέρεις. Οι Γερμανοί θέλουν πτυχίο. Το πτυχίο πληρώνουν, δεν πληρώνουν την αξία του τεχνίτη». Λέω: «Μεγάλο λάθος, γιατί άμα εγώ είχα πτυχίο και δεν ήξερα τίποτα, ποιο είναι το όφελος; Εδώ μιλάμε ότι έχω 40 χρόνια εμπειρίας στην οικοδομή». Μου λέει: «Είναι μεγάλο λάθος. Δεν ισχύει αυτό εδώ πέρα. Μόλις έχασες 4.000€». «Τι λες, ρε;», του λέω. «Ναι -μου λέει-, μόλις έχασες 4.000€». Λέω: «Τι γίνεται τώρα;». Μου λέει: «Θέλεις να σου δώσω 1.300€;». Λέω: «1.300€ τι να τα κάνω; Τι να πληρώσω; Να πληρώσω δωμάτιο; Να στείλω στο σπίτι; Να φάω εγώ; Δεν γίνεται». Και σταμάτησε εκεί.
Ο Γιώργος με τον οποίο πήγατε εκεί πέρα, αυτός ήξερε ότι έπρεπε εσύ να έχεις το πτυχίο μαζί;
Όχι, δεν ήξερε κανένας τίποτα. Δεν του είπε τίποτα. Του είπε: «Να πάρει τα χαρτιά», δεν είπε: «Να πάρει το πτυχίο του». Γιατί αν του έλεγε: «Πάρε το πτυχίο σου», δεν θα αποφάσιζα να πάω. Εγώ πήγα στο ΙΚΑ και πήρα αυτά που μου είπε το ΙΚΑ. Το ΙΚΑ μου είπε να πάρω τα [00:15:00]ένσημα και να αλλάξω και κάποια άλλα χαρτιά, να κάνω μια κάρτα υγείας, την ταυτότητα να αλλάξω σε ευρωπαϊκή και το δίπλωμα του αυτοκινήτου. Αυτό. Δεν μου είπε τίποτα άλλο.
Από την Ελλάδα εσύ είχες ευκαιρία, μπορούσες να πάρεις το πτυχίο;
Όχι, δεν υπήρχε σε εμάς εδώ καμιά σχολή και ούτε το ψάξαμε και ούτε μας ενδιέφερε κιόλας. Τι πτυχίο; Εγώ ήμουνα 40 χρόνια στην οικοδομή εμπειροτέχνης εργολάβος. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να βγάλω πτυχίο. Αυτό έγινε.
Μάλιστα. Οπότε, μετά εσύ τι διαδικασία ακολούθησες; Πώς αποφάσισες να γυρίσεις Κατερίνη;
Πριν γυρίσω πίσω, είχαμε πει τότε με τον Γιώργο ότι, αν πήγαινε κάτι στραβά, θα πήγαινα να δουλέψω στις γυψοσανίδες, οι οποίοι τα παιδιά δίνανε γύρω στα 2 χιλιάρικα. Τους πήρε τηλέφωνο, να πω την αλήθεια. Το παιδί ενδιαφέρθηκε, δεν μπορώ να πω ψέματα. Το παιδί ενδιαφέρθηκε, τους πήρε τηλέφωνο και τους είπε για εμένα που ξέρανε, τους είχε μιλήσει και είπαν τα παιδιά… Για κακή μου τύχη είχαν σταματήσει τώρα, είχαν καμιά βδομάδα, είχαν σταματήσει να κάνουν, γιατί είχαν κάνει τις δουλειές όλα τα Lidl και για δύο μήνες τώρα δεν θα είχαν δουλειά. Και κάπου στράβωσε όλη η υπόθεση. Παρ’ όλ’ αυτά, λέω… Δεν το βάλαμε κάτω, είπαμε θα πάμε να βρω ένα ξενοδοχείο, γιατί μου είχε πει: «Αν δεν σου αρέσει το σπίτι, θα σου βρω ένα ξενοδοχείο με 20€ την ημέρα». Είναι κάτι πανσιόν τα οποία είναι το δωμάτιό σου, η τουαλέτα είναι κοινή στον όροφο προφανώς και είναι οικονομικό. Και είπα: «Για κάνα μήνα, δυο μήνες, θα το παλέψω να μπορέσω να μείνω». Ξεκινήσαμε να πάμε, αφού πήρα τα πράγματά μου από το σπίτι του, γιατί δεν μπορούσα να μείνω εκεί πέρα πλέον. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Και ξεκινήσαμε να βρούμε μία πανσιόν που να νοικιάσω ένα δωμάτιο στο χωριό, στο Sachsenheim. Τα γυρίσαμε όλα, ήταν όλα κλειστά. Πήγαμε στη διπλανή πόλη, στο Edinheim. Τα γυρίσαμε και εκεί πέρα, όλα κλειστά. Μου λέει: «Θα πάμε και στο τελευταίο και ό,τι γίνει. Αν έχει καλώς, αλλιώς θα ξαναγυρίσουμε πάλι στο σπίτι». Πάμε στην πανσιόν εκεί πέρα, όντως είχε ένα δωμάτιο. Αλλά εγώ στο σπίτι του δεν ξαναγύριζα. Προτιμούσα να κοιμηθώ -που λέει ο λόγος- στον δρόμο, παρά να γυρίσω πάλι εκεί πίσω. Για καλή μου τύχη βρήκαμε. Είχε ενοικιαζόμενα. Μιλούσε αυτός στα γερμανικά πόσο κάνει. Εδώ γελάω. Είχε πει 90€. Του λέω: «Ρε Γιώργο, μου είχες πει 20€». Μου λέει: «20€ είναι τα άλλα, εδώ δεν είναι έτσι». Λέω: «90€ πόσο να μείνω; Ας μείνω 1-2 μέρες, παραπάνω δεν μπορώ να κάτσω εγώ 1 μήνα εδώ πέρα και δυο βδομάδες και τρεις βδομάδες». Μου λέει: «Θα στο αφήσω 60». Έτσι είχε πει επί λέξει. Λέω: «Και 60 πάλι πολλά είναι». Τέλος πάντων, το χαιρέτησα το παιδί -να πω την αλήθεια-, τον χαιρέτησα, απλώς είχα το τηλέφωνό του και του είπα: «Ρε παιδί μου, να επικοινωνήσουμε, άμα χρειαστεί να φύγω, πότε θα φύγω». Η πρώτη μου δουλειά ήταν να κάνω ένα μπάνιο, γιατί -να σου πω την αλήθεια, Γιώργο- βρωμούσα. Έτσι; Είχα πόσες μέρες άπλυτος, απλυσιά. Ξάπλωσα, κοιμήθηκα. Την άλλη μέρα, παίρνω τηλέφωνο τον Γιάννη, τον νταλικέρη, και του λέω: «Γιάννη, το και το». Ψέματα. Με πήρε αυτός τηλέφωνο και μου λέει: «Τι έγινε; Τι δεν πήγε καλά;». Και του είπα όλο το ιστορικό. Και λέει: «Καλά, δεν είχε να σε φιλοξενήσει; Τότε τι σε κουβάλησε εδώ πέρα;». «Έλα πες μου εσύ τι με κουβάλησε». Και έτσι είχα στο μυαλό μου πώς θα γίνει τώρα να γυρίσω πίσω.
Για πες τώρα, στη συνέχεια με το αεροπλάνο τι έγινε;
Θα σου πω. Μιλάω με τον Γιάννη και μου λέει: «Κάτσε εκεί πέρα. Θα έρθω αύριο ή μεθαύριο να σε πάρω». Λέω: «Θα καθίσω εδώ πέρα 1-2 μέρες, δεν βαριέσαι. Θα γυρίσω λίγο, θα χαζέψω». Με παίρνει μετά από 1,5 μέρα 2 μέρες και μου λέει: «Ζήση, στράβωσε. Δεν μπορώ να περάσω να σε πάρω, φεύγω για Αμβούργο, για επάνω». Λέω: «Γιάννη, εγώ θα φύγω. Θα κοιτάξω πώς θα βρω, θα φύγω με αεροπλάνο». Μου λέει: «Χίλια συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ, δεν είναι στο χέρι μου». Λέω: «Καλά». Παίρνω στην Κατερίνη τηλέφωνο τον γαμπρό μου, ο οποίος δούλευε στην Ολυμπιακή Αεροπορία και του λέω: «Σάκη, κλείσε μου ένα εισιτήριο για Ελλάδα. Εντάξει;». «Εντάξει». Μέχρι να με πάρει τηλέφωνο, εγώ λίγο γύριζα στο χωριό εκεί πέρα. Ήταν αρχές Μαρτίου, είχε μία πολλή ζέστη. Εγώ, ας πούμε, γυρνούσα με χειμωνιάτικα και αυτοί γυρνάγανε με βερμούδες, για να φανταστείς πώς είναι εκεί στη Γερμανία. Με βερμούδες γυρνάγανε. Με παίρνει τηλέφωνο ο Σάκης, μου λέει: «Εντάξει». Μου δίνει τον κωδικό για να κάνω το check in -πώς τα λένε αυτά- εκεί στο αεροδρόμιο. Εντάξει. Με το που κλείνουμε, μετά το απόγευμα, με παίρνει τηλέφωνο ο Γιάννης και μου λέει: «Έρχομαι να σε πάρω. Ακύρωσέ τα όλα!». Λέω: «Ρε Γιάννη, έχω κλείσει εισιτ[00:20:00]ήριο, αλλά μόνο και μόνο επειδή θέλω να ξαναζήσω αυτήν την εμπειρία, να ξαναγυρίσω πάλι με την νταλίκα». Να πω την αλήθεια, ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ήταν, γιατί τα αεροπλάνα τα φοβάμαι. Δεν έχω ξανανεβεί στα αεροπλάνα. Να πούμε την αλήθεια, έτσι; Την καθαρή αλήθεια. Παίρνω τηλέφωνο τον γαμπρό μου, λέω: «Σάκη, ακύρωσέ το. Θα γυρίσω με την νταλίκα». Άρχισε να με λέει κάτι κινέζικα ο γαμπρός μου εκεί πέρα. Τέλος πάντων. Περιμένω και εγώ να έρθει ο Γιάννης με την νταλίκα να με πάρει. Με παίρνει μετά από πόσες ώρες και μου λέει: «Ζήση, χίλια συγγνώμη, άκυρον». Λέω «Γιάννη…». Είχα σκάσει εγώ απ’ τη σκασίλα μου, ήθελα να φύγω. Πώς να πάρω τον γαμπρό μου τώρα να τον πω: «Ξανακλείσε με εισιτήριο; Θα με βρίσει και με το δίκαιο του». Τέλος πάντων, παίρνω τηλέφωνο τον Σάκη τον γαμπρό μου, λέω: «Σάκη, χίλια συγγνώμη, αλλά με το ακύρωσε. Δεν θα ’ρθει ο Γιάννης. Κλείσε με ένα εισιτήριο και δεν αλλάζει, θα είναι αυτό». Είπε κάτι κινέζικα πάλι ο γαμπρός μου εκεί πέρα. Τέλος πάντων, κλείνει το εισιτήριο και για τις 17:00 το απόγευμα. Θυμάμαι ήταν ή Πέμπτη ή Παρασκευή. Νομίζω Παρασκευή ήτανε. Δεν είμαι σίγουρος για αυτό, αλλά Πέμπτη ή Παρασκευή. Ωραία, παίρνω τηλέφωνο τον Γιώργο, το παιδί που με φιλοξένησε στη Γερμανία και του λέω: «Γιώργο, Πέμπτη πετάω για Ελλάδα. Σε παρακαλώ ένα ταξί να με πάρει». Μου λέει: «Θα σε στείλω έναν δικό μου εδώ πέρα, έναν Έλληνα, να σε πάει και να σε βοηθήσει πώς να τακτοποιηθείς εκεί πέρα». «Ωραία». «Πού θα σε περιμένει;». Λέω: «Να έρθει στα Kaufmann, τα σούπερ μάρκετ». Ακριβώς δίπλα στην πανσιόν υπήρχε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ, το οποίο λεγόταν Kaufmann. Έτσι το θυμάμαι εγώ. Δεν ξέρω, αν το λέω και καλά. Ένα σούπερ μάρκετ. «Εντάξει;». «Εντάξει, γύρω στις 16:00-16:30 τώρα το πολύ». Εν τω μεταξύ, στο ξενοδοχείο, αν καθόμουνα μέχρι τις 11:00-12:00 η ώρα, θα πλήρωνα άλλο μισό ενοίκιο και για να το αποφύγω αυτό, να δώσω άλλα 30€, έφυγα από τις 7:30-8:00 η ώρα, 8:30 η ώρα. Τι ώρα έφυγα; Σηκώθηκα, πήρα τα πράγματά μου και πήγα και έκατσα έξω απ’ το σούπερ μάρκετ. Εκεί πέρα είχε κάτι παγκάκια και περίμενα εκεί πέρα, γιατί αλλιώς έπρεπε να πληρώσω το μισό ενοίκιο. Και περίμενα πότε θα πάει 16:00 η ώρα. Ήπια έναν καφέ εκεί πέρα, έφαγα και ένα σάντουιτς, να πω την αλήθεια. Είχε κάτι καντίνες. Με παίρνει τηλέφωνο το παιδί αυτό, ο ταξιτζής, και μου λέει: «Έλα, είμαι στα Kaufmann». Λέω: «Κι εγώ στα Kaufmann είμαι. Εδώ, περιμένω». Μου λέει: «Πού είσαι;». Λέω: «Πού είμαι; Εδώ περιμένω στην καντίνα που είναι ένας Ιταλός». Μου λέει: «Μα δεν είναι τίποτα εδώ πέρα». «Συγγνώμη -λέω- σε ποιο Kaufmann είσαι;». Μου λέει: «Γιατί εσύ σε ποια Kaufmann είσαι;». «Εσύ -του λέω- ρωτάς εμένα; Εσύ είσαι Γερμανία, εγώ ήρθα χθες και ρωτάς εμένα; Εδώ στο ξενοδοχείο το συγκεκριμένο -δεν θυμάμαι το όνομά του- δίπλα είναι ένα σούπερ μάρκετ». Μου λέει: «Κλείσε κλείσε». Μιλάει με τον Γιώργο και μετά από πόση ώρα έρχεται εκεί πέρα. Ήρθε μετά από κάνα εικοσάλεπτο. Μου λέει: «Μα δεν το λένε αυτό Kaufmann. Αυτό είναι άλλη ονομασία». «Τι να σε πω; Ρωτάς εμένα;». Αυτός είχε πάει από την άλλη μεριά της πόλης. Τέλος πάντων, όλα καλά. Φεύγουμε, με φορτώνει – το παιδί αυτό ήταν από τις Σέρρες – τα πράγματα, πάμε στο αεροδρόμιο. Εγώ τώρα -να πω την αλήθεια- πρώτη φορά τώρα, ένιωθα σαν χωριάτης στο τέτοιο. Κάνουμε το check in εκεί πέρα, Δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Αυτά ήταν όλα στα γερμανικά, στα αγγλικά. Εγώ από αυτά λίγο πολύ δεν σκαμπάζω. Άρχισα λίγο να ψιλοφωνάζω, γιατί έπαιρνα τηλέφωνο την αδερφή μου και έλεγα: «Με δώσατε σωστό κωδικό;». «Ναι, αυτός είναι ο κωδικός». Με άκουσε, με είδε μια κοπέλα εκεί που ψιλοζοριζόμουνα και ήρθε και με βοήθησε -καλή της ώρα- και μετά περίμενα μέχρι τις 16:00-16:30 η ώρα που θα φεύγαμε, 17:00 η ώρα. Εγώ νόμιζα θα είμαι μόνος μου, αλλά μετά από καμιά ώρα πλάκωσαν καμιά 200 Έλληνες. Τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ, Γιώργο, ανεβήκαμε στο αεροπλάνο. Πριν ξεκινήσει -είχα δίπλα μου ένα παιδί από τις Σέρρες- άρχισε το αεροπλάνο να τρέμει, έδινε τη δύναμη του όλη. Εγώ κρατιόμουν. Μου λέει ο άλλος «Τι έγινε; Φοβάσαι;». Λέω: «Γιατί, εσύ δεν φοβάσαι;». Μου λέει: «Εγώ έχω ταξιδέψει τόσες φορές». «Εγώ πρώτη φορά είναι» και γελούσε. Τέλος πάντων, ανέβηκε το αεροπλάνο, είχε μπροστά σε κάθε κάθισμα είχε την κουκίδα το αεροπλάνο, το δρομολόγιο που θα κάνει. Εγώ το μάτι μου εκεί, πότε θα πιάσει Ελλάδα, γιατί είχα μια φοβία. Όταν είδα Καστοριά, όταν είδα Θεσσαλονίκη, ηρέμησα. Το πώς κατέβηκε -να σου πω την αλήθεια- δεν το κατάλαβα. Κατέβηκε. Μέχρι να πάρω τα πράγματα, βγήκα τελευταίος, ήρθε ο θείος ο Νίκος και με πήρε και γύρισα στην Κατερίνη.
Από τότε πώς πάνε τα πράγματα, γενικά, στη δουλειά;
Κοίταξε να δε[00:25:00]ις, από τότε κάναμε κάνα 2-3 δουλίτσες. Δουλέψαμε και λίγο στον δήμο. Τώρα κανονικά -να πω την αλήθεια- εγώ έπρεπε να έχω βγει στη σύνταξη, γιατί εμείς οι οικοδόμοι στα 58 βγαίναμε στη σύνταξη, αλλά μας πήγανε στα 60. Τώρα θέλω 1-1,5 χρόνο. Δόξα τω Θεώ, τα παιδιά μου τελειώσανε. Έχω έναν Χρηστάκη, ο οποίος και αυτός τώρα θα πάει στο λύκειο του χρόνου, δόξα τω Θεώ, θα το παλέψουμε.
Τώρα κάτι τελευταίο. Αν ήσουν πιο ώριμος τώρα που μιλάμε και είχες την ευκαιρία να πας να δουλέψεις στη Γερμανία για 4.000, θα ξαναπήγαινες;
Με τις συνθήκες αυτές, όχι. Δηλαδή, αν δεν είχα να μείνω, να με φιλοξενήσουν, γιατί για να πας εκεί πέρα, πρέπει να είναι κάποιος να σε φιλοξενήσει. Αν δεν έχεις, δεν αποφασίζεις. Και το βασικότερο είναι η γλώσσα. Έστω αν ήξερα αγγλικά, θα μπορούσα να συνεννοηθώ μόνος μου και όχι να βασίζομαι στον Γιώργο και στον Νίκο και στον Κώστα, στον καθένα. Να φανταστείς -ξέχασα να σου πω- πήγα να ζητήσω ένα μαχαίρι από την κοπέλα, όταν ήμουν στο ξενοδοχείο, και την έλεγα… Έψαξα πώς λένε το μαχαίρι στο τέτοιο και προσπαθούσα να την πω και δεν καταλάβαινε. Και αναγκάστηκα να πάρω τηλέφωνο στη μαμά σου και να μιλήσει η γυναίκα μου με την κοπέλα για να μου δώσει ένα μαχαίρι να κόψω το σαλάμι και το ψωμί. Κατάλαβες;
Κατάλαβα, ναι. Λοιπόν, εγώ αυτά είχα να ρωτήσω, μπαμπά. Yπάρχει κάτι που να ξέχασες να αναφέρεις στην αφήγησή σου και να θες να το πεις τώρα;
Νομίζω, τα είπα όλα. Δεν είναι… Τώρα αυτά τα σπουδαιότερα τα πιο βασικότερα τα είπα. Τώρα δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Όλα καλά είναι. Εντάξει, αυτά. Δόξα τω Θεώ, καλά είμαστε, αγόρι μου. Σε κάνα χρόνο θα βγει και στη σύνταξη ο μπαμπάς. Μια χαρά.
Ωραία, μια χαρά.
Δόξα τω Θεώ!
Οπότε, μπαμπά, σε ευχαριστώ για την αφήγησή σου.
Και εγώ σε ευχαριστώ, Γιώργο, που με έκανες και τα θυμήθηκα. Να είσαι καλά.
Ωραία.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στη συνέντευξη αυτή, ο κύριος Ζήσης μιλάει για την απόφασή του να μεταναστεύσει στη Γερμανία το 2014. Αρχικά, αναφέρει τον λόγο για τον οποίο πήρε την απόφαση αυτή. Στη συνέχεια, αναλύει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που αντιμετώπισε εκεί, αλλά και τη δυσκολία εξεύρεσης εργασίας. Τέλος, μιλάει για την αλλαγή των σχεδίων του και το ταξίδι επιστροφής του στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ζήσης Μπίλας
Ερευνητές/τριες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΙΛΑΣ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/01/2021
Διάρκεια
26'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στη συνέντευξη αυτή, ο κύριος Ζήσης μιλάει για την απόφασή του να μεταναστεύσει στη Γερμανία το 2014. Αρχικά, αναφέρει τον λόγο για τον οποίο πήρε την απόφαση αυτή. Στη συνέχεια, αναλύει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που αντιμετώπισε εκεί, αλλά και τη δυσκολία εξεύρεσης εργασίας. Τέλος, μιλάει για την αλλαγή των σχεδίων του και το ταξίδι επιστροφής του στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Ζήσης Μπίλας
Ερευνητές/τριες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΙΛΑΣ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/01/2021
Διάρκεια
26'