© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Κόλιντα Μπάμπω» και άλλα έθιμα των Χριστουγέννων

Κωδικός Ιστορίας
17517
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Βασιλική Σκαρπάρη (Β.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/01/2021
Ερευνητής/τρια
Άννα Παλαμίδα (Ά.Π.)

[00:00:00]

Ά.Π.:

Γεια σας, πώς σας λένε;

Β.Σ.:

Ονομάζομαι Βασιλική Σκαρπάρη.

Ά.Π.:

Είναι Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021, είμαι με την Βασιλική Σκαρπάρη. Eγώ είμαι η Παλαμίδα Άννα, ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στη Δωροθέα Πέλλας και ξεκινάμε. Κυρία Βάσω, θα μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Δηλαδή πόσων χρονών είστε, από πού κατάγεστε, με τι ασχολείστε.

Β.Σ.:

Είμαι εκπαιδευτικός. Κατάγομαι από το χωριό αυτό, ο πατέρας μου είναι από εδώ, η μητέρα μου είναι από ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής της Αλμωπίας, τη Λιθαριά, που ήρθε νύφη στη Δωροθέα. Είμαι 59 χρονών και θα αναφερθούμε στα έθιμα του 12ημέρου. Το 12ήμερο ξεκινάει γύρω στις 18 με 20 Δεκεμβρίου για τους κατοίκους της περιοχής, κυρίως για τους ντόπιους της περιοχής, με τα χοιροσφάγια. Αρχίζανε δηλαδή να σφάζουνε τους χοίρους τους οποίους εκτρέφανε από τον Μάιο και μετά. Ένας από το χωριό αναλάμβανε τον ρόλο του σφαγέα. Μαζευόντουσαν σε κάθε σπίτι, μετά ψήνανε κάποιες συκωταριές, κάποιο λίγο κρέας, το κρασί το καινούριο ή το τσίπουρο που μόλις είχανε βράσει –πλέον έχουν βράσει και τα τσίπουρα εκείνης της περιοχής– και σιγά-σιγά γινόταν μία προεργασία για πριν τα Χριστούγεννα. Αυτά για τους άντρες. Οι γυναίκες ασχολιόντουσαν με τις δουλειές του σπιτιού. Τώρα, όσον αφορά εμείς τα παιδιά και τα κάλαντα που λέγανε τα παιδιά, εμείς είχαμε το έθιμο της «Κόλιντας Μπάμπω». Ή κάλαντα αλλιώς, ή κόλιαντα ή κόλιαντ μπάμπω, που σημαίνει στην τοπική ντοπιολαλιά «σφάζουνε γιαγιά». Τι γινόταν αυτό; Δυο βδομάδες πριν, τα αγόρια του χωριού από ηλικία 8-10 χρονών μέχρι 20-21, μαζεύανε κλαδιά από το δάσος, από τα παραποτάμια δάση που έχουμε γύρω από το χωριό και φτιάχνανε με έναν άξονα στη μέση, μια μεγάλη κλαδαριά. Έτσι λεγόταν. Εκεί την ετοιμάζανε και 00:00 η ώρα, παραμονή των Χριστουγέννων, 23 προς 24, έβγαινε ένας που ονομαζόταν αρχηγός –εγώ θυμάμαι κυρίως τον Σωτήρη– ο οποίος κρατούσε ένα κουδούνι στο χέρι και άρχιζε να κουδουνίζει με αυτό και να φωνάζει «κόλντα, κόλντα» για να μαζευτούμε όλοι σε ένα οικόπεδο στην άκρη του χωριού της πάνω γειτονιάς. Εμείς θυμόμαστε ότι κοιμόμασταν με τα ρούχα για να να ‘μαστε έτοιμοι. Μόνο τις μπότες μας ή τα παπούτσια μας βάζαμε. Τρέχαμε όλοι εκεί, ανάβαμε την φωτιά και μάλιστα, τα αγόρια φέρνανε και χοντρό αλάτι, ρίχνανε πάνω για να τσιτσιρίζει και να γίνεται έτσι σαν–, πώς γίνεται τώρα τα–.

Ά.Π.:

Σπίθες.

Β.Σ.:

Σπίθες και όλα αυτά, τα βεγγαλικά, κάπως έτσι. Εκεί η φωτιά περίπου πήγαινε κανένα δίωρο έτσι για να φουντώσει, ρίχνανε και άλλα ξύλα, γιατί κλαδιά ήταν αυτά, καιγόντουσαν γρήγορα και φωνάζαμε «κόλντα μπάμπω» και ερχόντουσαν οι γιαγιάδες από τα σπίτια γύρω να μας φέρουνε καλούδια, νηστίσιμα πάντα. Είτε σύκα, είτε βρασμένα κάστανα, είτε μανταρίνια, είτε καραμέλες, ό,τι είχε η καθεμία. Μετά, αφού η φωτιά σωνότανε, γύρω στις 03:00 η ώρα το πρωί, πηγαίναμε με αρχηγό αυτόν που είχε το κουδούνι και με ένα ξύλο στο χέρι από σπίτι σε σπίτι και φωνάζαμε «κόλντα μπάμπω, κόλντα μπάμπω». Χτυπάγαμε την πόρτα ή την εξώπορτα, ή την κυρίως πόρτα, και έβγαινε πάντα –όταν υπήρχε– η γιαγιά του σπιτιού να μας κεράσει, γιατί την προειδοποιήσαμε ότι σφάζει ο Ηρώδης τα παιδιά, να προσέξουν τα παιδιά, να σώσουν οι γιαγιάδες τα παιδιά του σπιτιού. Αυτό κρατούσε, πηγαίναμε σε όλη την γειτονιά των ντόπιων, και γύρω στις 05:30-06:00 η ώρα τελειώναμε. Μέσα σε μια σακούλα είχαμε μαζέψει όλα τα καλούδια που μας δίνανε όπως προανέφερα, σύκα, μανταρίνια, κάστανα βρασμένα, καραμέλες και όλα αυτά. Μετά γυρνάγαμε στο σπίτι.  Αυτό το έθιμο το κάναμε, ήταν παντός καιρού. Είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε, είτε έκαμνε κρύο ή οτιδήποτε, εμείς αυτό το έθιμο το κάναμε πάντα. Γύρω στις 06:00 η ώρα το πρωί, όταν άρχιζε πια να χαράζει, πηγαίναμε σπίτι, αφήναμε τις σακούλες μας και βγαίναμε να πούμε το «καλημέρα άρχοντες» πλέον, όπου εκεί μας δίνανε χρήματα ή γλυκά, δεκάρες, πεντάρες, μισή δραχμή, μία δραχμή, ανάλογα τι είχε ο καθένας. Μέχρι γύρω στις 08:00-09:00 η ώρα το πρωί. Αυτό ήτανε όσον αφορά το έθιμο των καλάντων εκείνης της περιόδου. Τώρα, παραμονή Χριστουγέννων ήταν ημέρα νηστείας. Ο κόσμος δεν έτρωγε ούτε κρέας, παρότι είχαν τα γουρούνια και αυτά, ήταν ημέρα νηστείας. Την άλλη μέρα, την ημέρα των Χριστουγέννων μετά την εκκλησία, [00:05:00]στο κάθε σπίτι το φαγητό ήτανε, κάνανε ένα ψωμί, Χριστόψωμο. Πλέον δεν το–, λίγες το φτιάχνουνε, όπου βάζανε καρύδια μέσα και ξηρούς καρπούς, και το φαγητό κυρίως ήταν χοιρινό, γιατί μόλις είχαμε σφάξει τα γουρούνια εκείνης της περιόδου. Θέλεις να ρωτήσεις κάτι;

Ά.Π.:

Το Χριστόψωμο ξέρετε να μας πείτε την συνταγή περίπου;

Β.Σ.:

Όχι, δεν την έχω φτιάξει ποτέ. Βάζανε, ήτανε ένα ψωμί γλυκό όπου πάνω βάζανε και μια ζύμη, το κάνανε σαν να ήτανε σταυρό, και βάζανε και καρύδια για να το διακοσμήσουνε. Αλλά ήταν κυρίως ένα γλυκό ψωμί. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φτιάξει ποτέ.

Ά.Π.:

Και την φωτιά που ανάβατε τότε, σε κάθε γειτονιά είχε την δικιά του φωτιά ή–;

Β.Σ.:

Το δικό μας το χωριό, η Δωροθέα, ήταν μικρό χωριό και αυτό ήταν έθιμο μόνο των εντοπίων. Η άλλη γειτονιά, που κατοικείται κυρίως από πρόσφυγες, αυτοί αυτό το έθιμο δεν το είχανε. Εμείς κάναμε κυρίως μία φωτιά. Τώρα, εάν κάποιοι πιο μεγάλοι, γιατί ήταν η φωτιά που ήταν των παιδιών. Μαζευόμασταν από 8, από 10 χρονών, μέχρι 20-22. Τώρα αν θέλανε κάποιοι πιο μεγάλοι για να τιμήσουν το έθιμο, μπορούσαν να μαζευτούν στην γειτονιά ή στην αυλή τους κυρίως, και φτιάχνανε παρέες-παρέες μια πιο μικρή φωτιά και ξημερώνανε μέχρι το πρωί. Είναι το έθιμο κάπως μπορούμε να πούμε, των βοσκών που ξημερώσανε, ανάψανε φωτιά και ξημερώσανε κατά την γέννηση του Χριστού. Αυτή όμως η φωτιά ήταν, στο δικό μας το χωριό επειδή είναι μικρό χωριό, ήτανε μία, της γειτονιάς. Μια φωτιά βάζαμε στη μια γειτονιά. Δεν γινότανε, δεν είχαμε πολλές φωτιές. Πιο μικρές φωτιές μπορεί να κάνανε κάποιοι πιο μεγάλοι σε ηλικία που θέλανε και αυτοί να τιμήσουν μεταξύ τους, στο σπίτι. Αυτό όμως το έθιμο που είχαμε εμείς, αυτό ήταν των παιδιών. Δεν υπήρχαν μεγάλοι. Το πολύ-πολύ να ήταν μέχρι 20-21 χρονών, αγόρια και κορίτσια που μαζευόντουσαν εκεί. Πολλοί από γύρω-γύρω από τα σπίτια, πηγαίνανε από αυτή την φωτιά και παίρνανε και κάρβουνα για να ανάψουνε με αυτά την σόμπα τους, γιατί τότε είχανε σόμπες ή τζάκια, για να ανάψουνε τη φωτιά με αυτή την φωτιά που είχαμε ανάψει εμείς για τα κάλαντα.

Ά.Π.:

Να κάνουμε μια αντιπαράθεση με το σήμερα. Σήμερα πώς γίνεται;

Β.Σ.:

Σήμερα πλέον, εμείς οι παλιοί τα νοσταλγούμε και πολλοί τα κάνουμε. Μαζευόμαστε στις γειτονιές, κάνουμε πιο μικρές γειτονιές, κάναμε κάποια περίοδο, μέχρι που πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι δήμοι ανακατεύτηκαν μέσα σε αυτό το έθιμο και έχουν αναλάβει αυτοί να τα κάνουν, αλλά τα κάνουν με διαφορετικό τρόπο. Έχουνε μουσική, έχουνε φασολάδες, μπορεί να ψήνουνε και λουκάνικα και όλα αυτά. Αυτό όμως διαφέρει από το έθιμο που κάναμε εμείς. Εμείς εκεί δεν ψήναμε τίποτα, δεν μαγειρεύαμε τίποτα, μέχρι που να σωθεί η φωτιά, μέχρι τις 03:00-04:00 που πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι. Αυτό που τρώγαμε ήταν αυτά που μας φέρνανε οι γιαγιάδες από γύρω-γύρω να μας κεράσουνε, γιατί είχαμε ανάψει την φωτιά και ήμασταν γύρω-γύρω από την φωτιά. Δηλαδή, διαφέρει το έθιμο που κάνουν οι πολιτιστικοί σύλλογοι από αυτό που κάναμε εμείς. Είναι περίπου ίδιο, η κεντρική έννοια της φωτιάς και όλα αυτά, αλλά δεν είναι το ίδιο. Εμείς δεν είχαμε μουσική, τραγουδάγαμε τα κάλαντα, φωνάζαμε «κόλντα μπάμπω» ή λέγαμε «καλήν ημέρα άρχοντες» και όλα αυτά, αλλά δεν είχαμε μουσικές, δεν είχαμε. Ήτανε εντελώς διαφορετικό από ό,τι το κάνουν, όχι εντελώς διαφορετικό. Διαφορετικό από ό,τι το κάνουν οι σύλλογοι τώρα.

Ά.Π.:

Αυτό μέχρι ποια δεκαετία περίπου διήρκησε; Δηλαδή πότε άρχισε να αλλάζει, θυμάστε;

Β.Σ.:

Εγώ έφυγα φοιτήτρια το ’80. Μέχρι τότε το κάναμε. Από εκεί και πέρα, όταν ξαναγυρνούσα πότε-πότε στο χωριό, δεν το κάναν πλέον. Νομίζω ότι η γενιά που γεννήθηκε, της δεκαετίας το ’60 και το ’70 το κάνανε. Από εκεί και πέρα, πλέον δεν το κάνανε τα παιδιά. Το είχαν αναλάβει της δικιάς μας ηλικίας που το κάνανε σε γειτονιές-γειτονιές με πιο μικρές φωτιές. Όχι σαν παιδιά, σαν πιο ενήλικες, ώσπου μετά ενεπλάκησαν οι πολιτιστικοί σύλλογοι και πλέον δεν γίνονται και στην γειτονιά. Σε κάποια χωριά όμως, καμιά φορά βρίσκονται κάποιοι μερακλήδες που το θυμούνται, ανάβουνε φωτιές, βγάζουμε εκεί στη γειτονιά κάτι νηστίσιμα και όλα αυτά και ξημερώνουμε μέχρι το πρωί. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Αυτή η φωτιά ήταν τα κάλαντα που λέγανε τα παιδιά. Δεν είναι σαν αυτό που μαζεύονται οι ενήλικες γύρω από την φωτιά και χορεύουν και όλα αυτά. Ήταν εντελώς διαφορετική όπως το κάναμε εμείς. Αυτό διήρκησε δηλαδή μέχρι το ’80; Διήρκησε. Μετά γινόταν με διαφορετικό τρόπο. Μικρές φωτιές στις γειτονιές, κάποιοι μερακλήδες όπως προανέφερα και τώρα πλέον το κάνουν οι σύλλογοι.

Ά.Π.:

Να πάμε τώρα στη «σούρβα μπάμπω»;

Β.Σ.:

Ναι. [00:10:00]Λοιπόν, κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων, μετά την δεύτερη μέρα, οι γυναίκες στο χωριό ασχολιόντουσαν με το πώς θα σώσουνε όλο αυτό το γουρούνι που είχανε φτιάξει, τι ακριβώς θα το κάνουν. Βράζανε χοιρινό, το παστώνανε, φτιάχνανε λουκάνικα, τα κρεμάγανε και γενικώς, η ασχολία ήταν με την διαχείριση του χοιρινού που είχανε στο σπίτι. Πώς ακριβώς κάναν τις «τσιτσιρίδες» πως τις λέμε, για να έχουνε. Γιατί αυτό ήταν το κρέας της χρονιάς μέχρι τον Ιούνιο. Δηλαδή αυτό το κρέας που τώρα σφάζανε στα χοιροσφάγια, μετά το είχαν μέχρι τον Ιούνιο για να έχουνε, ήταν το κρέας της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι. Τώρα, όσον αφορά το έθιμο της Πρωτοχρονιάς. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξημερώνοντας δηλαδή Πρωτοχρονιά, δηλαδή 31 προς 1, ανάβαμε πάλι φωτιά, στο ίδιο σημείο. Και ήταν η γνωστή «σούρβα μπάμπω». Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι σημαίνει. Ποτέ δεν υπήρχε μετάφραση τι ακριβώς σημαίνει με αυτή την λέξη. Ήταν λίγο πιο διαφορετική, ήταν πιο χαρούμενη αυτή η φωτιά. Γιατί δεν σφάζουν τα–, που φωνάζαμε στις γιαγιάδες ότι να προσέχουν τα παιδιά γιατί ο Ηρώδης θα σφάξει τα παιδιά. Ήταν πιο χαρμόσυνο, ότι έρχεται το νέο έτος. Ανάβαμε πάλι φωτιά, ρίχναμε πάλι το αλάτι, αλλά πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, αλλά μας δίνανε πράγματα όχι νηστίσιμα πλέον. Και γλυκά διαφορετικά, και μπακλαβάδες, και κουραμπιέδες, και κομματάκια λουκάνικο αν προλάβαιναν και είχαν κάνει το χοιρινό. Ήταν δηλαδή πιο εορταστική, πιο χαρούμενη, πιο εορταστική αυτή η βραδιά και η φωτιά ήταν πιο χαρούμενη. Δεν ήταν σαν των Χριστουγέννων. Γιατί το έθιμο των Χριστουγέννων, όπως προείπαμε, ήταν να προειδοποιήσουν τις γιαγιάδες να σώσουν τα παιδιά. Λοιπόν, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, το φαγητό, κυρίως τα παλιά χρόνια, ήταν πάλι σε σχέση με το χοιρινό όπως είπαμε. Μέχρι τη δεκαετία του ’80 φτιάχνανε το γνωστό «μπομπάρι» που ήτανε το παχύ έντερο που το γεμίζανε με κομματάκια από το χοιρινό, με ρύζι, με διάφορα μυρωδικά και το βάζανε στον φούρνο να ψηθεί. Φτιάχνανε βασιλόπιτα η οποία ήτανε τις περισσότερες φορές τυρόπιτα, όπου μέσα βάζανε και ένα νόμισμα, βάζανε και έναν σπόρο, βάζανε και ένα άχυρο για να έχουνε τα ζώα τους τροφή, να έχουνε καλή σπορά και ποιος ήταν ο τυχερός του σπιτιού. Αυτή ήταν η βασιλόπιτα. Οι Μικρασιάτες του χωριού φτιάχνανε τις βασιλόπιτες που έφεραν από την πατρίδα τους και ήταν πιο πολύ τσουρέκι η βασιλόπιτά τους. Έτσι, μετά την δεκαετία του ’80 πλέον, όταν άρχισαν πια και στα χωριά να μην ασχολούνται όλοι με τα ζωντανά, δηλαδή να έχουν κάνει άλλες ασχολίες, γιατί άλλαξε η οικονομία του χωριού. Λίγοι ασχολούνται πλέον με τα ζώα και όλα αυτά, άλλαξε και αυτό το έθιμο και επικράτησε πλέον να κάνουμε ή βασιλόπιτα κέικ, αυτό που υπάρχει στην αγορά, ή από τσουρέκι. Στην Πρωτοχρονιά επίσης, δεν είχαμε τίποτα ιδιαίτερο άλλο. Λέγαμε τα κάλαντα, «Άγιος Βασίλης έρχεται», ξημερώνοντας, πηγαίνοντας από το σπίτι και μας δίνανε είπαμε μη νηστίσιμα μόνο. Και μπακλαβάδες και κουραμπιέδες και χρήματα και όλα αυτά. Δεν ήταν όπως της κόλντας μπάμπω. Όσον αφορά την Πρωτοχρονιά, αυτά. Δεν είχαμε, είχαμε και την φωτιά είπαμε, ξημερώναμε εκεί. Δεν υπήρχε το έθιμο να παίζουνε χαρτιά, να κάνουνε ρεβεγιόν. Αυτά είναι μετά την δεκαετία του ’80-’90 στην Ελλάδα, στην δικιά μας περιοχή πλέον. Τώρα πλέον δεν γίνεται αυτό, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Νομίζω πάλι την σούρβα μπάμπω κάποιοι σύλλογοι το κάνουνε, αλλά όπως είπαμε με μουσική, ψήνουνε, χορεύουνε, έχει γίνει διαφορετική γιορτή.

Ά.Π.:

Και την κάνουνε και πιο σπάνια από ό,τι την κόλντα–.

Β.Σ.:

Ναι, δεν την κάνουνε σε όλα τα χωριά. Ανάλογα. Επιλέγουν κάποια χωριά να μην κάνουν την κόλντα για να κάνουν την σούρβα μπάμπω, συγγνώμη. Λοιπόν, τώρα όσον αφορά το έθιμο των Φώτων. Στα έθιμα των Φώτων, εμείς είμαστε ένα χωριό που έχουμε 3-4 ποτάμια. Υπήρχε το έθιμο στο κεντρικό ποτάμι, που τώρα δεν γίνεται γιατί δεν έχει πολύ νερό, αλλά τότε είχε νερό, να ρίχνουν τον σταυρό στο νερό, στο ποτάμι, για να αγιαστούν και τα νερά. Λοιπόν, την ημέρα των Φώτων, αφού τελείωνε η λειτουργία, μαζευόταν όλο το χωριό στο ποτάμι, στην πλατεία από όπου περνάει και το ποτάμι. Τότε το κάνανε έτσι. Και πέφτανε στο ποτάμι κυρίως άντρες. Δηλαδή άνω των 15 χρόνων. Γιατί έκανε και πά[00:15:00]ρα πολύ κρύο εκείνη την περίοδο και μάλιστα το φούσκωναν το ποτάμι, δηλαδή κάνανε ένα ανάχωμα για να έχει πιο πολύ νερό και ρίχνανε τον σταυρό στο ποτάμι και όποιος το έβρισκε ήταν ο ευλογημένος της χρονιάς. Υπήρχε το έθιμο μετά, ένας φόραγε μία μαύρη βελέντζα ή προβιά που να μοιάζει σαν αρκούδα. Ένας ντυνότανε κάπως σαν καλικάντζαρος, αυτός που κρατούσε τον σταυρό και όλοι όσοι είχαν πέσει στο ποτάμι και όποιος άλλος ήθελε, έπαιρναν τον σταυρό, τον ξύλινο κυρίως τους έδινε ο παπάς του χωριού, και πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι για να ευλογήσουν, να ασπαστούν τον σταυρό και να ευλογήσουν το κάθε σπίτι. Εκεί ο κόσμος κυρίως τους δίνανε λουκάνικα, κρατούσαν και ένα πανέρι, είχανε και μουσική, κάποιος χτύπαγε κάποιο σαν όργανο, σαν νταούλι, για να γίνεται και θόρυβος και τους έδιναν κυρίως λουκάνικα. Πολλές φορές, κάποιοι πονηροί κάνανε και κόλπα, τους κλέβανε, γιατί τα είχαν απλωμένα έξω στο υπόστεγο και τους κλέβανε και κανένα λουκάνικο. Και μετά, αυτά που μαζεύανε μέσα στο πανέρι, ή κομμάτια κρέας τους δίνανε παστά, τα πηγαίνανε στο καφενείο του χωριού και κάμνανε γλέντι. Τώρα, ρίχνουμε εμείς βεβαίως τον σταυρό, λίγο στην άκρη του χωριού σε ένα άλλο ποτάμι γιατί αυτό πλέον έχει γυρίσει το νερό με ανάχωμα και δεν έχουμε τόσο νερό. Εκεί πέφτουνε παιδάκια κυρίως, πιο μικρά, τα οποία βέβαια πάλι πάνε στο χωριό με τον σταυρό, τραγουδούνε τα κάλαντα των Φώτων και ο κόσμος τους δίνει χρήματα για να τα κάνουν τα παιδάκια ό,τι θέλουν. Ενώ εκείνη την περίοδο, μέχρι την δεκαετία του ’80, πέφτανε νεαροί άνδρες μέσα στο ποτάμι, από 15 χρονών και πάνω.

Ά.Π.:

Έχει τύχει ποτέ κορίτσια να πέσουνε ή όχι;

Β.Σ.:

Όχι, ποτέ δεν έχει πέσει. Τώρα τελευταία πριν από δυο χρόνια είδαμε ένα κοριτσάκι που ήτανε φιλοξενούμενο. Δεν έμπαιναν οι γυναίκες στο ποτάμι. Σε κάποια χωριά της Αλμωπίας, δεν θυμάμαι να το έχουνε κάνει, από συζητήσεις που έχουμε κάνει, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, οι γιαγιάδες κυρίως στα σπίτια, κάνουν και μία πίτα σκέτη. Εγώ στο χωριό μας δεν θυμάμαι να το έχουμε κάνει αλλά το έχω ακούσει σε άλλο χωριό που είναι θεία μου παντρεμένη εκεί. Ήταν μία πίτα που την κάναν με πολλά φύλλα και ανάμεσα βάζανε βούτυρο, αγελαδινό βούτυρο. Ήταν νόστιμη πίτα, την οποία, φώναζαν οι γιαγιάδες, δίνανε στα εγγόνια, μετά στους γιους, στις νύφες και μετά αν περίσσευε, και στη γειτονιά γύρω. Αυτό το έθιμο εγώ δεν το θυμάμαι στο σπίτι μου, το έχω δει όμως αλλού να γίνεται, εντάξει. Επίσης, σε ένα άλλο χωριό που ήταν παντρεμένη η θεία μου, στη Φιλώτεια, την ημέρα των Χριστουγέννων κάνανε νηστίσιμους λουκουμάδες τους οποίους αφού τους τηγανίζανε, μετά τους ρίχνανε, τσιτσιριστούς του λέγανε αυτοί, τους ρίχνανε μέσα σε σιρόπι από ζάχαρη και νερό και τους βγάζανε και τους τρώγανε και μοιράζανε κι από αυτά στα παιδιά. Αυτό γινότανε στη Φιλώτεια, σε ένα άλλο χωριό. Εμείς είμαστε στη Δωροθέα.

Ά.Π.:

Με την βασιλόπιτα να ρωτήσω, υπήρχε έθιμο να την κόβει ένας συγκεκριμένος στο σπίτι;

Β.Σ.:

Πάντα το έθιμο, την έκοβε ο γεροντότερος σε κάποια σπίτια, σε όλα τα σπίτια. Όποιος ήταν πιο ηλικιωμένος από το σπίτι. Αλλά κυρίως πολύ παλιά ήταν πατριαρχικές οι οικογένειες, δηλαδή οι παππούδες, οι άντρες της οικογένειας.

Ά.Π.:

Γενικά έτσι κάποιο περιστατικό που να συνέβη έτσι σε γιορτινές μέρες, σε έθιμα, που να το θυμάστε ακόμα; Να σας έκανε εντύπωση, είτε καλό είτε κακό.

Β.Σ.:

Όχι, αυτές οι μέρες ήταν ημέρες γιορτής. Κυρίως αυτό το έθιμο που κάναμε τα Χριστούγεννα, της κόλντα μπάμπω, το περιμέναμε, από το καλοκαίρι το συζητάγαμε. Ήταν για εμάς γεγονός. Να φανταστείτε, όπως προανέφερα, 10 η ώρα που ενδεχομένως σαν παιδάκια έπρεπε να κοιμηθούμε, εμείς ήμασταν ντυμένα ακόμα και με το μπουφάν ήμασταν στο κρεβάτι και όταν χτύπαγε το κουδούνι, μόνο τα παπούτσια βάζαμε και φεύγαμε. Τόση ήταν η χαρά μας και η προσμονή μας για αυτό το έθιμο.

Ά.Π.:

Και την φωτιά δηλαδή την ανάβατε μόνοι σας; Δεν ερχόταν κάποιος μεγάλος να βοηθήσει;

Β.Σ.:

Όχι, μεγάλος δεν υπήρχε. Οι ηλικίες που ήταν μαζεμένες εκεί ήταν από 8-10 χρονών μέχρι 20-21. Αυτοί που πηγαίναν φαντάροι, μέχρι εκείνοι. Δεν ερχόντουσαν πιο μεγάλοι. Αυτό ήταν έθιμο των παιδιών.

Ά.Π.:

Δεν φοβόντουσαν οι γονείς μην γίνει κάποιο ατύχημα με τη φωτιά;

Β.Σ.:

Όχι, την φωτιά την αναλάμβαναν πάντα οι πιο μεγάλοι. Δηλαδή 16, 17, 18, 19 χρονών, 20, ήταν μεγάλοι σε ηλικία. Βέβαια προσέχανε και τα πιο [00:20:00]μικρά παιδιά να μην πλησιάζουν στην φωτιά και καούνε. Καμιά φορά τους κάνανε πλάκες, τους παίρνανε αγκαλιά και δήθεν θα τους ρίξουν μέσα στη φωτιά, αυτά που συμβαίνουνε μεταξύ των παιδιών, μεγάλων και μικρών. Ήταν σαν είδος παιχνίδι για εμάς όλη αυτή η φωτιά όπως καιγότανε. Μια γιορτινή–, ήταν το πιο ωραίο. Από όλα τα Χριστούγεννα ήταν το πιο ωραίο. Εκτός του όταν μετράγαμε και τα λεφτά γιατί θα είχαμε και χαρτζιλικάκι.

Ά.Π.:

Ξέρουμε τι συμβολίζει η φωτιά;

Β.Σ.:

Την φωτιά που άναψαν οι βοσκοί για να ζεστάνουν το θείο βρέφος. Αυτό συμβολίζει και η λέξη κόλιαντ μπάμπω σημαίνει «σφάζουν, γιαγιά», άρα η γιαγιά να προστατέψει τα μικρά μωρά, τα μωρά που ζουν στο σπίτι να τα προστατέψει η γιαγιά, όχι η μητέρα τους, από τον Ηρώδη.

Ά.Π.:

Ωραία. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο. Εγώ έχω καλυφθεί.

Β.Σ.:

Ναι. Όχι, δεν νομίζω ότι υπήρχε κάτι άλλο που θα πρέπει να πούμε, όχι.

Ά.Π.:

Ωραία, ευχαριστώ πολύ.