Ο τελευταίος παραδοσιακός ξυλουργός των Λευκών της Πάρου μάς ταξιδεύει στο παρελθόν του αγαπημένου του χωριού
Ενότητα 1
Παιδικά χρόνια και σπουδές
00:00:00 - 00:30:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κάνε εσύ ερωτήσεις! Καλησπέρα! Γεια σου, είπαμε... το όνομα δεν θυμάμαι πάλι τώρα... Μαρία-Μαρίνα. Μαρινέλλα θα σε λέω εγώ, είπαμε, Μ…μαθαίνεις! Δεν έμαθα εγώ τη δουλειά. Μέχρι που ζω μαθαίνω μέχρι σήμερα, μέχρι σήμερα! Αυτοί που λένε πως τα ξέρουν όλα, δεν ξέρουνε τίποτα!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Άνθρωποι, ιστορίες και έθιμα που χάνονται
00:30:52 - 00:52:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μπράβο, κύριε Βασίλη μου! Και γι' αυτό είστε και άξιος! Και φαίνεται αυτό και στη δουλειά σας, αλλά και στην ψυχή σας! Αυτά. Τι άλλο να σο…ινε κι αυτό. Πάνω που λέμε... Ένα ένα καταργείται. Θέλει άτομα που να ασχολούνται και να παρακινήσουν τον άλλον, να το πούμε, όπως είπαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι Λευκιανοί και οι ασχολίες τους, το παρόν και το μέλλον του χωριού
00:52:23 - 01:29:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ οι Λευκιανοί, κύριε Βασίλη μου, τι άνθρωποι είναι; Τι άνθρωποι ήταν τότε και πώς έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα; Κοίτα. Καλοί άνθρωποι είμα…ζετε σε ό,τι αγαπάτε! Σ' ευχαριστώ! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να 'σαι καλά και εσύ και θα τα ξαναπούμε πάλι! Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Βασίλη!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Κάνε εσύ ερωτήσεις!
Καλησπέρα!
Γεια σου, είπαμε... το όνομα δεν θυμάμαι πάλι τώρα...
Μαρία-Μαρίνα.
Μαρινέλλα θα σε λέω εγώ, είπαμε, Μαρινέλλα...
Μαριαρίνα.
Καλώς ήρθες στο χωριό μας! Και εδώ στο σπίτι πρώτα ήτανε ταβέρνα, που μένουμε τώρα. Ήτανε το «Κρυονέρι», που το είχε ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χανιώτης.
Α, πολύ ωραία! Θα μου πείτε τώρα σε λίγο.
Ναι, ναι.
Να πούμε ότι σήμερα είναι Τρίτη 11 Νοεμβρίου του 2020.
Ναι.
Είμαι με τον κύριο Βασίλη Παντελαίο. Βρισκόμαστε στις Λεύκες της Πάρου. Εγώ ονομάζομαι Μαρία-Μαρίνα Μπουκίου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Κύριε Βασίλη μου, θα μας πείτε πότε γεννηθήκατε και πού;
Εγώ γεννήθηκα το 1946, τον Ιανουάριο μήνα, 27 του μηνός. Γεννήθηκα εδώ στις Λεύκες, αλλά ήμαστε σε άλλη γειτονιά τότες. Ήμαστε κάτω στα «Αλωνάκια» που λένε. Εκεί ήτανε το σπίτι μας. Της μάνας μου ήτανε αυτό. Και το 1951... Εκεί λέγεται η γειτονιά, η τοποθεσία «Αλωνάκια». Εδώ πέρα που ήρθαμε μετά, το λέμε «Κρυονέρι», αλλά στα χαρτιά γράφεται «Αγριλιά». Απέξω είναι το πηγάδι του Ζαχαριά, που λέμε, που παίρνανε νερό τότες. Τα γνωρίσαμε σαν παιδιά όταν ήρθαμε, ήρθαμε, είπαμε το 1951 εδώ πέρα. Πρώτα δεν υπήρχε ούτε τρόμπα, ούτε τίποτα. Με τον τενεκέ που λέμε, με το ανέσυρμα βγάζανε το νερό. Τα πηγάδια μέσα στο χωριό ήτανε τρία. Ήτανε το πηγάδι του Ζαχαριά, η πηγάδα εδώ που είναι του Κλαρίνου η ταβέρνα, η βρύση και ο Κεσμές πέρα στην Αγία Τριάδα. Από αυτά παίρνανε για πόσιμο νερό εδώ ο κόσμος, ας πούμε. Αυτό. Τώρα, μετά, τα παιδικά μου χρόνια. Εγώ πήγα στο σχολείο το 1952. Ήτανε δάσκαλος ο Χρήστος ο Αλιπράντης. Μάλιστα ο Αντρέας που είναι κι αυτός δάσκαλος είναι συνομήλικός μου κι αυτός. Λοιπόν, ήμαστε τριάντα έξι συνομήλικα παιδιά τότες. Και όταν τελείωσα το σχολείο πάλι, το τελείωσα με εκατόν ογδόντα παιδιά. Είχε πάρα πολλά παιδιά τότες. Μετά, το χωριό από το 1955 που θυμάμαι εγώ μέχρι το ‘60 φεύγανε οικογένειες. Και επί το πλείστον εδώ οι Λευκιανοί, είπαμε, δουλεύανε στην Πεντέλη και στο Διόνυσο. Παλιά ερχόντανε, δηλαδή εποχιακά όταν έπιανε κρύο το χειμώνα, κατεβαίνανε. Τα καλοκαίρια στα πανηγύρια ερχόνταν ο κόσμος. Μετά όμως που ξεκινήσαν και φεύγανε, παίρνανε την οικογένεια και όλοι... Δηλαδή όταν θα πας από το Μαρούσι, Κηφισιά, Χαλάνδρι, όλα αυτά από κει πάνω, όπως ξέρεις κι εσύ, στην Πεντέλη, όλα αυτά είναι όλο Παριανοί, Λευκιανοί.
Γιατί πήγανε εκεί;
Γιατί φεύγανε από δω. Δεν υπήρχανε δουλειές τότες. Δεν είχε δουλειές, ας πούμε. Τα προϊόντα στο χωριό μας ήτανε τα σταφύλια, να πούμε, το κρασί, το λάδι, αυτά. Δεν είχε μεροκάματα να κάθεται να δουλεύει ο κόσμος. Και μετά, λόγω, να πούμε, των πραγμάτων, αφού δεν υπήρχανε δουλειές ένας ένας πήγαινε για καλύτερη ζωή, να το πούμε. Αυτά. Ε, τώρα... Τι άλλο να σου πω; Εδώ πέρα το χωριό πάλι, ας πούμε, εμείς το γνωρίσαμε το χωριό διαφορετικά. Ήταν όλα τα επαγγέλματα μέσα. Είχαμε δέκα μπακάλικα, τσαγκαράδικα, ραφτάδικα, όλοι αυτοί, σιδεράδες, γύφτικα τα λέγαμε τότες. Εγώ είχα γνωρίσει εδώ τον μπαρμπα-Πέτρο με τον μπαρμπα-Νικόλα τον Αρκά. Και μάλιστα μια φορά, παραμονή της αγίας Αικατερίνης, μας βάλανε να μαζεύουμε λουλούδια με ένα κάνεστρο και με μία παλιάτσα, που λέμε ένα λαγήνι, μεγάλο είναι αυτό, να μαζεύομε λάδι. Και εκείνη την ημέρα πήγε ο μπαρμπα-Νικόλας να μας δώσει εκεί την παλιάτσα αυτό και αυτός πήγε από καρδιά επιτόπου εκείνη την ώρα. Ο μπαρμπα-Νικόλας ο Αρκάς είναι, ήτανε πατέρας, ήτανε πατέρας της Άννας της δασκάλας εδώ, που έχει τον Αντρέα τον Κονταράτο. Λοιπόν και πήγε από καρδιά. Εμείς τον βρήκαμε σαν παιδάκια δηλαδή, τον είδαμε εκείνη την ώρα και φωνάξαμε πια και έγινε θρήνος μεγάλος. Αυτά. Τώρα, μετά σου λέω, έβγαλα το σχολείο εγώ εδώ πέρα και αφού δεν ήθελα να πάω... Με ρώτησε ο πατέρας μου: «Θες να πας στο γυμνάσιο;». Λέω: «Δεν θέλω στο γυμνάσιο». Και ο αδερφός μου ο Νικόλας είχε ραφτάδικο εδώ πέρα. Δεν ήθελα, γιατί... να γίνεις ράφτης, να γίνεις τσαγκάρης, να γίνεις μαραγκός. Και έγινε μετά αυτή η σχολή, όπως είπα και προηγουμένως που ήτανε... αυτή ήταν αγροτολέσχη. Την είχανε στη Μάρπησσα αυτή τη σχολή. Και κάνανε μια σχολή. Από κει ξεκίνησα εγώ, να πούμε. Πήγα τρεις μήνες, μετά ξαναπήγα τρεις μήνες που τη φέραν εδώ στο χωριό. Μετά, το '60-'61 πήγα στην Κω. Εκεί ήταν η Γεωργική Σχολή, Γεωργοτεχνική Σχολή λεγότανε. Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα. Και πήγα πάλι το '60-'61. Μετά όταν ήρθα, πάλι πήγα εδώ πέρα σε διάφορα μαγαζιά. Εδώ ήτανε ο Λινάρδος ο Γαϊτάνος. Και να πω κι αυτή τη λεπτομέρεια, για να δούνε τα παιδιά που δεν υπάρχει σήμερα πειθαρχία. Γιατί γελάσαμε μια φορά, ύστερα από δυο χρόνια, μας έβγαλε. Λέει: «Τι το περάσατε το μαγαζί μου εδώ; Μπουρδέλο; Να εκεί πέρα το Ράμνο να πα’ να γελάτε!». Κατάλαβες; Κι ούτε πληρωνόμαστε, ούτε τίποτα. Μετά πήγα στην Παροικιά κάτω, στο Δημήτρη τον Αποστολόπουλο. Εκεί πάλι κάθισα άλλα σχεδόν δυο χρόνια και μετά πήγα εθελοντής στην αεροπορία, δεκαοχτώ χρονώ, το Σεμτέμβριο πήγα στην αεροπορία εθελοντής. Όταν απολύθηκα πάλι δούλεψα στην Αθήνα στην Κηφισιά και μετά, το 1968, ήρθα εδώ πέρα που έκανα το μαγαζί.
Εσείς τι τέχνες πήγατε να μάθετε εδώ στην...
Ε, την αυτή τη Γεωργοτεχνική Σχολή; Ήτανε το επάγγελμα ό,τι ήθελε καθένας. Δηλαδή, ναι μεν, υπήρχανε συνεργείο, ας πούμε, για μαραγκούδικα για όλα αυτά, αλλά συγχρόνως είχε και άλλα επαγγέλματα μέσα. Είχαμε όμως θεωρία και πράξη. Δηλαδή η Σχολή, ας πούμε, είχε δύο τρακτέρ, είχε κτήματα, είχαμε ατομικό αγρό, είχε μέλισσες, είχε... Δηλαδή όλα αυτά ήτανε... μελισσοκομία που είχαμε, μηχανική καλλιέργεια, γύρω από οικοδομή, τα πάντα, όλα αυτά. Κατάλαβες; Και... Αλλά είπαμε, επί το πλείστον ο καθένας ήτανε εκεί που ήθελε, να πούμε. Εγώ μ' άρεσε το μαραγκούδικο, πήγαινα στο συνεργείο που ήταν το μαραγκούδικο. Κατάλαβες; Συγχρόνως όμως μας κάνανε αυτά. Αλλά ήτανε, είπαμε, θεωρία και πράξη. Ό,τι έκανες υπήρχε αίθουσα που κάναμε τη θεωρία και μετά κάναμε πράξη. Μετά πάλι, μετά, όπως είπαμε, ήρθα το '68 εδώ πέρα, γιατί παλιά δεν υπήρχανε εδώ πέρα μηχανήματα. Ήτανε όλα με το χέρι γινότανε. Ο πρώτος που έφερε μηχανήματα ήταν ο πατέρας της Ανδριανής, ο μαστρο-Μπενέτος το 1967. Εγώ ήρθα το 1968 κι έφερα κι εγώ. Και ήμουνα πάλι... Το σπίτι αυτό που ήμαστε, ας πούμε, τότες στα Αλωνάκια, μου το έδωσε η μάνα μου και το έφτιαξα εγώ μαραγκούδικο. Δεν υπήρχανε δρόμοι εδώ γύρω το χωριό, για να πεις ότι θα πα’ να χτίσω σε οικόπεδο. Κι όλα τα μαγαζιά τότες, ό,τι επαγγέλματα και να ήτανε, ήτανε μέσα στο χωριό. Δεν βγαίναμε έξω απ' το χωριό. Ο πρώτος δρόμος που έγινε αυτός εδώ ο αγροτικός, να τον επούμε, ήτανε όταν έγινε η δεξαμενή εδώ πέρα. Να το πω κι αυτό ότι το νερό εδώ... Έκανε πρώτα ο Σύλλογος το 1958 έβαλε τις βρύσες αυτές μέσα στο χωριό και θυμάμαι σαν παιδάκι πάλι το Μηνά τον Κονταράτο που τον λέγαν και Γαλαρία γιατί άνοιγε τις γαλαρίες και ήταν κι ο πατέρας μου μαζί και ανοίξανε την πρώτη γαλαρία εδώ στο Αγιάσι, λέγεται η τοποθεσία αυτή. Μετά ανοιχτήκανε κι οι άλλες γαλαρίες και είχαμε νερό στο χωριό. Δηλαδή το χωριό υδρευότανε από τα νερά αυτά που... απ' τις πηγές που είναι από πάνω από το Στρούμπουλα μέχρι κάτω τον Άη Γιάννη, εδώ το Σταυρό που λέμε και κατεβαίνουμε κάτω. Τον Κοτσατσό, που λέμε που ήτανε η άλλη γαλαριά, εδώ στο Αγιάσι. Με αυτό το νερό ήταν εδώ το χωριό πρώτα. Δηλαδή βάλανε βρύσες μέσα στο χωριό, μετά πάλι ένας ένας, λέει, να βάλουμε μια βρύση στο σπίτι. Δεν υπήρχανε αυτοί... Και ήτανε πάλι το πρώτο χωριό που έκανε αποχέτευση το 1965. Κατάλαβες; Ε, σιγά σιγά σιγά ήρθε η εξέλιξη των πραγμάτων. Τώρα άλλαξε ο τρόπος ζωής. Έχω βγάλει και μια στροφή που λέω: «Άλλαξε ο τρόπος της ζωής και η τεχνολογία και τρέχουμε σαν τα ρομπότ σ' αυτή την κοινωνία». Λοιπόν, τι άλλο να σου πω τώρα μια και λέμε γι' αυτά.
Οι γαλαρίες τι ήταν, κύριε Βασίλη;
Γαλαρία ήτανε μια στοά που έβγαινε μέσα στη γη, και είχε πηγάδι παραπάνω που είχε αρκετό νερό και άνοιγες τη γαλαρία, έβρισκε το πηγάδι αυτό και έβγαινε, να πούμε, το νερό. Κατάλαβες; Μ' αυτό τον τρόπο.
Και πού πήγαινε;
Το νερό αυτό μετά είχε δεξαμενή εδώ κάτω. Η πρώτη δεξαμενή ήταν εδώ στο δάσος μια μικρή δεξαμενή. Εκεί μαζευόταν το νερό. Και μετά κάνουμε τη δεξαμενή αυτή τη μεγάλη εδώ πέρα που ‘ρθόταν εδώ και γινόταν πια η διανομή μέσα στο χωριό. Κατάλαβες; Η δεξαμενή αυτή η μεγάλη είναι εδώ πάνω που βγαίναμε να πάμε για τον προφήτη Ηλία. Πρέπει να την ξέρεις αυτή τη δεξαμενή εδώ. Τι άλλο θα 'λεγα τώρα επάνω σε αυτό το… Με το νερό το τελειώσαμε. Για την αποχέτευση είπαμε πώς έγινε. Ήταν το πρώτο χωριό που έγινε αποχέτευση, αλλά τελικά μέχρι σήμερα αυτά όλα, τα λήμματα που λέμε, καταλήγουνε κάτω εκεί στο... την Αγία Τριάδα από κάτω, στον Καλογέρο που λέγεται η τοποθεσία. Έχει γίνει δύο φορές μελέτη, αλλά έχουνε μείνει στη μελέτη. Και όλα αυτά πού βυθίζονται, πού πάνε, σε ποιο υδροφόρο ορίζοντα καταλήγουνε, από κει και κάτω, δεν ξέρω! Παραμείναμε στη μελέτη. Όποιος έρθει, η μελέτη, μείναμε στη μελέτη. Τέλος πάντω. Αυτά. Εδώ πέρα το χωριό ανάπτυξη πήρε μετά το '70-'71, γιατί όπως είπαμε ξαναρχίσανε και ερθόντανε κόσμος, ας πούμε, εδώ. Φχιάξανε καινούργια σπίτια και κάπως πήρε ζωή. Τώρα, όπως είπαμε για το χωριό, [00:10:00]για τα επαγγέλματα και για τα μπακάλικα υπήρχανε πολλά. Σουπερμάρκετ δεν είχε τότες. Μετά πάλι το πρώτο σουπερμάρκετ το ‘φτιαξε ο Δημήτρης ο Δεσύλλας. Ή μου φαίνεται ο Αποστόλης πρώτα; Δεν θυμάμαι πάνω σ' αυτό, δεν θυμάμαι ακριβώς, εδώ στου Καστανιά από κάτω το κτίριο. Ε, τώρα φτάσαμε πάλι, έχει μόνο ο Γιάννης κάτω ο Κρητικός έχει αυτό το μπακάλικο. Σουπερμάρκετ δεν υπάρχει. Το καλοκαίρι, είπαμε, το χωριό είναι φουλ από κόσμο. Το χειμώνα όμως είμαστε πάλι τρεις κι ο κούκος που λένε. Όταν πάει έξι η ώρα δεν κυκλοφορεί άνθρωπος. Το παραδοσιακό καφενείο, όπως λένε, έμεινε αυτό... Είναι ιδιοκτησία... Αυτός τώρα, το όνομά του θυμάμαι, Θοδωρή τονε λένε. Είναι δύο αδέρφια αυτοί. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι το επίθετο αυτή τη στιγμή, αλλά δεν βρίσκεται και άνθρωπος να το πάρει. Έλεγε κάποτε ο δήμος πως θα το πάρει, αλλά πώς; Αφού είναι ιδιοκτησία, πρέπει να το αγοράσεις για το φτιάξεις αυτό το πράμα, έτσι δεν είναι; Για το «Ξένια», όπως είπα πιο μπροστά κι αυτό, εμείς το γνωρίσαμε, το είχε πρώτα, τελευταίος ήταν ο Σαλματάνης, που το είχε, ας πούμε. Πιο μπροστά ήτανε και ο Λαουτάρης ο Δημήτρης το είχε, θυμάμαι και άλλοι, ας πούμε. Τώρα το κάνανε «Το Σπίτι της Λογοτεχνίας». Το χτίριο είναι να καταρρεύσει, αλλά θα το φτιάξει ο δήμος. Αυτό το λέω να τ' ακούσουνε. Θα πάει ο δήμος να το φτιάξει, αφού το φτιάξαν «Το Σπίτι της Λογοτεχνίας». Και δεν έρχονται μόνο αυτοί που γράφουνε τα βιβλία, παρά φέρνουνε και οικογένειες μέσα, παιδιά, γιαγιάδες, παππούδες για να κάνουνε τουρισμό. Λοιπόν, τι άλλο να σου πω γύρω από το χωριό; Α, εμείς το χωριό το γνωρίσαμε με δύο ενορίες εδώ. Είχαμε ενορία την Αγία Αικατερίνη πάνω και την Αγία Τριάδα. Μόνο το Πάσχα, τη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίναμε γιατί έβγαινε ένας επιτάφιος μέσα στο χωριό. Δεν βγαίνανε δύο. Ανάσταση πάλι κάναμε πάλι εδώ, στην Αγία Αικατερίνη. Εγώ είχα γνωρίσει τον παπα-Δημήτρη τον Γκίκα που λέγανε και τον παπα-Σπύρο. Αυτοί πηγαίνανε όμως, μια Κυριακή, κάνανε δηλαδή εναλλάξ. Πήγαινε ο ένας στην Αγία Τριάδα, ερθόταν ο άλλος στην Αγία Αικατερίνη. Και ούτω καθεξής. Ε, τα πανηγυράκια αυτά γινότανε τότες, το περίμενε ο κόσμος το κάθε πανηγυράκι να γίνει. Της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Δημητρίου και ούτω καθεξής. Τώρα, αύριο είναι και τ' Αγίου Μηνά. Εμείς εδώ είχαμε τον Άη Γιάννη το Χρυσόστομο που είναι κι αυτό. Υπάρχει Εκκλησία. Των Ταξιαρχών προχθές. Υπάρχει κι εκεί πάλι εκκλησία που πάμε στην Αγία Τριάδα, όλες. Ο Άγιος Σπυρίδωνας, όλες αυτές, της Αγίας Παρασκευής το καλοκαίρι. Όλα αυτά υπήρχαν εκκλησίες που τα γιορτάζανε αυτά και πήγαινε ο κόσμος. Τώρα κι αυτά σιγά σιγά τα έχουνε καταργήσει. Αλλάξανε, είπαμε, άλλαξε κι ο τρόπος ζωής τώρα. Δεν μπορεί ο καθένας να τρέχει στα πανηγύρια και σε αυτά. Αυτά. Τι άλλο; Για το χωριό είπαμε... Δεν... Άμα θες κάποια ερώτηση να μου κάνεις εσύ γύρω από αυτό;
Εσείς από τα παιδικά σας χρόνια ποιες αναμνήσεις κυριαρχούν περισσότερο στο μυαλό σας; Τι θυμάστε πιο πολύ ως παιδί;
Σαν παιδί τότες τα παιχνίδια δεν υπήρχανε. Ούτε τηλέφωνο είχαμε, ούτε ηλεκτρονικά παιχνίδια κάναμε. Τα παιχνίδια τα φτιάχναμε εμείς, μόνοι μας. Δηλαδή ένα πατίνι για να το 'φτιαχνες ήτανε μεγάλη διαδικασία. Πού θα έβρισκες τα ξύλα! Πού θα έβρισκες τα ρουλεμάν! Όλα αυτά. Τον αετό που φχιάχναμε, δεν υπήρχανε κόλλες. Με το ζυμάρι κάναμε κόλλα, με την κόλλα της αμυγδαλιάς, για να κολλήσουμε να κάνουμε τον αετό. Όλα αυτά. Παίζαμε εντωμεταξύ σβούρες. Παίζαμε εδώ από κάτω στο δρόμο αυτό, είχε αλώνι ο πατέρας μου εδώ πέρα εμένα. Το καλοκαίρι γινότανε, τι να σου πω; Παιδάκια μαζευόμαστε μέσα στο αλώνι. Και... Αλλά με τα παιχνίδια αυτά, κάθε εποχή υπήρχανε εποχιακά παιχνίδια. Ήταν, ας πούμε, οι σβούροι που λέγαμε εδώ. Τα «κίλια», η μπίλια που λέμε, εμείς τα λέγαμε «κίλια». Κατάλαβες; Παίζαμε κι αυτά. Δεκάρες. Όλα αυτά τα παλιά κέρματα που ήτανε του 1920, '30 κομμένα, μ' αυτά παίζαμε. Κατάλαβες; Το κρυφτό, η «Αγιά Χωστή», τη λέγαμε εμείς, «Αγιά Χωστή», το «σκλαβάκι» που παίζαμε και στο σχολείο. Αυτά τα παίζαμε και στο σχολείο. Παίζαμε παιχνίδια τέτοια, να πούμε. Άλλοι μακριά γαϊδούρα. Εμείς εδώ τη λέγαμε «πορτολιά» αυτή δηλαδή, που καθότανε ένα παιδί κάτω και περνάγανε οι άλλοι από πάνω και οποίος έκανε λάθος ή έβρισκε πάνω, να πούμε... Μετά σηκωνόταν αυτός, καθόταν ο άλλος. Δηλαδή είχες παραδείγματος χάρη ένα μαντήλι, ένα οτιδήποτε κράταγες, όπως ήτανε σκυμμένος ο άλλος το αφήναμε και έλεγες: «Αφήνω και το πράμα μου!». Έμενε πάνω στην πλάτη αυτουτού. Όταν πέρναγες όμως και το έπαιρνες εσύ με τα πόδια σου, δεν ξέρω τι, καθόσουνα κι εσύ κάτω και σηκωνότανε αυτός πάνω. Κατάλαβες; Τέτοια παιχνίδια. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Αυτά. Εγώ σαν παιδί αυτά γνώρισα, αυτά και... Ωραία περάσαμε!
Τα σκλαβάκια τι ήτανε;
Το «σκλαβάκι» ήταν ένα παιχνίδι πάλι που ήτανε οι μισοί από τη μία και οι άλλοι μισοί απ' την άλλη, και πάλι κρατάγαμε πράγμα, ας πούμε, που το πήγαινες και το 'δινες εσύ στον άλλον, το 'παιρνε αυτός και πάλι και γινότανε εναλλάξ, ας πούμε, και πώς να το πούμε, υπήρχε κι εκεί η γρηγοράδα και ποιος θα πήγαινε πρώτος, παραδείγματος χάρη, ποιος θα 'παιρνε το πράγμα να τα δώσει στον άλλο. Και υπήρχε αυτή η διαδικασία. Κατάλαβες; Αυτά. Τώρα δεν θυμάμαι και λεπτομέρειες για άλλα πράγματα. Πάντως από παιχνίδια, σου λέω, αυτά ήταν εδώ.
Η οικογένειά σας, το οικογενειακό σας περιβάλλον πώς ήταν;
Ο πατέρας μου ήτανε γεωργός. Δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό να πάει... Σαν νεαρός είχε φύγει, είχε πάει στην Άνδρο που ανοίγανε δρόμοι, τέτοια πράγματα. Αλλά μετά όμως πια που παντρεύτηκε από το 1900... Είχε παντρευτεί πρώτα-πρώτα δυο φορές. Είχε πάρει του Αρκά την κόρη, τη Δέσποινα, που ήταν ο αδερφός μου ο Γιώργος με τον Γιάννη, ήταν από άλλη μάνα. Και μετά πήρε τη μάνα μου, η μάνα μου ήταν η Μαριγώ Μαυραγκά το επίθετο. Ο πατέρας μου ήταν ο Θοδωρής, το παρατσούκλι ήταν «Σαΐτης». Τα 'χω ξαναπεί αυτά μια φορά πέρα στο χορό... όχι, στο χορό, εκεί στο θεατράκι που κάναν μια εκδήλωση. Θα σου πω μια ιστορία παρακάτω για τον παππού μου το Θοδωρή. Και επαντρεύτηκε το 1932. Έκανε επτά παιδιά η μάνα μου. Τα δυο πεθάνανε μικρά από εντερικά. Τότες ήταν τα εντερικά. Δεν υπήρχε ούτε κινίνο, ούτε τίποτα. Και ζήσαμε εμείς οι άλλοι. Λοιπόν. Είμαστε έξι αγόρια και μια αδερφή στη ζωή, ας το πούμε. Τι με ρώτησες προηγουμένως που δεν… Κάτι με ρώτησες και δεν θυμάμαι τώρα να σου απαντήσω.
Γιατί την οικογένειά σας...
Για την… Α, ο πατέρας μου πως ήτανε αγρότης και τέτοια, ναι. Αυτά. Δεν είχε φύγει ποτέ εδώ πέρα. Εδώ. Είχε κτήματα, ας πούμε, είχε αμπέλια, είχε ελιές, είχε... και ζώα είχε. Είχε φύγει το 1952 με τον Νίκο τον Περάκη του Φραγκίσκου που ήτανε, τότε αυτός που ήτανε πτέραρχος τον πατέρα και είχανε πάει στην Τζιά και στη Σύρο και φέραν αγελάδες για γάλα. Ήτανε οι πρώτοι από δω απ' το χωριό που πήγανε και φέρανε αυτές τις αγελάδες. Ε, και μετά ασχολούντανε μ' αυτά. Και εποχιακά πάλι όταν ήτανε τα λιοτρίβια που λέμε εδώ, δούλευε σα λιοτριβιάρης τον λέγανε. Δηλαδή ήτανε σαν μάστορας μες στο λιοτρίβι που αλέθανε τις ελιές και όλα αυτά. Γιατί κι αυτά τα γνωρίσαμε πάλι χειροποίητα. Πάλι το πρώτο ελαιοτριβείο που έγινε, ας πούμε, με μηχανήματα ήτανε το υδραυλικό εδώ πέρα, που το πήρε αυτό το σπίτι μετά το 'φτιαξε σπίτι η Δημητριάδου η Μαρία. Αυτό το λέγαμε υδραυλικό, το είχε κάνει ο μπάρμπας Νικολάκης εδώ ο Χανιώτης ο Παρδάλης που λέγαμε, ο Καπούτσος ο μπαρμπα-Γιώργος κι ο Πατέλης ο γιατρός. Αυτοί οι τρεις το φτιάξανε το υδραυλικό. Αυτό γνωρίσαμε δηλαδή σα μηχανοκίνητο, να το πούμε. Και μετά το 1960-'61 έφτιαξε ο Αντρέας ο Κονταράτος πιο σύγχρονο πάλι μετά. Εκεί είχα δουλέψει κι εγώ δυο τρεις χρονιές. Και γύρω πάλι από αυτά, την ίδια εποχή δηλαδή μες στο Νοέμβριο μέχρι το Γενάρη ανοίγανε και τα ρακιδιά. Τώρα τα λένε καζάνια. Ρακιδιό το λέγαμε στο χωριό. Υπήρχανε τρία. Του Αγγελάκη, του Κοντού και του Κονταράτου, που βγάζαμε το ρακί. Ε, αυτά ήτανε γύρω δηλαδή από αυτά τα... Πώς να το πούμε; Τα επαγγέλματα τότες του χωριού μας. Το χωριό μας, όπως είπαμε, υπήρχανε όλα τα επαγγέλματα σχεδόν. Και ραφτάδικα είχα γνωρίσει και σιδεράδες, ήτανε οι γύφτες που λέγαμε εμείς εδώ, όπως είπαμε. Όλα, όλα τα επαγγέλματα. Κι ο αδερφός μου ο Νικόλας τότες που ήτανε το ραφτάδικο, έραβε εδώ στο σπίτι από κάτω το πατρικό μας. Και μιαν άλλη λεπτομέρεια είναι ότι τα φώτα τότες γνωρίσαμε την ηλεκτρική μηχανή, είχε μια γεννήτρια απ' το 1949 που ήταν εδώ στο χωριό, αλλά όταν πήγαινε έντεκα η ώρα έδινε ένα σήμα και σβήνανε τα φώτα. Και μετά άναβε λουξ. Και τις ταβέρνες στα μαγαζιά αυτά είχανε το λουξ πάντα. Το λουξ ξέρεις τι είναι! Είναι σαν γκαζιέρα που ήτανε παλιά με αμίαντο μέσα. Τον τρομπάρανε και δούλευε αυτό το πράγμα, δηλαδή με καθαρό πετρέλαιο. Κατάλαβες; Αυτά. Αυτή ήταν η ζωή τότες του χωριού. Αλλά υπήρχε κόσμος υπήρχε... Τώρα όπως πάμε σιγά σιγά τα ήθη και τα έθιμα τα καταργούμε, τα έθιμα. Γνωρίσαμε εδώ, τις ταβέρνες μέσα τον μπαρμπα-Δημήτρη τον Περάκη τον Τσαμπουνάρη που τον λέγανε το παρατσούκλι με τη λατέρνα και έβγαινε αυτός και του αγίου Βασιλείου με τη λατέρνα και έλεγε την Αρχιμηνιά, να πούμε, τον Άγιο Βασίλη με λατέρνα και συγχρόνως βγαίνανε και με τσαμπούνες του αγίου Βασιλείου. Τα Χριστούγεννα εμείς σαν παιδάκια φχιάχναμε, ας πούμε, ένα καραβάκι, κάτι που κρατάγαμε και βγαίναμε στα σπίτια. Αλλά του αγίου Βασιλείου ήταν αυτό. Και πάλι σ' αυτό είχα ένα γραμμόφωνο εγώ και μου είχε πάρει ένα δίσκο ο αδερφός μου ο Νικόλας με την Αρχιμηνιά. Και γυρίζαμε εδώ με ένα άλλο, να πούμε, βαστάγαμε το γραμμόφωνο και γυρίζαμε τα σπίτια. Κι ήτανε για εκείνα τα χρόνια –πώς να το πούμε;– πιο εξελιγμένο ν' ακούς απ' το γραμμόφωνο τα... Το γραμμόφωνο αλλάζεις, ξέρεις, βελόνα, το κουρδίζεις, ξέρω γω, και έλεγε την Αρχιμηνιά ο δίσκος. Ε, τα παιδικά αυτά. Δεν έχω κάτι άλλο, να πούμε, που να 'ναι ξεχωριστό για μένα...[00:20:00]
Εσείς σαν παιδάκι τι σας άρεσε πιο πολύ να κάνετε; Τι είναι αυτό που αγαπούσατε ή που ονειρευόσασταν να κάνετε;
Εγώ και στο σχολείο μέσα άμα... Υπάρχει ακόμα ένα βιβλίο που γράφει μέσα: «Όταν θα μεγαλώσω θα γίνω μαραγκός!». Και σου λέω από δεκατριώ χρονώ που ξεκίνησα, ας πούμε, μετά.. Συγχρόνως έκανα κι άλλες δουλειές. Όπως είπαμε, ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Εποχιακά πηγαίναμε να τον βοηθήσω, ας πούμε, τον πατέρα μου. Κατάλαβες; Στον τρύγο, ξέρω γω, στην καλλιέργεια, τα αμπέλια, όλα αυτά. Αλλά το επάγγελμά μου δεν το παράτησα ποτέ. Κατάλαβες; Είπαμε, δεν πήγαινες τότες για να πληρωθείς. Πήγαινες με μαστόρους και πάλι λέγανε ό,τι δεις εσύ με το μάτι, ό,τι αρπάξεις δηλαδή. Δεν δείχνανε. Πολύ λίγοι. Μετά εγώ που πήγα πια στην Παροικιά μέσα, σ' αυτό το μαστρο-Μήτσο τον Αποστολόπουλο, αυτός ο άνθρωπος μου είπε ορισμένα πράγματα. Κατάλαβες; Ειδάλλως και πληρωνόμουνα τότες, έπαιρνα και μεροκάματο είκοσι δραχμές. Αλλά πηγαίναμε πάλι πρωί κι απόγευμα και εκεί. Κατάλαβες; Όπως και το σχολείο ένα διάστημα το είχαμε προλάβει και αυτό πάλι πρωί κι απόγευμα. Και αυτό. Ε, μετά, σου λέω, έφυγα πάλι. Πήγα εθελοντής και μόλις απολύθηκα, πήγα στην Κηφισιά που σου λέω. Εκεί πάλι, να πούμε, συνέχισα και όταν ήρθα εδώ πέρα, σου λέω, το 1968 έφερα κι εγώ τα μηχανήματα αυτά που έφερα. Αυτά.
Στην Κω τι είχατε πάει να κάνετε;
Στην Κω είπαμε ήταν Σχολή Γεωργοτεχνική λεγόταν αυτή. Ήτανε Βασιλικό Εθνικό Ίδρυμα, Γεωργοτεχνική Σχολή Κω, τα Δωδεκάνησα κάτω. Ε, κι εκεί είπαμε. Ήτανε την τέχνη που ήθελες εσύ πιο πολύ, είχε συνεργείο κι αυτά, αλλά συγχρόνως είχε και ένα σωρό άλλα επαγγέλματα μέσα δηλαδή. Και χτίσιμο είχε και τραχτέρ είχε, μαθαίναμε οδήγηση, οργώνανε χτήματα και μέλισσες είχε. Τότες δεν είχαμε γνωρίσει εμείς τις ευρωπαϊκές κυψέλες, αυτές τις ξύλινες. Εδώ ήτανε τα πήλινα, τα λεγόμενα υψέλια, που τα λέγανε εδώ πέρα. Κατάλαβες; Εκεί είχανε τις μέλισσες. Και κάτι χτιστά κάνανε. Επί το πλείστον είχαν αυτά τα πήλινα, τα υψέλια. Εκεί γνώρισα και εγώ, σου λέω, τις ευρωπαϊκές κυψέλες, αυτές τις ξύλινες. Αυτό.
Δηλαδή ο καθένας μάθαινε και την τέχνη που επέλεγε...
Ναι! Και συγχρόνως είχε και άλλα πράγματα, να πούμε, μέσα. Ήταν ωραίες ήταν αυτές οι σχολές, ωραίες ήτανε! Υπήρχε πειθαρχία, αυτό, αλλά ήτανε όμως ωραίες. Ωραίες σχολές ήταν αυτές! Δεν ήταν δηλαδή... Πώς να το πούμε; Και έξοδο μας βγάζανε τα Σαββατοκύριακα, αλλά, έπρεπε να πας, ας πούμε, στο γήπεδο παραδείγματος χάρη, που είχε γήπεδο να πα’ να παρακολουθήσεις ποδόσφαιρο, σε κάνα ζαχαροπλαστείο, σε τέτοια πράγματα πάλι. Δεν πήγαινες στην ταβέρνα. Κατάλαβες; Γιατί εκεί πάλι παίρνανε από δεκαπέντε χρονώ μέχρι δεκαοχτώ. Κατάλαβες; Δεν έχει ούτε πιο μικρός, ούτε πιο μεγάλος. Κατάλαβες;
Μένατε μέσα;
Μέσα, μέσα, μέσα, μέσα. Μέσα. Δηλαδή όταν ήτανε ακριβώς όπως στο στρατό. Τα κρεβάτια ήτανε διώροφα με τις κουβέρτες, με αυτά. Δεν είχε τότες σεντόνια και αυτά, δεν... Ούτε και στο στρατό γνωρίσαμε εμείς αυτά τα πράγματα. Μέσα. Τα ρούχα είχε για πλυντήριο, αλλά όταν ήθελες τα 'πλενες και μόνος σου. Κατάλαβες; Δηλαδή βάζαμε απάνω νούμερα και τα 'δωνες στο πλυντήριο. Αλλά επί το πλείστον καμία φορά, εγώ επί το πλείστον τα 'πλενα, μόνος μου τα 'πλενα τα ρούχα μου. Κατάλαβες; Δηλαδή όταν έφευγες από δω, έλεγε, θα πάρεις, ας πούμε, μία φόρμα και ένα ζευγάρι άρβυλα για την καθημερινή και τα ρούχα αυτά που είχαμε πάλι μετά για έξοδο και ξέρω εγώ. Εκεί κυκλοφορούσαμε με μπλε φόρμα όλα τα παιδιά. Αλλά υπήρχε, σου λέω, πειθαρχία. Δηλαδή το πρωί όταν σηκωνόμαστε πρώτα γινότανε γυμναστική κάθε πρωί, σουηδική γυμναστική και μετά πηγαίναμε για ρόφημα. Τη μια μέρα είχε γάλα, την άλλη μέρα είχε τσάι. Απ' τη μέρα που πήγαμε εκεί, μέχρι που φύγαμε δηλαδή, ήτανε τα τραπέζια μ' ένα πάγκο και καθόμαστε έξι από τη μια και έξι από την άλλη, στην ίδια θέση που καθίσαμε την πρώτη μέρα μέχρι που τελείωσε η χρονιά, να το πούμε, εκεί ήτανε συνέχεια. Κατάλαβες; Και ήτανε πάλι το προσωπικό, ας πούμε, ο διευθυντής, ο τμηματάρχης, όλοι αυτοί που μας είχαν, κάθε μέρα πήγαινε και ένας μαθητής να καθίσει πάλι στο τραπέζι που ήταν αυτοί γιατί ήταν, ας πούμε, ο τρόπος συμπεριφοράς, πώς θα φάμε, πού θα ακουμπήσουμε το πιρούνι, πού θα βάλουμε το κουτάλι, πού θα μπει το ψωμί, πού, ξέρω γω... Να μη γίνεται θόρυβος με τα μαχαιροπήρουνα, όλα αυτά ήτανε όλα... Υπήρχε τάξη, με λίγα λόγια. Κατάλαβες; Δεν είχε εκεί πέρα παρατράγουδα πολλά.
Πώς αποφασίσατε εσείς να πάτε σ' αυτή τη σχολή;
Είχανε... Εδώ πέρα το είχανε δημοσιεύσει τότες και μάλιστα ήταν ο Νίκος ο Βιτζηλαίος, αν έχεις ακουστά, ήτανε δάσκαλος κι αυτός εδώ στο χωριό. Της Χρυσούλας του... της νύφης μου ήταν αδερφός. Και ήρθε και η γυναίκα του που πήρε μετά η Φρόσω κι αυτή σα δασκάλα εδώ πέρα και ερωτευτήκανε, να το πω, και παντρευτήκανε κι αυτοί. Και αυτός το συζήτησε, ας πούμε, με τον πατέρα μου και λέει αυτό κι αυτό. Αφού είχα πάει στην άλλη τη Σχολή την Αγροτολέσχη εδώ πέρα και είχα κάνει έξι μήνες και ήταν εδώ στη Μάρπησσα και μετά στο χωριό, το ερχόμενο αμέσως, ας πούμε, είχα πάει εγώ το '59, το '60 αμέσως πήγα μετά πάλι εκεί. Κατάλαβες;
Οι άλλες οι Αγροτολέσχες που ήταν εδώ στην Πάρο μοιάζανε μ' εκείνη;
Ήτανε, αυτή ήταν στη Μάρπησσα, αλλά αυτή δεν ήτανε... Γιατί αυτή η σχολή πηγαίναμε, δεν ήτανε δηλαδή εσώκλειστοι. Ενώ εκεί κάτω που πήγαμε μέναμε μέσα, μέσα στη σχολή.
Και μαθαίνετε κι εδώ τα ίδια;
Εδώ ήτανε τη μια βδομάδα πηγαίναμε στο μαραγκούδικο, την άλλη βδομάδα πηγαίναμε στο χτίσιμο. Από βδομάδα σε βδομάδα. Κατάλαβες; Και φχιάχναμε πράγματα, δηλαδή... Το θυμάμαι όταν πήγαμε... τον πρώτο τοίχο τον χτίσαμε περιφράξαμε το γήπεδο κάτω εδώ στη Μάρπησσα. Γύρω γύρω τον τοίχο τον χτίσαμε εμείς. Κατάλαβες; Ήταν ο μάστορας από πάνω μας. Μας έλεγε, ας πούμε, πώς θα ανοίξουμε το θεμέλιο, πώς το ένα, πώς το άλλο, τα πάντα όλα. Ήταν ο μπαρμπα-Μανώλης ο Ραγκούσης, Μανετάκης ήταν αυτός το παρατσούκλι του. Και εδώ στο μαραγκούδικο ήταν ο μαστρο-Μπενέτος της Ανδριανής ο πατέρας.
Εσείς δηλαδή ποιες τέχνες μάθατε εδώ στην Πάρο;
Εδώ, είπαμε, το μαραγκούδικο και απ' το χτίσιμο κάτι πήραμε κι από κει, όλο και κάτι μένει. Άμαν είσαι μικρός όλο και κάτι μαθαίνεις.
Κύριε Βασίλη μου, τι ήταν αυτό που ως παιδί σας έκανε να θέλετε να γίνετε μαραγκός όταν μεγαλώσετε;
Ε, αυτό τώρα επειδής, ας πούμε, από παιδάκια χτίζαμε σπιτάκια, φχιάχναμε μόνοι μας μια πορτούλα, ξέρω γω. Είχα ένα σκυλάκι, του χτίσαμε το σπιτάκι εμείς να το βάλουμε μέσα. Το πατίνι που φχιάξαμε μετά, ξηλώσαμε μια πόρτα παλιά για να βρούμε ξύλα να κάνουμε, γιατί δεν υπήρχαν τα ξύλα που υπάρχουνε. Κατάλαβες; Ε, και όλα αυτά σιγά σιγά... Είχαμε... Πώς να το πούμε; Ήτανε,να καρφώσουμε πρόκες να κάνουμε, να δείξουμε κι όλα αυτά σιγά-σιγά-σιγά μ' άρεσε, ας πούμε, και είχα καταλήξει εκεί. Αυτό.
Και μετά πώς κύλησε η ζωή που ανοίξατε εδώ τα μαραγκούδικο πλέον και φέρατε τα μηχανήματα εδώ στο χωριό;
Εδώ τότες πάλι, ας πούμε, υπήρχανε δουλειές μέσα στο χωριό, αλλά όχι πολλές και πηγαίναμε και στα άλλα χωριά και στις εξοχές. Κατάλαβες; Ήταν στο Πίσω Λιβάδι, παραδείγματος χάρη, στο Δρυό, εκεί, είχαν αρχίσει λόγω τουρισμού και χτίζανε σπίτια και αυτά. Και εγώ μετά και στην Αντίπαρο είχα δουλέψει. Κατάλαβες; Σε όλη την Πάρο, σε όλη την Πάρο μετά... Γιατί όταν ήσουνα μαραγκός σε ένα χωριό δεν έκανες ένα είδος. Παραδείγματος χάρη, τώρα ο άλλος φχιάχνει ντουλάπια, φχιάχνει κουφώματα. Τότες μες στο χωριό τα πάντα κάναμε. Κατάλαβες; Εγώ είχα φχιάξει εδώ πέρα κρεβατοκάμαρες, είχα μάθει, να πούμε, καπλαμαδένια έπιπλα, καρέκλες φχιάχναμε, τα πάντα, τραπέζια, ντιβανοκασέλες, σιφινιέρες, σκάφες που ζυμώνανε. Τι να πρωτοθυμάμαι τώρα; Δηλαδή όλα αυτά τα πράγματα μες στο χωριό, όλα τα φχιάχναμε εδώ. Δεν είναι, όπως τώρα να πούμε, ο άλλος λέει μαραγκός. Μαραγκός, τι μαραγκός; Μαραγκός έχει πολλές ειδικότητες στο μαραγκούδικο. Τα λουστράραμε πρώτα πρώτα δεν υπήρχαν τα βερνίκια που υπάρχουν τώρα με μπιστόλια και τέτοια, με γομαλάκα φχιάχναμε... Η γομαλάκα ξέρεις, είναι από το λέπι, λένε, από το κόκκαλο του ψαριού γίνεται και μετά βάζαμε οινόπνευμα με μπάλα, με μπαμπάκι και βάζαμε ελαφρόπετρα για να κλείσουν οι πόροι του ξύλου απάνω, ελαφρόπετρα και πάλι ξανά με την μπάλα για να λουστράρουμε το έπιπλο. Κατάλαβες; Τώρα είπαμε, άλλαξε η τεχνολογία, υπάρχουν άλλα υλικά και μέσα, να πούμε. Τώρα τα χειροποίητα σχεδόν δεν τα... έχουνε χαθεί αυτά τα έργα. Ποιος να τα κάνει αυτά; Και με το σκάλισμα πάλι, πώς ξεκίνησα; Ο μάστορας αυτός που πήγαινα εγώ, ο Λινάρδος ο Γαϊτάνος, αυτός είχε δουλέψει στου Βαράγκη. Αυτός παραμένει ακόμα. Ήτανε, ο Βαράγκης ήτανε, έφχιαχνε τότες έπιπλα καλά, να πούμε, στην Αθήνα. Και αυτός ήξερε από σκάλισμα. Μετά όμως το μπαγκάρι που είναι στην Αγία Τριάδα το φτιάξαμε το 1972 στο μαγαζί μου. Εγώ με τον Αγγελή τον Περπάνο και σαν σκαλιστής ήτανε ο Θανάσης ο Γιαννουλάτος. Αυτός είχε έρθει απ' την Αθήνα. Κι εκεί, ας πούμε, μου έδειξε κι αυτός ορισμένα πράγματα. Μ' άρεσε κι εμένα... Και πάνω σε αυτό, μπορώ να πω πως είμαι και αυτοδίδακτος. Δηλαδή πήγα με μαστόρους μετά και στην Αθήνα και στη Σύρο που σκαλίζανε και είδα πέντε πράγματα και μου δείξανε, αλλά μετά ξεσήκωνα εγώ από παλιά έπιπλα. Αυτό τον καναπέ που έχουμε από δω τον ξεσήκωσα... Είχε η θειά η Κυριακούλα, Κυδωνιέως λέγεται κι αυτή εκεί κάτω, ένα παλιό καναπέ. Το ξεσήκωσα. Πήρα μια κονσόλα παλιά από τη Σύρο, πάνω σ' αυτή έφτιαξα κι άλλες. Κατάλαβες; Έτ[00:30:00]σι σιγά-σιγά-σιγά, μ' άρεσε, ας πούμε. Τέμπλα για εκκλησίες, έχω φτιάξει πάρα πολλά τέμπλα. Σε όλη την Πάρο. Όχι μοναχά μέσα στο χωριό. Σε όλη την Πάρο έχω φτιάξει τέμπλα για εκκλησίες. Γιατί το τέμπλο είναι το βασικό, να πούμε, είναι η άμπελο που σκαλίζουμε από πάνω, μετά από πάνω είναι το δωδεκάορτο που λένε. Όλα αυτά. Μόνο τόρνο δεν είχα. Ούτε κι έχω δουλέψει ποτέ τόρνο. Πήγαινα σε τορναδόρο. Είχα γνωρίσει ένα καλό τορναδόρο στη Σύρο. Τον... Πελεκάνος Μιχάλης λεγόταν αυτός. Αυτός και τορνάριζε και σκάλιζε. Ήταν πολύ καλός μάστορας αυτός. Κι αυτός μου είχε δείξει πολλά πράγματα. Κατάλαβες; Αλλά κάτι που φτιάχνεις πρέπει να τ' αγαπάς! Αυτό, να το ακούσουν οι νέοι και τέλειος δεν είναι κανένας! Είναι αυτό που λέει το ρητό: «Γηράσκω αεί διδασκόμενος!». Όσο ζεις μαθαίνεις! Δεν έμαθα εγώ τη δουλειά. Μέχρι που ζω μαθαίνω μέχρι σήμερα, μέχρι σήμερα! Αυτοί που λένε πως τα ξέρουν όλα, δεν ξέρουνε τίποτα!
Μπράβο, κύριε Βασίλη μου! Και γι' αυτό είστε και άξιος! Και φαίνεται αυτό και στη δουλειά σας, αλλά και στην ψυχή σας!
Αυτά. Τι άλλο να σου πω; Να σου πω κάτι άλλο, μια παλιά ιστορία; Να σου πω για τον παπα-Γιώργη; Αυτόν τον παπα-Γιώργη τον Ασπρόπουλο, που έχουνε και τη φωτογραφία του πέρα στο Μέγαρο. Ήταν ο πατέρας της Ανδριανής, παιδί, τότες και είχανε πάει επάνω στην Παναγία, εδώ, στα κελιά. Αυτή γιορτάζει στις 2 του Φλεβάρη. Υπαπαντής, λέγεται, η Παναγία της Υπαπαντής. Λοιπόν, κάνανε τη Λειτουργία εκεί και αυτός που έκανε τη Λειτουργία του έδωσε, ας πούμε, ένα κέρμα. Τώρα, τι ήταν αυτό το κέρμα, δεν ξέρω! Τότες μπορείς να ήτανε κι ασημένια τα λεφτά, δεν ξέρω πώς τα λέγανε οι παλιοί. Το ‘βαλε μέσα στο ράσο, εδώ, που έχουνε την τσέπη, δεν το κοίταξε καθόλου. Όταν κατεβαίνανε κάτω, γιατί αυτός στο στρατό, λέει, ήτανε η ειδικότητά του νοσοκόμος, όταν κατεβαίνανε εδώ κάτω στο χωριό, ήτανε μια γριά εδώ που μένει ο Στέφανος ο Πανώριος δίπλα. Και λέει: «Πάμε να δούμε τώρα κι αυτή τη γριούλα, να δούμε τι κάνει!». Έβγαλε πάλι αυτό το κέρμα, που του δώσανε και το ‘βαλε κάτω απ' το μαξιλάρι χωρίς να το κοιτάξει καθόλου. Για μένα αυτό έχει ανθρωπιά, να πούμε, γιατί είχε, ήτανε άνθρωπος αυτός, δηλαδή ήτανε παπάς αλλά ήτανε και... Την πλάκα που την είχανε πίσω από τον τάφο έγραφε απάνω: «Γιατρός ψυχών και σωμάτων», γι' αυτόν τον παπά. Ήτανε πολύ καλός αυτός! Και έχουνε και το κάντρο πέρα στο αυτό. Από κει και πέρα σου λέω, εγώ σαν παπάδες γνώρισα αυτό τον παπα-Σπύρο που είπαμε και τον παπα-Γκίκα και μετά τον παπα-Γιάννη. Και αυτός ήτανε στη Λογγοβάρδα και μετά ήρθε εδώ πέρα. Ο παπα-Γιάννης ο Αρβανιτάκης που λέγανε. Κι αυτός ήτανε καλός, δραστήριος άνθρωπος, πολύ καλός! Δηλαδή για το χωριό ενδιαφερότανε. Όποιος και να ‘ρχότανε, θα ‘βγαινε κι αυτός να πει δυο κουβέντες, ρε παιδί μου, οτιδήποτε, να πούμε, ήτανε! Και πήγαμε και με αυτόν πάλι θυμάμαι την πρώτη εκδρομή, που τότες εγώ ήμουνα δεκαέξι χρονώ και μας πήγε στη Μύκονο και στο... Πώς λέγεται το άλλο το νησί μωρέ, που έχει τα αρχαία πάνω;
Δήλος.
Στη Δήλο, ναι. Δήλος. Πήγαμε κι εκεί. Πρώτη φορά που πήγα εκεί. Μετά ξαναπήγα και ξαναπήγα! Γιατί έχω και με αυτό την τρέλα, να πούμε, με τα αρχαία άμα πάω πουθενά. Και ξαναπήγαμε μια φορά και λέγαν, λέει: «Πέτρες θα πάμε να δούνε;». Και μαζεύανε σαλιγκάρια οι πιο πολλοί. Τέλος πάντω. Δεν έχουμε δυστυχώς, δεν έχουμε παιδεία, δεν έχουμε... Κι αυτό... Εγώ συμφωνώ να μορφώνεται ο άνθρωπος, να μαθαίνει γράμματα, αλλά άμα λείπει η κοινωνική μόρφωση κι αυτό δεν είναι καλό. Αυτό. Εμένα μ' αρέσει το διάβασμα πολύ! Μ' αρέσουν τα ιστορικά βιβλία πάρα πολύ, ας πούμε, και διαβάζω. Να και μέχρι σήμερα έχω αυτό το βιβλίο εδώ. Κατάλαβες; Μ' αρέσουν αυτά τα πράγματα. Έχω ακούσει πάρα πολλές ιστορίες από γεροντάκια που είχανε πάει στη Μικρά Ασία. Έχω γνωρίσει πάρα πολλοί τέτοιοι εδώ στο χωριό και… Αυτοί κάνανε οχτώ χρόνια στρατιώτες, εννιά, δέκα, έντεκα χρόνια έκανε ο μπαρμπα-Αντώνης ο φουρνάρης. Είχε πάει μέχρι τη Ρωσία. Ο μπαρμπα-Νικόλας ο Καστανιάς είχε πάει στη Γερμανία. Τους στέλνανε τότες είχανε κάποια σύμβαση, δεν ξέρω πώς ήτανε, να πούμε, και στέλνανε τον κόσμο. Ο μπαρμπα-Αντώνης είχε πάει μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό. Περάσανε μεγάλη ταλαιπωρία αυτοί οι άνθρωποι τότες, ας πούμε! Είχα ένα μπάρμπα, τον Σκανδάλη το Δημήτρη, που μου έχει δώσει και τα παράσημά του, κι αυτός εννιά χρόνια. Και μου έχει πει, λέει: «Η μάχη είναι σαν ένα μεθύσι. Εμένα», λέει ,«οι σφαίρες περνάγανε στα μέλισσες δίπλα μου». Και δεν είχε τραυματιστεί ποτέ! Τα λέω και συγκινούμαι αυτά τα πράγματα! Ήτανε ταλαιπωρία μεγάλη αυτοί οι άνθρωποι, ας πούμε! Για σκέψου δέκα χρόνια να ‘σαι στρατιώτης! Πήγαιναν από δεκαεννιά χρονώ μέχρι τριάντα! Και τώρα πάνε και σε μια βδομάδα ορκίζονται και φεύγουνε! Κατάλαβες; Λοιπόν, τι να λέμε τώρα; Τέλος πάντω. Είναι πάρα πολλά! Άλλαξε ο τρόπος στη ζωή, είπαμε. Τι άλλο να πούμε τώρα για το χωριό;
Αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα γεροντάκια που λέτε ότι σας διηγήθηκαν τις ιστορίες τους, τι σας δίδαξαν πιο πολύ;
Ε, κοίταξε να δεις! Πάνω απ' όλα πρέπει ο άνθρωπος να μην απαγοητεύεται, κατ' εμένα, ας πούμε! Κατάλαβες; Γιατί αυτοί τώρα... Έχω ακούσει και περίπτωση, μου είχε στείλει ο Λυκούργος ο φουρνάρης ένα –αυτός ήταν απ' το Μαρούσι– ένα γράμμα... Κι αυτός πήγε από τη Μικρά Ασία, έφυγε και ξαναγύρισε στο Μαρούσι που αγαπούσε μια κοπέλα. Δεν μπορούσε, σώνει και καλά, να καθίσει στο στρατό μέχρι που ήρθε και αυτοκτόνησε στο τέλος! Πήγανε σ' ένα ξενοδοχείο... Θα σ’ το δώσω άλλη μέρα να το διαβάσεις. Είναι μια πολύ ωραία ιστορία! Και τράβηξε το μπιστόλι, έριξε στην κοπέλα και μετά αυτοκτόνησε. Αλλά η κοπέλα δεν πέθανε. Έζησε η κοπέλα και αυτός σκοτώθηκε ακαριαία. Κατάλαβες; Και η κοπέλα έζησε! Και από τα αίματα που βρήκανε στο ξενοδοχείο κι αυτά – τα λέω τώρα εν περιλήψει... Δηλαδή υπήρχανε και τέτοιες καταστάσεις. Αλλά οι πιο πολλοί όμως περάσανε ταλαιπωρία μεγάλη!
Αυτός γιατί αυτοκτόνησε;
Αυτοκτόνησε γιατί ήταν ερωτευμένος και δεν τον αφήνανε να φύγει από το στρατό... Κατάλαβες; Σώνει και καλά δεν έκανε στο στρατό, και ήρθε, ήρθε, ήρθε το πράγμα και αυτοκτόνησε. Κατάλαβες; Δηλαδή ήρθε από το… απ' τη Μικρά Ασία έφυγε και πήγε στο Μαρούσι για να βρει την κοπέλα που αγαπούσε, την πήρε, πήγανε στο ξενοδοχείο και εκεί είναι, αυτός πήγε για να εκτελεστούνε και οι δυο. Κατάλαβες; Λοιπόν, άσ’ τα να πάνε!
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι της γενιάς εκείνης που γνωρίσατε, τι αξίες σας άφησαν;
Αυτοί οι άνθρωποι είχανε περάσει, είπαμε, ταλαιπωρία μεγάλη! Φτώχεια, πείνα... και δεν είχε σύνταξη, πρώτα-πρώτα. Δεν υπήρχανε οι συντάξεις. Μετά πια τώρα βγήκανε εδώ πέρα η αγροτική σύνταξη που παίρνουμε. Γιατί κι εγώ πλήρωνα οκτώ χρόνια ΤΕΒΕ, αλλά είναι αυτό πάλι που ξαναλέω, δεν παίρνεις αυτό που σου αναλογεί. Γιατί δεν είχαμε συμπληρώσει. Εγώ έκοψα το χέρι μου το 1973 στη σβούρα, έσπασε το ξύλο και πήγε μέσα και έχω αυτό το σημάδι, και δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη εδώ! Έπρεπε να πάω στη Σύρο. Πώς θα έφευγα εγώ; Και ήταν ο γιατρός ο Κεμπάπης τότες. Ευθύμιος Κεμπάπης λεγόταν αυτός. Που είναι κι ο γιος του σήμερα. Κι αυτός είναι ορθοπεδικός, καλός γιατρός. Λοιπόν, αυτός. Αυτός έχει σώσει τότες κόσμο ο γιατρός. Αυτόν τον είχα γνωρίσει εγώ απ’ το 1958 πάλι που είχε πέσει η μάνα μου κάτω και είχε σπάσει... Εδώ είχε σκιστεί το κόκκαλο αυτό εδώ, είχε βγει απ' τον αστράγαλο έξω και αυτός την έφτιαξε. Ήτανε τότες στο αγροτικό του αυτός ο γιατρός μέσα στην Παροικιά. Και θέλω να πω δηλαδή ότι... πού θα πήγαινα; Πληρώνεις ένα ταμείο. Μετά, το ΟΓΑ που παίρνω εγώ τώρα σύνταξη το πληρώσαμε είκοσι πέντε χρόνια. Και αυτό πάλι ήτανε στα εξήντα πέντε, τώρα το κάνανε στα εξήντα εφτά. Σιγά σιγά θα το κάνουνε στα εβδομήντα να πεθαίνουνε και μετά να παίρνουμε σύνταξη. Τέλος πάντω. Είναι πολλά. Άλλο! Τι άλλο να λέμε; Για το χωριό μας, για τα ήθη και για τα έθιμα;
Ναι.
Σιγά σιγά καταργούνται αυτά. Οι Απόκριες παραδείγματος χάρη εδώ πέρα σαν παιδιά εμείς γινόμαστε μασκαράδες που ντυνόμαστε εδώ, με διάφορα ρούχα με αυτά. Είχαμε κάνει όμως και αυτό, που μετά το παρεξηγήσανε. Εγώ σε αυτά είμαι αντίθετος. Είχα κάνει το '87 το καρναβάλι που έφτιαξα, ήτανε που έβαλα τον μπαρμπα-Στάθη τον Αρκά μέσα σε μια κάσα, έφτιαξα μια κάσα. Δεν είχα βάλει όμως απάνω τίποτα δηλαδή σημεία, ούτε σταυρό, ούτε τίποτα. Κατάλαβες; Ε, μετά αφού γυρίσαμε μες στο χωριό, είχα ντύσει έναν νεκροθάφτη, ήτανε μια χήρα που έκλαιγε από πίσω και κάθε στάση που κάναμε, να πούμε, έλεγα εγώ κάτι τροπάρια, αλλά χωρίς είπαμε να θίξουμε τη θρησκεία. Ε, το παρεξηγήσανε. Είχα κι ένα θυμιατό με τα κουδούνια που είχα από το άλογο και όταν περάσαμε... Είχα βάλει πριονίδι μέσα απ' την κορδέλα, είχα βάλει μέσα πριονίδι. Και κάπνιζε το πριονίδι. Όταν περάσαμε όμως πέρα κει στη Βαγγελιώ, που είχε το Γιάννη το Ζαμπελά, αυτή έβαλε μέσα νεκρολίβανο. Ε, το έμαθε μετά ο πάπας ο δικός μας, λέει... έβγαλε λόγο την άλλη μέρα πώς ήτανε του Αυγουστίνου το χωριό εδώ πέρα και θίξαμε τα ιερά και όσια και όλα αυτά. Εγώ όμως πάλι, είπαμε, με τα μυαλά που έχω και τις αντιλήψεις που έχω λέω, ο άλλος ντύνεται στρατηγός, ο άλλος ντύνεται βασιλιάς, καθένας... Το ράσο που έβαλα εγώ, είπαμε, δεν είχε απάνω ούτε σταυρό, ούτε τίποτα. Έβαλα ένα μαύρο ράσο... Απ' ό,τι έχω διαβάσει, λένε ότι το 1878 κάποιος παπάς σαν τιμωρία έβαλε, λέει, ένα ράσο στους παπάδες, δεν ξέρω, τρίχινο ήταν αυτό κι έμεινε το ράσο. Παλιά, λέει, οι παπάδες ντυνόταν ανάλογα τον τόπο που ζούσανε. Δηλαδή ο παπάς εδώ είχε τη βράκα και φόραγε μοναχά σαν σήμα το σταυρό. Πάνω στη στεριά που ήτανε, έβαζε τη φουστανέλα, μ' αυτά τα ρούχα ντυνότανε. Έτσι έχω ακούσει. Τώρα, κατά πόσο αληθεύει, δεν ξέρω. Δεν είμαι ούτε παπάς, ούτε και... Τέλος πάντω. Το ράσο λέει δεν κάνει τον παπά, δε λέει μια παροιμία; Ο παπάς κάνει το ράσο. Τώρα, αυτά έχει και καλοί, έχει και... Όλα τα επαγγέλματα, όλα τα επαγγέλματα. Επάγγελμα το θεωρώ εγώ αυτό. Και σιγά σιγά, είδες πού φτάσαμε τώρα. Λοιπόν, να δούμε, να δούμε τι θα γίνει.
Τις Απόκριες πώς αλλιώς περνούσατε εδώ στο χωριό;
Γινόντανε σε σπίτια γλέντια πολλά, με οικογένειες, να πούμε, με οικογένειες και δυο σπίτια που ήτανε στο χωριό μέσα, που έχουνε μείνει, ας πούμε, θα μείνουνε στην ιστορία ήταν του μπαρμπα-Στάθη του Αρκά και του μπαρμπα-Μανώλη, Ρούσσος λεγόταν αυτός, Σουραβλάς το παρατσούκλι. Κατάλαβ[00:40:00]ες; Και αυτά επειδής είχανε μεγάλη αίθουσα, τα παλιά σπίτια αυτά τα... είχανε πάντα ένα βόλτο τα μεγάλα δωμάτια, δηλαδή μπορεί αυτό το δωμάτιο να ήτανε, ξέρω γω, και τριάντα τετραγωνικά και σαράντα τετραγωνικά, ένας χώρος μονοκόμματος. Και εκεί μαζευόνταν ο κόσμος, έπαιρνε δηλαδή καθένας τα φαγητά του και πηγαίνανε όλοι μαζί και κάνανε Απόκριες. Ήταν όμως και του Περούλη πάλι, που το 'φτασα κι αυτό απ' τα παιδικά μου. Εκεί πηγαίνανε... Βάζανε και όργανα. Ήταν ο μπαρμπα-Νικόλας ο Κλαρίνος. Ο μπαρμπα-Τάσος ο Ραγκούσης, ο σαντουριέρης. Βιτζηλαίος λεγόταν ο μπαρμπα-Νικόλας ο Κλαρίνος. Εμείς το... Είχε μείνει το όνομα, να πούμε, ο Κλαρίνος. Αυτοί ήτανε σαν οργανοπαίκτες στο χωριό μας και ερθόνταν κι απ' τη Νάξο. Δηλαδή, τον Κονιτόπουλο τον εγνώρισα εγώ νεαρό που ‘ρθόνταν εδώ πέρα, μετά με την αδερφή του αυτή τη Λεγάκη, όλοι αυτοί, να πούμε. Ήτανε ο Μπόνης. Αυτός είχε παντρευτεί από δω κοπέλα. Την Πηγή. Αυτή ο πατέρας της λεγότανε, ο μπαρμπα-Μανώλης... Να θυμηθώ αυτός τώρα... Δεν μου ‘ρθεται αυτή τη στιγμή. Γεμελιάρης λεγότανε; Δεν το θυμάμαι αυτή τη στιγμή το επίθετο του μπαρμπα-Μανώλη. Το παρατσούκλι το λέγανε «Λίγαντας», είχε μείνει αυτουνού πάλι το... Και κανονικά ήταν «Γίγαντας». Γιατί, λέει, ο παππούς αυτηνού είχε κουβαλήσει τα περισσότερα μάρμαρα στην Αγία Τριάδα τότες που τη χτίζανε, και έμεινε αντί να τον εβγάλουνε... Ξέρεις εδώ οι Λευκιανοί έχουνε κι αυτό που παραποιούμε τις λέξεις, να πούμε. Και αντί να τον ελένε «Γίγαντα» τον λέγανε «Λίγαντα». Κατάλαβες; Και του 'χε μείνει. Αλλά δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή, δεν θυμάμαι το επίθετό του, πώς το λέγανε αυτόν τον μπάρμπα. Έτσι που λες! Εκεί πάλι τις Απόκριες... Και στα πανηγύρια παίζανε όργανα πάντα εδώ πέρα, τ' Αη-Γιαννιού της Αγίας Τριάδος, και ερθόταν κι από τη Νάξο. Αλλά εδώ τα τοπικά μας όργανα ήταν ο μπαρμπα-Νικόλας με τον μπαρμπα-Τάσο. Αυτός και έφτιαχνε, ο μπάρμπα Τάσος, έφτιαχνε και όργανα. Είχαμε φχιάξει μαζί και τρία σαντούρια. Δηλαδή μου έλεγε εκείνος τι έκοβα, πώς θα κολλήσω, πώς θα το φχιάχνουμε. Εκείνος μετά έβαζε απάνω... γιατί το σαντούρι δεν ξέρω πόσες χορδές έχει απάνω, να πούμε, και τη δύναμη έχει εκεί που το κουρδίζουμε. Κατάλαβες; Και αυτός το έφτιαχνε. Είχε δώσει και σ' ένα Ιταλό, είχε πουλήσει ένα σαντούρι ο μπαρμπα-Τάσος. Το άλλο, το τελευταίο σαντούρι που είχε το πήρε ο γιος του ο Φανούριος. Αυτός κάτι έπαιζε, να πούμε, πριν να πεθάνει είχε έρθει εδώ πέρα. Σαντούρι έχει και η θειά σου η Βούλα.
Τα τοπικά όργανα δηλαδή ποια ήταν;
Τα τοπικά όργανα τα παλιά ήτανε οι τσαμπούνες. Αυτό. Τσαμπούνες και λατέρνα είχε το χωριό. Δυο λατέρνες υπήρχανε. Ήτανε κι ο μπαρμπα-Θανάσης ο Χανιώτης και ο μπαρμπα-Δημήτρης όπως είπαμε ο Περάκης, εδώ, ο τσαμπουνιάρης. Αυτός είχε και ταβέρνα. Εδώ που είναι τώρα η αίθουσα του Συλλόγου, αυτό το είχε αυτός ταβέρνα και είχε και τη λατέρνα μέσα. Μετά την πήγε κάτω εκεί που ήταν το κρεοπωλείο του Ζαχαριά, κι αυτό το γνωρίσαμε σαν ταβέρνα εμείς. Κι εκεί πάλι την είχε τη λατέρνα. Δηλαδή την είχε τη λατέρνα μέσα και όταν πηγαίνανε αυτοί που τα πίνανε και θέλανε να χορέψουν και ξέρω γω, ο σκοπός ήτανε με τη λατέρνα. Μετά είχανε και τα γραμμόφωνα. Γραμμόφωνα όλα τα μπακάλικα παλιά είχανε γραμμόφωνα. Γραμμόφωνο με χωνί. Και εδώ ο μπαρμπα-Νικόλας που είπαμε το... Αυτός ήτανε πάλι ταβέρνα. Αυτός είχε πάει στο Σικάγο και είχε έρθει μετά και το ‘φχιαξε αυτό το σπίτι. Δηλαδή εδώ που είναι τα δωμάτιά εμάς, τα είχε βεράντα όλο αυτό. Από εκεί είχε κουζίνα και όλο αυτό ήτανε βεράντα. Και είχε και γραμμόφωνο αυτός. Αυτό μέχρι το '55, σχεδόν το '60 το δούλεψε αυτός ο μπάρμπας σαν ταβέρνα. Αλλά κι όλα αυτά που θυμάμαι εγώ τον μπαρμπα-Στάθη εκεί πίσω, το μπακάλικο και αυτός είχε γραμμόφωνο με χωνί μέσα. Κατάλαβες; Κι ο Περούλης πέρα, γραμμόφωνο. Μετά το γραμμόφωνο, βγήκαν τα jukebox! Που έριχνες μέσα το φράγκο κι έπαιζε το τραγούδια, να πούμε. Αλλά αυτά τα γραμμόφωνα ήτανε. Πάρα πολλοί! Ο κύριος Φραγκίσκος πέρα κι αυτό το κέντρο το φτάσαμε, το «Πάνθεον». Κι αυτός είχε μέσα γραμμόφωνο. Βέβαια! Ήτανε δηλαδή, ήτανε του Περούλη, το «Πάνθεον» που είπαμε και ήτανε εκεί πέρα και ο μπαρμπα-Αντώνης πάλι, αυτός ο... κι αυτός αδερφός του Περούλη ήτανε. Αρκουλίδες ήταν αυτοί. Βουρλιώτης έχει μείνει το παρατσούκλι γιατί έχουνε, λέει, η καταγωγή βαστάει από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Αυτά γνωρίσαμε. Αλλά είπαμε. Μπακάλικα είχε καμιά δεκαριά, τσαγκαράδικα επίσης το ίδιο, όλα τα επαγγέλματα. Ραφτάδικα γνώρισα εγώ εδώ πέρα τρία. Ήταν ο μπαρμπα-Νικόλας, ο Γιεμελιάρης, ο Καυκάλας, που λέγαμε το παρατσούκλι, ο μπαρμπα-Αντώνης ο... αυτός λέγεται πάλι Χανιώτης, ο Κουφαντώνης που λέγαμε. Γιος του είναι ο Μανώλης ο παραδοσιακός που λέμε, ο Μανώλης, που έχει κάνει τον Άγιο Τρύφωνα τώρα εκεί επάνω στο Σταυρό. Ε, μετά απ' αυτοί, όλοι αυτοί που πεθάναν, ας πούμε, μετά, έμεινε ο αδερφός μου ο Νίκολας σαν ράφτης εδώ. Αυτός ήτανε εδώ πέρα από το '52. Ε, και μετά, ας πούμε, κράτησε που έκανε και το μπακάλικο εκεί μπροστά στο Κολωνάκι. Στην αρχή το 'χε σα ραφτάδικο, μετά σιγά σιγά που βγήκανε πια τα έτοιμα, δε δούλευε και έγινε παντοπώλης, να το πούμε. Γιατί πάλι αυτή η άδεια ήτανε «Οινοπαντοπωλείον». Δεν υπάρχουν τέτοιες άδειες τώρα. Δηλαδή είχε δικαίωμα μέσα στο μαγαζί στο μπακάλικο αυτό να έχει και κρασί, να έχει και ούζα, να έχει διάφορα τέτοια ποτά, να πούμε. Κάτι άλλο έτσι παλιό που να ενδιαφέρει και τη νεολαία τώρα; Για θύμισε μου κάτι!
Δηλαδή το βιολί και το λαούτο δεν υπήρχε τότε;
Βιολί και λαούτο, πώς! Ήτανε ο μπαρμπα-Τάσος έπαιζε βιολί. Εκτός το σαντούρι έπαιζε και βιολί και μπουζούκι αυτός έπαιζε. Και ήτανε κι ο μπαρμπα-Νίκολας ο Ρούσσος, αυτός έπαιζε βιολί και λαούτο έπαιζε ο μπαρμπα-Νικόλας αυτός εδώ... αυτός Παντελαίος λεγότανε, Καπετανάκιας, το παρατσούκλι. Είναι του Κυριάκου εδώ που ήταν αγροφύλακας μετά, πατέρας. Κι αυτοί τους γνώρισα κι αυτοί, να πούμε. Κι αυτοί ήτανε... Πώς να το πούμε; Πιο... Πώς να το πούμε; Δεν ήτανε δηλαδή... Μουσική, απ' ό,τι λένε, ήξερε μόνο ο μπαρμπα-Τάσος, νότες. Κατάλαβες; Αυτοί ήτανε πραχτικοί οι άνθρωποι αυτοί, να πούμε, ο μπαρμπα-Τάσος με τον... Ο μπαρμπα-Νικόλας αυτός... Νικόλα λέγανε τον ένα, Νίκολα και τον άλλο. Ο μπαρμπα-Νικόλας ήτανε Ρούσσος αλλά ήτανε Μαρναντώνης το παρατσούκλι. Κι ο μπαρμπα-Νικόλας πάλι ο άλλος ήτανε Παντελαίος, Καπετανάκιας το παρατσούκλι. Αυτοί οι δυο. Αλλά σου λέω. Παίζαν αυτά τα όργανα, υπήρχανε. Το κλαρίνο λένε πως δεν υπήρχε. Ήταν ένας, αυτόν τον ελέγανε Νιώτη. Έχει μείνει ο Νιώτης. Γιατί είχε έρθει από την Ίο. Και την Ίο τη λέμε εμείς Νιό. Και του έχει μείνει ο Νιώτης. Τώρα, το επίθετο και το όνομά του ακριβώς δεν τα ξέρω. Υπάρχουν όμως άλλοι που τα ξέρουν αυτά. Μπορείς άμα θες να τα μάθεις, να μείνουνε στην ιστορία. Αυτός πρωτοέπαιζε κλαρίνο. Ο μπαρμπα-Νικόλας είχε ξεκινήσει, απ' ό,τι μου είχε πει ο ίδιος, με σουραύλι, μετά έμαθε τσαμπούνα, γιατί έπαιζε ο πατέρας του ο μπαρμπα-Παναγιώτης τσαμπούνα. Ήταν ο καλύτερος τσαμπουνιέρης αυτός από ό,τι λένε, να πούμε. Και ήταν επαγγελματίας τσαμπουνιέρης τότες. Και μετά ο μπαρμπα-Νικόλας λόγω της τσαμπούνας, έμαθε και κλαρίνο, να πούμε. Και αυτοί συνεργαζόντανε μετά με το μπαρμπα-Τάσο επί το πλείστον. Αυτά τα όργανα υπήρχανε, είπαμε. Το κανονάκι το γνώρισα μετά, αυτό που παίζεται τώρα, να πούμε. Αυτός ο μπαρμπα-Τάσος έπαιζε κιθάρα, μπουζούκι, βιολί και το σαντούρι. Και κατασκεύαζε και όργανα! Ήτανε πολύ καλός! Εκτός αυτού, να πούμε, πάλι ήτανε και... έκανε το φαναρτζή. Φανοποιός, που λέμε. Φτιάχνανε τότες διαφορά τέτοια, υδρορροές, ποτιστήρια, ντενεκέδες, αυτά που φχιάχνουνε τώρα σήμερα, να πούμε, τα φαναράκια, όλα αυτά. Και φούρνοι γερμανικοί. Τον τελευταίο φούρνο του Στρατή τον έχτισε πάλι ο μπαρμπα-Τάσος εδώ κάτω. Δηλαδή που είχε μείνει και μετά πια τα παιδιά πήγανε τώρα πάνω που πήγανε. Αυτός είχε φχιάξει το φούρνο αυτό. Ήτανε δηλαδή, πώς να το πούμε; Άνθρωπος με προσόντα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι μαστόροι τώρα σήμερα! Κι ο κάθε ένας εδώ, δηλαδή, ήτανε, ξέρω γω, ο κουρέας, ο κουρέας όμως ήτανε κι αγωγιάτης, ήτανε και γεωργός, έβγαλε και μοτοσυκλέτα τρίκυκλη, έβγαλε και φορτηγό μετά. Δηλαδή, ναι μεν έκανε ένα επάγγελμα, είχε το κουρείο μόνιμα μες στο χωριό, αλλά συγχρόνως έκανε και πέντε άλλα επαγγέλματα μαζί, να πούμε. Δεν ήτανε... Δηλαδή δεν υπήρχε άνθρωπος με μια ειδικότητα, με λίγα λόγια. Όταν είσαι στο χωριό, όπως είπαμε, θα έχεις και το αμπέλι σου, θα έχεις και το χωράφι σου. Όταν θέλεις! Αυτά, είπαμε, είναι προαιρετικά. Άμα θέλεις το 'χεις, άμα δεν θέλεις... Εγώ τώρα χωρίς αμπέλι δεν κάνω, που λέει ο λόγος. Κατάλαβες; Γιατί έχουμε το κρασί, έχουμε... Να 'σαι μες στο χωριό, να μην έχεις ένα σταφύλι; Να μην έχεις ένα σύκο; Να μην έχεις; Μ' αρέσουνε και τα γεωργικά αυτά. Κατάλαβες; Και τα παλεύω, όλα αυτά. Αλλά σιγά σιγά, είπαμε, τα ήθη και τα έθιμα χάνονται. Αυτά.
Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό εδώ στην Πάρο;
Γιατί πιστεύω τώρα, παραδείγματος χάρη, περάσαν οι Απόκριες τώρα δυο τρία χρόνια και δεν βλέπεις ούτε τα παιδάκια δεν τα ντύνουνε. Παλιά τα παιδάκια αυτά στο σχολείο τα ντύνανε με φορεσιές, να πούμε, εδώ τοπικές, ξέρω γω. Είχανε στολές ωραίες τα κορίτσια, βάζανε φούστα, βάζανε, ξέρω γω, το γιλέκο αυτό από πάνω το κεντητό όλα αυτά και τα βγάζανε στο χωριό και χορεύανε στις πλατείες και όλα αυτά. Ούτε αυτό δεν το κάνουνε. Και στο σχολείο πάλι και αυτό να το τονίσω, παλιά ήταν υποχρεωτικό να πηγαίνουν τα παιδιά στην εκκλησία. Όταν δεν πήγαινες στην εκκλησία, έπαιρνες απουσία. Κατάλαβες; 25 Μαρτίου τώρα γίνεται γιορτή, μπορεί να γίνεται, δε ξέρω, μια βδομάδα πριν και πάνε, γιατί οι δάσκαλοι δεν είναι ντόπιοι πρώτα-πρώτα εδώ πέρα και θέλει κι αυτός να φύγει δικαιολογημένα πάει στον τόπο του, να κερδίσει το Σαββατοκύριακο που λέει ο λόγος. Ενώ τότες εμείς γνωρίσαμε εδώ το δάσκαλο το Χρήστο, ήταν μες στο χωριό, η δασκάλα η Κούλα κι αυτή από δω. Μετά ο Βιτζηλαίος ο Νίκος με τη Φρόσω, αυτοί μέναν εδώ. Και άλλοι δασκάλοι που ερθόνταν, να πούμε, ήτανε μες στο χωριό. Κατάλαβες; Ξέρω γω; Μπορεί να υπήρχε άλλο ενδιαφέρον. Τώρα ένα ένα καταργείται. Δεν ξέρω.
Ποια είναι η γνώμη σας για το πώς μπορεί να διασωθ[00:50:00]ούν και να επιβιώσουν όλα αυτά;
Αυτά, ο Σύλλογος! Ένα παράδειγμα να πούμε είναι ο Σύλλογος, αυτός. Αλλά εδώ... Και πάλι αυτό το λέω και ντρέπομαι και λυπάμαι, γιατί κι εγώ, είπαμε, μέσα στο χωριό είμαι και ήμουνα και στο Σύλλογο παλιά και μέχρι τώρα είμαι μέλος, αλλά άμα δεν υπάρχει ενδιαφέρον... Για πήγαινε κάτω στη Μάρπησσα να δεις ο Σύλλογος Γυναικών πόσα κάνει και στο Άσπρο Χωριό; Και καρναβάλι κάνουνε κάθε χρόνο και παντού. Δηλαδή πώς εδώ; Γιατί, λέει, ήταν του Αυγουστίνου το χωριό. Εντάξει. Επειδής ήταν ο Αυγουστίνος από δω, τι πάει να πει μ' αυτό; Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό το πράγμα, να πούμε. Εντάξει, υπήρξε κι αυτός ένας καλός άνθρωπος, έφτιαξε το Αυγουστίνειο εδώ πέρα, κι αυτό πού καταλήγουμε τώρα; Είναι ολόκληρο κτίριο... Είχε χρησιμοποιηθεί και σαν νήπιο μια φορά, πήγανε να γίνει εκεί πέρα να κάνουνε τα παιδάκια... Μετά, ο Μανώλης ο Χανιώτης ήθελε να κάνει μια χορωδία και πάλι δεν αφήσανε να μπει μέσα. Τι θα πήγαινε, να βάλει τα μπουζούκια ο άνθρωπος; Αυτά τα λέω να τα ακούσει ο κόσμος για να τα μάθει αυτά τα πράγματα. Το είχανε κάνει σα βιβλιοθήκη. Ποιος θα πήγαινε να πάει να διαβάσει τα βιβλία εκεί πέρα; Κι όλα αυτά ήτανε βίοι αγίων. Να το πούμε κι αυτό. Ωραία, για τη θρησκεία όλα καλά είναι αυτά. Από κει και πέρα όμως, είπαμε, είναι ολόκληρο κτίριο. Τώρα λοιπόν αυτό το κτίριο είναι, λέει, για να εξομολογεί ο παπάς, απ' ό,τι έχω ακούσει. Γιατί ζούσε η Κούλα η Κονταράτου κι αυτή, να πούμε, είχε τα κλειδιά και έκανε εκεί. Και πολλές φορές που είχαμε πάει για να φτιάξουμε κάτι άλλο εκεί μέσα, να πούμε. Είχαμε κάνει τον προσκοπισμό εδώ πέρα. Κι αυτό ήταν καλό και είχα και εγώ τότες. Αυτό να το πω πάλι σε παρένθεση, τώρα τα λέω όλα ανακατεμένα και μπερδεμένα εδώ πέρα. Εγώ όταν είχα γυρίσει από την Κω, είχαμε κάνει προσκοπισμό εδώ πέρα, ήτανε ναυτοπρόσκοποι και λυκόπουλα. Είχα λοιπόν εγώ τότες είκοσι δύο παιδιά που ήτανε λυκόπουλα. Για να σκεφτείς τι παιδάκια υπήρχαν, ας πούμε. Δηλαδή ήταν τα μικρά παιδιά που τα ‘χαμε λυκόπουλα και οι πιο μεγάλοι από δεκαπέντε χρόνων, ξέρω γω, και πάνω δεκατεσσάρων, ήτανε ναυτοπρόσκοποι. Ντυνόμαστε στις γιορτές, αλλά ειδικά το Πάσχα τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν το αποκορύφωμα πια, που βγάζαμε το επιτάφιο κι όλα αυτά. Ήταν ωραία! Μετά από χρόνια το ξαναφέραμε πάλι αυτό. Τελικά κι αυτό το διαλύσανε. Δεν πηγαίνουν τα παιδιά, δεν θένε; Δεν ξέρω τι! Πάντως έμεινε κι αυτό. Πάνω που λέμε... Ένα ένα καταργείται. Θέλει άτομα που να ασχολούνται και να παρακινήσουν τον άλλον, να το πούμε, όπως είπαμε.
Εδώ οι Λευκιανοί, κύριε Βασίλη μου, τι άνθρωποι είναι; Τι άνθρωποι ήταν τότε και πώς έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα;
Κοίτα. Καλοί άνθρωποι είμαστε, καλοί άνθρωποι είμαστε, αλλά είμαστε... Πώς να το πούμε; Τώρα με την τηλεόραση έχουνε, είπαμε, έχει αποξενωθεί ο κόσμος. Ο άλλος τώρα, λέει: «Παρακολουθώ το τάδε έργο». Κι όταν παρακολουθεί το έργο πια, δε βγαίνει έξω από το... Φεύγει απ' την παρέα και λέει: «Να πα’ να δω το έργο». Αυτά είναι στον άνθρωπο. Δεν μπορείς... Κάθε άνθρωπος έχει το χαρακτήρα του. Δεν μπορούμε... Για μένα δεν είναι καλό, που λέει ο λόγος. Για τον άλλο όμως... Αφού του αρέσει, τι να του κάνουμε; Δεν είναι; Εμένα πιο πολύ μ' αρέσει το διάβασμα, παρά η τηλεόραση. Θα βάλω την τηλεόραση θα ακούσω τον καιρό, ξέρω γω, κάτι αν είναι ενδιαφέρον. Από κει και πέρα ν' ακούσω τι; Αυτές οι εκπομπές που βάζουνε όλα είναι… Για άλλο όμως; Κάθεται εκεί και χαζεύει.
Εσείς την αγάπη σας για το διάβασμα πώς σας δημιουργήθηκε;
Μ' άρεσε από μικρός μ' άρεσε η ιστορία. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα όλα αυτά μ’ αρέσανε. Και μέχρι τώρα μου αρέσει, ας πούμε. Διάφορα βιβλία και γενικά το διάβασμα μ' αρέσει, ας πούμε. Μ' αρέσει.
Οι ρίζες εδώ τον Λευκιανών ποιες είναι; Από πού έχουν προέλθει;
Αυτό έχει γραφτεί και βιβλίο από τον Φραγκίσκο τον Περάκη, όπως είπαμε. Πρέπει να τον έχεις γνωρίσει τον άνθρωπο, αυτός είχε κάνει και πρόεδρος του Συλλόγου. Είχε γράψει βιβλίο για όλη την Πάρο. Εμείς τώρα παραδείγματος χάρη, λένε οι Παντελαίηδες ότι έχουμε έρθει από την Ιταλία από την Κάτω Ιταλία, Σικελία, πώς λέγεται εκεί; Ναι. Και όλα τα επίθετα. Πάντως απ' ό,τι ξέρω κι έχω διαβάσει, το πρώτο επίθετο είναι Χανιώτηδες, αν δεν κάνω λάθος, Ραγκούσης και Παντελαίηδες. Αυτά τα τρία επίθετα, να πούμε. Κατάλαβες; Δηλαδή, παραδείγματος χάρη δεν έχουμε Μπαφίτη εμείς εδώ πέρα, μες στο χωριό μας, δεν υπάρχει Αποστολόπουλος ή Παπαδάκης ή δεν ξέρω... Επίθετα αυτά που υπάρχουνε στη Νάουσα, φερ’ ειπείν, δεν τα 'χουμε εμείς εδώ. Ή Πετρόπουλο που έχουμε στα Μάρμαρα κάτω στο Τσιπίδο. Εδώ δεν έχουμε τέτοια επίθετα. Επί τω πλείστον είναι αυτά, όπως λέμε. Σκιαδά έχουμε. Βιτζιλαίηδες πάρα πολλοί. Βιτζιλαίηδες λένε πως ήρθαν από τη Νάξο. Κι έχει κι ένα χωριό εκεί πέρα που λέγεται Βιτζιλαίϊκα, κάπως έτσι, να πούμε. Η Μαυραγκάδενα, που ήταν η μάνα μου, λέει πως ο πρώτος Μαυραγκάς ήρθε από τη Σάμο. Και εκεί πάλι ένα χωριό που λέγεται Μαυραγκαίϊκα. Αυτοί δεν είναι και πάρα πολλοί, να πούμε, οικογένειες. Στον Κώστο είναι ακόμα μια οικογένεια και εδώ πέρα τώρα είναι ο Νίκος ο Μαυραγκάς, αυτός έκανε όλο κόρες και τώρα παραμένει ο Παναγιώτης ο Μαυραγκάς. Δεν έχει άλλη οικογένεια να πούμε. Ο Παναγιώτης, ξέρεις, ο Μαυραγκάς που έχει πέρα το «Αγνάντιο», πώς το λένε το μαγαζί.
Λένε ότι εδώ οι Λευκιανοί ήταν πνευματικοί άνθρωποι, μορφωμένοι άνθρωποι!
Ήταν. Έχουνε βγει, βέβαια, και πολλά ονόματα εδώ πέρα. Και στρατηγοί βγάλαμε και γιατροί βγάλαμε. Τώρα επί το πλείστον, τώρα το τέλος τα τελευταία χρόνια έχουν βγει πολλοί γιατροί. Πολλοί γιατροί. Δικηγόροι τώρα, δεν ξέρω, να πούμε, δεν έχουνε βγει πάρα πολλοί. Ο Χρήστος τώρα έβγαλε την κόρη του τη Χρυσούλα μήπως, δεν ξέρω αν την ξέρεις αυτή την κοπέλα. Πρέπει να είναι στην ηλικία σου, δεν ξέρω. Ο Χρήστος ο Παντελαίος που έχει τη μάντρα κάτω είναι ανιψός μου. Η κόρη του αυτουνού. Δεν ξέρω! Αλλά για γιατροί και για στρατιωτικοί, να πούμε, τέτοιοι, πάρα πολλοί είχανε βγει, γενικά, να πούμε. Είχε μορφωμένο κόσμο το χωριό μας, δεν μπορούμε να πούμε. Και αυτό που έχουνε κάνει με το Σύλλογο των εν Αθήναις Λευκιανών είναι πάρα πολύ καλός και έχει κάνει πάρα πολλά έργα ο Σύλλογος αυτός μέσα στο χωριό. Στο χωριό μας βέβαια και γενικά. Αλλά στο χωριό έχει κάνει πάρα πολλά έργα!
Κύριε Βασίλη μου, μιλήσαμε πριν για τα παρατσούκλια. Εδώ οι περισσότεροι γνωρίζονται μέσω...
Ναι, μέσω παρατσούκλι. Και πώς βγήκαν αυτά. Να σου φέρω ένα παράδειγμα. Ο Καραΐσκος που λέμε, αυτός ήταν εδώ στο Αγιάσι που λέγεται η περιοχή και τον λέγανε Αγιασώτη. Αλλά μετά στο σχολείο είχανε μάθημα για το Καραϊσκάκη και αντί να πει, να πούμε, ότι αυτά είπε ο Καραϊσκάκης, είπε: «Αυτά είπε ο Καραΐσκος!». Και από τότε τον βγάλανε «Καραΐσκο». Κατάλαβες; Ο άλλος ο μπαρμπα-Θανάσης τον ελένε «Αφατά». Γιατί κι αυτός πάλι κάποιο μάθημα είχανε και αντί να πει «αυτά είπε», είπε «αυατά είπε». Και έτσι βγαίνανε τα παρατσούκλια. Κατάλαβες; Ή από παππούδες, ξέρω γω, όπως εμένα τώρα. Το «Γασπαρίνης» λένε πως ήτανε μια αδερφή του παππού μου που τη λέγανε Γασπαρνιώ και σιγά σιγά βγάλανε «του Γασπαρίνη», του «Γασπαρνιώ», ξέρω γω, ο Γιαμανώλης. Ήταν αδέρφια. Αυτός πάλι ό,τι λέξη και να 'λεγε έβαζε το «για» μπροστά. «Γιαπροκομένε», «Γιαβασίλη», «Για... ξέρω γω», και σιγά σιγά τον βγάλανε ο «Γιαμανώλης». Κατάλαβες; Έτσι μείνανε! Πολλά παρατσούκλια! Ποιο άλλο να σου πω τώρα, που είναι... Όχι, πρόσφατο αλλά όλα τα παλιά... Τον παππού μου τον εβγάλανε «Σαΐπη», γιατί λέει χόρευε σαΐπικα. Τώρα το «σαΐπικα» τι ήτανε; Το… μιαν άλλη λέξη που την ψάξανε τα παιδιά, το «ασικλίκι», το βρήκανε τώρα μέσα στο internet. Ακριβώς δεν θυμάμαι τι ήτανε αυτό το «ασικλίκι». Θα σου πω αυτή την ιστορία πάντως, ήτανε αυτός από εννιά χρονώ είχε πάει στην Πεντέλη. Σκέψου εννιά χρονών παιδί. Πηγαίναν, δεν ήταν μόνο εκείνος, πηγαίνανε κι άλλοι.
Ως λατόμος, ε;
Ως λατόμος. Αλλά τι έκανε; Τον είχανε σαν παιδάκι και έβαζε νερό να πίνουνε οι μαστόροι που ήτανε μέσα, να πούμε, και δουλεύανε στο νταμάρι. Κατάλαβες; Είχανε κάτι μεγάλα δοχεία που τα λέγανε γαλόνια και μέσα εκεί το νερό, γιατί έχω πάει εκεί πάνω τρεις μήνες, ένα καλοκαίρι και το γνώρισα κι αυτό τα πανεπιστήμιο. Λοιπόν, τον νερό το βάζανε σε βαρελάκια ξύλινα. Από κει το 'βαζε στο γαλόνι και γύρναγε, να πούμε, να πίνουνε νερό οι μαστόροι. Όταν όμως μεγάλωσε αυτός και πηγαινοερχότανε, γιατί δεν έκανε άλλο επάγγελμα, αυτό ήτανε, λατόμος ήτανε μια ζωή. Είχε και κάτι κτήματα εδώ πέρα, αλλά όλα τα χρόνια τα πέρναγε στην Πεντέλη απάνω. Και κάποτε, λέει, του... Όταν έπαιρνε γράμμα από τη γυναίκα του, ας πούμε, μια φορά είχε πάρει ένα γράμμα και ανέβηκε πάνω στο μάρμαρο και διάβαζε. Από κάτω ήτανε Καρπάθιοι οι πιο πολλοί το νταμάρι που ήταν αυτός. Και σε κάποια φάση, να πούμε, έκανε πως θύμωσε και ξέρω γω. Λέει: «Μαστροθόδωρα, τι έπαθες;». «Άσ’ τα», λέει, «τι μου 'κανε η γυναίκα μου! Είχαμε», λέει, «αμύγδαλα! Κι αντί να πουλήσει», λέει, «το πετράτο αμύγδαλο, πούλησε το αφράτο!». Λέει: «Και βγάνεις πολύ», λέει, «Μαστροθόδωρα;». Λέει: «Πώς!», λέει, «δυο χιλιάδες οκάδες αφράτο και χίλιες οκάδες πετράτο». Τα 'πε εκεί πέρα τα πράγματα. Οι άλλοι λοιπόν του λένε: «Μα εσύ αφού βγάζεις τόσα προϊόντα λάδια κι αμύγδαλα και κρασιά και... γιατί έρθεσαι εδώ πάνω στην Πεντέλη;». Λέει: «Έρθομαι», λέει, «για ασικλίκι!». Το «ασικλίκι» όμως, δεν θυμάμαι ακριβώς να σ’ το εξηγήσω. Εσύ μπορείς να το ψάξεις αυτό και να το βρεις. Είναι δηλαδή... Πώς να το πούμε; Πώς λέμε, για χόμπι, ξέρω γω, κάνω αυτή τη δουλειά ή έτσι για να πάρω τον αέρα μου, που λένε. Κάπως έτσι! Γιατί σου λέω το... μου 'κανε κι εμένα εντύπωση και έβαλα τα παιδιά εδώ και το βρήκανε. Κατάλαβες; Ναι. «Έρθομαι», λέει, «για ασικλίκι!», αφού τον ρωτήσανε, να πούμε. Ε, ιστορίες παλιές άλλες έχουνε γραφτεί πάρα πολλές που... Ο μπαρμπα-Μανώλης ο Πανώριος που κάνανε μεταξύ ντωνε, ας πούμε, αστεία πολλά. Και με πολλοί, ένα άλλο το μπαρμπα-Μανώλη τον Μπουκαλά εδώ πέρα. Αυτοί πάλι είχανε με τα όπλα, τότες δεν ήτανε τα όπλα, ήτανε αυτά τα εμπροστογεμές, που λένε. Δεν ήταν με φυσίγ[01:00:00]για. Και στη μια κάνη έβαλε, ας πούμε, σκάγια, στην άλλη έβαλε μόνο μπαρούτι για να κάνει το μπαμ. Και είχανε ένα αγιοκωνσταντινάτο που το λέγανε. Αυτό και καλά άμαν το έβαζες απάνω δεν σκοτωνότανε ο κόκορας. Πήρανε λοιπόν τον κόκορα του τάδε, ας πούμε, τον στήσανε κάτω. Έριξε αυτός όμως τη ντουφέκια από κει που δεν είχε σκάγια μέσα. Λέει: «Είδες, Μανώλη; Δεν σκοτωνότανε. Βάλαμε το αγιοκωνσταντινάτο απάνω!».
Στον κόκορα;
Τον κόκορα. Αλλά για να φάνε του αλλουνού τον κόκορα μετά, ρίξανε την άλλη που είχε μέσα σκάγια. Κατάλαβες; Δηλαδή κάνανε τέτοια καλαμπούρια. Αυτό το κάνανε, ας πούμε, έτσι για φάρσα τώρα, να δουλέψουνε τον άλλον. Με κατάλαβες τώρα! Ήτανε δίκαννο το όπλο. Στη μια κάννη είχανε βάλει σκάγια, στην άλλη δεν είχανε βάλει. Έκανε το μπουμ, αλλά ο κόκορας, είδες; Βάλαμε το αγιοκωνσταντινάτο γι' αυτό δε σκοτωνότανε. Έλα όμως μετά που στον άλλο σκοτώθηκε ο κόκορας! Και καθόταν κάτω πάλι τον μαγείρευαν και κάνανε παρέα!
Ήταν, έτσι, εύθυμοι οι άνθρωποι!
Ε, ναι, κάνανε τέτοια καλαμπούρια, κάνανε μεταξύ ντωνε χωρίς να θυμώνουνε, ας πούμε. Κατάλαβες; Πολλά τέτοια είχανε κάνει. Κι αυτός ο μπαρμπα-Γιάννης ο τσαγκάρης, που λέμε, κι αυτός έκανε πολλά τέτοια καλαμπούρια. Δηλαδή ήτανε τώρα ο μπαρμπα-Ζαχαριάς που είχε μαρούλια πολλά και όλες τις μέρες που τα είχε εκεί απ' έξω στο μπαλκόνι, λέει, δεν πήγαινε κανένας ν' αγοράσει. Μόλις όμως ξεραθήκαν τα μαρούλια και τα πέταξε, όπου έβρισκε μετά αυτός ο μπαρμπα-Γιάννης το έλεγε: «Πήγαινε πες τον μπαρμπα-Γιάννη “έχει μαρούλια;”. Στον μπαρμπα-Ζαχαριά, να πούμε, “Έχει μαρούλια; Πήγαινε!”». Αυτός, πήγανε πέντε δέκα, τον ερωτήσανε, λέει: «Μα γαμώ τη φάρα του! Μέχρι προχτές που τα ‘χα τα μαρούλια δεν ερθόνταν κανένας. Τώρα πέσανε όλοι και μου γυρεύουνε μαρούλια;». Ήθελε πάλι μια φορά να πάρει σαρδέλες από τη θειά την Παρασκευώ, του Αντρέα τη μάνα του Κονταράτου και δεν άνοιγε τενεκέ. Αυτός λοιπόν όποιο παιδάκι έβρισκε ή μεγάλο λέει: «Πήγαινε να πεις στη θεία την Παρασκευώ: «Έχεις σαρδέλες;». Αφού πήγανε καμιά δεκαριά και ρωτήσανε «έχεις σαρδέλες;», λέει αυτή: «Τι να κάνω; Να τον ανοίξω τον τενεκέ!». Μόλις άνοιξε τον τενεκέ, πάει και παίρνει αυτός σαρδέλες, δεν πήγε πάλι άλλος μετά. Γιατί ήτανε και καλά Σαρακοστή και νήστευε εδώ ο κόσμος. Αυτός όμως έκανε την πλάκα του με τέτοιο τρόπο να πούμε. Κατάλαβες; Έκανε διάφορα τέτοια. Αλλά δεν παρεξηγιότανε οι πιο πολλοί, τώρα, είπαμε, ανάλογα. Άλλος παρεξηγείται, άλλος δεν παρεξηγείται. Κάνανε πάντως διάφορες τέτοιες φάρσες μεταξύ ντωνε ο κόσμος. Επί τω πλείστον καλός είναι ο κόσμος εδώ πέρα, δεν είναι, να πούμε, δεν έχουμε βγάλει ούτε κακούργοι έχουμε βγάλει, ούτε εγκληματίαι έχουμε βγάλει, τίποτα. Καλός είναι ο κόσμος! Απλά είμαστε λίγο... Πώς να το πούμε; Υποκρισία υπάρχει και η ρουφιανιά υπάρχει, να το πούμε κι αυτό. Δηλαδή δεν έχουμε την ντομπροσύνη. Εγώ νομίζω πως είναι το καλύτερο όταν έχεις κάτι με τον άλλο, να τον πιάσεις και να του πεις: «Έχω αυτό το παράπονο!». Δεν μπορώ να σε δω εγώ αύριο τώρα και να μη σου πω καλημέρα! Για να μη σου πω καλημέρα, πρέπει να ζητήσω και το λόγο, να σου πω: «Ρε φίλε, τι έχεις μαζί μου;», ας πούμε. Αυτό δεν το 'χουμε. Και όταν είσαι λίγο ντόμπρος και το λες, παραμένεις και το μαύρο πρόβατο. Τέλειος δεν είναι κανένας! Το τονίζουμε αυτό. Κανένας δεν είναι τέλειος. Αλλά προσπαθούμε, τέλος πάντω, όσο το δυνατόν να μην υποκρινόμαστε. Η υποκρισία δεν είναι καλό πράμα! Συμφωνείς;
Έτσι είναι, κύριε Βασίλη μου! Συμφωνώ απόλυτα! Μας είπατε και για τη διάλεκτο που είχαν οι Λευκιανοί ότι αλλάζανε λίγη...
Ε, όλες τις λέξεις, δεν λέγαμε καμιά λέξη σωστή. Όλες τις λέξεις τις κόβουμε, να πούμε. Δεν είχαμε δηλαδή... Ε, σιγά σιγά τώρα σύμφωνα με την εξέλιξη των πραγμάτων, με τα γράμματα που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, ξέρω γω. Ειδάλλως, πρώτα οι πιο πολλοί Λευκιανοί ήταν αγράμματοι, ας πούμε. Δηλαδή τι να σου πω τώρα; Εκτός από εργαλεία που είχαμε και λέξεις, ας πούμε, άλλες που... Δηλαδή η «χαμαλίκα» φερ’ ειπείν. Ξέρεις τι ήταν η «χαμαλίκα»; Η «χαμαλίκα» ήτανε... είχανε ένα ξύλο με δύο αλυσίδες και βάζανε δύο τενεκέδες, δύο γκαζοντενεκέδες εδώ. Αυτό το κάνανε για ευκολία, όταν κουβαλάνε το νερό. Γιατί δεν υπήρχανε κοντινή απόσταση, ας πούμε, το νερό... Γεμίζανε δύο ντενεκέδες, το βάζανε αυτό το ξύλο στον ώμο πάνω, στην πλάτη και κρατάγαν και πήγαινε. Αυτό το λέγανε «χαμαλίκα». Τι άλλο να σου πω τώρα; Να σου πω το «σαμπάνι». «Σαμπάνι» ήταν ένα σκοινί δεμένο που βάζαν απάνω τα τουλούμια, τα τουλούμια, ξέρεις, το ασκί που λέμε, και τα ζυγίζανε. Αυτά λίγο λίγο έχουνε καταργηθεί τώρα, να πούμε. Το μέτρο. Το μέτρο ήτανε στο κρασί, ήταν η παλιάτσα. Αυτό το μεγάλο λαΐνι. Αυτό έβαζε πέντε οκάδες μέσα. Οι δέκα παλιάτσες το λέγανε, ήτανε πενήντα οκάδες, μια βαρέλα τη λέγανε. Δηλαδή είχανε το είδος μέτρου. Στην Αθήνα είχανε το κάρο. Το κάρο ήταν τετρακόσιες οκάδες. Αυτά το λέμε τώρα για τον μούστο που κουβαλάγανε και γεμίζαν τα βαρέλια. Εδώ είχανε την παλιάτσα. Λέγανε, αυτό το βαρέλι βάνει μέσα πέντε βαρέλες, δέκα βαρέλες, τρεις βαρέλες. Υπολογίζανε με τις παλιάτσες. Δέκα παλιάτσες, είπαμε, ήτανε πέντε οκάδες, πέντε δέκα πενήντα. Και ανάλογα πόσες παλιάτσες έπαιρνε μέσα, πόσες πενήντα οκάδες, λέγανε, ας πούμε, και το μέτρο που έβαζε το βαρέλι. Τώρα υπάρχει τρόπος που μετράνε το βαρέλι. Έχει, βάνεις μία πήχη διαγώνια από τη μία και απ' την άλλη και υπάρχει τρόπος, ας πούμε, που το βρίσκεις. Αλλά τότες αυτό ήταν το μέτρο στα βαρέλια. Κάνουλες δεν υπήρχαν εδώ πέρα. Είχανε σφήνες. Σφήνες βάζανε. Και όταν ερθόντανε, λέει, του αγίου Δημητρίου εδώ πέρα ερθόνταν οι καπεταναίοι τους λέγανε, εμπόροι που παίρναν τα κρασιά. Ερθόνταν και τα καπαρώνανε του αγίου Δημητρίου, γιατί όλος ο κόσμος πούλαγε τα κρασιά. Μέχρι τη Γαλλία απ' ό,τι έχω ακούσει απ' τον πατέρα μου φτάσανε τα κρασιά τα παριανά και ειδικά τα λευκιανά. Δεν βγάζανε ποσότητες, βγάζαμε ποιότητα. Ήτανε το κλίμα τέτοιο που έβγαζε, να πούμε. Και ήτανε δύο ποικιλίες: η Μαντιλαριά και η Μονεμβασιά. Αυτά ήταν. Είχαμε κι άλλες ποικιλίες, πάρα πολλές ποικιλίες, αλλά αυτά ήτανε τα παραγωγικά σταφύλια, να πούμε, τα... που παίρνανε αυτοί. Και τελευταία θυμάμαι εγώ το Μωραΐτη που ερθόταν από δω από τον πατέρα μου και έπαιρνε ξύδι και κρασί, πάλι με τα τουλούμια. Δεν υπήρχανε μπετόνια τότες. Και στα λιοτρίβια είχανε ειδικά τουλούμια που βάζανε το λάδι μέσα. Δεν ήταν όπως τώρα, να πούμε. Τώρα έχουμε μπετόνια και μπουκάλια και νταμιτζάνες και... Τότες αυτά τα πράγματα ήτανε λιγοστά.
Δηλαδή το λάδι και το κρασί το βάζανε μέσα σε τουλούμι;
Σε τουλούμι.
Προβιά ζώου;
Ναι, προβιά ζώου. Είναι μόνο από κατσίκα. Από γίδινο κάνει, από πρόβειο δεν κάνει. Αυτά τα παίρνανε, τα αλατίζανε, τα βάζανε στο αλάτι, ψηνόταν καλά, μετά το κουρεύανε, το καθαρίζανε και το πηγαίνανε πάλι... είχε οι τσαγκαράδες εδώ... Αυτό από κάτω το σκοινί το μπλέκανε και το λένε σεράδι. Σεράδι λεγόταν αυτό. Αυτό το ράβανε λοιπόν οι τσαγκαράδες αυτό και δεν έχανε τίποτα μετά από μέσα. Τα πλένανε στη θάλασσα και όταν πάλι τελείωνε, να πούμε, που κουβαλάγανε το λάδι, το κρασί, πάλι τα ξαναπηγαίνανε στη θάλασσα, τα ξαναπλένανε, τα φουσκώνανε, τα κρεμνάγανε και ανάλογα την εποχή τα πιάνανε αυτά, να πούμε. Κατάλαβες; Ήτανε... Αυτό ήταν το μεταφορικό μέσον. Δεν υπήρχανε, δεν υπήρχαν... Μετά βγήκανε οι γκαζοντενεκέδες. Αυτός, ο τενεκές. Δεν υπήρχανε μπετόνια και τέτοια πράγματα. Δεν ήτανε... Νταμιτζάνες είχανε, ας πούμε. Και νταμιτζάνες πάλι οι μεγάλες τις μπλέκανε εδώ οι ντόπιοι, όπως μπλέκανε τα καλάθια, μπλέκανε σκούπες, μπλέκανε... Αυτά τα φτιάχνανε εδώ. Μέσα στα μποστάνια στην καλουριά που λέμε εδώ, βάζανε σουσάμι, βάζανε τα βαβούλια που λέμε. Βαβούλι ήταν το βαμβάκι που βγάζομε. Αυτά τα βάζανε όλα. Το μαλλί από τα πρόβατα. Όλες οι γυναίκες κάνανε τη ρόκα. Είχα φτάσει εδώ του Ρήγα εδώ τη μάνα, η θειά η Άννα, αυτή ήτανε το λεγόμενο «αντί». Ήταν ένα ξύλο γυριστό με μια χορδή απάνω που έφχιαχνε το μπαμπάκι όταν ξεβαβουλίζαμε που λέγαμε και το περνάγανε από ένα άλλο εργαλείο ξύλινο που το λέγαμε «ξεκοκκίστρα», έβγαινε ο σπόρος, μετά το μπαμπάκι αυτό το πηγαίνανε σε αυτή τη θειά εδώ πέρα και το έβαζε κάτω και το 'φτιαχνε έτσι για να γίνει κλωστή μετά. Κατάλαβες; Και οι γυναίκες μετά με τη ρόκα το πιάνανε και κάνανε...
Πώς το λέγανε αυτό το αντικείμενο;
«Αντί» το λέγανε αυτό, «αντί». Και το άλλο ήταν η «σβία» και η «ξεκοκκίστρα».
Όχι «δοξάρι», ε;
Μπορεί να 'τανε και δοξάρι, πάλι υπάρχει κι αυτό, να το λέγαν δοξάρι, να το λέγανε. Εγώ το ξέρω «αντί». Τώρα αν το λένε και δοξάρι; Κατάλαβες; Αυτό το χτύπαγε πάνω εκεί, απάνω σ' ένα κρεβάτι τα έβαζε εκεί και το έκανε έτσι, να πούμε, το μπαμπάκι πέρα δώθε και το στοίβαζε. Στοίβαγμα το λέγανε αυτό. Κατάλαβες; Δηλαδή γινότανε μια μπάλα αυτό, ένωνε το ένα με το άλλο με λίγα λόγια και μετά το παίρνανε πάλι οι γυναίκες και το φτιάχνανε στη ρόκα. Όπως και το μαλλί. Το μαλλί τα ίδια. Και ήταν το μαλλί ήτανε, ας το πούμε, δύο ποιότητες. Το αρνόμαλλο ήτανε πιο καλό, πιο μαλακό, ενώ το πρόβειο ήτανε πιο δευτέρας ποιότητος. Και τα μεροκάματα πάλι, που το έχω ακούσει κι αυτό εδώ στο χωριό, ήταν, ας πούμε, παλιά που δεν υπήρχανε λεφτά, πηγαίνανε με είδος. Ήτανε μια παλιάτσα κρασί, ένα μεροκάματο. Δηλαδή έπαιρνες πέντε οκάδες κρασί που έβαζε η παλιάτσα. Μια οκά λαδί. Με οκάδες ήτανε. Το μαλλί το λέγανε ένα πουκάρι μαλλί. Δηλαδή αυτό που έβγαζε ένα ζώο, μια προβατίνα το λέγανε ένα πουκάρι μαλλί. Δηλαδή δούλευες όλη μέρα για να το πάρεις αυτό να φτιάξεις φανέλα, δε ξέρω, πουλόβερ, τι θα έφτιαχνες, ζακέτα. Έτσι ήταν η πληρωμή τότες. Δεν παίρνανε να πούμε... Είδος με είδος. Στην Κατοχή ειδικά και μετά την Κατοχή... Άλλος έφερνε από κάτω πατάτες από τα κάτω χωριά, χταπόδια τέτοια. Δεν υπήρχανε ψυγεία. Τα χταπόδια τα κάνανε μπάλες. Δηλαδή όπως το ξέραινε το χταπόδι στον ήλιο το ‘βαζε, μετά η κουκούλα του χταποδιού έβαζε ένα ξύλο και το άλλο απέξω και σιγά-σιγά-σιγά το τύλιγε το ένα πάνω στ' άλλο και γινότανε μια μπάλα. Αυτό το χταπόδι μετά άμαν ήθελες να το κάνεις με πατάτες, με μακαρονάκια, ξέρω 'γω, το 'βαζε η νοικοκυρά στο νερό αποβραδ[01:10:00]ίς, μαλάκωνε και την άλλη μέρα το 'φχιαχνε. Δεν υπήρχαν ψυγεία. Ψυγεία μετά εδώ πέρα φέρανε και πάλι λίγοι, να πούμε, φέρνανε καμιά κολόνα πάγο, μισή κολώνα κι είχαν αυτά τα ψυγεία. Δεν υπήρχανε αυτά τα πράγματα. Δηλαδή τα φτάσαμε εμείς σαν παιδιά, πού να τα βρούμε τα ψυγεία και πού να βρούμε αυτά τα πράγματα; Όλα.
Οι άνθρωποι δηλαδή τότε ζούσαν πιο βιώσιμα, αξιοποιούσαν πολύ...
Τα τοπικά προϊόντα να το πω αυτό. Αλλά είπαμε, αυτοί που είχανε κτήματα, ας πούμε, ας το πούμε καλοπερνάγανε πιο καλά. Οι άλλοι, υπήρχε φτώχεια, υπήρχανε... πηγαίνανε που λέει ο λόγος, παραγιοί που λέγαμε για να φάνε μονάχα. Έχω γνωρίσει άνθρωπο, ακόμα ζει αυτός ο Δημήτρης ο Σκιαδάς, ο Παχύς, που λέμε. Όχι, Αντρέας λέγεται αυτός, Αντρέας. Είναι εδώ πάνω που βγαίνουμε το τελευταίο σπίτι στο Βροντάδο. Αυτός μου είπε μέχρι δεκαπέντε χρονώ, από έξι χρονώ τον έστελνε ο πατέρας του παραγιό. Και άλλαξε μέχρι δεκαπέντε χρονώ, τριάντα έξι αφεντικά. Ακόμα φέτος μου το 'πε. Και πήγαινε το παιδί αυτό μόνο για να... μόνο για φαγητό, παιδί μου. Και να του κάνουνε κάνα ζευγάρι παπούτσια που ήταν τσαγκαράδες εδώ, κάνα παντελόνι. Ήτανε... τα υφάσματα τότες ήτανε το δρίλι που λέγαμε, το τσερβόλ, αυτά ήτανε. Κασμιροφανέλα και δημητριάδ' τα γνώρισα κι εγώ απ' τον αδερφό μου επειδής ήτανε ράφτης. Ήταν εδώ ένας, Νίκος, Παπαμανώλη τον λέγανε, Συριανός. Αυτός έφερνε υφάσματα. Τότες έβγαινε ξέρεις με το μπόγο ερθόντανε και πουλάγανε. Ερθότανε ένας άλλος, ο Λαδής. Αυτός ήτανε από τη Παροικιά πάλι. Με τα γαδουράκια τα φορτώνανε απάνω τα εμπορεύματα και γυρίζανε τα χωριά, μαζεύαν αυγά, μαζεύανε... Όπως ήταν και οι ταχυδρόμοι. Κι αυτό πρέπει να το πούμε. Ήταν εδώ στο χωριό μας πάρα πολύ ταχυδρόμοι. Παραγγελιοδόχος με λίγα λόγια. Αυτός έπαιρνε από δω, τα πήγαινε στην Αθήνα. Απ' την Αθήνα πάλι θα 'φερνε, ξέρω γω, κάτι άλλο. Θα στέλνανε το καλάθι πάντα, δεν το στέλνανε άδειο. Στέλνανε, ξέρω γω, μήλα, που δεν υπήρχανε εδώ πέρα εκείνα τα χρόνια. Και μια κουλούρα άσπρη την δέναν απέξω απ' το καλάθι. Δεν έπιανε αυτή μικρόβια τότες; Τι να σου λέω τώρα!
Ψωμί δηλαδή.
Ψωμί, ψωμί! Αλλά το άσπρο ψωμί τότες εμείς σαν παιδιά πού να το βρούμε, πού να το δούμε; Τότες ζυμώνανε. Όλες οι γυναίκες επί το πλείστον ζυμώνανε. Εμένα η μάνα μου ζύμωνε κάθε Σάββατο, άλλες ζυμώνανε Παρασκευή. Ο μπαρμπα-Αντώνης ήταν εκεί κάτω. Ήτανε τρεις φούρνοι στο χωριό. Ο μπαρμπα-Θανάσης, Τριαντάφυλλος λεγότανε αυτός. Ο μπαρμπα-Αντώνης που είχε ένα κόχυλα που σφύραγε και ο μπαρμπα-Θοδωρής. Είχα προλάβει και τον πατέρα του σαν παιδάκι, τον εθυμάμαι σαν όνειρο, ο μπαρμπα-Στρατής. Είχανε το φούρνο εκεί κάτω. Δεν ξέρω αν τον είχες προλάβει στου Ζαχαριά το κρεοπωλείο απέναντι; Μετά πήγε εδώ μέσα. Λοιπόν, κάθε Σάββατο ζύμωνε. Κάτι ψωμιά τέτοια. Δεν είχε κάθε μέρα να πάρεις ψωμί άλλο. Αυτό το ψωμί όταν τελείωνε ή μούχλιαζε ή ότι γίνεται σκληρό σαν πέτρα, το βρέχανε αυτό το ψωμί ήτανε.
Μία φορά την εβδομάδα.
Μία φορά την βδομάδα. Αυτό ήταν το ψωμί. Το βάζανε στα ντουλάπια ή είχανε μια καλαμωτή που λέγανε με καλάμια μπλεγμένη, το βάζανε πάνω ή σε κάνα ντουλάπι, αυτό ήτανε το ψωμί. Μια φορά την εβδομάδα. Υπήρχαν και σπίτια που είχανε δικό ντουνε φούρνο. Αλλά κι αυτοί δεν ζυμώνανε κάθε μέρα. Μια φορά την εβδομάδα. Αυτό ήτανε το πιο σίγουρο δηλαδή. Μία φορά την εβδομάδα. Βέβαια.
Ο δεύτερος ο φούρναρης που είχε το κοχύλι γιατί σφύριζε;
Αυτός σφύριζε πάλι και ξέρανε οι γυναίκες πότε θα πάνε τα ψωμιά στο φούρνο. Κατάλαβες; Δηλαδή ξέρανε, θα σηκωθεί έξι η ώρα το πρωί γιατί έπρεπε να γίνει η διαδικασία να τα ζυμώσει, να τα βάλει, να τα σκεπάσει, να ξεγαρίσουνε τα ψωμιά που λέμε. Και μετά σφύραγε, ας πούμε, ότι τώρα είναι η ώρα, φέρτε τα ψωμιά. Κατάλαβες; Είχε τον κόχυλα ο μπαρμπα-Αντώνης, έβγαινε εκεί απέξω και... Τον έχουνε και φωτογραφίες σε πολλά βιβλία και σε ημερολόγια, τα έχουν βάλει κι αυτά. Εγώ τον μπαρμπα-Αντώνη τον είχα γνωρίσει πολύ καλά. Ήταν γείτονας εκεί δίπλα σε μένα. Αυτός πέθανε το 1972, ογδόντα δύο χρονώ. Βέβαια! Και σου λέω, είχε κάνει έντεκα χρόνια στρατιώτης. Μέχρι τη Ρωσία τον είχανε στείλει το φουκαρά. Το Σαγγάριο ποταμό είχε περάσει. Κι αυτός ήταν ο μόνος που κράταγε ημερολόγιο. Δηλαδή από όπου είχε περάσει τα πάντα. Κι ο Λυκούργος κι αυτός είχε πολύ μυαλό ο άνθρωπος. Και ήταν και γραμματέας και εδώ στο χωριό και στο Μαρούσι πάνω που είχε έρθει τελευταία. Θα τον έχεις ακουστά το Λυκούργο το Χανιώτη. Βέβαια! Αυτός μου έχει στείλει πάρα πολύ έτσι παλιά να πούμε, αλλά πρέπει να καθίσουμε μια μέρα να τα βρω, να είναι ορισμένα πράγματα... Αυτός ό,τι έβρισκε, ας πούμε, ή το 'γραφε, δεν βαριότανε να γράφει αυτός. Ή το ‘γραφε ή αποκόμματα από εφημερίδες ή από οτιδήποτε ήταν, να πούμε, κάτι. Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να τα μαζέψεις κι εσύ όπως αυτό το ποίημα που είχε βγάλει αυτός ο μπάρμπας ο λαουτάρης. Το 'χανε δημοσιεύσει κι αυτό σε εφημερίδα, ένα ποίημα που είχε βγάλει για τον πόλεμο του '40. Το ‘χεις βρει αυτό;
Όχι.
Να το βρούμε κι αυτό να σ’ το δώσω. Έχω πολλά φυλαγμένα εγώ τέτοια.
Μπράβο σας! Έχετε μεγάλη αγάπη όπως είπατε για την ιστορία, για τη λαογραφία.
Ε, βέβαια! Κι ο Σύλλογος εδώ πέρα που έγινε, ας πούμε, έχουμε μαζέψει. Ο αδερφός μου ο Νίκολας είχε πρωτοξεκινήσει που είχε μαζέψει πολλά πράγματα, αλλά κι εγώ είχα δώσει κι εργαλεία παλιά και όλο, οτιδήποτε παλιό τέλος πάντω. Δηλαδή υπάρχουν εργαλεία σε ξύλο, που φχιάχναμε τότες, που δεν τα ξέρουνε τα παιδιά σήμερα. Ούτε τις ονομασίες, ούτε... Κατάλαβες; Δηλαδή τα «νταβίδια» που είχαμε εμείς τότες που σφίγγαμε, είναι ένα είδος σφιχτήρα, που είναι τώρα οι βίδες, οι σφιχτήρες που λέμε. Τότες αυτό ήτανε σιδερένιο και το χτύπαγες... Έχω δώσει κάτω στο μουσείο τέτοιο πράγμα. Και έσφιγγε τα ξύλα για να τα ενώσουν να τα κολλήσουνε. Κατάλαβες; Ή το τρυπάνι. Έχω το πρώτο «ματικάπι». «Ματικάπια» τα λέγαμε αυτά. Ήτανε το πρώτο που έμπαινε μια λάμα με μια βίδα. Μετά βγήκε το ματικάπι που έβαζες λάμα και πήγαινε και δεξιά και αριστερά να βιδώσεις, να ξεβιδώσεις. Και μετά βγήκε το δράπανο το λεγόμενο. Ε, τώρα έχουνε ηλεκτρικά τρυπάνια, ό,τι θες. Και πολλά τέτοια εργαλεία. Τι να σου λέω τώρα, να πούμε, εγώ; Δηλαδή έχει ένα εργαλείο που το λέμε «μασγαλά». Αυτός ο «μασγαλάς» ήτανε για να ακονίσεις την «ξύστρα». Η «ξύστρα» ήτανε... δεν υπήρχε γυαλόχαρτο τότες. Να βγάλεις από πάνω από τα έπιπλα που φχιάχναμε τα χοντρά. Και μετά έτριβες με φελλό με γυαλόχαρτο. Τώρα είναι τα τριβεία. Ποιος κάθεται να κάνει αυτά τα πράγματα; Το βρέχαμε το ξύλο να σηκώσει αγριάδα και μετά πάλι ξανά άλλο τρίψιμο, με άλλο νούμερο. Δηλαδή έπιανες, ξέρω γω, από το τρία νούμερο, παράδειγμα, μέχρι πού να φτάσει το μηδέν, για να γίνει λείο να το λουστράρεις. Κι όπως είπαμε δεν υπήρχε λούστρο, βερνίκι. Με αυτό, με γομαλάκα. Κόλλες δεν υπήρχανε. Ψαρόκολλα. Μετά βγήκε μιαν άλλη κόλλα, η καζεΐνη. Ε, τώρα έχουν βγει χίλιες δύο κόλλες. Έχει και θαλάσσης και ατλακόλ και χίλια δυο πράγματα. Τώρα είναι άλλα πράγματα, αλλά, είπαμε.
Εσείς μέχρι σήμερα εξασκείτε το επάγγελμα που αγαπάτε.
Ε, ναι όσο γίνεται, ναι! Τώρα δεν φτιάχνω, που λέει ο λόγος, πολλά πράγματα, αλλά κάτι μικροπράγματα, κάτι σκαλιστά, ξέρω γω.
Και είστε ο μόνος ξυλουργός στο χωριό που φτιάχνει χειροποίητα...
Ναι, ναι, ναι. Τώρα δεν έχει...
Χειροποίητες δημιουργίες!
Ναι.
Ο κόσμος...
Δηλαδή έχω φτιάξει πολλές κασέλες. Έχω φτιάξει, όπως είπαμε, τέμπλα για εκκλησίες, έχω φτιάξει τραπέζια από ελιά. Αυτά τα δυο τραπέζια που είναι απέξω. Γιατί η ελιά ξύλο δεν υπάρχει στο εμπόριο. Κατάλαβες; Από τις ντόπιες ελιές εδώ που κόβομε, όσο πιο παλιά είναι η ελιά, δημιουργεί μέσα και νερά το ξύλο. Και παρομοιάζει με την καρυδιά. Βλέπεις τώρα αυτό το τραπεζάκι. Αυτά εδώ που τα λέμε νερά, που κάνει μέσα διάφορα σχέδια. Ε, όλα αυτά. Σκάφες που ζυμώνανε μέσα. Βάλε τώρα ένα νέο να κάνει. Θα μου πεις, ποιος τη χρησιμοποιεί; Κατάλαβες; Μέχρι σαμάρια έφχιαξα. Έχω φτιάξει κοντάκια για όπλα. Δεν είμαι οπλουργός. Αλλά είδα πώς είναι το παλιό, έφχιαξα. Έχω φχιάξει εφτά κοντάκια για όπλα. Κατάλαβες; Αυτό μ' άρεσε να πούμε. Είδα το παλιό πώς ήτανε, ξέρω γω, σιγά-σιγά-σιγά, το 'φχιαξα. Είναι να σ' αρέσει ένα πράγμα! Άμα σ' αρέσει, το φχιάχνεις. Πολλά τέτοια κι έτσι μικροπράγματα έχω φτιάξει. Άλλο κάτι, τι να πούμε για το χωριό μας και για το… Αυτά δεν τελειώνουνε, είπαμε! Κάτι που να έχει ενδιαφέρον. Για ταχυδρόμοι είπαμε, που παίρνανε τα πράγματα από δω και τα πηγαίνανε στην Αθήνα, τα κουβαλάγανε. Και τότες πάλι τα βαπόρια δεν ήτανε να πιάσουνε σκάλα. Ήταν με βάρκα μπαίναμε μέσα και πηγαίναμε στο βαπόρι με μια σκάλα με τα σκοινιά ν' ανεβαίνεις πάνω. Τα 'χω φτάσει αυτά όλα. Και τα πηγαίναν με το λεωφορείο. Τα λεωφορεία πρώτα ήταν... βάζανε και μέσα κι από πάνω. Είχανε σκάρα που βάζανε τα πράγματα. Δεν είχε μεταφορικά μέσα εδώ πέρα. Μετά βγήκε ο Αντώνης ο Καρκανελάς που είχε τρίκυκλη μοτοσυκλέτα και μετέπειτα ο Νικόλας ο Κλαρίνος. Δηλαδή φύγανε οι παλιοί ταχυδρόμοι που τα πηγαίνανε χύμα τα καλάθια, αυτοί τα φορτώνανε μετά στη μηχανή και τα πηγαίνανε στην Αθήνα πάνω και τα κάνανε διανομή. Αθήνα. Αθήνα είναι, πιάνει από τον Πειραιά μέχρι το Κορωπί, Αθήνα λέγεται. Και μέχρι την Πάρνηθα όλο Αθήνα τα λέμε αυτά. Τέλος πάντω. Είπαμε, εμένα η Αθήνα δε μ' άρεσε. Και μια ζωή το όνειρό μου ήτανε να γυρίσω στο χωριό. Όπως και το κατάφερα αυτό το πράγμα, ας πούμε. Και μέχρι τώρα –δόξα τω Θεώ!– μια χαρά την περνάμε εδώ πέρα! Αλλά είναι άλλα πράγματα που μένουνε πίσω, όπως το νοσοκομείο, είναι κι αυτό πρόβλημα μεγάλο. Εδώ πρέπει να 'σαι, έχω πει, να 'σαι ή μαλαματένιος ή δεν ξέρω τι να πούμε. Γιατί το σίδερο το πιάνει η σκουριά. Άμαν αρρωστήσεις, άμα πάθεις κάτι, έχουμε πάλι τέτοια περιστατικά... Ο Κώστας εμάς εδώ έσπασε η σκωληκοειδίτιδα και τον πήγαμε με ελικόπτερο. Ύστερα από δύο μέρες, να πούμε, έφτασε στην Αθήνα. Πέρασε... Πώς γλίτωσε το παιδί αυτό τότες; Ήταν το '81. Εφτά οχτώ χρονώ παιδί ήτανε. Κατάλαβες; Λοιπόν, τι να λέμε;
Πώς το βλέπετε εδώ το μέλλον των Λευκών; Είναι ένα χωριό τόσο παραδοσιακό και τόσο όμορφο που έχει αρχίσει και...
Ε, το χωριό το κάνουνε...
Καταρρέει...
Τα άτομα, τα άτομα. Δεν δείχνουν ενδιαφέρον! [01:20:00]Δεν ενδιαφέρονται ο κόσμος! Δεν... Δηλαδή καθένας δεν είναι ότι κλείνει η πόρτα σου. Πρέπει κι εμείς οι ίδιοι να προσφέρομε. Είπαμε για το σκουπιδιάρη προηγουμένως, αλλά άμα δεν βγούμε κι εμείς απέξω να σκουπίσουμε, να φτιάξουμε κάτι; Παλιά υπήρχε η προσωπική εργασία. Έπρεπε να κάνεις τέσσερα μεροκάματα. Αυτό το καταργήσανε. Κακώς! Οι αγροτόδρομοι όλοι δεν περπατιέται κανένας. Αυτοί τώρα οι «Περπατηταί» που λέμε... Να σε περάσω εγώ από δρόμοι παλιοί. Δηλαδή κεντρικοί δρόμοι ήτανε παραδείγματος χάρη από δω να πας στο Άσπρο Χωριό, Λαγκάδα-Άσπρο Χωριό. Να πας από δω στον Αη-Γιάννη που πηγαίνανε. Να πας πάλι κάτω ήτανε Άη-Γιώργης τα Δαμάλια που λέμε, κι από κει κατεβαίνανε να πας στις... όχι Λαγκάδα... στις Δάφνες που λέγαμε από κει κάτω. Όλα να πάει μέχρι κάτω, μέχρι την Αλυκή έβγαινε αυτός ο δρόμος. Ερθόντανε ψαράδες από κάτω. Μου είχε πει μια φορά ο μπαρμπα-Δημήτρης, Σκιαδάς λεγότανε αυτός που ήτανε ψαράς, μ' ένα μουλάρι ερθόντανε μέχρι τελευταία, ότι έτυχε να κάνει και δυο αγώγια. Δηλαδή δυο φορές ήρθε να ‘ρθει να ξεπουλήσει εδώ και να ξαναπάει να ξαναφορτώσει και να ξαναρθεί. Σκέψου απ' την Αλυκή με το μουλάρι να 'ρθεται. Βέβαια! Πού τώρα; Μανάβηδες εδώ στο χωριό ερθόνταν από τα κάτω χωριά. Ο τελευταίος μανάβη ήταν ο Ανάργυρος. Κι αυτός ήτανε Ραγκούσης. Από δω η καταγωγή του. Ήταν μ' αυτόν τον Γρηγόρη τον Καραγιάννη που λέμε τώρα εδώ, αυτοί οι Ραγκουσαίοι, αλλά το επίθετο κι αυτού ήτανε Καραγιάννης, το παρατσούκλι, να πω. Και ο τελευταίος μανάβης ήταν αυτός με δύο γαδουράκια κάθε μέρα με τα καφάσα ερθόνταν εδώ. Πολλοί μανάβηδες και ξεπουλάγανε. Ψαράδες, τα πάντα. Όλα, όλα αυτά τα είχαμε φτάσει. Είπαμε, τώρα τα πάντα είναι με τα αυτοκίνητα και με όλα αυτά.
Και όλα τα παλιά σπίτια έχουν αφεθεί…
Τα παλιά σπίτια τώρα έχει έρθει πολύς κόσμος, είπαμε. Έχουν έρθει εδώ Ιταλοί, Γάλλοι, όλοι αυτοί να πούμε ξένοι, Γερμανοί και τα παίρνουνε τα παλιά. Άλλοι τα φχιάχνουνε όπως ήτανε και τα φχιάχνουνε και πολύ ωραία και παραδοσιακά. Εμείς εδώ οι ντόπιοι, οι περισσότεροι τα πετάμε τα παλιά όλα και θέλουμε καινούργια. Τα καινούργια όπως έχω ξαναπεί αλλού είναι, αυτά τα περισσότερα είναι ψεύτικα. Δηλαδή τα έπιπλα αυτά είναι τώρα από μέσα νοβοπάν, νοβοπάν κι απέξω μια επένδυση έχει με φορμάικες και χίλια δυο, να πούμε, με καπλαμάδες και τέτοια. Παλιά ήτανε από ξύλο ατόφιο. Ναι, τώρα δεν υπάρχουνε τέτοια πράγματα. Όλα αυτά τα... Τώρα, θα μου πεις ο άλλος τα παίρνει για ένα χρόνο και μετά το αλλάζει. Εγώ ό,τι βλέπεις εδώ μέσα και τα ντουλάπια της κουζίνας και όλα αυτά τα πράγματα είναι όλα από ατόφιο ξύλο. Δεν τα θέλω αυτά τα νοβοπάν και τα... μελαμίνες που λέμε. Αυτά είναι όλα, είπαμε. Απ' τον καιρό και βγήκαν όμως τα επενδεδυμένα, το έχω ξαναπεί, χαλάσανε και τα παραδοσιακά. Δεν υπάρχει, να πούμε. Πρέπει να ξέρεις για να το γνωρίσεις. Το χτυπάει αυτό, το βλέπεις, λέει, ατόφιο. Από μέσα είναι MDF, νοβοπάν. Βάζεις μια φλοίδα απ' έξω καπλαμά ή μια φορμάικα και σου λέει...
Τα παλιά ήταν πιο αυθεντικά, πιο γνήσια…
Ε ναι, βέβαια! Βέβαια!
Και πιο...
Υπήρχε τέχνη! Μα υπήρχανε και μαστόροι και παλιά, να πούμε! Όλα αυτά τα έργα που έχουν γίνει πώς τα φτιάξανε; Παγκοσμίως. Αλλά κι εδώ. Η Αγία Τριάδα για τότε, εγώ λέω και μόνο που τα κουβαλήσανε τα μάρμαρα! Για σκέψου πέρα κει αυτό το βουνό που φαίνεται λέγεται Βίγλα. Από κει τα φέρανε. Για σκέψου! Αυτές οι κολόνες, αυτά τα... Καλά, τα μικρά, ας πούμε, τα φορτώνανε σε μουλάρια και τέτοια. Αλλά αυτά όλα τα μάρμαρα να τα φέρουνε εδώ πέρα; Μόνο αυτό να σκεφτούμε, το 1833 που το κάνανε αυτό το έργο, να πούμε! Μεγάλη υπόθεση, μεγάλη υπόθεση αυτό! Δεν υπήρχανε τα υλικά που υπάρχουνε σήμερα, δεν υπήρχανε! Αλλά είπαμε, και αυτά... Ωραία! Και ξύπνα μια μέρα, αν θες, να σε πάρω να πάμε πίσω εκεί να τα δεις που υπάρχουνε δηλαδή αυτά τα νταμαράκια επιφανειακά ήτανε. Δεν είναι λατομεία μέσα σε βάθος και τέτοια. Και όμως βγάλανε αυτά τα μάρμαρα.
Της Αγίας Τριάδας;
Ναι, βέβαια! Από κει βγήκανε τα μάρμαρα αυτά και τα κουβαλήσανε. Από αυτό το δρόμο... Φαίνεται από δω αυτός ο δρόμος, πέρα εκεί που είναι. Να σηκωθώ απάνω να το πιάσω αυτό το πράγμα, εδώ, να σου δείξω. Φαίνεται από κει. Είναι... Τα τελευταία σπίτια κάτω κάτω τα βλέπεις; Πέρα κάτι ντουβάρια ψηλά. Από κει είν' ο δρόμος και καταλήγει και πάει πίσω. Δηλαδή εκεί κάτω που είναι... που φαίνεται σα δάσος, αυτές οι φίδες που λέμε εδώ, εκεί πίσω. Αυτό το λέγεται Βίγλα. Και από κει πίσω τα βγάλανε, τα φέραν από δω, κατεβαίνει μετά κάτω εκεί το στενό και πάει τον Καλογέρο και ανεβαίνει μετά την ανηφόρα απ' την Αγία Τριάδα. Εκεί κάτω που είναι μια πηγή που λέγεται ο Κεσμές, αυτό το νερό που λέγαμε; Είναι τρεχούμενο αυτό το νερό και πηγάδια έχει γύρω γύρω, εκεί τ' ανεβάσανε πάνω αυτά. Μόνο να τα φέρεις από αυτό το δρόμο, καταλαβαίνεις τι γίνεται!
Δηλαδή οι άνθρωποι τότε είχαν ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν και δίναν σημασία στην πρωτογενή παραγωγή του τόπου.
Ε, βέβαια! Βέβαια, βέβαια! Ήτανε... Είπαμε, απ' ό,τι έχω διαβάσει αυτά τα «Παριανά» που στέλνει εδώ πέρα ο Νίκος αυτός ο Αλιπράντης, τον πιο πολύ κόσμο, λέει, το χωριό μας τον είχε το 1920 με '30. Τότες ήτανε δηλαδή γύρω στις δυόμισι χιλιάδες, που είχε το χωριό. Αλλά και μετά, είπαμε, εκτός αυτού πρέπει να ενδιαφερόταν ο κόσμος τότε, ας πούμε. Αυτές οι εκκλησίες όλες πώς χτιστήκανε; Κι εγώ σαν παιδί που ήμουν εδώ πέρα, ο πατέρας μου ενδιαφερόταν πάρα πολύ για αυτά τα πράγματα. Τον προφήτη Ηλία εκεί πάνω τον έχει χτίσει ο παππούς μου, ο γερο-Γασπαρίνης. Κατάλαβες; Έτρεχε ο... έτρεχε ο κόσμος, ενδιαφερόταν γι' αυτά! Υπήρχε συνεργασία, ρε παιδί μου, συμπαράσταση ο ένας με τον άλλο! Τώρα δε... όσο πάει, αυτό έχει καταργηθεί.
Εσείς τι κρατάτε από την παλιά εποχή; Από τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων τότε, τι κρατάτε για το σήμερα;
Εγώ για το σήμερα μ' αρέσει να ασχολούμαι με τα κοινά και να προσφέρω. Αυτό το 'χω μέσα μου, να πούμε! Κατάλαβες; Δηλαδή και αυτή η αλληλοβοήθεια, που λέμε, ο ένας με τον άλλο, εγώ το εφαρμόζω αυτό το πράμα. Δηλαδή μπορώ να πω πως είμαι παραδοσιακός. Κατάλαβες; Αυτά όλα που κάνανε παλιά, μ' αρέσει κι εμένα, ας πούμε. Δηλαδή κι η καλουριά που λέμε, αυτό το μποστάνι, είναι... μ' αρέσει... Είναι ένας τρόπος που εγώ μόνο πέρσι δεν έβαλα με την περίπτωση αυτή που έπαθα, να πούμε, με το τρακάρισμα. Ειδάλλως κάθε χρόνο μ' αρέσει. Αυτά. Είναι... Ξέρω γω; Τι να σου πω άλλο τώρα, να πούμε; Εδώ στο χωριό όταν συμβεί κάτι, όταν θέμε και μπορούμε να πάω να προσφέρω κι εγώ. Μην τα θέλουμε όλα έτοιμα, δεν γίνεται! Κι από ένα άτομο δεν πρέπει. Όπως είπαμε για το σκουπιδιάρη. Να βγαίνουμε και εμείς οι νοικοκυρές επάνω να σκουπίζουμε, να φτιάξουνε την αυλή ντουνε, το δρόμο. Παλιά πώς βγαίνανε οι γυναίκες και ασπρίζανε και κάναν όλα αυτά και είχαν χίλιες δυο δουλειές. Δεν είχανε την ευκολία που υπάρχει μες στο σπίτι. Και το νερό το κουβαλάγανε και ζυμώνανε και πήγαιναν τα παιδιά στο φούρνο, τα ψωμιά να πω.. και τα παιδιά στο σχολείο και πόσες καταστάσεις ζούσανε! Αυτός ο κόσμος πώς μεγάλωσε; Πώς έζησε; Τώρα τα έχουμε όλα έτοιμα. Με τα κομπιούτερ δουλεύουνε τα περισσότερα. Και δεν κάνουμε τίποτα. Δεν ξέρω! Έχει τεμπελέψει ο κόσμος; Έχει κακομάθει; Δεν ξέρω τι, πώς! Ίσως έχουμε και κακομάθει!
Άρα μάλλον θα πρέπει να γυρίσουμε στο παρελθόν και να πάρουμε όλα εκείνα...
Ε, χωρίς παρελθόν δεν υπάρχει και μέλλον! Δεν υπάρχει! Γιατί απάνω στο παρελθόν λίγο-πολύ κάτι παίρνουμε από εκεί, απλά συμπληρώνουμε! Συμπληρώνουμε στο κάθε τι. Οπωσδήποτε είπαμε καλή είναι η τεχνολογία που αλλάζει όλα αυτά, αλλά έχει και παλιά πάλι άλλα, που δεν γίνονται σήμερα. Τα βλέπουμε και τα θαυμάζουμε. Όπως είπαμε, ας φχιάξουμε μία Αγία Τριάδα τώρα, με τα μέσα τα τώρα! Δεν πρόκειται! Αποκλείεται! Και όλα αυτά.
Φχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Βασίλη μου! Είστε εξαιρετικός! Μπράβο σας για όλα!
Ό,τι μπορούμε να κάνουμε και ό,τι δεν μπορούμε... κι από κει και πέρα... Άμα ξαναχρειαστεί άλλη μέρα, θα μαζέψω ορισμένα πράγματα που έχω, να τα φέρω να τα δεις κι αυτά και να τα διαβάσεις, να τα δεις κι εσύ και να γράψουμε λέξεις τέτοιες όπως είπαμε. Δεν μου έρχονται τώρα μες στο μυαλό. Είναι πολλά πράγματα, ας πούμε, που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να τα σκεφτώ.
Θα τα ξαναβρούμε!
Θα τα ξαναπούμε!
Εγώ έχω να πω...
Κι εσύ να 'σαι καλά!
Ευχαριστώ πολύ!
Ό,τι επιθυμείς!
Φχαριστώ!
Και να προσπαθείς και εσύ οπωσδήποτε για το καλό είπαμε!
Φχαριστώ πολύ!
Για το σύνολο!
Μακάρι να ήταν περισσότεροι άνθρωποι σαν κι εσάς! Περισσότεροι εδώ στο χωριό! Και παντού!
Υπάρχουνε και άλλοι, είπαμε, θα ψάξουμε και θα βρούμε! Υπάρχουνε, έχει ακόμα. Έχει και καλοί!
Να είστε γερός και δυνατός και...
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!
...να συνεχίζετε σε ό,τι αγαπάτε!
Σ' ευχαριστώ! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να 'σαι καλά και εσύ και θα τα ξαναπούμε πάλι!
Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Βασίλη!
Φωτογραφίες

Καθαρή Δευτέρα γύρω στο ...
Διακρίνονται τα βασικά όργανα της εποχής ( ...

Σχολική φωτογραφία του 1 ...

Απόψη των Λευκών από παλ ...
Στο βάθος διακρίνεται η Αγία Τριάδα και αρ ...

Ο παπα-Γιάννης ο Αρβανιτ ...
«Ο παπα-Γιάννης ο Αρβανιτάκης που λέγανε. ...

Ο παπάς του χωριού (π. Γ ...
Εκατό σχεδόν χρόνια πριν, ο παπα-Γιώργης Α ...

Τρίκυκλη μοτοσυκλέτα της ...
«Μετά βγήκε ο Αντώνης ο Καρκανελάς που είχ ...

Σημερινή άποψη των Λευκώ ...

Σημερινή άποψη των Λευκών

Το παλιό, παραδοσιακό κα ...
«Το παραδοσιακό καφενείο, όπως λένε, έμειν ...

Σημερινή άποψη των Λευκών

Ένα από τα παλιά παντοπω ...
Μέχρι σήμερα λειτουργεί υποτυπωδώς. Στην ε ...

Σημερινή άποψη των Λευκών

Ένα από τα παλιά σιδεράδ ...
Τώρα πωλείται και αυτό, όπως και τα περισσ ...

Παλαιό σπίτι των Λευκών ...
«Τα παλιά σπίτια τώρα έχει έρθει πολύς κόσ ...

Σημερινή άποψη των Λευκών

Η Αγία Τριάδα, το στολίδ ...
«Οπωσδήποτε είπαμε καλή είναι η τεχνολογία ...

Βασίλης Παντελαίος

Βασίλης Παντελαίος

Βασίλης Παντελαίος

Κεφαλάρι καναπέ: Χειροπο ...
«Δηλαδή πήγα με μαστόρους μετά και στην Αθ ...

Ο αφηγητής μας δείχνει έ ...

Κεφαλάρι καναπέ: Χειροπο ...
«Μετά όμως το μπαγκάρι που είναι στην Αγία ...

Σταυρός: Χειροποίητη ξυλ ...

Χειροποίητη ξυλόγλυπτη δ ...

Βιβλίο: Χειροποίητη ξυλό ...

Βιβλίο: Χειροποίητη ξυλό ...

Επιγραφή στο εντός του π ...

Ξυλουργικαί Εργασίαι «ΥΠ ...
Η ταμπέλα του παλαιού ξυλουργείου του αφηγ ...

Τα παράσημα του μπάρμπα ...
«Έχω ακούσει πάρα πολλές ιστορίες από γερο ...

Τα παράσημα του μπάρμπα ...
«Είχα ένα μπάρμπα, τον Σκανδάλη το Δημήτρη ...


Ο χάρτης της Πάρου ζωγρα ...

Ο Βασίλης στα νιάτα του

Ο Βασίλης στα νιάτα του

Οι αείμνηστοι γονείς του ...
Το παλαιό ξυλουργείο του αφηγητή αποτέλεσε ...

Οι γονείς του
Χρήστος Παντελαίος και Μαριγώ Μαυραγκά

Τα παλιά εργαλεία του ξυ ...
Τα παλιά εργαλεία του τελευταίου παραδοσια ...

Τα παλιά εργαλεία του ξυ ...
«Δηλαδή τα “νταβίδια” που είχαμε εμείς τότ ...

Τα παλιά εργαλεία του ξυ ...
«Ή το τρυπάνι. Έχω το πρώτο “ματικάπι”. “Μ ...

Τα παλιά εργαλεία του ξυ ...
«Δηλαδή έχει ένα εργαλείο που το λέμε “μασ ...

Ο μικρός Βασίλης με τον ...

Ο αφηγητής μικρός με τον ...

Κεφαλάρι καναπέ: Χειροπο ...
«Τώρα είπαμε, άλλαξε η τεχνολογία, υπάρχου ...

Μαγκούρα: Χειροποίητη ξυ ...

Ξυλουργικαί Εργασίαι «ΥΠ ...
Ο αφηγητής μας μπροστά στην ταμπέλα του πα ...

Η ταμπέλα στην είσοδο το ...

Ο αφηγητής δίπλα στις πα ...

Ο αφηγητής μπροστά από έ ...
Εξηγώντας στην ερευνήτρια το είδος του ξύλ ...

Περπατώντας στο αγαπημέν ...
Περπατώντας με τον αφηγητή στο αγαπημένο τ ...

Χειροποίητη ξυλόγλυπτη δ ...

Χειροποίητη ξυλόγλυπτη δ ...

Ο αφηγητής στο μπαλκόνι ...

Σημερινή πανοραμική άποψ ...

Σημερινή άποψη των Λευκών

Παλίο σπίτι με φούρνο στ ...
«Υπήρχαν και σπίτια που είχανε δικό ντουνε ...

Η Αγία Τριάδα
«Η Αγία Τριάδα για τότε, εγώ λέω και μόνο ...

Οι Λεύκες και η Αγία Τρι ...
Περίληψη
Ο Βασίλης Παντελαίος γεννήθηκε στις Λεύκες της Πάρου το 1946. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο χωριό, στη μορφή, στις δομές και στις λειτουργίες του χωριού από τη δεκαετία του '40 και μετά, στον τρόπο ζωής των Λευκιανών και στο αγαπημένο του επάγγελμα, αυτό του ξυλουργού. Ακόμη, μιλάει για τις ρίζες των Λευκιανών με βάση τα επίθετά τους, για τη διάλεκτο, για την προφορά τους και για τα παρατσούκλια που συνηθίζουν, αλλά και για τα έθιμα και για τα μουσικά τους όργανα.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Παντελαίος
Ερευνητές/τριες
Μαρία-Μαρίνα Μπουκίου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2020
Διάρκεια
89'
Περίληψη
Ο Βασίλης Παντελαίος γεννήθηκε στις Λεύκες της Πάρου το 1946. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο χωριό, στη μορφή, στις δομές και στις λειτουργίες του χωριού από τη δεκαετία του '40 και μετά, στον τρόπο ζωής των Λευκιανών και στο αγαπημένο του επάγγελμα, αυτό του ξυλουργού. Ακόμη, μιλάει για τις ρίζες των Λευκιανών με βάση τα επίθετά τους, για τη διάλεκτο, για την προφορά τους και για τα παρατσούκλια που συνηθίζουν, αλλά και για τα έθιμα και για τα μουσικά τους όργανα.
Αφηγητές/τριες
Βασίλειος Παντελαίος
Ερευνητές/τριες
Μαρία-Μαρίνα Μπουκίου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/11/2020
Διάρκεια
89'