© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μαντάμ Κάτια: η πιο διάσημη καπελού της Πόλης αφηγείται

Κωδικός Ιστορίας
17011
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αικατερίνη Κυρατζή (Α.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/10/2020
Ερευνητής/τρια
Δάφνη Ζαχαριάδου (Δ.Ζ.)
Δ.Ζ.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας! 

Α.Κ.:

Καλησπέρα.

Δ.Ζ.:

Πείτε μας τ’ όνομά σας. 

Α.Κ.:

Είμαι η Κάτια Κυρατζή.

Δ.Ζ.:

Είμαστε με την κυρία Κάτια Κυρατζή την Πέμπτη στις 29 Οκτωβρίου, ώρα 14:15, στην Κωνσταντινούπολη, εδώ στο Πέραν! Καλησπέρα σας.

Α.Κ.:

Τ’ ωραιότερο Πέραν του κόσμου, που ήτανε παλιά... Το μικρό Παρίσι το λέγανε. Τόσο όμορφα ήτανε! Βγαίναμε τις Κυριακές και βλέπαμε έναν κόσμο θαυμάσιο. Όλοι καλοντυμένοι, άντρες, γυναίκες. Δεν υπήρχε, έτσι, κόσμος που να είναι κακοντυμένος, γιατί δεν αφήνανε να βγει στο Πέραν τον καθέναν! Και στις εκκλησίες όταν βγαίναμε έβλεπες ένα στολίδι κάθε Κυριακή. Τι να σου πω ! Και, βέβαια, γνωρίζαμε τόσο κόσμο, ο ένας τον άλλον, να χαιρετηθούμε, να κάνουμε... Ε, και μετά την εκκλησία κάναμε τη βόλτα στο Πέραν. στη Markiz, στο Lebon. Υπάρχουν ωραία ζαχαροπλαστεία να πιούμε το τσάι, το πρωινό. Και μετά στο σπίτι για μεσημεριανά.

Δ.Ζ.:

Θέλω να μας πείτε —να το πάρουμε λίγο απ’ την αρχή— πού και πότε γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε εδώ στην Κωνσταντινούπολη. 

Α.Κ.:

Στο Πέραν γεννήθηκα, εδώ στην Πόλη. Η οικογένειά μου ήταν από ‘δω. Η μαμά Ελληνίδα, ελληνική υπηκοότητα. Εδώ στο Πέραν καθόμουνα, ακριβώς στο Aznavour απάνω. Και ήμαστε στο Χατζόπουλο μέσα που είναι το μαγαζί. Είμαι η μόνη που έμεινα από τα παλιά. Εξήντα χρόνια γεμίσαμε φέτος απ’ τη μαμά που έμεινε το κατάστημα. Αυτό εγώ τώρα το συντηρώ. Και πήρα και της μαμάς πελατεία από παλιά, από γιαγιάδες, μαμάδες που ερχόταν… Φέρνουν τις εγγονές τους τώρα και λένε: «Η γιαγιά μου ερχόταν, η μαμά μου». Και εγώ συγκινούμαι γιατί είναι πολύ ωραίο κάτι να ακούς ότι ήτανε… Του γάμου τους το καπέλο η μαμά το ‘κανε, της κόρης της αυτό... Και φέρνουνε και τα εγγόνια τους να τα συνεχίσουμε.

Δ.Ζ.:

Πείτε μας για το μαγαζί. Θέλω να πούμε ότι μιλάμε για ένα από τα πιο διάσημα καπελάδικα του Πέραν που έρχονται σήμερα όλοι οι επιφανείς πολίτες, Τούρκοι, Αρμένιοι και Έλληνες. Φτιάχνετε καπέλα, λοιπόν!

Α.Κ.:

Ναι. Είναι χειροποίητα. Δεν υπάρχει στην Πόλη άλλος να φτιάχνει χειροποίητα. Φέρνουν έτοιμα αυτά, τα πουλάνε. Αλλά, την δικιά μου τη δουλειά που είναι… Και τα σχεδιάζω εγώ και τα δημιουργώ. Αυτά για να γίνουνε θέλει αγάπη, να τα αγαπήσεις, να τα κάνεις… Αν δεν υπάρχει από μέσα σου να βγει η αγάπη δεν γίνεται ωραία. Και να την αγαπάς τη δουλειά σου για να την κάνεις. Και στην κόρη μου αυτό λέω: «Άμα δεν την αγαπάς να μην την κάνεις! Να κάνεις αυτό θέλεις, αυτό που αγαπάς». Εγώ, η αλήθεια, απ’ τον καιρό που ήμουνα δίπλα στη μαμά και έβλεπα που τα κορίτσια —είχανε πολλά κορίτσια και δουλεύανε, γιατί είχε το Πέραν όλο καπελάδικα. Όλος ο κόσμος καπέλα φορούσε. Μ’ έλεγε η μαμά ότι —για να πάμε να πάρουμε ψωμί, να βγούμε έξω— χωρίς καπέλο δεν βγαίναμε. Και όλο ήταν Ρωμαίικα μαγαζιά, όλα τα καπελάδικα, τα νυφικά που είχαμε. Όλο το Πέραν ήταν Ρωμαίοι. Δηλαδή, Ρωμαίοι λεγούμαστε, Έλληνες βέβαια, αλλά εδώ έτσι έμεινε. Και εδώ μέσα στη στοά του passaj είχαμε όλο Ρωμιοί με νυφικά, με καπέλα, με υφάσματα. Ήταν όλοι δικοί μας άνθρωποι. Εδώ όλα επάνω, όλα τα σπίτια, μένανε οικογένειες Ελλήνων. Και βέβαια, ως το ‘67 ήτανε όλα πολύ καλά. Ήτανε γλέντια… Πηγαίναμε στις ταβέρνες, ελληνικά τραγούδια… Ερχόντανε τότε τα θέατρα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη. Τρέχαμε σαν τρελές να τις ακούσουμε, να τις δούμε. Τα σινεμά παίζανε θέατρα και τρέχαμε όλοι οι Έλληνες ουρά για να μπούμε. Δεν βρίσκαμε εισιτήρια, τέτοιος κακός χαμός! Αλλά, όχι μόνο εμείς· κι οι Τούρκοι, κι οι Αρμεναίοι, οι Εβραίοι. Και μετά από ‘κεί αρχίσανε και τα ελληνικά τραγούδια στους δρόμους. Οι ταξιτζήδες έμπαινες κι όλο ελληνικά τραγούδια παίζανε! Είχανε ξετρελαθεί με τη Βουγιουκλάκη. Και μετά, βέβαια, σταματήσαν όλα αυτά. Απότομα κόπηκανε. Και για εμάς, βέβαια, μας πείραξε. Άλλα, τα συνεχίζουμε. Αντέχουμε, δεν τα βάζουμε κάτω. Η αλήθεια είναι που εγώ έχω… Συνεχίζω γιατί έχω καλή πελατεία. Έρχονται ηθοποιοί, τραγουδισταί, Έχω την Türkan Şoray, την Hulya Sarj —αυτές παλιοί που τ’ ακούνε μπορεί να τις γνωρίζουνε—, που κάνω στον Gülen Ersöy καπέλα, σε αυτούς τους μεγάλους. Έχω… Με τους μεγάλους ραφτάδες συνεργάζομαι. Με στέλνουν πελατεία, τους στέλνω… Είμαστε, δηλαδή, δεμένοι.

Δ.Ζ.:

[00:05:00]Πώς ξεκίνησε αυτή η ενασχόληση θέλω να μου πείτε με τα καπέλα. Πώς ήταν η πρώτη φορά που σας μπήκε στο μυαλό και σιγά-σιγά ήρθατε σ’ αυτή τη δουλειά;

Α.Κ.:

Γιατί απ’ το σχολείο και μετά ερχόμασταν όλο στο μαγαζί. Στην αρχή, βέβαια, στο σπίτι, γιατί είχε εκεί το σαλόνι της η μαμά μου. Και είχε καμιά δέκα δεκαπενταριά κορίτσια που δουλεύαν —Ελληνίδες— και ήμουν όλο δίπλα μ’ εκείνες και ράβανε. Με δίνανε κι εμένα, «Κάνε λίγο αυτό», «Κάνε εκείνο», «Να, έτσι θα το κάνεις, αλλιώς θα το κάνεις». Και το αγάπησα! Και με φώναζε η μάνα μου: «Πάνε εσύ να διαβάσεις. Άσ’ τα αυτά αργότερα. Δεν είναι για σένα». Εγώ με το ζόρι πήγαινα. Είχα δεθεί εκεί στη δουλειά. Και μ’ έδειχνε κι η μαμά μου. Έβλεπα που βγάζανε αριστουργήματα, κάτι θαύματα. Ήτανε πολύ διαφορετικά τα καπέλα. Τα φορούσαν κι όλες και... Τώρα κομμάτι τραβιούνται. Δεν είναι όπως παλιά, βέβαια. Αλλά... Βλέπε, βλέπε το, το συνήθισε το μάτι μου. Η αδελφή μου δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει ούτε να τα δει. Και εγώ η αλήθεια… Μ’ έπιασε το πρώτο καπέλο που έκανα —από μόνη μου. Δεν το ήξερε κι η μαμά. Απόρησε: «Εσύ δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό», λέει. «Tα κορίτσια στο κάναν!». «Όχι», λέω, «Μόνη μου το ‘κανα». Και εγώ η ίδια απόρησα. Λέω: «Πώς βγήκε αυτό απ’ το χέρι μου;». Σαν κάποιος να με καθοδηγούσε να το φτιάξω. Τόσο αυτό έβγαινε ωραίο. 

Δ.Ζ.:

Πώς ήτανε; 

Α.Κ.:

Ήτανε… Το θυμάμαι, έτσι, μαύρο αυτό. Αλλά, ήταν μεγάλη καπελίνα. Κι είχα βάλει πάνω απ’ αυτό στολίδια, έτσι, και βαλέτα. Αλλά, ήταεν σε ντραπέ, σε τέτοια. Ήτανε... Δηλαδή, δεν ήταν ένα ίσιο, σκέτο καπέλο. Κι όσοι το βλέπανε το θέλαν παραγγελία! Και λέει η μαμά: «Είδες, βρε συ, τώρα τι μου κάνεις;».

Α.Κ.:

Γιατί εγώ πήγαινα σχολείο ακόμα! Στο Κεντρικό το σχολείο πήγαινα. Μετά πήγα στο Γαλλικό, Notre Dame de Lourdes. Ε, και μετά γνώρισα τον άντρα μου. Ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Πηγαίναμε στο Beyoğlu Spor, στον αθλητικό σύλλογο του Πέραν. Όλη η κοινωνία εκεί μαζευόμασταν! Κάναμε θέατρα, παίξαμε πόσα θέατρα ελληνικά. Είχαμε το δάσκαλο τον Κεχαγιόγλου. Μας καθοδηγούσε εκείνος πώς θα το παίξουμε, τι θα κάνουμε. Κι όλη η νεολαία εκεί. Τους μπάλους εκεί τους κάναμε. Πρωτοχρονιές, απόκριες, ε... Σε σάλες, σε αρραβώνες, βαπτίσεις γινούντανε. Τι γάμοι! Τι βαπτίσια! Θαυμάσια πράγματα! Δηλαδή, λέω πώς τα ζήσαμε εμείς αυτά, τώρα που ζούμε, έτσι, εδώ με δυο τρία άτομα μόνο! Αλλά, ευτυχώς τώρα τέσσερα τελευταία χρόνια που ερχόνταν οι Έλληνοι πώς χαιρόμασταν, γιατί οι εκκλησίες μας γεμίζανε και λέγαμε «Ευτυχώς, Θεέ μου!». Γιατί παλιά, η εκκλησία δεν μπορούσες να μπεις μέσα απ’ τον κόσμο. Τόσο άτομα ήμασταν. Χιλιάδες άτομα εδώ. Κι όταν έρχονταν οι Έλληνοι το Πάσχα, Χριστούγεννα, έστω και Κυριακές, έτσι για γιορτές, γέμιζε η εκκλησία μας και χαιρόμασταν όλοι. Και τώρα εύχομαι πάλι να ξανάρθουν οι Έλληνοι, γιατί η Πολίτσα μας, η Κωνσταντινούπολη… δεν αφήνεται! Πρέπει να την συνεχίσουμε να την κρατάμε όπως ήτανε παλιά.

Δ.Ζ.:

Πείτε μου, λοιπόν, την πρώτη φορά που πήρατε απόφαση... Τώρα σας πάω πάλι...

Α.Κ.:

Πίσω. 

Δ.Ζ.:

Ναι. Θα μου πείτε και για τη μεγάλη οδό του Πέραν. Θέλω να μου πείτε πρώτα απ’ όλα πώς ήταν η Μεγάλη οδός του Πέραν τότε και δεύτερον ποια ήταν η πρώτη φορά που είπατε ότι «Εγώ θα ασχοληθώ με τα καπέλα» και διανύσατε αυτό το δρόμο ως το μαγαζί σαν επαγγελματίας πια. 

Α.Κ.:

Ναι. Η μαμά τελευταία —εγώ είχα τα παιδιά μικρά, βέβαια— ήτανε λίγο, έτσι, κουρασμένη και μ’ έλεγε: «Έλα να με βοηθήσεις. Έλα να με βοηθήσεις». Και τελευταία που ερχόμουνα την βοήθησα. Και ευτυχώς που το ‘μαθα γιατί απέθανε απότομα η γυναίκα κι έπρεπε να το συνεχίσω εγώ το μαγαζί. Κι τ’ ανάλαβα εγώ… Μια δύσκολη υπόθεση στο κεφάλι μου, βέβαια, γιατί είχε αφήσει από πίσω τόσο πελατεία κι είχε πάρει παραγγελίες που έπρεπε να γίνουν αυτές. Ήτανε γάμοι… Δεν είναι κάτι απλό να πεις «Δεν μπορώ να σας το κάνω». Κι έτσι, ανάλαβα εγώ και σιγά-σιγά μπήκα στο νόημα, μπήκα στο θέμα. Έβαλα δύναμη, κουράγιο και αγάπη! Κι εκείνο μπόρεσα και το συνέχισα κι όλοι ήτανε ευχαριστημένοι. Κι έτσι, δεν έχασα και καμία πελατεία κι αυτό ήταν το ευχάριστο για εμένα. Και δεν το πιστεύανε ούτε τα παιδιά μου ούτε ο άντρας μου —γιατί κι ο άντρας μου η αλήθεια δεν ήθελε έτσι να είμαι, συνέχεια στο μαγαζί. Ήθελε ν’ αφοσιωθώ στα παιδιά. Αλλά, ευτυχώς είχα γιαγιάδες από πίσω που τα προσέχανε και μπόρεσα να το συνεχίσω. Αλλά, είχα και μία κοπέλα από τη μαμά που ήτανε εδώ δίπλα της για να μπορώ να μπαίνω, να βγαίνω, να κάνω. Γιατί τα εμπορεύματα όλα είναι ευρωπαϊκά κι έπρεπε να πάω λίγο Ιταλία, λίγο Γαλλία, λίγο να δω εμπορεύματα, να δω της μόδας τα χρώματα, τα αυτά τι είναι... Κι έτσι, ξέρανε κι όλη η Ευρώπη, η πελατεία, που φέρνω καλά πράγματα που δεν τα βρίσκουν εδώ και δεθήκαν ακόμα πιο πολύ [00:10:00]μαζί μου. Κι έκανα το όνομα Κάτια φίρμα. Στις τηλεοράσεις, στα περιοδικά, σε όλα αυτά είμαι σ’ όλα μέσα! Και μ’ αγαπάνε, η αλήθεια. Αυτό όσο μπορώ θα το συνεχίσω. Και το Πέραν, το Πέραν δε μπορείς να το φανταστείς! Όσο και να το εξηγώ δεν μπορείς να τασ φέρεις στα μάτια σου τόσο ομορφιά. Εκείνα τα μαγαζιά... Τα ωραιότερα τα υφάσματα. Ήτανε το Vakko —τότε το είχε αυτός ο... Βιτάλης, ο άνθρωπος, ο μπαμπάς. Κι όταν κάνανε Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, στολίζαν τις βιτρίνες, έπαιρνε πάντα το βραβείο το πρώτο εκείνος για τη βιτρίνα την όμορφη που έφτιαχνε. Τι ελάφια έβαζε απ’ έξω, τι με φώτα. Όλα τα μαγαζιά ήταν στολισμένα, ωραία, κι ο κόσμος καλός! Τι μαγαζιά, τι ρούχα! Κοσμήματα, γουναρικά… Τότε φορούσαν γούνες. Δεν είναι όπως τώρα που οι οικολόγοι δεν αφήνουν. Και βέβαια δεν το ξέραν οι άνθρωποι και αναγκαστικά τις φορούσανε για το κρύο κι αυτά. Αλλά, ήτανε γουναράδες. Οι γουναράδες οι περισσότεροι ήτανε οι μισοί Αρμεναίοι, οι μισοί Ρωμιοί. Κοσμηματοπώλοι όλοι Έλληνοι, ε… Ρουχισμό, αυτά, δαντέλες και τέτοια... Και εκεί μισοί Εβραίοι, μισοί Ρωμιοί. Είχαμε τα ωραιότερα καταστήματα: το Karako, τα αυτά τα μαγαζιά. Τ’ όνομά του τώρα με ξέχασε... Ήταν το Zapon mağazası που είχε αυτά τα παιχνίδια και τρελαινόμασταν. Απ’ το σχολείο βγαίναμε σαν τρελά. Τρέχαμε στη βιτρίνα. Κολλημένοι εκεί να δούμε. Κι αυτός έκανε μια βιτρίνα να τρελαθείτε! Τα παιδάκια δεν είχαν, δεν υπήρχε. Το μόνο μαγαζί στην Πόλη ήταν με παιχνίδια! Δεν υπήρχαν. Είχαμε στερήσεις τότε πολλές. Δεν υπήρχε το ένα, δεν υπήρχε το άλλο. Δεν είχαμε τηλεοράσεις, αρχές και με τα ραδιόφωνα. Είχαμε τα κασετόφωνα και μαγνητοφωνούσαμε ελληνικά τραγούδια να τ’ ακούμε στο σπίτι. Αλλά, όλοι ήμαστανε… Η νεολαία, που ήτανε τότε 18 χρονώ, 17, τα φλερτάκια μας όλα βρισκόμασταν τότε εδώ, στο Galata Saray στη γωνία όλοι. Και δίνανε ραντεβού πού θα πάνε, τι θα κάνουνε. Κι είχαμε εμείς το... στις αρχές του Τζιχανγκιριού ένα kulüp εκεί κι όλοι εκεί πηγαίναμε. Ήτανε ζωντανή μουσική. Οι μεγαλύτεροι τραγουδισταί ερχόντανε. Κάθε Σάββατο εμείς απαγορευμένα να βγούμε τα βράδια. Από τις 15:00 έως τις 19:00 ήτανε τα κέντρα και τ’ αυτά που πηγαίναμε η νεολαία. Δεν μας αφήναν οι γονείς μας με τίποτα, με το ζόρι κι εκείνο. Ένα Σάββατο για να πάμε η ψυχή μάς έβγαινε! Ύστερα μαζευόμασταν στο Beyoğlu spor, τα θέατρα που κάναμε. Εκεί γνώρισα τον άντρα μου, στο θέατρο. Είχαμε σε εκείνο το Ημερολόγιο ενός Τρελού. Και γνωριστήκαμε εκεί. Ε, ερωτευτήκαμε. Αρραβωνιαστήκαμε. Κάναμε έναν αρραβώνα εδώ θαυμάσιο στο Union française. Παντρευτήκαμε στην Αγια-Τριάδα. Τι κόσμο, τι κόσμο δε μπορείς να φανταστείς! Η βάπτιση των παιδιών μου έγινε η μία στην Παναγία, την εκκλησία. Ήτανε ενορία, γιατί εδώ καθόμαστανε. Και το Πέραν —εκείνο όσο το θυμάμαι, την ομορφιά του, το ντύσιμο των ανθρώπων… Άλλο το πρωί ντυνόνταν, άλλο το απόγευμα, άλλο το βράδυ που πηγαίναν στα θέατρα. Όλοι πηγαίναμε θέατρο και σινεμά. Τα σινεμά ήταν… Τι να σας πω; Τα καλύτερα. Τι κόσμο! Φέρναν ύστερα ξένους τραγουδιστές. Εμείς ήμασταν με τους Beatles γανωμένοι, Rolling Stones. Όλα τα τραγούδια ξένα. Και που πηγαίναμε στα kulüp όλα ξένα. Δεν παίζαν τούρκικα και τέτοια. Εμείς μεγαλώσαμε με ξένες μουσικές και με… Δηλαδή, ωραία χρόνια περάσαμε. Παρόλο οι γονείς μας οι άνθρωποι σαν μεγάλοι εκείνοι τα ζούσανε, εμείς δεν καταλαβαίναμε. Νέοι, κοιτάζαμε το γλέντι, τη χαρά, τα αυτά… Ύστερα βέβαια, όταν παντρευτήκαμε λίγο πιο μαζεμένοι, αλλά τα γλέντια τα κάναμε. Πηγαίναμε και στα… τις απόκριες. Πηγαίναμε στα κέντρα. Ήταν η Χένη Βασιλάκη τότε. Αυτοί είχανε πιαστεί πάρα πολύ κι όλοι κάθε σαββατοκύριακο ήτανε σ’ αυτό το κέντρο. Σπάγανε πιάτα, αυτά. Ύστερα απαγορευτήκανε. Βγαίνανε τα χαρτομάντηλα, χαρτοπετσέτες! Περάσαμε, δηλαδή, ωραία χρόνια! Τα παιδιά μας δεν ζούνε ωραία κι αυτά είναι που στενοχωριέμαι. Αλλά, τουλάχιστον η νεολαία πρέπει να μην τα βάλει κάτω, να βάλει μπρος και να σκεφτεί πιο λογικά, γιατί η αλήθεια οι τωρινοί οι νέοι είναι λίγο... Οι άντρες προπαντός. Θα θυμώσουν που το λέω αλλά έτσι είναι. Να πω μαμόθρεφτα, όλοι της μαμάς παιδιά; Εμάς οι άντρες μας ήτανε 18 χρονών, που γνώρισα τον άντρα μου, όλη η παρέα κι ήτανε μεστωμένοι! [00:15:00]Ήτανε σαν μεγάλοι άνθρωποι. Δουλεύανε και το σωστό και να κοιτάξουν οικογένειες και τους γονείς τους και... Δηλαδή, σέβας. Υπήρχε το σέβας. Τη γιαγιά, τον παππού. Κυριακή, Σαββάτο να μαζευτούνε, να φάνε στα σπίτια τους. Υπήρχε αυτή η αγάπη, το σέβας. Τώρα δυστυχώς δεν το βλέπω αυτό. Εδώ ακόμα και στις γιορτές φεύγουν, Πάσχα αυτά... Αφήνουν τους γονείς, πάνε για γλέντια, πάνε χώρια ο ένας, χώρια ο άλλος. Αυτά δεν υπήρχαν. Ήδη δεν υπήρχε εμάς να πάμε χώρια διακοπές και τέτοια. Και όλοι εμείς οι Ρωμιοί πηγαίναμε στα νησιά. Δεν υπήρχαν Τούρκοι. Όλοι Αρμεναίοι, Εβραίοι και Ρωμιοί. Αυτοί τα νησιά δεν τα ξέρανε. Και πηγαίναμε όλο το καλοκαίρι. Μέχρι 28 Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου καθόμασταν εκεί με τα παιδιά, οι παρέες. Είχαμε κάτι παρέες θαυμάσιες. Ενωμένοι χρόνια! Ύστερα με τ’ αυτά φύγανε ένας-ένας. Διαλυθήκαμε αλλά κάναμε άλλες καινούργιες παρέες γιατί ήμασταν πολλοί Ρωμιοί. Ε, πηγαίναν οι άντρες στα ψάρια. Εμείς παίζαμε λίγο χαρτάκι, λίγο… Εκεί οι παρέες, τα κορίτσια μαζευόμασταν, τα φαγιά, να φάμε μαζί, το βράδυ να βγούμε έξω, να πάμε στη σκάλα, στο quay το λέγανε, που έρχεται το πλοίο, να πάρουμε τους άντρες μας που ερχόντανε απ’ τη δουλειά. Γιατί τα νησιά, επειδή είναι κοντινά, τα πλοία ήτανε το πιο αυτό… μια ώρα μακρινή απόσταση μιάμισι ώρα. Και πηγαινοερχόνταν στις δουλειές τους. Εμείς, βέβαια, στα νησιά ήμασταν όλη την ημέρα, στη θάλασσα, με τα παιδιά, με τα αυτά... Περάσαμε πολύ ωραία χρόνια! Τα νησιά μέσα όλο δικοί μας άνθρωποι. Δεν υπήρχαν ξένοι.

Δ.Ζ.:

Θέλω να μου πείτε για ποια εποχή μιλάμε που μου λέτε και για τα καπέλα, τη μεγαλύτερη εποχή, πώς ήταν η μόδα και το φλερτ τότε. 

Α.Κ.:

Ε, αυτά ήταν από το ‘60 έως το ‘67. Υπήρχε... Και πιο μπροστά, βέβαια. Απ’ τη μαμά μου που μας εξηγούσε υπήρχε το καπέλο πάρα πολύ. Αλλά, εγώ το ‘ζησα το ‘60 γιατί ακόμα δεν είχαν κλείσει τα καταστήματα στο Πέραν που ήταν οι καπελούδες. Κι όλες ήτανε με καπέλα κι αυτά και μπόρεσα κι εγώ να γεμίσει το μάτι μου, να το ζήσω αυτό. Τι να πω;

Δ.Ζ.:

Τα ρούχα που φορούσε ο κόσμος πώς ήτανε τότε; 

Α.Κ.:

Τα ρούχα… Είχε ανάλογα τις εποχές. Είχε που φορούσαν ταγιέρ, είχε που φορούσαν φορέματα, είχανε με δαντέλες και με τέτοια μεταξωτά. Και τέτοια πηγαίναν για να πάν’ να κάτσουν, να πάρουν το τσάι τους στου Markız και στου Lebon. Ήταν ξακουστές, ήτανε… Ήτανε απαραίτητο το τσάι το απογευματινό. Και φορούσανε και διαφορετικά στα θέατρα, άλλα. Πολύ λουσαρισμένοι πηγαίνανε στα θέατρα. Τα καλύτερα ρούχα φορούσανε. Οι άντρες με κουστούμια, τα παλτά, το καπέλο τους. Κι οι άντροι όλοι με καπέλα, τα παλτά τους, τα παπούτσια τους στην τρίχα. Ήτανε όλοι, άντροι, γυναίκες και παιδιά… Τα καλύτερα ρούχα φορούσανε. Από παλτά, ανάλογα με την εποχή είχε το παλτό το ωραίο, το μακρύ που φορούσανε. Είχε ύστερα ως το γόνατο που βγήκε. Είχε μικρά καπέλα, μεγάλα καπέλα. Το χειμώνα φορούσαν γούνινα καπέλα.

Δ.Ζ.:

Εσείς πότε αναλάβατε τα ηνία του μαγαζιού, ποια εποχή; 

Α.Κ.:

Εγώ στο ‘86. Η μαμά στο ‘86 πέθανε.

Δ.Ζ.:

Οπότε τ’ αναλάβατε εσείς; Α, συγγνώμη. 

Α.Κ.:

Ναι. Ως το ‘86 την βοηθούσα λίγο. Ύστερα εγώ τ’ ανάλαβα. Από το ‘86 μέχρι τώρα είμαι εγώ.

Δ.Ζ.:

Το ’86 πού μας βρίσκει η μόδα εδώ;

Α.Κ.:

Η μόδα ήτανε τότε στο ‘86 πολύ μοντέρνα. Είχε από παγιέτες… Πιάσε τα ρούχα: Οι μπλούζες όλες… οι φούστες… Πολύ φούστα, μπλούζακια. Για καλό ήταν οι τουαλέτες οι μακριές. Και στους γάμους με μακριά πήγαινανε ή με κοντά ή με νταντέλες. Πολύ νταντέλα couture. Ήτανε η γαλλικιά η νταντέλα η ψιλή. Ανάλογα τις ορέξεις της γυναίκας. Άλλη έλεγε: «Εγώ δεν θέλω την ψιλή». Είχε σατέν, τα μεταξωτά, ταγεράκια. Είχε και στο ’60 με ταγέρ, με φουστάνια. Είχε μακριά, είχε κοντά. Ανάλογα τη μόδα βάζανε. Αλλά, είχε πολύ ωραία ρούχα. Πολύ ωραία ντυνόντανε.

Δ.Ζ.:

Εσείς έχετε μετρήσει πόσα καπέλα συνολικά έχετε φτιάξει στην καριέρα σας;

Α.Κ.:

Αμέτρητα, που δεν μπορώ ούτε να τα μετρήσω. Τόσα πολλά.

Α.Κ.:

Υπήρχε κάποιο αστείο περιστατικό πολύ με μία πολύ διάσημη πελάτισσά σας που μπορείτε να το πείτε;

Α.Κ.:

Διάσημη όχι σε μένα. Στη μαμά έτυχε. Εμείς ήμασταν μικρά, λέγοντας πάλι 12-13 χρονών. Και ήρθε του Πρωθυπουργού η γυναίκα. Εμείς δεν το ξέραμε. Και ήτανε… Δεν ήταν ωραία. Ήταν [00:20:00]άσχημη εκείνης της εποχής. Να πω όνομα; Δεν ξέρω. Και εμείς κοιτάζαμε απ’ την πόρτα. Η μαμά δεν μας άφηνε όταν είχε μέσα κόσμο και περιμέναν οι άλλοι τη σειρά τους και αυτά. Και πήρε αυτή που ήταν και του Πρωθυπουργού γυναίκα, την πήρε πρώτη. Είχε ραντεβού. Και εμείς μόλις την είδαμε δεν το ξέραμε, δεν μας το είπε. Και να λέμε: «Αχ, αυτή τι άσχημη γυναίκα, αυτή τι άσχημη γυναίκα!». Και όταν έβαλε το καπέλο και μπήκαμε εμείς μέσα μάς ρωτάει «Πώς είμαι;» και της λέμε: «Με τα μούτρα σου είναι και το καπέλο» την είπαμε! Η μάνα μου έπεσε να πεθάνει! Να μας γνέφει να βγούμε έξω! Λέει: «Είστε παιδιά και δεν δίνω σημασία σε αυτά που είπατε». Εμείς γελούσαμε κιόλας που τα είπαμε! Πολύ άσχημη γυναίκα ήταν και ό,τι την έβαζε δεν της πήγαινε. Κι η μάνα μου τυραννιόνταν να την βάλει το ένα, το άλλο δεν σε πάει, δεν σε πάει. Και μας ρωτάει πώς είναι και εμείς όταν την είπαμε αυτό η μάνα μου πήγε να πεθάνει η καημένη απ’ τη ντροπή της. Κι άλλα περιστατικά που η αλήθεια δεν τα πολυθυμάμαι. 

Δ.Ζ.:

Την ξαναείδατε την κυρία Πρωθυπουργού; 

Α.Κ.:

Όχι, δεν την είδαμε. Η μαμά δεν μας το ‘λεγε γιατί πάντα δεν βρισκόμασταν. Έτυχε να ήμασταν εκεί εκείνη την ημέρα. Έπρεπε να μας το πει να το ξέρουμε να μην μιλήσουμε. 

Δ.Ζ.:

Όταν αναλάβατε εσείς θέλω να μου πείτε την ιστορία με την πιο δύσκολη πελάτισσα, μία που ήτανε πολύ απαιτητική. 

Α.Κ.:

Πέφτουνε καμιά φορά μια δυο τέτοιες, μα εγώ ήμουνα τόσο ήρεμη που τις καθησυχάζω, γιατί νευριάζουνε πολύ, γιατί δεν ξέρουν τι θέλουν πρώτα από όλα! Δεν ξέρουν τι τις πάει! Θέλει μία… Κοντή είναι και θέλει να βάλει μεγάλη καπελίνα. Την λέω: «Θα χαθείς, θα χαθείς μέσα εκεί. Δεν θα φαίνεσαι. Πρέπει να βάλεις κάτι να σε δώσει μπόι». «Όχι. Εγώ αυτό θέλω». «Εγώ δεν στο δίνω γιατί η μόδα είναι έτσι και εγώ σαν μοδίστρα πρέπει να σε δείξω το σωστό τι πρέπει να κάνεις! Εγώ θα σε δώσω αυτό να δεις τι ωραία θα σου πάει». «Όχι», να επιμένει και να κάνει! «Εσύ», λέω, «από μένα δεν παίρνεις καπέλο. Άμα θες πάνε βρες αλλού! Εγώ αυτό δεν στο δίνω. Θες να κάνεις αυτό που σου λέω; Κάν’ το». Μ’ αυτό ώρες σέρνει το θέμα. Εγώ απ’ τα νεύρα πια με το ζόρι κρατιέμαι, αλλά δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς! Κι έτσι την κατάφερα και της έκανα αυτό που ήθελα. Ξέρεις, ήρθε και με ευχαρίστησε κιόλας γιατί την είπαν όλοι: «Αχ τι ωραίο» και «Πώς σε πήγε» κι αυτά. Αλλά, ήταν δύσκολη, και το σώμα και το πρόσωπο. Πρέπει να τα ταιριάξεις. Δεν είναι όλες που τις πάνε.

Δ.Ζ.:

Πείτε μου μερικές διάσημες γυναίκες που έχουν έρθει εδώ πέρα που τις έχετε αγαπήσει και έχετε διαπιστώσει ότι έχουν και προσωπικότητα εκτός από ομορφιά.

Α.Κ.:

Η αλήθεια είναι όλες είναι… Σας είπα, οι μεγάλες ηθοποιοί που έχω από το θέατρο, οι εφοπλιστές, οι γυναίκες εφοπλιστών. Είναι απ’ τα προξενεία οι γυναίκες που έρχονται. Έχω πολύ απ’ τα προξενεία, απ’ το γαλλικό, απ’ το αγγλικό, από το ιταλικό. Προξένισσες έχω πάρα πολύ καλή πελατεία. Και η αλήθεια όλες είναι ευχαριστημένες. Δεν θέλω να το λέω γιατί οι περισσότερες δεν θέλουν να λένε πού τα κάνω, γιατί λένε που τα φέρνουν απ’ έξω και τα έχουν στη μόδα. Νομίζουν ότι είναι καλύτερα άμα πουν απ’ έξω που τα φέρνουν. Και δεν τις βγάζω και εγώ στη μέση.

Δ.Ζ.:

Ποιο ήταν το καπέλο, αν το θυμάστε, που το θεωρήσατε τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;

Α.Κ.:

Η αλήθεια είναι ότι τα καπέλα μου επειδή τα αγαπώ δεν μπορώ να πω ποιο ήτανε το καλύτερο. Όλα τα αγαπώ τα καπέλα γιατί η αλήθεια κάνω το ένα πιο ωραίο απ’ το άλλο. Όχι που θα το πω που το κάνω εγώ, αλλά ένα δύο κοπέλα που μ’ αρέσουνε υπάρχουνε, που τα προτιμώ και τα δείχνω και στις πελάτισσες να το κάνουνε. 

Δ.Ζ.:

Πώς είναι; Τι σχέδια; Θα μας πείτε;

Α.Κ.:

Τώρα είναι στη μόδα από πέρσι τα μικρά καπελάκια. Αλλά, μερικές είναι: «Δεν θέλω εγώ μικρό. Θέλω μεγάλο». Και έχω κάνει κι ένα δυο μεγάλα και συνιστώ ή το μεγάλο ή το μικρό. Και τα δύο τα ‘χω κάνει πολύ ωραία είναι η αλήθεια! Αλλά, οι περισσότερες δεν θέλουνε. Θέλουν όλα τα μικρά. Μικρά αλλά, έτσι, να είναι αεράτα, όχι μικρά τυπικά και τέτοια… Γιατί οι περισσότεροι για γάμο έρχονται εδώ. Και για καθημερινό—

Δ.Ζ.:

Τι χρώμα;

Α.Κ.:

Ανάλογα το ρούχο τους. Φέρνουν τα ρούχα, τα παπούτσια, την τσάντα να τα ταιριάξουμε όλα. Οι Εβραίισσες είναι σ’ αυτά πολύ τυπικές. Τα κάνουν όλα και πανάκριβα. Και όλα να είναι στην εντέλεια. Το χρώμα ίδιο, το παπούτσι. Πανάκριβα! Μαζεύουν του κόσμου τα λεφτά για το γάμο. Η αλήθεια κάνουν πολύ ωραίους γάμους. Όλοι με καπελά πάνε. 

Δ.Ζ.:

Άρα, οι πιο απαιτητικές είναι οι Εβραίες, οι Αρμένισσες, οι Ελληνίδες, οι Τουρκάλες; Οι πιο απαιτητικές πελάτισσες; 

Α.Κ.:

[00:25:00]Όχι. Οι Τουρκάλες καθόλου δεν είναι. Είναι ό,τι τους πεις. Οι Εβραίισσες ξέρουνε τι θέλουνε. Είναι εκείνες λίγο δύσκολες γιατί ξέρουνε. Οι Αρμένισες τα αφήνουν σε μένα και εκείνες δεν πολύ αυτό... Αλλά, θέλουνε να ταιριάζει το χρώμα, να ‘ναι ίδιο. Για αυτό φέρνουνε τσάντες και παπούτσια και διαλέγουμε. Και αύριο θα ‘ρθουνε κάποιες. Έχουν… Στην Αγία Τριάδα θα γίνει ο γάμος, αλλά από ό,τι κατάλαβα πρέπει να ‘ναι η κοπέλα Αρμενοπούλα που παίρνει Έλληνα γιατί γίνεται στην Αγία Τριάδα. Και θα ‘ρθουν αύριο να πάρουνε τα καπέλα. Αυτά.

Δ.Ζ.:

Όταν ήσασταν εσείς και αναλάβετε το μαγαζί υπήρχε κάποιο εγχείρημα το οποίο σάς άγχωσε πάρα πολύ και είπατε: «Παναγία μου, δεν θα το καταφέρω, δεν θα το βγάλω!»;

Α.Κ.:

Υπήρχε, γιατί μόλις πέθανε η μαμά και άφησε ένα καπέλο ακάμωτο και δεν ήξερα πώς να το κάνω! Γιατί ήταν ένα δύσκολο μοντέλο και ήταν δικό της, που το έβγαλε το σχέδιο. Και με τυράννησε. Ευτυχώς είχε μέρες να το πάρει η κοπέλα, γιατί πάντρευε το γιος της και έπρεπε να βγει κάτι καλό! Και δεν ήξερα. Τυραννήθηκα. Αφού έκλαιγα κιόλα και έλεγα: «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη να το φτιάξω αυτό γιατί θα γίνω ρεζίλι. Δεν θέλω να βγάλω τη μαμά αυτή που πέθανε… Θέλω να βγάλω το όνομά της σωστό». Και η αλήθεια είναι νόμιζες κι ήταν η μάνα μου από πίσω και με βοηθούσε. Αισθανόμουνα ένα χέρι σαν να με βοηθούσε. Και πάντα μέχρι τώρα άμα δυσκολευτώ αυτό αισθάνομαι. Και βγαίνει εκείνη η δουλειά στην εντέλεια. Λέω: «Μάνα βοηθά». Μόνο που λέω βγαίνει, η αλήθεια! Αλλά, το ‘κανα, που δεν το πίστευα ούτε εγώ. Η γυναίκα τρελάθηκε. Λέει: «Εσύ το έκανες;» γιατί ήξερε που πέθανε η μαμά. Και τρελάθηκε. «Τι θα κάνω», λέει, «τώρα;». «Τώρα κάηκα» να λέει και να κλαίει, να χτυπιέται η γυναίκα. Λέω: «Μην στεναχωριέσαι. Εγώ είμαι εδώ. Θα στο φτιάξω». Αλλά, εγώ ξέρω τι πέρασα, η αλήθεια. Δύο μέρες τυραννήθηκα πάρα πολύ. Κι ήταν δύσκολο το ύφασμα μην το κάνω λάθος και το κόψω. Και ήταν πανάκριβο ένα ύφασμα! Και ευτυχώς τα κατάφερα. Δηλαδή, η δυσκολία μου ήταν εκείνη η πρώτη. Αλλά, μετά όλα… Δόξα τω Θεώ! Είχα και την κοπέλα δίπλα μου. «Αχ», με λέει, «Πώς θα το κάνεις; Αχ, εσύ παίρνεις μεγάλη ευθύνη, εσύ κόβεις τις γούνες!» —γιατί έκανα και γούνα. Τότε ήταν χειμώνας. Και μου λέει: «Είναι βιζόν αυτό. Πού θα το πετσοκόψεις; Τι θα κάνεις;». Και λέω: «Μην σε νοιάζει». Και έβγαζα κάτι ωραία καπάκια που απορούσε η κοπέλα, χτυπιούνταν! Και έτσι, λίγο-λίγο-λίγο-λίγο συνήθισε και το χέρι μου πιο πολύ. Συνήθισα και στη δουλειά γιατί την αγαπούσα. Και ως τώρα την αγαπώ. Και τα παιδιά μου ζούνε στην Αθήνα και με φωνάζουνε: «Έλα, έλα. Σε έφαγε αυτό το μαγαζί. Παράτα τα. Εδώ ο κόσμος περιμένει»… Αλλά, μου αρέσει η Πόλη. Πολύ την αγαπώ. Έχουμε το σπίτι μας, το μαγαζί μας, τη ζωή μας. Βέβαια, τα παιδιά είναι ανώτερα πάντα, αλλά...

Δ.Ζ.:

Πόση χαρά μπορεί να δώσει σε έναν άνθρωπο στη ζωή του, πέρα απ’ το προσωπικό, το να έχεις πετύχει στη δουλειά που αγαπάς; Για αυτό θέλω να μου μιλήσετε.

Α.Κ.:

Αυτό είναι το μεγαλύτερο πράγμα. Άμα δεν αγαπάς τη δουλειά δεν βγαίνει και το βλέπει και ο απέναντι σου που έρχεται γιατί δεν την κάνεις με χαρά. Την κάνεις με το ζόρι, αγγαρεία που λένε, και δεν γίνεται εκείνη η δουλειά. Πρέπει ό,τι δουλειά και αν είναι… Δεν είναι μόνο αυτή, οποιαδήποτε δουλειά άμα δεν την αγαπάς να μην την κάνεις. Να κάνεις αυτό που θέλεις γιατί θα βγει και θα πετύχεις στη ζωή σου και θα πάει η ζωή σου πιο καλά μπροστά. 

Δ.Ζ.:

Οι άντρες πώς ήταν σαν πελάτες και πότε σταμάτησαν να φοράνε καπέλα γιατί…

Α.Κ.:

Τώρα άρχισανε πάλι. Τώρα έρχονται τρία αντρικά καπέλα και κάνω. Και είναι νέοι άνθρωποι και βλέπουνε, λέει, απ’ τα έργα και απ’ τα περιοδικά! Αφού με φέρνουν φωτογραφίες απ’ τον Humphrey Bogart, τον Alain Delon, κάτι καπέλα που φορούσε, «Τέτοια», λέει, «θέλω κι εγώ ίδιο». Έ, κι όπως παίρνουν απ’ την Ιταλία, στο θέατρο και αυτά. Τους τα κάνω, τους τα φτιάχνω και είναι κατενθουσιασμένοι. Να, τώρα έχω τρία μέσα. Θα έρθει να τα πάρει σε λίγο. Οι άντρες άρχισαν να φοράνε. Οι νέοι θέλουν και αυτά τα κασκέτα που είναι στη μόδα, τα μοντέρνα. Κάνω κι από αυτά, λίγο εκείνο, λίγο το άλλο… Η αλήθεια είναι ποτέ δεν έκανα ανδρικά αλλά τώρα που η δουλειά είναι λίγο πεσμένη, δεν είναι όπως παλιά… Και τώρα με τον κορωνοϊό που είναι λίγο γενικά σε όλο τον κόσμο χάλια… Εγώ, η αλήθεια, έχω ακόμα δουλίτσα. Και αφού πέφτουν και αντρικά λέω: «Γιατί να τα χάσω; Αφού ξέρω να τα κάνω». Τους φτιάχνω κι αυτά και ευχαριστιούνται γιατί δεν έχει άλλος να τα κάνει. Δεν υπάρχει.

Δ.Ζ.:

Να σας πω κάτι τώρα: Ο Φρόιντ, ο διάσημος ψυχολόγος, πέθανε και δεν κατάλαβε τι θέλουν οι γυναίκες. Εσείς με τόση γυναικεία πελατεία καταλάβατε γιατί μας λένε ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε;

Α.Κ.:

[00:30:00]Γιατί αλήθεια έτσι είναι! Δεν ξέρουμε τι θέλουμε, όχι που είναι ψέματα. Δεν είπε ο άνθρωπος… Και να θέλουμε αυτό που το θέλουμε, δείχνουμε ότι δεν το θέλουμε, ότι δεν μας αρέσει ενώ μας αρέσει για να βάλουμε τον απέναντι μας σε δυσκολία, να τον στεναχωρήσουμε, ενώ είναι αυτό που θέλουμε και δείχνουμε που δεν το θέλουμε για να είμαστε δύσκολες! Το καθετί δεν μας αρέσει, το καθετί να μας μυρίζει! Σπανίως μια γυναίκα να είναι ευχαριστημένη.

Δ.Ζ.:

Όταν μία γυναίκα έχει πετύχει πολύ στη δουλειά της, αυτό πώς το ισορροπεί στο σπίτι με τον άντρα και την οικογένεια; Και τον άντρα να μην κάνει να αισθάνεται πότε κατώτερος και την οικογένεια να κοιτάζει; Αυτό πώς το ισορροπεί μια γυναίκα;

Α.Κ.:

Άμα δεν δώσει σημασία στο χρήμα και δεν την νοιάζει, εκεί μπορεί και πάει και η οικογένεια καλά και δεν ρίχνει τον άντρα κάτω. Έστω, εκείνος να κερδίζει πιο λίγο, εκείνη να κερδίζει πιο πολλά. Και αν υπάρχει η αγάπη, η εκτίμηση, ο σεβασμός, όλα πάνε καλά. Η δουλειά είναι βέβαια το παν, αλλά εμένα με λένε: «Έχεις τόσο όνομα εδώ, τόση πελατεία. Πώς είσαι έτσι απλή; Άλλη να ‘ταν στη θέση σου θα ήταν...». Εγώ η αλήθεια είναι δεν δίνω σημασία, γιατί από μικρή ήμασταν χορτάτοι. Η μαμά μας μας έπαιρνε μαζί της, πηγαίναμε ταξίδια, Γαλλίες, Ιταλίες, Γερμανίες. Πού δεν έχουμε πάει! Το τι ψώνια! Τότε εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Εμείς φορούσαμε τα καλύτερα. Μας ζήλευαν στο σχολείο τα παιδιά, και εμένα η αλήθεια δεν μ’ άρεζε. Αλλά, η μαμά, επειδή ήταν στη μόδα μέσα όλα, ήθελε να έχουμε εμείς τα καλύτερα, να μην μας λείψει τίποτα. Και έτσι, ήταν το μάτι μας χορτάτο και δεν είχα «Αχ, να ‘χω εκείνο» κι «Αχ, να κάμω αυτό». Αυτά.

Δ.Ζ.:

Το φλερτ εκείνης της εποχής, που θέλω να το πούμε και για όσους νέους ακούνε και θα πουν τη συνέντευξη, πόσο διαφορετικό ήταν σε σχέση με σήμερα; 

Α.Κ.:

Πάρα πολύ διαφορετικό γιατί οι νέοι με τα μάτια κοιταζόντουσαν και βλέπανε ότι θέλει ο ένας τον άλλονα. Αλλά, ντρέπονταν ο ένας τον άλλον να πει ότι «Σε θέλω». Μετά από κάνα δυο βδομάδες λέγαν: «Να βγούμε». Έτσι λέγανε και βγαίνανε, να πούμε, μαζί, ενώ ούτε το χέρι του δεν έπιανε. Μόνο με κουβέντες και τέτοια, έτσι να βγούνε. Να πάνε να ζήσουνε μαζί, να κάνουνε έρωτα και τέτοια δεν υπήρχανε! Κατευθείαν, να πούμε, δίναν το λόγο. Μετά αρραβώνες και γάμους. Έτσι να συζήσουν και να κάνουνε κι αυτά δεν υπήρχανε. Και ήταν ένας αγνός έρωτας με φλερτ. Πολύ φλερτ υπήρχε. Το φλερτ ήταν απαραίτητο. Και αν δεν ταιριάζανε χωρίζανε, βέβαια. Δεν το συνεχίζανε. 

Δ.Ζ.:

Και πώς μπορείς… Εμένα πάντα αυτή ήταν η απορία μου, που την λέω και στις μεγαλύτερες. Θα μου πείτε και σήμερα χωρίζουν τα ζευγάρια, αλλά πώς μπορείς από ένα φλερτ χωρίς τον άλλον να τον έχει ζήσει να ‘σαι σίγουρος για το χαρακτήρα του;

Α.Κ.:

Τότε δεν τα σκεφτόνταν αυτά, γιατί και οι άντροι ήτανε σοβαροί. Ήταν πεσμένοι στις γυναίκες. Δεν δίνανε κανένα αυτό... Υπήρχαν, βέβαια, κι ανάμεσα κάνα-δυο τέτοιοι, όχι που δεν υπήρχανε. Αλλά, οι περισσότεροι επειδή ήταν μεστωμένοι κι ήτανε της δουλειάς —άλλοι δουλεύουνε, άλλοι σπούδαζαν ακόμα—, είχανε ο ένας τον άλλον εμπιστοσύνη. Έβλεπε που την αγαπάει εκείνος και έτσι αποφασίζανε. Ο αρραβώνας λίγο έσερνε. Στον αρραβώνα γνωριζόντουσαν ο ένας τον άλλον πιο πολύ και εκεί αποφασίζανε για το γάμο. Η αλήθεια τότε δεν υπήρχαν οι χωρισιές. Και να μην περνούσανε καλά δεν χώριζαν. Ήτανε ντροπή στην οικογένεια μέσα να χωρίσει. Παλιά καθόλου. Μετά, από το ‘80 και μετά, άρχισε να χαλνάει λίγο όλα εδώ τα πάντα. Και αλλάξανε όλα, και μπήκε η μοντερνοσύνη.

Δ.Ζ.:

Σήμερα στα ζευγάρια και στις γυναίκες τι διαφορές βλέπετε σε σχέση με τότε; 

Α.Κ.:

Οι γυναίκες είναι πολύ ελεύθερες. Κάνουν ό,τι θέλουνε. Δεν δίνουν σημασία στον άντρα, στα παιδιά. Κάνουν, να πούμε… «Νύχτα είναι. Θα πάω με τις φίλες μου, θα βγω έξω». Βγαίνει έξω το βράδυ. Δεν δίνει σημασία. Εκείνος εκείνηνα... Δεν υπάρχει εκτίμηση. Δεν υπάρχει αυτό. Τους βλέπεις δεν ταιριάζουν, χωρίζουν. Μαλώνουν, σκοτώνονται στον καυγά και μετά χωρίζουνε. Ενώ δεν υπήρχε αυτό ποτέ. Ούτε καυγάδες ούτε τέτοια. Ήτανε μαζεμένοι. Αλλά, μετά, απ’ το ’80, η αλήθεια είναι λίγο που μπήκε η μοντερνοσύνη αρχίσαν οι πιο μεγάλοι να έχουνε και φιλεναδίτσες και τέτοια. Ακουγότανε κάνα δύο τέτοια. Αλλά, παλιά ποτέ.

Δ.Ζ.:

[00:35:00]Θέλω να μου πείτε οι άντρες οι παλιοί, που πολλές κοπέλες τούς έχουν σαν πρότυπο, γιατί σήμερα —στην Κωνσταντινούπολη όχι, αλλά γενικότερα, ας πούμε, στην Ευρώπη, από δω, από κει— είναι πιο δυσεύρετο το παλιό μοντέλο άντρα, αυτό που μας περιγράφετε; Έχετε βρει το λόγο; 

Α.Κ.:

Να σου πω. Στην Ευρώπη οι άντρες δεν είναι έτσι, σαν τους Έλληνες και τους Τούρκους εδώ που είναι. Είναι διαφορετική η ζωή εκεί. Εκείνοι δεν δίνουν σημασία στις γυναίκες τους. Τα παιδιά, φυσικά… Δεν βλέπετε; 18 χρονών φεύγουν απ’ τα σπίτια. Δεν δίνουν τα παιδιά τους πώς περνούνε, δεν κάνουνε να τα βοηθήσουνε. Δεν υπάρχει… Ενώ σε μας είναι: Θα πάει η μάνα στο παιδί, να βοηθήσει το εγγόνι, να βοηθήσει την κόρη. Κι εδώ και στην Ελλάδα, η αλήθεια. Ενώ στην Ευρώπη δεν υπάρχει. Και οι άντροι είναι πεσμένοι στα παιδιά τους και στις γυναίκες τους και η αλήθεια και στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Η Ευρώπη δεν ταιριάζει μαζί μας με τίποτα.

Δ.Ζ.:

Τώρα θέλω να επιστρέψουμε, για να το κλείσουμε, στο κομμάτι της δουλειάς. Όταν σηκώνεστε και έρχεστε εδώ πέρα ποια είναι η μεγαλύτερη συνήθεια που σας αρέσει; Η μυρωδιά των καπέλων, οι πέρλες, του τούλι; Κάτι που το κάνατε και το σκέφτεστε. Η μεγαλύτερη ιεροτελεστία της καθημερινότητάς σας σ’ αυτό το επάγγελμα. 

Α.Κ.:

Να σας πω την αλήθεια, έρχομαι με πολλή χαρά. Και αποβραδίς λέω: «Την άλλη μέρα θα κάνω αυτό». Και έρχομαι με μια χαρά που θα το φτιάξω, που θα κάνω, γιατί μερικά τα βάφω και εγώ μόνη μου. Θα κάνω τη βαφή να πετύχει· να κάνω ένα τέτοιο μοντέλο. Το βάζω στο μυαλό μου. Μόλις πάω να το σχεδιάσω με βγαίνει κάτι άλλο ακόμα πιο ωραίο απ’ ό,τι σκεφτόμουνα. Και έρχομαι με μεγάλη χαρά, γιατί λέω: «Θα κάνω αυτό το μοντέλο σήμερα», «Θα κάνω εκείνο σήμερα». Και ως το βράδυ με χαρά το κάνω και όσο βγαίνει ωραίο χαίρομαι ακόμα πιο πολύ. Ναι, αυτό τώρα το σκέφτηκα μόνη μου. Είχα αυτή την νταντελίτσα. Την έραψα εδώ στο γύρο. Έβγαλα ένα τέτοιο μοντέλο. Δηλαδή, έτσι από μέσα μου βγαίνει.

Δ.Ζ.:

Έχετε σκεφτεί τι θα γίνει το μαγαζί μετά; 

Α.Κ.:

Μόνο που το σκέφτομαι κλαίει η ψυχή μου. Πολύ θα λυπηθώ, πάρα πολύ, γιατί είμαστε και εδώ στα δικαστήρια. Δεν ξέρουμε τι θα μου συμβεί. Και μόνο που το σκέφτομαι μου ‘ρχεται τρέλα. Εγώ άμα γίνει κάτι τέτοιο δεν θα ζήσω! Αισθάνομαι που θα αρρωστήσω δυστυχώς, γιατί πάρα, πάρα πολύ τ’ αγαπώ μαγαζί μου, ναι. Με αγάπη έρχομαι, δηλαδή.

Δ.Ζ.:

Στα παιδιά σας όταν ήτανε να πάρουν απόφαση τι επάγγελμα θα κάνουνε τι τους συμβουλέψατε; 

Α.Κ.:

Η αλήθεια μόνα τους αποφασίσανε. Και τα δύο τελειώσανε τα Λύκεια, μετά πήγανε στα κολέγια. Μετά τελείωσαν τα αγγλικά, το Αμερικανικό Κολέγιο. Πήρε τα διπλώματα. Η κόρη μου νηπιαγωγός. Διοίκηση Επιχειρήσεων ο γιος μου. Μετά δεν πήγαινε και πολύ καλά. Είχε μαγαζί με ψυκτικά και κλιματιστικά. Την αγαπάει και εκείνος τη δουλειά. Άλλα φαντάστηκε, αλλά τον βγήκανε. Αλλά, είναι ευχαριστημένος. Η κόρη μου το ίδιο. Έχει και δύο παιδάκια, έχω δύο εγγόνια. Ο γιος ελεύθερος. Και εμείς εδώ, τα γεροντάκια, μόνοι μας.

Δ.Ζ.:

Δεν είστε καθόλου γεροντάκι πρέπει να πούμε! Είστε μια γυναίκα γεμάτη ζωή, ενέργεια!  Θέλω, λοιπόν, να μου πείτε τώρα μία συμβουλή για τα νέα παιδιά και μια ελπίδα σας για τα νέα παιδιά, για τη ζωή τους και το επάγγελμά τους. Και μία ελπίδα σας για την Κωνσταντινούπολη. 

Α.Κ.:

Η Κωνσταντινούπολη η αγαπημένη μας και να μην αποφασίζουν, να μην έρχονται… Όλοι εκεί οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες, όλοι να σηκωθούνε να ‘ρθουνε μόλις φτιάξουν λίγο τα πράγματα και με τον κορωναϊό και με την κατάσταση που πάει. Και να μην ξεχάσουν την Κωνσταντινούπολή μας και εμάς εδώ που ζούμε. Και τη νεολαία την εύχομαι να κάνει αυτό που επιθυμεί και να σπουδάσουνε. Το παν είναι οι σπουδές. Και να είναι πιο μεστωμένες οι κοπέλες και πιο απλές και οι άντροι να συγκεντρωθούνε και να γίνουν λίγο πιο μεστωμένοι και να αγαπάνε τις κοπέλες και τις γυναίκες και να μην υπάρχει αυτή βία κι η μοχθηρότητα και ό,τι κακό υπάρχει στη νεολαία. Τους εύχομαι κάθε επιτυχία και να είναι όλοι καλά. 

Δ.Ζ.:

Τον εαυτό σας τον βλέπετε να σχεδιάζει καπέλα μέχρι το τέλος;

Α.Κ.:

Ωχ, έτσι βλέπω… Κι η μητέρα η συγχωρεμένη που πέθανε μέσα την ρίξαμε όλο καπέλα μέσα στον τάφο της! Γιατί τ’ αγαπούσε και πέθανε μ’ εκείνα!

Δ.Ζ.:

Α την ρίξατε καπέλα;

Α.Κ.:

Μες στο μαγαζί πέθανε η μαμά.

Δ.Ζ.:

Στον τάφο της την ρίξατε καπέλα; 

Δ.Ζ.:

Ναι. Την ρίξαμε τα καπέλα γιατί τα αγαπούσε. Με τα καπέλα της να «φύγει». Και εκείνη την ευχαριστούσε το μαγαζί, η αγάπη που το είχε.

Δ.Ζ.:

[00:40:00]Εγώ σας ευχαριστώ.

Α.Κ.:

Εγώ ευχαριστώ. Να ‘στε καλά.

Δ.Ζ.:

Είστε υπέροχη καλλιτέχνης! Και θα δούμε και φωτογραφίες απ’ τα καπέλα σας! 

Δ.Ζ.:

Θα χαρώ πολύ. Να ‘στε καλά!