© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ηλίας Τσέχος: «Ο δρόμος μου ήταν η ποίηση»

Κωδικός Ιστορίας
16877
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ηλίας Τσεχελίδης (Η.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/11/2020
Ερευνητής/τρια
Γεώργιος Ρότζιος (Γ.Ρ.)
Γ.Ρ.:

[00:00:00]Θα μου πείτε το όνομά σας;

Η.Τ.:

Είμαι ο Ηλίας ο Τσέχος.

Γ.Ρ.:

Πολύ ωραία.

Η.Τ.:

Και στα χαρτιά ο Ηλίας ο Τσεχελίδης.

Γ.Ρ.:

Πάρα πολύ ωραία. Κύριε Τσέχο, εγώ είμαι ο Ρότζιος ο Γιώργος.

Η.Τ.:

Καλώς όρισες στο Γιαννακοχώρι.

Γ.Ρ.:

Καλώς σας βρήκα. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 7/11 του 2020 και είμαστε εδώ στο σπίτι σας.

Η.Τ.:

Και χαιρόμαστε ιδιαίτερα και το γιορτάζουμε ως εσωτερικότητα. Συνήθως, οι συνεντεύξεις έχουνε πάντα μια ένταση. Τώρα μαζί σου είναι τόσο καθαρά, όμορφα και απλά και το χαίρομαι ιδιαίτερα.

Γ.Ρ.:

Χαίρομαι πολύ! Και εγώ νιώθω σαν στο σπίτι μου.

Η.Τ.:

Εξαιρετικά!

Γ.Ρ.:

Πολύ ωραία. Πείτε μου λίγα πράγματα για εσάς, ξεκινώντας από την αρχή της ζωής σας ενδεχομένως.

Η.Τ.:

Το 1952 εγεννήθην εδώ στο Γιαννακοχώρι. Εδώ σχολείο. Το Γυμνάσιο στο Λάππειο Γυμνάσιο Νάουσας, γυμνασιακές σπουδές. Μετά ήμασταν φανταριλίκι, δύο χρόνια η δικιά μου σειρά. Δύο χρόνια βοηθών χημικών στον Δημόκριτο Θεσσαλονίκης. Δουλέψαμε έξι μήνες, έναν χρόνο στην ΞΥΛΟΠΑΝ τότε ως χημικοί και μετά τα παρατήσαμε όλα και με μία βαλίτσα στο χέρι και μια γάτα στην αγκαλιά μου βγήκαμε στην Εθνική Οδό Θεσσαλονίκη-Αθήνα, γιατί ένιωθα πολύ κλειστά, σφιχτά, ανάποδα και αβοήθητα στη Θεσσαλονίκη. Ένας κόσμος περίεργος τότε. Δεν ξέρω πώς έχει προχωρήσει η ψυχολογία της, η ατμόσφαιρά της και η νοοτροπία της. Δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στα εξήντα χρόνια. Και, βέβαια, το τόλμημά μου να αποδράσω από Θεσσαλονίκη μοναχικός και δίχως άλογο, άρα ούτε καβαλάρης πια ούτε ο μοναχικός καβαλάρης δεν ήμουνα. Μοναχικός πεζός ήμουν, αλήθεια! Τόλμησα να το κάνω με το σκεπτικό ότι θα συναντήσω τον Τάκη Βομβακίδη. Τότε ήταν, έκανε… Συνδεθήκαμε με ένα άλλο φιλαράκι, που και αυτός βοηθός χημικός στον Δημόκριτο και αυτός δούλευε στην ΞΥΛΟΠΑΝ, και μέσω αυτού του φιλαράκου συναντάμε τον Τάκη Βαμβακίδη, ο οποίος διάβαζε και έδινε εξετάσεις για το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Και πέρασε μέσα στους είκοσι πρώτους τότε. Άρα, λοιπόν, εγώ λέω: «Τώρα θα πάω να βρω τον Τάκη τον Βαμβακίδη». Και το μεγαλύτερό μου όπλο και η μεγαλύτερή μου δύναμη ήτανε η σκέψη μου ότι: «Ναι, στην Αθήνα δεν βασιλεύει ο ήλιος». Ένα τέτοιο πλάνο γεννήθηκε μέσα μου και μου έδωσε φτερά να κάνω όλο αυτό το τόλμημα, «Στην Αθήνα δεν βασιλεύει ο ήλιος». Και πήγαμε εκεί και συναντάμε τον Τάκη τον Βαμβακίδη, ο οποίος έμενε με έναν άλλο φίλο του από την Αετοράχη Λάρισας, πέρασε και εκείνος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Άρα μέναμε, έξι μήνες μέναμε στο ίδιο δωμάτιο τρία άτομα κι εγώ μοιραζόμουν έξι μήνες το ίδιο διπλό κρεβάτι με τον Βαμβακίδη τον Τάκη. Εκείνος τότε ήθελε να γίνει σκηνοθέτης, εγώ ήθελα, εγώ έγραφα. Έτσι και αλλιώς ο δρόμος μου ήτανε η ποίηση. Λέω πολλά;

Γ.Ρ.:

Όχι, σας απολαμβάνω.

Η.Τ.:

Να συνεχίσω, να συνεχίσω. Οπότε αρχίζει η καριέρα μου, η διαδρομή μου και το βίωμά μου στην Αθήνα. Όταν ο Τάκης ο Βαμβακίδης πέρασε στους είκοσι πρώτους, τότε υπήρχαν υποτροφίες, με πήρε μαζί του και πήγαμε στην Πλάκα, σε ένα γραφείο του Υπουργείου, ποιου Υπουργείου, και πήρε τα πρώτα λεφτά. Δεν θυμάμαι πόσα ήταν, αλλά θυμάμαι ότι επέμενε πολύ να πάμε στην Καλλιθέα. Τότε θριάμβευε ο Χρύσανθος στο «Κορτσόπον», ένα ποντιακό κέντρο. «Θα πάμε» μου λέει. «Δεν πάω, θα ξοδέψουμε λεφτά». «Θα έρθεις, θα έρθεις, θα έρθεις». Πήγαμε! Με το που πήγαμε, λοιπόν, στο κέντρο και άρχισε η μουσική και άρχισαν τα τραγούδια, εγώ σηκώθηκα στην πίστα και δεν ξανακατέβηκα. Γιατί εδώ στη Νάουσα και στο Γιαννακοχώρι όλη η γιορτή, όλος ο πολιτισμός μου ήταν ο χορός. Δεν είχα… Είχα πολύ λίγα βιβλία μαζί μου. Τα σχολικά ή τα γυμνασιακά βιβλία. Ο χορός, λοιπόν, και οι συναντήσεις, οι έξοδοι, η γιορτινότητα, οι ρίζες. Άρα, λοιπόν, όταν ανέβηκα στην πίστα και δεν κατέβηκα, με πλευρίζουν τρεις κοπελιές πολύ όμορφες και μου λένε το απλό: «Όποιος και αν είστε, βγάζετε φωτιές στην πίστα, στον χορό! Είμαστε στην Δόρα Στράτου, σε δύο μήνες αρχίζουμε. Αν θέλετε να ’ρθείτε στις πρόβες και να σας δει και η Δόρα Στράτου και να σας συμπεριλάβουμε στο συγκρότημα». Και ξαφνικά γεννιέται όλο αυτό το καινούριο, γεννιέται ο καινούριος δρόμος πια. Και αρχίζουμε τις πρόβες και στα ποντιακά και σε κάποια άλλα χωριά, σε κάποιες άλλες πατρίδες, τόπους της Ελλάδας, με τους χορούς της που χορεύουμε. Με κρατάει την πρώτη χρονιά, με κρατάει τη δεύτερη χρονιά η Δόρα Στράτου και μετά εξελίσσομαι σε έναν καλό χορευτή και συνεχίζουμε για δέκα χρόνια θητείας στο Θέατρο Φιλοπάππου. Είναι κάτω από την Ακρόπολή και ένα καταπληκτικό μέρος επίσης. Και αρχίσαμε. Κι εγώ θυμάμαι πως σατίριζα τον εαυτό μου και έλεγα: «Τσέχο, χορεύεις και πληρώνεσαι;» και γελούσα, γιατί αυτό δεν συνέβαινε εδώ πάνω με τίποτα. Γιατί, ξέρεις, η διασκέδαση και η ψυχή ήτανε και η κοινωνία μας και η επικοινωνία μας. «Χορεύεις και πληρώνεσαι»! Βέβαια, θυμάμαι τα δύο πρώτα χρόνια παίρναμε 100 ευρώ, μετά έγιναν κάθε βράδυ 150, μετά έγιναν 200. Έτσι, ξέρεις, με αυτό. Δηλαδή πληρώναμε στην ουσία, και τότε πληρώναμε το ενοίκιο και το φαγητό μας. Και πάρα πολύ λίγα μένανε στην άκρη, πάρα πολύ λίγα. Πέντε μήνες συνέχεια στην Δόρα Στράτου. Τετάρτη, Κυριακή δύο παραστάσεις, τις άλλες μέρες από τις 8:00 μέχρι τι 10:00 πρόβες και από τις 10:00 μέχρι τις 12:00 η παράσταση. Χίλια άτομα γέμιζαν κάθε βράδυ το θέατρο από όλον τον κόσμο. Υπήρχε μια συνεργασία του θεάτρου με τα ταξιδιωτικά γραφεία και προσφερόταν στα πακέτα τους πια, και ερχόταν και ήμασταν σχεδόν πέντε μήνες –τι σχεδόν;–, πέντε μήνες συνέχεια ήμασταν φουλ και γέμιζε το θέατρο χίλια άτομα. Και η Δόρα Στράτου πανάξια, με λάτρεψε, λάτρεψε την ποίησή μου. Μετά εκεί έβγαλα και το πρώτο μου βιβλίο, 1978, «Η έρημη αλήθεια». Η Δόρα Στράτου πολύ επιμελέστατη, είχε θυμάμαι μεγάλους δίσκους τότε, long play τους λέγαμε, των πόσων στροφών; 73; Δεν θυμάμαι των πόσων λέγαμε. Είχε cart postal για τον κόσμο, ξέρεις. Το πρόγραμμα ήταν σε τρεις γλώσσες. Αυτή έβγαινε, κάθε βράδυ ήταν μαζί μας και ερμήνευε, παρουσίαζε το πρόγραμμα στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα ελληνικά. Ένας μεγάλος δρόμος. Να συνεχίσω;

Γ.Ρ.:

Βεβαίως. Βεβαίως, να συνεχίσετε.

Η.Τ.:

Γιατί είναι, τώρα είναι πολύ σπουδαία κομμάτια αυτά που έζησα τότε. Τότε ήταν καθημερινότητα. Στο διάστημα, λοιπόν, αυτό είχα βγάλει την «Έρημη Αλήθεια», το ’78. Το ’80 βγαίνουν τα «Ταγμένα». Και χορεύοντας ένα βράδυ έρχεται ο Γιάννης ο Τσαρούχης. Ο οποίος έχει κάνει κοστούμια, δύο-τρία κοστούμια, τέσσερα, στην Δόρα Στράτου. Και στο τέλος της παράστασης μας περιμένει όλους, ήρθε και στέκεται μπροστά μου και: «Κύριε Τσέχο», λέει, «είσαι πολύ λεβέντης. Χορεύεις πάρα πολύ σπουδαία». Και συνεχίζουμε μια διαδρομή από το θέατρο μέχρι την εξώπορτα του θεάτρου και το μπαρ του θεάτρου, κάπου 200 μέτρα, και σε αυτήν την απόσταση συζητάμε και λέω: «Ετοιμάζω το τρίτο βιβλίο, “Δάφνε Πόταμε”. Θα είναι μεγάλη χαρά να συνεργαστούμε για ένα εξώφυλλο». «Με χαρά», μου λέει, «με χαρά μεγάλη. Εδώ μένω, πάρε το τηλέφωνο και έλα να με βρεις». Ξέρεις, τότε έλαμπαν αστέρες. Ήταν ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, Μίκης Θεοδωράκης, Μαρίζα Κωχ, όλα αυτά τα αστέρια ήτανε, Μάνος Χατζιδάκις, δεν συζητάμε, και άλλοι πάρα πολύ σπουδαίοι. Μέναμε στον λόφο Φιλοπάππου πια. Παραδίπλα ο Κακογιάννης, πιο κοντά ο Μίκης Θεοδωράκης, ένα ωραίο σπίτι που είχε κοντά στον λόφο Φιλοπάππου, η Μαρίζα, ο Ματθαίος ο Μπουντές, ο ποιητής στην γειτονιά μου, ο Γιάννης Κοντός παρακάτω. Υπήρχε τότε το Κουκάκι. Στο Κουκάκι το «Μηδέν κόμμα τριάντα», εργαστήρι, πολιτιστικό εργαστήρι. Εκεί αρχίσαμε να διαβάζουμε ζωντανά πια την ποίησή μας. Mε το που μου κάνει την πρόταση ο Τσαρούχης, εγώ δειλός. Γιατί και εσύ εξέφραζες μία δειλία και τώρα να κι εγώ που έρχομαι στη νιότη με δειλία! Δεν απάντησα, δεν πήρα τηλέφωνο να πάω. Και έρχεται το δεύτερο καλοκαίρι, τρίτο μετά και μου λέει: «Τσέχο, δεν κράτησες την υπόσχεσή σου». Λέω: «Δείλιασα, δεν ήξερα πώς και τι». Μου λέει: «Θα έρθεις. Αύριο θα έρθεις!». «Θα έρθω» λέω κι εγώ. Έμενε στο Μαρούσι τότε. Πάω, είναι ένα διώροφο νεοκλασικό. Παίρνω τα γραπτά μου, παίρνω ένα μπουκέτο, και βρήκα σε ένα ανθοπωλείο ηλίανθους. Απίστευτο, πρώτη φορά! Δεν το βλέπεις συχνά και στα ανθοπωλεία κάτω της Αθήνας. Και πάω και με καλωσορίζει ο Γιάννης και μου λέει: «Τα γραπτά σου». Του τα δίνω. Τους ηλίανθους τους βάζει σε ένα ανθοδοχείο. «Εσύ», μου λέει, «σπούδασες». Εγώ θαύμαζα τους πίνακές του, τον χώρο του, ένας παράδεισος έτσι και αλλιώς. «Εγώ θα ανέβω πάνω στο δώμα να διαβάσω τη δουλειά σου».[00:10:00] Και κατεβαίνει μετά από μία ώρα, δεν θυμάμαι τον χρόνο πλέον, και μου λέει το εξής όμορφο, σαν να ακούγεται καμπάνα τώρα η φωνή του: «Τσέχο, είσαι πολύ ωραίο παιδί. Λεβεντόπαιδο. Ωραίοι οι ηλίανθοι που μου έφερες, αλλά το πιο σπουδαίο, γράφεις καλά». Ε ρε, Γιώργη, ξέρεις, τώρα είναι, ανατριχιάζει όλο το σώμα, όλο το σώμα, ριγεί πια. «Γράφεις καλά»! Και κάθεται και σχεδιάζει πέντε, έξι, επτά σχέδια. Και εδώ δύο-τρία από τα σχέδια αυτά τα δώρισε στον Τσέχο πια, το «Δάφνε Πόταμε». «Γράφεις καλά»! Είχα, τώρα το λέω ότι στο πρώτο βιβλίο το οποίο έστειλα στον Γιάννη Ρίτσο έστειλα και τα «Ταγμένα», στον Γιάννη Ρίτσο, δεύτερο βιβλίο, δηλαδή το ’78. Δεν πήρα καμία απάντηση. Το ’80 τα «Ταγμένα». Και ξαφνικά και ο Γιάννης ο Ρίτσος, ενώ ό,τι εξιστορούσαμε με τον Τσαρούχη είναι μετά το ’80. Προέκυψε, λοιπόν, η συνάντησή μου με τον Ρίτσο. Άλλο ένα μεγάλο κομμάτι. Λοιπόν, στο πρώτο βιβλίο που του έστειλα ησυχία... Εμείς τότε είχαμε την καλή συνήθεια οι νεοποιητές να στέλνουμε κάπου ογδόντα-εκατό βιβλία στους διδασκάλους μας, στους καλούς ποιητές που συναναστρεφόμασταν, συναντιόμασταν και ήτανε να μας πούνε την καλή τους γνώμη, αλλιώς δεν προχωράγαμε χωρίς αυτούς. Έτσι γινότανε τότε. Ε, στο δεύτερο βιβλίο που του έστειλα, «Τα Ταγμένα», το 1980, ξαφνικά –ένα καλοκαίρι ήτανε–, ένα τηλεφώνημα και το σηκώνω. Ο Γιάννης ο Ρίτσος. Εγώ τα έχασα. Μένω βουβός και πάρα πολύ χαίρομαι! Και αρχίζει να λέει τα συν της γραφής και της ποίησης πια του Τσέχου στο δεύτερο βιβλίο και... Δεν θυμάμαι πια τι έλεγε! Δεν κράτησα τίποτα. Θυμάμαι ήταν πολύ μακρύ το τηλεφώνημα, κράτησε μακριά η συνομιλία μας. Με γέμισε όλο χαρά και είχα την τόλμη να τον πω ότι είμαι στην Δόρα Στράτου και αν θέλει να έρθει να με δει, να συναντηθούμε, να δει και την παράσταση. Και έγινε. Και μετά φάγαμε και έκτοτε πια συναντιόμαστε. «Πώς δουλεύεις; Τι κάνεις; Πώς είναι τα οικονομικά σου;», «Στενά. Με αυτά, με αυτά ίσα ίσα, καμιά άλλη δουλειά». Αυτός τότε συνεργαζόταν με την Νανά την Καλλιανέση στον εκδοτικό οίκο ΚΕΔΡΟΣ. Διάσημη τότε η Νανά Καλλιανέση, εκδότρια από την Εύβοια. Την άλλη μέρα, τσάκα τσάκα τηλέφωνο. «Τσέχο, θα πας να δουλέψεις, μίλησα ήδη». Και τώρα μπαίνω κι εγώ σε βιβλιοπωλείο. Και δουλεύω ώρες βιβλιοπωλείου με δύο κοπελιές και συναντώ όλον αυτόν τον κόσμο τον εξαιρετικό και τον δημοκρατικότατο κόσμο τότε, εκείνη την εποχή. Και πέρασα, ας πούμε, άλλα δύο χρόνια, με τρία, δούλευα στον ΚΕΔΡΟ. Μεγάλη, σπουδαία εμπειρία. Το βράδυ, τα καλοκαίρια πέντε μήνες, τον χειμώνα μικρή σεζόν, ανοιχτό το θέατρο στον Λόφο Φιλοπάππου, της Δόρας Στράτου, οπότε εγώ ξαφνικά δούλευα το πρωί εκεί και το βράδυ στο θέατρο το καλοκαίρι. Ήτανε έντονες οι συνθήκες και τα ιδρώματα και στο μεν και στα δε εργασιακά. Ήτανε έντονα, γεμάτα. Άρα, λοιπόν, και με τον Ρίτσο συναντηθήκαμε και, αφού δούλεψα στον ΚΕΔΡΟ, μετά πηγαίναμε, κάθε δεκαπέντε μέρες έπαιρνε τα ποσοστά του, θυμάμαι, από τον ΚΕΔΡΟ, γιατί ήτανε στις δόξες του ο Ρίτσος και πουλούσε συνεχώς. Και στέλναμε τώρα, κάθε δεκαπέντε με έστελνε ο ΚΕΔΡΟΣ να του πάω στο σπίτι τα δικαιώματά του τα πνευματικά. Και χαιρότανε ιδιαίτερα, και πάντα τρώγαμε, πίναμε ή συζητούσαμε, και τρία χρόνια σχεδόν αυτή η ιστορία. Και ο Ρίτσος μου χάρισε, επίσης, και εδώ έχω, πέτρες. Ζωγράφιζε καταπληκτικά στις πέτρες ο Ρίτσος, διάσημος. Ναι, ναι, και με τον Ρίτσο μ’ άφησε σε μια συνάντηση, είχα ένα μαγνητόφωνο κι εγώ τότε, καινούριο, χαρά, χαρά, λέω να δοκιμάσουμε να ηχογράψουμε! Και θυμάμαι μια κουβέντα ολόκληρη, και είναι ηχογραφημένη πια με τον Ρίτσο μισή ώρα, ξέρω ’γω, δεν θυμάμαι. Πώς το επέτρεψε! Ήταν μια πάρα πολύ ωραία σχέση και με τον Γιάννη, μια εκτίμηση μεγάλη. Και τότε έλαμπε, μεταφραζότανε ο Λουί Αραγκόν. Ερχότανε ο Πέρσης μεταφραστής, ήτανε γεμάτος, γεμάτος πολιτισμό και τον μοίραζε όλον συνεχώς. Και αν θυμάμαι κάτι, επίσης, μου λέει: «Δεν παίρνω συχνά τηλέφωνο, Τσέχο, μην νομίζεις, είσαι ο τέταρτος στη ζωή μου, ο πέμπτος από τους νέους ποιητές;». Και αγαπούσε το ποίημα στα «Ταγμένα», 1980, αγαπούσε το ποίημα και μου το διάβαζε. Κάθε φορά που του πήγαινα τα ποσοστά του και τα λοιπά, έπρεπε στην εξώπορτα, με έβαζε αφού θα άκουγα το ποίημα το δικό μου από τη φωνή του, «Αγαπημένοι, αγαπημένοι» το ποίημα, αφού θα μου το απήγγελνε – καλά το λέω; Ναι, ναι, ωραία, η απαγγελία του στην εξώπορτα, εγώ όρθιος, αυτός όρθιος, «Αγαπημένοι, αγαπημένοι» και μετά έμπαινα μέσα.

Γ.Ρ.:

Χαρακτηριστική η φωνή του.

Η.Τ.:

Και η γραφή του, επίσης, η βυζαντινή γραφή του. Σπουδαίος, πάρα πολύ σπουδαίος, και μεγάλος. Και ένας θρίαμβος, η ποιητική του κατάθεση ήταν ένας θρίαμβος της καθημερινότητας. Δηλαδή, δεν έλειπε ούτε ένα δευτερόλεπτο του εικοσιτετραώρου, κύλαγε και έγραφε όλο το εικοσιτετράωρο. Κυλούσε δευτερόλεπτο, δευτερόλεπτο, δευτερόλεπτο και έβγαζε όλο τον χρόνο και όλον τον ήχο της ημέρας και όλο το φως της ημέρας και της νύχτας. Έβγαινε, η γραφή του αυτή ήταν, δηλαδή κυλούσε η γραφή του είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μια κωδικοποίηση που ένιωσα εγώ, την θεωρώ σπουδαία και με βοήθησε να είμαι μέσα στη γραφή του. Έγραφε, λοιπόν, συνεχώς σε δευτερόλεπτα τον ήχο, το φως, τους παλμούς, τον χορό, τη δικαιοσύνη. Του χιλιοστού του δευτερολέπτου το κατέγραφε και μας το έδιδε στις εκδόσεις του. Αυτό θυμάμαι με τον Γιάννη.

Η.Τ.:

Εντάξει, με τη Δόρα Στράτου μετά ήρθε ένας φίλος ο οποίος ήταν φιλέλληνας από την Ελβετία, δούλευε στη Ζυρίχη, ήτανε ζογκλέρ σε ένα τσίρκο, το δεύτερο τσίρκο Nock στην Ελβετία. Και ήρθε καθώς μας είδε και εκείνος με σταμάτησε στο τέλος και μου λέει: «Θέλω πολύ να έρθεις τον χειμώνα να μου διδάξεις τον Ζορμπά, να τον εντάξω στο επόμενο νούμερο μουσικά και να κάνουμε και χορευτικές φιγούρες». Ναι, τον χειμώνα είναι νεκρή περίοδος, πληρωμένα τα εισιτήρια, διαμονή ήταν εκεί στον οίκο του. Του έκανα τις πρόβες και μετά μου λέει... Δεν θυμάμαι χρονολογίες ακριβώς. Πέρασαν δέκα χρόνια από την Δόρα Στράτου, πέρασαν; Το ’90; Ναι. Πρέπει να ήταν... Το ’80 εγώ άρχισα, ’78, ’80,  έως ’88. Άρα, λοιπόν, έως το ’88 συναντώ αυτόν τον Ελβετό και φεύγω εγώ πια, γιατί μετά σταματήσαμε στην Δόρα Στράτου για λόγους συνδικαλιστικούς και όλα αυτά, τα καταφέραμε βέβαια. Και έκανα, λοιπόν, στο τσίρκο, επτά μήνες η σεζόν κράταγε. Άλλη μεγάλη εμπειρία. Κανά τρία χρόνια, τρεις χειμώνες. Ανέβαινα πάνω στην Ελβετία και κάναμε το τουρνέ του τσίρκου σε όλη τη γαλλόφωνη, γερμανόφωνη, ιταλόφωνη. Λοιπόν, τρία χρόνια ήξερα καλύτερα την Ελβετία πια από τους Ελβετούς! Με τροχόσπιτα, όλα αυτά, μεγάλη εμπειρία. Στα βουνά κάτω, πάνω, στη Γενεύη τρεις εβδομάδες, στη Βασιλεία δύο, στη Βέρνη δέκα μέρες, στα χωριά εκείνα, Σέρντ [Σεν] Γκάλεν, Σεν Μόριτζ, πέντε μέρες. Κάνανε το πρόγραμμά τους ανάλογα τον κόσμο που είχε και έτσι προχωρούσαμε γαλλόφωνη, ιταλόφωνη και γερμανόφωνη Ελβετία. Μπέατ, Μπέατ Σιάπιν, να ’ναι καλά. Χάθηκα και με αυτόν τελευταία. Αλλά, ναι, μετά γυρνώντας πίσω τώρα, ’78, ’88, τότε βγάλαμε το «Διώροφο Μέλλον», ’90, είχα χάσει ελαφρώς τον ρυθμό της γλώσσας. Επιστρέφοντας από την Γαλλία μέχρι να συνέλθω, άρχισα να βάζω γυαλιά, θυμάμαι, ανάγνωσης και με πείραξε πάρα πολύ πια ότι μεγαλώνω κι εγώ. Από το ’88, λοιπόν, έως το 2000, αφού μεσολάβησε αυτή η ξενιτιά, οικονομική ξενιτιά, που ήταν όμως γεμάτη πολιτισμό και εμπειρία με έναν τρόπο διαφορετικό, δεν έχω βγάλει βιβλίο. Μέχρι να συνέλθω, να επαναπατριστώ, να ξαναβρώ τους ρυθμούς, να ξαναβρώ τις ταχύτητες, πέρασε μια δεκαετία. Και πάμε στο 2000. Τότε ήταν το μιλένιουμ του 2000, θυμάμαι, ναι. Και τότε παίρνω μηνύματα από το Γιαννακοχώρι, από τη Νάουσα, από τις αδελφές μου, ότι: «Ο πατέρας αρρώστησε βαριά και η μάνα δεν μπορεί. Εμείς είμαστε ήδη τρεις[00:20:00] μήνες στο νοσοκομείο, εξαντληθήκαμε». Και, ναι, έπρεπε να ανέβω πάνω. Βέβαια, και στο διάστημα αυτό τώρα ’98-’99, ’99-2000, ήμασταν με την Μαρίζα Κωχ, είχε ένα παιδικό θέατρο και πηγαίναμε κάναμε παραστάσεις στον Άλιμο με τα σχολεία. Φουλ και εκεί όλο τον χειμώνα. Άρα κι εγώ είχα έναν ρόλο μεγάλο εκεί, και το χορευτικό και έναν ρόλο αφηγητή. Και, ναι, δεν θυμάμαι τις χρονολογίες, όχι. Όχι το 2000, αυτό είναι πιο αργά. Έφυγε ο πατέρας μου το 2001, η μάνα μου... Όχι, η χρονολογία είναι σωστή. Οπότε εγώ το 2000, αφού είμαι με την Μαρίζα τον πρώτο χρόνο, γιατί είχαμε τον ρόλο και έπρεπε να μείνω, ανέβαινα λοιπόν για να βοηθήσω τις αδελφές μου με αεροπλάνο. Παρασκευή, Παρασκευή βράδυ, Σάββατο βράδυ, Κυριακή βράδυ έμενα εγώ εδώ με τον πατέρα μου και τη μάνα μου, κοιτώντας τον πατέρα στο νοσοκομείο, και έφευγα Δευτέρα πρωί με τρένο και ήμουνα κανονικά στις παραστάσεις. Δευτέρα είχαμε ρεπό, οπότε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή είχαμε παραστάσεις, 11:00 με 2:00 το πρωί, πρωινές. Άλλη ιστορία και αυτή. Η Μαρίζα με συμπαραστάθηκε, πλήρωνε και εκείνη τα εισιτήρια να πάω στην μάνα. Έβαζα σειρά δηλαδή στην ουσία να κοιτάμε τον πατέρα. Να, όμως, και εκείνο τον καιρό έρχεται και το εγκεφαλικό της μητέρας, 2001, sτο πρώτο εγκεφαλικό. Οπότε κοιτούσαμε δύο ανθρώπους πια στο σπίτι εδώ. Και το εδώ ήταν πολύ δύσκολο. Ερχόταν οι αδελφές μου, η μία είναι στο χωριό, οι άλλες δύο στη Νάουσα. Μοιραστήκαμε δύο βράδια η μία, δύο η άλλη, ένα η άλλη και δύο βράδια εγώ, για να είμαστε καλυμμένοι φροντίζοντας τους γονείς μας. Τι τόλμες και αυτές, τι δυναμικές και αυτές! Αυτό βέβαια κράτησε έναν χειμώνα, γιατί ήμουνα δεσμευμένος με την Μαρίζα Κωχ. Μετά ήρθα εδώ, έφερα τα πράγματα εδώ. Έφυγε ο πατέρας το 2001 και ανέλαβα εγώ ως συνοδός της μητέρας. 2001-2011 που έφυγε και η μάνα μου. Ο πιο δύσκολος ρόλος στη ζωή μου ήταν ο συνοδός της μάνας. Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν τόσο δύσκολα… Δεν είχα βγει ούτε ένα βήμα έξω από το οικόπεδο εδώ. Εδώ με την μάνα, εδώ να την συνεφέρω, να δρομολογήσουμε τις ασθένειές της. Σε δύο χρόνια έρχεται το δεύτερο εγκεφαλικό, άλλον ένα χρόνο δύσκολα, μέρα νύχτα εδώ μαζί της. Απέναντι ο ένας με τον άλλο. Να σηκώνεται, να σηκώνομαι και τα λοιπά. Ε, και μετά αφού ψευτο-ισορρόπησε και μπορούσε να κινηθεί μόνη, δηλαδή το 2003-’04, αρχίζω να κινούμαι, να δρω με έναν τρόπο α, β, γ, να βγαίνω πιο έξω, παραέξω, αφού μπορούσε να κινηθεί, το φαγητό ήταν εκεί, τα χάπια της τα έδινα, δεν έλειψα βράδυ ποτέ, αλλά την ημέρα άρχισα να κινούμαι. Μητέρα Αναστασία. Η οποία ήταν αντρογυναίκα, δούλευε κανονικά όσο δούλευε και ο πατέρας μου, πολύ δουλευτάρης και ο πατέρας μου. Είχαμε 80 στρέμματα, μαζεύαμε 50 τόνους μήλα, 40 τόνους ροδάκινα, 10 τόνους κεράσια, αυτά ήτανε βέβαια. Γερά χέρια, γερές ψυχές. Ανέβαινα εγώ από την Αθήνα, θυμάμαι, δύο εβδομάδες στα κεράσια τον Ιούνιο και στα μήλα έως να τα κόψει ή έως να τα δώσει ενοίκιο πρώτα, και μετά τα έκοψε. Ανέβαινα πρώτα τον Ιούνιο δύο εβδομάδες, μαζεύαμε τα κεράσια, έφευγα και ανέβαινα τον Σεπτέμβριο να μαζέψουμε τα μήλα άλλες δύο εβδομάδες. Οπότε και η μητέρα, δέκα χρόνια μαζί, φεύγει το 2011 στο νοσοκομείο της Νάουσας. Γιώργη, θα σου αποκαλύψω πια κάτι. Ενώ ήμουνα στην Αθήνα είκοσι-είκοσι δύο χρόνια, με ενδιάμεσους χειμώνες στο τσίρκο «Νοκ», ή έκανα, δύο χειμώνες επίσης βρέθηκα στο Όσλο στην Νορβηγία και έκανα τον Ντισκ Τζόκεϋ και έβγαζα τα έξτρα χρήματα –για φαντάσου! Και η Νορβηγία είναι σπουδαία χώρα και σπουδαίοι άνθρωποι, άλλος κόσμος... Ναι, λοιπόν στην Αθήνα, μια στη Βραυρώνα μια φίλη, στην Ύδρα μια άλλη φίλη, πηγαίναμε συνεχώς στη Μάνη με την Μαρίζα, δηλαδή πάντα κέρδιζα, εγώ πέντε μήνες σχεδόν τον χρόνο ήμουν με τη θάλασσα. Προλάβαινα την ημέρα, προλάβαινα κι άλλα και ό,τι προλαβαίναμε. Έλα, λοιπόν, που εδώ δέκα χρόνια με τον πατέρα και την μάνα δεν πήγα ποτέ στη θάλασσα. Έφυγε η μάνα το 2011 και πάλι δεν πήγα μέχρι τώρα. Έχω να δω τη θάλασσα και το ιώδιό της να γευτώ είκοσι χρόνια. Απίστευτη, απίστευτο το χρονικό αυτό διάστημα. Και ακόμα και τώρα δεν έχω φύγει από το Γιαννακοχώρι. Δηλαδή έλεγα ότι αν φύγει η μάνα θα κινούμαι. Έλα, όμως, που συνέβη να δεθώ και να μην μετακινούμαι και μετά τον χαμό της μητέρας το 2011. Ναι, άρα η θάλασσα μου απουσιάζει πια. Είκοσι χρόνια... Πού είμαι τώρα; Τι άλλο να σου πω και να σου μιλήσω; Και μετά θα πέσουμε στα επιμέρους ερωτήματα που θα έχεις. Να κλείσω εγώ το πακέτο. Σωστά;

Γ.Ρ.:

Πολύ σωστά.

Η.Τ.:

Ποιο άλλο κομμάτι μένει να σε εξιστορήσω; Εντάξει, εδώ πια, ναι, οι Ναουσαίοι όταν ερχόμουνα πια από την Αθηνά: «Δεν έχεις κάνει τίποτα για τον τόπο σου, για εμάς, για εμάς δεν έκανες τίποτα ποτέ». Ξαφνικά, τώρα εγώ είμαι είκοσι χρόνια εδώ, από το 2000. Στο 2010, λοιπόν, έναν χρόνο πριν φύγει η μητέρα μου, αφού είχα την άνεση να κινηθώ την ημέρα, πηγαίνουμε στο Φαράγγι της Κράστας, το οποίο γνωρίζαμε εδώ και πενήντα χρόνια, και βλέπω μια ομορφιά απίστευτη. Και λέω: «Τσέχο, εδώ σε θέλω. Θα αναδείξουμε, Τσέχο». Μόνος εγώ. Και αρχίζω να καθαρίζω εκείνο το κομμάτι, το έμπα του φαραγγιού, και αρχίζω προχωρώ μέχρι το στενό. 800 μέτρα, 1 χιλιόμετρο, μετά δεν προχώρησα άλλο. Βάζουμε τον πολιτιστικό σύλλογο Γιαννακοχωρίου και βάζουμε τον Δήμαρχο να βοηθήσει στις λεπτομέρειες, πολύ μικρές. Ο Δήμαρχος βοήθησε, όμως, πάρα πολύ στο άλλο μεγάλο αντικείμενο δουλειάς, η Βιβλιοθήκη του Γιαννακοχωρίου. Εκεί βοήθησε πάρα πολύ και θα το αναφέρουμε. Θυμήσου το, να μην το λησμονήσω μόνο. Λοιπόν, οπότε το 2010, έναν χρόνο πριν φύγει η μητέρα μου, κάνουμε και τα επίσημα εγκαίνια, 10 Αυγούστου, θυμάμαι, το Φαράγγι της Κράστας, 1 χιλιόμετρο. Και κάναμε έξι γεφύρια ξύλινα και δεν πατούσαμε νερό. Τώρα φύγανε εκείνα με την ορμή του χειμάρρου, του χειμωνιάτικου νερού, δεν υπάρχουν εκείνα. Και έκτοτε καθιερώσαμε πια, αφού πέρασε ο πρώτος χρόνος, ήρθε η ΕΡΤ3 πριν κλείσουνε τότε, θυμάμαι, το ’11 κλείσανε αυτοί; Με ένα μαύρο που έπεσε, ΕΡΤ3, ΕΡΤ1, ΕΡΤ2, τι ήτανε; Την κλείσανε δύο φορές. Και το στείλανε στον κόσμο, στις ειδήσεις. Περάσανε τριάντα χιλιάδες στα δύο πρώτα χρόνια χάριν του μέσου αυτού και έως τώρα υπολογίζω ότι περάσανε εκατό χιλιάδες και πάνω πια, δέκα χρόνια, με πολλά γκρουπ, με πολλές ομάδες, όποιος τελικά ενδιαφερότανε. Εγώ έκανα τα δελτία τύπου και όριζα τις ημερομηνίες έλευσης και τον τόπο αναχώρησης. Και έτσι ξαφνικά, δέκα χρόνια τώρα έχουμε καθιερώσει τις επισκέψεις στο Φαράγγι της Κράστας. Φέτος εγώ δεν οργάνωσα τίποτα. Με καλούν, τηλεφωνούσαν και το κλείνανε εκείνοι, και έβγαζα δελτίο τύπου. Και αντί σαράντα, ερχόταν εκατόν σαράντα πια και το απολαμβάνανε. Τελευταία τρία χρόνια έχουνε κάνει τη σπουδαία δουλειά πάνω στις βάθρες οι τρεις μερακλήδες, ο Λίγγος, ο Σταυριανίδης και ο Ηλιάδης. Κάνανε τα απλά με πινακίδες, χάρτες, ο δρόμος μέχρι τον καταρράκτη, μέχρι τη βάθρα, το Μαγειρειό των Ανταρτών και μέχρι τη Γαλαρία. Δεν είχαμε το καινούριο το μονοπάτι με τις τέσσερις καταπληκτικές βάθρες. Ήταν μία παιδική χαρά. Αλλά τα τελευταία τρία χρόνια από το ’17 ανέβαιναν και εκεί πάνω κόσμος που αγαπιότανε. «Πάμε παιδική χαρά!». Εκεί στο Φαράγγι της Κράστας μπαίναμε από το Γιαννακοχώρι, στα δεκαπέντε λεπτά στο ποτάμι, και ορίσαμε διαδρομή 2,5 χιλιόμετρα μέχρι τον καταρράκτη, κάτω από το Ροδοχώρι. Αυτή τη διαδρομή δέκα χρόνια πηγαίναμε μέχρι εκεί και επιστρέφαμε. Τα 2,5 χιλιόμετρα αυτά έχουνε έξι στάσεις καταπληκτικές. Η Δέση, η μέση, το στενό, το στενό το οποίο αριστερά οι βράχοι είναι 80 μέτρα ύψος και δεξιά 250 μέτρα, τα γαλάζια νερά, τα πράσινα νερά, το μαύρο λιμάνι, η Αερόπετρα και ο καταρράκτης, πολύ σπουδαίος καταρράκτης. Εκεί καταλήγαμε όλοι που κάναμε μπάνιο, θέλαμε δεν θέλαμε. Έτσι καθιερώθηκε, λοιπόν, αυτή η διαδρομή έως τώρα. Τα μείον πάρα πολλά από την πολιτεία. Θέλαμε πέντε πινακίδες, δεν τις είχαμε. Θέλαμε έναν χάρτη, δεν τον είχαμε. Να βλέπεις ανθρώπους και να σου υπόσχονται και να μην συμβαίνει τίποτα. Ένας μαρασμός πάρα πολύ περίεργος. Ο κόσμος πια κινείται μόνο με τους δικούς του ρυθμούς, δεν μπορεί να μπει στους ρυθμούς των άλλων, όσο σπουδαίο και αν είναι το θέμα που κουβαλάει και θέλει να δράσει και θέλει να το αναδείξει. Δύσκολα πράγματα, δύσκολα πράγματα. Τώρα τελευταία ήρθε και ο καινούριος ο Δήμαρχος, τουλάχιστον ήρθε μέχρι τη Δέση, θα κάνουμε πέντε πράγματα. Τηλεφώνησε στην Κεντρική Περιφέρεια, θα έρθουν να κάνουν με drone και τα λοιπά, να εντάξουμε τον χώρο, να τον έχουν να δουν τι μπορούν να κάνουν. Και στην ουσία τι θέλαμε; Πέντε πινακίδες, να πηγαίνει ο επισκέπτης και χωρίς πια εμάς οδηγό, χωρίς[00:30:00] εμένα οδηγό. Kαι άντε να κάναμε στη Δέση, στο έμπα του φαραγγιού, θέλαμε μια γέφυρα και για τον χειμώνα να περνάνε απέναντι οι αναρριχητές. Στο διάστημα αυτό, λοιπόν, των δέκα χρόνων, τα τελευταία επτά χρόνια έρχονται και αναρριχητές εκ Μακεδονίας και Θεσσαλίας, κάπου διακόσια- διακόσια πενήντα άτομα και τιμούνε τους δύο αδικοχαμένους συνοδοιπόρους τους αναρριχητές, οι οποίοι, ο ένας σκοτώθηκε στα Ιμαλάια και ο άλλος στις Άλπεις, ο Χριστόπουλος και ο Μπουντόλας. Ερχόταν λοιπόν αυτοί, γιατί αυτοί ήταν πριν δώδεκα χρόνια, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν την Κράστα και είχαν στήσει τις πρώτες δύο διαδρομές, αναρριχητικές διαδρομές, και καθιέρωσαν τα τελευταία επτά χρόνια να έρχονται διήμερες δράσεις τιμώντας τους συναδέλφους τους, τους αγαπητούς τους Μπουντόλα και Χριστόπουλο, και στήνοντας κάθε τόσο διαδρομές. Και τώρα έχουμε την τύχη να έχουμε δεκατρείς διαδρομές. Από 80 μέτρα έως 230 μέτρα η μεγαλύτερη διαδρομή, ανεβαίνεις πάνω και μετά κατεβαίνεις. Και δεν έχουμε αερογέφυρα να περάσουν τον χειμώνα. Και τους έχω πει: «Περάστε από εκεί, πάτε εκεί, είναι ορμητικό τον χειμώνα». Μια ώρα-μιάμιση ώρα από τη Θεσσαλονίκη, που πολύ εύκολα έρχονται να κάνουν δράσεις και να εκπαιδεύσουν τους νεότερους. «Φεύγουμε», μου λένε «Τσέχο, πάμε στην Αριδαία». Και τώρα ξαφνικά μένει και αυτό το κομμάτι πάμπλουτο, με δεκατρείς διαδρομές. Δεν είναι εύκολο ένα βουνό να κουβαλήσει, έτοιμο είναι, απλά θέλει μια αερογέφυρα και για τον χειμώνα. Το καλοκαίρι γιατί έχει μια κάψα μεγάλη, τον χειμώνα είναι άλλη η δράση. Δεν έχουμε αυτά τα κομμάτια τώρα. Τώρα ανέβηκε και η βάθρα, οι βάθρες πια, που εμπλουτίστηκαν με το καινούριο μονοπάτι και τις τέσσερις καινούριες βάθρες και ανέβηκε κατακόρυφα και η ομορφιά εκεί πάνω. Είναι το ίδιο ποτάμι, το Μέγα Ρέμα. Εδώ στα 300 μέτρα υψόμετρο, εκεί στα 1.000. Το Μέγα Ρέμα λοιπόν. Και τώρα, ξαφνικά από φέτος, 2020, βγαίνει το εξής πλάνο, ότι μπαίνει, αφού ξεκίνησαν οι Ντραζιλοβιώτες και κατέβηκαν μέχρι την άσφαλτο, κάτω από τον καταρράκτη δηλαδή, το εξωκλήσι της Μεταμορφώσεως μέχρι κάτω στην άσφαλτο, 2 χιλιόμετρα, είναι τόσο, τελευταία πήρα το μήνυμα από τα φιλαράκια επάνω ότι συνεννοούνται πια – εγώ ήδη δύο χρόνια-τρία πριν τους είπα τους Ροδοχωρίτες τώρα να προχωρήσουν το δικό τους κομμάτι. Τώρα, όμως, φέτος ξεκινάν και δεν χαρτογραφείται και αυτό. Είναι 2,5 χιλιόμετρα από τη γέφυρα Ροδοχωρίου άσφαλτος, η γέφυρα Ντραζιλόβου 2,5 χιλιόμετρα, μετά είναι οι βάθρες Μεταμόρφωσης. Κατάλαβες; Άρα χαρτογραφούν και αυτοί και φωτογραφίζουνε, μου έδειξαν φωτογραφίες. Στον Καρανικόλα, τον Δήμαρχο, είπα ότι: «Το δικό σου ατού, κύριε Δήμαρχε, και αν το θέλεις δούλεψέ το, είναι να ενώσουμε πια...», και θα το κάνουμε. Θα ενώσουμε το Φαράγγι της Κράστας, τμήμα Ροδοχωρίου και βάθρες Μεταμόρφωσης, είναι οκτώ χιλιόμετρα. Μια διαδρομή μεγάλη ευρωπαϊκής ολκής πια και έλξης. Να συνδέσουμε πια αυτά τα τρία κομμάτια τώρα, Φαράγγι Κράστας από Γιαννακοχώρι, τμήμα Ροδοχωρίου και μετά βάθρες Μεταμόρφωσης. Και γίνεται ένα καταπληκτικό κομμάτι μέχρι πάνω. Και όποιος θέλει κάνει τις διαδρομές του ή Φαράγγι Κράστας ή τμήμα Ροδοχωρίου ή βάθρες Μεταμόρφωσης ή όλο μαζί. Ανάλογα θα ορίζονται οι προγραμματισμοί. Στο τμήμα, λοιπόν, του Ροδοχωρίου, επειδή έχει δύο κομμάτια πολύ μικρά, εκεί σκεφτήκαμε, πάλι εγώ το σκέφτηκα και το πρότεινα, να κάνουμε δύο μεγάλες βάθρες. Γιατί το μισό το κομμάτι, 2 χιλιόμετρα είναι εκεί, 2,5 είναι το τμήμα, η γέφυρα Ροδοχωρίου, η γέφυρα Ντραζιλόβου, είναι 2,5 χιλιόμετρα; Εκεί, λοιπόν, επειδή το μισό του, καθώς το θυμάμαι και το βλέπω συνεχώς, είναι κάτω από τον ήλιο. Να κάνουμε δύο βάθρες μεγάλες, 30 μέτρα. Ένα παίδων και ένα μεγάλων. Να έλκει, να έχει δηλαδή αυτός που θα επιλέξει τη διαδρομή Φαράγγι Κράστας- Κολυμπήθρες Ροδοχωρίου-Βάθρες Μεταμόρφωσης, να έχει ένα δραστικότατο κομμάτι περπατήματος και απολαύσεων. Και νομίζω είναι ωραίο κομμάτι κι αυτό με τις κολυμπήθρες –κολυμπήθρες θα τις ονομάσουμε και αυτές. Οπότε τρέχει αυτό το κομμάτι εκεί. Να σου αναφέρω, επίσης, κάτι, Γιώργη, ότι από το 2010, λοιπόν, 2011 δημιουργήθηκε η Βιβλιοθήκη πάλι με προσπάθειες εκεί. Κάναμε μια μεγάλη γιορτή, εξαήμερη γιορτή εγκαινίων. Ήρθε η Μαρίζα Κωχ τραγούδησε, ήρθε ο Τάσος ο Γκρους, ο συνθέτης, τραγούδησε εδώ πάνω, φέραμε έξι ποιητές, διαβάσαμε ποιήματά τους. Στον Ηλία τον Ιωσηφίδη, τον σκηνοθέτη, έφερε το ντοκιμαντέρ του «Ηλίας Τσέχος - Ποιήσεων περιηγήσεις στη Μίεζα». Το δεύτερο ντοκιμαντέρ που έκανε ο Ιωσηφίδης για τον Τσέχο είναι «Ή σταγόνα ή ωκεανός», 2010 το ένα, 2011 το άλλο. Στα εγκαίνια, λοιπόν, της βιβλιοθήκης, έχουμε τώρα είκοσι χιλιάδες τόμους, έχουμε φτάσει τους εννέα χιλιάδες δανεισμούς. Τώρα υπάρχει μια κοιλιά με τον κορονοϊό. Πολλά σχολεία, πολύς κόσμος. Έχουμε την άνεση να δανείζουμε δέκα βιβλία για τρείς μήνες και έτσι έχουμε ένα αναγνωστικό κοινό που δανείζεται κάθε τόσο και παίρνει βιβλία. Ικανοποιητικό όλο αυτό το κομμάτι. Τα σχολεία επισκέπτονται συνεχώς, τα σωματεία, οι ιδιώτες, επιφανείς ποιητές κ.λπ. περνούν βλέπουν τον Τσέχο και περνάν από τη βιβλιοθήκη. Ένα πολύ ωραίο κομμάτι, το οποίο τώρα θέλει μια επέκταση, υπάρχει χώρος. Ή κάποια ράφια στον μεσαίο χώρο, τον μεγάλο, γιατί έχουνε πληθύνει τα βιβλία. Ένα πολύ ωραίο κομμάτι κι αυτό, κύτταρο πολιτισμού. Θα το κρατήσουμε, θα το κρατήσουμε, θέλουμε… Θέλω πια τώρα εγώ δύο-τρείς συμπαραστάτες, δύο-τρία στηρίγματα για να προχωρήσει σωστά. Αλλιώς θα κάνω ό,τι μπορώ πάλι, αλλά με λιγότερες δυνάμεις τώρα. Πέρασαν δέκα χρόνια, Γιώργη; 2010 το Φαράγγι της Κράστας, 2011 η βιβλιοθήκη. Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται και μια άλλη επισκεψιμότητα στον λόφο της Κράστας, στο βουνό Κράστα. Εκεί έχουμε πάνω στη κορυφή της καταπληκτικές παιώνιες. Αυτό το βότανο, το λατρεμένο κατακόκκινο βότανο εδώ. Έχουμε δέκα είδη, δώδεκα είδη διαφορετικών χρωμάτων στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε το κόκκινο. Στην Εύβοια ας πούμε είναι όλο κάτασπρο, στα 500 μέτρα υψόμετρο. Εκεί, λοιπόν, μια επίσκεψη στην Κράστα, πάνω στη κορυφή κάνουμε για να επισκεφθούμε την ανθοφορία της, που είναι εκρηκτικά όμορφη και σπουδαία. Δηλαδή, 5 στρέμμα να είναι κατακόκκινο, μες στα αγκάθια, μες στις πέτρες να βγαίνει αυτό το βότανο και η παιώνια, την οποία ένας ανώνυμος ποιητής πριν δύο-τρείς χιλιάδες χρόνια την ονόμασε «Πασάων βοτανέων βασιληίδα», βασίλισσα όλων των βοτάνων η παιώνια. Και να που μετά από δύο χρόνια και τρία με τον κόσμο και με τα δελτία τύπου που στέλνουμε και καλούμε τον κόσμο να ’ρθει, ξαφνικά με πλευρίζουν δύο ξυλοκόποι απ’ την Αγία Φωτεινή. «Έχουμε και εμείς», λέει, «παιώνιες». Εγώ νόμιζα μέχρι τα 800 μέτρα φύεται. «Που είστε εσείς, σε ποιους λόφους;», «Στα 1.200 μέτρα», μου λένε οι ξυλοκόποι, «βγαίνουν τα λουλούδια αυτά». «Θα πάμε;», «Θα πάμε». Και ανεβαίνουμε πάνω και είναι τρείς λόφοι και 100 στρέμματα παιώνιες. Και εκεί… Εδώ στα 500 μέτρα η κορυφή της Κράστας, μετά από τρείς εβδομάδες ανθίζουν πάνω. Δηλαδή, κάνουμε δύο επισκέψεις, μια Κράστα και μια στην Γκόλα Τσούκα, πάνω στον Κεδρώνα, μετά την Αγία Φωτεινή. Και εκεί να δεις θέα, εκεί να δεις μαγεία! 360 μοίρες στροφές είναι κατακόκκινες, ανθισμένες, λατρεμένες, να φύονται μέσα στις οξιές. Όχι αυτές οι οξιές –όχι οξιές, συγγνώμη. Βελανιδιές, οι βελανιδιές. Αλλά ένα είδος βελανιδιάς ευθείας, όχι απλωμένης βελανιδιάς. Εκεί να δεις μαγεία. Και σημαίνει τώρα ότι κι απ’ το 2016, πριν πηγαίναμε μόνο Κράστα, δεν τις ξέραμε πάνω, τώρα μια εκδρομή στην Κράστα και μια εκδρομή στη Γκόλα Τσούκα, στον Κεδρώνα πάνω, για τις πανέμορφες, καταπληκτικές παιώνιες. Οι οποίες τις συνδυάσαμε και 2 χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στην κορυφή της Γκόλα Τσούκα, αριστερά είναι ένα μεγάλο λιβάδι, πανέμορφο. Διασχίζουν 3 χιλιόμετρα τα μεγάλα λιβάδια του Κεδρώνα, εκεί κάτω από το Άνω Γραμματικό. Ένα αριστουργηματικό τοπίο, αλπικό θα έλεγα, με οξιές και με… Και ένα κομμάτι 10 στρέμματα που βγαίνουνε τα κρινάκια; Αυτά που έχουμε στην Κουτσούφλιανη, στον Άγιο Παύλο. Αυτά τα άσπρα, νάρκισσοι... Νάρκισσοι; Νάρκισσοι. Ναι, και βγάζουμε όλα τα παιδικά βιβλία, για να μεταφερθώ στην ποίηση πάλι, η οποία με κρατά όρθιο αποκαλύπτοντας την αλήθεια του κόσμου και της φύσης, που είμαστε ένα μέρος και εμείς. Βγαίνουν τα βιβλία. Βγαίνουν τα βιβλία απ’ το 2010. Μετά το ντοκιμαντέρ δηλαδή,[00:40:00] αφού πήρε το βραβείο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, ο σκηνοθέτης ο Ηλίας ο Ιωσηφίδης στέλνει και βγάζουμε το «Ή σταγόνα ή ωκεανός». Από 1988 έως το 2010 δεν έχω βιβλία, δεν εκδίδω. Άλλο ένα απίστευτο κομμάτι. Όπως έκανα με τη μάνα μου. Συνοδός έμεινα με τη μάνα μου δέκα χρόνια, Γιώργη. Απ’ το 1988 έως το 2011 δεν έχω εκδώσει. Βγαίνει, λοιπόν, «Ή σταγόνα ή ωκεανός» και καπάκι αρχίζει να ανοίγει η πηγή του Τσέχου. Δουλεύουμε ξαφνικά, βγαίνουν τα «Νόμοι Αφιερώσεων», «Αγριόχορτο Στόμα», «Τα πλήθη του ενός». Έχουμε ψηφιακή έκδοση πέρυσι το 2019, «Ελεύθερες Εξορίες», και φέτος σε μια εβδομάδα θα έχουμε, με βρήκε ένας εκδοτικός οίκος –να είναι καλά–, βρήκε τον Τσέχο και εκδίδει πια, χωρίς να έχω οικονομικές υποχρεώσεις απέναντί του, εκδίδει το «Τα ηλικιωμένα Ανήλικα». Μια ωραία έκδοση κι αυτή, θα την έχουμε την άλλη εβδομάδα. Κυκλοφορεί ήδη κάτω στη Θεσσαλονίκη. Ήδη είκοσι αντίτυπα βγήκανε και τα έχουνε. Τώρα την άλλη εβδομάδα περιμένω να μου έρθουνε πενήντα αντίτυπα και εμένα. «Τα ηλικιωμένα Ανήλικα». Και ξεκινάει το βιβλίο και λέει: «Και τι είναι ποίηση; Η ζωή που αν φεύγει, στον ίδιο τόπο να έρχεται».

Η.Τ.:

Ένα άλλο κομμάτι λέει: «Ο μισός κόσμος δεν μου μιλεί τον άλλο μισό δεν ομιλώ. Αυτή η ισοπαλία, ό,τι γεννιέται μαραίνεται».

Η.Τ.:

Και κλείνει θυμάμαι, τώρα όσο θυμάμαι λέω, κλείνει το βιβλίο, τα «Ηλικιωμένα Ανήλικα»: «Ανάγκη να ξεχνώ ανάγκη να θυμάμαι. Λέξεις δεν με χωρέσαν, έζησα να τεχνώ».

Η.Τ.:

Να πάμε σε μια ενότητα τώρα που μας πληγώνει, μας προσβάλει, μας κάνει δούλους, είναι αυτά τα αιολικά πάρκα. Μέσα σε όλα τα τραύματα που ζούμε ως κοινωνία – και εδώ, ναι, χρήζει να σου πω ένα χαϊκού «Ω κοινωνία, είσαι πιο πικρή κι από τον θάνατό μου». Είναι αυτά τα αιολικά πάρκα τώρα που πάνε να στήσουνε εδώ στο Βέρμιο και το οποίο θα το ρημάξουνε. Είναι μεγάλος ο όγκος, μεγάλα τα πτερύγια πια, καινούρια πράγματα. Μακάρι να καταφέρουμε να το ακυρώσουμε. Και ο λαός της Νάουσας είναι σχεδόν αυτής της απόψεως πια στο σύνολό της. Πάρα πολλοί άνθρωποι ακυρώνουνε την προσπάθεια αυτή να διασωθεί, να σωθεί το Βέρμιο. Με πολύ καταστροφικές επιπτώσεις του, έτσι; Μην αναφερθώ πια σ’ αυτά. Ένα κίνημα, το «SOS Βέρμιο», κινείται. Εγώ κατά μόναση μαζί τους δρω πάνω σ’ αυτό. Αν θυμάμαι καλά, ενεργειακά και οι υποχρεώσεις της Ελλάδας απέναντι στης Ευρώπης, της κακόμοιρης, ως πράσινη ανάπτυξη έχουνε τελειώσει. Δηλαδή τώρα είναι κάτι έξτρα. Είναι αυτό τα καινούρια πάρκα που μείνανε. Έχει ρημαχτεί η Ελλάδα στην ουσία. Ακυρώνονται πέντε-έξι τοποθεσίες πια απ’ τις δράσεις των πολιτών μόνο. Κατά τ’ άλλα, έχει τρέξει το θέμα έτσι κι αλλιώς, σωστά;

Γ.Ρ.:

Σωστά, σωστά.

Η.Τ.:

Λοιπόν, πάνω σ’ αυτό το κομμάτι τώρα. Θα μου πεις... Ναι, ναι, μας προσβάλλει. Προσβάλλει τη φύση για πενταροδεκάρες για να ξοδευτεί το υλικό που προϋπάρχει ήδη και απ’ τις γερμανικές πηγές, απ’ τις γερμανικές χώρες που λέμε να το καταναλώσουν. Ιδέα δεν έχω ποια. Και μπήκε και δεύτερη εταιρία. Ήτανε η TERNA, τώρα μπήκε και η ΑΙΟΛΙΚΗ με καινούριες συμβάσεις, τις οποίες διαμορφώνουν όπως θέλουν και τα παίζουν όπως θέλουν αυτοί. Λέγαμε με τον προηγούμενο δήμαρχο ότι δεν θα βρεθεί το ποσό των 2 δις για να στηθούνε όλα αυτά τα πακέτα, μακάρι να μην βρεθούνε. Και τώρα… Ναι, και «ο Τσέχος τώρα είναι κατά των αιολικών πάρκων», έχει κυκλοφορήσει και αυτό. Όπως επίσης, τώρα θα γελάσουμε λίγο, «Ο Τσέχος έγινε διάσημος στον κάμπο». Υπάρχει συνειρμός, δηλαδή αν μπουν αιολικά θα φύγουν τα σύννεφα, θα δεις πως θα λιγοστέψει το χιόνι, οι βροχές, όλα αυτά είναι επιπτώσεις μεγάλες στον κάμπο, το επίσης, δεν είναι μόνο τα κοντινά. Λοιπόν, ο Τσέχος έγινε διάσημος στον κάμπο ως ποιητής με το εξής ποίημα. Λέει το ποίημα, λέει και σηκώνεται και...: «Ξεσηκωθείτε», είπε ο ποιητής. «Φάτε ένα ροδάκινο Ένα αρχίδι, δύο Του καναπέ όνειρατα Τα άδεια βιβλιάρια τραπέζης».

Η.Τ.:

Το παίρνουν, λοιπόν, δύο χωριά-τρία και ξαφνικά τρία χρόνια έτρεχε κάτω στον κάμπο, από Έδεσσα μέχρι Πιερία και Ημαθία. Ξαφνικά, τι λέει ο ποιητής, τι λέει... «Ξεσηκωθείτε», είπε ο ποιητής. «Φάτε ένα ροδάκινο, ένα αρχίδι, δύο», και έτσι έγινα διάσημος και στον κάμπο. Ξέρεις τώρα, είκοσι χρόνια εδώ πάνω, ως δράσεις και ως παρουσιάσεις βιβλίων, διάφοροι δημιουργοί: «Τσέχο, θα μας παρουσιάσεις;». Και, ξέρεις, όταν έχουν μια αξία παραπάνω, με χαρά λέω «Ναι». Νουθετώ καινούριους ποιητές, όπως και στην Αθήνα, τους δασκαλεύω. Έχω λάβει ένα μικρό δώρο, δηλαδή μία χαρά και ενενήντα εννέα πίκρες. Εντός εισαγωγικών και όλα αυτά βέβαια. Ας είναι και ενενήντα εννέα χαρές και μία πίκρα, τα αντιστρέφουμε επίσης. Και η χαρά, λοιπόν, είναι ότι όπου κι αν πάω τώρα, σ’ όποιο σπίτι, σ’ όποια γιορτή: «Ε, θα μας πεις και ένα ποίημα, Τσέχο». Δηλαδή, ακόμα και στις ξεναγήσεις που κάνουμε, πριν μπούμε στο ποτάμι και πριν ξεκινήσουμε τη διαδρομή στις βάθρες, λέω το ιστορικό της περιοχής και τα υψόμετρα και τα γεωγραφικά, και με υποχρεώνουν και ένα ποίημα. Ακριβώς τώρα και σ’ όποιο σπίτι μπαίνω πια στον Νομό Ημαθίας, «Θα μας πεις και ένα ποίημα». Αυτό είναι ένα, μια αμοιβή υπόγεια, υπόγειου δωρήματος απέναντί μου. Πως και σ’ αυτούς τους ταπεινούς, τους αδιάβαστους και τους αμέτοχους ξαφνικά μπορεί να περάσει μ’ έναν τρόπο άλφα, βήτα χρόνου και δράσης του δημιουργού, να περάσει η διάθεση πια να ακούσουν και ένα ποίημα. Ένα απ’ τα απίστευτα, όμορφα, καλά δώρα που μου μένει εμένα να κρατώ.

Γ.Ρ.:

Εντάξει, δώρο και γι’ αυτούς βέβαια.

Η.Τ.:

Γι’ αυτούς δεν το συζητώ, και για όσους. Με το Γιαννακοχώρι τελευταία δεν πολύ βγαίνω. Ήμουν δοσμένος. Άρχισαν πια επί προσωπικού να κινούνται, άρχισαν να μην συμμετάσχουν, να μην προσφέρουν, να μην δημιουργούν μαζί μου. Ναι, το είχαμε πει και πολύ πιο νωρίς στο ποίημα μου, το «Μισός κόσμος δεν μου μιλεί, τον άλλον μισό δεν ομιλώ». Μ’ αυτό το σκεπτικό εδώ γεννήθηκε αυτό το ποίημα, που το θεωρώ πάρα πολύ σπουδαίο. Δεν πειράζει, ο καθένας εκεί που εντάχθηκε. Με τα αιολικά, λοιπόν, τελειώσαμε. Να σου διαβάσω το ποίημα «Οι Αίολοι»;

Γ.Ρ.:

Βεβαίως.

Η.Τ.:

Αφού αναπτυχθήκαμε και αφού αρνούμαι παντελώς αυτόν τον τρόπο επιχειρηματικότητας αν θέλεις και συστηματικότητας, τον αρνούμαι εντελώς.

Γ.Ρ.:

Αυτό είναι ένα ποίημα το οποίο γράψατε για τα αιολικά.

Η.Τ.:

Για τα αιολικά πάρκα. Αφού κάηκα μέσα σ’ αυτόν τον καημό και… Θα σου πω και κάτι περίεργο, πολύ περίεργο. Δηλαδή, αν στήνανε ανεμογεννήτριες ως τέχνη, μπορεί λιγότερο να τις αρνιόμουνα. Ως τέχνη, ξέρεις, στήνουμε ως τέχνη. Και η κινητική της τέχνης. Θα το δεχόμουνα πιο ευχάριστα, πιο σωστά. Όπως τελευταία, ρε Γιώργη, θέλω να σε εκμυστηρευτώ το εξής. Μου δείχνουν τώρα στο Παρίσι τον πύργο του Eiffel και τον οποίον τώρα ανατριχιάζω και τον φτύνω κάθε φορά που τον βλέπω. Απίστευτο! Τώρα τελευταία μου γεννιέται πια. Τι; Τι το καλό έχει ο πύργος του Eiffel και τον κάνανε σήμα κατατεθέν του Παρισιού; Δηλαδή τρελό πράγμα. Ένα σίδερο και ένας ουρανοξύστης, σχεδόν πέντε ανεμογεννήτριες, ξέρω ’γω.

Γ.Ρ.:

Ναι, ναι..

Η.Τ.:

Αρνούμαι πια παντελώς. Τώρα τελευταία μου γεννιέται όλο αυτό και χαίρομαι που το αρνούμαι πια. Δεν μου προσφέρει κάτι τώρα ο πύργος του Eiffel. Μια κατάντια, μια τουριστικότητα μιας χρήσης και να σου… Χαρτομάντηλο! Αμάρτησα; Ναι, ναι, περίεργο, αμάρτησα! Ας αμαρτήσω τουλάχιστον κι εγώ. Λοιπόν, πάμε λοιπόν στους «Αίολους». Και εδώ πάλι θα το ξαναπώ, η ποίηση δεν καταγγέλλει, νουθετεί. Λοιπόν, «Οι Αίολοι»: «Είστε πτωχοί; Άνεργοι; Μισείτε τη φύση, τον άνθρωπο; Έχετε ιδέα τι είναι Μέλλον, Χάρος Παρόν; Έχετε μόρφωση, τέκνα, πετούμενα Οικόσιτα, χλωρίδες, πανίδες Έχετε κάμπους λύπης, δίψας; Έχετε τσέπες, μυαλά κουρκούτι; Έχετε αφέντες κι είστε οι δούλοι; Είστε άπιστοι, άδικοι, αμόρφωτοι Οι χειρότεροι νεοέλληνες; Κορονοϊοί στο Βέρμιο; Είστε κατουρημένες ποδιές; Εκμεταλλευτές πενταροδεκάρας; Αγορά συνειδήσεων; Έχετε διαβόλια [00:50:00]μπικίνια; και είστε φονιάδες της ποίησης καθημερινά; Άδειοι τάφοι μετά από είκοσι χρόνια; Τι είστε; Ποιοι είστε; Ακονίζετε τσεκούρια, μπουλντόζες; Είστε οι άσχημοι των Ανοίξεων; Της ειρήνης, του σοσιαλισμού; Είστε οι ύπουλοι νεοφιλελεύθεροι; Γνωρίζετε ποια ιερά πατούν και βρομίζουν λερωμένα σας πέλματα; Τι είστε; Ποιοι είστε; Πείτε το. Πείτε μας πόσα είναι τα κέρδη της Ελλαδοκαταστροφής σας στα είκοσι χρόνια. Ν’ αρχίσουμε εράνους πέμπτο, έκτο, έβδομο Μνημόνιο. Να σας μαζέψουμε χρυσάφι Να σας αγοράσουμε. Δίχως ν’ αγγίξετε Ιερά και Όσια Και σπείρετε ψεύδη το Βέρμιο. Εδώ θα ’μαστε Φαραωνικά ορθοί. Αμείλικτα ερωτηματικά. Εφιάλτες ονείρων σας Ύπνου, ξύπνιου».

Η.Τ.:

Έτσι το ζω. Μακάρι να το αποτρέψουμε. Πρόσφατα τώρα, έχουμε το ρεζίλι των εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παναγία μου! Αν η κορυφή βρωμάει έτσι, φαντάσου το υπόλοιπο σώμα τι τρέχει και πόσο άδικα αναλίσκεται και θάβεται. Είναι μια ξεφτίλα. Πολιτιστικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά. Δηλαδή, ναι, είναι ο πολιτισμός του καναπέ; Πρωταγωνιστεί ο πολιτισμός του καναπέ; Είναι ένα ερώτημα, το χειρότερο, της τουαλέτας. Γιατί πρωταγωνιστεί, ναι... Αν πάμε στα πρωινάδικα, στα βραδινάδικα, στα μεσημεριανάδικα, προτείνουν ένα σώμα και καθόλου μυαλό, καθόλου νου. Κανένα σεβασμό, καμία φιλοσοφία. Να πάμε στα πανηγύρια τα οποία τελειώσανε, να πάμε στην εκκλησία η οποία συγχωρεί και ξανασυγχωρεί τους πιστούς της για να ξανακάνουνε άλλη μια εβδομάδα τις ίδιες αμαρτίες και τις ίδιες κακίες και τις ίδιες νοοτροπίες. Αυτή η νοοτροπία, λοιπόν, η κακόμοιρη, ναι.

Η.Τ.:

Τώρα ας πάμε στους Ναουσαίους, καθώς θυμήθηκα τώρα τον Μπαδόλα τον Γιώργη. Αυτόν τον καταπληκτικό ζωγράφο, ο οποίος άδικα έμεινε στη Νάουσα, για εμένα. Ο οποίος μου έλεγε: «Ηλία μου», μου λέει, «Η νοοτροπία ούτε σε πενήντα χρόνια. Πρέπει να περάσουν πενήντα χρόνια να αλλάξει κάτι, ένα προς το καλύτερο. Η νοοτροπία είναι ο νεκροθάφτης. Πενήντα χρόνια να περάσει». Και ο Τάκης ο Σκούπερ. Αυτός ο διάσημος λαϊκός ζωγράφος. Πόσο μόνος έφυγε, πόσο πικρός έφυγε. Δεν μετράνε όλα αυτά. Μετράει, όμως, ότι άφησε ένα πολύ σπουδαίο έργο και γιατί δούλευε. Γιατί χόρευε σαράντα χρόνια στις Μπούλες και ζωγράφισε τη χορευτική αυτή κίνηση στους χορευτές, στα μπουλούκια. Τους ζωγράφισε ανεπανάληπτα, σπουδαιότατα και τόσο ζωντανά. Ας γυρίσω... Νιώθω ότι πολύ λίγοι άνθρωποι μου μείνανε. Ενώ με τόσο κόσμο, σε τόσο κόσμο απλώνομαι, λίγους ανθρώπους έχω κοντά μου. Ένας, δύο, τρείς, τέσσερεις... Και ένας απ’ αυτούς είναι ο φωτισμένος και ο φαντασιομανής οικουμενικός οφθαλμίατρος, Άκης Εμπεσλίδης. Ο οποίος και διάφορα θέματα προτείνει και σπρώχνει τον Τσέχο να πράξει, και καλά κάνει κατ’ εμέ και μπράβο του. Και ένα απ’ αυτά τα θεματικά είναι ότι αυτός και ο Κωνσταντίνος ο Φωτιάδης, ο καθηγητής, ο πανεπιστημιακός, με σαράντα βιβλία για τον Πόντο, βοηθήσανε να κάνω κάτι για τον Πόντο, να κάνω κάτι συνεχώς. Με μαστιγώνανε. Και του λέω: «Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μεταφέρω στην νεοελληνική γλώσσα την ποντιακή ποίηση». Το ακούνε και μου λέει: «Αυτό. Θα κάνεις αυτό». Και βάζω έναν όρο, τους λέω ότι: «Θα μεταφράσω στην ποντιακή ποίηση, η οποία όπου φτύνουνε θα την αλλοιώσω, θα τη μετατρέψω, θα τη ρημάξω για να βγει σωστά, να διαβάζεται στη νεοελληνική γλώσσα». Μόνο αυτόν τον όρο έθεσα. Τον εδέχθηκαν. Και έτσι μπαίνω σ’ έναν κόσμο πάμπλουτο, έναν πολιτισμό απίστευτα όμορφο μέσα στους αιώνες. Ξεκινάμε από τον 10ο αιώνα έχουμε γραπτά στοιχεία και έως τον 16ο αιώνα έχουμε μια δημοτική ποντιακή ποίηση εφάμιλλη της δημοτικής ποίησης στην Ελλάδα. Πολύ γενναία, πάρα πολύ σπουδαία. Κουβαλώντας το δράμα και τον ξεριζωμό και την γενοκτονία στη συνέχεια. Και ξεκινάει από την άλωση της Κωνσταντινούπολης δηλαδή, με τους Κομνηνούς επίσης. Άλλος ένας πολιτισμός και εκεί. Ίντριγκες, φόνοι, απίστευτα πράγματα. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν διορθώνεται πια. Όπως και τώρα βλέπουμε την Ανατολική Μεσόγειο, την κάνουνε κομμάτια-κομμάτια για χαμηλά ένστικτα. Για ένστικτα. Δηλαδή υποβιβάζουν τον λαό τους στην ουσία. Δεν το κατανοούν αυτοί οι άρχοντες ότι υποβιβάζεται ο λαός τους; Δηλαδή είναι απίστευτοι. Η μέρα και η νύχτα διαφορά. Αντί να βοηθήσουν να αναβαθμιστεί ως λαός, τον υποβιβάζουν. Και ίσα ίσα τα χαμηλότερα, του φόνου, του μίσους, της θρησκείας, της γλώσσας... Ποια;

Γ.Ρ.:

Της διχοτόμησης.

Η.Τ.:

Της διχοτόμησης και των πετρελαίων. Δηλαδή είναι τρελοί, θεότρελοι. Δηλαδή, επειδή έχω λεφτά θα μπορώ να σ’ αγοράσω όπλα, άρα θα μ’ υποστηρίξεις στην χειρότερή μου ιδέα; Θα ρημάξεις κόσμο και κοσμάκι γιατί σου έδωσα λεφτά; Δεν ξέρω, Γιώργη. Είναι πράγματα πολύ σκληρά. Εμείς εδώ στην Ελλάδα, αντί να γίνουμε οικουμενικοί που το είχαμε, ξαφνικά γίναμε τόσο εσωστρεφείς, τόσο μαλάκες… Ξέρεις, πού είναι η οικουμενικότητά σου, ρε Έλληνα; Πού την έχεις ξοδέψει; Πού υπάρχει; Ο Νεοέλληνας, ο καημένος, ο οποίος χτυπιέται τώρα να έχει δύο αυτοκίνητα, δύο σπίτια, δύο γκόμενες. Η γκόμενα να έχει τον πλούσιο μόνο. Ε και να ’χει και τον πλούσιο και άλλους δυο εραστές. Και αν προχωρήσουμε, αν θέλεις να προχωρήσουμε στη διαφορετικότητα ή στην αμφιφιλία ή στην ομοφυλοφιλία, εκεί να δεις το ρεζιλίκι που ρημάζει τους γονείς, τα παιδιά. Εκεί να δεις πόσο πίσω είναι οι ιδέες, πόσο δεν σέβονται τη διαφορετικότητα του καθένα. Ακόμα φορώντας γυαλιά ή αν είσαι ψηλός ή αν είσαι ομοφυλόφιλος ή αν είσαι λεσβία ή αν είσαι ετεροφυλόφιλος και ομοφυλόφιλος, αν έχεις και τα δύο. Και ξέρω ιστορίες, πολλές ιστορίες πια, που σεβάσμιοι γονείς τυραννιούνται, αξιαγάπητα παιδιά τρώνε το μπούλινγκ. Πώς το λέμε, μπούλινγκ;

Γ.Ρ.:

Μπούλινγκ, μπούλινγκ.

Η.Τ.:

Μπούλινγκ. Δηλαδή, Γιώργη, κατανοείς τι σου λέω τώρα. Εκεί να δεις μαύρη νύχτα στα βουνά, δηλαδή τρελαίνεσαι! Υπάρχουνε κάποια βήματα, αλλά ποια βήματα, τι να τα κάνεις; Τι να τα κάνεις; Και μ’ αυτό το σκεπτικό ότι αν πάθεις, θα μάθεις, εύχομαι να το πάθουν για να μάθουν κάτι παραπάνω. Εύχομαι να το παθαίνουν. Νοοτροπίες ολόκληρες κ.λπ. Θα μου πεις και ανεπτυγμένες χώρες που το έχουν, τι αλλάζει και εκεί; Εκεί τουλάχιστον σε μια θεματική έχει προχωρήσει, δεν τυραννιέται το παιδί τώρα, κατάλαβες; Εμείς οι μεγάλοι μπορούμε να τα ισορροπήσουμε, να τα φέρουμε από δω, να τα κρύψουμε, να μην… Σου δίνω, μου δίνεις, τρέχα γύρευε. Τα παιδιά γιατί να τυραννιούνται; Αφού είναι αυτά, είναι η φύση τους. Την πήρανε, και από τους δύο γονείς παίρνεις το DNA. Δεν το παίρνεις απ’ τον έναν, ή είναι κάτι αρνητικό. Δηλαδή, μην το θίξουμε περισσότερο. Τις εκτρώσεις. Άλλη μια πληγή. Θα διορθωθούμε; Ναι. Από τον Αδάμ και την Εύα ακόμα ο κόσμος καταστρέφεται; Ναι. Όλα είναι επιστροφή; Απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε επιστρέφουμε; Τι επιστρέφουμε; Πάμε τώρα ένα κομμάτι να θίξουμε με τους νέους ποιητές τώρα. Οι οποίοι διαδικτυακά εμφανίζονται, και χαρά και εκατό like! Νομίζει ότι είναι καλός ποιητής και ότι είναι καλή ποιήτρια και παρουσιάζονται με το πρώτο τους βιβλίο και θριαμβεύει, γιατί κάλεσε την Κατίνα, την Μαρίκα και την Κίτσα. Kαι γεμίζει η αίθουσα και νομίζει ότι αυτή είναι επιτυχία. Ευτυχώς, τώρα αυτά με τον κορονοϊό... Ένα μαστίγιο μεγάλο πια που εμείς το στήσαμε και το απλώσαμε και εμείς δερνόμαστε με αυτό το μαστίγιο. Με τους ποιητές, λοιπόν, οι οποίοι τώρα με το πρώτο-δεύτερο βιβλίο… Εγώ θυμάμαι στην εποχή μου τώρα, εντάξει, σαράντα χρόνια πριν, μισό αιώνα δηλαδή, «Τσέχο», μου λέει, «γράφεις ωραία, αυτά. Είσαι καταπληκτικός, αλλά θα σ’ αγκαλιάσω μετά το τέταρτο βιβλίο». Έπρεπε να παλέψω εγώ μια δεκαετία πια για να γίνω δεκτός. Άσχετα μεμονωμένα συνέβησαν πια αγκαλιές και στηρίγματα και εμψυχώσεις. Μετά το τέταρτο βιβλίο. Τώρα ξαφνικά ο άλλος κάνει δύο βιβλία και εξαφανίζεται. Αφήνει, όμως, την πληγή του. Ότι έτσι θα γράψω, εύκολα[01:00:00] είναι, έτσι θα γράψω κι εγώ. Πάμε στην πεζογραφία. Βγήκαν κάτι εύπεπτα να χτυπιέσαι, δηλαδή να τρελαίνεσαι! Δεν λέω ονοματεπώνυμα. Και λες... Κι απ’ την άλλη ψάχνεις και λες, όμως, αυτή που τη δανείζει τώρα για να διαβάσει ένα εύπεπτο πεζογράφημα τώρα παραμυθιών και κατάντιας… Κέρδισε δηλαδή, αυτή η φτηνή πεζογραφία κέρδισε ένα αναγνωστικό κοινό φτηνό, το οποίο ελπίζεις μέσα σε δέκα χρόνια να διαμορφωθεί και να ψάξει κάτι καλύτερο. Θα συμβεί λες; Θα συμβεί, δεν θα συμβεί; Ναι.

Γ.Ρ.:

Ο κόσμος αναζητά το εύπεπτο.

Η.Τ.:

Μόνο αυτό πια, μόνο αυτό. Να σου πω κι εγώ μια γελοιότητα που ζω; Θα την αναφέρω, γιατί όχι; Αφού τη βιώνω. Δηλαδή δεν έχω δει, ας πούμε, τριάντα χρόνια Σεφερλή και τον αρνιόμουν παντελώς ως ένστικτο και όχι ως μελέτη πια, και να δω τι; Ξαφνικά τώρα, δύο χρόνια κι εγώ, ήθελα να ευθυμώ και βλέπω πια Σεφερλή. Το μισό για πέταμα, το άλλο μισό μια χαρά στέκει. Είναι έξυπνο άτομο. Όμως, βλέπεις και τα μισά του ακόμα είναι για πέταμα. Και λες: «Γιατί τα βάζει αυτά;». Αυτά τα βάζει γιατί κερδίζει ένα διπλάσιο κοινό παραπάνω. Έτσι υπολογίζεται η αξία πια; Δεν υπολογίζεται έτσι η αξία. Είχα τέσσερεις-πέντε Τσεχικούς στη ζωή μου που αγαπάν τον Τσέχο και την ποίησή του. Ο Παντελής ο Τσαλουχίδης, ο Σίμος ο Ανδρωνίδης, ένας νέος επιστήμονας, πολύ καλός μελετητής της ποίησης, ο Ηλίας ο Ιωσηφίδης, ο σκηνοθέτης, ο Τάσος ο Γκρους, ο συνθέτης. Θα αναφερθώ λίγο για τα μουσικά κομμάτια που τρέχουν και μελοποιούνται ποιήματα του Τσέχου τώρα. Είχαμε μια διαμάχη, ότι ο κινηματογράφος πιο πολύ θέλει το κοινό, η ποίηση θέλει το καλό κοινό, τον καλό αναγνώστη. Η πεζογραφία μισά-μισά. Η διαμάχη με τον σκηνοθέτη... Μου λέει: «Ο κόσμος θέλει αυτό ή κόσμος λέει έτσι. Ο κόσμος λέει αλλιώς». Τα πάντα εξαρτώνται από τον κόσμο. Ήτανε εξαρτημένα. Τώρα όμως; Τώρα που επιστρέφουμε στο εγώ, το κακόμοιρο εγώ μας. Δηλαδή φαντάσου, εγώ μπαινοβγήκα απ’ το εγώ στο εμείς κι απ’ το εμείς στο εγώ και ξανά στο εμείς και στο εσείς. Πόσος κόσμος δεν φτάνει ούτε στο εγώ του. Εμείς παλεύουμε στο εμείς, εγώ-εμείς και εμείς-εγώ, εμείς-εκεί. Παλεύουμε στο εσείς και ο κόσμος ο πολύς δεν έχει φτάσει ούτε στο εγώ του. Δεν ξέρει να υπηρετήσει το εγώ του. Τι να περιμένεις περισσότερο; Πάλι διέκοψα. Ας πάμε στο ποιητικό κομμάτι λίγο, με τους νέους ποιητές. Γράφουν τώρα και θέλουν να γίνουν αποδεχτοί από μια κοινωνία η οποία δεν τους σέβεται. Κοίταξε, υπάρχει μια δικαιοσύνη. Αυτό το σύστημα που υπάρχει τώρα, εγώ ακόμα και το πολιτικό σύστημα δεν το σέβομαι, έτσι; Κι αυτό πολύ λογικά, χωρίς να ξέρει ότι εγώ δεν το σέβομαι. Αυτό χωρίς να ξέρει τίποτα. Ή το σέβομαι, μπορούσα να το σεβαστώ, δεν ξέρει καν. Δεν με σέβεται καν. Κατάλαβες τι γίνεται. Επιλεκτικά; Χαίρω πολύ, επιλεκτικά. Αν πάμε στους εκδότες, έγιναν έμποροι. Ποιητές που έγιναν έμποροι και εκδίδουνε νέα βιβλία και παίρνουν οι καημένοι, παίρνουν, τι παίρνουν; Βγάζουν ένα μηνιάτικο ή δύο μηνιάτικα, όμως η ξεφτίλα είναι ξεφτίλα. Εσύ ποιητή...! Ο φίλος μου ο Εμπεσλίδης, ο οφθαλμίατρος, ξέρεις τι μου είπε; Ένα πολύ σημαντικό. «Εμείς», λέει, «πώς κάνουμε; Όπως κρίνουμε κάνουμε τόσες εκατοντάδες δωρεάν εγχειρήσεις». «Εντάξει, εσύ έχεις να ζήσεις, τα παίρνεις από εκεί, κάνεις όμως κι αυτό». Γιατί δεν σου εκδίδουν οι εκδότες; Γιατί τη μουσική τα στούντιο τα μουσικά για να ηχογραφούνε θέλεις είκοσι ευρώ την ώρα; Και άμα γράψεις ένα για να βγάλεις έναν δίσκο, ας πούμε, θα σου φάει εκατό ώρες, θα πληρώσεις 2 χιλιάδες ευρώ στο στούντιο μόνο. Και τους μουσικούς που θα φέρεις, που θέλουν και εκείνοι λεφτά. Γιατί δεν τα κάνουν δωρεάν; Το σύστημα λέει έτσι είναι κάτω. Άρα και εσύ που συνεργάζεσαι με αυτό το σύστημα δεν είσαι αθώος.

Γ.Ρ.:

Υπηρετείς το σύστημα.

Η.Τ.:

Απ’ την άλλη, όμως, η δουλειά. Εντάξει, κι εγώ έχω... Αν είχα χρήματα. Και ένας που έχει χρήματα και βγάζει και είναι μέτριος σε αξία του έργου του, τι έγινε; Και ένας που δεν έχει και δεν βγαίνει; Εκεί είναι κρίμα. Αυτό είναι κρίμα. Ένας που έχει αξίες, θα πρέπει να τον αγκαλιάσουν, να του βγάλουν τη δουλειά. Είναι μουσική, είναι ζωγραφική, είναι ποίηση, είναι πεζογραφία, είναι; Το σύστημα σε θάβει. Γιατί; Και το επικροτούμε κιόλας, δηλαδή το ξέρουμε και το επικροτούμε. Πολλά αθώα καίγονται έτσι. Πάρα πολλά αθώα. Και ενώ πηγαίναμε τον πολιτισμό, ας πούμε, ένα βήμα μπροστά, τώρα πάμε τρία πίσω. Και δεν θα επανέλθει ποτέ ξανά στους ρυθμούς ο πολιτισμός στην Ελλάδα; Είναι θεματικές που καίνε ακριβά. Εγώ, για να κλείσω, δεν είμαι πια στη γη. Νιώθω ότι πετώ. Είμαι σε άλλες ατμόσφαιρες. Και έχω φύγει και έχω πάρει αυτή την έξοδο, διότι δεν μου συμβαίνουν πολλά πράγματα εδώ πια στη γη. Μ’ αυτά τα συστήματα, μ’ αυτούς τους ανθρώπους, μ’ αυτές τις φιλίες, μ’ αυτούς τους... Πετώ πια και νιώθω τυχερός πετώντας να κάνω στάσεις. Αναζητώ πια πετώντας. Φαντάσου σε τι δυσκολία, και τώρα που σου λέω, βήματα που ζω ή ατμόσφαιρες που βιώνω και που βρίσκομαι και που είμαι και που πηγαίνω και που θα πάω, και αναρωτιέμαι αν είμαι τυχερός, και πετώντας να κάνω στάσεις. Αυτή η ανάγκη μου έγινε. Μπορεί και πετώντας να μην κάνω ποτέ στάσεις. Άλλος καημός μεγάλος. Πετώντας, επίσης, και βλέποντας, παρακαλώ να μου έλξει και να μου συμβεί μια αρμονία, μια ομορφιά, ένας χαρακτήρας να με τραβήξει να κάνω στάση. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Γιώργο.

Γ.Ρ.:

Κι εγώ ευχαριστώ. Να είστε καλά. Χάρηκα πολύ!

Η.Τ.:

Γιώργη, μεγάλη χαρά. Εξομολογήθηκα. Κάθε συνέντευξη, νιώθω ότι –το είπαμε κάπου, ας το ξαναπώ. Νιώθω ότι σε κάθε συνέντευξη οργώνομαι. Και ποιος θα είναι ο σπόρος και ποιος ο σποράς και τι σπόρο θα φέρει να βγει… Θα είναι ο αναγνώστης; Θα είναι ο κριτής; Θα είναι ο χρόνος; Δεν ξέρω. Πάντως, είναι ένα μεγάλο όργωμα η κάθε συνέντευξη.

Γ.Ρ.:

Χαίρομαι. Ελπίζω να ήτανε και αυτή η συνέντευξη ένα…

Η.Τ.:

Ένα πέταγμα και έκανα μια στάση. Ήτανε ένα μεγάλο πέταγμα εδώ στη φωλιά μου, στο Γιαννακοχώρι. Ναι, έκανα στάση. Σ’ ευχαριστώ θερμά!

Γ.Ρ.:

Να είστε καλά. Εγώ ευχαριστώ. Τιμή μου και ευχαριστούμε και ως Istorima που μας δεχτήκατε στο σπίτι σας.

Η.Τ.:

Τα σέβη μου.