© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Φωτολίβος Δράμας: Διατροφική αυτάρκεια, έθιμα, παραδόσεις και στιγμές του 20ού αιώνα

Κωδικός Ιστορίας
16865
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου (Ε.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/10/2020
Ερευνητής/τρια
Παρασκευή Ευσταθιάδου (Π.Ε.)
Π.Ε.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας.

Ε.Γ.:

Καλησπέρα.

Π.Ε.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Ε.Γ.:

Ευθυμία Γκότση-Νεραντζίδου: Ευθυμία Γκότση-Νεραντζίδου.

Π.Ε.:

Είναι Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020, είμαι με την κυρία Ευθυμία Γκότση-Νεραντζίδου, βρισκόμαστε στο Φωτολίβος Δράμας, εγώ ονομάζομαι Ευσταθιάδου Παρασκευή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κυρία Ευθυμία θέλω να μου αναλύσατε αυτό που μου αναφέρατε σχετικά με τη ζωική και φυτική αυτάρκεια-

Ε.Γ.:

Αυτάρκεια, ναι.

Π.Ε.:

Των κατοίκων.

Ε.Γ.:

Ακριβώς. Από πού να ξεκινήσουμε; Ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι φρόντιζαν να έχουν τουλάχιστον μία αγελάδα, αν και οι περισσότεροι είχανε δύο για να τις έχουν ζευγάρι για το κάρο, αλλά οπωσδήποτε τουλάχιστον μία αγελάδα είχαν. Έχοντας αυτήν την αγελάδα, έπαιρναν πρώτα απ’ όλα το γάλα. Με το γάλα αυτό έκαναν ένα σορό πράγματα, έκαναν γιαούρτι, έκαναν τυρί, βούτυρο, κατίκι… Οπόταν, όλα αυτά τους βοηθούσαν στην διατροφή τους, αλλά επιπλέον, όταν γεννούσε και κανένα μοσχάρι που δεν τους χρειαζόταν, το πουλούσαν και εκείνο και είχαν και κάποιο έσοδο από εκεί. Ως προς το κρέας αυτό εδώ. Δεν ήταν, όμως, μόνο οι αγελάδες, είχαν και κανένα πρόβατο, καμία κατσίκα, πάλι και από αυτά έπαιρναν το γάλα και έκαναν τα ίδια προϊόντα. Αν γεννούσε το αρνί έσφαζαν και κανένα αρνάκι να φάνε το κρέας του, το ίδιο και με το κατσικάκι. Είχαν κοτούλες, οι κοτούλες τους έκαναν τα αβγά, που ήταν μια καλή τροφή και για τα παιδιά και όλα, έβαζαν τις κλώσες και έβγαζαν καινούρια πουλάκια που μεγάλωναν, και αν ήταν τα πετεινάρια περισσότερα από το ένα, έσφαζαν κατά διαστήματα από ένα πετεινάρι και έτρωγαν, και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν τουλάχιστον το κρέας τους, που εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετο, δεν υπήρχαν κρεοπωλεία.

Π.Ε.:

Αυτό μέχρι πότε;

Ε.Γ.:

Μέχρι πότε να πω; Χρονολογίες δεν μπορώ να θυμάμαι εντελώς. Πάντως, στα χρόνια τα δικά μου μέχρι που έγινα-

Π.Ε.:

Όταν είχατε εσείς οικογένεια;

Ε.Γ.:

Α, όχι, τότε είχαν γίνει δύο κρεοπωλεία, προτού να κάνω οικογένεια. Μέχρι το πότε να πω; Δεν ξέρω, χρονολογία δεν μπορώ να πω. Να φανταστείτε, υπήρχε ένας κρεοπώλης, αλλά τι έκανε αυτός; Έσφαζε, το μεγαλύτερο που έσφαζε ήταν ένα αρνί, δεν μπορούσε να σφάξει μεγάλο ζώο, αλλά πρώτα γύριζε και έλεγε σαν παράδειγμα: «Κώστα, αν θα σφάξω αρνί, τι θα πάρεις;», «το κεφάλι». Ρωτούσε άλλον: «Θέλω ένα κιλό, μια οκά», οκά ήταν τότε. Ο άλλος έλεγε: «Θέλω εκείνο, θέλω το άλλο», εξασφάλιζε ότι θα πουληθεί όλο το αρνί και μετά το έσφαζε. Το έσφαζε, το κρεμούσε στο δέντρο έξω από το καφενείο και οι μύγες γύρω-γύρω βούιζαν και αυτοί που παρήγγειλαν πήγαιναν και έπαιρναν το κρέας τους. Με αυτόν τον τρόπο κάπου-κάπου έσφαζε ένα αρνί. Αλλιώς οι άνθρωποι είχαν τα δικά τους που έσφαζαν. Αλλά τώρα από αυτά γίνεται και η λεγόμενη ανακύκλωση που λέω, αλλά δεν τα λέω τώρα μαζί, για να τα πούμε σε ξεχωριστό αυτό.

Π.Ε.:

Απλά, εγώ αυτό που δεν ξέρω είναι πόσο εύκολο ήταν για κάποιον να έχει μία αγελάδα. Και οικονομικά, δηλαδή την αγελάδα αυτήν την είχε από τους γονείς;

Ε.Γ.:

Ε, κάποια στιγμή θα μπόρεσε. Πρώτα απ’ όλα, είπαμε, όταν ήρθαν τους έδωσαν μια αγελάδα όλους, και από εκεί και πέρα άρχισαν να γεννούν οι αγελάδες, να πληθαίνουν, έτσι-έτσι πλήθαιναν, έγιναν πιο πολλές οι αγελάδες. Από τη μία γίνονταν πολλές μετά.

Π.Ε.:

Οπότε, μία οικογένεια με μία αγελάδα μπορούσε να είναι αυτάρκης; Μια οικογένεια των πέντε ατόμων.

Ε.Γ.:

Σε γάλα και σε τέτοιο, ναι, θα μπορούσε να είναι, αλλά για το κρέας μιλάμε από ήταν αυτάρκεις από τα μικρότερα τα ζώα. Εκείνα θα μπορούσε να σφάξει. Αγελάδα που ήταν άλλη νεότερη τις πουλούσαν και είχαν ένα οικονομικό όφελος από εκείνο, ναι.

Π.Ε.:

Τις αγελάδες τις είχαν μέσα στο σπίτι ή έξω;

Ε.Γ.:

Είχαν αχούρια, όχι μέσα στο σπίτι. Είχαν αχούρια τα οποία ήταν συνήθως κολλημένα τις πιο πολλές φορές δίπλα στο σπίτι. Όχι, είχαν ειδικό χώρο για τις αγελάδες. Μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσε να γίνει, όχι.

Π.Ε.:

Οπότε, φαντάζομαι ήταν γειτονιές-γειτονιές και σε κάθε σπίτι μια αγελάδα και έβλεπες παντού. Ήταν πώς είναι τώρα τα σκυλάκια, κάπως έτσι.

Ε.Γ.:

Ναι, αλλά αυτό για ένα διάστημα ήταν μία αγελάδα. Αργότερα και δύο και τρεις, και μαζί με τις αγελάδες και κανένα μοσχάρι, μέχρι και τρία και τέσσερα κεφάλια είχε κάθε οικογένεια. Δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μία μόνον αγελάδα. Πρώτα απ’ όλα, η αγελάδα εκτός των άλλων έκανε και αυτό: έσερνε το κάρο να πάνε στο χωράφι, να μετακινηθούν από τόπο σε τόπο. Όλα αυτά από τις αγελάδες γινότανε. Τους βοηθούσαν σε πολλά πράγματα.

Π.Ε.:

Υπήρχε περίπτωση να γίνει κάποιος να κάνει ανταλλαγή το κρέας, το γάλα του, με κάποιο άλλο προϊόν που δεν είχε μέχρι τότε; Υπήρχε αυτή η ανταλλαγή;

Ε.Γ.:

Κάπου, όχι πολύ-πολύ έντονα, αλλά κάπου-κάπου γινόταν. «Θα σου δώσω αυτό, θα μου δώσεις εκείνο». Μεταξύ γνωστών, δηλαδή, γινόταν αυτό το πράγμα, αλλά όχι σε πολύ-πολύ μεγάλο βαθμό. Γινόταν και αυτό. Δεν είχα εγώ αβγά, έδινα στη γειτόνισσα, με έδινε εκείνη γάλα, σαν παράδειγμα, κάπως έτσι, ναι.

Π.Ε.:

Okay, αλλά συστηματικά κάποιος να το κάνει, να ξέρετε, σαν επάγγελμα;

Ε.Γ.:

Όχι, όχι!

Π.Ε.:

Και από την άλλη πλευρά, μου είπατε και για τη φυτική αυτάρκεια.

Ε.Γ.:

Ναι, λέω και στην περίπτωση που είχαν άλογα για το κάρο, πάλι έπρεπε να έχουν και μία αγελάδα. Όσα έπαιρνε μαζί του… Τέλος πάντων. Και λέω ότι υπήρχε, δεν μπορούσαν να τα πάρουν όλα τα ζώα στο -για αγελάδες μιλάμε τώρα-, στο χωράφι μαζί τους, γι’ αυτό υπήρχε ένας που τον έλεγαν αγελαδάρη που αναλάμβανε αυτές τις επιπλέον αγελάδες για έναν χρόνο. Δηλαδή, κάθε πρωί του πήγαιναν μία, δύο αγελάδες, μοσχάρι ό,τι είχαν, του τα πήγαιναν, τα έβοσκε όλη την ημέρα, έπιναν και νερό από το ποτάμι και το βράδυ τα έφερνε στο σπίτι. Τα έπαιρνε με την ανατολή του ήλιου και τα γύριζε με τη δύση του ήλιου. Αυτός έτσι λεγόταν... Πλήρωνε ο καθένας για όλον τον χρόνο ένα ποσόν και αναλάμβανε αυτός και όλον το χρόνο τα φρόντιζε τα ζώα, αυτά που δεν μπορούσαν να πάρουν στο χωράφι μαζί τους, ήταν και αυτό, ο αγελαδάρης. Εγώ αυτό, και το μέρος που συγκεντρωνόταν σε ένα ανοιχτό μέρος, συγκεντρωνόταν, γιατί μαζευόταν πολλά από όλο το χωριό το έλεγαν «αγελαριά».

Π.Ε.:

Πού ήταν αυτό το μέρος;

Ε.Γ.:

Αυτό το μέρος ήταν εκεί που είναι τώρα χτισμένο το Γυμνάσιο με τον αυλόγυρο μαζί. Εκεί σε εκείνο το μέρος.

Π.Ε.:

Απέναντι από το Δημοτικό, δηλαδή;

Ε.Γ.:

Ναι.

Π.Ε.:

Και τότε που ήταν εκεί το Δημοτικό συνέβαινε αυτό;

Ε.Γ.:

Εκεί ήταν το Δημοτικό, ναι, μάζευαν εκεί τις αγελάδες το πρωί και πάλι εκεί τις έφερνε, και από εκεί πήγαιναν και τις έπαιρναν οι νοικοκυραίοι.

Π.Ε.:

Το κέρδος για αυτόν, πέρα από τα χρήματα, είχε, από τα γάλα;

Ε.Γ.:

Όχι, όχι. Μόνο ό,τι πληρωνότανε, ναι.

Π.Ε.:

Και όλο το κέρδος από το γάλα ήταν του ιδιοκτήτη;

Ε.Γ.:

Ε, βέβαια, βέβαια του ιδιοκτήτη ήτανε. Τώρα, εδώ λέω και το γιαούρτι που έκαναν, εκτός του ότι το έτρωγαν στο σπίτι, υπήρχαν κάτι ειδικά πήλινα σκεύη με στενό λαιμό επάνω, όχι στάμνες, κάτι με λίγο πιο ανοιχτό λαιμό, που αυτά τα σκεύη τα πήλινα τα έλεγαν «κουτρούβες». Και εκεί μέσα έπηζαν γιαούρτι, από πάνω έβαζαν ένα μεγάλο φύλλο από δέντρο, κατά προτίμηση από μουριά που είναι μεγάλο, και από πάνω ένα πανί και το έδεναν με σκοινί, το έκαναν σαν είδος καπάκι δηλαδή, ούτως ώστε με το κούνημα του κάρου να μη χύνεται το γιαούρτι, και όταν καθόταν να φάνε έβγαζαν από εκείνο το γιαούρτι και έτρωγαν. Τώρα, εγώ που λέω θα πούμε μαζί... Έκαναν το τυρί, σαν παράδειγμα, το στράγγιζαν το τυρί. Εκείνο εκεί που έβγαινε, το στράγγιζαν μέσα σε ένα πανί λίγο αραιό το οποίο λεγόταν «τσαντίλα», έτσι λεγόταν, «τσαντίλες» λεγόταν αυτά τα πράγματα, και από κάτω έτρεχαν το περίσσιο το ζουμί. Αυτό το ζουμί το έλεγα «τζίρα» ή «σουρβάτκα», δύο ονόματα είχε, άλλοι το έλεγαν «τζίρα», άλλοι «σουρβάτκα». Δεν το πετούσαν αυτό, δεν πήγαινε στα άχρηστα. Εκεί μέσα έβαζαν λίγα χόρτα και λίγο πίτυρο και τάιζαν το γουρούνι, και ήταν μια πολύ καλή τροφή. Γι’ αυτό σου λέω, να μια ανακύκλωση. Κατάλαβες; Ναι. Και...

Π.Ε.:

Είναι πολύ σημαντικά όλα αυτά για το πώς τότε σκέφτονταν οι άνθρωποι και πώς φέρονταν και...

Ε.Γ.:

Έκαναν το λεγόμενο κατίκι, πάλι μέσα σε πήλινο σκεύος, αλλά σε σκεύος που να μην είναι γυαλισμένο. [00:10:00]Το πήλινο να μην είναι γυαλισμένο, να είναι το σκέτο πήλινο, για να έχει πόρους να βγαίνουν τα υγρά. Εκείνο είχε πιο μεγάλο στόμιο. Έβαζαν κομμάτια-κομμάτια τυρί και από πάνω το γέμιζαν με γάλα να γεμίσουν τα κενά μέχρι επάνω. Το έκλειναν πάλι με ένα πανί και έπρεπε αυτό να μείνει σε δροσερό μέρος. Ο μπαμπάς μου το έφερνε εδώ κάτω στο υπόγειό μας, γιατί ήταν δροσερό. Σε λίγες μέρες, επειδή έβγαιναν υγρά, χαμήλωνε. Τα ξανασυμπλήρωνε, το ξανασυμπλήρωνε, εκείνα τα τυριά ελαφρώς διαλυόταν, έπηζε και το γάλα και γινόταν ένα πράγμα πάρα πολύ νόστιμο. Ναι.

Π.Ε.:

Επομένως, δεν είχατε ούτε ανάγκη από super market.

Ε.Γ.:

Ναι, όχι, και ποια super market κάτι μπακάλικα μικρά και…

Π.Ε.:

Στις πόλεις οι άνθρωποι άραγε πώς ζούσαν;

Ε.Γ.:

Εκεί, θα υπήρχαν και καταστήματα. Ήταν ίσως οι περισσότεροι εργαζόμενοι, πληρωνόταν με τα λεφτά τους, θα μπορούσαν να αγοράζουν πράγματα. Εγώ δεν μπορώ να ξέρω, γιατί δεν έζησα στην πόλη, δεν ξέρω.

Π.Ε.:

Δεν γνωρίζετε κάποιος να ήταν, να ερχόταν εδώ…

Ε.Γ.:

Έζησα, δηλαδή, μετά τα 12 μου χρόνια που πήγα στο Γυμνάσιο. Υπήρχαν ήδη μαγαζιά στις πόλεις, υπήρχαν. Ναι, ψώνιζες αυτά που ήθελες, όχι βέβαια όπως τώρα με τόση μεγάλη ποικιλία. Λοιπόν, ύστερα, είπαμε έκαναν τυρί, το τυρί, όμως, δεν έμενε μόνο τυρί. Με το τυρί έκαναν πίτες, έκαναν διάφορα πράγματα με το τυρί. Με τη μυζήθρα, επίσης, έκαναν πίτες, μπορούσαν με αυτά να συντηρηθούν.

Π.Ε.:

Τότε οι φούρνοι σας πώς ήτανε;

Ε.Γ.:

Φούρνοι, ο κόσμος είχε ο καθένας τον φούρνο του.

Π.Ε.:

Τον πέτρινο;

Ε.Γ.:

Ο πέτρινος, ναι, και εμείς είχαμε και τον χαλάσαμε. Βέβαια, ο φούρνος έτσι. Ζύμωναν οι νοικοκυρές και όταν θέλαμε να κάνουμε κάτι άλλο ή μια μπομπότα, σαν παράδειγμα, ένα γλυκό ή μια πίτα, μόνο την ημέρα που ζύμωναν οι νοικοκυρές μπορούσαν να το κάνουν, γιατί τότε άναβαν φούρνο. Άλλη μέρα δεν υπήρχαν φούρνοι, για να κάνεις κάτι τέτοιο, μόνο τότε.

Π.Ε.:

Δηλαδή, δεν γινόταν να ανοίξετε τον φούρνο και Δευτέρα και Τρίτη; Δεν είναι όπως τώρα που σκεφτήκαμε κάτι να κάνουμε...

Ε.Γ.:

Ναι, δηλαδή για μια πίτα δεν άναβες τον φούρνο-

Π.Ε.:

Γιατί έπρεπε να βάλετε ξύλα.

Ε.Γ.:

Για να ανάψει ο φούρνος γίνει σε κατάσταση που να ψήσει, ήθελε του κόσμου τα ξύλα. Δεν μπορούσες για μια πίτα να το κάνεις αυτό το πράγμα. Α, να πω και το εξής: ορισμένοι δεν είχανε φούρνο στα σπίτια τους και υπήρχαν δύο γυναίκες που είχαν φούρνο και το έκαναν σαν επάγγελμα. Ζύμωνες, έπαιρνες σειρά, συνεννοούνταν με τη φουρνάρισσα και έλεγες: «Εσύ θα ζυμώσεις το πρωί, εσύ θα ζυμώσεις το μεσημέρι». Ζύμωναν και τα πήγαιναν τα ψωμιά τους σε αυτούς τους δύο φούρνους και αυτές άναβαν τον φούρνο και τα φούρνιζαν και τα ξεφούρνιζαν. Το έκαναν, δηλαδή, σαν επάγγελμα. Τώρα... Και ήταν μάλιστα και γειτόνισσες αυτές και οι δύο.  Ύστερα, έχουμε, πάμε στο γουρούνι, το χοιρινό, το βασικότερο. Σχεδόν, σχεδόν όλα τα σπίτια έτρεφαν από ένα γουρουνάκι, που το έσφαζαν τα Χριστούγεννα, και μάλιστα έχει και ειδική ονομασία, έλεγαν τα «χοιροσφάγια». Πολύ πιο παλιά, απ’ ό,τι έχω ακούσει, γινόταν ολόκληρες, σαν τελετή γινόταν, μαζευόταν ο κόσμος την ώρα που τα έσφαζαν, έψηναν, έτρωγαν και λοιπά, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια», αλλά εγώ αυτά δεν τα πρόφτασα. Απλά, έσφαζαν τις παραμονές των Χριστουγέννων το χοιρινό. Από αυτό το χοιρινό έπαιρναν πρώτα απ’ όλα το λίπος, γιατί το χοιρινό πάντα από πάνω έχει πολύ λίπος. Αυτό το έκοβαν κομματάκια-κομματάκια, το έβραζαν, έλιωνε, και το κρατούσαν μέσα σε σκεύη σαν λίπος, και το είχαν όλον το χρόνο. Με αυτό έκαναν πίτες, έπαιρναν, άλειφαν και πάνω στο ψωμί, έβαζαν και σε διάφορα φαγητά, τα παιδιά ένα άλειμμα, ένα τέτοιο βούτυρο, και οι πίτες γινόταν πολύ νόστιμες με αυτό εδώ το λίπος, αλλά και ορισμένα φαγητά τα έκαναν έτσι με αυτό το λίπος. Αλλά, όπως έβραζαν το λίπος, τύχαινε να μείνουν μικρά κομματάκια κρέας, έτσι που δεν καθαρίστηκαν καλά. Εκείνα τα έπαιρναν, τα έβραζαν καλά, και λεγόταν τσιγαρίδες αυτά. Αυτά τα έβαζαν στα φαγητά αντί κρέας και γινόταν νοστιμότατα τα φαγητά. Τα έκαναν και με αβγά και με αυτό. Έκαναν το λεγόμενο καβουρμά, έκοβαν το κρέας σε βουκίτσες-βουκίτσες και με λίπος πάλι χοιρινό το έβραζαν να βράσει καλά, να βράσει το -μέσα στο βούτυρο, όμως, έβραζε-, να βράζουν καλά τα κρέατα και αυτά εδώ πάλι τα κρατούσαν. Επειδή ήταν μέσα στο λίπος δεν χαλούσαν, δεν πάθαιναν τίποτε, και έβγαζαν από αυτά, είτε σκέτο το έτρωγαν έτσι σαν κρέας ψημένο είτε το μαγείρευαν. Και αυτό το έκαναν και με αβγά και με διάφορα φαγητά. Έκαναν το λεγόμενο λαρδί.

Π.Ε.:

Τι είναι αυτό;

Ε.Γ.:

Όπως έβγαζαν το λίπος έτσι σε φέτες, σου είπα, και δύο και δυόμισι δάχτυλα πολλές φορές ήταν το λίπος από πάνω, το έκοβαν σε τετράγωνα κομμάτια και τα έβαζαν τα κομμάτια δίπλα-δίπλα με αλάτι, κόκκινο πιπέρι και ρίγανη, και από πάνω άλλη στρώση και άλλη στρώση. Και το άφηναν αυτό και από το αλάτι και αυτά τα υλικά ψηνότανε. Και μετά-

Π.Ε.:

Μόνο του;

Ε.Γ.:

Μόνο του έτσι, με το αλάτι το έκανε. Και μετά έκοβαν κομματάκια-κομματάκια από εκείνο όσο ήθελαν, τα έψηναν λίγο στη φωτιά επάνω στη θράκα και ήταν πολύ νόστιμα. Κι απ' αυτά εδώ.

Π.Ε.:

Αυτό ήταν κάποια συγκεκριμένη συνταγή από κάποιο μέρος; 

Ε.Γ.:

Εδώ πάντως το έκαμναν όλοι, αλλά ποιος το έφερε τώρα, αν το έφεραν από Θράκη, από… Αλλά συνήθως το χοιρινό, απ’ ό,τι ξέρω, μάλλον θρακιώτικο είναι. Μάλλον, είναι οι Θρακιώτες πιο πολύ τo συνήθιζαν.

Π.Ε.:

Τα Χριστούγεννα, που λέτε, που σφάζανε το χοιρινό, ξέρετε με τι το μαγείρευαν;

Ε.Γ.:

Οι Θρακιώτες το μαγείρευαν με λάχανο. Το χριστουγεννιάτικο φαγητό των Θρακιωτών, επειδή είμαι κι εγώ μισή Θρακιώτισσα, ήταν το χοιρινό με λάχανο, η «λαχανιά». Οι Νικομηδειώτες, απ’ ό,τι ξέρω, το μαγείρευαν, έκαναν δύο φαγητά με το χοιρινό, με σέλινο και με κυδώνια και αυτωνών το χριστουγεννιάτικο φαγητό -θα σου πει και η Ευγενία- ήτανε με σέλινο και με κυδώνια. Τώρα, οι Μικρασιάτες τι έκαμναν δεν ξέρω, αυτοί οι δύο, ναι, καθένας είχε το δικό του φαγητό για τα Χριστούγεννα. Ύστερα, με ένα συγκεκριμένο μέρος του εντέρου, που ήξεραν οι άνθρωποι ποιο ήτανε, έκαναν λουκάνικα, με κιμά. Άλλοι είχανε μηχανή του χεριού, γιατί κρεοπώλες, είπαμε, δεν υπήρχανε. Υπήρχαν μηχανές του χεριού που έκοβαν κιμά, αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που με δυο μαχαίρια αντικριστά, επάνω σε ένα σανίδι, μπορούσαν και έκοβαν κιμά.

Π.Ε.:

Τέχνη!

Ε.Γ.:

Τέχνη, ναι. Οι Μικρασιάτισσες που έκαναν -τώρα αν θα πας σε καμιά Μικρασιάτισσα θα σ' το πει-, που έκαναν το φαγητό το «ισλί», το λεγόμενο, τώρα παίρνουνε έτοιμο κιμά. Τότε, το έκοβαν με τα μαχαίρια, για να έχει και τα ζουμιά του, τέλος πάντων. Και έκαναν και λουκάνικα, και με όλα αυτά που σου είπα, τα οποία μπορούσαν να συντηρηθούν τον χειμώνα, γιατί ήταν μέσα στο λίπος, περνούσαν τον χειμώνα τους οι άνθρωποι, με ένα χοιρινό περνούσαν τον χειμώνα τους. Κατάλαβες; Ύστερα, γεννούσαν, κρατούσαν ορισμένα για μάνες, κρατούσαν και μία μάνα έτσι να υπάρχει. Μια μάνα μπορεί να γεννούσε και έξι και οκτώ γουρουνάκια. Εκείνα εκεί τα πουλούσαν τα μικρά, άλλοι που ήθελαν να πάρουν να έχουν γουρουνάκι, τα πουλούσαν αυτά εδώ, οπόταν είχαν και ένα οικονομικό όφελος. Κατάλαβες;

Π.Ε.:

Μετά η ζωή, βέβαια, με τα κρεοπωλεία άλλαξε πολύ και διευκολύνθηκε.

Ε.Γ.:

Ε, δες ότι ευκολύνθηκε, ευκολύνθηκε, αλλά ήταν ότι έπαιρνες αυτό που χρειαζόσουν εκείνη την ημέρα, ενώ αλλιώς το είχες μόνιμα στο σπίτι σου, ό,τι ώρα θυμόσουν, όποτε ήθελες μπορούσε και έπαιρνες. Ύστερα, ήταν και το άλλο, ότι είχες λεφτά να ψωνίσεις από τα κρεοπωλεία, ήταν αυτό εδώ. Ήταν λίγο δύσκολο.

Π.Ε.:

Απλά, και τότε που δεν υπήρχαν οι καταψύκτες, που υπάρχουν τώρα, όταν σφάζανε ένα γουρουνάκι;

Ε.Γ.:

Σου λέω, αυτές όλες οι παρασκευές που σου είπα, άλλο βρασμένο, άλλο αυτό, όλα, επειδή ήταν μέσα στο λίπος και βρασμένα, δεν χαλούσαν όλον τον χειμώνα.

Π.Ε.:

Και πού τα συντηρούσατε;

Ε.Γ.:

Μες στο σπίτι. Μες στο σπίτι. Κ[00:20:00]αι τι απλά ήτανε λίπος βρασμένο και τα κρέατα που έβραζαν και τις τσιγαρίδες, όλα αυτά ήταν βουτηγμένα μέσα σε πολύ λίπος και δεν… Το λίπος δεν το άφηνε να χαλάσουν. Ύστερα, για τα πρόβατα, που είπαμε, είπαμε, εντάξει, το γάλα και το αυτό και λοιπά, αλλά πιο πολύ τους βοηθούσε το μαλλί. Το κούρευαν την άνοιξη το προβατάκι, αν είχαν ένα ή δυο, εκείνο το μαλλί το έπλεναν, το έκλωθαν. Εκείνον τον καιρό, ο κόσμος όλο φορούσε ρούχα πλεγμένα στο χέρι, μέχρι και φανέλες εσωτερικές πλεγμένες στο χέρι ή στη μαμά μου στη μηχανή, που ήταν η μόνη πλέκτρα του χωριού. Φανέλες, μπλούζες, ζακέτες, πουλόβερ, σκούφους, γάντια, ό,τι μπορείς να φανταστείς, με τα μαλλιά εκείνα των προβάτων, ντυνότανε.

Π.Ε.:

Ένα πρόβατο πόσα πράγματα έβγαζε;

Ε.Γ.:

Ε, όχι, δεν μπορούσε από ένα πρόβατο. Δηλαδή, όταν λέω από ένα πρόβατο δεν γινόταν αυτά εδώ. Φέτος, μπορεί να έκαναν μια μπλούζα και μια ζακέτα, τον άλλο χρόνο, κάτι άλλο, τώρα..

Π.Ε.:

Πρόβατα ήταν πιο εύκολο να έχει κάποιος;

Ε.Γ.:

Ε, ναι, πιο μικρό είναι και πιο εύκολα χορταίνει. Θα το δέσεις σε ένα μέρος εκεί, θα βοσκίσει λίγο, είναι πολύ πιο εύκολο, αλλά όταν λέμε πρόβατα, δεν είχε ο κόσμος κοπάδια, ένα, δύο. Εμένα ο μπαμπάς μου πολύ συνήθιζε τις κατσίκες. Φθάναμε να έχουμε μέχρι και τέσσερεις κατσίκες, γεννούσαν. Γινόταν τέσσερεις, μετά λιγόστευαν. Πάντως, με τις κατσίκες βολευόταν πολύ. Και επειδή είχε βάλει σε αυτόν εδώ τον χώρο, όπως σου είπα πιο πριν, μουριές, γιατί είχε σκοπό να κάνει σηροτροφεία και δεν μπόρεσε να κάνει την υποδομή για να τα κάνει, τις φέρναμε τις κατσίκες εδώ, έκοβε τα κλαδιά ο μπαμπάς μου, τα άφηνε κάτω, οι κατσίκες μασούσαν τα φύλλα και έμεναν μόνο τα κλαδιά. Εκείνα τα κλαδιά τα έκοβε με το τσεκούρι και τα ανάβαμε για να μαγειρεύουμε, δεν πήγαιναν και εκείνα χαμένα. Οι κατσίκες έτρωγαν τα φύλλα και τα κλαδιά τα παίρναμε και τα κάναμε στη φωτιά.

Π.Ε.:

Προσάναμμα.

Ε.Γ.:

Ναι. Ύστερα, με το μαλλί αυτό έβαζαν αργαλειούς. Η τεχνίτρα του χωριού ήταν η θεία μου. Δυο συννυφάδες απέναντι, η μια πλέκτρα, η άλλη υφάντρα.

Π.Ε.:

Το όνομα της θείας σας;

Ε.Γ.:

Χρυσή Γκότση. Έβαζαν αργαλειούς, έκαναν μάλλινα σεντόνια για τον χειμώνα. Τότε, επειδή δεν υπήρχαν κεντρικές θερμάνσεις, τα δωμάτια τα άλλα ήταν κρύα όλα παγωμένα και ήθελαν ζεστά ρούχα και πράγματα. Ήθελαν σεντόνια μάλλινα, κουβέρτες, διαδρόμους, κιλίμια... Ναι, έκαναν πολλά πράγματα. Δηλαδή, εκτός το ότι ορισμένοι που είχαν έβγαζαν το μαλλί από δικό τους πρόβατο, αλλά αναγκαζόταν πολλές φορές και αγόραζαν από αυτούς, γιατί υπήρχαν και μερικοί άνθρωποι που είχανε κοπάδι ολόκληρο, που το είχαν σαν επάγγελμα. Όταν τα κούρευε, αγόραζαν μαλλιά από αυτούς και έκαμναν όλα αυτά τα πράγματα, δηλαδή κουβέρτες, σεντόνια, κιλίμια δεν αγόραζαν. τα έφτιαχναν μόνοι τους, κατάλαβες; 

Π.Ε.:

Ούτε τα μαγαζιά δεν υπήρχαν για να πηγαίνουν να τα αγοράσουν αυτά.

Ε.Γ.:

Όχι καλέ. Ναι... Και, μετά, επειδή οι άνθρωποι ή είχαν αρνί περίσσιο, ή κάνα χοιρινό περίσσιο, ή αγελάδα πιο πολύ, μοσχάρι, και τα ήθελαν να τα πουλήσουν, πολλοί, ήταν διαδεδομένο το επάγγελμα του ζωέμπορου.

Π.Ε.:

Αυτοί υπήρχαν, είχε τέτοιους και στο χωριό;

Ε.Γ.:

Ερχόταν από την Δράμα. Οι ζωέμποροι, αλλά τότε του έλεγαν «τζαμπάζηδες». Ερχόταν το έβλεπαν το ζώο, άρχιζε το παζάρεμα: «Σου δίνω τόσα», «όχι θέλω τόσα» και λοιπά. Τελικά, κατέληγαν κάπου και το έπαιρναν το ζώο. Αλλά αυτοί, ενώ οι άνθρωποι δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν, αυτοί όλοι μα όλοι ξεχώριζαν. Πρώτα απ’ όλα, ήταν όλοι σχεδόν μουστακαλήδες και όλοι φορούσαν μπότες μέχρι το γόνατο, όλοι! Μόλις έβλεπε τέτοιον, με μπότα μεγάλη, έλεγε είναι ζωέμπορος αυτός. Δεν ξέρω, γιατί. Ίσως, επειδή έμπαιναν στα αχούρια, για να μη λερωθούνε και λοιπά;

Π.Ε.:

Αυτό πάντως το «Τσαμπάζη» υπάρχει και σε επίθετο.

Ε.Γ.:

Άλλο εκείνο μπορεί και από το επάγγελμα να έμεινε. Όχι, ερχόταν από την Δράμα ο θείος μου ο Πανάνης, άλλοι ερχόταν από την Δράμα. Ο Αδαμάντιος αργότερα, πιο νέος, εκείνος αργότερα έγινε. Επίσης, από το γουρούνι, ούτε το δέρμα του δεν πήγαινε τζάμπα, είπαμε, μέχρι και τα έντερα τα χρησιμοποιούσαν και τα πάντα όλα. Ούτε το δέρμα του δεν πήγαινε τζάμπα. Ήξεραν έναν τρόπο που το έκαναν ένα υποτυπώδες δέρμα. Το ξέραιναν πως το έκαναν, όχι δέρμα-δέρμα, αλλά πάντως σαν δέρμα, και έκαναν τα λεγόμενα τσαρούχια.

Π.Ε.:

Τα τσαρούχια;

Ε.Γ.:

Όχι αυτά που φορούν οι τσολιάδες. Τσαρούχια πάλι. Εγώ αυτήν τη στιγμή μπορώ να κάνω τσαρούχι, ξέρω πώς τα έκαναν, δηλαδή, πώς το γύριζαν το αυτό το δέρμα και το έκαναν, και το έραβαν, και στα χωράφια όλοι φορούσαν τσαρούχια. Πού παπούτσια να φορέσουνε; Και πολλές φορές και στο καφενείο με αυτά πήγαιναν και μες στο χωριό.

Π.Ε.:

Πώς ήταν αυτά τα τσαρούχια; 

Ε.Γ.:

Πώς να σου δείξω τώρα να σου πω; Ήταν ένα στενόμακρο έτσι πράγμα, το οποίο έκοβαν από εδώ έτσι λοξά και το έραβαν, και από εδώ πίσω το έραβαν. Έμπαινε το πόδι εδώ μέσα και με δυο κορδόνια το έδεναν. Εδώ, έτσι, να σου πω να καταλάβεις. Έτσι κάπως, έτσι κάπως για να μπαίνει, όχι τόσο στενό, βέβαια, τώρα εγώ δεν μπορώ να το κάνω.

Π.Ε.:

Δεν ήταν πολύ μυτερό μπροστά;

Ε.Γ.:

Ήτανε, λίγο μυτερό ήτανε, ήτανε, και εδώ επάνω πάλι με κάτι κορδόνια καμωμένα πάλι από έντερα γουρουνιού πάλι. Πάλι από έντερα ξεραμένα γουρουνιού τα έραβαν εδώ επάνω και από πίσω, σου λέω έτσι. Και από εδώ μετά, πάλι με ένα κορδόνι για να είναι σταθερό στο πόδι.

Π.Ε.:

Τα έντερα, όπου βρίσκαν ευκαιρία τα χρησιμοποιούσαν.

Ε.Γ.:

Τι να κάνουν; Τι να κάνουν, αυτό ήτανε. Είπαμε και για τα γουρούνια, για το πρόβατο είπαμε, για την αγελάδα είπαμε-

Π.Ε.:

Για τα άλογα-

Ε.Γ.:

Κατσίκες, κότες. Τα άλογα, εδώ στο Φωτολίβος σχεδόν δεν υπήρχαν, ήταν μετρημένα τα άλογα, τέσσερα, πέντε άλογα ζήτημα.. Ιδίως τα παλιά χρόνια, σχεδόν και καθόλου δεν ήτανε. Επειδή ήταν κάμπος, πεδινό το μέρος, είχανε αγελάδες, δηλαδή τις δουλειές τους όλες, το όργωμα... Σου λέω, από τόπο σε τόπο πήγαιναν, σε πανηγύρια, σε γάμους, όπου και αν πήγαιναν με το κάρο πήγαιναν, αλλά με αγελάδες. Τα άλογα τα χρησιμοποιούσαν πιο πολύ στα ορεινά χωριά, επειδή οι δρόμοι ανώμαλοι και με πέτρες και με τέτοια η αγελάδα δεν μπορεί να περπατήσει εκεί, ενώ το άλογο περπατάει, και το γαϊδουράκι.

Π.Ε.:

Όπως ακόμα και σήμερα, στον Βώλακα, στην Καλή Βρύση-

Ε.Γ.:

Ναι, εκεί, εκεί υπάρχουν τα άλογα. Να, στην Κορμίστα εγώ που είχα τους δικούς μου εκεί είχανε, εδώ δεν είχε άλογα. Αργότερα, έτσι, εμφανίστηκαν τέσσερα, πέντε, γιατί βόλευε πιο καλά το αλογόκαρο, πιο καλό ήταν.

Π.Ε.:

Το άλογο ήταν και πιο ακριβό;

Ε.Γ.:

Ε, οπωσδήποτε, ήταν πιο ακριβό, οπωσδήποτε. Αλλά όταν λέμε άλογο, εδώ πάλι και τα λίγα αυτά άλογα που ήρθανε δεν τα χρησιμοποιούσαν όπως τα χρησιμοποιούν στα ορεινά χωριά, που τα ανεβαίνουν και πάνε, τα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά και μόνο για τα κάρα. Εγώ δεν είδα άνθρωπο εδώ να ανεβαίνει στο άνθρωπο να… Όχι. Τα χρησιμοποιούσαν μόνο για το κάρο, ενώ στα ορεινά χωριά ανεβαίνουν και περπατούν με εκείνα, ναι.

Π.Ε.:

Κάρα, μέχρι πότε είχε στο χωριό;

Ε.Γ.:

Μέχρι, ξέρω εγώ; Μέχρι πριν 15 χρόνια; Τα τελευταία ήταν…

Π.Ε.:

Το 2005;

Ε.Γ.:

Ε, και εκείνα κάτι λίγα, πολύ λίγα, ένα-δύο που είχαν μείνει... Ναι, κάτι… Τώρα, μέχρι πότε; Πώς να σου πω; Αυτά με τις χρονολογίες δεν τα έχω καλά, δεν τα έχω, γιατί δεν τα, δεν σκεφτόμουν ότι θα χρειαστούν να θυμάμαι πότε έγινε το ένα και πότε έγινε το άλλο;

Π.Ε.:

Συστηματικά, δηλαδή, το αυτοκίνητο πότε άρχισε να μπαίνει στη ζωή και να φεύγει το κάρο; Το '80;

Ε.Γ.:

Ναι, αυτό ακριβώς σου λέω, δεν μπορώ, δεν μπορώ να το σκεφτώ.

Π.Ε.:

Άμα το σκεφτούμε με βάση τη δική σας ζωή, όταν είχατε παιδιά; Εγγόνια; Εντάξει, άμα δεν το θυμάστε δεν πειράζει.

Ε.Γ.:

Όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιοι συγγενείς από την Θεσσαλονίκη ήρθανε που είχαν και δύο παιδιά, έτσι ηλικίας 10 και 12 χρονών, και είχε ο μπαμπάς μου το κάρο τότε. Αυτοί ήρθαν με ΙΧ τότε, από την Θεσσαλονίκη, αυτός ήταν σε καλή κατάσταση. Ήρθαν με το δικό τους αυτοκίνητο. Αυτά τα παιδιά τρελάθηκαν με το κάρο και λένε: «Μπαμπά, να κάνουμε μια συμφωνία;». Λέει: «Τι παιδί μου;». [00:30:00]«Να δώσουμε το αυτοκίνητό μας στον θείο Πασχάλη και να μας δώσουν το κάρο», τόσο πολύ εντύπωση τους έκανε, ναι! Δεν μπορώ, να και από χρονολογίες που έγραψα εδώ μέσα, ορισμένες τις ρώτησα και τις έκανα. Το σχολείο, αυτό τώρα είναι άλλο, αλλά σαν παρένθεση να το πω; Για το σχολείο, που λέγαμε χθες, για το πρώτο σχολείο πότε χτίστηκε. Τώρα, σήμερα μου έβγαλε με αυτήν την εφαρμογή, που σου λέω, ενώ εγώ το καινούριο σχολείο εντελώς έτσι φωτογραφία δεν θυμάμαι να το είχα μέσα στο αυτό, το καινούριο σχολείο και γράφει από κάτω: «Δημοτικό Σχολείο Φωτολίβους, ανέγερση 1912», ενώ έχει το καινούριο σχολείο, πρέπει να είναι η χρονολογία αυτή του παλιού σχολείου, το '12, τότε πρέπει να χτίστηκε το παλιό σχολείο.

Π.Ε.:

Το '15 γίναν τα 100 χρόνια ποιανού σχολείου;

Ε.Γ.:

Γενικά, ότι υπήρχε σχολείο στο Φωτολίβος, όχι συγκεκριμένου σχολείου. Από τη χρονιά που λειτούργησε σχολείο στο Φωτολίβος, χωρίς να υπάρχει κτίσμα. Λειτουργούσε μέχρι και σε ένα σπίτι, σε ένα δωμάτιο ενός σπιτιού, λέει. Μέχρι -και σ' το είπα και χθες-, μέχρι που χώρισαν ένα καφενείο με ένα παραπέτασμα και είχαν το μισό καφενείο για σχολείο. Αυτά θα σ' τα πει η Ευγενία, ο μπαμπάς της τα έχει γραμμένα, εκείνη τα έχει γραμμένα. Όχι, από τη χρονιά που λειτούργησε αυτό και υπάρχει αυτό που σου λέω που έχω τώρα του σχολείου, υπάρχει ένα χαρτί του 1915, υπογραφή ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και λοιπά, μικρά τα γράμματα, δεν μπόρεσα να τα διαβάσω, που έλεγε ότι αρχίζει σχολείο στο Φωτολίβος. Αυτά δεν έγιναν στα κουτουρού οι γιορτές, από το Υπουργείο ήρθε διαταγή και έγινε. Το Υπουργείο διαπίστωσε ότι είναι 100 χρόνια και έστειλε εντολή να γίνει η γιορτή, ναι.

Π.Ε.:

Δεν το ήξερα.

Ε.Γ.:

Και έτσι, ναι. Σου λέω, τώρα από αυτό διαπίστωσα, ότι το παλιό σχολείο χτίστηκε το '12. Και αυτό, το καινούριο, πρέπει να χτίστηκε ή το '68 ή το '69, γιατί θυμάμαι πολύ καλά, επί Χούντας χτίστηκε. Και ο Γιώργος ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό, και τότε μέχρι να χτιστεί το σχολείο, να τελειώσει, έκαναν μαθήματα σε διάφορα μέρη. Νοίκιασαν διάφορα. Και πρέπει ο Γιώργος να πρόφτασε κι έναν χρόνο στην ΣΤ' τάξη να πάει, και το υπολογίζω εκεί, '68 με '69, επειδή χθες δεν μπορέσαμε να το πούμε, το καινούριο αυτό σχολείο. Τώρα, είπαμε με την αυτάρκεια, αλλά... Που δεν πήγαινε τίποτα χαμένο, τέλος πάντων. Για την ανακύκλωση είπαμε... Τώρα, τα μπερδεύουμε την αυτάρκεια με την-

Π.Ε.:

Ανακύκλωση. Δεν πειράζει αφού είναι ένα σχετικό όλο αυτό θέμα.

Ε.Γ.:

Καλά, είπαμε ότι και αυτό ακόμη που στράγγιζαν, το τάιζαν τα γουρούνια. Ύστερα, τι ήθελα τώρα να πω και το ξέχασα;

Π.Ε.:

Για τη φυτική μήπως;

Ε.Γ.:

Όχι, όχι, όχι τη φυτική. Το ότι δεν πήγαινε τίποτε χαμένο. Θα το πούμε και στα καλαμπόκια και στα αυτά, εκεί φαίνεται πιο καλά, αλλά και ένα καρπούζι να καθάριζαν, και ένα φρούτο να καθάριζαν, αυτό δεν πετιότανε.

Π.Ε.:

Η φλούδα.

Ε.Γ.:

Ναι, δεν πετιότανε, έτρωγαν το μέσα και η φλούδα δεν πετιόταν. Την έκοβαν μικρά κομματάκια και πάλι έτσι τετράγωνα-τετράγωνα, και πάλι έτσι με πίτυρο και αυτό το τάιζαν πάλι στα γουρουνάκια. Μέχρι και το τραπεζομάντηλο από το φαγητό, το τίναζαν στις κότες και τσιμπούσαν τα ψίχουλα οι κότες, σε τέτοιο σημείο δεν πήγαινε τίποτα χαμένο.

Π.Ε.:

Βέβαια, ήταν και η φτώχεια σε συνδυασμό με το: «Δεν πήγαινε τίποτα χαμένο», γιατί αν δεν έδιναν αυτά στα ζωάκια, τι θα τους τάιζαν;

Ε.Γ.:

Και πού θα μάζευαν σκουπίδια;

Π.Ε.:

Και πού θα τα πετούσαν τα σκουπίδια;

Ε.Γ.:

Τέλος πάντων, ορισμένα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν έτσι, τα πετούσαν κάθε σπίτι είχε έναν χώρο, άλλοι τον είχαν έτσι, άλλοι τον είχαν γύρω-γύρω, περιορισμένο λίγο με πέτρες, η λεγόμενη κοπριά. Α, δεν είπαμε και το άλλο από τις αγελάδες μέχρι και η κοπριά δεν πήγαινε χαμένη, το είπαμε και χθες. Εκτός που πήγαινε και στα χωράφια, το είπαμε και χθες: στα χωράφια πήγαινε αυτή που μάζευαν τη σκόρπια από εδώ και από εκεί, που μάζευαν οι γυναίκες την κοπριά και με άχυρο μαζί τη ζύμωναν, και μικρές- μικρές μπάλες την κολλούσαν στον τοίχο.

Π.Ε.:

Και τι την κάνανε στον τοίχο;

Ε.Γ.:

Στον τοίχο, στέγνωνε, και μάλιστα από πάνω έκαναν και τρύπες-τρύπες για να στεγνώσουν πιο νωρίς. Όταν στέγνωναν, τις έπαιρναν και τις έκαιγαν στη σόμπα, και μάλιστα αν σε κάθε κοπριά έριχνες λίγο πετρέλαιο, γινόταν το καλύτερο προσάναμμα. Ούτε οι κοπριές από τα ζώα δεν πήγαιναν χαμένες, και όσες... Αυτά γινόταν όταν ήταν η κοπριά, ας υποθέσουμε, πολλή και αυτό. Όπως σκόρπιζε μέσα στο αχούρι ή κάπου αλλού, εκείνη μαζευότανε, εκείνη πήγαινε στα χωράφια. Δεν πήγαινε τίποτα χαμένα. Τα χαρτιά, τι χαρτιά τότε; Ο κόσμος δεν έπαιρνε και πολύ-πολύ εφημερίδες και περιοδικά, αλλά τύχαινε κάτι να πάρουν, κάτι να κάνουν. Ούτε τα χαρτιά δεν πήγαιναν χαμένα, τα έκοβαν τετράγωνα-τετράγωνα κομμάτια και τα κρεμούσαν στις τουαλέτες, δεν είχε τότε χαρτί τουαλέτας. Έψαχναν πού να βρουν χαρτί, και το χαρτί ακόμη δεν πήγαινε χαμένο. Το έκοβαν -εκτός πια αν ήταν κανένα λερωμένο-, το έκοβαν και το κρεμούσαν στις τουαλέτες. Έψαχναν πού να βρουν χαρτί. Κατάλαβες; Όχι σαν τώρα…

Π.Ε.:

Πολυτέλεια.

Ε.Γ.:

Ναι, ναι.

Π.Ε.:

Δεν μας αρέσει το ένα, το άλλο.

Ε.Γ.:

Κατάλαβες τώρα πόσο γινόταν έτσι…

Π.Ε.:

Αυτό με τα σκουπίδια δεν το είχα σκεφτεί ποτέ τι έκανε ο κόσμος τότε τα σκουπίδια.

Ε.Γ.:

Δες, τα σκουπίδια, σου λέω, αυτοί που είχαν ζώα και είχαν κοπριά, θα μπορούσαν να τα πετάξουν, γιατί και τα σκουπίδια θα γινότανε κοπριά, λίπασμα, αλλά αφού μπορούσαν να ταΐσουν και τα ζώα τους, γιατί να τα πετάξουν, αφού ήταν τροφή για τα ζώα, γιατί να τα πειράξουν; Κατάλαβες;

Π.Ε.:

Απλά και τα σκουπίδια αυτά που δεν μπορούσαν να φάνε τα ζώα, βέβαια υπήρχε κάτι τότε; Ούτε χυμούς δεν αγοράζανε.

Ε.Γ.:

Τίποτα, καλέ, δεν είχε τέτοια πράγματα, δεν είχε. Τώρα τελευταία, έγινε, καλά, προτού ξεκινήσει το απορριμματοφόρο εδώ ο Ποιμενίδης ο Δημοσθένης, ο «Λαγός» που τον έλεγαν, με το τρακτέρ του γύριζε και μάζευε τα σκουπίδια, αλλά αυτό έγινε τώρα τελευταία, προτού έρθει το απορριμματοφόρο. Εμείς μιλάμε για παλιά. Ναι.

Π.Ε.:

Το απορριμματοφόρο πότε ήρθε;

Ε.Γ.:

Με πέτυχες τώρα… Όχι ότι δεν θυμάμαι, είμαι πολύ αριθμομνήμων, αλλά απλά σου λέω δεν έβαζα στο μυαλό μου: «Α, τώρα είναι '12 άρχισε αυτό ή είναι '15 άρχισε το άλλο», εκτός αν κάποιο γεγονός μου το θυμίζει, μόνον έτσι. Αυτά, λοιπόν, είπαμε είναι η αυτάρκεια ως προς το κρέας. Γενικώς, ως προς τη διατροφή, όχι κρέας, είπαμε και τα αβγά και όλα τα άλλα. Αλλά υπήρχε και η αυτάρκεια η φυτική, η φυτική, η φυτική αυτάρκεια. Πρώτα απ’ όλα, το βασικότερο ήταν το σιτάρι, έτσι; Ε, καλά, το καλλιεργούσαν... Παλαιότερα το αλώνιζαν σε αλώνι προσωπικό, εγώ το θυμάμαι, πρόφτασα αλώνι. Δεν ξέρω αν θες να κάνω την περιγραφή.

Π.Ε.:

Ναι, ναι, ναι.

Ε.Γ.:

Τώρα, στο κεφάλαιο με το σιτάρι τα γράφω όλα και τα σύνεργα που χρησιμοποιούσαν, τα περιγράφω και τα λέω με τα ονόματά τους, και όλα, αλλά τώρα δεν θα κάνουμε τόσο πολύ. Ένα κομμάτι, ο μπαμπάς μου θυμάμαι, εδώ, μετά από το σπίτι του Γιώργου, επειδή όλο αυτό ήταν του μπαμπά μου... Ένα κομμάτι το ίσιαζαν όσο μπορούσαν, με τα φτυάρια, με τα αυτά, το πατούσαν. Το έβρεχαν, το ξαναπατούσαν, το έβρεχαν και γινόταν σαν τσιμέντο αυτό το πράγμα το στρόγγυλο. Έφερναν τα δεμάτια, ξέρεις τι είναι δεμάτι; Αχ, αυτοί οι νέοι, αυτοί οι νέοι, να, εγώ γι’ αυτό τα έγραψα όλα για τα εγγόνια!

Π.Ε.:

Τι είναι τα δεμάτια;

Ε.Γ.:

Το σιτάρι το θέριζαν με το δρεπάνι.

Π.Ε.:

Ναι, το δρεπάνι το ξέρω.

Ε.Γ.:

Το σιτάρι το θέριζαν με το δρεπάνι, στο ένα χέρι είχαν το δρεπάνι και στ' άλλο χέρι είχαν ένα ξύλινο γάντι. Ένα ξύλινο γάντι, που είχε έτσι και μεγάλα νύχια, σαν νύχια, δηλαδή, μεγάλα. Έπιαναν μια ποσότητα σταριού, όπως είναι το στάρι με τα καλάμια του, με τα στελέχη του, και το έκοβαν, το άφηναν, έκοβαν, το άφηναν, γινόταν μια ποσότητα και αυτήν πάλι με στάχια την έδεναν και γινόταν ένα μάτσο, το λεγόμενο-

Π.Ε.:

Δεμάτι.

Ε.Γ.:

Δεμάτι. «Παλαμαριά» λεγόταν αυτό το γάντι το ξύλινο, «παλαμαριά». Γινόταν δεμάτι, αράδιαζαν-αράδιαζαν στο χωράφι τα δεμάτια... Μετά, όμως, τα έκαναν τα λεγόμενα «ντουκουρτζούμια», πολλά είναι τούρκικες λέξεις. Δηλαδή, σταυρωτά τέσσερα, έτσι και έτσι, έτσι και έτσι τέσσερα και ξανά τέσσερα, τέσσερα, δεκάξι, και ένα στην κορυφή, δεκαεφτά. Τα στάχια από μέσα, τέσσερα-τέσσερα, τα στάχια να είναι από μέσα, και από πάνω... [00:40:00]Αυτό ήταν η μικρή θημωνιά, τα «ντουκουρτζούμια» τα λεγόμενα, γιατί δεν μπορούσαν να αφήσουν τα δεμάτια έτσι στο αυτό. Και αφού τελείωνε όλο το θέρος σε διάφορα χωράφια, τα μάζευαν εκεί στο χωράφι του αλωνιού, στο αλώνι. Σου είπα, αφού το έκαναν σαν τσιμέντο, απ' τα πολλά πατήματα και βρεξίματα, άνοιγαν τα δεμάτια και τα άπλωναν μέσα εκεί, έτσι απλωμένα τελείως. Και υπήρχε ένα εργαλείο που λεγόταν «τοκάνα», ήταν στενόμακρο σανίδι που ήταν μπροστά λίγο ανασηκωμένο και από κάτω είχε όλο φυτεμένα τσακμακόπετρες. Είναι κάτι καφέ έτσι μυτερές τσακμακόπετρες. Και έζευαν τα ζώα μπροστά σε αυτήν τη «τοκάνα», ανέβαινε και ο γεωργός επάνω στην «τοκάνα» και τα κατηύθυνε τα ζώα, και γύριζαν γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, και όπως πατούσαν τα ζώα με τα πόδια τους, και η «τοκάνα» με αυτές τις πετρούλες τις τσακμακόπετρες, τριβόταν αυτό όλο και διαλυόταν. Μέχρι πια που γινόταν σπυρί, σιτάρι και άχυρο. Μέχρι εκεί γύριζαν και γύριζαν και γύριζαν. Αλλά όταν ήταν επάνω στην «τοκάνα», όποιος το οδηγούσε, και η μαμά μου και γυναίκες το οδηγούσαν δεν ήταν τίποτε, είχαν μαζί τους και ένα φτυάρι. Μόλις σήκωνε η αγελάδα την ουρά της, δείγμα ότι θα αφοδεύσει, έβαζαν το φτυάρι από κάτω για να μην πέσει μέσα στο σιτάρι. Και αυτό εκεί το μάζευαν μετά όλο μία η «κουμούλα» και περίμεναν πότε θα φυσήξει να το λιχνίσουν, το λεγόμενο «λίχνισμα», το σήκωναν και το άφηναν και από τον αέρα σχεδόν τα άχυρα έφευγαν σε μια μεριά, και έμενε το σιτάρι. Βέβαια, το σιτάρι είχε μέσα χίλια-δυο, όχι όπως τώρα καθαρό. Και-

Π.Ε.:

Ολόκληρη διαδικασία. 

Ε.Γ.:

Διαδικασία δεν λες τίποτα, και αυτό τώρα σε μια μέρα ένα αλώνι δεν έβγαζε πολλή ποσότητα. Την άλλη μέρα έπρεπε άλλο, την άλλη άλλο και πόσες μέρες πήγαινε το αλώνισμα και εγώ δεν ξέρω. Τέλος πάντων, το λίχνιζαν, το λίχνιζαν, το άχυρο αλλού, το σιτάρι αλλού, το σιτάρι το μάζευαν και το άχυρο το πήγαιναν, και το άχυρο δεν πήγαινε χαμένο. Το αποθήκευαν μέσα στον αχυρώνα και το τάιζαν τον χειμώνα. Μετά, ήρθαν οι θεριστικές μηχανές, αλλά μόνο θέριζαν, δεν έκαναν τίποτε άλλο. Και αυτό, όμως, ήταν μια ευκολία, γιατί είχαν γλιτώσει το θέρισμα. Μετά από εκείνο, ήρθαν οι κουμπίνες οι λεγόμενες, που και το θέριζαν και το αλώνιζαν, αλλά πάλι το άχυρο από πίσω το μάζευαν, αλλά πλέον δεν το μάζευαν έτσι χύμα, έκαναν τα κάρα τους με ψηλά «παραπέτια», τον πρώτο καιρό, και εκεί μέσα γέμιζαν το άχυρο και εμείς παιδιά μπαίναμε και το πατούσαμε για να πάρει πολύ. Το έδεναν μπάλες και το κουβαλούσαν σαν μπάλες, για να πιάσει και λιγότερο χώρο και να κουβαληθεί και πιο εύκολα. Αλλά πριν να 'ρθουν οι κουμπίνες, ξέχασα, ήταν οι πατόζες οι λεγόμενες και έκαναν σε ένα ορισμένο μέρος το αλώνι. Έτσι το έλεγαν, αλώνι. Ο κάθε νοικοκύρης κουβαλούσε όλα του τα σιτηρά και έκανε μια θημωνιά, δυο θημωνιές; Θημωνιά είναι αυτό που βλέπεις, τα δύο ψηλά που βλέπεις. Μία θημωνιά, δύο θημωνιές; Αναλόγως με τι σιτάρι είχε. Ο κάθε νοικοκύρης έκαμνε στη σειρά, δυο σειρές από εδώ και από εκεί. Και έμπαινε η μηχανή στη μέση και ειδοποιούσε: «Αύριο το πρωί θα έχει σειρά ο Κώστας», όπου έφθανε η μηχανή. Ε, και πήγαιναν εκεί με τα σακιά, αλώνιζε η μηχανή σε μια μεριά έβγαζε το άχυρο, σε μια άλλη μεριά έβγαζε το σιτάρι. Οπόταν, έπαιρνε το σιτάρι ο γεωργός, αλλά κουβαλούσε και το άχυρο στο σπίτι, να μην πάει και το άχυρο χαμένο. Οπόταν, τώρα μετά το σιτάρι, ξέρουμε πόσα πράγματα γίνονται. Γινόταν αλεύρι και από το αλεύρι μετά, όχι ψωμιά, όχι ζυμαρικά, χυλοπίτες, κους-κους, τραχανάδες, πίτες, άλλες πρόχειρες παρασκευές, λαλαγγίτες, πράγματα. Είχαν εξασφαλίσει αυτό το πράγμα, ό,τι γίνεται με αλεύρι, το είχαν εξασφαλισμένο, αλλά το άχυρο δεν πήγαινε χαμένο και αυτό τελείωνε χωρίς να καταστραφεί τίποτε.

Π.Ε.:

Μία ερώτηση να σας κάνω-

Ε.Γ.:

Ναι.

Π.Ε.:

Ένας για να έχει αυτάρκεια στο αλεύρι, πόσα στρέμματα έπρεπε να καλλιεργεί;

Ε.Γ.:

Από στρέμματα δεν ξέρω, αλλά ανάλογα με την οικογένεια. Τώρα, τι να πω; Μια οικογένεια με τέσσερα άτομα, πόσες οκάδες χρειαζόταν τότε για να περάσει; Τώρα, παιδί εγώ, πώς να ξέρω να υπολογίσω; Που τα ζούσα αυτά.

Π.Ε.:

Όσο μεγαλώνατε μήπως;

Ε.Γ.:

Δεν ξέρω, πόσες…

Π.Ε.:

Δέκα στρέμματα αρκούσαν; Γιατί δεν είναι όπως τώρα που έχουν τα στρέμματα φτιάχνουν και τόσα μηχανήματα. Τότε, δέκα στρέμματα πιστεύω θέλαν πόση δουλειά-

Ε.Γ.:

Ναι, οπωσδήποτε.

Π.Ε.:

Και όλη αυτήν τη διαδικασία.

Ε.Γ.:

Πρώτα απ’ όλα, δεν είχαν πολλά στρέμματα. Οι πιο πολλοί είχαν είκοσι πέντε με τριάντα στρέμματα, μη κοιτάς τώρα που αγοράσαν και οι πιο πολλοί και έχουν πολλά. Ο κλήρος ο κανονικός ήταν τριάντα στρέμματα τότε, οπόταν αν έβαζαν δέκα στρέμματα σιτάρι έπρεπε να βάλουν και καλαμπόκι, έπρεπε να βάλουν και βαμβάκι, πιθανόν δέκα στρέμματα να έβαζαν, δεν ξέρω. Μη μου πεις, υπήρχαν και μερικοί που δεν μπορούσαν να βγάλουν τον χρόνο με δικό τους σιτάρι, δεν τους έφθανε, εξαρτάται με τα χωράφια που είχαν-

Π.Ε.:

Και υποχρεώνονταν αλλού;

Ε.Γ.:

Αγόραζαν, αναγκαζόταν να αγοράσουνε. Αυτά με το σιτάρι. Το σιτάρι πια ήτανε η βάση, το ψωμί, η βάση.

Π.Ε.:

Βέβαια.

Ε.Γ.:

Ναι.

Π.Ε.:

Από λαχανικά;

Ε.Γ.:

Τώρα θα σου πω. Με το αυτό, ξέρεις, ζύμωνε η νοικοκυρά... Τώρα, μπαίνουμε και σε έθιμο τώρα, τα μπερδεύουμε-

Π.Ε.:

Δεν υπάρχει πρόβλημα.

Ε.Γ.:

Ζύμωνε η νοικοκυρά, που λες, για μια εβδομάδα περίπου, τόσο έκανε το ψωμί, ξεραινόταν, έκανε, αλλά δεν μπορούσαν να ζυμώνουν και κάθε μέρα. Συνέβαινε, όμως, την τελευταία μέρα που θα ζύμωνε να τελείωνε το ψωμί. Πήγαινε και έπαιρνε δανεικό απ' τη γειτόνισσα, μισό ψωμί, πόσο της χρειαζόταν, δανεικό. Αυτό συνηθιζόταν πάρα πολύ, γιατί δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν πότε ακριβώς θα ζυμώσουν. Της έδινε δανεικό η γειτόνισσα, αλλά αν και εκεινής ήταν λίγο και τελείωνε και εκεινής, ένα κομμάτι θα κρατούσε οπωσδήποτε. Θα έδινε στη γειτόνισσα, αλλά έστω και μία φέτα, μια βούκα, θα κρατούσε η γειτόνισσα. Δεν έπρεπε να μείνει το σπίτι χωρίς ψωμί καθόλου. Αυτό εδώ. Και όταν ζύμωνε μετά η γειτόνισσα της πήγαινε πίσω το… Και μάλιστα το κανόνιζαν έτσι για να έχουν και φρέσκο ψωμί πιο συχνά, κατάλαβες; Όταν έπαιρνε η μια γειτόνισσα την άλλη, της το έπαιρνε ξερό, της πήγαινε φρέσκο μετά, ζεστό, ναι, και γινόταν έτσι. Επίσης, δανειζόταν και πολύ τη μαγιά -τη μαγιά του ψωμιού. Συνέβαινε καμιά φορά να χαλάσει για κάποιον λόγο, να κάνει, πήγαινε έπαιρνε τη μαγιά από την γειτόνισσα και φυσικά μετά της την επέστρεφε, αλλά πάλι η γειτόνισσα ένα κομματάκι μαγιά θα κρατούσε. Είναι έθιμο αυτό, δεν έπρεπε το σπίτι χωρίς μαγιά και χωρίς ψωμί, καθόλου.

Π.Ε.:

Έχετε μήπως κάποια συνταγή συγκεκριμένη να μας πείτε που γινόταν με το αλεύρι; Όχι του ψωμιού, μια συνταγή... Ή και του ψωμιού, άμα θέλετε, αλλά δεν πιστεύω ότι-

Ε.Γ.:

Μπα, τι; Το ψωμί δεν είναι κάτι αυτό. Ε, τι άλλο; Τώρα, σαν μεγάλη που άρχισα να μαγειρεύω πολλά πράγματα κάνουμε, αλλά τότε δεν έκαναν… το πιστεύεις ότι πολλές φορές από βιασύνη και επειδή είπαμε ότι όταν άναβαν φούρνο, τότε έπρεπε να κάνουν και την πίτα και αυτό, Δεν μπορούσαν και να ζυμώσουν και να ανάψουν τον φούρνο και να φουρνίζουν και να κάνουν και φύλλα. Αναγκαστικά, από το ζυμάρι εκείνο του ψωμιού, έκαναν ένα χοντρό φύλο, ένα χοντρό φύλλο κάτω, έβαζαν το τυράκι το ωραίο από την αγελάδα, από την κατσίκα, με βούτυρο, επίσης, σπιτικό που μοσχομύριζε και από πάνω μετά ξαναέβαζαν ένα άλλο χοντρό φύλλο, και γινόταν αυτή η πίτα, γιατί δεν έφθανε ο χρόνος να προφτάσουν να ανοίξουνε και φύλλα.

Π.Ε.:

Λογικό.

Ε.Γ.:

Και πάλι όταν φούρνιζαν το ψωμί, έκαναν και μία ή δύο, τώρα τις λέμε λαγάνες. Σε κάθε ζύμωμα η νοικοκυρά για να βγάλει πιο μπροστά έκαμνε ή μία ή δύο λαγάνες, αλλά τότε τις έλεγαν «φουρνόπιτες», «φότλες»... Και επειδή αυτές ήταν λεπτές σε λίγα λεπτά γινότανε, γιατί το ψωμί ήθελε μία ώρα και δέκα λεπτά να ψηθεί. Κρατούσαμε ρολόι, μία ώρα και δέκα λεπτά. Αυτές γινότανε σε δεκαπέντε, δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Όταν τις έβγαζαν ζεστές-ζεστές από τον φούρνο, τις έσπαζαν με το χέρι, όχι με το μαχαίρι, τις άνοιγαν στη μέση και έβαζαν βούτυρο αγελαδινό. Δεν μπορείς να φανταστείς τι νοστιμιά, ναι. Όλα αυτά από το σιτάρι. Να, σου είπα δυο συνταγές: μια πίτα χωρίς φύλλα και αυτό εδώ τη λαγάνα. Ναι.

Π.Ε.:

Δεν βάζατε μέσα τίποτα τυριά, κασέρια και τέτοια;

Ε.Γ.:

Όχι.

Π.Ε.:

Μόνο αυτό το βούτυρο.

Ε.Γ.:

Το βούτυρο. Ε, το τυρί υπήρχε ήδη στη πίτα που θα έβγαινε σε λίγο. [00:50:00]Εκεί το βούτυρο στη λαγάνα, το βούτυρο ήταν το κάτι άλλο, ναι.

Π.Ε.:

Ωραία. Τι άλλο σχετικά με αυτό; Σχετικά με αυτά τα φυτικά έτσι θέλετε να μου πείτε κάποια λαχανικά;

Ε.Γ.:

Α, ναι, όχι μόνο λαχανικά. Έχουμε και το καλαμπόκι, έχουμε και το βαμβάκι, έχουμε χίλια-δυο πράγματα το καθένα. Έχουμε και το αμπέλι. Έχουμε και το αμπέλι. Εδώ στη σειρά έχω και το αμπέλι-

Π.Ε.:

Εδώ πέρα είπαμε εσείς που-

Ε.Γ.:

Οι Θρακιώτες και συγκεκριμένα οι Ορτακιανοί, αυτοί πιο πολύ, και είχαν και μερικοί Τράκατζηδες, γιατί προφανώς και αυτοί μπορεί να είχαν στην πατρίδα τους, αλλά το 90%, μπορώ να πω, ήταν από τους Ορτακιανούς, γιατί αυτά είχαν και στην πατρίδα τους. Ε, γι’ αυτό τι να πω; Είχαν όλοι από δύο στρέμματα, τα χωράφια αυτά ήταν όλα δύο στρέμματα που τα έκαναν αμπέλια. Σαν χωράφια τους τα έδωσαν, αλλά επειδή ήταν κατάλληλο το έδαφος, ήταν λίγο επικλινές, τέτοιο θέλει το αμπέλι, το έβαλαν αμπέλια. Και από αυτά τώρα έκοβαν και έτρωγαν, ο μπαμπάς μου και οι άλλοι έκαναν λίγο κρασί, αν χρειαζόταν έκαναν λίγο τσίπουρο. Αυτά τα πράγματα από το αμπέλι, αυτό έκαμναν. Αλλά ένα έθιμο και εδώ.

Π.Ε.:

Για το σταφύλι.

Ε.Γ.:

Ναι, ένα έθιμο και με το αμπέλι. Ο προστάτης των αμπελουργών είναι ο Άγιος Τρύφωνας, για τον οποίο ξέρω και ιστορία, γιατί είναι προστάτης, κατά την παράδοση. Και την ημέρα του Αγίου Τρύφωνος, που είναι στις 2 Φεβρουαρίου, αν δεν κάνω λάθος, ναι, αυτοί που είχαν αμπέλια το γιόρταζαν πολύ, πήγαιναν στην εκκλησία και μετά πήγαιναν στο αμπέλι και κλάδευαν τρία κλήματα. Δεν είναι ο καιρός του κλαδέματος, αλλά επειδή ήταν του Αγίου Τρύφωνος κλάδευαν τρία κλήματα. Δεν ξέρω γιατί. Και μετά στον καιρό τους κλάδευαν τα υπόλοιπα, αλλά του Αγίου Τρύφωνος το γιόρταζαν πάρα πολύ.

Π.Ε.:

Ολόκληρο το κλήμα ή τρία κλαδάκια;

Ε.Γ.:

Όχι, τρία κλήματα από τα οποία κλάδευαν ό,τι έπρεπε να κλαδευτεί. Ό,τι έπρεπε να κλαδευτεί, κλάδευαν τρία κλήματα με αυτό εδώ, γιατί ήταν ο προστάτης των αμπελουργών ο Άγιος Τρύφωνας. Θέλεις να σου πω την ιστορία; Λοιπόν, ναι, της Υπαπαντής, που είναι μια μέρα πριν, πήγαινε η Παναγία με τον Χριστό να σαραντίσει, ήταν ακριβώς οι σαράντα μέρες μετά το αυτό, να σαραντίσει, και η μητέρα του Τρύφωνα, ενός αμπελουργού, την κορόιδεψε: «Σιγά, πας και εσύ να σαραντίσεις με το παιδί χωρίς πατέρα». Μάλιστα είπε άλλη κουβέντα, να μην την πω έτσι, «με το παιδί χωρίς πατέρα». Και λέει και η Παναγία: «Εμένα, μη με κοροϊδεύεις εμένα, πήγαινε στο αμπέλι να δεις τον γιο σου που έκοψε τη μύτη του». Μπα, αυτή τρελάθηκε, άρχισε να τρέχει, πήγε στο αμπέλι, βρίσκει τον γιο της, καλά. «Α -λέει-, καλά είσαι, και μένα η Μαρία μου είπε ότι έκοψες τη μύτη σου». «Έλα, βρε μάνα -λέει-, εγώ έτσι κλαδεύω, δεν κλαδεύω έτσι», και με το «δεν κλαδεύω», έτσι με την κίνηση που έκανε έκοψε τη μύτη του. Τώρα, αυτά είναι παράδοση φυσικά, δεν είναι αυτά. Και από τότε, λέει, γιορτάζουν τον Άγιο Τρύφωνα οι αμπελουργοί, έγινε ο προστάτης τους.

Π.Ε.:

Όσον αφορά αυτό με το σταφύλι, αφού μιλάμε για το σταφύλι, θέλετε να μου πείτε και το άλλο με του Σωτήρος;

Ε.Γ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι! Θα το έλεγα τώρα. Λοιπόν, δεν ξέρω γιατί δεν μας -και να ωρίμαζαν πιο νωρίς τα σταφύλια-, δεν μας άφηναν πριν τις 6 Αυγούστου, που είναι του Σωτήρας, της Μεταμορφώσεως, να φάμε σταφύλι. Εκείνη την ημέρα, έκοβαν μερικά τσαμπιά -ακόμα το κάνουν μερικές γυναίκες και τώρα-, έκοβαν μερικά τσαμπιά και τα πήγαιναν στην εκκλησία. Και εκεί τα διάβαζε ο παπάς, υπάρχει ειδική ευχή για αυτό το πράγμα, και μετά αφού διαβαζόταν τα σταφύλια και μετά μπορούσαμε να φάμε. Εγώ επηρεάστηκα πολύ.

Π.Ε.:

Το έχετε μεταφέρει και στα παιδιά σας αυτό;

Ε.Γ.:

Όχι, εκείνα δεν το κάνουν, όχι. Αλλά εγώ δεν ξέρω από τη στιγμή που... Ε, είναι λίγο ωριμασμένα. Εκεί που κάνω υπομονή, θα κάνω άλλες δέκα μέρες, δεν χάλασε ο κόσμος. Έτσι μου έμεινε, δεν ξέρω, μένουν μερικά πράγματα, κακά τα ψέματα μένουν, ναι, ναι.

Π.Ε.:

Αυτό το έκανε η οικογένειά σας;

Ε.Γ.:

Το έκανε, βέβαια, το έκανε. Και ο πιο πολύς κόσμος. Αυτοί ειδικά που είχαν αμπέλια, το έκανε ο πιο πολύς κόσμος. Και μετά πήγα στον παπά και του ζήτησα πώς θα γίνει να έχω την ευχή αυτή, και μου έδωσε το ανάλογα βιβλίο και την έγραψα και την έχω τώρα την ευχή. Ναι. Αυτά για τα αμπέλια.

Π.Ε.:

Ωραία, να αρχίσουμε το καλαμπόκι;

Ε.Γ.:

Ναι. Να δούμε τώρα.

Π.Ε.:

Καλαμπόκι ή βαμβάκι ό,τι θέλετε.

Ε.Γ.:

Να δούμε τώρα, ας πούμε, για το καλαμπόκι αυτό, εντάξει, θυμάμαι δεν έχω τίποτα. Ναι, και μια καλλιέργεια που καλλιεργούσαν εδώ φυσικά ήταν το καλαμπόκι. Αυτό, όταν μεγάλωνε πια και αναπτυσσόταν το φυτό, έβγαζε από το πλάι τον καρπό, το λεγόμενο «κουμπάκι», έτσι το έλεγαν, ο καρπός που ήταν. Και λίγο πιο ψηλά, μία κορυφή με μια φούντα από πάνω, φούντα από πάνω -τώρα αυτό το λέω γιατί έχει σημασία. Όταν άρχιζαν να γίνονται τα καλαμπόκια, να ωριμάζουν, δηλαδή, να είναι για συγκομιδή, πήγαιναν πρώτα και έκοβαν αυτό το κομμάτι που είχε την φούντα, δηλαδή πάνω από το σημείο του καρπού. Αυτή η φούντα ήταν πιο ψηλά, ακριβώς πάνω από το σημείο του καρπού κουβαλούσαν αυτήν τη φούντα. Την πήγαιναν σπίτι, αυτήν τη φούντα -γιατί θα σου πω και συνέχεια. Μετά, σε δεύτερη φάση, ξαναγύριζαν στο χωράφι και με το χέρι έσπαζαν έναν-έναν καρπό από κάθε ρίζα. Αυτό το καλαμπόκι με την αυτή του. Τώρα, πράσινα που ψήνουν και τρώμε τα βλέπεις πώς είναι, αλλά όταν ωριμάσουν γίνονται κίτρινα αυτά τα αυτά. Ένα-ένα τα μάζευαν, τα φόρτωναν στα κάρα και τα έφερναν στις αυλές των σπιτιών και τα έκαναν μια στοίβα. Με το χέρι, μετά, μαζευόταν γύρω-γύρω, και με το χέρι έβγαζαν αυτήν τη φλούδα και καθάριζε ο καρπός από μέσα. Τον πετούσαν σε μία στοίβα και σε άλλη στοίβα πετούσαν αυτά τα φλούδια, τα οποία λεγόταν «σάφαλα», έτσι τα έλεγαν, «σάφαλα». Τα κρατούσαν και αυτά τα «σάφαλα» και τις κορυφές που έκοψαν και αυτά εδώ τα αποθήκευαν στον αχυρώνα και ήταν μια πολύ καλή τροφή για τον χειμώνα για τα ζώα, για τις αγελάδες επιπλέον, ναι. Και, μετά, έτσι όπως ήτανε αυτά τα στελέχη που έμεναν, δεν μπορούσαν να μείνουν, γιατί δεν μπορούσε να οργωθεί το χωράφι με τα αυτά, πήγαιναν ένα-ένα αυτά τα στελέχη και τα έκοβαν και τα έφερναν και αυτά στο σπίτι. Τα χρησιμοποιούσαν ή για να μαγειρέψουν, γιατί τότε στο τζάκι με τα ξύλα μαγείρευαν, ή στον φούρνο να τα κάψουν, ή όσα ήταν καλά έκαναν κάτι ωραιότατους φράχτες! Όσα ήταν γερά και αυτά, κάτι φράχτες, τώρα αυτήν τη στιγμή αν έχω μπορώ να κάνω φράχτη, γιατί θυμάμαι πώς τον έκαμνε ο μπαμπάς μου. Και μάλιστα μετά από πάνω, γιατί άλλα ήταν λίγο πιο ψηλά, άλλα πιο χαμηλά, από πάνω τα έκοβε σε ίσια γραμμή.

Π.Ε.:

Να φαίνεται όμορφο.

Ε.Γ.:

Ναι, να φαίνεται όμορφο. Πολύ ωραίους φράχτες έκαναν που κρατούσαν αρκετά χρόνια. Είναι γερό, το στέλεχος αυτό του καλαμποκιού είναι γερό, γυαλιστερό και σκληρό. Ανάμεσα, αν κανένα χαλούσε, το συμπλήρωναν τον άλλον χρόνο και λοιπά. Και, μετά, όταν έτριβαν τα καλαμπόκια για να βγάλουν τα σπυριά τους από πάνω, πάλι με το χέρι γινόταν αυτή η δουλειά. Και υπήρχαν τρεις τρόποι: ή με δύο καλαμπόκια το ένα με το άλλο τρίβοντας, ή το κρατούσαν όρθιο και με το σκεπάρνι έτσι το έγδερναν, ή γύριζαν την «τοκάνα», που σου είπα, με τις πέτρες, τη γύριζαν ανάποδα και εκεί επάνω έτριβαν το καλαμπόκι και έβγαιναν τα σπυριά. Το κοτσάνι που έμενε από μέσα δεν πετιότανε. Εκείνο το κοτσάνι θα το έκαιγαν ή για το φαγητό ή στη σόμπα, καιγόταν πάρα πολύ ωραία στη σόμπα. Οπόταν-

Π.Ε.:

Δεν χανόταν τίποτα.

Ε.Γ.:

Όλα τακτοποιηθήκαν, άλλα στον αχυρώνα για τροφή, άλλα για το μαγείρεμα και για φράχτη, και άλλα για τη σόμπα. Τίποτα απολύτως. Και, μετά, εκείνο το καλαμπόκι επειδή είχε οπωσδήποτε λίγη υγρασία έστρωναν κουρελούδες, αυτά, ό,τι είχανε και το άπλωναν εκεί να στεγνώσει, αλλά ήταν τόσο λιγοστά τα προϊόντα τότε που έτσι όπως τα άπλωναν και μετά χρειαζόταν ανακάτεμα έτσι και ξέφευγαν και έφευγαν πέντε, έξι σπόροι από το καλαμπόκι έξω, το μάζευαν και το ξανάβαζαν επάνω, μη τυχόν χαθούν πέντε, έξι σπόροι. Σε τέτοιο σημείο. Ναι. Και, ύστερα, από το καλαμπόκι, άλλο πουλούσαν, το καλαμπόκι φυσικά το πιο πολύ πουλούσαν, άλλο κρατούσαν για τα ζώα-

Π.Ε.:

[01:00:00]Τότε, πού το πουλούσαν; Για άλλα ζώα;

Ε.Γ.:

Ε, υπήρχαν και άνθρωποι φαίνεται που αγόραζαν και το πουλούσαν για άλλα ζώα, μήπως και για αλεύρι; Δεν ξέρω, γιατί; Πάντως, υπήρχαν άνθρωποι που αγόραζαν. Τη μία ποσότητα την έκαμναν και αλεύρι, γιατί με αυτό έκαναν τη μπομπότα, το «κατσαμάκι» το λεγόμενο.

Π.Ε.:

Τι είναι το «κατσαμάκι»;

Ε.Γ.:

Το «κατσαμάκι» το έβραζαν, αυτό το καλαμποκίσιο το αλεύρι το έβραζαν, γινόταν ένα πράγμα σαν πηχτός χυλός, το άδειαζαν μέσα σε ένα ταψί, μια πιατέλα, τέλος πάντων, έκαναν γουβίτσες-γουβίτσες και εκεί μέσα, από πάνω το περιέχυναν με χοιρινό λίπος. Και γέμιζαν αυτές οι γουβίτσες με το χοιρινό λίπος και μετά, με το κουτάλι, το έτρωγαν. «Κατσαμάκι», έτσι λεγόταν. Πολύ συχνά το έκανε ο κόσμος, τι… Οπόταν, και σαν αλεύρι το χρησιμοποιούσαν, και σαν τροφή των ζώων, και ό,τι χρειαζόταν το πουλούσαν. Αλλά, ξέρεις, και τι άλλο έκαναν; Το έβραζαν στην κατσαρόλα μέσα αυτό το σπυρί, το έβραζαν και με λίγη ζάχαρη το έτρωγαν, σαν γλυκό θες, σαν γλύκισμα, όπως θες πες το, το έτρωγαν με το αυτό. Μέχρι και πάνω στη σόμπα το έψηναν αυτό το καλαμπόκι και το έτρωγαν έτσι, σαν στραγάλια, σαν...

Π.Ε.:

Με λίγο αλατάκι.

Ε.Γ.:

Ναι. Εκείνο που έκαναν -καλά, μετά έχω και για τα ρεβίθια, πιο πολύ εκείνα έψηναν. Και έτσι και από το καλαμπόκι δεν πήγαινε τίποτα χαμένο, ούτε καν μια σταλίτσα. Μετά, έχουμε το βαμβάκι. Και εκείνο πάλι, καλά, εκτός που παίρνουμε το βαμβάκι, αλλά το βαμβάκι ο ίδιος ο νοικοκύρης δεν μπορεί πολλή ποσότητα να χρησιμοποιήσει, το πολύ-πολύ τα πρώτα χρόνια έβγαζαν τα κουκούτσια, όπως είπα εγώ το έκανε η μαμά μου, αυτό, όμως, θα το έκαναν σπάνια. Έβγαζαν τα κουκούτσια και τα έκλωθαν να πλέξουν κάτι καλοκαιρινό και τέτοιο. Αναγκαστικά το βαμβάκι από μια ζωή πουλιόταν, πουλιόταν. Αλλά έπρεπε να μαζευτεί, με τα χέρια το μάζευαν το βαμβάκι τότε. Μέρες να κάνουν εκεί να το μαζεύουν, και μάλιστα όταν έπιαναν τα κρύα και δεν είχαν ανοίξει ακόμα εντελώς καλά τα βαμβάκια, τώρα για να ανοίξουν τα ρίχνουν και φάρμακο και ανοίγουν, τότε δεν είχε τέτοια πράγματα, όταν δεν ήταν καλά ανοιχτά, δεν μπορούσαν να πάνε, έπεφταν και πάχνες και βροχές και αυτά, να τα περιμένουν να ανοίξουν, τα μάζευαν έτσι μισανοιγμένα και τα έφερναν στα σπίτια, και μαζευόταν παρέες και καθόταν και τα άνοιγαν μέσα στο σπίτι για να μην είναι έξω στο κρύο. Ε, βέβαια, αυτό το βαμβάκι πήγαινε για το εμπόριο, δηλαδή είχαν όφελος από τα χρήματα που έπαιρναν. Αλλά τις ρίζες που έμεναν στο χωράφι, πάλι επειδή δεν μπορούσαν να τις οργώσουν, και επειδή χρειαζόταν, τις θέριζαν, τις κουβαλούσαν και τις έκαιγαν στον φούρνο. Γιατί εμείς εδώ δεν είμαστε ορεινό χωριό να έχουμε πουρνάρια και τέτοια. Εγώ όταν πήγαινα στην Κορμίστα από έξω, ακόμα μύριζε πουρνάρι καμένο, γιατί αυτοί παντού χρησιμοποιούσαν το πουρνάρι: και στα καζάνια τους για την πλύση, και στους φούρνους και παντού. Ερχόταν εδώ και γελούσαν με εμάς: «Με αυτά θα ανάψετε φούρνο;». Και έτσι πάλι από το βαμβάκι δεν πήγαινε τίποτα χαμένο. Ακόμη και στο σπίτι που έφερναν και έκαναν αυτούς τους «κοζάδες» και αυτά ακόμα τα φλούδια τα κρατούσαν και τα έκαναν στο φούρνο.

Π.Ε.:

Και για εσάς ήταν και κέρδος να έχετε με κάτι να ανάψετε και τη σόμπα, που τα πετούσαν όλα εκεί μέσα, γιατί τότε-

Ε.Γ.:

Στη σόμπα μόνο την κοπριά και τα κοτσάνια. Αυτά δεν μπορούσαν, το βαμβάκι και το καλαμπόκι, αυτά δεν μπορούσαν να πάνε στην-

Π.Ε.:

Στον φούρνο ήταν για προσάναμμα πάλι;

Ε.Γ.:

Όχι, μέχρι και με άχυρα τον άναβαν τον φούρνο. Υπήρχε περίπτωση μόνο με άχυρο, αλλά αυτούς τους κορμούς από τα καλαμπόκια, από το βαμβάκι και λοιπά, όλο ο φούρνος με αυτά καιγότανε, δεν είχε άλλα ξύλα, ναι. Όλα καθαρίστηκαν χωρίς να πεταχτεί τίποτα μέχρι εδώ; Ναι, .

Π.Ε.:

Δεν έχουμε πετάξει νομίζω κάτι, ή το τρώμε ή το καίμε.

Ε.Γ.:

Ή το τρώμε ή το καίμε. Α, είπαμε ήταν ο ηλίανθος. Και από εκείνα τα χρόνια ήταν, αλλά όχι ο ηλίανθος αυτός που τώρα, αυτή η ποικιλία που την καλλιεργούν για βιοκαύσιμα. Αυτή η ποικιλία που καλλιεργούν τώρα δεν είναι αυτή που κάνουμε τα «μπατιρόσπορα». Αυτό πάει για βιοκαύσιμα και μάλιστα απ’ ό,τι έμαθα είναι υποχρεωτικό μέσα στην βενζίνη. Δεν ξέρω πόσα τα εκατό να μπαίνει και λάδι από αυτά τα ηλιόσπορα. Είναι υποχρεωτικό αυτό. Όχι ότι το κάνουν, δηλαδή, παράνομα, είναι υποχρεωτικό. Δεν θυμάμαι πόσο τα εκατό, νομίζω 5% είπαν, πόσο δεν ξέρω, από το λάδι που βγαίνει από αυτά τα ηλιόσπορα.

Π.Ε.:

Τότε πώς ήτανε;

Ε.Γ.:

Τότε. Γινόταν πιο ψηλά, γινόταν πολύ μεγάλα τόσα, δεν ήταν σαν αυτά που είναι κοντά και αυτά. Πάλι το ίδιο πράγμα, το ίδιο-

Π.Ε.:

Λουλούδι.

Ε.Γ.:

Φυτό, το ίδιο λουλούδι, αλλά και το ίδιο το φυτό γινόταν ψηλό και ο καρπός του γινόταν πολύ μεγάλος. Ε, το έβαζαν, τέλος πάντων. Τα σκαψίματα και αυτά γινόταν σε όλα τα φυτά, εκείνο είναι άλλο. Όταν ωρίμαζαν πάλι πήγαιναν με το χέρι έκοβαν αυτά τα «κεφάλια», έλεγαν, τα έλεγαν «κεφάλια» αυτά εδώ. Πάλι τα έφερναν στο σπίτι, τα γύριζαν ανάποδα και με ένα ξύλο τα χτυπούσαν από πάνω, και από κάτω έπεφταν τα σπόρια. Και αυτό το πετούσαν στην άκρη, το άφηναν, στέγνωνε καλά, και πάλι αυτό για καύσιμο πήγαινε. Πάλι στον φούρνο. Αυτό το μεγάλο το τέτοιο το πράγμα, ήταν πολύ μεγάλα τότε, ναι.

Π.Ε.:

Τα σπόρια που βγαίναν τα τρώγατε ή τα πουλούσανε;

Ε.Γ.:

Τα πουλούσανε, τα πουλούσανε για ηλιόσπορα, μια ζωή για ηλιόσπορα. Ναι. Μετά, πήγαιναν πάλι στο χωράφι, έκοβαν τα στελέχη, γιατί από πάνω έκοβαν το «κεφάλι» μόνο, ξαναέκοβαν τα στελέχη και εκείνα ερχόταν στο σπίτι για καύσιμα. Πετάξαμε τίποτα;

Π.Ε.:

Όχι.

Ε.Γ.:

Πετάξαμε τίποτα; Δεν πετάξαμε τίποτα. Και, μετά, δηλαδή, αργότερα τώρα και αυτά ακόμη, με τις κουμπίνες πλέον τα κάνουν. Αυτό το ξέρουμε, με τις κουμπίνες τα αλωνίζουν. Τώρα, εγώ λέω για προσωπική χρήση σε μικρότερες ποσότητες, έβαζαν και ορισμένες άλλες καλλιέργειες. Εγώ απ’ ό,τι θυμάμαι, απ' τον μπαμπά μου, έκανε το εξής: σε ένα χωράφι, στο πλησιέστερο από το χωριό, έβαζε λίγες σειρές φασόλια, λίγα ρεβίθια και λίγες φακές. Έβαζε και κουκιά, αλλά αυτά τα έβαζε στην αυλή, γιατί άλλη εποχή ωριμάζουν αυτά, δεν ταίριαζαν με τα φασόλια, τα ρεβίθια και τις φακές. Και έτσι με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν τα όσπρια του χειμώνα, δεν χρειαζόταν να-

Π.Ε.:

Να αγοράσουν.

Ε.Γ.:

Αγοράσουν. Ύστερα, έβαζε και μια δυο σειρές σκούπες.

Π.Ε.:

Τι σκούπες;

Ε.Γ.:

Οι σκούπες αυτές που κάνουμε… Του χεριού οι σκούπες, τις παλιές, τις χορταρένιες, που λέμε, τις σκούπες του, αυτό. Αυτές γίνονται από ένα φυτό. Έβαζε τέτοιες σκούπες, αυτές κάνουν ένα στέλεχος και μετά επάνω στην κορυφή βγάζουν πολλά-πολλά λεπτά στελέχη μικρά και στις κορυφούλες σαν κάτι μικρά σποράκια. Και όταν ωρίμαζαν, έκοβαν αυτά, όχι από τη ρίζα, μέχρι ένα ορισμένο ύψος, όσο χρειαζόταν για την σκούπα. Τα έφερναν στο σπίτι και έστρωναν κάτι κάτω, και ένα σανίδι, ένα σανίδι, ένα σκαμνάκι, κάτι, και με ένα πριόνι έβαζαν αυτά εδώ τα στελέχη, με ένα στέλεχος μεγάλο και στελέχη μικρά-μικρά με τα σπόρια, και με ένα πριόνι τα έγδερναν έτσι και έβγαζαν τους σπόρους και έμεναν μόνα τους τα στελέχη. Αυτό που είναι τώρα και σκουπίζουμε. Λοιπόν, τους σπόρους τους έδιναν στα ζώα. Τα στελέχη αυτά τα έκαναν σκούπες, αν έχω τα εργαλεία αυτήν τη στιγμή μπορώ να κάνω σκούπα, έβλεπα τον μπαμπά μου πώς την έκαμνε. Μεγάλη για τη μαμά μου, μικρή για μένα, να έχω και εγώ σκουπίτσα να σκουπίζω, ναι. Έδεναν τις σκούπες και είχαμε για όλον τον χρόνο, γιατί τότε καταστρεφόταν και πολλές σκούπες, σκουπίζαμε πολύ αυλές, μεγάλες αυλές, χώμα κι αυτό Παρόλο ότι έκαναν για τις αυλές μια άλλη σκούπα από ένα ειδικό χόρτο, εμείς, όμως, δεν είχαμε τέτοιο. Ορισμένοι, δεν ξέρω, πού το έβρισκαν, είναι ειδικό αυτό που το έκαμναν σκούπα για τις αυλές. Τέλος πάντων, από τα στελέχη τα μεγάλα τη σκούπα, τον σπόρο στα ζώα. Ναι, αλλά πήγαιναν μετά στο χωράφι και έκοβαν και όλο το στέλεχος το μεγάλο και πάλι ερχόταν για κάψιμο εκείνο εκεί. Τώρα με τα ρεβίθια τι έκαμναν. Καλά, τα φασόλια, εντάξει, τα τρώγαμε. Τα ρεβίθια τα έκαναν με δύο τρόπους. Εκτός που τα έκαναν φαγητό, τότε ήταν οι σόμπες που επάνω ήταν η λαμαρίνα, τέλος πάντων, και αργότερα οι μασίνες, που είχαν πιο πολύ αυτό. Έβαζαν σπόρια εκεί πάνω, τα ανακάτευαν με το χέρι και ψηνόταν και τα έτρωγαν σαν ρεβίθια, αλλά τα έκαναν και με άλλον τρόπο. [01:10:00]Τα μούσκευαν λίγο και τα έριχναν αλάτι και πάλι τα έψηναν και γινόταν τα αλμυρά ρεβίθια, στραγάλια γινότανε, για στραγάλια.

Π.Ε.:

Για όλα βρίσκατε τρόπους πάντως.

Ε.Γ.:

Ναι. Στραγάλια γινόταν εκείνα. Τώρα, βάζαμε και ένα άλλο, δεν ξέρω αν το έβαζαν και πολλοί, ένα είδος κολοκυθιού, μια ποικιλία που λεγόταν «κρατούνα». Έτσι λεγόταν, «κρατούνα». Έκανε ένα πολύ περίεργο κολοκύθι, έκανε ένα στενό, στενό, στενό, και ξαφνικά ένα στρόγγυλο, αλλά αυτό το στενό ήταν λίγο έτσι κυρτό, δεν ήταν ίσιο. Κυρτό και μετά ένα στρόγγυλο. Όταν ωρίμαζε, το έπαιρναν αυτό, άνοιγαν από τη μια μεριά ένα καπάκι, με ένα κουτάλι ή οτιδήποτε το καθάριζαν από μέσα και το στέγνωναν. Το έπιαναν από αυτό το χερούλι που είπαμε το κυρτό και με αυτό έπαιρναν το νερό το ζεστό απ' το καζάνι για την πλύση.

Π.Ε.:

Σαν κουτάλα, δηλαδή, χρησίμευε, πολύ βαθιά;

Ε.Γ.:

Κουτάλα. Ναι, τι κουτάλα; Μεγάλο, ναι, μεγάλο. Πιο πολύ το χρησιμοποιούσαν για το ζεστό νερό της πλύσης. Όσο και να έπαιρναν το χερούλι δεν ζεσταινόταν και από αυτό, και γι’ αυτό υπήρχε, ναι.

Π.Ε.:

Να φανταστώ αυτό που έβγαινε από μέσα ή το τρώγατε-

Ε.Γ.:

Τα σπόρια τα έψηναν και τα έκαναν κολοκυθόσπορο -το λέω κιόλα, αλλά ξέχασα να σου το πω. Τα σπόρια κολοκυθόσπορο και το υπόλοιπο στο γουρουνάκι.

Π.Ε.:

Βέβαια.

Ε.Γ.:

Και πάει και αυτό. Πού είναι τα σκουπίδια; Βλέπεις πουθενά σκουπίδια; Αυτή ήταν η αυτάρκεια που λέω, ναι. Τώρα, για τη γέννα. Αρχίζουμε από τη γέννα. Ο άνθρωπος πρώτα γεννιέται, έτσι; Πρώτα απ’ όλα, μόλις γεννιότανε, την άλλη μέρα φώναζαν τον παπά και διάβαζε μια σχετική ευχή για τη λεχώνα και για το παιδί. Οι λεχώνες, σαράντα μέρες, δεν έπρεπε να βγουν από το σπίτι, ούτε καν στην αυλή. Και καλοκαίρι να ’ταν και ό,τι να ’ταν δεν έπρεπε να βγούνε στην αυλή. Γιατί έλεγαν: «Όπου πατάει η λεχώνα, χόρτο δεν φυτρώνει».

Π.Ε.:

Α, γι’ αυτό.

Ε.Γ.:

Ναι: «Όπου πατάει η λεχώνα, χόρτο δεν φυτρώνει» τάχα μου, ναι. Αφού τότε δεν είχαμε τρεχούμενο νερό, όταν έκανα εγώ τον Γιώργο και ψυγεία δεν υπήρχαν για κρύο νερό, είναι γεννημένος 19 Ιουλίου μέσα στην πολλή τη ζέστη. Καθόμασταν το βράδυ να φάμε, θέλαμε δροσερό νερό, κατέβαινα να πάρω από τη τουλούμπα, φώναζε η πεθερά μου. Ίσα-ίσα, ειδικά σε πηγάδι δεν έπρεπε να ακουμπήσει η λεχώνα.

Π.Ε.:

Δεν θα ξαναβγεί νερό; Τι;

Ε.Γ.:

Όχι, δεν ξέρω, νεράιδες, ξωτικά, δεν ξέρω τι, πάντως δεν έπρεπε, δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε μετά το ηλιοβασίλεμα να μπει άνθρωπος στο σπίτι. Και ο νοικοκύρης του σπιτιού ακόμη λόγω της δουλειάς ή τίποτα άλλο, αν περνούσε το ηλιοβασίλεμα, το θυμιατό ήταν πίσω απ' την πόρτα, έπρεπε να τον θυμιάσεις πρώτα και μετά να μπει. Εγώ είχα την πεθερά μου, εγώ δεν θα το έκαμνα ποτέ αυτό, επειδή είχα την πεθερά μου, εκείνη το έκανε αυτό το πράγμα, για τις σαράντα μέρες. Όταν γινόταν σαράντα μέρες, πήγαιναν να κάνουν το σαράντισμα στην εκκλησία, αλλά έπρεπε στον γυρισμό να πάνε επίσκεψη σε τρία σπίτια. Γιατί τρία, δεν ξέρω. Και εκεί η νοικοκυρά έπαιρνε αλεύρι και άλειφε το κεφαλάκι του παιδιού και το έλεγε: «Να ζήσεις, να γεράσεις, να γίνει γέρος με άσπρα μαλλιά» και έδινε και στη λεχώνα ένα κρεμμύδι και ένα αβγό, για το γάλα, λέει, αυτό το έδιναν, τώρα γιατί, δεν ξέρω. Έλεγαν ότι το κρεμμύδι, όταν τρως κρεμμύδι, κατεβάζεις πολύ γάλα, αλλά εγώ, ξέρεις, τι διαπίστωσα, και των εκ των υστέρων πρέπει να είναι και αλήθεια αυτό; Δεν κατεβάζεις πολύ γάλα, αλλά επειδή το γάλα παίρνει τη μυρωδιά του κρεμμυδιού δεν μπορεί να θηλάσει το παιδί, δεν θέλει να θηλάσει και περισσεύει το γάλα. Έτσι δεν είναι το πιο λογικό; Εγώ έτσι το είδα-

Π.Ε.:

Μπορεί.

Ε.Γ.:

Μα εγώ από πείρα, από μένα, έβλεπα τι γίνεται. Αφού το παιδί δεν ήθελε να θηλάσει. Προφανώς, μύριζε κρεμμύδι, αλλά νόμιζαν ότι κατεβαίνει πολύ γάλα, και έτσι αυτό γινότανε, πήγαιναν σε τρία σπίτια και γινόταν. Αυτά ήταν τα έθιμα της γέννας. Μετά, ακολουθεί η βάφτιση.

Π.Ε.:

Αυτά τα κάνατε εσείς εδώ πέρα στον Σταθμό, άρα ήταν τα έθιμα Θρακιωτών.

Ε.Γ.:

Όχι, δεν ξέρω, όλοι το 'καμναν. Αυτό το 'καμναν όλοι. Δεν ξέρω κάποια ράτσα, δηλαδή, να το έκανε, όλοι το έκαναν αυτό το πράγμα. Μετά από τη γέννα, πάμε στη βάφτιση. Πρώτα απ’ όλα, τότε, τα βάφτιζαν τα παιδιά πολύ μικρά και ο λόγος πρέπει να ήταν επειδή πέθαιναν πολλά μωρά τότε, με τις αρρώστιες και αυτά δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχαν γιατροί, πολλά. Άσε που πέθαιναν πολλά στη γέννα, και παιδιά και μάνες, αλλά και αργότερα, όσο ήταν μικρά μωρά πέθαιναν. Α, ξέχασα να πω ότι στη γέννα ήταν η πρακτική μαμή, την οποία μας μάθαιναν να σεβόμαστε πολύ και έτσι και την βλέπαμε, και καθισμένοι να ήμασταν, έπρεπε να σηκωθούμε και να τρέξουμε να της φιλήσουμε το χέρι. Ναι, γινόταν και αυτό. Λοιπόν, τα βάφτιζαν νωρίς. Αν προτού προφτάσουν να τα βαφτίσουν, έδειχνε το παιδί ότι είναι πολύ άρρωστο και δεν πρόφθαναν να το βαφτίσουν, έκαναν το λεγόμενο αεροβάφτισμα. Πίσω από την πόρτα, και δεν ξέρω γιατί πίσω από την πόρτα, κάποιος το σήκωνε το παιδί τρεις φορές και έλεγε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και το όνομα, τρεις φορές.

Π.Ε.:

Κάποιος οποιοσδήποτε;

Ε.Γ.:

Ένας που θα γινόταν νονός, ναι. Ένας φίλος, ένα γείτονας, χωρίς παπά. Μα επειδή δεν πρόφταιναν, μπορεί να ήταν νύχτα αυτό το πράγμα, να μην πρόφταιναν να πάνε για να το βαφτίσουν. Το έπαιρναν το παιδί πίσω από την πόρτα, λέει, και έλεγε τρεις φορές: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και το όνομα του παιδιού. Πολλές φορές, τύχαινε να επιζήσει το παιδί αυτό. Παρόλο ότι έγινε το αεροβάφτισμα, έπρεπε να γίνει και το κανονικό βάφτισμα, αλλά, όμως, με το ίδιο όνομα, δεν μπορούσαν να αλλάξουν το όνομα. Αυτό γινόταν με το βάφτισμα. Αν τώρα υπήρχε παιδί αβάφτιστο μέσα στο σπίτι και κάποιος από όλους, ένας παππούς, ξέρω εγώ, κάτι, πέθαινε ξαφνικά, έπρεπε πρώτα να γίνει η βάφτιση και μετά να βγει η κηδεία από το σπίτι.

Π.Ε.:

Αυτό ξέρετε, γιατί;

Ε.Γ.:

Όχι, δεν ξέρω, αλλά πρώτα έπρεπε να γίνει η βάφτιση και μετά να γίνει η κηδεία.

Π.Ε.:

Τότε, τα βαφτίσια οργανώνονταν σε μια εβδομάδα; Δηλαδή, τώρα ξέρουμε, όταν θα γίνει η βάφτιση το ξέρουμε…

Ε.Γ.:

Τι εβδομάδα; Και σε δύο μέρες και αυτά. Δεν υπήρχαν… Και γινόταν και ορισμένα βαφτίσια και στο σπίτι. Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Ίσως, οι εκκλησίες ήταν κρύες, ίσως… Δεν ξέρω, γινόταν και πολλά βαφτίσια στο σπίτι, πολλά βαφτίσια, θυμάμαι εγώ. Μέχρι και πιο αργά ακόμη. Η μαμά δεν πήγαινε στο βάφτιση του παιδιού της στην εκκλησία, μέχρι και τα δικά μου χρόνια. Εγώ και στα δυο μου παιδιά δεν πήγα στην εκκλησία. 

Π.Ε.:

Και η γιαγιά μου δεν πήγαινε.

Ε.Γ.:

Αφού δεν πηγαίναμε, δεν πηγαίναμε.

Π.Ε.:

Ναι, αυτό, γιατί;

Ε.Γ.:

Δεν ξέρω! Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Η μάνα δεν πήγαινε, πήγαινε ο μπαμπάς, αλλά με τις τσέπες γεμάτες κέρματα λεφτά.

Π.Ε.:

Και εσείς τι κάνατε που ήσασταν μάνα; Καθόσασταν σπίτι και περιμένατε;

Ε.Γ.:

Ναι. Τώρα, θα σου πω πως γινόταν μετά. Ο μπαμπάς πήγαινε μεν, αλλά με τις τσέπες γεμάτες κέρματα, και μόλις ο νονός έλεγε το όνομα, που τον ρωτούσε ο παπάς και έλεγε το όνομα, έτρεχαν τα παιδιά γύρω από τον μπαμπά και ο μπαμπάς πετούσε τα κέρματα και έτρεχαν τα παιδάκια να μαζέψουν τα κέρματα, ναι. Γινόταν η βάφτιση, η μάνα περίμενε στο σπίτι, ερχόταν η κουμπάρα και στην πόρτα μπροστά η μάνα έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στη νονά και της φιλούσε το χέρι, και η νονά παρέδιδε το παιδί στη μάνα. Αυτά. Και, μετά, σαν, σαν σχεδόν, σαν υποχρέωση ήταν η νουνά να κάνει δώρα το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, αυτό πια ήταν καθιερωμένο, όπως και τώρα φυσικά, οι νονές κάνουν δώρα στα παιδιά και αυτό.

Π.Ε.:

Γιορτή; Γενέθλια; Δεν ήταν υποχρεωμένη;

Ε.Γ.:

Τα παλαιότερα όχι, στα δικά μας χρόνια, στα δικά μας τα παιδιά, δηλαδή, κάναμε γενέθλια ειδικά, κάναμε, αλλά πιο παλιά, τί γενέθλια θες και τι; Σώπα τώρα, αστειεύεσαι; Όχι! Λοιπόν, μετά μεγαλώνουν τα παιδιά, επόμενο είναι κάποια στιγμή να αρραβωνιαστούν, έτσι δεν είναι; Έτσι τα έχω γραμμένα με αυτήν τη σειρά». Πρώτα απ’ όλα, οι πιο πολλοί αρραβώνες γινόταν με συνοικέσιο, τότε δεν υπήρχανε. Υπήρχαν και περιπτώσεις που υπήρχαν έρωτες, αλλά τα πιο πολλά γινόταν με συνοικέσιο. Λοιπόν, όριζαν μια μέρα οι γονείς, βρισκότανε οι γονείς και γινόταν το παζάρεμα, το μεγάλο παζάρεμα: «Για να την πάρουμε την κόρη σας θέλουμε αυτά», «εμείς δεν έχουμε τόσα, σας δίνουμε τόσα», και γινόταν ένα παζάρι σαν να αγόραζαν αγελάδα. Ορισμένες φορές τα έβρισκαν, αυτό, όμως, τα παζαρέματα δεν ήταν η νύφη και ο γαμπρός μπροστά και ορισμένες φορές τα έβρισκαν. [01:20:00]Ορισμένες φορές χαλούσε το συνοικέσιο, γιατί δεν έβρισκαν. Άλλος ζητούσε πολλά, ο άλλος δεν ήθελε να δώσει τόσα, χαλούσε το συνοικέσιο. Όταν ταίριαζαν και αυτό και γινόταν ο αρραβώνας, ψώνιζαν ο γαμπρός δώρα για τη νύφη, η νύφη δώρα για τον γαμπρό. Είχαν κάτι πανέρια, όχι τώρα κάτι πανέρια που πουλούσαν τελευταία οι γύφτισσες, κάτι ωραία πανέρια. Έστρωναν μέσα έναν καρέ κεντημένο και αράδιαζαν όλα τα δώρα. Και ξεκινούσαν τώρα: όσοι προσκεκλημένοι θα πήγαιναν -και στον δικό μας τον αρραβώνα ακόμη ίσχυε αυτό, έτσι έγινε-, ξεκινούσαν τώρα αυτοί του γαμπρού, ένας μπροστά κρατούσε το πανέρι, φανερά έτσι με τα δώρα-

Π.Ε.:

Το κρατούσε κάποιο συγγενικό πρόσωπο;

Ε.Γ.:

Α, δεν έχει σημασία, κάποιος το κρατούσε. Έτσι το πανέρι με τα δώρα να φαίνονται κιόλας. Συνήθως, ο γαμπρός τη νύφη έπαιρναν τίποτα παπούτσια, καμία τσάντα, και χώρια αν έπαιρναν και οπωσδήποτε κάποιο χρυσαφικό. Καλά εκείνο, όμως, δεν ήταν στο πανέρι. Αλλαξιά, οπωσδήποτε αλλαξιά και λοιπά. Ίσως, και κανένα φουστάνι, ό,τι μπορούσε να πάρει ο καθένας. Και με το πανέρι τώρα και πίσω οι προσκεκλημένοι όλοι πήγαιναν στη νύφη. Η νύφη είχε έτοιμο το δικό της το πανέρι εκεί πέρα. Τα πολύ παλιά χρόνια, εγώ δεν τα πρόφτασα, αλλά απ’ ό,τι άκουγα ο αρραβώνας γινόταν κανονικά με παπά, και ερχόταν και έβαζε τις βέρες -συγγνώμη- ο παπάς. Και, μετά, τώρα αν προσέξεις, όταν πάμε στον γάμο, ξεκινάει και λέει: «Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού την τάδε», αυτό γινόταν στον αρραβώνα παλαιότερα και μετά όταν γινόταν ο γάμος αυτό δεν το ξανάλεγε, κατευθείαν ο γάμος άρχιζε, γιατί ήδη είχαν ειπωθεί αυτά τα λόγια από παπά. Αυτό από ακούσματα, δεν το έζησα. Αλλά μετά που καταργήθηκε αυτό, να πηγαίνει ο παπάς και να διαβάζει τον αρραβώνα, έβαζαν μια εικόνα στη μέση. Τώρα, πολλοί είναι που το κάνουν, αλλά τώρα ποιος κάνει αρραβώνα; Τέλος πάντων, μια εικόνα στη μέση και έλεγαν κάποια ευχή μεταξύ τους -τώρα πώς έλεγαν, δεν ξέρω. Σταύρωναν τις βέρες επάνω στην εικόνα ο κουμπάρος -αυτός που είχε αποφασιστεί να γίνει κουμπάρος-, σταύρωνε τις βέρες επάνω στην εικόνα και τις περνούσε στους-

Π.Ε.:

Μελλόνυμφους.

Ε.Γ.:

Μελλόνυμφους. Πολλές φορές, όμως, όταν δεν… Στο πρώτο συνάντημα, όταν δεν γινόταν συμφωνία και χαλούσε το συνοικέσιο, αλλά ήδη το ζευγάρι ήθελε να παρθεί, υπήρχε έρωτας, σχέση δεν μπορούμε να το πούμε. Έρωτας από μακριά, βλεπόντουσαν και... Τώρα, σχέσεις όπως τώρα, όχι δεν ήταν έτσι τα πράγματα... Και γινόταν απαγωγή, την έκλεβε την κοπέλα. Τότε, γινόταν πολλές απαγωγές έτσι.

Π.Ε.:

Και όταν την έκλεβε πώς γινόταν; Πήγαινε την έπαιρνε από το σπίτι την έφερνε κάπου εκτός χωριού;

Ε.Γ.:

Εκτός χωριού. Και φυσικά, αφού την έπαιρνε εκτός χωριού και ζούσαν μαζί, η κοπέλα πλέον αυτή δεν ήταν παρθένος, και τότε το να μην είσαι παρθένα ήταν κάτι πολύ φοβερό, και όταν γύριζαν μετά αναγκαστικά οι γονείς τους πάντρευαν, γιατί δεν μπορούσαν να δώσουν μετά την κόρη τους κάπου αλλού. Ορισμένες φορές, υπήρχαν και μερικοί σκληροπυρηνικοί δεν το… Έχω εγώ σε συγγενική μου οικογένεια που δεν τους δεχόντουσαν.

Π.Ε.:

Και που κλέφτηκαν;

Ε.Γ.:

Ναι, και που κλέφτηκαν δεν τους δεχόντουσαν. Μπορεί να τους δεχόταν η άλλη οικογένεια, τέλος πάντων, η μία από τις δύο, αλλά συνήθως και οι δύο οικογένειες αναγκαζόταν και συμβιβαζόταν, γιατί πλέον δεν γινόταν αλλιώς.

Π.Ε.:

Δηλαδή, τότε ο μόνος λόγος να μη δεχτείς τον γαμπρό ή τη νύφη, ήταν γιατί δεν τα βρήκαμε στην προίκα.

Ε.Γ.:

Ναι, ναι! Μπορεί και να υπήρχε και άλλος λόγος, μπορεί να μην ήταν καλός, μπορεί να μην τον άρεζαν, ή ο γαμπρός να μην άρεζαν τη νύφη, σαν χαρακτήρας, τέλος πάντων. Υπήρχε και αυτός ο λόγος. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν που δεν τα έβρισκαν στην προίκα. Άσε, πολλές φορές, οι μελλόνυμφοι δεν ήθελαν ο ένας τον άλλον, αλλά αν τα έβρισκαν οι γονείς τους έδιναν με το ζόρι. Καταλαβαίνεις.

Π.Ε.:

[Δ.Α.] ζωή.

Ε.Γ.:

Αυτά για τον αρραβώνα. Και τώρα πάμε στον γάμο. Λοιπόν, πρώτα απ’ όλα είπαμε για την προίκα. Δυο μέρες πιο πριν, την Πέμπτη, ας πούμε, μέσα σε ένα δωμάτιο κρεμούσαν σκοινιά, πράγματα, άπλωναν εκεί επάνω σεντόνια, μαξιλάρια, κεντήματα πάνω στα κρεβάτια, στα ντιβάνια, ό,τι είχε και δεν είχε η νύφη απλωμένα να έρθει ο κόσμος να τα δει, και γινότανε… Γειτόνισσες, γνωστές, συγγενείς περνούσαν-περνούσαν τα έβλεπαν, μετά ,όμως, από πίσω γινόταν κουτσομπολιά: «Όχι, εκείνο δεν το είχε κάλο», «όχι, το άλλο το είχε έτσι», «το παράλλο διαφορετικό», και λοιπά, καταλαβαίνεις τι. Μετά, τα μάζευαν και την παραμονή του γάμο, μάλλον την παραμονή του γάμου, έστελνε ο γαμπρός κάρα, ο γαμπρός τα έστελνε αυτά, και φόρτωναν την προίκα της νύφης. Αλλά και πάλι κρατούσαν στα χέρια τους τις ρόμπες έτσι με τα κρεμαστάρια, τα μαξιλάρια... Εμείς ούτε στο άπλωμα το κάναμε, ενώ γινόταν εκείνη την εποχή, απλά έτσι λίγο πολύ περιορισμένα πράγματα, όσο να μην πουν ότι δεν κάναμε, και στο κάρο επάνω όλα, ή μέσα στο μπαούλο, ή σκεπασμένα. Εδώ, είχα χειροποίητο χαλί, που τότε ήτανε πολύ δύσκολο να κάνεις, και δεν το ανοίξαμε, τυλιγμένο, ενώ άλλοι…

Π.Ε.:

Αυτό εσείς γιατί δεν το κάνατε;

Ε.Γ.:

Δεν ήθελε ο μπαμπάς μου, το θεωρούσε πολύ άσχημο πράγμα -κι εγώ, δεν το ήθελα. Τι θα πει, δηλαδή, να τα επιδεικνύεις έτσι και να τα δείχνεις; Γι’ αυτόν τον λόγο, όχι για κανέναν άλλον. Το θεωρούσαμε και γελοίο, μπορώ να σου πω. Γελοίο! Αλλά-

Π.Ε.:

Σας προσβάλλει.

Ε.Γ.:

Ε, ναι. Αλλά τότε λίγο έτσι τα βγάλαμε από την Πέμπτη, που έπρεπε να τα βγάλουμε έτσι σε στοίβες, όχι κρεμασμένα και αυτά. Και τότε αφού ήρθαν τα κάρα, έπρεπε να τα ανεβάσουμε για να τα φέρουμε, εκείνο δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Π.Ε.:

Ήθελα να σας ρωτήσω, υπήρχε περίπτωση η νύφη να ζητάει προίκα απ' τον γαμπρό;

Ε.Γ.:

Όχι. Εδώ δεν γινόταν αυτό.

Π.Ε.:

Ο γαμπρός, δηλαδή, και τίποτα να μην είχε-

Ε.Γ.:

Όχι, ήταν καθιερωμένο να κάνει ο γαμπρός την κραβατοκάμαρη, έτσι από συνήθεια. Τα είχε όλα η νύφη, ο γαμπρός έπρεπε να έχει την κρεβατοκάμαρη.

Π.Ε.:

Το σπίτι έπρεπε να είναι του γαμπρού ή της νύφης;

Ε.Γ.:

Εκείνο, όπως ταίριαζε, όπως ταίριαζε. Πολλές φορές, η νύφη μπορεί να μην είχε άλλο αδερφό ή αδερφή και πήγαινε το αγόρι, αν η οικογένειά του ήταν μεγάλη και δεν χωρούσαν και λοιπά, πήγαινε ο γαμπρός. Αυτό δεν ήταν-

Π.Ε.:

Αλλά η νύφη ήτανε υποχρεωμένη-

Ε.Γ.:

Αλλά πιο πολύ ήταν η νύφη να πάει στα πεθερικά, ναι. Λοιπόν, με τα κάρα μαζί πήγαιναν και κοπέλες, φιλενάδες και λοιπά. Κατέβαιναν, έστρωναν το κρεβάτι, τα πάντα, περνούσαν τις κουρτίνες. Το ταίριαζαν το σπίτι με τα πράγματα που πήγαν και το ετοίμαζαν -με ό,τι πράγματα πήγανε. Και φυσικά μετά γινόταν ο γάμος.

Π.Ε.:

Οι φίλες έπρεπε να είναι ελεύθερες ή παντρεμένες;

Ε.Γ.:

Αυτό δεν είχε.

Π.Ε.:

Δεν είχε σημασία.

Ε.Γ.:

Όχι, σε αυτό δεν ξέρω, δεν άκουσα να λένε τέτοιο πράγμα. Και φυσικά μετά γινόταν ο γάμος. Ξεκινούσε ο γαμπρός με όλο το τσούρμο τους καλεσμένους, μπροστά το ακορντεόν, σε εμάς τουλάχιστον ήταν. Ήταν ο Λαμπής ο Στέργιος που πάντρεψε τρεις γενιές. Από νέος πάντρεψε πιο μεγάλους, πάντρεψε εμάς, πάντρεψε και τις ηλικίες των παιδιών μας. Τέλος πάντων-

Π.Ε.:

Αυτός από το χωριό ήταν;

Ε.Γ.:

Ναι, καλέ, τα εγγόνια του ακόμη είναι, ο αυτός. Τέλος πάντων. Και πήγαιναν, και μερικοί μερακλήδες πήγαιναν μπροστά από το όργανο και έπιναν και χόρευαν, και έπιναν και χόρευαν, και πήγαιναν. Πρώτα, πήγαιναν στον κουμπάρο. Τον γαμπρό τον κρατούσαν οι φίλοι από εδώ και από εκεί. Και στα θρακιώτικα, αυτοί που τον κρατούσαν λεγόταν «μπράτιμοι», «μπράτιμοι» λεγόταν. Ή φίλος μπορεί να ήταν αδερφός, να ήταν ξάδερφος, αλλά πάντως κάποιος και φίλος ακόμη, όλοι αυτοί λεγόταν «μπράτιμοι». Πρώτα, πήγαιναν στον κουμπάρο, να πάρουν τον κουμπάρο. Έκαναν εκεί έναν γύρο, κανέναν χορό, κανένα ψευτοκέρασμα. Από εκεί και πέρα, ο κουμπάρος κρατούσε τον γαμπρό και πήγαιναν στη νύφη. Όπως σου είπα και χθες, τα κορίτσια που έντυσαν τη νύφη -θα πούμε και για το ντύσιμο της νύφης-, που έντυσαν τη νύφη δεν άνοιγαν την πόρτα. Ήθελαν να τους δώσει κάτι ο γαμπρός. Ε, ζητούσαν, τέλος πάντων, για πλάκα, γελούσαν κιόλα, τα παζάρευαν και όταν συμφωνούσαν στο πόσον άνοιγαν την πόρτα και έβγαινε και η νύφη. Αλλά η νύφη έπρεπε να στολιστεί πιο μπροστά. Καθόταν σε μια καρέκλα και τα πόδια της τα είχε μέσα σε ένα ταψί, μέχρι τελευταία έγινε αυτό το πράγμα. Σε ένα ταψί -πάντως όχι σε μένα, στη δική μου ηλικία δεν έγινε, πιο μπροστά. [01:30:00]Και άρχισαν την στόλιζαν οι νύφες. Μάλιστα, της τραγουδούσαν κιόλα, της τραγουδούσαν το τραγουδάκι μικρό είναι, δεν είναι.

Π.Ε.:

Εσείς πότε παντρευτήκατε;

Ε.Γ.:

Το '57. Έλεγε: «Στολίζουμε τη νύφη μας με δόξα με καμάρι, να τη χαρεί η μανούλα της και αυτός που θα την πάρει. Γαμπρέ μας τη νυφούλα μας να μην την εμαλώνεις, να την έχεις σαν τριαντάφυλλο και να την καμαρώνεις». Ναι.

Π.Ε.:

Ωραίο.

Ε.Γ.:

Τη στόλιζαν, τέλος πάντων, και αυτά, αλλά η νύφη έκανε δύο «νυφόπιτες». Μία για τον εαυτό της και μία έστελνε στον γαμπρό. Και τον γαμπρό ανάλογα, και εκείνος μέσα σε ταψί τον ξύριζε ο κουρέας. Εκεί είχε και κουρέα, τον ξύριζε ο κουρέας και λοιπά. Το ταψί ήταν όσοι ήταν παρευρισκόμενοι εκεί πέρα που περίμεναν τη νύφη να στολιστεί, έριχναν κέρματα μέσα στο ταψί. Στη μεν νύφη, τα μοιραζόταν οι κοπέλες που την στόλισαν, στον δε γαμπρό τα έπαιρνε ο κουρέας, ναι. Και αυτό αυτές τις πίτες που σου είπα ότι, τις «νυφόπιτες», που έκαμνε η νύφη, όταν στολιζόταν πια η νύφη και ο γαμπρός και τελείωναν, άνοιγαν ένα άσπρο καρέ, να το πω, ένα άσπρο πανί. Το κρατούσαν τέσσερεις κοπέλες από τις άκρες και μία μέσα το έκοβε, πάνω από το κεφάλι της νύφης και πάνω από το κεφάλι του γαμπρού. Και τα κομμάτια αυτά τα μοιράζονταν οι ελεύθεροι και τα έβαζαν το βράδυ στο μαξιλάρι τους για να δουν ποιον θα πάρουν. Ακούς πράγματα τώρα, έτσι; Ναι.

Π.Ε.:

Πάντως, αυτό με τη «νυφόπιτα» ακόμα και τώρα το κάνουν.

Ε.Γ.:

Ναι, το κάνουν, ναι. Το κάνουν.

Π.Ε.:

Και ξέρω ότι πρέπει να είναι ελεύθερες-

Ε.Γ.:

Οι κοπέλες που τα κρατούσαν, που κρατούνε το αυτό-

Π.Ε.:

Και με τους δύο γονείς.

Ε.Γ.:

Και με τους γονείς, ναι.

Π.Ε.:

Άρα, ίσχυε από τότε.

Ε.Γ.:

Από τότε ίσχυε αυτό. Τέλος πάντων, γινόταν όλα αυτά, πήγαιναν στην εκκλησία, γινόταν ο γάμος. Ένα που και τώρα μερικοί το κάνουν, περίμεναν πότε να πει η: «Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα», για να πατήσει η νύφη το πόδι του γαμπρού, που αυτό σήμαινε ότι: «Δεν σε φοβάμαι, εγώ είμαι από πάνω». Γιατί λέει: «Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα», που στην ερμηνεία του Ευαγγελίου δεν είναι ακριβώς «να φοβάται», η λέξη αυτή σημαίνει «να σέβεται». Τέλος πάντων, γινόταν και αυτό. Άρχιζαν να χαιρετούν, όταν άρχιζαν να χαιρετούν, πολλοί συνηθιζόταν και στα χρόνια μας ακόμη και πιο αργά, να κάνουν δώρα υφάσματα, ή για φόρεμα, ή για ταγέρ, οι πολύ δικοί, έκαναν δώρα υφάσματα. Και, τώρα, όπως ήταν η νύφη και ο γαμπρός, το ξεκινούσαν το ύφασμα από τον αριστερό ώμο της νύφης, τους τύλιγαν και τους δύο και κατέληγε στον δεξί ώμο του γαμπρού. Και μπορεί να συνέβαινε να μαζευτούν και τέσσερα και πέντε κομμάτια και γινόταν ένα βάρος, τι να σου πω; Αλλά συνηθιζόταν και να κρεμούν και λεφτά στον γαμπρό και στη νύφη. Οι γονείς συνήθως συνήθως κρεμούσαν λίρα, την τύλιγαν σε ένα σελοφάν και έβαζαν λίρες, και οι υπόλοιποι, ανάλογα πόσο μακρινοί συγγενείς ήταν, πόσο κοντινοί, λεφτά και γέμιζαν μπροστά τους όλο λεφτά, λεφτά. Και μάλιστα τόσο πολύ συνηθίστηκε αυτό το πράγμα, που σε κάποια φάση καθιερώθηκε και πάνω στο τραπέζι που είναι μπροστά στη νύφη και τον γαμπρό έβαζαν και ένα κουτάκι με καρφίτσες, για να παίρνουν από εκεί και να τα στηρίζουν. Ναι, έβαζαν και ένα κουτάκι με καρφίτσες πάνω στο τραπέζι, για να παίρνουν από εκεί και να κρεμούνε τα λεφτά -και μαζευόταν τα λεφτά. Και, τώρα, καταλαβαίνεις, έκαναν-

Π.Ε.:

Μια το ύφασμα, μια τα λεφτά-

Ε.Γ.:

Μια τα λεφτά, γινόταν μη χειρότερα. Αν ο κουμπάρος ήταν άνδρας, οι φίλοι του τον σήκωναν ψηλά και δεν το κατέβαζαν μέχρι να τους τάξει, να τους κάνει τραπέζι, να τους τάξει κάτι. Όταν τους έταζε ότι: «Θα σας κάνω ένα τραπέζι», τον κατέβαζαν τότε. Τώρα, αυτά γινόταν στην εκκλησία. Να, περνούσαν, χαιρετούσαν, έκαναν. Μετά, στον δρόμο, όπως σου είπα, τα παιδιά έβαζαν τα σκοινιά και εκείνα ζητούσαν το χαρτζιλίκι τους, για να μπορέσουν αν περάσουν η νύφη και γαμπρός, και όταν έφθαναν στο σπίτι ο καθένας είχε τα δικά του έθιμα. Αλλά το βασικό ήταν το κουταλάκι του γλυκού. Από ό,τι έβλεπα, συνήθως, σχεδόν όλοι το έκαναν.

Π.Ε.:

Η πεθερά.

Ε.Γ.:

Η πεθερά το έκανε αυτό το πράγμα. Και στους Θρακιώτες έβαζαν κάτω απ' τη μασχάλη της νύφης ένα ψωμί και στο χέρι του γαμπρού ένα μπουκάλι κρασί. Αυτά ήταν τα βασικά προϊόντα, να μη λείπουν από το σπίτι το ψωμί και το κρασί. Έτυχε να δω και σε άλλο σπίτι ένα σίδερο και μια φορά μάλιστα ήταν ένα υνί από το αλέτρι. Σίδερο και έναν διάδρομο, στο είπα και χθες, που να πηγαίνει μέχρι την κραβατοκάμαρη. Πατούσαν στο σίδερο να είναι σιδερένιοι και στον άσπρο διάδρομο να είναι η ζωή τους καλή. Τώρα, θα υπήρχαν και άλλα έθιμα, αλλά δεν τα ξέρω, εγώ ξέρω αυτά εδώ.

Π.Ε.:

Ήδη ξέρετε πάρα πολλά.

Ε.Γ.:

Λοιπόν, όχι, για τον γάμο λέω αυτά τα έθιμα. Αλλά, όμως, τώρα ερχόμαστε και στην περίπτωση για το πρωί της Δευτέρας.

Π.Ε.:

Κυριακή ήταν τότε ο γάμος;

Ε.Γ.:

Τότε, πάντα Κυριακή. Για το πρωί της Δευτέρας, που γινόταν ο έλεγχος του σεντονιού από τους γονείς του γαμπρού, για να διαπιστώσουν αν η νύφη τους ήταν παρθένα. Λοιπόν, επειδή αυτό έχει πλάκα γι’ αυτό θα σ' το διαβάσω τώρα. «Υπάρχουν και φαιδρά γεγονότα, σχετικά με αυτό. Πόσα σπουργιτάκια έχασαν τη ζωή τους ή γατούλες έμειναν με ένα μόνο πόδι λιγότερο, για να χαρίσουν το αίμα τους στο σεντόνι της νύφης. Με τη βοήθεια του γαμπρού φυσικά, έστω και αν η ζημία είχε γίνει από τον ίδιο». Ναι, έσφαζαν ένα σπουργιτάκι, κανένα πόδι καμιάς γάτας, για να κάνουν το σεντόνι-

Π.Ε.:

Να αποδείξουν ότι έχει αίμα.

Ε.Γ.:

Ναι, ναι! Έχω εδώ τώρα και για το χτίσιμο των σπιτιών κάτι γραμμένο.

Π.Ε.:

Ναι, τι; Σχετικά με το πώς τα χτίζανε;

Ε.Γ.:

Όχι και αυτό έθιμο και φυσικά, καλά πώς χτιζόταν, αλλά και το έθιμο που είχε με το χτίσιμο του σπιτιού. Λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, για να χτίσεις ένα σπίτι τότε, χρειαζόταν μια απλή άδεια από την Κοινότητα, Πρόεδρος υπέγραφε. Και χωρίς άδεια να ξεκινούσες, ούτε έδινε σε έκανε ούτε τίποτε. Δεν υπήρχαν μηχανικοί να κάνουν σχέδια. Ή εσύ το φανταζόσουν ή όπως το φανταζόταν ο τεχνίτης, ο χτίστης. Τέλος πάντων. Φυσικά, γινόταν τότε θεμέλια, δεν υπήρχαν τσιμέντα και τέτοια, και γινόταν θεμέλια με πέτρες. Υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν αυτήν τη δουλειά, που κουβαλούσαν πέτρες από πάνω από το Τασλίκι στην Συμβολή. Και είπαμε Τασλίκι λέγεται ο τόπος που έχει πέτρες. Και με το κυβικό τα πουλούσαν, όποιος ήθελε να χτίσει σπίτι του έφερναν πέτρες και τα έκανε. Έκανε ένα γερός θεμέλιο, τέλος πάντων, με κάποιον τρόπο χτιζόταν το σπίτι από πάνω, τελείωνε, και ερχόταν η σειρά να γίνει σκεπή. Πάντα, γινόταν με δοκάρια ξύλινα, γιατί όλα γινότανε με κεραμίδια, δεν υπήρχε τσιμέντο τότε και αυτό. Όταν έβαζαν τα δοκάρια και τελείωναν, προτού βάλουν τα κεραμιδιά έκανε ο μάστορας έναν σταυρό και τον έβαζε επάνω. Και περίμεναν οι γείτονες, οι γνωστοί, μόλις έβλεπαν τον σταυρό ερχόταν με δώρα. Δώρο όταν λέμε, ένα μαντήλι, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια πετσέτα, τέτοια πράγματα. Το πολύ-πολύ, ο νοικοκύρης να έκανε δώρο και ένα πουκάμισο, που λέει ο λόγος. Αφού μαζευόταν και μετά, μαζευόταν όλοι και άρχιζαν να χτυπούν τα σκεπάρνια τους επάνω στο ξύλο όλοι μαζί οι τεχνίτες. Και περίμενε τώρα ο κόσμος να ακούσει και ο αρχιμάστορας έλεγε: «Ο τάδε έφερε ένα ζευγάρι κάλτσες, τον ευχαριστούμε και ευχόμαστε υγεία, καλές σοδειές, οτιδήποτε άλλο». Σε καθέναν που έφερνε, δηλαδή, έλεγε, φώναζε: «Ο τάδε έφερε εκείνο, ο τάδε έφερε-

Π.Ε.:

[Δ.Α.] λόγο μετά, έβγαζε.

Ε.Γ.:

Ναι, αλλά: «Ο τάδε έφερε εκείνο, ο τάδε έφερε το άλλο», έλεγε όλα, έλεγε και τις ευχαριστίες και μετά αυτός τα μοίραζε, πόσους εργάτες είχε, κατά την κρίση του. Σε άλλον έδινε εκείνο και… Και μάλιστα όταν το έγραφα αυτό το πράγμα, είχα διαβάσει ένα βιβλίο σχετικά με τον ξεριζωμό των Θρακιωτών, και μεταξύ άλλων περιέγραφε τις συνήθειες τους και όλα, και είχε για το χτίσιμο του σπιτιού και έγραφε ακριβώς αυτό το πράγμα. Τώρα, δεν ξέρω αν είναι μόνο θρακιώτικο το έθιμο ή το είχαν και άλλοι, δεν ξέρω, και άλλες πατρίδες.

Π.Ε.:

Ήθελα να σας ρωτήσω το άλλο: ήταν ντροπή άμα κάποιος δεν πήγαινε δώρο;

Ε.Γ.:

Ε, ξέρω κι εγώ…

Π.Ε.:

Θα θεωρούνταν ντροπή-

Ε.Γ.:

Μπα, δεν νομίζω, γιατί ο κόσμος δεν είχε κιόλα, δεν είχε κιόλα. Αν μπορούσε θα πήγαινε, αν δεν μπορούσε... Δεν είχε κιόλα. Συνήθως, οι γείτονες και οι συγγενείς, δεν θα πήγαινε όλο το χωριό. Οι γείτονες και οι συγγενείς.

Π.Ε.:

Κατάλαβα, πολύ ωραία.

Ε.Γ.:

Και γράφω εδώ κάτι για την Πρωτοχρονιά και σχετικά με το μύλο είναι και αυτό. [01:40:00]Ο κόσμος τότε όλος δεν είχε ρολόγια, δεν είχαν όλοι ρολόγια στα σπίτια τους. Ήξεραν η μέρα ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου, όταν ήταν στο μέσο, ήταν μεσημέρι, και όταν έδυε ο ήλιος και άρχιζε να σκοτεινιάζει ήταν βράδυ, τελείωσε. Και αφού δεν είχαν ρολόγια, δεν ήξεραν την Πρωτοχρονιά πότε αλλάζει ο χρόνος, αυτοί που δεν είχαν ρολόγια. Και είχαν στον μύλο ένα πράγμα σαν μικρή σειρήνα, η ντουντούκα που τη λέγατε, Κώστα, η ντουντούκα. Ένα πράγμα σαν μικρή σειρήνα. Αυτήν την είχαν το πρωί, όταν ξεκινούσε ο μύλος να δουλεύει, την έβαζαν και δούλευε και άκουγε ο κόσμος και έφερνε τα σιτηρά του για άλεσμα, αλλά την Πρωτοχρονιά το βράδυ, μόλις γινόταν η ώρα 00:00 την έβαζαν και φώναζε την ντουντούκα σαν σειρήνα. Και αυτοί που δεν είχαν ρολόγια καταλάβαιναν ότι άλλαξε η ώρα. Κατάλαβες; Και ήταν και λίγο γραφικό να ακούς μέσα στη νύχτα τη ντουντούκα να φωνάζει και λοιπά. Και αυτοί που είχαν ρολόγια το περίμεναν να ακούσουν την ντουντούκα.

Π.Ε.:

Αυτό μέχρι πότε το κάνατε; Άντε πάλι τώρα, σας ρωτάω χρονολογίες.

Ε.Γ.:

Μέχρι πότε, δεν. Από χρονολογίες, άσε. Από χρονολογίες, ενώ από αριθμούς-

Π.Ε.:

Το '50 άρχισε το ρολόι να το έχουν όλοι; Το '60΄; Τη δεκαετία.

Ε.Γ.:

Στάσου, εμείς το '57 που παντρευτήκαμε ήδη υπήρχαν, ναι. Μετά το '50, θα είχαν ρολόγια, βέβαια.

Π.Ε.:

Οι περισσότεροι.

Ε.Γ.:

Ναι, βέβαια, οι περισσότεροι είχανε. Είχανε φυσικά αυτά τα κουρδιστά τα ρολόγια, όχι τα αυτά, τα κουρδιστά τα ρολόγια.

Π.Ε.:

Τώρα ξέρετε τι; Θέλω να μου αναφέρετε λίγο για τη διασκέδασή σας στο χωριό.

Ε.Γ.:

A, να, είδες;

Π.Ε.:

Θέλετε να ξεκινήσουμε από το σχολείο που μου είπατε; Από τα μαγαζιά;

Ε.Γ.:

Δες, το σχολείο ήταν πιο μπροστά, μετά-

Π.Ε.:

Άρα, ας ξεκινήσουμε από το σχολείο. Η διασκέδαση στο σχολείο-

Ε.Γ.:

Αυτό ήταν αμέσως μετά την Κατοχή. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Τώρα, πώς έγινε και το καθιέρωσαν αυτό οι νέοι και οι νέες; Θυμάμαι κιόλα εκεί στον τοίχο την άκρη του σχολείου έβαζαν ένα τραπέζι και πάνω το γραμμόφωνο και έβαζαν. Τότε, τα έλεγαν πλάκες, δεν τα έλεγαν δίσκους, τα έλεγαν πλάκες, και έκαναν μουσική και χόρευαν.

Π.Ε.:

Αυτό ποια μέρα γινόταν;

Ε.Γ.:

Κυριακή! Ε, βέβαια, αργία. Την Κυριακή, αργία. Την Κυριακή το απόγευμα. Και μαζευόταν κόσμος, μεγάλοι μέχρι και γέροι. Εμείς παιδιά δε, τρέχαμε να δούμε πού χορεύουν και κάνουν. Ε, συνήθως, όμως, χόρευαν και βαλς και τανγκό και τέτοιους χορούς, αλλά καλαματιανό, κάνα χασάπικο, τέτοια πράγματα. Και περνούσαν ανέξοδα, γλεντούσαν ανέξοδα. Μετά, άρχισαν να ανοίγουν αυτά τα λεγόμενα εξοχικά. Στην αρχή, είχε ανοίξει ένα ο αυτός, της Νίτσας ο Κερχρήστος, που λένε, ο Χρήστος ο Μιχαηλίδης, της Νίτσας της Τσούκα ο παππούς.

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Εκεί στο σπίτι που είναι τώρα αυτό, ήταν ένα μικρό σπιτάκι, αλλά είχε μια πολύ γραφική αυλή έτσι, με δέντρα με αυτά. Εκείνος είχε αρχίσει ένα ψευτοεξοχικό έτσι, ένα μικρό πράγμα, όχι πολύ. Μετά, όμως, στον δρόμο που σου είπα τον κεντρικό, του Σέλογλου, που λέω, είναι εκεί που είναι του Πετρίδη το σπίτι τώρα. Ξέρεις ποιος είναι ο Πετρίδης; Απέναντι από του Αλευρά, του Πλάτωνα του Αλευρά, όμως-

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Εκείνο. Ήταν ένα το σπίτι του Σέλογλου και το εξοχικό. Αμέσως μετά από τον άλλο Αλευρά ήταν του Προδρομίδη του Στέλιου και λίγο πιο πέρα του Φώτη του Παπαδόπουλου. Εκείνο είναι απέναντι από του Χριστοφή το σπίτι, αν ξέρεις ποιο είναι του Χριστοφή-

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Εκείνο το σπίτι. Αυτά τα τρία εξοχικά ήταν συγχρόνως, την ίδια εποχή.

Π.Ε.:

Αυτά, γιατί τα λέγατε εξοχικά;

Ε.Γ.:

Έτσι τα έλεγαν. Γιατί έβγαινε ο κόσμος έξω; Δεν ξέρω. Εξοχικά τα έλεγαν. Έτσι τα έλεγαν, εξοχικά. Αλλά πιο ωραίο ήταν αυτό του Σέλογλου, είχε ωραία πίστα στο κέντρο με τσιμέντο καμωμένη, είχε περίφραξη ωραία κτιστή γύρω-γύρω. Γύρω στην περίφραξη κηπάκια με λουλούδια, δέντρα πολλά μέσα. Είχε και ένα σιντριβάνι, όπως σου είπα, που πετούσε το νερό. Αναγκάστηκε και έκανε μία δεξαμενή ψηλά, τη γέμιζε ο άνθρωπος με τους κουβάδες από το πηγάδι τη δεξαμενή, για να έρχεται το νερό και να μπορεί να πετάει στο ύψος της δεξαμενής.

Π.Ε.:

Αυτά είχαν μόνο εξωτερικό χώρο ή και εσωτερικό;

Ε.Γ.:

Εσωτερικά ήταν καφενεία. Καφενεία για τους άντρες. Τις Κυριακές, όμως, λειτουργούσαν σαν εξοχικά και πήγαιναν και γυναίκες, και ήταν πολύ ωραίο. Αυτός έφερνε και ζωντανή μουσική, άλλοι δεν έφερναν, αυτός έφερνε και ζωντανή μουσική. Τότε, ήτανε ο Μαρούδας, ο Πολυμέρης, αυτοί ήτανε που-

Π.Ε.:

Αυτοί τι ήτανε;

Ε.Γ.:

Οι τραγουδιστές. Αυτοί ήταν στις δόξες τους τότε. Κι έφερνε μια ορχήστρα... Αυτός ήταν πολύ μερακλής, ενδιάμεσα έλεγε και κάτι ανέκδοτα και μερικά ήταν και λίγο σόκινγκ έτσι και αυτό, αλλά γινόταν πολύ γλέντι, πολύς χορός, πάρα πολύ. Και στα τρία, αλλά αυτό επειδή είχε ζωντανή μουσική πιο πολύ, και ήταν το περιβάλλον πιο ωραίο, μαζευόταν πιο πολύς κόσμος. Εν τω μεταξύ... Συγγνώμη... Εν τω μεταξύ, οι γριούλες, οι γυναίκες με τα τσεμπέρια με τις ποδιές, μαζευόταν γύρω από την περίφραξη την χτιστή, έβαζαν και τα χέρια έτσι και σεργιανούσαν μέσα τους νέους που χόρευαν. Ναι.

Π.Ε.:

Εσείς εκεί πέρα τρώγατε, πίνατε ή ήταν μόνος ποτό τότε;

Ε.Γ.:

Όχι δεν ήταν ποτό, αλλά ούτε ήταν και κανονικό φαγητό. Ούζο με μεζεδάκι, κρασί με μεζεδάκια, όχι φαγητό. Και στον δρόμο εκείνον πέρα ως πέρα γινόταν η βόλτα. Και να μην καθόσουν στο κέντρο, έκανες τη βόλτα σου και σεργιανούσες. Πιο μπροστά, όμως, ο περίπατος γινόταν πάνω στις γραμμές του τρένου.

Π.Ε.:

Δεν φοβόσασταν;

Ε.Γ.:

Όχι, όταν ερχόταν τρένο, τραβιόμασταν στην άκρη. Δεν ήμασταν επάνω στις ράγες, στο ενδιάμεσο από τις ράγες. Εκεί, γινόταν ο περίπατος, εκεί ήταν το νυφοπάζαρο πρώτα. Μάλιστα, όταν ερχόταν το τρένο, καθόμασταν, το σεργιανούσαμε, μας άρεζε που το βλέπαμε. Με το τίποτα, καλέ, χαιρόταν ο κόσμος τότε, με το τίποτε.

Π.Ε.:

Αυτό που είπατε για το νυφοπάζαρο;

Ε.Γ.:

Ε, ναι, εκεί, έβλεπαν τα αγόρια τα κορίτσια, ποιος άρεσε ποιαν και λοιπά, και ή έστελνε προξενιά, όταν άρεζε μια κοπέλα, ή αν τα κατάφερναν και βρισκόταν και τα μιλούσαν μεταξύ τους. Πάντως, εκεί, αλλού δεν μπορούσαν να βρεθούν οι νέοι, δεν πήγαιναν πουθενά αλλού. Μόνο στη βόλτα και έβλεπαν εκεί, η τάδε με άρεσε και λοιπά.

Π.Ε.:

Εσείς τότε περιμένατε, δηλαδή, να 'ρθεί κάποιος να σας ζητήσει; Δεν εννοώ εσείς συγκεκριμένα-

Ε.Γ.:

Ναι, κατάλαβα.

Π.Ε.:

Δηλαδή, τα κορίτσια περίμεναν; Μπορεί να ξυπνούσαν ένα πρωινό και να λέγανε: «Σήμερα ήρθε αυτός να με ζητήσει» ή να λέγαν οι γονείς: «Θα 'ρθεί το βράδυ»;

Ε.Γ.:

Σου είπα τώρα, έτσι όπως βλεπότανε, μπορεί να άρεσε ο ένας τον άλλον, και να βρισκόταν, και να ήξεραν ότι αγαπιούνται. Ναι, αλλά πάλι έπρεπε ο γαμπρός να πάει να τη ζητήσει. Πάλι έπρεπε ο γαμπρός να πάει να τη ζητήσει, έτσι γινόταν. Αλλά πολλές φορές και ίσως και πιο παλιά ακόμη, χωρίς να ξέρει η νύφη και οι γονείς. Εμάς οι δικοί μας οι γονείς τα κανόνισαν. Εγώ ούτε τον γνώριζα τον Κώστα.

Π.Ε.:

Εσείς γνωριστήκατε στον γάμο; Στον αρραβώνα;

Ε.Γ.:

Ε, όχι στον γάμο, στον αρραβώνα, ναι.

Π.Ε.:

Αρραβώνα.

Ε.Γ.:

Εγώ, επειδή αυτό το κτήμα ήταν του πατέρα μου, και ερχόμουν εδώ που είχε τα κατσίκια ο μπαμπάς μου και λοιπά, και ήταν όλο δέντρα και ερχόμασταν, μαζεύαμε βύσσινα και λοιπά, ετούτοι με ήξεραν, γιατί ήταν ο μύλος απέναντι. Ε, τώρα, μεταξύ των οικογενειών έγινε το αυτό. Εγώ έχω και τα χαρτιά μου εδώ πέρα που πήρα για να πάω να δώσω εξετάσεις.

Π.Ε.:

Ναι. Οπότε, τα κανόνισαν οι οικογένειες και εσείς.

Ε.Γ.:

Ναι, και εγώ ήμουν παιδί που δεν είχα άλλες αυτές σχέσεις, ήμουν δοσμένη πολύ στα γράμματα και... Όχι ότι δεν ήθελα να πάρω τον Κώστα, δεν τον προσβάλλω με αυτό που λέω και το ξέρει. Όχι δεν ήθελα να πάρω τον Κώστα, ήθελα να σπουδάσω, ήταν ο καημός μου να σπουδάσω, αλλά, είπαμε, λίγο τα οικονομικά, λίγο αυτά. Λίγο το ότι οι οικογένειες ήξεραν η μία την άλλη και το βρήκαν ταιριαστό; Τέλος πάντων, έτσι έγινε.

Π.Ε.:

Το καλό είναι ότι είστε εσείς καλά-

Ε.Γ.:

Δόξα τω Θεώ, ναι.

Π.Ε.:

Δεν σας βγήκε σε κακό.

Ε.Γ.:

Ναι.

Π.Ε.:

Και ο κινηματογράφος που υπήρχε;

Ε.Γ.:

Τώρα μη μου πεις χρονιά!

Π.Ε.:

Όχι, όχι, δεν θέλω χρονιά.

Ε.Γ.:

Μη μου πεις χρονιά! Ναι. Πρώτα, έγινε αυτός ο κινηματογράφος πάλι του Ατσαλίδη, θα πω -το όνομα Ατσαλίδης πολύ-, εδώ που είναι η ντίσκο, εκεί είχε-

Π.Ε.:

Εδώ που είναι η ντίσκο η "Lotus";

Ε.Γ.:

Ναι, η "Lotus".

Π.Ε.:

Α, εκεί ήταν. Όχι πιο πέρα, μες στον πεζόδρομο; Μετά, να πούμε και για τα μαγαζιά στον πεζόδρομο.

Ε.Γ.:

Εκεί δεν είχε κινηματογράφο.

Π.Ε.:

Ωραία, ήταν εδώ.

Ε.Γ.:

Η "Lotus" που ήταν πολύ καλός κινηματογράφος, με ωραία οθόνη, χώρος μπροστά που ερχόταν και θίασοι και γινόταν και θεατρικές παραστάσεις και τραγουδιστές τραγουδούσανε. Υπήρχε χώρος-

Π.Ε.:

Είχε έρθει κάποιος γνωστός;

Ε.Γ.:

Είχαν έρθει και γυναίκα και άντρας, αλλά τώρα δεν μπορώ να τον θυμηθώ πώς τον έλεγαν. Ήρθανε, ναι. Ήρθανε, όχι από τους πολύ γνωστούς, πάντως ήρθανε πάλι γνωστοί. Ήταν πολύ ωραίος ο κινηματογράφος, πολύ πήγαινε ο κόσμος τότε. Αν θέλεις χρονιά, πότε ήταν στη μόδα ο Ξανθόπουλος με τη Μάρθα Βούρτση-

Π.Ε.:

Τότε.

Ε.Γ.:

[01:50:00]Τότε. Συνέχεια έργα με τον Ξανθόπουλο, με την Μάρθα Βούρτση και αυτά. Αλλά πιο μπροστά, προτού κάνουν τον κινηματογράφο αυτό, ερχόταν κινούμενοι κινηματογράφοι σε καφενεία, και πιο πολύ ερχότανε στου Μιχαηλίδη το καφενείο. Τώρα, πού να-

Π.Ε.:

Πού ήταν αυτό;

Ε.Γ.:

Πού ήταν... Απέναντι από τον Σταθμό, ούτε ξέρω σαν κτίσμα αν υπάρχει τώρα. Nαι, αλλά δεν ξέρω σαν κτίσμα ακόμα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει, δεν ξέρω.

Π.Ε.:

Εκεί που είναι το super market τώρα; To «Express»;

Ε.Γ.:

Πιο εδώ, πιο ανατολικά, πιο ανατολικά. Μετά από εκείνο, πιο ανατολικά. Κάπου εκεί. Όχι, συγγνώμη, πιο δυτικά, στη γωνία. Πού ήταν κάποτε το ιατρείο, στη μία γωνία το ιατρείο, στην άλλη αυτό.

Π.Ε.:

Εκεί που ήταν του Μπόζου το μαγαζί;

Ε.Γ.:

Του Μπόζου, Μιχαηλίδη αυτόν λέω-

Π.Ε.:

Α, δεν ξέρω το παρατσούκλι.

Ε.Γ.:

Αχ, αυτά τα παρατσούκλια, θα τα πούμε, άσε. Εγώ έπαθα ζημία, όχι ζημία, τέλος πάντων, την πλάκα μου έπαθα με αυτά τα παρατσούκλια. Και εκεί συνήθως ερχόταν, γιατί βόλευε κιόλα, έπρεπε να έχει έναν τοίχο άσπρο άδειο το αυτό, και ερχότανε, πλανόδιοι κινηματογράφοι. Τότε, ήτανε τα ινδικά πολύ της μόδας, με πρωταγωνίστρια μια Ναργκίς και τα τούρκικα με μια πρωταγωνίστρια Κοτς Γιγί την έλεγαν. Συνέχεια τέτοια έφερναν. Ή το καλοκαίρι σε οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο, αρκεί να υπήρχε απέναντι και ένας τοίχος άσπρος. Μια φορά ήρθαν και στον μύλο εδώ πέρα, μία φορά όλο κι όλο, στον τοίχο του μύλου, επειδή υπήρχε άσπρος τοίχος μεγάλος, και ο κόσμος όρθιος στεκότανε-

Π.Ε.:

Και το έβλεπε.

Ε.Γ.:

Και έβλεπε. Πρώτα, έτσι ξεκίνησαν οι κινηματογράφοι. Μετά, έγινε αυτό στου Ατσαλίδη, πήγε καλά, αλλά αυτός ήταν χειμερινός και ανοίγει κάποιος Τσακίρης, στο Τσιφλίκι, θερινό κινηματογράφο. Και είχαμε και χειμερινό και θερινό. Πολύ πήγαινε ο κόσμος τότε στον κινηματογράφο.

Π.Ε.:

Ήταν προσιτό το να πάτε τότε στον κινηματογράφο από άποψη χρημάτων;

Ε.Γ.:

Ε, πρέπει να ήτανε, πρέπει να ήτανε, γιατί πήγαινε πολύ ο κόσμος, άρα...

Π.Ε.:

Άρα, θα είχανε.

Ε.Γ.:

Ε, ναι, γιατί ήδη είχαν περάσει τα χρόνια, ο κόσμος ορθοπόδησε, κάτι έκανε.

Π.Ε.:

Δεν υπήρχε τότε και η τηλεόραση.

Ε.Γ.:

Εν τω μεταξύ, που είπαμε για γλέντια, εμείς τουλάχιστον στη δικιά μας εποχή είχαν αρχίσει τα πάρτι. Κάναμε πάρτι. Ναι.

Π.Ε.:

Πώς ήταν αυτά;

Ε.Γ.:

Λοιπόν, μαζευόμασταν, εκτός του ότι ήμασταν μια παρέα πέντε-έξι ζευγάρια οι μόνιμοι, αλλά ερχόταν και ο φίλος ο δικός σου το ζευγάρι και του αλλουνού και λοιπά, μαζευόμασταν. Μπορεί και είκοσι ζευγάρια όταν νοικιάζαμε... Νοικιάζαμε καφενείο αυτό που ήταν το ιατρείο, που σου είπα, της Ζηνοβίας. Αυτό ήταν ένα καφενείο που το είχε της Ζηνοβίας ο πεθερός, ο ηλικιωμένος, που πήγαιναν μόνο οι γέροι από εκεί τριγύρω, οι οποίοι έφευγαν νωρίς και έκλεινε το μαγαζί νωρίς. Οπόταν, μας βόλευε και το νοικιάζαμε για ένα βράδυ εκείνο, αλλά πώς γινότανε; Συνεννοούμασταν: «Εγώ θα κάνω κεφτεδάκια, η άλλη θα κάνει σαρμαδάκια, η άλλη δεν ξέρω τι». Αφού ακόμη μέχρι τελευταία από κάτω σε μια πιατέλα που είχα το όνομά μου δεν έβγαινε, για να ξέρω ποια πιατέλα είναι να την πάρω μετά φεύγοντας, και τα μαζεύαμε έτσι και κάναμε γύρω-γύρω τα τραπέζια. Χορεύαμε, γλεντούσαμε, λέγαμε αστεία και λοιπά, αλλά συνέβαινε και σε σπίτια με λιγότερα άτομα να κάνουμε και σε σπίτια. Και συνήθως σε σπίτια που δεν είχαν γέρους.

Π.Ε.:

Σίγουρα, χωρίς τα πεθερικά.

Ε.Γ.:

Ναι. Για την ενόχληση πιο πολύ. Μια φορά, όχι πάρτι, αλλά μάζεμα έτσι βραδινό, κάναμε πολλά, αλλά μια... Για βραδινό μάζεμα, εντάξει. Κάναμε και ένα βράδυ έτσι ένα μάζεμα. Τότε, για πρώτη φορά είχαν βγει τα πικ-απ -τα πικ-απ με τις μπομπίνες. Και είχε πάρει ο Τσομπάνογλου -ξέρεις ποιος είναι ο Τσομπάνογλου και με αυτούς κάναμε παρέα- και ήρθαν, ήταν καμιά πέντε, έξι ζευγάρια, πόσοι ήμασταν δεν ξέρω. Η πεθερά μου καθισμένη τώρα στο κρεβάτι της, την είχαμε το αυτό εκεί, έβαλε ο Τσομπάνογλου το πικ-απ, ακούσαμε. Τι ακούσαμε; Τραγούδια, τι ακούσαμε δεν ξέρω. «Άντε -λέει-, τώρα να το κλείσω». Αλλά αυτός αντί να το κλείσει, το έβαλε στο σημείο όπου έγραφε, χωρίς, όμως, να το ξέρει κανένας. Και τώρα κάνουμε παρέα, και μιλάμε, και λέμε τα αστεία και λοιπά, οπόταν σε κάποια φάση αυτός σηκώνεται, το ξαναβάζει από την αρχή, και ακούγαμε αυτά που... Εμάς δεν μας παραξένεψε, γιατί το ξέραμε πώς γίνεται αυτό το πράγμα. Να έχεις την πεθερά μου να λέει: «Χρίστος και Παναγία! Χριστός και Παναγία!». Της φάνηκε πολύ παράξενο, όπως εμάς τώρα μας φαίνονται παράξενα όλα αυτά που γίνονται με τα τηλέφωνα και με τα αυτά, ναι. Και έτσι γλεντούσαμε, μαζευόμασταν στα σπίτια, αλλά κάναμε, όμως, και πάρτι, πάρτι. Ύστερα, θυμάμαι μια φορά Αποκριές κάναμε πάρτι. Είχαμε έναν αστυνόμο εδώ, που ήταν από την Καρδίτσα, εκεί που είναι αυτοί ειδικοί για το σούβλισμα του αρνιού, και σουβλίσαμε και αρνί τις αυτές και κάναμε και άλλα πράγματα και περίσσεψαν. Ήταν πολλά, περίσσεψαν. Την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, ξεκινάμε με τα πόδια και πάμε στα Γαλάζια Νερά στην Συμβολή, για να αποτελειώσουμε τα φαγώσιμα. Έτσι, έτσι γλεντούσαμε.

Π.Ε.:

Ωραία, ξέγνοιαστα.

Ε.Γ.:

Ναι, γιατί σου είπα ήταν φτωχικά, αλλά ήταν λίγο πιο ξέγνοιαστα τα χρόνια εκείνα.

Π.Ε.:

Το πιστεύω! Να αναφέρουμε κάποιες πληροφορίες για αυτό που μου είπατε και χθες για το «Ντεκοβίλ».

Ε.Γ.:

Λοιπόν, το Ντεκοβίλ τώρα. Μεταξύ... Στο Παγγαίου, στους πρόποδες του Παγγαίου, μεταξύ Κορμίστας και Ηλιοκώμης, υπήρχε ένα λιγνιτωρυχείο, του Παπαβασιλείου λεγόμενο, ιδιοκτήτης ήταν ο Παπαβασιλείου, που έβγαζαν λιγνίτη για καύσιμη ύλη, για καύσιμη ύλη. Πολλοί από εδώ πήγαιναν με τα κάρα του και αγόραζαν, φόρτωναν, ερχόταν πιο φθηνά το κάρβουνο από το ξύλο. Αγόραζαν και έκαιγαν στις θερμάστρες αυτόν τον λιγνίτη. Υπήρχε και ένας ο Γιάννης ο Κακατσάς, δεν ξέρω αν το έκαμναν και άλλος, που το 'κανε σαν επάγγελμα αυτό το πράγμα. Άλλος που δεν είχε κάρο και ήθελε να πάρει λιγνίτη, πήγαινε αυτός το κουβαλούσε και πληρωνόταν και του το έπαιρνε. Πληρωνόταν για τη μεταφορά, δηλαδή. Aλλά αυτοί δεν έβγαζαν μόνο παραγωγή για τόση λίγη κατανάλωση, έβγαζαν πολλή παραγωγή, έπρεπε να κάνουν και εξαγωγή σε άλλη μέρη. Σε άλλα μέρη λέγοντας, όχι για το εξωτερικό, εντός Ελλάδος. Ναι, εντός Ελλάδος. Τότε, πολύ-πολύ φορτηγά και τέτοια δεν είχε να κουβαλούνε, και έκαναν ειδικά μια μικρή σιδηροδρομική γραμμή από το λιγνιτωρυχείο μέχρι δίπλα στον Σταθμό.

Π.Ε.:

Στο Φωτολίβος.

Ε.Γ.:

Στο Φωτολίβος. Σου είπα, ακόμα αν δεις, τώρα που σ' το είπα, δίπλα στα νεκροταφεία, απ΄ την πλευρά των Ποντίων, έχει έτσι ένα ύψωμα, δεν φαντάζομαι να χάλασε τώρα, ένα ύψωμα αλλά που προχωρεί και πάει πίσω από τους Ποντίους. Εκείνο το ύψωμα είχε γίνει για να γίνει η γραμμή επάνω, δηλαδή ένα τρένο σε μικρογραφία. Τώρα, γιατί το έλεγαν «Ντεκοβίλ», μοιάζει να είναι γαλλική λέξη, αν σημαίνει κάτι δεν ξέρω. Πάντως, το έλεγαν «Ντεκοβίλ» και είχε μικρά βαγονάκια από πίσω, φόρτωναν το λιγνίτη, αλλά εδώ στον Σταθμό, αν ξεκινήσουμε από την περίφραξη που είναι η Εκκλησία της Παναγίας, μέχρι εκεί που είναι οι αποθήκες, εκείνος ο χώρος, ήταν πέρα ως πέρα ένα υπόστεγο, ένα μεγάλο υπόστεγο. Και έμπαινε εκεί μέσα το «Ντεκοβίλ» και τα ξεφόρτωνε, αν δεν ήταν η ώρα που θα τα φόρτωναν στο τρένο ή για κάποιον λόγο, δεν ξέρω, για να μην βραχούν, ήταν στεγασμένος χώρος, για να μη βραχούν. Και όταν δεν είχε κάρβουνα ή δεν μπαινόβγαινε το «Ντεκοβίλ» και ψιχάλιζε ή έβρεχε πήγαιναν οι νέοι και έκαμναν και περίπατο εκεί μέσα, γιατί δεν έβρεχε εκεί πέρα. Κατάλαβες; Αυτό ήταν το «Ντεκοβίλ». 

Π.Ε.:

Πολύ ωραία.

Ε.Γ.:

Αλλά εγώ έχω μια ξαδέρφη καθηγήτρια γαλλικών, θα τη ρωτήσω αν σημαίνει κάτι το «Ντεκοβίλ», δεν ξέρω, δεν ξέρω-

Π.Ε.:

Θα το ψάξουμε.

Ε.Γ.:

Πάντως, ήταν μικρό τρενάκι.

Π.Ε.:

Και τα χαλιά εδώ πέρα που είχε δημιουργηθεί αυτό το εργοστάσιο; Βιοτεχνία, να το πούμε;

Ε.Γ.:

Σχολή πιο πολύ-

Π.Ε.:

Σχολή.

Ε.Γ.:

Πιο πολύ σχολή θα το πούμε, ναι.

Π.Ε.:

Πώς δημιουργήθηκε αυτό;

Ε.Γ.:

Ναι, λοιπόν, εδώ είχαμε και πρόσφυγες από ένα συγκεκριμένο μέρος της Μικράς Ασίας, που εκεί στον τόπο τους ήταν η κύρια δουλειά τους τα χαλιά, οι γυναίκες-

Π.Ε.:

Σε ποιο μέρος ήταν αυτό;

Ε.Γ.:

Δεν ξέρω αν ήταν απ' την Καισάρεια ή... Μικρά Ασία. Πάντως, ήταν από ένα συγκεκριμένο μέρος, δεν ξέρω αν ήταν από την Καισάρεια ή κάπου αλλού. Και οι γυναίκες έκαναν αποκλειστικά αυτήν τη δουλειά. Και όταν ήρθαν εδώ, οι πιο πολλές την συνέχισαν. Είχα εγώ την εντελώς διπλανή μου, του Τσερτσή τη γιαγιά. Οι αυλές μας ενωμένες, γι’ αυτό ξέρω πολλά για τα χαλιά, και ύφαιναν αυτές. Εν τω μεταξύ, το '25, αν δεν κάνω λάθος, αυτήν την ημερομηνία την ξέρω, ήταν ο πρωθυπουργός ο Πάγκαλος, ο παππούς αυτού του Πάγκαλου, και ανέβηκε στο τρένο και κατέβαινε σε κάθε σταθμό που υπήρχαν πρόσφυγες, να δει τι ανάγκες έχουν, τι χρειάζονται και λοιπά. [02:00:00]Και οι γυναίκες επειδή το ήξεραν ότι θα ’ρθεί, πήραν χαλιά και τα έστρωσαν από το τρένο μέχρι την είσοδο του γραφείου του Σταθμού, και περπάτησε πάνω από τα χαλιά για να πάει. Και του έκανε εντύπωση: «Τι χαλιά είναι αυτά και πώς βρέθηκαν;». Και του είπαν ότι υπάρχουν γυναίκες που κάνουν αυτήν τη δουλειά. Και σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να γίνει μια σχολή να μη χαθεί η τέχνη, να τη μάθουν και οι νεότερες. Και έκανε αυτό το κτίσμα που ξέρουμε-

Π.Ε.:

Αυτό το κτίσμα πού είναι;

Ε.Γ.:

Απέναντι από την πρώην κοινότητα, απέναντι από την πρώην κοινότητα. Όλο αυτό το κτίσμα ήταν σχεδόν ενιαίο. Είχε μόνον από τη δυτική πλευρά, εκεί που είναι τώρα του Αλέκου το μαγαζί, το ένα, όμως, το πρώτο, όχι η επέκταση, με δυο δωμάτια και μια μικρή αυλίτσα που ζούσε μια οικογένεια και από την ανατολική, πάλι, επίσης, δυο δωμάτια που κατά καιρούς άλλοτε ήταν κοινότητα, άλλοτε ήταν αστυνομία, δηλαδή ο χώρος που είναι τώρα η ντίσκο ήτανε. Και όλο το υπόλοιπο ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ήταν ένας ενιαίος χώρος.

Π.Ε.:

Δηλαδή, πριν γίνει το φαρμακείο και η ταβέρνα, εκείνα τα τούβλα που υπήρχαν ήταν από τότε; Γιατί υπήρχε ένα πράγμα σαν αποθήκη.

Ε.Γ.:

Ε, από τότε πρέπει να ήταν, από τότε, βέβαια, βέβαια. Από το '25, δεν είναι και πολλά χρόνια.

Π.Ε.:

Ε, 100!

Ε.Γ.:

Ναι, ναι, ναι, αλλά... Τώρα, βέβαια, τα βελτίωσαν κάνοντας τα μαγαζιά και αυτά ναι, ναι. Άρα, δεν είναι 95 χρόνια, εδώ έχει χρόνια που τα βελτίωσαν και τα έκαναν. Αλλά τώρα αν λειτούργησε λίγο -αυτό θα σ' το πει η Ευγενία από του μπαμπά της τα γραμμένα-, αν λειτούργησε λίγο και μετά σταμάτησε, ή αν δεν λειτούργησε καθόλου και για ποιον λόγο, αυτό δεν το ξέρω. Αλλά το πώς έκαναν τα χαλιά και αυτά, επειδή ήμουν μικρή συνέχεια έτρεχα σε αυτήν τη γειτόνισσα τη γιαγιά και έβλεπα πώς κάνει. Αν το βρω στημένο, τα στημόνια, τους κόμπους και την ύφανση μπορώ να την κάνω, τόσο πολύ, αλλά ανάλογα με το σχέδιο. Πρώτα απ’ όλα, έκλωθαν το μαλλί. Χοντρό-χοντρό, όμως, δεν χρειαζόταν λεπτομέρειες, χοντρό- χοντρό. Και ανάλογα με το σχέδιο και τα χρώματα, έβαφαν μια ποσότητα κόκκινο, μία κίτρινο, τα έβαφαν. Αυτήν τη δουλειά, για το δικό μου το χαλί, την κάναμε εμείς μόνοι μας. Πήραμε μαλλί, το πλύναμε, το λαναρίσαμε, το κλώσαμε, αλλά το έβαψε η τεχνίτρα που έκανε το χαλί- 

Π.Ε.:

Τότε με τι μπογιές; Πού τις βρίσκανε τις μπογιές;

Ε.Γ.:

Είχε, είχε τότε, γιατί ο κόσμος πολύ έβαλε ρούχα τότε. Και σαν παράδειγμα, έτσι και γινόταν καμιά κηδεία, δεν μπορούσαν να κάνουν, έβαφαν τα ρούχα που είχανε μαύρα, και πενθούσαν και πολύ τότε, ή και οτιδήποτε άλλο, έβαφαν, πολύ έβαφαν. Αλλά, όμως, αλλά, όμως, μερικά χρώματα τα έβαφαν και με φυτά. Εγώ, σαν παράδειγμα, έβαψα ρούχα με καρυδόφυλλα, όχι καρυδόφυλλα, τα φλούδια από το καρύδι, όχι το φλούδι, το πράσινο που έχει το καρύδι προτού ωριμάσει;

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Το καρύδι, εκτός από το σκληρό, από πάνω έχει ένα πράσινο, με εκείνο εκεί. Αν βράσεις λίγα και το κάνεις ένα αραιό, γίνεται μπεζ χρώμα. Θέλεις πιο σκούρο; Βάζεις και άλλο τέτοιο. Μέχρι καφέ σκούρο μπορεί να γίνει με αυτά τα καρύδια. Οι αποχρώσεις του καφέ μπορούν να γίνουν. Αυτές ήξεραν και ορισμένα άλλα χόρτα που έκαμναν το κίτρινο, αλλά όχι για όλα τα χρώματα. Και ορισμένα τα αγόραζαν. Αλλά αυτή η γειτόνισσά μου, που την έβλεπα, δεν μπορούσε να περιμένει να κλώσει όλο το μαλλί για όλο το χαλί, που μπορεί να ήταν και είκοσι οκάδες, ξέρω εγώ, πόσο ήτανε. Έκανε το εξής, το μαλλί το έβαφε άκλωστο, έτσι όπως ήταν προβιά, μαλλί, χωρίς να το κλώσει. Έβαφε μια αυτή κόκκινα, μια κίτρινα, μια πράσινα. Έβλεπε, λοιπόν, αύριο στο σχέδιο που θα κάνει τι και τι χρώματα χρειαζότανε, με το φεγγάρι το καλοκαίρι, καθόταν και έκλωθε από εκείνα τα χρώματα για να έχει την άλλη μέρα, ή τον χειμώνα με τη λάμπα. Και έτσι τα έκαμνε τα χαλιά για να κερδίσει χρόνο. Το έβαφε πρώτα μαλλί και μετά το έκλωθε. Ναι, ωραία, διαδικασία ήτανε.

Π.Ε.:

Ωραία, χρονοβόρα, αλλά… Με τον αργαλειό τα έκανε τότε;

Ε.Γ.:

Αργαλειό, αλλά όρθιο αργαλειό. Οι Μικρασιάτισσες και για τα κιλίμια ακόμη, όχι μόνο για αυτά τα χαλιά με τους κόμπους, και για τα κιλίμια ακόμη είχαν όρθιους αργαλειούς, οπότε το κιλίμι έβγαινε μονοκόμματο, όσο ήταν το φάρδος του αργαλειού, ενώ οι Θρακιώτισσες είχαν τον άλλον τον καθιστό τον αργαλειό και το έβγαζαν το υφαντό σε φύλλα. Αν ήθελαν να κάνουν ένα φαρδύ κιλίμι, ένωναν τρία φύλλα. Αυτές με τον όρθιο τον αργαλειό το 'βγαζαν μια και έξω το κιλίμι, ναι. Και αυτή ήθελε ξύλα για να βάψει τα χρώματα, χρειαζόταν ξύλα για να βάψει τα χρώματα, τα μαλλιά και λοιπά.

Π.Ε.:

Ξύλα, γιατί;

Ε.Γ.:

Ε, πώς θα τα έβαφε; Τα βράζουνε για να τα βάψουν, βράζουν την... Ναι. Ξεκινούσε, λοιπόν, πήγαινε στον κάμπο, έβρισκε ραδίκια, μάζευε ραδίκια, τα 'βαζε στη ποδιά της, τα στερέωνε εδώ πέρα. Έβρισκε ξύλα, από διάφορα, από κλαδιά, από ξερόκλαδα, από τέτοια, τα φορτωνόταν στην πλάτη, τα ξύλα στην πλάτη, τα ραδίκια στην ποδιά και όσο περπατούσε να 'ρθει στο σπίτι, έκλωθε μαλλί, περπατώντας.

Π.Ε.:

Πολυπράγμων.

Ε.Γ.:

Πολύ, πολύ πράγμα... Πολυπράγμων είπες εσύ και εγώ λέω πολύ πράγμα! Και έκαμνε τρεις δουλειές: και έφερνε και ραδίκια και τα ξύλα για το βάψιμο και ετοίμαζε και κλωστή. Καλέ, πήγαιναν στα χωράφια και πάνω στο κάρο έπλεκαν για να μην χασομερούν, πηγαίνοντας, επειδή το κάρο έκανε πολλή ώρα να πάει, δεν είναι τώρα σαν το αυτοκίνητο που πας-

Π.Ε.:

Δεν έχαναν χρόνο για τίποτα.

Ε.Γ.:

Κάλτσες και τέτοια που ήθελαν και πολλή δουλειά οι κάλτσες, επάνω στο κάρο, όχι όλες, βέβαια, αλλά πολλές, όταν χρειαζόταν έπλεκαν πάνω στο κάρο.

Π.Ε.:

Μπράβο.

Ε.Γ.:

Ναι.

Π.Ε.:

Και εσάς στη ζωή σας η ζωγραφική πότε προέκυψε;

Ε.Γ.:

Στα 75 μου, όταν ήμουν 75 ετών.

Π.Ε.:

Ζωγραφίζατε και μικρότερη;

Ε.Γ.:

Όχι, καθόλου. Δηλαδή, τι ζωγράφιζα; Όπως τα παιδάκια: ένα τετράγωνο με μια σκεπή και με δυο τετράγωνα παράθυρα και με μία πόρτα. Με τα παιδιά μου μαζί, όταν πήγαιναν σχολείο και λοιπά. Απολύτως τίποτε δεν ζωγράφιζα, ούτε είχα ιδέα από ζωγραφική, τίποτε, τίποτε, τίποτε. Αλλά γενικά, όμως, είμαι λίγο ικανή στα χέρια, ναι. Από εργόχειρα και τέτοια και λοιπά είχα αυτήν την ικανότητα.

Π.Ε.:

Από τους πίνακες που βλέπω φαίνεται ότι έχετε ταλέντο.

Ε.Γ.:

Θα σου δείξω μετά. Εκτός προγράμματος, θα σου δείξω τις φωτογραφίες. Κάπου, ούτε καν ήξερα ότι είχε ανοίξει η σχολή εδώ της ζωγραφικής. Μια μέρα, μου λέει η νύφη μου η Αγάπη: «Θέλω να πάω στη ζωγραφική, αλλά θέλω να 'ρθεις και εσύ να πάμε μαζί, αν δεν έρθεις εσύ εγώ δεν θα πάω, θα μου το στερήσεις αυτό το πράγμα. Αν δεν θέλεις να μου το στερήσεις, θα 'ρθεις». «Βρε, Αγάπη, εγώ 75 χρονών -λέω-, τι να κάνω; Πρώτα απ’ όλα, δεν μπορώ να ζωγραφίσω, δεν ξέρω να ζωγραφίζω, τι θα κάνω;». «Όχι -λέει-, ή θα 'ρθεις και θα πάμε μαζί ή δεν θα πάω κι εγώ», και αναγκάστηκα και πήγα. Και την ευγνωμονώ τώρα που το έκανε έτσι και επέμενε. Και την ευχαρίστησα και δημόσια, γιατί μου έγινε κάποια απονομή στη ζωγραφική: η γεροντότερη μαθήτρια του Κώστα του Ζαμπίδη. Και με υποχρέωσε να πω και κάποια λόγια και, τέλος πάντων. Δεν το ήξερα εγώ, με ξάφνιασε, μεταξύ αυτών ευχαρίστησα και την Αγάπη που έγινε η αιτία να πάω εκεί. Σιγά-σιγά, χρειάζεται και λίγη αντίληψη, αυτό διαπίστωσα. Είναι μεν και το χέρι, είναι αυτά που θα σου πει ο δάσκαλος, να μάθεις ορισμένα πράγματα, αλλά πρέπει να έχεις και λίγη αντίληψη, πώς θα γίνει το κάθε πράγμα. Και έτσι προέκυψε και πήγα. Και το ευχαριστήθηκα και ήταν και πολύ ωραία. Λες, βρε παιδί μου, κάνω κάτι άλλο, κάνω κάτι διαφορετικό, πώς το λένε. Και ύστερα δεν είναι μόνο εκείνο, εγώ είμαι της άποψης ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να ανήκει σε κάποια ομάδα, είτε πολιτιστικός σύλλογος θα είναι αυτός, είτε χορευτικός, είτε χορωδία, πρέπει ο άνθρωπος να ανήκει σε μία ομάδα, είναι άλλη αίσθηση. Να είσαι έτσι ομάδα, αρκεί η ομάδα αυτή να είναι μονιασμένη και συνεννοημένη. Δεν ξέρω αν το, αν είναι σωστό, αλλά εγώ έτσι το νιώθω.

Π.Ε.:

Τι πιστεύετε ότι παίρνει ένας άνθρωπος από την ομάδα;

Ε.Γ.:

Γίνεται πιο κοινωνικός πιο πολύ, γίνεται πιο κοινωνικός, μαθαίνει πράγματα, με τις ανταλλαγές απόψεων και λοιπά, μαθαίνει πράγματα πολλά. Μαθαίνει να είναι πιο κοινωνικός, να γίνεται λίγο πιο ανεκτικός, γιατί δημιουργούνται προβλήματα, δεν είναι ανάγκη να εκνευριζόμαστε και να κάνουμε, γίνεται και πιο ανεκτικός. Ύστερα, είναι ότι περνάει και την ώρα του ευχάριστα, εκείνη εκεί την ώρα την περνάει ευχάριστα, ανανεώνεται το ηθικό, αναπτερώνεται το ηθικό. Πολλά έχει να κερδίσει από αυτά τα πράγματα.

Π.Ε.:

Εσάς, οι πίνακες πιστεύετε είχαν μια συγκεκριμένη θεματολογία;

Ε.Γ.:

[02:10:00]Όχι, γιατί πολλούς τους έκανα από επιθυμία των παιδιών μου και των εγγονών, οπόταν αυτοί ανάλογα τι μου ζητούσαν, αλλά αυτό με ευχαριστούσε, γιατί δοκίμασα διάφορα είδη. Ανάλογα με την ηλικία του ο καθένας, μου ζητούσε. Τα εγγόνια, σαν παράδειγμα, ήθελαν μοντέρνους πίνακες. Και έτσι δοκίμασα σχεδόν από όλα τα είδη, γιατί αυτά μου ζητούσαν να κάνω. Θα πεις η ζωγραφική δεν είναι παραγγελία, σου έρχεται και κάνεις, αλλά από τη στιγμή που εγώ ήθελα να κάνω κάτι και να δοκιμάσω και πολλά είδη, αυτό με βόλεψε.

Π.Ε.:

Ε, βέβαια, υπάρχει καλύτερο πράγμα απ' το να προσφέρουμε-

Ε.Γ.:

Δεν μου άρεζε να κάνω έτσι, πώς να σου πω, ένα απλό λουλούδι ή ένα αυτό. Ήθελα κάτι που να με τραβάει. Σαν παράδειγμα, έχω αντιγράψει πίνακες από μεγάλους ζωγράφους. Θα πεις καλά δεν τους έκανα αντιγραφή τέλεια, αλλά... Αυτός είναι ενός Γάλλου του Millet.

Π.Ε.:

Τέλεια αντιγραφή, ούτε ο ίδιος ο ζωγράφος δεν κάνει.

Ε.Γ.:

Ναι. Δύο φορές αν κάνεις τον ίδιο πίνακα, δεν τον κάνεις. Αυτοί οι δύο πίνακες είναι οι γνωστοί: Η προσμονή και Το φιλί του Λύτρα. Μέσα έχω του Godward του Άγγλου που... Τα θέματα του όλα ήταν από την ελληνική μυθολογία. Έχω κάποιου Ρώσου Volegov, έχω άλλου Ρώσου, δηλαδή έτσι τέτοια πράγματα μου άρεζαν να κάνω. Και όταν έκανα απλά έτσι έναν πίνακα, μου άρεζε να βάζω δικά μου πράγματα, να το κάνω, δηλαδή, σαν κολάζ. Όπως σου είπα, να βάλω στην αυλή στρωμένη με πέτρες, να κάνω το δέντρο ανάγλυφο σαν κορμό και όχι απλά μια ζωγραφική, να κάνω τα κάγκελα με ξυλάκια, τις πόρτες με ξύλα, κάτι τέτοια πράγματα. Αυτό από μόνη μου, δηλαδή, το έκανα. Έκανα ένα, το άρεσε πολύ η Αγάπη, μου ζήτησε και δεύτερο, δηλαδή απ’ όλα και λίγο δοκίμασα.

Π.Ε.:

Πολύ ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι που δεν είπαμε και θα θέλατε εσείς;

Ε.Γ.:

Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ... Α, κάτι άλλο, που το έχω κιόλα εδώ πέρα, που λέγαμε για το σχολείο, που ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα και λοιπά. Να φανταστείτε ότι... Να φανταστείς, μάλλον, το '58, όταν ήμουν ήδη παντρεμένη, θέλησα να πάω στο σχολείο να δω -γιατί εγώ μια ζωή είμαι ερωτευμένη με το σχολείο-, να πάω στο σχολείο, να δω πώς είναι τα πράγματα, πώς είναι και λοιπά, και μου είπαν οι δάσκαλοι που μίλησα μαζί τους ότι ακόμα έχουν ελλείψεις. Λέω: «Σαν τι ελλείψεις έχετε;». «Δεν έχουμε -λέει- χάρτες, δεν έχουμε όλους τους χάρτες που χρειαζόμαστε». Λέω «Σαν τι χάρτη χρειάζεστε;». «Έναν της Αμερική -λέει- θα θέλαμε» και επειδή θα μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα από οικονομικής άποψης, πήγα και πήρα έναν χάρτη, αλλά χάρτη πανόδετο, έτοιμο για το σχολείο, όχι έναν απλό χάρτη, και τους τον πήγα. Το θεώρησαν τόσο μεγάλο πράγμα αυτό που συνήλθε εκτάκτως το συμβούλιο για να πάρουν απόφαση και να με ανακηρύξουν δωρήτρια του σχολείου. Και του λόγου το αληθές... 

Π.Ε.:

Επιστολή από αυτό, ότι «Ευχαριστάμεθα...»-

Ε.Γ.:

Αυτό μου ανακοίνωσαν ότι συνήλθε το συμβούλιο και λοιπά.

Π.Ε.:

«Ανακηρύξεως της επιτίμου»-

Ε.Γ.:

Εριτίμου, εριτίμου.

Π.Ε.:

«Κυρίας Νεραντζίδου, ως δωρήτρια του σχολείου. Ο πρόεδρος».

Ε.Γ.:

Ναι, και εδώ είναι αυτά, και από κάτω πήραν την απόφαση πού, και πού θα το ανακοινώσουν, πρώτα απ’ όλα σε μένα, μετά δεν ξέρω στον επιθεωρητή.

Π.Ε.:

«Ανακοινοποίηση, αντίγραφο της παρούσης πράξεως της ως άνω εριτίμου, να υποβάλλη αντίγραφο αυτήν και εις τον Επιθεωρητή Μειονοτικών Σχολείων Β΄ Περιφέρειας Δράμας, όπως λάβει γνώση και να αναθέτη κατά νεότητα ανέθεσαν στον πρόεδρο». Οπότε, ενημέρωσαν τη Πρωτοβάθμια Δράμας.

Ε.Γ.:

Και την Πρωτοβάθμια και μένα.

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Ναι. Αυτό τώρα το έκανα, για να φανταστείς ότι έφθασε το '58, η χρονολογία '58 -αυτήν την ξέρω-, η χρονολογία '58 και ακόμη είχαν ελλείψεις στο σχολείο, ακόμη δεν είχανε συμπληρώσει τα πάντα όπως έπρεπε. Και το θεώρησαν πια τόσο μεγάλο πράγμα αυτό... Ένας χάρτης ήταν, βρε παιδί μου, δεν ήταν τίποτα. Εγώ έτσι επειδή έχω μεγάλη αυτή με το σχολείο, θεώρησα καλό να τον κάνω αυτόν τον χάρτη αφού έλειπε. Δεν ήταν τόσο, για μένα δεν ήταν τίποτε μεγάλο, δηλαδή, δεν το ένιωσα να κάνω κάτι μεγάλο-

Π.Ε.:

Και, όμως, για το σχολείο...

Ε.Γ.:

Αυτοί πώς το θεώρησαν τόσο μεγάλο και κάλεσαν εκτάκτως και την αυτήν, δεν ξέρω. Εδώ είναι τα χαρτιά μου που ετοίμασα… Δες τα πιστοποιητικά σε τι χαρτί έβγαιναν.

Π.Ε.:

Σαν τη λαδόκολλα που-

Ε.Γ.:

Όχι, τσιγαρόχαρτο.

Π.Ε.:

Πώς το λέγαν αυτό, ναι.

Ε.Γ.:

Που τύλιγαν. Τσιγαρόχαρτο. Εδώ και αυτό είναι πιστοποιητικό, εκείνο δεν ξέρω η αίτηση είναι; Δεν ξέρω.

Π.Ε.:

Ναι, αυτό είναι…

Ε.Γ.:

Των κοινωνικών φρονημάτων.

Π.Ε.:

Η βεβαίωση κιόλας. Ναι, των κοινωνικών φρονημάτων.

Ε.Γ.:

Αυτό είναι των κοινωνικών φρονημάτων. Αυτόν είναι από την Αστυνομία. Αυτόν είναι από την Αστυνομία.

Π.Ε.:

2 Σεπτεμβρίου 1954.

Ε.Γ.:

Ναι. '54;

Π.Ε.:

Ναι.

Ε.Γ.:

Όχι.

Π.Ε.:

'54 δεν γράφει;

Ε.Γ.:

Αποκλείεται. Το '48 πρέπει να είναι.

Π.Ε.:

Μήπως αυτό είναι για τις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο;

Ε.Γ.:

Α, ναι, για την Ακαδημία, είδες; Εγώ μπερδεύτηκα, ναι, το '54 είναι. Αυτό είναι πιστοποιητικό... Και ξέρεις τι; Αυτό έπιανε μέχρι και ξαδέρφια και θείους και λοιπά.

Π.Ε.:

Δηλαδή, αν είχε κάνει κάποιος θείος σας;

Ε.Γ.:

Ναι, και ξάδερφος και αυτό. Εγώ ξέρω συμμαθητή του γιου μου που δεν του έδωσαν πιστοποιητικό αυτό, γιατί ένας θείος του ήταν αριστερός. Μέχρι αυτό το σημείο, δεν έφτανε μόνο, δηλαδή, στην οικογένεια, μέχρι παλιά. Λέει, μου έλεγε ένας ξάδερφός μου, τον θεώρησαν... Ήρθε ένας βουλευτής στο χωριό και κάποιος όπως περνούσε βρέθηκε και μπροστά στο αυτοκίνητο του βουλευτού, και δεν του έδωσαν πιστοποιητικό, στον γιο του δεν έδωσαν πιστοποιητικό, διότι ο πατέρας του, επί λέξη θυμάμαι: «Ύστατο προ του αυτοκινήτου του τάδε βουλευτού», που ήταν αριστερός. Σε τέτοιο σημείο.

Π.Ε.:

Ακραία πράγματα.

Ε.Γ.:

Ακραία.

Π.Ε.:

Ωραία.

Ε.Γ.:

Αυτά.

Π.Ε.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Γ.:

Α, παρακαλώ, εγώ το ευχαριστήθηκα, γιατί είμαι άνθρωπος που μου αρέσει αυτό που ξέρω, όταν είναι για καλό, να μεταδίδεται και να το μαθαίνουν και άλλοι.

Π.Ε.:

Όλες οι πληροφορίες σας ήταν πολύ πολύτιμες και πραγματικά εγώ το πιστεύω ότι αυτή η άλλη εποχή που μας μεταφέρατε θα είναι σε λίγα χρόνια πολύ, ήδη είναι πολύ-

Ε.Γ.:

Άρχισε να γίνεται.

Π.Ε.:

Διαφορετική η εποχή που ζούμε, οπότε αντιλαμβανόμαστε τις διαφορές. Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, τώρα εσείς που έχετε ζήσει και τις εποχές με τις στερήσεις και καμία εξέλιξη, και τις εποχές τις τωρινές. Πώς τη βιώσατε όλη αυτήν την αλλαγή, που, βέβαια, για εσάς έγινε σταδιακά;

Ε.Γ.:

Ε, ναι, οπωσδήποτε, αλλά εγώ δεν ξέρω, έτσι νομίζω, και όλοι το λένε αυτό, ότι κάθε εποχή έχει και τα υπέρ της και τα κατά. Η παλιά εποχή μπορεί να ήταν φτωχική, αλλά οι άνθρωποι ήταν πιο άνετοι, δεν είχαν το στρες που υπάρχει σήμερα, το βασικότερο κακό, το στρες το σημερινό. Τότε δεν τους ένοιαζε ή θα σπουδάσουν τα παιδιά τους ή δεν θα σπουδάσουν, ούτε οι πολυτέλειες ούτε πολύ-πολύ τους ένοιαζαν να έχουν... Επειδή πήρε ο ένας ένα καλό έπιπλο να πάρουν και εκείνοι, ή να πάρουν ένα καλό ρούχο, ή οτιδήποτε. Ήταν πιο απλοϊκά τα πράγματα, πιο ήρεμα και ο κόσμος ήταν πιο ήρεμος. Τώρα, μπορεί να υπάρχουν πολλά, μπορεί να υπάρχει ευχέρεια στις κινήσεις και στο χρήμα και λοιπά, αλλά υπάρχει πολύ στρες, πάρα πολύ στρες, ο κόσμος όλος είναι αγχωμένος-

Π.Ε.:

Είμαστε και λίγο αχάριστοι.

Ε.Γ.:

Τότε, έβρισκες και πιο γρήγορα δουλειά, δεν είναι όπως τώρα που σπουδάζουν τα παιδιά και δεν βρίσκουν δουλειά. Τότε, έβρισκες πιο γρήγορα δουλειά. Είπαμε υπάρχουν και τα υπέρ και τα κατά και στη μια περίπτωση και στην άλλη, και στην άλλη. Βέβαια, ήταν δύσκολα, γιατί έλειπαν πολλά υλικά αγαθά, αλλά ο κόσμος από ό,τι είδες τα βόλευε, τα βόλευε.

Π.Ε.:

Δεν πετούσε τίποτα.

Ε.Γ.:

Δεν πετούσε τίποτε.

Π.Ε.:

Σε καμία περίπτωση.

Ε.Γ.:

Ακριβώς.

Π.Ε.:

Ωραία. Σας ευχαριστώ πολύ.

Ε.Γ.:

Παρακαλώ.