© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Αναμνήσεις από τα Άγραφα την περίοδο του Β' Παγκοσμίου και του Εμφυλίου
Κωδικός Ιστορίας
16840
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γεώργιος Παρθένης (Γ.Π.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/11/2020
Ερευνητής/τρια
Αγγελική Αγαλιανού (Α.Α.)
[00:00:00]Σήμερα, 03/11/20, είμαι μαζί με τον κύριο Γιώργο Παρθένη στο Γέρακα, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κύριε Γιώργο μου, μπορούμε να ξεκινήσουμε την ιστορία μας.
Λοιπόν, ξετυλίγοντας το κουβάρι των παιδικών μου αναμνήσεων, αναφέρομαι κατά την αποφράδα εκείνη χρονική περίοδο του '40-'50, του επάρατου αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, τον οποίο τον έζησα στο πετσί μου. Λοιπόν, τα παιδικά μου χρόνια ήταν σκληρά, επώδυνα και ανελέητα, λόγω των κλιματολογικών και περιβαλλοντολογικών καταστάσεων που ήταν το χωριό. Το χωριό ήταν αποκεντρωμένο στα πανύψηλα βουνά της Νοτίου Πίνδου, στα Άγραφα. Ήτανε εγκλωβισμένο ανάμεσα από πανύψηλα βουνά, τα λεγόμενα «Κράκορα» και απομονωμένο, δεν είχε καμία υποδομή οδική, ήτανε δυσπρόσιτα, κακοτράχαλα, μέσα απ' τα βουνά κλπ. Το χωριό αυτό είχε μια ιστορική ιστορία. Λεγότανε… Η λέξη «Βραγγιανά» προέρχεται από τη λέξη βράχια, λόγω του ότι περιβάλλεται γύρωθεν από βράχια πανύψηλα, κι αυτό βρίσκεται χαμηλά. Στα ιερά βιβλία αναφέρεται «Γούβα Βραγγιανών». Λοιπόν, είναι δυσπρόσιτα, κακοτράχαλα, και η διαδρομή είναι πάρα πολύ κουραστική και γι' αυτό εγώ, μέχρι τα 14 μου χρόνια, περιφερόμουνα περιμετρικά 5 χιλιόμετρα γύρω απ' το χωριό και δεν είχα έρθει σε επικοινωνία καθόλου με τον έξω κόσμο. Αυτή ήταν η ζωή μου, γι' αυτό δεν ένιωσα παιδικά χρόνια, ήταν δυστυχισμένα, ήτανε βασανιστικά, διότι έλειπαν τα πάντα. Ο τόπος ήταν πετρώδης, άγονος και σκληρός. Η ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη ανακατωμένη με πέτρες, στουρνάρια και χώμα, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο και ήταν λίαν ανεπαρκής, για να μπορέσει να θρέψει τότε τόσο πληθυσμό. Γιατί ήρθε περίοδος, που τα Βραγγιανά, κατά την Τουρκοκρατία, έφτασε πάνω από 5.000 κατοίκους. Ενώ παλιά… Γιατί το χωριό ιδρύθηκε κατά τους χρόνους -όχι βυζαντινούς- τους ρωμαϊκούς. Το χωριό, τουλάχιστον από τις τοπωνυμίες που υπάρχουν, φαίνεται ότι ιδρύθηκε κατά τους χρόνους εκείνους, ίσως και παλιότερα. Από τότε είναι σίγουρο, διότι τα ρωμαϊκά στρατεύματα, αντί να έρθουν περιφερειακά την Πίνδο, από Βορρά προς Νότον και να κάνουν περιφερειακά δια της τεθλασμένης, που θα έτρωγαν και χρόνο, αλλά παράλληλα είχαν και πολλούς κινδύνους, γι' αυτό έπαιρναν πολλούς οδηγούς, πάρα πολλούς οδηγούς, για να τους οδηγήσουν μέσα απ' τα βουνά της Πίνδου και να παν κατευθείαν προς Νότον.
Ξανά πίσω στα δικά σας χρόνια και στη δεκαετία αυτή που μου λέτε, δεκαετία ‘40 με ‘50.
Ναι. Λοιπόν, το '40 ήμουνα γύρω στα 9-10 χρονών. Τα γεγονότα τα 'ζησα στο πετσί μου, απ' το '40 μέχρι το '50. Το '39-'40 είχα πάει στην Α' Δημοτικού σχολείο και μετά ήρθε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, διέκοψα και ξανάρχισα πάλι κατά τη σχολική περίοδο '44-'45. Δηλαδή, έχασα 4-5 χρόνια. Και τότε, τυχαίως πήγα, διότι είχα πάει βοηθός σε έναν μεγαλοτσέλιγκα κι επειδή εκείνος μου 'χε δημιουργήσει πολλά προβλήματα, αποφάσισα να πάω στο σχολείο. Πήγα στο σπίτι, πέταξα τη ράβδο, και λέω στη μάνα μου: «Ή σχολείο ή τέλος τα πρόβατα» κι έτσι αναγκάστηκα, παρόλο που ήμουνα μεγάλος και ντρεπόμουν να πάω στο σχολείο, αναγκάστηκα και πήγα στο σχολείο για να μάθω πέντε γράμματα. Γιατί, λέγω: «Θα εγκαταλείψω το χωριό κι όπου με βγάλει η τύχη». Λοιπόν, απ' το '40 μέχρι το '44 υπήρχαν τα πρώτα αντάρτικα, που πολεμούσαν τον κατακτητή. Από τότε, εγώ έβλεπα ότι υπήρχαν δύο παρατάξεις και έκρινα ότι μια μέρα, αφού είχαν διαφορετικές ιδεολογίες, έκρινα με το μυαλό μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα 'ρθουν μια μέρα σε αντιπαράθεση. Δηλαδή, θέλω να πω ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος κόχλαζε, έβραζε απ' το '42 μέχρι το '46-47. Το '46-'47 κορυφώθηκε ο ανταρτοπόλεμος, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες. Απ' το '40 μέχρι το '44, εκείνα τα βασανιστήρια που υπέστη απ' τους αντάρτες, ήταν ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου, επειδή ήτανε πάρα πολύ εργατικός, λιοντάρι σωστό, γι' αυτό και στο χωριό τον λέγανε «ημίθεο Ηρακλή », στις μικρές κοινωνίες υπάρχει αυτό ότι όταν κάποιος έχει ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, οι άλλοι τον ζηλεύουν. Και συνέχεια τον καρφώναν στους αντάρτες. Και κατά τη χρονική αυτή περίοδο, κινδύνευσε πάρα πολλές φορές και την ίδια τη ζωή του. Το '44 ειδικά, στο χωριό ήρθε ένας καπετάνιος που έδρευε στα Πετρίλια Καρδίτσας - Άγραφα είναι τα Πετρίλια και απέχει περίπου 2-2,5 ώρες, 3 ώρες μακριά απ' το χωριό. Τότε εγώ ήμουνα σε μια τοποθεσία -«Άσπρα Νερά» τα 'λεγαν- κι έβλεπα τους αντάρτες, οι οποίοι ανέβαιναν, ήταν μονόδρομος και πήγαινε ο ένας κοντά στον άλλον. Είχαν επί δυο ώρες, εγώ ήμουν κρυμμένος σ' έναν κέδρο, περνούσαν, ήταν βαριά οπλισμένοι με όλμους, μυδράλια, πολυβόλα, στεντς, πώς τα λέγανε, Τόμσον, τουφέκια κλπ. Ήρθαν στο χωριό κατόπιν προδοσίας, στον φρούραρχο, για να συγκεντρώσουν όπλα. Είχε καταδώσει αυτός ποιοι έχουν όπλα. Ήρθαν, εγκαταστάθηκαν στο σχολείο και βγάλαν αγγελιοφόρους στο αυτό και είπαν ότι: «Αύριο συν γυναιξί και τέκνοις και περισσότερο οι άντρες, θα συγκεντρωθείτε στην εκκλησία, για να σας μιλήσει ο καπετάνιος». Πράγματι, την άλλη μέρα συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία, ήταν το αδιαχώρητο γιατί τότε το χωριό είχε πάρα πολύ πληθυσμό. Σήμερα έχει 3 ψυχές, γιατί όλοι οι άλλοι πήραν των ομματίων τους και σκορπίσαν στα πέρατα του κόσμου, στον Καναδά, στη Γαλλία, στην Αμερική, στη Γερμανία, στην Αττικοβοιωτία κλπ. Μείναν μόνον 4 γερόντια, εκεί που το 1960-70[00:10:00] είχε περίπου πάνω από 1.300-1.500 κατοίκους. Και τώρα μείναν 4 γεροντάκια. Λοιπόν, συγκεντρωθήκαμε, έβγαλε έναν λόγο εκεί πέρα για τον αγώνα και μετά βγάζει έναν κατάλογο και λέει: «Ο τάδε, τάδε, τάδε θα μείνει, τα γυναικόπαιδα και όλοι να φύγουν και να πάν' στα σπίτια». Εμείς, παιδιά τότε, βγήκαμε έξω στο προαύλιο, δεν πήγαμε στο σπίτι, από περιέργεια και αρχίσαμε και παίζαμε στο προαύλιο. Ακούμε μέσα βογγητά, φωνές κλπ. Ο καπετάνιος αυτός, έβγαλε τον κατάλογο κι έλεγε: «Ο τάδε, τάδε θα μείνει εδώ» και μετά, τον καθέναν τον έπαιρνε, του έλεγε: «Να μου φέρεις το όπλο» εκείνος έλεγε: «Όχι». Του 'δωνε δυο μπουνιές στο αυτό για να λυγίσει, τον έβαζε κάτω απ΄ το Άγιο Βήμα και τον άρχιζε στο ξύλο με την αγκλούτσα, με το βούρδουλα, δεν ξέρω με τι μέσον κι ακούγονταν έξω αυτό. Εμείς κρυώσαμε κυριολεκτικά. Βγαίνει ένας αντάρτης έξω και μας λέει: «Γρήγορα στα σπίτια σας» πήγαμε στα σπίτια μας. Σε κάποια στιγμή, έρχονται στο σπίτι τρεις γενειοφόροι αντάρτες. Ο ένας πιάνει τη μάνα μου απ' τα μαλλιά, τη γυρίζει πίσω με το μαχαίρι και λέει: «Θα μου φέρεις το όπλο που έχει ο άντρας σου». Γιατί του πατέρα μου, αφού του 'δωσαν 2-3 μπουνιές, τους λέει: «Παιδιά, αφήστε με και θα πάω να σας φέρω, αλλά θα μου δώσετε διορία τρεις μέρες και θα σας φέρω το όπλο». Η μάνα μου, ψύχραιμη, λέει: «Εγώ, σκοτώστε με, κρεμάστε με, οτιδήποτε. Αν βρείτε όπλο στο σπίτι, σας δίνω το δικαίωμα να με κρεμάσετε, αλλά αυτά τα παιδιά εδώ, δεν τα λυπάστε;». Εμείς είχαμε λιποθυμήσει απ' τον φόβο μας. Με συγχωρείτε πάρα πολύ… Λοιπόν, στο σπίτι οι κτηνοτρόφοι όταν φεύγαν, φέρναν όλο το ρουχισμό που 'χαν, προικιά κλπ. Ήταν έμπιστο το σπίτι και τα φέρναν στο σπίτι, μέσα σε σάκους. Με ένα μαχαίρι κόβουν μήπως είναι μέσα τα όπλα, πήραν και μερικά κιλίμια, στρώμα, κουβέρτες μάλλινες κλπ. Και την άνοιξη, η φουκαριάρα η μάνα μου βρήκε τον μπελά της, αλλά δεν τολμούσαν να της πουν λέξη, γιατί όσο κοντούλα ήταν, τόσο δυναμική ήτανε στον λόγο και στην έκφραση. Ο πατέρας μου τώρα, στηρίχτηκε στον αδερφό του. Ο αδερφός του ήρθε απ' τον Αλβανικό Πόλεμο και έφερε μια «ιταλική αραβίδα» έτσι τη λέγανε. Ήταν εξοχίτης ο θείος μου, είχε εργαστήρι μαντάλια, μύλους κλπ. Και ξεκινάει ο πατέρας μου να πάει στον αδερφό του, να πάρει το όπλο αυτό να το παραδώσει. Δεν είχε όπλο. Ο αδερφός του, του λέει: «Ρε αδερφέ, ήρθαν οι αντάρτες» -ήταν προδομένος- ήρθαν οι αντάρτες και μου το πήραν». Τι να κάνει ο πατέρας μου τώρα, άμα γυρνούσε κι έλεγε: «Δεν έχω» θα τον σκοτώνανε 100%. Θυμήθηκε τον γαμπρό από αδελφή της μάνας μου, στα Άγραφα. Ήταν εξοχίτης κι αυτός -πώς το λέγαν το μέρος;- ήταν κοντά στη Νιάλα. Οι Βλάχοι όταν φεύγαν το φθινόπωρο με τα πρόβατα, αφήναν τα όπλα και οτιδήποτε, τον είχαν έμπιστο, γιατί ήταν στην Αμερική και ήρθε το '12-13 και τότε ήρθε δηλαδή, για να πολεμήσει για την πατρίδα. «Βάρσες» λεγόταν το μέρος αυτό. Λοιπόν, σκέφτηκε ότι: «Ο – πώς τους λέμε; –μπατζανάκης μου θα έχει οπωσδήποτε όπλο», ήξερε . Ξεκινάει, πηγαίνει στα Άγραφα, του λέει: «Βαγγέλη -Βαγγέλη Μπουρλιάκο τον λέγανε- να μου δώσεις ένα όπλο», «Βρε αδερφέ, βρε Κώστα -του λέει του πατέρα μου- να στο δώσω το όπλο, αλλά ξέρεις ότι οι Βλάχοι είναι βάρβαροι κι όταν θα 'ρθουν την Άνοιξη, θα βρω τον μπελά μου, θα με σκοτώσουν κι εμένα». Λέει: «Δωσ’ το μου το όπλο και θα κανονίσω εγώ». Παίρνει το όπλο και το παραδίδει κι έτσι απαλλάχτηκε. Την Άνοιξη όταν ήρθαν οι Βλάχοι, πηγαίνει ο πατέρας μου, είχαμε καμιά 25ριά πρόβατα και τους λέει: «Το όπλο το πήρα εγώ, έχω 25 πρόβατα, ελάτε, διαλέξτε όσα θέλετε κι όποια θέλετε να πάρετε». Πράγματι, απ' τα 25 πήραν νομίζω 15 ή 20 κι αφήσαν κάτι γριές προβατίνες. Μας αφήσαν χωρίς λίγο τυράκι το καλοκαίρι. Γλύτωσε απ' αυτό. Γλύτωσε, επίσης, και μία άλλη φορά, που είπε… Ο ανταρτοκαπετάνιος αυτός, λεγόταν «Καραφωτιάς» Λοιπόν, την άλλη τη φορά, έρχονται και ζητάνε 6-7 κουλούρες ψωμί. Για να γίνουν οι 6-7 κουλούρες ψωμί στη γάστρα –δεν είχαμε φούρνο– χρειάζονταν πάρα πολύς χρόνος, οπότε καθυστέρησε. Οι αντάρτες άρχισαν να βρίζουν και να οργίζονται, ότι θα 'ρθουν στο σπίτι να μας κακοποιήσουν, να κάψουν το σπίτι κλπ, διότι εναντιωνόμαστε κατά του αγώνα. Σε κάποια στιγμή, παρουσιάζεται ο πατέρας μου σε απόσταση και ο καφετζής εκεί τώρα, από καλή του καρδιά ή από αυτό, του κάνει: «Φύγε, φύγε, φύγε». Εντωμεταξύ, οι αντάρτες βλέπουν την κίνηση αυτή και οπλίζουν τα όπλα. Ο πατέρας μου κάθεται προς στιγμήν, σκέπτεται και λέει: «Έτσι κι αλλιώς, είμαι χαμένος. Αν φύγω κι εμένα θα σκοτώσουν, στενό το περιβάλλον και την οικογένειά μου θα κακοποιήσουν». Ξεκινάει και πηγαίνει εκεί. Τον χιλιοβρίζουν, τον δίνουν και κάνα δυο σκαμπίλια, κάθεται εκείνος κι εξηγεί «Ρε παιδιά, για να γίνουν 7 κουλούρες είναι πάρα πολύ δύσκολο στη γάστρα μία-μία». Να πάει να φέρει τα ξύλα απ' το λόγγο στον ώμο, το νερό, να το ζυμώσεις, να γίνει το ψωμί, να το ψήσεις κλπ., χρειαζόταν πάρα πολύς χρόνος. Πείστηκαν, εν πάση περιπτώσει, κι έτσι δεν κακοποιήθηκε. Την άλλη τη φορά, το '44, μας κυνηγούσαν για το μουλάρι. Γιατί στο χωριό σπάνια, λίγοι είχανε μουλάρια. Το μουλάρι αποτελούσε μέλος της οικογενείας. Τόσο πολύ πολύτιμο ήταν και τον προδώσαν και το θέλανε να το πάρουν, για να μεταφέρουν πολεμοφόδια στα πεδία των μαχών ή τρόφιμα ή οτιδηποτε άλλο. Ο πατέρας μου αναγκάστηκε, εγκατέλειψε το χωριό, ήτανε τεχνίτης, βέβαια τεχνίτης ήταν, αλλά εκεί σήκωνε ολόκληρο σπίτι αντί πινακίου φακής, διότι το χρήμα ήτανε σπάνιο και δεν είχαν οι άνθρωποι. Γι΄ αυτό σου λέω ότι ήταν λιοντάρι. Δούλευε νύχτα-μέρα. Για να φτιάξει αυτό το σπίτι, ήθελε μισό χρόνο κι έπαιρνε γύρω στις 500 δραχμές. Τίποτε, ουσιαστικά τίποτα. Το μουλάρι το κρύψαμε στον αδελφό του σε μια κρυψώνα, είχε ένα υπόγειο και το κρύψαμε. Έρχονται οι αντάρτες, τον αναζητούσαν. Κάποιος πρόδωσε, έρχονταν μέσα, ο πατέρας μου έρχονταν να μας δει, τον προδώσανε, έρχονται οι αντάρτες και στήνουν καρτέρι έξω από το σπίτι κι άρχισαν να χτυπούν το σπίτι με τα πιστόλια στο χέρι. Η μάνα μου έξυπνη, άρχισε και φώναζε: «Γιώργο, Αλέκο, Γιαννούλα, Παναγιώτη, πού είναι τα κλειδιά;». Έδωσε ευκαιρία στον πατέρα μου, οι αντάρτες δεν είχαν φρουρήσει το κάτω σπίτι που είχε έξοδο, ξεγλίστρησε ο πατέρας μου, κατέβηκε από την κουπαστή κάτω και το 'σκασε. Γλίτωσε κι αυτή τη φορά, αλλά την τρίτη φορά, δεν γλίτωσε. Τον πιάσανε, επιτάξαν αυτόν και το μουλάρι και τον είχαν απ' το Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, γύρισε όλα τα Τζουμέρκα, Γιάννενα [00:20:00]προς την Καρδίτσα κλπ., ήρθε στους 4-5 μήνες και δεν τον γνωρίσαμε. Ήτανε comme un squelette, πετσί και κόκαλο κι αυτός και το μουλάρι απ' τις κακουχίες. Τα πόδια του είχαν γυρίσει ανάποδα. Ξυπόλητος βάδιζε όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Και πέφτει στο κρεβάτι από ελονοσία και διπλοπνευμονία. Δεν έτρωγε καθόλου, ήταν του θανατά. Είχαμε κάτι κατσικάκια κλπ. Με συγχωρείτε. Η μάνα μου η καημένη, για να τον ταΐσει, τα 'σφαξε όλα. Γιατί το κρέας απάνω από μία-δυο μέρες δεν άντεχε. Δεν είχαμε ψυγεία. Και τότε χορτάσαμε κι εμείς λίγο κρέας, διότι το κρέας το δοκιμάζαμε μία φορά τον χρόνο, το Πάσχα. Το φθινόπωρο δεν έσπειρε καθόλου εκεί, άμα δεν είχες ψωμί... Γιατί όλοι δεν είχανε ψωμί κλπ., υπολείπονταν πάρα πολύ απ' αυτό και δεν σου 'δινε ούτε μια οκά καλαμπόκι - τότε ήτανε οι οκάδες- και έσπειρε μόνο κάτι κηπάκια, έστελνε εμένα τσοπανάκι στα πρόβατα του χωριού, ήταν καμιά τετρακοσαριά -τα άλλα τα ξέρετε- και τα αδέλφια μου τα λόγιασε πάλι, για να πάρει λίγο γάλα και λίγο τυρί, τουλάχιστον κάτι να έχει το σπίτι.
Τότε, εκεί ακριβώς, εκεί μ' έστειλε απλώς να κεντάω τα πρόβατα, δηλαδή όταν μπαίνουν στη στρούγκα να τα οδηγείς στο μέρος, εκεί που πρέπει να τα αρμέξει και να κάνω και μικροθελήματα. Αλλά αυτοί με εγκατέλειπαν σ' ένα κοπάδι τόσο, με εγκατέλειπαν απάνω στο βουνό, λιανοπαίδι τώρα εγώ, για να τα φυλάξω. Λοιπόν, στην αρχή ήμουν πολύ ψύχραιμος, δεν φοβόμουνα τίποτε. Μάλιστα, είχα και μια φλογερίτσα, μου την είχε κάνει δώρο ένας ξάδερφός μου, που είχε πάει με την πείνα στην Καρδίτσα, μια πλουμιστή και εκείνη ήταν ο μεγαλύτερός μου σύντροφος και το μοναδικό μου δώρο, των παιδικών μου χρόνων. Και φιλοσοφούσα, παρ’ όλο που 'μουνα μικρός. Έβλεπα τον αστερόη ουρανό, έβλεπα τα αστέρια, έβλεπα τους κομήτες, την Πούλια, τον Αυγερινό και φιλοσοφούσα. Τότε, μικρό παιδάκι εγώ τώρα, δεν ήξερα περί μετεμψύχωσης και σκεπτόμουνα ότι… Έβαζα το μυαλό μου, προχωρούσε, προχωρούσε, σταματούσε. Και λέω ότι δεν μπορεί να υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος και να μαζεύει όλες τις ψυχές όλου του κόσμου και να τις αποθηκεύει κάπου. Κάτι άλλο υπάρχει. Και σκέφτηκα ότι εκείνοι που κάνουν αμαρτίες, μετεμψυχώνονται και έρχονται -δεν ήξερα τότε τι πάει να πει μετεμψύχωση- επανέρχονται στη γη ως ζώα, ερπετά, διάφορα αυτά. Και τους καλούς ανθρώπους, τους κάνει πάλι ανθρώπους χρήσιμους στην κοινωνία κλπ. Αλλά ένας δαιμόνιος θείος μου, ο οποίος ήτανε τρομερά, παρόλο που ήτανε της Ε' Δημοτικού, έβαζε μπρος και το καλύτερο αυτό… Δηλαδή, χωρίς να ξέρει τι θα πει υποκριτική τέχνη, έπαιρνε ένα θέμα και καθόταν τρεις μέρες να σου διηγείται φανταστικά πράγματα, που σε άφηνε άφωνο. Κάποτε ήρθε ένας ταγματάρχης της Νομικής στο χωριό, γιατί είχε καταγγελθεί ότι εκεί βρήκαν κάτι αρχαία κλπ., να κάνει ανακρίσεις και τον είχε στο καφενείο ένα μερόνυχτο και στο τέλος του λέει: «Αϊ στο διάολο από δω». Και του λέει: «Όταν θα επανέλθεις, κύριε ταγματάρχα, έπεται συνέχεια». Αυτός μ' έκανε, δεν ήξερε από ψυχολογία παιδιού, κι από ψύχραιμος που ήμουνα και θαρρετός και δεν φοβούμουν τίποτε, μ' έκανε το πιο δειλό παιδί του κόσμου. Γι' αυτό ακριβώς, μια φορά, μεταξύ των πολλών -δεν ξέρω αν το 'χω πει- πηγαίνω να γυρίσω τα πρόβατα, γιατί είχαν πάει στο βάθος, ήτανε σκοτάδι κι όπως ήτανε αστροφεγγιά όταν γύριζα, ήμουνα πολύ φοβισμένος κι όταν γύρισα προς τα πάνω, τα έλατα φαίνονταν θεόρατα με το αυτό που έπεφταν στο κενό, στον ορίζοντα απάνω, στον ουρανό. Κι εκεί, βλέπω κάτι χέρια να μου λένε: «Έλα δω, έλα δω». Εκεί έπεσα κάτω, σπάραξα στα κλάματα, η μάνα μου πότιζε σ' ένα εξοχικό χωράφι, εγκαταλείπει το αυτό, έρχεται με μια ψυχή, νόμιζε ότι σκοτώθηκα, μ' αρπάζει κι άκουγα την καρδιά της να κάνει «τούκου, τούκου, τούκου» Τότε τα εγκαταλείπω, πηγαίνω στο χωριό και λέω στον πατέρα μου και στη μάνα μου: «Ή πρόβατα ή σχολείο. Έμαθα ότι ήρθε δάσκαλος και θα πάω στο σχολείο, παρ’ όλο που 'μαι μεγάλος θα πάω, για να μάθω πέντε αγκλούτσες γράμματα, να μπορώ να σας κάνω ένα γράμμα, όταν θα πάω στην ξενιτιά». Αφού σου λέω, πέταξα τη ράβδο κάτω στο πάτωμα και είπα «Εγώ πρόβατα δεν πρόκειται να ξαναπάω, θα κάνω ό,τι...». Και μου λέει ο πατέρας μου έτσι χαμογελαστά: «Ρε Γιωργάκη μου, και τι θα κάνεις;», «Να πατέρα, θα πάω στο σχολείο, να μάθω πέντε γράμματα να μπορώ να σας κάνω ένα γράμμα και θα πάρω των ομματιών μου και δεν ξέρω πού θα πάω». Λέει η μάνα μου: «Γέροντα – γιατί έτσι τον αποκαλούσε – το παιδί θα το στείλουμε στο σχολείο». Και έτσι πήγα. Κι αυτό πράγματι, αυτό το σημείο ήταν κομβικό για μένα, γιατί μου άλλαξε τη ζωή. Λοιπόν, είπα για τον πατέρα μου που τον πήραν οι αντάρτες κλπ.
Σε αυτό το σημείο μόνο να σας ρωτήσω, αφού κάναμε μια μικρή διακοπή, κύριε Γιώργο, θέλω να σας ρωτήσω, γιατί δεν μου είναι πολύ σαφές, μετά από εκείνη τη φορά που ήρθαν οι αντάρτες στο σπίτι και χτυπούσαν και η μητέρα σας έκανε πως έψαχνε τα κλειδιά, μου είπατε: «Και την επόμενη φορά τον έπιασαν». Ποια ήταν αυτή η επόμενη φορά που τον έπιασαν; Τι συνέβη και τον έπιασαν οι αντάρτες;
Τον έπιασαν για να πάρουν το μουλάρι και να τον αγγαρέψουν.
Αυτό λέω, πώς συνέβη και τον έπιασαν; Μέχρι τότε κρυβόταν.
Πάντα αυτά τα πράγματα γίνονται με προδοσία. Προδώσανε ότι το μουλάρι βρίσκεται εκεί κι αναγκαστικά κι ο πατέρας μου μετά, αφού θα παίρναν το μουλάρι -το μουλάρι ήταν παιδί του σπιτιού, τέτοια αξία είχε- παραδόθηκε κι αυτός, ανεξάρτητα αν έχει υποστεί, αν θα υπέστη οτιδήποτε. Κι έτσι τον πιάσαν με όλες τις συνέπειες μετά, που διηγήθηκα.
Και επίσης και κάτι άλλο. Την φορά εκείνη που είχαν ζητήσει από τους άντρες του χωριού να παραδώσουν τα όπλα τους, μου είπατε ότι εσείς ήσαστε στο σπίτι με τη μητέρα σας, ήρθαν οι αντάρτες, την έπιασαν απ' τα μαλλιά, της έβαλαν... Και η συνέχεια της ιστορίας στο σπίτι ποια ήταν; Γιατί μου είπατε ότι μετά ο μπαμπάς σας πήγε στον αδερφό του.
Η μάνα μου εκείνη την ώρα τους λέει: «Εάν βρείτε όπλο στο σπίτι, να με κρεμάσετε εδώ και να με σκοτώσετε μπροστά στα παιδιά μου».
Και οι αντάρτες πώς αντέδρασαν;
Οι αντάρτες αμέσως μαλάκωσαν, όταν τους είπε αυτό, λέει: «Δεν λυπάστε αυτά τα κουτσούβελα εδώ, που θα μείνουν ορφανά κλπ.; Δεν υπάρχει όπλο εδώ μέσα στο σπίτι». Μαλάκωσαν αυτοί και πήγαν μετά κι έσκιζαν τα σακιά που είχαν το ρουχισμό οι κτηνοτρόφοι, για να βρούνε όπλο. Δεν βρήκαν, φύγαν. Τότε, συνέβη το εξής το δυσάρεστο. Μέσα σε αυτή την ανακατωσούρα, έχασε μια επιστολή η μάνα μου από έναν κατάδικο ληστή από τις φυλακές του Ναυπλίου, που ήταν βαρυποινίτης. Έλαβε ένα γράμμα ο θείος της, γιατί ήτανε με [00:30:00]λόγο υιοθετημένη σ' έναν θείο της που ήταν πολύ πλούσιος κι ήταν πάρεδρος αυτός.
Ναι, ναι, αυτό μου το έχετε πει.
Και του 'γραφε: «Αγαπητέ άγνωστε πάρεδρε, βρίσκομαι στις φυλακές Ναυπλίου, είμαι βαρυποινίτης. Δεν ξέρω εάν θα γλυτώσω ή όχι, γι' αυτό σε παρακαλώ πάρα πολύ, στην τάδε τοποθεσία έχω θάψει τα λύτρα που πήρα από διάφορους κλπ. Να τα πάρεις και αν έχεις καλή ψυχή κι αν είσαι άνθρωπος του Θεού, στείλε μου κι εμένα ό,τι αγαπάς, να μπορέσω να ανταπεξέλθω στα δικαστήρια κλπ. που θα γίνονταν». Ο θείος της μάνας μου ήταν πάρεδρος, όπως σας είπα και φοβόταν, γιατί έλεγε ότι: «Στο τάδε μέρος που βλέπουμε απέναντι τον Άγιο Νικόλαο στο βουνό, είναι ένα μοναδικό δέντρο, αγριοκυπάρισσο, ένα μεγάλο αγριοκυπάρισσο, το μοναδικό που υπήρχε στην περιφέρεια. Εκεί θα μετρήσεις 4 καρυοφύλλια προς τα πάνω, θα σκάψεις και θα βρεις το θησαυρό αυτόν». Αλλά για να σκάψει εκεί όμως, έπεφτε απάνω στο δρόμο. Και φοβόταν να πάει και τ' άφησε. Εντωμεταξύ, τώρα που πήγε ο δρόμος, αυτό το γράμμα χάθηκε εκείνη την περίοδο. Βρέθηκε ο γιος του Φρούραρχου, αυτού του αντάρτη -είχε πάει στη Γερμανία- ήρθε στο χωριό και παρουσιαζόταν σαν πλούσιος κλπ.: «Θα σας φέρω αυτοκίνητο, θα σας κάνω τούτο, τ' άλλο» και τον έβγαλαν πρόεδρο. Αυτός όταν ήρθε το αυτό για να γίνει ο μοναδικός χωματόδρομος που έγινε προς το χωριό, είδα το σχέδιο και περνούσε από άλλη κατεύθυνση, δεν περνούσε από το σημείο που ήταν ο θησαυρός αυτός. Κι έμεινα ήσυχος, αλλιώς θα έστελνα μια επιστολή στην εισαγγελία και θα κατοχυρώνονταν. Θα έλεγα ότι αν πάει εκεί, το μέρος αυτό δεν θα το πειράξει κανένας... Αυτός όμως έκοψε πολλά έλατα, κατέβασε το δρόμο κάτω, γιατί ο αδερφός της μάνας μου ήταν λίγο επιπόλαιος και είχε εκμυστηρευτεί το μυστικό και φαίνεται το... Και πήγε στο σημείο, έφερε την μπουλντόζα ακριβώς στην άκρη, εκεί που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός. Ήτανε φθινόπωρο, το χωριό είχε φύγει προς... Γιατί το φθινόπωρο πηγαίνανε στα χειμαδιά κλπ. Ήταν σχεδόν έρημο το χωριό. Πηγαίνει ο μπουλντοζιέρης στην άκρη του χωραφιού – αυτός ήξερε να σοφάρει και μπουλντόζα κλπ. – και τον πηγαίνει στο καφενείο, τον κάνει φέσι στο μεθύσι και πηγαίνει όλη τη νύχτα, καταστρέφει το αγριοκυπάρισσο αυτό, φτιάχνει μια ολόκληρη αυτό… Τώρα, τι βρήκε και τι δε βρήκε, ένας Θεός το ξέρει. Εγώ πλέον, δεν είχα αποδείξεις για να πω ότι… να τον πάω στα δικαστήρια. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Ο πατέρας του ήταν φρούραρχος των ανταρτών. Αυτός πρόδωσε για τα όπλα, αυτός ξυλοφόρτωσε, αλλά όταν τον πιάσαν, το χωριό -αυτό ήταν το πλεονέκτημα του χωριού- δεν δημιούργησε βεντέτες. Είχε χίλια-δυο πράγματα μεταξύ τους, δεν πρόδωσαν όμως ως προς το θέμα ότι αυτός είναι αριστερός, αυτός είναι δεξιός κλπ. Κι έτσι, το χωριό δεν είχε κανένα θύμα, ενώ όλα τα άλλα τα χωριά είχανε θύματα. Μόνον αυτό. Αυτός ήταν ένας παλιάνθρωπος φρούραρχος. Είχες εσύ 100 οκάδες καλαμπόκι, σου 'παιρνε τις 50 για τους αντάρτες, άφηνε 50. Και λιμοκτονούσες όλο τον χειμώνα.
Ωραία, κύριε Γιώργο, αυτές ήταν οι δύο δικές μου ερωτήσεις σε σχέση με την ιστορία μέχρι το '44. Ξεκινάμε λοιπόν, από τότε που ξαναρχίζετε -
Απ' το '44 μέχρι το '47, εγώ μέχρι το Μάρτιο του '47 πήγα στο σχολείο. Ο δάσκαλος με είχε βάλει μια τάξη παραπάνω, λόγω του ότι ήμουν μεγάλος και ήξερα λίγο γραφή και αριθμητική. Από την Α’ με πήγε στην Γ’ Δημοτικού, μαζί με άλλα 4 παιδιά. Μάλιστα, ένας από αυτούς ήτανε φαινόμενο, παιδί θαύμα, ας πούμε, το οποίο στα 40 του χρόνια, παρ’ όλο που ήταν πάμφτωχο και διέθετε όλο το χρόνο να βγάλει τον επιούσιο και να συντηρήσει και την οικογένειά του, κατόρθωσε στα 40 χρόνια, να γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο – τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας- στο Καποδιστριακό. Έγινε καθηγητής της Κλιματολογίας, πολύ σπουδαίος καθηγητής. Αλλά δυστυχώς, έπασχε από την πάθηση κατά πλάκας και πέθανε στα 60 του χρόνια. Θαυμάσιο παιδί, αδελφικός μου φίλος. Ναι, ο Γιάννης ο Ζαμπάκας, πολύ καλό παιδί. Είχε μια ομορφιά αγγέλου, μια ομιλία που σου ράγιζε την καρδιά, μια ευγλωττία! Ήταν σπουδαίο παιδί. Διάβαζε ένα κείμενο στην Γ' Δημοτικού… Γιατί αυτός δεν πήγε στην Α' Δημοτικού. Τα καλοκαίρια ερχόταν ένας δάσκαλος, τον πληρώναν με καλαμπόκι ξέρω ‘γω, με τέτοια -ήταν πείνα- και ο δάσκαλος τον έβαλε στην Γ' τάξη.
Ωραία, να συνεχίσουμε όμως με εσάς, κύριε Γιώργο μου. Είμαστε, λοιπόν -
Λοιπόν, τον Απρίλιο, αρχάς Απριλίου, ήρθε ο στρατός, όχι στο χωριό. Έγινε το αυτό που παγώσαν απάνω στη Νιάλα. Κι ο δάσκαλος, φοβούμενος, έφυγε και δεν μας έδωσε ενδεικτικά. Λοιπόν, εγώ την περίπτωση αυτή, τη θυμάμαι πάρα πολύ καθαρά. Στο χωριό είχε μαζευτεί όλο το αντάρτικο των Αγράφων. Εάν τότε μπορούσαν να τους εγκλωβίσουν και να τους εξοντώσουν, νομίζω ότι δεν θα γινόταν δεύτερο κίνημα αντάρτικο. Εκεί, καπετάνιος ήταν ένας, τον λέγαν «καπετάν Σοφιανό». Λοιπόν, ήτανε το Πάσχα πολύ πρώιμο, ήταν 11/04. Οι αντάρτες ήταν στο χωριό και τους έβλεπα να είναι ανάστατοι. Εγώ πήγαινα με τα ζωντανά κι έβλεπα τους αντάρτες να κυκλοφορούν μες στο χωριό. Έρχονταν οι σύνδεσμοι απ' τα διάφορα σημεία κι έδιναν μηνύματα ότι: «Ο στρατός τους έχει εγκλωβισμένους». Η 7η ελαφρά ταξιαρχία ερχόταν απ' την Καρδίτσα, απ' την Λαμία κι απ' την Καρδίτσα ερχόταν ένας άλλος τάγμα - λόχος ήταν; Δεν ξέρω. Απ' τα Γιάννενα έρχονταν άλλο αυτό και τους είχαν εγκλωβίσει και δεν ξέραν από πού να φύγουν. Εντωμεταξύ, όπως φεύγουμε από το χωριό προς την Καρδίτσα, γιατί η Καρδίτσα ήταν το κυρίως σημείο, ανεβαίναμε απ' το χωριό, απ' την Γούβα Βραγγιανών, όπως σας είπα, σε υψόμετρο στα 1.700 μέτρα κι εκεί, στο δεξιό μέρος είναι η Νιάλα. Τη Νιάλα την είχε καταλάβει ο στρατός και είχε στήσει σκηνές για να προφυλαχτεί, γιατί η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω του μηδενός. Οι αντάρτες είχαν πάρει το αριστερό κέρας, το αριστερό μέρος και πήραν σύνδεσμο τον πατέρα μου, για να επικοινωνούν τα φυλάκια μεταξύ τους. Λοιπόν, όταν πήγε ο πατέρας μου σε μια τοποθεσία που ήτανε ο[00:40:00] καπετάνιος, ο αρχηγός εκεί πέρα -«Κρανιάς» τον λέγανε- του λέει: «Θα πας στον Άγιο Νικόλαο, στον αυχένα του Αγίου Νικολάου -1.700 μέτρα τώρα, είχε ρίξει χιόνι κι ήτανε κάτασπρο το μέρος, πάνω απ' τα 1.000 υπάρχει αποψίλωσις και δεν υπάρχει δέντρο, υπήρχαν κάτι ελατάκια μέσα στο βουνό- να δεις αν είναι στρατός για να 'ρθεις να μας πεις». Δηλαδή, με σκοπό να πάει ο πατέρας μου να τον δουν σαν μύγα στο γάλα μέσα στο χιόνι, να ρίξουν να τον σκοτώσουν, ν 'ακούσουν τον πυροβολισμό, για να λάβουν τα μέτρα τους. Ο πατέρας μου τα υποπτεύθηκε όλα αυτά. Πηγαίνει σ' ένα σημείο, κρύβεται πίσω από έναν έλατο κοντά, κάθεται μερική ώρα και γυρίζει και του λέει: «Καπετάνιε, ο στρατός είναι πίσω απ' τον Άγιο Νικόλαο – ψέματα – και απάνω στον Άγιο Νικόλαο έχουν φυλάκιο». Βγάνει το πιστόλι και λέει: «Τον Χριστό σου, την Παναγία σου!». Εκείνη την ώρα, έρχεται μια διμοιρία ανταρτών -«Απέννινα» το λέμε το βουνό που είναι ακριβώς πάνω απ' τον Άγιο Νικόλαο και βλέπει το μέρος εκείνο- γιατί είχανε παγώσει, για να συγκεντρωθούν κάτω να δουν τι θα κάνουν. Λοιπόν, τους λέει ότι: «Πράγματι, ο στρατός είναι στον Αγ. Νικόλαο πίσω κι έχουν φυλάκιο στον Άγιο Νικόλαο». Κι έτσι τη γλίτωσε ο πατέρας μου από εκεί. Κατεβαίνει κάτω και κρύβεται πίσω από το σπίτι μιας πρώτης ξαδέρφης μου, που 'ταν το αρχηγείο των ανταρτών. Είχε ένα παραθυράκι, είχε ένα τραπέζι κι έβλεπε τον καπετάνιο με μια κατάσταση να λέει: «Ο τάδε σύνδεσμος θα πάρει την τάδε διμοιρία και θα ακολουθήσει - είχαν κανονίσει από πού θα φεύγανε - και θα ακολουθήσει αυτό το μέρος». Λέει τον έναν, έρχεται κι η σειρά του πατέρα μου: «Παρθένης Κωνσταντίνος», μια-δυο-τρεις φορές… «Τον Χριστό του, την Παναγία του, θα πάτε στο σπίτι, θα βάλετε φωτιά στο σπίτι και θα φέρετε να εκτελέσω εδώ, παρουσία όλων, την οικογένειά του, επί παραδειγματισμό, διότι σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο εγκατέλειψε το αυτό και φυγαδεύτηκε». Ο πατέρας μου όταν το άκουσε αυτό, κρύωσε. Λέει: «Τώρα θα το βάλω στα πόδια, θα τρέξω προτού να πάνε οι αντάρτες και θα κάνω ότι έρχομαι από το σπίτι προς το αυτό και θα τους πω: “Ρε παιδιά, πήγα να δω την οικογένεια, να πάρω ρούχα κλπ, και θα ερχόμουνα”. Τουλάχιστον θα με κακοποιήσουν, δεν θα μου καταστρέψουν και την οικογένεια». Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο αδερφός του ο Θόδωρος με δυο κουλούρες ψωμί που είχαν παραγγείλει. «Τον πρώτο τυχόντα -λέει ο Σοφιανός ο καπετάνιος- να τον επιστρατεύσετε». Κι αρπάζουν τον αδερφό του. Λέει: «Αχ, γλίτωσα εγώ, άρπαξαν τον αδερφό μου». Εντωμεταξύ, τα έχω πει τα άλλα, που του πήγαν και πώς γλίτωσε. Θέλετε να τα ξαναπώ; Λοιπόν, παίρνοντας το θείο και έναν θείο άλλον, Χαλιμπόρδας ονόματι, αδερφός της μάνας του, αυτοί ήτανε άνθρωποι κάπως ηλικιωμένοι, βαρείς άνθρωποι και δεν μπορούσαν να φύγουν. Τα άλλα τα τσακάλια, που 'χαν πάρει συνδέσμους, μέσα στο σκοτάδι, στο κρύο, στο πυκνό κλπ, το σκάσαν όλοι και μείναν αυτοί οι δύο, οι φουκαράδες. Ήταν ανθεκτικοί, γιατί ήτανε λόγω κλίματος ήτανε σκληροτράχηλοι, ήτανε πολύ χαλκέντεροι και άντεχαν στο κρύο. Τους πήραν τους αντάρτες, ανεβήκαν στη Νιάλα, από όλο αυτό. Εκεί είχαν στρατοπεδεύσει κι ο στρατός. Και για πρώτη φορά, στρατός κι αντάρτες συνθηκολόγησαν χωρίς να ανοίξουν όπλο. Οι αντάρτες μπήκαν μέσα στις σκηνές του στρατού, ο στρατός τους προσέφερε κονιάκ, ξηρούς καρπούς, δεν ξέρω κλπ., φάγανε κι αυτό και το πρωί, χωρίς να ανοίξουν όπλο πάλι, αυτοί φύγαν. Αφού η θερμοκρασία είχε πέσει στους 35 βαθμούς. Λοιπόν, έμενε μόνο μια ομάδα ανταρτών σε ένα αντίσκηνο, που ήταν η καπετάνισσα, «Κωνσταντία». Αυτή δασκάλα, την οποία εκεί ο στρατός την εγκλώβισε και την έπιασε, καταδικάστηκε στη Λαμία και εκτελέστηκε, η Κωνσταντία.
Ο θείος σας τι απέγινε;
Ο θείος μου οδήγησε τους αντάρτες αυτούς στο χωριό του δασκάλου σου του Βασιλάκη, στην Καρδίτσα απ' έξω, Ευρυτανία ήταν τότε, πώς το λέγανε; Θα το θυμηθώ το χωριό-
Το έχουμε αναφέρει.
Τους πήγε εκεί. Τη νύχτα κάνουν συμβούλιο τι θα κάνουν τους συνδέσμους. Βέβαια, χρωστούσαν ευγνωμοσύνη που τους οδήγησαν εκεί, αλλά φοβόντουσαν μην γυρίσουν πίσω και τους πιάσει ο στρατός και τους προδώσει. Και γι΄ αυτό, βγάλαν την απόφαση ότι: «Θα τους αφήσουμε να φύγουν και θα τους ρίξουμε από πίσω, χωρίς να καταλάβουν, να τους σκοτώσουμε». Εκεί μέσα –γι' αυτό καμιά φορά λέμε κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό– υπήρχε ένας αντάρτης, που τον είχε υποθάλψει. Ήταν άρρωστος -από ανάγκη τώρα- τον είχε περιποιηθεί κλπ. και ξύπνησαν μέσα τα αισθήματά του, λυπήθηκε και πηγαίνει και τους λέει ότι: «Το και το, πρόκειται να σας αφήσουν να φύγετε και θα σας ρίξουν από πίσω. Εγώ την τάδε ώρα θα είμαι σκοπός. Θα 'ρθω, θα σας ανοίξω, θα το βάλετε στα πόδια, θα φύγετε και μετά, θα ρίξω 2-3 τουφεκιές, ότι φυγαδευτήκατε και μου φύγατε». Οπότε θα αναστατώνονταν οι αντάρτες, «Μου 'φυγαν, μου 'φυγαν!». Τι θα τον κάναν; Όντως έτσι έγινε και γλίτωσαν και γύρισαν στο χωριό.
Και ο πατέρας σας, κύριε Γιώργο; Ο πατέρας σας, τελικά; Τι συνέβη με τον πατέρα σας; Είχαμε μείνει στο ότι μπήκε ο αδερφός του τελικά και -
Ο πατέρας μου μετά, αφού φύγαν οι αντάρτες, γύρισε στο σπίτι, κανονικά. Πώς ήταν στην αστρέχα πίσω, που πέφτουν οι σταλαγματιές κι έβλεπε απ' το παραθυράκι; Όταν άκουσε αυτό, λέει ότι: «Έτσι κι αλλιώς, προκειμένου να μου σκοτώσουν την οικογένεια και να κάψουν το σπίτι, να τρέξω εγώ, προτού πάνε οι αντάρτες στο σπίτι και να κάνω ότι έρχομαι απ' το σπίτι προς τους αντάρτες και να δικαιολογηθώ, ότι πήγα να δω την οικογένεια και να πάρω ρούχα να έχω μαζί μου».
Και συνέβη έτσι τελικά;
Αφού πιάσαν τον αδερφό του, πήραν σύνδεσμο, τελείωσε η υπόθεση, γιατί ήτανε η σπιτονοικοκυρά, εκεί που έμενε ο καπετάνιος, το σπίτι ήταν μιας πρώτης ξαδέλφης της μάνας μου-
Ναι, αυτά τα έχουμε -
Η οποία τη συμπαθούσε πολύ, ήταν κι εκείνη πολύ δυναμική κι επίμονος και του λέει: «Καπετάνιε, εσύ είπες να φύγει, τον είχε στείλει απάνω στο… Κι ο άνθρωπος έχει ένα μάτι, διότι το έχασε το ένα μάτι του -δεν φαινόταν ότι ήταν χαμένο, αλλά ήταν χαμένο- απάνω στην τέχνη που ήξερε, κι εσύ τον άφησες κι έφυγε». «Εγώ, τον Χριστό μου την Παναγία μου, απάνω σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή ν' αφήσω το...», «Εσύ, καπετάνιε» επέμενε αυτή, γιατί ήξερε ότι θα καταστρέφονταν η οικογένεια. Και με πείσμα και με αυτό και εκείνη την ώρα, λέει: «Τον πρώτο τυχόντα, να τον πάρετε σύνδεσμο». Και τότε μπήκε μέσα ο αδερφός του πατέρα μου και τον αρπάξαν για σύνδεσμο. Αυτό ήταν.
Και όλα αυτά, κύριε Γιώργο, ποια χρονολογία;
Το '47.
'47. Είμαστε λοιπόν στο '47, που είναι και η κρίσιμη χρονολογία που θυμάστε, εκεί είχαμε αφήσει την -
Ο στρατός ήτανε στη Νιάλα, όπως σας είπα. Λοιπόν, ο Ψημμένος, ένας αντάρτης, τα γεγονότα αυτά, τα οποία τα έζησα κι εγώ από πρώτο χέρι, παιδί τώρα, με τις παιδικές μου αναμνήσεις, έχει γράψει ένα βιβλίο και λέει όλο το δράμα, πώς [00:50:00]ανεβαίναν το βουνό με θερμοκρασία κάτω των 30 βαθμών Κελσίου. Πεινασμένοι, ταλαιπωρημένοι, τρώγαν χορτάρια και για να μπορέσουν να αυτώσουν και τα λοιπά, αλλά, ως προς τα θύματα όμως, δεν λέει την πραγματικότητα. Γιατί, ο πατέρας μου, αναζητώντας τον αδερφό του, πήγε έπειτα από μία-δυο μέρες -δεν ξέρω- απάνω στη Νιάλα μέσα στα χιόνια, είχε ρίξει 2 μέτρα χιόνι κι έψαχνε τα πτώματα. Τα πτώματα, γυναικόπαιδα, αντάρτες κλπ πρέπει να ήταν απάνω από 500 ίσως και 1000 θύματα που παγώσανε στη Νιάλα. Ο Ψημμένος αναφέρει ότι «Μερικοί αντάρτες και μερικές γυναίκες παγώσαν». Αντάρτης ήτανε, δεν ήθελε στο βιβλίο του να παρουσιάσει την πραγματικότητα. Εκεί στρώσαν και τα αεροπλάνα και παραλίγο να τον σκοτώσουν τον πατέρα μου. Και ρίχναν με τα μυδράλια τα αεροπλάνα. Ο στρατός… Εκεί σκοτώσαν και τον ταγματάρχη που ερχότανε μάλλον από την Καρδίτσα. Είχε πάει στα Άγραφα και ανέβηκε το πρωί στο βουνό να δει πώς είναι τα πράγματα κλπ. Κι εκεί ήταν αντάρτες και του ρίξαν και τον σκοτώσαν και είναι το μνημείο του -τώρα το είδα- απάνω στη Νιάλα: «Εδώ σκοτώθηκε ο τάδε, την τάδε χρονολογία». Αυτή είναι η ιστορία του... Λοιπόν, ο στρατός δεν ήρθε στο χωριό αμέσως μετά απ' αυτή την παγωνιά κλπ. Γύρισε πάλι στην Καρδίτσα και ήρθε έπειτα, που ο καιρός καλυτέρευσε, να μπορούν να κυκλοφορήσουν και τα μουλάρια, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να μεταφέρουν τον οπλισμό και τα άλλα. Λοιπόν, κατά το διάστημα αυτό, ήρθαν τα αεροπλάνα και βομβάρδισαν το χωριό, σκοτώνοντας την πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου, αυτή που τον έσωσε τον πατέρα μου από τους αντάρτες. Ήταν προδομένο το σπίτι και όπως βγήκε από το σπίτι, να πάει στο διπλανό σπίτι, το βλήμα έσκασε, σκότωσε αυτή και τραυμάτισε κι άλλες δυο γυναίκες πολύ βαριά, τις κακομοίρες. Το δικό μου το σπίτι, επειδή που παρεμβάλλονταν μπροστά το βουνό, ήταν προδομένο για το νοσοκομείο που υπήρχε, των ανταρτών. Απ' τα πεδία των μαχών τους τραυματίες τους μεταφέραν μακριά και το σπίτι το 'χαν επιτάξει για νοσοκομείο κι εμάς μας βάλανε στο στάβλο, εκεί που σταβλίζαμε τα ζώα. Όλο το άλλο το οίκημα, το κατάλαβαν οι αντάρτες.
Και τα αεροπλάνα, λοιπόν, βομβάρδισαν το σπίτι της ξαδέλφης, είπατε-
Ναι, και το σπίτι μου… Οι οβίδες, επειδή που παρεμβάλλονταν το βουνό, δεν μπορούσαν να χτυπήσουν… Το αεροπλάνο δεν μπορούσε να φέρει για να ρίξει τις ρουκέτες στο σπίτι και πήγαν με το μυδράλιο και βρίσκαμε τους κάλυκες κλπ. στο περιβόλι. Με το μυδράλιο το αεροπλάνο. Τα βλήματα, αντί να πέσουν στο σπίτι, έπεσαν και γκρέμισαν την εκκλησία που ήτανε πιο κάτω από το σπίτι. Οι αντάρτες φεύγουν. Τότε κινδύνευσα κι εγώ να σκοτωθώ και γλίτωσα εκ θαύματος. Ενώ ο πατέρας μου γλίτωσε πάμπολλες φορές από βέβαιο θάνατο, εμένα ήταν η μοναδική περίπτωση. Ήμουνα και λιανοπαίδι, τι θα σκοτώναν από μένα; Φεύγοντας οι αντάρτες, το υλικό που είχαν, το φαρμακευτικό υλικό, πήγαν και το θάψαν σ' ένα μέρος, είχε γκρεμιστεί το βουνό, είχε δημιουργηθεί μεγάλος χαλιάς από πέτρες κάτω και εκεί κάναν λακκούβες και το θάψανε. Όταν ήρθε ο στρατός από προδοσία ή ο στρατός ο ίδιος- δεν ξέρω-πήγαν για να βρουν το υλικό σ' αυτό το μέρος. Δεν πιστεύω ο στρατός να υποπτευόταν τέτοιο πράγμα, πρέπει να ήτανε προδοσία. Λοιπόν, πήραν 3 εργάτες κι εμένα, λιανοπαίδι τώρα, με πήραν για να τους κουβαλάω νερό κι άλλα θελήματα, με πήραν μαζί τους. Πήγαμε εκεί πέρα, όταν πλησιάσαμε πολύ κοντά σ' αυτό το μέρος που ήταν θαμμένο το ιατροφαρμακευτικό υλικό, μας πήρε η μυρωδιά των φαρμάκων. Δεν αργήσαμε πολύ, εντοπίσαμε πού ήταν, σκάψανε μέσα στις πέτρες, στα λαγούμια εκεί, δημιούργησαν ένα κυκλικό λαγούμι που ήταν το υλικό και καθίσαμε εδώ ο στρατιώτης με το αυτόματο όπλο στα γόνατα, ακριβώς κάθισα εγώ δίπλα και πιο πέρα, πολύ κοντά, οι άλλοι 3 εργάτες κι αρχίσαμε και τρώγαμε κουραμάνα με μαρμελάδα. Μάλιστα, εγώ, λιανοπαίδι, για πρώτη φορά έβλεπα μαρμελάδα και κουραμάνα, το έτρωγα μετά μεγάλης βουλιμίας. Ο στρατιώτης είχε ειδοποιήσει τον διοικητή, ότι βρήκαν το υλικό και είδα το διοικητή να ανεβαίνει την ανηφόρα προς το μέρος. Αυτός, από χαρά του, πιάνει το αυτόματο για να πυροβολήσει στον αέρα, πιάνει τη σκανδάλη, δεν το 'χε ασφαλισμένο το όπλο κι άρχισε να ρίχνει ολόκληρη ριπή. Η ριπή αυτή, πέρασε μπροστά από μένα -έχω και το τραύμα εδώ- πήρε ξυστά εμένα εδώ. Τότε κινδύνευσα. Αν ήμουν λίγο πιο μέσα, θα μ' έπαιρνε κατευθείαν στην καρδιά, εδώ. Ο άλλος ο διπλανός, όπως ήταν κυκλικό το μέρος, ήταν πιο μέσα κι η ριπή τον πήρε στην κοιλιακή χώρα. Όλοι πέσαν… Εγώ από τον καπνό του όπλου, τον κρότο, απ' τις σφαίρες κλπ., έπεσα λιπόθυμος. Όλοι τρέξαν σ' εμένα, ότι εγώ είχα σκοτωθεί. Ο διπλανός άρχισε να βογγάει και να κάνει εμετό. Τον είχε πάρει στην κοιλιακή χώρα. Τον πήραν, ώσπου να τον μεταφέρουν σε μερική απόσταση, ξεψύχησε. Τότε, πηγαίνω στο σπίτι χλωμός σαν το πανί, σαν το άσπρο πανί. Με βλέπει η μάνα μου. Απ' τον Αναστάσιο Γόρδιο, ήξερε τα βότανα κι είχε «καρδιόχορτο» έτσι το 'λεγαν, ένα χορτάρι, το 'βρασε και μου το 'δωσε να το πιω, για να συνέλθω, γιατί έτρεμα στην κυριολεξία, βλέποντας όλα αυτά τα γεγονότα.
Το '47 ήρθε ο στρατός στο χωριό. Ξανάσανε το χωριό. Για πρώτη φορά, σπείραμε τα χωράφια, έκανε κι έναν καλό καιρό, καρπίσαν ακόμη και οι πέτρες. Και ο πιο φτωχός που λιμοκτονούσε το χειμώνα, ήλπιζε με κάποια οικονομία, ότι θα μπορέσει να βγάλει το χειμώνα. Τόσα εισοδήματα είχε. Ο στρατός κάθισε το καλοκαίρι του '47 στο χωριό και μετά -εμείς τώρα, δεν ξέραμε αν θα φύγει, δε θα φύγει- έφυγε. Λοιπόν, όταν έφυγε ο στρατός κι έπιασε πάλι απάνω της Νιάλας την οροσειρά, έδωσε διαταγή στο χωριό: «Μέσα σε 24 ώρες το χωριό θα εκκενωθεί, διότι [01:00:00]κινδυνεύετε να εγκλωβιστείτε απ' τους αντάρτες». Τότε εγώ τους -
Αυτό ήταν τον Οκτώβριο του '47;
Ναι, το φθινόπωρο, τον Οκτώβριο, ναι. Ακριβώς, αρχές Οκτωβρίου. Λοιπόν. «Θα φύγετε σε 24 ώρες με δική σας πρωτοβουλία», γιατί ο στρατός δεν μπορούσε, δεν είχε ούτε ζώα να μας μεταφέρει, ούτε τίποτα. Ήταν και κακοτράχαλα τα μέρη, βουνά κλπ., πού να φέρουνε τέτοια πράγματα; Να σκορπίσετε και να πάτε όπου ο καθένας νομίζει και να εκκενωθεί το χωριό. Τότε ακριβώς, εκείνη την περίοδο, που είπα ότι κατέβηκα απ' το βουνό κλπ. … Θέλετε να τα ξαναπώ;
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται, γιατί αυτό το έχουμε ήδη καταγεγραμμένο. Είστε λοιπόν 4-5 μέρες στο χωριό-
Εκεί άρχισαν να συζητάν πού θα πάνε. Άλλος έλεγε: «Να πάμε εκεί που παραχειμάζουν οι κτηνοτρόφοι», άλλοι λέγαν: «Να πάμε προς το Ξηρόμερο, προς την Αιτωλοακαρνανία», άλλοι λέγαν: «Προς την Άρτα» και τελικώς, συμφωνήσαν να πάνε στην Καρδίτσα που 'τανε και μέρος προσβάσιμο, κατά κάποιον τρόπο -τι προσβάσιμο; Πολύ δύσκολο- απ΄ το χωριό, γιατί εκεί ίσως να τύχουμε κάποιας κρατικής μέριμνας. Τι κρατική μέριμνα; Το κράτος, απ' τον Παγκόσμιο Πόλεμο και απ' τον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν κατεστραμμένο, καμία βοήθεια. Αλλά έτσι σκεφτήκαμε τότε και αποφασίσαμε να κατεβούμε στην Καρδίτσα. Οι άλλοι που 'χανε λίγα ζωντανά, τα πουλήσανε ή τα αυτό κι έφυγαν. Εμείς είχαμε κάποια προκοπή. Ο πατέρας μου, όπως είπα, ήταν εργατικός, είχαμε καμία πενηνταριά πρόβατα, καμία εξηνταριά γίδια, 5-6 αγελάδες, το μουλάρι κλπ. και νομίζαμε ότι την Άνοιξη θα επανέλθουμε στο χωριό και δεν τα καταστρέψαμε. Κι αυτό απέβη βασανιστικό, πάρα πολύ βασανιστικό για την οικογένεια, που κινδύνευσε πολλές φορές να καταστραφεί, εξ αιτίας αυτών των ζωντανών. Γιατί λέγαμε: «Άμα γυρίσουμε την Άνοιξη, δε θα βρούμε το ένα, δεν θα βρούμε το άλλο, θα πεθάνουμε της πείνας, το κράτος δεν μπορεί να μας βοηθήσει» -που δεν μας βοήθησε ποτέ- και τα κρατήσαμε. Λοιπόν, αυτά τα μαζέψαμε μια μέρα, καθυστερήσαμε 4-5 μέρες στο χωριό και κάναμε λαγούμια και κρύβαμε, η καημένη η μάνα μου, καλαμπόκι, τα οικιακά σκεύη, εκείνα-τα άλλα, αλλά μέναν πάρα πολλά, ήταν ελάχιστα αυτά που κρύψαμε. Αλλά δεν μπορούσαμε, με κίνδυνο, δεν μπορούσαμε να παραμείνουμε εκεί περισσότερο. Και η μάνα μου, η κακομοίρα, δεν ήξερε ούτε από πόλη ούτε από αυτό. Μόνη της τα πήρε, πού θα πήγαινε; Στο χάος.
Τον πατέρα μου, το καλοκαίρι του '47 μαζί με το στρατό, είχε έρθει κι ένας λόχος ή τάγμα -δεν ξέρω- μαυροσκούφηδες. Αυτοί οι μαυροσκούφηδες είχαν εδώ μπροστά μια νεκροκεφαλή, ήταν εθελοντές στρατιώτες που 'χαν θύματα απ' τους αντάρτες. Και αυτοί, όταν δίναν μάχη, το λέγανε και «λόχο ή τάγμα θανάτου» κρατούσαν μια σφαίρα για τον εαυτό τους, για να μην παραδοθούν, διότι ξέραν ότι ήταν τελειωμένοι, για να αυτοκτονήσουν. Περάσαν απ' το χωριό, ποιον θα επιστρατεύανε; Τον πατέρα μου με το μουλάρι. Το χωριό δεν έκανε… Γιατί σ' αυτούς αν έλεγες μια κουβέντα, ότι «ο τάδε είναι αριστερός» τον καθαρίζανε. Στο Τροβάτο καθαρίσανε 5-6 με βασανιστήρια, τρομερά βασανιστήρια, κι ένα-δυο πρώτα ξαδέλφια της μάνας μου. Τους ανέβασαν στο βουνό και τους βρήκανε παλουκωμένους.
Οπότε ο πατέρας σας ήτανε επιστρατευμένος.
Αυτοί πήραν τον πατέρα μου. Αύγουστος ήταν; Σεπτέμβριος ήταν; Τον πήραν σύνδεσμο και γύρισε Τζουμέρκα, Γιάννενα κλπ., σε όλα, αφού έβαζε περδικλοδιές σε εκείνο το μουλάρι για να το γκρεμίσει κι εκείνο το άτιμο, ανέβαινε απάνω πάλι – γιατί αν τον βλέπανε ότι έκανε αυτή τη χειρονομία, θα τον σκοτώνανε, θα λέγανε ότι έκανε σαμποτάζ. Αυτό το τάγμα θανάτου, που ήταν εθελοντές για να πολεμήσουν τους αντάρτες. Έτσι, κατά τον χρόνο της φυγής, ο πατέρας μου έλειπε και δεν ξέραμε αν ζει ή αν είναι ζωντανός.
Ήταν, λοιπόν, η μητέρα σας μαζί με εσάς και τα αδέλφια σας. Είχατε μείνει στο χωριό λοιπόν, η μητέρα σας, εσείς και τα αδέλφια σας, σ' αυτές τις 4-5 μέρες που μείνατε στο χωριό, σκάψατε να φυλάξετε το βιός σας-
Κάναμε διάφορα λαγούμια, κρύψαμε τι κρύψαμε, και μου λέει -
Και κινήσατε -
Ένα πρωινό, εγώ κι ο αδελφός μου παίρναμε εκείνα τα γίδια -ήταν καμιά εξηνταριά, 70, πόσα ήταν- ζαλωθήκαμε και μερικά τρόφιμα, κουβέρτες κλπ. και πήγαμε στην Καρυά, εκεί στα βλαχοκόνακα. Ήταν 2,5-3 ώρες μακριά απ' το χωριό και πηγαίνοντας εκεί, λέω στον αδερφό μου: «Το βράδυ θα είσαι εδώ», γιατί ήθελε να πάει να βοηθήσει τη μάνα μου – η καημένη ήτανε και ανήμπορη, διότι έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια, στη ζωή της ήτανε πολύ βασανισμένη γυναίκα, να μεγαλώσει οικογένεια σ' εκείνα τα δύσκολα μέρη… Τέλος πάντων, πήγαμε εκεί, έφυγε ο αδερφός μου, του λέω: «Το βράδυ θα είσαι εδώ. Αν δεν είσαι, εγώ θα πεθάνω απ' το φόβο μου», γιατί γι' αυτό το μέρος, αυτός ο θείος μου, μου είχε πει μακάβριες ιστορίες. Ότι ένας είχε 4 παιδιά, αρχιτσέλιγκας. Το ένα το παιδί του ήταν ζαβό και για να κληρονομήσουν τα άλλα τα παιδιά, την περιουσία, το σκότωσε το παιδί. Και λέει ότι βρικολάκιασε κι ότι παρουσιάζονταν τη νύχτα, ρίχνει πέτρες, χίλια-δυο πράγματα. Αλλά εγώ είχα πειστεί περισσότερο απ' τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, κατά τη διάρκεια που 'χαμε κρυμμένο το μουλάρι, πήγε εκεί πέρα ως κτίστης να τους φτιάξει τα σπίτια. Ήτανε η περίοδος που οι κτηνοτρόφοι θα πηγαίνανε στα χειμαδιά. Και τον πατέρα μου τον είχανε έμπιστο, γιατί οι γυναίκες φοβόνταν να κοιμηθούν μόνες τους. Θα φεύγαν οι άντρες τους να πάνε να ετοιμάσουν στα χειμαδιά τα μαντριά κλπ, να νοικιάσουν λιβάδια και να γυρίσουν. Και τον πατέρα μου τον λένε ότι: «Κώστα, εσύ θα προσέχεις τις γυναίκες, γιατί φοβούνται». Ο πατέρας μου πράγματι, ήτανε σοβαρός άνθρωπος και τίμιος άνθρωπος, τη νύχτα που κοιμόταν, φυσάει αέρας, τι ήταν… Αυτά τ' άκουγα εγώ τη νύχτα, που τα 'λεγε στη μάνα μου. Ο πατέρας μου δεν έλεγε ψέματα τώρα. Εγώ τώρα δεν πιστεύω σε τέτοια πράγματα τώρα, αλλά τον πατέρα μου τον πιστεύω 1000%. Φυσάει αέρας, ανοίγουν οι πόρτες και μπαίνει ένα μπουλούκι από γουρουνάκια μέσα, φέρναν μια βόλτα μέσα κι εξαφανίστηκαν. Όλα αυτά εγώ τα 'φερα στο νου μου και λέω: «Αν μείνω τη νύχτα εκεί πέρα, θα πεθάνω απ' το φόβο μου». Πράγματι, νύχτωσε, έπεσε σχεδόν, θάμπωσε. Μαζεύω εκείνα τα γίδια να τα βάλω μέσα σε κάποιο παλιόσπιτο εκεί, βλάχικο, αλλά αυτά τα άτιμα, βλέπαν το σκοτάδι και σκορπούσαν δεξιά-αριστερά και δεν μπορούσα να τα βάλω μέσα. Εγώ έτρεχα, ο ιδρώτας είχε πέσει κάτω, δεν σκεπτόμουν ούτε φαντάσματα, ούτε όλα αυτά τα πράγματα, είχα την αγωνία πώς να βάλω τα γίδια μέσα. Σε κάποια στιγμή, ακούω ένα βογγητό. Τότε, μένω σύξυλος. Τι γίνεται; Απέναντι ακριβώς, ήταν ο μοναδικός [01:10:00]κατσικόδρομος που κατεβαίναν καραβάνια από ανταρτόπληκτους, για να πάνε στα αστικά κέντρα, που είχαν φύγει απ' τα σπίτια τους. Και φαίνεται, πεινασμένοι, κουρασμένοι οι άνθρωποι, κάποιος βόγκηξε κι άκουσα το βογγητό. Τρέχω, εγκαταλείπω τα γίδια, πηγαίνω σ' αυτό το ίδιο το σπίτι, που το λέγαν ότι είναι δαιμονισμένο, ήταν ένα παλιοκρέβατο, χώνομαι από κάτω, βάζω τα χέρια εδώ παρωπίδες και η καρδιά μου πήγαινε «τούκου-τούκου». Εάν άκουγα τον παραμικρότερο θόρυβο, θα πέθαινα 100%. Κάποια στιγμή, όπως είχα τα χέρια εκεί, από μια χαραμάδα μπήκε μια ακτίνα ηλίου μέσα κι έτσι ενθαρρύνθηκα. Σηκώθηκα, ψάχνω… Πού να βρω τα γίδια; Πήραν των ομματιών τους, σκορπίσαν μες στα βουνά, γιατί ήταν άμαθα εκεί και πήγαν προς τον τόπο που είχαν το συνήθειό τους, το γρέκι τους. Ψάχνω εκεί, βρίσκω μερικά, τα συγκεντρώνω και περίμενα τώρα να ‘ρθει ο αδερφός μου. Έβλεπα ότι έπεφτε η μέρα, άρχισε ο ουρανός να σκοτεινιάζει και να σιγοψιχαλίζει. Η ώρα ήταν τέτοια, να πάω δια της τεθλασμένης γύρω-γύρω που ήταν ο δρόμος, θα νύχτωνα σχεδόν στο… Δεν θα έκανα μερικά αυτά, θα νύχτωνα. Αποφασίζω να πάρω το συντομότερο δρόμο. Ο συντομότερος δρόμος ήταν να ανεβώ σε υψόμετρο γύρω στα 2.000 μέτρα -1.900-1.800, δεν ξέρω τι ήταν- το μέρος αυτό το λέγαμε «γελαδολίβαδο». Βγάζανε τα γελάδια εκεί το καλοκαίρι και ξεκαλοκαίριαζαν. Αυτό το βουνό το λέγαμε «Σημαία» γιατί επί Τουρκοκρατίας, εκεί υψώσαν ένα μεγάλο φλάμπουρο σημαία, να βλέπουν οι υπόδουλοι αδελφοί του κάμπου ότι τ' Άγραφα είναι ελεύθερα, για να παίρνουν θάρρος, ότι οσονούπω θα τα ελευθερώναμε και αυτά. Λοιπόν, αυτή η στενωπός, που θα οδηγούσε απ' τα βλαχοκόνακα στο γελαδολίβαδο ήταν ανάμεσα στην Αϊτοφωλιά και σε ένα άλλο βουνό, που το λέγαμε «Απέννινα». Ήταν πολύ στενωπό και στο κάτω μέρος του λιβαδιού αυτού -ήταν εδώ το λιβάδι και είχε και κακοτοπιές, είχε ανηφόρες κλπ., δεν ήταν τελείως επίπεδο λιβάδι- ανάβλυζε νερό. «Βαρκά» τα λέγαμε. Το νερό αυτό σχημάτιζε αυτό και κατέβαινε μέσα από αυτό το φαράγγι προς τα κάτω. Εκεί υπήρχε ένας μονόδρομος, ένα μονοπατάκι που το είχαν δημιουργήσει τα ζωντανά. Ήταν μονόδρομος, δεν άλλαζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Όσο ανέβαινα, η αντάρα πύκνωνε, όλο και πύκνωνε. Μούσκεψαν τα ρουχαλάκια μου, γιατί η αντάρα, η καταχνιά αυτή, έχει υγρασία τρομερή. Ανεβαίνοντας στα Βαρκά, όπως σας είπα, βρέθηκα μπροστά σ' ένα κενό. Δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου. Η αντάρα, η ομίχλη αυτή, έχασα τον προσανατολισμό μου και δεν ήξερα πού βρίσκομαι και πού να κατευθυνθώ. Ήταν σαν να μου τραβούσε κάποιος το χαλί κάτω απ' τα πόδια μου κι έπεφτα στο κενό. Πάγωσα απ' τον φόβο μου, τα μαλλιά μου σηκώθηκαν σαν αυτό… Το αίμα μου μαζεύτηκε όλο στο κεφάλι. Λέω: «Τώρα είμαι χαμένος. Η θερμοκρασία είναι κάτω του μηδενός, μουσκεμένος είμαι… Αν μείνω αυτό, θα πεθάνω από την ψύξη». Τότε θυμήθηκα τα λόγια της μάνας μου, ότι: «Σ' αυτές τις περιπτώσεις, να μη χάνετε το θάρρος σας, να κάνετε ό,τι είναι δυνατόν και ο Θεός είναι βοηθός». Είναι αυτό που λέμε «συν Αθηνά και χείρα κίνει», έτσι ήθελε να εκφραστεί η γυναικούλα. Εκείνη την ώρα, θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου, μου δίνει θάρρος και λέω: «Έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος, θ' αρχίσω να τρέχω μήπως βρω κατεύθυνση, αν βρω κατεύθυνση, τουλάχιστον να κουραστώ τόσο πολύ, να πεθάνω χωρίς να βασανιστώ». Έτσι το σκέφτηκα εκείνη την ώρα κι άρχισα να παλινδρομώ. Απάνω κάτω, πέρα δώθε, από δω έπεφτα σε βουνό, από εκεί έπεφτα σε βουνό, από αλλού, τα νύχια μου έβγαλαν αίμα, τα πόδια μου έβγαλαν αίμα... Είχα κουραστεί τόσο πολύ, που στην τελευταία αυτή, έλεγα: «Θα πέσω κάτω». Με τα πολλά αυτά που πήγαινα, έπεσα στην καλύβα του γελαδάρη. Η καλύβα του γελαδάρη, ήταν σ' ένα απόμερο -που φύλαγε τα γελάδια το καλοκαίρι- ήταν σ' ένα απάνεμο μέρος, σε μια σπηλίτσα μέσα, έκλεινες και το μπροστινό μέρος, και δεν το 'πιανε ούτε βροχή ούτε αέρας. Όταν βρίσκω την καλύβα του γελαδάρη, ξανάσανα. Αναστήθηκα. Απόκτησα δυνάμεις. Εκεί κοντά ήταν κι ένας μονόδρομος που τον ήξερα, γιατί πήγαινα πολλές φορές στην καλύβα του γελαδάρη, παρ’ όλο που ήταν η ομίχλη τόσο πυκνή. Θα έψαχνα να το βρω. «Αν δεν τον βρω τον δρόμο -λέω- θα κοιμηθώ εδώ. Ας κρυώσω, δεν πειράζει. Το πρωί, θα δω». Λοιπόν, ψάχνω, τον βρίσκω το μονόδρομο αυτό, ήτανε μονόδρομος που τον είχαν σχηματίσει τα γελάδια και τα ζωντανά. Ήταν ο μοναδικός. Αυτός οδηγούσε μέσω ενός βουνού -«Τούρλα» το λέγαμε- και πήγαινε κατευθείαν στην τοποθεσία «καζάνι». Ήταν χαμηλά, εκεί ακριβώς που σας έλεγα ότι είχα βγάλει τα γίδια όταν κατέβαινα κάτω, που άκουσα τις καμπάνες κλπ. Πηγαίνοντας στο καζάνι, πλέον μονόδρομος, η αντάρα είχε κόψει, αλλά είχε νυχτώσει περίπου. Εγώ, φοβόμουνα τη νύχτα, αλλά εκείνη την ώρα… τί να φοβηθώ; Άρχισα να κατεβαίνω πάλι την κατηφόρα, ήταν απότομη η κατηφόρα, να πηδάω ξυπόλητος, πέτρες, στουρνάρια να μπαίνουν στα πόδια μου, δεν τα 'νιωθα καθόλου. Ήταν ένα μέρος πολύ στενό, που και την ημέρα ακόμη ήταν σκοτεινό. Τόσο! Εκεί φοβόμασταν πάντοτε, να περάσουμε. Το πέρασα κι αυτό και φτάνω στο χωριό. Στο χωριό ήταν κενό. Άκουγα τα σκυλιά να γαβγίζουν, οι γάτες να νιαουρίζουν, τα νυχτοπούλια να κράζουν, ο στρατός απ' τη Νιάλα να ρίχνει όλμους προς τα κάτω. Ζωή τίποτε στο χωριό, είχαν φύγει όλοι. Πηγαίνω, βρίσκω το σπίτι κλειδωμένο και τα κλειδιά παρμένα. Πηγαίνω, βλέπω απάνω ήταν κλειστό, κάτω ήταν κλειστό, έξω ήμουνα μουσκεμένος, έκανε και κρύο, πάρα πολύ κρύο και ήμουνα και μουσκεμένος. Τι να κάνω; Κάτω, στο κάτω σπίτι είχε κιγκλιδώματα σιδερένια με τετραγωνάκια, ήταν για να προφυλάσσεται το σπίτι από κλέφτες κι από τέτοιους. Εκεί τα καλοκαίρια με τον αδερφό μου ήταν κι εκείνος τσιλιβήθρα, πολύ αδύνατος, όπως κι εγώ, μέσα από αυτά τα τετραγωνάκια, βγάζαμε τα ρούχα και βάζαμε πρώτα το κεφάλι και μετά τα χέρια και μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Το θεωρούσαμε σαν κατόρθωμα. Πηγαίνω σπάω τα τζάμια, απογυμνώνονται τα κιγκλιδώματα αυτά, γδύνομαι τσιτσίδι, βάζω τα χέρια και το κεφάλι μου και προχωράω. Φτάνω μέχρι τη λεκάνη και σφηνώνομαι. Κρεμασμένος εγώ τώρα, ούτε μπρος ούτε πίσω. Εκεί λέω: «Τώρα τελείωσα». Με προσπάθεια μεγάλη, αφού είχε ξεφλουδίσει, είχε ματώσει το κορμάκι μου, κατόρθωσα πόντο, [01:20:00]πόντο, πόντο και γλιστράω και πέφτω μέσα στο κατώι. Ήταν για τα ζώα, δεν είχε τίποτα άλλο μέσα, ήτανε στάβλος που σταβλίζαμε τα ζωντανά το χειμώνα. Από κάτω ήτανε η κουπαστή που μπορούσα να ανεβώ απάνω, που ήταν και ρουχισμός, ήταν τα πάντα. Πηγαίνω να ανοίξω την κουπαστή, δεν ανέβαινε με κανέναν τρόπο. Τι γίνεται; Στο δωματιάκι αυτό, το 'χαμε παραχωρήσει στον ιερέα του χωριού με την οικογένειά του, είχε ένα κοριτσάκι, τη γυναίκα του κι όταν έφυγε, έβαλε το τραπέζι πάνω στην κουπαστή κι έβαλε και τα ρούχα από πάνω και δεν μπορούσα να το αυτώσω. Δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, πού βρήκα εκείνη τη δύναμη και το αναποδογύρισα! Ανεβαίνω απάνω πού ν' ανάψω φωτιά, πέφτανε οι όλμοι κι εγώ νόμιζα ότι θα δούνε τη λάμψη της φωτιάς οι στρατιώτες και θα ρίξουν. Βρήκα όμως ρουχαλάκια και σκεπάσματα, σκεπάστηκα, βρήκα και κάτι καρύδια ή κάτι αυτό και ταΐστηκα που ήμουνα ξενηστικωμένος στην πείνα και κοιμάμαι το βράδυ, χωρίς ν' ανάψω φωτιά. Έκανε κρύο. Το πρωί, παίρνω πάλι το δρόμο της επιστροφής. Τι γίνεται; Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ, ήρθε που τον είχαν πάρει οι μαυροσκούφηδες. Βρίσκοντας αυτή την κατάσταση – εδώ είναι που λένε ότι η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα – με ξεχάσανε εμένα. Κοιτούσαν να κάνουν λαγούμια, να κρύψουν κλπ. και ο αδερφός μου ξέχασε το λόγο που έδωσε ότι θα ερχόταν το βράδυ. Πηγαίνοντας τώρα στο μέρος που ήμουνα εγώ και δεν βρίσκουν ούτε παιδί ούτε ζωντανά. Λένε: «Πάει το παιδί, γκρεμίστηκε, φύγαν τα γίδια, γκρεμίστηκε». Το πρωί, σκορπίσαν μες στα βουνά τ' αδέρφια μου, ο πατέρας μου και φωνάζαν: «Γιώργο, Γιώργο», μήπως ακούσουν κάποια φωνή. Εγώ, εν τω μεταξύ, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Ανέβηκα από το σπίτι προς την κατεύθυνση που σας είπα, που πηγαίναμε στα Βλαχοκόνακα κι έφτασα στην τοποθεσία «Καζάνι» που σας είπα προηγουμένως. Εκεί άκουσα τη φωνή του αδελφού μου απέναντι στον αυχένα του Αγ. Νικολάου, που φώναζε: «Γιώργο, Γιώργο!». Βάζω κι εγώ τις φωνές. Έρχεται, αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε, πάρα πολύ κλάψαμε. Και γυρίσαμε τώρα πάλι και συγκεντρωθήκαμε. Μες στα βουνά βρήκαν και τα γίδια και συγκεντρωθήκαμε τώρα στην Καρυά, στα βλαχοκόνακα. Ο πατέρας μου κι ο μπάρμπας μου ο Θόδωρος… Μείναμε εκεί περίπου 15 μέρες, παραπάνω από 15 μέρες - δεν θυμάμαι. Λοιπόν, μέσα απ' τα βουνά πήγαιναν τη νύχτα και έκλεβαν διάφορα πράγματα και γυρνούσαν. Ένα πρωινό, σηκωνόμαστε και βρίσκουμε δυο πιθαμές χιόνι. Είχε χιονίσει, είχαν παγώσει τα πάντα, έπρεπε να φύγουμε. Λοιπόν, ο πατέρας μου και τ' αδέλφια μου με τα ζωντανά φύγανε μέσα απ' τα βουνά, για να κατεβούν προς τη λίμνη του Πλαστήρα. Τότε δεν είχε γίνει η λίμνη, ήτανε ένα ποταμάκι. Εγώ, η μάνα μου και η μικρή αδελφή μου, ήταν 5 χρονών -πόσο ήταν;- πήραμε το δρόμο να κατεβούμε με το αυτό. Η μάνα μου ήταν ζαλωμένη με… Η μανούλα μου η καημένη, που έπασχε -όπως σας είπα- κι από νεφρική ανεπάρκεια, ζαλωμένη μέχρι τα μπούνια, απάνω απ' το φορτίο -ήταν και κοντούλα- είχε και την αδελφή μου που ήταν τότε 6 χρονών. Αυτή, καθ' όλη τη διάρκεια, έκλαιγε μέχρι λιποθυμίας, μας είχε σπάσει τα νεύρα από τα κλάματα, δεν σταματούσε καθόλου. Φτάσαμε σε μία τοποθεσία, που τη λέγαμε «πλακωτό». Ήταν συνοικία του χωριού Καρίτσα. Αυτή είχε μια ανωφέρεια μεγάλη, η οποία ήτανε χωματώδης και τα πόδια μπαίναν μέχρι εδώ πέρα. Ήτανε λασπώδη τα χώματα. Όταν φτάσαμε εκεί πέρα, είχαν περάσει τα μουλάρια του στρατού και είχαν δημιουργήσει λαγούμια βαθιά με τα πέλματα, τα οποία είχαν σκεπαστεί με νερόχιονο και δεν φαίνονταν καθόλου. Φτάνοντας εκεί και προχωρώντας μερικά μέτρα, εγώ πάγωσα στην κυριολεξία. Δεν ένιωθα πόδια, τίποτε. Η αδελφή μου να κλαίει, να οδύρεται, που δεν λέγεται. Λέω στη μάνα μου: «Μάνα, προχωράτε εσείς, εγώ θα μείνω εδώ». Μου λέει: «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Και θα πας και στρατιώτης! Θα εγκαταλείψεις δυο γυναίκες και θα μείνεις εδώ πέρα; Άντε σήκω γρήγορα και προχώρα!». Μου 'δωσε θάρρος με αυτό. Σηκώθηκα, τα πόδια πέφταν στα λαγούμια μέχρι εδώ, είχαν παγώσει, είχαν γίνει ξύλο από αυτό, δεν τα ένιωθα καθόλου. Ανεβήκαμε αυτή την ανηφόρα πάνω και μετά, αρχίσαμε την κατηφόρα και κατεβήκαμε προς τη λίμνη του Πλαστήρα, στο χωριό Νεοχώρι. Το χωριό ήταν άδειο και σ' ένα σπίτι εκεί πέρα, είχε και ξύλα πολλά, ήταν ο θείος μου ο Θόδωρος με την οικογένειά του και είχε βάλει ξύλα πολλά στη φωτιά –ήταν άφθονα τα ξύλα, είχε φύγει ο κόσμος– και μ' αρπάζει η θεία μου η Θοδώραινα, να με πάει στη φωτιά. Φωνάζει η μάνα μου: «Νύφη – συννυφάδα, ξέρω ‘γω πώς την αποκαλούσε – θα μου σκοτώσεις το παιδί! Πού το πας στη φωτιά;». Με παίρνει, με βγάζει έξω, με τρίβει με χιόνι μέχρις ότου κοκκίνισαν τα πόδια μου απ' το χιόνι και μετά, μακριά απ' τη φωτιά, με σκέπασε με σκεπάσματα και δεν ήμουνα κοντά στη φωτιά, γιατί άμα πήγαινα στη φωτιά, θα έμενα, διότι ήτανε κρυοπαγήματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια, τον πόνο που ένιωθα, τα πόδια μου χτυπούσαν σαν να τα χτυπούσε η βαριά. Σιγά σιγά, συνήλθα.
Εκεί καθίσαμε δυο-τρεις μέρες, ώσπου να 'ρθουν τα James τα στρατιωτικά στη Νεβρόπολη, στη λίμνη του Πλαστήρα – τότε δεν ήταν λίμνη – για να μας πάρει για την Καρδίτσα. Ήρθε η αυτή ότι θα ερχόταν την άλλη μέρα τα James και κατεβήκαμε στη Νεβρόπολη. Η Νεβρόπολη είναι ένα επίπεδο μέρος και το κλίμα είναι ηπειρωτικό, το καλοκαίρι κάνει τρομερή ζέστη και τη νύχτα πέφτει σχεδόν στο μηδέν. Είναι υγρό το μέρος κλπ. Εκεί κατασκηνώσαμε να μείνουμε το βράδυ, για να 'ρθουν την άλλη μέρα τα James, να μας πάρουν. Στρώσαμε κάτι τσούλια κλπ. και πέσαμε να κοιμηθούμε. Τη νύχτα ακούω… Εγώ έβαλα αυτί και άκουγα το συμβούλιο που έκανε η μάνα μου με τον πατέρα μου. Το συμβούλιο έλεγε ότι τα ζωντανά, τα αδέλφια μου και οι γονείς μου να πάνε περιφερειακά στη Μαγνησία, στο Πτελεό της Μαγνησίας - απόσταση μεγάλη και επικίνδυνη και φθινόπωρο τώρα... Είχα ακούσει απ' τους τσοπαναραίους, απ΄ τους κτηνοτρόφους που πηγαίνανε στο μέρος αυτό, ότι για να πάνε στο μέρος αυτό, κάνανε ένα μήνα, διότι δεν ήθελαν τον χώρο εκείνο να φάνε τα ζωντανά. Το καθυστερούσαν, ήταν και μεγάλη διαδρομή, τους έπιανε βροχή, μες στη βροχή, μέσα στο αυτό, με ψωμί που το ζυμώναν, άψητο σχεδόν το τρώγανε, τα ήξερα όλα[01:30:00] εγώ αυτά. Κι όταν άκουσα ότι η αδελφή η μικρή θα την έπαιρνε ο μπάρμπας μου ο Θόδωρος στην Καρδίτσα, για να μην χάσουμε δήθεν τα δικαιώματα που ενδεχομένως θα μας χορηγούσε το κράτος κι όλοι εμείς θα ακολουθούσαμε το καραβάνι αυτό, να πάμε στο Πτελεό. Εγώ πάγωσα απ' το φόβο μου πάλι, έλεγα: «Άμα κάνω αυτή τη διαδρομή, θα πεθάνω». Και σκεπτόμουνα, δεν με πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί, τι να κάνω. Το πρωί έρχονται τα James, φορτώνουν τα τσάτζαλα και μάντζαλα, και ξεκινάν αργά να φύγουν. Εγώ σαν σίφουνας, τρέχω, αρπάζομαι από ένα αυτοκίνητο και βρίσκομαι στην κορυφή. Τρέχει η μάνα μου, τ' άλλα, να με πάρουν. Τότε ο από μηχανής Θεός παρουσιάστηκε, ο αδερφός της και λέει: «Γιούλα, άφησε το παιδί να πάει στην ευχή του Θεού, ίσως εκεί να βρει καλύτερη τύχη». Κι έτσι μ’ άφησε εμένα και την αδερφή μου και κατέβηκα με τα James στην Καρδίτσα. Αυτή που ήταν 6 χρονών. Λοιπόν, αναγκάστηκε κι η μάνα μου κι ο πατέρας μου μετά, να 'ρθουν να δουν πού θα πάμε και πού θα αποκατασταθούμε, γιατί τώρα, ενώ περίμεναν να είναι ένα άτομο, τώρα ήμασταν δύο. Να ‘ρθουν να τακτοποιήσουν εμάς. Πού θα μας τακτοποιούσαν; Στο έλεος του Θεού. Και μετά να πάνε στο Πτελεό, που κι εκείνα ήταν μικρά παιδιά με τα ζωντανά και μέσα στο έρεβος. Γιατί δεν πήγανε μες στο Πτελεό, πήγαν σ' ένα ερημικό μέρος, με τα γίδια και με τα πρόβατα και με τα γελάδια, που το λέγαν Άγιο Δημήτριο κι εγκαταστάθηκαν. Όταν κατέβηκα στην Καρδίτσα και είδα τις βιτρίνες -τι ήταν η Καρδίτσα τότε, σχεδόν με 40.000 κατοίκους;- τα τελάρα με τα φρούτα, νόμιζα ότι βρίσκομαι σ' άλλον κόσμο. Ότι βρίσκομαι σε παράδεισο. Πρώτη φορά τα 'βλεπα αυτά τα πράγματα, κόσμο κλπ. Πού να δω εγώ; Σας είπα ότι περιφερόμουνα επί 14 χρόνια σε μία ακτίνα γύρω απ’ το χωριό των 5 χιλιομέτρων. Αυτή ήταν όλη η ζωή μου ως τα 14 μου χρόνια. Περνάμε την Καρδίτσα μέσα, σιγά-σιγά με τα James, εγώ, αχόρταγος, κοιτούσα δεξιά-αριστερά όλα αυτά τα πράγματα που έβλεπα. Έλεγα: «Πώς ζει ο άνθρωπος και πώς ζούσαμε εμείς». Δεν μας αφήνουνε στην Καρδίτσα. Και η Καρδίτσα ήτανε ανοχύρωτη. Λέγοντας ανοχύρωτη, ήταν τελείως απροετοίμαστη, γιατί η Καρδίτσα είχε 40.000 κατοίκους και απ' τα χωριά των Αγράφων και γύρωθεν, είχε διπλασιάσει τον πληθυσμό, είχε φτάσει τα 70.000. Όλα και τα κοτέτσια ακόμη, τα 'χαν νοικιασμένα. Εμάς πού να μας πάνε τώρα, που ήρθαμε κάπως καθυστερούμενοι, λόγω των ζωντανών; Γι' αυτό σας είπα προηγουμένως, ότι αυτά τα ζωντανά μας είχαν δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα. Λοιπόν. Πηγαίναμε και μας ρίχνουν σ' ένα ξωκλήσι της Καρδίτσας - σήμερα που επεκτάθηκε το σχέδιο, είναι πυκνοκατοικημένο εκεί. Ήταν ένα εκκλησάκι με κάπου αραιωμένα σπίτια γύρω κι εκεί στο προαύλιο μας πετάξανε, χωρίς αντίσκηνο, χωρίς τρόφιμα, χωρίς τίποτε, χωρίς καμία προστασία, γιατί το κράτος ήτανε στην κορύφωση του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν κατεστραμμένο, ανοχύρωτη η πόλη κλπ., δεν είχε πού να μας βολέψουν. Μας πετάξαν εκεί πέρα, στο έλεος του Θεού. Ή ζήσουμε, ή πεθάνουμε, δεν θα δίναν λογαριασμό πουθενά. Εκεί ο πατέρας μου - ευτυχώς που κατέβηκε ο πατέρας μου – το προαύλιο της εκκλησίας είχε φτελιές. Ήταν και άξιος άνθρωπος, πήρε τσούλια κι έκανε σαν δήθεν αντίσκηνο από δέντρο σε δέντρο. Γύρω-γύρω έκοψε ένα αυλακάκι, για να φεύγουν… Τα τσούλια ήταν από τράγαινα και το ρίχναν έξω το νερό και τα αυλακάκια το παίρναν κάτω. Εμείς στις ρίζες, εκεί στις φτελιές, μαζευτήκαμε κουβάρι, σαν σκαντζόχοιροι, ξυπόλητοι ήμασταν, είχαμε κάτι παντελονάκια που ήταν υφαντά, μάλλινα, τα οποία δεν κρατούσαν καθόλου κρύο τα άτιμα. Καθόλου, καθόλου. Εκεί στριμωχτήκαμε και μείναμε εκεί σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Μέσα στο ύπαιθρο, μέσα στο αγιάζι, στο κρύο - γιατί η Καρδίτσα είναι ηπειρωτικό το κλίμα, το χειμώνα είναι πάρα πολύ υγρό. Αν σκάψεις στο μισό μέτρο, αναβλύζει νερό, τόσο πολύ αυτό. Δηλαδή, πώς γλιτώσαμε από πνευμονία, ένας Θεός το ξέρει. Ο πατέρας μου… Eν τω μεταξύ, η μάνα μου τώρα τρώγονταν, γιατί είχε τα άλλα, τα τρία παιδιά κι εκείνα δεν ήτανε 15-16 χρονών, τα μεγάλα, εκεί μέσα, 16 εκεί μέσα. Αλλά ήτανε παιδιά του χωριού. Ένα πρωινό, κοντά στα Χριστούγεννα, έρχεται ένα κάρο, ένας χωροφύλακας κι ένας επιταγμένος και μας φόρτωσε απάνω στο κάρο αυτό, με τα τσάντζαλα και μάντζαλα στο κάρο. Τα ξέρετε τα κάρα αυτά που κινούνται με τα άλογα… Θυμάμαι τον εαυτό μου από την κακουχία, από την πείνα κλπ., τα μαλλάκια μου είχαν κατεβεί κάτω, το πρόσωπό μου είχαν βγάλει τρίχες σαν να ήμουν μεγάλος άνθρωπος, είχα πάθει ασιτία απ’ όλη αυτή την κακουχία που είχα υποστεί. Είχα ένα κοντό καπάκι, είναι κοντά μ' ένα αυτό κλπ. Εάν μ' έβλεπε κανένας, θα έλεγε: «Φαντάσματα είναι ετούτα;». Φτάσαμε στις Καμινάδες Καρδίτσας. Εκεί ήταν ένα σπιτάκι με δύο πλίθινα δωμάτια. Ο σπιτονοικοκύρης, ήταν 6μελής οικογένεια, είχε 4 κορίτσια και αυτοί 6. Εν τω μεταξύ, αυτοί τους βάλαν, το σπίτι ήταν ούτε… Κάτι παραθυράκια είχε, ούτε θέρμανση είχε, κάτω ήτανε χώμα, δεν ήταν πάτωμα, ήτανε σε πρωτόγονη κατάσταση. Στο σπίτι αυτό, έπρεπε να στεγαστούν 3 οικογένειες. Καταλάβατε… Ήμασταν ένας απάνω στον άλλον. Η οικογένεια του σπιτονοικοκύρη μαζεύτηκε στο ένα δωμάτιο. Εμείς οι άλλοι, ο άλλος ήταν απ’ το Καταφύγι της Καρδίτσας, Κλίμο τον λέγαν, είχε κι ένα κοριτσάκι, ήμασταν εμείς 2, εγώ και η… 4, μαζευτήκαμε στο άλλο το δωματιάκι. Όταν φτάσαμε εκεί και μας είδαν αυτοί, που πήγαμε σε τέτοια κατάσταση, δεν ξέρω τώρα, από λύπη ή από τι, βάζουν όλοι τα κλάματα. Μάλλον: «Είμαστε εμείς τόσοι, έρχονται κι άλλοι, πού θα μείνουνε;», εγώ έτσι το παίρνω το πράγμα κι έτσι αποδείχτηκε, ότι… Κι είχαν δίκιο οι άνθρωποι, εδώ που τα λέμε. Λοιπόν, τότε πετάγεται η μάνα μου – είχε θάρρος – και τους λέει: «Κοιτάξτε να δείτε, μην κλαίτε, δε φταίτε ούτε εσείς ούτε εμείς, άλλοι είναι υπαίτιοι που μας έφεραν σ' αυτή την κατάσταση. Μπόρα είναι και θα περάσει, μην φοβάστε. Όπως περάσουμε, θα περάσουμε. Θα δείτε στο τέλος, ότι κι εμείς, ας είμαστε βουνίσιοι, είμαστε από νοικοκυρεμένες οικογένειες, θα μάθετε πάρα πολλά πράγματα από εμάς, κι εμείς θα μάθουμε από εσάς και στο τέλος, όταν θα χωρίσουμε, να πάμε πάλι στο καλό, στα σπίτια μας, θα κλάψετε κι εσείς κι εμείς». Και πράγματι, τα λόγια της ήτανε προφητικά. Έτσι έγινε. Λοιπόν, η μάνα μου κι ο πατέρας μου κάθισε λίγες μέρες, έπρεπε να πάει να δει τι γίνονταν τα άλλα τα παιδιά. Εμείς τώρα, άγνωστοι, χωριατόπαιδα, άγνωστοι μεταξύ των αγνώστων, η αδελφή μου μικρή, εγώ τι ήμουνα καταλαβαίνετε το δράμα. Την [01:40:00]ημέρα του χωρισμού που θα έφευγε η μάνα μου, ήταν σαν να άνοιξε η γη και μας κατάπιε. Το κλάμα, οι αγκαλιές, τα φιλιά, το κλάμα δεν λέγεται. Ζωντανός χωρισμός. Πηγαίνουν στο τρένο να ταξιδέψουν κι είχαν κάνει οι αντάρτες σαμποτάζ. Περίμεναν μέχρι τα μεσάνυχτα, δεν ήρθε τρένο, τους είπαν ότι έγινε το σαμποτάζ και γύρισαν πάλι προς το σπίτι. Κοιτάμε απ' το παράθυρο, εγώ και η αδελφή μου είχαμε κουρνιαστεί αγκαλιά, σε μια γωνιά, κρύα γωνιά, χωρίς φωτιά, χωρίς τίποτα, με κάτι τσουλάκια σκεπασμένοι, ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, χάμω στο χώμα αγκαλιασμένοι. Έκλαψε η μάνα μου πάρα πολύ η καημένη, πάρα πολύ έκλαψε. Χτυπάει την πόρτα κι όταν άνοιξε η πόρτα και τους ξαναείδαμε, ήταν σαν να είδαμε τον Θεό με τα μάτια μας. Τόσο πολύ! Με συγχωρείτε. Πάλι τα ίδια. Κάθισαν λίγες μέρες κι έπρεπε πάλι να φύγουν, όταν αποκαταστάθηκε η γραμμή. Πάλι εξετυλίχθηκε το ίδιο δράμα του χωρισμού. Τ' αδέλφια μου, που πήγανε εκεί, πήγαν σ' ένα ερημικό μέρος. Απ' τις κακουχίες κλπ. … ο αδελφός μου ο Παναγιώτης παθαίνει κοιλιακό τύφο. Η μάνα μου δεν ήξερε από τέτοιες αρρώστιες κλπ. και νόμισε ότι ήταν κρυολόγημα και έκανε αντίθετη θεραπεία απ' ό,τι έπρεπε. Έβαζε ζεστά, του έδιναν να φάει -νόμιζε ότι είναι από ασιτία- του 'δινε να φάει κλπ. Αυτά στον κοιλιακό τύφο ήταν θάνατος, γιατί ένα πρωτοξαδελφάκι μου πέθανε από κοιλιακό τύφο, εξαιτίας ότι ο πατέρας του όταν είδε ότι έπαιρνε το καλύτερο, του 'δωσε να φάει, κοπήκαν τ' άντερά του και πέθανε. Λοιπόν, ήταν απελπισμένη, έβλεπε ότι τον ταΐζει κι αντί να πάρει μπρος, έλιωνε σαν το κερί. Ήρθε στα πρόθυρα του θανάτου. Ευτυχώς, βρέθηκε μια Χριστιανή και του λέει: «Κυρία Γιούλα, το παιδί σου δεν πάσχει ούτε από κρυολόγημα ούτε από ασιτία. Έχει άλλο πράγμα, πιο σοβαρό! Πρέπει να το πας στο γιατρό!». Πουλάει η μάνα μου τι είχε εκεί, κάτι γελάδια, κάτι έδωσε κλπ., εξοικονομάει κάτι ελάχιστα χρηματάκια και τον πηγαίνει στο γιατρό. Ο γιατρός όταν τον είδε τον αδερφό μου, της βάζει τη φωνή. Τι φωνή: «Πού ήσουνα μέχρι τώρα, το παιδί σου πεθαίνει!». Η μάνα μου έπεσε ξερή, λιποθύμησε όταν άκουσε τη λέξη αυτή. Της λέει: «Κοίτα εδώ να δεις, θα το δίνεις το παιδί γιαούρτι και μαλακτικά πράγματα, κρεμίτσες κλπ., θα το βάζεις πάγο και όχι ζεστά και τέτοια πράγματα που του 'βαζες». Ευτυχώς που ήταν χειμώνας και ανέβαινε στο βουνό και μάζευε χιόνι και του 'βαζε αυτό. Και σιγά, σιγά, σιγά, εκεί που ήταν σε θάνατο, κατόρθωσε και το ανέστησε το παιδί. Εμείς στην Καρδίτσα τώρα, μόνοι μας. Η πρόνοια, μας έδωνε το άτομο το μήνα 3 οκάδες ζάχαρη και 6 οκάδες αλεύρι. Αυτό ήταν όλο. Τίποτα άλλο. Πού να το ψήσουμε αυτό και πού να το διακονήσουμε; Τι να κάνω εγώ τώρα; Για να ψήσω -κριθαροκαφές τώρα- για να ψήσω έναν κριθαροκαφέ –γιατί ήτανε μπόλικη η ζάχαρη– για να βουτήξουμε λίγο ψωμάκι το πρωί, γιατί δεν είχαμε τίποτα άλλο να φάμε… Η τουαλέτα του σπιτιού, τι τουαλέτα; Ήτανε ξύλα κι από κάτω ήταν ο βόθρος που έβλεπες τα νερά πάνω. Αν έπεφτες μέσα, θα πνιγόσουν. Ήταν λίγο απομακρυσμένο, πήγαινα δειλά για να κάνω τη σωματική μου ανάγκη και γυρίζοντας, είχε την αποθήκη με το άχυρο για τα ζωντανά. Κρυφά –το λέω και την αμαρτία μου– έβαζα άχυρο στις τσέπες μου, πήγαινα μέσα και άναβα το άχυρο αυτό, το οποίο κάπνιζε, με στράβωνε, για να ψήσω έναν κριθαροκαφέ. Ψωμί, αυτό το αλεύρι… Ήτανε η αδερφή της μάνας μου αρκετά μακριά και μας ζύμωνε μια κουλούρα ψωμί στις 15 μέρες. Το τρώγαμε αυτό. Εκείνο ήτανε σχεδόν ωμό, γιατί η Καρδίτσα δεν έχει ξύλα. Έχει κόπρανα των ζώων, τα οποία αποξεραίνουν το καλοκαίρι στους τοίχους και αυτά, τα χρησιμοποιούν για καύσιμο ύλη, για να ζυμώνουν και να μαγειρεύουν. Αυτά δεν έχουν μεγάλη θερμαντική ικανότητα και το ψωμί τ' άφηναν αυτό. Έψηνα εκείνο τον κριθαροκαφέ, τον έκανα και πολύ γλυκό, μήπως λίγο ταϊστούμε, βουτούσαμε από εκείνο και τρώγαμε. Ήτανε μέρες των Χριστουγέννων. Έβλεπα την ελίτ της Καρδίτσας να ψωνίζει γλυκά, να στολίζει κρέατα, εκείνα, τ' άλλα, φώτα στο σπίτι. Εμείς ήμασταν τελείως απομονωμένοι, ξένοι προς ξένους και νηστικοί. Τα βλέπαμε αυτά και ραγίζονταν η καρδιά μας. Δεν ήταν μόνον αυτό. Ήτανε η αδερφή μου η μικρή, που έκλαιγε με αναφιλητά. Τι να την κάνω; Ζητούσε ψωμάκι και φαγητό. Ζητούσε να ζεσταθεί. Τη χουχούλιζα εγώ μες στην αγκαλιά μου, εκείνη δεν σταματούσε με κανέναν τρόπο. Θόλωσε το μυαλό μου, για πρώτη φορά σκέφτηκα να βάλω τέρμα στη ζωή μου - λέω την αμαρτία μου. Εκεί πάλι θυμήθηκα τα λόγια της μάνας μου, που είπε ότι: «Να μην απελπίζεστε ποτέ». Σε κάποια στιγμή, συνέρχομαι λιγάκι, δίνω δυο μπάτσα στο πρόσωπό μου να συνέλθω, γιατί το 'χα απόφαση να αυτοκτονήσω με λίγα λόγια. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, συνήλθα, σκέφτηκα αυτή η μάνα, αν εγώ κάνω αυτό το πράγμα, τι πόνο θα αισθανθεί! Έπειτα σκέφτηκα και τ' άλλο, ότι αυτοκτονώντας, όπως μου 'λεγε η μάνα μου – τότε παιδάκι ήμουνα – ότι η ψυχή πάει στο διάολο, πάει στην κόλαση, χάνεται, δεν πάει στον παράδεισο. Όλα αυτά επικράτησαν περισσότερο απ' την απόφαση που 'χα πάρει αυτό και με τις μπάτσες συνήλθα. Λοιπόν, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες πέρασα εκείνο τον χειμώνα. Εν τω μεταξύ, η δίψα μου ήτανε για μάθηση. Αυτός ο φίλος μου, ο καρδιακός, που σας είπα, που έγινε και καθηγητής του Πανεπιστημίου, ήρθε μια μέρα. Όταν τον είδα… Γιατί είχαμε τέτοια φιλία, που φανταστείτε, κάποτε είχε πληροφορηθεί εγώ ότι ήμουνα τσοπανάκι στη Βοιωτία κι έψαχνε όλα τα χωριά για να με βρει. Και τελικώς βρήκε τον αδερφό μου αντί για μένα και είπε ότι: «Eγώ είμαι, δεν είναι ο Γιώργος». Ήρθε, αφού αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε κλπ., μου λέει: «Γιώργο, φεύγω για τη Θήβα». Αυτός είχε κάποιο συγγενή στη Θήβα και θα έφευγε για τη Θήβα. Η Θήβα δεν ήταν όπως η Καρδίτσα. Φεύγοντας απ' το χωριό, αντί η ζωή να είναι αυτό, εντάθηκε πιο χειρότερα ακόμα. Έγινε προβληματική 1000%. Διότι η Καρδίτσα κάτω που 'ταν ανοχύρωτη και δεν μας έφερνε καμία προστασία, υπήρχε και ο φόβος των ανταρτών πάλι, όπως και στο χωριό, διότι γύρωθεν απ' την Καρδίτσα, στα Θεσσαλικά Άγραφα, ήταν ο Φλωράκης με τον στρατό και πολιορκούσε κάθε μέρα την Καρδίτσα. Η Καρδίτσα, γύρωθεν ήταν περιφραγμένη με συρματοπλέγματα, ο στρατός ήταν λίγος, διότι ήτανε στο Βίτσι και στο Γράμμο κι είχαν επιστρατεύσει Μάηδες, ανταρτόπληκτους, για μια μπουκιά ψωμί και ξέρω ‘γω τί τους έδιναν, για να πολεμήσουν τους αντάρτες.[01:50:00] Κι ήταν, όπως τελικά, δεν γλιτώσαμε απ' την εισβολή των ανταρτών στην Καρδίτσα.
Έρχεται και μου λέει: «Γιώργο, ξέρεις, βρήκα το δάσκαλό μας. Ο δάσκαλός μας είναι στον σιδηροδρομικό σταθμό με τον στρατό, επιστρατεύτηκε και μου 'δωσε χαρτί ότι τελείωσα την Ε' Δημοτικού και θα πάω να γραφώ στην ΣΤ’ Δημοτικού στη Θήβα». Ακούγοντας εγώ αυτή τη λέξη, παρ' όλη τη δυστυχία που δεν ήξερα την άλλη μέρα αν ζω ή πεθαίνω, είχα κάποια δίψα για να βρω διέξοδο απ’ αυτή την κόλαση, να βρω κάποιον δρόμο, να βγω στο ξέφωτο, να δω πού θα βρω το δρόμο μου, γιατί ήμουνα αρκετά μεγάλο παιδί και τα σκεπτόμουνα όλα αυτά τα πράγματα. Πηγαίνω, λοιπόν, στο δάσκαλο. Όταν με είδε ο δάσκαλος – εμένα κι αυτό το παιδί, που σας λέω, μας είχε ιδιαίτερη συμπάθεια – με αγκάλιασε, με φίλησε, του λέω: «Κύριε, θέλω να μου δώσεις ένα χαρτί, γιατί θέλω να πάω σχολειό και θέλω να γραφώ στην ΣΤ' Δημοτικού». «Ναι, παιδί μου» λέει. Γράφει ένα χαρτί και λέει: «Λόγω της καταστάσεως, τα αρχεία του σχολείου καταστράφηκαν και ότι ο Γεώργιος Παρθένης παρακολούθησε επάξια τα μαθήματα της Ε' Δημοτικού και είναι άξιος να προαχθεί στην ΣΤ' Δημοτικού». Παίρνοντας αυτό το χαρτί, ξυπόλητος, πηγαίνω στο Β' Δημοτικό σχολείο της Καρδίτσας. Ήταν ένας δάσκαλος, Κόρακα τον λέγαν, ήταν και κοντούλης, ήταν δραστήριος όμως και καλός δάσκαλος και του δίνω το χαρτί. «Ναι, παιδί μου, να σε γράψω» μου λέει. Ξεκινούσα απ' τις Καμινάδες για να πάω στο Β' Δημοτικό Σχολείο, ξυπόλητος, μες στο χιόνι και νηστικός που ήμουνα, άρχισα και πήγαινα στο σχολείο. Το σχολείο, είχε η κάθε τάξη, λόγω του ότι υπήρξε πολύς κόσμος ανταρτόπληκτοι κλπ., ήμασταν στην τάξη σχεδόν 200 παιδιά, ήμασταν το ένα πάνω στο άλλο, το κάθε θρανίο είχε 3-4 παιδιά. Στριμωγμένοι και μες στην ψείρα και μέσα στην κακουχία. Παρακολουθούσαμε… Τι παρακολουθούσαμε; Ό,τι ακούγαμε απ’ τον δάσκαλο. Βιβλία δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε, ό,τι ακούγαμε απ' τον δάσκαλο. Και αφομοιώναμε με το μυαλό μας. Λοιπόν, πράγματι παρακολούθησα και τελείωσα το Δημοτικό με «Λίαν καλώς 8». Παρ’ όλα αυτά, παίρνοντας βιβλία απ' τον έναν, απ' τον άλλο, κάτι μάθαινα και στους διαγωνισμούς έγραφα… Γιατί τότε γράφανε 2 φορές διαγωνισμούς στο Δημοτικό. Απ' την Δ' μέχρι τη ΣΤ' γράφανε πρώτο εξάμηνο και δεύτερο εξάμηνο και έβγαινε μετά, η τελική βαθμολογία. Όταν τελείωσα τώρα το Δημοτικό, άκουγα τ' άλλα τα παιδιά ότι θα πάνε στο Γυμνάσιο. Εγώ το Γυμνάσιο, όπως το φανταζόμουνα, ότι εκεί βγαίνουν σοφοί άνθρωποι, μαθαίνουν πολλά πράγματα κλπ. Και καίγονταν η ψυχή μου, τι να κάνω... Σχεδόν ήμουνα… Ήταν αυστηρές οι εξετάσεις, γιατί είχε πέσει πολύς κόσμος, το Γυμνάσιο ήτανε μια κλούβα, βρίσκεται ακόμα στην Καρδίτσα -τώρα έχει γίνει αποθήκες- μικρό οίκημα, δεν χωρούσε. Αντί να… Ήμασταν υποψήφιοι 1000, έπαιρνε 200 με 300, βία 500, δεν μπορούσε να πάρει παραπάνω και μας έκοβαν. Εγώ, τώρα ακούγοντας αυτά τα πράγματα, δεν δίνω πρώτο εξάμηνο, δεν δίνω την άνοιξη εξετάσεις για το Γυμνάσιο, κρυφά τώρα απ' τους γονείς μου, γιατί ακούγοντας τους άλλους ότι θα πάνε στο Γυμνάσιο, εμένα μου μπήκε η ιδέα ότι πρέπει κι εγώ να πάω στο Γυμνάσιο. Εκεί στη γειτονιά ήταν ένα μπακάλικο, πουλούσε και φρούτα κλπ. και με παίρνει να κάνω μικροθελήματα, να πηγαίνω τα πακέτα στα σπίτια κλπ. και μου 'δινε κάτι πενταροδεκάρες. Με τις πενταροδεκάρες εκείνες, τις μάζευα, παρ’ όλη την πείνα, ήταν ένας που έκανε φροντιστήριο – τώρα μάλλον του Γυμνασίου ήτανε, δεν πιστεύω να 'τανε δάσκαλος ή καθηγητής – και έκανε μαθηματικά και έκθεση. Εγώ στα μαθηματικά τα κουτσόφερνα, είχα, έτσι, πιο ευστροφία στα μαθηματικά και έκανα έκθεση. Έκθεση ήμουνα τελείως… Δεν είχα γράψει καμία έκθεση στο σχολείο, που να... Ο δάσκαλος κοιτούσε την ελίτ της Καρδίτσας, τα πλουσιόπαιδα εκεί, τον Αναγνωστόπουλο, τον Πατέρα… Αυτούς σήκωνε, αυτούς εξέταζε. Εμείς ήμασταν εγκαταλελειμμένοι στην πάντα και ό,τι ακούγαμε, δεν μας έδινε σημασία κανένας. Εν τω μεταξύ, εκεί στο Β' Δημοτικό σχολείο, ήταν ένα αλητόπαιδο που είχε σπάσει τα παιδιά, λόγω ρατσισμού, μας θεωρούσαν ότι είμαστε πρόσφυγες κλπ. και τα 'χε σαπίσει στο ξύλο. Έρχεται κι η σειρά η δική μου. Εγώ, βλέποντας όλα αυτά, δεν ήξερα μποξ, δεν ήξερα τίποτα, τον αρπάζω και τον βάζω κάτω και τον παστώνω στο ξύλο, αλλά φοβήθηκα τον δάσκαλο, ότι θα με αποβάλει κλπ. και τον αφήνω. Σηκώνεται απάνω και μου τραβάει 2-3 γροθιές εδώ στο πρόσωπό μου και πετάγεται το αίμα τσαμπούνα, μου 'κανε το πρόσωπο χάλια απ' τις μπουνιές. Ήξερε μποξ αυτός, εγώ δεν ήξερα, εγώ με τη δύναμή μου κοιτούσα να τον κατευνάσω. Έγινε συμβούλιο, τον απέβαλαν απ’ το σχολείο και γλίτωσαν και τα παιδάκια.
Τι λέτε!
Δίνω το φθινόπωρο μ' αυτά που έμαθα και τι θα πει έκθεση, πώς τη γράφω ξέρω ‘γω, πέντε πράγματα, γράφω. Μας εξέταζαν και γραπτά και προφορικά. Στα μαθηματικά, είπα πάρα πολύ καλά και δεν ξέρω και σε ποιο άλλο μάθημα. Στην έκθεση τα κουτσοκατάφερα με αυτά που έμαθα και γράφω και έκθεση και με περνάν στην Α' Γυμνασίου. Έρχονται τώρα οι γονείς μου από κάτω, ήρθανε, πλησίαζε ο χρόνος, έφερναν εκείνα τα παλιόγιδα στην Καρδίτσα, τα οποία τα πήγαμε στην Καρδιτσομαγούλα, έξω απ' τη... Το χειμώνα, μες στον κάμπο, ξέρεις τι παγωνιά κάνει; Αφού πήγα μια φορά με τη μάνα μου και παγώσαμε απ' το κρύο. Τα μεταφέραμε στην Πορτίτσα, κοντά στην Καρδίτσα προς τη λίμνη του Πλαστήρα. Εκεί απάνω ήταν ανταρτοκρατούμενη. Δεν μπορούσες να... Τα αφήσαμε εκεί και πηγαίνει ο λύκος και τα σακατεύει! Άλλο δράμα εκείνο. Απ' τη μια κουβέντα πάω στην άλλη. Λοιπόν, μπαίνω στο Γυμνάσιο, έρχονται οι γονείς μου και τους λέω δειλά-δειλά… Η μάνα μου έπαιρνε το μέρος μου, ο πατέρας μου έβλεπε την κατάσταση κι έλεγε: «Παιδάκι μου, γράμματα θα κοιτάξεις τώρα ή να κοιτάξεις να μπορέσουμε να επιζήσουμε; Εδώ κινδυνεύουμε από ώρα σε ώρα, για να πεθάνουμε από ασιτία ή και από κακουχίες!». Του λέω: «Πατέρα, μάνα, ξέρεις ότι – του 'πα και αυτό με μεγάλη δειλία – ξέρετε, έδωσα στο Γυμνάσιο και μπήκα στο Γυμνάσιο, τι λέτε;». Ο πατέρας μου: «Ρε παιδάκι μου, δεν βλέπεις; Πεθαίνουμε! Τι γράμματα θέλεις τώρα εσύ και παραμύθια; Να επιζήσουμε και θα βρεις κάποια δουλίτσα, δεν χάλασε ο κόσμος, αν δεν μάθεις γράμματα». Πετάγεται η μάνα μου και λέει: «Όχι, γέροντα, το παιδί θα παρακολουθήσει το Γυμνάσιο, θέλεις-δεν θέλεις, θα παρακολουθήσει», δεν ξέρω, της είχε αδυναμία της μάνας μου, του 'κανε... Το Γυμνάσιο τώρα που μπήκαμε, οι καθηγητές είχαν επιστρατευτεί. Να φανταστείτε, κάναμε 15 ώρες την εβδομάδα. Κάναμε μια φορά αρχαία στις 15 μέρες, ξέρω ‘γω, και κάναμε [02:00:00]λίγα μαθηματικά, περισσότερο. Τον πρώτο χρόνο, γίνεται εισβολή των ανταρτών στην Καρδίτσα, μπήκανε Καρδίτσα μέσα. Εκεί ήταν πάλι το δράμα κι εκεί γλίτωσα εκ θαύματος, διότι η Καρδίτσα πολιορκούνταν επί 2-3 μέρες, αλλά η προδοσία ήρθε… Ήταν ο Φλωράκης, ο οποίος είχε τελειώσει το Γυμνάσιο στην Καρδίτσα, ήταν από εκεί και ήξερε όλα τα κατατόπια και η Καρδίτσα είχε πάρα πολλούς αριστερούς και η μάχη που κάναν, γινόταν και από μπροστά και από πίσω και μετόπισθεν του στρατού και τους εθελοντές, τους ανταρτόπληκτους που είχανε πάρει ως Μάηδες, τους είχαν εγκλωβίσει στη μέση. Εμείς, είχαμε… Οι όλμοι κλπ. και οι σφαίρες στην Καρδίτσα πήγαιναν στα αυτό... Εμείς μαζευτήκαμε σε μία κουζινούλα εκεί πέρα κλπ. και μέναμε εκεί πέρα. Εν τω μεταξύ, σε κάποια στιγμή, σταματήσαν τα πυρά κλπ., πυροβολούσαν μόνον απ’ το σχολείο που δεν έπεσε τελικά, που 'τανε στο Μητροπολιτικό Ναό της Καρδίτσας, οι φυλακές δεν πέσανε και η χωροφυλακή. Αυτοί αντισταθήκαν πολύ σθεναρά. Εκεί είχαμε ψοφήσει από νερό. Έξω ήταν μια τουλούμπα που έβγαζε νερό. Το νερό αυτό ήταν γλυφό, αλλά εμείς στη δίψα που είχαμε κλπ., πήγα να πάρω λίγο νερό. Εκείνη την ώρα, βλέπω τους αντάρτες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι. Εγώ νόμισα ότι φορούσαν μπερεδάκια σαν τους εθελοντές, αυτό που 'χει ο στρατός, τους Μάηδες και νόμισα ότι ήτανε Μάηδες. Και λέω: «Παιδιά, τους διώξατε τους κατσαπλιάδες;». Αν άκουγαν αυτή τη λέξη… Αυτοί τρέχανε, κάνανε παιδομάζωμα και μαζεύανε γυναίκες και παιδιά, επιστρατεύαν κι είχαν το μυαλό τους εκεί πέρα και δεν μ' ακούσαν. Αν μ' ακούγαν να τους πω κατσαπλιάδες, θα με εκτελούσαν επί τόπου. Ακούω έναν και λέει: «Μας έφυγε η συναγωνίστρια». Όταν άκουσα συναγωνίστρια, πάγωσα! Όπως ήταν το κρεβάτι, πηγαίνω απ' τον φόβο μου και χώνομαι από κάτω! Οι αντάρτες κάθισαν ένα μερόνυχτο, κάνανε αυτό. Όταν σταματήσαν, ήταν προδομένα τα πάντα. Χτυπήσαν τα σπίτια που ήταν εύπορα, τα ληστέψαν κλπ. Όσα είχανε, ένα σπίτι που ξέρανε ότι ήτανε εθνικόφρον και το παιδί του ήταν στη σχολή Ευελπίδων, πήγαν να τα πιάσουν ζωντανά, αυτός αντιστάθηκε, ανέβηκε απάνω, τον πολιορκήσαν και στο τέλος, τον σκοτώσαν αυτόν και το παιδί του. Και πολλούς άλλους σκοτώσαν κλπ. Όταν ήρθε ο στρατός και αυτό, βγήκαμε κι εγώ μ' ένα φίλο μου, τον Παπαπολύζο, έγινε και αξιωματικός τελικά – τώρα είναι μακαρίτης – βγήκαμε να δούμε την κατάσταση. Οι γωνίες των σπιτιών ήταν κάλυκες μέχρι εκεί απάνω, αίματα από εδώ, αίματα από εκεί, σκοτωμένους από εδώ, σκοτωμένους από εκεί. Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν γεμάτη από φέρετρα κλπ. Μεγάλη αυτή... Τέλος πάντων, τον πρώτο χρόνο μας δώσανε ενδεικτικά εν λευκώ, χωρίς να γράψουμε διαγωνισμούς, χωρίς τίποτα, αφού δεν είχαμε παρακολουθήσει. Προαχθήκαμε στη Β' Γυμνασίου. Β'-Γ'-Δ' – τότε ήταν τρίτη, τετάρτη, εβδόμη, ογδόη – κάναμε τόσες λίγες ώρες, που σχεδόν αντί να γίνω σοφός, έμενα πάλι αγράμματος. Οι καθηγητές κοιτούσαν την ελίτ της Καρδίτσας, Αναγνωστόπουλο κλπ., Πατέρα, Σουλιώτη και δεν συμμαζεύεται κι εμάς τελείως, ούτε...Μια φορά μου διόρθωσε μία έκθεση ένας «Μπέης» ονόματι και μου την είχε κοκκινίσει. «Βαρβαρισμός, βαρβαρισμός, βαρβαρισμός» την είχε κάνει κουρελόχαρτο απ' τα κοκκινίδια. Εγώ δεν ήξερα να εκφραστώ και εκφραζόμουν στη μητρική μου γλώσσα κι έγραφα τη μητρική γλώσσα, και αυτός ήταν βαρβαρισμός. Τελείωσα, μέχρι την ογδόη Γυμνασίου, να φανταστείτε, γράφαμε απ' το κείμενο του αναγνωστικού, γράφαμε ορθογραφία. Κάναμε ορθογραφικά λάθη. Τότε τα προσέχαν πάρα πολύ αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, κουτσοτελειώνω τώρα το Γυμνάσιο, κάτω από αυτές τις συνθήκες και μάλιστα τότε, ο αριστούχος, δε βάζαν βαθμούς όπως βάζουν σήμερα, ο αριστούχος έβγαινε με 16-16.5. Εγώ, παρόλο που δεν είχα βιβλία, πήγαινα σ' αυτό τον Αναγνωστόπουλο, ήταν πλουσιόπαιδο, ήταν γιος βουλευτή κι έγινε και βουλευτής και υπουργός μετά. Πήγαινα να δανειστώ κάνα βιβλίο, έφερνα 15 στροφές γύρω-γύρω, έμενε εκεί στην Άρνης στο κεντρικό μέρος της Καρδίτσας. Ντρεπόμουνα να πάω να ζητήσω το βιβλίο. Τελικά, χτυπούσα την πόρτα - ήταν φιλότιμο παιδί - αφού τελείωνε αυτός το διάβασμα, τι έκανε ας πούμε, και ζητούσα κάποιο βιβλίο. Γιατί τότε τα αγοράζαμε τα βιβλία κι εγώ δεν είχα δραχμή να αγοράσω βιβλία. Λοιπόν, άνοιγε η πόρτα, κυρία Αγγελική, και όταν έμπαινα μέσα κι έβλεπα εκεί τη ζεστασιά, έβλεπα εκείνο το μεγαλείο, έλεγα: «Αχ Θεέ μου, πώς ζει ο κόσμος και πώς ζω εγώ». Ήταν κάτι το φανταστικό! Έτσι το 'βλεπα εγώ τότε, το 'βλεπα για παλάτι, γιατί είχε τον τρόπο και είχε ένα καλό σπίτι, δεν ήτανε παλάτι όπως το 'βλεπα εγώ ότι ήτανε του Τούρκου του Πρωθυπουργού, του πώς του λέμε του... Το παλάτι. Μου το 'δινε εκείνο το βιβλίο, κούτσοδιάβαζα, προήχθηκα. Με 14 έβγαλα το Γυμνάσιο, όχι «Λίαν καλώς», «Καλώς», γιατί το «Λίαν καλώς» ήταν απ' το 15 ή 16 που ήταν το «Λίαν καλώς». Τώρα, όλα τ' άλλα τ' άκουγα, ότι θα πάνε πανεπιστήμιο, θα πάνε αυτά… Εγώ δεν είχα δεκάρα τσακιστή, γιατί τότε παντρέψαμε και την αδερφή μου. Η αδερφή μου είχε πάθει μία αρρώστια. Ξέχασα να σας πω ότι -
Ναι -
Το '50 που επαναπατριστήκαμε στο χωριό, τα πάντα τα βρήκαμε ερείπιο, χωρίς βοήθεια, χωρίς τίποτε. Εν τω μεταξύ, το σπίτι απ’ τους αντάρτες ήταν μολυσμένο, δεν είχαμε τα μέσα να το απολυμάνουμε κλπ., και μας πιάνει όλους η ψωρίαση. Δραματική… Το κορμάκι μου γέμισε σπυριά. Το κλάμα που έριξα εκείνο το καλοκαίρι, δεν λέγεται! Έλεγα: «Τώρα θα πάω στην Καρδίτσα, μες στα κρύα, σ' ένα δωματιάκι, χωρίς μπάνιο, χωρίς τίποτε, τι θα γίνω;»
Όταν λέτε κύριε, Γιώργο, ότι επανατριστήκατε… Το '50 μου είπατε επαναπατριστήκατε, επαναπατριστήκατε και -
Φύγαμε το '47 και επαναπατριστήκαμε το '50, που τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Εσείς όμως ξεχειμωνιάζατε από εκεί κι έπειτα στην Καρδίτσα, για να τελειώσετε το σχολείο, αν κατάλαβα καλά;
Μέχρι το '50, υποχρεωτικώς, ήμασταν ανταρτόπληκτοι, ήμουνα στην Καρδίτσα.
Μετά το '50 όμως -
Μετά που επαναπατριστήκαμε εξακολούθησα να πηγαίνω στην [02:10:00]Καρδίτσα, για να παρακολουθήσω τις υπόλοιπες τάξεις. Το σπίτι ήταν μολυσμένο. Το καλοκαίρι, την άνοιξη -σχεδόν καλοκαίρι ήταν- του '50 που ανεβήκαμε στο χωριό, μέναμε στο σπίτι, πήγα κι εγώ. Κι εκεί, έπιασε τα αδέλφια μου, έπιασε κι εμένα η ψωρίαση. Η ψωρίαση είναι παλιαρρώστια, σε τρώει, τέτοια φαγούρα που το σώμα γεμίζει σπυριά κλπ. Στο χωριό, η καημένη η μάνα μου μ' έκανε τσιτσίδι και μου ΄κανε μπάνια κάθε μέρα, αλλά δεν υποχωρούσαν αυτά. Ήρθε το φθινόπωρο, έβλεπα έφτανε το φθινόπωρο να πάω στο σχολείο, αυτά δεν υποχωρούσαν, εγώ έκλαιγα με αναφιλητά, τί θα γίνω τώρα, πώς θα πάω και πώς θα παρακολουθήσω κάτω απ' αυτή την άθλια κατάσταση και βρισκόμουν σε αδιέξοδο.
Και επιστρέφουμε, λοιπόν, στην Καρδίτσα.
Λοιπόν, το Γυμνάσιο εγώ το τελείωσα το '54. Το '54 ακριβώς που τελείωσα το Γυμνάσιο, παντρέψαμε την αδερφή μου. Μέχρι το '54 είχαμε δημιουργήσει καμία σαρανταριά κεφάλια γελάδια, κάτι προβατάκια, γιατί τότε θέλαν και προίκα κλπ. Την αδελφή μου θέλαμε να τη διώξουμε απ' το χωριό, γιατί είχε πάθει μια αρρώστια, την είχαν πάθει 4 γυναίκες, πέθαναν οι 3 και σώθηκε... «Οστεομυελίτιδα» τη λέγαν. Μια μέρα που στο χωριό, που ανέβηκα εγώ σε μια κορομηλιά, ακούω κλάματα την αδερφή μου κλπ. Κατεβαίνω κάτω, νόμιζα ότι την τσίμπησε κάνα φίδι. Τρέχουνε οι γειτόνοι εκεί με τα κλάματα. Είχε βγάλει ένα σαν βουναλάκι, έτσι, χωρίς να είναι σπυρί, σαν να 'ταν κρεατοελιά. Εν τω μεταξύ, ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Οι άλλες οι 3 γυναίκες που τις είχε πάρει αυτή η ίδια η αρρώστια, είχαν πεθάνει και οι τρεις. Ο πατέρας μου και η μάνα μου οι καημένοι είχαν γυρίσει τον κόσμο όλον, στους μάγους, στις μάγισσες, στα μαντζούνια, στα παραμαντζούνια κλπ., γιατρειά δεν έβρισκε το παιδί. Στο Τροβάτο ήταν ένας γιατρός που ήτανε γενικός γιατρός, έκανε και χειρουργείο έκανε και μαιευτική, έκανε και παθολογία, έκανε τα πάντα Χιόνι 2 μέτρα… Στον ώμο την αρπάζει η μάνα μου κι ο πατέρας μου και την πηγαίνουν στο γιατρό να την εξετάσει. Βλέποντάς την ο γιατρός, της λέει «Γιούλα -την ήξερε τη μάνα μου, γιατί ήτανε, που σου είπα, στον πάρεδρο το θείο της, ότι ήταν εξαιρετική γυναίκα- το παιδί σου δε γλιτώνει. Το μόνο πράγμα είναι να του κόψουμε το πόδι, με το τσεκούρι!». Λοιπόν, η μάνα μου η καημένη έμεινε ξερή: «Γιατρέ τι λες; Πώς θα ζήσει αυτός ο άνθρωπος σ' αυτό το μέρος το τόσο δύσκολο; Καλύτερα να το πάρει ο Θεός, παρά να του κόψουμε το πόδι!». Είχε απελπιστεί η φουκαριάρα. Γυρίζει στο σπίτι, κοιμάται… Καμιά φορά λέμε ότι δεν υπάρχουν όνειρα. Τη νύχτα βλέπει στο όνειρό της μια μαυροφόρα γυναίκα να παρουσιάζεται και να της λέει: «Το παιδί, αυτό που σκέπτεσαι, να μην το κάνεις. Εγώ θα το γλιτώσω το παιδί», της λέει. Παίρνει θάρρος η μάνα μου. Ο πατέρας μου, απελπισμένος τώρα, πηγαίνει στον πατέρα του και του διηγείται. Κλαίγοντας τώρα, πηγαίνει στον παππού μου και του διηγείται την άλλη μέρα το περιστατικό αυτό, ότι πήγε στο γιατρό, τον απέλπισε κι ότι είπε να του κόψουν το πόδι του παιδιού. Με κλάματα κι αναφιλητά, λέει: «Παιδί μου, άκου εδώ…». Ήταν φιλόσοφος ο πατέρας του, τον λέγανε «φιλόσοφο» ειρωνικά, αλλά όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει φωτιά. Ήταν πάρα πολύ σκεπτόμενο και φιλοσοφημένο άτομο, αν και αγράμματο που ήταν. Ό,τι έλεγε, έβγαινε αληθινό. Γι’ αυτό πηγαίναν πάντοτε και τον συμβουλεύονταν, παρ’ όλο που τον ειρωνεύονταν, κοροϊδευτικά ότι είναι σοφός. Λοιπόν, του λέει: «Παιδί μου, άκου. Έχω ακούσει κάποτε, κάποιος έπασχε από τέτοια παρόμοια αρρώστια και σκότωσε αλεπού και την κοιλιά, ζεστή όπως ήταν η κοιλιά της αλεπούς, την έβαζε επιθέματα πάνω στην πληγή και γλίτωσε ο άνθρωπος. Δεν κάνεις κι αυτό το πείραμα;». Έρχεται ο πατέρας μου, λέει εκεί σ' έναν κουμπάρο μας, σκοτώνουν μια αλεπού και πράγματι, βάζει τα επιθέματα αυτά πάνω στην πληγή. Με την πρώτη-δεύτερη αλλαγή, τα επιθέματα γέμισαν μικροσκοπικά σκουληκάκια, χιλιάδες, εκατομμύρια. Αυτά, τρώγαν το μυελό, μέσα, μέχρι που πέθαινε ο άνθρωπος, ο όποιος άνθρωπος κλπ. Με τα επιθέματα αυτά, με τα συνεχή κλπ., κατόρθωσε κι έκλεισε η πληγή. Πλην όμως, τότε δεν είχανε τα μέσα να τους κάνεις θεραπεία -αυτοί που κάνουν τις θεραπείες τις κινητικές κλπ.- κι εκεί που είχε δημιουργηθεί αυτός ο πόνος, το πόδι είχε χυθεί και έγινε ένας όγκος και η γάμπα της έγινε αρκετά ατροφική έναντι της άλλης γάμπας. Αλλά περπατούσε κανονικά. Λίγο κούτσαινε, φαινόταν ότι από κάτι έπασχε. Γι’ αυτό τον λόγο, ο πατέρας μου ήθελε, σώνει και καλά, να την παντρέψει εκτός του χωριού, γιατί η ζωή του χωριού ήταν πολύ σκληρή και πολύ απάνθρωπη και ένα παιδί τέτοιο, πώς... Θα είχε πρόβλημα. Βγαίνει, το τυχερό της, στην Καρδίτσα. Αυτός τότε, ο γαμπρός ζητούσε 100 λίρες. Πού να βρεθούνε; Δεν είχαμε δραχμή. Πουλάει τα 40 γελάδια, το κρέας δεν πουλιόταν. Δεν έρχονταν κανένας έμπορος να τα πάρει. Περίμενε από εκεί να πιάσει κανένα ποσόν και δεν μπορούσε να πιάσει δραχμή. Βρέθηκε ένας κουμπάρος του, που έκανε τον ψευτο-ζωέμπορο, τα πήρε μισοτιμής, 40 γελάδια, τα πήρε για 6.000-7.000, ξέρω ‘γω πόσο το πήρε. Ενώ ο γαμπρός ζητούσε 100. Ο πατέρας μου, που ήταν τόσο υπερήφανος, έγινε ζητιάνος. Του 'χαν εμπιστοσύνη, επειδή που ήταν τόσο άξιος άνθρωπος και νοικοκύρης. Νοικοκύρης λέγοντας τότε, όταν είχες ένα κομμάτι ψωμί περισσότερο απ' τον άλλο θεωρούσουν ότι ήσουνα προύχοντας. Ήταν φτώχεια μεγάλη. Και δανείστηκε διάφορα λεφτά. Απ’ τον αδερφό του δανείστηκε καμιά δεκαριά λίρες, ξέρω ‘γω πόσο δανείστηκε. Μπήκε μέσα ο άνθρωπος, πού να τα βρει τα λεφτά αυτά. Η ανάγκη τον έκανε να γίνει αναξιόπιστος. Άρχισαν όλοι, όταν βλέπαν ότι στην τακτή προθεσμία δεν παίρναν τα λεφτά τους, άρχισε να γίνεται δακτυλοδεικτούμενος ότι τους απάτησε κλπ. Πού, ο πατέρας μου τέτοιο πράγμα να κάνει; Η ανάγκη η μεγάλη τον έκανε και δανείστηκε. Μέχρι κι ο παπάς μου το χτύπησε μια μέρα, απ' τον πατέρα του είχε δανειστεί κάτι λεφτά και δεν ξέρω πώς είχε έρθει σε αντίθεση με τον αδερφό μου, πήγε να κάνει ένα μνημόσυνο στο χωριό για τη μάνα μου, κι αντί να πάει ο παπάς στην εκκλησία που 'χαν ορίσει, αυτός πήγε σ' άλλη εκκλησία και δεν έγινε το μνημόσυνο και του 'βαλε την κατσάδα ο αδερφός μου. Δηλαδή, φιλονικήσανε: «Γιατί δεν ήρθες; Εγώ έκανα τόσα έξοδα, ήρθα απ' την Καρδίτσα, για να κάνω το μνημόσυνο της μάνας μου κι εσύ με απάτησες;». Αλλά έγινε [02:20:00]κακή συνεννόηση Αυτό μου το κοπάνησε: «Ο αδερφός σου μου 'πε λόγια άσχημα, που εγώ δάνεισα τον πατέρα σου…» κλπ.
Αυτά λοιπόν, σε ό, τι αφορά το πώς φτιάξατε πια την προίκα της αδελφής σας για να την παντρέψετε.
Λοιπόν, παντρεύουμε την αδελφή, μένουμε τελείως αδέκαροι. Να φανταστείτε, ήμουνα στην ογδόη Γυμνασίου και δεν είχα βάλει καινούριο ζευγάρι παπούτσια στα πόδια μου. Ο αδερφός μου όταν στρατεύθηκε, ο μεγάλος, είχε κάνει ένα ζευγαράκι παπούτσια, τα οποία τα πήρα και τα φυλούσα σαν κόρη οφθαλμού. Ξεκίνησα απ' τα Βραγγιανά, μέσω Νιάλας, μέσα στα στουρνάρια κι αυτά, να πάω απ' το Καρπενήσι, να περάσω περιοδεύον. Κι αντί παπούτσια, φορούσα ένα ζευγάρι σγαρόνια, δεν ξέρω αν ξέρετε.
Ένα ζευγάρι;
Σγαρόνια, αυτά είναι δέρμα συνήθως από γουρούνι, που είναι ντυμένο και τα λέμε «σγαρόνια». Το 'χει το λεξικό, σγαρόνια, όπως έψαξα και το βρήκα. Κι όλοι με κορόιδευαν βέβαια. «Ναι -λέω- έχω κάτι παλιοπάπουτσα που με χτυπάν και δεν μπορούσα να περπατήσω και φόρεσα τα σγαρόνια. Από ανάγκη»! Για να πάω περιφερειακά, ήθελα εισιτήρια. Εισιτήρια… Ο πατέρας μου με την προίκα που έδωσε στην αδελφή μου, δεν είχε φράγκο. Περνώντας από περιοδεύον, μας έδωσαν φύλλο πορείας, να πάμε στα σπίτια μας χωρίς να πληρώσουμε. Όταν με είδε ο πατέρας μου ότι πήγα «Ρε παιδάκι μου, δανείστηκες λεφτά για να 'ρθεις, δεν ξέρεις ότι δεν έχουμε λεφτά;», «Όχι πατέρα, πήρα φύλλο πορείας κι ήρθα». Εν πάση περιπτώσει -
Και κάπως έτσι -
Τελειώνω το Γυμνάσιο τώρα, όλοι λέγαν ότι θα δώσουν σε διάφορες σχολές, κάναν φροντιστήρια, εγώ δεν μπορούσα. Ήθελα να δώσω στη σχολή Ευελπίδων. Δεν πρόλαβα να συγκεντρώσω τα δικαιολογητικά, διότι το χωριό ήταν διασκορπισμένο. Στρατολογικά υπαγόταν στο Μεσολόγγι, διοικητικά υπαγόταν στο Καρπενήσι, εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Ναύπακτο, αστυνομικά υπάγετο στο Μουζάκι, Αγροτική Τράπεζα κλπ. υπαγόταν στην Καρδίτσα. Για να κινηθώ, άργησε η αλληλογραφία να μου στείλουν τα δικαιολογητικά. Ζητούσα δικαιολογητικά. Τους έλεγα: «Υπερεπείγον, στείλτε μου αυτό...» Αυτοί καθυστέρησαν κι έγινα ληξιπρόθεσμος και δεν πρόλαβα να δώσω στη σχολή Ευελπίδων. Πηγαίνω μετά στις άλλες σχολές, στη χωροφυλακή και στην αστυνομία πόλεων. Λοιπόν, λέω: «Εδώ θα βρω καταφύγιο κι από εκεί θα μπορέσω να σπουδάσω με τα λεφτά που θα παίρνω». Πηγαίνω στη χωροφυλακή, περνάω, εντάξει, από γιατρούς, από τα πάντα, ήμουνα έτοιμος να πάω. Με κόβουν. Γιατί με έκοψαν; Για τα φρονήματα. Όταν πήγαινα να δώσω, μπαίναν φρονήματα. Στο χωριό ήταν ένας,. Δεν είχε αντιπάθεια με μένα, κουμπάρος μου ήταν, ήταν στο στρατό, ήταν όμως σπιούνος στο στράτευμα που ήταν, ήταν στο Α2 του σώματος Τον κλείναν μέσα στα κελιά που ήταν οι αντάρτες, μάζευε μυστικά, έκανε ότι ήταν αντάρτης και έβριζε κλπ. μάζευε και τα 'δινε στον στρατό και ο στρατός ενεργούσε ανάλογα. Αυτός φοβούμενος… Αυτός όταν ήρθε στο χωριό, δεν είχε αξιωματικό, αν και αγράμματος, του κολλήσαν ένα άστρο εδώ, τον κάνανε ανθυπολοχαγό και τον κάναν διοικητή των Τ.Ε.Α.. Τα μυαλά του πήραν αέρα, νόμιζε ότι πάτησε το αυγό και βρέθηκε στον ουρανό. Φοβήθηκε μήπως εγώ γίνω ανώτερος από αυτόν και τον υποβαθμίσω και όταν πήγε ο χωροφύλακας να πάρει για τα φρονήματα, του 'χανε εμπιστοσύνη, αφού ήταν του Τ.Ε.Α κλπ., είπε ότι εγώ ήμουνα αετόπουλο στους αντάρτες. Μάλιστα, αθώος εγώ. Τότε που ήτανε οι αντάρτες, ήμουνα τσομπανάκι απάνω στο βουνό, δεν είχα καμιά ιδέα περί αετόπουλα και περί τέτοια πράγματα, ήμουν αποκομμένος απ' το χωριό τελείως. Λοιπόν, με κόβουν. Τώρα, μπορούσαν να με πάρουν στρατιωτικό και να λένε ότι ήμουνα αετόπουλο και ότι ήμουνα επίλεκτο στέλεχος και τέτοια; Τι είπε αυτός ο άνθρωπος... Μετά βέβαια, μετάνιωσε πικρά, αλλά εμένα με πήρε στο λαιμό του. Με κόβουν απ' τη χωροφυλακή, πηγαίνω στην αστυνομία πόλεων, τώρα. Κατεβαίνω στην Αθήνα με πενταροδεκάρες κλπ. Περνάω από όλα τα τεστ, από όλα τα πάντα, και με κόβουν κι από εκεί, γιατί βρήκαν τα φρονήματα μπροστά. Απελπισμένος εγώ τώρα πλέον, γυρίζω στο χωριό, τελείωσε. Έρχεται ένας κουμπάρος μου, τον έκανα κουμπάρο, ένα εξαιρετικό παιδί, το Θεοδώρου το Γιώργο κι αυτός συνομήλικός μου -μακαρίτης τώρα, Θεός σχωρέσ’ τον, ένα εξαιρετικό παιδί- και μου λέει: «Γιώργο, απένταροι, αδέκαροι είμαστε, θα πάμε για την Αθήνα να βρούμε την τύχη μας, όπως-όπως». Ξεκινάμε, στον δρόμο ήταν δραματικός ο δρόμος. Κατεβαίνοντας, σκεπτόμασταν ερχόμενοι στην Αθήνα, πού θα βρούμε κατάλυμα, πού θα βρούμε το ένα, πού θα βρούμε το άλλο, αφού κάναμε το σταυρό μας να μην φτάσουμε ποτέ, να βρισκόμαστε συνέχεια στον δρόμο, τέτοια ήταν αυτή...Ερχόμαστε στην Αθήνα, χτυπάμε όλες τις πόρτες στα καταστήματα παντού, βρίσκαμε τις πόρτες κλειστές και τα κλειδιά παρμένα. Δεν μας έπαιρνε κανένας. Ήταν ανεργία τέτοια το '54-55 που… Όχι τώρα που κάπου μπορεί να βρεις δουλειά, ήταν τελείως… Αφού παρακαλούσαμε: «Πάρτε μας μόνο για το φαγητό». Σε τέτοιο βαθμό! Μέσα στο κρύο, μέσα στο αγιάζι κλπ., περάσαμε ένα χειμώνα δραματικό και νηστικοί όπως ήμασταν. Να φανταστείτε, μείναμε με μια δραχμή. Τη δραχμή την είχε ο κουμπάρος μου. Τη δραχμή αυτή, ήταν εκείνα τα τυχερά παιχνίδια που ρίχναμε ένα οβολάκι κι αν περνούσε μέσα από κάτι χαραμάδες, έπαιρνες ένα πακέτο μπισκότα, ένα ποτό κλπ. Παίζουμε κι εκείνη τη δραχμούλα, τη χάνουμε και μένουμε στα κρύα του... Το κρύο κάτω του μηδενός. Χειμώνας, έτσουζε! Πού να πάμε να κοιμηθούμε; Στην Κατερίνη ο πατέρας του ήτανε ιερέας κι ήταν στην Κατερίνη και γνώριζε πρόσφυγες από εκεί και στα Ταμπούρια του Πειραιά ήταν κάτι γεροντοκόρες προσφυγοπούλες, απ' τον Πόντο, που τις γνώριζε από εκεί και ξεκινάμε να πάμε εκεί, να μείνουμε το βράδυ. Πήγαμε με τα πόδια. Το πήραμε από εδώ μέχρι τα Ταμπούρια με τα πόδια. Πηγαίνουμε, αυτές ήταν και θεοσεβούμενες, είχαν ένα δωμάτιο, βρωμούσε κιόλας μέσα, ήταν γεροντοκόρες, με συγχωρείτε για τη φράση μου. Λοιπόν, οι κακομοίρες έκαναν ό, τι μπορούσαν, μας έδωσαν λίγο φαγάκι, ό,τι είχαν οι γυναικούλες και περάσαμε εκεί το αυτό. Ο κουμπάρος μου, έδωσε στη σχολή Ασυρματιστών υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Εγώ πού να δώσω; Γιατί είχα στην πλάτη μου μεγάλη ρετσινιά, ήξερα ότι θα με κόψουν. Ο κουμπάρος μου βολεύτηκε πήγε στο Ναυτικό, στο Πολεμικό, Ασυρματιστής, πήρε ειδικότητα εκεί πέρα. Το δημόσιο όπως ξέρετε, δεν πληρώνει. Εγώ τελείωσα κι έφτασα στην κορυφή της πυραμίδας σε 12.000 υπαλλήλους, πρώτος μεταξύ πρώτων, και βγήκα με μία σύνταξη όσα παίρνει και η Γιούλη. Λιγότερα από σένα παίρνω; Τι να κάνω εγώ τώρα; Έμενα εκεί στα Ταμπούρια, είχε αυτή πέρα από αυτό το σπιτάκι που μέναν, είχαν κι ένα καλυβάκι -Πανόρμου[02:30:00] 35 ήταν στα Ταμπούρια, ακριβώς στην πλατεία πιο πέρα- και πήγαν και με βόλεψαν εκεί πέρα. Έμπαζε κρύο παντού, δεν τα κοιτούσα εγώ αυτά, φτάνει που έβαλα το κεφάλι μου κάτω από ένα κεραμίδι. Μάλιστα, ήτανε γύρω στα 60-50 ξέρω ‘γω χρονών και αύτωνε ότι θα με παντρευτεί. Έτσι αποδείχτηκε! Το μυαλό είχε φύγει. Με βόλεψε εκεί, καλώς ή κακώς, δεν μου πήρε ενοίκιο γι' αυτό το πράγμα, είχε κι έναν αδερφό, Λάζαρο τον λέγανε, ήταν αχθοφόρος στο λιμένα του Πειραιά κι αυτός τους νταγιαντούσε. Και εκείνος ήταν παλαβός και λέω: «Θα 'ρθει καμιά βραδιά εδώ να με καθαρίσει». Εκεί έμενα. Το χειμώνα ερχόμουνα… Τον κουμπάρο μου τον πήραν, πήγε στη σχολή. Έμενα μόνος μου εκεί πέρα. Μια μέρα βλέπω ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο φίλος μου, ο Γιάννης ο Ζαμπάκας. Έψαχνε όλο τον κόσμο να με βρει και με βρήκε στα Ταμπούρια. Όταν μπήκε μέσα με το σπαθάκι και με τη στολή της σχολής Ευελπίδων, νόμιζα ότι μπήκε κάνας άγγελος Κυρίου μέσα σε εκείνο το αχούρι. Εν πάση περιπτώσει, εκεί σε ένα παλιοκρέβατο, τη νύχτα αγκαλιά την περάσαμε κλπ. Πολύ φίλοι, σου λέω, εγώ συμπαθούσα εκείνον κι εκείνος συμπαθούσε εμένα. Τέτοια φιλία μόνον ο Φειδίας και ο αυτός είχαν, που αναφέρεται στη... Από εκεί ερχόμουνα καθημερινά στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ, στρατεύτηκε ο γιος ενός Παπίδα. Είχε ένα ταβερνάκι. Αυτός ήτανε θαλασσόλυκος, ήταν μάγειρας σε κάποιο παλιοκάραβο, με κάρβουνο κινούνταν τότε και ήταν από την Άνδρο και είχε ένα εστιατοριάκι, επιστρατεύτηκε ο γιος, εγώ έτρωγα κάνα μισό πιάτο φασόλια και μ' ήξερε και με πήρε να κάνω τον λαντζέρη, να σερβίρω στους πελάτες που ερχόνταν. Ήτανε στη Ζωοδόχου Πηγή, κοντά στην Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα. Αυτός μου 'δινε το μήνα τότε 60-70 δραχμές -το μήνα 60 δραχμές!- και το φαγητό. Τι φαγητό ήταν; Ό,τι υπολείμματα μένανε απ' τους πελάτες, εκείνα. Τουλάχιστον, δεν μου 'δινε κι ένα πιάτο φαγητό της προκοπής. Αλλά τι να ‘κανα κι εγώ; Στην ανάγκη, κοιτούσα να βολευτώ. Εν πάση περιπτώσει, πέρασε ο καιρός εκείνος. Στο υπουργείο Παιδείας, ήτανε ένας, Χρυσικό τον λέγανε, απ' το Καρπενήσι, αυτός επιτηρούσε τα Φροντιστήρια των Αθηνών. Πατριώτης, τώρα. Πηγαίνω, έμενε εκεί στο... Τέλος πάντων. Πολύ πρόθυμος ο άνθρωπος. Ήταν απ' το Χρυσό, τον λέγαν Χρυσικό. Ήταν ξάδελφος του μεγάλου χειρούργου του Χρυσικού, του ΩΡΛ. Ο άνθρωπος προθυμοποιήθηκε και με πήγε σ' ένα φροντιστήριο, το λέγαν «Πανταλέων» να κάνω φροντιστήριο, για να δώσω στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Όπως ήμουνα, με τα παλιόρουχα απ’ την ταβέρνα, πήγαινα παρακολουθούσα εκεί πέρα, χωρίς να πληρώνω φυσικά, αφού του είχαν αδυναμία, επειδή που επιτηρούσε τα φροντιστήρια, του 'χανε ανάγκη και δεν μου έπαιρναν λεφτά. Ήρθε η περίοδος για να δώσω στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Στρατεύομαι και πάει κι αυτό το... Πηγαίνω στον στρατό. Στον στρατό που πήγα, όλο τον καιρό καίγομαν, όταν θα απολυθώ τι θα κάνω. Μεγάλη αγωνία και δεν πέρναγα... Στρατιωτικό, είχα τα καψώνια, είχα τα πάντα, είχα και τη στεναχώρια αυτή, τι θα κάνω όταν θα απολυθώ. Ήξερα όλη αυτή τη διαδικασία, την είχα περάσει στο πετσί μου.
Αφού απολύομαι από στρατιώτης, πηγαίνω στο χωριό. Έρχεται ο αδερφός μου, αυτός είχε πάρει αναβολή, υπηρετούσε ο μεγάλος αδερφός μου κι ο δεύτερος-μακαρίτης κι αυτός τώρα- πήρε αναβολή και απολύθηκε σχεδόν κοντά στο χρόνο που απολύθηκα κι εγώ, κάνα εξάμηνο πρωτύτερα, νομίζω, περίπου. Δεν πήγε στο χωριό, ήρθε εδώ στο Αλίαρτο, πήρε κι αυτός τον ομματιών του, να βρει την τύχη του οπουδήποτε και πήγε στον Οργανισμό εκεί πέρα. Ήταν καλός άνθρωπος και τον προτιμούσαν. Όλοι να μέναν άνεργοι, τον αδερφό μου τον κρατούσαν. Πηγαίνω στο χωριό, έρχεται κι αυτός μια βόλτα για να μας δει. Και μου δίνει θάρρος, λέει: «Γιώργο, θα πας στην Αθήνα να κοιτάξεις τι θα κάνεις, εγώ θα σε βοηθήσω». Θεός σχωρέσ’ τον. Έτσι πήρα το θάρρος, ήρθα εδώ στην Αθήνα, δήθεν να κάνω φροντιστήριο. Δεν έκανα φροντιστήριο, γιατί πήγα 2-3 μέρες σ' έναν που έκανε ειδικά φροντιστήρια για τη σχολή 3Τ, που είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός. Η Σχολή 3Τ ήταν τριετούς φοιτήσεως, με αυστηρή παρακολούθηση σαν να ήσουν μαθητής Δημοτικού Σχολείου, αλλά επειδή είχαν ανάγκη τους σύντμησαν σε δύο χρόνια, κάναμε πρωί-απόγευμα και το καλοκαίρι κάναμε 15 με 20 μέρες περίπου, διακοπές. Ήτανε εντατικής παρακολουθήσεως και μάθαμε πολλά πράγματα, γιατί λειτουργούσε κατά τα Γαλλικά πρότυπα, με μαθήματα των 3 κλάδων, ταχυδρομικά, τηλεπικοινωνίες και ταμιευτήριο και παράλληλα, είχε και πάρα πολλά μαθήματα θεωρητικά, νομικά, που δίδασκαν καθηγηταί του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου. Τον Δένδια που είναι τώρα, τον πατέρα του τον είχαμε στο Διοικητικό Δίκαιο. Έναν που τον λέγανε…
Εσάς, κύριε Γιώργο, η οικονομική σας κατάσταση όσο φοιτούσατε στην Ταχυδρομική σχολή, πώς ήτανε;
Αγαπητίδη τον λέγανε, δίδασκε αυτός οικονομία στο Πολυτεχνείο. Είχαμε το Χαλιαβά τον Σταύρο από την Πάντειο. Είχαμε εξαιρετικούς καθηγητές και πολλά μαθήματα, είχαμε 14 μαθήματα, ήτανε πολύ δύσκολη σχολή, δεν ήτανε παίξε-γέλασε. Ερχόμενος εδώ, με την αυτή του αδερφού μου, ο αδερφός μου τότε έπαιρνε 30 δραχμές στον οργανισμό Κοπαΐδος, που εργαζόταν. Μου έστελνε τις 15 εμένα και τις 15 κρατούσε αυτός, το μήνα. Μ' αυτά τα λεφτά περνούσαμε το μήνα. Κι εδώ η ζωή ήτανε εξίσου δραματική, όπως ήταν και στα χρόνια που ήμασταν ανταρτοκρατούμενοι. Μπαίνω στη σχολή. Τότε προκήρυξαν το διαγωνισμό. Ήμασταν 700 υποψήφιοι για 30 θέσεις, πολύ δύσκολη, φανταστικά δύσκολη για να πετύχουμε. Αλλά ο Καραπιπέρης, που 'χε και τον νομό Αιτωλοακαρνανίας, που ήταν υπουργός συγκοινωνιών, από 30 τους έκανε 100. Εγώ στους 700 που έδωσα, πέτυχα δεύτερος. Παίρνω zero στα γαλλικά, μηδέν, πού να ξέρω γαλλικά; Ο Καλλιαβάς που μας εξέταζε στην οικονομική Γεωγραφία κλπ[02:40:00]., είχε σπουδάσει στη Γερμανία, άριστα να του 'γραφες, ήταν ψυχή και κόκκαλο Γερμανόφιλος, αν δεν του 'γραφες για τη Γερμανία μέσα, σου 'βαζε μικρό βαθμό. Zero παίρνω Γαλλικά, 13 παίρνω Γεωγραφία - του 'γραψα άριστα Γεωγραφία και μου βάζει 13, γιατί δεν ήξερα και δεν του 'γραψα για τη Γερμανία. Άλλοι που του γράψαν για τη Γερμανία, έστω και εκτός θέματος να ήταν, τους έβαζε 17, 18, 19. Μούρλα κι αυτός, ας πούμε! Παίρνω μαθηματικά, άλγεβρα, γεωμετρία, τριγωνομετρία παίρνω 20, φυσική παίρνω 19 και έρχομαι, πιάνω το θέμα κι έρχομαι πρώτος στην έκθεση με 17. Και μπαίνω δεύτερος στους 700, μπήκα δεύτερος στη σχολή. Πήγα στον Μπουρδάρα. Ο Μπουρδάρας ήταν απότακτος, αυτός κι ο αδερφός του, αυτόν τον λέγανε Γιώργο και τον αδερφό του τον λέγαν, τέλος πάντων, ήταν ταγματάρχης και με το κίνημα του Μεταξά τότε, ήταν δημοκρατικοί, αυτοί ήταν του Βενιζέλου, και τους είχαν αποτάξει από το στρατό. Κατά τον πόλεμο του '41 πήγε να καταταγεί κι έκανε τηλεγράφημα: «Κατατάσσομαι στο στράτευμα, χωρίς γαλόνια, χωρίς αμοιβή, να πολεμήσω στην πρώτη γραμμή». Λοιπόν, αυτός είχε γίνει βουλευτής, ήτανε άνθρωπος της πυγμής, στρατιωτικός τώρα, τον είχαν φοβηθεί στη Βουλή, έμπαινε με το μπαστούνι μέσα και αν κανένας έκανε το αυτό, του 'σπαγε το κεφάλι κατευθείαν. Κι όταν λέγαν: «Τι είναι αυτά που κάνεις;», είχε δίκιο δηλαδή, όχι, που 'κανε τον αντάρτη. Δεν του κάναν το σωστό, κείνο που έπρεπε να του κάνουν. Και έβριζε και απάνω στα νεύρα του... Κι όταν τον πηγαίναν στο δικαστήριο κλπ έλεγε: «Είναι η γλώσσα της πατρίδος μου αυτή» και τον απήλλασσαν από αυτό. Πηγαίνω, αυτός έμενε στην πλατεία Βικτωρίας. Τότε μάλιστα, είχε αρραβωνιασμένη μ' έναν δόκιμο αξιωματικό του ναυτικού την κόρη του. Η κόρη του μετά, έγινε βουλευτής και ήτανε στενή φιλενάδα με την Παπανδρέαινα, του πρωθυπουργού. Βγήκε βουλευτής, όταν ήτανε πρωθυπουργός ο Παπανδρέου.
Και μ' αυτόν, λοιπόν, καταφέρατε -
Και περίμενα ώρες ατέλειωτες και κατέβηκε κάτω και δειλά-δειλά τον πλησιάζω και του λέω: «Ξέρετε, είμαι απ' τα Μεγάλα Βραγγιανά, βρίσκομαι εδώ στην Αθήνα, θέλω να σπουδάσω, βρέθηκα αδέκαρος, απένταρος, έχω μια βδομάδα να φάω, δώσε μου 100 δραχμές και θα σου τα επιστρέψω αμέσως, που θα βγάλω λεφτά». Βγάζει και μου δίνει, αντί 100, μου δίνει 200, ο άνθρωπος. Όταν έπιασα δουλειά σ' αυτό το εστιατοριάκι, τα 'βγαλα τα λεφτά αυτά και του τα πηγαίνω να του τα δώσω. Και μου λέει: «Τι είναι αυτά παιδί μου;», «Είναι τα λεφτά που μου έδωσες. Εμένα ο λόγος μου είναι συμβόλαιο», του λέω. Έκανε το σταυρό του, βέβαια τα πήρε. Και έτσι βγήκα κι από... Τώρα τι άλλο θέλετε;
Λοιπόν, κύριε Γιώργο μου, λίγο πριν κλείσουμε αυτή την αφήγηση της ζωής σας που ήταν μια μεγάλη-
Τώρα θα με ρωτήσετε τι σπουδές έκανα. Τελειώνοντας τη σχολή 3Τ -ήταν πολύ δύσκολο αυτό- έδωσα στην ΑΣΟΕΕ, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Έβγαλα το Οικονομικό Πανεπιστήμιο «Λίαν Καλώς» παρακολούθησα περίπου 10 σεμινάρια στο ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ., Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας. Εκεί δίδασκε ο Ζολώτας, ο Πεπελάσης, ήταν καθηγηταί του Πανεπιστημίου κλπ. Ήτανε σεμινάρια σημαντικά, δεν ήτανε παιχνίδια. Έβγαλα κάπου 6-7 -δεν ξέρω πόσα- βραχύχρονα και των 3 ή 4 μηνών και έβγαλα και δύο μακροχρόνια σεμινάρια «Διοικητική των Επιχειρήσεων» που ήταν ετήσιο σεμινάριο και «Λογιστική των Επιχειρήσεων» που ήταν πάλι τόσο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά τα εφόδια τα πήρα, έβλεπα ότι το Δημόσιο δεν δίνει λεφτά, να ξανοιχτώ στον ελεύθερο στίβο και να συναγωνιστώ τα μεγαθήρια της αγοράς, να ανοίξω ένα φοροτεχνικό ή οργάνωση επιχειρήσεων κλπ., γιατί υπήρχαν άνθρωποι που 'χαν τελειώσει έτσι κι έβλεπα ότι είχαν φλομώσει στα χρήματα κι εγώ έπαιρνα πενταροδεκάρες. Αλλά, έλα που έρχεται η αρρώστια και με καθηλώνει. Όταν είχα προγραμματίσει όλα αυτά, να φύγω, να εγκαταλείψω το Δημόσιο και ν' ακολουθήσω τον ιδιωτικό τομέα και να αγωνιστώ εκεί πέρα που 'χε και χρήματα και οι γιατροί με απέλπιζαν και μου λένε ότι: «Είσαι επικίνδυνος να πεθάνεις» κι ήμουνα 30 χρονών, 31 χρονών και η Γιούλη ήτανε μωρό. Και κάνω το σταυρό μου και λέω: «Θεέ μου, δώσε μου ζωή, 5-10 χρόνια, να μεγαλώσω λίγο το παιδί μου και πάρε με μετά». Και βάζω κάτω και λέω: «Εάν ακολουθήσω τον ιδιωτικό τομέα, θέλει τρεξίματα και δουλειά πάρα πολλή, δεν μπορείς να σταδιοδρομήσεις και να αποκτήσεις βέτο στην ελεύθερη αγορά, χωρίς να δραστηριοποιηθείς στο έπακρο. Αν δραστηριοποιηθώ εκεί στο έπακρο, θα χάσω την υγεία μου. Είναι χτυπημένη, να την αποχτυπήσω;». Και λέω: «Κάτσε στ' αυγά σου, Γιώργο, και μην κουνιέσαι από δω που είσαι». Πράγματι, κάθισα εκεί. Εκεί βέβαια, αμείφτηκα φυσικά. Μεταξύ των 13.000 υπαλλήλων που ήμασταν τότε στον ΕΛΤΑ, εγώ έφτασα στην κορυφή. Πρώτος μεταξύ… Έφερα την επετηρίδα, άμα θέλετε, είναι εδώ, την έφερα επροχθές. Είμαι στην κορυφή κλπ. Όταν ήμουν εν ενεργεία, έπαιρνα κάτι επιδόματα θέσεως, λόγω σπουδών, λόγω αυτό και ήταν ένα αυτό και κατόρθωσα και σπούδασα τα παιδιά, προπαντός το Νίκο και τη Γιούλη. Έγινε μια εξαιρετική οικογένεια. Δεν τα θέλω ούτε τα λεφτά ούτε τίποτα, μπροστά στα παιδιά μου, όπως τα έχω αποκαταστήσει κι όπως είναι και τα βλέπω και χαίρομαι και δεν θέλω ούτε φράγκο. Ποτές, κυρία Αγγελική, δεν ζήλεψα, παρ' όλη τη φτώχεια, δεν ζήλεψα το χρήμα. Έλεγα: «Να 'χω χρήματα να μπορώ να επιζήσω». Τη γνώση όμως την ήθελα.
Υπέροχα, είδατε λοιπόν, ότι η ζωή σας αντάμειψε. Παρά τις δυσκολίες των νεανικών χρόνων, υπήρξε-
Εγώ να σας πω ότι, απ' τη ζωή μου, παρ' όλα αυτά που πέρασα, είμαι πλήρως ευχαριστημένος. Κατόρθωσα και βρήκα τη στενωπό και βγήκα και βρήκα διέξοδο προς τα έξω και βγήκα από την κόλαση, βρήκα τον δρόμο μου. Από εκεί δραστηριοποιήθηκα κι εγώ, με βοήθησε κι ο Θεός φυσικά – πρώτα βάζω τη βοήθεια του Θεού και μετά τη δική μου την ενέργεια – είναι αυτό που λέμε, συν Αθηνά και χείρα κίνει. Δημιούργησα οικογένεια, τα πάντα, και είμαι πάρα πολύ [02:50:00]ευχαριστημένος απ' τη ζωή, παρ’ όλα αυτά. Διότι βλέπω τα εγγονάκια μου τώρα, βλέπω τα παιδιά μου σταδιοδρομημένα και δε θέλω τίποτα άλλο τώρα. Εγώ θέλω μόνον ο Θεός να με βοηθήσει, λόγω των παθήσεων κλπ., να 'χω καλά γηρατειά, να μην υποφέρω. Το να με πάρει, χαράς Ευαγγέλιο! Το να υποφέρω όμως και να πέσω στο κρεβάτι, το σκέπτομαι πάρα πολύ.
Παρ' όλα αυτά, όπως λέτε, τα γηρατειά σας είναι τόσο πλούσια, που ακόμα και γιορτή γενεθλίων κάνετε, που ποτέ δεν κάνατε -σ' αυτή την ιστορία -
Δόξα σοι ο Θεός, τα μυαλά μου μέχρι σήμερα λειτουργάν κάπως. Βέβαια, δε λειτουργούν όπως λειτουργούσαν μια φορά κι έναν καιρό, που 'πιανα πουλιά στον αέρα, αλλά και τώρα κάτι καταφέρνω. Δεν τα 'χω χαμένα, γιατί αυτή η πάθηση, που έπασχα -και μετά μου ήρθαν κι άλλες παθήσεις- είναι παθήσεις, που μπορεί να σε οδηγήσουν σε άνοια.
Θα ήθελα κύριε Γιώργο όμως, να κλείσουμε με μία ιστορία πολύ ιδιαίτερη. Με την ιστορία της γέννησής σας, πότε αυτή καταγράφηκε… Δηλαδή τα γενέθλιά σας τα επίσημα είναι πότε; Τα γενέθλιά σας τα κανονικά είναι πότε;
Κατά τα λεγόμενα της μάνας μου, έλεγε ότι πήρε σαράντηση Χριστούγεννα του '33. Πήρε Σαράντηση. Τα χαρτιά με φέρνουν ότι είμαι γεννημένος 03/04/33. Τώρα είμαι 87, αλλά σε δυο μήνες κλείνω τα 87 και πάω στα 88… Ήθελε η εγγονή μου να με κάνει γενέθλια τώρα. Η μάνα μου με τη μνήμη της έλεγε: «Γιώργο εσύ έχεις γεννηθεί τότε, γιατί θυμάμαι πολύ καλά ότι πήρα Σαράντηση τα Χριστούγεννα», ενώ τα χαρτιά μου φαίνονται ότι είμαι προγενέστερα γεννημένος. Επομένως, δεν ξέρω ακριβώς πότε γεννήθηκα. Τώρα, σε δυο μήνες κλείνω τα 88, σε 4-5 μήνες κλείνω τα 88 και πάω στα 89, διότι μέχρι τώρα, έχω φάει το μεγαλύτερο μέρος του 88. Δηλαδή, θέλω να πω ότι ημερολογιακά φαίνομαι ότι είμαι 87, ενώ ουσιαστικά σε 4-5 μήνες, κλείνω τα 88 και πάω στα 89. Επομένως, δεν ξέρω ακριβώς πότε γεννήθηκα. Κατά τα λεγόμενα της μάνας μου, σου λέω, με φέρνει ότι γεννήθηκα τα Χριστούγεννα του ΄83.
Του '33.
Εγώ δεν ξέρω, γι' αυτό και δεν γιόρτασα μέχρι σήμερα τα γενέθλιά μου. Τα γιόρτασα τώρα, χάρη της εγγονής μου. Επέμενε η εγγονή μου να τα γιορτάσουμε μαζί και τα γιόρτασα κι εγώ και πέρασα και πάρα πολύ καλά κι έσβησα και κεράκια και με πήραν και φωτογραφίες και όλα τα καθέκαστα.
Πολύ ωραία, κύριε Γιώργο μου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Αλλά και στην εισαγωγή ήθελα να σας πω μερικά πράγματα, αλλά τώρα αφού τα 'χετε καταγράψει, σταματάω.
Να είστε καλά, κύριε Γιώργο, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Δεν ξέρω τώρα, αν σας κούρασα, δεν σας κούρασα.
Καθόλου δεν με κουράσατε.
Κοιτάτε να δείτε τώρα, ξέρετε, όταν δεν κρατήσεις σημειώσεις, να τα εκφραστείς όπως πρέπει, δεν έχεις ειρμό σκέψεων. Ενώ όταν έχεις κρατήσει μερικές σημειώσεις – βλέπεις, έχω πάθει την ωχρά κηλίδα και δεν βλέπω – δεν μπορείς να ακολουθήσεις την κανονική γραμμή.
Μπορούσατε και με το παραπάνω, κύριε Γιώργο, και η αφήγησή σας, η συνέντευξη αυτή, είναι μια εξαιρετική, ένας πλούτος πληροφοριών και βιωμάτων.
Εγώ τώρα δεν μένω ικανοποιημένος από την αφήγησή μου. Καθόλου δεν μένω ικανοποιημένος, αλλά τι να κάνουμε… Βλέπεις ότι δεν μελέτησα το θέμα. Αυτά έρχονται απ' το βάθος του υποσυνειδήτου, ξετυλίγεται το κουβάρι. Εγώ, λέω και στην εγγονή μου -τώρα είναι απασχολημένη, δεν θέλω να την απασχολήσω, απ' ό, τι θυμάμαι κλπ.- να γράψει ένα βιβλιαράκι, το οποίο να μείνει, όχι για να κάνω εφέ, αλλά απλώς να δουν αυτά τα πράγματα τα εγγόνια προς παράδειγμα, να μάθουν κι αυτά να αγωνίζονται στη ζωή, διότι χωρίς αγώνα δεν γίνεται τίποτα.
Αυτό είναι το επιμύθιο, η ζωή σας ήταν ένας διαρκής αγώνας και-
Αυτός ήταν ο αντικειμενικός μου στόχος, να δουν τα παιδιά και όποιος άλλος θα διάβαζε αυτό το βιβλιαράκι… Τον πρόλογο τον έχω γράψει εκεί, δεν ξέρω αν το... Πήγα να γράψω κάτι, ασχολήθηκα με το παλάτι στο χωριό μου, μετά ασχολήθηκα με τα εγγόνια και λέω: «Έχω χρόνο μελλοντικώς να ασχοληθώ μ' αυτό το θέμα». Αλλά βλέπεις ο χρόνος δεν τα φέρνει όπως τα λογαριάζουμε. Όταν τα τελείωσα όλα αυτά, πήγα να γράψω, δεν έβλεπα, έπαθα ωχρά κηλίδα. Αυτά τ' ακούει για πρώτη φορά η Γιούλη κι ούτε στα παιδιά μου, ούτε στον Νίκο δεν τα 'χω διηγηθεί, για να μην τα στενοχωρήσω. Τα έκρυβα μέσα μου, γι' αυτό ήθελα μια μέρα να τα βγάλω, όχι για να πάρω έπαινο, απλώς και μόνο ο στόχος μου ήταν να τους δείξω ότι στη ζωή σας πρέπει να αγωνίζεστε. Τα αγαθά κόποις κτώνται, αυτό ήθελα να τους δείξω.
Σας ευχαριστώ απ' την καρδιά μου, κύριε Γιώργο.
Δεν ξέρω αν σας ικανοποίησα.
Και με το παραπάνω.
Εγώ πάντως δεν μένω ικανοποιημένος καθόλου. Γιατί αυτά πρέπει να τα σκεφτείς, να τα στοιχειοθετήσεις, να τα εκφραστείς με λίγα λόγια και να χτυπήσεις τα σοβαρά. Εγώ τώρα, από όλα αυτά που διηγήθηκα, μπορεί να έχω παραλείψει πάρα πολλά. Πλην όμως, πρέπει να ξέρετε ότι αυτά που είπα, είναι πραγματικά, είναι αυτό. Δεν πρόσθεσα ούτε αφαίρεσα ούτε μία κεραία. Είναι πραγματικά γεγονότα, τα έζησα στο πετσί μου κατά τη δεκαετία, απ' το '40 μέχρι το '50 και αυτά πηδάνε αυθόρμητα απ' το υποσυνείδητο τώρα. Γιατί πέρασαν τόσα χρόνια, από τότε που έπαψα να σκέπτομαι, να μην τα σκέπτομαι αυτά, γιατί στεναχωριέμαι πάρα πολύ, όχι τον εαυτό μου, σκέπτομαι τους γονείς μου, οι οποίοι αγωνίστηκαν πάρα πολύ, πάρα πολύ. Τους υπεραγαπούσα, γιατί ήταν πράγματι ήρωες, ήταν άνθρωποι της προσευχής και του Θεού, εργατικοί. Δεν έβλαψαν κανέναν, δεν ήτανε στρεψόδικοι και των δικαστηρίων, τους έβλαψαν πάρα πολύ οι χωριανοί τους, αυτοί δεν είπαν ούτε λόγο γι' αυτούς κλπ., παρ’όλα αυτά τα δεινά που πέρασε ο πατέρας μου και η μάνα μου, που τόσες φορές γλίτωσαν το βέβαιο θάνατο, κατά τη διάρκεια του ανταρτοπολέμου. Γιατί σας είπα ότι η περιοχή ήταν ανταρτοκρατούμενη, απ' το '40 μέχρι το '50. Όλα αυτά εγώ τα έζησα στο πετσί μου, στα παιδικά μου χρόνια. Έμειναν στίγματα απάνω στην ψυχή μου και παρ’ όλο που πέρασε τόσος χρόνος, κάτι θυμάμαι απ' αυτά τα γεγονότα.
Ωραία, κύριε Γιώργο μου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να 'στε καλά και καλή τύχη να 'χετε και όλα να πάνε καλά.