Τα σαλαμινιώτικα γλυκά της Αγαθής
Ενότητα 1
Το περίφημο γαλακτομπούρεκο της Αγαθής και η συνταγή
00:00:00 - 00:15:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κυριάκος Πάλλας. Είμαι ερευνητής του Istorima από τον νομό Αττικής, και συγκεκριμένα από τη Σαλαμίνα. Απέναντί …οσφέρεις γαλακτομπούρεκο, με όλη μου την καρδιά, να σου φτιάξω να στο προσφέρω. Με πολλή αγάπη! Να 'στε καλά, σας ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα σαλαμινιώτικα αμυγδαλωτά, τα γλυκά των γιορτών και οι εορτασμοί με την οικογένεια
00:15:47 - 00:27:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, η συνταγή για τα αμυγδαλωτά είναι η εξής: 1 κιλό αμύγδαλο ασπρισμένο –το ξεφλουδίζουμε δηλαδή–, 450 γραμμάρια ζάχαρη άχνη και τρία τ…ι άλλοι μέσα. Ήντουσαν δυο οικογένειες, τρεις οικογένειες μαζεμένες, πολλά παιδιά, τελείως διαφορετικός ο τρόπος ζωής απ' τη σημερινή εποχή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το καφενείο, η εργασία ως κομμώτρια και αναμνήσεις από τα μαθητικά χρόνια στη Σαλαμίνα
00:27:44 - 00:39:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Για το καφενείο τώρα, που μας είπατε και πιο πριν. Εσείς εσύ εκεί πέρα δουλεύατε και…; Ήτανε δικό μας το καφενείο. Δικό σας το καφενε…ύ γι' αυτό που είπατε. Ήτανε... Είναι καλή χρονική περίοδος, και τα 2,5 χιλιάδες χρόνια για τη Σαλαμίνα και αυτό που γίνεται με το Istorima.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κυριάκος Πάλλας. Είμαι ερευνητής του Istorima από τον νομό Αττικής, και συγκεκριμένα από τη Σαλαμίνα. Απέναντί μου έχω την κυρία Αγαθή Βιλλιώτου ή Σακελλαρίου, η οποία θα μας μιλήσει σήμερα για μία συνταγή, το γαλακτομπούρεκο, πολύ φημισμένη στο νησί μας, και θα μας πει πώς αυτό ξεκίνησε απ' την παιδική της ηλικία και έχει φτάσει μέχρι τώρα.
Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση. Είμαι πολύ χαρούμενη που μιλάω μαζί σου και θα σου πω πόσο πολύ μου αρέσουν τα γλυκά που φτιάχνω. Τα αγαπούσα από μικρή και συνέχισα και μέχρι σήμερα να τ' αγαπάω, και μόνο με αγάπη γίνονται τα γλυκά ωραία. Εμείς που ήμαστε μικρές, η μαμά μου συνήθιζε και έφτιαχνε γλυκά πάντα στο σπίτι, γιατί είχαμε κάποιους θείους που μέναν στην Αθήνα κι αυτοί γνωρίζαν πάρα πολλά πράγματα από γλυκά, κι έτσι τα είχανε φέρει και στη μαμά μου, τα δίνανε, τις συνταγές της, και τα ξεκινούσαμε και τα φτιάχναμε. Ήμαστε τρία κορίτσια, αλλά εγώ τ' αγαπούσα πιο πολύ από όλους, τα γλυκά, να τα φτιάχνω. Και καθόμασταν με τη μαμά, τα φτιάχναμε, μοσχοβολούσε το σπίτι, μύριζε η γειτονιά, «τι έχεις φτιάξει, κυρά Πολυτίμη;» λέγανε. «Έλα, να σας κεράσω ένα γαλακτομπούρεκο», ή οποιοδήποτε άλλο γλυκό να έφτιαχνε. Πάντα μύριζε, γιατί τα σπίτια τότε ήτανε χαμηλά, όλα, ανοιχτά τα παράθυρα και ο κόσμος ήτανε πιο ζεστός και μπορούσες και ερχόσουν σε επικοινωνία μαζί του, και ο κόσμος τότε ήταν και φτωχός πολύ και δεν φτιάχνανε. Ήταν λίγες οικογένειες που φτιάχνανε. Και η μαμά πάντα, όταν έφτιαχνε, πάντα ήθελε να δίνει. Μετά, ερχότανε... μεγαλώσαμε, περάσαν τα χρόνια, παντρεύτηκα. Στη ζωή μου ανοίξουμε ένα καφενείο, το οποίο οι πελάτες, μετά το τσιγάρο κι όλη μέρα που ήντουσαν στο καφενείο θέλαν κάτι γλυκό. Κι έτσι ξεκίνησα και φτιάχνω γλυκά, διάφορα, αλλά πιο πολύ τους άρεσε το γαλακτομπούρεκο. Το έφτιαχνα κάθε μεσημέρι και το κατέβαζα το απόγευμα, που ήτανε την ώρα που θέλανε αυτοί να το φάνε και το τρώγανε ζεστό και το καταφχαριστιόντουσαν. Και τα υπόλοιπα τα παίρναν για να τα πάνε στην οικογένειά τους. Γιατί ήταν ένα γλυκό εξαιρετικό, πολύ πολύ φρέσκο, της ώρας.
Εσείς, για να ξαναγυρίσουμε λίγο στην παιδική ηλικία, από όλα τα γλυκά που φτιάχνατε με τη μαμά σας, όπως έχω ακούσει ότι φημίζεστε κιόλας στο νησί, ότι απ' τα πιο ωραία που είχατε ήταν το γαλακτομπούρεκο.
Ναι!
Όταν ήσασταν μικρή, πείτε μου λίγο, πώς ξεκίνησε αυτή;... Γιατί ξεκίνησε αυτή η αγάπη σας, τόσο πολύ, για τα γλυκά;
Γιατί μου αρέσαν τα γλυκά να τα τρώω.
Και είπατε ότι ήρθε η ώρα να–
Μ' αρέσουνε πολύ. Το γλυκό το τρώω, πολύ. Και αργότερα, που με έβλεπε ο γαμπρός μου, αφού είχα φτιάξει γλυκά πολλά και τα έτρωγα με τόση βουλιμία και μου έλεγε: «Ρε Αγαθή, τα τρως κάθε μέρα, τα 'χεις κάθε μέρα, δεν τα 'χεις...;». «Όχι! Μ' αρέσουνε, μ' αρέσουνε! Δεν θα φάω φαΐ, αλλά θα φάω γλυκό».
Ποια μέρα της εβδομάδας έκανε η μητέρα σας γαλακτομπούρεκο; Κάθε μέρα ή υπήρχε μια συγκεκριμένη;
Όχι, το γαλακτομπούρεκο το φτιάχνουμε τις συγκεκριμένες. Το φτιάχναμε τις Απόκριες, το γαλακτομπούρεκο το φτιάχνουν τις Απόκριες στη Σαλαμίνα. Έτσι ήταν η παράδοση. Άσχετο τώρα αν το φτιάχνουμε συνέχεια. Η παράδοση ήτανε αυτή. Το Πάσχα... Τις Απόκριες, και μάλιστα της Τυρινής, οι παλιοί άνθρωποι, παλιά, παλιά, παλιά, το λέγανε και αρβανίτικα «πουπέκι», γιατί το πουπέκι λέγεται ότι είναι το γαλακτομπούρεκο χωρίς καπάκι, χωρίς σκέπασμα… δεν βάζανε από πάνω φύλλο, αργότερα βάλαμε φύλλο, ενώ λεγότανε…
Πουπέκι.
Πουπέκι.
Να φανταστώ, εντάξει, προφανώς και περιμένατε πώς και πώς να 'ρθούν οι Αποκριές και να–
Αποκριές, να φτιάξουμε το–
Να φτιάξετε το γαλακτομπούρεκο–
Γαλακτομπούρεκο.
Και πήγατε… Ξεκινήσατε, όπως είπατε, ανοίξατε το καφενείο σας και ξεκινήσατε να το φτιάχνετε αυτό. Τότε ήταν που σας βγήκε κιόλας, ότι κάνετε το καλύτερο γαλακτομπούρεκο–
Ναι… Κι άλλα γλυκά–
Κι άλλα γλυκά–
Όχι μόνο το γαλακτομπούρεκο, ναι.
Αλλά αυτό ήτανε–
Αυτό τους άρεσε περισσότερο.
Περισσότερο. Πριν πάμε… Επειδή σίγουρα θέλω να μου πείτε τη συνταγή γι' αυτό το γλυκό, θέλω πρώτα να μου πείτε εσείς πώς νιώθατε κάθε μέρα που κάνατε... δηλαδή ακριβώς αυτό, δεν είχατε βαρεθεί κάθε μέρα να κάνετε το ίδιο γλυκό;
[00:05:00]Όχι, καθόλου, καθόλου, καθόλου!
Καθόλου, ε;
Όχι, γιατί αυτό περιμένανε, το έφτιαχνα με αγάπη εγώ και λαχτάρα, να τους ευχαριστήσω, γιατί έτσι, έπαιρνα κι εγώ χρήματα!
Ωραία. Θέλετε να μου πείτε την... αυτήν την συνταγή –πολυπόθητη θα την έλεγα εγώ– που κάνατε για το γαλακτομπούρεκο;
Βεβαίως! Λοιπόν, για το γαλακτομπούρεκο χρειάζεται αρκετά υλικά. Έφτιαχνα μεγάλο ταψί εγώ, της κουζίνας μου, εντάξει; Και τα υλικά που θα σας πω εγώ είναι για την κουζίνα μου, που έχουνε διαστάσεις, το ταψί 43x37, για να μην πείτε: «Τι είναι όλο αυτό;». Ήταν μεγάλο το ταψί. Τώρα, εσείς, αν θέλετε, το μοιράζετε το μισό και υπολογίζετε και το φτιάχνετε. Κι είναι με τα γούστα του καθενός. Άλλοι θέλουν περισσότερη κρέμα, άλλοι λιγότερη κρέμα. Αλλά αυτό που έφτιαχνα εγώ είναι… Να το;… 3 κιλά γάλα, 400 γραμμάρια ζάχαρη, 350 γραμμάρια σιμιγδάλι ψιλό, 10 αυγά, βανίλια και βούτυρο «Lurpak». Για το σιρόπι: 1.200 γραμμάρια ζάχαρη, 800 γραμμάρια νερό, φλούδα από λεμόνι και μια κουταλιά γλυκόζη. Φύλλο: 1 κιλό φύλλο Βηρυτού – γιατί είναι το πιο λεπτό–, και μισό κιλό βούτυρο για άλειμμα, για τα φύλλα.
Το φύλλο, παλιά η μητέρα σας, να φανταστώ, το έφτιαχνε εκείνη.
Όχι.
Όχι. Πάντα το...
Πάντα το αγοράζαμε.
Το αγοράζατε. Για–
Τα παίρναμε από τον Πειραιά, γιατί εδώ δεν υπήρχανε. Και θα πήγαινε η μαμά μου στον Πειραιά και θα τ' αγόραζε το φύλλο και θα το είχαμε. Δεν υπήρχε εδώ τότε φύλλο.
Ωραία, θέλετε λίγο να ξεκινήσετε να μου πείτε, τώρα, τη διαδικασία; Ωραία τα υλικά, αλλά να μας πείτε και τη διαδικασία.
Ναι. Ευχαρίστως! Λοιπόν, ζεσταίνουμε το γάλα και ρίχνουμε τη ζάχαρη και τα αυγά χτυπημένα και το σιμιγδάλι. Και την ανακατεύουμε γρήγορα με το ξύλινο κουτάλι, για να μην κολλήσει από κάτω. Όταν πήξει η κρέμα, με το που βγάλει τις πρώτες φουσκάλες, την αποσύρουμε από τη φωτιά. Και προσθέτουμε τη βανίλια και το βούτυρο. Έχουμε στρώσει σε ένα ταψί –αυτό που σας είπα, 43x37, ένα πακέτο από το φύλλο, αλειμμένα, κάθε φύλλο, με βούτυρο. Απλώνετε μέσα την κρέμα και ρίχνετε κανέλα σε σκόνη, και βάζουμε και το άλλο πακέτο φύλλα, ένα ένα, με βούτυρο. Τέλος, το χαράζουμε όπως θέλουμε, τετράγωνα… τετράγωνα, μακρόστενα, όπως σας αρέσει. Χαράζουμε όλο το φύλλο μέχρι... όχι από κάτω, από πάνω, και το βάζουμε στον φούρνο, που τον έχουμε κάψει στους 250 βαθμούς. Βάζουμε μέσα το… Προσοχή όμως! Προτού το βάλουμε μέσα, το ραντίζουμε με λίγο νεράκι από πάνω, για να μη σηκωθούνε τα φύλλα, να είναι μέσα στρωμένα. Λοιπόν, το ρίχνουμε στον φούρνο, χαμηλώνουμε στους 160 βαθμούς, για μία ώρα, περίπου, γιατί θέλει σιγανό ψήσιμο, για να ψηθούνε καλά μέσα τα φύλλα. Βγάζοντας, έχουμε φτιάξει το σιρόπι, και σε μία ώρα έχει κόψει... έχει χλιάνει, και μόλις το βγάζουμε, όπως είναι καυτό, ρίχνουμε το σιρόπι. Το αφήνουμε ν' απορροφήσει καλά, και μετά κόβουμε, γιατί κάτω κάτω δεν έχουνε κοπεί τα φύλλα, το κόβουμε με ένα μαχαίρι καλά, και βγάζουμε για να σερβίρουμε.
Κρύο σιρόπι σε ζεστό γλυκό.
Ναι.
Γιατί συνήθως είναι ζεστό σιρόπι σε ζεστό γλυκό.
Όχι.
Κρύο σιρόπι σε ζεστό γλυκό.
Ναι.
Και μετά ξεκινάει η μυρωδιά στο σπίτι.
Από την ώρα που ψήνεται, μοσχοβολάει το σπίτι! Και όλη η γειτονιά το αντιλαμβάνεται ότι γίνεται… κάτι ψήνεται ωραίο.
Εσείς όταν κάνατε το δικό σας σπιτικό και ξεκινήσατε ουσιαστικά να είσαστε η σπιτονοικοκυρά και να φτιάχνετε αυτό το γλυκό. Κάθε… Επειδή, από την προηγούμενη συνέντευξη που σας είχα πει, παλιά υπήρχε η ο θεσμός της Κυριακής, που λέμε...
Ναι.
Δηλαδή μαζευόντουσαν οικογένειες Κυριακή–
Ναι, και φτιάχναμε. Πάντα ένα γλυκό είναι απαραίτητο. Απαραιτήτως θα φτιάχναμε ένα γλυκό, δεν φτιάχναμε όμως πάντα το ίδιο–
[00:10:00]Ναι, εντάξει.
Είχαμε διάφορα, αλλά οι περισσότεροι θέλανε το γαλακτομπούρεκο.
Ε, εντάξει! Στην εγγονή σας, στο παιδί σας, θα τα περάσετε, αυτές συνταγές; Καλά, τώρα σίγουρα θα τις βρούνε, αλλά...
Αχ! Δεν είμαι και πολύ καλή στα γραπτά και δεν τα 'χω γράψει πολύ ωραία. Και μου λένε: «Αγαθή, θα πεθάνεις και δεν θα τα 'χεις γράψει να τα πάρουν άλλοι». «Σώπα, θα τα γράψω», λέω. Αλλά δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα.
Θέλετε όμως.
Θέλω, βέβαια, πολύ. Αλλά σας είπα, θέλει μεράκι, να το αγαπάς αυτό που κάνεις. Άμα το αγαπάς, κάνεις την κάθε λεπτομέρεια, για να βγει ωραίο. Άμα κάνεις αγγαρικώς ένα πράγμα, τώρα, τι να βγει;
Εσείς τώρα, μας περιγράψατε μια τυπική διαδικασία για το γαλακτομπούρεκο, αλλά σίγουρα εσείς θα έχετε κάποια μυστικά. Δηλαδή, ποιο είναι το μυστικό συστατικό; Τι εννοώ: ότι εκτός από αυτά, εσείς, η διάθεσή σας όταν το κάνατε όλο αυτό, είχε κάποιο ρόλο; Έπαιζε κάποιο ρόλο;
Και βέβαια! Έχω καλή διάθεση, θέλω να το φτιάξω και το προσέχω. Δηλαδή δεν κάνω τίποτα άλλο, δεν σηκώνω τηλέφωνα, δεν δέχομαι κανέναν. Κανένανε! Θέλω να 'μαι μόνη μου στο σπίτι, ν' αφοσιωθώ στο γλυκό. Γιατί αν έρθει κάποιος, κάτι θα σου πει, μπορεί να το ξεχάσεις, να πήξει η κρέμα, να χτυπηθούνε πολύ τα αυγά και να 'ναι άσχημα. Όχι. Μπορεί να το ξεχάσεις στον φούρνο και να σου καεί, όλα γίνονται. Όταν φτιάχνουν τα γλυκά, πρέπει να είμαστε αφοσιωμένοι, εγώ έτσι ξέρω να τα φτιάχνω.
Μου είχατε είπε ότι το γνωστό γλυκό της Σαλαμίνας είναι τηγανίτες, απλά δεν μπορούσατε να μου τις περιγράψετε, δεν πειράζει. Γιατί όμως η Σαλαμίνα συνδέθηκε τόσο πολύ, εν τέλει, με το γαλακτομπούρεκο και λιγότερο με τις τηγανίτες; Δηλαδή, όσο ακούω και μιλάνε για τη Σαλαμίνα, μου λένε, γαλακτομπούρεκο-πουπέκι, γαλακτομπούρεκο-πουπέκι. Γιατί πιστεύετε ότι έγινε αυτό;
Γιατί είχανε βαρεθεί την τηγανίτα. Δεν τη φτιάχνουνε την τηγανίτα. Όχι. Η τηγανίτα είναι δύσκολη. Για να γίνει, θέλει διαδικασία μεγάλη. Πρώτα από όλα, θέλει ένα δωμάτιο τελείως ξεχωριστό, γιατί ανοίγοντας το φύλλο, θέλεις μεγάλη επιφάνεια. Πέφτουνε τα αλεύρια και μετά αυτό τηγανίζεται στο τηγάνι με λάδι μπόλικο, μία μία. Τη βγάζεις μετά και τους ρίχνεις το σιρόπι κι όλα αυτό δεν είναι ευχάριστο για μια νοικοκυρά να το φτιάξεις στο σπίτι. Το σπίτι δεν μυρίζει, έτσι, ωραία. Πώς να σ' το πω; Είναι βρόμικη δουλειά. Θέλει ένα δωμάτιο ξεχωριστό. Το έφτιαχνε σύζυγός μου. Πάρα πολύ ωραίες τηγανίτες! Εγώ όμως δεν μπορούσα να τις κάνω, γιατί δεν μπορούσα ούτε φύλλο ν' ανοίξω. Θέλει φύλλο ν' ανοίξεις, θέλει δύναμη και υλικά καλά, το πιο σημαντικό. Καλό το αμύγδαλο, άλφα ποιότητα, αν είναι… δεν είναι καλή ποιότητα... Και το μέλι που θα ρίξεις, πάλι θέλει ποιότητα. Όλα ξεκινάνε από την ποιότητα των υλικών που βάζεις μέσα.
Αυτό ισχύει και για το γαλακτομπούρεκο;
Για τα πάντα.
Είπατε κάπου, γάλα, άμα δεν κάνω λάθος–
Ναι.
Για την κρέμα–
Γάλα πλήρες, το 'παιρνα απ' τον γαλατά.
Ναι, αυτό.
Μου το 'φερνε ο γαλατάς.
Της γειτονιάς, δηλαδή.
Ναι.
Και βούτυρο, να φανταστώ, όλα τα γαλακτοκομικά–
Ναι.
Παλιά το παίρνατε από τον γαλατά, τώρα πάτε στο σούπερ μάρκετ;
Εγώ όσο το έφτιαχνα, το 'παιρνα απ' τον γαλατά.
Α! Γιατί τώρα σταματήσατε να το φτιάχνετε;
Ναι.
Γιατί;
Γιατί μου πονάνε τα χέρια, δεν μπορώ άλλο πλέον, γιατί έχω μεγαλώσει πολύ.
Άμα κάποια μέρα σας έφερνε η κόρη σας ή η εγγονή σας ένα ταψί με γαλακτομπούρεκο και σου 'λεγε: «Γιαγιά, για δοκίμασε», πώς θα αισθανόσασταν; Δηλαδή, και το δοκιμάζατε και ήτανε πολύ κοντά σ' αυτό που...
Θα ήμουν καταενθουσιασμένη;
Είσαστε απαιτητική σ' αυτό;
Απαιτητική δεν είμαι, αλλά άμα δεν μ' αρέσει, δεν μ' αρέσει. Τέλος
Ναι, αλλά επειδή το φτιάχνατε τόσο ωραία, λογικά θα είστε πιο αυστηρός κριτής.
Ναι, οπωσδήποτε!
Λοιπόν, εγώ πήρα τη συνταγή μου. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο για αυτό το γλυκό… Ίσως, παρέες, παλιά, κάτι;
Πάντα! Όταν θα το τρώω με την παρέα, θέλαν το γλυκό της Αγαθής! Όχι, όχι μόνο το γαλακτομπούρεκο. Πάντα θέλανε κάτι… «Φτιάξε γλυκό εσύ, Αγαθή, ό,τι και να μας φτιάξεις...», τους άρεσε. Γιατί το έφτιαχνα με πολλή αγάπη, αυτό. Δηλαδή το έφτιαχνα για να το ευχαριστηθεί ο άλλος. Κι έβαζα υλικά καλά. Αυτό είναι το υπ' αριθμόν ένα.
Το μυστικό.
Το μυστικό. Τα υλικά να είναι καλά. Όταν δεν είναι καλά τα υλικά, δεν γίνεται ωραίο.
[00:15:00]Ωραία. Λοιπόν, εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ–
Κι εγώ–
Για αυτήν τη συνέντευξη.
Που με διάλεξες.
Εγώ το είπα, έπρεπε να σας πάρω μια συνέντευξη, γιατί, όπως είπαμε, το γαλακτομπούρεκο ήτανε κάτι το οποίο το 'χουμε θεό στη Σαλαμίνα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και ελπίζω να το ξαναφτιάξετε κάποια μέρα και να δοκιμάσουμε και εμείς οι νεότεροι.
Αμέ! Όποτε θέλετε, αν έχεις φίλους, αν έχεις κάποιο ραντεβού με κάποιους φίλους να τους φιλοξενήσεις και θέλεις να έχεις τραπέζι, να τους προσφέρεις γαλακτομπούρεκο, με όλη μου την καρδιά, να σου φτιάξω να στο προσφέρω. Με πολλή αγάπη!
Να 'στε καλά, σας ευχαριστώ πολύ!
Κι εγώ!
Ενότητα 2
Τα σαλαμινιώτικα αμυγδαλωτά, τα γλυκά των γιορτών και οι εορτασμοί με την οικογένεια
00:15:47 - 00:27:44
Λοιπόν, η συνταγή για τα αμυγδαλωτά είναι η εξής: 1 κιλό αμύγδαλο ασπρισμένο –το ξεφλουδίζουμε δηλαδή–, 450 γραμμάρια ζάχαρη άχνη και τρία τέταρτα νερό με ανθόνερο, για να τα ζυμώσουμε. Το μείγμα πρέπει να είναι πολύ μαλακό. Προσέχουμε να μη ρίξουμε πολύ το νερό και μας έρθει πολύ μαλακό, να είναι μία... ένα μέτριο, για να μπορούμε να το πλάθουμε σε ένα σχήμα αχλαδιού… σε σχήμα αχλαδιού, όμως μικρό, έτσι, περίπου σαν ένα σύκο μεγάλο. Αυτά τα ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180 βαθμούς πάνω κάτω, στο ταψί, το οποίο πρέπει να έχουμε στρώσει και λαδόκολλα. Και τα ψήνουμε γύρω στα 15 λεπτά. Τα προσέχουμε πολύ να μη μας καούνε. Όταν κρυώσουνε, σε ένα μπολ βάζουμε ένα μέρος νερού και δύο μέρη ανθόνερο. Και με ένα μπαμπάκι τα νοτίζουμε και τα περνάμε από τη ζάχαρη άχνη. Την επόμενη μέρα, τα ξαναπαίρναμε, για να γίνει… να φρεσκαριστεί, γιατί να μην έχει αυτό που έχει νοτιστεί από τη… απ' το ανθόνερο. Γίνονται περίπου δέκα… είκοσι οκτώ κομμάτια κομμάτια, αλλά είναι καταπληκτικά. Προσέχτε μόνο ότι όταν θα τα περάσετε απ' τη ζάχαρη άχνη, πρέπει να την περάσετε από σίτα.
Αρχικά, το αμύγδαλο στην αρχή το σπάμε ή όχι;
Βέβαια! Αφού το ασπρίσουμε, το περνάμε στο μπλέντερ
Και το κάνουμε σκόνη–
Όχι πολύ σκόνη. Όχι, για να έχει την αφή του αμύγδαλου. Όχι, βάζουμε λίγα αμύγδαλα και το προσέχουμε να είναι μικροί κόκκοι, για να το αισθανόμαστε όταν το φάμε, γιατί αυτό που φτιάχνουν στα νησιά το έχουν πολτοποιήσει. Ενώ αυτό εδώ έχει... την αφή του όταν το τρως, το καταλαβαίνεις ότι είναι αμύγδαλο.
Άρα ποιες είναι, ουσιαστικά, οι διαφορές στο αμυγδαλωτό που κάνουμε εμείς με τα άλλα νησιά που κάνουνε;
Τα άλλα νησιά δεν ξέρω τι ακριβώς βάζουνε, πάντως δεν τα ψήνουνε και είναι ωμά, πλασμένα. Δεν ψήνονται, το δικό μας ψήνεται, γιατί είναι λίγο πιο χοντρό κομμένο και είναι σκέτο αμύγδαλο με ζάχαρη άχνη. Στα νησιά κάτι άλλο βάζουν, δεν ξέρω τι.
Ωραία. Εσείς αυτό το γλυκό, ήτανε... μας είπατε ότι το γαλακτομπούρεκο ήταν το γλυκό που φτιάχνατε στο καφενείο και περιμέναν πώς και πώς. Αυτό;
Δεν το φτιάχναμε στο καφενείο. Το φτιάχναμε στο σπίτι και ήταν από τις λίγες οικογένειες που ξέραν να τα φτιάχνουν τα γλυκά γιατί ο κόσμος τότε δεν ήξερε να φτιάχνει γλυκά, καθόλου, πολύ λίγοι ξέρανε. Ήταν λίγα τα σπίτια. Τώρα όμως έχουνε όλοι...
Έναν ζαχαροπλάστη.
Έχουνε… Είναι τόσο ενημερωμένος ο κόσμος απ' την τηλεόραση, απ' τα περιοδικά, που γράφουνε πάρα πολλά και ξέρουν και φτιάχνουνε. Τότε δεν υπήρχανε ούτε περιοδικά ούτε τηλεοράσεις, λίγο ραδιόφωνο μόνο.
Το γαλακτομπούρεκο η μητέρα σας από που το έμαθε;
Κοίτα, η οικογένεια του μπαμπά μου, επειδή δουλεύανε του παππού μου τα αδέρφια στην Αθήνα, οι θείες από κει ξέρανε. Και μάθανε, κι εδώ που ερχόντουσαν, τους λέγανε πώς να τα φτιάχνουνε, απ' την Αθήνα.
Δεν ήταν δηλαδή… δεν είχε...
Όχι, έτσι, διαφορετικό. Πρώτα δεν ξέραμε. Να, το φτιάχνανε, σου είχα πει ότι δεν το σκεπάζαν από πάνω, το φτιάχνανε την κρέμα, αλλά το φύλλο το ανοίγανε μόνες τους. Ενώ εμείς το παίρναμε απ' τον Πειραιά, έτοιμο μετά το φύλλο. [00:20:00]Δεν φτιάχναμε αυτό το φύλλο. Ήταν τελείως διαφορετικό.
Τα αμυγδαλωτά κι αυτά από τη μητέρα σας τα μάθατε.
Ναι.
Με το γαλακτομπούρεκο, μας είπατε ότι υπήρχε μία παράδοση και ότι τα φτιάχνατε τις Αποκριές.
Ναι, τις Αποκριές.
Θα μιλήσουμε για αυτό σε λίγο. Τα αμυγδαλωτά τι ήταν; Ήταν ένα γλυκό κι αυτό, έτσι, με την εποχή του ή ήτανε πιο γενικό γλυκό;
Όχι. Επειδή ήταν ξεχωριστό γλυκό, ήταν ακριβό γιατί ήταν το αμύγδαλο, ήτανε δύσκολο να το φτιάξεις και το φτιάχνανε λίγες οικογένειές, σ' το είπα
Ναι, απλά εννοώ την περίοδο. Δηλαδή υπήρχε κάποια περίοδος που ξέρατε ότι θα φτιάξετε αμυγδαλωτά ή μπορούσατε να φτιάξετε κάθε μέρα, κάθε Κυριακή;
Όχι. Μπορούσες να τα φτιάξεις πιο πολύ τις γιορτές, τα Χριστούγεννα.
Σαν τους κουραμπιέδες ένα πράγμα ήτανε.
Ναι, ναι.
Για τις Απόκριες. Είπαμε για το γαλακτομπούρεκο και τις Απόκριες. Και μου είπατε ότι θέλατε να μου πείτε κάποια πραγματάκια γι' αυτό, δηλαδή υπήρχε το έθιμο που φτιάχνατε το γαλακτομπούρεκο–
Που φτιάχναμε το γαλακτομπούρεκο–
Μετά;
Ο κόσμος ήτανε… το γιόρταζε τις Απόκριες, γιατί δεν ήτανε τότε ούτε μαγαζιά να γιορτάσουν, λίγα πράγματα, και ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος με τις Απόκριες, για να χορεύει, να ντύνονται μασκαράδες, να πηγαίνουνε στα σπίτια μασκαρεμένοι, να χορεύουνε στις γειτονιές, ντυνόντουσαν και με τα Κουλουριώτικα, και χορεύανε, ο κόσμος, πιάνανε όλες τις πλατείες. Γιατί τα Κουλουριώτικα είναι η πιο ωραία στολή, απ' τις πιο ωραίες στολές που έχει η Ελλάδα, να το ξέρετε. Και τότε, οι πλούσιες οικογένειες, τα φλουριά που είχανε ήτανε χρυσά, 24 καράτια. Και είχανε το γιορντάνι και τα άλυσα, τα λέγανε, που ήτανε κρεμασμένα με φλουριά. Αυτά τα φλουριά, είπαμε, οι πλούσιες οικογένειες ήτανε 24 καράτια, οι πιο φτωχές οικογένειες ήταν ψεύτικα, τα φλουριά.
Για αυτούς που δεν ξέρουν, γιατί, εντάξει, εμείς πάμε και παραδοσιακούς, τα έχουμε ξανακούσει. Γιορντάνι;
Το γιορντάνι. Το γιορντάνι ήτανε με κοράλλια, τις άσπρες πέτρες, ήτανε –πώς τις λέμε;– σαν φίλντισι και ήταν και κάποιες μαύρες πέτρες. Εγώ δεν τις ξέρω πώς ακριβώς τις λέγανε αυτές τις πέτρες, αλλά ήτανε με πολλά χρώματα. Είχε τρεις σειρές κοράλλια, τρεις σειρές λευκές –πώς το είπα; Τέτοιο...– φίλντισι και μετά ήταν και κάτι χρυσές, και πάλι μαύρες. Ήταν με τρία τέσσερα χρώματα, τα γιορντάνια. Και οι στολή, είπαμε, ήταν ολόχρυσες, κεντημένες. Υπήρχανε η πρώτη στολή, η καλή, υπήρχε η δεύτερη, υπήρχε και η τρίτη. Και αυτές που τους φορούσαν, όπως ήταν κι η γιαγιά μου, τις φορούσαν σε όλη τους τη ζωή και πεθαίνοντας θέλανε και την καλή στολή να φορέσουνε. Και γι' αυτό και δεν υπάρχουν σήμερα μείνει πάρα πολλά κομμάτια. Βέβαια, φτιάχνουνε τώρα, υπάρχουν κεντήστριες που το κεντάνε αλλά δεν έχουνε, όμως, αυτό που είχανε, το κέντημα, οι παλαιές. Διαφέρει η παλιά. Και είχανε και πολύ ωραία μπόλια. Δεν είχανε μαντήλι, είχαμε μία μπόλια, η οποία ήταν και αυτή κεντητή, καταπληκτικές μπολιές, τις οποίες, όμως, η Φανερωμένη, η Μονή της Φανερωμένης που έχουμε εδώ, σκεφτήκανε να πάνε στις γυναίκες που φορούσαν τα Κουλουριώτικα και να πάρουνε μία μπόλια, να την πάνε στην Παναγία, να τη διακοσμήσουνε την εικόνα, να στρώσουνε στην Αγία Τράπεζα, και πάρα πολλές δεν ξέρω τι της κάνανε, τις εκμεταλλευτήκανε. Μία από αυτές είχε πάρει και η γιαγιά μου. Είχε πάει και της πήρε την καλύτερη μπόλια. Τις δίνανε για την Παναγία. Τότε ο κόσμος ήταν τελείως διαφορετικός.
Θρήσκος πολύ! Κουλουριώτικη, μπόλιες, όλα αυτά για τις γυναίκες.
Ναι.
Οι άντρες δεν φορούσαν αυτά τα πράγματα. Οι άντρες τι φορούσανε;
Τίποτα. Τίποτα–
Α, τις Αποκριές δεν ντυνόντουσαν...
Α, τις Απόκριες; Μασκαράδες. Να μην τους γνωρίζεις. Ό,τι θέλανε φοράγανε. Βάζανε και μία μάσκα μπροστά να μην τους γνωρίζεις.
Ρωτάω γιατί –άμα υπήρχε κάτι συγκεκριμένο– γιατί, για παράδειγμα, σε άλλες περιοχές, οι Γενίτσαροι-Μπούλες...
Όχι, εμείς δεν είχαμε τότε. Εμείς είχαμε την τράτα, γιατί είμαστε νησί. Και φορούσαμε... Δεν είχαμε, ο παππούς μου πάντως κουστούμι φορούσε.
[00:25:00]Ναι.
Δεν ξέρω να φορούσε τίποτε άλλο.
Λοιπόν–
Όσο ξέρω εγώ.
Φύγαμε απ' τις Αποκριές τώρα, οι οποίες κοντεύουνε σε κάποιους μήνες, και πάμε σε κάτι πιο κοντινό μας, τα Χριστούγεννα. Οπότε, ερχόσασταν εσείς τα Χριστούγεννα, φτιάχνατε τα αμυγδαλωτά–
Φτιάχναμε κουραμπιέδες, φτιάχναμε μελομακάρονα, φτιάχναμε κατιμέρια. Το κατιμέρι για να το φτιάξεις, πρέπει ανοίξεις φύλλο. Εγώ δεν ξέρω να ανοίξω φύλλο, αλλά το άνοιγε η γιαγιά μου και τα φτιάχναμε. Ούτε η μαμά μου ήξερε να ανοίξει φύλλο .Ήτανε δύσκολο να το ανοίξεις το φύλλο και να το φτιάξεις. Αυτά ήταν τα γλυκά που φτιάχναμε.
Μια περιγραφή για τα κατιμέρια; Κατιμέρια τα 'πατε, έτσι;
Ναι.
Μια περιγραφή;
Ξέρω ότι ανοίγαν ένα φύλλο. Τώρα, τι περιείχε, τα υλικά, το ζυμάρι, δεν ξέρω. Το ανοίγανε με μία… αυτό, ένα ξύλο πολύ μακρύ, και το στρίβανε και τ' ανοίγανε. Και πάλι ρίχνανε αλεύρι, και πάλι ανοίγανε, και πάλι ρίχνανε, και βάζανε αμύγδαλα, κανέλα, λίγο φρυγανιά τριμμένη, και το διπλώνανε. Γύρω στα τρία δάχτυλα ερχόταν αυτό, διπλωνότανε, διπλωνότανε, το κόβανε τρίγωνα, τα ψήνανε στον φούρνο, και μετά τα περνούσανε από ένα σιρόπι. Κι από πάνω ρίχνανε κούκισμα από ζάχαρη, κανέλα και αμύγδαλο. Εγώ δεν ήξερα να τα φτιάξω αυτά.
Σαν αυτά το στρογγυλά που είναι με την κανέλα, τα cinnamon rolls, τα λέμε εμείς, που είναι τα ρολά με την κανέλα, που είναι το ζυμάρι γυρισμένο και έχει την κανέλα από μέσα και ψήνονται αυτά τα πράγματα–
Δεν την ξέρω. Δεν το ξέρω.
Λοιπόν. Ναι, αλλά… Φτιαχνόντουσταν αυτά τα γλυκά, αλλά μιλήστε μας λίγο για το κλίμα, δηλαδή πλέον τα Χριστούγεννα είναι σπίτι, οικογένεια–
Όλοι μαζί. Ερχόντουσαν οι γιαγιάδες, εκεί χάμω, εμείς τα πιτσιρίκια, να τρέχουμε εκεί, να βοηθήσουμε. Ήταν η χαρά μας. Αυτή ήταν η απόλαυση. Δεν είχαμε πολλά πράγματα εμείς. Περιμέναμε τις γιορτές πώς και τι! Και μαζευόμαστε και κάναμε και τραπέζια το μεσημέρι, οικογενειακά, όλοι, συγγενείς, μαζευόμαστε, και τότε ήτανε τα σπίτια... είχανε και μεγάλες αυλές, και όταν ήταν ωραίος ο καιρός, καθόμαστε έξω. Γιατί στη μια αυλή μεγάλη, ήντουσαν κι άλλοι μέσα. Ήντουσαν δυο οικογένειες, τρεις οικογένειες μαζεμένες, πολλά παιδιά, τελείως διαφορετικός ο τρόπος ζωής απ' τη σημερινή εποχή.
Ενότητα 3
Το καφενείο, η εργασία ως κομμώτρια και αναμνήσεις από τα μαθητικά χρόνια στη Σαλαμίνα
00:27:44 - 00:39:06
Ναι. Για το καφενείο τώρα, που μας είπατε και πιο πριν. Εσείς εσύ εκεί πέρα δουλεύατε και…;
Ήτανε δικό μας το καφενείο.
Δικό σας το καφενείο.
Ναι.
Ο άντρας πήγαινε από πρωί, να φανταστώ, και εσείς μαζί.
Ναι. Πήγαινα το μεσημέρι εκεί, για να κοιμηθεί και να καθίσω εγώ το μεσημέρι εκεί.
Μέχρι την ώρα που 'κλεινε...
Ναι. Βοηθούσα όταν είχε δουλειά, τις Κυριακές, Σαββατοκύριακα, έτσι, συνήθως.
Και φτιάχνατε και το γαλακτομπούρεκο.
Καθημερινά έφτιαχνα γλυκό, κι όχι μόνο γαλακτομπούρεκο, τους έφτιαχνα κι άλλα, γιατί, σιγά σιγά...
Δεν είχατε, δηλαδή, στάνταρ. Δεν πηγαίνατε… Πηγαίνατε το μεσημεράκι–
Ναι.
Άμα χρειαζότανε το πρωί...
Ναι. Πήγαινα το μεσημέρι, για να κοιμηθεί.
Το καφενείο, δεν μας… Μιλάμε, στη Σαλαμίνα, περίπου;... Δηλαδή ήταν μακριά από το σπίτι σας;–
Όχι.
Ήταν κοντά στο σπίτι σας; Θέλετε να μας πείτε και λίγο; Γιατί αυτοί που μας... θα ακούσουν τώρα τη συνέντευξη, δεν θα καταλάβουν πού είναι το σπίτι σας. Μιλάμε για κέντρο Σαλαμίνας–
Ναι, στο κέντρο–
Στο [Δ.Α.]–
Από κάτω απ' το σπίτι μου. Κάτω απ' το σπίτι μου ήταν το καφενείο. Είχαμε εμπορικό. Όμως ξεπέσανε. Και τι θα κάνουμε; Το καφενείο. Ήταν η πιο εύκολη δουλειά που μπορούσαν να κάνουνε, γιατί είχαμε μία… έναν περίγυρο, που παίζανε χαρτιά.
Ναι.
Και έτσι κάναμε το καφενείο. Γιατί δεν είναι εύκολο το καφενείο, να φύγει ο άλλος από ένα καφενείο να πάει στο άλλο, να γίνει πιάτσα. Ενώ εμείς είχαμε ανθρώπους δικούς μας που παίζανε και μας προτιμήσανε και ήρθανε και παίζανε χαρτιά, τάβλι–
Κυρίως για παιχνίδια ήταν το καφενείο, δηλαδή, ήτανε–
Περισσότερο, ναι, ναι, ναι, περισσότερο.
Θέλετε να μας σε συστηθείτε λίγο, γιατί τα έχουμε πει, τι φτιάχνετε, έχουμε πει τι κάνατε, τα 'χουμε πει όλα, αλλά δεν έχουμε μιλήσει λίγο για σας. Δηλαδή ξέρουμε μόνο τ' όνομά σας, το επίθετό σας και ότι φτιάχνετε τρομερό γαλακτομπούρεκο και πολύ ωραία αμυγδαλωτά.
Α! Εγώ έκανα πολλές δουλειές. [00:30:00]Εγώ βασικά, μετά από δύο χρόνια γυμνάσιο, βγήκα… πήγα κομμώτρια. Δεν ήθελα να προχωρήσω, η μαμά μου ήθελε, αλλά εγώ δεν ήθελα. Και πήγα κι έμαθα κομμώτρια. Και μάθαινα, ερχόμουνα στη Σαλαμίνα, έκανα έξι μήνες στον Πειραιά, πηγαινοερχόμουνα, και έγινα κομμώτρια. Τότε, στη Σαλαμίνα, όταν έγιναν κομμώτρια εγώ, που ήμουνα 14 ετών, δεν υπήρχε ρεύμα όλη την ημέρα. Ήτανε από τις 5.00 μέχρι τις 9.00 το πρωί, και μετά άναβε το βράδυ, από τις 5.00 μέχρι τις 12.00-1.00. Να σημειωθεί ότι 12.00 η ώρα, τα φώτα σβήνανε για ένα λεπτό, για να κάνανε σήμα ότι θα έσβηνε, για να μας θυμίζανε ότι μετά θα 'σβηνε το φως και δεν θα βλέπαμε να πάμε. Και όπου να ήμαστε, τρέχαμε να φτάσουμε στο σπίτι, για να 'μαστε μέσα, για να ανάψουμε πλέον μετά τη λάμπα, για δεν υπήρχε ρεύμα. Λοιπόν. Κι εγώ πήγαινε στα σπίτια και χτένιζα τις κυρίες. Πήγαινα το πρωί, τους μάζευα τα μαλλιά με τα τσιμπιδάκια, και το απόγευμα ξαναπήγαινα για να τους χτενίσω. Έτσι έμαθα. Μετά, όμως, ήρθε το ρεύμα κι είχα ένα κομμωτήριο δικό μου και ο σύζυγός μου είχε εμπορικό, το οποίο... ο κόσμος είχε δουλειά, αλλά μετά, όταν το νησί έπιασε να πουλάει τα οικόπεδα, ο κόσμος πήρε χρήματα κι έφυγε απ' τη Σαλαμίνα, δεν κοιτούσε το εμπόριο της Σαλαμίνας. Πήγαινε στον Πειραιά και στην Αθήνα. Όπου το μαγαζί ξέπεσε. Και τι να κάνουμε; Λέμε, ας κάνουμε ένα καφενείο. Κι έτσι κάνανε το καφενείο και βοηθούσα κι εγώ με γλυκά, για να ευχαριστήσω τους πελάτες. Τους έφτιαχνα και κανένα μεζεδάκι...
Και στα αλλαντικά δηλαδή, δεν ήσασταν μόνο γλυκά.
Όχι στ' αλλαντικά. Αυγά–
Εννοώ και στα–
Ομελέτες–
Αυτό εννοώ.
Τέτοια, ναι, διάφορα.
Και στα αλμυρά–
Κρεατάκια, ναι, ναι.
Αλμυρό αγαπημένο φαγητό;
Ορίστε;
Αγαπημένο αλμυρό φαγητό;
Δικό μου;
Όχι γλυκό, αλμυρό πλέον, ναι.
Ποιο; Δικό μου;
Ναι, δικό σας.
Δεν έχω προτίμηση.
Όλα, δεν έχουμε θέματα.
Όχι, όχι, όχι, όχι. Ένα πράγμα να ξέρεις, ότι ήντουσαν πάρα πολύ ευχαριστημένοι. Και ό,τι να τους έφτιαχνα, τους άρεσε, γιατί το έφτιαχνα με αγάπη, παιδί μου. Δηλαδή ήθελα να τους ευχαριστήσω τους ανθρώπους και το έκανα με πολλή αγάπη. Και τους αρέσαν, ό,τι να τους έφτιαχνα. Ομελέτα να τους έφτιαχνα; Τρελαινόντουσαν. Στο λαδόχαρτο; Τους άρεσε. Πατάτες τηγανιτές με αυγά;
Εσείς... Καλά τώρα, την ημερομηνία γέννησης δεν θα την πω εδώ πέρα, αλλά την έχουμε... Βάλτε μας ένα χρονικό πλαίσιο. Πότε ξεκινήσατε να δουλεύετε; Σε τι δεκαετία;
Απ' τα 14 μέχρι… μέχρι τα 22 δούλευα κομμώτρια στο κομμωτήριο. Μετά το άφησα το κομμωτήριο σε μία μαθήτρια. Γιατί, όπως σας είπα, ο σύζυγός μου είχε εμπορικό. Η δουλειά δεν πήγαινε καλά και τότε υπήρχε μία περίοδος που φτιάχνανε πλεκτομηχανές. Και αναγκάστηκα, για να τον βοηθήσω την επιχείρηση, επειδή δεν πήγαινε καλά, έμαθα μηχανές και έπλεκα. Το οποίο, πήρα και κορίτσια μαθήτριες και τις μάθαινα και πλέκαμε πλεκτά. Τα έραβα και τα πουλάγαμε. Μετά, η δουλειά έπεσε τελείως και αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε μετά το καφενείο.
Άρα στα… περίπου μέχρι 22–
Στα… Περίμενε. Ο Αντρέας ήταν 3 χρόνια, ο Αντρέας έχει γεννηθεί το '68. Το '72, έτσι, πιάσαμε το καφενείο.
Κάπου στα 14, κάπου 1950 κάτι με 1960, να φανταστώ, κάπου εκεί…
Το κομμωτήριο;
Ξεκίνησε κι η δουλειά σας. Πώς ήτανε η δουλειά για μία γυναίκα εκείνη την περίοδο; Γιατί, από ό,τι ξέρουμε, μέχρι μία περίοδο ήτανε λίγο πιο συντηρητική η κοινωνία. Οι γυναίκες σπίτι...
Α! Εμείς ήμαστε –σου 'πα– τελείως διαφορετικοί, γιατί είχαμε τους θείους απ' την Αθήνα και ήταν... ξέρεις. Η μαμά μου μου είπε: «Δεν θα καθίσεις στο σπίτι μέσα, θα μάθεις να δουλεύεις. Θα κάνεις τα προικιά σου, τα πράγματά σου, κι εμείς θα σου δώσουμε προίκα ένα σπίτι. Αλλά εσύ θα κάνεις όλα τ' άλλα, δεν θα καθίσεις στο σπίτι. Σε όλη σου τη ζωή θα πλένεις πιάτα και θα κάνεις δουλειές. [00:35:00]Όσο είσαι νέα θα δουλεύεις έξω, θα ντύνεσαι, θα φτιάχνεσαι, θα πηγαίνεις τις βόλτες σου...».
Ενεργή… πολίτης. Ωραία, άρα υπήρχε αυτή… αυτός... αυτή η προκατάληψη, ας το πούμε έτσι, ότι οι γυναίκες μένουν σπίτι, οι άντρες βγαίνουν έξω και δουλεύουνε, απλά δεν ίσχυε–
Όχι, η μαμά μου… Όχι, όχι–
Δεν ίσχυε για εσάς.
Όχι, όχι, όχι . Και η άλλη αδερφή μου έμαθε αγγλικά, και ήταν... έγινε δασκάλα Αγγλικών, και η τρίτη ακολούθησε εμένανε. Ερχόταν στο κομμωτήριο, και μετά μαζί μου στα πλεκτά.
Πόσο δύσκολο ήτανε να μάθετε αγγλικά; Γενικότερα να εκπαιδευτείτε εκείνη την περίοδο;
Εγώ δεν μπορούσα να τα μάθω τα αγγλικά. Πήγαινα με την αδερφή μου μαζί. Πήγαινα, δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Κι έφυγα. Και ξαναπήγα. Η μαμά μου επέμενε: «Να ξαναπάς». Ξαναπήγα. Δεν μπορούσα τη γλώσσα αυτή να τη μάθω.
Δεν θέλατε.
Δεν μπορούσα. Δεν ξέρω. Δεν ήθελα; Δεν ξέρω.
Εκπαίδευση; Εκπαίδευση... Ήταν εύκολο εκείνη την περίοδο να εκπαιδευτείτε, να πάτε σχολείο; Υπήρχαν σχολεία φυσικά, αλλά–
Όχι, υπήρχε το σχολείο. Όχι, δεν ήτανε. Και η δασκάλα των Αγγλικών ήτανε μία ξαδέρφη του μπαμπά μου, που έμενε στην Αθήνα και ερχόταν εδώ στη Σαλαμίνα για να παραδίδει μαθήματα Αγγλικά.
Όχι μόνο Αγγλικά, γενικά.
Αγγλικά μαθαίναμε τότε, μόνο. Δεν είχαμε Γάλλους, εδώ.
Όχι, βρε, εννοώ σχολείο. Σχολείο. Δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, αυτά εννοώ, σχολείο, εκπαίδευση.
Δεν κάναμε στο σχολείο Αγγλικά.
Όχι Αγγλικά, γενικά. Γιατί και η εκπαίδευση, ειδικά για τις γυναίκες της παλιάς περιόδου ήταν δύσκολη. Δηλαδή σταμάταγε κυρίως στο δημοτικό...
Ναι, καλέ, δεν πηγαίνανε. Τα περισσότερα παιδιά δεν πηγαίνανε. Κι ήτανε λίγα τα παιδιά–
Εσείς πήγατε μέχρι;... Προχωρήσατε ή φτάσατε–
Δύο τάξεις στο γυμνάσιο πήγα εγώ. Δεν ήθελα άλλο να πάω.
Δεν θέλατε εσείς.
Όχι. Η μαμά μου ήθελε βέβαια, γιατί το όνειρό της ήταν να γίνει δασκάλα αυτή και ήθελε να με κάνει δασκάλα, εγώ δεν ήθελα όμως.
Ήσασταν η γκάνγκστερ της οικογένειας εσείς!
Όχι. Δεν ήθελα και πολύ να διαβάζω. Μου άρεσε περισσότερο έξω, να βγαίνω.
Άρα–
Και γι' αυτό έγινα και κομμώτρια, για να πηγαίνω από δω, από κει. Και τότε, σας είπα, δεν υπήρχε ρεύμα. Πήγαινα. Πού θες να πας; Στο Τσάμι, για να πάω να χτενίσω. Πήγαινα. Πού θα πας; Στον Μπόσκο. Πήγαινα στον Μπόσκο. Πού θα πας; Από δω. Πήγαινα. Πήγαινα και στο Μούλκι. Το Μούλκι ήταν δικό μου. Πελάτισσες όλες του Μουλκίου ήταν δικές μου. Και της Σωτήρος, που ήταν η γιορτή, που γιορτάζουνε, που έχουνε το μοναστήρι εκεί, από το πρωί μέχρι το βράδυ θα ήμουνα εκεί να χτενίζω τις πελάτισσές μου. Και μία απ' τις πελάτισσες ήτανε κι η μαμά σου!
Η γιαγιά μου...
Η γιαγιά σου! Και λέω λάθος...
Άρα τώρα, εσείς αυτοπροσδιορίζεστε σαν καλύτερη κομμώτρια της Σαλαμίνας; Καλύτερη γλυκατζού της Σαλαμίνας; Σαν τι;... Ποιο ήταν το επάγγελμά σας το βασικό; Σαν τι θα… θα λέγατε: «Είμαι...».
Σήμερα όλοι φχαριστιόνται… θυμούνται τα γλυκά μου. Γιατί τα δούλεψα πάρα πολλά χρόνια μετά. Τα 'φτιαχνα στο σπίτι και τα έδινα. Και ο κόσμος ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος, τους άρεσε. Μέχρι σήμερα θέλουνε, αλλά εγώ δεν μπορώ να φτιάξω πλέον άλλα.
Εντάξει. Τώρα πλέον φτιάχνουμε αυτά, λίγα και καλά, που λέμε.
Ναι.
Άρα ζαχαροπλάστης. Δηλαδή, η εγγονή σας θα λέει: «Ζαχαροπλάστης ήταν η γιαγιά μου», πλέον, όχι: «Ο μπαμπάς μου».
Δεν ξέρω τι θα λέει!
Άρα αυτό θα τη ρωτάνε...
Έχουνε μείνει τα γλυκά της Αγαθής. Χαίρω πολύ… Χαίρομαι πάρα πολύ, με την ευκαιρία του εορτασμού των 2,5 χιλιάδων χρόνων για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος και με πρωτοβουλία της οργάνωσης Istorima, συγκεντρώσαμε ιστορίες για τα ήθη και τα έθιμα του νησιού μας. Ευχαριστώ.
Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ γι' αυτό που είπατε. Ήτανε... Είναι καλή χρονική περίοδος, και τα 2,5 χιλιάδες χρόνια για τη Σαλαμίνα και αυτό που γίνεται με το Istorima.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στην παρούσα συνέντευξη μάς συστήνεται η κυρία Βιλλιώτου-Σακελλαρίου, γνωστή στον κύκλο της ως Αγαθούλα και ξακουστή στη Σαλαμίνα για τα περίφημα γλυκά της. Μέσα από την αφήγησή της ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια, όταν πλάι στη μητέρα της μυήθηκε στις γλυκές σαλαμινιώτικες συνταγές, και μέσα από μία αναδρομή στις γευστικές της αναμνήσεις παρουσιάζει συγχρόνως τις γιορτές και τις παραδόσεις με τις οποίες αυτές συνδέονται. Παράλληλα, μας χαρίζει τα μυστικά της παρασκευής του γαλακτομπούρεκου και των αμυγδαλωτών της, επισημαίνοντας ότι βασικό συστατικό για σίγουρη επιτυχία είναι η αγάπη.
Αφηγητές/τριες
Αγαθή Βιλλιώτου-Σακελλαρίου
Ερευνητές/τριες
Κυριάκος Πάλλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/10/2020
Διάρκεια
39'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στην παρούσα συνέντευξη μάς συστήνεται η κυρία Βιλλιώτου-Σακελλαρίου, γνωστή στον κύκλο της ως Αγαθούλα και ξακουστή στη Σαλαμίνα για τα περίφημα γλυκά της. Μέσα από την αφήγησή της ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια, όταν πλάι στη μητέρα της μυήθηκε στις γλυκές σαλαμινιώτικες συνταγές, και μέσα από μία αναδρομή στις γευστικές της αναμνήσεις παρουσιάζει συγχρόνως τις γιορτές και τις παραδόσεις με τις οποίες αυτές συνδέονται. Παράλληλα, μας χαρίζει τα μυστικά της παρασκευής του γαλακτομπούρεκου και των αμυγδαλωτών της, επισημαίνοντας ότι βασικό συστατικό για σίγουρη επιτυχία είναι η αγάπη.
Αφηγητές/τριες
Αγαθή Βιλλιώτου-Σακελλαρίου
Ερευνητές/τριες
Κυριάκος Πάλλας
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
15/10/2020
Διάρκεια
39'